«Ας μην εγκαταλείψουμε την ιστορία μας»: Η προσπάθεια του Γιάννη Σκούρτη να διασώσει την ιστορία του χωριού του, Ψαρίου Κορινθίας
Segment 1
Το κάψιμο του Ψαρίου Κορινθίας από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής το 1944
00:00:00 - 00:26:10
Partial Transcript
Καλησπέρα, είμαι η Κυριακή Θεοδώρου, για το Istorima, είναι Πέμπτη 9 Μαρτίου και είμαι εδώ με τον κύριο Γιάννη Σκούρτη, στο σπίτι του στην…τι υπήρχανε… υπήρχε Τάγμα Ευζώνων το οποίο πολεμούσε στο πλευρό των Γερμανών. Κρίμα. Ιστορικά ήτανε μια πολύ μαύρη σελίδα για τους Έλληνες.
Lead to transcriptTags
Media
Ο Γιώργης Σκούρτης
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Ο Βλάσης Σκούρτης, πεσών ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Τα αδέρφια Σκούρτη
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Segment 2
Η προσπάθεια διάσωσης των ιστοριών των κατοίκων του Ψαρίου
00:26:10 - 00:52:47
Partial Transcript
Μάλιστα. Μου είπατε για τον πατέρα σας… Ναι. …ότι τα έχει ζήσει όλα αυτά. Ναι, βέβαια. Θέλετε να μου πείτε λίγα περισσότερα πράγματα γι…εν είχαν ακόμα ξεπεραστεί τα πάθη, εδώ ακόμα και σήμερα δεν έχουν ξεπεραστεί, προτίμησαν λοιπόν να μην κάνουν… να μη δημιουργήσουν το ηρώο.
Lead to transcriptTopics
Tags
Media
Το Ψάρι Κορινθίας.
Το Ψάρι Κορινθίας.
Segment 3
Η συγγραφή του βιβλίου «ΗΡΩΩΝ ΜΝΗΜΗ ΑΪΔΙΟΣ», η ιστοσελίδα για την ιστορία του Ψαρίου και η προσπάθεια δημιουργίας μνημείου πεσόντων στο χωριό
00:52:47 - 01:24:15
Partial Transcript
Κάτι που το ξεκινήσαμε εμείς τώρα και προσπαθούμε λοιπόν, με κάθε τρόπο, να δημιουργήσουμε… να κάνουμε την ανασύσταση του μνημείου των πεσόν…γραμμένα». Αξίζει τον κόπο να τα ψάξεις, να τα διασώσεις και να ελπίζεις ότι αυτά θα μείνουν διαχρονικά. Ευχαριστώ πολύ. Εγώ σας ευχαριστώ.
Lead to transcriptTopics
Segment 1
Το κάψιμο του Ψαρίου Κορινθίας από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής το 1944
00:00:00 - 00:26:10
[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Κυριακή Θεοδώρου, για το Istorima, είναι Πέμπτη 9 Μαρτίου και είμαι εδώ με τον κύριο Γιάννη Σκούρτη, στο σπίτι του στην Αθήνα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που δεχτήκατε να μου παραχωρήσετε αυτή τη συνέντευξη.
Παρακαλώ.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για τον εαυτό σας;
Γεννήθηκα στο Ψάρι Κορινθίας τον Οκτώβρη του 1961. Δεκατεσσάρων χρονών έφυγα από το χωριό μου, ήρθα στην Αθήνα, τελείωσα νυχτερινό γυμνάσιο, εργάστηκα. Και από το 2009 έχω δημιουργήσει την ιστοσελίδα www.psarikorinthias.gr, προκειμένου να συγκρατήσω για τις επόμενες γενιές οτιδήποτε μπορεί να διασωθεί από την ιστορία του τόπου μου.
Άρα γεννηθήκατε στο Ψάρι και μείνατε εκεί μέχρι…;
Ναι. Δεκατεσσάρων ετών. Ακολούθως έφυγα και ήρθα στην Αθήνα και ζω από τότε εδώ, ακολουθώντας με, βέβαια, το χωριό μου διαρκώς.
Είπατε λοιπόν ότι αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το χωριό σας και να κάνετε μια ιστοσελίδα για αυτό. Θέλετε να μας πείτε την ιστορία, το γιατί;
Έβλεπα ότι, όσο περνάν τα χρόνια, χάνονται πάρα πολλά πράγματα από την ιστορία. Οι καταστάσεις, ο τρόπος που ζούσαμε, και που εξακολουθούμε να ζούμε σήμερα, είναι πολύ fast. Αυτός ο fast τρόπος δεν επιτρέπει τη διατήρηση της ιστορίας. Τουλάχιστον αυτή ήταν η δική μου αντίληψη. Γι’ αυτό και ξεκίνησα, περίπου το 2000, να κάνω προσπάθειες για να δημιουργήσω αυτή την ιστοσελίδα, προκειμένου αναφέροντας, γράφοντας κάποια πράγματα εκεί, απ’ ό,τι κι εγώ είχα συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια ή θα… στην πορεία του χρόνου θα μαζευόταν ή θα μου διηγιόταν κάποιος από το χωριό μου, ήθελα λοιπόν όλα αυτά να καταγραφούν και να μείνουν στην ιστορία για τις επόμενες γενιές, για τα παιδιά μου και όλα τα παιδιά του χωριού μου, αλλά και της περιοχής μας γενικότερα.
Είχατε κάποια έτσι σχέση, κάποιο δικό σας άτομο που σας ενέπνευσε σε όλη αυτή τη διαδικασία;
Με ενέπνευσε… το μόνο που με ενέπνευσε είναι η αγάπη για την ιστορία, η αγάπη να διατηρηθεί όλο αυτό το πράγμα, να μείνει στα… ήθελα τα παιδιά μου να ξέρουν από πού κατάγονται. Ήθελα να κάνω κάτι για αυτούς τους ανθρώπους που πέρασαν από αυτό τον τόπο, έκαναν έναν σωρό πράγματα μέσα από την ίδια τους τη ζωή, έτυχαν σε συγκυρίες απίστευτες ιστορικές, τις οποίες τις βίωσαν και θα ήθελα όλο αυτό το πράγμα να διατηρηθεί. Δεν ήθελα να χαθεί.
Θέλετε να μας πείτε για αυτές τις ιστορικές συγκυρίες που σας διηγήθηκαν και αυτοί οι άνθρωποι;
Το χωριό μου, το Ψάρι Κορινθίας, κάηκε τον Ιούλιο του 1944, από τους Γερμανούς. Το τι έγινε όμως είναι κάτι που θα πρέπει να το ψάξει κανένας από πάρα πολλές απόψεις, προκειμένου να πιάσει το νήμα από την αρχή, να καταλάβει, ας πούμε, για ποιο λόγο γίνανε όλα αυτά που γίνανε. Τα χωριά της Στυμφαλίας γενικότερα… Το Ψάρι ανήκει στη Στυμφαλία γεωγραφικά και ιστορικά, από την ύπαρξή του εκεί ανήκει, στη Στυμφαλία. Το 1940, οι άνθρωποι όλοι, μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου και ο θείος μου, φύγανε για τον πόλεμο της… τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, στα πλαίσια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι ζούσανε μια απλοϊκή ζωή, αγρότες ήτανε, βοσκοί ήτανε, φύγανε και πήγανε στην Αλβανία να πολεμήσουν. Δώσανε και την ψυχή τους, πολεμήσανε. Ο θείος μου, ο αδερφός του πατέρα μου, άφησε τα κόκαλά του εκεί, ο Βλάσης ο Σκούρτης. Θαμμένος κάπου που δεν ξέρουμε καν πού είναι, πού βρίσκεται θαμμένος, Στα βουνά της Χειμάρρας κάπου. Ο πατέρας μου κατάφερε και επέζησε και επέστρεψε. Τώρα μιλάω για τον πατέρα μου και για τον θείο μου και αυτές οι ιστορίες ανήκουν και σε πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους, αλλά μιλάω από πού ήταν η δική μου έμπνευση προκειμένου να μπορέσω να κάνω αυτή την ιστοσελίδα. Επέστρεψε λοιπόν ο πατέρας μου και αντί να υπάρχει, όπως καταλαβαίνετε, κάτι το οποίο θα του γαλήνευε την ψυχή από αυτό τον πόλεμο, βρέθηκε στον κυκεώνα μιας κατοχής, της Γερμανικής και Ιταλικής Κατοχής, και βέβαια μετά στον Εμφύλιο. Όλο αυτό το ιστορικό περίγραμμα ήτανε κάτι που καταστρέφει ζωές στην ουσία, ανθρώπους τους οποίους δεν τους αφήνει κανένα περιθώριο να κάνουν οτιδήποτε άλλο, παρά το να ακολουθούν την ιστορία και να προσπαθούν να επιβιώσουν, τίποτα περισσότερο. Έτσι ακριβώς κι ο πατέρας μου, όπως και πάρα πολλοί χωριανοί μου, κατάφεραν και επέζησαν μέσα από πάρα πολύ δύσκολες καταστάσεις. Το 1944, ενώ υπήρχε η Γερμανική Κατοχή κι ενώ είχε συμβεί αυτό που είχε συμβεί στα Καλάβρυτα… Τα Καλάβρυτα είναι αρκετά κοντά μας γεωγραφικά. Στα Καλάβρυτα λοιπόν γνωρίζουμε όλοι τι έγινε από τους… από την εκτέλεση περίπου εφτακοσίων ανδρών από τις δυνάμεις… από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, και τα γύρω χωριά των Καλαβρύτων. Αυτό ήταν το έναυσμα σε όλη τη βόρεια Πελοπόννησο να συμβούν γεγονότα ιστορικά απίστευτα, με την έννοια: πυρπολήσεις χωριών, εκτελέσεις αμάχων, συνεχόμενα. Ήτανε το έναυσμα τα Καλάβρυτα λοιπόν. Η βόρεια Πελοπόννησος ήτανε σε έναν μεγάλο βαθμό ανταρτοκρατούμενη, από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Λειτουργούσαν λοιπόν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο πλαίσιο της Αντίστασης κατά των Γερμανών, αλλά ήταν και πολλές φορές οι περιπτώσεις, θα πρέπει να το παραδεχτούμε ιστορικά, που συμβήκανε πάρα πολλά πράγματα εξαιτίας της δράσης του ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ είχε την πρόθεση λοιπόν να διώξει τους Γερμανούς, αλλά οι Γερμανοί, προκειμένου να απαξιώσουν όλη αυτή την προσπάθεια, εκτελούσανε αμάχους ή καίγανε χωριά, στα πλαίσια των αντιποίνων γι’ αυτά που έκανε ο ΕΛΑΣ. Κάτι τέτοιο έγινε και το 1944, στις 30 Ιουνίου του 1944. Οι Γερμανοί έφτασαν στο χωριό μας, στο Ψάρι Κορινθίας, στο πλαίσιο μιας επίθεσης, εν πάση περιπτώσει, μιας ενέργειας των Γερμανών από την Κόρινθο, η Μεραρχία Κυνηγών, η 117 Μεραρχία Κυνηγών, που έδρευε στην Κόρινθο, αποφάσισε να κάνει αυτή –με την κωδική ονομασία «Αετός»– την επίθεση κατά των χωριών της Στυμφαλίας, για να εκδιώξει τους… αυτή τουλάχιστον ήταν η πρόφαση, να εκδιώξει τους αντάρτες. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν ήθελαν να καταστρέψουν τα σπαρτά, να καταστρέψουν τα σιτηρά, που είχε μαζέψει τότε ο πληθυσμός προκειμένου να έχουν το ψωμί για τον επόμενο… για όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Είχανε, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, μαζέψει τα σιτηρά τους και τα είχανε στα αλώνια, που λέμε εμείς, προκειμένου εκεί να περάσει… να μπορέσουνε με τα ζώα τους να τα ετοιμάσουν και να πάρουν το στάρι στο σπίτι τους, να τ’ αποθηκεύσουν, για να ’χουν ψωμί για όλο τον χρόνο. Αποφάσισαν λοιπόν… αποφάσισε ο von Le Suire, έτσι λεγόταν ο Γερμανός διοικητής της 117, ο στρατηγός von Le Suire, αρχηγός των Γερμανών στην Κόρινθο, της 117 Μεραρχίας Κυνηγών, να κάνει αυτή την ενέργεια, για να καταστρέψει ουσιαστικά και τους αντάρτες, αλλά και τους κατοίκους των χωριών. Οι κάτοικοι βέβαια θα ’πρεπε με κάποιον τρόπο να αντισταθούν, όχι στα πλαίσια κάποιας αντίστασης και υπέρ του ΕΛΑΣ, αλλά για να σώσουν και τις ίδιες τους τις περιουσίες, την ίδια τους… το ίδιο τους το φαγητό, δεν θα είχαν να φάνε τίποτα. