© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η κυρία Άντζελα θυμάται τη δεκαετία των μπουζουκιών, του γκλίτερ και του ΠΑΣΟΚ

Istorima Code
23492
Story URL
Speaker
Αγγελική Κουρκουμέλη (Α.Κ.)
Interview Date
17/11/2022
Researcher
Γλυκερία Παππά (Γ.Π.)
Γ.Π.:

[00:00:00] Καλησπέρα!

Α.Κ.:

Καλησπέρα!

Γ.Π.:

Πώς ονομάζεστε;

Α.Κ.:

Αγγελική Κουρκουμέλη. Με φωνάζουνε Άντζελα.

Γ.Π.:

Γεια σας, κυρία Άντζελα. Είμαστε στον Άγιο Δημήτριο με την κυρία Άντζελα. Είναι Παρασκευή 18 Νοεμβρίου του 2022. Εγώ ονομάζομαι Γλυκερία Παππά και είμαι ερευνήτρια για το Istorima, και τώρα θα ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας. Κυρία Άντζελα, πείτε μας αρχικά λίγα λόγια για εσάς.

Α.Κ.:

Γεννήθηκα στην Κέρκυρα. Κατάγομαι, όμως, απ' την Κεφαλονιά. Έφυγα 7 χρονών απ' την Κέρκυρα. Την επισκέφθηκα ξανά μετά από 40 χρόνια για να δω τα μέρη που μεγάλωσα. Έχω ζήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδος λόγω του μπαμπά που έκανε μεταθέσεις. Καλάβρυτα, Κεφαλονιά, Ήπειρο... ναι. Είχα εμπειρίες. Βεβαίως, είμαι απ' τα 15 στην Αθήνα. Τελείωσα Αισθητικός και μακιγιάζ επαγγελματικό. Δεν το εξάσκησα, όμως, για πολύ. Δούλεψα στον ιδιωτικό τομέα για πολλά χρόνια και βγήκα στη σύνταξη στα 50 με ανήλικα. Έχω 2 παιδιά. Καμάρια. Μεγάλα. Τη Βικτώριά μου και τον Μάρκο μου. Και τώρα ασχολούμαι με τα οικιακά. Ζωγραφίζω τον ελεύθερό μου χρόνο. Πλέκω. Αυτά.

Γ.Π.:

Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια που μετακινούσασταν τόσο πολύ;

Α.Κ.:

Το είχα συνηθίσει. Έκανα γνωριμίες. Ήμουνα άνθρωπος που μπορούσα να κάνω φιλίες εύκολα. Εκείνο που μου στοίχισε πολύ ήταν όταν έφυγα απ' την Κεφαλονιά και ήρθα στην Αθήνα. Εκεί δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ λιγάκι. Έχασα τα νερά μου, ίσως γιατί ήμουνα και πιο μεγάλη. Αλλά, εντάξει, μετά συνήθισα. Τι να κάνω; Τέλειωσα το σχολείο. Πήγα στη σχολή. Έκανα ένα μεγάλο ταξίδι σε 7 χώρες στην Ευρώπη. Τον γύρο της Ευρώπης στα 17. Ήταν μεγάλη εμπειρία αυτό.

Γ.Π.:

Πείτε μας για αυτά τα ταξίδια.

Α.Κ.:

Ναι, ήταν πολύ ωραία. Με λεωφορείο, βέβαια, με τη σχολή. Κάναμε τον γύρο της Ευρώπης. Πήγαμε στις βασικές πρωτεύουσες. Στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Βαρκελώνη πήγαμε. Στην Ιταλία. Καλά, την Ιταλία την αγαπώ, έχω πάει 2-3 φορές. Και ήταν μια εμπειρία στην ηλικία που ήμουνα. Ε, μετά έπιασα δουλειά. Και σιγά σιγά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.

Γ.Π.:

Η Κεφαλονιά, δηλαδή, ήταν το αγαπημένο σας μέρος από αυτά που είχατε πάει;

Α.Κ.:

Ναι, ήτανε γιατί εκεί έμεινα 4 χρόνια. Ήμουνα, τελείωσα το Δημοτικό και είχα πάει και στο Γυμνάσιο. Είχα μάθει έναν τρόπο ζωής διαφορετικό. Με τους καθηγητές ήμασταν πολύ δεμένοι. Ήτανε η συμπεριφορά τους... ήταν πολύ καλοί απέναντί μας. Εδώ υπήρξε μια αποξένωση, μια... δεν υπήρχε δεσμός, δεν... μπορεί να έτυχε κιόλας, δεν ξέρω. Δεν ήμουνα ευχαριστημένη. Δεν κατάφερα εύκολα, δηλαδή, να μπω. Μετά, εντάξει, αναγκαστικά συνηθίζεις, αλλά δυσκολεύτηκα. Ήταν η μόνη μετακόμιση, ας πούμε, που με δυσκόλεψε.

Γ.Π.:

Αντιδρούσατε καθόλου;

Α.Κ.:

Έλεγα στον μπαμπά μου: «Πού μ' έφερες; Πού μ' έφερες;». Ναι, στην αρχή πάρα πολύ δύσκολα. Έκλαιγα, δεν μπορούσα. Ε, μετά άρχιζα να κάνω γνωριμίες, να κάνω φιλίες. Εντάξει. Αλλά στην αρχή, ναι, δύσκολα πολύ.

Γ.Π.:

Τι σας έλειπε περισσότερο;

Α.Κ.:

Οι φίλοι μου. Ο τρόπος ζωής. Εκεί γνωριζόμασταν όλοι. Ήρθα σ' ένα άγνωστο μέρος, δεν ήξερα κανέναν. Η Αθήνα είναι μια αποξένωση, παρότι ήτανε άλλα τα χρόνια. Και μετά γνωριστήκαμε και με τη γειτονιά και φιλίες και κουμπαριές κι απ' όλα. Ε, στην αρχή ήταν δύσκολα. Και για τους γονείς μου ήταν δύσκολα, αλλά πιο πολύ για μένα. Μέχρι να συνηθίσω και να γνωριστώ. Ε, μετά εντάξει.

Γ.Π.:

Πώς ήταν τότε η ζωή στην Αθήνα για ένα νέο κορίτσι;

Α.Κ.:

Κοίταξε, όταν γνωρίστηκα, αρχίσαμε να βγαίνουμε. Είχαμε τα πάρτι τότε, είχαμε το στέκι στη Γλυφάδα, όλη την ώρα στη Γλυφάδα. Τώρα δεν ξέρω πόσα χρόνια έχω να πάω στη Γλυφάδα. Τη μπούχτισα φαίνεται. Οι ντίσκο. Εντάξει, κάναμε τα δικά μας κι εμείς σαν νέοι, κάναμε κοπάνες απ' το σχολείο. Ό,τι μπορούσαμε κάναμε σαν νέοι κι εμείς. Περνούσαμε ωραία μετά.

Γ.Π.:

Υπάρχουν κάποια μέρη που θυμάστε απ' αυτά;

Α.Κ.:

Πηγαίναμε πολύ συχνά στο «Olympic House», στη ντίσκο της Γλυφάδας. Πηγαίναμε και στην παραλία, στ' «Αστέρια». Κάναμε τις βόλτες μας. Είχαμε ένα στέκι εκεί με burger. Νομίζω «American κάτι» το λέγανε. Δεν θυμάμαι τώρα. Εκεί ήμασταν συνέχεια πηγαίναμε. Είχε φτηνά burger και τέτοια, ναι. Αμερικανιές, δηλαδή. Αυτά.

