Θανάσης Άψης: Αναμνήσεις από τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου στο Εμπόριο Κοζάνης
Segment 1
Αναμνήσεις από τον πόλεμο και την Κατοχή
00:00:00 - 00:13:58
Partial Transcript
Καλησπέρα, μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας; Καλησπέρα. Άψης Αθανάσιος. Εγώ είμαι η Ιωάννα Χριστοπούλου, είμαι Ερευνήτρια από το Isto…γινόταν καλό το ψωμί. Μέσα βάζανε μέχρι και πατάτες για να γίνει λίγο περισσότερο το ψωμί και η πατάτα το κρατούσε μαλακό. Αυτά με το ψωμί.
Lead to transcriptSegment 2
Η ζωή και οι αναμνήσεις την περίοδο του Εμφυλίου
00:13:58 - 00:21:48
Partial Transcript
Θυμάμαι μου είπατε μια ιστορία που πήγατε να πουλήσετε με το γαϊδουράκι μήλα. Αυτό ήταν μετά, στον Εμφύλιο, μάλλον, μετά την απελευθέρωση —…ένος και καθισμένος έτσι. Το θυμάμαι αυτό. Τι κάνεις τον σταυρό σου; Δυστυχώς… Και το σπίτι, θυμάμαι, έκαιγε ακόμα, κάπνιζε δηλαδή, ξέρεις.
Lead to transcriptSegment 3
Ιστορία της οικογένειας και το πατρικό σπίτι
00:21:48 - 00:25:49
Partial Transcript
Το πατρικό σας εσάς πού ήτανε; Το πατρικό μας ήτανε κοντά στο δημοτικό σχολείο και στην εκκλησία. Περιγράψτε, έτσι, το πατρικό σας, πώς …αξέ, τέτοια είχατε; Είχαμε στο σπίτι μπαχτσέ, ναι, είχαμε και στο σπίτι μπαξέ, είχαμε και εκτός του σπιτιού καμιά 100 μέτρα έναν μπαχτσέ.
Lead to transcriptSegment 4
Αναμνήσεις από τον Εμφύλιο
00:25:49 - 00:37:25
Partial Transcript
Και πώς το είδατε… Εγώ δεν έχω καταλάβει, πώς είδατε αυτό που είπατε, αυτόν που είχανε σκοτώσει. Πού ήτανε αυτός και το είδατε, είχατε βγει …είς». Αυτά είναι. Άλλο τίποτε; Πες. Δεν ξέρω τι να σε ρωτήσω, μου λέτε πολύ έτσι ωραίες- -Ε, τα έζησα, τα έζησα, τι… Όπως τα λέω είναι!
Lead to transcriptSegment 5
Προβλήματα την περίοδο του Εμφυλίου
00:37:25 - 00:43:57
Partial Transcript
Εγώ να ρωτήσω τώρα για το σχολείο. Μου είπατε αυτό με το δάσκαλο. Πόσες τάξεις πήγατε εσείς στο σχολείο; Νομίζω μέχρι Γ’ τάξη πήγαμε και ε… μοναχογιός και τέσσερα χρόνια στρατιώτης και νάρκα πάτησε και τέτοια, δεν έπαθε τίποτα και ήρθε, σκοτώθηκε στον τόπο του. Μάλιστα… Άλλο.
Lead to transcriptSegment 6
Ιστορίες μετά τον Εμφύλιο
00:43:57 - 00:48:38
Partial Transcript
Τi να πω; Είναι δύσκολες αυτές οι ιστορίες. Θυμάστε έτσι καμιά άλλη τέτοια ιστορία; Τι να θυμάμαι; Θυμάμαι άλλο ένα. Οι εκλογές θα γινόταν…άθε μήνα ήμουνα στο δικαστήριο! κάθε μήνα στο δικαστήριο και αθώος! Λοιπόν αν έχετε- -Και την εφορία την στέλνανε, στείλανε, μη συζητάς.
Lead to transcriptSegment 7
Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια
00:48:38 - 00:53:56
Partial Transcript
Εγώ θέλω να σας πάω έτσι ξανά λίγο πίσω και να σας θυμίσω ξανά τα παιδικά χρόνια. Θέλω να σας ρωτήσω, εσείς τι παιχνίδια παίζατε; Κρυφτό. …ή ώρα… Και τη βρήκαν τη λίρα και την δώσαν πίσω στους αντάρτες. Κατάλαβες; Αυτό το θυμάμαι. Το θυμάμαι σαν σήμερα τέτοιες σημαδιακές μέρες…
Lead to transcriptSegment 8
Ντόπια διάλεκτος
00:53:56 - 00:59:32
Partial Transcript
Λοιπόν, κύριε Θανάση, πείτε μου, εσείς τα ντόπια τα μιλάτε; Τα μιλάω. Βεβαίως τα μιλάω. Μπορώ να σου πω μικρός όταν ήμουν, σχεδόν ελληνικά …ντων, ας πάρουμε ένα τηλέφωνο να έρθουν να μας πάρουν, γιατί-. -Έγινε! Λοιπόν, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να στε καλά και πάλι εδώ είμαστε!
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα, μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα. Άψης Αθανάσιος.
Εγώ είμαι η Ιωάννα Χριστοπούλου, είμαι Ερευνήτρια από το Istorima. Σήμερα είναι Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022. Βρισκόμαστε στο σπίτι του κυρίου Άψη, στο Εμπόριο Κοζάνης και τον έχουμε εδώ πέρα μαζί μας, να μας μιλήσει για τη ζωή του. Θέλετε να μας πείτε δύο λόγια;
Ευχαρίστως. Γεννήθηκα το 1934. Όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος ήμουν 6 ετών. Γραφήκαμε στο Δημοτικό σχολείο και δεν πήγαμε. Αυτά για την ώρα. Παρακάτω.
Ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου δεν ήταν να πάει στρατιώτης, άλλα λόγω της ειδικότητας του, ας πούμε —ήταν τραυματιοφορέας—, τον πήραν και πήγε, πήγε στο στρατό. Αυτά για τον πατέρα μου. Παρακάτω, τι άλλο;
Θυμάστε την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος;
Αν θυμάμαι λέει; Θυμάμαι χτυπούσαν οι καμπάνες: «Επιστράτευση! Επιστράτευση!» Από τότες... Τη λέξη «επιστράτευση» δεν ήξερα τι θα πει και έμαθα τη λέξη «επιστράτευση» που λέγεται, που πηγαίνουν στο στρατό. Αυτά είναι. Παρακάτω, τι άλλα;
Θυμάστε —εχθές, μου είχατε πει, είχαν έρθει και στρατιώτες στο σπίτι σας.
Ήρθαν από την Κρήτη. Στρατιώτες ήταν αυτοί, ξεκίνησαν να πάνε στο μέτωπο και μένανε στο σπίτι μας. Ήταν κρύο, χειμώνας, χιόνια και κακό και θυμάμαι —από ό,τι θυμάμαι δηλαδή—, φύγαν με τα χιόνια και σχεδόν, από ό,τι με είπε ο πατέρας μου όταν γύρισε, πάθαν όλοι κρυοπαγήματα, επειδή ήταν απ’ τα ζεστά μέρη. Άσε, πάθαν και οι παλιοί όσοι ήταν εδώ από την Μακεδονία συνηθισμένοι στο κλίμα, αλλά αυτοί ακόμα περισσότερο κακό πάθαν οι άνθρωποι. Αυτά.
Θυμάστε, έτσι, να μου πείτε ιστορίες από την περίοδο της Κατοχής, εσείς πώς ζούσατε; Όσο ο πατέρας σας ήτανε στο μέτωπο, εσείς τι κάνατε εδώ πέρα;
Ούτε θυμάμαι πώς ζούσαμε, ζούσαμε με αυτά που είχαμε. Λάδια, τέτοια πράγματα, δεν είχαμε. Ζούσαμε με βούτυρα, με λίγδες που λέγανε απ’ τα γουρούνια, με αυτά μαγειρεύαμε. Tα πρόβατα, τα αρνιά ό,τι ξύγκια είχε, με αυτά μαγειρεύαμε. Αυτή ήταν η ζωή μας. Σκληρή ζωή, ρεύμα δεν υπήρχε δηλαδή, αλλά και πετρέλαιο δεν είχε, καίγαμε δαδί.
Τι είναι το-
Ξέρεις τι είναι το δαδί; Δεν ξέρεις. Λοιπόν, είναι ένα ξύλο, έχει πολύ τέτοιο, δαδί απ’ τα Γρεβενά ερχόταν και το είχαν κομματιάσει δεματάκια, έτσι κάπως… 1 κιλό- 2 κιλά τα πουλούσαν αυτά με ψωμί, είδος με είδος, ανταλλαγή. Και μόλις νύχτωνε το βράδυ, ας πούμε, ανάβαμε ένα δύο, ανάλογα, ώσπου να φάμε, να κάνουμε, πίσσα σκοτάδι. Στο τζάκι, δίπλα μες στο τζάκι, το δαδί κάπνιζε, το δαδί δεν μπορούσες να το έχεις στο δωμάτιο. Τρώγαμε και μετά ό,τι κάναμε με το σκοτάδι.
Σκοτάδι γιατί είχε;
Σκοτάδι, νύχτα ήτανε. Δεν είχε φως, δεν είχε τέτοια πράγματα. Ύστερα… Aργότερα μάλλον —στην αρχή πρέπει να ήτανε, δεν θυμάμαι καλά— είχαμε πετρέλαια κλπ, αλλά απαγορευόταν να έχουμε φως. Oι κουρτίνες έπρεπε να είναι κλειστές, φως να μην είναι γιατί ερχόταν τα αεροπλάνα τα γερμανικά και τα τέτοια, να μην μας βομβαρδίσουν, απαγορεύονταν. Oπότε, γυρνούσε περίπολος και άμα βλέπαν τίποτε, καμιά κουρτίνα λίγο τραβηγμένη, έτσι λίγο τέτοιο, χτυπούσαν στο τζάμι: «Κλείσε το φως».
Είχε συμβεί κάτι σε σας τέτοιο περιστατικό;
Έχει συμβεί, ναι. Ήρθαν δύο άνθρωποι, «τακ τακ» στο τζάμι, αλλά —εντωμεταξύ εγώ είχα κάνει την λαδιά, το είχα ανοίξει, περίμενα να ‘ρθούνε να χτυπήσουνε, αυτό.
