© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Απ' το μηδέν ξεκίνησα με τρύπιο παντελόνι»: Οι δυσκολίες και εμπειρίες ενός δασκάλου πριν και κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.

Istorima Code
23416
Story URL
Speaker
Φώτης Πιστιόλης (Φ.Π.)
Interview Date
22/10/2022
Researcher
Ελευθερία Αθανασοπούλου (Ε.Α.)
Ε.Α.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Φ.Π.:

Καλημέρα σας.

Ε.Α.:

Eίμαι η Ελευθερία Αθανασοπούλου, σήμερα είναι 23 Οκτωβρίου 2022, βρισκόμαστε στο Αγρίνιο και είμαστε με τον κύριο Φώτη Πιστιόλη. Θέλετε να μας πείτε πού γεννηθήκατε και πότε;

Φ.Π.:

Ναι. Εγώ γεννήθηκα στη Σαργιάδα, αλλά σε ένα συνοικισμό της Σαργιάδας και τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, δηλαδή πριν πάω στο Δημοτικό, τα πέρασα εκεί, στο συνοικισμό. Εντάξει, πηγαίναμε και στο χωριό κάποιες Κυριακές, σε κάποιες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα στην εκκλησία, γιατί δεν είχε ούτε εκκλησία ο συνοικισμός. Είχε μια εκκλησία, ένα παρεκκλήσι, ξωκλήσι μάλλον, την Αγία Βαρβάρα βέβαια, η οποία γιορτάζει… Γιόρταζε, δεν ξέρω τώρα... Γιορτάζει βέβαια και τώρα, γινόταν και ένα πανηγύρι εκεί τοπικό πανηγύρι. Η Αγία Βαρβάρα, η οποία βρίσκεται κοντά στο ποτάμι αυτό, του Ζέρβα όπως το λέμε, το οποίο καταλήγει στον Αχελώο δηλαδή και φτάνει στον Αχελώο, στο Καστράκι. Εντάξει, τα πρώτα χρόνια μου, τα παιδικά καλά ήταν για μένα, γιατί ήμουν σε μία οικογένεια αρκετά, όχι πλούσια, αλλά της εποχής εκείνης εύποροι θεωρούνταν. Ήμουν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας αυτής. Δεν πήρα το όνομα, δε με βάφτισαν στο όνομα του παππού μου. Με βάφτισαν στο όνομα ενός θείου μου ο οποίος είχε πολεμήσει το ‘41-'43 στην Αλβανία, είχε πάθει φυματίωση και είχε ένα τέλος πολύ άσχημο γι' αυτό τον άνθρωπο. Ύστερα από… Και επέστρεψε, πέρασε μία δύσκολη περίοδο, πήγε στο σανατόριο στην Αθήνα. Και τελικά, επειδή ήταν οι καταστάσεις ήταν πολύ άσχημες, γερμανοκαταστάσεις, η επαφή ήταν δύσκολη τότε, γιατί τα μέσα συγκοινωνίας και τα μέσα ενημέρωσης δηλαδή, τηλέφωνο και λοιπά ήταν σπάνια. Το τελικό αποτέλεσμα ήτανε να είχε αρραβωνιαστεί ο πατέρας μου με τη μάνα μου και είχαν κανονίσει και γάμο, δηλαδή είχαν κανονίσει το γάμο το '44 περίπου, εκεί, το Μάιο μήνα. Αλλά τον Μάρτιο μήνα, λαμβάνει ένα γράμμα από το σανατόριο ότι έχει πεθάνει ο αδερφός του. Λένε… Έγινε ο γάμος αλλά δεν έγινε γάμος κανονικός, δηλαδή με γλέντια και λοιπά. Ήταν ένας γάμος έτσι σιωπηρός ας το πούμε, λυπημένος, αφού είχαν κανονίσει το γάμο. Και γεννήθηκα εγώ το '45 τον Δεκέμβριο και ζήτησε ο παππούς μου να μην... Δεν ζήτησε το όνομα το δικό του, αλλά ζήτησε το όνομα του γιου του. Λέει: «Όσο ζω μέσα μέσα σε αυτή την οικογένεια να ακούω, ας πούμε και να φωνάζω το όνομα του γιου μου». Και έτσι και έγινε. Ο παππούς μου ήταν ένας προχωρημένος άνθρωπος. Ενώ όλη η περιουσία βρισκόταν σε αυτή την περιοχή που σας λέω τώρα, αναγκάστηκε να πουλήσει ένα κομμάτι, μερίδιο δηλαδή της περιουσίας του –από τα καλύτερα μάλιστα κτήματα– για να κάνει μία αγορά στο χωριό για να πάμε εμείς να μάθουμε γράμματα. Ήταν δηλαδή προχωρημένος, γιατί τότε σπάνια γίνονταν. Σχολείο δεν υπήρχε στον οικισμό και αναγκαστήκαμε να πάμε στο χωριό. Εκεί εντάξει, άρχισαν οι δυσκολίες, γιατί τα κτήματα ήταν μακριά, περίπου δύο με τρεις ώρες δηλαδή με τα ζώα ή με τα πόδια, για να γίνει η συλλογή των… Σε ελιές, καπνά, διάφορα αλλά κηπευτικά και λοιπά, γιατί δεν είχαμε ούτε κήπο. Το σπίτι που πήραμε ήταν ένα παλιό σπίτι, ημιδιώροφο, με 450-500 τετραγωνικά μέτρα κήπο. Πού να ζήσει η οικογένεια; Και μάλιστα, οικογένεια η οποία μεγάλωσε, γιατί γεννήθηκαν άλλα, μέχρι το '57-'56 γεννήθηκαν άλλα τέσσερα παιδιά. Γίναμε πενταμελής, πέντε παιδιά, δύο γονείς, δύο παππούδες, μια οικογένεια μεγάλη. Και άρχισε η φτώχεια. Τελικά τελείωσα το Δημοτικό εγώ και τα αδέρφια μου –όχι όλα τα αδέρφια μου– στο χωριό. Αλλά τα καλοκαίρια όμως βρισκόμασταν στο συνοικισμό Κοκκινόλογγο, στον οποίο εργαζόμασταν για να βγάλουμε τα καθημερινά και να ζήσουμε. Τελικά, όταν τελείωσα το Δημοτικό, είπε ο δάσκαλος εκεί στον πατέρα μου, λέει: «Να το στείλεις το παιδί για γράμματα», ήμουν εγώ καλός μαθητής. Λέει ο πατέρας μου: «Πού να τον στείλω για γράμματα; Είναι ο πρώτος της οικογένειας και σ' αυτόν στηρίζομαι, αυτός θα βοηθήσει και τους υπόλοιπους». Γιατί ο πατέρας μου είχε, ήταν και λίγο φιλάσθενος, δηλαδή δεν μπορούσε να ασχοληθεί πολύ με τα αγροτικά. Τέλος πάντων, η μάνα μου ήτανε αγράμματη τελείως, αλλά επέμενε ότι πρέπει να πάει το παιδί για γράμματα, να πάει στο Γυμνάσιο. Τελικά κατέβηκα ας πούμε με χίλια βάσανα. Είχα δώσει εξετάσεις εδώ, όπως δίναμε τότε εξετάσεις στο αρρένων, το μοναδικό Γυμνάσιο που είχε αρρένων και θηλέων, τα δυο Γυμνάσια που υπήρχαν τότε. Έτσι ξεκίνησε τότε η ζωή μου ας πούμε. Τώρα, η ζωή μια… Σαν ξενιτιά για μένα, ένα παιδί 12-13 χρονών να βρεθεί στο Αγρίνιο χωρίς δηλαδή γνωριμίες, χωρίς ερεθίσματα πολλά και λοιπά. Εντάξει, ήταν μια δυσκολία προσαρμογής. Και το δυσκολότερο ήταν πού έπρεπε να μείνω για να πάω στο… Γιατί από το χωριό δεν μπορούσες να πηγαινοέρχεσαι. Το χωριό μου με τα ζώα τότε ήταν γύρω στις έξι ώρες με τα πόδια, δεν υπήρχε. Μια συγκοινωνία υπήρχε η οποία γινόταν, κάθε πρωί περνούσε το αυτό το λεωφορείο, αυτή η γραμμή Αγίου Βλασίου-Αγρινίου, που νομίζω πήγαινε μέχρι το Ορφανό αργότερα, γιατί έγινε ο δρόμος, Χούνι δηλαδή, αυτά τα χωριά, δηλαδή έκανε αυτή τη γραμμή. Και παίρναμε το λεωφορείο αυτό της γραμμής του ΚΤΕΛ στο 18 χιλιόμετρο, εκεί που είναι σήμερα ο υποσταθμός εδώ στη Ραΐνα. Τελικά, εντάξει, βολευτήκαμε. Αργότερα έγινε κάποιος δρόμος στο χωριό, υπήρχε ένα αυτοκίνητο που έκανε μια συγκοινωνία, ένα τριών τετάρτων με ένα πανί πίσω. Μια δυσκολία στο δρόμο, δηλαδή έχουμε έχω περάσει πάρα πολλά για αυτό το διάστημα των έξι ετών, μέχρι να τελειώσω το Γυμνάσιο με. Βρέθηκα την πρώτη χρονιά σε μια οικογένεια αρκετά μεγάλη, ενός ιερέα που ήταν πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου.

Ε.Α.:

Μείνατε εκεί δηλαδή;

Φ.Π.:

Και έμεινα το χρόνο, τον πρώτο χρόνο. Eντάξει, αυτά τα ξαδέρφια μου, δεύτερα ξαδέρφια, πήγαινε ο ένας, μάλλον οι δύο πήγαιναν... Όχι, ο ένας πήγαινε Γυμνάσιο. Λοιπόν, πηγαίναμε παρέα δηλαδή μ' αυτόν, τα άλλα τα παιδιά ήταν όλα μικρότερα. Τελικά, εντάξει οι άνθρωποι αυτοί, δεν έχω παράπονο. Έκαναν ένα πολύ σπουδαίο έργο για μένα, με βοήθησαν και χρωστάω δηλαδή και ευγνωμοσύνη και έχω επαφή μαζί τους, δηλαδή όσοι ζούνε. Τώρα άλλος είναι στην Αθήνα, άλλος από δω, τα παιδιά περισσότερο. Εντάξει, αυτός ο μπάρμπας μου ο ιερέας ,ο παπα-Δημήτρης, Αγγέλης λεγόταν, ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος δηλαδή και αργότερα που σπούδασα και έγινα και δάσκαλος, με εκτιμούσε πάρα πολύ. Και ήταν και υπερήφανος δηλαδή, γιατί πέρασα και τον πρώτο χρόνο στο σπίτι του. Μετά περιπλανώμενος, από δωμάτια έτσι με κάποιους άλλους, δυσκολίες. Τελικά, έμεινα και με και έναν ο οποίος ήταν απ' τα Σιτόμενα και έγινε και γιατρός, καλός μαθητής κι αυτός, είχαμε μείνει στο ίδιο δωμάτιο. Με έναν από το χωριό μου πάλι, μικρότερος βέβαια, ο οποίος σπούδασε κι αυτός και έγινε Διευθυντής στη Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας. Είχε υψηλή θέση, δηλαδή ήτανε στέλεχος. Και έτσι σχεδόν τελείωσα, πότε στον ένα μπάρμπα, πότε σε δωμάτια με άλλους. Τα δύσκολα χρόνια τα οποία ήταν και από απόψεως σίτισης δηλαδή, γιατί όταν περιμένεις, όταν εμένα μόνος μου δηλαδή με άλλα παιδιά ας πούμε που πήγαιναν στο Γυμνάσιο, περιμέναμε δηλαδή κι αυτοί και εγώ και έτσι λειτουργούσε τότε το σύστημα, ένα καλάθι απ' το χωριό –τότε τα καλάθια υπήρχαν. Που τι θα σου φτιάξουν στο χωριό; Κανένα κοτόπουλο αν υπήρχε, καμία πίτα ας πούμε, που ήταν της εποχής, αυγά. Δηλαδή, τι να έρθει η πατάτα απ' το χωριό, τι να φας δηλαδή και λοιπά; Δυσκολία. Δηλαδή πρέπει να ομολογήσω ότι πολλές φορές έμενα και νηστικός τα βράδια, δηλαδή δεν έτρωγα. Και μάλιστα, είχα παραπονεθεί κιόλας σε έναν καθηγητή μου, γιατί στο Γυμνάσιο αυτή την περίοδο, λόγω του ότι ήταν έτσι η κατάσταση μετεμφυλιακή και δύσκολη, είχαν κάνει και κάποιο τύπου συσσιτίου, δηλαδή κάτι σάντουιτς με νομίζω μέσα ε[00:10:00]ίχε μορταδέλα και λίγο τυρί κίτρινο, και έπαιρναν κάποια παιδιά στο διάλλειμα και εγώ δεν μου έδινε κανένας τίποτα. Και έκανα ένα παράπονο και λέω: «Αυτό το συσσίτιο -λέω- που γίνεται, που μοιράζετε -λέω- με τι κριτήρια γίνεται;», είχα το θάρρος δηλαδή και αυτό. Μου λέει: «Τι εσύ, γιατί;». «Εγώ -λέω- δεν παίρνω τίποτα. Εγώ είμαι από χωριό, δεν έχω κανέναν εδώ, είμαι μόνος μου, φτωχός, φτωχό παιδί, λοιπόν δεν πρέπει και εγώ να πάρω ένα κουλουράκι ας πούμε, ένα σάντουιτς;». Τελικά εντάξει, έγινε η αυτή. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτό το σάντουιτς το πρωινό, και αυτό καλό ήτανε δηλαδή–

Ε.Α.:

Ναι.

Φ.Π.:

Για να είμαι ειλικρινής, έτσι, μέσα σε όλη αυτή την ταλαιπωρία. Δούλευα κιόλας όμως. Δηλαδή όταν λέω δούλευα, είχα ένα θείο, αδερφός αυτουνού του παπά, ο οποίος είχε ένα... Ή μάλλον ο κουνιάδος του είχε ένα κρεοπωλείο στο σιντριβάνι, Κατσίκας λεγόταν. Ήταν άκληρος αυτός, αλλά ήταν δύο αδέρφια που το είχαν μαζί, και ο μπάρμπας μου είχαν αυτή την επιχείρηση, μία καλή επιχείρηση. Όταν δεν είχα το σχολείο στο χωριό, αναγκαζόμουν να πάω εκεί για να βγάλω κάποια χρήματα δηλαδή πάνω μου. Δε γινόταν δηλαδή χωρίς χρήματα να κυκλοφορήσεις. Ο πατέρας μου πόσο θα μου έστελνε από εκεί; Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Και είχε πίσω οικογένεια. Μια οικογένεια μιλάμε τώρα οκταμελής εκεί και ένας εγώ μόνος μου, εννιά άτομα. Γιατί ο παππούς μου πέθανε βέβαια αργότερα, όταν πήγα στο Γυμνάσιο έμεινε οχταμελής η οικογένεια. Η γιαγιά μου έζησε μέχρι το '72, 90 χρονών πέθανε. Η μάνα μου αγωνιζόταν αυτό το διάστημα, δηλαδή για να σπουδάσω εγώ. Περπατούσαν τρεις ώρες από το χωριό να κατέβουν στον Κοκκινόλογγο και από εκεί στο Καστράκι, κοντά στο Καστράκι που είχαμε ένα κτήμα με ελιές και τρεις ώρες να ξαναγυρίσουμε. Πολλές φορές όμως δεν γύριζαν στο χωριό και μέναμε μόνοι μας δηλαδή τα παιδιά, όλοι, τα υπόλοιπα παιδιά, με τον παππού και τη γιαγιά αυτό το διάστημα δηλαδή πού πηγαίναμε στο Δημοτικό. Και εντάξει, δεν ήταν και τόσο εύκολα τα πράγματα. Κι αν ερχόταν η μάνα μου το δεύτερο βράδυ, το τρίτο βράδυ, μέχρι να ζυμώσει, μέχρι να ψήσει το ψωμί, μέχρι να γίνει, μέχρι αυτό, ξενυχτούσε όλη νύχτα, δηλαδή, μία ταλαίπωρη γυναίκα ας πούμε –και είχε και προβλήματα υγείας– που με δυσκολία παλέψαμε για να τελειώσω εγώ το Γυμνάσιο. Όταν είχα φτάσει όμως –κάνω μία παρένθεση– στην τρίτη Γυμνασίου, λέει ο πατέρας μου: «Τώρα -λέει- κοίταξε να δεις, δεν μπορώ να σε στείλω άλλο στο Γυμνάσιο, δεν υπάρχει χρήμα, δεν υπάρχουν τίποτα». Πετάγεται η μάνα μου και λέει –γιατί άκουγα τη συζήτηση εγώ–, λέει: «Τι να κάνουμε, ένας χωροφύλακας -λέει- θα γίνει το παιδί να πούμε, ένας χωροφύλακας. Δηλαδή εντάξει, τελειώνει τρεις τάξεις στο Γυμνάσιο; Θα γίνει ένας χωροφύλακας. Και πού αλλού μπορεί να πάει δηλαδή;». Η μάνα μου αγράμματη τελείως αλλά λίγο, όχι θρησκόληπτη, θρησκευόμενη. Λοιπόν, εντάξει, άνθρωποι της εκκλησίας, πήγαινε τακτικά αλλά δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα. Εντάξει, εγώ επειδή είχα τελειώσει και το Γυμνάσιο, και τα άλλα τα αδέρφια μου, της λέγαμε ας πούμε κάποια πράγματα, τουλάχιστον να μπει στο νόημα το θρησκευτικό, γιατί πηγαίνει στην εκκλησία. Λοιπόν, λέει: «Όχι, πρέπει το παιδί να το στείλουμε να συνεχίσει τις σπουδές, τα γράμματα», επέμενε δηλαδή. «Και πώς θα πάει -ο πατέρας μου- με τι; Αφού δεν υπάρχει χρήμα». «Θα γίνει η δουλειά. Θα πάρει -λέει- ένα δοχείο λάδι από δω από το χωριό -είχαμε καλό λάδι από τις ελιές- και θα κατέβει στο Αγρίνιο. Θα πάει να πουλήσει το λάδι, θα πάρει ό,τι χρήματα πάρει, θα πάει να κάνει εγγραφή, γιατί πληρώνουμε και την εγγραφή»–

Ε.Α.:

Στο σχολείο;

Φ.Π.:

«Θα πάρει και βιβλία», τα οποία βιβλία τα περνάμε τότε από την μεγαλύτερη, την τάξη που είχε τελειώσει δηλαδή, σε μισοτιμής. Ξέρεις, γινόταν ένα παζάρι ας πούμε το οποίο ήταν μεταξύ των δύο πλατειών, της πλατείας Ειρήνης και της πλατείας Δημοκρατίας. Πρέπει να τα θυμάται ο παππούς σου αυτά. Δεν ξέρω αυτός πώς τα πήρε τα βιβλία ή ο άλλος ο παππούς που ήμασταν μαζί στην ίδια τάξη, ο γιατρός ο…

Ε.Α.:

Κώστας.