Γ.Π.:

Τα καλύτερα χρόνια διασκέδασης ποια εποχή τα έχετε ζήσει;

Α.Κ.:

Η καλύτερη δεκαετία διασκέδασης ήτανε απ' το '80. [00:05:00]Ξημερώνοντας το '80, και πιο μεγάλη πια, ξέρεις. Δε χρειαζόταν να το σκάω. Ήταν η δεκαετία της ελπίδας. Ήμασταν όλοι ενθουσιασμένοι. Περιμέναμε με ελπίδα την αλλαγή. Είχαμε όλες μας τις ελπίδες στον Παπανδρέου. Θα βγει το... βγήκε το '81. Είχαμε ελπίδα. Είχαμε ελπίδα κι ήταν πολύ βασικό αυτό. Ήμασταν ενθουσιώδεις. Το '81 που βγήκε το ΠΑΣΟΚ άρχισε να κάνει κάποια πράγματα. Οικογενειακό δίκαιο, ενιαίο μισθολόγιο, κάποια κοινωνικά πράγματα. Πολύ καλύτερα από πριν. Κι αυτό μας ενθουσίαζε. Εντάξει, η πολιτική, βέβαια, κάποια στιγμή προς το τέλος της δεκαετίας... απαξιώθηκε και το ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν τόλμησε να κάνει τομές βασικές. Να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Κανείς δεν το 'χει τολμήσει μέχρι τώρα. Γίνανε πολλά. Γίνανε πολλά. Στην αρχή όλα καλά, μετά αρχίσαν τα σκάνδαλα. Μετά πέσανε τα λαμόγια από δίπλα στον Αντρέα που αρρώστησε κι άρχισε το μεγάλο πάρτι. Περνούσαμε καλά κι εμείς, αλλά το πληρώσαμε μετά πολύ ακριβά. Πού να το ξέρουμε τότε; Περνούσαμε, όμως, καλά. Και ήταν η δεκαετία μου. Ήταν πια απ' τα 18 μέχρι τα 28. Οπότε εκεί δούλευα. Παρέες, ξενύχτια, μπουζούκια, ντισκοτέκ, σκυλάδικα. Είχε απ' όλα. Είχε απ' όλα. Ήταν πολύ ωραία. Τα μπουζούκια τότε ήταν πολύ ωραία. Τώρα δεν μπορώ να πάω στα μπουζούκια, γιατί έχουν αυτά τα σκαμπό και τα καναπεδάκια, τα οποία με εκνευρίζουνε, πιάνεται η μέση μου. Δεν μπορώ να καθίσω. Τα κυριλάδικα τα μαγαζιά... πηγαίναμε και στα σκυλάδικα. Αλλά είχε και πολύ ωραία μαγαζιά. «Δειλινά», «Φαντασία», «Νεράιδα», «Διογένης Παλλάς». Στο «Διογένης Παλλάς», να φανταστείς, ήταν ο Πανταζής ο Λευτέρης, φίρμα, η φίρμα της φίρμας τότε, κι ήταν στην είσοδο και καλωσόριζε τον κόσμο. Τέτοιοι καλλιτέχνες ήταν τότε. «Σας ευχαριστώ που ήρθατε, περάστε». Πάθαινε πλάκα ο κόσμος. Ούτε τουπέ, ούτε... Tώρα βγάζουν ένα τραγουδάκι και νομίζουνε... και τι έγινε; Λουλούδια, πιάτα. Γαρδένιες για τον άρχοντα Βοσκόπουλο, βεβαίως. Μόνο γαρδένιες. Του 'χα τρελή αδυναμία. Και γενικά στα μπουζούκια γνώρισα καλλιτέχνες πολλούς. Αλλά τους καλούς, τους απλούς. Ανθρώπους που ήταν σαν να σε ξέρανε χρόνια. Εξαιρετική η Ρίτα Σακελλαρίου, η οποία μου έλεγε: «Αχ, Άντζελά μου, υποφέρω! Τρεις μήνες γιαούρτι!». Ήταν τότε που έκανε τη δίαιτα ν' αδυνατίσει. «Αυτό το καλό παιδί, αυτό!». Για τον κομμωτή της ο οποίος ήταν δίπλα της πάντα. «Ξέρεις πόσες φορές πάω να σταματήσω και να κάνω την ατασθαλία μου; Αλλά αυτό το καλό παιδί, να το 'χει ο Θεός καλά. Αυτό με βοηθάει». Είχε πολλή πλάκα. Ήταν απλοί άνθρωποι. Σου μιλούσανε σαν να σε ξέρανε. Δεν είχανε τουπέ, δεν είχανε καβαλήσει κανένα καλάμι. Εξαιρετικός ο Ζαμπέτας, εξαιρετικός άνθρωπος. Στράτος Διονυσίου, υπέροχος. Υπέροχος. Θα σου πω και μια πλάκα που 'κανα στον Γερολυμάτο. Είχε έρθει η κουμπάρα μου απ' την Αμερική, τρελοαμερικανάκι. Μανία με τον Γερολυμάτο. Λέω: «Έλα να σε πάω στο καμαρίνι να σου δώσει αυτόγραφο». Πάμε στο καμαρίνι, του ζητάει αυτόγραφο, τον αγκάλιαζε, τον φίλαγε, του 'λεγε εκεί τα καλύτερα. Ε, αφού της δίνει το αυτόγραφο, γυρνάει σε μένα και μου λέει: «Εσύ δεν θέλεις αυτόγραφο;». Και του απαντάω: «Τι να το κάνω;». Κάγκελο ο Γερολυμάτος! «Τι να το κάνω;». Τρελάθηκε ο άνθρωπος, ναι. Είχε πλάκα. Και γενικά γνώρισα, σου λέω, πολύ πολύ καλούς ανθρώπους. Υπήρχε μια συντροφικότητα. Υπήρχε η λέξη σύντροφος. Σύντροφος! Πασοκάκια όλοι. Οι περισσότεροι, δηλαδή, Έλληνες πια ήταν ΠΑΣΟΚ. Και είχαμε τη λέξη «σύντροφο» που και τον άλλον να μην το ήξερες, τον αποκαλούσες σύντροφο. Και αυτόματα η λέξη «σύντροφος» σήμαινε φίλος. Ο φίλος. Υπήρχε μια συμπάθεια αμέσως. Αυτά όλα τώρα τελειώσανε. Δυστυχώς. Και οι σύντροφοι αποξενώθηκαν. Δεν είναι πια σύντροφοι. Το ΠΑΣΟΚ διαλύθηκε. Μας απογοήτευσε. Πάρα πολύ. Περιμέναμε πολλά. Και πήραμε χοντρή απογοήτευση. Ειδικά με το πάρτι που στήθηκε. Ναι...