Τι σας είπανε πως το θυμάστε αυτό το περιστατικό;
Το θυμάμαι γιατί με είπανε: «Κλείσ’ το. Βάλ’ την κουρτίνα στο παράθυρο», να την τραβήξω δηλαδή. Την τράβηξα, αλλά άφησα λίγο κενό, σαν παιδάκι που ήμουν. Κοιτούσα να μας ειδοποιήσουν, να την κλείσω. Λοιπόν, αυτά. Παρακάτω τι έχουμε; Τίποτ’ άλλο;
Θέλω να σας ρωτήσω, γιατί μου είπατε για τα τρόφιμα. Εσείς έλλειψη σε τρόφιμα είχατε;
Έλλειψη σε τρόφιμα στην αρχή όχι πολύ, αλλά μετά δημιουργήθηκε μεγάλη έλλειψις τροφίμων. Ερχόταν από τ’ άλλα χωριά που δεν είχανε κάμπους και τέτοια, ζητιάνευαν ψωμί. Δίπλα μας ήταν το σχολείο, κοιμόνταν εκεί μέσα, ας πούμε, που γύριζαν απ’ τα χω[00:05:00]ριά και μετά πήγαιναν στο σπίτι τους, μέναν ένα βράδυ εκεί πέρα κλπ, και όταν η μαμά μου ζύμωνε, ερχόντανε, μας χτυπούσαν τη πόρτα —μήπως ο φούρνος μπορούν να βάλουν λίγο ψωμί μέσα για να το ψήσουν, να γίνει σαν γαλέτα, να μην χαλάσει ώσπου να παν’ στα σπίτια τους. Αυτά.
Θυμάστε, έτσι, κάποιο περιστατικό συγκεκριμένο που, ας πούμε, να έχετε συμμετέχει και εσείς; Δηλαδή, να είχαν χτυπήσει την πόρτα και να έχετε ανοίξει εσείς;
Ναι, από ζητιάνους πάλι, ψωμάκι που ζητούσαν, ναι. Θυμάμαι μια φορά ήρθανε ζητιάνοι και με ζητούσαν ψωμί και με λέει ο παππούς μου: «Πάρε το μαχαίρι, πάρε και λίγο ψωμί, κόψ’ τους εκεί πέρα». Και τους έκοψα μια φέτα μεγάλη και μόλις την είδε ο παππούς: «Επ, τι κάνεις;», μου λέει, «Πολύ ψωμί δίνεις. Το μισό. Θα ‘ρθουν κι άλλοι». Αυτά.
Θέλετε να μου πείτε, έτσι, τι άλλο; Ρούχα πού βρίσκατε;
Ρούχα… Από ρούχα, μην το ρωτάς, δεν ξέραμε το παντελόνι μας ποιό ύφασμα ήταν, από μπαλώματα κι από τέτοια. Τέτοια φτώχεια είχαμε που δεν μπορείς να φανταστείς. Και, θυμάμαι, και τσουβάλια για να αλέσουμε στους μύλους, ας πούμε, δανειζόμασταν από το γείτονα από τους συγγενείς σου κλπ. Και τσουβάλια δεν είχε ακόμα για να βάλεις το σιτάρι να πας στο μύλο κι ερχόταν ο μυλωνάς, τό ‘παιρνε απ’ το σπίτι, το ζύγιζε με το καντάρι, ξαναερχόταν με το καντάρι το δικό του κι εσύ το ζύγιζες με το δικό σου μην τυχόν λείψει κανά κιλό. Καμιά φορά λέγανε: «Υγρασία είχε το σιτάρι» κι έχανε το στάρι. Αυτά γινότανε.
Και δηλαδή εσείς τα ρούχα ποιος τα έφερνε;
Τα ρούχα τι εννοείς ποιός τα έφερνε —ρούχα μετά το ’40 δηλαδή. Το ‘40 πάλι, μόλις τελείωσε ο πόλεμος στέλναν από τη Αμερική δέματα και μας τα μοιράζανε εδώ πέρα. Ό,τι σε τύχαινε ή έκανες ανταλλαγή με κάποιον άλλο ή, ξέρω γω, κάτι αν δεν σε ταίριαζε ή μεγάλο ή μικρό, αυτά είναι… Αυτή ήταν η ζωή, δυστυχώς. Παπούτσια δεν είχαμε. Παπούτσια από κανένα παλιό παπούτσι ή από κανένα λουρί μάς έκανε ο μπαμπάς μας πέδιλα. Τα κάρφωνε ο ίδιος. Δεν είχε τίποτε. Ύστερα έκαναν τσόκαρα, ξέρεις τι είναι τσόκαρα; Είναι από ξύλο, το πελεκάς, το κάνεις σαν τέτοιο, βάζεις ένα λουρί, όπως είναι η παντόφλα, έτσι κάπως ήταν το τσόκαρο, ας πούμε, και με αυτά πηγαίναμε και στο σχολείο. Και με αυτά πηγαίναμε σχολείο.
Είχατε και σεις τσόκαρα;
Είχαμε. Ναι, εγώ φορούσα τσόκαρα και θυμάμαι ένα ζευγάρι από ρωσικές μπότες. Πότε ήταν οι Ρώσοι εδώ πέρα; το ’12, το ‘14 ούτε ξέρω… Άκουγα από τον παππού μου που έλεγε: «Αυτές οι μπότες ήταν ρώσικες», αλλά ήταν κατεστραμμένες και πάνω το δέρμα ήταν καλό από εκείνο κόψαμε και με κάναν τα τσόκαρα τα λεγόμενα ή πέδιλα, αυτά κάναμε. Αυτά ήτανε. Παρακάτω τι έχουμε.
Δεν έχει συνέχεια εκείνη η ιστορία; Μ’ εκείνα τα παπούτσια τι έγινε;
Τι να γίνει; Τα παπούτσια τα φόρεσα, τα έκοψα. Ήταν μεγάλη… Για το Πάσχα μού τα είχε κάνει ο μπαμπάς μου, όταν γύρισε από την Αλβανία. Έπαιξα, λοιπόν, σαν παιδί που ήμουν, πήδηξα λιγάκι, ξηλώθηκαν, φοβόμουνα μην, ο μπαμπάς μου με μαλώσει. Ήταν Σάββατο, παραμονή του Πάσχα. Το βράδυ, την ώρα που χτύπησε η καμπάνα της Ανάστασης, λέω: «Μπαμπά κόπηκε το πέδιλο». Το πήρε, το κάρφωσε για να πάω στην εκκλησία.
Και για πείτε μου, ήτανε αυτό —εσείς τα ρούχα που μου είπατε ότι τα φέρανε από την Αμερική, πού τα αφήνανε τα ρούχα;
Ήταν μία επιτροπή που τα ξεφόρτωναν στα σπίτια. Και πρώτα, ο παπάς ευλογεί τα γένια που λένε, διάλεγαν για το σπίτι τους, στα παιδιά τους και τέτοια και σ’ ένα σπίτι, που ήταν ένας στην επιτροπή, είχε 3 παιδιά και 3 κορίτσια, αν θυμάμαι καλά; Διάλεξαν, —τι διάλεξαν;—, ο ένας δυσκολευόταν να διαλέξει και τον λέγαν Σταύρο, αλλά με την τοπική διάλεκτο Τούλια. Και γυρίζει ο μπαμπάς του: «Ε γκαβο-Τούλια, ακόμα δεν βρήκες να φορέσεις ρούχο;»
Εσείς είχατε φορέσει από κείνα τα ρούχα; Είχατε πάρει τίποτα, τα θυμάστε;
Είχα πάρει, μού ‘χαν δώσει τώρα πουκάμισο; Παλτό; Κάτι είχα πάρει. Όλοι παίρναν.
Και να ρωτήσω, έτσι, τα περίεργα του πολέμου; Ειδήσεις από πού είχατε;
Ειδήσεις… Α, για ειδήσεις να σου πω. Το ‘39 θα ήταν, ή πριν το πόλεμο, ένας είχε ένα ραδιόφωνο στο καφενείο εκεί στη γειτονιά μας.[00:10:00] Και πρώτη φορά το ραδιόφωνο και από τα διπλανά χωριά που ερχόταν: «Να πάτε στο Εμπόριο να δείτε. Ήταν ένας άνθρωπος τραγουδάει», λέει: «Μιλάει μέσα από το κουτί» και αυτά. Κι ήταν τότες με μπαταρία αυτοκινήτου. Δεν είχε πού να την φορτώσουν, πηγαίναν σε άλλο χωριό, την φορτώνανε τη μπαταρία και με οικονομία έπαιζε και το ραδιόφωνο, να μην ξοδεύεται ρεύμα.
Θυμάστε έτσι άλλες ιστορίες; Είχαν έρθει οι Γερμανοί ποτέ εδώ στο χωριό;
Α, ήρθαν βέβαια! Ήρθανε και πολεμήσανε κανά δυο φορές εκεί, δίπλα στο σπίτι μας ήτανε το δημοτικό σχολείο. Ήτανε 7 Γερμανοί, κατέβηκαν οι αντάρτες, δώσαν μια μάχη σκληρή. Tραυματίστηκαν, η περίπολος που ήταν έξω η σκοπιά, δεν θυμάμαι, και κρύφτηκαν δίπλα σ’ ένα σπίτι μέσα σε ένα καμπινέ —τι καμπινέ; Όταν λέμε «καμπινές», δεμάτια από τσάκνα και είχε μια τρύπα, πάντως ήταν νοικοκυρεμένο. Και εκεί μέσα κρύφτηκαν και το πρωί που πήγε ο νοικοκύρης, τους βρήκε μέσα τραυματισμένους. Και από κείνον, μπορώ να σου πω, σώθηκαν, αλλιώς, ίσως να μας καίγαν οι Γερμανοί.
Είχανε πάρει, είχανε σκοτώσει, έτσι, κόσμο από δω από το χωριό οι Γερμανοί;
Όχι, ευτυχώς. Τα είχανε βρει τότες, έτσι ακουγόταν, ας πούμε, ότι είχε κόσμο με τους Γερμανούς που το φυλάξαν το χωριό. Δηλαδή, άλλοι ήταν από πάνω, που λένε, κι άλλοι από κάτω. Είχαμε και ανθρώπους με τους Γερμανούς και είχαμε και ανθρώπους που ήτανε με το στρατό τον ελληνικό δηλαδή.
Και για πείτε μου θέλω να επανέλθω. Πώς κάνετε το Πάσχα, ας πούμε, που είναι και μεγάλη γιορτή, τότε στη Κατοχή, πώς το κάνατε;
Ε, Το κάναμε, πώς το κάναμε; Με τη φτώχια μας με τα παπούτσια που είπα ας πούμε τα πέδιλα και λοιπά, κανά αυγουλάκι από τις κοτούλες μας, κανά κατσικάκι αν είχε κανένας, κανά 2 ή 3 γίδια, πρόβατα, ξέρω γω, κανά αρνάκι έτσι. Και εκείνο δεν τα είχαν όλοι σπάνιες οικογένειες τα είχαν.