Φ.Π.:

Ο Κώστας. Λοιπόν, και έτσι γινότανε. Τελικά πραγματικά, αυτό το λάδι το πήρα και είχα πάει σε ένα καφενείο θυμάμαι εκεί που ήταν και γνωστός αυτός από το χωριό μου, εκεί κοντά στον παιδικό σταθμό και του είχα αφήσει το λάδι. Και ξέρετε τώρα, κουβάλησα και λίγο. Εντάξει, είχε, ήθελε περίπου 17 κιλά. Το μετέφερα στο καφενείο, κάθισα εκεί πέρα, δε θυμάμαι, κάτι παρήγγειλα εκεί. Κάποια στιγμή με προσέγγισε ένας έμπορος εκεί, ο οποίος είχε ένα παντοπωλείο, γερός. Του λέει, παρήγγειλε καφέ, του λέει: «Εδώ το παιδί -λέει- από το χωριό έχει φέρει ένα δοχείο λάδι -λέει- μπαρμπα...», δε θυμάμαι πώς τον έλεγαν στο όνομά του, το ξεχνάω. Κατερινόπουλος ήταν το επώνυμό, ήταν ακριβώς στον παιδικό σταθμό απέναντι ένα παλιό παντοπωλείο της εποχής εκείνης, καλό παντοπωλείο. Μου λέει εμένα: «Από πού είσαι ρε παιδί μου;», λέει. Του είπα εγώ: «Από τη Σαργιάδα, από τον Κοκκινόλογγο», λέω. Λέει: «Τι λάδι είναι αυτό;». Λέω: «Από χοντροελιά -λέω-, άλλα το σπίτι το δικό μας, δικό μας λάδι». Λέει αυτός: «Να δοκιμάσεις -λέει ο καφετζής- δοκίμασέ το να δεις, σ' άρεσε;». Πραγματικά, το δοκιμάζει, του άρεσε το λάδι, το πήρε. Μου λέει: «Φέρε το στο μαγαζί». Δεν ήταν μακριά το μαγαζί, το πήγα. Δε θυμάμαι πόσα χρήματα μού έδωσε, με πλήρωσε ο άνθρωπος δηλαδή. Έτσι ξεκίνησε δηλαδή, να ξεκινήσω για να βρεθώ σε κάποια σπίτια, ξέρεις, οικότροφος και «θα πληρωθείς με το λάδι» ξέρω 'γω ή με χρήματα αν πουλήσω κάποιες ελιές. Ή τον καπνό, το πλασματικό που λέγαμε τότε, το καλλιεργητικό που το έπαιρναν δηλαδή για καλλιέργειες και το πλασματικό το οποίο το έπαιρναν για λιπάσματα, για τέτοια πράγματα δηλαδή δύο φορές το χρόνο. Κάπου έπαιρναν ένα από την τράπεζα –χρεωμένα βέβαια– και στο τέλος πήγαιναν να πάρουν το λογαριασμό που πουλούσαν τον καπνό και σχεδόν δεν έπαιρναν τίποτα. Τα περισσότερα χρήματα τα έτρωγαν τότε οι τράπεζες. Υπήρχε ένα χάος δηλαδή, ένα χάος το οποίο ήταν μετεμφυλιακό και δυστυχώς και η περίοδος από το '58 μέχρι το '64, που τελείωσα εγώ το Γυμνάσιο, τα πράγματα δεν ήταν καλά. Τελικά, τελείωσα το Γυμνάσιο, έδωσα εξετάσεις το '64 στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Δυστυχώς δεν πέρασα για δύο μονάδες, αν και ήμουν πολύτεκνος δηλαδή, που δεν χρησιμοποίησα και το πολυτεκνικό. Τέλος πάντων, λέω: «Θα ξαναδιαβάσω». Μετέπειτα βρέθηκα στην Αθήνα σε κάτι φροντιστήρια, εκεί επί της Σόλωνος. Εντάξει, καλά. Και ήταν κάτι καθηγητές πολύ ξύπνιοι. Έμαθα αρκετά πράγματα, βοηθήθηκα δηλαδή και κατέβηκα το –αυτά έγιναν βέβαια το '65. Την επόμενη χρονιά διάβασα όλο το '64, για να δώσω το '65 .Ήταν η πρώτη χρονιά με το ακαδημαϊκό απολυτήριο. Και θέλω να πω δηλαδή εδώ, να τονίσω, ότι στην Ακαδημία των Ιωαννίνων περνούσαν τα παιδιά που ήταν τοπικά, δηλαδή της περιοχής. Και επειδή ήταν και φτωχή περιοχή, προτιμούσαν εκείνους, εμάς δεν μας υπολόγιζαν. Τώρα από την Αιτωλοακαρνανία και από το Αγρίνιο έρχεσαι δηλαδή να πας στην Ακαδημία, και έχουμε τόσο κόσμο εδώ πέρα που θέλουμε να τους βολέψουμε; Έτσι, γινόταν. Πιστεύω δηλαδή ότι ήμουνα αδικημένος. Αλλά τέλος πάντων, και αδικημένος και πού θα βρεις άκρη δηλαδή; Αν και ήμουν και λίγο θαρραλέος και πήγα μόνος μου. Πήγα και βρήκα τους καθηγητές τότε, αφού δεν πέρασα στην Ακαδημία, λέω: «Να δω τι βαθμούς έχω και γιατί. Τι δηλαδή, πού ήταν η αυτό που δυσκόλεψε την κατάσταση δηλαδή; Πού ήταν η δυσκολία;». Και τελικά μου λένε: «Έφτασες 70 μονάδες και πήραμε μέχρι 72», κατάλαβες; Δεν είχα κάνει όμως ένσταση νωρίτερα να κάνω για πολύτεκνος. Θα μπορούσα να περάσω δηλαδή τότε λόγω πολυτεκνίας, θυμάμαι, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας. Τέλος πάντων, μπήκε το ακαδημαϊκό απολυτήριο, διάβασα, ήρθε και αυτό, δίναμε τον Αύγουστο μήνα. Κατέβηκα στο Μεσολόγγι, είχαμε μαζευτεί σε ένα ξενοδοχείο. Είχε πέντε κρεβάτια, ήμασταν πέντε, από εδώ από το Αγρίνιο, άλλος δεν ξέρω, από τη Ναύπακτο και λοιπά, γιατί εκεί δίναμε εξετάσεις, δε δίναμε τότε τοπικά ας πούμε. Το Γυμνάσιο δηλαδή το δικό μου που είναι και το μεγαλύτερο, έπρεπε να πάει στην έδρα, στο νομό δηλαδή, στην έδρα του νομού, στην πρωτεύουσα και ήταν το Μεσολόγγι τότε η πρωτεύουσα, και είναι δηλαδή ακόμα. Λοιπόν, καταλήξαμε εκεί. Έβλεπα εγώ, κοίταξε, ό,τι είχα διαβάσει, είχα διαβάσει. Δεν κάθομαι τώρα να ασχοληθώ τελευταία στιγμή και το έχω πει και στους μαθητές μου και το λέω δηλαδή, ότι την επομένη μέρα που πας για εξετάσεις πρέπει να είσαι ήρεμος. Κοιμήσου νωρίς το βράδυ, μην κάθεσαι και σκέφτεσαι τι θα γίνει την επόμενη μέρα. Ξύπνα νηφάλιος, καθαρός και ξεκίνα. Μέσα σε μία νύχτα δεν μαθαίνεται τίποτα, και μάλιστα αγχωμένοι. Κι αυτό προσπάθησα να το περάσω και στους μαθητές μου, γιατί πέρασαν και τόσα παιδιά από τα χέρια μου. Τελικά είχα δώσει εξετάσεις. Τώρα θυμάμαι και ένα περιστατικό εκεί –θα το καταγράψουμε δηλαδή, γιατί ξέρεις, αυτά μένουν βαθιά ριζωμένα. [00:20:00]Γράφαμε Αρχαία θυμάμαι. Είχε βάλει ένα κείμενο το οποίο θυμάμαι του Ισοκράτη ήτανε, που κάτι έλεγε σε μία περίοδο δηλαδή όπως ήταν... Ή μάλλον προς το τέλος ήταν; Δε θυμάμαι. «Μη ἀνιέναι τω πολέμω». Αυτό το «Μη ἀνιέναι τω πολέμω», αυτό το «ἀνιέναι» ήταν γραμματική παρατήρηση, ερμηνεία, περίληψη, τα πάντα. «Μη ἀνιέναι τω πολέμω». Σκέφτηκα τι να είναι το «ἀνιέναι». «Καλά, απαρέμφατο -λέω- είναι σίγουρα. Τίνος είναι όμως; Είναι του ἀνίημι ή είναι του έρχομαι;». Γιατί και τα δύο αυτά είναι ἀνιέναι, δεν ξέρω τώρα, εσύ φιλόλογος είσαι.

Ε.Α.:

Ναι.

Φ.Π.:

Λοιπόν, εγώ το γράφω του ἀνίημι. Λέω να μην. Το ἀνίημι είναι να μην σταματήσουν, δεν σταματάω, έτσι δεν είναι; Να μην σταματήσουν τον πόλεμο «Μη ἀνιέναι τω πολέμω» έγραφε, τω πολέμω, δοτική. Που κάτι παρότρυνε τώρα ο Ισοκράτης –δε θυμάμαι ποιος ήταν– τους Αθηναίους να μη σταματήσουν τον πόλεμο δηλαδή ή να τον σταματήσουν, ένα από τα δύο δηλαδή. Ή να πάνε ή να μην πάνε στον πόλεμο, κάτι τέτοιο δηλαδή. Ήταν διφορούμενο με τα ρήματα, το έρχομαι και το ἀνίημι. Τελικά, εγώ γράφω το ἀνίημι και έκανα όλη την ερμηνεία και κοιτάζω μπροστά από εμένα, ήταν μία κοπέλα η οποία ήτανε –τη θυμάμαι κιόλας– από τη Ναύπακτο. Πριν από αυτή όμως την κοπέλα υπήρχε ένας Πετρόπουλος, ο οποίος έγινε, ήταν πολύ καλός μαθητής στο Γυμνάσιο, τον ήξερα εγώ, ο όποιος έγινε και συμβολαιογράφος. Πετρόπουλος, αλλά δε θυμάμαι... Θανάσης, το θυμάμαι και το όνομά του. Είπα ότι και αυτή το είχε του έρχομαι του έρχομαι. Κοιτάω μπροστά, του έρχομαι «Μη ἀνιέναι τω πολέμω» να μην έρθουν στον πόλεμο δηλαδή, με το έρχομαι, να μην μην ἀνιέναι. Μη, το «Μη» είναι αρνητικό, να μην πάνε στον πόλεμο. Ενώ ο άλλος έλεγε το ἀνίημι, να πάνε στον πόλεμο, «Μη ἀνιέναι», να πάνε στον πόλεμο, να συνεχίσουν δηλαδή, να μη σταματήσουν τον πόλεμο. Αυτό ήταν, αυτή ήταν η ερμηνεία. Είπα εντάξει, το παίρνω, τα διαγράφω όλα δηλαδή, αυτό, το γυρίζω στο έρχομαι, αντικαταστάσεις γραμματικές, τα πάντα και βγαίνω έξω. Και λέω: «Ρε παιδί μου -λέω- τίνος είναι το ἀνιέναι απαρέμφατο, ποιου ρήματος είναι;». Και μου λένε: «Του ἀνίημι -μου λένε όλοι- [Δ.Α.] αυτό είναι». Πάω πιάνω αυτή την κοπέλα, λέω: «Μωρέ παιδί μου λέω με πήρες στο λαιμό σου να πούμε». Και λέει: «Εγώ το διόρθωσα -λέει-, το κοίταξα απ' τον μπροστινό και το διόρθωσα». Καταλαβαίνεις τι στενοχώρια τράβηξα… Όμως αυτή δεν πέρασε, γιατί το μάθημα που... Θυμάμαι είχα δώσει Χημεία, είχαμε βγάλει το αποτέλεσμα το θυμάμαι κιόλας ένα αποτέλεσμα 22,4. Αλλά έπρεπε να το μετατρέψεις σε κυβικά, σε χιλιοστά μάλλον, και έπρεπε να γράψεις 24.000. Ξέρεις ότι έπαιζε ρόλο δηλαδή και η λεπτομέρεια. Και όταν βγήκα έξω, της λέω: «Πώς έγραψες Χημεία;». Μου λέει κάτι [Δ.Α.] «Δε θυμάμαι -λέει- σταμάτησε εκεί. Εσύ τι έγραψες;». «Λάθος τα έχω και εγώ» της είπα. Δεν είπα την αλήθεια ας πούμε, γιατί θα μου έλεγε «Δεν μου 'λεγες, να γράψω;» και λοιπά. Δηλαδή, εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα το περιστατικό ας πούμε και εντάξει.

