© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Νόμιζα ότι η κοινωνία είναι η κοινωνία των αγγέλων, όπως ήταν στο σχολείο με τα παιδάκια»: Η δασκάλα κυρία Διαλεχτή αφηγείται
Istorima Code
23342
Story URL
Speaker
Φώτης Πιστιόλης (Φ.Π.)
Interview Date
17/10/2022
Researcher
Ελευθερία Αθανασοπούλου (Ε.Α.)
[00:00:00]Καλημέρα, είμαι η Ελευθερία Αθανασόπουλου, είμαι Ερευνήτρια στο Ιstorima. Σήμερα είναι 18 Οκτωβρίου 2022. Βρισκόμαστε στο Αγρίνιο, με την κυρία Διαλεχτή Πιστιόλη.
Καλημέρα σας.
Καλημέρα σας. Από πού κατάγεστε;
Κατάγομαι από Ευρυτανία, από Δα- το χωριό λέγεται Δάφνη Ευρυτανίας.
Πότε γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα 7 Δεκεμβρίου του 1948, και οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες, κατά κάποιον τρόπο. Βέβαια στο Καρπενήσι ήταν, αλλά σαν πρόσφυγες ζούσαν σε ένα τολ στρατιωτικό, γιατί ήταν ο Εμφύλιος πόλεμος κι αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό, γιατί γίνονταν πολύ δυσάρεστα γεγονότα εκεί πέρα, σκότωναν ανθρώπους κλπ., και αναγκάστηκαν να φύγουν. Και η μάνα μου ήταν έγκυος. Και εκεί, μέσα στο τολ, γεννήθηκα κι εγώ, στο Καρπενήσι, σε ένα στρατιωτικό τολ. Πού να με αλλάξει; Πού να με… Τι να με ταΐσει; Πού να βρει το γάλα η καημένη που δεν είχε ούτε να φάει ούτε… Τι να φάνε εκεί πέρα; Τι είχαν; Πάρα πολλές δύσκολες συνθήκες. Δόξα τω Θεώ, επιβίωσα.
Αυτό είναι το σημαντικό.
Ε, βέβαια.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια, έτσι, για τα παιδικά σας χρόνια;
Μετά από αυτήν τη δύσκολη περίοδο που περάσαμε εκεί πέρα, επιτέλους σταμάτησε ο Εμφύλιος, ξαναγυρίσαμε στο χωριό. Τα βρήκαμε όλα καμένα. Ούτε σπίτι ούτε τίποτα, και όλα από την αρχή. Επτά αδέρφια, καταλαβαίνετε τώρα τι δύσκολες συνθήκες. Αλλά σιγά-σιγά, δόξα τω Θεώ, ο πατέρας μου έλεγε «Πρέπει να έχουμε υπομονή σαν τον Iώβ». Έκανε ιώβειο υπομονή και σιγά-σιγά με πολύ κόπο και λοιπά, ξαναφτιάξαμε το σπιτάκι μας. Μετά ξεκίνησαν και τα σχολεία, γιατί τότε όλα, με τον Εμφύλιο και λοιπά, ούτε σχολεία λειτουργούσαν ούτε τίποτα. Πηγαίναμε στο δημοτικό, πήγαινα… το χωριό ήταν, δηλαδή, κάθε συνοικισμός σε διαφορετικό σημείο. Και για να πας στο σχολείο, ήθελε περίπου ήθελα να φτάσω μισή ώρα, περίπου. Αλλά όμως σαν παιδάκια μαζευόμασταν όλα μαζί, της γειτονιάς τα παιδάκια, και πηγαίναμε, αστειευόμενα στον δρόμο, εκεί παρεούλα, και δεν τον καταλαβαίναμε τον δρόμο καθόλου. Μέχρι τον χειμώνα, μας έδιναν κι από ένα ξύλο στο χέρι, γιατί είχαμε σόμπα, από όλα τα παιδιά, να ανάψουμε τη σόμπα να ζεσταθούμε. Ήμασταν από το χωριό 70-80 παιδιά, κι ένας δάσκαλος, για 3 χρόνια. Μετά που πήγα στην τετάρτη, ήρθε και μία δασκάλα, κι έγινε διθέσιο πλέον το σχολείο. Δύσκολα, βέβαια, αλλά όμως μία χαρά. Εμείς σαν παιδάκια παίζαμε, γελούσαμε, χαιρόμασταν. Ήμασταν δεμένοι μεταξύ μας όλοι, όλα τα παιδιά, και πόσο μάλλον η γειτονιά. Μαζί πηγαίναμε, γυρνούσαμε, και περνούσαμε όμορφα, παρόλες τις δυσκολίες στα οικονομικά και στα άλλα τα υλικά αγαθά, καταλάβατε; Αλλά ήταν η ψυχολογία. Η ψυχολογία είναι το παν για τον άνθρωπο. Αυτή τον ανεβάζει.
Έτσι. Οπότε, τα χρόνια του δημοτικού ήταν έτσι όπως μου λέτε.
Ναι, ναι, ναι. Βέβαια, εντάξει, καλά, ο δάσκαλος καλός ήταν. Μπορεί να είχε μία βέργα πάνω στο τραπέζι, αλλά, εντάξει, τώρα και 80 παιδιά πώς θα πειθαρχήσουν;
Ήταν της εποχής.
Ήταν της εποχής. Εξάλλου, και η Παιδαγωγική τότε και στις Ακαδημίες ήταν «Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Οπότε, εντάξει. Αλλά όμως τα παιδιά, τα περισσότερα, είχαν σεβασμό στον δάσκαλο. Δεν… δηλαδή αναγκαζόταν να… η βέργα μπορεί να χτύπαγε στο τραπέζι, άλλα ελάχιστα στο παιδί. Εγώ έχω καλές αναμνήσεις από τον δάσκαλό μου. Ευτυχώς, ευτυχώς.
Ωραία, μετά στο γυμνάσιο;
Μετά μετά πήγα στο γυμνάσιο, παρόλες τις δύσκολες συνθήκες που σου είπα πρώτα, για τα την καταστροφή που πάθαμε και λοιπά. Ο πατέρας μου ήταν απόφοιτος του Σχολαρχείου και γι' αυτό του άρεσαν πάρα πολύ τα γράμματα, και ήθελε, ει δυνατόν, να σπουδάσουν μερικά από τα παιδιά του. Και έστειλε και τον αδερφό μου, που ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερος, οπότε είχε τελειώσει το γυμνάσιο όταν θα πήγαινα εγώ, αλλά έστειλε κι εμένα που ήμουν η πρώτη κοπέλα από το χωριό. Ούτε καν στο δημοτικό δεν τις έστελναν μερικές κοπέλες για να δουλεύουν, να βοηθάνε στις δουλειές, στα χωράφια και παντού. Και με έστειλε, πρώτη κοπέλα από τη Δάφνη, στο γυμνάσιο και βρήκα ευτυχώς και μία άλλη κοπελίτσα από τη Βίνιανη, το διπλανό χωριό, και μέναμε παρεΐτσα σε ένα δωμάτιο. Ωραία περνούσαμε, μία χαρά, μία χαρά περνούσαμε. Ένα δωμάτιο είχαμε, βέβαια.
Το είχατε νοικιάσει αυτό;
Βέβαια, το είχαμε ενοικιάσει το δωμάτιο αυτό και είχαμε δύο κρεβατάκια. Είχαμε μία σόμπα για τον χειμώνα που έκανε κρύο, είχαμε και μία γκαζιέρα, για όταν δεν άναβε η σόμπα για να μαγειρεύουμε. Τον χειμώνα μαγειρεύαμε στη σόμπα, γιατί όπως έκαιγε… και εντάξει, μόνη μου. Από 12 χρονών μόνη μου, στο Καρπενήσι, Πάσχα, καλοκαίρι και Χριστούγεννα στο χωριό, γιατί ήταν πολύ μακριά. Δεν μπορούσε να πάει το λεωφορείο. Ήθελε ώρες να πάει και να έρθει…δεν… Μετά, τα εισιτήρια; Α, ξέχασα να σου πω. Όταν έδωσα, δίναμε εξετάσεις για να μπούμε στο γυμνάσιο τότε, και όταν έδωσα εξετάσεις, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα το λεωφορείο. Δεν είχε γίνει ο δρόμος. Και πήγα περπατώντας από τη Δάφνη στο Καρπενήσι, περίπου μία μέρα, μία μέρα πάνω, περάσαμε το Βελούχιο από πάνω για να φτάσουμε, για να δώσω εξετάσεις.
Πώς, με τι;
Με τον αδερφό μου πήγαμε παρέα. Με τον αδερφό μου, περπατώντας, περπατώντας πήγαμε μία μέρα. 12 χρονών. Αλλά ευτυχώς πέρασα και μετά, εντάξει, ευτυχώς μετά που ήρθε το λεωφορείο και, εντάξει, πηγαινοερχόμασταν. Δεν χρειάστηκε να ξαναπάω με τα πόδια στο Καρπενήσι. Καταλαβαίνεις τώρα, τόσο, μου επιτρέπεις τον ενικό έτσι; Λοιπόν, να πηγαίνω τόσες ώρες με τα πόδια, ευτυχώς.
Πώς ήταν τώρα μία μέρα να περπατάτε με τα πόδια;
Είχαμε και φαγητό μαζί μας. Σταματούσαμε όπου βρίσκαμε βρύση. Καθόμασταν, ξεκουραζόμασταν, τρώγαμε τίποτα και μετά συνεχίζαμε σιγά-σιγά, εντάξει. Δεν ήταν και δύσκολα. Άμα είσαι νέος, δεν είναι τίποτα δύσκολο. Όλα αντιμετωπίζονται. Σαν εκδρομούλα το θεωρούσαμε. Πες ότι κάναμε ορειβασία, ορειβασία!
