© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Δεν ήμουν πια το παιδί του βουλευτή. Έπρεπε να κρύβομαι, να μη λέω ποιος είμαι, ποιος είναι ο πατέρας μου, τι δουλειά κάνει.» Οι μνήμες ενός 6χρονου από την 21η Απρίλη και τη Δικτατορία
Istorima Code
22890
Story URL
Speaker
Δημήτριος Παπαδημητρίου (Δ.Π.)
Interview Date
09/08/2022
Researcher
Άννα Κλάδη (Ά.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομα σας;
Καλησπέρα Άννα. Είμαι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ευχαριστώ για τη δυνατότητα, για την ευκαιρία που μου δίνεις να μιλήσουμε για κάποια πράγματα που έχουμε περάσει στη ζωή. Ας το πούμε έτσι απλά.
Είναι Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022. Είμαι με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου στα Φλαμπούρια της Κύθνου. Εγώ ονομάζομαι Άννα Κλάδη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μας λίγα λόγια για τη ζωή σας τώρα, σήμερα.
Να ξεκινήσω από τώρα. Το τώρα, το πολύ τώρα. Είμαστε στα Φλαμπούρια. Στα Φλαμπούρια της Κύθνου υπάρχει ένα εξοχικό δικό μου. Το χτίσαμε πριν 15 χρόνια. Περνάμε καλά εδώ. Είναι πολύ όμορφο το μέρος. Και ο ίδιος είμαι έτσι στα 60 λίγα αυτήν τη στιγμή. Έχω μία δική μου επιχείρηση, είμαι μηχανολόγος-μηχανικός. Έχω μία δική μου επιχείρηση που ασχολείται με μηχανήματα προστασίας περιβάλλοντος. Τεχνική εμπορική.
Ωραία. Πάμε λοιπόν να γυρίσουμε λίγο πίσω. Πού γεννηθήκατε;
Πρέπει να γεννήθηκα στην Κοκκινιά αλλά δεν θυμάμαι τίποτα από την Κοκκινιά. Οπότε θεωρώ ότι γεννήθηκα στον Κορυδαλλό. Γιατί στον Κορυδαλλό είναι η πρώτη γειτονιά που με θυμάμαι. Αν με ρωτήσετε βέβαια πού μεγάλωσα, μεγάλωσα μακριά από τον Κορυδαλλό. Μεγάλωσα στο Κουκάκι. Από τον Πειραιά στην Αθήνα. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε από τον Κορυδαλλό νωρίς στη ζωή μου. Υποχρεωθήκαμε να φύγουμε από τις καταστάσεις που θα περιγράψουμε στη συνέχεια. Μεγάλωσα όμως στο Κουκάκι. Σήμερα κατοικώ στη Βούλα και στα Φλαμπούρια της Κύθνου τα καλοκαίρια. Εντάξει. Λοιπόν στη Νίκαια, απ’ τη Νίκαια δε θυμάμαι κάτι. O μπαμπάς ο Γιάννης Παπαδημητρίου ήταν ένα ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και βουλευτής στη Β’ Πειραιά. Οπότε μέναμε σε εκείνη την περιοχή. Ξέρω ότι γεννήθηκα στη Νίκαια. Αν δεν κάνω λάθος Ιστού 12. Αλλά κατόπιν πρέπει να ήμουν δύο ετών ή κάτι τέτοιο όταν μετακομίσαμε στον Κορυδαλλό, στην τότε οδό Τζουμαγιάς 5. Σήμερα λέγεται Δημήτρη Διαμαντίδη. Όχι του μπασκετμπολίστα, κάποιου υποτίθεται βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Οπότε οι πρώτες μου αναμνήσεις ήταν από τον Κορυδαλλό. Ο μπαμπάς όπως σας είπα ήταν εκείνα τα χρόνια βουλευτής της Ε.Δ.Α. και παράλληλα απ’ όσο γνωρίζουμε και είναι καταγεγραμμένο αυτό ήταν και μέλος της κεντρικής επιτροπής του παράνομου τότε Κομμουνιστικού Κόμματος. Δηλαδή ήταν ένα υψηλόβαθμο στέλεχος στο εσωτερικό της χώρας. Γιατί τα περισσότερα στελέχη του Κ.Κ.Ε. εκείνα τα χρόνια της κεντρικής επιτροπής… Ναι, λέγαμε λοιπόν ότι ο μπαμπάς ήταν παράλληλα με το βουλευτικό του αξίωμα ήταν και μέλος της κεντρικής επιτροπής του παράνομου τότε ακόμα Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη στο εσωτερικό της χώρας και μαζί με -νομίζω- τον Αντώνη τον Μπριλάκη που ήταν και αυτός μέλος της κεντρικής επιτροπής ήταν οι δύο οι οποίοι ουσιαστικά, ας το πούμε έτσι χοντρά, περνούσαν τη γραμμή του κόμματος μέσα στην Ε.Δ.Α εκείνα τα χρόνια. Βέβαια ήτανε όσο τα θυμάμαι, ήταν όμορφα χρόνια. Ο μπαμπάς ταξίδευε πολύ συχνά στο εξωτερικό. Κυρίως στις ανατολικές χώρες. Ακούγαμε ότι πήγαινε στη Βουλγαρία, πήγαινε στη Ρουμανία, πήγαινε στην Πολωνία. Πάντα μας έφερνε κάτι, κάποιο παιχνιδάκι από το ταξίδια του το οποίο ήταν… και κυρίως απολαμβάναμε πάρα πολύ τις καραμέλες της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Πάντα οι τσέπες του ήταν γεμάτες με αυτές τις καραμέλες όταν γυρνούσε από ταξίδι και περίμενα με λαχτάρα αυτές έτσι τις στρογγυλές καραμελίτσες μαζί με οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει στη βαλίτσα του και να είχε φέρει. Βέβαια κάποτε από την Τσεχοσλοβακία είχε φέρει 30 τόμους με τα άπαντα του Λένιν. Τα οποία μείνανε πάρα πολλά χρόνια στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μέχρι που σε κάποια μετακόμιση μετά από χρόνια αποφασίσαμε με την αδερφή μου να τα δωρίσουμε σε έναν καθηγητή, μαρξιστή καθηγητή της Παντείου σήμερα, ώστε να πιάσουν και τόπο. Γιατί 30 τόσους τόμους τα άπαντα του Λένιν ο μπαμπάς μεν τα έφερε στη χώρα παρανόμως μέσα σε μία βαλίτσα από την Τσεχοσλοβακία αλλά εμείς χώρο δεν είχαμε για τέτοια πράγματα. Αξιοποιήθηκαν όμως από ανθρώπους οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα αυτό. Ήταν χρόνια όμορφα ανέμελα θυμάμαι πολλά πράγματα στον Κορυδαλλό. Θυμάμαι τα τραγούδια μας που σαν μικρό παιδί το καλύτερο μου τραγούδι ήταν το «Πέντε, πέντε, δέκα» του Μίκη Θεοδωράκη. Το οποίο βέβαια το παραφράζαμε εμείς εκεί στις παρέες του μπαμπά και λέγαμε: «Βάρκα στο γιαλό, βάρκα στο γιαλό κι όλοι οι ΕΡΕ-τζήδες πάνε στο βυθό» ΕΡΕ-τζήδες ήταν το κόμμα της Ε.Ρ.Ε που είχε δημιουργήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το οποίο ήταν το αντίπαλο, το αντίπαλο δεξιό κόμμα. Ήταν όμορφα χρόνια. Βεβαίως δεν ξέρω οι γονείς… υπήρχε και τρομοκρατία, αστυνομοκρατία. Υπήρχε… τα επεισόδια του ‘65. Σίγουρα ήμουνα πολύ μικρός για να θυμάμαι τέτοια πράγματα. Πάντως ο μπαμπάς ήταν πολυάσχολος. Γύριζε από τη Βουλή χαράματα στο σπίτι, έλειπε πάρα πολλές φορές σε ταξίδια. Θα έλεγα ως ένα βαθμό σαν μικρά παιδιά τον είχαμε λίγο στερηθεί. Τον είχαμε στερηθεί λόγω της… πήγαινε σε συγκεντρώσεις, πήγαινε σε περιοδείες στην επαρχία. Έχει γράψει και ολόκληρο βιβλίο γύρω από αυτά τα θέματα, τις αναμνήσεις του από εκείνη την εποχή που ήταν βουλευτής της Ε.Δ.Α. Η μητέρα ασχολιόταν με κάποιες κοινωνικές οργανώσεις. Θυμάμαι μία οργάνωση που υπήρχε τότε και λεγόταν «H μέριμνα του παιδιού». Mάζευε άλλες γυναίκες που ήταν έτσι αριστερόστροφες. Aσχολιόντουσαν… νομίζω φρόντιζαν παιδιά ανθρώπων που ήταν ήδη στη φυλακή, αριστερών η άλλων που ήταν ακόμα στη φυλακή εκείνα τα χρόνια. Και μεριμνούσαν ας πούμε για αυτά τα παιδιά. Ήταν ένα κοινωνικό έργο το οποίο ευτυχώς δεν υπάρχει ανάγκη αντίστοιχη να υπάρχει σήμερα. Δηλαδή για πολιτικούς λόγους να υπάρχουν παιδιά που έχουν τέτοιες ανάγκες. Εν πάση περιπτώσει όλη αυτή η ανεμελιά διακόπηκε βίαια και ξαφνικά όταν τη βραδιά που έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου… έχω γράψει και κάποια πράγματα έτσι στα κοινωνικά δίκτυα γύρω από αυτά τα θέματα. Ηταν ένα βράδυ που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, παρόλο που ήμουν μόλις έξι ετών. Το τηλέφωνο χτυπούσε δαιμονισμένα στο σπίτι. Ο μπαμπάς ετοιμάστηκε να φύγει. Πήρε τα πράγματά του, μας ξύπνησε, μας αποχαιρέτησε, είπε ότι πάει κάποιο ταξίδι, έδωσε κάποιες οδηγίες στη μαμά προφανώς. Εμείς βέβαια μετά ήμασταν πολύ ανήσυχοι. Είχαμε καταλάβει και εγώ και η μεγαλύτερη αδερφή μου, η οποία ήταν 9 ετών τότε, εγώ ήμουνα 6, είχαμε καταλάβει… παιδί πρώτης δημοτικού ήμουν. Είχαμε καταλάβει ότι κάτι κακό είχε συμβεί, κάτι πολύ άσχημο με τον τρόπο που γίνανε κάποια πράγματα. Ήρθε κάποιος συναγωνιστής του, κάποιος σύντροφος και τον πήρε και εξαφανίστηκαν. Εμείς μείναμε με τη μαμά νομίζω ξημέρωνε Σάββατο