Φ.Π.:

Τέλος πάντων, είχα περάσει στην ακαδημία, στην Παιδαγωγική ακαδημία Αθηνών, Μαράσλειο, από τις καλύτερες ακαδημίες. Ήταν ίσο με, εντάξει, πανεπιστημιακή κατά κάποιο τρόπο, γιατί οι καθηγητές ήταν πανεπιστημιακοί. Τελείωσα στα δύο χρόνια κανονικά και από εκεί και μετά –ναι, πρέπει να κάνω μία παρένθεση εδώ πέρα, ότι πριν πάω στην Ακαδημία, είχα περάσει το '65, τα αποτελέσματα δεν είχαν βγει ακόμα και πήγα φαντάρος. Είχα πάει και σε καλή μονάδα και είχα περάσει και πολύ καλά στο στρατό, προστάτης βέβαια οικογένειας, ήμουν ο πρώτος, για ένα χρόνο. Ήταν, στο κέντρο που πήγα δηλαδή διαβιβάσεων, που εκεί εκπαιδεύτηκα στα μορς ,στα σήματα μορς, ήμουν ασυρματιστής δηλαδή. Χείριζα πολύ καλά τα μορς και το χειριστήριο. Πρέπει να σου πω ότι είχα φτάσει μέχρι και τα εκατόν σαράντα γράμματα στο λεπτό. Δηλαδή όταν το άκουγες το χειριστήριο, τρελαινόσουν. Ήταν σαν να έπαιζες δηλαδή, πώς να το πω, μουσική. Δηλαδή μιλάμε... Που είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί δεν είναι εύκολο. Δηλαδή θα σου πω μόνο για ένα γράμμα, το «α», είναι «ντι ντι ντα». Δηλαδή έχει δύο τελείες και μια παύλα, «ντι ντι ντα». Δηλαδή έπρεπε αυτό να το παίξεις «ντι ντι ντα». Δηλαδή το «α». Σκέψου να έχεις να παίξεις λέξεις ολόκληρες δηλαδή να τις περάσεις και να χειριστείς τον ασύρματο, στον ασύρματο. Και είχα σκεφτεί βέβαια αφού είχα πάρει και καλό βαθμό δηλαδή, θυμάμαι 90%, γιατί πήραμε και ένα χαρτί στο τέλος ύστερα από τετράμηνη δηλαδή εκπαίδευση στο κέντρο διαβιβάσεων στο Χαϊδάρι. Ήμουνα και τυχερός που ήμουνα και σχεδόν ο πρώτος, ή μάλλον δύο η οποία κατεβήκαμε στη Λαμία. Δηλαδή με έστειλαν στη Λαμία, πολύ κοντά, στο κέντρο εκεί σε μία μονάδα, σε έναν λόχο διαβιβάσεων, 486, το θυμάμαι σαν τώρα δηλαδή. Και εντάξει, η ζωή ήταν πολύ… Αρκετά καλή. Είχε βέβαια κάποιες σκοπιές, αλλά πέρασα πάρα πολύ καλά. Και θεωρώ δηλαδή τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί βρέθηκα κοντά, όχι στα σύνορα και λοιπά, ήμουν στο κέντρο της Ελλάδας και μπορούσα καμιά φορά να κατέβω δηλαδή εκεί στο Αγρίνιο με κάποια άδεια ή προς την Αθήνα. Είχα τελειώσει και το στρατιωτικό. Είχα περάσει βέβαια στην Ακαδημία, είχα πάει, αφού ήμουν φαντάρος είχα πάρει μία άδεια από το Κέντρο Διαβιβάσεων, πήγα στην Ακαδημία. Έκανα την εγγραφή μου μόνος μου, δηλαδή δεν είχα εγώ κάποιον αυτά χρόνια που αυτό… Εμένα ο πατέρας μου δεν είχε πάει ποτέ σε κανένα Γυμνάσιο να ρωτήσει δηλαδή πώς πάει εκείνο το παιδί μου, τι κάνει και λοιπά. Ήταν ανύπαρκτος τελείως, δεν ήταν ο άνθρωπος, δεν ξέρω, δεν είχε την κοινωνικότητα; Ενώ ήταν κοινωνικός, αλλά είχε κάπου κάποιους δισταγμούς απέναντι ας πούμε στους καθηγητές και λοιπά. Και να σας πω δηλαδή τελείωσα το Γυμνάσιο ο πατέρας μου δεν είχε πάει καμιά φορά να ρωτήσει τι κάνει αυτό το παιδί; Καλά, μόνος μου τα έκανα όλα, για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα δηλαδή και καμία δυνατή συμπαράσταση. Ήμουν όμως τολμηρός. Τελείωσε και το στρατό, πήγα στην Ακαδημία. Εκεί εντάξει, δεν πέρασα και πολύ καλά τον πρώτο χρόνο. Τον δεύτερο ήταν λίγο καλύτερα. Κατάφερα μέσα σε δύο χρόνια κατευθείαν δηλαδή πήρα εκεί το πτυχίο. Αρραβωνιάστηκα, γνώρισα και τη γυναίκα μου, την κυρία Διαλεχτή, αρραβωνιαστήκαμε το δεύτερο, μετά, αφού τελειώσαμε την Ακαδημία, πήραμε τα πτυχία μας. Εν συνεχεία παντρεύτηκα και το πρώτο παιδί, που θα τα είπε και η κυρία Διαλεχτή αυτά–

Ε.Α.:

Ναι.

Φ.Π.:

Τα δύσκολα χρόνια, επειδή εντάξει, για να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια, δεν ξέρω αν σας είπε το χαρακτηριστικό. Όταν ήταν το παιδί, του Αγίου Χαραλάμπους αν θυμάμαι, 10 του μηνός το βράδυ εκείνο, ή 11 του μηνός πρέπει να ήταν, να φτάσεις από Καρπενήσι στα Άγραφα την περίοδο εκείνη ήταν άθλος. Τι μαραθώνιος και τι αυτά, για μένα τώρα είναι, ξέρεις, τα ακούω και... Μαραθώνιος λέει, ανέβηκε λέει στον Όλυμπο και έπεσε. Τι πάει να πει έπεσε; Δηλαδή τι πέφτει από τον Όλυμπο; Γιατί ανεβαίνει κάνει ορειβασία και σκοτώνονταν; Δεν καταλαβαίνω. Γιατί να πηγαίνει μέσα στα ρέματα και σε αυτά, εκεί όπου δεν είναι άξιος να περπατήσει. Εγώ τα κατάφερα, παιδί αγρότη ήμουνα. Εγώ δούλευα τα καλοκαίρια όλα. Δηλαδή δε θυμάμαι παιδική μου ζωή, δε θυμάμαι σαν παιδί να έχω παίξει. Μόνο παίζαμε καμιά Κυριακή που δεν… Ο πατέρας μου είχε μία αρχή, έτσι, ότι τις Κυριακές και μεγάλες γιορτές δεν δούλευε. Λοιπόν, τότε μόνο μαζευόμασταν για παιχνίδια. Και τι παίζαμε δηλαδή; Φτιάχναμε μπάλα με τόπι; με το τόπι που λέω με πανιά ή την τσιλίγκα ,που καμιά φορά όπως την πετάγαμε δηλαδή και πολλές φορές την είχαμε, κάναμε την άκρη δηλαδή και μυτερή που μπορούσε να μπει σε κανένα μάτι μέσα δηλαδή και να μας βγάλει. Και πολλές φορές και πετροπόλεμο οι δύο συνοικισμοί, συνοικίες δηλαδή, γειτονιές μάλλον, δημιουργούσαν και αντιπαλότητες. Ξέρετε, εκεί στα χωριά έτσι γινόταν δηλαδή. Αμόρφωτος κόσμος. Πού να μορφωθεί; Αυτά βέβαια γίνονταν βέβαια στο Δημοτικό. Τώρα εγώ, όταν τελειώσω το Γυμνάσιο που ήμουνα σχεδόν, όχι από τους πρώτους, τρεις είχαν πάει στην Εμπορική Σχολή, από το χωριό, Δημοτικό σχολείο Σαργιάδας τότε, δηλαδή πριν το '58. Το '58 κατέβηκα μόν[00:30:00]ος μου, δεν υπήρχε άλλος δηλαδή. Δεν ξέρω πόσα παιδιά ήμασταν στη έκτη Δημοτικού, πρέπει να ήμασταν δέκα-δεκαπέντε παιδιά. Ο μόνος ο οποίος κατέβηκε δηλαδή στο Γυμνάσιο. Όταν γυρίζα βέβαια και πήγαινα ξέρω εγώ κάθε δεκαπέντε μέρες, κάθε εβδομάδα στο χωριό, όταν μπορούσα δηλαδή και υπήρχε συγκοινωνία, αν και με πίεζαν τα μαθήματα. Λοιπόν, εντάξει, εγώ δεν είχα και επαφές πολλές μετά στο χωριό. Άρχισα να αποξενώνομαι, ζούσα σε άλλο περιβάλλον, στην πόλη. Δηλαδή δεν είχα και μεγάλες επαφές. Τα παιδιά αυτά δεν τα έβρισκα, τους συνομήλικούς μου, τους συμμαθητές μου. Άλλος πήγαινε στα στο κτήμα, άλλος κοντά στα πρόβατα, στις κατσίκες. Έτσι γινόταν η ζωή τότε, οικιακή οικονομία, ό,τι έβγαζες έτρωγες. Το να αγοράσεις, να κατέβεις στο Αγρίνιο να αγοράσεις, πού υπήρχαν χρήματα; Πάρα πολύ δύσκολα. Θυμάμαι ο πατέρας μου κατεβαίναμε καμιά φορά να μου πάρει κάποια πράγματα, εντάξει, συναντιόμασταν τότε, κατέβαινα με αυτό… Το μεσημέρι που σχόλαγα εγώ το Γυμνάσιο συναντιόμασταν. Πάντως όμως ήταν μία πολύ δύσκολη περίοδος και έπρεπε να βγουν χρήματα όπως σας είπα. Τώρα, για να βγάλω χρήματα, δηλαδή αυτή την περίοδο τη γυμνασιακή μου έχω κάνει πάρα πολλές δουλειές. Πέρα από το κρεοπωλείο το οποίο σας είπα προηγουμένως... Δούλευα, δηλαδή τι δούλευα;Δούλευα δηλαδή μία μέρα την εβδομάδα-δυο. Πήγαινα το Σάββατο το απόγευμα και την Κυριακή το πρωί, μέχρι το μεσημέρι. Μου έδινε ένα χαρτζιλίκι, αυτό το θυμάμαι, δέκα δραχμές. Δηλαδή ίσον σε σημερινά λεφτά δέκα ευρώ, έτσι; Σάββατο την Κυριακή. Αλλά εκείνο το οποίο μου έδινε όμως ήταν το γεύμα. Δηλαδή λίγο κρέας, τότε το έβαναν έτσι σε λαδόκολλα, και από την απέναντι μεριά θυμάμαι, υπήρχε ένας φούρνος θυμάμαι του Αγγέλη –ο οποίος υπάρχει και σήμερα ακόμα– και σε αυτό τον φούρνο το έψηναν και μου το έδιναν εμένα αυτός ο κρεοπώλης, εκεί που έχει το κρεοπωλείο για το μεσημέρι, σαν μερίδα φαγητού ας πούμε. Εντάξει, ήταν πολύ καλό όμως και αυτό. Ήμουν ανήσυχος αυτή την περίοδο, λέω δεν ήμουν και παιδί δηλαδή που καθόμουν πολύ ήσυχα. Όχι άτακτος, αλλά ζωηρός. Πήγαινα στα γήπεδα, είχα το θάρρος να μιλάω στον άλλον και να του λέω: «Μπάρμπα, με βάζεις στο γήπεδο, με βάζεις μέσα;», δηλαδή αμισθί. Εντάξει, με έβλεπαν έτσι ας πούμε τολμηρό, με έπαιρνε ο άλλος ας πούμε και με πέρναγε μέσα στο γήπεδο. Έχω περάσει ιστορίες πάρα πολλές, αλλά εντάξει, είναι αυτά τα γεγονότα που τα σκέφτομαι καμιά φορά, λέω θα τα καταφέρουν αυτοί οι νέοι οι οποίοι σήμερα βρίσκονται σε μία άλλη κατάσταση, σε μία άλλη περίοδο; Δεν υπήρχε τηλέφωνο, δεν υπήρχε συγκοινωνία, δεν υπήρχε να επικοινωνήσεις με τον πατέρα σου, με τα αδέρφια σου, με κανέναν. Πού θα επικοινωνούσες; Δηλαδή αν έμενα δεκαπέντε μέρες στο Αγρίνιο και πήγαινα τις δεκαπέντε μέρες, δεκαπέντε μέρες δεν έβλεπα τη μάνα μου, δεν έβλεπα τα αδέρφια μου, δεν επικοινωνούσα, δεν τους άκουγα. Κατάλαβες; Και έφτασα στο σημείο που στο τέλος σχεδόν να αποξενωθώ. Αλλά και τα χρόνια τα της καριέρας μου δηλαδή, της ζωής μου αυτής, ήταν και αυτά λίγο, εντάξει, δύσκολα και ταραγμένα μπορώ να πω. Γιατί όταν έφτασα, που σας είπα προηγουμένως, τότε που είχε διοριστεί η γυναίκα μου, η κυρα-Διαλεχτή, με το μωρό εξήντα ημερών στα Άγραφα και έφτασα εκεί, τρελάθηκα. Δηλαδή είχα πάθει, άρχισα να παθαίνω ψυχολογική… Ψυχολογικό αυτό. Γιατί δε δούλευα κιόλας και βοηθούσα κιόλας και με το μωρό, τι θα να 'κανα δηλαδή; Εκεί πρέπει να σας πω ότι ήταν μία κατάσταση πάρα πολύ άσχημη. Οι άνθρωποι ήταν αφιλόξενοι τελείως, εκμεταλλευτές. Δηλαδή πληρώναμε το αλεύρι και το ζυμωτήριο που το ζύμωνε κάποια κυρία για να το ψήσει. Πλήρωνα τα ξύλα. Ένα γαϊδουροφόρτωμα ξύλα θυμάμαι πλήρωνα τριάντα δραχμές, δηλαδή τριάντα ευρώ σημερινά λεφτά, που έπαιρνε τότε η γυναίκα μου δύο. διακόσια εβδομήντα ευρώ την ημέρα, γιατί είχε πολλές κρατήσεις, ήταν νεοδιορισμένη, λοιπόν, στο χρόνο απάνω. Η κατάσταση ήταν άσχημη. Σε έναν χώρο που μέναμε, μαζί και το παιδί, χωρίς θέρμανση, χωρίς αυτό, με ένα παλιό τζάκι, με ένα παλιοκρέβατο το οποίο ήταν με κάτι σύρματα από κάτω ημίδιπλο, διπλό ξέρω, 'γω τι ήταν, δε θυμάμαι. Δηλαδή από τη στεναχώρια μου και από την ασιτία, γιατί δεν είχαμε και τι να φάμε, είχα χάσει 8 κιλά. 8 κιλά. Κατέβηκα στο Αγρίνιο, πήγα με το αυτό και κατέβηκα το Πάσχα, με δυσκολία δηλαδή, με ζώα και πληρωμές και χρήμα και... Τίποτα, δηλαδή ό,τι παίρναμε στο δρόμο έφευγαν όλα. Λοιπόν, κατέβηκα στο Αγρίνιο και περπατούσα στη Παπαστράτου κι έβλεπα τα φώτα–γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, με λάμπες και τέτοια γίνονταν, δηλαδή θα διάβαζες, δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα– έβλεπα τα φώτα επί της Παπαστράτου και γενικά τα μαγαζιά τα οποία ήταν αυτές τις δεκαπέντε μέρες του Πάσχα και τρελαινόμουν. Λέω: «Πού είμαι; Πού ζω; Πού βρίσκομαι; Εδώ είναι άλλος κόσμος στο Αγρίνιο, άλλο περιβάλλον». Είχα πάθει δηλαδή, πώς να σας το πω, μία ψύχωση. Όχι ότι το είχα βάλει κάτω, αλλά λέω: «Πού ζω; Πώς; Τούτα όλα που βλέπω τώρα είναι παράξενα να πούμε», που εγώ μέσα από πόλη ήμουν. Τέλος πάντων, είχε έρθει ο επιθεωρητής εκεί τότε θυμάμαι, που είχα έρθει σε μία προστριβή με αυτόν, λέει: «Η κατάσταση εδώ πέρα» μου λέει. Τελικά δεν ήθελα να του μιλήσω δηλαδή, αλλά τέλος πάντων, υπέκυψα. «Η κατάσταση εδώ πέρα -μου λέει- είναι άσχημη και για μωρό παιδί -μου λέει- και εδώ οι συνθήκες. Να κάνεις μία αίτηση -μου λέει- να σας πάω του χρόνου σε ένα σχολείο διθέσιο και μαζί, λοιπόν, να δουλεύει ένας πρωί και ένας το απόγευμα, να μπορέσετε και το παιδί να το μεγαλώσετε και να έχετε και δύο μισθούς ας πούμε μήπως, εντάξει, είναι μία βοήθεια». Και έτσι έγινε. Μεταβήκαμε σε ένα άλλο χωριό, τα Βραγγιανά, Επινιανά τα έλεγαν αυτοί, Επινιανά γραφόταν, ένα φιλόξενο χωριό όμως, φιλόξενο. Μας στήριξαν πάρα πολύ έναν ολόκληρο χρόνο. Τελείωσε η χρονιά. Πρέπει να σας πω ότι ο μαθητής μου αυτός –γιατί εκεί διορίστηκα δηλαδή– έκτης Δημοτικού, είναι σήμερα 64 χρόνων αυτός. Δκέψου δηλαδή οι άλλοι είναι από εκεί και κάτω. Οι μαθητές μου είναι από 24 μέχρι 64 χρονών, δηλαδή βρίσκονται. Οι οποίοι πολλοί από αυτούς με βρίσκουν στο δρόμο, εγώ δεν τα γνωρίζω, δεν τους γνωρίζω τους μαθητές μου. Μου λένε: «Ήσουν ο καλύτερος δάσκαλος», καλά, μπορεί να είναι και φιλοφρόνηση αυτό. «Ήσουν ο καλύτερος Διευθυντής στα σχολεία», και αυτό πρέπει να είναι φιλοφρόνηση. Δε λέω ότι μου το λένε μπροστά μου, πίσω μου δεν ξέρω τι λένε και πώς συμπεριφέρονται τα παιδιά ας πούμε, αλλά βλέπω ας πούμε ότι είναι... Το λένε με καλή πρόθεση. Λοιπόν, δεν τα γνωρίζω, τους λέω: «Ποιο είσαι εσύ; Σε ποιο σχολείο ήσουνα; Πού είσαι τώρα; Τι φτιάνεις;» και λοιπά. Δηλαδή, πώς να σου πω, δηλαδή πάρα πολλά παιδιά θα συναντηθώ τώρα. Δηλαδή, φαντάζεσαι τώρα ότι δεν μιλάμε για πέντε και δέκα και είκοσι, μπορεί να μιλάμε για πενήντα, εκατό, διακόσια, τριακόσια παιδιά στα σχολεία όλα που έχω γυρίσει, δέκα σχολεία σε τέσσερα-πέντε Διευθυντής πολυθεσίων, σε μονοθέσια και διθέσια σχολεία Διευθυντής, όλα αυτά τα χρόνια με εμπειρία μεγάλη δηλαδή.