Όμως δεν είχατε και το άγχος για τις εξετάσεις;
Το άγχος, όχι, δεν το πολυείχα, γιατί ήμουν πρώτη μαθήτρια στο δημοτικό. Ήταν ένας συμμαθητής μου, ο οποίος ήταν πιο καλός στα μαθηματικά. Εγώ, βέβαια, ήμουν στα θεωρητικά καλύτερη, αλλά κι ο δάσκαλός μου από μικρή, από την πρώτη δημοτικού, με έλεγε «Δασκάλα!». Αλήθεια, ναι, ναι, επειδή ήμουν καλή μαθήτρια. Βέβαια, εντάξει, λίγο άγχος το είχα. Γιατί, εντάξει, αλλά μόλις έμαθα… μόλις έμαθα, καλά μόλις έμαθα τα νέα, πήγα στο λεωφορείο πάνω, θα μου τα έφερναν τα νέα από το Καρπενήσι. Καλά, τρέχοντας μετά πήγα στο σπίτι μου, χαρά, χαρά, και όλα δόξα τω Θεώ πήγαν καλά.
Τώρα στο Καρπενήσι που ήσασταν, έτσι από 12 χρονών, πώς ήταν για ένα παιδί, γιατί παιδί ήσασταν τότε.
Βέβαια, 12 χρονών παιδάκι ήμουνα, αλλά ήμουνα ώριμη, γιατί από μικρή είχα μπει σε όλα. Βοηθούσα στο σπίτι, γιατί οι μεγάλοι πήγαιναν στα κτήματα για δουλειές, κι εγώ έκανα του σπιτιού τις δουλειές, και καθάρισμα και μαγείρεμα και ζύμωμα, γιατί δεν υπήρχαν φούρνοι να παίρνουμε ψωμί. Και ζύμωνα, και τα πάντα. Οπότε ήμουνα δηλαδή σαν να είμαι 20 χρονών, όχι 12, σε ωριμότητα. Οπότε, τα αντιμετώπιζα όλα μία χαρά, μία χαρά.
Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν;
Οι γονείς μου, ο πατέρας μου, έκανε διάφορες δουλειές. Πρ[00:10:00]ώτα, πριν στον Εμφύλιο, ήταν εκεί στον μύλο μυλωνάς. Μετά ήταν ασβεστοποιός, έκανε ασβεστοκάμινα και πουλούσε τον ασβέστη. Και μάλιστα, εγώ ήμουν και μεταφορέας καμιά φορά του ασβέστη. Γιατί είχαμε ένα μουλάρι, αυτά τα είχαν φέρει από την Αμερική. Λέγονταν της Ούντρας, τα έλεγαν αυτά, πολύ ψηλά. Και φόρτωνε ο πατέρας μου τον ασβέστη, κι εγώ τον πήγαινα στο χωριό, γιατί το ασβεστοκάμινο ήταν περίπου μία ώρα έξω από το χωριό. Λοιπόν, και μετά ανέβαινα κι εγώ πίσω, φορτωμένο το ζώο κι εγώ πίσω, στα καπούλια τα λένε, στο πίσω μέρος από το σαμάρι, και το πήγαινα. Κι έτσι έβγαζα και τα μεταφορικά, γιατί πουλιόταν, ας πούμε, ένα, ξέρω εγώ, μία δραχμή ο ασβέστης, θα πήγαινε 1.20 με το μεταφορικό. Οπότε, έβγαζα κι εγώ, καταλάβατε;
Σε τι ηλικία το κάνατε;
Αυτό στο δημοτικό. Όταν ήμουν στο δημοτικό, το έκανα αυτό. Εντάξει, μετά πήγα στο γυμνάσιο.
Χρόνος υπήρχε για διάβασμα; Γιατί δουλεύατε.
Χρόνος, ναι. Κοίταξε, τότε δεν πολυδιαβάζαμε. Μη σου πω ούτε καν βιβλία δεν είχαμε. Ελάχιστα, πολύ λίγα βιβλία. Τα απορροφούσαμε από τον δάσκαλο, τη διδασκαλία. Προσέχαμε και όλα σχεδόν τα μάθαινες στο σχολείο, δεν χρειάζονταν, εκτός αν είχα να λύσω τίποτα ασκήσεις, τίποτα τέτοια. Διάβασμα στο δημοτικό δεν χρειαζόταν. Στο γυμνάσιο, βέβαια, εντάξει, μετά χρειαζόταν διάβασμα. Διαβάζαμε στο γυμνάσιο, δεν είχαμε τίποτα άλλο να κάνουμε, διάβασμα και τα απαραίτητα. Στο γυμνάσιο, εμείς φορούσαμε τις ποδιές μας τις μπλε, είχαμε και τον άσπρο γιακά, και από επτά η ώρα το απόγευμα απαγορευόταν να βγούμε έξω οι μαθητές, να κυκλοφορούν. Βέβαια, ανάλογα την εποχή, τον χειμώνα σίγουρα από επτά η ώρα. Οπότε, και οι γονείς μας δεν είχαν άγχος μην πάθουμε τίποτα, μη μας συμβεί κάτι, ξέρω εγώ, δεν κυκλοφορούσαμε. Αλλά ήταν και οι εποχές πολύ καλές, πολλή αγάπη στον κόσμο, ξεγνοιασιά. Μετά με τους συμμαθητές μου εκεί παίζαμε στις αυλές, εκεί γύρω-γύρω, μη σου πω και στο λύκειο ακόμα. Δηλαδή, δεν υπήρχε πονηριά. Δεν υπήρχε τίποτα από αυτά που γίνονται σήμερα, τη σημερινή μας εποχή. Οπότε και στο γυμνάσιο μια χαρά. Εντάξει. Τα τρόφιμα τα είχαμε, δόξα τω Θεώ. Κι από το χωριό μου στέλνανε με το λεωφορείο, γιατί ο πατέρας μου πέρα από το ασβεστοποιός κλπ., αγόρασε και πολλά κτήματα, και είχαμε από όλα. Καλαμπόκι, σιτάρι, καρύδια, μήλα, φασόλια, λαχανικά όλα. Δυο-τρεις κατσίκες που είχαμε, το γάλα, το κρέας, γιατί τα κατσικάκια και λοιπά όταν μεγάλωναν, από ένα-ένα... Το γουρούνι, το οποίο έσφαζαν τα Χριστούγεννα, και περνούσαν. Έφτιαχναν τα λουκάνικα, τα πάντα. Δηλαδή, δεν μας έλειπε… Εντάξει, λέμε δύσκολες εποχές, μπορεί να μην είχαμε μία ντουλάπα ρούχα, να φάμε δόξα τω Θεώ είχαμε, κατάλαβες. Κατάλαβες, Ρία μου; Αυτό ήταν το θέμα. Δεν μας έλειπε το φαγητό και ήταν και φαγητό αγνό, από την παραγωγή στην κατανάλωση. Μάζευε η μάνα μου τα χόρτα, πήγαινε έφτιαχνε την πίτα, τρώγαμε μία χαρά. Και εμένα μου έστελναν και στο Καρπενήσι, ας πούμε, από όλα, και φαγητό καμιά φορά. Αλλά έτρωγα σε ένα οικοτροφείο που είχε εκεί πέρα, τρώγαμε πρωί-μεσημέρι, οπότε βολευόμουν. Ήταν χωρίς να πληρώνουμε τίποτα, με την προϋπόθεση να είμαστε καλοί μαθητές, να έχουμε τουλάχιστον πάνω από 13 σε όλα τα μαθήματα. Ένα κίνητρο και για να είσαι καλός μαθητής, να περνάς τις τάξεις και να περνάς και καλά, να μην κουράζεσαι να μαγειρεύεις και λοιπά.
Ακριβώς.
Κατάλαβες, η δυσκολία ήταν λίγο στο Καρπενήσι, που έκανε κρύο, πολύ κρύο. Θυμάμαι εκείνη την παγωνιά το πρωί, που πηγαίναμε πρωί-πρωί. Εκεί ήταν λίγο κατηφόρα που πηγαίναμε για το οικοτροφείο, και γλιστρούσαμε. Γλιστρούσαμε αλλά παιδάκια ήμασταν, πέφταμε, σηκωνόμασταν, δεν είχαμε πρόβλημα. Κατάλαβες;
Από τον πάγο;
Με τον πάγο, ναι, είχε πολύ πάγο και για πολλές μέρες, γιατί είναι ορεινό μέρος το Καρπενήσι, ας πούμε, και οι συνθήκες τον χειμώνα ήταν λίγο δύσκολες. Αλλά, εντάξει, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Ήμασταν και συνηθισμένα από τέτοιες συνθήκες. Οπότε, εντάξει καλά, όλα καλά, καλά. Ωραία περνούσαμε.
Οπότε, όταν τελειώσατε το γυμνάσιο;
Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, έδωσα, τότε ήταν οι Πανελλαδικές. Είχε αρχίσει αυτό το σύστημα, δεν ήταν… ενώ παλιότερα έδιναν τοπικά, ας πούμε. Ο αδερφός μου που ήταν πιο παλιά έδωσε στη Λαμία, ξέρω γω. Οι Αγρινιώτες έδιναν στο Μεσολόγγι, ξέρω γω, αλλά τότε ήταν Πανελλαδικές. Και ήταν καλύτερο αυτό το σύστημα, γιατί δεν υπήρχαν γνωριμίες και λοιπά, να πεις είναι ο τάδε, ο τάδε. Ήταν κρυμμένα τα ονόματα. Εντάξει, εγώ δεν έδωσα για… θα μπορούσα και Νομική να περάσω και λοιπά, αλλά δεν είχα οικονομική δυνατότητα να σπουδάσω τόσα χρόνια ούτε και να ανοίξουμε τα γραφεία. Οπότε «Δασκάλα» μου έλεγε ο δάσκαλός μου, και λέω «Θα δώσω Ακαδημία». Και πέρασα στη Μαράσλειο Ακαδημία που ήτανε, είχε τα πιο πολλά μόρια, πανελλαδικά της Αθήνας, και πέρασα δέκατη, ένα αυτό έχασα την υποτροφία. Δεν πειράζει.