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, οι Γερμανοί ήρθαν στις 30/06 του 1944 στο Ψάρι, φερθήκανε προκλητικά στους ανθρώπους εκεί, πάρα πολύ άσχημα, όπως αντιλαμβάνεστε. Δεν βρήκαν βέβαια κανέναν αντάρτη για να συλλάβουνε. Ήταν το πρώτο χωριό που προσπάθησαν να επιτεθούν, γιατί ο von Le Suire είχε προηγούμενα με το Ψάρι, επειδή κάποιοι κάτοικοι στο παρελθόν, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, που είχανε συλληφθεί, είχαν καταγωγή απ’ το Ψάρι. Και μάλιστα μία επιχείρηση που είχε στο παρελθόν κάνει, είχε την κωδική ονομασία «Ψάρι». Ε, ξεκινώντας λοιπόν, ξεκίνησε από το Ψάρι, παραδοσιακά, δηλαδή σου λέει: «Εκεί θα βρω πάρα πολλούς». Ξεκινώντας λοιπόν το βράδυ εκείνο, είχε έρθει όλη η Μεραρχία, η οποία ήθελε να περάσει στη Στυμφαλία, στον κάμπο της Στυμφαλίας –το Ψάρι είναι πριν τη Στυμφαλία, όπως έρχεστε από Νεμέα–, και προκειμένου να γίνει η εκκαθάριση των ανταρτών. Στο Ψάρι λοιπόν, αφού πέρασαν, το βράδυ… την ημέρα εκείνη, βίασαν μια γυναίκα. Αυτό ήτανε ίσως ό,τι πιο χειρότερο μπορούσε να ’χε γίνει, με βάση τα ήθη και τα έθιμα ενός ορεινού χωριού. Για όλους ισχύει, αλλά σ’ ένα ορεινό χωριό αυτό διαστέλλεται αρκετά. Ήταν το έναυσμα δηλαδή για να γίνουνε πολλά πράγματα που γίνανε στη συνέχεια. Οι Γερμανοί λοιπόν έφυγαν, το κύριο σώμα της 117 Μεραρχίας Κυνηγών, και πήγε στον κάμπο της Στυμφαλίας, κοντά στη λίμνη της Στυμφαλίας. Άφησαν τριάντα δύο επίλεκτους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν της Αεροπορίας Στρατού, ένας λόχος της Αεροπορίας Στρατού. Τους άφησαν στο Ψάρι. Οι οποίοι προσπάθησαν να στρατοπεδεύσουν, την ώρα που νύχτωνε, σε ένα μέρος που θα θεωρούσαν, κατά την άποψή τους, ότι θα ’ταν ασφαλές. Το μέρος αυτό λέγεται Μακρύ Λιθάρι, η τοποθεσία, έτσι τη λέμε στο Ψάρι. Και οι [00:10:00]Γερμανοί λοιπόν –είναι ένας τεράστιος βράχος– φαντάστηκαν ότι αυτός ο βράχος τούς εξασφάλιζε μια σιγουριά. Ήθελαν λοιπόν, όπως έμειναν εκεί, να ’ναι η οπισθοφυλακή της 117 Μεραρχίας και ταυτόχρονα να μπορούν να βλέπουν τι γίνεται πίσω και να το μεταφέρουν, μέσω των ασύρματων, στην κυρίως Μεραρχία, που ήτανε στη λίμνη της Στυμφαλίας. Το βράδυ, το ίδιο βράδυ, στις 30/06, τους επιτέθηκαν οι αντάρτες της περιοχής, ο 7ος Λόχος του ΕΛΑΣ, του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ο οποίος αποτελείτο από Στυμφάλιους και Φενεάτες αποκλειστικά, ήταν κάτοικοι της περιοχής δηλαδή όλοι αυτοί. Οι δεκαέξι εξ αυτών έπεσαν νεκροί, οι Γερμανοί. Ένας αντάρτης, νεαρός, σκοτώθηκε. Αυτές ήταν οι απώλειες του ΕΛΑΣ. Και οι δεκάξι υπόλοιποι Γερμανοί συνελήφθησαν ζωντανοί. Ο ΕΛΑΣ όμως δεν είχε τη δυνατότητα να κρατήσει ομήρους ενώ ήξερε ότι δίπλα του, στα πέντε χιλιόμετρα, ήταν πολλές χιλιάδες Γερμανών. Θα ’πρεπε κάτι να κάνει. Υπάρχει μια σπηλιά, που είναι ακριβώς απέναντι από κει που έγινε το γεγονός, απ’ το Μακρύ Λιθάρι, είναι η σπηλιά του Άγιου Θόδωρου, η σπηλιά του Γκότζι, τη λέμε εμείς. Πήγανε λοιπόν τους δεκάξι Γερμανούς εκεί, ήταν καλοκαίρι, τους έγδυσαν τελείως σχεδόν, προκειμένου να τους πάρουν τα ρούχα, να τους πάρουν τα όπλα κι όλα αυτά. Και έτσι, σχεδόν γυμνοί όπως ήτανε, έμειναν… πέρασαν όλο το βράδυ εκεί και το πρωί, αξημέρωτα, τους πήραν και τους πήγαν λίγο πιο κάτω, στην καταβόθρα της Σκοτεινής. Έτσι λέγεται ένα μέρος που είναι πολύ κοντά μας, στο διπλανό… πριν το διπλανό χωριό της Σκοτεινής. Η καταβόθρα αυτή λοιπόν είναι μια τεράστια τρύπα, η οποία περνάει νερό από κει και βγαίνει στο Κεφαλάρι, να φανταστείτε, της Αργολίδας, πολύ μακριά. Και τους έριξαν ζωντανούς εκεί. Όπως αντιλαμβάνεστε, ήτανε αρκετά μαρτυρικό όλο αυτό. Ήταν μια ενέργεια που την επίτασσε η στιγμή, η ανάγκη έκανε τους αντάρτες να κάνουν αυτό το πράγμα, αλλά αυτό δεν σταματά να είναι φρικτό, αυτό που έγινε για τους Γερμανούς, έστω και αν ήταν εχθροί ή έστω κι αν ήταν αντίπαλοι. Την άλλη μέρα το πρωί, ένας βοσκός της περιοχής, με τον οποίον μίλησα, είχα την τύχη να μιλήσω πριν φύγει από αυτή τη ζωή, μού είπε ότι ήταν ένα νεαρό παιδί τότε και πήγε με φόβο κοντά εκεί, γιατί είχε δει από μακριά τι γινότανε, και είδε έναν Γερμανό σχεδόν πεθαμένο, ο οποίος είχε καταφέρει και είχε αναρριχηθεί από την καταβόθρα. Οι υπόλοιποι δεκαπέντε ήταν στο βάθος σκοτωμένοι. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί και να είχε επιζήσει και να τα κατάφερνε να βγει μέχρι επάνω, ο κυρ-Βασίλης όμως, Θεός σχωρέσ’ τον, φοβήθηκε πολύ, ήταν ένα νέο παιδί, και έφυγε τρέχοντας. Δεν έμεινε εκεί ούτε καν να δει τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτή ήταν η τύχη των Γερμανών, των δεκάξι Γερμανών στρατιωτών, η οποία ήταν, όπως σας είπα και προηγουμένως, φρικτή και δεν θα ’πρεπε να συμβεί. Ένα ακόμα γεγονός που έγινε είναι ότι οι δεκάξι νεκροί τής κυρίως μάχης σκυλεύτηκαν. Οι κάτοικοι της περιοχής δεν μπόρεσαν να συγχωρήσουν ούτε τον βιασμό της γυναίκας ούτε την πρόθεση των Γερμανών. Οι Γερμανοί ήρθαν για να κάψουν τα σιτηρά τους, το μοναδικό φαγητό που είχαν. Επομένως… Εμείς βέβαια τώρα το εξετάζουμε με βάση μια άνεση χρονική που μας δίνει, όμως εκείνοι έπρεπε να σκεφτούν μέσα σ’ ένα λεπτό τι θα κάνουν. Ο πόνος τους για όλα αυτά τα γεγονότα, για όλη αυτή την Κατοχή που είχανε περάσει, τους έκανε να σκυλεύσουν τα σώματα, και όταν λέμε «να σκυλεύσουν»: έκοψαν τα γεννητικά όργανα των ανθρώπων αυτών, έκοψαν τα κεφάλια και… Ήταν πολύ άσχημες στιγμές. Παλούκωσαν τα κεφάλια ουσιαστικά και τα άφησαν, έτσι όπως ήταν, εκτεθειμένα στο σημείο που έγινε η μάχη. Οι Γερμανοί βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, άρχισαν να αναζητούν πού βρίσκονται οι σύντροφοί τους. Δεν μπορούσανε να επικοινωνήσουνε και ακολούθως, αφού είχε ολοκληρωθεί η μάχη στη Στυμφαλία και ολοκληρώθηκε, σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος, θετικά για τους Έλληνες αντάρτες, γιατί η οπισθοφυλακή τους δεν μπορούσε να λειτουργήσει πλέον… Το αποτέλεσμα της μάχης της Στυμφαλίας ήταν νικηφόρο για τους Έλληνες αντάρτες και ήτανε μία απ’ τις μεγαλύτερες πανωλεθρίες που έπαθαν ποτέ οι Γερμανοί στην Ελλάδα, η μάχη της Στυμφαλίας. Έχει μείνει ιστορική. Ήταν λοιπόν η μάχη του Ψαρίου, που προηγήθηκε, για να γίνει η μάχη της Στυμφαλίας και να έχει έκβαση θετική για τους Έλληνες. Όταν όμως οι Γερμανοί, τα υπολείμματα των Γερμανών, άρχισαν να γυρίζουν προς τα πίσω, αναζητούσαν να βρουν τους συντρόφους τους. Δεν είχαν την πολυτέλεια, γιατί τους κυνηγούσαν οι αντάρτες, είδαν όμως αυτό που είχε γίνει, τα κεφάλια τα παλουκωμένα, που τα είχαν αφημένα οι αντάρτες στο σημείο της μάχης στο Μακρύ Λιθάρι. Αυτό ήταν… όπως καταλαβαίνετε, τους έμεινε, αυτοί έτρεξαν κι έφυγαν, γιατί ήταν κυνηγημένοι, όπως σας είπα, και έφτασαν στη Νεμέα, όπου ανασυγκροτήθηκαν. Το πρώτο μέλημά τους επομένως ήταν να πάνε στο Ψάρι, άλλωστε ο von Le Suire, ο Γερμανός, είχε μεγάλη ιστορία για το Ψάρι και γενικότερα για την Ελλάδα. Να κάνω, αν μου επιτρέπετε, μια παρέμβαση εδώ και να πω ότι ο von Le Suire ήτανε στρατιωτικός, αλλά ήταν από οικογένεια στρατιωτικών και ο παππούς του, ο Wilhelm von Le Suire, ήταν ένας από τους ανθρώπους, τους στρατιωτικούς, τους Γερμανούς, που ακολούθησαν τον Όθωνα στην Ελλάδα. Δηλαδή ήρθε ο Όθωνας στην Ελλάδα και ήτανε στην ακολουθία του. Έφτασε μέχρι υπουργός ο παππούς του. Επομένως, αυτός είχε μια μεγάλη γκάμα οικογενειακή για το τι είναι η Ελλάδα και προφανώς είχε ένα τεράστιο μίσος για την Ελλάδα. Οι αποφάσεις που εξέδιδε ήταν απίστευτες, ας πούμε, ξέρω γω: «Δεν μπορεί να έχεις», λέει, «καλή θέληση μ’ αυτό τον βρομολαό», έτσι αποκαλούσε τους Έλληνες. Οπότε ήταν δεδομένο ότι δεν αντιλήφθηκε, λόγω του μίσους που είχε για κάθε τι ελληνικό, δεν αντιλήφθηκε ότι εκεί που έστελνε τους στρατιώτες του ήταν άνθρωποι αποφασισμένοι, ήταν άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα άλλο να χάσουνε, παρά μόνο το ψωμί τους, ήταν το τελευταίο που τους είχε μείνει, όμως αυτός τους έστειλε σαν πρόβατα στη σφαγή και έγινε αυτό που έγινε, ακολούθησε όλη αυτή η διαδικασία. Αυτό ήταν το περίγραμμα γενικότερα. Στις 6 λοιπόν Ιουλίου, πρωί πρωί, οι Γερμανοί άρχισαν πάλι να ανηφορίζουν προς το Ψάρι, γιατί έπρεπε να πάρουν την εκδίκηση που λογαριάζανε. Τότε, ο von Le Suire είχε εκδώσει μια διαταγή με την οποία έλεγε ότι: «Ένας Γερμανός που εκτελείται, εκατό Έλληνες εκτελούνται», «Ένας Γερμανός που σκοτώνεται, εκατό αντίστοιχα Έλληνες θα εκτελούνται». Επομένως εδώ περίμενε, ας πούμε, στο Ψάρι να βρει γύρω στους πεντακόσιους. Δεν ήταν τόσοι στο Ψάρι βέβαια, αλλά αυτός γύρευε, ας πούμε, ξέρω γω, ότι θα ’βρισκε πάρα πολύ κόσμο για να εκτελέσει. Δεν βρήκε κανέναν στο Ψάρι. Οι κάτοικοι είχανε το προνόμιο, επειδή είμαστε σε ορεινό μέρος, να βλέπουμε προς τα πεδινά και να φύγουν, να πάνε στα γύρω βουνά, να κρυφτούν σε σπηλιές, σε διάφορα σημεία, προκειμένου να γλιτώσουν, γιατί ήξεραν ότι… Πήραν ό,τι μπορούσαν απ’ τα χέρια τους… Ο πατέρας μου περιγράφει ότι μπόρεσε και πήρε μόνο δυο ρούχα, τρία, μαζί με τη μητέρα του και τον πατέρα του, και με τα αδέρφια του, και άρχισαν να τρέχουν προς το βουνό. Κρύφτηκαν κάπου και κοιτούσαν τι θα συμβεί στην πορεία. Οι Γερμανοί έστειλαν… Από γερμανικά αρχεία λοιπόν μπορέσαμε και βρήκαμε, μπόρεσα και βρήκα ότι αυτός που έκανε αυτή την επιχείρηση στο Ψάρι, για την καταστροφή του χωριού, λεγότανε Albert Gnass. Ήταν ένας ίλαρχος Πρώσος, δεν ήταν καν Γερμανός. Ήταν ο άνθρωπος –εντός εισαγωγικών η λέξη– «ορχήστρα» του von Le Suire. Όταν επρόκειτο να γίνει κάποια καταστροφή, διάλεγε πάντα τον Πρώσο ίλαρχο, τον Gnass, τον Albert Gnass, προκειμένου αυτός να κάνει τη βρομοδουλειά. Αυτός λοιπόν ήρθε στο Ψάρι. Ο Albert Gnass, μπαίνοντας στο Ψάρι, άρχισε να τρέχει από σπίτι σε σπίτι, προκειμένου να βρει ανθρώπους για να εκτελέσει, σαν αντίποινα. Βρήκε μόνο πέντε ανθρώπους και αυτούς όχι μέσα στο χωριό. Γύρω γύρω είχανε μείνει δυο-τρία γεροντάκια, οι οποίοι φαντάστηκαν… ή δεν μπορούσαν να φύγουν ή φαντάστηκαν ότι εάν θα μείνουν, θα δουν ότι είναι γεροντάκια και δεν θα τους κάνουν κάτι. Βέβαια ήτανε ένα τρομερό λάθος αυτό που έκαναν, γιατί τους έσφαξαν με πρωτοφανή τρόπο. Τους έσφαξαν με ξιφολόγχες, τους πυροβόλησαν… γυναίκες μάλιστα, ήταν γυναίκες, τις πυροβόλησαν στο στήθος, τις πυροβόλησαν στο πρόσωπο. Κάποιον τον βρήκανε, έναν πιο νέο, τον βρήκανε εκτός του χωριού, σ’ ένα ξωκλήσι, στον προφήτη Ηλία, και τον εκτέλεσαν εκεί επί τόπου. Το μίσος τους ήτανε ασταμάτητο, δεν μπορούσαν, ας πούμε, να σταματήσουν. Και ο Gnass μόνο με πέντε νεκρούς δεν έκανε τίποτα, φαντάστηκε πως είχε αποτύχει. Και αυτή η αποτυχία ήτανε μοιραία για το χωριό, γιατί άρχισε να βάζει φωτιά από σπίτι σε σπίτι. Άρχισαν να ρίχνουν εύφλεκτα υλικά παντού. Ό,τι είχαν εύφλεκτο τα ’ριχναν και έκαιγαν τα σπίτια και –πώς τους φώτισε ο Θεός– δεν κάψανε τις εκκλησίες και το σχολείο. Φαίνεται είχανε μια τέτοια εντολή. Οι εκκλησίες λοιπόν που υπήρχαν και το σχολείο… Βέβαια την εκκλησία, πήγανε με όπλα απέναντι, με βαριά όπλα, και ρίχνανε στο καμπαναριό. Έχουνε μείνει ακόμα και σήμερα τα σημάδια, δεν τα επιδιόρθωσε ποτέ το χωριό μας, με σκοπό τη μνήμη. Δεν κατάφεραν να το γκρεμίσουν το καμπαναριό, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους. Αυτό ήταν γενικότερα το…[00:20:00] Το χωριό άρχισε να καίγεται. Ο πατέρας μου και οι υπόλοιποι χωριανοί μού έχουν πει ότι, από απέναντι, έβλεπαν το χωριό τους να καίγεται. Ήταν ένα φρικτό θέαμα. Από τους καπνούς δεν μπορούσανε να πάρουν ούτε καν ανάσα αυτοί που ήταν απέναντι από το χωριό, αρκετά μακριά. Ήτανε μια κόλαση, στην κυριολεξία. Δεν κάηκε μόνο το χωριό –κάηκαν όλα τα σπίτια σχεδόν–, κάηκαν και τα γύρω βουνά, ό,τι είχε σε δέντρα κτλ. κάηκαν όλα. Ήταν ανεξέλεγκτη η φωτιά, γιατί ήτανε Ιούλιος μήνας. Και ταυτόχρονα βέβαια κάηκαν και τα σιτηρά των ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει ακόμα να τα αποθηκεύσουν, για να… Αλλά και να τα είχαν αποθηκεύσει, από τη