του Λαζάρου, κάτι τέτοιο αν δεν κάνω λάθος. Και τα Σάββατα είχαμε σχολείο τότε. Δεν πήγαμε φυσικά, τα σχολεία ήταν κλειστά. Μας πήρε… οδηγούσε η μαμά. Είχε ένα Audi εκεί, ένα παμπάλαιο, το οποίο όλο χάλαγε. Τα πρώτα Audi δεν ήταν τόσο καλά όσο είναι τα σημερινά. Δεν ξέρω γιατί το είχαμε διαλέξει. Δεν οδηγούσε ο μπαμπάς. Δεν τα κατάφερνε σε τέτοια πράγματ[00:10:00]α. Ήτανε πολύ πνευματικός άνθρωπος. Ασχολιόταν μόνο με το μυαλό και τη σκέψη. Δεν ήταν… δεν τα κατάφερνε σε άλλα πράγματα, ούτε κατσαβίδι είχε πιάσει ποτέ στη ζωή του, ούτε και οδήγησε ποτέ. Οδηγούσε όμως η μαμά πάρα πολύ καλά. Ήτανε πολύ έτσι θαρραλέα η μαμά και δραστήρια. Μας πήγε στη δίδυμη αδερφή της στο Κουκάκι. Εξού και το Κουκάκι. Όπου ήταν και η μητέρα τους, η γιαγιά μας. Εκεί κοντά έμενε και αυτή. Μας πήγε, διασχίσαμε τους δρόμους. Δεν ήταν και τόσο εύκολο φαντάζομαι εκείνη την εποχή να τα κάνει όλα αυτά η μαμά, να πάρει το αυτοκίνητο με δύο παιδιά μικρά και να διασχίσει ανήμερα 21η Απριλίου την Πέτρου Ράλλη ή κάτι τέτοιο, να φτάσει μέχρι την Καλλιθέα και το Κουκάκι. Και γύρω στο απόγευμα της ίδιας μέρας αποφάσισε η ίδια ότι θα πρεπε -ίσως το ‘χε προσυνεννοηθεί και με τον μπαμπά- ότι θα ‘πρεπε και η ίδια να παραδοθεί, να μην κρυφτεί. Ο μπαμπάς είχε φύγει για να κρυφτεί, για να δει τι θα επακολουθήσει και τι θα μπορούσαν να κάνουν. Για τη μαμά της είχε πει να μην… προφανώς της είχε δώσει οδηγίες να μη βγει στην παρανομία, να παρουσιαστεί στην αστυνομία… να παρουσιαστεί στην αστυνομία και ότι από κει και πέρα θα επακολουθούσε. Να μη ρισκάρει δηλαδή τίποτα περισσότερο. Η μαμά αποφάσισε να οδηγήσει το απόγευμα πίσω στον Κορυδαλλό με ό,τι ρίσκο αυτό… Γιατί οι δρόμοι ήταν… υπήρχαν τανκς. Θυμάμαι ότι στην Καλλιθέα δηλαδή στη γωνία, μέναμε στα σύνορα Καλλιθέας και Κουκακίου, στη γωνία υπήρχε… βλέπαμε ένα τανκς, ας πούμε, στη σημερινή οδό Χαμοστέρνας. τότε ήταν ο Ιλισός ακόμα το ποτάμι. Αλλά υπήρχε ένα τανκς εκεί πέρα στην… το οποίο το χαζεύαμε από τη μισάνοιχτη πόρτα οι μικροί. Με πήρε εμένα η μαμά μαζί της. Η αδερφή μου από ότι μου είπε δεν δέχτηκε να την ακολουθήσει, είχε πεισμώσει γιατί είχε φοβηθεί και ήταν μεγαλύτερη και καταλάβαινε. Εμένα με πήρε μαζί της στο δρόμο που οδηγούσε μου είπε ότι, με προετοίμασε, μου είπε ότι: «Πάμε να κλείσουμε το σπίτι, θα χρειαστεί, ίσως έρθουν κάποιοι να με πάρουν». Μου είχε πει να μην στεναχωρηθώ, δεν είναι τίποτα. Ίσως να λείψει κάποιες μέρες, αλλά εγώ... θα έρθει η γιαγιά και η θεία να με πάρουν, να μη φοβάμαι, να μη στεναχωρηθώ. Είχα φοβηθεί η αλήθεια είναι απ’ όσο θυμάμαι. Ήμουνα και απορημένος, δεν καταλάβαινα πάρα πολλά πράγματα. Αλλά θυμάμαι χαρακτηριστικά τα λόγια της οδηγώντας προς τον Κορυδαλλό από την Καλλιθέα πίσω στον Κορυδαλλό να προσπαθεί να με ηρεμήσει και να μου πει ότι: «Μη στεναχωρηθείς, μην κλάψεις. Σύντομα θα ξαναβρεθούμε μαζί αν έρθουν και με πάρουν. Θα σε πάω στη Στέλλα τη Φθενάκη», η οποία ήτανε η… Ο Φθενάκης ήταν ο δήμαρχος Κορυδαλλού τότε. Αριστερός και αυτός. Ο νόμιμος, ο εκλεγμένος. Εντάξει καθαιρέθηκε κατόπιν… μετά το πραξικόπημα εννοείται. Και ξαναβγήκε μετά τη Μεταπολίτευση στις πρώτες εκλογές. Ήταν γιατρός, ήταν πολύ γνωστός στον Κορυδαλλό. «Θα σε πάω εκεί. Θα σε φροντίσουν εκείνοι και θα ‘ρθει η γιαγιά και η θεία να σε πάρουν». Ακριβώς όπως έγιναν. Πήγαμε στο σπίτι μας, άνοιξε το σπίτι, έδωσε σήμα ότι «εδώ είμαι. Το σπίτι άνοιξε. Κάποιος είναι». Και αφού άνοιξε το σπίτι πήρε κάποια πραγματάκια της, ρούχα, ίσως κάτι πρώτης ανάγκης πράγματα, κατευθυνθήκαμε στην πάνω γωνία της πλατείας Ελευθερίας που ήταν το σπίτι του… το διαμέρισμα που έμενε ο Γιάννης ο Φθενάκης ο δήμαρχος τότε. Καθίσαμε εκεί και κάτι συνέβη, ίσως οι ίδιοι ειδοποίησαν την ασφάλεια, κατά παραγγελία της μαμάς εννοείται, ότι: «Αν θέλετε εδώ είμαστε. Εδώ είναι η κυρία Παπαδημητρίου. Κι αν θέλετε…». Ναι. Πράγματι ήρθανε ήταν καμιά δεκαριά αστυνομικοί. Άλλοι με πολιτικά, άλλοι με στολή υπηρεσίας. Ήρθαν, την πήραν, με αποχαιρέτησε, εγώ βέβαια ξέσπασα σε κλάματα. Ό,τι και να μου είχε πει είχαν πια ξεχαστεί. Δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Αλλά με ηρέμησε η κυρία Φθενάκη και ο δήμαρχος. Και κάποια στιγμή ήρθε και η γιαγιά ή η θεία, ο θείος με ένα ταξί και με πήραν και με γύρισαν στην Καλλιθέα, στο Κουκάκι. Τη μαμά την ξαναείδα μετά από περίπου 10 μήνες. Την πήγαν στη Γυάρο. Την πήγαν στην ασφάλεια. Προσπαθούσαν να της εκμαιεύσουν που κρύβεται ο μπαμπάς. Έφαγε και κάνα χαστούκι εκεί πέρα στο τμήμα. Υποθέτω απ’ ό,τι μας είπε ήταν του στυλ: «Πες μας που κρύβεται ο άντρας σου μωρή». Αλλά όχι πολλά πράγματα για να λέμε την αλήθεια. Εντάξει θα μου πεις ένα χαστούκι δεν είναι πολύ πράγμα; Ε Χούντα ήτανε άλλοι βασανίστηκαν άγρια δεν ήτανε… τώρα το χαστούκι ήτανε μικροπράγματα. Τέλος πάντων η μαμά κατέληξε στη Γυάρο. Βεβαίως το πρώτο διάστημα δεν ξέραμε τα ίχνη τους καν. Δεν ξέραμε τα ίχνη τους. Υπήρχε μεγάλη αγωνία. Η δίδυμη αδερφή της, ο κουνιάδος, η γιαγιά, τα αδέρφια της μάνας μου, είχε και δύο αγόρια η μάνα μου εκτός από τη δίδυμη αδερφή της, είχε και άλλα δύο αγόρια αδέρφια μικρότερα. Ο μπαμπάς μου επίσης είχε αδερφό. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία, αγωνία. Δεν υπήρχαν νέα. Βεβαίως ήταν διακοπές του Πάσχα. Μετά το Πάσχα αμέσως έπρεπε με τη γιαγιά να ζήσουμε ξανά στον Κορυδαλλό για να τελειώσουμε το σχολείο. Δεν μπορούσαν να μας αλλάξουν σχολείο έτσι στα τέλη. Ήτανε Μάιος πια. Θυμάμαι ότι ήταν μάλλον τραυματικές εκεί οι εμπειρίες πια στο σχολείο διότι το κλίμα είχε αλλάξει. Δεν ήμουνα πια το παιδί του βουλευτή. Τότε εκείνη την εποχή ακόμα ασχολιόντουσαν οι δάσκαλοι και οι άλλοι γονείς και οι συμμαθητές με το τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς του καθενός παιδιού. Ήταν κλασική ερώτηση: «Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου». Στην ερώτηση αυτή εγώ απαντούσα, είχα συνηθίσει να απαντάω: «Είναι βουλευτής της Ε.Δ.Α.», αλλά μου είπαν ότι αυτό το πράγμα πια δεν μπορώ να το λέω, δεν πρέπει να το λέω, είναι επικίνδυνο να το λέω. Όλα αυτά τα πράγματα μας δημιούργησαν μία αναστάτωση. Ευτυχώς βέβαια η σχολική χρονιά έληξε γρήγορα, είχαμε πολύ λίγο ακόμα. Και μόλις τελείωσε η σχολική χρονιά κακήν-κακώς τα μαζέψαμε η γιαγιά εκεί και μετακομίσαμε τα δύο παιδιά με τη γιαγιά μαζί σε ένα διαμέρισμα που είχε νοικιάσει η γιαγιά στο Κουκάκι. Εκεί μεγάλωσα, εκεί γύρισε η μαμά από την εξορία, εκεί γύρισε ο μπαμπάς από την εξορία, εκεί μεγάλωσα και από κει έφυγα όταν πια παντρεύτηκα. Λοιπόν το πρώτο διάστημα… δηλαδή εδώ έχει ένα ενδιαφέρον αυτό που κάνεις, που κάνουμε αυτή τη στιγμή γιατί κατά κανόνα καταγραμμένες είναι οι ιστορίες των ίδιων των αγωνιστών κατά της Δικτατορίας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι όμως είχαν και κάποιες οικογένειες, είχαν παιδιά, είχαν συζύγους, είχανε αρραβωνιαστικές, είχανε δεσμούς. Με λύπη λέω ότι πολλοί δεσμοί χάλασαν. Η μητέρα μου ήταν νέα γυναίκα εκείνη την εποχή, ήταν 30 κάτι. Είχε πάρα πολλές φίλες. Οι φίλες είχαν δεσμούς με αριστερούς. Εκείνοι πιάστηκαν, οι κοπέλες πιάστηκαν και δεν πιάστηκαν οι δεσμοί τους. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, έτσι είναι σκληρό αυτό, αλλά κάποιοι δεσμοί έτσι γνωστοί γνωστών χάλασαν λόγω του ότι δεν άντεξαν αυτή την περιπέτεια. Ήταν θλιβερό αυτό. Ζευγάρια δηλαδή που χώρισαν γιατί έγινε αυτό, ο ένας εκτοπίστηκε ή φυλακίστηκε για ένα διάστημα. Εν πάση περιπτώσει θέλω να πω ότι πίσω από τους ίδιους οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν και οικογένειες, παιδιά αδέρφια, λοιποί συγγενείς. Και όχι μόνο συναισθηματικά, ταλαιπωρήθηκαν και διαφορετικά. Ότι ήταν πια υπό παρακολούθηση, ήταν υπό διερεύνηση ο αδερφός, ας πούμε, του κάθε εκτοπισμένου, εξόριστου αντιστασιακού ή αρι[00:20:00]στερού. Δηλαδή οι συγγενείς, ας πούμε, είχαν πραγματικό πρόβλημα. Φοβόντουσαν, φοβόντουσαν να μη δώσουν αφορμή, να μη φανεί ότι διατηρούν σχέσεις με την οικογένεια. Κάποιοι κοιτούσαν τη δουλειά τους, την καριέρα τους. Παραδείγματος χάριν τα αδέρφια της μάνας μου ήταν πολύ ανήσυχα γιατί ειδικά ο ένας είχε μία περίοπτη δημόσια θέση ως επιστημών, εξαίρετος επιστημών που ήταν ο ίδιος, και είχε μία έτσι ανησυχία: «Τώρα τι θα γίνει εγώ δεν θα εξελιχθώ στον τομέα μου επειδή η αδερφή μου είναι αυτό που είναι;». Υπήρχαν ιστορίες, που χώρια πολλά από μας τα παιδιά ειλικρινά ταλαιπωρηθήκαμε, χάσαμε τους γονείς μας, εκδιωχθήκαμε από τα σπίτια μας, ουσιαστικά από κει που μεγαλώναμε, από το περιβάλλον μας. Ανατράφηκαμε με μεγάλη αγάπη και στοργή από γιαγιάδες, θείες, παππούδες. Εμένα η γιαγιά μου, ας πούμε, αναγκάστηκε στη ζωή της για δεύτερη φορά να παίξει έναν ηρωικό ρόλο, ας πούμε, διότι είχε τέσσερα παιδιά, έμεινε χήρα στην Κατοχή, αναγκάστηκε να τα μεγαλώσει με πάρα πολλές δυσκολίες, χωρίς εισοδήματα γιατί δεν εργαζόταν, δεν ήξερε να δουλέψει. Ο άντρας της δούλευε αλλά χάθηκε πολύ νωρίς, από φυσικά αιτία, δηλαδή δεν σκοτώθηκε, πέθανε. Και αναγκάστηκε τώρα στα γεράματά της, ξανά ηρωίδα αυτή, να φροντίσει δύο μικρά παιδιά πάλι, φτου κι απ’ την αρχή, τα οποία δεν είχανε πατέρα, δεν είχανε μάνα. Θεωρώ ότι η γιαγιά μου ήταν ηρωίδα υπό αυτή την έννοια για όσο διάστημα, διότι μας ζούσε με κάποια μικρά ενοίκια γιατί είχε δώσει το παλιό της σπίτι που έμενε αντιπαροχή, είχε πάρει κάτι διαμερισματάκια και με αυτά τα μικρά έσοδα που από κάτι ενοίκια, κάτι δυαράκια, κάτι τέτοια πράγματα, ένα δύο δυάρια είχε στο Κουκάκι στην εκεί στην πολυκατοικία που είχε γίνει, που είχε χτιστεί πάνω στο πατρικό, να ζούμε με αυτά τα έσοδα. Μας έγραψε στο σχολείο της γειτονιάς το 71ο Δημοτικό του Κουκακίου. Βεβαίως εκεί θα 'πρεπε να μη γνωρίζει κανένας τίποτα, να μην καταλάβει κανένας τίποτα. Ειδικά οι γονείς των συμμαθητών. Γιατί κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Μπορεί να ήταν καλοί, μπορεί όμως να ήταν και ακροδεξιών πεποιθήσεων, να δημιουργούσαν κάποια κατάσταση. Ευτυχώς μας βοηθούσε πολύ το όνομά μας γιατί είναι ένα όνομα πάρα πολύ κοινό, δεν λεγόμασταν Πλουμπίδης. Παρεμπιπτόντως η Ιουλία η Πλουμπίδη έμενε λίγο πιο κάτω, ας πούμε, εκεί στο Κουκάκι. Δε λεγόμασταν Μπελογιάννης, λεγόμασταν Παπαδημητρίου. Ήταν κάτι το οποίο ήταν πάρα πολύ εύκολο να κρυφτείς. Ασφαλώς οι δάσκαλοι ενημερώθηκαν από τη γιαγιά ή από τη θεία ότι περί τίνος επρόκειτο ώστε να μας προσέξουν. Νομίζω ότι η δασκάλα που είχα στη δευτέρα και στην τρίτη δημοτικού με πρόσεξε, δεν κακοποιήθηκα ή κάτι να αισθανθώ εκ του γεγονότος αυτού μειονεκτικά. Γιατί οφείλω να σου πω ότι, εσύ είσαι πολύ πιο νέα δεν τα έχεις γνωρίσει αυτά και ίσως δεν τα διανοείσαι, αλλά υπήρχε μία συστηματική προπαγάνδα μέσα στα σχολεία αναγκαστικά από τους δασκάλους για την 21η Απριλίου, την επανάσταση, τα «καλά» της επανάστασης. Θυμάμαι για παράδειγμα στην αδελφή μου που ήτανε στην πέμπτη δημοτικού η πρώτη έκθεση που τους έβαλε ο δάσκαλός τους ήταν: «Πώς αισθάνθηκα όταν έμαθα ότι η Εθνική Κυβέρνησις εχάρισε τα χρέη των αγροτών». Παιδιά τώρα της πέμπτης δημοτικού ήταν υποχρεωμένα να γράψουν μία τέτοια έκθεση, ας πούμε. Ανάθεμα κι αν καταλάβαιναν τι είναι χρέος αγροτικό. Αλλά έπρεπε να τους… δηλαδή η προπαγάνδα ήταν συστηματική, ο αντικομμουνισμός έντονος. Έχω κρατήσει το βιβλίο των εκθέσεών μου, κάτι σαν εκθέσεων της δευτέρας δημοτικού 1968, δηλαδή την πρώτη χρονιά ουσιαστικά μετά την… την πρώτη σχολική μου χρόνια μετά τη Δικτατορία, όπου η δασκάλα ήταν υποχρεωμένη να μας βάλει έκθεση για την 21η Απριλίου. Τώρα το πώς γίνεται ο γιος ενός αρχικομμουνιστή, μέλος της κεντρικής επιτροπής να γράψει στην έκθεσή του τα καλά της 21ης Απριλίου και τα κακά του κομμουνισμού είναι αυτό το… αυτή η έκθεση την έχω κρατήσει. Ευτυχώς κράτησα αυτό το τετράδιο. Ένα από τα λίγα που έχω κρατήσει. Είναι μνημείο προπαγάνδας διότι καίτοι αντιλαμβανόμουν ποια ήταν η κατάσταση έγραψα ότι οι «κομμουνισταί ήθελαν να καταστρέψουν τη χώρα. Έλεγαν το ένα…». Μάλιστα έγραφα -μικρό παιδί δευτέρα δημοτικού τι έκθεση να γράψω;- «Έλεγαν το ένα, έλεγαν το άλλο, παραπλανούσαν τον κόσμο και ήθελαν να καταστρέψουν τη χώρα και ευτυχώς έγινε η επανάσταση της 21ης Απριλίου». Αυτά είναι γραμμένα. Είναι γραμμένα. Τώρα τι σκέφτηκε η δασκάλα μου όταν τα διάβασε όλα αυτά; Τη γέμισαν ικανοποίηση ότι πετυχαίνει το σχέδιο, ας πούμε, του γενιτσαρισμού; Διότι περί γενιτσαρισμού επρόκειτο κατά κάποιο τρόπο. Δεν μπορώ να θυμηθώ με ποια συναισθήματα έγραψα κάτι τέτοιο, αλλά το ντοκουμέντο υπάρχει, έχει μείνει. Και μπορώ να σου το δείξω να το τραβήξεις και φωτογραφία διότι… δεν με κολακεύει καθόλου αλλά δεν ντρέπομαι κιόλας γιατί ήμουνα παιδί δευτέρας δημοτικού κατατρομαγμένο, καταφοβισμένο. Έπρεπε να κρύβομαι, να μη λέω ποιος είμαι, ποιος είναι ο πατέρας μου, τι δουλειά κάνει. Λέγαμε ότι είναι δικηγόρος, εντάξει είχε σπουδάσει νομικά ο άνθρωπος. Τη δικηγορία την άσκησε ελάχιστα στη ζωή του και μετά τη Δικτατορία. Έτσι για βιοπορισμό. Αλλά ευτυχώς είχαμε, λέω, αυτό ότι είναι δικηγόρος. Διότι αν δεν ήταν ούτε και αυτό δεν ξέρω τι θα έλεγα. Ήταν ελαιοχρωματιστής; Αφού δεν ήταν. Ούτε κάτι άλλο. Πάλι καλά που είχε σπουδάσει αυτό το πράγμα και μπορούσα να λέω κάτι τέτοιο. Διότι τα παιδιά ήταν περίεργα ρωτούσαν. Όλοι βλέπαμε τους γονείς των παιδιών, όλοι λέγανε για τον μπαμπά τους, ειδικά τα αγόρια: «Ο μπαμπάς μου έκανε αυτό, με πήγε εκεί, με πήγε στο λούνα παρκ ο μπαμπάς μου, μου αγόρασε καινούργιο ποδήλατο ο μπαμπάς μου, με πήγε στο γήπεδο ο μπαμπάς μου!». Εγώ δεν μπορούσα να πω τίποτα για τον μπαμπά μου. Έλεγα μερικά πράγματα για τη μαμά μου, η οποία ξέρω ‘γω αφέθηκε ελεύθερη σχετικά σύντομα. Αλλά για τον μπαμπά εγώ δεν είχα πολλά πράγματα να πω και ούτε βλέπανε κανέναν μπαμπά τα παιδιά, που κάποιοι φίλοι ερχόντουσαν σπίτι δεν καταλάβαιναν κάτι. Τέλος πάντων αργότερα είχαμε και ένα πολύ περίεργο δάσκαλο στην Τετάρτη και στην Πέμπτη δημοτικού. Όχι καλό δάσκαλο, δηλαδή είχε κακό όνομα. Ο οποίος βεβαίως ήταν και αυτός ενημερωμένος αλλά είχε το κακό συνήθειο να με ρωτάει δυο-τρεις φορές το χρόνο: «Τι έγινε; Γύρισε ο πατέρας σου;». Συνήθως του έλεγα: «Όχι, δε γύρισε». Κάποια φορά όμως προς τα τέλη δεν άντεξα άλλο και του είπα: «Ναι, γύρισε!». «Μπράβο! -μου λέει- Μπράβο, ευτυχώς! Εύγε! Να ‘ρθει να τον γνωρίσουμε». Ευτυχώς αυτός ο δάσκαλος αντικαταστάθηκε στην έκτη δημοτικού και δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτό το ψέμα, το μικρό ψέμα που είχα πει. Και στην έκτη δημοτικού πια ο μπαμπάς, τα Χριστούγεννα εκείνα που ήμουν έκτη δημοτικού, γύρισε από την εξορία και κάπως τα πράγματα διορθώθηκαν. Αλλά μέχρι τότε έπρεπε πρώτα να γυρίσει η μαμά.