Οι εννιά δηλαδή έπαιρναν;
Οι εννιά έπαιρναν, οι εννιά πρώτοι έπαιρναν υποτροφία, εγώ ήμουν 10η. Δεν πειράζει. Και μετά πήγα στην Ακαδημία δύο χρόνια.
Πώς ήταν εκεί;
Ωραία, πολύ ωραία. Εκεί, πάλι η Αθήνα τότε πώς ήτανε; Από το Κολωνάκι μέχρι την Ομόνοια πηγαίναμε με συμφοιτήτριες, συμφοιτητές, όλοι παρέα, περπατώντας, μέχρι την Ομόνοια. Τόσο ήταν άνετα, άνετα! Δηλαδή, όπως είναι είναι το Αγρίνιο τώρα, και πιο καλά ήταν η Αθήνα τότε. Τίποτα, μία χαρά πηγαίναμε και ωραία. Σε δύο χρόνια, το πήρα το πτυχίο. Βέβαια εκεί γνωρίστηκα και με έναν συμφοιτητή μου, ο οποίος ενώ γνωριζόμασταν και κάναμε παρέα κλπ., δεν μου είπε τίποτα. Όταν επρόκειτο να τελειώσουμε, περίπου να τελειώσουμε, λέει «Ξέρεις ότι εγώ, αν θέλεις». Μου έκανε πρόταση γάμου, κατάλαβες; Όπως το λέμε σήμερα, κατά κάποιον τρόπο, λέει «Αν θέλεις κι εσύ…», ξέρω γω, λέω «Ναι, εντάξει, θέλω, αλλά θα στείλεις το καλοκαίρι...», γιατί τότε ήταν περίπου κοντά που τελειώνουμε τις εξετάσεις, «Θα στείλεις τον πατέρα σου το καλοκαίρι στο χωριό να με ζητήσει». Και όντως το καλοκαίρι έστειλε τον πατέρα του κι έναν θείο του, τον Αύγουστο θυμάμαι, συγκεκριμένα 29 Αυγούστου, και ήρθαν στο χωριό και με ζήτησαν από τον πατέρα μου.
Εσείς ξέρατε τον συμφοιτητή, καλά;
Ναι, τον ήξερα. Φιλικά, κάναμε παρέα, γιατί ένας φίλος του από εκεί γνωριστήκαμε, ένας φίλος του ήταν Ευρυτάνας, και μέσω του Λευτέρη γνώρισα και τον Φώτη, τον άντρα μου. Και κάναμε παρέα, ας πούμε, εκεί στην Ακαδημία. Περπατούσαμε, όπως σου είπα, μέχρι να πάμε κάτω. Απλή παρέα, φιλική. Όχι δηλαδή… Τότε δεν υπήρχαν... Δηλαδή, έπρεπε να έρθει να με ζητήσει στον πατέρα μου. Δεν γινόταν αλλιώς, κατάλαβες; Έτσι ήταν τα πράγματα. Και όντως μετά, ο πατέρας μου γιατί να μην πει το ναι; Δάσκαλος κι αυτός, και τον Αύγουστο ήρθαν, τον Νοέμβριο αρραβωνιαστήκαμε, και τον Φλεβάρη παντρευτήκαμε. Δηλαδή, περίπου 20 χρόνων εκεί, είχα κλείσει τα 20, 20 και κάτι, παντρεύτηκα.
Δεν ήσασταν μικρή ή το θέλατε;
Κοίταξε, τότε παντρεύονταν μικρές οι κοπέλες. Δηλαδή, δεν… αλλά αφού έτυχε τώρα εκεί ο έρωτας. Ήταν έρωτας αλλά πλατωνικός, πλατωνικός έρωτας, κατάλαβες; Ήταν όντως έρωτας, ήταν, αλλά ούτε συζήσαμε ούτε τίποτα. Οπότε, το ήθελα κι εγώ. Το ήθελε κι αυτός. Και ευτυχώς, γιατί μετά εγώ, καταγόμενη από Ευρυτανία, διορίστηκα. Υπαγόταν η Ευρυτανία στις ορεινές περιοχές, και διοριζόμασταν νωρίτερα εμείς από τους άλλους, από την υπόλοιπη Ελλάδ[00:20:00]α. Και διορίστηκα, και ήμουν παρέα. Kαι πώς θα πήγαινα στην Ευρυτανία μόνη μου, εκεί που διορίστηκα, αν δεν είχα και τον Φώτη; Ο Φώτης δεν είχε διοριστεί ακόμα. Τον είχα όμως παρέα, κατάλαβες; Γιατί ήταν δύσκολες οι συνθήκες εκεί που διορίστηκα.
Και πώς διορίστηκε και ο άντρας σας εκεί; Ή μετά;
Την πρώτη χρονιά δεν διορίστηκε. Την πρώτη χρονιά, με στείλανε Βραγκιανά Ευρυτανίας, Μεγάλα Βραγκιανά Ευρυτανίας, που ήταν πάρα, πάρα πολύ μακριά, πάρα πολύ μακριά. Δεν είχε διοριστεί τότε. Όταν όμως ήρθε ο επιθεωρητής και είδε πού με είχε στείλει εκεί πάνω, σε τόσο μακρινό χωριό, με τέτοια ταλαιπωρία να φτάσω, με τα ζώα καβάλα κλπ.
Πηγαίνατε με τα ζώα;
Με τα ζώα, παιδί μου, με τα ζώα. Μιλάμε-
Κάθε μέρα;
Όχι, Πάσχα, Χριστούγεννα και καλοκαίρι, τότε μόνο.
Πηγαίνατε εκεί, δηλαδή;
Βέβαια, αναγκαστικά. Αν υπήρχε αεροπλάνο, θα φεύγαμε, Να πηγαίνω, θέλαμε δύο μέρες να φτάσουμε από το Αγρίνιο. Μία μέρα μέχρι το Κερασοχώρι, λίγο πιο πέρα που είχε δρόμο, που πήγαιναν τα αυτοκίνητα, κοιμόμασταν εκεί σε ένα χάνι, γιατί δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, τι ξενοδοχεία υπάρχουν εκεί πάνω;
Το χάνι τι ήταν;
Ήταν ένα έτσι κατάλυμα, δηλαδή περίπου σαν παράγκα να πούμε, κατά κάποιον τρόπο, για να καταλάβετε. Και ήταν περίπου σαν παράγκα, και είχε μέσα κρεβάτια, και διανυκτέρευε κάποιος το βράδυ. Γιατί όλοι αναγκαστικά ήταν από τα χωριά εκείνα, πώς θα πήγαιναν; Δεν έφθαναν σε μία μέρα. Έπρεπε να κοιμηθούν εκεί, και την άλλη μέρα να πάρουν τον ποδαρόδρομο και να φτάσουν. Εμείς είχαμε παραγγείλει και είχαν έρθει τρία ζώα, γιατί εκεί για να έρθουν τα ζώα ήθελαν μία μέρα. Κοιμήθηκε κι ο αγωγιάτης εκεί, και το πρωί σηκωθήκαμε. Στο ένα, φορτώσαμε τα υπάρχοντα, τα πράγματά μας, και στο άλλο πήγα εγώ. Μπήκα στο ένα εγώ, και στο άλλο άντρας μου, και πήγαμε στα μεγάλα Βραγκιανά. Αλλά όταν είδε ο επιθεωρητής, όταν ήρθε να με επιθεωρήσει πού με είχε στείλει, γιατί κι αυτός δεν ήξερε, δεν ήξερε. Τότε είχε διορισθεί στο Καρπενήσι, και Μεγάλα Βραγκιανά, σου λέει, θα είναι καλό χωριό αυτό, μεγάλο. Οπότε, την άλλη χρονιά με κατέβασε τέσσερις ώρες πιο κάτω με τα ζώα τώρα, και διόρισε και τον άντρα μου αναπληρωτή. Οπότε, την άλλη χρονιά πήγαμε μαζί, αλλά την άλλη χρόνια είχα και μωρό, και μωρό αγκαλιά. Και πώς να ανέβω στα ζώα; Τα ζώα πήγαιναν σε μονοπάτια. Δεν ήταν δρόμος, γιατί για να ανέβεις σε ένα ορεινό χωριό, αναγκαστικά είναι ανηφοριά, είναι μονοπάτια κλπ. και αναγκαστήκαμε και βάλαμε καβάλα τον αγωγιάτη να κρατάει το μωρό μη μου πέσει.
Ο αγωγιάτης;
Ο αγωγιάτης το κράταγε το μωρό, κι εγώ μπήκα στο άλλο. Βάλαμε… μπήκε ο αγωγιάτης καβάλα, του έδωσα το μωρό να το κρατάει, γιατί αυτός ήξερε. Ήταν από εκείνα τα μέρη. Ήταν μαθημένος, ενώ εγώ δεν μπορούσα και να κρατιέμαι να μην πέσω, και να κρατάω, με το ένα χέρι να κρατάω το μωρό, και με το άλλο να κρατιέμαι. Ήθελα να κρατιέμαι και τα δυο μου χέρια. Και μπήκε ο αγωγιάτης καβάλα. Και στο άλλο το ζώο μπήκα εγώ, εναλλάξ με τον άντρα μου. Μόλις κουραζόταν ο άντρας μου πάρα πολύ, κατέβαινα λίγο εγώ. Και έτσι, φτάσαμε στο δεύτερο χωριό, στα Επινιανά.
Δύσκολη διαδρομή;
Πάρα πολύ δύσκολη διαδρομή να φτάσουμε καλά.
