© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ιστορίες μεταξύ Χέυδεν και Πλατείας Βικτωρίας

Istorima Code
22934
Story URL
Speaker
Γιώργος Κοσσυβάκης (Γ.Κ.)
Interview Date
11/08/2022
Researcher
Αναστασία Καραδημήτρη (Α.Κ.)
Α.Κ.:

[00:00:00]Είμαι η Αναστασία Καραδημήτρη, ερευνήτρια στο Istorima, είναι 12 Αυγούστου του 2022, βρισκόμαστε στην πλατεία Βικτωρίας. Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας;

Γ.Κ.:

Με λένε Γιώργο Κοσσυβάκη και δραστηριοποιούμαι εδώ, στην πλατεία Βικτωρίας, απ’ το 1980, και κατοικούσα παλαιότερα και εδώ. Τώρα δεν κατοικώ εδώ. Η πλατεία Βικτωρίας είναι μία ιστορική πλατεία. Ονομάζεται πλατεία Κυριακού» αλλά λόγω του ότι μας έστειλε η βασίλισσα Βικτώρια τον βασιλιά τον Γεώργιο και μας χάρισαν και τα Επτάνησα οι Άγγλοι τιμής ένεκεν, τους παραχωρήσαμε το όνομα της πλατείας. Η πλατεία είναι ιστορική για πολλούς λόγους. Γιατί σε αυτή κατοικούσε μέχρι πρόσφατα η μεσοαστική τάξη, θεωρούνταν μια από τις καλύτερες πλατείες μετά τη Φωκίωνος, Κολωνάκι και λοιπά. Είναι στο κέντρο. Φέρει στο κέντρο της ένα άγαλμα της Ιπποδάμειας, η οποία σώζεται απ’ τους Κένταυρους που πήγαν να την αρπάξουν και τη σώζει ο Θησέας. Το άγαλμα βέβαια φέρει πολλές σφαίρες από τον Εμφύλιο. Σώζεται το άγαλμα και υπάρχει στην πλατεία. Ακριβώς απέναντι από το άγαλμα, υπήρχε η ασφάλεια επί κατοχής όπου βασανίστηκε άγρια πάρα πολύς κόσμος και σκοτώθηκε, μεταξύ αυτών και η Ηλέκτρα Αποστόλου, αυτή η αγωνίστρια του ΕΑΜ. Η πλατεία έφερε παλιότερα γύρω-γύρω της πολλά καταστήματα. Μεταξύ αυτών, έτσι, ένα ιστορικό ήταν του Δομάζου, η καφετέρια. Η οποία, στο κάτω μέρος της πλατείας υπήρχε ένα εστιατόριο και υπάρχει ακόμα, το «Κρούσκας» που είναι και αυτό ιστορικό γιατί είναι από το 1960 εκεί, στην θέση αυτή. Εδώ γεννήθηκε και έζησε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και έγραψε και δύο τραγούδια. Ένα είναι η «Οδός Αριστοτέλους», που είναι γνωστό άσμα και τιμής για την πλατεία το έγραψε. Κι άλλο ένα έγραψε και το τραγουδούσε ο Πουλόπουλος, τον τίτλο δεν τον θυμάμαι, αλλά έχει σχέση με την πλατεία, «Πλατεία» λέγεται νομίζω, έτσι λέγεται και ο τίτλος του. Εδώ κατοικούσε ο Μέντης Κουμανταρέας, ο οποίος έζησε ακριβώς στο Χέυδεν 9, όχι, Χέυδεν 12, Χέυδεν 12, με τους γονείς του, μεγάλωσε, αντρώθηκε