φωτιά θα καιγόντουσαν. Η ιστορία έχει καταγράψει λοιπόν, μέσω του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως… Τρία-τέσσερα χρόνια, το 1946, αν δεν κάνω λάθος, δημιουργήθηκε το Υπουργείο… το Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως, προκειμένου να γίνει μια ανοικοδόμηση, και καταγράφηκαν οι ζημιές. Το Ψάρι λοιπόν είχε τις περισσότερες, στατιστικά, ζημιές απ’ όλα τα χωριά της Κορινθίας. Καταγράφηκε ότι επί διακοσίων σπιτιών κάηκαν ολοσχερώς εκατόν εβδομήντα και τ’ άλλα τριάντα δεν είναι ότι σώθηκαν, απλά δεν κάηκαν ολοσχερώς, για διάφορους λόγους. Αυτό ήταν το περίγραμμα, αυτό ήτανε όλη αυτή η διαδικασία των Γερμανών και του μίσους, του προσωπικού μίσους, του von Le Suire, και των Γερμανών συνολικότερα, μη βάζουμε μόνο τον von Le Suire… Αυτός ο λαός δεν έχει ένστικτα, τα μόνα ένστικτα που έχει είναι… φαντάζεται, φαντασιώνεται ότι είναι ένας περιούσιος λαός. Τότε ειδικά, μέσω του Χίτλερ, αυτό φαντασιωνόταν. Αλλά δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, είχανε γίνει και οι άνθρωποι… και οι στρατιώτες ήταν σ’ αυτό το επίπεδο, σ’ αυτή τη σκέψη δηλαδή. Είχανε αφουγκραστεί ό,τι έλεγε ο Χίτλερ και φανταστήκανε λοιπόν ότι είναι ο περιούσιος λαός, που μπορεί να τιμωρεί όλους τους λαούς του κόσμου. Αυτό έκαναν λοιπόν στο Ψάρι και θα πρέπει να το πούμε, είναι πάρα πολύ σοβαρό, ότι μέσα στην 117 Μεραρχία Κυνηγών, και ειδικότερα αυτοί που ήρθαν στη μάχη της Στυμφαλίας, ήτανε τα εννιακόσια… έτσι λεγότανε, πληθυντικός, τα εννιακόσια ενενήντα εννιά τάγματα των εν αναστολή καταδίκων. Ό,τι κατάδικοι υπήρχαν στη Γερμανία, τους είχανε εντάξει στην 117. Η 117 είχε μια πολύ μεγάλη ιστορία σ’ όλα τα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στη Σερβία. Πριν φτάσουν στην Ελλάδα, «περιποιήθηκαν» –εντός εισαγωγικών η λέξη και αδόκιμη, αλλά έτσι έγινε–, «περιποιήθηκαν» τη Σερβία. Και αφού ήρθαν λοιπόν στην Ελλάδα, τους έστειλαν στη βόρεια Πελοπόννησο. Είχαμε τη μεγάλη τύχη να έχουμε τους εν αναστολή καταδίκους. Ήτανε όλα… κάθε λογής απόβρασμα, ποινικοί κατάδικοι, κατάδικοι για σεξουαλικά εγκλήματα, τους άφησαν ελεύθερους και τους έστειλαν εκεί. Όπως αντιλαμβάνεστε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν το παραμικρό… την παραμικρή… δεν είχαν λόγους να μην κάνουν τα πάντα. Έκαναν τα πάντα, ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους και ό,τι δεν μπορούσε να φανταστεί, βασικά, ο ανθρώπινος νους. Το χωριό, όπως καταλαβαίνετε, κάηκε. Οι άνθρωποι έμειναν σχεδόν μια-δυο μέρες βορά των σκύλων, όσων επέζησαν κι απ’ τους σκύλους, νεκροί μέσα στο χωριό ή όπου σκοτώθηκαν, οι πέντε νεκροί. Και ήρθαν… πέρασαν δυο μέρες για να απομακρυνθεί από κει ο Gnass μαζί με τους στρατιώτες του. Έπρεπε να πάει και σε άλλα χωριά να κάψει. Στο Ψάρι έγινε βέβαια η μεγαλύτερη καταστροφή. Κι αφού έγινε όλη αυτή η διαδικασία, οι κάτοικοι σιγά σιγά άρχισαν να γυρίζουν στα σπίτια τους… για να βρουν τι; Τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα. Απλά προσπάθησαν να κάψουν το χωριό, μέχρι και σήμερα έχουν διασωθεί οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου αυτών των ανθρώπων, από τότε, οι πιστοποιήσεις των θανάτων, οι οποίοι είναι με ημερομηνία 9, ενώ το κάψιμο έγινε στις 6, είναι με ημερομηνία 9 του μηνός, 9 Ιουλίου, γιατί δεν μπορούσε κανένας να πλησιάσει, να γίνουν όλα αυτά τα διαδικαστικά πιο νωρίς. Έθαψαν τους ανθρώπους και προσπαθούσαν τώρα να μείνουνε σε ένα καμένο χωριό, χωρίς τίποτα, χωρίς το παραμικρό. Μου περιγράφει λοιπόν ο πατέρας μου, ο Γιώργης Σκούρτης, ο αείμνηστος Γιώργης Σκούρτης, ότι: «Δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Κάπου-κάπου βρίσκαμε χόρτα, δεν είχαμε λάδι να τους ρίξουμε, αλλά το πιο βασικό είναι ότι δεν είχαμε κατσαρόλα. Κάποιος είχε διασώσει μια κατσαρόλα όμως εκεί στα βουνά που ήμασταν και έπαιρνε την κατσαρόλα πότε ο ένας, πότε ο άλλος, πότε ο άλλος, προκειμένου να βράσουν λίγα χόρτα και να τα φάνε έτσι, νερόβραστα, χωρίς αλάτι, χωρίς τίποτα». Αυτό έγινε για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα, μέχρι να μπορέσουν να φύγουν πολλοί, να πάνε σε γειτονικά χωριά που δεν είχαν καεί, να ζητήσουν λίγο ψωμί, να ζητήσουν κάτι, για να μπορέσουν να επιβιώσουνε. Ήτανε τραγικές οι στιγμές που ζήσαν αυτοί οι άνθρωποι, γι’ αυτό και μ’ ενδιαφέρει πάρα, πάρα πολύ να διασωθεί ιστορικά όλη αυτή η διαδικασία. Και θα πρέπει να μείνουμε σε κάτι που νομίζω ότι είναι πάρα πολύ βασικό: οι άνθρωποι αυτοί ήταν σχεδόν βέβαιοι για τα αντίποινα των Γερμανών, όμως πολέμησαν. Δεν ήταν κουκουλοφόροι, δεν ήτανε αυτό που έκαναν, δυστυχώς, πάρα πολλοί Έλληνες, να φορέσουν την κουκούλα και να γίνουν συνεργάτες των Γερμανών. Πολέμησαν κατά των Γερμανών. Το χωριό μου δεν ήταν κομμουνιστές, αλλά ήταν άνθρωποι οι οποίοι είχαν αξίες στη ζωή, τις οποίες… Ήταν άνθρωποι όμως που προσπάθησαν με κάθε τρόπο ό,τι ηθική είχανε να την περάσουνε, και η ηθική τους ήτανε ότι τον εισβολέα, αυτόν που θέλει να σου κάνει κακό, τον πολεμάς, δεν κάθεσαι να γίνεις συνεργός του. Σε αντιστοίχιση, σε… προκειμένου να ξεχωρίσουμε τι ακριβώς έγινε σε άλλες περιπτώσεις. Και δυστυχώς ακόμα και στη μάχη της Στυμφαλίας έχει καταγραφεί ότι υπήρχανε… υπήρχε Τάγμα Ευζώνων το οποίο πολεμούσε στο πλευρό των Γερμανών. Κρίμα. Ιστορικά ήτανε μια πολύ μαύρη σελίδα για τους Έλληνες.
Μάλιστα. Μου είπατε για τον πατέρα σας…
Ναι.
…ότι τα έχει ζήσει όλα αυτά.
Ναι, βέβαια.
Θέλετε να μου πείτε λίγα περισσότερα πράγματα για την ιστορία του, για το τι σας έχει διηγηθεί;
Ναι, ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Ψάρι το 1914, ενώ γινόταν… είχε ξεκινήσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήδη. Επομένως έχει ζήσει πάρα πολλά πράγματα. Σχετικά τώρα με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, ήταν πολεμιστής, όπως σας είπα, στο έπος της Αλβανίας, μαζί με τον αδερφό του, τον Βλάση Σκούρτη, ο οποίος χάθηκε εκεί, σκοτώθηκε στη Χειμάρρα. Έζησε επομένως φοβερά πράγματα. Ήτανε… η απώλεια του αδερφού του ήταν κάτι που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή. Δεν το ξεπέρασε ποτέ. Μέχρι και τις τελευταίες μέρες, ενώ στα τελευταία του, το 2006, που έφυγε, είχε προσβληθεί από αυτή την άσχημη αρρώστια, το Αλτσχάιμερ, και δεν θυμόταν τίποτα, το μόνο πράγμα που θυμόταν ήταν ο αδερφός του, το κάψιμο του χωριού και δυστυχώς και κάτι που το χωριό μας… μια παράλειψη του χωριού μας: δεν έγραψε ποτέ τα ονόματα αυτών των ηρώων στο μνημείο των πεσόντων. Ήταν μια παράλειψη η οποία δεν έγινε επίτηδες, αλλά ήταν μια παράλειψη γιατί οι άνθρωποι είχανε πάρα πολλά άλλα πράγματα να κάνουν και δεν το σκέφτηκαν. Για τον πατέρα μου όμως ήταν καταλυτικό αυτό, ότι δεν γράφτηκε το όνομα του αδερφού του, ενώ ήταν ήρωας του έπους του ’40. Προσπάθησε στη ζωή του πάρα πολύ, μετά τον Πόλεμο και μετά το κάψιμο του χωριού, να επιβιώσει, κι αυτός κι η οικογένειά του. Όμως, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, παρέμειναν εδώ άξιοι συνεργάτες τους. Κάποιοι από αυτούς –είναι κρίμα τώρα να κάτσουμε να λέμε ονόματα– δεν του έδιναν ξυλεία, γιατί δεν ήταν αρεστός στο καθεστώς. Δεν ήταν αριστερός ο πατέρας μου, να το διευκρινίσω, αλλά δεν ήταν και του καθεστώτος που κυβερνούσε μετά. Δεν του έδιναν ξυλεία λοιπόν για να μπορέσει να σκεπάσει το σπίτι του, να βάλει την οικογένειά του μέσα. Ζητούσαν λοιπόν… του ζητούσαν, κατά κάποιο τρόπο, να δηλώσει υποταγή, να πει, ας πούμε… Ο πατέρας μου ήταν και λίγο –εντός εισαγωγικών– «ξεροκέφαλος», τους είπε ότι: «Δεν δηλώνω καμιά υποταγή, να μου δώσετε ξυλεία». Δεν του ’δωσαν ποτέ ξυλεία. Πήγαινε στο βουνό που είναι απέναντι από το χωριό, λέγεται Φαρμακάς… Είναι πολύ μακριά, είναι στον νομό Αργολίδας ουσιαστικά. Πήγαινε με τα άλογά του εκεί, τα φόρτωνε με δύο κορμούς και τα ’φερνε, επί δέκα-δεκαπέντε μέρες, προκειμένου να μπορέσει να φτιάξει το σπίτι του μόνος του, γιατί όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι μπόρεσαν και το ’φτιαξαν, σ’ αυτόν όμως έκαναν την εξαίρεση και δεν του έδωσαν τίποτα. Ήταν αυτό το κλίμα που, λίγο πολύ, έχει φτάσει μέχρι και σήμερα: ο αρεστός περνάει καλά… ο αρεστός πολίτης περνάει καλά, ο μη αρεστός δεν περνάει καλά. Όμως εκεί θα ’πρεπε να σκεφτούν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας ήρωας του ’40, είχε έναν αδερφό ο οποίος άφησε τα κόκαλά του στην Αλβανία για την ελευθερία της πατρίδας, δεν σεβάστηκε όμως κανένας τίποτα. Δεν του ’διναν… Είναι από τα πράγματα που πάντα τον στεναχωρούσαν και πάντα, στα γεράματά του ιδιαίτερα, δάκρυζε όταν τα σκεφτότανε. Μπόρεσε όμως και στάθηκε στα πόδια του, δημιούργησε ό,τι μπόρεσε να δημιουργήσει. Είναι πάρα πολύ δύσκολο μετά από μια τέτοια καταστροφή να ξαναγυρίσεις και να φτάσεις σε κάποια επίπεδα. Έφτασε σε κάποια υποτυπώδη επίπεδα. Δεκαπέντε σχεδόν χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου γεννηθήκαμε εμείς, εγώ και τα αδέρφια μου. Η γενιά η δικιά μας. Ζήσαμε τα απόνερα αυτού του πολέμου, η συμβουλή του πατέρα μας ήτανε πάντα… Συμβουλή; Τα λόγια του ήτανε: «Να μη [00:30:00]χρειαστεί να ζήσετε ποτέ τέτοια πράγματα, να ζήσετε μια ζωή καλύτερη». Πάντα προσπαθούσε, με βάση τις δυνατότητές του, να μας πει ότι… σαν ευχή το ’δινε, γιατί δεν μπορούσε να δώσει κάτι περισσότερο, την ευχή του έδινε κι έλεγε: «Να μη ζήσετε τέτοια πράγματα, να μη ζήσει κανένας, να μη χρειαστεί η χώρα μας να ξαναπεράσει τέτοια πράγματα», αλλά και τα επακόλουθα, αυτά που γίνανε μετά τον Εμφύλιο.
Μάλιστα. Άρα δηλαδή το σπίτι του, η περιουσία του, κάηκαν.
Κάηκε ολοσχερώς, δεν έμεινε τίποτα. Ένα παράδειγμα να σας πω, ότι μετά από πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν τη δεκαετία του ’80, εγώ αποφάσισα να φτιάξω ένα παραδοσιακό πατητήρι στο σπίτι μας, στο πατρικό μου σπίτι, εκεί, και άρχισα να σκάβω, προκειμένου να γίνει λίγο σ’ έναν χαμηλό χώρο που είχαμε βρει. Σκάβοντας λοιπόν, έβρισκα συνέχεια κάρβουνα και αφελώς εγώ, τελείως, του λέω: «Μα καλά», του λέω, «τη στάχτη, τα κάρβουνα από το τζάκι, εδώ τα ρίχνετε;», και τον βλέπω και κλαίει. Λέω: «Γιατί κλαις; Τι σου είπα;». Και μου λέει: «Παιδάκι μου, δεν είναι τα κάρβουνα από το τζάκι. Είναι τα κάρβουνα απ’ το σπίτι που κάηκε. Τα ρίξαμε», μου λέει, «όλα εδώ. Εγώ δεν φαντάστηκα ότι θα ’φτιαχνες εδώ πατητήρι. Εδώ ήταν», μου λέει, «εδώ είναι ριγμένα όλα τα κάρβουνα». Ε, δεν έσκαψα περισσότερο, γιατί όσο έσκαβα, τόσο στεναχωριότανε, το άφησα εκεί, σ’ αυτό το επίπεδο. Αλλά ήταν έτσι ενδεικτικό, ας πούμε, της… το πόσο στεναχωρήθηκε που είδε πάλι αυτή τη σκηνή.