Φ.Π.:

Γιατί πέραν αυτών, ασχολήθηκα και με τον συνδικαλισμό από το 1900... Μπορεί να σας πω '80, μέχρι το 2000, είκοσι χρόνια. Εντάξει, πήγα καλά και συνδικαλιστικά, πετύχαμε πολλά πράγματα. Βρισκόμουν στον κεντρώο χώρο και δεν το κρύβω δηλαδή, εγώ ήμουν κεντρώος. Δεν με ενδιαφέρει πού ήταν ο καθένας, εγώ έκανα τη δουλειά μου σαν συνδικαλιστής και σαν εκπαιδευτικός. Δεν αντιμετώπιζα τα παιδιά με διαφορετικότητες ότι αυτό είναι φτωχό, εκείνο είναι πλούσιο, αυτό είναι το παιδί του τάδε που είναι στη Νέα Δημοκρατία, αυτός που είναι ΚΚΕ, εκείνος είναι του ΠΑΣΟΚ και λοιπά πολιτικά. Δεν τα έβλεπα καθόλου δηλαδή μέσα στην αίθουσα, ούτε την πολιτική έβλεπα και με τους δασκάλους ακόμα δεν είχα πολιτικές αντεγκλήσεις στο χώρο δηλαδή τον εκπαιδευτικό, μέσα στο στη σχολική κοινότητα. Λοιπόν, έβλεπα όλους με το ίδιο μάτι, αντιμετώπιζα όλους τους γονείς με το ίδιο μάτι. Σαν Διευθυντής βρισκόμουνα παραμέρα, ό,τι παράπονα έχει ο καθένας, λέω: «Θα έρχεστε να μου λέτε το παράπ[00:40:00]ονό σας και θα προσπαθώ να λύνω τα προβλήματα». Βέβαια, μου έκαναν πάρα πολλά παράπονα οι γονείς, ποτέ για το δάσκαλο, πότε για τη δασκάλα, πότε για τον έναν, πότε για τον άλλον… Λοιπόν, προσπαθούσα να φέρω μία ισορροπία, γιατί κοίταξε να δεις, και τον εκπαιδευτικό, όλοι δεν μπορούν να κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Μπορεί να υπάρχει και μειωμένη αντίληψη, μπορεί να υπάρχει και κάποια προβλήματα στον κάθε άνθρωπο, αρρώστιες, το ένα, το άλλο. Εκεί προσπαθούσα να φέρω μια ισορροπία στο χώρο αυτό. Δεν ξέρω, νομίζω ότι τα κατάφερα. Θεωρώ δηλαδή τον εαυτό μου ότι σαν Διευθυντής την άξιζα τη θέση, δεν την πήρα δηλαδή ούτε με μέσο ούτε με τίποτα. Είχα τα ανάλογα προσόντα. Εντάξει, δε θα γίνονταν όλοι διευθυντές, δεν μπορούν να γίνουν στα σχολεία, σε μία κοινότητα, σε μία εκπαιδευτική μονάδα, σε μία σχολική μονάδα. Παραπονιόνταν μερικοί, άλλος λέει: «Γιατί έγινες εσύ;», άλλος: «Γιατί έγινε ο άλλος;». Αλλά στο συνδικαλισμό όμως, επειδή είχαμε πολλά πράγματα την περίοδο εκείνη. Μάλιστα, έλεγε τώρα από τη μία μεριά στο δεξιό χώρο και από την άλλη στον αριστερό, γιατί τρεις χώροι ήμασταν, έλεγα: «Ο στόχος είναι ένας -τους έλεγα- ο στόχος είναι αυτό το σημείο, εκεί πρέπει να χτυπήσουμε. Εμείς ενδιαφερόμαστε για τα δικά μας τα θεσμικά θέματα και για το χρήμα. Αυτά τα δύο. Είτε πας -λέω- από αριστερά να χτυπήσεις το στόχο, είτε πας από δεξιά να το χτυπήσεις ή ευθεία που από το κέντρο -λέω-, εκεί θα πάμε όλοι». Και συμφώναγαν. Και μάλιστα, πρέπει να σας πω ότι με όλους αυτούς τους συνδικαλιστές που ήταν τότε αντίπαλοι, ας το πούμε έτσι, στο χώρο, έχω πολύ καλές σχέσεις, πάρα πολύ καλές σχέσεις. Δεν ήρθα δηλαδή σε προστριβές με συναδέλφους και ούτε με προϊσταμένους. Εντάξει, μια φορά ήρθα λίγο, όχι με Προϊστάμενο βέβαια, με έναν Διευθυντή ας πούμε, ο οποίος με αδίκησε, το θεωρώ αδικία. Είναι μακαρίτης τώρα, έχει πεθάνει ο άνθρωπος, σε ένα σχολείο εδώ του Αγρινίου, ήμουν δάσκαλος ακόμα, δηλαδή δεν ήμουν Διευθυντής και μάλλον όλη αυτή, πώς να το πω δηλαδή, αυτή η κόντρα που έγινε με τον Διευθυντή με έβγαλε σε καλό. Γιατί κατέληξα να φύγω από το σχολείο τελικά, να πάρω μετάθεση και με τη μετάθεση που πήρα έγινα ταυτόχρονα και Διευθυντής. Δηλαδή, σου λέω, η ζωή είναι μία σύμπτωση, μια τύχη όλη... Οι συμπτώσεις, πώς να το πω δηλαδή; Δεν είναι να το προγραμματίσεις. Τυχαίνουν γεγονότα και τα γεγονότα. αυτά μπορούν να σε πάνε ή του βάθους ή του ύψους. Εμένα όλες οι κόντρες που είχα με πήγαιναν ψηλά να πούμε, με ανέβαζαν δηλαδή. Πήγαινα πάντα προς τα πάνω, δεν με έριχναν κάτω. Λοιπόν, τι έγινε με αυτό; Θεώρησα ότι με αδικούσε στο πρόγραμμα και πράγματι με αδικούσε. Τότε είχαμε τη γυμναστική, την περίοδο εκείνη –μιλάω τώρα δηλαδή για το 1990... Όχι '90, '88,'90 που ήρθε ο Διευθυντής αυτός... Ήταν άλλος; Δε θυμάμαι. Μέχρι το '96, μιλάμε αυτή την περίοδο. Είχαμε το… Είχε μπει ο γυμναστής και είχαμε είκοσι πέντε ώρες την εβδομάδα και μας έρχονταν είκοσι τρεις ώρες την εβδομάδα, δηλαδή κάναμε είκοσι τρεις ώρες. Δύο ώρες τις είχαμε κενό λόγω του γυμναστή. Όλοι οι εκπαιδευτικοί, από είκοσι πέντε ώρες δουλεύαμε είκοσι τρεις. Αλλά όσοι είχαν και κάποια προϋπηρεσία μετά που πετύχαμε, δούλευαν είκοσι μία ώρες, ήταν πολύ παλιοί δηλαδή δάσκαλοι. Εγώ ήμουν τώρα στις είκοσι μία ώρες, ή μάλλον στις είκοσι τρεις ώρες σε αυτό το σχολείο. Σε αυτό το σχολείο όμως ήταν δύο καρδιοπαθείς, ένας Πρόεδρος ενός χωριού –δε θα πω το χωριό του, μικρό χωριουδάκι– οι οποίοι, και ο Διευθυντής, οι οποίοι δεν εργάζονταν σχεδόν καθόλου, δεν έπαιρναν καμιά ώρα. Και το χειρότερο από αυτό ήταν ότι με έβαζε εμένα τώρα πρώτη ώρα, παράδειγμα, ένα μάθημα, δεύτερη ώρα γυμναστική. Ή με έβαζε τελευταία, την προτελευταία ώρα, δηλαδή την πέμπτη ώρα μου έβαζε γυμναστική και την έκτη ώρα μου έβαζε μάθημα. Δηλαδή είχα μάθημα. Να παραμένω εγώ δηλαδή στο σχολείο, ενώ το άλλο τμήμα –γιατί είχαμε δύο τμήματα την ίδια τάξη– τον άλλο το δάσκαλο τον είχε κενό πρώτη ώρα, εμένα με είχε μάθημα. Κενό πρώτη ώρα, τη δεύτερη ώρα πήγαινε για μάθημα, δηλαδή δεν πήγαινε πρωί σχολείο. Όταν ήταν οι τελευταίες οι ώρες, το Ε1 τώρα θυμάμαι, έτσι το λέγαμε, το Ε1, που είχε αυτός, είχε κενό την τελευταία ώρα. Δηλαδή πρώτη και τελευταία. Εμένα μου είχε τις δεύτερες, δηλαδή την προτελευταία και τη δεύτερη ώρα το κενό μου. Οπότε ήρθαμε σε μία σύγκρουση για το πρόγραμμα. Έγινε ένα συμβούλιο, είπαμε όλοι να διορθωθεί το πρόγραμμα και λοιπά ή για το ωράριο, να δουλέψουν και αυτοί που δεν δούλευαν και λοιπά. Οπότε όλα τα αποτελέσματα τα πήρε αυτός ο Διευθυντής και τα πήγε στον Προϊστάμενο. Τα πάει στον Προϊστάμενο, λέει: «Ο κύριος τάδε, ο κύριος Πιστιολης -λέει- δημιούργησε πρόβλημα στο σχολείο». «Τι πρόβλημα;». «Για το ωράριο, για το... Εδώ δεν έχουμε, δεν δουλεύουμε εμείς όλοι, δουλεύει πολύ αυτός». «Άλλοι παραπονιούνται;», λέει, τον ρώτησε αυτός. «Οι άλλοι δεν παραπονιούνται», λέει. Γιατί ένας από αυτούς είπε ότι: «Εγώ δε θέλω λιγότερες ώρες γιατί μπορεί να μου κόψουν το μισθό να πούμε αν θα δουλέψω λιγότερες». Εγώ του είπα εκεί μέσα ότι: «Δε με ενδιαφέρει ο μισθός εμένα, ας μου κόψει ό,τι θέλει το κράτος. Εγώ -λέω- δε θέλω να δουλεύω είλωτας και οι άλλοι να κάθονται. Τελείωσε το θέμα αυτό. Και εδώ η αδικία που είναι στο πρόγραμμα». Τελικά, λέει: «Δεν είναι δική μου δουλειά -είπε ο Προϊστάμενος-, πρέπει να πας για το πρόγραμμα στο Σχολικό Σύμβουλο». Πάει στο Σχολικό Σύμβουλο, εγώ τον ήξερα γιατί είχαμε γνωριστεί, ήμουν και συνδικαλιστής λέμε τώρα, και λέει αυτό και αυτό. «Και είπε -λέει- ότι θα μας μαζέψει όλους κουβάρι σε μία κόλλα χαρτί και θα το στείλει στο Υπουργείο». Είχα ντοκουμέντα δηλαδή, αφού δεν δούλευε κανένας. Και λέει αυτός: «Δώσε του δύο ώρες που ζητάει, μία-δύο ώρες, παρ' του ένα μάθημα, γιατί είναι συνδικαλιστής και πρέπει να σέβεσαι -λέει- αυτόν τον άνθρωπο, γιατί αυτός ο άνθρωπος ξέρει τη λειτουργία της σχολικής μονάδας». Και έτσι έγινε, τις κέρδισα τις δύο ώρες. Δούλευα είκοσι μία ώρες ας πούμε και έκανα μία αίτηση ότι φεύγω. Πήγα σε ένα άλλο σχολείο, στο 11ο συγκεκριμένα που το βρήκα άνω κάτω. Λοιπόν, το συμμόρφωσα λίγο, έκατσα Διευθυντής ένα χρόνο. Μετά ξανά Διευθυντής, πήγα στις εργατικές κατοικίες άλλα δύο χρόνια και πέντε χρόνια στη Νεάπολη, τα τελευταία χρόνια, που εκεί πέρασα πολύ καλά. Ήταν χωριό μεν, καλοί άνθρωποι. Είχα έναν Πρόεδρο της Σχολικής Επιτροπής ο οποίος έχουμε και κρατάμε μία έτσι οικογενειακή επαφή. Ήταν ένας, δυνατό παιδί δηλαδή, είχε τέσσερα παιδιά στο σχολείο, ο οποίος με στήριξε πάρα πολύ σαν Πρόεδρος της Σχολικής Επιτροπής. Προσπαθούσε ό,τι παράπονα δηλαδή υπήρχαν να τα κουβεντιάζω εγώ με αυτόν, που είχαν οι γονείς, οι δάσκαλοι και λοιπά, να καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα δηλαδή, κατάλαβες; Γιατί άμα δεν έχεις στηρίγματα, δεν μπορείς να προχωρήσεις μόνος σου. Η σχολική μονάδα θέλει και βοηθούς. Δηλαδή δεν μπορεί να είσαι ένας δικτάτορας δηλαδή και να λες «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» σε μια σχολική μονάδα. Πρέπει να τους μαζέψεις και να βρεις μία λύση, να αυτό, να φέρεις μία ισορροπία μεταξύ των εκπαιδευτικών και των γονέων. Γιατί και οι γονείς τα παιδιά τους έχουν, ό,τι πολυτιμότερο. Τι να πεις στον άλλον δηλαδή, ότι δεν πάει καλά το παιδί σου ή... Όταν έρχεται. Δεν θα πεις αυτό το πράγμα. «Δεν πάει καλά, είναι το παιδί σου καθυστερημένο» θα πεις; Μια προσπάθεια χρειάζεται δηλαδή με τόνο ήρεμο. «Εντάξει, θα διορθωθεί, δεν χάλασε ο κόσμος. Κι αν δεν έμαθε φέτος -ξέρω 'γω- για τον Κολοκοτρώνη, θα μάθει του χρόνου να πούμε». Τι έγινε δηλαδή; Εκεί θα κολλήσουμε τώρα; Η εκπαίδευση δεν είναι να μαθαίνεις απ' έξω πράγματα ας πούμε, παπαγαλία, όπως γίνεται τώρα, δηλαδή πας και γράφεις... Εμείς δεν γράφαμε έτσι. Εγώ αν ήταν σήμερα να πάω να δώσω εξετάσεις, δηλαδή Πανελλαδικές, θα είχα αποτύχει, δεν υπήρχε περίπτωση να περάσω. Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να μάθω παπαγαλία την ιστορία απ' έξω, δε θα μπορούσα να μάθω παπαγαλία τη βιολογία, δε θα μπορούσα ποτέ να μάθω παπαγαλία κανένα μάθημα, καταλαβαίνεις; Γιατί μία φορά δοκίμασα αυτό το πράγμα και απέτυχα, στην Ακαδημία. Το θυμάμαι και πρέπει να το πω τώρα κι αυτό γιατί μου έμεινε στο μυαλό μου. Είχαμε ένα μάθημα γεωπονικά, ένα μάθημα δηλαδή που δεν ήταν, αν υπολογίσω να ήταν πενήντα [00:50:00]σελίδες; Δε θα να' ταν ούτε πενήντα σελίδες, λιγότερο μπορεί να ήταν. Λοιπόν, αυτός βέβαια ο άνθρωπος εντάξει, εκτιμούσε και άλλα πράγματα, ο τεχνικός, γεωπόνος ήταν δηλαδή. Είχαμε και ένα κήπο εκεί στην Ακαδημία, ξέρεις εγώ, επειδή ήμουν αγροτόπαιδο και λοιπά, έπαιρνα και την τσάπα και έσκαβα και λίγο για να βάλω κάνα λουλούδι και λοιπά. Δε χαλούσε ο κόσμος. Και τι θα έκανα δηλαδή; Το εκτιμούσε αυτό ο γεωπόνος. Αλλά μου λένε οι άλλοι ξέρω 'γω οι συμφοιτητές μου, ένας τώρα μου λέει: «Φώτη, δε γίνεται -λέει- αυτός ο άνθρωπος -λέει- για να γράψεις, για να πάρεις βαθμό μεγάλο, πρέπει να τα μάθεις παπαγαλία, απ' έξω -λέει-, αποστήθιση». «Βρε αποστήθιση -λέω- δεν μπορώ να το κάνω εγώ». Λέει: «Πρέπει να κάνεις προσπάθεια. Τα θέλει -λέει- αυτολεξεί», να πούμε. «Τώρα στην Ακαδημία τα θέλει αυτολεξεί; Δηλαδή είμαστε τώρα άντρες -εγώ είχα τελειώσει και το στρατό και λοιπά ας πούμε- τέλος πάντων, ας κάνω μία δοκιμή», λέω. Λοιπόν, δοκιμάζω, είχαμε ένα κενό, μία μέρα κενή και κάνω αυτό που είπα στους άλλους να μην το κάνουν, έκανα αυτό που έλεγα στους άλλους να μην το κάνουν, αυτό έκανα δηλαδή. Διαβάζω περίπου, πόσο διάβασα, τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες, τα πέρασα δυο-τρεις φορές, δυο-τρεις φορές, κράταγα και λίγο απ' έξω, με πήρε λίγο το ξενύχτι το βράδυ. Σηκώθηκα την άλλη μέρα να πάω να γράψω, μόλις μπήκαν τα θέματα, δε θυμόμουν τίποτα από εκείνο που διάβασα. Λοιπόν, αποστήθιση μηδέν. Γι' αυτό λέω, πώς αντέχει αυτό το σύστημα και πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα –που εγώ τουλάχιστον δε συμφωνώ– αυτή την παπαγαλία, να πούμε. Βάλε ερωτήσεις κρίσεως, βάλε κάποιες να αφήσεις το παιδί, να δούμε, αυτός ο μαθητής που τελείωσε το Γυμνάσιο ή το Λύκειο και λοιπά, έχει μπει στο μυαλό του η κριτική των πραγμάτων; Βγαίνουν δηλαδή άνθρωποι από την παπαγαλία. Παρακολουθούσα την εγγονή μου, η μία δεν ήταν και τόσο παπαγάλος, η άλλη, Βιολογία τώρα. Μαθαίνεται η Βιολογία απ' έξω να πας να γράψεις; Ή τα μαθήματα τώρα τα δικά σας και λοιπά ή ο δάσκαλος ο αδερφός σου, που τελείωσε τώρα. Πιστεύω δεν θα ήταν παπαγαλία τα μαθήματα τώρα–