εδώ στην πλατεία. Εκείνο που είναι ιστορικό κτήριο, που καταρχήν ήταν ιδιωτικό αλλά, αργότερα έγινε δημόσιο, είναι η Βίλα Αμαλίας, η οποία λειτούργησε ως Δεύτερο Γυμνάσιο και Λύκειο παλαιότερα, όπου φοίτησαν οι προαναφερθέντες, Κουμανταρέας, Παπαδόπουλος, ο Σημίτης, πάρα πολλοί επώνυμοι των Αθηνών. Αυτό το σχολείο θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα σχολεία. Αργότερα έκλεισε, στη θέση του το '90 ήρθαν και το έκαναν –πώς το λένε– πολιτιστικό κέντρο οι αναρχικοί και εν συνεχεία έγινε έξωσή τους και στη θέση του πάλι υπάρχει το Δεύτερο Γυμνάσιο, όπου φοιτούν αγόρια και κορίτσια, ενώ παλαιότερα ήταν αρρένων. Τώρα, οι κάτοικοι εδώ, που σήμερα οι περισσότεροι έχουν φύγει ή έχουν αποδημήσει, ήταν μεσοαστοί, άνθρωποι με γνώσεις, άνθρωποι με παιδεία, με πολιτισμό. Έχουν μείνει μερικοί, μεταξύ αυτών ένας συγγραφέας-ποιητής, αλλά οι περισσότεροι έχουν φύγει. Τα καταστήματα που έχουν απομείνει ακόμα και έτσι έχουν μια ιστορία είναι το εστιατόριο του Κρούσκα, το βιβλιοπωλείο «Έλλη», η οποία ήταν μια πολύ σπουδαία κυρία, η οποία πέρασε ένα μέρος της ζωής της στις εξορίες, αμετανόητη, ίδρυσε αυτό το[00:05:00] βιβλιοπωλείο και υπάρχει ακόμα. Επίσης, υπάρχει ένα παλαιοπωλείο-παλαιοβιβλιοπωλείο του Νικολάκη, ο οποίος διέμενε στην περιοχή εδώ και υπάρχει ακόμα ακριβώς απέναντι από την «Έλλη», το οποίο είναι από τη δεκαετία του ‘70, ίσως και πιο παλαιό. Τώρα τα κτίρια, υπήρχαν κάποια τα οποία ήταν κλασικά διώροφα, τη δεκαετία του ’60 κατεδαφίστηκαν τα περισσότερα και χτιστήκαν κάποιες πολυκατοικίες, οι οποίες δυο-τρεις είναι και έτσι θα έλεγα νεοκλασικού-μοντέρνου τέτοιου, αλλά διατηρούνε έτσι μια αισθητική. Στο κάτω μέρος της πλατείας δραστηριοποιήθηκαν οι μαθητές του Πικιώνη και μία πολυκατοικία από αυτές, είναι η λεγόμενη «πολυκατοικία του Πικιώνη», την έχτισε αυτός ο μεγάλος αρχιτέκτονας που έκανε και τα έργα στην Ακρόπολη. Τώρα τη δεκαετία του ’80-’90 υπήρχε εδώ στην πλατεία, επί της οδού Χέυδεν, ένα μεγάλο κατάστημα, το κατάστημα του Φασιλή, όπου γινόταν πραγματικά πανηγύρι, πουλούσε είδη σπιτιού, καλαθάκια, τέτοια πράγματα. Είχε και πάρα πολλή δουλειά. Όλα σιγά-σιγά κλείσανε, ήταν εμπορικά μαγαζιά, που, ιστορικά και επί της Τρίτης Σεπτεμβρίου και επί της πλατείας, τα οποία μετατράπηκαν όλα σε καφέ.