Μου είπατε ότι κιόλας δεν του άρεσε να λέει πολλά πράγματα;
Όχι, όχι… Θα γελάσετε. Μίλαγε σπάνια. Δεν του άρεσε να μιλάει και ειδικά για αυτά τα πράγματα. Κάποτε είχε έρθει ένας Γερμανός ιστορικός και συγγραφέας, ο Frank Meyer, στο Ψάρι, προκειμένου να πάρει κάποιες συνεντεύξεις, από τα γεγονότα που γίναν εκείνη την εποχή. Σχεδόν δεν του είπαν τίποτα δυστυχώς του ανθρώπου, γιατί αν του τα ’χαν πει, θα ’χανε διασωθεί. Ίσως επειδή ήταν Γερμανός δεν ήθελαν να πουν… Το μόνο που του είπε ο πατέρας μου, όταν κατάλαβε για ποιο σκοπό τον ρωτούσε: «Έλα να σε κεράσω στο σπίτι μου ένα κρασάκι και να πας στο καλό». Αυτό του είπε. Δεν ήθελε να του μιλήσει. Πολλές φορές διώχνανε… ένιωθα ότι ο πατέρας μου έδιωχνε από μέσα του αυτά τα γεγονότα. Προσπαθήσαμε πάρα πολλές φορές να μιλήσει σε μια κάμερα και να τον γράψουμε εμείς σε μια βιντεοκασέτα, προκειμένου να διασωθεί. Δεν το θέλησε. Όταν έβλεπε ότι προσπαθούμε να τον γράφουμε, έφευγε. Κάποια φορά καταφέραμε γράψαμε πέντε πράματα, αλλά ακόμα κι εκεί, που καταγράψαμε ό,τι καταγράψαμε, δεν είπε ακριβώς εκείνα που είχε ζήσει, δεν ήθελε να τα διηγείται. Ήταν πάρα πολλά αυτά που είχε ζήσει, και στην Αλβανία αλλά και μετά, με το κάψιμο του χωριού, με τις καταστροφές, με όλα αυτά που γίνανε στον Εμφύλιο, δεν ήθελε καν να τα θυμάται. Και όχι μόνο πατέρας μου, όλοι οι κάτοικοι του χωριού βιώσανε μια δεκαετία φρικτή. Το χωριό μου ήταν από τα χωριά εκείνα που, σας είπα, διατήρησε την αξιοπρέπειά του, διατήρησε την αξιοπρέπεια με την έννοια ότι: «Είμαι Έλληνας και πολεμώ τον ξένο, αυτόν που έρχεται να με καταστρέψει. Δεν είμαι κουκουλοφόρος». Αυτό ειλικρινά θέλω να το τονίσω, θέλω να μείνει στην ιστορία. Δεν ήταν κουκουλοφόροι οι συγχωριανοί μου.
Να σας γυρίσω λίγο πίσω, γιατί είπατε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για έναν βοσκό, τον κύριο Βασίλη, αν θυμάμαι καλά το όνομά του.
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε πώς τον πλησιάσατε; Πώς σας διηγήθηκε αυτή την ιστορία;
Ο μπαρμπα-Βασίλης, ο συχωρεμένος, ήτανε μια καταπληκτική μορφή. Κρίμα που δεν έχω μια φωτογραφία να βλέπατε, ήτανε σαν να ’βλεπες έναν παλιό τσέλιγκα. Ήταν απ’ τους ανθρώπους που εγώ υπεραγαπούσα. Όταν έβλεπα μια τέτοια μορφή, πήγαινα κοντά του μόνο και μόνο για να ρωτήσω, από μικρό παιδί αυτό. Ήταν οικογενειακός φίλος, του πατέρα μου, πολύ φίλος του πατέρα μου. Δεν μένει στο… δεν έμενε στο Ψάρι. Μένει… είναι ξωμάχος. Ξωμάχος σημαίνει ότι είναι στα βουνά, έτσι; Ζει στα βουνά. Έχει κάποιο σπίτι, έχει τα πρόβατά του εκεί και ζει εκεί. Ζει λοιπόν… ζούσε –η οικογένειά του ζει ακόμα, ο γιος του και τα εγγόνια του– στη διαδρομή από το Ψάρι προς τη Σκοτεινή. Η Σκοτεινή είναι νομός Αργολίδας, επειδή το Ψάρι είναι στα όρια περίπου Αργολίδας και Κορινθίας. Ο μπαρμπα-Βασίλης λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος που όλη την ημέρα γυρνούσε στα βουνά με τα πρόβατά του. Έτυχε λοιπόν τη μέρα εκείνη να δει όλη αυτή τη διαδικασία, έτυχε να δει, να παρακολουθήσει τη μάχη από μακριά. Ήταν ένα παιδί, 16 χρονών ήταν τότε. Να δει όλη τη μάχη, κρυμμένος κάπου. Με κίνδυνο, έτσι; Και να δει πού πήγανε τους Γερμανούς, είδε τα πάντα. Πήγε στο σπίτι του, προφανώς το είπε στη μάνα του και τον πατέρα του. Η μάνα του και ο πατέρας του τού είπαν: «Μη μιλάς. Μη λες τίποτα. Θα μας σκοτώσουνε», είτε οι μεν είτε οι δε. Δεν ήξερε ποιος. Αλλά την άλλη μέρα το πρωί η περιέργεια η παιδική δεν τον άφησε να μην πάει να δει, γιατί είδε ότι ρίξανε στην καταβόθρα οι αντάρτες τους Γερμανούς. Και πήγε και είδε αυτό το φοβερό γεγονός. Ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα σοφός, όπως ήταν οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί της περιοχής, οι μεγάλοι άνθρωποι. Στα μάτια τα δικά μου έχουνε μείνει όλοι αυτοί οι άνθρωποι με μια αγάπη, αλλά και μ’ έναν τεράστιο σεβασμό για αυτή τη σοφία που είχαν αποκτήσει μέσα από τα γεγονότα. Ο μπαρμπα-Βασίλης μού είχε διηγηθεί πάρα πολλά πράγματα, αλλά αυτό είναι από τα πράγματα έτσι τα πιο συγκλονιστικά που έζησε, που είδε αυτόν τον Γερμανό. Και θυμάμαι να καθόμαστε να πίνουμε ένα τσιπουράκι και να μου λέει… θυμάμαι τώρα έτσι με συγκίνηση τον μπαρμπα-Βασίλη και να μου λέει: «Ρε παιδάκι μου, δεν ξέρω αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. Είχε όμως βγει πάνω στο χείλος της καταβόθρας. Εγώ δεν θα ’πρεπε να τον βοηθήσω; Αλλά μετά σκέφτηκα: ‘Αν τον βοηθήσω και με δει κάνας αντάρτης;’». Δεν ήξερε δηλαδή τι να κάνει. Δηλαδή εκεί υπήρχε… έβλεπες, ας πούμε, την ανθρώπινη υπόσταση καμουφλαρισμένη κάτω απ’ τα γεγονότα. «Εδώ κινδυνεύω, όμως η ψυχή μου λέει ότι ό,τι και να ’ναι, άνθρωπος είναι, πρέπει να τον βοηθήσω». Στον χώρο που οι Γερμανοί ρίχτηκαν στην καταβόθρα, στη συνέχεια κάποιοι Έλληνες, αρκετά αργότερα, έβαλαν ένα προσκυνητάρι, το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα. Το προσκυνητάρι αυτό παίζει τον ρόλο… μέχρι και σήμερα όποιος το ατενίζει, όποιος το βλέπει, λέει ότι είναι πολύ πιο καλύτερο να έχουμε κατανόηση, ειρήνη, αγάπη και όχι πολέμους. Είναι οι εχθροί αυτοί που πέσανε στο… όμως κανένας στην περιοχή μας δεν ξέχασε ποτέ ότι ήταν άδικος κι ο θάνατός τους, έστω κι αν ήτανε αντίπαλοι. Kι αυτό προτάσσει και επιτάσσει η ανθρώπινη υπόσταση, να σέβεσαι όποιον και να ήταν αιχμάλωτος. Έπρεπε να τους είχανε σεβαστεί οι αντάρτες, δεν ήταν σωστό αυτό που έγινε. Το λέμε, το ξαναλέμε. Όμως εμείς κρίνουμε σήμερα, μετά από δεκάδες χρόνια, με την ασφάλεια του σαλονιού μας εδώ, και δεν σκεφτόμαστε ότι εκείνοι οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή γράφαν την ιστορία. Γιατί η ιστορία γράφεται όχι όπως εμείς τη λέμε στην πορεία, αλλά όπως εκείνη τη στιγμή συμβαίνει, γι’ αυτό και οφείλουμε να την… όταν την αναπαριστούμε, να λέμε αλήθειες πέρα ως πέρα. Και αυτό προσπαθώ να κάνω λέγοντάς σας σήμερα αυτά που σας λέω.
Εσείς πώς νιώθατε όταν σας έλεγε ο κύριος Βασίλης την ιστορία του, στη διήγησή του, στη διάρκεια της διήγησής του;
Ήταν συγκλονιστικό, γιατί αντιλαμβανόμουνα πλήρως ότι αυτός ο άνθρωπος είχε… είχε μέσα του δυο τινά: όπως σας είπα προηγουμένως, την ανθρώπινη υπόσταση και ταυτόχρονα ότι εκεί μέσα ήταν ο κατακτητής, ήταν αυτός που είχε έρθει να του κάνει κακό, είχε έρθει ουσιαστικά να τους κάψει ό,τι είχανε και δεν είχανε, να κάψει πρόβατα, να κάψει σοδειές, να κάψει τα πάντα. Αυτός ο πόλεμος που γινότανε μέσα του και ότι ο μπαρμπα-Βασίλης εκείνη τη στιγμή είχε διατηρήσει την ανθρώπινη υπόσταση και σήμερα λέει: «Μήπως θα ’πρεπε να τον είχα βοηθήσει, γιατί μπορεί και να ζούσε;», για μένα δείχνει το μεγαλείο του Έλληνα, δείχνει το μεγαλείο του ανθρώπου που δεν σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, όπως θα σκεφτόταν ένας Γερμανός… Ο Γερμανός απλά θα ’δινε τη χαριστική βολή. Ο Έλληνας δεν σκέφτεται έτσι. Είναι η διαφορά που δεν αντιλήφθηκαν ποτέ οι Γερμανοί και γι’ αυτό έγινε αυτό που έγινε σ’ όλη την Ευρώπη. Η δική μου απλοϊκή άποψη.
Ωραία. Άρα μου είπατε ότι μέσα απ’ τη συζήτηση μ’ αυτό τον κύριο προσπαθούσατε να συλλέξετε ουσιαστικά πληροφορίες για όλα όσα έγιναν…
Εντάξει, δεν ήταν μόνο ο μπαρμπα-Βασίλης, δεν ήταν μόνο ο πατέρας μου, ο Γιώργης ο Σκούρτης, ήτανε πάρα πολλοί άνθρωποι. Είχα αυτή την τάση από μικρό παιδί, μου άρεσε πάρα πολύ να ακούω διηγήσεις παλαιών ιστοριών έτσι από αυτούς τους ανθρώπους. Είχανε τόσα πολλά να μεταφέρουνε, που ήταν απίστευτα. Στην προσπάθεια λοιπόν αυτή έβρισκα πάρα πολλούς ανθρώπους και από το χωριό μου, κυρίως από το χωριό μου, τους οποίους ρωτούσα για διάφορα πράγματα. Όλα αυτά τα πράγματα δημιούργησαν μέσα μου κάποιες… την πεποίθηση ότι θα ’πρεπε να σωθούν, δηλαδή δεν έπρεπε να σκεφτώ εγωιστικά ότι: «Αφού το ’μαθα εγώ, εντάξει, άντε τελείωσε». Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου και μετά, ενώ δεν γεννήθηκαν στο Ψάρι, γεννήθηκαν στην Αθήνα, ήθελα να νιώθουν σαν τόπο τους το χωριό. Και σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν μέσα, ήθελα να διασωθεί η ιστορία του, να τη μάθουν τα παιδιά μου και όποιο άλλο παιδί [00:40:00]απ’ το χωριό μου ενδιαφερθεί στην πορεία να τη μάθει. Ας είναι κάπου σωσμένη. Κι εγώ από κάπου τα μάζεψα, κι εγώ από κάπου τα βρήκα. Υπήρχαν άνθρωποι πριν από μένα, όπως ήταν ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Γαλάνης, ο οποίος έχει γράψει την ιστορία της περιοχής μας, το 1901 να φανταστείτε, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός συγγραφέας και νομικός αργότερα και εκπαιδευτικός, όταν ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα. Ο οποίος διέσωσε όλη την ιστορία της Στυμφαλίας. Αυτά λοιπόν που διάβασα στο βιβλίο του ή αυτά που έμαθα απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, ήθελα να μαζευτούν και να υπάρχουνε σ’ έναν χώρο ηλεκτρονικό, που είναι ο τρόπος με τον οποίο σήμερα ο κόσμος αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Να σας πω την αλήθεια, φοβόμουνα κάποια στιγμή ότι το βιβλίο κάποια στιγμή θα αρχίσει να αργοσβήνει. Ευτυχώς δεν επαληθεύτηκα, υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που εξακολουθεί και διαβάζει. Και είχα την πεποίθηση λοιπόν ότι μία ηλεκτρονική… ένας ηλεκτρονικός τόπος, ο οποίος θα καταγραφόντουσαν όλα αυτά που γνώριζα… Με τα σωστά και με τα λάθη, έτσι; Δεν εννοώ ότι έχω γράψει ούτε ιστορία ούτε Ευαγγέλιο. Αυτά που μπόρεσα εγώ να διασώσω, σύμφωνα μ’ αυτά που μου είπανε. Ότι θα βοηθούσε πάρα πολύ τις νεότερες γενιές. Μακάρι να επαληθευτώ. Και να μην επαληθευτώ, εγώ έκανα εκείνο που ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω.
Ωραία. Θέλετε να μου πείτε τι διαδικασία ακολουθούσατε για να μαζέψετε, ας πούμε, όλες αυτές τις μαρτυρίες από τους συγχωριανούς σας;
Εδώ ήτανε το λάθος, εδώ ήταν το λάθος ότι δεν πήρα ποτέ μια κάμερα ή δεν πήρα ποτέ στα χέρια μου ένα μαγνητόφωνο και να γράφω όλους αυτούς τους ανθρώπους. Τα περισσότερα, κρατούσα σημειώσεις γραπτές, απ’ όλα αυτά που κατά καιρούς ειπώθηκαν. Είτε κρατούσα στο μυαλό μου. Και κάποια στιγμή, ας πούμε, μπόρεσα και τα πέρασα στην ιστοσελίδα. Κατά περίπτωση βέβαια, γιατί η ιστοσελίδα, όπως ξέρετε, δεν είναι ένα βιβλίο, είναι κάτι που έχει πάρα πολλές εκφάνσεις, πάρα πολλές υποσελίδες, στις οποίες έχω προσπαθήσει να περάσω ό,τι μπόρεσα να συγκεντρώσω. Δεν ήτανε και ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος, τώρα που το σκέφτομαι στο βάθος του χρόνου, λέω ότι θα ’πρεπε να ’χε γίνει πιο οργανωμένα και να ’χε δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων με στοιχεία καταπληκτικά, όπως είναι η εικόνα και η καταγραφή της εικόνας, ή η φωνή –είναι πράγματα που μένουνε–, τα λόγια ή τα αυτά… «scripta manent».
Δηλαδή τους βρίσκατε στο χωριό και κάνατε μια κουβέντα, συζητούσατε;
Δεν πήγαινα ποτέ να τους πιάσω για να μου πούνε. Πήγαινα για να κουβεντιάσουμε. Απλά πάντα την κουβέντα την πήγαινα εκεί που ήθελα εγώ. Όχι ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνανε, φυσικά και καταλαβαίνανε. Πολλοί απ’ αυτούς μου λέγανε: «Πάλι θες τέτοια να σου λέμε;». Τους θυμάμαι, ας πούμε, ξέρω γω, και συγκινούμαι που τους θυμάμαι. Ήταν πάρα πολλοί άνθρωποι. Ε, αυτοί ήταν… Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το… αυτή η διαδικασία, να μιλάω με μεγαλύτερους ανθρώπους και να μου λένε πράγματα. Έστω κι έτσι, ελπίζω πως διασώθηκαν.