Εσείς τι είχατε από τρόφιμα και από τέτοια;
Ό,τι είχε ο καθένας στο σπίτι, και αν δεν είχε, κάτι άλλαζες σε είδος ή με κάτι άλλο. Ας πούμε, ξέρω γω, μέχρι ο κόσμος —πουλούσε αν είχε το τραπέζι, φερ ειπείν, ένα καλό τραπέζι στο σπίτι, μια μηχανή ραπτική ή κάτι χρήσιμο στο σπίτι, το πουλούσες για να πάρεις ένα κομμάτι ψωμί για να περάσεις που λένε. Σε αυτό το σημείο είχαμε φτάσει.
Εσείς στο σπίτι, εσείς, είχατε χρειαστεί, είχατε φτάσατε σε τέτοιο σημείο;
Όχι. Λίγο πολύ δούλευε ο μπαμπάς μου. Πήγαινε στα χωριά, έκανε τσόκαρα, που λέμε, και έπαιρνε καλαμπόκι,, μα 50 δράμια —δράμια υπήρχαν τότε δεν υπήρχε κιλό— μα 100 δράμι, ένα ζευγάρι τσόκαρα μάς έφερνε και τρώγαμε.
Άρα, είχατε καλαμπόκι;
Καλαμπόκι. Καλαμπόκι, μπομπότα. Το στάρι ήταν λίγο, ναι. Στάρι καλά-καλά δεν τρώγαν εκείνοι οι γεωργοί που είχαν στάρι, το πουλούσαν, και αυτοί τρώγαν ανάμεικτο. Βέβαια, ζούσαν καλύτερα απ’ τους υπολοίπους. Δεν τρως σκέτη μπομπότα, βάζαν και λίγο στάρι στο ψωμί τους.
Και το ψωμί πώς φτιαχνότανε;
Το ψωμί, ξέρω γω; Το πηγαίνανε στο μύλο το καλαμπόκι, το σιτάρι το αλέθανε. Μετά τό ‘φερνε ο μυλωνάς, καθόταν καμιά μέρα φρέσκο, δεν το ζυμώνανε γιατί δεν γινόταν καλό το ψωμί. Μέσα βάζανε μέχρι και πατάτες για να γίνει λίγο περισσότερο το ψωμί και η πατάτα το κρατούσε μαλακό. Αυτά με το ψωμί.
Θυμάμαι μου είπατε μια ιστορία που πήγατε να πουλήσετε με το γαϊδουράκι μήλα.
Αυτό ήταν μετά, στον Εμφύλιο, μάλλον, μετά την απελευθέρωση —όχι, πριν τον Εμφύλιο. Ήμουνα τότε μικρό παιδάκι πόσο ήταν αυτό θα ήτανε ‘45 με ‘46 τότες θα ήτανε δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά τότες πρέπει να ‘ταν γιατί μετά ήρθε ο Εμφύλιος. Πήγαινα στη Βλάστη και στα Νάματα με μήλα πεσίδια. Και εκεί, μετά την απελευθέρωση στέλναν κονσέρβες και τέτοια και κάναμε ανταλλαγή —τώρα μου τα θύμισες και για καλά—, ανταλλαγή είδος με είδος. Έδινα μήλα, έπαιρνα καμιά σαρδελομάνα, κανένα τέτοιο και ερχόμουν στο σπίτι, τα έπαιρνα και τρώγαμε και περνούσαμε μια χαρά. Δίναμε τα μήλα, τα πεσίδια που λέγαν, με τα σκουλήκια που πέφταν απ’ τα δέντρα —δεν είχε τότες όπως έ[00:15:00]χει τώρα φάρμακα—, πέφταν πολλά μήλα από τις μηλιές και τα μάζευα στο γαϊδουράκι και Βλάστη και Νάματα. Αυτοί δεν είχαν εκεί πέρα, ήταν ορεινά τα μέρη και τα πουλούσα εκεί πέρα.
Έτσι, θυμάστε ακόμη καμιά ιστορία από κείνη τη περίοδο, πριν πάμε στον Εμφύλιο; Θυμάστε ακόμη, έτσι άλλη ακόμη ιστορία;
Τι άλλο σε πω τώρα;
Στο σπίτι, ας πούμε… Βασικά, στο σπίτι εσείς, έπλεκε η μητέρα σας;
Α, Κάλτσες, πουλόβερ και υφαντά, φανέλες υφαντές: Όχι μόνο φανέλες υφαντές -εμείς δεν κάναμε βέβαια τέτοια πράγματα αλλά, φανέλες υφαντές έκανε η μαμά μου-, αλλά στη Βλάστη μέχρι υφαίνανε, πώς το λένε, παντελόνια και σακάκια από υφαντά πράγματα κάνανε.
Μιλήστε μας λίγο-
Κάνανε κανονικά υφαντά πάλι τα έκοβαν τά ‘ραβαν όπως ένα κανονικό ύφασμα, ας πούμε έτσι, και τα έραβε ο ράφτης. Υπήρχαν τέτοια πράγματα, υπήρχαν. Και ήταν και μάλλον και ζεστά, διότι ήταν από μαλλί, και γερά, Αυτά για…. Άλλο, τι να σου πω; Ρωτήστε με τίποτε άλλο. Για τον Εμφύλιο να σας πω πού κρυβόμασταν;
Μάλλον, ας πάμε στον Εμφύλιο.
Στον Εμφύλιο, από την ηλικία μου τους παίρναν απάνω οι αντάρτες. Εγώ ήμουν λιγάκι κοντούλης, ψεύτικος ας το πούμε, και δεν με παίρναν, δεν είχα μπόι κλπ, δεν έπιανα μάτι που λένε. Δε φυλαγόμουν, αλλά στο τέλος άρχισα και κρυβόμουν κι εγώ. Πήγαινα στην Πτολεμαΐδα, εκεί δούλευε ο μπαμπάς μου, εκεί κρυβόταν ας πούμε κιόλας, εκεί μέναν γιατί εδώ πέρα κάθε βράδυ οι αντάρτες ήταν εδώ. Πήγαινα και εγώ εκεί πέρα πολλές φορές, έμενα τα βράδια εκεί πέρα, πότε εκεί πότε εδώ. Αυτή ήταν η ζωή μας, δύσκολη.
Για πείτε μου έτσι για τον Εμφύλιο. Είχε το χωριό, είχε, μου είπατε ότι ήταν οι αντάρτες εδώ πέρα. Πού ήταν οι αντάρτες, ξέρατε εσείς;
Οι αντάρτες στο βουνό ήταν, αλλά επί τρείς μήνες, δυόμιση με τρεις μήνες η Βλάστη, το διπλανό χωριό επειδή ήταν πάνω στα βουνά ήταν ανταρτοκρατούμενο. Και, με πολλές μάχες, απελευθερώθηκε και εκείνο και όλη η Βλάστη τότες, την φέρανε και έμενε στα σπίτια μας.
Είχατε και εσείς κόσμο από τη Βλάστη;
Είχαμε μια γριούλα, μας τη σύστησε μια οικογένεια να την πάρουμε. Είχαν όλο κι όλο περιουσία, μια κότα είχαν, τίποτε άλλο δεν είχανε. Εκείνη η κότα, λες και ήταν η ευλογημένη! Κάθε μέρα γεννούσε, αλλά και τα ψίχουλα που τρώγαν το ψωμί να μην φύγει ούτε ένα ψιχουλάκι, να την ταΐσουν την κότα. Αυτά τα θυμάμαι, έτσι που είχα… Κάθε μέρα τρώγανε από μια πιπεριά. Χειμώνας ήταν, θυμάμαι, δεν είχανε τίποτε μένανε σε μας στη σόμπα εκεί πέρα και μια κόκκινη πιπεριά τη ζεματίζανε, εκεί πέρα, πώς τη κάναν, ας πούμε με λίγο πιπεριά —τώρα θυμήθηκα—, με κανένα καρύδι, την ανακατεύαν και την πεινούσαν, ναι. Δυστυχώς, έτσι ήταν. Η γιαγιά ήταν τετραπέρατη, αλλά η κόρη δεν ήτανε στα σωστά της, ήταν με ειδικές ανάγκες. Μη συζητάς… Κι από τότες, έχω —όταν φύγανε, με άφησε, λέγανε ότι ήταν η γιαγιά από πλούσιο σπίτι— και με άφησε ένα σιγκούνι —δεν ξέρω αν ξέρεις τι θα πει «σιγκούνι». Ένα, οι βλάχοι που φορούσανε ένα χοντρό μάλλινο, με κάτι κόκκινες ρίγες, έτσι και το ‘χω, αλλά μικρούτσικο, μικρός ήμουν βέβαια, αλλά μικρός δεν το φόρεσα καμιά φορά και το ’χω ακόμα.
Θέλετε να μου το περιγράψετε αυτό, έτσι, πως ήτανε;
Τώρα, πώς να στο περιγράψω;
Είχε κέντημα επάνω;
Είχε κέντημα, ναι. Είχε κάτι ρίγες εδώ, έτσι κόκκινες, εδώ είχε κάτι, έτσι περίεργα πράγματα, έτσι σαν —πώς να σου πω; Κατέβαιναν 3 ρίγες, τις θυμάμαι έτσι όπως ήταν το πέτο, κάτω στρογγύλευε έτσι κάπως, και εκεί ακολουθούσαν και οι κόκκινες οι ρίγες. Ήταν ωραίο, πράγματι, ήταν πολύ ωραίο. Η Βλάστη έχει τέτοιες τοπικές στολές και σήμερα έχει τέτοια πράγματα.
Εσείς εδώ στο χωριό είχατε στολές τέτοιες τοπικές;
Είχε, πουτούρια τα λέγανε. Ο παππούς μου τη φορούσε λέγανε το παντελόνι: «Φέρε μου το πουτούργι», πώς το λέγανε, κάπως έτσι. Ήταν έτσι —πως να σου πω;— μάλλινα υφαντά, κατεβασμένα προς τα κάτω, έτσι σαν, και τέτοια παντελόνια έχει τώρα. Αυτά ήταν η ζωή μας, αυτή ήτανε.