Γ.Π.:

Ποια ήταν η πρώτη φορά που πήγατε στα μπουζούκια;

Α.Κ.:

Η πρώτη φορά...[00:10:00] πρώτη φορά; Σάμπως θυμάμαι ακριβώς; Πάντως πρέπει να 'τανε πριν το '80. Πρέπει να 'ταν πριν το '80. Αλλά πολύ πολύ πολύ συχνά πήγαινα '83, '84, '85. Μέχρι και το '89 πάρα πολύ. Και όπου τραγούδαγαν οι φίρμες που μας αρέσανε... Τότε έκανε μεγάλη επιτυχία ο Τριαντάφυλλος. Τριαντάφυλλος, «Δειλινά». «Δειλινά». Πάριος, υπήρχε και το «Stork» εκεί κοντά στον Άγιο Κοσμά. Εκεί τραγουδούσε κάποια στιγμή ο Βοσκόπουλος. Δεν θυμάμαι πού είχα πάει με τη... ήτανε Πάριος-Αλεξίου. Δεν ξέρω, ήταν στα «Δειλινά»; Πάριος-Αλεξίου, φανταστικός. Άννα Βίσση, «Διογένης Παλλάς». Λευτέρης Πανταζής, Καρβέλας. Της τρελής. «Playboy» στη Συγγρού. Είδα την πρώτη φορά που ανέβηκε στην πίστα ο Δημήτρης ο Κόκοτας. Και ήμουν και στο Μισέλ στο Σύνταγμα την πρώτη βραδιά που ανέβασε ο Στράτος ο Διονυσίου τον γιο του, τον Στέλιο τον μικρό να τραγουδήσει. Μας είπε ότι απόψε για πρώτη φορά θα σας παρουσιάσω τον μικρό μου γιο, χειροκροτήστε τον! Και τον άκουσα την πρώτη φορά, την πρώτη βραδιά που τραγούδησε. Ναι, ωραία, πολύ ωραία!

Γ.Π.:

Εσείς πώς ενταχθήκατε σε αυτόν τον κόσμο;

Α.Κ.:

Ήταν οι παρέες μπουζουκόβιες. Ήτανε και η μόδα της εποχής, αν θες. Δηλαδή, τα είχαμε τα μπουζούκια στην κουλτούρα μας. Και η γνωριμία ήτανε που έφερε αυτή όλη τη συγκυρία, να πηγαίνουμε πολύ συχνά στα μπουζούκια. Εμείς δεν περιμέναμε Παρασκευές, Σάββατο και τέτοια, εμείς πηγαίναμε και καθημερινές. Φεύγαμε απ' τα μπουζούκια και πηγαίναμε κατευθείαν στη δουλειά. Τι να καταλάβουμε σ' αυτήν την ηλικία; Πολλές φορές το είχαμε κάνει αυτό. Κατευθείαν απ' τα μπουζούκια στη δουλειά. Κομμάτια μετά, ντάξει. Τα βολεύαμε.

Γ.Π.:

Τι σας μάγευε στα μπουζούκια;

Α.Κ.:

Εντάξει, νέοι, ερωτευμένοι, τα τραγούδια. Ξέρεις τώρα. Και οι καλλιτέχνες που ήτανε φοβεροί όλοι αυτοί. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα που μας άρεσε, ναι. Μας άρεσε πολύ. Ήταν ωραία.

Γ.Π.:

Μέσα οι χώροι ήταν όπως τα σημερινά μπουζούκια;

Α.Κ.:

Καμία σχέση. Τραπέζια, καρέκλες με καλύμματα. Πολύ ωραία. Αριστοκρατία. Τα καλά τα μαγαζιά, μιλάμε τώρα, ξέρεις. Μπορούσες να καθίσεις, μπορούσες να φας αν ήθελες –είχανε και φαγητό τότε– ή να πιεις. Αλλά δεν είχανε καμία σχέση με τα τωρινά. Σου λέω τώρα δεν μπορώ με αυτά τα καναπεδάκια. Θέλω να πάω να δω κάποιους που μ' αρέσουνε και την άλλη φορά, ας πούμε, επειδή έχω αδυναμία στον Οικονομόπουλο, είπα: «Αμάν! Πόσο σ' έχω πληρώσει!». Δηλαδή, πιάστηκε η μέση μου. Δεν μπορούσα να σηκωθώ μετά. Το ίδιο και με τον Ρουβά και την Παπαρίζου που πήγαμε. Δεν μπορώ, δηλαδή θέλω να πάω και το αποφεύγω γι' αυτόν τον λόγο. Δεν είναι τώρα τα τραπεζάκια και τα καναπεδάκια. Είναι το τραπέζι σου, να πάρεις τα λουλούδια σου, να κάνεις το τζέρτζελο!

Γ.Π.:

Πώς πήγαινες στο καμαρίνι ενός καλλιτέχνη για να τον γνωρίσεις;

Α.Κ.:

Α, δεν υπήρχε θέμα τότε. Πήγαινες κατευθείαν στο καμαρίνι του, σε υποδεχότανε. Τώρα δεν μπορείς να πας σε καμαρίνι. Δηλαδή, που ζήτησα να πάω στον Ρουβά, ήθελα να του κάνω πλάκα γιατί είχαμε την ίδια δασκάλα. Είχαμε την ίδια δασκάλα με τον Ρουβά. Εκείνος, βέβαια, κάποια χρόνια μετά. Κι είχα πάει στην Κέρκυρα μετά από 40 χρόνια, είχα πάει στο χωριό που πρωτοπήγα σχολείο και συνάντησα και τον γιο της δασκάλας μου που 'μασταν συμμαθητές και κολλητοί. Αυτή ήταν στην πόλη, δεν την είδα. Είδα, όμως, τον άντρα της και τον γιο της. Ο οποίος με θυμότανε βέβαια. Λέει: «Πάντα αναρωτιόμουνα τι να 'χουν γίνει αυτοί οι άνθρωποι». Και ήθελα να του πω γι' αυτό. Και μου λέει: «Όχι, δεν μπορείτε να πάτε στα καμαρίνια, δεν δέχονται πια». Δεν το 'ξερα εγώ. Δεν ξέρω αν σε κάποια άλλα μαγαζιά μπορείς να πας πια στα καμαρίνια. Και μου έκανε εντύπωση ότι δεν μπορείς να πας να δεις τους καλλιτέχνες. Βεβαίως, δεν ξέρω αν ισχύει για όλα τα μπουζουξίδικα πια. Αυτό δεν το ξέρω.

Γ.Π.:

Όταν ήσασταν στα μπουζούκια, τραγουδούσατε; Τι άλλο κάνατε;

Α.Κ.:

Χορεύαμε, παιδί μου, χορεύαμε! Δεν κατεβαίναμε απ' την πίστα. Χορεύαμε, πάνω στα τραπέζια ανεβαίναμε. Καλά, αν ήταν και σκυλάδικο... τι να σου πω; Ξημερώματα, Άγγελος... Αγγελόπουλος, και λέω Άγγελος. Αγγελόπουλος, Μανώλης Αγγελόπουλος. «Τα μαύρα μάτια σου» γινότανε χαμός, χαμός, χαμός! Άλλο πράμα. Και πιο άγνωστοι καλλιτέχνες, αλλά και πολλοί γνωστοί. Σαλαμπάσης, Βάρη. Κάθε βράδυ εκεί. Μετά είχαμε γίνει και φίλοι[00:15:00] με τον Σαλαμπάση. Είχαμε γυρίσει κι ένα βίντεο μαζί, βίντεο κλιπ, για να παίξει στον Καναδά το «Σ' αγαπάω, μ' ακούς;», σ' ένα σκάφος στη Γλυφάδα. Τρέλες, πολλές τρέλες. Πολλές τρέλες κάναμε. Ναι.