Θέλετε να μας πείτε κάποια από αυτά τα πράγματα που σας έχουν διηγηθεί;
Είναι πολλά από τα πράγματα αυτά που έχουνε να κάνουν με τον Εμφύλιο. Ο Εμφύλιος πόνεσε πάρα πολύ το χωριό μου, υπάρχουν πολλοί πεσόντες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Γενικότερα στο χωριό μου έχουν πεθάνει, είτε στον Εμφύλιο είτε σε πολέμους, όπως είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος ή η Μικρασιατική Καταστροφή ή πόλεμοι παλαιότεροι, έχουν πεθάνει συνολικά εξήντα, έχουν σκοτωθεί εξήντα άτομα. Είναι πάρα πολύ για τα δεδομένα ενός χωριού εξήντα άτομα. Ο Εμφύλιος όμως ήταν αυτό που τους στιγμάτισε, ακριβώς γιατί ήταν κάτι που –όπως οι περισσότεροι Έλληνες– δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, πώς ένας Έλληνας πολεμούσε έναν Έλληνα. Πώς ένας αριστερός έπρεπε να πολεμήσει τον δεξιό και πώς αντίστοιχα ο δεξιός θα ’πρεπε να πολεμήσει τον αριστερό. Ήταν αυτό το περίγραμμα που μας έδωσαν, στην κυριολεξία, οι διεθνείς σύμμαχοί μας, Εγγλέζοι κτλ., κτλ., προκειμένου να καταφέρουν αυτή τη χώρα να την αποδιοργανώσουν τελείως. Και το κατάφεραν, μέσω του Εμφυλίου. Επομένως λοιπόν οι κάτοικοι του χωριού είχαν μείνει πάρα πολύ… το μυαλό τους είχε μείνει πάρα πολύ σ’ αυτά τα γεγονότα και υπήρχαν λοιπόν περιπτώσεις που οι διηγήσεις τους ήτανε συγκλονιστικές, όσον αφορά ότι ενώ ήταν καμένο το χωριό τους και δεν μπορούσανε να ζήσουν κάπου αξιοπρεπώς, ταυτόχρονα έπρεπε να πάρουν τα όπλα και να πολεμήσουν ο ένας εναντίον του άλλου. Βέβαια το χωριό μου είχε τη μεγάλη τύχη να μη σκοτωθεί δεξιός από αριστερό και αριστερός από δεξιό, κάτοικοι του χωριού, μεταξύ τους. Ίσα ίσα που –για έναν λόγο που είμαι πάρα πολύ περήφανος σήμερα που το λέω– ο ένας προφύλαξε τον άλλον. Ενώ γινόντουσαν τόσο φοβερά γεγονότα και δεν σεβόταν ούτε ο αδερφός τον αδερφό στον Εμφύλιο, στο Ψάρι πρυτάνευσε η λογική και δεν υπήρξε κανένας νεκρός. Και ίσα ίσα, σας ξαναλέω, υπήρχαν άνθρωποι, αντίστοιχα δεξιοί προς αριστερούς και αριστεροί προς δεξιούς, που προφυλάξανε το χωριό, σ’ έναν πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτές ήταν οι διηγήσεις στο μεγαλύτερο μέρος, ειδικότερα για τον Εμφύλιο, αλλά δεν αξίζει ιστορικά να διατηρηθούμε και να μείνουμε στον Εμφύλιο. Έχει τόσο μεγάλη ιστορία το χωριό μας, που… και η χώρα μας, όχι μόνο το χωριό μας, που καλύτερα να μένουμε σ’ αυτά και να μη μιλάμε για τον Εμφύλιο.
Στο site σας έχετε, για παράδειγμα, την ιστορία της κυρίας Βιβής Κυριακοπούλου.
Κυριακοπούλου, η κυρία Βιβή, ναι.
Ή του κύριου Μέλτου Παπαδημητρίου…
Ναι, ναι, ναι.
Οι οποίοι έζησαν όλο αυτό, ήταν παιδιά, αν θυμάμαι καλά.
Είναι συγκλονιστικά αυτά που έχουνε γράψει. Αυτά που έχουν γράψει είναι συγκλονιστικά! Δηλαδή εάν κάποιος διαβάσει και δεν συγκλονιστεί, πιθανότατα δεν μπορεί να αντιληφθεί τι ακριβώς γίνεται. Οι άνθρωποι αυτοί οι δύο κρατούσαν ημερολόγιο, δύο αμόρφωτοι άνθρωποι, με την καλή έννοια το λέω το «αμόρφωτοι» –έτσι;–, απλά δεν είχαν πάει ούτε στο σχολείο οι άνθρωποι. Γιατί; Γιατί ζήσανε και μεγαλώσαν σε εποχές που δεν υπήρχε καν σχολείο. Κι όμως, ας πούμε, είχανε την πρόνοια να κάτσουνε να γράψουν κάποια πράγματα και να διασώσουνε όλα αυτά τα πράγματα που περάσανε. Τα λόγια της κυρίας Βιβής Κυριακοπούλου είναι συγκλονιστικά. Καλά θα ήτανε… μπορώ να σας δώσω τα κείμενα, να τα έχετε, γιατί δεν είναι εύκολο να τα μεταφέρουμε τα λόγια της. Μιλάει σ’ αυτή τη γλώσσα την ψαραίικη, ας την πούμε έτσι, είναι μια απόληξη της δωρικής σχεδόν∙ είναι πολλές λέξεις που έχουν δωρική προέλευση κι έχουνε μείνει ακόμα και σήμερα στο λεξιλόγιο του χωριού μας. Λέει… χρησιμοποιεί κάποιες τέτοιες εκφράσεις, αλλά περιγράφει στην ουσία όλα αυτά που πέρασε ένα μικρό παιδάκι ζώντας κάτω από δύο σανίδια και περνώντας τον χειμώνα κάτω από δυο σανίδια, με κάποια… σκεπασμένα με κάποια πανιά. Για να μπορέσει να επιβιώσει κι αυτό και η οικογένειά του. Όπως και άλλοι, οι υπόλοιποι, ότι τα πόδια τους παγώνανε πάρα πολύ και η μάνα τους, μη έχοντας άλλη δυνατότητα να τα ζεστάνει τα παιδιά της, έπαιρνε την κοπριά από τα άλογα ή από τα γαϊδουράκια, προσπαθούσε λοιπόν να τη διαλύσει κι έβαζε τα πόδια τους μέσα εκεί, γιατί θεωρητικά είναι λίγο πιο ζεστά από το να είναι έξω στο περιβάλλον. Γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος. Ακούγεται κάπως σήμερα που το λέμε αυτό το πράγμα, όμως για φανταστείτε πως η ανάγκη τούς έκανε να χρησιμοποιούνε ακόμα και τέτοια μέσα για να ζεστάνουν τα παιδιά τους, να μην πεθάνουνε, για να ζήσουνε. Αυτές είναι οι περιγραφές. Ο μπαρμπα-Μέλτος ο Παπαδημητρίου ήταν μια πολύ μεγάλη προσωπικότητα του χωριού μας, ένας άνθρωπος που κι αυτός δεν είχε πολυπάει στο σχολείο, δεν πηγαίναν τότε, δεν είχαν τη δυνατότητα οι άνθρωποι, όμως έκατσε, είχε την πρόνοια να κρατήσει ημερολόγιο από πάρα πολλά γεγονότα, να διατηρήσει στην ιστορία μας πράγματα τα οποία θα είχαν αλλιώς χαθεί.
Δηλαδή τους είχατε ζήσει αυτούς τους ανθρώπους;
Ναι, βέβαια, βέβαια. Η κυρία Βιβή ζει ακόμα, η κυρία Βιβή ζει ακόμα. Είναι γερόντισσα, δεν ζει στο Ψάρι, αλλά είμαστε πολύ περήφανοι που μπόρεσε και διέσωσε όλα αυτά τα πράγματα. Ο μπαρμπα-Μέλτος έχει πεθάνει πάρα πολλά χρόνια τώρα, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που προσπάθησε, παρ’ όλα αυτά που τράβηξε, προσπάθησε στη ζωή του να δημιουργήσει πράγματα. Ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας… Δημιούργησε εκκλησίες, έφτιαξε εκκλησία, απ’ το πουθενά, με πέτρες και με χώμα. Έφτιαχνε εκκλησίες κι ήτανε πρωτοστάτης αυτός ο άνθρωπος. Χάρη στις δικές του ενέργειες, και μερικών άλλων ανθρώπων, φτιάχτηκε η εκκλησία του χωριού μας, ο Άγιος Νικόλαος ο εξ Ιχθύος της Κορινθίας. Είναι Άγιος ο οποίος γεννήθηκε στο Ψάρι και μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη, το 1554. Ο μπαρμπα-Μέλτος λοιπόν ήταν απ’ τους ανθρώπους εκείνους που δημιούργησαν αυτή την εκκλησία, τη μοναδική υφιστάμενη στην Ελλάδα βέβαια, και είναι ένα πολύ ξεχωριστό κεφάλαιο ο Άγιος του χωριού μας, που θα τον πούμε σε μια άλλη στιγμή.
Όλες αυτές τις ιστορίες σάς τις είχανε διηγηθεί κι εκείνοι;
Ναι, βέβαια.
Και πώς τους θυμάστε να διηγούνται αυτές τις ιστορίες;
Σαν να τους βλέπω τώρα μπροστά μου, σαν να τους βλέπω μπροστά μου, σαν να τους… Κι αυτούς και άλλους πολλούς, που δεν έγραψαν. Ήτανε –θα τα πούμε όπως τα λέμε τα ονόματα: ο μπαρμπα-Λιας ο Σπηλιόπουλος, Ηλίας, Λιας είναι στην ορολογία μας εκεί, ο μπαρμπα-Λιας ο Σπηλιόπουλος… Ήταν πάρα πολλοί άνθρωποι, τους οποίους θα αδικήσω τώρα αν δεν πω τα ονόματα και καλύτερα να μην πω κανένα όνομα. Αλλά ήταν [00:50:00]άνθρωποι που είχαν αγάπη για το χωριό. Ο Γιώργης ο Φωτόπουλος, απ’ τους νεότερους, που ήταν μικρό παιδάκι κι αυτός τότε που γίναν τα γεγονότα. Ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος… είχε καφενείο στο χωριό και ήταν ένας άνθρωπος που διέσωσε πάρα, πάρα πολλά πράγματα, γιατί το καφενείο είναι το κεντρικό σημείο ενός χωριού, είναι το σημείο αναφοράς, επομένως οτιδήποτε κι αν γινόταν, λίγο πολύ, το αντιλαμβανόντουσαν τι γινότανε, ήταν κοντά στο κέντρο του χωριού. Και έζησε πάρα πολλά πράγματα και διέσωσε πάρα πολλά πράγματα.
Μάλιστα. Και πώς ήταν οι άνθρωποι αυτοί όταν σας διηγούνταν αυτές τις ιστορίες;
Οι περισσότεροι, στην εξέλιξη της συζήτησης, όταν καταλάβαιναν ότι πρόκειται να μιλήσουμε γι’ αυτά τα πράγματα, δεν ήταν χαρούμενοι. Δεν ήθελαν να τα θυμούνται, συνοφρυωμένοι τα λέγαν όλα αυτά τα πράγματα, γιατί ένας άνθρωπος που προσπαθεί να βγει απ’ αυτό το περίγραμμα που ιστορικά τάχθηκε δυστυχώς, προσπαθεί να μη θυμάται, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα και τη δύναμη στην ψυχή να τα ξεπεράσει και να πάει παρακάτω. Και γι’ αυτό ακριβώς εγώ κρίνω ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήθελαν να μιλούν πολύ για όλη αυτή την κατάσταση. Δεν τους ήταν ευχάριστη και δεν ήθελαν να ανακαλούν στη μνήμη τους πάρα πολλά πράγματα. Ίσως πάρα πολλά πράγματα χαθήκανε, αλλά η σοφία τους, η πρόνοιά τους να τα πουν αυτά τα βασικά, ίσως διέσωσε το γενικότερο καλό. Με την έννοια ότι αυτά που έπρεπε να πουν τα είπαν. Δεν θέλησαν να πουν περισσότερα. Εγώ σέβομαι απόλυτα λοιπόν αυτό που κάνανε και πιθανότατα καλώς το έκαναν.
Δηλαδή δυσκολεύονταν να…;
Δεν ήθελαν να μιλούν. Ειδικά για τον Εμφύλιο, ενώ ήτανε κάτι που τους είχε συγκλονίσει, ήτανε κάτι που τους είχε ταράξει πάρα πολύ τις ψυχές –κι όχι μόνο τις ψυχές, χαθήκαν τόσοι άνθρωποι–, ήταν κάτι που απέφευγαν πάρα πολύ να το λένε. Στο χωριό μου, σας είπα, ότι δεν γράφτηκαν ποτέ στο ηρώο της… στο μνημείο των πεσόντων δεν γράφτηκαν τα ονόματα των πεσόντων του ’40, που ’τανε μια φοβερή παράλειψη και ένα πολύ άσχημο γεγονός. Δεν γράφτηκαν όμως γιατί; Γιατί θα ’πρεπε ταυτόχρονα να γραφτούν και τα ονόματα των πεσόντων του Εμφυλίου. Και έκριναν λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι ότι αν γράψουμε του ’40, θα ’ρθουν κάποιοι και θα μας πούνε… Δηλαδή για να μην αναμοχλεύσουν τα πάθη, σε στιγμές που δεν είχαν ακόμα ξεπεραστεί τα πάθη, εδώ ακόμα και σήμερα δεν έχουν ξεπεραστεί, προτίμησαν λοιπόν να μην κάνουν… να μη δημιουργήσουν το ηρώο.
Segment 3
Η συγγραφή του βιβλίου «ΗΡΩΩΝ ΜΝΗΜΗ ΑΪΔΙΟΣ», η ιστοσελίδα για την ιστορία του Ψαρίου και η προσπάθεια δημιουργίας μνημείου πεσόντων στο χωριό
00:52:47 - 01:24:15
Κάτι που το ξεκινήσαμε εμείς τώρα και προσπαθούμε λοιπόν, με κάθε τρόπο, να δημιουργήσουμε… να κάνουμε την ανασύσταση του μνημείου των πεσόντων του χωριού μου. Σας είπα ότι είναι εξήντα ονόματα οι πεσόντες, και είναι γραμμένα στο ηρώον που υπάρχει μόνο είκοσι εφτά. Είμαστε σε μια διαδικασία τώρα να μπορέσουμε να το φτιάξουμε, να το δημιουργήσουμε. Είχα τη δυνατότητα, τη… έκανα την προσπάθεια να γραφτεί ένα βιβλίο σχετικά, για τους ήρωες πεσόντες του χωριού μου, που λέγεται «ΗΡΩΩΝ ΜΝΗΜΗ ΑΪΔΙΟΣ». Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2022 και φτιάχτηκε μόνο και μόνο προκειμένου να μαζευτούν κάποια χρήματα μέσω της πώλησής του για να μπορέσουμε να φτιάξουμε το μνημείο. Ήδη έχει ξεκινήσει αυτή η διαδικασία, η κοινότητά μας έχει πάρει την απόφαση, από τους άρχοντες του χωριού, προκειμένου να γίνει, να δημιουργηθεί το μνημείο. Μένει βέβαια να μαζέψουμε τα χρήματα, κάτι που είναι αρκετά δύσκολο, αλλά θα το παλέψουμε, είτε μέσω της πώλησης του βιβλίου είτε μέσω άλλων πηγών, δωρεών κτλ. Και θέλω να ελπίζω ότι μέσα στο 2023, εάν όλα πάνε καλά και είμαστε καλά, ίσως φτιαχτεί το μνημείο, κάτι που θα αποτελέσει για εμάς και για τις επόμενες γενιές την ουσιαστική διάσωση της ιστορίας μας. Δεν μπορεί ένα χωριό τώρα –με ζωή, γιατί έχει σχεδόν τριακόσιους πενήντα κατοίκους– να μην υπάρχουν γραμμένα τα ονόματα των ηρώων του και να φύγει η γενιά η δική μας, η οποία ήταν η τελευταία που έμαθε όλα αυτά τα γεγονότα, και να ’ρθουν οι επόμενες, οι γενιές του κινητού, ας το πούμε… Δεν το λέω ειρωνικά, απλά η ευκολία του κινητού μάς κάνει να νομίζουμε ότι το Google είναι εγκυκλοπαίδεια. Ε, μ’ αυτή την έννοια λοιπόν, επειδή δεν είναι εγκυκλοπαίδεια το Google και ό,τι μαθαίνεις εκεί δεν σημαίνει ότι είναι και το σωστό, θέλαμε λοιπόν να διασώσουμε την ιστορία, την πραγματική ιστορία, όπως ακριβώς είναι, και γι’ αυτό δημιουργούμε το μνημείο. Το μνημείο, από μόνο του, θα είναι ένα σημείο αναφοράς των μελλοντικών γενιών και μια ιστορία καταγεγραμμένη σε μάρμαρο. Αλλά και στις ψυχές, ελπίζω.