Και επικίνδυνη;
Και επικίνδυνη πολύ. Πολύ, γιατί αν παραπάταγε λίγο το ζώο, τι; Κι αν έπεφτε το μωρό ή αν έπεφτα εγώ; Ευτυχώς που ήξερα, που ήμουν από μικρή συνηθισμένη να μπαίνω καβάλα σε ζώο. Δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, το αντιμετώπισα, γιατί εγώ πήγαινα στο χωριό μου, αλλά εκεί ήταν αυτοκινητόδρομος, που πήγαινε το ζώο το δικό μου. Δεν ήταν σοκάκια μες στο βουνό, στο δάσος. Πολύ δύσκολες συνθήκες. Αλλά, εντάξει, δόξα τω Θεώ φτάσαμε καλά, και ήμασταν και οι δύο, ο ένας έκανε πρωί, ο άλλος απόγευμα, γιατί είχε μία αίθουσα. Οπότε, και το μωρό μας μία το φύλαγε ο ένας, μία ο άλλος.
Μόνο εσείς οι δύο ήσασταν εκεί;
Ναι, διθέσιο ήταν, ναι, διθέσιο.
Και κάνατε και το απόγευμα;
Ναι, γιατί είχε μία αίθουσα. Έκανα εγώ το πρωί, ο άντρας μου το απόγευμα. Μετά, τα αλλάζαμε τα παιδιά, να μην είναι... τη μία εβδομάδα. Την άλλη εβδομάδα ο άλλος το πρωί, οι άλλοι το απόγευμα, και κάναμε έτσι. Αλλά, εντάξει, το χωριό ήταν καλό και οι χωριανοί ήταν καλοί. Είχαν μία παράγκα, την είχαν γεμίσει ξύλα. Δεν έβαζαν τα παιδάκια να τα κουβαλούν ένα-ένα. Έστελναν και για το σχολείο και για μας τους δασκάλους. Και δίπλα από το σχολείο είχαν φτιάξει κι ένα δωμάτιο και μία κουζίνα, να μένει ο δάσκαλος. Κι αυτό μας βόλευε πολύ, γιατί ήταν στον ίδιο χώρο. Στο προαύλιο εκεί δίπλα από το σπίτι.
Μένατε εκεί δηλαδή;
Ναι, το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο για τον δάσκαλο είχαν φτιάξει και κουζίνα, και μέναμε δίπλα από το σχολείο. Δηλαδή, στον προαύλιο χώρο ήταν και το σπίτι του δασκάλου, κατάλαβες; Οπότε, μας βόλευε.
Πολύ σημαντικό.
Πολύ, πολύ σημαντικό. Ήταν πολύ καλό χωριό, πολύ καλοί άνθρωποι. Δηλαδή, δεθήκαμε πάρα πολύ, παρόλο που μείναμε ένα χρόνο. Σε αυτό το χωριό, έχουμε ακόμα φιλίες, ακόμα και τώρα μας λένε… πήγαμε μία χρονιά, πριν πέντε χρόνια, πήγαμε ξανά εκεί. Τώρα έχει γίνει ωραίο χωριό, έχει ξενώνα και μάλιστα ένας μαθητής μας έχει τον ξενώνα, ένας μαθητής μας. Και περάσαμε πολύ όμορφα, και όταν φεύγαμε τον Ιούνιο, μαζεύτηκαν όλοι μαζί για να μας αποχαιρετήσουν.
Όλο το χωριό;
Όλο το χωριό, γυναίκες, άντρες και έχω φωτογραφία. Έχω φωτογραφία με όλους. Τα παιδάκια… τα παιδάκια του σχολείου και όλοι οι χωριανοί, όλοι οι χωριανοί φωτογραφηθήκαμε. Είχαμε εμείς μηχανή και φωτογραφηθήκαμε και είναι… και συγκινήθηκα πάρα πολύ τότε. Καταλαβαίνεις τώρα, με έπιασαν τα κλάματα, αλλά δόξα τω Θεώ, δηλαδή περάσαμε καλά, παρόλες τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Το χωριό αυτό, Ρία, ήταν ψηλά στο βουνό, στα Άγραφα, από το χωριό Άγραφα απέναντι πιο ψηλά από τα Άγραφα χτισμένο. Το χωριό αυτό, τα Επινιανά, και είναι και τώρα βέβαια. Και τον χειμώνα, θυμάμαι, και μάλιστα πρέπει να ήταν Μάρτιος ή Φεβρουάριος, δεν θυμάμαι ακριβώς, χιόνιζε ένα μήνα! Έναν μήνα χιόνιζε ασταμάτητα. Μία βδομάδα, δεν μπορούσαν τα παιδιά να έρθουν στο σχολείο. Μετά, πήραν τα φτυάρια οι γονείς και άνοιξαν τους δρόμους και ξεκίνησε το σχολείο. Αλλά υπήρχε αγάπη, αγάπη από τον κόσμο, αυτό δηλαδή. Δεν μας ενδιέφερε, εμείς μία χαρά περνούσαμε, μία χαρά περνούσαμε, ας ήταν δύσκολες οι καιρικές συνθήκες κλπ. Όσο για τρόφιμα και λοιπά, βρίσκαμε και ήταν και φιλόξενοι. Ό,τι είχαν οι άνθρωποι, δηλαδή από δικά τους, όπως βγάζαμε εμείς στο χωριό μου, έβγαζαν κι αυτοί εκεί πέρα. Στον δάσκαλο. Μας φιλοξενούσαν στις γιορτές, μας καλούσαν στα σπίτια τους, περνούσαμε όμορφα, όμορφα, όμορφες αναμνήσεις. Δύσκολες καιρικές συνθήκες και λοιπά, αλλά όμορφες αναμνήσεις.
Ήταν διαφορετική τότε η ζωή για έναν δάσκαλο;
Ναι, πολύ διαφορετική, πολύ διαφορετική, πολύ δύσκολη. Βέβαια, να, κοίτα, πάρα πολύ δύσκολα να φτάσεις εκεί πάνω τώρα, κι αν ήταν ένας άντρας μόνος του κλπ., εντάξει. Κι εμείς οικογένεια με μικρό παιδάκι, αλλά δόξα τω Θεώ, εντάξει.
Το παιδάκι πόσο ήταν, μωρό;
Όταν το πήγαμε, ναι, ήταν μωρό 2 μηνών. Και μία φορά είχε πυρετό, είχε πυρετό, εντάξει. Δεν περνούσε ο πυρετός, τι να κάνουμε, πού να το πάμε;
Δεν είχε γιατρό, τίποτα;
Δεν υπήρχε εκεί γιατρός. Υπήρχε γιατρός στα Άγραφα, απέναντι στα Άγραφα, ήταν τρεις ώρες με το ζώο, και αναγκαστικά το πήγαμε, γιατί ο πυρετός δεν έπεφτε. Και ήταν ιλαρά τελικά. Εντάξει, όμως έπρεπε να ξέρουμε και μάλιστα, θυμάμαι, ψιλοχιόνιζε κιόλας εκείνη την ημέρα που πήγαμε στα Άγραφα. Ψιλο[00:30:00]χιόνιζε, αλλά το παιδάκι αυτό ξέρεις τι γερό βγήκε; Χειμώνας και φοράει κοντομάνικο, του λέω «Παιδί μου -λέω- μεγάλωσες στα βουνά, γι' αυτό». Αλήθεια.
Ναι. Μετά πού σας πήγαν;
Μετά, ναι, κατεβήκαμε Αγρίνιο. Αγρίνιο, τρόπος του λέγειν, Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανία. Αιτωλοακαρνανία, αλλά δυστυχώς αντί να με πάνε κάπου κοντά με αστικό κλπ., με πήγαν πάλι σε ορεινό μέρος, στην Αγία Παρασκευή τη σημερινή, που το έλεγαν τότε Ζελίχοβο. Και εκεί είχε ένα ορεινό αυτοκίνητο, ένα που πήγαινε. Εκεί μέναμε αναγκαστικά. Δεν μπορούσαμε να πηγαινοερχόμαστε στο Αγρίνιο, να μένουμε στο Αγρίνιο πάλι, και τότε είχα και δεύτερο παιδάκι. Δύο στην Αγία Παρασκευή, και ο άντρας μου ήταν σε άλλο σχολείο.
Στην ίδια περιοχή, στο Ζελίχοβο;
Στα Αμπέλια Αγίου Βλασίου, εδώ στα Αμπέλια, κι εγώ ήμουν εκεί, και Σαββατοκύριακο κατεβαίναμε κάτω και ανταμώναμε. Ανταμώναμε στο Αγρίνιο, αλλά ευτυχώς μια χρονιά.
Είχατε το μωρό εκεί;
Ναι, με το μωρό, και τα δύο τα μωρά. Και πήρα την κουνιάδα μου μαζί μου να τα προσέχει, όταν το πρωί που έκανα μάθημα, και τα δύο τα παιδάκια. Εντάξει, λίγο-λίγο πιο εύκολα απ' ό,τι ήταν πάνω, αλλά και εκεί ορεινό χωριό ήταν.
Και μόνη σας.
Ναι, ναι, και μόνη μου, και μόνη μου. Αλλά δύσκολα κι εκεί. Εκεί δεν γνώρισα κόσμο, γιατί είχα τα παιδάκια, είχα τα παιδάκια μου και δεν είχα, ας πούμε, δεν ήταν και ο άντρας μου εκεί για να… Εντάξει, πέρασε κι αυτή η χρονιά δύσκολα, δόξα τω Θεώ μετά. Μετά με μεταθέσαν στα Αμπέλια Αγίου Βλασίου, στα οποία μείναμε άλλα έξι χρόνια, επτά ο άντρας μου, μετά άλλα έξι κι εγώ εκεί, εντάξει. Κι εκεί μέναμε πάλι, εκεί μέναμε. Δεν ήταν εύκολο να πηγαινοέρχεσαι τότε, εκείνες τις εποχές. Και είχαμε και τα δύο τα παιδάκια που ήταν μικρά, αλλά κι εκείνο το χωριό πάρα πολύ καλά. Γιατί τους γνώρισα, έμεινα έξι χρόνια. Τα ίδια κι εκεί πάλι όταν φεύγαμε, πάλι αγκαλιές και συγκινήσεις, και τώρα ακόμα. Εκεί κάναμε και δύο κουμπαριές, γιατί ήμασταν έξι χρόνια. Κουμπαριές εκεί, ωραία περάσαμε, πάρα πολύ ωραία.