Α.Κ.:

Ωραία. Εσείς τι μνήμες χαρακτηριστικές έχετε εδώ από την περιοχή που σας έμειναν χαραγμένες;

Γ.Κ.:

Κοίταξε να δεις τώρα, εδώ ήταν ένα στέκι. Δηλαδή αυτοί που σου προανέφερα, ας πούμε, συναντιόνταν στο κέντρο εδώ της πλατείας, γίνονταν συζητήσεις πολιτικές, για τον πολιτισμό, ήταν άνθρωποι των γραμμάτων. Και σύχναζαν πάρα πολλοί οι οποίοι μετακινούνταν από την πλατεία και πήγαιναν στο «Green Park». Δηλαδή πάρα πολλοί ηθοποιοί, άνθρωποι όπως ο Κουμανταρέας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ο οποίος περνούσε γιατί είχε μνήμες, παρόλο ότι είχε φύγει από δω. Αυτά, δεν θυμάμαι τίποτε άλλο.

Α.Κ.:

Ωραία. Θέλετε να πούμε και λίγα πράγματα για τον πάγκο, πώς ξεκίνησε;

Γ.Κ.:

Άσ’ το αυτό.

Α.Κ.:

Όχι;

Γ.Κ.:

Άσ’ το, δεν υπάρχει λόγος.

Α.Κ.:

Για να δώσουμε την εικόνα πώς το ζήσατε εσείς.

Γ.Κ.:

Κοίτα, εγώ επειδή έχω μια αγάπη στο βιβλίο και επειδή ασχολούμουνα με το βιβλίο και επειδή ήμουνα και εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, βρέθηκα εδώ στην πλατεία από τα παιδικά μου χρόνια και μετεφηβικά και ως ενήλικας και επειδή ήταν πέρασμα και μεγάλο στέκι και πνευματικό, αλλά περισσότερο υπήρχανε οι στάσεις των λεωφορείων, του μετρό, των ΚΤΕΛ, είπα να δοκιμάσω κι εγώ μετά τον Νικολάκη, εκεί στη δεκαετία του ’80, και πραγματικά έμεινα πολλά χρόνια εδώ πέρα με τον πάγκο. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους, είδα πολλά περιστατικά, τις Αρχές, απ’ τις οποίες πολλές φορές, όχι επέτρεπαν, έδειχναν ανοχή στο έγκλημα και στην παραβατικότητα και επειδή βρίσκανε εμένα σε μια στάσιμη θέση, πολλές φορές με έγραψαν, μου βάλαν πρόστιμα. Ενώ εγώ δεν επιδίωκα ούτε να πλουτίσω, ούτε να θησαυρίσω απ’ αυτή τη δουλειά που έκανα, απλά περισσότερο την έκανα από χόμπι, γιατί μου άρεσε και επειδή είχα ανησυχίες γύρω απ’ το βιβλίο, γύρω απ’ τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι πραγματικά με αγκάλιασαν, μερικοί έχουν γράψει και ποιήματα και άρθρα για το πρόσωπό μου. Εν πάση περιπτώσει, βρίσκομαι τώρα στο τέλος της διαδρομής. Έχουν συμβεί και πε[00:10:00]ρίεργα, που τα έζησα και τα, πώς το λένε, ήμουνα πολλές φορές και εμπλεκόμενος. 

Α.Κ.:

Θέλετε να μου πείτε ένα περιστατικό που σας έχει μείνει;

Γ.Κ.:

Ένα περιστατικό που μου έμεινε που είναι καταπληκτικό, δηλαδή το θράσος μιας κυρίας, η οποία, όταν άνοιξα το μαγαζί το πρωί, ήρθε και πήρε δύο βιβλία, τα οποία συμπτωματικά κάνανε 5.000 δραχμές. Η κυρία αυτή επέμενε ότι, αφού πήρε τα βιβλία στα χέρια, ότι μου τα πλήρωσε. Συμπωματικά και τυχαία όμως, δεν είχα καθόλου λεφτά πάνω μου, ούτε ένα πενηντάρι δραχμές, και της είπα: «Μπορείς να με ψάξεις ή βάλεις και έναν άντρα να ψάξει παντού». Δεν θα μου έβρισκαν λεφτά. Αυτή επέμενε, εγώ επέμενα, βρέθηκε κόσμος εκεί, βρέθηκε κι ένας ο οποίος την πλησίαζε έτσι για άλλους λόγους και την υποστήριζε, ενώ δεν ήταν ούτε μάρτυρας, ούτε παρών ούτε αυτά. Εν πάση περιπτώσει, επειδή εγώ προκλήθηκα και δεν άντεχα αυτή την πίεση, όχι για , τα 5.000, τις 5.000 δραχμές, αλλά γενικά για τη συμπεριφορά της, αναγκάστηκα και φώναξα την αστυνομία. Ήρθε η αστυνομία, μας πήγε στο τμήμα και εμένα και αυτή για να αλληλομηνυθούμε. Της πήρα βέβαια τα βιβλία, δεν της τα έδωσα. Και από έρευνα της αστυνομίας ανακαλύφθηκε ότι η κυρία έκανε αυτή τη δουλειά σε μαγαζιά, σε πάγκους, έτσι αγόραζε, χωρίς να πληρώσει. Εν πάση περιπτώσει, εκεί σταμάτησε το επεισόδιο, γιατί δεν είχα διάθεση ούτε να την κυνηγήσω ούτε τίποτα, αλλά δεν της έδωσα φυσικά και τα βιβλία. Άλλο περιστατικό, κάποτε εδώ πέρα στο κομμάτι αυτό της Χέυδεν, δεκαετία του ’90, δεν μπορούσες να περάσεις από τα CD, από τα μικροπράγματα που πούλαγαν οι μετανάστες και απ’ τις εφόδους που έκανε η αστυνομία. Η οποία τους κυνηγούσε, αρπάζαν το εμπόρευμα και τρέχαν στους δρόμους, κι ένα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι ότι κάποιος αστυνομικός, ένας από αυτούς που τους κυνηγούσε, πάτησε τα CD και γλίστρησε ο άνθρωπος και τραυματίστηκε σοβαρά, τον πήγαν στο νοσοκομείο.

Α.Κ.:

Τα πάτησε επίτηδες.

Γ.Κ.:

Όχι, πήγε να... Μπορεί κι επίτηδες, μπορεί και να ξέρεις, να του φύγε το πόδι και γλίστρησε, πήγε 20 μέτρα τσουλώντας. Έχουν γίνει και πολλά εδώ πέρα, αλλά τώρα τι να…

Α.Κ.:

Επειδή είναι και κεντρικό σημείο, έχει τύχει σε κάποια διαδήλωση…

Γ.Κ.:

Ναι, κάποια στιγμή εδώ ερχόταν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού και έρχονται ακόμα. Είχανε έρθει εδώ πέρα, μιλάμε για δυο-τρεις χιλιάδες άτομα, δεν τους χώραγε ο δρόμος, τα ΜΑΤ από κοντά. Εκείνο που μου προξένησε εντύπωση είναι το εξής, ότι η μπροστινή σειρά είχε φτάσει στον σταθμό, ο σταθμός, δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν άνοιγε. Οι τελευταίοι πίσω, που τους ακολουθούσαν τα ΜΑΤ, χωρίς να έχουν προκαλέσει ή να βρίζουν τα ΜΑΤ και λοιπά, κάποιοι αστυνομικοί πήγαιναν και τους χτυπούσαν, τους λοιδορούσαν, τους έβριζαν και έτσι από ανθρώπινη σκοπιά, σε κάποιον απ’ αυτούς του είπα: «Ρε φίλε, αφού δεν σε πειράζει, το δημιουργείς επεισόδιο;». Μου λέει : «Τη δουλειά σου για να μη σε πάω και μέσα!». Μια αλλόκοτη και απρεπή συμπεριφορά. Έχω ζήσει και άλλες φορές με αστυνομία εδώ πέρα, η οποία σε κάποια φάση τότε με τη Χρυσή Αυγή και την παρέα της, που ουσιαστικά η αστυνομία είχε εμπροσθοφυλακή τη Χρυσή Αυγή, περνούσε ένα παιδάκι εδώ πέρα, το οποίο ήταν απ’ αυτούς ξέρεις, που ’χαν τα σακίδια στην πλάτη, δεν είχε τίποτα μες το σακίδιο, τίποτα, έτσι ήταν και αφελής, λίγο χαζόφερνε να σ’ το πω να το καταλάβεις, και τον περιμέναν δύο με πολιτικά στη γωνία και του ρίξανε τόσες κλωτσιές και μπουνιές, που το παιδί έμεινε λιπόθυμο κάτω. Εγώ φώναζα, τους λέω : «Γιατί το χτυπάτε;». Ούτε καν πήρα απάντηση. Πέρασε απέναντι και ενώ η αστυνομία ήταν μάρτυρας και τους είδε, έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Σηκώθηκε αυτό, έκλαιγε, πήγε απέναντι, κάθισε εκεί στα σκαλιά και έφυγε σιγά-σιγά. Ένα άλλο περιστατικό που έζησα και μου προξένησε θλίψη και ενώ πρέπει να είμαστε με τις Αρχές, με την έννοια ότι οι Αρχές κάνουν τη δουλειά τους και τηρούν τον νόμο, είναι ότι στη γωνία Πατησίων και[00:15:00] Χέυδεν, στην πλατεία δηλαδή, έγινε ένα επεισόδιο μεταξύ αστυνομίας και παιδιών της ΑΣΟΕΕ. Και αφού έγινε μια πάλη μεταξύ τους, τελικά η αστυνομία επικράτησε και τους συνέλαβε. Τους φόρεσε χειροπέδες και εννοείται ότι θα ερχόταν να τους πάρει υπηρεσία που θα τους πήγαινε στο δικαστήριο για ανάκριση και λοιπά. Και ερχόταν αυτοί με τα ΜΑΤ και ο επικεφαλής με τη σειρά, όπως βρίσκανε τα παιδιά, τους τραβάγανε κλωτσιές στο πρόσωπο, στο κεφάλι, στην πλάτη. Και όταν τους έκανα παρατήρηση, μου επιτέθηκε ο επικεφαλής των ΜΑΤ, εκεί ένας αρχιλοχίας, ξέρω ’γω τι ήτανε, τέλος πάντων. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος φωτογράφιζε το περιστατικό με τα κινητά. Και του είπα: «Δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου, αφού τον έχεις συλλάβει, δεν έχεις κανένα δικαίωμα. Απλά να τον μετακινήσεις να τον πας στην υπηρεσία, στη δικαιοσύνη και λοιπά». Μου έκανε φοβερή επίθεση, μου ζήτησε τα στοιχεία μου, του τα έδωσα. Του λέω: «Επειδή δεν έχεις στοιχεία και δεν σε ξέρω και μπορούσα να μην σου δώσω την ταυτότητά μου, να μου δώσεις και εσύ τη δική σου ταυτότητα». Αυτός επέμενε, δεν μου την έδινε και πήγα και πήρα ένα τηλέφωνο την υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων και μου είπε ο εκεί ο επικεφαλής, ο άνθρωπος ήτανε σοβαρός, του λέω αυτό, του περιέγραψα το περιστατικό και μου λέει: «Υπάρχουνε οι αλήτες που βγαίνουν από την ΑΣΟΕΕ, δεν ξέρω από πού, υπάρχουν και οι αλήτες οι αστυνομικοί». Αυτή ήταν η απάντησή του. Του λέω: «Δεν με ικανοποιεί, γιατί εγώ θα ήθελα, λέω, ο επικεφαλής εδώ ξέρετε ποιος είναι, κι αν δεν το ξέρετε μπορείτε να το μάθετε κι αν το μάθετε πρέπει να έχει συνέπειες». Εκεί σταμάτησε το επεισόδιο. Κόσμος πολύβουος και ένας κόσμος που περνάει εδώ… Δεν μπορείς… Το τι πορτοφόλι έχει αρπαχτεί, το τι παρανομία και παραβατικότητα… Και τους κυνηγάει η αστυνομία, ρε παιδί μου, αλλά ποιος, ποιον να κυνηγήσει; Τη στιγμή που οι περισσότεροι συλλαμβάνονται, πηγαίνουν στη δικαιοσύνη, τους αφήνει. Λόγω χώρου, λόγω υποδομών και λοιπά, πάλι έξω είναι. Μετά από μια βδομάδα ξαναπαρουσιάζονται πάλι. Είναι πολλοί γνωστοί αυτοί. 