Και για πείτε μου έτσι, οι [00:20:00]αντάρτες όταν ήρθαν στο χωριό είχανε καμιά διένεξη με τους-
Α βέβαια, το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί μια θεία μου ήτανε έγκυος και τότες —έτσι ήτανε εκείνα τα χρόνια— δεν γεννούσαν στου αδελφού το σπίτι. Και για να μην γεννήσει η θειά μου στου αδελφού της το σπίτι —γιατί ήταν στο ίδιο σπίτι— και ήταν σε μας, ήταν θυμάμαι ακριβώς, δεν θυμάμαι το μήνα, ή Ιουνίου ή Ιουλίου 17, το θυμάμαι αυτό. Και χτυπήσαν το Εμπόριο, την αστυνομία την κάψανε, ένας χωροφύλακας σκοτώθηκε. Ύστερα, μόλις φύγαν οι αντάρτες, κάψαν οι αντάρτες τα σπίτια των οπλιτών που ήταν με την αστυνομία. Και ύστερα, μόλις φύγανε οι αντάρτες, οι οπλίτες κάψαν τα σπίτια των ανταρτών, όσοι είχαν φύγει απάνω, και τα κάψαν αυτά και ύστερα από λίγο καιρό το κράτος πλέρωσε τα σπασμένα και των ανταρτών και των τέτοιων. Τα φτιάξανε τα σπίτια, δίναν ξύλα κλπ, αλλά κάηκαν, έγινε το κακό που λένε. Και σκοτώθηκε και ένας χωροφύλακας κι ένας Δερβίσης, τον σκοτώσανε, μάλλον, στο σπίτι του. Και τον θυμάμαι τον Δερβίση, είχε ένα μπαλκόνι τότε —μπαλκόνια δεν είχε όπως τώρα έχει τσιμέντα, αλλά εκείνο ήταν με τσιμέντο πάλι, αλλά είχε σίδερα κάτι «π» και ρίχνανε το τσιμέντο— και ήταν, σαν να το θυμάμαι, ήταν στο μπαλκόνι σκοτωμένος και καθισμένος έτσι. Το θυμάμαι αυτό. Τι κάνεις τον σταυρό σου; Δυστυχώς… Και το σπίτι, θυμάμαι, έκαιγε ακόμα, κάπνιζε δηλαδή, ξέρεις.
Το πατρικό σας εσάς πού ήτανε;
Το πατρικό μας ήτανε κοντά στο δημοτικό σχολείο και στην εκκλησία.
Περιγράψτε, έτσι, το πατρικό σας, πώς το θυμάστε;
Το πατρικό μου, τι; Αφού μεγάλωσα εκεί πέρα, τι; Δε μπορώ να το θυμάμαι;
Πώς ήταν το πατρικό σας;
Ήταν ένα μεγάλο σπίτι, ήταν με από κάτω, πριν, μάλλον τότες, έφυγε… ταχυδρομείο, τηλεφωνείο, ταχυδρομείο ήταν τρία «Τ». Είχε τρία γράμματα «Τ», ένα «Τ» μεγάλο και από δίπλα άλλα δύο μικρά. Και έλεγε: «Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο»… Και τί άλλο; Κάπως έτσι ήταν: «Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο», τί άλλο; Τρία «Τ» ήταν πάντως, το θυμάμαι. Και είχε δύο, ο διάδρομος στη μέση, δεξιά ήταν ο προϊστάμενος και ο υπάλληλος, αριστερά ήταν η αποθήκη, τα γράμματα που ερχόταν ή τα δέματα τα διάλεγαν, και απέναντι στο διάδρομο είχε 1-2 μέτρα επί 1 κάπως έτσι, εκεί ήταν που μιλούσες στο τηλέφωνο ν’ ακούει ο άλλος, ήταν έτσι σαν θάλαμος ας το πούμε. Αυτά θυμάμαι.
Και το σπίτι μέσα πώς ήτανε το δικό σας;
Το δικό μας σπίτι το είχε κάνει ο προπάππους μου. Ύστερα, το ’37, ο πατέρας μου το επισκεύασε εντελώς, και δεν άφησε τίποτε, δηλαδή, από το παλιό. Το σπίτι είχε σανίδια φερμένα από το Σέλι και τα ξύλα ήταν όλα από το Σέλι, από την Κατράνιτσα, από κει είναι το Σέλι. Δήθεν ο προπάππους μου μάλωσε εκεί μ’ έναν Τούρκο —υπέφεραν εκεί πέρα οι εντόπιοι πάρα πολύ— και τότες δεν είχε καφενεία και —αυτά με έλεγε η γιαγιά μου, ας πούμε,— και πέρασε από κει ο προπάππους μου, ήταν παντρεμένος, η γυναίκα του ήταν από κει πέρα. Και τότες, άμα περνούσε ο Πασσάς —πώς τους λέγαν; Μπέγος; Μπέης, ξέρω γω, έπρεπε να σηκωθείς. Καθόταν, δεν υπήρχαν καφενεία,, καθόταν έξω στους δρόμους είχε, έτσι, ή κανά ξύλο, καθόταν και όταν περνούσε αυτός με το άλογο, ας πούμε, έτσι, ήταν, έπρεπε να σηκωθείς να τον προσκυνήσεις. Και δεν σηκώθηκε ο παππούς μου και του λέει ο Τούρκος: «Να περάσεις το χαλκά εσύ. Αν σε δω, θα σε κανονίσω». Και τσακώθηκαν εκεί πέρα με τον μπέη, κάναν ένα καυγά, τους χώρισαν, ξέρω γω, και… Όχι, δεν έγινε εκείνη τι στιγμή. Απλά του είπε: «Να περάσεις χαλκά που δεν σηκώθηκες να με χαιρετίσεις». «Καλά», του είπε. Κι ύστερα ανταμώσανε, δεν ξέρω, πολύ τον χτύπησε ο προπάππους μου και απαλλάχθηκαν από τον Τούρκο και όλα τα ξύλα τα φέρναν από εκεί πέρα, από το Σέλι δωρεάν. Κι έγινε το σπίτι. Και το σπίτι είχε σανίδια, όχι ροκανισμένα κλπ, είχε τα ξύλα... Οι [Δ.[00:25:00]Α.] ήταν όλο από το Σέλι και τα σανίδια ήτανε έτσι, αλλά είχανε και χώμα από πάνω. Τώρα, για τη ζέστη τα βάζανε; Δεν ξέρω. Και το ‘37 ο μπαμπάς μου τα ξήλωσε όλα, ήταν και μαραγκός, τα ροκάνισε, τα περιποιήθηκε δηλαδή, και γίνανε τα πατώματα ξύλινα. Από κει που είχανε χώματα γίνανε.
Πόσα δωμάτια είχε το σπίτι;
Είχε τέσσερα δωμάτια, ήταν τύπου «Τ», για να βλέπουν τα τέσσερα δωμάτια στο δρόμο και στη μέση ήταν η σάλα.
Εσείς μπαξέ, τέτοια είχατε;
Είχαμε στο σπίτι μπαχτσέ, ναι, είχαμε και στο σπίτι μπαξέ, είχαμε και εκτός του σπιτιού καμιά 100 μέτρα έναν μπαχτσέ.
Και πώς το είδατε… Εγώ δεν έχω καταλάβει, πώς είδατε αυτό που είπατε, αυτόν που είχανε σκοτώσει. Πού ήτανε αυτός και το είδατε, είχατε βγει έξω εσείς;
Την ημέρα για —αυτό το πρωί φύγανε οι αντάρτες, και βγήκε ο κόσμος έξω, να δουν τί έγινε, ποιός κάηκε, ποιος σκοτώθηκε. Εγώ ήμουν μικρό παιδάκι και ήταν στη γειτονιά μας, απ’ το σπίτι μας ήτανε… 200 μέτρα, όχι, 150 μέτρα πιο κάτω. Και κατεβήκαμε, είδαμε το καπνό εκεί πέρα και πήγαμε και ο άνθρωπος ήταν… Τώρα, βγήκε στο μπαλκόνι και τον σκότωσαν; Και έκατσε έτσι ακουμπισμένος στο ντουβάρι έτσι γονατιστός και σκοτωμένος, σαν να τον βλέπω τώρα, που λένε.
Έχετε, έτσι, κι άλλες τέτοιες ιστορίες;
Ιστορίες; Να σου πω μια άλλη ιστορία. Αυτό ήταν στις αρχές του Εμφυλίου. Ήταν ένας από το χωριό μας, Κουτσούκης ονομαζόμενος, δεν ήταν από δω πέρα, σπιτόγαμπρος ήτανε; Τώρα, δεν θυμάμαι. Αυτόν τον σκοτώσανε στη ράχη της Βλάστης. Εκείνη την ημέρα είχαμε σχολείο. Εκεί που παίζαμε τα παιδιά, διάλειμμα είχαμε, βλέπουμε έναν άνθρωπο απάνω σε ένα μουλάρι τον φέραν και τον πήγανε στα μνήματα τα δικά μας και τον κάναν εκεί πέρα να τον δει ο κόσμος, δεν θυμάμαι, αλλά πήγαν ο κόσμος να τον βλέπει. Εντωμεταξύ, αυτός ήταν από το χωριό μας. Ο Σπόντης, ο Μήτσος ο ονομαζόμενος, είπε εκεί πέρα, τον κατάλαβε που ήταν ο Κουτσούκης, και λέει τη γυναίκα του: «Καλύτερα να αρνηθείς ότι δεν είναι ο άντρας σου. Μην πεις ότι είναι άντρας σου, γιατί θα βρούνε και τις άλλες τις γυναίκες, ας πούμε, όσοι ήταν στ’ ανταρτικά θα υποφέρουν». Αυτό το θυμάμαι καλά, δηλαδή αυτό είχε διαδοθεί τότες. Αλλά αυτά δεν κρύβονται. Θυμάμαι, διαδόθηκε, δεν διαδόθηκε, αλλά διαδόθηκε έστω και σιωπηλά, διαδόθηκε ότι ήταν ο Κουτσούκης ο ονομαζόμενος.