Χωριανοί, δηλαδή σας βάφτισαν;
Εμείς βαφτίσαμε, εμείς βαφτίσαμε δύο παιδάκια από το χωριό, δύο παιδάκια βαφτίσαμε, και κάναμε και κουμπάρους, και πολύ ωραία περάσαμε. Τα παιδιά μου έχουν τις καλύτερες αναμνήσεις, γιατί ήταν μικρά παιδάκια και ήταν ξέγνοιαστα. Ελεύθερα το απόγευμα, πήγαιναν με τα άλλα τα παιδάκια από το σχολείο. Εκείνα ήταν μεγαλύτερα και τούτα μικρά, δεν πήγαιναν σχολείο ακόμα. Τα πρόσεχαν όμως τα μεγάλα τα παιδιά, τα φρόντιζαν. Ήμουν ξέγνοιαστη ότι δεν θα πάθουν τίποτα. Και παίζαν όλο το απόγευμα στις αλάνες εκεί, στα χωράφια. Και τους έχουν μείνει αναμνήσεις ωραίες, πολύ ωραίες. Μεγάλωσαν, δηλαδή, όταν μεγαλώνει ένα παιδάκι σε χωριό, ήταν πολύ καλό, ελεύθερα. Όχι σε πολυκατοικία, να είναι κλεισμένο μέσα στο μπαλκόνι.
Έτσι.
Κι από κάτω συνέχεια αυτοκίνητα. Αυτοκίνητο δεν υπήρχε στο χωριό.
Κανένα;
Ένα είχαμε εμείς κι ένα είχε άλλος ένας, ένα αγροτικό. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Αυτά ήταν τη δεκαετία του '70, '70 με…
Μόνο εσείς κι ένας άλλος δηλαδή;
Ναι, ναι. Το '78 φύγαμε από εκεί, ναι, ναι. Εκεί μάλιστα έμαθα και να οδηγώ. Με μάθαινε ο άντρας μου, πέρα δώθε. Οπότε μετά, όταν κατέβηκα κάτω, πήρα και το δίπλωμα οδήγησης στο Αγρίνιο. Μου χρειαζόταν το αυτοκίνητο, και μετά περάσαμε ωραία εκεί στα Αμπέλια. Μετά με στείλανε στο Παναιτώλιο. Πήρα μετάθεση για το Παναιτώλιο, άλλα 5-6 χρόνια εκεί, εντάξει. Και μετά ήρθα Αγρίνιο. Τα μισά τα χρόνια ήταν στα πέριξ, και τα 15 στο Αγρίνιο. Μετά στο 21ο, κάτω στην Αγία Τριάδα Αγρινίου.
Πώς ήταν ένας δάσκαλος της εποχής σας;
Εντάξει, λίγο-λίγο, πιο, πιο, όχι πολύ αυστηροί όπως οι προηγούμενοι. Δηλαδή, αυτούς που είχαμε εμείς δασκάλους. Ήμασταν λίγο πιο… αλλά υπήρχαν και τότε και αυστηροί, εντάξει. Και τότε υπήρχε, όχι, όχι βέργα δεν υπήρχε στο τραπέζι. Τουλάχιστον, εγώ δεν είχα. Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Βέβαια, ο καθένας αλλά ακόμα ήταν αυτό, η αυστηρότητα. Αλλά τα παιδιά είχαν σεβασμό, πολύ σεβασμό στον δάσκαλο, και οι γονείς καλή συνεργασία. Πολύ συνεργάσιμοι οι γονείς, και εμπιστεύονταν τον δάσκαλο, και ο δάσκαλος και τα παιδιά, πολύ σεβασμός στον δάσκαλο, και ο δάσκαλος προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο. Πρώτα, ήταν η παιδεία, να αποκτήσει το παιδί παιδεία, να γίνει σωστός άνθρωπος. Και βέβαια και οι γνώσεις, όσες μπορούσε ο δάσκαλος, τις προσέφερε απλόχερα και όσο καλύτερα μπορούσε να τις απορροφήσουν τα παιδιά, αλλά δεν θα μπορούσαν όλα το ίδιο να απορροφήσουν το παν. Ήταν να γίνουν σωστοί άνθρωποι. Εγώ αυτό τους έλεγα, και όποιο επάγγελμα να κάνετε μετά, θα το κάνετε σωστά, όταν είσαστε σωστοί άνθρωποι. Γιατί στην κοινωνία χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι, όλα τα επαγγέλματα. Δεν θα κάνουν όλοι το ίδιο επάγγελμα. Αυτό μετράει. Και ο καθένας εκεί που έχει κλίση κλπ., μπορεί ο άλλος να έχει κλίση τη μουσική, που λέει ο λόγος, γιατί να μην εξασκήσει αυτό το επάγγελμα; Όχι αυτά τα τετριμμένα, να γίνουμε όλοι, ξέρω γω, ό,τι θέλουν οι γονείς. Τέλος πάντων, να μην πω συγκεκριμένα τώρα, όλα χρειάζονται τα επαγγέλματα, έτσι; Καλά, καλά ήταν τα χρόνια και με τους συναδέλφους. Αγάπη, αγάπη και αλληλοεκτίμηση, και μεταξύ μας οι συνάδελφοι τουλάχιστον. Εγώ σε αυτό το σχολείο που ήμουν, παρόλο που ήμασταν πάρα πολλοί. Ήταν δύο σχολεία στο ίδιο κτίριο, το 3ο Αγρινίου και το 21ο. Και ήταν το ένα 12θέσιο και το άλλο 6θέσιο, καταλαβαίνετε. Όταν ήμασταν τώρα εφημερία, 500 παιδιά να τα επιβλέψεις, μεγάλη ευθύνη, μεγάλη ευθύνη. Όταν πήρα σύνταξη, λέω δόξα τω Θεώ δεν μου συνέβη τίποτα κακό, γιατί αν πάθει ένα παιδάκι κάτι, δεν είναι πολύ δύσκολο. Βέβαια, δεν θα το θέλω ούτε εγώ ούτε αυτό, αλλά μικρά παιδιά έπαιζαν, έτρεχαν, ήταν πολύ επικίνδυνο.
Βέβαια.
Να, δηλαδή, η ασφάλεια των παιδιών, ήθελα να είναι ασφαλή τα παιδιά να μην… Και όταν πήρα σύνταξη δόξα τω Θεώ -λέω- δεν μου έπαθε κανένα τίποτα, γιατί δεν ήταν χαρτί, έκανα λάθος να το σβήσω και να ξαναγράψω από την αρχή. Είχαμε να κάνουμε με ψυχές, κατάλαβες, Ρία μου; Αυτό ήταν δηλαδή, μεγάλο… αυτό ένιωθα. Δόξα τω Θεώ, όλα καλά πήγαν και οι μαθητές μου με βρίσκουν στον δρόμο, με χαιρετούν, και «Γεια σας, κυρία Διαλεχτή», που δεν τα γνωρίζω τώρα μερικά, πού να τα γνωρίζω μετά από 20 χρόνια και από 25 που έχουν γίνει άντρες, γυναίκες. Μερικές έχουν και παιδάκια.
Ναι, ναι.
Να 'ναι καλά, καλά, δόξα τω Θεώ.
Οπότε, είχατε πάντα καλή σχέση με τους μαθητές;
Πολύ καλή σχέση, πολύ καλή σχέση με τους μαθητές.
Δεν υπήρξε ποτέ κάποιο περιστατικό;
Υπήρξε ένα μία φορά, ένα. Ένα, μία φορά υπήρξε. Ένα κοριτσάκι ανέβηκε στο παράθυρο και του έκανα παρατήρηση, του είπα «Παιδί μου, γιατί ανέβηκες εκεί πάνω; Αν έπεφτες κάτω, τι θα κάναμε; Θα σκοτωνόσουν. Να προσέχεις, να μην ξανανέβεις στο παράθυρο. Aν ξανανέβεις, θα σε βάλω τιμωρία. Θα σε τιμωρήσω, αν ξανανέβεις». Και την άλλη μέρα, ήρθε ο πατέρας του και μου έκανε παρατήρηση, λέει «Πω, πω, δημιούργησες ψυχολογικό πρόβλημα στο παιδί. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί εχθές το βράδυ, το μάλωσες». «Μα δεν του έκανα τίποτα, μία παρατήρηση για το καλό του», του λέω, «Για το καλό του το έκανα». Αλλά, εντάξει, δεν πειράζει, ο άνθρωπος έτ[00:40:00]σι το πήρε. Του είπα «Να προσέχεις», του είπα, «το τι θα λες τα παιδιά σου, γιατί αυτά θα βγουν αργότερα στη ζωή. Οι συμβουλές σου νομίζω ότι πρέπει να είναι διαφορετικές. Όχι ότι η δασκάλα σού έκανε κακό, γιατί δεν του έκανα κανένα κακό, για το καλό του, για το καλό του, του έκανα την παρατήρηση. Ούτε το χτύπησα ούτε τίποτα δεν του έκανα, μία παρατήρηση». Δεν πειράζει, όλα στη ζωή μέσα είναι. Εγώ τον βλέπω αυτόν τον κύριο, τον χαιρετάω και λοιπά, δεν κράτησα τίποτα. Δεν πειράζει, άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε, έτσι είναι.