Θέλετε να μου πείτε λίγα περισσότερα για το βιβλίο;
Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε… Σας είπα, αυτή η έλλειψη… Ο πατέρας μου πέθανε με Αλτσχάιμερ. Τις τελευταίες μέρες του λοιπόν… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, και ιστορικά το ’χω ακούσει ότι έχουν κάποιες αναλαμπές. Στην αναλαμπή λοιπόν δεν θυμόταν εμάς, τα παιδιά του –είμαστε τρία αδέρφια–, ούτε τα ονόματά μας ούτε ποιοι ήμασταν θυμότανε. Εξακολούθησε όμως να θυμάται το όνομα του αδερφού του, που είχε πέσει στην Αλβανία το 1941. Ήμασταν στο νοσοκομείο, στο Νοσοκομείο Σωτηρία, που νοσηλευόταν, και έτυχε να είμαι στη βάρδια, ας πούμε, κοντά του εγώ την ημέρα εκείνη, το βράδυ εκείνο, δυο μέρες πριν πεθάνει. Και είχε μια αναλαμπή το βράδυ εκείνο και ήταν σαν χαρούμενος, ενώ υπέφερε, ενώ δεν ήταν καλά. Του κρατούσα το χέρι, γιατί προσπαθούσε να βγάλει τους ορούς και να φύγει. Παρόλο που ήταν 93 χρονών, ήθελε να φύγει. Του κρατούσα τους ορούς λοιπόν και μου λέει: «Μα άσε με να φύγω». «Πού θέλεις να πας;», του λέω, προσπαθούσα να του πιάσω κουβέντα: «Πού θέλεις να πας;». «Να πάω να βρω τον αδερφό μου». «Ποιον αδερφό σου θες να βρεις;». «Να βρω τον αδερφό μου τον Βλάση». «Μα ο αδερφός σου ο Βλάσης έχει σκοτωθεί», του λέω, «στην Αλβανία. Το ξέχασες;». «Ε, όχι βέβαια», μου λέει, «δεν το ξέχασα, αλλά δεν γράφτηκε και το όνομά του ποτέ στο μάρμαρο». Αυτό λοιπόν με συγκλόνισε, όπως καταλαβαίνετε, ήταν για μένα σαν να μου ’λεγε εκείνη τη στιγμή: «Κοίτα να δεις τι θα κάνεις, γιατί δεν κάναμε μέχρι σήμερα τίποτα». Από κείνη τη στιγμή λοιπόν, το 2006 και μετά, προσπαθούσα διαρκώς να μαζέψω στοιχεία, να βρω οτιδήποτε αφορούσε… όχι τον θείο μου βέβαια μόνο, αλλά και όλους τους άλλους νεκρούς όλων των πολέμων. Μέσω της γνωριμίας μου με τον κύριο Γιώργο Σούρλα, τον πρώην Αντιπρόεδρο της Βουλής, για πολλά χρόνια υπουργό, ο οποίος έχει πρωτοστατήσει στον αγώνα να βρεθούν τα οστά των νεκρών της Αλβανίας, μέσω αυτής της γνωριμίας –είναι πρόεδρος της Ένωσης Τέκνων και Συγγενών του Πολέμου του 1940–, μου πρότεινε λοιπόν να πάω στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού και να αναζητήσω. Με κατεύθυνε σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό και εκεί λοιπόν, στο κτίριο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, κατάφερα –δουλεύοντας για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν τέσσερα-πέντε χρόνια– να αρχίσω να ψάχνω ένα προς ένα τα στοιχεία που υπάρχουν εκεί –υπάρχουν και ηλεκτρονικά αρχεία βέβαια. Και μέσω της γνωριμίας μ’ έναν άνθρωπο εκεί, τον κύριο Αθανάσιο Γκάμα, ο οποίος ήταν υπεύθυνος της βιβλιοθήκης, με τη βοήθειά του λοιπόν μπόρεσα και συγκέντρωσα στοιχεία σχεδόν για όλους τους νεκρούς του χωριού μου. Παράλληλα, όμως, δεν μάζεψα μόνο για τους νεκρούς του χωριού μου, μάζεψα για όλο τον νομό Κορινθίας τους πεσόντες του 1940. Δηλαδή από τα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, στο βιβλίο μέσα αναφέρονται, σε εξειδίκευση δύο-τριών σελίδων ο καθένας, όλοι οι νεκροί του χωριού μου και ταυτόχρονα οι νεκροί της Στυμφαλίας, οι εκτελεσμένοι απ’ τους Γερμανούς απ’ τη Στυμφαλία, αλλά και αναλυτικά όλοι οι νεκροί του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Κορίνθιοι νεκροί, οι γεννηθέντες στον νομό Κορινθίας. Με εξειδίκευση πού γεννήθηκαν, πότε γεννήθηκαν, πού σκοτώθηκαν, πότε σκοτώθηκαν, ημερομηνίες ακριβώς, όπου υπάρχουν αυτά τα στοιχεία. Παράλληλα μπόρεσα και βρήκα και τους νεκρούς Κορίνθιους της Κορέας. Είναι καταγεγραμμένοι και αυτοί, όπως επίσης και τους πεσόντες Κορίνθιους κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974 στην Κύπρο. Είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο, ήταν κάτι που το ήθελα πάρα πολύ να γίνει. Ο βασικότερος στόχος όταν ξεκίνησε ήταν, όπως σας είπα, για να γίνει το… να φτιαχτεί κάποια στιγμή το μνημείο και να γραφτεί το όνομα του θείου μου και όλων των νεκρών των πολέμων, κάτι που ήταν η τελευταία επιθυμία του πατέρα μου. Αλλά παράλληλα να διασωθούν στη συλλογική μνήμη, να διασωθούν για τις επόμενες γενιές. Σήμερα ήδη κυκλοφορεί, απ’ τον Οκτώβρη, όπως σας είπα, του 2022. Γίνονται προσπάθειες, με νύχια και με δόντια, για να πουληθεί. Είναι κάτι που αφορά μια μικρή κοινωνία, δεν έχω τον τρόπο να το διαφημίσω εγώ σ’ όλη την Κορινθία, προκειμένου να δουν ότι όλοι μπορούν να δουν πού σκοτώθηκε ο άνθρωπός τους, όποιοι είχανε απώλεια κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά σας είπα ότι εμένα εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να μαζευτεί αυτό το ποσό –απαιτείται κοντά στις δέκα χιλιάδες ευρώ περίπου– για να φτιαχτεί το μνημείο των πεσόντων του χωριού μου. Θέλω να ελπίζω ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα μαζευτούν. Δεν έχω κάποια άλλη δυνατότητα.
Άρα μιλάμε για μια πολύ μεγάλη έρευνα που κάνατε, έτσι να βρείτε…
Ε, ήταν για πάρα πολλά χρόνια, για πάρα πολλά χρόνια. Ήτανε πάνω από πέντε χρόνια.
Θέλετε να μου πείτε πώς ήταν αυτή η εμπειρία, αυτά τα πέντε χρόνια, που λέτε;
Η εμπειρία αυτή ήταν… το περιγράφω και μέσα στο βιβλίο, ότι το[01:00:00] να πηγαίνεις και να μπαίνεις σε αρχεία που αφορούν όλη την Ελλάδα και ξαφνικά να βλέπεις: «Γεννηθείς εις Ψάρι Κορινθίας», εντάξει σε συγκλονίζει. Γιατί είμαστε και λίγο τοπικιστές, τι να κάνουμε, ας πούμε; Δεν κρύβεται αυτό. Επομένως, ας πούμε, το να βλέπεις έναν άνθρωπο να ξεπροβάλλει απ’ το πουθενά… Που δεν τον ξέρει κανένας, έτσι; Γιατί υπήρχαν και άνθρωποι οι οποίοι βρέθηκαν στο αρχείο και κανένας δεν τους ήξερε. Γιατί οι συγγενείς, λίγο πολύ, ξέρανε ποιοι είναι οι νεκροί τους, λίγο πολύ ξέραμε ποιοι ήταν, αλλά ότι ήταν εξήντα δεν ξέραμε. Ξέραμε γύρω στους σαράντα πέντε. Βρέθηκαν λοιπόν ακόμα και άλλοι ήρωες πεσόντες από το χωριό μου και τα βρήκαμε… τους βρήκαμε στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, η οποία είχε την πρόνοια να κρατήσει όλο αυτό το υλικό. Το να αναζητάς λοιπόν χειρόγραφες σημειώσεις του 1940 ή του 1920-21, ακόμα παλιότερα, και να βρίσκεις στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, που είναι… που να ’ναι καλά οι άνθρωποι που μπορέσανε και κρατήσανε. Δηλαδή κράτησαν αρχεία που γραφόντουσαν τη στιγμή που γινόταν η μάχη. Όταν σκοτωνότανε κάποιος, ήταν υπεύθυνος ο αξιωματικός να καταγράψει στο βιβλίο τις απώλειες της ημέρας. Καταγράφοντας λοιπόν, αυτά σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό έχουν διασωθεί απ’ τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Κι εγώ λοιπόν ξαφνικά γινόμουνα κοινωνός μιας τέτοιας… τέτοιων αρχείων. Τι ένιωσα στην αρχή; Τρέλα. Τρέλα ένιωσα, λέω «Τι έγινε εδώ; Υπάρχουν αυτά τα πράγματα και δεν ξέρουμε τίποτα;». Μετά, σιγά σιγά, βλέποντας και χρησιμοποιώντας και το ηλεκτρονικό αρχείο, γιατί έχει ένα πολύ μεγάλο ηλεκτρονικό, έχουνε ψηφιοποιηθεί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, ήταν τεράστια η χαρά μου, αλλά και η συγκίνησή μου παράλληλα, που μπορούσα όλα αυτά τα πράγματα να τα περάσω κάπου και να βοηθήσουνε στον ουσιαστικό στόχο, που ήτανε η ανασύσταση του μνημείου των πεσόντων του χωριού μου.
Θα σας γυρίσω πάλι λίγο πίσω, γιατί μου είπατε ότι υπάρχει κι ένα site που έχετε φτιάξει…
Ναι, το είπαμε στην αρχή.
Θέλετε να μου πείτε…;
Είναι το www.psarikorinthias.gr. Φτιάχτηκε το 2009 από μένα και προσπαθώ να περάσω πράγματα εκεί τα οποία θα είναι πιο εύληπτα στη νεότερη γενιά. Ευτυχώς, όταν φτιάχτηκε… θα σας πω τώρα το αστείο, όταν φτιάχτηκε το site, το χωριό μου δεν είχε internet. Αλλά αυτό, το site, ήταν έτοιμο, ας πούμε. Ξέρω γω, το ’βλεπαν κάποιοι εδώ στο χωριό. Πολεμήσαμε μετά, προσπαθήσαμε να βάλουμε internet στο Ψάρι. Μπήκε το internet στο Ψάρι, επομένως κάποιοι άνθρωποι, όποιοι ενδιαφέρονται, μπαίνουν και βλέπουν, ας πούμε, κάποια πράγματα. Τύποις έχει μια κοινωνική υπόσταση, με την έννοια να γράψεις ποιος παντρεύτηκε… Δεν μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτό το κομμάτι, μ’ ενδιαφέρει… Αλλά θα πρέπει να το κάνω, γιατί είναι κι αυτό ένα κομμάτι που δίνει μια συνοχή σε μια κοινωνία. Το να βλέπει ένας άνθρωπος στην Αδελαΐδα και στη Μελβούρνη ότι έγινε κάποιο γεγονός στο χωριό του, στο χωριό καταγωγής του, είναι κάτι που εμένα μου δίνει χαρά. Όταν άνθρωποι, ας πούμε, επικοινωνούν με την ιστοσελίδα και μου λένε ότι: «Ξέρεις, είδαμε αυτό που έγινε και σ’ ευχαριστούμε και χαρήκαμε, γιατί αυτός, ξέρεις, είναι συγγενής μας», εντάξει, για μένα είναι μια αμοιβή. Είναι η μοναδική αμοιβή, δεν είναι μια αμοιβή. Είναι η μοναδική αμοιβή. Από κει και πέρα, μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ να διασωθεί η ιστορία, έχει καταχωρήσεις, τις οποίες κάνω, αφορούν σ’ έναν πολύ μεγάλο βαθμό την ιστορία του χωριού, και εύχομαι στο μέλλον τα παιδιά μου, ίσως κάποια άλλα παιδιά, να πάρουν όλα αυτά τα κομμάτια, να τα ενώσουν σαν παζλ –γιατί δεν ξέρω εγώ αν θα προλάβω να το κάνω, είναι ένας στόχος, εδώ που τα λέμε– και να διασωθούν και γραπτά, ας πούμε, σ’ ένα βιβλίο, όλα αυτά τα πράγματα.
Άρα τη διαδικασία του site δηλαδή την ξεκινήσατε μόνος σας;
Τελείως μόνος μου, την ξεκίνησα το 2004-2005 ουσιαστικά. Το 2009 μπόρεσε και ανέβηκε, τον Ιούλιο του 2009 ανέβηκε. Ο μόνος που με βοήθησε ήταν ένας προγραμματιστής φίλος, ο Παναγιώτης ο Κυριακόπουλος. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, μου έδειξε πάρα πολλά πράγματα τα οποία εγώ δεν θα μπορούσα, γιατί δεν είχα τέτοια δυνατότητα, δεν ήμουνα… δεν είμαι προγραμματιστής. Και μπόρεσα και το ’στησα κι έφτασε… Κάποιοι άνθρωποι στην πορεία –δυστυχώς λίγοι, θέλω να ελπίζω ότι στο μέλλον ίσως γίνουν περισσότεροι– συνέδραμαν, ας πούμε, μέσω αφηγήσεων, μέσω αναρτήσεων που έκαναν. Αυτό ήτανε, να σας πω την αλήθεια, ένα απ’ τα μεγαλύτερα… μεγαλύτερες προσπάθειες ήταν οι άνθρωποι του χωριού μου, όπου κι αν βρίσκονται, να νιώσουν το site σαν έναν τόπο κοινής μας συγκέντρωσης, έστω και αν βρισκόμαστε στο Σίδνεϋ ή έστω κι αν βρισκόμαστε στο Βανκούβερ. Γιατί είναι πολλή… είναι μεγάλη η… είναι πολλοί οι άνθρωποι που έχουν φύγει από το Ψάρι και ζουν στο εξωτερικό. Να μπορούν λοιπόν να συγκεντρώνονται κάπου και να βλέπουν το site, να βοηθούν να γίνει και να το νιώθουν δικό τους. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι το site… Λένε κάποιες… κάποιοι συγχωριανοί μου: «Το site του Γιάννη του Σκούρτη». Δεν είναι το site του Γιάννη του Σκούρτη. Το site Ψάρι Κορινθίας. Μακάρι να το βλέπουν έτσι. Έχω προσπαθήσει το όνομά μου να φαίνεται ελάχιστα, και έτσι πρέπει, και να γίνει για όλο μου το χωριό. Και θα ευχόμουν, να σας πω την αλήθεια, όχι ότι είναι τόσο φοβερό αυτό που έκανα, θα ευχόμουνα όλα τα χωριά της Ελλάδας να έχουν ένα site σαν σημείο αναφοράς και να μπορεί το κάθε χωριό της χώρας μας να ’χει μια φωνή, να μπορεί κάπου να ακούγεται. Όπου ακούγεται. Όπου ακούγεται. Απαξιωμένα; Απαξιωμένα. Να ακούγεται τουλάχιστον. Έχει πολύ μεγάλη σημασία, από το να μην ακούγεται καθόλου. Έτσι αισθάνομαι εγώ τουλάχιστον.