Η μαμά γύρισε τέλη Ιανουαρίου του ‘68. Το ακούσαμε στο ραδιόφωνο διότι το ραδιόφωνο ανακοίνωνε τα ονόματα των εκτοπισμένων, οι οποίοι επέστρεφαν, προφανώς για να κολακέψει την κυβέρνηση ότι: «Nα! Κάνει χειρονομία επιστροφής εκτοπισμένων ανθρώπων. Υπήρχε μία κλιμάκωση. Πρώτοι οι οποίοι αφηνόντουσαν ελεύθεροι και λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα άρχισαν σιγά-σιγά να αφήνονται ελεύθεροι, εκτοπισμένοι, ήταν αυτοί οι πιο light, που δεν είχανε βαρύ μητρώο αριστεροσύνης, αν μπορώ να το πω. Όσο πιο βαρύ ήτανε τόσο καθυστ[00:30:00]ερούσε η απελευθέρωση. Στις πρώτες φουρνιές η μητέρα μου δεν ήταν. Περιμέναμε να ακούσουμε το όνομά της στα ραδιόφωνα. Υπολογίζαμε στο γεγονός ότι είχε δύο παιδιά και ότι ήταν και ο άντρας αυτό… και ότι αυτό θα λειτουργούσε υπέρ της. Δυστυχώς δεν λειτούργησε, δεν τη βοήθησε αυτό. Νομίζω ότι κάποια στιγμή τα αδέρφια της, ειδικά τα δύο αγόρια, χρειάστηκε να εγγυηθούν για λογαριασμό της. Η ίδια δεν υπέγραφε δήλωση νομιμοφροσύνης. Ως γυναίκα βουλευτή δεν ήταν εύκολο κάτι τέτοιο. Γιατί υπογράφαν δηλώσεις. Ξέχασα να πω ότι απ’ τις φουρνιές που αφηνόντουσαν ελεύθεροι οι πρώτοι ήταν αυτοί που υπέγραφαν δήλωση, οι πιο light. Συνήθως δεν είχαν και μεγάλο πρόβλημα να υπογράψουν μία δήλωση και να πουν ότι «αποκηρύσσω τον κομμουνισμό, συντάσσομαι με την επανάσταση και Thank you very much». Οπότε αυτοί, ναι, αφηνόντουσαν ελεύθεροι. Ήταν φουρνιές. Όποιοι δεν κάναν τη δήλωση είχαν χειρότερη αντιμετώπιση. Για τη μαμά εγγυήθηκαν τα αδέρφια, από όσο ξέρω, ότι δε θα ανακατευτεί, ότι θα την προσέχουν, θα την επιτηρούν, ότι θα κοιτάξει την οικογένειά της. Δεν ήταν και η μαμά ένα πολύ ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο άτομο, ήταν απλώς η σύζυγος του βουλευτή. Εντάξει ήταν στην Ε.Δ.Α., ήταν σε οργανώσεις, αυτά, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη. Ήταν στο παρελθόν της, ήταν συνδικαλίστρια των εμποροϋπαλλήλων και έτσι είχε γνωρίσει τον μπαμπά μου. Αλλά ήταν συνδικαλίστρια, δεν ήτανε, ας πούμε, δεν είχε ασπαστεί τον κομμουνισμό ή κάτι τέτοιο. Η μαμά τουλάχιστον. Θυμάμαι τη μέρα που ακούσαμε με τη γιαγιά σκυμμένοι στο ραδιόφωνο να ακούσουμε τα ονόματα, τα ονόματα, αυτά τα ονόματα! Και μόλις ακούστηκε το όνομά της έπεσε η γιαγιά γονατιστή στο εικόνισμα της Παναγίας και έλεγε: «Παναΐτσα μου! Παναΐτσα μου, Παναΐτσα μου! Σε ευχαριστώ Παναΐτσα μου! Σε ευχαριστώ!». Ήταν δηλαδή αυτό το «Παναΐτσα μου»… μου ‘χει μείνει. Ήταν η γιαγιά, ήταν πολύ θρησκόληπτη και η οικογένεια ήτανε οικογένεια θρησκόληπτων ανθρώπων. Απλώς τα δύο κορίτσια, τα δίδυμα, κάπως ξωκύλανε επειδή είχαν παντρευτεί αριστερούς και η μία και η άλλη. Εντάξει της θείας δεν ήταν ανακατεμένος ιδιαίτερα. Ήταν αριστερών πεποιθήσεων χωρίς να είναι ιδιαίτερα ανακατεμένος οπότε δεν πιάστηκε, δεν έμπλεξε όπως έμπλεξε η μάνα μου με τον πατέρα μου. Γύρισε με το πλοίο από τη Γυάρο και εκεί πια στο σπίτι έγινε γιορτή να την υποδεχτούμε. Εγώ δεν πίστευα στα μάτια μου. Την έβλεπα ταλαιπωρημένη, έλεγα: «Είσαι η μαμά μου;». Αυτό το πράγμα, «Είσαι…». Την έβλεπα ότι ήταν ταλαιπωρημένη πάρα πολύ. Δεν την είχα συνηθίσει έτσι όταν γύρισε. Και βεβαίως το πρώτο της μέλημα μόλις γύρισε ήταν να μπορέσει να βρει μία δουλειά γιατί δεν υπήρχε μία. Ο μπαμπάς μπορεί να ήταν βουλευτής αλλά οι βουλευτές της Αριστεράς και του Κομμουνιστικού Κόμματος τη βουλευτική αποζημίωση τη δίναν στο κόμμα. Δεν κρατούσαν τα λεφτά, κρατούσαν μόνο ελάχιστα για να ζήσουν, για να ζήσουν την οικογένειά τους. Τα υπόλοιπα πήγαιναν στο κόμμα διότι το κόμμα τους έβγαζε, δεν βγαίνανε μόνοι τους. Δεν υπήρχαν δηλαδή οικονομίες υπό αυτή την έννοια. Και ό,τι λίγο υπήρχε είχε εξαντληθεί όσο έλειπε. Υπήρχαν κάνα-δυο ενοίκια που έπαιρνε η γιαγιά και έπρεπε να βρει δουλειά η μητέρα μου. Εκεί ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα, πάρα πολύ δύσκολα. Αναγκάστηκε να κάνει δουλειές του ποδαριού σε πρώτη φάση. Δηλαδή όχι… Πλασιέ τέτοια πράγματα, που δεν ήταν δουλειές αυτές για μία κυρία έτσι κοντά στα 40 πια. Πόσο ήταν η μητέρα τώρα, 38 κάτι τέτοιο εκείνη την εποχή. Ίσως και κάτι λιγότερο. Ταλαιπωρήθηκε περίπου δύο χρόνια. Αργότερα είδα από την αλληλογραφία που είχε με τον μπαμπά μου ότι ήταν μεγάλο αυτό το πρόβλημα, ήταν αγωνία και των δυονών. Και εκείνου από την εξορία και εκείνης να μπορέσει να βρει μία δουλειά για να μας ζήσει. Τελικώς μετά από 2-3 χρόνια κάποιος εργοδότης καίτοι συντηρητικών πολιτικών πεποιθήσεων, αναμφισβήτητα, την αξιολόγησε, την πήρε στο λογιστήριο και από κει συνταξιοδοτήθηκε. Άφησε μία πολύ καλή εικόνα, ήταν πολύ εργατική, πάρα πολύ εργατική. Και -πώς να πω- στη δουλειά της αφοσιωμένη, αφοσιωμένη σε αυτό που έκανε. Το ζούσε, το ζούσε. Δηλαδή ερχότανε στο σπίτι όταν κάτι δεν πήγαινε καλά με την εταιρεία ερχόταν και ήταν πολύ στεναχωρημένη. Ή όταν γινόταν μία φασαρία μες στην εταιρεία ερχόταν πολύ στεναχωρημένη, ασχέτως αν την ίδια δεν την αφορούσε. Εντάξει ο ερχομός της μαμάς ήταν μία μεγάλη ανακούφιση, εννοείται, ακόμα και έτσι όπως ήρθε χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα. Δε θα ξεχάσω ποτέ, πότε, και δυστυχώς δε μου έχει δοθεί η ευκαιρία να κάνω κάτι, την ενίσχυση που είχαμε από τον Ερυθρό Σταυρό. Μας έδωσαν ρούχα, είχα μπουφάν. Ο Ερυθρός Σταυρός είχε μεριμνήσει για αυτές τις περιπτώσεις. Και κάποια στιγμή η μαμά είχε έρθει με μία σακούλα ρούχα από τον Ερυθρό Σταυρό και παλτό για την αδερφή μου και για την ίδια κάποια πράγματα. Κυρίως για τα παιδιά. Αυτό δε θα το ξεχάσω. Και έτσι τον Ερυθρό Σταυρό τον αντιμετωπίζω με πολύ μεγάλη έτσι συμπάθεια και αγάπη και αγάπη για το έργο αυτό που κάνουν. Γιατί δε θα ξεχάσω αυτό το πράγμα που έγινε τότε. Υπήρχε και ένα εξοχικό στη Σαρωνίδα. Ένα εξοχικό πάρα πολύ μικρό έτσι από εκείνα τα πολύ παλιά εξοχικά της δεκαετίας του ’60 γύρω στα 50 τετραγωνικά, κάτι τέτοιο ήταν. Μετά στην πορεία όταν μεγαλώσαμε λίγο το κάναμε 80. Από τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν εκεί. Είχε πουληθεί κάποιο διαμέρισμα και είχε χτιστεί αυτό το… είχε αγοραστεί αυτό το οικόπεδο και χτίστηκε έτσι με πενιχρά μέσα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μετά το πραξικόπημα αμέσως, πολύ σύντομα το βγάλαν στις εφημερίδες, ο Ελεύθερος Κόσμος δηλαδή η χουντική εφημερίδα της εποχής, το έβγαλε και έλεγε: «Να οι βίλες των αρχικομμουνιστών, του Παπαδημητρίου». Χώρια που ένα βράδυ προσπάθησαν να μας κάψουν ζωντανούς. Γύρω στις 2:00 ή 3:00 τη νύχτα ξέσπασε μία πυρκαγιά σε διπλανό οικόπεδο. Τώρα 2:00 τη νύχτα ή 3:00 ούτε κάποιος καίει χόρτα, ούτε ο ήλιος λάμπει μέσα από γυαλιά σπασμένα -που λένε αυτές τις ιστορίες- να ανάψουν, ούτε κάποιος πέρναγε στην ερημιά και πέταξε ένα τσιγάρο. Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Ούτε κάποιος στις 3:00 τη νύχτα έκανε καμιά συγκόλληση σε καμιά οικοδομή παραδίπλα. Υπήρχαν ελάχιστα σπίτια. Ήταν πευκόφυτη περιοχή. Πεύκα Γιουρντά λεγόταν η Σαρωνίδα τα παλιά χρόνια. Ένα αρβανίτικο, μάλλον, τοπωνύμιο ή τούρκικο. Πεύκα Γιουρντά, το Γιουρντάι δηλαδή είναι το αυτό. Το ξέρουν όλοι αυτό ότι η περιοχή έτσι λεγόταν γιατί είχε πάρα πολλά πεύκα. Ήτανε πολύ λίγα τα σπίτια που ήταν χτισμένα. Ένα από τα πρώτα σπίτια ήταν το δικό μας, αυτό το μικρό σπιτάκι. 