Θέλω να ρωτήσω εσείς πότε ξεκινήσατε το σχολείο γιατί μου είπατε ότι όταν ήταν;
Δεν θυμάμαι. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, θυμάμαι: πήγαμε, γραφτήκαμε και σχολείο δεν πήγαμε σαν πρωτάκια ας πούμε, αυτό θυμάμαι. Ύστερα, το σχολείο πότε άνοιξε, δεν θυμάμαι. Πήγαμε σχολείο, ύστερα… Χτύπησαν το Εμπόριο τότες το ’47, 18 Ιουλίου που σας είπα, μέχρι τότες υπήρχε το σχολείο. Εντωμεταξύ, θυμήθηκα άλλο, είχαμε έναν δάσκαλο από δω, από την Αναρράχη, αλλά ήταν αριστερός και ύστερα… Εντωμεταξύ ήταν πολύ καλός δάσκαλος, είχαμε και μια άλλη δασκάλα ας πούμε. Εγώ —χτυπούσαν εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι πάρα πολύ— και απ’ αυτόν τον δάσκαλο έφαγα ξύλο, αλλά, δεν ξέρω, τον είχα συμπαθήσει και δεν ήθελα να φύγω απ’ το σχολείο. Και τότες είχαμε δύο φόρες σχολείο, μία το πρωί και μία το απόγευμα, ερχόταν, έφευγα στο σπίτι έτρωγα και περίμενα, με τραβούσε να πάω σχολείο ξανά, πότε να ‘ρθει η ώρα για να πάω. Εντωμεταξύ, μια μέρα ήρθανε οι χωροφύλακες, τον μαγκώσανε απ’ το σχολείο, τον πήραν απ’ το διάλειμμα. Τον πήγαν στη αστυνομία, δεν ξέρω, βέβαια, εγώ ήμουν στο σχολείο, ήμασταν. Ύστερα, όταν σχολάσαμε, και μετά ήταν απόγευμα —δεν θα το ξεχάσω—, ήταν και ζέστη κιόλας. Ένα αυτοκίνητο φορτωμένο με ξύλα και μετά… Κι αυτός επάνω στα ξύλα με χειροπέδες, δεμένος επάνω στο αυτοκίνητο. Εγώ συγκινήθηκα τώρα τότες πάρα πολύ, παιδάκι μικρό ήμουνα, πόσο να ήμουνα το ’47, να ήμουνα, πριν χτυπήσουν το Εμπόριο. Και συγκινήθηκα πάρα πολύ και τον φόρτωσαν επάνω στο αυτοκίνητο μαζί με τα ξύλα, έφυγε, πήγε φυλακή. Πέρασε καιρός που, δεν ξέρω, ύστερα τον είδα μετά το ‘50, ‘51 θα ήτ[00:30:00]αν, ’52, να οργώνει τα χωράφια. Και ύστερα από κει έγινε και επιθεωρητής. Ήδη ένας νόμος του Πλαστήρα ήταν —δεν θυμάμαι τώρα, πού να θυμάμαι τώρα παιδάκι μου, ποιός ήξερε κλπ. Έδωσαν —«αμνηστία» τη λέγανε, ας πούμε, τους ξαναπήραν στη δουλειά, και ύστερα από καιρό έγινε και επιθεωρητής. Και επιθεωρητής και όλοι οι δάσκαλοι ήταν ευχαριστημένοι μαζί του, γιατί είχα την κουνιάδα μου, η οποία ήταν πάρα πολύ δεξιά, που λέμε, και μου έλεγε: «Τι καλός άνθρωπος που ήτανε» και της λέω: «Αυτός ο άνθρωπος, ξέρεις πού ήτανε και φυλακή κλπ;» Δυστυχώς. Τέτοια ήταν τα χρόνια… Η κουνιάδα μου ήταν από μια οικογένεια συνταγματάρχη. Ήταν ο θείος της, ο μικρότερος, συνταγματάρχης της Αλβανίας εκείνα τα χρόνια, σε ηλικία δηλαδή. Αυτά. Ό,τι θυμάμαι, ρώτα να σε απαντώ.
Θυμάστε έτσι, επειδή μου είπατε ότι εσάς δεν σας είχανε, δεν σας παίρνανε γιατί ήσασταν μικροκαμωμένος
Ναι, ναι,ναι.
Κρυβότανε ο κόσμος, τι έκανε;
Κρυβότανε —τα παιδιά, όσα ήταν στην ηλικία μου, πήρανε παιδιά, όσοι ήτανε μεγαλύτεροι από μένα τους πήρανε οι αντάρτες. Αντάρτες με όπλα, σκοτώθηκαν κιόλας. Είχα φίλους, στη γειτονιά μου κιόλας ήτανε, δυο παλικαράκια. Ο ένας, θυμάμαι, ήτανε ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα και ο άλλος πρέπει να ήτανε ένα χρόνο μεγαλύτερος, που σκοτώθηκαν αυτά τα παιδιά.
Εσείς είχατε κρυψώνες στο σπίτι;
Είχαμε. Είχαμε όπως είπα το ταχυδρομείο όπως ήταν, μπαίνοντας στο διάδρομο το ισόγειο ήταν πολύ ψηλό, το ταχυδρομείο όπως ήταν, και το… Ο θάλαμος που μιλούσαν στο τηλέφωνο, ήταν χαμηλός. Εντωμεταξύ, μπαίνοντας επάνω στον 2ο όροφο, στην πόρτα έτυχε να είμαι από κει από κάτω και εκεί ανοίξαμε μία τρύπα από το πάτωμα κατεβαίναμε και βάζαμε σανίδια από πάνω, πού να φανταστείς τώρα ότι από κάτω είναι τέτοιο, μαγαζιά του ταχυδρομείου, πού να φανταστείς ότι υπάρχει —άσε που ταχυδρομείο δεν υπήρχε τότες— πού να φανταστείς ότι υπάρχει ένα μέρος, κάνα 1.5 μέτρο εκεί μέσα μπαίναμε.
Το χρησιμοποιούσατε συχνά αυτό το μέρος;
Όταν ερχόταν οι αντάρτες, ακουγόταν οι αντάρτες… Τα σκυλιά παίρναν χαμπάρι από μακριά. Άμα άκουγες τα σκυλιά γαυγίζουν έλεγες έρχονται, αλλιώς υπήρχε νέκρα, ησυχία. Που λένε: «Καρφίτσα να ρίξεις, θ’ ακουγόταν». Τέτοια ησυχία είχε, άμα ερχόταν οι αντάρτες ή θα ερχόταν για πλιάτσικο ή για να βρουν κανένα κλπ ή για ψωμί. Τότες τα σκυλιά από μακριά γαυγίζανε. Α, έλα να σε πω και μια άλλη ιστορία. Εδώ στη Αναρράχη —έφυγε η αστυνομία απ’ το χωριό μας ήρθε στη Αναρράχη, εδώ ένα… Στην Αναρράχη ήταν ένα ανοιχτό μέρος εκεί βρήκαν κατάλληλο μέρος και την κάνανε την αστυνομία. Χτύπησαν το βράδυ την αστυνομία κατά το πρωί τελείωσε η μάχη, ξέρω γω, ήρθαν «τακ τακ» χτύπησαν τη πόρτα: «Ψωμί». Μάλλον όχι, δεν μπήκαν μες στο σπίτι. Εγώ, μικρός ήμουνα, στο κρεβάτι κοιμόμουν, η γιαγιά μου με τον παππού μου στο άλλο κρεβάτι, η μάνα μου πάνω στο δωμάτιο. Κατέβηκε η μάνα μου, τούς άνοιξε κλπ, εντωμεταξύ λένε: «Ψωμί», η γιαγιά μου στο κρεβάτι τής ήρθε εύκολο, λέει: «Δεν έχουμε ψωμί». Ε, αφού είπε η γιαγιά: «Δεν έχουμε» και η μάνα μου λέει: «Δεν έχουμε». Εντωμεταξύ, βγαίνοντας από το σπίτι έχουμε μια κουζίνα έξω και είχαμε ένα σκυλί, είχα ένα σύρτη —πώς να σ ‘το πω, έτσι— τό ‘πιανε με τα δόντια, το άνοιγε κι έμπαινε μέσα. Μας είχε φάει εκείνη την εποχή και βούτυρο, βούτυρο που μαζεύαμε από τα κάναμε τυρί. Και το βγάζαμε το βούτυρο από το τυρί και είχε ένα κουτί —και εκείνο... Δεν υπήρχε και κουτιά. Αλλά πριν τον Εμφύλιο μάς ήρθαν από την Αμερική, οι Εγγλέζοι μάλλον, μας τά στέλναν: κονσέρβες, κάτι κίτρινα κουτιά ήταν —ένα διομισάρι κιόλας, μισό περίπου ήταν με λίπος. Τράβηξε το σκυλί τον σύρτη και το άνοιξε. Η μάνα μου, για καλό και για κακό, βάζει μία κληματσίδα από την κληματαριά. Εκείνο έχει, ξέρεις, δεν είναι, το έχωσε εκεί πέρα με το ζόρι ή έτσι της ήρθε, ξέρω γω. Ήρθαν οι αντάρτες βγαίνοντας από το σπίτι: «Εδώ τι έχετε;». Είχαμε τότε, είχε και κάτι σύρματα ψιλά, βάζαμε εκεί πέρα και τα πιρούνια, τα βάζαμε κ[00:35:00]αι τα κουτάλια —δεν υπήρχανε σαν τώρα, άμα τα έπλενες τα έβαζες εκεί πέρα να ξεραθούν και όταν έτρωγες τα έπαιρνες από εκεί. Λοιπόν: «Εδώ μέσα τι έχετε;», λέει η μαμά: «Τώρα -σε λέει- θα φάω ξύλο». «Τίποτε δεν έχω». Άνοιξε, πάει ν’ ανοίξει εκεί πέρα, λοιπόν, όπως είναι αυτή η πόρτα, δίπλα- δίπλα και το παράθυρο. Λοιπόν, κάνει ν’ ανοίξει, με το να τραβήξει εκείνη την τέτοια, δεν έβγαινε —από το φόβο της, απ’ την τρομάρα της τρέμανε τα χέρια, ξέρω γω, της ήρθε εκείνη την ώρα: «Κοιτάξτε απ’ το παράθυρο -λέει-, δεν έχει τίποτε». Πράγματι, ρίξαν απ’ το παράθυρο έτσι μια ματιά, βέβαια ήταν και βράδυ, αλλά σε λέει: «Τι θα ‘χει εδώ μέσα;», και είχαμε ολόκληρο φούρνο ψωμί σκεπασμένο όπως βγαίνει ζεστό, ξέρεις —τ’ αραδιάζουν, και το σκεπάζουν να μην ξεραθεί, ας πούμε— και έτσι το γλύτωσε, αλλιώς ποιος ξέρει και τι ξύλο; Και το ψωμί θα το παίρναν και ξύλο θα έτρωγε από πάνω. Ύστερα πάλι, το ίδιο, ένα βράδυ υπήρχε μαγαζί στο σπίτι μας. Ήρθαν, είχε μια πορτούλα από μέσα από το σπίτι για να κατέβεις στο μαγαζί σώνει και καλά να τους ανοίξει. Η μάνα μου δεν τους αφήνει με τίποτα, λέει: «Ας πάν’ να φωνάξουν». Τώρα, θα μου πεις, τι είχε εκείνο το μαγαζί; Το είχαν ληστέψει. Πάει μπροστά η μαμά μου, έβρεχε κιόλας, μ’ ένα τσουβάλι στο κεφάλι, πάει στον τέτοιον, αντί να φωνάξει τον γέρο, τον παππού, ας πούμε, να μην τον πάρουν οι αντάρτες, φωνάζει —έτσι της ήρθε, Γιαννακούλη τον λέγαν αυτόν, νέος ας πούμε: «Γιαννακούλη! Γιαννακούλη!» Ύστερα σκέφτηκε, λέει: «Τι κάνω εγώ, τον Γιαννακούλη φωνάζω;» Φωνάζει τον παππού, ανοίξανε, ξέρω γω, τον παίρνουν τον παππού, έρχονται κει πέρα, ανοίγουνε από μπροστά, κάθονται εκεί πέρα: «Τι; Δεν έχει τίποτε;» «Τίποτε». Κάθονται, του λέει ένας, είπε εκείνος— δεν αφήσαν τίποτα, τα κλέψανε όλα κλπ: «Θ’ αποζημιωθείς όταν απελευθερωθούν. Όταν, ξέρω γω, κλπ κάνουν». Κάτσαν, καλή ώρα όπως γράφεις εσύ τώρα, γράψαν τι του πήραν. Γράψαν: «Πάρε ένα χαρτί, όταν γίνει ο αγώνας, όταν κερδίσουμε τον αγώνα, θα τα πληρωθείς». Αυτά είναι. Άλλο τίποτε; Πες.