Γ.Π.:

Αυτό πώς προέκυψε;

Α.Κ.:

Όταν γνωριστήκαμε στο κέντρο, είχαμε κρατήσει φιλία. Και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Ετοιμάσου, σε 5 λεπτά έρχομαι να σε πάρω. Θα πάμε στη Γλυφάδα να τραβήξουμε ένα βίντεο κλιπ». Κι ήρθε και με πήρε και πήγαμε στη Γλυφάδα σ' ένα σκάφος, κάμερες εκεί, πράματα. Λέει: «Θα το παίξω στον Καναδά». Παίχτηκε; Δεν παίχτηκε; Τι έγινε δεν ξέρω. Με πήρε εκεί η κυρία απ' το σκάφος. Μου 'δωσε άλλα δερμάτινα, ωραία ρούχα να βάλω. Πολύ ωραία.

Γ.Π.:

Και τι γινόταν στο βίντεο κλιπ;

Α.Κ.:

Τραγουδούσαμε! Ντάξει, ήτανε... εμείς τραγουδούσαμε, αλλά ήτανε... πώς το λένε αυτό το...

Γ.Π.:

Playback;

Α.Κ.:

Το playback, ναι. Playback. Η εικόνα ήτανε. Ναι.

Γ.Π.:

Χορεύατε; Φορούσατε κάτι ιδιαίτερο; Ήσασταν μόνο στο σκάφος;

Α.Κ.:

Στο σκάφος, ναι. Στο σκάφος. Στο σκάφος. Κάναμε έτσι και λίγο σαν βόλτα πάνω στο σκάφος, ναι. Όχι, δεν χορεύαμε. Τραγουδούσαμε. Ωραία ήταν. Μια εμπειρία κι αυτό. Σου λέω τι απέγινε αυτό το βίντεο κλιπ δεν ξέρω.

Γ.Π.:

Στα μπουζούκια λουλούδια, πιάτα... πείτε μας γι' αυτά!

Α.Κ.:

Πολλά λουλούδια. Στην αρχή ήταν τα πιάτα. Μετά αρχίζαν και κοβόντουσαν τα πιάτα και ήτανε μόνο γαρύφαλλα και, σου λέω, σε μερικές περιπτώσεις γαρδένιες. Το μόνο πρόβλημα με τα γαρύφαλλα ήτανε ότι όταν γέμιζε πια η πίστα και πήγαινες να χορέψεις, γλιστράγανε. Και είχαμε κινδυνέψει πολλές φορές να πέσουμε. Ήταν πρόβλημα αυτό. Αλλά ήταν τα γκαρσόνια με τις σκούπες, ξέρεις, και τα κάνανε στην άκρη. Τα μαζεύανε. Αλλά ήτανε λίγο επικίνδυνα τα πράγματα. Ήταν λίγο επικίνδυνο σπορ ο χορός που κάναμε. Τις πιο πολλές φορές ανεβαίναμε πάνω στα τραπέζια. Τι να καταλάβουμε τώρα; Στα 20 και στα 25 δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Ασ' το.

Γ.Π.:

Πώς ντυνόντουσαν τα αγόρια και τα κορίτσια για να πάνε στα μπουζούκια;

Α.Κ.:

Αχ, καλά... κλίντερ, παιδί μου, κλίντερ! Στρας! Ήταν η δεκαετία κλίντερ. Έτσι θα τη βαφτίζαμε. Βραδινά με πούλιες, με στρας, με... γκράντε, όμως, μιλάμε! Γκράντε! Ήταν πολύ στη μόδα τότε το στρας και η πούλια και, και, και. Ναι, ήμασταν σαν λατέρνες. Μπιζού, το μαλλί αυτό το με τις... το ντεγκραντέ εκεί, την αφάνα. Και τ' αγόρια έτσι ήταν το μαλλί τους. Όχι, όχι, περιποιούμασταν πάρα πολύ. Ήταν μεγάλη υπόθεση που πηγαίναμε μπουζούκια. Ήμασταν γκράντε. Τώρα κόπηκε κι αυτό. Δεν σε απασχολεί και πάρα πολύ. Ναι, ήμασταν γκράντε. Ντυμένοι πολύ ωραία. Ήταν υπόθεση. Κάναμε προετοιμασία, κομμωτήρια, βαψίματα, βέβαια. Περιποιόμασταν πάρα πολύ, για να πάμε στα μπουζούκια. Ήταν πολύ ωραία. Ήταν πάρα πολύ ωραία.

Γ.Π.:

Αν, δηλαδή, κάποιος ερχόταν πιο απλά ντυμένος, σχολιαζόταν;

Α.Κ.:

Ναι, θα σχολιάζαμε. «Αχ, πώς είναι έτσι ντυμένος αυτός;». Ναι, θα το σχολιάζαμε. Ήμασταν λίγο κουτσομπόλες τότε. Τώρα το κόψαμε, ναι. Σίγουρα. Έπρεπε να 'μαστε... ειδικά όταν πηγαίναμε στις ντισκοτέκ να δεις! Εκεί ήτανε τα φώτα της ντισκοτέκ, ήμασταν κι εμείς μες στο στρας! Μια πυγολαμπίδα ήμασταν όλοι! Και οι ντισκοτέκ ήταν πολύ ωραία. «Αυτοκίνηση», «Βινύλιο» το λέγανε στη Γλυφάδα; Νομίζω «Βινύλιο» το λέγανε, μια ντίσκο. Δεν θυμάμαι πότε έκλεισε το «Olympic House». Πηγαίναμε πάρα πολύ συχνά εκεί. Μετά κάναμε στέκι «Barbarella». Υπάρχει ακόμα, Συγγρού. «Barbarella» εξαιρετική ντίσκο. Πολύ ωραία ντίσκο. Αφού και τώρα ξέρω ότι λειτουργεί και θέλω να... Δεν βρίσκονται να με ακολουθήσουνε, ρε παιδί μου, οι συνομήλικοι να πάμε. Θέλω να πάω, ναι.

Γ.Π.:

Θα πάμε μαζί, κυρία Άντζελα.

Α.Κ.:

Ναι... ξέρεις πού πήγα; Στο «Boom Boom» που βάζει τα παλιά τα δικά μας τα τραγούδια. Ναι, δεν με ακολουθούν εύκολα.

Γ.Π.:

Πώς νιώσατε που πήγατε εκεί;

Α.Κ.:

Αχ, πολύ μου άρεσε. 20 χρονών ένιωσα. Ξαναγύρισα πίσω. Ναι, είχα κι αδυναμία τότε πολύ μεγάλη από... αλλά, από πριν, από 15 χρονών, και ίσως πιο μικρή με τον Πασχάλη. Τρέλα με τον Πασχάλη. Τρέλα, τρέλα. Τον συνάντησα μετά από χρόνια σε ένα τριήμερο που είχαμε πάει στην Κινέτα με τη γυναίκα του. Τραγουδούσε εκεί, ήταν Απόκριες. Καλούλης είναι, μωρέ, ο καημένος. Έκανε ένα «μοιραίο λάθος», αλλά γενικά ήτανε γλυκούλης. Ναι, μας τα χάλασε λίγο.