3:00 τη νύχτα μία μέρα του καλοκαιριού που ήταν… Πρέπει να ‘ταν μάλλον το 1969. Μάλλον το καλοκαίρι του ‘69 πρέπει να ήταν. Μπήκε φωτιά με κατεύθυνση του ανέμου προς το σπίτι μας, σε δύο τρία οικόπεδα πιο κάτω. Ευτυχώς ξυπνήσαμε. Ήταν ο θείος μου εκεί, είχε αυτοκίνητο. Ο θείος είχε πια αγοράσει αυτοκίνητο. Μέναμε μαζί με τα ξαδέρφια μου όλοι μαζί σε αυτό το σπιτάκι, παραθερίζαμε. Έτσι παραθέριζε τότε ο κόσμος. Όλοι μαζί μέσα σε 1-2 δωμάτια, θείοι, θείες και λοιπά. Μας πήρε, μας πήγε στη θάλασσα, φώναξε γειτόνους, γινόταν μεγάλη φασαρία γιατί οι φλόγες ήταν… Δηλαδή ξυπνήσαμε, πεταχτήκαμε στη βεράντα -ισόγειο σπίτι ήταν- πεταχτήκαμε στη βεράντα και οι φλόγες ήτανε θεόρατες και να μας κατασπαράξουνε. Ευτυχώς μεσολάβησαν πολλοί εκεί άνθρωποι της περιοχής, ήρθε και ένα βυτιοφόρο. Κάτι έγινε. Δεν καήκαμε. Ευτυχώς δεν καήκαμε. Επιζήσαμε. Θέλω να πω ότι γινόντουσαν διάφορα πράγματα έτσι αξιοσημείωτα. Και εμείς σαν οικογένεια είχαμε τις περιπέτειές μας. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος που ο θείος μου προσπαθούσε να κάψει ό,τι έγγραφο υπήρχε στο σπίτι εκεί στη Σαρωνίδα. Μεταφέραν εκεί πέρα πάρα πολλά από το αρχείο του μπαμπά μου από έγγραφα, έγγραφα, έγγραφα. Μέσα σε ένα βαρέλι και καίγανε έγγραφα μέχρι που κάποιο έγγραφο το πήρε ο αέρα[00:40:00]ς και πήγε στο διπλανό οικόπεδο και πήρε φωτιά το διπλανό οικόπεδο με τα πεύκα. Ευτυχώς δεν πήρε έκταση. Δε φύσαγε εκείνη την ημέρα πάρα πολύ και δεν πήρε έκταση. Την προλάβαμε. Προλάβαμε το κακό. Αλλά όταν ήρθε η αστυνομία για να δει τι συνέβη, γιατί ήτανε μιας μικρής έκτασης πυρκαγιά, δύο οικόπεδα, το ‘ψαξε το θέμα. «Τι είναι αυτά; Γιατί καίτε χαρτιά; Τι χαρτιά είναι αυτά; Του Παπαδημητρίου εδώ» και τα λοιπά. Μπλέξαν οι άνθρωποι ας πούμε κάπως. Έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες, δηλαδή τι ήταν αυτά που καίγανε. Είχαμε, είχαμε τις περιπέτειές μας στο σχολείο… Αλλά παράλληλα η μητέρα προσπαθούσε, αλληλογραφούσε με τον μπαμπά. Από ένα σημείο και πέρα επιτράπηκε η αλληλογραφία, με λογοκρισία φυσικά. Πολλές φορές βλέπαμε στα γράμματα πράγματα σβησμένα. Τα γράμματα που ερχόντουσαν. Υπήρχε ένα πράγμα που λεγόταν τότε επιστολικό δελτάριο. Που ήταν ανοιχτό γράμμα, δηλαδή ήταν μία κάρτα πάνω στην οποία έγραφες. Πώς είναι η καρτ ποστάλ; Αυτό ήταν, μόνο δεν είχε εικόνα, ήταν μόνο για επιστολή, για να γράψεις κάποια πράγματα. Αυτά ελεγχόντουσαν βεβαίως, τι αλληλογραφία ανταλλάσσανε. Και βεβαίως γίνανε και κάποια ταξίδια. Όταν ο μπαμπάς μετά τη Γυάρο που εκτοπίστηκε, αρχικά μεταφέρθηκε στο Παρθένι της Λέρου. Στο Παρθένι της Λέρου το στρατόπεδο ήταν λίγο πιο χαλαρό, δεν ήταν Γυάρος. Ήταν λίγο πιο χαλαρό. Τους αφήναν να πηγαίνουν για ψάρεμα για παράδειγμα, γιατί ήταν παραθαλάσσια τα στρατόπεδα. Είχαν έτσι κάποιες κινήσεις που μπορούσαν να κάνουν. Στο Παρθένι πήγαμε μία ή δύο φορές επίσκεψη. Η μία ήταν σίγουρα Πάσχα. Ή ίσως πήγαμε δύο φορές Πάσχα, δύο απανωτές χρονιές Πάσχα. Με καράβια της εποχής εκείνης. Θυμάμαι ένα υπερωκεάνιο, το Λίνδος, στο οποίο μας είχε… το οποίο είχαμε πάρει να πάμε. Έτσι το λέγαν υπερωκεάνιο εκείνο το καράβι. Πραγματικά ήταν ένα πολύ όμορφο καράβι για την εποχή. Αλλά έπρεπε να μπούμε σε βάρκες, δεν πλεύριζε, δεν υπήρχε λιμάνι για τέτοιου είδους καράβια. Έπρεπε να μπούμε σε βάρκες. Μες στη νύχτα έφτανε στη Λέρο το καράβι γιατί πήγαινε αυτό το γνωστό δρομολόγιο από τότε Πάτμο-Λέρο-Κάλυμνο-Κω-Ρόδο. Για να φτάσει στη Ρόδο το πρωί έπρεπε να ‘ναι μες στη μαύρη νύχτα στη Λέρο. Μπαίναμε στις βάρκες μες στη μαύρη νύχτα, πηγαίναμε. Επιτρεπόταν μία φορά τη μέρα επισκεπτήριο όσο κάτσαμε. Νομίζω πήγαμε και τον είδαμε, γιατί δεν είχαμε και πολύ χρόνο, τον είδαμε δύο φορές. Μέσα στο στρατόπεδο βεβαίως, στο οποίο υπήρχαν και άλλες οικογένειες εξόριστων. Το οργανώνανε… η μητέρα μου το οργάνωνε μαζί με άλλες να πάνε παρέα. Ήταν γνωστές από την Αριστερά προδικτατορικά. Φίλες, γυναίκες βουλευτών. Θυμάμαι τον Βαγγέλη τον Σακελλάρη που ήταν και αυτός βουλευτής της Ε.Δ.Α., η Ελένη Μπενά ίσως, η οικογένειά της. Και άλλοι άνθρωποι με παιδιά αντίστοιχα στην ηλικία μας που συναναστρεφόμασταν και εμείς για να… σαν παιδιά και εμείς να έχουμε να παίζουμε μία παρέα. Το κανονίζαν δηλαδή οι γυναίκες με αυτό τον τρόπο. Εντάξει ήταν ένα απλό επισκεπτήριο. Ήταν ένα απλό επισκεπτήριο, αλλά ήταν και αυτό ένα… κάτι να προσμένεις. Κάτι να προσμένεις. Ειδικά η μητέρα. Η μητέρα είχε πάει και μόνη της κάποιες στιγμές. Το πρώτο επισκεπτήριο ήτανε… υποψιάζομαι ότι είχε πάει μόνη της και υποψιάζομαι ότι θα ήταν πάρα πολύ συγκινητικό. Στη συνέχεια ο μπαμπάς κάποια στιγμή μετατέθηκε στις φυλακές Ωρωπού. Αυτό ήταν ευλογία. Θεωρήθηκε ευλογία γιατί στον Ωρωπό μπορούσαμε μία φορά το μήνα να πηγαίνουμε να τον επισκεπτόμαστε για κάποιες ώρες. Βέβαια ήταν φυλακές δεν ήταν εξορία. Η φυλακή είναι φυλακή. Στον Ωρωπό όμως ήταν καλό ότι μπορούσαμε να τον βλέπουμε. Ήταν διαφορετικά τα πράγματα, δεν ήταν τόσο μακριά, δεν υπήρχε θάλασσα, δεν ήταν αυτό το τέλμα. Αλλά δυστυχώς με μεγάλη μας λύπη κάποια στιγμή ανακοινώθηκε ότι εκτοπίζεται στη Σαμοθράκη. Αυτό ήταν σοκ για την οικογένεια γιατί η Σαμοθράκη ήταν πάρα πολύ μακριά, δεν υπήρχε πλοίο από τον Πειραιά όπως υπήρχε στη Λέρο. Και πλέον θυμάμαι επειδή είχα μεγαλώσει κιόλας και ήξερα και λίγη γεωγραφία και έλεγα: «Μαμά μόνο το Καστελόριζο μένει». Απελπισία. «Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πιο μακριά από τη Σαμοθράκη. Τίποτα. Το μακρύτερο μέρος της Ελλάδας να πάει άνθρωπος». Βέβαια στη Σαμοθράκη οι εξόριστοι είχαν άλλου είδους μεταχείριση. Δεν ήταν στρατόπεδο. Στη Σαμοθράκη μέναν στη χώρα της Σαμοθράκης, μία πανέμορφη χώρα με την τουριστική λογική τη σημερινή. Παραδοσιακός διατηρητέος οικισμός. Αυτά βέβαια δεν παίζουν ρόλο τότε εντάξει δεν υπήρχαν αυτά. Θέλω να πω ότι ήταν πολύ γραφική, ήταν ένας όμορφος τόπος πλην όμως απίστευτα μακριά. Ήταν μία ολόκληρη περιπέτεια να πας στη Σαμοθράκη. Και ήταν αυτή η απελπισία ότι τι άλλο… Πού αλλού; Δεν μπορούσαν να βρουν κάτι χειρότερο; Για να πάμε Σαμοθράκη τελικώς πήγαμε δύο φορές. Το Πάσχα του ‘71 και το καλοκαίρι του ‘71. Για να πας ήταν μία ολόκληρη περιπέτεια. Έπρεπε να πάρεις το τρένο για Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη να αλλάξεις τρένο για Αλεξανδρούπολη και από την Αλεξανδρούπολη να πάρεις ένα υποτυπώδες ferry boat που υπήρχε εκείνη την εποχή. Το πέλαγος εκεί είναι πάρα πολύ άγριο σε εκείνα τα μέρη. Υπήρχε ένα ferry boat το οποίο χώραγε γύρω στα τρία αυτοκίνητα, κάτι σαν το μετέπειτα… Ποιο είναι εκείνο το πλοίο που… ο καπετάν… που πήγαινε και στην Αμοργό; Ο Σκοπελίτης! Κάτι σαν το Σκοπελίτη των κατοπινών ετών ο οποίος χώραγε 2-3 αυτοκίνητα. Ένα τέτοιο καρυδότσουφλο ήταν, το οποίο -συγγνώμη για την έκφραση- ο κόσμος ξερνοβολούσε μέσα σε ένα τέτοιο καρυδότσουφλο. Το οποίο μετά από τρεις ώρες, κάτι τέτοιο, έφτανε στη Σαμοθράκη από την Αλεξανδρούπολη. Εν πάση περιπτώσει στη Σαμοθράκη για μένα ειδικά ήταν παράδεισος γιατί ήμουνα κοντά στον μπαμπά επιτέλους. Ήμασταν σε σπίτι, μέναμε μαζί. Δεν ήταν στρατόπεδο να τον βλέπουμε μία ώρα την ημέρα, δύο ώρες, ξέρω ‘γώ κάτι τέτοιο. Ήταν σπίτι, μέναμε στο σπίτι μαζί. Ήταν ένα σπιτάκι που είχε έτσι μία ξυλόσομπα. Ακόμα και το Πάσχα έκανε κρύο στη Σαμοθράκη δεν είναι… δεν κάνει ζέστη. Χρειαζόμασταν την ξυλόσομπα. Μασίνα λεγότανε, στο κέντρο του σπιτιού. Και βεβαίως το καταπληκτικό πηγαίναμε κάθε μέρα στο λιμάνι για