Α.Κ.:

Ναι, ναι.

Γ.Κ.:

Ναι, έχει εδώ και μια, η οποία δικάστηκε έξι χρόνια κάθειρξη γιατί έκαιγε εδώ, χτύπαγε τον κόσμο, περιφέρεται εδώ στην πλατεία, την ξέρει η αστυνομία, την ξέρουν όλοι. Ενώ έχει καταδικαστική απόφαση ότι πρέπει να πάει στο ψυχιατρείο, γιατί είναι και... πώς το λένε, ναρκομανής είναι; Η κοπέλα έχει προβλήματα πάρα πολλά και ψυχιατρικό περιστατικό, αδέσποτη είναι, περιφέρεται εδώ. Άμα της τη δώσει, χτυπάει κάποιον, ιδιαίτερα γυναίκες, βρίζει, κοιμάται στην πλατεία. Είναι, δεν υπάρχουν Αρχές και μέσα να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στη ρίζα του, ρε παιδί μου, να λυθεί το πρόβλημα, και έτσι απαξιώθηκε και η πλατεία, απαξιώθηκε και η περιοχή και οι κάτοικοι οι παλιοί, αυτοί που είχαν μια ευπρέπεια και μια αξιοπρέπεια. Οι περισσότεροι πούλησαν και τα σπίτια τους στην μισή τιμή κι εξαφανίστηκαν. Τώρα, βέβαια, πολλοί γυρίζουν πίσω και είναι μετανιωμένοι, είναι και ηλικιωμένοι, πήγαν μακριά και δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν για διάφορους λόγους. Αλλά είναι πια αργά, γιατί τα σπίτια αναβαθμίστηκαν οικονομικά και τα πούλησαν πενήντα χιλιάδες, τώρα τους ζητάνε εκατό πενήντα να αγοράσουν το σπίτι τους πάλι. Αυτά.

Α.Κ.:

Και όταν είχε υποβαθμιστεί η περιοχή, ήταν και λόγω του ότι υπήρχαν ναρκέμποροι, πιάτσα... 

Γ.Κ.:

Ναι, εδώ πριν δέκα χρόνια ήταν ένα άντρο πραγματικό. Δηλαδή έμπαιναν οι έμποροι, οι εξαρτημένοι και γινόταν συναλλαγή σε χοντρό και σε μικρό επίπεδο. Πούλαγε ο ένας στον άλλον, δέρνονταν, χτυπιόνταν. Στην ΑΣΟΕΕ απέναντι πέθανε ένας γνωστός μου, γινόταν πάρα πολλά, δηλαδή και τώρα ακόμα η πλατεία και ο χώρος εδώ γύρω-γύρω είναι ανέλεγκτος, ρε παιδί μου. Δεν μπορεί κανένας να... Θα πρέπει να ξεκινήσει απ’ τη διαμονή τους, ποιοι είναι, πού μένουν, να το ξέρει, να δηλώνονται τα στοιχεία τους, αν φεύγουν, να δηλώνουν πού πηγαίνουν, να γνωρίζουν, να γνωρίζουν οι αρχές, οι δημοτικές υπηρεσίες, η αστυ[00:20:00]νομία, οι κοινωνικές υπηρεσίες, για να μπορεί, να μπορούν τους ανθρώπους και να τους βοηθάνε και να τους ελέγχουν, γιατί αυτοί, λόγω συνθηκών, λόγω έτσι, μη ένταξης είναι παραβατικοί, δεν είναι κακό δηλαδή, ούτε είναι βία. Η βία έρχεται μετά, γιατί, αφού τους αφήνουν και γίνονται παραβατικοί, μετά ασκούν και βία εκατέρωθεν. Έχει εδώ πέρα έναν κίνδυνο, πώς το λένε, δηλαδή κίνδυνο, δεν εννοώ κίνδυνο να περάσεις και να σε σκοτώσουν, που λένε μερικοί: «Δεν περνάω απ’ την πλατεία Βικτωρίας», αλλά γενικά το κλίμα, οι συνθήκες, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες, είναι, είναι προβληματικές. Αυτά.