Ε.Α.:

Όχι, δεν είναι.

Φ.Π.:

Πρέπει να είχε κάποια άνεση. Κάπως έτσι, λοιπόν, τελείωσε τώρα η αυτή. Πρέπει να πω τώρα [Δ.Α.]. Οι γονείς μου, το '64, γιατί τώρα και η ζωή που άλλαξε γενικώς δηλαδή, γιατί με το χωριό τώρα εμείς το έχουμε, το βλέπουμε σπάνια δηλαδή. Έχουμε ξεφύγει τελείως γιατί πάθαμε μία, όχι ζημιά, μία απαλλοτρίωση από τη ΔΕΗ, μας πήρε τα καλύτερα κτήματα, εγκαταλείψαμε όλο το χωριό. Κατέβηκε ο πατέρας μου αγρότης ας πούμε στο Παναιτώλιο, αγόρασε ένα κτήμα 8 στρέμματα, ζούσαμε με αυτά, με αυτό το κτήμα έζησε η υπόλοιπη οικογένεια. Σπούδασε ο ένας ο αδερφός μου, τα άλλα τα δύο τα αδέρφια μου, αγόρια –τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι– πήγαν καλά στη δουλειά τους. Δηλαδή, τελικά τακτοποιηθήκαμε όλοι δηλαδή, δύο δάσκαλοι, δύο οδηγοί στα λεωφορεία στην Αθήνα. Λοιπόν, η αδερφή μου δεν σπούδασε, παντρεύτηκε έναν αστυνομικό, είμαστε όλοι σήμερα... Δεν είμαστε εν ζωή όλοι, έχω χάσει έναν αδερφό μου. Λοιπόν, είμαστε τρεις, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, με δυο παιδιά και μία γυναίκα εγώ. Δεν ξέρω αν τα είπα καλά.

Ε.Α.:

Μια χαρά τα είπατε.

Φ.Π.:

Λοιπόν, αν θέλετε να με ρωτήσετε κάτι.

Ε.Α.:

Λίγο θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι ακόμα. Μου είπατε ότι στα παιδικά σας χρόνια, στα χρόνια του Δημοτικού, δουλεύατε.

Φ.Π.:

Ναι. Όχι... Δουλεύαμε, ναι, και τα χρόνια του Δημοτικού και τα γυμνασιακά.

Ε.Α.:

Ναι ναι.

Φ.Π.:

Όχι αυτή τη δουλειά που έκανα, τώρα θα σου πω και μία άλλη δουλειά που έκανα.

Ε.Α.:

Ναι.

Φ.Π.:

Ναι, η δουλειά εκεί στο χωριό, εγώ από 5 χρονών θυμάμαι να κουβαλάω σε απόσταση πάνω από 1 χιλιόμετρο, 1,5 χιλιόμετρο, στον ώμο καπνό, μέσα σε αυτές τις λινάτσες. Τόσο μπορούν να σηκώσουν. Και η μάνα μου τα κουβαλούσε στον ώμο τον καπνό, μέσα σε κουβέρτες, σε ένα είδος κουβέρτας, τα έλεγαν χιράμια. Τότε το χιράμι ήταν κατασκευασμένο, δηλαδή μία κουβέρτα ας την πούμε, στο υφαντήριο, σε αυτό το, πώς έλεγαν, που τα ύφαιναν δηλαδή στον αργαλειό. Γιατί τώρα αρχίζουν να μη θυμάμαι και πολλά πράγματα, είμαι και τόσο χρόνων. Λοιπόν, αρμάθιασμα. Το καλοκαίρι, έχω δουλέψει όλα τα καλοκαίρια τα γυμνασιακά, μου από πρώτη Γυμνασίου μέχρι και τελευταία σε ξένους. Εδώ σε ένα χωριό, εδώ πέρα στο Καινούργιο, έχω δουλέψει ένα καλοκαίρι ολόκληρο, γιατί έτυχε το καπνό το δικό μας να πάθει ζημιά ξέρω 'γω λόγω, εκείνη τη χρονιά, από χαλάζι, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Και λέει ο πατέρας μου: «Εδώ τελειώσαμε. Όποιος μπορεί πάει και δουλεύει για να φέρει κάνα φράγκο στο σπίτι». Έπρεπε να ζήσει η οικογένεια. Εγώ δούλευα δηλαδή σε κάποιον στον οποίο ο πατέρας μου το μεροκάματό μου το πήρε ή σιτάρι, είχε σιτάρια αυτός, για να ζήσει η οικογένεια. Δούλευα σε καπνά το καλοκαίρι με την αρμάθα. Δηλαδή πήγαινα και αρμάθιαζα τα καλοκαίρια, όταν είχα ευκαιρία, γιατί υπήρχαν καπνά στην περιοχή τη δικιά μας, στον Κοκκινόλογγο κοντά εκεί, που ήταν ποτιστικά και γίνονταν αρκετά μεγάλα και πηγαίναμε και δουλεύαμε με την αρμάθα. Παίρναμε τότε θυμάμαι μία δραχμή, δηλαδή ένα ευρώ την αρμάθα. Έκανα σαράντα αρμάθες, ήμουν καλός στο αρμάθιασμα, ταχύς δηλαδή, σαράντα-σαράντα πέντε αρμάθες, οικονόμαγα λεφτά. Λοιπόν, εδώ στο Γυμνάσιο, τις τελευταίες, πέμπτη και την τελευταία, δηλαδή πέμπτη και έκτη Γυμνασίου, εβδόμη και ογδόη όπως τα λέγαμε τότε, δεκαπέντε μέρες την άνοιξη μετά το Πάσχα δεν πήγαινα σχολείο. Κατάφερνα αυτές τις μέρες να πάρω δεκαπέντε μέρες, ήταν καμιά πενηνταριά απουσίες δηλαδή, δεν έκανα όλο το χρόνο καμία απουσία για να τις μαζεύω τις απουσίες να τις κάνω στο τέλος και να πηγαίνω να δουλεύω στα καπνά. Εδώ στον Άγιο Χριστόφορο τον καινούργιο πιο πάνω, ή κάτω από τον παλιό από τον Άγιο Θωμά, ήταν κτήματα χωράφια, καπνοχώραφα. Και δεν πήγαινα στο Γυμνάσιο. Το έκοβα, πήγαινα και κανόνιζα να πούμε να βγάλω μεροκάματο. Είκοσι πέντε δραχμές το μεροκάματο. Δούλευα οχτώ-δέκα μέρες, δεκαπέντε, αναλόγως, και έβαζα χρήματα στην τσέπη μου. Διακόσιες-τριακόσιες δραχμές. Λοιπόν, και έτσι τα έβγαζα πέρα. Και τα δεκάρικα από τον κρεοπώλη κι άλλες δουλειές ακόμη, κι άλλες δουλειές. Γιατί, ξέχασα να πω, όταν πρωτοπήγα στην Αθήνα, πήγα σε έναν πολιτικό. Ήμουν, είχα τελειώσει το Γυμνάσιο και ζήτησα δουλειά, να πάω να δουλέψω κάπου γραφιάς. Τέλος πάντων, δηλαδή κάποια δουλειά ελαφριά. Ήμουνα βέβαια από βαριές δουλειές, να πάω και δω και στην Αθήνα να δουλέψω βαριά δουλειά; Τελικά μου δίνει ένα σημείωμα. Μου λέει: «Θα πας στον Ταύρο στη Βιοχάλκο, λοιπόν, στον τάδε και λοιπά, θα δώσεις το σημείωμα για να σε πάρει για δουλειά». Κατεβαίνω στον Ταύρο, σου λέω τώρα μόνος μου, αυτά τα έκανα μόνος μου, χωρίς… Ούτε πατέρας, ούτε μάνα, ούτε μπάρμπας, κανένας. Μόνος μου, μόνος μου. Λοιπόν, λέω εντάξει, το πήρα το σημείωμα. Πάω εκεί την ώρα που μου είπε το πρωί, 8:00-9:00 η ώρα, δε θυμάμαι τι ώρα πήγα, τον βρήκα αυτόν τον άνθρωπο, του έδωσα το σημείωμα. Πολιτευτής ήταν, δεν ήταν βουλευτής, πολιτευτής, πολιτεύονταν. Ένας, δε θυμάμαι πώς λεγόταν... Θα το θυμηθώ. Στάικος λεγόταν, κάπως έτσι. Λέει: «Θα πιάσεις δουλειά» μου λέει. Δεν τον ρώτησα τι δουλειά είναι στο εργοστάσιο. Μου έδωσαν κάτι ρούχα, κάτι αυτά, της αγγαρείας εκεί ας πούμε και με έβαλαν. Πήγα σε έναν, μου λέει: «Σε αυτόν τον κύριο θα δουλέψεις -λέει- δίπλα του». Τι έκανε αυτός ο κύριος; Αυτός ο κύριος είχε μία πρέσπα μπροστά του, πρέσα, και έβαζε κάτι λαμαρίνες, στενές λαμαρίνες, περίπου στο 1 μέτρο, στην πρέσα η λαμαρίνα όπως ήταν και έπαιρνε έπαιρνε σχήμα. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ήταν αυτά τα σχήματα που έβγαζε, αλλά μετά το κατάλαβα όμως, δηλαδή από την πρώτη στιγμή. Τι γινόταν αυτά; Αυτά έφευγαν όλα μαζί, λοιπόν, τα μεταφέραμε κάπου, τα έπαιρναν, το ένα αντίθετα με το άλλο γίνονταν μία κόλληση, συγκόλληση εκεί πέρα, ηλεκτροκόλληση και έβγαιναν ποιες; Οι φέτες οι οποίες τις κόλλαγαν όλες μαζί, έβγαιναν τα σώματα των καλοριφέρ. Λοιπόν, έμπαινε αυτό το πράγμα μέσα σε [Δ.Α] όπως πήγαινε με μία τροχαλία πέρναγε πέρα, όπως ήταν ολόκληρο το ασανσέρ, το βούταγαν μέσα σε χρώμα, σε μια έτσι τάφρο, λοιπόν, το έβγαζαν, το πήγαιναν πιο πέρα, στέγν[01:00:00]ωνε. Δηλαδή είχα μάθει μέσα σε μία μέρα όλη τη διαδικασία πώς γίνεται το καλοριφέρ. Δεν μπορούσα όμως να δουλέψω καλά την πρέσα. Τη δεύτερη μέρα με έβαλε στην πρέσα ή την τρίτη και λέει να μην κουβαλάω συνέχεια, γιατί κουβάλαγα αυτό. Βαριές ήταν εκεί αυτές οι λαμαρίνες. Για να σκεφτείς τώρα, δηλαδή είναι δώδεκα φέτες, είκοσι τέσσερις λαμαρίνες και είχε και το βάρος από πάνω και από κάτω, τα καλοριφέρ είναι βαριά, δε σηκώνονται εύκολα. Αλλά τέλος πάντων, τα κατάφερνα. Δούλεψα μια βδομάδα. Και μάλιστα, εκείνο το απόγευμα το Σάββατο –γιατί δουλεύουμε και Σάββατο– μας κράτησε κι εμένα και έναν άλλον, μας κράτησε για να φορτώσουμε ένα αυτοκίνητο καλοριφέρ, βάρος. Εγώ είπα πάνω δεν μπορώ να ανέβω, λέω σε αυτόν: «Ανέβα στο φορτηγό πάνω για να το φορτώσουμε». Για να γεμίσει ένα φορτηγό ήθελε ώρες, δηλαδή μία ώρα, δύο ώρες, κουραστήκαμε. Το αποτέλεσμα: πληρώνομαι και παίρνω τριακόσιες εξήντα τέσσερις δραχμές, μας πλήρωνε το Σάββατο, μας πλήρωσε, και είκοσι δραχμές πήρα για το φόρτωμα, τριακόσιες ογδόντα τέσσερις, θυμάμαι τώρα. Ίσον τριακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ για την εποχή εκείνη, σημερινά δηλαδή λεφτά. Καλά ήταν. Κουράστηκα όμως εκείνη την εβδομάδα, ορθοστασία. Σηκώνομαι τη Δευτέρα το πρωί, νύχτα και σκέφτηκα τι να κάνω. «Να πάω για δουλειά;», λέω. Είχα εγκαταλείψει το φροντιστήριο. «Γιατί ήρθα εδώ στην Αθήνα;», είπα. «Δηλαδή ήρθα εδώ να πάω να δουλέψω χαμάλης -λέω- στο εργοστάσιο; Αυτή τη δουλειά την κάνω οπουδήποτε λέω». Σταματάω, λέω: «Δεν ξαναπάω». Και δεν ξαναπήγα δηλαδή στον Ταύρο εκεί, στη Βιοχάλκο. Θα μπορούσα όμως να σταδιοδρομήσω και εκεί. Δηλαδή αν στεκόμουν, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η Βιοχάλκο έγινε μεγάλη επιχείρηση και νομίζω με πολλά χρήματα, δηλαδή το τελικό αποτέλεσμα. Ρώτησα έναν άλλον εγώ, είχα βρει κάποιον ο οποίος πήρε σύνταξη από την Βιοχάλκο, την περίοδο εκείνη ήταν και αυτός, είχε πάει. Και είπα τελικά, δηλαδή γιατί ήρθα στην Αθήνα; Ήρθα να μάθω κάποια πράγματα και να πάω να δώσω εξετάσεις. Αυτά έγιναν την άνοιξη του '65, εκείνη την περίοδο, Μάιος μήνας τότε. Λοιπόν, τελικά σταματάω. Λέω θα σταματήσω και όπου το βγάλει η άκρη. Και έτσι συνέχισα το φροντιστήριο. Δεν μπορούσα και τα δύο να τα αντιμετωπίσω. Να μία δυσκολία, να μία η δουλειά. Και εκεί δούλεψα. Και στα καπνά δούλεψα, που κουβάλαγα δέκα-δεκαπέντε μέρες το εικοσπεντάρι την ημέρα στον ώμο... Πώς τα έλεγαν αυτά που, τους κουβάδες, τους ζυγούς, ο ζυγός. Δηλαδή στον ώμο, ένα δοχείο με νερό από δω και ένα δοχείο με νερό από το άλλο για να το παίρνεις από κάπου, γιατί δεν είχε η βρύση να πηγαίνει μέσα με λάστιχο. Και το έβανες στο ποτιστήρι, σε αυτά τα ποτιστήρια που είχαν μπροστά το αυτό και πότιζες ένα ένα –εγώ δηλαδή τα πότιζα– αυτά που φύτευαν οι άλλοι εργάτες, οι οποίοι έπαιρναν πενήντα δραχμές την ημέρα, σαράντα και πενήντα. Λοιπόν, δύσκολες εποχές. Αυτές οι εποχές ήταν δύσκολες. Και δύσκολες ήρθαν και μετά και δύσκολες και μετά και καλυτέρεψε κάποια στιγμή η ζωή, έτσι δεν είναι; Έτσι πάει η δουλειά να πούμε, κάποια στιγμή έρχονται και τα καλά. Εντάξει. Το '79 κατέβηκα στο Αγρίνιο, άλλαξε η ζωή μου προς το καλύτερο. Τα υπόλοιπα χρόνια... Τώρα βρισκόμαστε σε μία ηλικία προς τη δύση. Και αυτή η ηλικία έχει καλά της, έχει τα χαρακτηριστικά της, έχει το νόημά της. Αφού έγιναν παιδιά, μεγάλωσα τα παιδιά, μεγάλωσα τα εγγόνια, αφού σπούδασε τα παιδιά μου, σπουδάζουν τα εγγόνια μου, λοιπόν, είναι αυτά ευχάριστες στιγμές για έναν άνθρωπο ο οποίος ξεκίνησε από το μηδέν. Και αυτό που λέει ο Κιτσάκης είναι γεγονός: «Απ' το μηδέν ξεκίνησα με τρύπιο παντελόνι, δεν βρέθηκε κανένας -λέει- να μου δώσει -και δεν ξέρω, δεν το θυμάμαι και καλά- ούτε ένα βελόνι για να ράψω το τρύπιο παντελόνι». Ξυπόλητος στο Δημοτικό, χωρίς παπούτσια. Παπούτσια μόνο τα παίρναμε να τα φορέσουμε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, γιατί τα χαλάγαμε κιόλας με τις κλωτσιές και με τα παλιο... Ο δρόμος κάτω ήταν χάλια και λοιπά. Ρούχα πολλές φορές από δέματα που έρχονταν από το… Που έρχονταν από την Ούντρα θυμάμαι το '58 και κάτι άλευρα και κάτι αλλά συσσίτια που η ζωή ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Και πάντα, από ό,τι έβλεπα, παντού περνούσε το μέσον. Λοιπόν, δύσκολα. Δύσκολα και έβλεπα αυτές τις αδικίες. Και ήθελα να τονίσω το τελευταίο, ότι όλα αυτά, τις αδικίες που έβλεπα, προσπάθησα να τις διορθώσω στον εαυτό μου, να μην κάνω αδικίες. Και θυμάμαι πολλές περιπτώσεις, αλλά θα σας πω μία χαρακτηριστική: όταν πήγα σε αυτό το σχολείο των Επινιανών, τότε, μαζί με τη γυναίκα μου και το μωρό των εξήντα ημερών –όχι, τότε δεν ήταν εξήντα, ήτανε 1 χρονών και... Πόσο ήτανε; 1,5 χρόνων περίπου, 1,5, και παραπάνω, πήγαινε στα 2. Είχαν έρθει δύο δέματα, πριν πάω εγώ, δύο δέματα με ρούχα. Δεν ξέρω από πού ήρθαν, γιατί τότε κάτι σύλλογοι και λοιπά έκαναν ενίσχυση και το '70 αυτό, το '71, '70 που βρέθηκα εγώ, φτώχεια τα χωριά, δεν είχαν ρούχα να φορέσουν έστελναν τέτοια, μεταχειρισμένα και λοιπά. Κάλεσε τον Πρόεδρο της Σχολικής Επιτροπής, ενώπιόν του, και λέω: «Ανοίξτε τα δέματα, καταχωρίστε τα είδη πού θα δοθούν». Εγώ ούτε ήξερα κανέναν ούτε γνώριζα τότε, γιατί πήγα για πρώτη φορά. Με αυτόν ασχολούμουν [Δ.Α.] ασχολούμουν, με τον Πρόεδρο το χωριό και με τον Πρόεδρο της Σχολικής Επιτροπής. Αυτοί οι δύο ήταν οι οποίοι έπρεπε να συνεργαστώ. Παπάς δεν υπήρχε. Λοιπόν: «Ελάτε εδώ πέρα -λέω-, κανονίστε αυτά τα δέματα να δοθούν αυτά τα ρούχα στα παιδιά τα οποία τα έχουν ανάγκη». Δηλαδή να μην αδικήσω, να μην καθίσω εγώ να βγάλω εγώ τα ρούχα τα καλύτερα για τον εαυτό μου. Που τι θα φορέσω εγώ; Για παιδιά ήταν. Εγώ δεν είχα παιδιά, ο γιος μου εμένα ήταν 2 χρόνων, δεν ήταν στο Δημοτικό σχολείο, αυτά είναι για παιδιά Δημοτικού δηλαδή τα ρούχα. Και έτσι τα μοίρασα. Έτσι τα μοιράσαμε, στο πρόγραμμα. Το πρόγραμμα, προσπαθούσα στα σχολεία να μην αδικήσω κανέναν, να μην έρχεται κανένας και κάνει παράπονα το πρόγραμμά του δεν ήταν καλό. Τους έλεγα: «Βάλτε τα μαθήματα εσείς όπου θέλετε, εγώ σας δίνω αυτά που παίρνω εγώ στο πρόγραμμα, αυτά τα μαθήματα που θα πάρω εγώ και θα πάρουν και οι ειδικότητες. Τα υπόλοιπα βάλτε τα εσείς όπου καταλαβαίνετε, πού σας συμφέρει, πού βρίσκετε τη λύση». Δηλαδή, να μην... Θεωρητικά θα το διαμορφώσουμε όλοι μαζί το πρόγραμμα. Όλοι μαζί, μην το φτιάχνει μόνο Διευθυντής. Τι είναι ο Διευθυντής; Δικτάτορας, μονάρχης; Καλός ο Διευθυντής, ελέγχει, διοικεί, αλλά όμως κάποια πράγματα πρέπει να συνεργάζεται. Θέλει συνεργασία και με αυτούς, τους υφισταμένους, να το πούμε. Εγώ δεν τους έλεγα υφισταμένους, συναδέλφους τους έλεγα. Ήθελα να πω τώρα, γιατί είχαμε μείνει στον συνδικαλισμό, έτσι σαν παρένθεση, να το φέρω σαν παρένθεση. Γιατί ήταν πολλά τα χρόνια, είκοσι χρόνια στο συνδικαλισμό δεν ξέρω πόσες συνεδριάσεις έχω κάνει, σαν Πρόεδρος, σαν Αντιπρόεδρος, σαν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Συλλόγων. Και εκεί η καριέρα μου πήγε πολύ καλά. Δηλαδή καριέρα συνδικαλιστική. Έχω εκλεγεί τρεις-τέσσερις φορές αντιπρόσωπος στη ΔΟΕ, στο ανώτατο όργανο, η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας, σαν μέλος. Δεν έβαλα υποψηφιότητα εκεί δηλαδή αυτό, γιατί οι επαρχιώτες δεν είχαν την ευκαιρία να πάνε από εδώ στην Αθήνα. Έχω βάλει όμως υποψηφιότητα για αιρετός πανελλαδικά. Είχα βάλει σε ένα ψηφοδέλτιο. Εντάξει, ψηφίστηκα, πήρα κάποιους ψήφους. Δε λέω ότι βγήκα δηλαδή, γιατί ένας θα έβγαινε πανελλαδικά αιρετός από την κάθε παράταξη. Εγώ είχα βάλει τότε με την ΠΑΣΠ θυμάμαι, μια φορά έβαλα. Έχω πάει αντιπρόσωπος στην ΑΔΕΔΥ, σε αυτό το όργανο το οποίο υπάγεται η ΔΟΕ, δηλαδή η Διδασκαλική Ομοσπονδία. Η ΑΔΕΔΥ είναι το ανώτερο όργανο. Δηλαδή έχει πολλές ομοσπονδίες. Η ομοσπονδία η δική μας κολλάει και στην ΑΔΕΔΥ, όπως των νοσοκομειακ[01:10:00]ών, των υπαλλήλων, ξέρω 'γω, διαφόρων υπαλλήλων, της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και λοιπά, κολλάνε σε αυτό, την ΑΔΕΔΥ. Η ΑΔΕΔΥ είναι πανελλήνια δηλαδή ομοσπονδία εργαζομένων. Και έχω πάει και αντιπρόσωπος εκεί δηλαδή. Εντάξει, έχω δει πολλά πράγματα καλά, μπροστά πήγαινε, γνωριμίες πολλές με κόσμο, με συναδέλφους, με πολιτικούς, με, με, με... Με πολλούς, δηλαδή με πολύ κόσμο, πώς να σου πω δηλαδή;