ψάρεμα. Εκεί έμαθα να ψαρεύω επιτέλους γιατί ο μπαμπάς ήτανε, ήδη από την εξορία, πάρα πολύ δεινός ψαράς. Οπότε ήταν η ευκαιρία, πλέον δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο, ούτε να παίξω μπάλα με τα παιδιά… Α! Θυμάμαι το εξής: ότι εγώ μαζί μου είχα φέρει και μία πλαστική μπάλα. Μου άρεσε πάρα πολύ το ποδόσφαιρο μικρός και έπαιζα πολύ στις αλάνες και σ’ αυτά. Και είχα πάρει μαζί μου μία πλαστική μπάλα για να έχω να παίζω. Δεν ήξερα τι θα βρω εκεί. Και λέω: «Εγώ τι θα κάνω. Ας πάρω μία φουσκωτή πλαστική μπάλα να έχω». Δεν μπορείς να φανταστείς όταν με είδαν στο χωριό, στη Χώρα της Σαμοθράκης με αυτήν την πλαστική υποτυπώδη μπάλα τι έγινε. Ήθελαν όλα τα παιδιά του χωριού να έρθουν να παίξουν με εκείνη την μπάλα διότι δεν είχαν ούτε μία μπάλα. Όταν πρωτοέφτασα και κάθισα εκεί στο σπιτάκι… είχε μία πολύ μικρή αυλίτσα. Ένα παιδάκι, ο Αποστόλης, τον θυμάμαι και το όνομα του, καθόταν και με κοιτούσε. Καθόταν και με κοιτούσε έντονα. Δεν καταλάβαινα. Και έρχεται η αδερφή μου και μου λέει, που ήταν μεγαλύτερη, και μου λέει: «Το παιδάκι σε κοιτάζει. Προφανώς θέλει να παίξετε με την μπάλα. Δεν κοιτάς;». «Α! -λέω- Έτσι; Έλα παιδάκι, θες να παίξουμε με την μπάλα;», «Ναι! Ναι!». Και ξεκινήσαμε με αυτόν να βαράμε σουτ ο ένας τον άλλον από τη μία στην άλλη. Ε μαζεύτηκαν ένα σωρό παιδιά και εκεί κάθε απόγευμα μαζευόντουσαν, εκεί στην αλανίτσα που ήταν έξω από το σπίτι μας, όλα τα παιδιά της Χώρας σε αυτήν την ηλικία που ήμουνα και εγώ, εκεί του δημοτικού και παίζαμε κάθε απόγευμα ποδόσφαιρο. Ήτανε ξετρελαμένα γιατί είχε έρθει μπάλα στη Χώρα. Φυσικά παπούτσια, πολλά δεν είχανε παπούτσια. Παίζαν με σαγιονάρες. Μιλάμε για τέτοιες καταστάσεις. Το πρωί όμως, χαράματα 6:00, με λαχτάρα παίρναμε το λεωφορείο να[00:50:00] πάμε στην Καμαριώτισσα, το λιμάνι της Σαμοθράκης, να ψωνίσουμε σαρδέλες από τον μπακάλη εκεί παστές σαρδέλες, όχι τίποτα φρέσκες, παστές σαρδέλες και τις χρησιμοποιούσαμε για δόλωμα. Και έμαθα να ψαρεύω. Πιάναμε ψαράκια. Η χαρά μου ήταν να πιάνω οτιδήποτε μικρό ψαράκι υπήρχε. Οι μεγάλοι βεβαίως ασχολιόντουσαν με λαβράκια, με χταπόδια, με τέτοια πράγματα. Και ψάρευαν οι περισσότεροι εξόριστοι. Ήταν η εξόρμησή τους, η διασκέδασή τους. Να παίρνουνε τα χαράματα το πρώτο λεωφορείο από τη Χώρα, να κατέβουν στην Καμαριώτισσα και να πάμε στο μόλο του λιμανιού να ψαρεύουμε με τις πετονιές, με τα καλάμια. Οι εξόριστοι ξέραν πάρα πολύ καλό ψάρεμα γιατί δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν. Θυμάμαι ότι την πρώτη νύχτα, χαρακτηριστικά, από την τόση λαχτάρα μου που την άλλη μέρα θα πηγαίναμε για ψάρεμα με τον μπαμπά, τόση λαχτάρα μου, ξύπνησα μες στη νύχτα νομίζοντας ότι έχει ξημερώσει, ότι ήρθε η ώρα να πάμε για ψάρεμα. Σηκώθηκα να βάλω τα ρούχα μου, κατάλαβα ότι είναι ακόμα νύχτα έξω και ότι μάλλον πρέπει να γυρίσω στο κρεβάτι μου και με βρήκαν την άλλη μέρα που με ξύπνησε ο μπαμπάς… την άλλη μέρα… δηλαδή το πρωί που με ξύπνησε ο μπαμπάς με βρήκε με την πιτζάμα μου ανάποδα φορεμένη. Και μάλιστα το παρατήρησε και μου λέει: «Γιατί έπεσες εσύ με με την πιτζάμα ανάποδα γυρισμένη;» Οπότε τους είπα τι είχε συμβεί, ότι: «Ξέρεις ξύπνησα και ντύθηκα για να φύγουμε για ψάρεμα και κατάλαβα ότι εσείς κοιμάστε ακόμα και ότι είναι νύχτα έξω., από τη λαχτάρα μου, Και ξανάβαλα την πιτζάμα μου και ξανάπεσα να κοιμηθώ». Το ψάρεμα ήτανε σαν παιδί ήταν αγαπημένο μου. Το ίδιο πράγμα έγινε και το ίδιο καλοκαίρι. Πήγαμε και καλοκαίρι του ‘71. Αυτή ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζονται μία φορά τη μέρα στο αστυνομικό τμήμα εκεί. Ήταν πολύ χαλαρά τα πράγματα. Οι εξόριστοι πια νοικιάζανε σπίτια με τα λίγα λεφτά που είχανε από τις οικογένειές τους. Μένανε δυο και τρεις μαζί. Είχανε μάλιστα νοικιάσει και ένα κεντρικό καφενείο στη Χώρα της Σαμοθράκης, στο οποίο κάποιοι από αυτούς που ήτανε και μάγειροι… Θυμάμαι τον Παπανικολάου τον πρόεδρο, τον συνδικαλιστή πρόεδρο των μαγείρων κάτι τέτοιο, ο οποίος ήξερε να μαγειρεύει πάρα πολύ καλά και έφτιαχναν ρυζόγαλα δικά τους γιαούρτια έτσι, πήζανε γιαούρτι από γάλα που υπήρχε. Είχανε δηλαδή μία ζωή ομαδική. Ήταν μόνο άντρες δεν υπήρχε γυναίκα. Χαρακτηριστικό είναι ότι μαζί τους ήταν και ο Σπύρος ο Μουστακλής, ο ήρωας της αντίστασης κατά της Χούντας που βασανίστηκε στην Ε.Σ.Α. Ήταν μαζί τους τότε ο Σπύρος ο Μουστακλής και ο μπαμπάς μου τον αγαπούσε πολύ και κάνανε αρκετή παρέα. Ήταν βέβαια στρατιωτικός, δεν ήταν αριστερός ο Μουστακλής. Ήταν στρατιωτικός ο οποίος είχε… αντιστασιακός και έτσι είχε κυνηγηθεί άγρια και βασανίστηκε κατόπιν και έμεινε ανάπηρος για όλη του τη ζωή. Σύμβολο του αντιστασιακού αγώνα κατά της Δικτατορίας ο Σπύρος ο Μουστακλής. Νομίζω ο ταγματάρχης ήταν στο στρατό, το αξίωμά του.
Από τη Σαμοθράκη… στη Σαμοθράκη και ίσως σε κάποια άλλα μέρη είχαν απομείνει πια το 1971 όπως είπαμε οι εκτοπισμένοι που είχαν πιαστεί με το πραξικόπημα αλλά δεν είχαν καταδικαστεί από δικαστήριο. Αφηνόντουσαν ελεύθεροι τμηματικά. Τμηματικά και με βάση το μητρώο τους. Ο μπαμπάς φυσικά ήταν από τους τελευταίους 60 που είχαν μείνει από την επιβολή της Δικτατορίας που είχαν μείνει εκτοπισμένοι. Βεβαίως περιμέναμε και περιμένανε και περιμέναμε όλο αυτό το διάστημα να απελευθερωθούν, να γυρίσουν στα σπίτια τους και τα λοιπά. Αυτό έγινε με έναν έτσι περιπετειώδη τρόπο. Τα Χριστούγεννα του 1971 ήταν το δώρο του Παπαδόπουλου για το… στο χριστουγεννιάτικό του διάγγελμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι υπήρχε ψίθυρος, γιατί οι πληροφορίες διέρρεαν για το τι πρόκειται να πει και να κάνει ο Παπαδόπουλος σε κάθε διάγγελμά του, χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο. Περιμέναμε, είχε στηθεί όλη η οικογένεια στην τηλεόραση, στο Κουκάκι όπως έχουμε πει. Είχαμε πια τηλεόραση, δεν ήταν το ραδιόφωνο όπως ήταν την εποχή που αφέθηκε ελεύθερη μαμά που δεν υπήρχε τηλεόραση ακόμα. Και υπήρχε εκείνο το ραδιόφωνο τότε το telefunken, ένα μεγάλο να φανταστείς, δεν ήταν κανένα τρανζίστορ. Ήταν αυτό με τις λυχνίες, το μεγάλο. Το έχω κρατήσει ως ενθύμιο και ως έπιπλο, μπιμπελό. Υπήρχε πια τηλεόραση. Παρακολουθούσαμε, παρακολουθούσαμε, έλεγε, έλεγε, έλεγε ο Παπαδόπουλος. Έλεγε, έλεγε, έλεγε, έλεγε, έλεγε, έλεγε στη Βουλή και κάποια στιγμή τελειώνει τον λόγο του, εύχεται «Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο να’ ναι το νέο έτος» και τα λοιπά. Καταχειροκροτούμενος κάτω από το ακροατήριό του. Εμείς είχαμε μείνει σέκος, άναυδοι, απογοητευμένοι, στεναχωρημένοι, η μαμά δε μιλιότανε, κατηφείς γιατί δεν ανακοίνωσε αυτό που όλοι περιμέναμε, που ψιθυριζότανε και περιμέναμε. Και τον βλέπαμε λοιπόν να κατεβαίνει το βήμα της Βουλής όπου πριν κατέβει το τελευταίο σκαλοπάτι από το βήμα, το γνωστό βήμα που είναι και σήμερα, τον προσέγγισε κάποιος -Μακαρέζος; Δε θυμάμαι κάποιοι ξέρουν, εγώ δε θυμάμαι ακριβώς ποιος ήταν- κάτι του ψιθύρισε στο αυτί και ο Παπαδόπουλος γύρισε πίσω στο βήμα και έκανε νεύμα στους χειροκροτητές να σωπάσουν γιατί έχει κάτι ακόμα να τους ανακοινώσει. Kαι είπε εκεί: «Υπάρχουν…», με αυτό το «Υπάρχουν και 60 λίγοι εκτοπισμένοι, εξόριστοι από την εποχή της επαναστάσεως και να γνωρίζουν ότι τα Χριστούγεννα φέτος θα τα κάνουν σπίτια τους. Χρόνια πολλά και εις άλλα με υγεία», ξέρω ‘γώ τι είπε. Θυμάμαι αυτό το χαρακτηριστικό ότι «τα Χριστούγεννα φέτος θα τα κάνουν σπίτι τους». Εκεί καταλαβαίνεις τι έγινε στο σπίτι. Τηλέφωνα, σπάσαν τα τηλέφωνα. Ήρθαν οι γείτονες πια γιατί είχαμε και γειτόνους οι οποίοι γνώριζαν. Ήταν και αυτοί έτσι κατά σύμπτωση ήταν αριστερόστροφοι. Γνωρίζαν την υπόθεση, ήρθαν αυτά… πανηγυρισμοί, αγκαλιές, φιλιά εκεί, χτύπαγαν τα τηλέφωνα. Είχαμε χαρεί πάρα πολύ. Την άλλη μέρα πήγαν η οικογένεια, εγώ δεν είχα πάει δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή ήμουνα μικρός δεν ξέρω γιατί, πήγανε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λαρίσης να υποδεχθούν εκεί… Είχε γίνει χαμός, πάρα πολύς κόσμος γιατί όλοι ερχόντουσαν με το τρένο, είχε γίνει μία γιορτή στον σταθμό Λαρίσης. Ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι κάναμε τραπέζι αμέσως. Ήρθε η θεία, ο θείος. Αυτοί που μας είχαν τέλος πάντων υπό την… Γιατί η δίδυμη αδερφή της μαμάς και ο θείος, ο άντρας της, ήταν σαν δεύτεροι γονείς μας, μας είχαν… Εντάξει η γιαγιά υπήρχε που μας είχε την καθημερινή φροντίδα αλλά για τα περαιτέρω πάντα υπήρχε ο θείος και η θεία οι οποίοι ήτανε… μένανε και πάρα πολύ κοντά, εκεί κοντά στο λόφο της Σικελίας δηλαδή δίπλα στο Κουκάκι. Εμείς μέναμε κοντά στα όρια Καλλιθέας, περνάγαμε τον Ιλισό και η Χαμοστέρνας δεν υπήρχε τότε, υπήρχε ο Ιλισός, υπήρχε ποτάμι. Είχε και μία γέφυρα, περνάγαμε τη γέφυρα και βρισκόμασταν στο σπίτι της θείας με τα πόδια. Δε χρειαζόταν ούτε καν τρόλεϊ ή λεωφορείο. Εντάξει ξαναγίναμε πια μία φυσιολογική οικογένεια που δεν χρειαζόταν να κρύβουμε κάτι. Εντάξει ήταν ακόμη Δικτατορία. Η Δικτατορία έπεσε 2-3 χρόνια μετά με τον άσχημο τρόπο με τον οποίο έγινε αυτό, το Κυπριακό εννοώ. Αλλά τουλάχιστον ήμασταν μία κανονική οικογένεια και ο μπαμπάς και αυτός προσπαθούσε να βοηθήσει. Εντάξει δεν μπορούσε να δουλέψει. Πήγαινε… Ο αδερφός του που ήταν δικηγόρος του είχε δώσει ένα γραφειάκι δίπλα στο δικό του γραφείο μήπως κάνει κάποιες υποθέσεις δικηγορικές ο ίδιος γιατί είχε την άδεια του δικηγόρου, μπορούσε δηλαδή να δουλέψει. Αλλά τώρα ήταν ήδη πολύ μεγάλος. Ήταν ήδη 60 χρόνων. Γεννήθηκε το ‘12. Το ‘71 Χριστούγεννα, ‘72 που απολύθηκε ήταν ήδη 60 χρόνων, σιγά δεν είχε κάνει και καμιά δικηγορία στη ζωή του. Τα πρώτα του χρόνια ήταν στην Κατοχή δηλαδή και πριν την Κατοχή και στη διάρκεια της Κατοχής εργαζόταν ως εισπράκτορας στους ηλεκτρικούς σιδηροδρόμους, ειδικά σ[01:00:00]ε μία γραμμή που υπήρχε τότε τα τραμ του Περάματος. Υπήρχε τραμ μέχρι το Πέραμα. Σε αυτή τη γραμμή ήταν ο μπαμπάς - πώς να πω- εισπράκτορας. Εκεί νομίζω ότι εντάχθηκε στο Kομμουνιστικό Kόμμα και εκεί έγινε πολύ γρήγορα επειδή ήταν καλλιεργημένος, δραστήριος… κυρίως ήταν καλλιεργημένος, νομίζω αυτό έπαιξε ρόλο, ότι αμέσως έγινε πολύ γρήγορα… το κόμμα τον έκανε… τον ανέβασε στη θέση του προέδρου του σωματείου των εργαζομένων των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων. Όπου εκεί άφησε ιστορία, ειδικά στην Κατοχή με τους αγώνες και τις απεργίες που κάνανε οι εργαζόμενοι για τα συσσίτια και όλα αυτά. Άφησε εποχή στους ηλεκτρικούς σιδηροδρόμους. Τον έχουν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση… τον είχαν, γιατί δεν ζει πια. Αλλά επειδή έζησε πάρα πολλά χρόνια, πέθανε 108 ετών, μέχρι τα γεράματα του τα βαθιά το σωματείο των συνταξιούχων των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων τον είχε σε πολύ μεγάλη αγάπη και εκτίμηση. Τον πήγαιναν σε όλες τις εκδηλώσεις να κάνει τον χαιρετισμό ως ιστορικός πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων γιατί ήταν ο πρόεδρος την εποχή της Κατοχής που γίναν οι απεργίες, έγιναν οι αγώνες. Και μία αίθουσα στο μουσείο των σιδηροδρόμων την έχουνε αφιερώσει σε εκείνον, δηλαδή είναι αίθουσα Ιωάννη Παπαδημητρίου. Στο μουσείο το οποίο υπάρχει στον τερματικό σταθμό του Πειραιά, το Η.Σ.Α.Π. του Πειραιά. Έχουν φτιάξει ένα μουσείο, πάρα πολύ όμορφο μουσείο, αξίζει να το επισκεφτεί κανείς. Ο μπαμπάς βέβαια ακόμα θεωρητικά, τυπικά ή τυπικά ήταν ακόμα μέλος της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Ε. Δεν είχε γίνει το επόμενο συνέδριο. Είχε γίνει η διάσπαση αλλά το συνέδριο το επόμενο έγινε το 1973. Οπότε τυπικά ήταν μέλος της κεντρικής επιτροπής αλλά πλέον το κομμουνιστικό κόμμα είχε διασπαστεί, ο ίδιος δεν είχε πάρει ξεκάθαρη θέση ότι είναι με το εσωτερικό η με το Κ.Κ. το οποίο κακώς αλλά το λέγανε ως εξωτερικού. Δεν είχε πάρει θέση ούτε υπέρ του ενός ούτε υπέρ του αλλουνού. Και στην πορεία, στη Μεταπολίτευση μαζί με πάρα πολλά στελέχη της Αριστεράς προσπάθησαν να ανασυγκροτήσουν την Ε.Δ.Α. μαζί με τον Ηλία Ηλιού, τον Μανώλη Γλέζο, τον Μίκη Θεοδωράκη. Όλοι αυτοί στη Μεταπολίτευση δεν ήταν ούτε με το εσωτερικό ούτε με το Κ.Κ. του Φλωράκη. Ήταν ανεξάρτητοι αριστεροί οι οποίοι προσπάθησαν να ανασυγκροτήσουν την Ε.Δ.Α. Δεν νομίζω ότι τα κατάφεραν. Δεν νομίζω ότι τα κατάφεραν αλλά είχαν συσπειρώσει πάρα πολλά επώνυμα και διακεκριμένα στελέχη, δηλαδή Ηλίου, Γλέζο, Θεοδωράκη, ήταν κεφάλαια της Αριστεράς. Και έτσι πορεύτηκε και στη συνέχεια. Βεβαίως στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ή μάλλον μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου Όταν έγινε το δεύτερο πραξικόπημα και ήρθε η Χούντα του Ιωαννίδη και καθαιρέθηκε ο Παπαδόπουλος, συνελήφθη. Ήρθαν στο σπίτι ένα βράδυ. Θυμάμαι ότι εγώ ήμουν στο μπάνιο, ατυχία τώρα. Ή τύχη; Aτυχία; Τώρα δεν ξέρω. Την ώρα που χτύπησε το κουδούνι και ήρθε η ασφάλεια να τον πάρει από το Κουκάκι πια εγώ ήμουνα στο μπάνιο, έκανα μπάνιο και δεν μπόρεσε καν να με χαιρετήσει. Λίγο: «Δημήτρη μου θα τα πούμε» κάπως έτσι. Φυσικά είχαμε στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Η αδερφή μου ήταν πια μεγάλη, ήταν στο γυμνάσιο, ήταν νομίζω… και εγώ γυμνάσιο ήμουν, δευτέρα γυμνασίου ήμουνα, εκείνη ήταν πέμπτη γυμνασίου. Εντάξει είχε στεναχωρεθεί, είχε πει: «Μα αυτό είναι άδικο». Γιατί θεωρούσαμε ότι δεν είχε ιδιαίτερη εμπλοκή. Βεβαίως δεν είμαι και σίγουρος γιατί ήταν και πολύ συνωμοτικός. Τις επαφές του τις είχε. Είναι βέβαιο ότι τις είχε αλλά δεν… και στο Πολυτεχνείο ήταν υπόθεση της νεολαίας περισσότερο, δεν είχε πάει. Είχε πάει την άλλη μέρα το Σάββατο, που ήταν πάρα πολύ επικίνδυνα και γινόταν ακόμα σκοτωμοί. Είχε κατέβει στο κέντρο για να δει τι γίνεται και να συμμετάσχει αλλά βεβαίως επειδή το γραφείο τους ήταν στη Σταδίου, το δικηγορικό, πήγαινε καθημερινά. Δηλαδή δεν ήτανε στο σπίτι στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Δεν ξέρουμε ακριβώς ποια ήταν η συμμετοχή του. Και πιάστηκε, πήγε στο Μπογιάτι στις φυλακές, γύρισε μετά από καμιά βδομάδα, 10 μέρες. Δεν ξέραμε τίποτα, τίποτα απολύτως, ούτε που είναι. Η μάνα μου αγωνιούσε. Αγωνιούσαμε όλοι. Ώσπου ξαφνικά έγινε το τηλεφώνημα: «Λίτσα -η μητέρα μου- είμαι έξω. Είμαι έξω και έρχομαι». Εντάξει καταλαβαίνεις χαρά, ανακούφιση. Ανακούφιση. Εντάξει μετά από όλα αυτά πια θυμάμαι τη Μεταπολίτευση. Ήταν καλοκαίρι, μας βρήκε στη Σαρωνίδα. Ήμασταν χαρούμενοι ενθουσιασμένοι. Yπήρχε βέβαια το βαρίδι του Kυπριακού, δηλαδή δεν μπορεί να πει κανένας ότι… και ούτε δικαιολογούνται τα πανηγύρια όταν αυτά γίνονται ύστερα από μία εθνική καταστροφή. Και για αυτό και στο σπίτι υπήρχε μία περίσκεψη απ’ το να βγούμε στους δρόμους να φωνάζουμε, να κάνουμε πανηγύρια. Εντάξει ο κόσμος ξέσπασε ήτανε αναμενόμενο αυτό, αλλά υπήρχε έτσι… Όσο καταλάβαινα το κλίμα, ήμουνα δευτέρα προς τρίτη γυμνασίου, όσο καταλάβαινα πια το κλίμα… Είχε προηγηθεί ο πόλεμος, το Κυπριακό, το πραξικόπημα κάτω. Εντάξει δεν ήταν ευχάριστα πράγματα αυτά για να πανηγυρίζεις με τη δαπάνη, ας πούμε, του Κυπριακού. Σίγουρα βέβαια ήταν μία ανακούφιση για όλους. Ο μπαμπάς δεν ευτύχησε στις πρώτες εκλογές να θέσει υποψηφιότητα, το 1974, γιατί ήταν άρρωστος, νοσηλεύτηκε εκείνη την περίοδο. Του 'τυχε αυτή η αναποδιά. Και επειδή δεν ήταν σε καλή κατάσταση, χειρουργήθηκε, δεν είχε το περιθώριο ούτε συναντήσεις να κάνει, ούτε να κατέβει γιατί και η Ε.