Α.Κ.:

Ωραία, και ένα τελευταίο. Που είπατε διάφορα περιστατικά εδώ πέρα, κάποια έτσι δυσάρεστα. Η πιο όμορφη μέρα εδώ πέρα, η πιο ευχάριστη, καλότυχη προσωπικά, ας πούμε;

Γ.Κ.:

Ευχάριστες στιγμές εδώ ήταν η δεκαετία του ’80, όπου φωτίζονταν και εξοπλίζονταν τα μαγαζιά, δημιουργούσαν μία γιορτινή ατμόσφαιρα και χαιρόσουν να κάθεσαι ή να πηγαίνεις βόλτες. Τώρα αυτά εξέλειπαν, δεν και δεν πρόκειται, όσα μέτρα και αν ληφθούν, και όπως και αν ληφθούν, να ξαναβρεί η πλατεία την αίγλη της. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί αλλοιώθηκε η σύνθεση του πληθυσμού. Δεν είναι κάτι που υποκρύπτει ρατσισμό, ούτε... Απλά δεν μπορεί να επαναληφθεί αυτό το φαινόμενο. Ήταν εύποροι άνθρωποι, μπορούσαν αγόραζαν, γινόταν μεγάλη αγορά εδώ πέρα, ερχόταν από άλλα σημεία και ψώνιζαν. Τώρα εδώ περνάν όλοι βιαστικοί για τα ΚΤΕΛ, για τις στάσεις, γι’ αυτά, ή για το πανεπιστήμιο τα παιδιά. Ευτυχώς που υπάρχει το πανεπιστήμιο! Αν έφευγε και το πανεπιστήμιο θα ήταν Πέραμα, Κορυδαλλός, ξέρω γω, ένα τελείως απαξιωμένο μέρος. 

Α.Κ.:

Μέσα απ’ τα βιβλία, διαβάζει ο κόσμος με τα χρόνια; Δηλαδή εσείς μπορείτε να δείτε...

Γ.Κ.:

Το αναγνωστικό κοινό σε όλες τις εποχές ήταν μειωμένο. Όπως είναι αυτοί που θέλουν να αγοράσουν τσιγάρα και θα πάνε να βρουν, το ίδιο είναι και οι αναγνώστες των βιβλίων. Είναι συγκεκριμένο το κοινό. Υπάρχουν άνθρωποι και υπάρχει και μια τάση, ας διαμαρτύρονται οι βιβλιοπώλες ή οι διάφοροι, για τα οικονομικά βέβαια. Αν γνωρίζεις το βιβλίο, αν δημιουργείς σχέσεις με τον πελάτη, με το... δεν τον εξαπατάς, είσαι λογικός στις τιμές, υπάρχει ένα κομμάτι του πληθυσμού που διαβάζει και έχει άποψη και είναι κριτική σκέψη, δεν είναι... Υπάρχουν βέβαια και πολλοί οι οποίοι παίρνουν τα άρλεκιν, αυτά τα της Δημουλίδου, της Μαντά, τα οποία ο καθένας κρίνει για τον εαυτό του και αποφασίζει.

Α.Κ.:

Εγώ πιο πολύ το ρώτησα επειδή αλλάζει, ας πούμε, το κοινωνικό τοπίο, άμα μπορούμε κάπως να το συνδέσουμε με το αν εντέλει διαβάζουνε, συνδέεται κάπως; 

Γ.Κ.:

Υπάρχει μια άνευ προηγουμένου πτώση, τουλάχιστον σ’ εμένα, και στα γειτονικά μαγαζιά εδώ πέρα, ιδιαίτερα ό,τι έχει σχέση με βιβλίο, με τέτοια πράγματα, γιατί έφυγε ο πληθυσμός, τώρα ποιος να αγοράσει; Ο Σύριος που κοιτάει να επιβιώσει; Ο Αφγανός; Οι περαστικοί και κάποιοι που είναι μόνιμοι εδώ, επειδή έχει και πολλά γραφεία δικηγορικά, έχει γιατρούς και λοιπά, αυτοί είναι, αυτό είναι και το κοινό, η πελατεία. Αλλά περισσότερο οι περαστικοί, βλέπει κάτι, του αρέσει, δεν μπορεί να το βρει στο βιβλιοπωλείο και το παίρνει. Αυτό είναι, αυτή είναι η πελατεία. 