Οπότε, μόνο αυτό έχετε;
Μόνο αυτό, μόνο αυτό, τίποτα άλλο δυσάρεστο και σε όλα όλα τα χρόνια, 31 χρόνια υπηρέτησα. Στα 31 πήρα σύνταξη, γιατί εντάξει τότε θα γινόμουν και διευθύντρια. Ήμουν υποδιευθύντρια.
Και τότε αποφασίσατε;
Ήμουν υποδιευθύντρια κι ο διευθυντής πήρε σύνταξη, κι εγώ σαν υποδιευθύντρια θα γινόμουν διευθύντρια. Αλλά εγώ δεν είχα… δεν ήθελα να είμαι με τα γραφικά. Ήθελα να είμαι με τα παιδιά. Δηλαδή, αυτό ήταν το επάγγελμά μου, να έρχομαι σε επικοινωνία με τα παιδιά. Και έτσι δεν τα ήθελα αυτά, να γίνω. Και λέω, άσε τώρα, εγώ θα πάρω σύνταξη. Εν τω μεταξύ, γεννήθηκε και η εγγονή μου εκείνη τη χρονιά. Οπότε, λέω «Τώρα θα χαρώ την εγγονή μου, δεν θέλω». Ο επόμενος τη διεύθυνση παρακαλώ, πάρτε τη, τη διεύθυνση. Και έτσι, πήρα τη σύνταξή μου μία χαρά, και τώρα περνάω ωραία, υπέροχα.
Είναι κάτι άλλο που σας έχει μείνει από τα χρόνια που ήσασταν εκπαιδευτικός;
Με όλους τους συναδέλφους περνούσαμε ωραία. Κάναμε τους χορούς μας κάθε χρόνο. Αυτά μου έχουν μείνει. Κάναμε εκδρομές σαν συνάδελφοι όλοι μαζί. Δηλαδή, οι δάσκαλοι τα παλιότερα τα χρόνια ήμασταν πολύ δεμένοι, πολύ, πολύ, δεν είχαμε ούτε διαφωνίες.
Διοργανώνατε εκδρομές όλοι μαζί, δηλαδή;
Ναι, ναι, ναι, διοργάνωσε ο άντρας μου μία, και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν στον σύλλογο δασκάλων, και εκεί που ήταν στο σύλλογο δασκάλων πρόεδρος, διοργάνωσε αυτήν την εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη, που μου έχει μείνει. Ήταν πολύ ωραία. Είδαμε, πήγαμε στην Αγία Σοφία, πήγαμε παντού, παντού. Κάναμε πολλά, έτσι σαν συναδελφικά, ωραία περνούσαμε. Κάθε χρόνο χορούς, ετήσιος χορός κλπ.
Δασκάλων;
Ναι, ναι, δασκάλων. Και είχαμε κι έναν συνάδελφο που ήταν μουσικός, ο Βασίλης ο Παπαδογιώργος. Κι έπαιζε ο Βασίλης εκεί πέρα, και χορεύαμε. Τα θυμάμαι αυτά, δεν τα ξεχνάω με τίποτα. Ναι, ήταν ωραία, πολύ ωραία χρόνια περνούσαμε. Ωραία, εντάξει, γιατί εγώ το αγαπούσα αυτό το επάγγελμα και το έκανα.
Πολύ σημαντικό.
Εντάξει, μπορεί να μου 'λειψε μετά, αλλά μετά είχα τις εγγονές που γεννήθηκαν από μία μία. Οπότε, πάλι είχα παιδάκια και ασχολιόμουν. Οπότε, δεν στεναχωρήθηκα. Γιατί πολλοί όταν παίρνουν σύνταξη, τότε στεναχωριούνται λίγο. Τι θα κάνω τώρα; Εγώ, εντάξει, είχα δραστηριότητες και περνούσαμε καλά και μετά από τη συνταξιοδότηση.
Να γυρίσω λίγο στα χρόνια που τα πρώτα χρόνια που ήσασταν δασκάλα, είχατε τα μέσα, τα απαραίτητα μέσα; Δηλαδή, όπως έχουμε τώρα τον πίνακα, τα βιβλία και όλα αυτά;
Ναι, τα πρώτα χρόνια είχαμε τον πίνακα, τον είχαμε τον πίνακα με τις κιμωλίες, χάρτες είχαμε που ήταν κρεμασμένοι στον τοίχο. Αυτά. Δεν είχαμε και πολλά, τίποτα άλλα μέσα. Αυτά ήτανε. Δηλαδή, χάρτες και ο πίνακας. Και, εντάξει, τα παιδάκια είχαν βιβλία τα πρώτα χρόνια. Πρώτα-πρώτα εκεί πάνω στα χωριά-
Δεν είχαν;
Δεν είχαν.
Δεν ήταν δύσκολο για σας αυτό;
Όχι, δεν ήταν δύσκολο. Εντάξει, δεν… δεν ήταν δύσκολο. Έτσι ήταν οι συνθήκες. Οπότε, εντάξει, προσπαθούσαμε τα παιδιά να... όπως κι εγώ το μάθαινα από τον δάσκαλό μου, και αυτά να μαθαίνουν να προσέχουν την ώρα της διδασκαλίας, και να μετά τους δίναμε, ξέρω γω, σημειώσεις.
Δικές σας;
Και λοιπά, ναι, για να μαθαίνουν ασκήσεις να λύνουν. Στην πρώτη τάξη, εντάξει, τους γράφαμε τα γράμματα σε όλα τα τα παιδάκια. Όταν ήταν, μάθαιναν ένα γραμματάκι. Πρώτα έρχονταν εκεί, τους το έγραφα εγώ από πάνω στη μία γραμμή, και μετά αυτά στο σπίτι ακριβώς κάτω κάτω το τελείωναν. Δηλαδή, εντάξει εκεί και το μάθαιναν και στον πίνακα όποιο δυσκολευόταν πώς θα γράψει το γράμμα στην αρχή, πώς θα πιάσει το… την κιμωλία, το μολύβι με τα χεράκια του. Γιατί πολλά παιδιά, όχι όλα τα παιδιά, στα χωριά δεν είχαν νηπιαγωγεία, δεν ήξεραν καν ούτε το μολύβι να πιάνουν, και έπρεπε από την αρχή να τα εκπαιδεύσουμε να πιάνουν το μολυβάκι τους σωστά, να γράφουν, την κίνηση που θα κάνουν και λοιπά. Ήταν άλλα, διαφορετικές οι συνθήκες διδασκαλίας τότε. Και, εντάξει, σιγά-σιγά εξελισσόταν η κατάσταση.
Κυρίως τώρα για τις μεγαλύτερες τάξεις μιλάω, τα κάνατε όλα τα μαθήματα;
Για τις μεγαλύτερες, Ρία, να σου πω την αλήθεια, όλα τα μαθήματα, βέβαια. Ο δάσκαλος τότε έκανε όλα τα μαθήματα. Βέβαια. Και φυσική και χημεία και μαθηματικά και γυμναστική.
Και γυμναστική;
Και γυμναστική. Δεν υπήρχε γυμναστής. Και μουσική και χορό. Μετά εμείς στην Ακαδημία τα μαθαίναμε όλα αυτά. Είχαμε, δηλαδή, τότε δεν εξειδικεύονταν κάποιος σε κάποιο μάθημα. Έπρεπε να είμαστε σε όλα τα μαθήματα εξειδικευμένοι, ειδικοί για όλα τα μαθήματα και γυμναστική. Μάλιστα τους μαθαίναμε και χορούς, όλους τους χορούς τους μάθαινα από όλη την Ελλάδα, Κερκυραϊκό, Ηπειρώτικο...
Αυτά τα μαθαίνατε στην Ακαδημία;
Ναι, τα είχαμε μάθει στην Ακαδημία όλα, όλα αυτά, όλους τους χορούς και μουσική στην Ακαδημία. Μάλιστα, στην αρχή μέχρι και ορθοφωνία μας μάθαιναν, να μιλάμε σωστά, για να καταλαβαίνει το παιδί, γιατί... τι του λέμε. Μέχρι ορθοφωνία, μέχρι τα πάντα. Και γυμναστική τους κάναμε. Και στο τέλος, κάναμε και γυμναστικές επιδείξεις στο σχολείο. Ναι, στις εξετάσεις που κάναμε τη γιορτή, κι έκαναν τα παιδιά άλματα, ξέρω γω, τρέξιμο, χορούς κλπ. και έρχονταν όλοι οι γονείς και τα παρακολουθούσαν στο τέλος της χρονιάς. Ναι, παρόλο που μπορεί να ήμασταν ένας δάσκαλος σε ένα μονοθέσιο σχολείο, τα έκανε όλα ή και διθέσιο που είχες από τρεις τάξεις ο καθένας, όλα τα μαθήματα. Ήμασταν, εντάξει, την ύλη του δημοτικού την... ήταν γνωστή σε μας. Κι αν δεν ήταν, αν κάποιος δεν τη θυμόταν, θα τη διάβαζε. Ναι, έπρεπε σε όλα τα μαθήματα.