Φ.Π.:

Οι γνωριμίες αυτές με ωφελούν και μπορώ να πω ότι έχω και πανελλαδικά δηλαδή γνωριμίες, και από συναδέλφους και από κόσμο. Έχω κάνει ταξίδια, έχω –δεν ξέρω αν πρέπει να τα λέω αυτά, ότι ταξίδεψα–, έχω πάει Βουλγαρία. Ήμουν ο πρώτος στο σύλλογο τότε με κάποιον συνάδελφο που κάνουμε μία εβδομαδιαία ή εννιαήμερη αν θυμάμαι, κάναμε εκδρομή στη Βουλγαρία το 1989, που σπάνια άνθρωπος έβγαινε έξω στο εξωτερικό. Λοιπόν, μαζέψαμε τότε... Το λεωφορείο ήταν τότε μπορώ να πω γεμάτο. Λοιπόν, μαζέψουμε τότε είχε το λεωφορείο ήταν μπορώ να πω γεμάτο. Λοιπόν, Βουλγαρία, είχαμε πάει Σόφια. Πήγαμε... Περισσότερο εγώ επέμενα δηλαδή να πάμε στη Βουλγαρία, σε ένα κομμουνιστικό κράτος. Δηλαδή να δούμε πώς ζει αυτός ο κόσμος, τι πάει να πει κομμουνισμός. Δηλαδή άκουγα κομμουνισμό, εγώ δεν ήμουν κομμουνιστής, η οικογένειά μου εμένα ήτανε δημοκρατική, δεν έχω δηλαδή καμία σχέση με το κομμουνιστικό σύστημα. Και στο λέω και σήμερα δηλαδή, σε όλους αυτούς που κάνουν τον κομμουνιστή, μα δεν υπάρχει κομμουνισμός πουθενά. Η Κούβα είχε, πάει κι αυτή. Έχει μόνο ο Kim. Δηλαδή ο Kim που βρίσκεται εκεί στη Βόρειο Κορέα τώρα, δηλαδή αυτό το κρατίδιο που κρατάει τον κομμουνισμό [Δ.Α.] εδώ πέρα; Δεν υπάρχει κομμουνισμός, πες δημοκρατία να πούμε και τελείωσε η ιστορία. Δηλαδή εγώ νομίζω ότι αυτό έχει τελειώσει. Τότε όμως υπήρχε, το '89. Και πράγματι, είδα κάποια πράγματα, είχα κάποιες εμπειρίες κι είδα ανθρώπους οι οποίοι έμπαιναν στη σειρά για να ψωνίσουν με το δελτίο φρούτα ή άλλα είδη. Και εκεί υπήρχε υπάλληλος, ο οποίος πληρωνόταν από το απ' τη Δημοκρατία εκεί, την Κομμουνιστική τη Δημοκρατία, το μεροκάματο. Δεν ξέρω αν ήταν πέντε лева την ημέρα, δέκα лева την ημέρα, κάπου τόσο πρέπει να ήταν. Δηλαδή αν πούμε ότι ήταν δέκα лева, δύο δολάρια δηλαδή ή δύο ευρώ σημερινά. Βέβαια άλλαξαν τα πράγματα τώρα από ό,τι έμαθα. Πήγα δύο φορές στη Βουλγαρία, τότε, μέχρι το '95. Και θέλω να πω ότι, με το δελτίο. Και έφτασε σήμερα το σημείο εδώ πέρα να παίρνουμε δελτία. Εγώ βέβαια δεν έχω πάρει κανένα δελτίο, ούτε για βενζίνη, ούτε για διατροφικά, ούτε για τίποτα, γιατί θεωρούμαι δηλαδή ότι είμαι πλούσιος με ένα μισθό, με μία σύνταξη των χιλίων ευρώ. Τώρα αν υπάρχει πλούσιος άνθρωπος με χίλια ευρώ σύνταξη να πούμε, όπως θεωρούμαι εγώ δηλαδή αυτή τη στιγμή, επειδή δεν έχω οικογένεια και δεν έχω προστατευόμενα μέλη και δεν παίρνω τίποτα. Λοιπόν, τέλος πάντων, να 'ναι καλά εκεί ο άνθρωπος που είναι ο καθένας θα δώσει λόγο των πράξεών του. Λοιπόν, και θέλω να πω ότι το σύστημα αυτό, εντάξει, δεν ήταν καλό για μένα. Το έβλεπα, οι άνθρωποι καταπιεσμένοι ήταν. Αλλά είχαν όμως άλλα καλά πράγματα. Ένα μουσείο, το οποίο πήγα, φυσικής ιστορίας, τρελαίνεσαι. Μιλάμε τρελαίνεσαι, δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Ένα πάρκο το οποίο έχει έξω η πρωτεύουσα, λοιπόν, μιλάμε για ποδηλατόδρομους, μιλάμε για μπασκέτες, για ποδόσφαιρα, για τένις, για αυτό, ένα τεράστιο για βόλτα, για τι θέλεις; Λοιπόν, μιλάμε για τεράστια πράγματα. Σε ένα βουνό που ανεβήκαμε από τη Σόφια, δηλαδή κοντά από τη Σόφια που ανεβήκαμε στο Витоша, που ήταν το [Δ.Α.] με το τελεφερίκ. Εδώ το τελεφερίκ, ένα τελεφερίκ υπήρχε στο, που είναι στον Λυκαβηττό κι άλλο ένα που έκαναν κάτω στη Σαντορίνη. Εγώ δεν ξέρω άλλο άλλο τελεφερίκ να υπάρχει. Και κάτι τελεφερίκ που έχουνε κάνει κάτω στα αυτά, που καμιά φορά αν ανέβεις πάνω και κοιτάξεις κάτω δηλαδή, όπως ανέβηκα μία φορά εγώ σε ένα τελεφερίκ, σε μία καρέκλα δηλαδή μαζί με την γυναίκα μου στο Μέτσοβο, καλά πηγαίναμε προς τα πάνω. Αλλά σε κάποια σημεία που ανεβήκαμε πολύ ψηλά και κάτω ήταν το χιόνι και λοιπά και έκανες κάτω, σε έπιανε θολούρα, δηλαδή μπορούσες να ζαλιστείς και να πέσεις. Αυτά δεν είναι τελεφερίκ, αυτά είναι καθίσματα να πούμε, τα οποία μπορεί να σκοτωθείς κιόλας, να πέσεις κάτω και να σκοτωθείς. Τέλος πάντων, ήταν πρωτοπόροι. Οι δρόμοι τους οποίους έβλεπες ήταν οι δρόμοι οι σημερινοί, οι δύο δηλαδή... Η Βουλγαρία, μιλάω για τη Βουλγαρία τώρα, όχι για την Ιταλία. Αλλά μιλάω για την Βουλγαρία τότε, το '89, είχε δρόμο που ξεκίναγε από τη Σόφια και έφτανε στο Русе, τη βόρεια, κοντά στο στο Δούναβη με… Να σκίζει μέσα με στοές, με σήραγγες, με γαλαρίες, με... Δηλαδή ποτάμια, γεφύρια, βουνά γαλαρίες, όπως γίνονται εδώ πέρα στην Ελλάδα τώρα, που έγιναν δυο-τρεις δρόμοι δηλαδή. Πότε; Το 2022. Και εκεί είχαν γίνει το 1989. Βρήκα εγώ έτοιμος το κομμουνιστικό κράτος, το οποίο κατηγορούσαν πολλοί. Έκανε έργα όμως. Εκεί είδα για πρώτη φορά να χτίζονται σπίτια και μάλιστα δούλευαν και κάτι γυναίκες τα ανυψωτικά αυτά μηχανήματα, λοιπόν, ολόκληρες πάντες, δηλαδή ολόκληρη η πάντα, τέσσερις πάντες έκαναν αμέσως το δωμάτιο. Προκατασκευασμένες. Κατευθείαν, σήκωναν και τις έστελναν. Πού; Στη Βουλγαρία! Και κατηγορούσαν τότε αυτούς τους ανθρώπους ότι έχουν τον κομμουνισμό, ότι είναι καταπιεσμένοι. Δούλευαν όμως οι άνθρωποι, αυτό έχει σημασία. Απέραντες εκτάσεις που είναι όλο το έδαφος της Βουλγαρίας, μιλάω τώρα για τη Βουλγαρία που είναι όλο το έδαφος κάμπος. Κάμπος! Μόνο υπάρχουν το βουνό Витоша και από δω ο Αίμος, η Ροδόπη δηλαδή, που ανάμεσα υπάρχει και η κοιλάδα των Ρόδων που βγάζουν αυτό το άρωμα το τριανταφυλλένιο από τα τριαντάφυλλα, όλο το υπόλοιπο είναι… Έπαιρνες, ξεκίναγες από τη μία μεριά να πας στην άλλη και έβλεπες εκτάσεις τεράστιες, εκτάσεις τεράστιες, όλες αμπέλια. τεράστιες εκτάσεις, όλες να είναι μηλιές, όλες οι εκτάσεις τεράστιες, αχλαδιές τεράστιες, σιτηρά, τεράστιες, καλαμπόκια, τριφύλλια... Εκεί έμπαινε. Δηλαδή δεν ήταν άναρχη η κατάσταση. Δηλαδή η καλλιέργεια ήταν προσδιορισμένη. Τόσα στρέμματα θα βάλεις καλαμπόκια, έβαζε, τόσο σιτάρια, τόσα περιβόλια, τόσα εκείνα, τόσα πορτοκάλια, τόσα ό,τι... Δηλαδή όλα ήταν μετρημένα. Εδώ, εμείς τι κάνουμε εδώ; Και ακόμα σήμερα οι αγρότες. Μόλις έχει μία τιμή δηλαδή, φέτος το παράδειγμα, ένα προϊόν το κοπανάνε όλοι του χρόνου, την επόμενη χρονιά. Και έρχεται και πέφτει η τιμή αυτού του προϊόντος και δεν παίρνεις τίποτε. Εκεί υπήρχε οργανωμένη κατάσταση και έτσι ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Τώρα για [Δ.Α.] δε θέλω να πω που έχω πάει κάνα δυο φορές, Αυστρία και Ιταλία. Αυστρία, Ουγγαρία, Τουρκία, Μικρά Ασία, Έφεσος και λοιπά, Κύπρο. Τα έχω γυρίσει όλη την Κύπρο, στο μοναστήρι του Κίκου. Δεν μπήκα μέσα βέβαια στα «κατεχόμενα», δε μας άφησαν να μπούμε. Και έχω και έχω πάει πέρα από τη Λευκωσία, έχω πάει και στο... Εκεί στο κοιμητήριο των… Δε θυμάμαι πώς λέγεται, τριάντα... Τότε με το '74 που έπεσαν με το αεροπλάνο. Και Μάλιστα αυτός που οδηγούσε ήταν ο πιλότος, είναι Αγρινιώτης, που του έχουν στήσει και άγαλμα τώρα εκεί στο σιντριβάνι πιο κάτω, το έχει… Υπάρχει το άγαλμά του, 39 χρονών ήταν ένας Παναγόπουλος, ο οποίος του κατέρριψαν, δηλαδή τώρα ποιοι... Λένε ότι οι Τούρκοι, λένε ότι οι Κύπριοι έκαναν λάθος και λοιπά. Πήγα και σε αυτό το κοιμητήριο και είδα με τα μάτια μου θαμμένο τον κόσμο με τα ονόματά τους. Μιλάμε δηλαδή για καταστάσεις άσχημες. Και βλέπω και σήμερα ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα . Λοιπόν, μπορεί να έχουμε και κανένα επεισόδιο και κανένα θερμό και από εκεί και πέρα θα τρέχουμε και δε θα φτάνουμε, όπως τρέχαμε και τότε. Γιατί ήταν ο ένας ο αδερφός μου τότε με την επιστράτευση, ένα μήνα ήταν άγνωστος, δεν ξέραμε πού βρίσκεται. Γιατί δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα τότε, το '74 και δεν υπήρχαν και τα άλλα τηλέφωνα, τι κινητά; Δηλαδή μόνον είχαν τα σχολεία, οι δημόσιες υπηρεσίες. Ειδικά[01:20:00] στα χωριά, εκεί επικρατούσε το χάος την περίοδο αυτή που μιλάω εγώ τώρα, δηλαδή μέχρι το '70 και βάλε, που ένα τηλέφωνο υπήρχε είχε η κοινότητα και ένα στο καφενείο στο καφενείο. Εκεί έπρεπε να πας να πάρεις τηλέφωνο δηλαδή, ή στο καφενείο... Καλά, στην κοινότητα, μπορεί να έπαιρνες και από την κοινότητα και ο καφετζής ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε όλα τα μυστικά των χωριανών. Κατάλαβες; Ήταν αυτός που έκανε κουμάντο δηλαδή αν είσαι κομμουνιστής ή αν δεν είσαι. Δηλαδή έλεγε ξέρω εγώ: «Είναι αυτός δύο αστέρων». Τον ρώταγε η αστυνομία: «Τι ρόλο έχει; Ο δάσκαλος, τι ρόλο παίζει;», παράδειγμα εκεί πέρα. Δηλαδή τι, πώς συμπεριφέρεται εκεί πολιτικά. Έλεγε αυτός άμα ήτανε... Δεν ήταν πολύ καλός, λέει: «Ένα αστέρι». Δηλαδή απάνταγε. Άμα ήταν πολύ καλός: «Πέντε αστέρων». Δηλαδή ήταν με το... Με τη δεξιά να πούμε, παράδειγμα σου λέω τώρα, έτσι; Δε λέω ότι τα έλεγε έτσι. «Πέντε αστέρων». Δεν έπαιρνες χαμπάρι εσύ για ποιον μιλούσε να πούμε. Μίλαγε αυτός: «Πέντε αστέρων», έλεγε να πούμε. Το ήξερα εγώ γιατί είχα έναν γνωστό καφετζή