Α.Κ.:

Ωραία, ευχαριστώ πολύ. Και για να κλείσουμε, πόσα χρόνια είμαστε εδώ και λέμε αυτές τις ιστορίες τώρα εκ των υστέρων; 

Γ.Κ.:

Εδώ με τη δραστηριότητα είμαι γύρω στα τριάντα οχτώ χρόνια. Σαν κάτοικος έχω πολλά χρόνια, δεν έφυγα ποτέ ουσιαστικά, παρόλο ότι πάω για ύπνο στο Γαλάτσι. Αλλά εδώ με τον Άγιο Παντελεήμονα, με την πλατεία Βικτωρίας, με την Πατησίων, έχω δεσμούς ισχυρούς.

Α.Κ.:

Θυμάστε εδώ με το Πολυτεχνείο ήσασταν;

Γ.Κ.:

Ναι ,ήμουνα φοιτητής με το Πολυτεχνείο και έζησα και τραγικά γεγονότα, έφαγα και ένα ξύλο χωρίς λόγο. Δεν μετείχα με την έννοια ότι ήμουνα μπροστά στα γεγονότα εκεί, παρόλο ότι ήμουνα, αλλά, όταν έφευγα, χτύπησε μια γυναίκα ένα αυτοκίνητο και την πήρα και την πήγα στο Πρώτων Βοηθειών, στην Τρίτης Σεπτεμβρίου που ήταν τότε το ΕΚΑΒ και, όταν την έβαλα μέσα, εντάξει, ήταν όλα νορμάλ. Την πήραμε γιατί της είχε σπάσει το πόδι μαζί με κάποιον άλλον, ο άλλος είχε αυτοκίνητο, έφυγε με το αυτοκίνητό του[00:25:00] κι εγώ βγήκα από τη μεριά της, όχι της Καποδιστρίου, της Τρίτης Σεπτεμβρίου και δεξιά-αριστερά στην είσοδο ήταν αστυφύλακες με γκλομπ στα χέρια. Ενώ επάνω με άφησαν κι έφυγα, γιατί τους είπα για ποιο λόγο ήτανε, επειδή ήμουνα νεολαίος όμως και ξέρω ’γω με μαλλιά και λοιπά, αυτοί μου τη φύλαξαν στην έξοδο. Ευτυχώς έσκυψα και με πήρε στην πλάτη. Έφαγα μία, ένα, δύο, ένας με χτύπησε δύο φορές. Για να φτάσω στον Άγιο Παντελεήμονα που έμενα, έκανα γύρω στη μιάμιση ώρα, δεν μπορούσα να περπατήσω, με χτύπησε στη σπονδυλική στήλη, μου πήρε τα πλευρά εδώ πέρα, πήγα σπίτι κι έβγαλα τα ρούχα και με είδαν και είχε γίνει μαύρο όλο το κομμάτι αυτό. Αλλά τώρα αυτά είναι περασμένα ξεχασμένα, δεν απασχολούν τον κόσμο. Έγιναν πολλά επεισόδια εκείνη την ημέρα εδώ στην περιοχή. Υπήρχαν οπλοφόροι στις ταράτσες του ΟΤΕ, παρακάτω που είχε άλλον ΟΤΕ. Απέναντι απ’ το Πολυτεχνείο έγιναν πολλά και σοβαρά. Αλλά αυτά τώρα ας τα ερευνήσει η ιστορία και οι Αρχές. Εντάξει;

Α.Κ.:

Έγινε, ευχαριστώ πολύ.

Γ.Κ.:

Φιλάκια, να είσαι καλά.