Δεν ξέρω τι να σε ρωτήσω, μου λέτε πολύ έτσι ωραίες-
-Ε, τα έζησα, τα έζησα, τι… Όπως τα λέω είναι!
Εγώ να ρωτήσω τώρα για το σχολείο. Μου είπατε αυτό με το δάσκαλο. Πόσες τάξεις πήγατε εσείς στο σχολείο;
Νομίζω μέχρι Γ’ τάξη πήγαμε και εκείνο τι σχολείο μην ρωτάς.
Είχε συσσίτιο εδώ το σχολείο;
Είχε συσσίτιο, μετά την απελευθέρωση, μόλις φύγανε οι Γερμανοί, μετά οι Εγγλέζοι, ας πούμε, μας δίναν γάλα το πρωί. Γάλα σκόνη και δεν μας άρεσε το γάλα, παρόλα που δεν είχαμε, αλλά δεν το θέλαμε. Μας δίνανε κάποτε και σκέτο γάλα. Όταν είχε κακάο, τρώγονταν, ας πούμε. Παρόλο που δεν είχαμε, δεν μας άρεσε το γάλα. Πάλι, δεν ξέρω, έτσι δεν μπόρεσα… Δεν θυμάμαι τι λογιό ήτανε… Δεν το θέλαμε καθόλου. Όταν είχε κακάο, καλό ήταν τρώγονταν, πίνονταν δηλαδή. Μας δίναν το πρωί μια κουταλιά γάλα, ένα ποτήρι, ας το πούμε, αυτό το θυμάμαι. Και μετά, με τον Εμφύλιο, πάει και αυτό. Ύστερα μετά, μόλις άρχισε ο Εμφύλιος, έκλεισε το σχολείο του Εμπορίου. Ήτανε ένας δάσκαλος, αλλ’ αυτόν δεν τον παίρναν οι αντάρτες, δεν ήτανε σωστός. Ας πούμε ψεύτικος άνθρωπος ήταν, έτσι σαν γυναίκα μιλούσε κιόλας. Λοιπόν, εδώ στην Αναρράχη και πηγαίναμε στην Αναρράχη. Τα δυο χωριά ένας δάσκαλος, αυτός, μάλλον, και μια μέρα πηγαίναμε και μια δεν πηγαίναμε γιατί τα δυο χωριά τώρα, καταλαβαίνεις, ένας δάσκαλος τώρα τι, έξι τάξεις. Αυτός μας έκανε λίγο μάθημα.
Υπήρχαν δυσκολίες στον δρόμο, δηλαδή εμπόδια και τέτοια;
Δυσκολίες αν υπήρχανε; Αν υπήρχαν… Φοβόσουν να κυκλοφορήσεις. Ή αντάρτες, ή οπλίτες, ή χωροφύλακες θα έβρισκες, δεν ήξερες και σε τι χέρια θα πέσεις. Αν ήσουν λίγο μεγάλος, μπορεί να ήταν αντάρτες να σε πούνε: «Όχι, είναι χωροφύλακες» ή από κάτω οπλίτες. Ήταν, μη συζητάς, δεν ξέρεις πώς… Κανονικά τότες, δεν μπορούσες να είσαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Να πεις: «Ούτε με τον έναν, ούτε με τον άλλον». Πάντα θα ήσουν, πώς το λένε; Στο μάτι και του ενός και του αλλουνού, αν ήσουν ουδέτερος. Ήταν δύσκολα, μη το συζητάς καθόλου.
Είχατε νάρκες και τέτοια;
Νάρκες, βεβαίως, σκοτώθηκαν από δω. Ο μπαμπάς πάτησαν μια νάρκα, [00:40:00]9 Μαΐου το ‘49 —και αυτό το θυμάμαι. Ήμουν τότες, είχα πάει για ξύλα, σκοτώθηκε ένας φίλος του μπαμπά μου, όχι φίλος, συνέταιρος, δούλευαν μαζί στην Πτολεμαΐδα. Και σκοτώθηκε άλλο ένα παιδί, είχε γυρίσει από στρατιώτης στο τέλος το ‘49, ήταν αυτό τότες ο Εμφύλιος είχε τελειώσει. Εκείνος ο μακαρίτης έκανε τέσσερα χρόνια φαντάρος, ούτε ξέρω, ήταν και οδηγός στο στρατό πάτησε και νάρκες και τέτοια και δε σκοτώθηκε κι ήρθε εδώ πέρα και σκοτώθηκε εδώ πέρα. Εντωμεταξύ, ο φίλος του μπαμπά μου και ο συνέταιρος, ας το πούμε, εκείνος φοβότανε πολύ τις νάρκες και δεν ανέβαινε στο αυτοκίνητο. Αλλά, τότε, σχεδόν είχε τελειώσει ο πόλεμος, είχανε ηρεμήσει κάπως τα πράγματα, και εκείνη την ημέρα περνάει από το σπίτι: «Χρήστο! Θα ‘ρθω», Χρήστο τον λέγαν τον μπαμπά μου. «Σήμερα θα ‘ρθω και εγώ με το αυτοκίνητο». «Ε, καλά -του λέει- έλα». Εντωμεταξύ, πράγματι, ήταν ένα αυτοκίνητο φτιαγμένο —ήταν ένας χρυσοχέρης, που λένε, έπιαναν πολύ τα χέρια του—, είχε φτιάξει αυτοκίνητο απ’ τα γερμανικά, απ’ την Κατοχή που τα είχαν εδώ, λέγαν [Δ.Α.] τότε, τη λέξη εκείνη την θυμάμαι, μάζεψε από κει πέρα μηχανές, ξέρω γω, και τό ‘κανε το αυτοκίνητο ο ίδιος, δεν υπήρχαν μηχανουργεία κλπ. Το ένα ανταλλακτικό απ’ τον έναν, άλλο απ’ τον άλλον, από ρόδες, έκανε ένα αυτοκίνητο και με άδεια ήταν, δεν θυμάμαι, πώς ήταν. Εντωμεταξύ ξεκινάν το πρωί φορτωμένα λίγα ξύλα και από πάνω στ’ αμάξι καμιά δεκαριά άτομα; Παραπάνω ήτανε; Δεν ξέρω. Μόλις ξεκίνησαν από το χωριό, φύγαν καλά, φτάσανε στην Αναρράχη. Μόλις περάσαν την Αναρράχη —κανά 3 χιλιόμετρα; 2 χιλιόμετρα; Ούτε 2 χιλιόμετρα είναι- δεν είναι από εκεί που ήταν ο σταθμός της Αναρράχης—, έμειναν από μπαταρία. Αφού μείναν από μπαταρία, ο σταθμός είχε μπαταρίες —τότες τα σύρματα με μπαταρία αυτοκινήτου δουλεύαν— και πήγαν, ας πούμε, τους έδωσε ο σταθμός την μπαταρία και την δικιά τους την άφησαν να γεμίσουν, δεν ξέρω κάπως έγινε. Και βάζουνε μπρος στο αυτοκίνητο, εντωμεταξύ αυτός που υπηρέτησε ήταν με τον… αυτοί που είχαν το αυτοκίνητο… ήταν πρώτα ξαδέλφια. Ανεβαίνει στο φτερό ο συνέταιρος του μπαμπά μου και ο, αυτός ο στρατιώτης που υπηρέτησε 4 χρόνια. Ξεκίνησαν, μόλις φτάσανε περίπου στη μέση του δρόμου της Πτολεμαΐδος, σε ένα λάκκο κατεβαίνοντας πατάν τη νάρκα, αυτοί που ήταν στο φτερό, ο συνέταιρος του μπαμπά μου έμεινε επί τόπου μέσ’ τη γούρνα, έμεινε, ούτε «γκ» έκανε. Αυτός ο στρατιώτης νέο παλικάρι, ας πούμε. Κόπηκαν τα πόδια του απ’ τη νάρκα, όλοι φύγανε, έμεινε ο μπαμπάς μου μόνο, και ήξερε λίγο και τον έλεγε: «Χρήστο νερό» —ποιος να ’ρθει να τον πάρει; Δε, σηκώνονται όλοι, φύγαν, διαλυθήκαν απ’ τη νάρκα, τον πανικό. Με τα πολλά: «Χρήστο νερό θέλω, πεινάω, διψάω». Ο μπαμπάς ήξερε, δεν τον έδινε νερό. Εντωμεταξύ, είχε ένα μπιτόνι με νερό του το είχε βάλει για σκιά, δεν είχε σκιά ας πούμε ήτανε 9 Μαΐου, ξέρω γω να πούμε, και πώς τσίριζε. Ώσπου να ‘ρθούνε, με τα πολλά, κατά τις 12 η ώρα- 1 η ώρα, ήρθε ο στρατός μ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο τον πήρανε. Ώσπου να τον κατεβάσουν, η Πτολεμαΐδα είχε ένα νοσοκομείο τότες —τι νοσοκομείο εκείνη την εποχή;— πέθανε. Κι ήταν μοναχογιός και τέσσερα χρόνια στρατιώτης και νάρκα πάτησε και τέτοια, δεν έπαθε τίποτα και ήρθε, σκοτώθηκε στον τόπο του. Μάλιστα… Άλλο.