Γ.Π.:

Ποια θα λέγατε ότι είναι η πιο ιδιαίτερη[00:20:00] στιγμή που έχετε ζήσει στα μπουζούκια;

Α.Κ.:

Δεν θυμάμαι κάτι το έντονο. Δεν έζησα κατ’ αρχήν καβγάδες και τέτοια εγώ ποτέ στα μπουζούκια. Φασαρίες και τέτοια πράγματα. Ίσως επειδή πηγαίναμε και σε πολύ καλά μαγαζιά. Σε σκυλάδικα πηγαίναμε πολύ λίγο. Και δεν έτυχε ποτέ. Απλώς, απ' τις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές, ας πούμε, ήταν όταν πρωτοάκουσα τον Στράτο Διονυσίου από κοντά, την Δούκισσα, την Μοσχολιού. Δηλαδή, ήτανε... η Ρίτα η Σακελλαρίου καταπληκτική. Και μου άρεσαν αυτοί οι καλλιτέχνες, οπότε είχα μια χαρά παραπάνω. Αυτές ήταν ιδιαίτερες στιγμές, δηλαδή. Να βλέπεις αυτούς που έχεις στο μυαλό σου, ξέρεις, και σου αρέσουν πάρα πολύ, να τους βλέπεις από κοντά. Αυτό, ναι, με έκανε ευτυχισμένη.

Γ.Π.:

Υπήρχε διαφορά μεγάλη ανάμεσα σε σκυλάδικα και μπουζούκια;

Α.Κ.:

Ε, ντάξει, ήταν πολύ πιο ωραία και πιο κλασάτα τα καλά μαγαζιά. Πολύ μεγάλα, πιο περιποιημένα. Αλλά, ντάξει, και τα σκυλάδικα, μη νομίζεις, είχαν τα τραπέζια τους, τις καρέκλες τους. Ήσουν και πιο άνετη εκεί. Σου λέω, ανέβαινες και πιο εύκολα στο τραπέζι, έκανες τα δικά σου. Αλλά εκεί πάντα υπήρχε κι ένας φόβος, ότι μπορεί να γίνει καμιά φασαρία. Οπότε, σε... Πέρα, δηλαδή, απ' αυτό στη Βάρη που πηγαίναμε –και δεν είχαμε, βεβαίως, συναντήσει ποτέ πρόβλημα, εκεί που σου λέω γνώρισα και τον Σαλαμπάση– δεν αντιμετώπισα προβλήματα, ναι. Δεν είχα έτσι κάτι που να θυμάμαι πολύ έντονο, όχι.

Γ.Π.:

Ποια ήταν τα τραγούδια που σημάδεψαν τη γενιά σας από αυτά;

Α.Κ.:

Νομίζεις θυμάμαι; Ποια ακριβώς είναι; Μπερδεύω και τις δεκαετίες. Σίγουρα ήτανε το «Πάρε ό,τι»... ναι, «Πήγαινέ με όπου θέλεις ταξιτζή» με τον Στράτο. Στη δεκαετία προς το τέλος, νομίζω, είχε βγάλει και η Ρίτα το «Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα», το «Οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες». Έκαναν έναν χαμό αυτά τα τραγούδια. Ντάξει, δεν ήταν τα πιο ποιοτικά τους, αλλά γινότανε χαμός μ' αυτά. Η Δούκισσα δεν θυμάμαι τα... είχε πολλές επιτυχίες τότε. Δεν θυμάμαι, όμως, έτσι να σου πω τίτλους κι αυτά. Ναι, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, με τίτλους τραγουδιών δηλαδή. Όμως, ήταν τα καλύτερα τραγούδια. Αυτή τη δεκαετία είχανε βγει τα καλύτερά τους τραγούδια. Μεγάλες επιτυχίες τους.

Γ.Π.:

Το «Σ' αγαπάω, μ' ακούς;»;

Α.Κ.:

Το «Σ' αγαπάω, μ' ακούς;» νομίζω ήταν στις αρχές της δεκαετίας; Ναι. Ήτανε στις αρχές. Ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία. Ανέλπιστη επιτυχία. Έγινε σλόγκαν, έγινε... δεν μπορούσε να ξεπεραστεί αυτή η επιτυχία. Το «Σ' αγαπάω, μ' ακούς;» στα μπιμπελό, στα αρκουδάκια, στα είδη δώρων εκεί. Στο Valentine's Day όλα γράφανε πάνω «Σ' αγαπάω, μ' ακούς;». Ήτανε κάτι το φοβερό, ναι, κάτι το φοβερό, το ανέλπιστο. Ήταν πολύ ευχαριστημένος και ο Γιώργος ο Σαλαμπάσης τότε. Μετά δεν κατάφερε... Αλλά δεν ήταν εύκολο να ξεπεράσει κανείς αυτήν τη μεγάλη επιτυχία, δεν ξεπερνιόταν εύκολα. Δεν θυμάμαι πότε πρωτοείδα τον Μητροπάνο. Δεν θυμάμαι αν τον είδα στη δεκαετία του '80 ή στη δεκαετία του '90, δεν θυμάμαι. Δεν νομίζω να μην τον είχα δει μέσα στη δεκαετία. Αλλά δεν θυμάμαι, μη νομίζεις. Γερνάω κιόλας, ξεχνάω.

Γ.Π.:

Αγοράζατε τους δίσκους τότε των καλλιτεχνών;

Α.Κ.:

Βέβαια. Βέβαια. Βινύλιο ανεπανάληπτο. Έχω ακόμα πάρα πολλούς δίσκους βινύλιο και έχω και πάρει και το πικάπ που είναι στυλ αντίκας. Ναι, γιατί μου χάλασε το παλιό. Και ακούω βινύλιο, μ' αρέσει το βινύλιο. Μετά είχαμε τις κασέτες, οι πιο φτηνές λύσεις. Είχαμε τα CD αργότερα. Σαν το βινύλιο τίποτα. Ναι, μόλις έβγαινε η επιτυχία, πηγαίναμε και τα παίρναμε.

Γ.Π.:

Ήτανε ακριβά τα βινύλια;

Α.Κ.:

Κοίτα, για μια μισθωτή κοπέλα όλα ήταν ακριβά. Όπως είναι και τώρα. Μη νομίζεις ότι υπήρχε και πολύ μεγάλη διαφορά. Ντάξει, έπεσαν κάποια χρήματα, δημιουργήθηκε μια πολύ μεγάλη αστική τάξη μέσα στη δεκαετία επί ΠΑΣΟΚ, δηλαδή. Πολύ μεγάλη. Αστική τάξη... προς άνεση μπορώ να πω. Είχαμε δουλειά, δουλεύαμε. Εγώ δούλευα δύο δουλειές. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Δύο δουλειές και μπουζούκια. Και βγάζαμε χρήματα για να βγαίνουμε, να κάνουμε το κέφι μας. Ε, και μην ξεχνάς είχαμε και τις σχέσεις μας. Πλήρωνε ο καβαλιέρος. Δεν ήμασταν τυχαίες! Όμορφες κοπέλες, ήμασταν. Κουκλάρες! Όποιον θέλαμε είχαμε! Οπότε τη βγάζαμε[00:25:00] ωραία, ναι. Να λέμε και την αλήθεια. Συνοδευόμασταν.