και του λέω: «Τι αστέρια είναι αυτά ρε;», του λέω. Μου λέει: «Αυτά είναι τώρα -λέει- συνθηματικά να πούμε και λοιπά». «Καλά λέω». Έτσι ήταν η κατάσταση ας πούμε . Τώρα εντάξει, όλα δεν ήταν ρόδινα. Πέρασα και μπόρες ας πούμε και μικροατυχήματα και μεγάλα ατυχήματα και έτσι κι αλλιώς. Δηλαδή και τροχαία έχω πάθει, κάνα δυο τροχαία. Ήμουν τυχερός λέω στη ζωή μου. Το ένα το ατύχημα ήμουν πολύ τυχερός, γιατί εάν δε βρισκόταν ένα αυτοκίνητο –βέβαια πήγαινε πολύ σιγά το αυτοκίνητο αλλά έχει γκρεμό κάτω– εάν δεν βρισκόταν το αυτοκίνητο την ώρα εκείνη στο αντίθετο ρεύμα δηλαδή όπως ανέβαινα, κατέβαινα εγώ σβαρνιστά στο αυτοκίνητο, γιατί είχε... Με το φρενάρισμα που έκανα έχασα τον έλεγχο. Και φρεναρισμένος, σβαρνιώντας το αυτοκίνητο, εάν δεν βρισκόταν το αυτοκίνητο στην άλλη μεριά, θα έβγαινα έξω δηλαδή σε μία αυτή, μαζί με άλλα δύο άτομα, είχα δύο κουνιάδια μου, που ζήτημα να γλίτωνε κανένας. Δηλαδή θα περνάμε τούμπες και λοιπά. Και ήταν... δεν είχε και δέντρα για να σταματήσεις το αυτοκίνητο πιστεύω ότι θα είχαμε... Δε θα είχε γλιτώσει κανένας. Αυτή θεωρείται τύχη. Και μία άλλη φορά πάλι ήμουν τυχερός, είχα πάλι μία γυναίκα η οποία ήταν ενός αστυνομικού και ο αστυνομικός μαζί, ήταν και έγκυος, και δίπλα έναν άλλον, ο οποίος πηγαίναμε να πάρουμε τη γυναίκα του που είχε γεννήσει στην Πάτρα, έμεναν στο σπίτι αυτουνού σε ένα χωριό που υπηρετούσα και το θεώρησα υποχρέωσή να πάω να τον βοηθήσω να πάρει τη γυναίκα του ας πούμε για να μην τρέχει με τα λεωφορεία και με τα αυτά. Μιλάμε τώρα για το 1975, μάλλον '75 ήταν. Ήταν και Γενάρης μήνας. Όταν ξύπνησα το πρωί για να φύγω από το χωριό –και δεν είχα και άδεια, να λέμε και την αλήθεια, δεν είχα πάρει άδεια από τον προϊστάμενό μου–, λοιπόν, ήταν μία παλιομέρα. Και λέω στη γυναίκα μου, λέω: «Δε μου αρέσει αυτή η μέρα, σήμερα, τη βλέπω πολύ άσχημη -λέω- για ταξίδι». Τέλος πάντων, αναγκάστηκα, αφού είχα δώσει το λόγο μου, να τους πάρω και λοιπά. Και φτάνοντας στο Μεσολόγγι, προχώρησα –να δεις η τύχη πώς είναι!–, μπήκε ένα αυτοκίνητο μπροστά μου το οποίο είχε λάσπες, είχε βγει μέσα από λασπερό δρόμο, μου έκλεινε δηλαδή δεν είχα καλή ορατότητα και πάνω στη γέφυρα... Δεν ξέρω, έχεις περάσει καμιά φορά στη γέφυρα που είναι στο στο Ευηνοχώρι;

Ε.Α.:

Ναι, ναι.

Φ.Π.:

Τώρα εντάξει, η στροφή είναι πολύ καλή. Η στροφή μόλις πήγαινα δηλαδή για Πάτρα και πάω να πάρω την αριστερή στροφή που έφευγε για Γαλατά όλος ο δρόμος, τώρα εκεί δεν είχα καλή ορατότητα, το έκοψα πολύ το αυτοκίνητο, φρενάρισα, τι έγινε και μου παίρνει αναποδιά, δηλαδή γυρίζει το αυτοκίνητο με τους τροχούς επάνω και σβαρνώντας και με πέταξε από την άλλη μεριά του δρόμου δηλαδή. Το ευτύχημα ήταν –γιατί λέω ήμουν τυχερός– δεν ερχόταν αυτοκίνητο από το αντίθετο ρεύμα. Και για πότε έφτασε ένα αυτοκίνητο. Δηλαδή μέχρι να κατέβω... Δηλαδή τι να κατέβω; Μόλις έπεσα, κατέβηκαν από ένα λεωφορείο, ήμουν και τυχερός που ήρθαν αμέσως και σήκωσαν το αυτοκίνητο στον αέρα για να ανοίξουν οι πόρτες να βγουν έξω. Και σε πληροφορώ ότι μόνο γρατσουνίσματα υπήρχαν. Και τελικά ούτε το μωρό έπαθε τίποτα. Έζησε το μωρό, έζησε η γυναίκα αυτή και εσύ ακόμα το μωρό και είναι παντρεμένος στην Κρήτη σήμερα. Δηλαδή μιλάμε για ιστορίες που καμιά φορά ο άνθρωπος λέει πώς... Όταν τα σκέφτεσαι τώρα, ξέρεις, κάποια στιγμή και γυρίζεις πίσω, λες: «Καλά, πώς ζω τώρα αυτή τη στιγμή; Αφού πέρασα αυτή την μπόρα, αυτό το το γεγονός». Κι άλλα κι άλλα... Δηλαδή τελευταία, τελευταίο θα στο πω και σταματάω για τα ατυχήματα. Ήταν καλοκαίρι. Εγώ απέφευγα και αποφεύγω και τώρα που τα αποφεύγω τελείως να κάνω το δρομολόγιο Μεσολόγγι-Αγρίνιο ή Μεσολόγγι-Αιτωλικό ή οπουδήποτε για να πάω για μπάνιο ή οπουδήποτε. Δηλαδή ή θα πάω με το λεωφορείο και εγώ και η γυναίκα μου ή θα πάμε να αράξουμε κάπου για να καθίσουμε το καλοκαίρι. Αλλιώς δεν έχει μπάνιο. Δηλαδή εγώ δεν παίρνω το αυτοκίνητο να ταξιδέψω. Και θα σου πω γιατί. Γιατί δεν είναι ότι δεν ξέρω εγώ να οδηγήσω, είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δε γνωρίζουν καν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Λοιπόν, και ειδικά οι νέοι, οι οποίοι έχουν πάρει τα μυαλά τους αέρα και νομίζουν ότι παίρνοντας ένα αυτοκίνητο μπορούν να τα ισοπεδώνουν όλα, έχουν κάνει μεγάλο λάθος, τεράστιο. Και τους βλέπω και τους μηχανόβιους και έτσι κι αλλιώς. Δεν τηρείς το κώδικα οδικής κυκλοφορίας; Είσαι λάθος, πάνω σε αυτή τη σημερινή κατάσταση δηλαδή. Είχα πάει στο Μεσολόγγι, στις Αλυκές θυμάμαι και ήταν η δεύτερη μέρα δηλαδή που πήγα. Πρώτη μέρα εντάξει, δεύτερη μέρα. Και βγαίνω από τις Αλυκές εδώ του Μεσολογγίου, είπαμε να κάνουμε μπάνιο, ξέρεις, τα γεροντικά, γιατί αυτό έγινε τώρα τελευταία το γεγονός, και θα σου πω γιατί στο λέω. Βγήκα στο δρόμο στο Κεφαλόβρυσο. Λοιπόν, μόλις βγήκα στο Κεφαλόβρυσο, μπροστά από εμένα τρία-τέσσερα αυτοκίνητα και μπροστά από τρία-τέσσερα αυτοκίνητα μια νταλίκα η οποία έτρεχε του σκοτωμού. Όταν λέω του σκοτωμού, γιατί είχε πάνω, ήταν η νταλίκα διπλή και είχε πάνω από ό,τι το έβλεπα από εκεί αυτά, σανίδες, οι οποίες δεν είναι βαριές, ελαφρές σανίδες, γι' αυτό και έτρεχε. Και όπως έτρεχε, δεν είχε πολύ βάρος στις τροφές, το έβλεπα εγώ ότι κινούνταν δεξιά-αριστερά. Αυτός πήγαινε με τέτοια ταχύτητα, λοιπόν, είχε τέτοια ταχύτητα την οποία ο πίσω οδηγός δεν μπορούσε να προσπεράσει. Αυτό ξεκίνησε στο Κεφαλόβρυσο, ανεβήκαμε το αυτό εκεί, την Αγία Ελεούσα, ερχόμασταν προς το Αγρίνιο και περάσαμε στο χωριό εκεί το, πώς λέγεται, εκεί Φραγκουλέικα και προχωρήσαμε. Βλέπω εγώ όταν τελείωσε και πιάσαμε μία κατηφόρα, που η κατηφόρα, γυρίσαμε, στρίψαμε από Μεσολόγγι όπως κατεβαίνουμε Αγρίνιο, που έρχεται ο δρόμος από μέσα από Κλεισορέματα, ο άλλος δρόμος μπαίνει, αλλά εδώ έχει ένα πλάτωμα ,πλατύς ο δρόμος. Εκεί η νταλίκα λιγόστεψε λίγο ταχύτητα, επειδή είχε κατηφόρα και φοβήθηκε αυτός μήπως τον πάρει δηλαδή σβαρνιστά η νταλίκα, έκοψε λίγο ταχύτητα και πήγαινε σιγότερα. Και περνάει το πρώτο αυτοκίνητο πίσω από αυτόνε αριστερά, μπαίνει και το δεύτερο, σταματάει το τρίτο, δεν μπαίνει και μπαίνω εγώ από εδώ, αριστερά. Εκεί όμως είχε διπλή γραμμή και διάζωμα απαγορευτικό. Αλλά μπορούσες να μπεις όμως να μείνεις εκεί και να πάρεις αριστερά για να φύγεις προς το προς τα Κλεισορέματα, αλλά με προσοχή μεγάλη. Εγώ, εκείνη τη στιγμή, όταν βγήκα δεν είδα τίποτα. Κοίταξα μπροστά μου ήταν άδειος ο δρόμος τελείως, και η ανηφόρα [Δ.Α.] κατηφόρα [Δ.Α.] ανηφόρα, εκεί που είναι τα Κλεισορέματα η διασταύρωση. Δεν ξέρω τώρα αν καταλαβαίνετε που είναι, αλλά ξέρουν οι... Λοιπόν, και όπως κατεβαίνω με κάποια ταχύτητα –δε θυμάμαι και τι ταχύτητα, πάντως είχα καλή ταχύτητα– πετάγεται ένα αυτοκίνητο από τα Κλεισορέματα και μου μπαίνει σφήνα μπροστά μου. Δηλαδή εγώ βάδιζα και μου μπαίνει κάθετα το αυτοκίνητο απ' τα Κλεισορέματα μέσα, χωρίς να προσέξει αυτός. Αυτός είδε την νταλίκα μοναχά και σου λέει θα προλάβω, θα την περάσω. Και φρενάρω γι' αυτόν. Και περνάνε από αριστερά μου και από δεξιά μου [01:30:00]άλλα δύο αυτοκίνητα από πίσω. Πώς δεν με μάζεψαν κουβάρι; Και τι να κάνω τώρα; Μπροστά γέμισε αυτοκίνητα εκείνη τη στιγμή. Μιλάμε δηλαδή λες και ήταν όλα βαλμένα, τα είχες βάλει με το χέρι. Κοιτάζω μπροστά μου, τι να δω; Και πατάω γκάζι, είχε και κατηφόρα και σηκώνεται το αυτοκίνητο στον αέρα. Μπορεί να πέταξε κιόλας, δηλαδή νόμισα ότι πέταξε. Και περνάω δίπλα από την νταλίκα, με είδε ο νταλικέρης –αυτά έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου– με είδε ο νταλικέρης, κορνάρει, δεν κατάλαβα τίποτα εγώ, τον περνάω και αυτόν και έρχονταν και τα άλλα τα αυτοκίνητα και φρενάρω και βρίσκομαι μπροστά από την νταλίκα. Λοιπόν, ανέπτυξα λίγο ταχύτητα και πέρασα. Έπαθα όμως κλονισμό. Βρέθηκα δηλαδή στο θάνατο. Λέω: «Πώς έγινε το πράγμα;». Καθόμουν και σκεφτόμουν δηλαδή τι έγινε εκείνη τη στιγμή. Εντάξει, εγώ επειδή τώρα είμαι και λίγο από μια οικογένεια, μεγάλωσα, που ήταν πολύ αυστηρή, αυστηρών αρχών ηθικών και πνευματικών και έτσι και αλλιώς δηλαδή, της εκκλησίας άνθρωποι, εντάξει, είχα έτσι μέσα μου αυτή την πίστη. Και κατέληξα και ίσως να είναι και έτσι δηλαδή, μπορεί να είναι και διαφορετικά, εγώ κατέληξα ότι αυτή τη στιγμή κάποιο χέρι ή κάποιο πόδι οδήγησέ το αυτοκίνητο, γιατί αποκλείεται να το πήγα εγώ. Και αυτό που που συμπέρανα εγώ, ότι η Αγία Ελεούσα η Παναγία πρέπει να βοήθησε σε αυτή την περίπτωση. Για αυτό λέω, πρέπει να έχεις… Θέλει και τύχη η ζωή. Τα εμπόδια καθημερινά τα βρίσκεις μπροστά σου. Θέλει προσοχή, να προσέχουμε, αλλά κάπου να έχουμε στραμμένη και την ψυχή μας. Λοιπόν, δεν ξέρω αν έχετε και κάτι άλλο να με ρωτήσετε.