Και σ’ όλο αυτό το διάστημα πώς νιώθετε με την ανταπόκριση του κόσμου, με όλα αυτά που έχετε ζήσει μέσω του site; Πώς είναι αυτή η εμπειρία;
Εντάξει, οι απογοητεύσεις είναι περισσότερες από τις… Αλλά καλά είναι κανένας να μη στέκεται στις απογοητεύσεις. Θα πω λοιπόν ότι τον πρώτο καιρό υπήρξανε φωνές θετικές πάρα πολλές και υπάρχουν, δεν το συζητώ δηλαδή. Αλλά ο άνθρωπος δυστυχώς μένει στο άσχημο, δεν μένει πάντα στο καλό. Υπήρχαν λοιπόν και φωνές και ανώνυμα μηνύματα και αυτά και «Τι παριστάνεις εσύ;» και «Τι κάνεις εσύ;». Στην αρχή σε στεναχωρούν, γιατί, εντάξει, δεν είσαι και κανένας εξειδικευμένος του είδους, κάνεις το… προσπαθείς να κάνεις κάτι για το χωριό σου, όπως εσύ το αντιλαμβάνεσαι, για μια μικρή κοινωνία, και τίποτα περισσότερο. Περνώντας ο χρόνος, μού είναι αδιάφορα τελείως, ας πούμε, ξέρω γω, τα αρνητικά σχόλια, μένω στα θετικά –υπάρχουν αρκετά θετικά– και μένω σ’ εκείνο που εγώ αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω. Εγώ λοιπόν θα συνεχίσω να το έχω, όσο υπάρχω, όσο μπορώ μάλλον, όχι όσο υπάρχω, όσο μπορώ, και θα ’ναι πολλή, τεράστια χαρά μου αν τα παιδιά μου πούνε μεθαύριο ότι: «Ξέρεις κάτι; Θα το συνεχίσουμε». Θα ’ναι μεγάλη μου χαρά. Βέβαια δεν έχω τέτοια απαίτηση, γιατί τα παιδιά μου δεν γεννήθηκαν στο Ψάρι. Έχω προσπαθήσει να τους περάσω όλη μου την αγάπη για το χωριό μου, για το χωριό καταγωγής τους, αλλά κι ένας οποιοσδήποτε άλλος από το χωριό μου αν μου πει ότι… και με πείσει ότι μπορεί να το συνεχίσει, θα ’ναι μεγάλη μου χαρά να ξέρω ότι κάποιος θα το συνεχίσει.
Μάλιστα. Και η ιδέα όλη αυτή από πού προέκυψε, γιατί είναι αρκετά ιδιαίτερο για ένα χωριό μικρό, ας πούμε, να πει κάποιος: «Θα κάνω site, θα προσπαθήσω να διατηρήσω την…»;
Η ιδέα προέκυψε από κάποια αντίστοιχα site χωριών. Υπάρχουνε πάρα πολλά και με εντυπωσιάζει το ότι κανένας δεν έχει ασχοληθεί, από την πολιτεία, όχι για να τα επιχορηγήσει, γιατί μην καταλήγουμε πάντα στην επιχορήγηση, να τα στηρίξει με άλλο τρόπο. Δηλαδή και μόνο η προβολή θα μπορούσε να τα στηρίξει. Μη φτάνουμε πάντα, ας πούμε, στο οικονομικό κομμάτι. Η πολιτεία δεν θα ’πρεπε λοιπόν όλους αυτούς τους ανθρώπους…; Υπάρχουνε –εντός εισαγωγικών θα σας την πω, σας την είπα και χθες που μιλήσαμε στο τηλέφωνο τη λέξη– «γραφικοί», υπάρχουν πάρα πολλοί γραφικοί, οι οποίοι ασχολούμαστε με τον τόπο μας, ενώ υπάρχουν αντιξοότητες, υπάρχουνε… Αν το κράτος λοιπόν, αν η πολιτεία, αν… στην όποια έκφανσή της ασχολιόταν λιγάκι και στήριζε αυτούς τους ανθρώπους, θα μπορούσαν να ’χανε μείνει στην ιστορία μας πάρα πολλά πράγματα, θα μπορούσε η κοινωνία μας να ’τανε ελαφρώς καλύτερη. Εγώ τουλάχιστον αυτή ήταν η πεποίθησή μου και αυτή ήτανε η αντίληψή μου όταν είδα κάποια site χωριών. Ήταν κάποιοι γνωστοί οι οποίοι είχαν δημιουργήσει, τώρα δεν έχει νόημα να κάτσουμε να τους πούμε αναλυτικά, αλλά ήταν αυτοί που ’τανε οι πρωτεργάτες, το 2005 περίπου, που ’χανε φτιάξει κάποια site για τα χωριά τους. Αυτό ήταν το έναυσμα, αυτοί οι άνθρωποι με ενέπνευσαν εμένα προκειμένου να κάνω αυτό το πράγμα. Τώρα, το αν έχει αποτέλεσμα, το αν είναι κάτι ενδιαφέρον ή όχι, μένει να το πουν κάποιοι άλλοι, να μην το λέω εγώ. Εγώ θα συνεχίσω να κάνω αυτό το οποίο κάνω, όσο μπορώ, θεωρώντας ότι αυτό μπορώ να κάνω, αυτή είναι η δυνατότητά μου, δεν μπορώ κάτι περισσότερο, αυτό μπορώ.
Ωραία. Να σας ρωτήσω κάτι ακόμα∙ μου είπατε για την προσπάθεια της δημιουργίας ενός ηρώου που θα περιλαμβάνει όλα τα ονόματα. Απ’ ό,τι είδα και στο site σας, υπάρχει κι ένας πολιτιστικός σύλλογος…
Ναι, ναι.
…που συνεργάζεστε, ας πούμε, σ’ αυτή την προσπάθεια…
Υπάρχει ο Πολιτιστικός Σύλλογος των Απανταχού Ψαριωτών Κορινθίας. Είναι μετεξέλιξη του Συλλόγου Νέων του χωριού, ο οποίος έχει δημιουργηθεί απ’ το 1994. Έχει κάνει πάρα πολλά πράγματα για το χωριό. Εξακολουθεί και σήμερα να κάνει πράγματα και είναι μία απ’ τις παρηγοριές που υπάρχουν, εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να μπορέσεις να κάνεις κάτι. Τα παιδιά παλεύουν με πάρα πολλά πράγματα, έχουν δημιουργήσει,[01:10:00] σας είπα, πάρα πολλά πράγματα και είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μπορούμε μαζί να ελπίζουμε ότι θα φτιαχτεί κάποια στιγμή το ηρώο. Είναι για την κοινωνία του χωριού μας… αυτό θέλω να το πω και να το τονίσω, δεν το είπα προηγουμένως, για την κοινωνία του χωριού μας είναι κάτι πολύ σπουδαίο αν θα γίνει. Δεν ξέρω αν μπορούν όλοι να το αντιληφθούν, φαντάζομαι ότι όλοι οι τόποι θα… ο οποιοσδήποτε μας ακούει μπορεί να ακούσει, αλλά για το χωριό μου, αυτή η ιδιαίτερη ιστορία που σας περιέγραψα όλη αυτή την ώρα, εάν αποτυπωθεί εκεί, θα ’ναι κάτι πολύ σπουδαίο για το χωριό μου. Ελπίζω να βρεθούν τα… η οικονομική παράμετρος να λυθεί και να φτιαχτεί. Θα ’ναι πάρα, πάρα πολύ σπουδαίο για το χωριό μου γεγονός. Όσο κι αν φαντάζει για κάποιους: «Ε, εντάξει, και τι έγινε; Ένα ηρώο θα φτιάξετε». Για μάς όχι, είναι πάρα πολύ σπουδαίο.
Άρα είναι ένα χωριό που έχει ακόμα ζωή, έτσι;
Έχει διατηρήσει, για έναν πολύ παρήγορο λόγο, έχει διατηρήσει σχεδόν τριακόσιους πενήντα κατοίκους. Μας έχουν κλείσει το δημοτικό σχολείο, δεν υπάρχει δημοτικό σχολείο. Το έκλεισαν το 2011 αυτοί οι φωτισμένοι του Υπουργείου Παιδείας, οι οποίοι φαντάστηκαν ότι είκοσι πέντε, τριάντα παιδιά θα πρέπει να φεύγουν από ένα ορεινό μέρος, στα κοντά 1.000 υψόμετρο, και να κατεβαίνουν στα 400 κάτω, με χιόνια, με πάγους, με οτιδήποτε, και με κίνδυνο κάθε μέρα οι γονείς τους να τα πηγαίνουν ή τα λεωφορεία ή οτιδήποτε. Αυτό φοβηθήκαμε ότι θα ήτανε το τελειωτικό χτύπημα για το χωριό, ότι κάποια στιγμή δεν θα μπορέσει… Κι όμως δεν έφυγε κανένας. Είναι ένα πολύ παρήγορο στοιχείο για το Ψάρι, ιδιαίτερα για το Ψάρι, ότι δεν φεύγει ο κόσμος πλέον από κει. Είναι ένα πολύ ζωντανό χωριό… Να φανταστείτε έχει πέντε-έξι καφενεία, έτσι; Τα οποία είναι ταβέρνες, κάθε σαββατόβραδο το να πας, ας πούμε, στο Ψάρι θα νιώσεις σαν να είσαι στο χωριό του Οβελίξ, γιατί η σουβλιστή γουρουνοπούλα δίνει και παίρνει. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι έρχονται άνθρωποι απ’ όλη την παραλιακή Κορινθία, από την Αθήνα ακόμα, φεύγουν και έρχονται, κάνουν γύρω στα 150 χιλιόμετρα, να φάνε γουρουνοπούλα στο Ψάρι και να φύγουν. Είναι ένα πολύ ζωντανό χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την αμπελουργία, με τα κηπευτικά τους, με τη μελισσοκομία. Κτηνοτρόφοι είναι πάρα πολλοί, και καλοί κτηνοτρόφοι και παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι. Όπως ήτανε και πολύ παλιότερα, εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να είναι. Και αυτό είναι πάρα, πάρα πολύ παρήγορο. Και επομένως, ας πούμε, βλέποντας όλη αυτή την προκοπή αυτού του τόπου, λες: «Ας κάνω κι εγώ κάτι», αυτό το… αυτή την ιστοσελίδα. Όχι ότι είναι κάτι, απλά ας προσθέσω κάτι σ’ όλη αυτή την προσπάθεια που γίνεται ένα χωριό να μείνει ζωντανό. Και έχει μείνει ζωντανό, όχι χάρη στην ιστοσελίδα, χάρη στους κατοίκους, που κάθονται εκεί και φυλάνε Θερμοπύλες. Χωρίς καμία βοήθεια από το κράτος, χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν, με απαξίωση… αλλά το κάνουν!
Εσείς πώς νιώθετε κάθε φορά που πηγαίνετε στο χωριό σας;
Σαν να βρίσκομαι στον παράδεισο. Ε, ναι. Ο παράδεισος για μένα έχει όνομα, λέγεται Ψάρι Κορινθίας. Αλλά απογοητεύομαι με πάρα πολλά πράγματα. Απογοητεύομαι πάρα πολλές… Αλλά η φύση που έχει αυτό το χωριό… Πριν από λίγα χρόνια καταφέραμε και φτιάξαμε μονοπάτια, με τη βοήθεια της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος, φτιάξαμε μονοπάτια στο Ψάρι. Είναι περασμένα όλα τα μονοπάτια στην ιστοσελίδα αναλυτικά. Έρχεται πάρα πολύς κόσμος και βλέπει την ιστορία μας. Τα μονοπάτια λοιπόν αυτά ήταν τα μονοπάτια που οι ξωμάχοι πρόγονοί μας περνούσαν κάθε μέρα, ήταν τα δρομάκια τους. Είχανε κλείσει με τα χρόνια πλέον και μπορέσαμε και τα ξανανοίξαμε. Ένα απ’ αυτά, ο Σταυραετός, το Μονοπάτι του Σταυραετού, έχεις τη θωριά της Στυμφαλίας μπροστά σου, σαν να τη βλέπεις από αεροπλάνο, είναι σ’ ένα τέτοιο… επειδή είναι πιο ψηλά υψομετρικά. Είναι ένα πανέμορφο μονοπάτι, το οποίο μπορεί να το κάνει ο κάθε ένας, και έρχονται πάρα πολλοί σύλλογοι, αλλά και ιδιώτες, προκειμένου να περπατήσουνε και να γίνουνε κοινωνοί της φύσης μας. Και βέβαια και της κουζίνας μας, γιατί η κουζίνα μας είναι εξαιρετική στο Ψάρι. Ιδιαίτερη, ειλικρινά.
Α, θέλετε να μας πείτε γι’ αυτό;
Είναι όλες οι παραδοσιακές ενός χωριού, έχουν παραμείνει, συνταγές. Υπάρχουν μαγαζιά τα οποία… Είναι τα κρέατα, πρώτα απ’ όλα, είναι η πρώτη ύλη. Πρώτη ύλη είναι όλα ντόπια, έτσι; Δεν παίρνει κανένας από πουθενά. Είναι όλα… ό,τι υπάρχει στο Ψάρι, αυτό καταναλώνεται, είτε είναι τα κηπευτικά, είτε είναι τα κρέατα, είτε είναι οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανένας. Έχουνε δημιουργήσει την ψαραίικη κουζίνα, όπως τη λέμε εμείς. Ε, αυτή η κουζίνα, έρχονται και τη γεύονται άνθρωποι και βλέπεις ανθρώπους, ας πούμε, να ’ρχονται και ξαναέρχονται. Είναι πολύ παρήγορο για μάς, όχι από πλευράς τουριστικής, από πλευράς αποδοχής. Ένας ορεινός κάτοικος –θα πρέπει κάποια στιγμή κι αυτή η χώρα να το αντιληφθεί λιγάκι– θέλει την αποδοχή, δεν θέλει κατ’ ανάγκη τη συμπαράσταση. Θέλει δηλαδή να βλέπει έναν άνθρωπο, ότι αυτό που του προσφέρει είναι ωραίο, είναι καλό, είναι με την ψυχή του, είναι με την καρδιά του. Αυτό είναι που ίσως δεν αντιλαμβάνεται και το δικό μας το κράτος. Να αποδεχτεί λιγάκι και να μπορέσει, ας πούμε, ξέρω γω, αν όχι να βοηθήσει, τουλάχιστον να συμπαρασταθεί, έστω και μ’ ένα χαμόγελο, ας πούμε, αυτό το κράτος σε ανθρώπους που φυλάττουν Θερμοπύλες, στην κυριολεξία, όπως είναι τα ορεινά χωριά.