Γ.Π.:

Τι έκανε τότε ο συνοδός, δηλαδή;

Α.Κ.:

Ε, το αγόρι μας μάς πήγαινε στα καλύτερα, πλήρωνε. Βέβαια. Στη «Νεράιδα», στο «Διογένης Παλλάς», στα «Δειλινά» με σχέση πήγαινα τις περισσότερες φορές. Βέβαια, βγαίναμε και μόνες μας. Από τότε εμείς βγαίναμε μόνες μας. Ήμασταν μια παρέα κοριτσιών που βγαίναμε και μόνες μας. Αλλά τις περισσότερες φορές βγαίναμε με τον σύντροφο. Τον δικό μου, τον δικό της, της αλληνής, ναι. Βγαίναμε ζευγάρια. Όχι, ήταν μια πολύ ωραία δεκαετία. Μέσα σ' αυτήν τη δεκαετία πήγα Νέα Υόρκη. Ναι, μεγάλη υπόθεση να πας στην Νέα Υόρκη το '88. Το '89 πήγα στην Ιταλία, γύρισα όλη τη βόρεια μεριά. Είχα πάει, βέβαια, επαγγελματικό ταξίδι, είχα πάει και πριν με τη σχολή, αλλά μετά πήγα Βερόνα, ξαναπήγα Βενετία, Κόμο, Μιλάνο. Δύο-τρεις φορές έχω πάει στη βόρεια. Κι έχω πάει και Σικελία. Πρέπει να κατέβω λίγο πιο χαμηλά τώρα Ιταλία.

Γ.Π.:

Αν δεν πλήρωνε τότε ο σύντροφος, σας κακοφαινόταν;

Α.Κ.:

Βέβαια. Βέβαια. Τι; Να πληρώσουμε εμείς μισά μισά; Δεν είχε τέτοια τότε. Υπήρχε ο σύντροφος που πλήρωνε. Ήτανε νοοτροπία, μη νομίζεις. Μετά σιγά σιγά σιγά έφυγε αυτή η νοοτροπία. Αλλά μες στη δεκαετία του '80 δεν νομίζω ότι είχε φύγει. Μετά άρχισε να... Βέβαια, ο σύντροφος. Τι τον είχες τον σύντροφο άμα δεν πλήρωνε;

Γ.Π.:

Η γενιά σας, λοιπόν, συνδύαζε και πολιτική και διασκέδαση.

Α.Κ.:

Ναι. Εμείς ασχολιόμασταν με την πολιτική και ήμασταν πρώτοι στις διαδηλώσεις, πρώτοι στις συγκεντρώσεις. Ζήσαμε, ζήσαμε έντονα. Ήμασταν –δεν ξέρω για τους υπόλοιπους, αλλά εγώ και η παρέα μου–ήμασταν πολιτικοποιημένοι. Και, σου λέω, τότε ήμασταν όλοι ΠΑΣΟΚ. Μετά ξαναβγήκε το ΠΑΣΟΚ, νομίζω το '85 ξαναβγήκε. Μετά έγιναν το σκάνδαλο Κοσκωτά, άρχισε λίγο το πράγμα να βρωμάει. Κουτσά στραβά μέχρι το '88-'89, μετά είχαμε και την Δήμητρα από δίπλα. Αρρώστησε ο Αντρέας. Απ' τον καιρό που αρρώστησε ο Αντρέας τα πράγματα γίναν πιο δύσκολα, πέσανε τα λαμόγια από δίπλα και άρχισαν το πάρτι. Και απαξιώθηκε τελείως το ΠΑΣΟΚ. Μας απογοήτευσε. Θεωρώ ότι ήταν η μεγαλύτερη προδοσία που μπορούσε να μας κάνει ένα κόμμα, γιατί περιμέναμε πάρα πολλά. Είχαμε πολύ μεγάλη ελπίδα και πίστη σ' αυτούς. Και απ' τους άλλους δεν είχαμε απαίτηση. Δηλαδή, τους δεξιούς τους είχαμε τόσα χρόνια, τους ξέραμε ποιοι είναι. Δηλαδή, δεν είχαμε... δεν ελπίζαμε. Αλλά στο ΠΑΣΟΚ ελπίζαμε πάρα πολύ. Φάγαμε μεγάλη ήττα. Και, βεβαίως, να φανταστείς ότι ήμουν τόσο φανατική με το ΠΑΣΟΚ που έλεγα: «Έχω πράσινο αίμα» και με φωνάζαν «Πασοκτζού». Και μετά ένας φίλος στο χωριό περνάει και μου λέει: «Τι κάνεις, βρε πασοκτζού;». Και του λέω: «Μη με ξαναπείς έτσι, θα σε κάνω εχθρό. Δεν είμαι πασοκτζού πια. Ναι, το θεωρώ μεγαλύτερη βρισιά», λέω, «να με πεις πασοκτζού». Άκου, τέτοια ανάποδη πήρα! Και, ντάξει, μετά τα χειρότερα γίναν και το '90 και μετά που ήρθε κι ο Σημίτης να μας σώσει. Που όλοι την άλλη μέρα, σε μια μέρα θέλαμε να κόψουμε το χέρι μας που τον ψηφίσαμε. Ήταν κι η τελευταία φορά που ψήφισα ΠΑΣΟΚ, βέβαια. Μετά πήγα πιο αριστερά. Πάντα αριστερά εγώ.

Γ.Π.:

Τι σας τραβούσε στην πολιτική;

Α.Κ.:

Ελπίζαμε σε πολύ καλύτερες μέρες. Είχαμε πιστέψει σε μια κοινωνική ισότητα, σε μια οικονομική ισότητα. Να μην υπάρχει αυτό τώρα, οι πολύ πλούσιοι και οι πολύ φτωχοί. Αυτή τη στιγμή η μεσαία τάξη ισοπεδώθηκε. Εμείς ανήκαμε στη μεσαία τάξη και τώρα έχω τρελαθεί. Δηλαδή, πήγα προχτές να ψωνίσω κι απ' τα νεύρα μου δεν ψώνισα. Μπήκα στο κρεοπωλείο κι απ' τις τιμές που είδα και νευρίασα, πήρα δυο πράγματα κι έφυγα. Και τώρα λέω: «Τώρα πρέπει να ξαναπάω, θέλω, δεν θέλω, δεν έχω τι να μαγειρέψω». Ελπίζαμε σε μια καλύτερη ζωή. Δηλαδή, να δουλεύεις... να δουλεύεις, ναι, να δουλεύεις σκληρά, αλλά να αμείβεσαι. Δεν επιτρέπεται αυτό το πράγμα τώρα να δουλεύεις για 500 ευρώ. Δηλαδή 500 ευρώ δεν είναι μισθός. Είναι χαρτζιλίκι. Εμένα δεν με φτάνουν 500 ευρώ για χαρτζιλίκι στα παιδιά τον μήνα. Είναι μεγάλα παιδιά, θέλουνε να βγούνε. Δεν γίνεται αυτό. Θέλουν βενζίνες. Μας ισοπέδωσε. Είναι οι πολύ πλούσιοι κι οι πολύ φτωχοί. Ελπίζαμε σε καλύτερες μέρες. Και υπήρχε... και ο Ανδρέας ο Παπανδρέου ήταν[00:30:00] ο τελευταίος μεγάλος αρχηγός. Ήταν οι πολιτικοί της παλιάς κάστας. Ακόμα και όταν σε κορόιδευαν και σου 'λεγαν ψέματα, ήταν με τέτοιο τρόπο που νόμιζες ότι σου λένε αλήθεια. Δηλαδή, είχανε guts, ρε παιδί μου. Είχανε, είχανε. Εγώ τον Αντρέα τον Παπανδρέου τον θυμάμαι πάνω στα μπαλκόνια με το ζιβάγκο να μιλάει και τρελαινόμασταν. Τον είχα δει τον Ανδρέα τον Παπανδρέου στην Τήνο που ήρθε με τη Λιάνη να κάνουν το περιβόητο τάμα. Και καταλαβαίνουμε –ήμασταν στον δρόμο– και καταλαβαίνουμε με τον άντρα μου ότι ανεβαίνει η μαύρη λιμουζίνα, λέμε: «Είναι ο Παπανδρέου». Και πάμε στην Παναγία και πράγματι. Τον είχανε βάλει τον καημένο σε μια αίθουσα εκεί να πιει ένα αναψυκτικό και τα λοιπά, αφού προσκύνησαν και ανάψαν τα κεριά τους και τα λοιπά. Και έπρεπε να βγει. Και είναι ένα σκαλοπατάκι, έναν πόντο, δηλαδή είναι απλά ένα μαρμαράκι επάνω. Ένας πόντος. Και ψάχνει το χέρι του σωματοφύλακά του να το κρατήσει για να βγει αυτόν τον πόντο. Και έχω πεθάνει. Έχω βάλει τα κλάματα. Έχει ένας γίγαντας γκρεμιστεί εκείνη τη στιγμή μπροστά μου. Να μην μπορεί να με παρηγορήσει ο άντρας μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς ένιωσα. Ξέρεις, να τον έχεις στο μυαλό σου έτσι γίγαντα και να βλέπεις ένα αξιοθρήνητο γεροντάκι, άρρωστο, μ' ένα βλέμμα χαμένο. Γι' αυτό σου λέω πέσαν τα λαμόγια. Δεν κυβερνούσε στο τέλος ο Παπανδρέου. Πέσαν τα λαμόγια από δίπλα και ξεκίνησε το μεγάλο πάρτι. Τρελάθηκα! Αφού το θυμάμαι και συγκινούμαι, δηλαδή. Πώς τον είδα έτσι άρρωστο. Η Λιάνη, ντάξει, μια χαρά ήτανε. Έζησε το όνειρό της κι αυτή, εις βάρος των Ελλήνων όλων. Γίνανε πολλά, γίνανε πάρα πολλά.

Γ.Π.:

Τα πρώτα χρόνια, όμως, του ΠΑΣΟΚ νιώθατε αλλαγή;

Α.Κ.:

Τα πρώτα χρόνια ήτανε τα χρόνια της αλλαγής. Η πρώτη τετραετία ήτανε και η καλύτερη τετραετία, ναι. Σου λέω έκανε ενιαίο μισθολόγιο, έκανε οικογενειακό δίκαιο. Νομίζω έκανε και κάποια πράγματα, κάποιους νόμους έτσι για τους γκέι, για την γκέι κοινότητα. Ήταν πολύ πολύ καλά τα πράγματα. Είχαν αρχίσει ν' ανοίγουν οι δουλειές. Όχι, η τετραετία η πρώτη ήτανε καλή. Πολύ καλή. Μετά σιγά σιγά σιγά σιγά άρχισε η φθορά.

Γ.Π.:

Θεωρείτε ότι αυτή η τετραετία έφερνε περισσότερο κόσμο προς το να ασχοληθεί με την καθημερινότητά του και την πολιτική;

Α.Κ.:

Ε, βέβαια. Ε, βέβαια. Ασχολιόμασταν με την πολιτική. Μετά απαξιώσαμε. Την πολιτική την απαξιώσαμε από το... Προς το τέλος, εκτός απ' την απαξίωση, βέβαια, που είχε το ΠΑΣΟΚ, έτσι, για τους λόγους που ξέρουμε όλοι, γενικά προς το τέλος της δεκαετίας του '90, απ' το 2000 και μετά, αρχίσαμε να μην ασχολούμαστε καθόλου, να έχουμε μεγάλη αποχή. Απογοητευτήκαμε. Σκεφτήκαμε ότι όποιος και να βγει, τα πράγματα μένουν ίδια, δεν αλλάζει τίποτα. Αυτοί που κυβερνάνε, κυβερνάνε για συμφέροντα των ολίγων και προσωπικά. Δηλαδή, οι πολιτικοί Έλληνες είναι όλοι για τον εαυτό τους και για τα τζάκια που εξυπηρετούν. Και τώρα αυτή τη στιγμή τι κάνουνε; Τους εαυτούς τους και τα τζάκια που εξυπηρετούν.

Γ.Π.:

Αυτή η αίσθηση ελευθερίας και δημοκρατίας ευνοούσε θεωρείτε και την ανάγκη για διασκέδαση;

Α.Κ.:

Ναι. Δεν είχαμε, δεν είχαμε το άγχος και την ανασφάλεια που έχουμε τώρα. Οπότε ήμασταν χαλαροί. Είχαμε δουλειά πρώτο απ' όλα. Όταν έχεις δουλειά και βγάζεις χρήματα –κι έβγαζε και χρήματα. Εγώ δούλευα με ποσοστό επί των πωλήσεων και έβγαζα πάρα πολλά χρήματα. Δηλαδή, πέρα από την αρχή που πρωτόπιασα εκεί δουλειά το '81, μετά που είχα ποσοστό επί των πωλήσεων, έβγαζα πάρα πολλά χρήματα για την ηλικία μου. Δεν είχα πρόβλημα. Και όλοι είχαμε δουλειές. Όλοι βγάζαμε χρήματα. Πληρωνόμασταν καλά. Γι' αυτό σου λέω, έκανε το ενιαίο μισθολόγιο ανέβασε πολύ το θέμα το οικονομικό. Ντάξει, δεν μας δίνανε τα εκατομμύρια, αλλά μπορούσαμε να ζήσουμε. Να έχουμε μια... να μη... όχι όπως τώρα δηλαδή. Το άκρο αντίθετο από τώρα. Να 'ρχεται ο λογαριασμός και να τραβάς τα μαλλιά σου και να λες: «Μα πώς θα τον πληρώσω;». Ερχόταν ο λογαριασμός και πήγαινες και τον πλήρωνες, εντάξει.

Γ.Π.:

Δεν το σκεφτόσουν να πας–

Α.Κ.:

Δεν το σκεφτόσουνα έτσι να τρελαίνεσαι–

Γ.Π.:

Να πας δύο και τρεις φορές στα μπουζούκια, ας πούμε, τη βδομάδα.