Τi να πω; Είναι δύσκολες αυτές οι ιστορίες. Θυμάστε έτσι καμιά άλλη τέτοια ιστορία;
Τι να θυμάμαι; Θυμάμαι άλλο ένα. Οι εκλογές θα γινόταν —ο βασιλιάς να ’ρθει; Δεν ξέρω, τi εκλογές ήταν; Δεν μας έκοβε. Άλλοι δεν θέλαν να παν να ψηφίσουν, άλλοι ψηφίσαν, πήγαν να ψηφίσουν. Εντωμεταξύ, έξω απ’ το χωριό μας είναι μία εκκλησία στο βουνό Άγιος Κωνσταντίνος. Κατά το μεσημέρι ήταν αν θυμάμαι καλά, ξέρω γω, ποιοι ήταν αυτοί, δεν ξέρω. Κάναν δυο ριπές με τα πολυβόλα, ρίξανε για να διαλύσουν τον κόσμο, μην πάει να ψηφίσει ή να πούνε: «Εδώ είμαστε», ξέρω γω, κάτι τέτοια. Αλλά ο κόσμος άλλος ήθελε να ψηφίσει, άλλος δεν ήθελε, ήτανε —σάματι κι αν ψήφιζες, ό,τι θέλαν θα βγάζανε, δεν υπήρχε… Όσο θυμάμαι, το ‘69 όταν έγιναν εκλογές το «ν[00:45:00]αι» και το «όχι». Κατάλαβες;
Τι θυμάστε από τις εκλογές του ‘69;
Τι να θυμάμαι; Θυμάμαι ήμασταν στην Χαλκιδική, ένα χωριό, όχι Πορταριά, πιο πάνω. Σήμαντρα, Σήμαντρα. Εκεί λένε ήταν πολλοί... Πώς το λένε… Ήταν ένας γερός κουμουνιστής. Κι εκείνο το χωριό, όλο το βγάλαν «ναι». Ο ένας ήταν πολύ ισχυρός λέει: «Κερατάδες -λέει- τον δικό μου τον ψήφο τον κάνανε “ναι”;». Αυτό το θυμάμαι. Ύστερα το ’61, να σε πω κάτι άλλο, είχαμε έναν εκεί στην Χαλκιδική ήμασταν… εμάς μας κυνηγούσαν πάρα πολύ γιατί είμασταν ξένοι εκεί πέρα, πήγαμε σε ένα χωριό, δουλεύαμε, φάγαμε το ψωμί τους, ας πούμε, και ήμασταν οικονομικοί και καλοί. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ένας εκεί πέρα τοπικός είχε ένα αυτοκίνητο πήγαμε και εμείς τον χαλάσαμε δουλειά. Εκείνος είχε έναν ταγματάρχη γαμπρό ξέρω ΄γω, μας είχε ψοφήσει η αστυνομία στο τέτοιο… στις μηνύσεις. Εντωμεταξύ πηγαίναμε στο δικαστήριο, αθωωνόμασταν, αλλά είχαμε τραβήγματα. Ένας —πώς τους λένε;— με ένα άστρο της χωροφυλακής, δεν μπορώ να τον θυμηθώ τώρα, ήρθε, με λέει: «Τι θα γίνει μαζί σου;», λέει, «Σήκω φύγε». «Πού θα πάω; Θ’ αφήσω τη δουλειά μου, πού θα πάω; Στη Βουλγαρία -λέω- θα πάω να δουλέψω;» «Δεν ξέρω τι θα κάνεις», λέω «Ας κάνει μηνύσεις». Είχαμε ένα, ένας χωροφύλακας ήταν από τα Γρεβενά, Κώστας... δεν θυμάμαι το επίθετο, κάθε φορά πήγαινα στη Σαλονίκη με περίμενε να γυρίσω να με γράψει. Του λέω μια μέρα: «Ρε Κώστα, μην έρχεσαι όταν έρθω από τη Σαλονίκη -λέω-, θα περάσω από το σπίτι να σε πω για να με γράψεις.» Σ’ αυτό το σημείο. Άιντε άιντε δεν γίνεται τίποτε, αγώνας. Ήρθε ένας Πόντιος, Ιωάννης Τομπουλίδης — ήτανε έξω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά το λεγε η ψυχή του εκεί πέρα. Πάλι, ο πρώτος προτού από αυτόνα, όλο ντυμένος με τη στολή και το λουρί έτσι, με τη ζώνη κλπ. αυτός ήτανε Ενωματάρχης: «Τι θα γίνει μαζί σου ρε παιδί μου; Να σηκωθείς να φύγεις». Αυτός έρχεται, εγώ δεν ήξερα, ας πούμε, αλλά τό ‘λεγε η καρδιά του ας πούμε. Τον είπαν, πήρε εντολή από πάνω, «Είναι ένας Άψης εκεί πέρα, κοίταξε να τον σβήσεις». Δεν ξέρω τίποτε εγώ. Έρχεται στο χωριό εκεί πέρα, κάνει έλεγχο, τίποτε ας πούμε δεν… Νόμιμα ήταν, αλλά είπαμε. Σε αυτόν πάει, που λες, που είχε μπακάλικο αυτός τσιμέντα, μπακάλικο είχε και τα τρόφιμα μέσα, καρφιά, ό,τι ήθελες, τον τραβάει μια μήνυση. Ξαναγίνεται αυτό, ξανά έλεγχο, ξαναπάει, πάλι δεύτερη μήνυση. Τον λένε από πάνω: «Τι γίνεται το θέμα Άψη;» Λέει: «Θέμα Άψη δεν υπάρχει. Υπάρχει θέμα Μπακαλούδη. Εκείνος είναι πολύ παραβάτης!» και έτσι γλύτωσα. Ύστερα, γίναμε και φίλοι. Λέει: «Αυτό και αυτό τράβηξα μαζί σας». Κατάλαβες; Μη συζητάς, άσχημα χρόνια! Κάθε μήνα ήμουνα στο δικαστήριο! κάθε μήνα στο δικαστήριο και αθώος!
Λοιπόν αν έχετε-
-Και την εφορία την στέλνανε, στείλανε, μη συζητάς.
Εγώ θέλω να σας πάω έτσι ξανά λίγο πίσω και να σας θυμίσω ξανά τα παιδικά χρόνια. Θέλω να σας ρωτήσω, εσείς τι παιχνίδια παίζατε;
Κρυφτό. Κρυφτό, κλέτζα… Κλέτζα είναι ένα ξύλο τόσο, το βάζεις έτσι —πώς το λένε; Να σ’ το δείξω, κάπως έτσι. Το χτυπάς από δω πέρα έτσι και πετιέται και πόσο μακριά πάει, και το μετράς με τα βήματα, κερδίζεις ή χάνεις. Ή και δυο φορές το χτυπάς μια έτσι και, αν το προλάβεις, και στον αέρα τό ‘δινες να φύγει μακριά. Εκείνο… μετά παίζαμε με κεραμίδες: βάζαμε, δεν θυμάμαι πόσα κομμάτια, ένα πάνω στο άλλο κομμάτια κεραμίδες τόσα, και από μακριά με μια πέτρα πάλι σαν τέτοιο, τη ρίχναμε ποιος θα τα χτυπήσει, ας πούμε, και πόσα κομμάτια θα πέσουν και έτσι αυτό. Ύστερα, η γαϊδούρα: σκύβαμε ο ένας πίσω από τον άλλον έτσι, και κρατούσαμε τα πόδια έτσι, και ο άλλος πηδούσε από πάνω και όποιος μπορούσε να αντέξει και δεν έπεφτε, άντεχε, ας πούμε, και πηδούσαν οι άλλοι καβάλα, αυτά ήτανε. Άλλο τι; Μπάλα παίζαμε, αλλά δεν υπήρχε μπάλα, με πανιά και πανιά δεν υπήρχαν! Αυτά ήταν. Αυτή ήταν η ζωή μας.
Και στο σχολείο στο διάλειμμα τι [00:50:00]κάνατε;
Ε, παλεύαμε, αυτό… Τίποτε. Πάλευαν τα παιδιά ο ένας το άλλον αυτό ήτανε, ποιός ήτανε ο πιο ισχυρός ή έβλεπες κανά ψεύτικο, είχε τα κόλπα τους, έριχνε κάτω και έλεγες: «Τόσο δύναμη έχει;» Αυτά ήταν τα παιχνίδια.
Είχατε βιβλία εσείς στο σχολείο;
Βιβλία… Όχι πολλά. Είχαμε ένα βιβλίο, μου φαίνεται, και μερικά τετράδια. Είχαμε και πλάκα που έγραφες και έσβηνες. Κι εκείνο το μολύβι —το κονδύλι μάλλον, κονδύλι το λέγαν— ήτανε περίπου 15 εκατοστά, το κόβαμε στη μέση με ένα σχοινί, το δέναμε στην πλάκα για να μην το χάσουμε. Φαντάσου σε ποιό σημείο. Αυτό ήταν.
Είχατε έτσι γιορτές και τέτοια εσείς στο σχολείο, προλάβατε να κάνετε;
Θυμάμαι τις εθνικές γιορτές, άλλο τίποτε δεν θυμάμαι.
Για πείτε μου.
Εθνική γιορτή 25 Μαρτίου και 28 Οκτωβρίου.
Και πώς τα γιορτάζατε;
Όπως γιορτάζουμε τώρα. Γινόταν αυτό, παρέλαση κάναμε, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Βάζαμε και τους ήρωες, τους κρεμάγανε εκεί πέρα, τις φωτογραφίες, αυτό ήτανε.
Αν έχετε… Έχετε να μου πείτε κάτι άλλο, έτσι που να θυμηθήκατε, να θυμάστε;
Ό,τι θυμάμαι στα λέω. Ένα-ένα, μπορείς να τα θυμάσαι όλα; Ένα-ένα, δεν είναι ένα και δύο.
Πείτε μου.
Δεν ξέρω ποιοι ήτανε, δεν ξέρω, από τη Βλάστη ήτανε, γνωστοί βέβαια. Ο μπαμπάς μου δούλευε σ’ ένα χωριό, λέγεται Ολυμπιάδα. Λοιπόν, τότες απαγορευότανε να μεταφέρεις στάρια. Αν σε πιάνανε με στάρι, δούλευαν με λίρες.