Σε ένα τώρα μονοθέσιο σχολείο που έπρεπε να πάρετε πολλές τάξεις μαζί, αυτό δεν δημιουργούσε προβλήματα;
Ήταν κουραστικό, αλλά όμως είχες τον τρόπο. Δηλαδή πρώτη, η πρώτη έκανε ξεχωριστό μάθημα και η δευτέρα ξεχωριστό. Τρίτη, τετάρτη, έκαναν τα ίδια, τα δευτερεύοντα μαθήματα, όχι στη γλώσσα και μαθηματικά. Κάθε τάξη έκανε τα δικά της, αλλά ιστορία, δυστυχώς, τα παιδάκια αναγκάζονταν τη μία χρονιά διδάσκονταν, ας πούμε, τη μία της τρίτης, την άλλη χρονιά της τετάρτης. Το κακό ήταν σε εκείνα που, ας πούμε, ήταν πέμπτη, διδασκόταν της έκτης μετά. Αλλά, εντάξει, αυτά τα μαθήματα διαβάζονται. Είναι αφηγηματικά, ενώ τα άλλα μαθήματα, μαθηματικά, γλώσσα κλπ., κάθε τάξη το δικό της μάθημα. Και τώρα τα παιδάκια, βέβαια μπορεί να ήταν μονοθέσιο, άμα ήταν 20 παιδιά, εντάξει, γινόταν [00:50:00]δουλειά. Την ώρα που δεν είχαν μάθημα και ο δάσκαλος δίδασκε στην άλλη τάξη, τους έβαζε εργασίες. Αυτές τις εργασίες τις έκαναν. Oπότε, δεν είχαν για το σπίτι τους δουλειά. Ναι, τα έλυναν εκεί πέρα τα προβληματάκια τους κλπ.. Oπότε, και αυτά δούλευαν, και ο δάσκαλος έκανε τη δουλειά του στην άλλη τάξη. Υπήρχε ειδικό πρόγραμμα για τα μονοθέσια, για τα διθέσια. Άλλο το πολυθέσιο που έχεις μία τάξη, εντάξει, διαφορετικό. Eίναι πιο ξεκούραστα για τοn δάσκαλο. Βέβαια, ήταν πιο κουραστικό το μονοθέσιο.
Σίγουρα. Tώρα έτσι ποια εντύπωση σας έχει αφήσει το επάγγελμα αυτό στη ζωή σας; 'Ετσι, τι;
Το επάγγελμα αυτό τις καλύτερες εντυπώσεις. Δεν... γιατί δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να έχεις να κάνεις με παιδάκια. Τα παιδιά είναι ό,τι καλύτερο, η αθωότητα, η καλοσύνη, η αγάπη, όλα αυτά τους τα προσφέρεις και τα παίρνουν. Τα παίρνουν και τα νιώθεις κι εσύ, δηλαδή. Τα βλέπεις όταν είναι, όταν σε αγαπάνε και όταν τα αγαπάς, σου ανταποδίδουν την αγάπη. Μέχρι να πάρω σύνταξη εγώ, δεν ήξερα τι εστί έξω. Νόμιζα ότι η κοινωνία είναι η κοινωνία των αγγέλων, πώς ήταν στο σχολείο με τα παιδάκια. Ειλικρινά, το λέω. Το λέω τώρα και ανατριχιάζω. Νόμιζα, όταν βγήκα, πήρα σύνταξη και είδα, άκουγα από δω το ένα, άκουγα από δω το άλλο, λέω «Τι κοινωνία, τι παλιοκοινωνία είναι αυτή;». Εγώ νόμιζα ότι και η κοινωνία είναι έτσι όπως τα παιδιά, ότι είναι η κοινωνία των αγγέλων! Αυτό μου έχει μείνει, αυτή η κοινωνία των αγγέλων που έζησα 31 χρόνια, ό,τι καλύτερο στη ζωή μου. Μετά, σιγά-σιγά προσαρμόστηκα στη νέα κοινωνία, γιατί ήμουν και αθώα. Δεν ήξερα να αντιμετωπίσω την άλλη κοινωνία, που… Γιατί εγώ δούλευα το πρωί, το απόγευμα με τα παιδιά μου στο σπίτι μου. Δεν είχα και πολλές επαφές με την κοινωνία, όπως σου είπα, με τους συναδέλφους, εντάξει μ' αυτούς.
Και το σχολείο.
Με αυτούς ήξερα, και, ναι, και το σχολείο και τους συναδέλφους που κάναμε, είπαμε τις εκδρομές μας κι αυτά, αλλά δεν ήξερα την υπόλοιπη κοινωνία, τι γίνεται έξω. Οπότε, αυτό μου έχει μείνει Ρία, αυτή η αγγελική-
Κοινωνία.
Κοινωνία των παιδιών, του σχολείου, της εποχής μου, τουλάχιστον. Δεν ξέρω. Σήμερα δεν μπορώ να εκφέρω άποψη, γιατί δεν ζω πλέον στο σχολείο, δεν ξέρω, ούτε μπορώ να εκφέρω άποψη για τη σημερινή περίοδο-εποχή.
Μάλιστα, τώρα με τι ασχολείστε; Γιατί μαθαίνω ότι…
Τώρα, διάφορες δραστηριότητες, πάω σε χορευτικά, πάω σε σε συναυλίες. Δηλαδή, σε χορωδίες. Παρακολουθώ πολύ θέατρο. Όταν υπάρχει εδώ στο Αγρίνιο, θέατρο, θα πάω να το δω. Δεν το χάνω, δεν χάνω κανένα. Συναυλίες, θα πάω να τις παρακολουθήσω. Μου αρέσει πολύ η μουσική και ο χορός. Αυτά μου αρέσουν πάρα πολύ. Αυτά. Και στη ζωή μου λέω σε όλες τις κυρίες «Εγώ αγαπάω τα παιδιά και τα λουλούδια» κι έχω καμιά πενηνταριά γλάστρες στο μπαλκόνι. Οπότε, ασχολούμαι και με αυτά, και τις υπόλοιπες δραστηριότητες, και περνάω όμορφα, πολύ ωραία.
Μάλιστα. Αληθεύει ότι σκέφτεστε να γράψετε και βιβλίο για τη ζωή σας;
Σκέφτομαι, ναι, ναι, γιατί η ζωή μου είναι ένα μυθιστόρημα, νομίζω.
Πού θα επικεντρωθείτε;
Θα επικεντρωθώ σε όλα, από την αρχή, από τη γέννηση μέχρι και τη σύνταξη. Αλλά περισσότερο τα πρώτα χρόνια, τα δύσκολα. Τα δύσκολα που δεν τα έχει ζήσει η νεολαία, και να μαθαίνουν πώς ήταν και οι παλαιότερες γενεές, πώς ζούσαν, τι δυσκολίες αντιμετώπιζαν. Και έτσι να 'ναι γεροί και δυνατοί οι σημερινοί νέοι. Να βλέπουν και τα δυσκολότερα, για να μπορούν να αντιμετωπίσουν κάποιες δυσκολίες που τους βρίσκουν. Βέβαια, σήμερα είναι άλλες οι δυσκολίες. Αν και βλέπω έρχονται όλες, αλλά τέλος πάντων. Από όλα τα είδη των δυσκολιών. Αλλά περισσότερο είναι, δεν υπάρχει ξεγνοιασιά, δεν υπάρχει αθωότητα. Είναι αυτή η παλιοκοινωνία, που σου είπα, που δεν την ήξερα. Ναι, εκεί θα επικεντρωθώ. Βέβαια, και να μαθαίνουν οι νέοι τα παλιά, και τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και τα τα αγνά ήθη και έθιμα που είχαν οι άνθρωποι. Τα ήθη, τα ήθη αυτά που ήταν ωραία, ωραίες εποχές που ζούσαμε.
Είχατε έτσι, θυμάστε στα παιδικά σας χρόνια, κάποια ήθη έθιμα;
Τα ήθη και τα έθιμα, βέβαια, τότε ήταν τα πανηγύρια που είχαμε. Μαζευόταν όλος ο κόσμος, γινόταν την ημέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μόλις σχολούσε η εκκλησία, στο χωριό μου τα κρατάνε και τώρα. Μόλις σχολάει η εκκλησία, αρχίζει το πανηγύρι. Μπορεί, βέβαια, εκεί στον ναό απ' έξω, από τον ναό από τις εκκλησίες που έχουμε, είτε ξωκλήσια είναι είτε… και μέχρι το βράδυ. Βέβαια τώρα, το βράδυ, πάνε στο χωριό και μετά συνεχίζουν ως το πρωί. Τα άλλα τα ήθη, εντάξει, τα τραγούδια, τα κάλαντα που πηγαίναμε και λέγαμε, τα παιδάκια. Δεν είχαν τότε λεφτά. Δεν μας έδιναν λεφτά. Σου έδιναν, το Πάσχα συνήθως, του Λαζάρου, ένα αβγό είχε ο άλλος. Γι' αυτό και κρατούσαμε καλαθάκι. Καλαθάκι και μας έδιναν από ένα αβγό και κανένα, ό,τι άλλο αν είχαν κάτι, σαν παιδάκια που ήμασταν, ξέρω γω, καμία καραμέλα κάτι. Και θυμάμαι, επειδή τότε το χωριό μου έχει γίνει, έχει συγκεντρωθεί, αλλά παλιά, όπως σου είπα, ήταν γειτονιές, γειτονιές. Όπως πηγαίναν οι άνθρωποι, και ο καθένας έχτιζε κάπου. Μετά από σεισμούς κλπ., έγινε ενιαίο τώρα. Εμείς τότε, για να πάμε να πούμε τα κάλαντα, ξεκινούσαμε το πρωί και τελειώναμε το βράδυ.
Ναι, ναι.
Να γυρίσουμε όλες τις συνοικίες του χωριού.
Και πηγαίνατε σε ομάδες;
Ναι, ομάδα, ομάδα, βέβαια. Ομάδα τα παιδάκια όλα, και αυτό θυμάμαι ότι δεν είχαν λεφτά οι άνθρωποι να δώσουν. Δεν υπήρχε τότε κέρμα, δηλαδή χρήμα. Ήταν και οι άνθρωποι μεταξύ τους και στις συναλλαγές γινόταν είδος με είδος. Είχα σιτάρι, σου 'δινα σιτάρι, ξέρω γω, μου 'δινες κάτι άλλο που είχες εσύ. Γίνονταν και αυτά, αυτές οι συναλλαγές, γιατί λίγο χρήμα κυκλοφορούσε, δεν υπήρχε χρήμα. Αλλά δεν υπήρχαν, όμως ζούσε καλά, ζούσαν καλά οι άνθρωποι, ζούσαν με ανοιχτά παράθυρα, ανοιχτές πόρτες. Δεν είχε η γειτόνισσα, θυμάμαι, με τη γειτόνισσα, ναι. Εμείς είχαμε τον μύλο που έκοβαν τον καφέ, και η γειτόνισσα είχε τον ψήστη. Και ήθελε αυτή, θέλαμε να ψήσουμε εμείς, ναι, να το ψήσουμε, περνάμε τον ψήστη τον δικό της, τον ψήναμε. Αυτή ερχόταν, έπαιρνε τον μύλο τον δικό μας, τον έκοβε.