Και μου ’πατε και για τα μονοπάτια, δηλαδή είναι ιστορικά μονοπάτια;
Είναι τα μονοπάτια των ξωμάχων προγόνων μας. Είναι μονοπάτια τα οποία περπατούσανε από το 1821 οι πρόγονοί μας. Ήταν τα μονοπάτια εκείνα που περπατήσανε για να πάνε στα Δερβενάκια να πολεμήσουνε. Από κει φύγανε, τα παίρνανε… δεν υπήρχαν δρόμοι τότε, πήραν τα μονοπάτια αυτά και βγήκαν στα Δερβενάκια και πήγανε και πολεμήσανε κατά των Τούρκων, βοηθώντας τον Κολοκοτρώνη. Θέλω να πω δηλαδή ότι διασώθηκε και ένα κομμάτι της ιστορίας μέσα από αυτά τα μονοπάτια. Ήταν ένα ευτύχημα το ότι η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος ήρθε κοντά μας, μέσω της κυρίας Έλσας Σταματοπούλου, η οποία είναι καταγωγή από το χωριό μας και είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη. Έχει έρθει κι έχει κάνει πάρα πολλά πράγματα για το χωριό μας. Ένα απ’ αυτά, τις ευεργεσίες που έχει κάνει για το χωριό μας, είναι να δημιουργήσουμε αυτά τα μονοπάτια. Μας δημιούργησε την έμπνευση, σε πάρα πολλούς ανθρώπους, και σταθήκαμε αρωγοί σ’ αυτή την προσπάθεια για να φτιάχνουν τα μονοπάτια. Εγώ ανέλαβα το κομμάτι το να μπορέσω να γράψω τα κείμενα όσον αφορά τις ταμπέλες ή οτιδήποτε για το τι βλέπουμε, και ταυτόχρονα με την ψαλίδα να προσπαθώ να κόψω τους θάμνους, για να δημιουργηθούν πάλι τα μονοπάτια, μαζί με πέντε-έξι φίλους ακόμα. Ε, αυτό ήταν… μας έδωσε χαρά, πρώτα απ’ όλα, που ξαναδημιουργηθήκανε τα μονοπάτια, και η μεγάλη χαρά είναι για τους κατοίκους, που βλέπουν ανθρώπους πάλι να έρχονται στο ορεινό τους χωριό και να αποδέχονται την ύπαρξή τους, ας το πούμε.
Τέλεια. Θέλετε να μου πείτε και για τα επόμενα σχέδιά σας;
Τα επόμενα σχέδια είναι, όπως σ’ όλους τους ανθρώπους, να ’χουμε την υγειά μας και να μπορούμε να συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε. Αυτό που κάνω… δεν αισθάνομαι ότι κάνω κάτι σπουδαίο, ούτε είναι κάτι σπουδαίο. Είναι μια εσωτερική ανάγκη, την εξωτερικεύει ο καθένας μας με αυτό τον τρόπο. Εγώ την εξωτερίκευσα έτσι. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι είναι σωστή, έτσι εγώ το αντιλαμβάνομαι. Κι επειδή ο Μαχάτμα Γκάντι έλεγε: «Ό,τι κι αν κάνεις δεν είναι σπουδαίο, αλλά είναι σπουδαίο να το κάνεις». Μ’ αυτή τη ρήση σαν οδηγό μου, θα εξακολουθήσω λοιπόν να προσπαθώ έτσι για το χωριό μου να κάνω ό,τι μπορώ. Μια επόμενη προσπάθεια είναι να συγγράψω, ενδεχομένως, ένα ή δύο βιβλία. Τα οποία προς το παρόν δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμα τι θα αφορούν και πώς θα είναι, σίγουρα όμως ένα από αυτά, ένα κομμάτι, θα αφορά το γιατί ονομάστηκε Ψάρι το χωριό μου, που έρχονται όλοι κι αναρωτιούνται, τι δουλειά έχει ένα Ψάρι στα 950 υψόμετρο. Είναι λιγάκι περίεργο σαν όνομα. Εμείς λέμε διάφορα εκεί στο χωριό, τα οποία βέβαια δεν αντέχουνε σε κριτική, για το γιατί ονομάστηκε Ψάρι. Υπάρχει όμως ο λόγος για τον οποίον γράφτηκε και ονομάστηκε Ψάρι. Δεν ονομάστηκε καν Ψάρι, η ονομασία είναι Ιχθύς. Υπάρχουν ιστορικές πηγές λοιπόν του 1554, όταν μαρτύρησε ο Άγιος Νικόλαος ο χωριανός μας, το οποίο το χωριό ονομαζόταν στο παρελθόν, πριν το 1500, πριν τον Μεσαίωνα, ονομαζόταν Ιχθύς. Και Ιχθύς έχει άλλη ετυμολογία σε σχέση με το Ψάρι, που τελικά παρέμεινε σήμερα να λέγεται το χωριό. Αυτό θέλω να αναδειχθεί, έχω μαζέψει πάρα, πάρα πολύ υλικό απ’ αυτό. Βέβαια πρέπει να το επεξεργαστεί κάποιος άνθρωπος ο οποίος είναι πιο κατάλληλος από μένα, με την έννοια πιο γραμματιζούμενος, ας το πούμε, έτσι; Εγώ απλά έχω τελειώσει νυχτερινό γυμνάσιο, εφτατάξιο γυμνάσιο. Ένας άνθρωπος όμως νεότερος, ο οποίος έχει τη δυνατότητα, ένας φιλόλογος ας πούμε, θα μπορέσει να επεξεργαστεί και να δει όλα αυτά τα πράγματα, προκειμένου να μπορέσουμε να το βγάλουμε, για να μάθουν και οι επόμενες γενιές γιατί το χωριό μας ονομάστηκε έτσι.
Στο χωριό σας τι λέτε γι’ αυτό το όνομα;
Δεν λέω προς το παρόν. Προσπαθώ προς το παρόν να συλλέγω απόψεις για το γιατί ονομάστηκε Ψάρι. Δεν το συζητάω. Κάποια στιγμή λοιπόν… Ξέρω, έχουνε ειπωθεί κατά καιρούς διάφορες εικασίες. Είναι όμως εικασίες και καμία δεν αντέχει στη λογική, γιατί πάνω απ’ όλα, όσο και να λέμε, οτιδήποτε λέμε πρέπει να αντέχει στη λογική. Με βάση λοιπόν ότι το βουνό απέναντι μοιάζει με ψάρι με κομμένο κεφάλι, όπως είναι η επικρατούσα άποψη, είναι τουλάχιστον… δεν αντέχει σε κριτική, δεν είναι έτσι.[01:20:00] Δεν είναι αυτός ο λόγος που ονομάζεται ένας τόπος Ψάρι, σίγουρα.
Δηλαδή οι κάτοικοι του χωριού…
Οι κάτοικοι λένε αυτό, και εγώ αυτό έχω ακούσει. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι λεγότανε… αργότερα, είπαν ότι λεγότανε Υψάριον. Ήτανε… από το Υψάριον κόπηκε το ύψιλον κι έμεινε Ψάριον. Ούτε κι αυτό εγώ θεωρώ προσωπικά ότι έχει κάποια λογική, όταν υπάρχουνε πηγές του Μεσαίωνα οι οποίες λέν’ κάτι διαφορετικό. Εγώ λοιπόν ξεκίνησα απ’ αυτή τη μικρή πηγή που υπήρχε, ένα γραπτό του Δαμασκηνού του Στουδίτη, ο οποίος συνέγραψε τον εγκωμιαστικό λόγο για τον Άγιο Νικόλαο τον συγχωριανό μου, και ανέφερε λοιπόν ότι: «Πάλαι μεν Ιχθύς ονομαζομένη», δηλαδή ότι παλαιά λεγόταν Ιχθύς. Όταν λοιπόν έχεις μια πηγή του 1554 ότι το χωριό ονομαζόταν Ιχθύς και όχι Ψάρι και λέει: «Την των χυδαίων φωνή Ψάρι προσαγορευομένη», δηλαδή ότι οι απλοί χωρικοί το ’καναν Ψάρι, δεν ήταν Ψάρι. Λοιπόν, έχεις μια στέρεη πηγή του 1554 και λέει αυτό. Πας λοιπόν σ’ εκείνο που λέει… Τι λέει; «Ιχθύς». Ψάχνεις να δεις γιατί ονομάστηκε Ιχθύς. Και πραγματικά, όσο ψάχνεις, τόσο βρίσκεις, ας πούμε, τόσο φοβερά πράγματα και βρίσκεις την αλήθεια, τουλάχιστον τη δική μου αλήθεια, και λες, ας πούμε, ότι: «Όλα κάπου είναι γραμμένα και αξίζει τον κόπο να τα ψάχνεις, να τα βρίσκεις».
Να σας κάνω μία ακόμα ερώτηση, ως κι εγώ ένα άτομο που έφυγε απ’ το χωριό του και ήρθε στην Αθήνα: μου είπατε ότι φύγατε απ’ το χωριό σας, το Ψάρι, αν θυμάμαι καλά, 12 χρονών, 14;
Δεκατεσσάρων ετών.
Και ήρθατε εδώ, στην Αθήνα;
Ναι, ναι. Ναι. Σ’ ένα φορτηγό πίσω.
Πείτε μου γι’ αυτή την εμπειρία.
Σ’ ένα φορτηγό. Σ’ ένα φορτηγό, λοιπόν, μας έβαλαν οι γονείς μου να έρθουμε εδώ μαζί με τον αδερφό μου. Τα αδέρφια μου ήτανε από πριν εδώ, αλλά εγώ θυμάμαι το φορτηγό με το οποίο ήρθα. Ήταν ένα φορτηγό το οποίο ήταν ανοιχτό πίσω, ήταν χειμώνας, κι είχανε ξεπαγιάσει τα πόδια μου. Αυτό θυμάμαι βασικά. Ε, φτάσαμε στην Αθήνα και ξεκίνησα… Επειδή δεν υπήρχε η δυνατότητα να επιβιώσουμε, ήταν πολύ φτωχό το χωριό μας. Τότε, τα χρόνια εκείνα, η φτώχεια ήταν απίστευτη. Εμείς δηλαδή… Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν πολύ πιο χειρότερα από μάς, αλλά κι εμείς δεν ήμασταν σε πολύ καλή μοίρα. Φύγαμε λοιπόν, ήρθαμε στην Αθήνα με τα αδέρφια μου, και προσπάθησα βρήκα κάποια δουλειά… Διάφορες δουλειές έβρισκα, όχι μία δηλαδή, πολλές δουλειές. Κατέληξα τελικά σε κάποιες δουλειές, προκειμένου να επιβιώσω. Ταυτόχρονα όμως ένιωθα την ανάγκη ότι θέλω να τελειώσω το σχολείο, τουλάχιστον να έχω κάποιες… Δούλευα πρωί-απόγευμα και τελειώνοντας, τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο, στο 7ο Γυμνάσιο, στην οδό Μάγερ και Αχαρνών γωνία, που ήτανε τότε. 2ο Ημερήσιο Αρρένων. Κι εγώ πήγαινα στο νυχτερινό. Έφτανα κατά τις εφτά η ώρα εκεί, τελειώναμε κατά τις δώδεκα. Γύρω στις δέκα και μισή, έντεκα είχαμε αποκοιμηθεί, από την κούραση της ημέρας, να δουλεύεις πρωί-βράδυ και να πηγαίνεις μετά νυχτερινό. Αλλά εγώ είπα να το επαυξήσω και μετά το νυχτερινό βρήκα και μια νυχτερινή δουλειά, αφού τελείωνα. Οπότε έφτασα σε κάποιο σημείο και λέω: «Μάλλον δεν θα επιζήσω». Οπότε τα συμμάζεψα όλα αυτά λιγάκι, μπόρεσα τελείωσα το εφτατάξιο… Ήταν εφτατάξιο γυμνάσιο τότε, εφτατάξιο γυμνάσιο. Πήγα στρατιώτης, γύρισα. Υπηρέτησα στην Αλεξανδρούπολη. Γύρισα στην Αθήνα, έκανα οικογένεια και αισθάνομαι πολύ τυχερός που μέχρι σήμερα μπορούμε και συζητάμε.
Κύριε Σκούρτη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μου παραχωρήσατε αυτή τη συνέντευξη.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι ακόμα.
Να πούμε αυτό το πράγμα, και το λέω περισσότερο για όλους τους νεότερους ανθρώπους: ας μην εγκαταλείψουμε την ιστορία μας, ας δούμε την ιστορία κατάματα και να ’χουμε ένα μότο στη ζωή μας, ότι: «Όλα είναι κάπου γραμμένα». Αξίζει τον κόπο να τα ψάξεις, να τα διασώσεις και να ελπίζεις ότι αυτά θα μείνουν διαχρονικά. Ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Photos
Ο Γιώργης Σκούρτης
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Το Ψάρι Κορινθίας στον π ...
Το Ψάρι Κορινθίας.
Ο Γιώργης Σκούρτης
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Απόσπασμα από το ημερολό ...
Ψαραίοι στο χωριό περίπο ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Η πομπή του γάμου με τη ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Ο Βλάσης Σκούρτης, πεσών ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Σχολική εορτή στο Ψάρι Κ ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Το Ψάρι Κορινθίας.
Ο συγγραφέας Κωνσταντίνο ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Ο Μπάρμπα- Μέλτος Παπαδη ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Τα αδέρφια Σκούρτη
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Το καφενείο του Ανδρέα Γ ...
(πηγή: www.psarikorinthias.gr)
Documents
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Γιάννης Σκούρτης αγαπά το χωριό του, το Ψάρι Κορινθίας, γι' αυτό και έχει φτιάξει την ιστοσελίδα www.psarikorinthias.gr και έχει συγγράψει το βιβλίο «ΗΡΩΩΝ ΜΝΗΜΗ ΑΪΔΙΟΣ». Σκοπός του είναι να διασώσει την ιστορία του τόπου του. Μας μιλά για την εμπειρία του από τη δημιουργία της ιστοσελίδας και τη συγγραφή του βιβλίου, για τη διάσωση μαρτυριών από κατοίκους του χωριού, για την έρευνα που έχει κάνει στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, για την προσπάθειά του να δημιουργηθεί μνημείο πεσόντων στο χωριό του και για τα μελλοντικά του σχέδια. Επιπλέον, αναφέρεται εκτενώς σε ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που συνέβησαν στο Ψάρι στη διάρκεια της Κατοχής.
Narrators
Ιωάννης Σκούρτης
Field Reporters
Κυριακή Θεοδώρου
Tags
Interview Date
08/03/2023
Duration
84'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Γιάννης Σκούρτης αγαπά το χωριό του, το Ψάρι Κορινθίας, γι' αυτό και έχει φτιάξει την ιστοσελίδα www.psarikorinthias.gr και έχει συγγράψει το βιβλίο «ΗΡΩΩΝ ΜΝΗΜΗ ΑΪΔΙΟΣ». Σκοπός του είναι να διασώσει την ιστορία του τόπου του. Μας μιλά για την εμπειρία του από τη δημιουργία της ιστοσελίδας και τη συγγραφή του βιβλίου, για τη διάσωση μαρτυριών από κατοίκους του χωριού, για την έρευνα που έχει κάνει στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, για την προσπάθειά του να δημιουργηθεί μνημείο πεσόντων στο χωριό του και για τα μελλοντικά του σχέδια. Επιπλέον, αναφέρεται εκτενώς σε ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που συνέβησαν στο Ψάρι στη διάρκεια της Κατοχής.
Narrators
Ιωάννης Σκούρτης
Field Reporters
Κυριακή Θεοδώρου
Tags
Interview Date
08/03/2023
Duration
84'