Ε.Α.:

Όχι.

Φ.Π.:

Δεν ξέρω αν τα είπα καλά όλα αυτά.

Ε.Α.:

Τέλεια, μια χαρά τα είπατε, τέλεια κύριε Φώτη. Αν θέλετε εσείς να προσθέσετε κάτι άλλο...

Φ.Π.:

Όχι, τώρα δε θέλω να πω περισσότερα γιατί εντάξει... Δεν έχω τίποτα μυστικά δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής, για να τα κρατήσω για τον εαυτό μου. Εγώ έτσι ζούσα, αυτό το στυλ, έτσι μου αρέσει να βρίσκομαι με τον κόσμο, μ' αρέσει να να γνωρίζω κόσμο. Εντάξει, τώρα τελευταία γνώρισα, έτσι τυχαία δηλαδή, είχαμε κάνει μία εκδρομή με την κυρία Διαλεχτή εκεί στα ΚΑΠΗ. Εντάξει, είναι... Δε λέω τι προσφέρουν πολλά πράγματα, αλλά είναι ένας χώρος όμως συνάντησης ανθρώπων οι οποίοι είναι απόμαχοι και μπορεί να μην έχουν και παιδιά κοντά τους, μπορεί να μην έχουν και εγγόνια, μπορεί να ζούνε μόνοι και δεν έχουν πού να πάνε και μαζεύονται εκεί στα ΚΑΠΗ. Και οι εκδρομές που κάνουν και τα τραγούδια και οι χοροί και λοιπά, όλα αυτά είναι μία προσφορά ας πούμε του δήμου. Και πρέπει να το ομολογήσουμε αυτό και να το τονίσουμε και να επαινούμε κιόλας δηλαδή, γιατί εντάξει, είναι ένας χώρος τέτοιος για απόμαχους. Και κάναμε μία εκδρομή προάλλες, τον προηγούμενο μήνα, είχαμε πάει στο στα Τριζόνια, το οποίο είναι ένα νησάκι εκεί, δυο-τρία νησάκια εκεί δηλαδή. Τα ξέρετε, τα έχετε ακούσει; Έχετε πάει;

Ε.Α.:

Όχι δυστυχώς.

Φ.Π.:

Λοιπόν, περνάτε ένα καραβάκι από το Μοναστηράκι εκεί απέναντι. Περάσαμε από την απέναντι μεριά ξέρω εγώ, μέχρι τριάντα άτομα είχαν πει για το καραβάκι δέχεται, δε θυμάμαι, ήμασταν δύο γκρουπάκια, ήμασταν καμιά σαρανταπενταριά-πενήντα άτομα, περάσαμε απέναντι. Εγώ, όταν κατέβηκα από το καράβι, κοίταξα να δω το περιβάλλον, τι έχει η παραλία, ας πούμε. Είχε δυο-τρία ταβερνούλες. Κοιτάω μήπως είχε καμία καφετέρια, είπα να πάω να πάρω κανένα καφέ, δεν είδα καφετέρια, αλλά αυτοί έκαναν και καφέ βέβαια. Αλλά βλέπω τρεις παπάδες, τρεις ιερωμένους δηλαδή, δεν ξέρω αν ήταν παπάδες –παπάδες ήταν σίγουρα δηλαδή, αλλά τι ήταν ο καθένας– αλλά έβλεπα και κάτι σταυρούς που κρέμονταν εδώ να πούμε, δεν τους έβλεπα και μπροστά, αλλά εδώ αλυσίδες. Υπέθεσα δηλαδή ότι πρέπει να είναι λέω Μητροπολίτες, Αρχιμανδρίτες, πάντως κάτι αξίωμα πρέπει να έχουν, λέω δεν πρέπει να είναι παπάδες απλοί, μεγάλης ηλικίας. Έπιναν καφέ, λεμονάδα, καφέ. Φύγαμε εμείς, πήγαμε μία βόλτα. Ήταν ώρα για φαγητό και πήγαμε φάγαμε στο μεσαίο, ήτανε πρώτο, δεύτερο, μάλλον τρίτο, πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο. Αυτοί ήταν εκεί πέρα στο πρώτο. Εμείς έτυχε να καθίσουμε στο τρίτο. Παραγγείλαμε εκεί πέρα να φάμε. Όταν τελείωσε το φαγητό, πριν τελειώσει το φαγητό, βλέπω έναν, κάποιον εκεί από το χωριό πρέπει να ήταν δηλαδή ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, πάει και τους παίρνει αυτούς, τους φώναξε δηλαδή τους παπάδες και τους πήρε και τους πάει σε ένα ξενοδοχείο το οποίο ήταν πιο μακριά από μένα δηλαδή. Πέρασε από μπροστά μας, τους κοίταξα εγώ, λέω: «Τι είναι αυτοί οι τρεις -ας πούμε, λέω- και γιατί ήρθαν εδώ πέρα;». Βέβαια κατάλαβα ότι δεν ήταν από το νησί, κάπου συναντήθηκαν, κάπου ήρθαν για να να κάνουν, έτσι, να περάσουν την ημέρα τους. Αφού τελείωσε το φαγητό, σηκώθηκα να πάω να δω τον υπεύθυνο τι ώρα θα φύγουμε –ήταν η ώρα 2:30– και αυτοί έτρωγαν εκεί, με τον λαϊκό, λαϊκός ήταν αυτός ο οποίος τους ήταν γνωστός. Και έφτασα εγώ εκεί πέρα τους χαιρέτησα και λοιπά, τους λέω: «Την ευλογία σας πάτερ» είπα τον έναν, τον άλλον, λοιπόν, δεν ήξερα ότι είναι Μητροπολίτες. «Από πού είσαι;», μου λένε. «Από το Αγρίνιο». Κάτι είπαμε για τον κορωνοϊό, κάτι είπαμε για το ένα και λοιπά, για τον Δεσπότη τον δικό μας εδώ πέρα, του είπα ότι ήμασταν και οι συμμαθητές, λέω, στο στο γυμνάσιο, είχαμε τελειώσει μαζί και μάλιστα ήμασταν και στο ίδιο θρανίο νέα χρονιά με τον κύριο Κοσμά, τον κύριο Κοσμά τον μακαριώτατο, λέω μακαριώτατος, τέλος πάντων, μακαρίτης. Λοιπόν, και πιάσαμε κουβέντα. Στην κουβέντα πάνω, είπα εγώ ας πούμε ότι: «Πήρε και πολλούς παπάδες στο λαιμό του λέω ο Μητροπολίτης ο δικός μας Αιτωλοακαρνανίας -λέω- γιατί δεν έκαναν τα εμβόλια». Μου λέει: «Ούτε εγώ τα έκανα, τα έχω κάνει τα εμβόλια», λέει. «Έκανες εμβόλιο;». Μου λέει αυτός: «Υπάρχει φάρμακο». «Τι φάρμακο -λέω- υπάρχει; Να μου το δώσεις -λέω το φάρμακο, γιατί μπορώ να το δώσω και πουθενά αλλού το φάρμακο, αφού το έχεις -λέω- πάτερ». Μου λέει: «Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;», μου λέει. «Δε σε ξέρω», λέω. «Εγώ -μου λέει- είμαι ο πρώην Μητροπολίτης -λέει- Καλαβρύτων και Αιγιαλείας». «Και ποιο είναι το φάρμακο -του λέω- σεβασμιότατε;». Λέει: «Το φάρμακο είναι -λέει- ο αγιασμός των Θεοφανίων». «Αγιασμό των Θεοφανίων -λέω-, επειδή με λένε και Φώτη, τον ξέρω πολύ καλά -λέω- γιατί εμείς το λέγαμε λέω μεγαλαγίασμα το έλεγε η μάνα μου», είναι το μεγάλο αγίασμα, μεγάλο αγίασμα, το μεγαλύτερο αγίασμα δηλαδή των υδάτων. Λέω: «Αυτό είναι -λέω- κατά του κορωνοϊού;». «Εγώ δεν έχω κάνει εμβόλια, δε με έχει πειράξει ο κορωνοϊός, έχω γράψει και βιβλία θα στα στείλω -μου λέει- δώσε μου το τη σύστασή σου -μου λέει- και θα στα στείλω». Σηκωθήκαμε να φύγουμε τώρα. Σηκώνεται ένας άλλος και μου λέει: «Τώρα -λέει- ξέρεις, στο νομό σας -λέει- θα έρθει άλλος Μητροπολίτης. Καταργείται και η θέση του Ναυπακτίας και έρχεται -λέει- ένας Δαμασκηνός, ο οποίος είναι -λέει- από το Βόλο», τον ήξερε εκείνος πριν από εμένα. Πριν από ένα μήνα αυτή η δουλειά. Λέω: «Εγώ δεν ξέρω τίποτα -λέω- ότι θα γίνει και λοιπά, εσείς τα ξέρετε καλύτερα». «Εγώ -λέει- είμαι ο Μητροπολίτης τώρα Αιγιαλείας». Αυτόν τον έβαλε Μητροπολίτη, τον έκανε Μητροπολίτη ο Αμβρόσιος. Ήτανε ξέρω 'γω το το παιδί, αυτός που το είχε εκεί πέρα ψυχοπαίδι ξέρω 'γω τι το είχε και το έκανε αυτό. Και θέλω να πω, χθες έλαβα και τα βιβλία του. Θα σου δώσω να το διαβάσεις, για τον κορωνοϊό.

Ε.Α.:

Ευχαρίστως.

Φ.Π.:

Θα πω στη διαλεχτή και θα σου δώσει. Είχε τρία βιβλιαράκια για το αγίασμα. Και ετοιμάζω τώρα μια επιστολή την οποία θα τη στείλω, δεν έχει κινητό τηλέφωνο έχει μόνο σταθερό άμα είχε κινητό θα το έκανα ένα μήνυμα ας πούμε και θα το έστελνα ότι τα έλαβα. Λοιπόν, του έγραψα κάποια πραγματάκια, να δούμε τι αποτέλεσμα θα έχει.

Ε.Α.:

Μάλιστα.

Φ.Π.:

Λοιπόν, θέλω να πω δηλαδή ότι προσπαθώ να κάνω γνωριμίες. Είδες τρεις ανθρώπους. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί αύριο το πρωί, δεν έχει σημασία αν είναι που λένε μερικοί ότι είναι σκοταδιστής, ότι είναι αναρχικός, ότι είναι έτσι ο Αμβρόσιος και λοιπά. Από τη μία μεριά καλά τα λέει αυτός, άμα θες άκουσέ τα, δε σε υποχρεώνει κανένας. Και τον έβαλαν πολλές φορές, και τον έχουν βγάλει και τρελό και λοιπά ας πούμε και ίσως και τον απέλυσαν τώρα με τον κορωνοϊό. Γιατί εντάξει, αυτός έτσι πιστεύει ρε π[01:40:00]αιδί μου, πιστεύει ότι δεν πρέπει να σώσεις το σώμα, πρέπει να σώσεις την ψυχή σου. Έτσι λέει ο Αμβρόσιος. Εγώ είμαι διαφορετικός, εγώ λέω νους υγιής εν σώματι υγιεί. Εδώ είμαστε διαφορετικοί σε αυτό το πράγμα, του είπα ότι: «Εδώ δεν ταιριάζουμε -του λέω- σε αυτό το πράγμα. Εγώ πάω με την επιστήμη και με τη θρησκεία. Άλλο η θρησκεία, άλλο επιστήμη. Εσύ -λέω- τα μπλέκεις τώρα να πούμε θρησκεία και επιστήμη, τα ανακατεύεις -λέω-, δεν ταιριάζουμε σε αυτό το πράγμα». Μου λέει: «Θα σας στείλω τα βιβλία». Και τα έστειλε, πραγματικά. Θέλω να πω δηλαδή ότι οι γνωριμίες είναι καλές.

Ε.Α.:

Ναι.

Φ.Π.:

Γιατί μπορεί να χρειαστείς κάτι και μπορεί να βρεις ανταπόκριση. Όσο περισσότερες γνωριμίες κάνεις, τόσο καλύτερα είναι. Αλλά πρέπει να ανταποκρίνεσαι και εσύ άμα σε χρειαστούν.

Ε.Α.:

Σίγουρα.

Φ.Π.:

Γιατί άμα δεν ανταποκρίνεσαι είσαι άχρηστος . Λοιπόν τελειώνω ευχαριστώ για όλα.

Ε.Α.:

Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.

Φ.Π.:

Λοιπόν, και εγώ ευχαριστώ για την υπομονή σου που κάθισες και μ' άκουσες τόση ώρα.

Ε.Α.:

Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε.

Φ.Π.:

Λοιπόν…

Ε.Α.:

Να είστε καλά κύριε Φώτη.

Φ.Π.:

Τώρα δεν ξέρω αν χρειάζονται όλα αυτά. Εσύ θα τα κρίνεις, θα βγάλεις το αποτέλεσμα και…

Ε.Α.:

Είναι όλα πολύ σημαντικά όσα είπατε.

Φ.Π.:

Δεν ξέρω αν είναι σημαντικά… Είχα κι άλλες ιστορίες αλλά δε θέλω να τα πω όλα να πούμε.