Α.Κ.:

Πηγαίναμε. Ντάξει, εμείς ήμασταν και νέοι, δεν είχαμε οικογένεια. Ντάξει, για έναν οικογενειάρχη φαντάζομαι ότι δεν θα 'ταν εύκολο να πηγαίνει. Το Σάββατο θα πηγαίνανε. Αλλά εμείς που ήμασταν νέοι κι ελεύθεροι, ανύπαντροι και δεν είχαμε υποχρεώσεις, καταδιασκεδάζαμε. Βγαίναμε συνέχεια.[00:35:00] Και στις ταβέρνες και στα κουτουκάκια και στα ρεμπετάδικα και στις ντισκοτέκ πολύ πηγαίναμε. Και στα μπουζούκια πηγαίναμε. Αλλά διασκεδάζαμε πάρα πολύ. Δηλαδή, δεν είναι ότι πηγαίναμε μία μέρα. Μπορεί να τύχαινε βδομάδα που να βγαίναμε και τρεις και τέσσερις φορές. Δηλαδή, αναγκαστικά καθόμασταν και μια μέρα να κοιμηθούμε. Δεν είχαμε υποχρεώσεις, βέβαια. Δεν είχαμε να πληρώνουμε λογαριασμούς. Αυτά τα είχαν οι γονείς μας. Αλλά θυμάμαι και οι γονείς μου, η μαμά μου δεν δούλευε. Και ο μπαμπάς μου με έναν μισθό κατάφερνε να τα βγάζουμε πέρα μια χαρά. Κι είχαμε και νοίκι. Για φαντάσου τώρα ότι έχω δικό μου σπίτι. Και έμπαινα στο μάρκετ κι έπαιρνα ό,τι ήθελα με την άνεσή μου και τώρα κοιτάω τις τιμές, κάθομαι 2 ώρες μες στο σούπερ μάρκετ. Να είναι και καλό, να είναι και πιο οικονομικό. Κάνω διαλογισμό μες στο σούπερ μάρκετ. Έλεος.

Γ.Π.:

Τι σας λείπει περισσότερο από αυτήν τη δεκαετία;

Α.Κ.:

Μου λείπει. Μου λείπει το κλίντερ. Μου λείπει η λάμψη. Μου λείπει η αισιοδοξία. Μου λείπει παραπάνω απ' όλα η ελπίδα. Δεν έχω ελπίδα. Δεν ελπίζω σε τίποτα τώρα. Δεν έχω αισιοδοξία. Έρχονται εκλογές και λέω: «Εντάξει, όποιος και να βγει, μια απ' τα ίδια». Και ο ΣΥΡΙΖΑ που βγήκε, δεν έβαλε το μαχαίρι στο κόκκαλο. Ας πούμε, πήγε να κάνει για την γκέι κοινότητα. Έκανε το σύμφωνο συμβίωσης. Γιατί να μην εγκρίνει και τον γάμο; Δεν τολμάει κανένας να κάνει τομή πραγματική, δηλαδή. Όλα, όλο επιφανειακά. Επιφανειακά το ΠΑΣΟΚ, επιφανειακά το ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι για να λέμε ότι κάτι κάνουμε σαν αριστεροί. Οι δεξιοί έχουν τον χαβά τους, μια χαρά. Δεν αλλάζουν αυτοί. Τουλάχιστον ξέρεις ότι εκεί δεν αλλάζουν τα πράγματα. Είναι αυτή η νοοτροπία τους, αυτή, σταθερή. Αυτό μου λείπει. Η ελπίδα, η αισιοδοξία. Αυτή η ισοπέδωση όλων, δεν... μου δημιουργεί κατάθλιψη. Πραγματικά, δηλαδή, έχω πέσει πολύ ψυχολογικά. Μ' όλα αυτά που ακούω. Και τότε γινότανε ληστείες, και τότε γινότανε κλεψιές και φόνοι και δολοφονίες, αλλά όχι αυτό το κακό. Εδώ έχουμε εκτροχιαστεί τελείως. Δηλαδή, απ' τον COVID και μετά, δεν ξέρω. Μήπως ο COVID όταν νοσείς σε κάνει λίγο θηρίο; Δεν ξέρω τι έχει γίνει. Δεν είναι κατάσταση αυτή.

Γ.Π.:

Εσείς τι κρατάτε απ' αυτά τα χρόνια που το θυμάστε τώρα, ας πούμε, και σας ζεσταίνει την ψυχή;

Α.Κ.:

Μου ζεσταίνει την ψυχή ότι ήμουνα νέα, ότι δεν κουραζόμουν με τίποτα. Ήμουν αισιόδοξη. Δυναμική, πολύ δυναμική. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Είχε φτάσει και εποχή, γύρω στο '87-'88, δούλευα δύο δουλειές. Έφευγα απ' το σπίτι μου 5:30 η ώρα και γύριζα στις 11:00. Εκείνη την περίοδο πήγαινα μία φορά, κάθε Σάββατο, στα μπουζούκια γιατί δεν γινότανε δηλαδή. Κανά δύο φορές που το έκανα να πάω κι απ' τη δουλειά το πρωί, νόμιζα θα πεθάνω. Ζαλιζόμουνα. Είχε τύχει να δουλεύω και δύο δουλειές. Παρόλα αυτά, δεν με έριχνε ψυχολογικά αυτό. Δούλευα δύο δουλειές για να φτιάξω το σπίτι μου, αυτό εδώ. Βέβαια. Να βοηθήσω τον πατέρα μου να φτιάξει το σπίτι. Δεν κώλωνα στη δουλειά. Ήμουν πολύ δυναμική. Κι ό,τι μου 'μπαινε στο μυαλό, έπρεπε να γίνει. Ακόμα το 'χω αυτό, βέβαια. Άμα μου καρφωθεί στο μυαλό, τελείωσε. Πρέπει να γίνει. Το 'χω, δεν το 'χω χάσει ακόμα αυτό. Αλλά αυτό, μου λείπει η αισιοδοξία, η ελπίδα. Η ελπίδα. Αυτά είναι που με ρίχνουνε. Ήτανε το αβαντάζ της εποχής. Ειδικά στην αρχή, σου λέω, είχαμε πολύ πολύ μεγάλη ελπίδα. Ήμασταν έτσι ενθουσιασμένοι, έξω καρδιά, σύντροφοι. Μετά... ασ' τα μετά.

Γ.Π.:

Αν είχατε τώρα ένα βράδυ σ' εκείνη την εποχή, τι θα κάνατε; Πού θα πηγαίνατε; Και ποιον θα ακούγατε;

Α.Κ.:

Αν είχα ένα βράδυ, θα πήγαινα στη «Φαντασία» ν' ακούσω τον Διονυσίου, τη Δούκισσα, τον Ζαμπέτα και την Σακελλαρίου. Θα πήγαινα εκεί. Όλους αυτούς.

Γ.Π.:

Τι ωραία, κυρία Άντζελα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Κ.:

Παρακαλώ, να 'σαι καλά.

Γ.Π.:

Ευχαριστούμε που μας πήγατε πίσω στα 80s και λίγο ζήσαμε την εποχή μέσα απ' τα λόγια σας.

Α.Κ.:

Κι εγώ ευχαριστώ, κορίτσι μου. Να 'σαι καλά.

Γ.Π.:

Καλή συνέχεια.