Ναι, ναι.
Οπότε, ναι, δεν είχαν όλα τα τα μέσα τότε. Και μετά πού να τα βρεις, εντάξει αυτά ήταν.
Δύσκολα χρόνια.
Βέβαια, ναι. Αλλά υπήρχαν όμως αυτές, όπως είπες, τα έθιμα ήταν καλά. Μετά γιορτές. Πηγαίναμε στο σπίτι του αλλουνού, όταν γιόρταζε, πανηγυρίζαμε. Τρώγαμε παρέα όλη η γειτονιά, όλοι. Στους γάμους, όλο το χωριό ήταν καλεσμένο όλο, όχι μόνο στα στέφανα, εννοείται και στο πανηγύρι, στο γλέντι. Στο γλέντι, ναι, στο τραπέζι και στο γλέντι όλο το χωριό. Δεν υπήρχε, δεν άφηνες κανέναν στην άκρη. Μετά θυμάμαι κάτι τώρα με τα καλαμπόκια που τα ξεφλουδίζαμε, άλλο έθιμο εκεί. Μαζευόμασταν, πήγαιναν η γειτονιά παρέα, σήμερα θα μαζέψουμε το δικό μας καλαμπόκι. Όλη η γειτονιά το μαζεύαμε το βράδυ, όλοι μαζί το ξεφλουδίζανε. Μόλις τελείωνε το ξεφλούδισμα, έπαιρναν τα [01:00:00]τσίπουρα και άρχιζε το γλέντι. Με το στόμα η μουσική. Εμείς τραγουδούσαμε δηλαδή, οι άνθρωποι τραγουδούσαν. Εγώ θυμάμαι η μάνα μου τραγουδούσε ωραία, τραγουδούσε και την έβαζαν και τραγουδούσε, και χορεύαμε. Κι άλλες γυναίκες, βέβαια, και τραγουδούσαμε. Μετά, τα έθιμα τα άλλα στον γάμο τα προικιά. Τα προικιά γίνονταν την Παρασκευή. Ετοίμαζαν τα προικιά, και πήγαιναν όλοι και τα ασήμωναν. Κάτι άφηνε ο καθένας. Και μετά έρχονταν και τα έπαιρναν τα προικιά, ο γαμπρός. Αν ήταν από διπλανό χωριό, φυσικά τα φόρτωναν σε ζώα. Άμα δεν υπήρχαν, δεν υπήρχε συγκοινωνία. Και θυμάμαι και την Τετάρτη ήταν κάποιο άλλο έθιμο, αλλά δεν το θυμάμαι. Πάντως άρχιζε, ήταν όλη τη βδομάδα, δηλαδή βδομάδα του γάμου, βδομάδα του γάμου, ναι. Α, ναι, τα προζύμια ήταν την Τετάρτη.
Αυτό;
Αυτά να έπιαναν, λέει το προζύμι, για να ζυμώσουν το ψωμί, το ψωμί του γάμου. Έκαναν ειδική προετοιμασία για το το ψωμί του γάμου. Άλλο γλέντι τότε. Δηλαδή, ένα προζύμι εκεί έπιαναν λίγο, έβαζαν αλεύρι κλπ., και μετά γίνονταν το γλέντι. Όλος ο καβγάς για το πάπλωμα, που λέει η παροιμία. Δηλαδή, για το γλέντι ήταν.
Ναι.
Ήταν το έθιμο να έπιαναν το προζύμι, έκαναν γλέντι την Τετάρτη, γλέντι την Παρασκευή, γλέντι το Σάββατο το βράδυ, γλέντι την Κυριακή.
Κυριακή ήταν ο γάμος;
Την Κυριακή γινόταν ο γάμος. Μετά βέβαια η νύφη, οι συγγενείς της νύφης πανηγύριζαν το Σάββατο το βράδυ, έκαναν το γλέντι, το τραπέζι και το γλέντι. Γιατί μετά, την Κυριακή, μετά τα στέφανα, την έπαιρναν τη νύφη. Τελείωνε για τους γονείς της νύφης. Βέβαια, οι πολύ στενοί πήγαιναν μαζί με τη νύφη. Ακολουθούσαν και πήγαιναν στου γαμπρού πλέον το σπίτι, και γινόταν το βράδυ, ναι. Οι δικοί μου από εκεί πάνω ήρθαν εδώ, τα αδέρφια μου, ξέρω γω, οι πολύ στενοί συγγενείς και το βράδυ συνεχίστηκε το γλέντι εδώ.
Οπότε αυτά τα κάνατε και στον δικό σας γάμο;
Στο Αγρίνιο. Βέβαια, όλα τα κάναμε.
Όλα αυτά;
Όλα αυτά τα κάναμε, όλα αυτά τα κάναμε, ναι. Και ερχόταν πριν ο κουνιάδος, θυμάμαι που ήρθε ο κουνιάδος μου να μου φορέσει τα παπούτσια. Στη νύφη έφερνε παπούτσια, και μέσα στα παπούτσια είχε και νόμισμα. Ήταν κάτι το έθιμο. Κάτι έβαζαν μέσα στα παπούτσια. Και ήρθε ο κουνιάδος μου και μου τα φόρεσε, πριν τα στέφανα. Ήρθε από το Αγρίνιο στη Δάφνη να φέρει τα παπούτσια. Έθιμα, ήταν όμως μία εβδομάδα, μία εβδομάδα γάμου.
Ναι, ναι.
Πολύ ωραία, πολύ ωραία, υπέροχα, γλένταγε ο κόσμος! Νομίζουν τώρα ότι γλεντάνε πιο πολύ. Όχι, δυστυχώς. Τα μεσάνυχτα τώρα, άμα πίνεις και μεθάς και κλπ., αυτό δεν είναι γλέντι, ενώ εκείνα ήταν γλέντια, αληθινά γλέντια, υπέροχα γλέντια. Αυτά τα θυμάμαι. Τα θυμάμαι και θα τα θυμάμαι, όσο ζω.
Μάλιστα, είναι κάτι άλλο έτσι που θα επικεντρωθείτε στο βιβλίο που σκέφτεστε να γράψετε ή σ' αυτά;
Τώρα θα το σκεφτώ τότε.
Θέλει σκέψη.
Βέβαια, θέλει σκέψη, γιατί εντάξει θα αρχίσω από τα παλιά σιγά-σιγά, θα σκέφτομαι σιγά-σιγά-σιγά και θα θα πάρει χρόνο. Πρέπει να αρχίσω τώρα, για να… σιγά-σιγά, ναι. Και όσα, και θα ζητάω και άλλους, ας πούμε, να μου λένε πληροφορίες άλλες, και λοιπά από παλιότερα. Θα μου λένε τα αδέρφια μου πώς ήταν και τότε στον Εμφύλιο κλπ., τα οποία εγώ δεν έζησα, γιατί τότε στον Εμφύλιο, τη μία την αδερφή μου την πήραν οι αντάρτες, και την κράταγαν κάμποσες μέρες.
Γιατί την πήραν;
Τις έπαιρναν, ξέρω γω γιατί, τις πήγαιναν στα βουνά. Και μετά σε ένα βουνό η καημένη έκοψε κάτω γρήγορα.
Απέδρασε;
Και την έχασαν, ναι, απέδρασε.
Τι λέτε τώρα;
Με μία φίλη της και γλίτωσε. Θα μου πουν και μερικά από αυτά.
Το θυμάστε εσείς αυτό;
Μου το είχε πει η αδερφή μου. Εγώ δεν είχα γεννηθεί τότε ακόμα, δεν είχα γεννηθεί. Μετά ήταν που φύγαν, που πήγαν πρόσφυγες που σου είπα.
Ναι, ναι.
Και μου τα έχουν διηγηθεί. Οπότε, θα αντλήσω πληροφορίες και άλλες, και θα σκεφτώ όλα, όλα όσα πέρασα, και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Εντάξει, τα πιο πολλά ευχάριστα ήταν. Όταν είσαι νέος, όλα ευχάριστα είναι. Μπορείς και αντιμετωπίζεις αυτές τις δυσκολίες. Όταν υπάρχει αυτή η αγάπη, αυτή η ξεγνοιασιά, που είπαμε. Αυτή η αλληλεγγύη, η ανθρώπινη, μεταξύ των ανθρώπων, όλα τα άλλα αντιμετωπίζονται. Η κακία και το μίσος κι αυτή η απατεωνιά κλπ., αυτά είναι τα δύσκολα που αντιμετωπίζουν οι νέοι άνθρωποι σήμερα. Η ψευτιά, ψευτιά, απατεωνιά. Αυτά, αυτά είναι τα δύσκολα, και πρέπει η νέα γενιά να είναι προετοιμασμένη, να 'ναι δηλαδή το μυαλό τους ενεργοποιημένο πάνω σε αυτά. Να ξέρουν τι έχουν να αντιμετωπίσουν στη σημερινή κοινωνία, έτσι, Ρία μου.
Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Όχι, όχι, ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Διαλεχτή, να είστε καλά.
Παρακαλώ, χαρά μου, χαρά μου που έμαθες κι εσύ απ' τα παλιότερα μερικά πράγματα.
Ακριβώς.