Πότε μιλάμε; Ποιά χρονολογία;
Αυτό θα ήτανε μετά την απελευθέρωση. Όχι, μετά την… οι Γερμανοί ακόμα εδώ. Αλλά τ’ ανταρτικά είχανε δημιουργηθεί! Λοιπόν, ήρθανε —δεν ξέρω ποιοι ήταν βέβαια—, ο μπαμπάς μου δούλευε εκεί πέρα, είχε στάρια, και φοβόταν γιατί το διπλανό χωριό, οι Κατσίδες τους λέγανε εκεί πέρα —ήταν οι Γερμανόφιλοι, ήταν οπλισμένοι, με τους Γερμανούς αυτοί. Ο μπαμπάς μου δούλευε εκεί πέρα. Και, για να περάσεις από εκεί πέρα έπρεπε, τότες δεν είχε τέτοιο, ή νύχτα έπρεπε, αλλά πιο συχνά νύχτα για να φορτώσει στάρι και να κουβαλήσει. Βρήκαν τρόπο ο μπαμπάς μου, μ’ έναν άλλον δούλευαν εκεί πέρα, δήθεν δουλεύει με σιτάρι. Και τότε να φορτώσεις ένα τσουβάλι σιτάρι έπρεπε να δουλέψεις πολύ καιρό, ας πούμε. Λοιπόν, τώρα τον δώσανε μια λίρα, δεν ξέρω, να πάει να πάρει στάρια να φορτώσει. Πήρε τα ο μπαμπάς μου το γαϊδούρι —αυτό δεν θα το ξεχάσω, ας πούμε—, πήγε σ΄ αυτό το χωριό, πήρε στάρι. Γυρίζοντας, ήρθαν προς τα δω, μεταξύ Φούφα κλπ. Τον πιάνουν τον μπαμπά μου να τον ρωτήσουν για το σιτάρι: από πού το πήρε και πώς το πήρε και πώς… Εντωμεταξύ —τώρα περίσσεψε η λίρα; Δεν ξέρω τι. Και έρευνα κάναν ας πούμε. Τι να κάνει, τι να κάνει, λέει: «Με συγχωρείτε, πάω να χέσω»; Πάει που λες, τη βγάζει τη λίρα, την αφήνει εκεί πέρα που, δήθεν τά 'χανε ας πούμε, ήξερε σε ποιό μέρος περίπου. Εντωμεταξύ, το βράδυ, όλη τη νύχτα έβρεχε, μια βροχή… Τώρα, την άλλη μέρα, να πάν’ να βρουν, να βρει τη λίρα. Αλλά πώς θα πας εκεί πέρα; Θα πας… Τι ζητάν; Λοιπόν, πανε με την μαμά μου, θυμάμαι, ψάξαν, ψάξαν, ψάξαν πολλή ώρα… Και τη βρήκαν τη λίρα και την δώσαν πίσω στους αντάρτες. Κατάλαβες; Αυτό το θυμάμαι. Το θυμάμαι σαν σήμερα τέτοιες σημαδιακές μέρες…
Λοιπόν, κύριε Θανάση, πείτε μου, εσείς τα ντόπια τα μιλάτε;
Τα μιλάω. Βεβαίως τα μιλάω. Μπορώ να σου πω μικρός όταν ήμουν, σχεδόν ελληνικά δεν ξέραμε, που λέει ο λόγος, γιατί οι γονείς μας, οι… Παππούς μου, η γιαγιά μου όλο τα ντόπια μιλούσαν, δεν υπήρχε περίπτωση. Ντόπια και τούρκικα μιλούσανε. Η γιαγιά μου απ’ της μαμάς μου την πλευρά δεν ήξερε καθόλου ελληνικά. Μιλούσε τέτοιο, τούρκικα, με τους Τούρκους ήταν εκεί πέρα, δεν ήξερε τίποτε. Εδώ υπήρχε στο Εμπόριο βουλγάρικο σχολείο, ελληνικό σχολείο και τουρκικό σχολείο, 3 σχολεία. Ο μπαμπάς μου πήγε και σε βουλγάρικο και σε ελληνικό σχολείο. Όχι μόνο ο μπαμπάς μου, αν θυμάμαι, και ο βουλευτής, ο Βύζας, νομίζω και αυτός πήγε, με έναν από την Αναρράχη έχω ακούσει που πήγαιναν. Αυτοί ήταν κανά χρόνο μεγαλύτεροι [00:55:00]από τον μπαμπά μου.
Και αυτά που τα μιλούσατε, πριν από λίγο που μου είπατε για να το καταγράψουμε, υπήρχε απαγόρευση; Τί γινόταν;
Ήταν απαγορευμένα, απαγορευμένα. Πρόστιμο πλέρωνες!
Χρειάστηκε να πληρώσετε εσείς πρόστιμο;
Το πλήρωσε ο παππούς μου, μίλησε μαζί μου.
Και πώς σας ακούσανε;
Δεν ξέρω, αλλά ξέρω που πληρώσαμε πρόστιμο. Πέρασε εκείνη την ώρα ο χωροφύλακας, κάτι έγινε. Δεν το θυμάμαι αυτό, ήμουν πολύ μικρός ας πούμε.
Και με τ’ άλλα τα παιδιά; Τι γλώσσα μιλούσατε;
Όταν αρχίσαμε σχολείο ελληνικά μιλούσαμε. Όταν ήμασταν έξω στη γειτονιά —με ποιόνα;— μεταξύ μας, αφού οι γονείς μιλούσανε και οι γιαγιάδες τέτοιο, στη γειτονιά αν είχαμε Έλληνα μιλούσαμε ελληνικά. Αν είχαμε, δηλαδή, πρόσφυγες —γιατί οι Έλληνες τότε, ειδικά στα ντόπια τα χωριά, ας πούμε, δεν υπήρχανε, υπήρχαν οι Τούρκοι. Οι Έλληνες ήρθανε οι πρόσφυγες. Οι Τούρκοι ήταν κι εμείς, δεν υπήρχε. Άλλα χωριά, ας πούμε, όπως είναι δίπλα η Κλεισούρα κλπ, εκεί βλάχικα, ρουμανοβλάχικα μιλάνε, ούτε ξέρω… Ναι, ύστερα να σου πω και κάτι άλλο; Μία, του γραμματέα μας ας πούμε, είναι από πάνω από τα Γρεβενά από ένα χωριό —πως το λένε, δεν μπορώ να το θυμηθώ τώρα— εκείνη πήγαινε σε ρουμάνικο σχολείο, ρουμανικά. Πώς γινότανε αυτό δεν μπορώ να καταλάβω. Και μίλαγαν ρουμάνικα. Πώς γίνεται αυτό; Κι εδώ στην Κλεισούρα, υπήρχανε που μιλάνε ρουμανοβλάχικα, δεν ξέρω πώς τα λένε, δεν ξέρω. Και σήμερα ακόμα μιλάνε, οι παλιοί ξέρουν ας πούμε.
Εδώ τα ντόπια τα μιλάτε σήμερα;
Όχι και πολύ, όχι και πολύ. Πρώτα απ’ όλα, ο γιός μου δεν ξέρει.
Τι εννοείτε;
Άλλοι τα καταλαβαίνουν, άλλοι, σχεδόν, όλα τα παιδιά τώρα δεν μιλάνε, δεν μιλάνε. Και εγώ ακόμα που σε μιλάω —θέλεις πίστεψέ με— δυσκολεύομαι να σου μιλήσω στα ντόπια, δυσκολεύομαι πραγματικά. Επειδή έμαθα να μιλάω, ξέρω γω, μιλάμε περισσότερο ελληνικά, δεν ξέρω…
Θυμάστε έτσι, είχατε τραγούδια και τέτοια;
Τραγούδια.. Αν είχαμε λέει; Είχε τραγούδια βέβαια! Οι παππούδες είχανε.
Τα θυμάστε; Θυμάστε έτσι να μου τραγουδήσετε κανένα;
Δεν μπορώ, δεν είχα φωνή δεν τραγουδήσαμε, να μαι ειλικρινής δηλαδή. Αλλά, ότι είχε τραγούδια, είχε. Και καλά τραγούδια…
Έτσι είχατε-
Η μάνα μου, μπορώ να σου πω, τραγουδούσε, είχε και καλή φωνή. Είχε φωνή, δηλαδή τραγουδούσε και ελληνικά και τα τέτοια…
Θυμάστε, έτσι, άλλα περιστατικά; Έτσι, που είχαν γίνει με τα ντόπια ας πούμε, γλέντια και τέτοια κάνατε;
Όχι, δεν θυμάμαι, αλήθεια, όχι. Δεν θυμάμαι, το μόνο, θυμάμαι, τότες με τα αντάρτικα μόλις φύγανε οι Γερμανοί, ερχόμασταν, είχαν έρθει από ένα διπλανό χωριό παίξαν ένα τέτοιο, πώς το λένε, «Ματωμένος Γάμος» στο σχολείο και ήταν η γειτονιά μας, ας πούμε. Ο κόσμος δεν πολυπήγε. Φοβόταν, ξέρω γω; Πήγαν σαν από υποχρέωση παππούδες γιαγιάδες, αυτό το θυμάμαι.
Αν δεν έχουμε κάτι άλλο-
-Τί άλλο να ‘χουμε; Να, αυτό, θυμήθηκα-
-Ξέρετε τι; Βέβαια, αν θυμάστε, έτσι, κανένα ανέκδοτο στα ντόπια;
Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε αυτή τη στιγμή.
Γιατί έχω ακούσει ότι ήτανε και κάποια που ήτανε μεικτά. Μισά ντόπια, μισά στα ελληνικά.
Δεν μπορώ να θυμηθώ. Έχεις δίκαιο, έχεις δίκιο αυτό που μου λες. Αυτό, σ’ ένα άλλο χωριό τους ορκίσανε να, τώρα έτσι λένε, στην Καρδιά —τώρα το ‘68— τους όρκισαν να μην μιλάνε από αυτή τη γλώσσα, και την άλλη ώρα— πώς είπε; Το γαϊδούρι κάποιος είπε… Ο Φωκάς τα ξέρει καλύτερα αυτά. Τέλος πάντων, ας πάρουμε ένα τηλέφωνο να έρθουν να μας πάρουν, γιατί-.
-Έγινε! Λοιπόν, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να στε καλά και πάλι εδώ είμαστε!
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο κύριος Θανάσης γεννήθηκε το 1934 και μεγάλωσε σε ένα χωρίο κοντά στην Πτολεμαΐδα, το Εμπόριο. Στη συνέντευξη αυτή μας διηγείται μέσα από τις αναμνήσεις του τη δική του ζωή στα χρόνια του Πολέμου και του Εμφυλίου, την πείνα, τον φόβο, τις απαγορεύσεις και τους κινδύνους που πέρασε σαν παιδί σε μία δύσκολη και πολυτάραχη περίοδο για τη χώρα.
Narrators
Αθανάσιος Άψης
Field Reporters
Ιωάννα Χριστοπούλου
Tags
Interview Date
12/06/2022
Duration
59'
Interview Notes
Γλωσσάρι:
Καντάρι: είδος ζυγαριάς
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο κύριος Θανάσης γεννήθηκε το 1934 και μεγάλωσε σε ένα χωρίο κοντά στην Πτολεμαΐδα, το Εμπόριο. Στη συνέντευξη αυτή μας διηγείται μέσα από τις αναμνήσεις του τη δική του ζωή στα χρόνια του Πολέμου και του Εμφυλίου, την πείνα, τον φόβο, τις απαγορεύσεις και τους κινδύνους που πέρασε σαν παιδί σε μία δύσκολη και πολυτάραχη περίοδο για τη χώρα.
Narrators
Αθανάσιος Άψης
Field Reporters
Ιωάννα Χριστοπούλου
Tags
Interview Date
12/06/2022
Duration
59'
Interview Notes
Γλωσσάρι:
Καντάρι: είδος ζυγαριάς