Δ.Α. κατέβηκε και το Κ.Κ. και το Κ.Κ. Εσωτερικού, όλοι μαζί στην Ενωμένη Αριστερά. Δηλαδή υπήρχε δυνατότητα να κατέβει και να διεκδικήσει τη βουλευτική του θέση βεβαίως χωρίς την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος πλέον, διότι δεν ήτο με την πλευρά Φλωράκη, ούτε καν με την πλευρά Δρακοπούλου, Δρακόπουλου Κ.Κ.Εσωτερικού. Ήταν με την Ε.Δ.Α. Η Ε.Δ.Α είχε τότε εκλέξει μόνο τον Ηλία Ηλιού ως βουλευτή, το Εσωτερικό δύο και το Κ.Κ.Ε. του Φλωράκη πέντε. Αυτή ήταν η κατανομή των εδρών, των 8 εδρών, που είχε πάρει σε εκείνες τις εκλογές η Ενωμένη Αριστερά. Δεν ήταν επομένως μία καλή επίδοση εκλογική. Ο μπαμπάς όχι δεν μπόρεσε να κατέβει. Κατέβηκε όμως το ‘77 σε επόμενες εκλογές που υπήρχε ένα άλλο αριστερό σχήμα η Συμμαχία Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων. Κατέβηκε στη Β’ Πειραιά. Πήγα πάρα πολύ μαζί του, πήγα σε όλες τις περιοδείες να μοιράζω φυλλάδια, να τον βοηθήσω. Το έκανα γιατί τον εκτιμούσα, τον αγαπούσα και μου άρεσε αυτό που έκανε. Το θεωρούσα ότι είναι πολύ τιμητικό. Το λέω αυτό διότι παράλληλα, ας πούμε, η αδερφή μου ως μέλος τότε της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδος του Φλωράκη δεν ήθελε καν να το ακούσει, ας πούμε, ότι ο μπαμπάς κατέβηκε σε αριστερό ψηφοδέλτιο αντίθετα με το Κ.Κ. και δεν… Ήμασταν βέβαια μικρά παιδιά εντάξει. Δεν ήταν τώρα ούτε 20 ετών δεν ήταν η αδελφή μου καν τότε. Αλλά ήταν πολύ φανατική με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Θέλω να πω ότι πήγα σε όλες τις περιοδείες, πήγα στις συγκεντρώσεις, στις ομιλίες. Τον βοήθησα με τις εκτυπώσεις των φέιγ βολάν και αυτά που ήταν της μόδας τότε. Ναι είχε φτιάξει ένα πολύ ωραίο δίπτυχο, πάρα πολύ ωραίο. Μικρό, περιεκτικό και χωρίς πολλά λόγια. Αλλά εντάξει το σχήμα δεν πήγε καλά. Η Συμμαχ[01:10:00]ία δεν πήγε καλά, στη Β’ Πειραιά δεν έβγαλε κανέναν βουλευτή οπότε δεν… Έβγαλε μόνο δύο βουλευτές, έναν στην Α’ Αθήνα και έναν στη Β’ και αν δεν κάνω λάθος ήτανε…ο ένας ήταν ο Ηλίας Ηλιού και ο άλλος ήταν ο Λεωνίδας ο Κύρκος. Αυτό ήταν όλο. Δεν πήγε καλά το ψηφοδέλτιο, δεν εκλέχθηκε ο μπαμπάς, δεν ξαναδοκίμασε ποτέ. Ήταν και ήδη μεγάλος, είχε και προβλήματα υγείας, παρόλο που έζησε 108 χρόνια είχε τα προβληματάκια του. Μικρά και μεγάλα. Δηλαδή χειρουργήθηκε αρκετές φορές από τότε. Ήταν και αυτό μία μεγάλη αγωνία της οικογένειας αλλά άσχετη με την πολιτική. Και σιγά-σιγά νομίζω ότι αποτραβήχτηκε. Αποτραβήχτηκε. Νομίζω ότι ο μπαμπάς ήταν προβληματισμένος από πολύ νωρίς. Από πολύ νωρίς. Ακόμα και από την περίοδο του Εμφυλίου. Ασχέτως αν η ροή της ιστορίας, η ροή των γεγονότων τον παρέσυρε, το status του, η προσωπικότητά του, ο χαρακτήρας του, τα πιστεύω του… Ήταν βέβαια πάντα πιστεύω επικριτικός για πολλά αρνητικά που έβλεπε μέσα στο αριστερό κίνημα. Υπήρχε η παραδοσιακή αντίθεση των στελεχών που δρούσαν στην Ελλάδα, βλέπαν την κατάσταση, αντιλαμβανόντουσαν τι γίνεται, ζούσαν τα προβλήματα και των στελεχών του Κ.Κ.Ε. - μιλάμε τώρα για πριν τη διάσπαση του ‘68- που ζούσαν στις ανατολικές χώρες ως πολιτικοί πρόσφυγες. Εκείνοι είχανε διαφορετική οπτική των πραγμάτων, δεν ζούσαν την Ελλάδα, δεν ξέραν, είχαν μείνει στο ‘49 που αναγκάστηκαν να περάσουν τα σύνορα με τα όπλα στα χέρια. Και νομίζω ότι υπήρχε… Αυτό καθόρισε και τις εξελίξεις αργότερα, αυτό το εσωτερικού-εξωτερικού είχε να κάνει με αυτό το πράγμα. Πιστεύω ότι ήταν από τότε προβληματισμένος, προβληματισμένος. Εντάξει έφυγε ήρεμα μετά από πολλά χρόνια. Αποτραβήχτηκε από την πολιτική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του βέβαια -αυτό είναι ίδιον των ανθρώπων δεν είναι κάτι αυτά- τα τελευταία χρόνια της ζωής του ψήφιζε και πάλι Κ.Κ.Ε. και το υποστήριζε. Χωρίς βέβαια να βγαίνει δημόσια να λέει κάτι. Δεν τον ενδιέφεραν αυτά τα πράγματα. Κάποια στιγμή τότε με τα μνημόνια, στις αρχές των μνημονίων τον είχε καλέσει ο Μανώλης ο Γλέζος γιατί ήταν στην Ε.Δ.Α. μαζί πολλά χρόνια να βγάλουν και αυτοί μία έτσι διακήρυξη να πουν κάποια πράγματα, του είπε: «Άστο ρε Μανώλη, δεν… Να αφήσουμε τους νέους ανθρώπους να…Εμείς ότι ήταν να κάνουμε το κάναμε την εποχή που έπρεπε. Τώρα δεν έχει κανένα νόημα. Να βγουν μπροστά οι καινούργιοι» και δε θέλησε να… Βεβαίως ο Γλέζος και ο Θεοδωράκης όπως θυμάσαι βγήκαν, φώναξαν, μίλησαν, καλώς έκαναν ίσως. Εντάξει ο μπαμπάς ήταν και λίγο μεγαλύτερος από αυτούς ηλικιακά, δεν ήταν και… και είχε αποτραβηχτεί από πολλά χρόνια. Οπότε αισθανόταν και λίγο διάττων αστήρ, ας πούμε «Τι είναι αυτός;». Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά τα είπαμε για να πούμε ότι υπάρχουν και παράλληλες ζωές των άλλων. Εντάξει δεν ήταν μόνο οι αγωνιστές, ήταν και οι άνθρωποι του περιβάλλοντος τους, οι οποίοι είχαν και εκείνοι… βίωσαν με τον δικό τους τρόπο τα πράγματα εκείνα, τις καταστάσεις εκείνες, τις ταλαιπωρίες που διαμόρφωσαν και τον χαρακτήρα μας. Δεν μπορώ να πω ότι οι πολιτικές μου προσεγγίσεις σήμερα είναι άσχετες από όλα αυτά τα οποία βίωσα σαν παιδί, ας πούμε, δεν… Παρόλο που δεν έχω κανένα μίσος μέσα μου για κανέναν απολύτως. Νομίζω ότι πρέπει να τα ξεπεράσουμε όλα αυτά, να τα ξεπεράσουμε και να δούμε πώς μπορεί ο τόπος να προκόψει και ο κόσμος να ανακουφιστεί. Tα παλιά πρέπει να τα κοιτάνε πια οι ιστορικοί, όχι εμείς με το θυμικό. Όσοι έχουμε τέλος πάντων βιώματα. Είναι πια για τους ιστορικούς και όχι για τους ανθρώπους… Με λύπη βλέπω ότι υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα σκέφτονται με τα απωθημένα του ‘49. Μου είναι ακατανόητο και είναι άνθρωποι σοβαροί και καλλιεργημένοι, όχι οτιδήποτε. Αλλά εγώ δεν… Παρόλο που σαν παιδί ταλαιπωρήθηκα. Να σου πω και το ευτράπελο για να κλείσουμε ε; Εκτός αν έχεις να με ρωτήσεις πράγματα. Να σου πω και το ευτράπελο, ότι στη Σαρωνίδα, σε ηλικία 15 ετών, η πρώτη μου φιλενάδα, το πρώτο μου φλερτ -αν θέλεις- ήταν ένα κοριτσάκι αξιωματικού του στρατού της Χούντας. Δε θέλω να πω όνομα και αυτά γιατί ήτανε… πάντως ήτανε αρχίατρος στο 401. Λοιπόν και είχε ακουστεί και το όνομα του εκείνη την εποχή στη Μεταπολίτευση. Η πρώτη μου φιλενάδα ήταν αυτή. Είχε μεγάλη πλάκα. Τράβαγαν τα μαλλιά τους και οι δύο οικογένειες όπως καταλαβαίνεις και οι μεν και οι δε. Ήταν πολύ αστείο. Είμαστε πάρα πολύ φίλοι με την κοπέλα, με την κυρία αυτή. Δεν είναι κοπέλα σήμερα. Εντάξει έχει και αυτή την οικογένειά της και εγώ τη δική μου. Αλλά ήτανε πάρα πολύ… Ήταν πάρα πολύ αστείο. Οι οικογένειες τράβαγαν τα μαλλιά τους. Αυτά. Τι άλλο;
Να σας ρωτήσω κάτι. Όταν… Τη μέρα, τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου είπατε ότι ο πατέρας σας σας αποχαιρέτησε. Πού πήγε;
Α, ωραία. Πήγε σε… έπρεπε να κρυφτεί, έπρεπε να κρυφτεί και να δει τι θα κάνει. Υπήρξαν κάποιοι συγγενείς, Ίσως και εξ αγχιστείας, υπεράνω κάθε υποψίας για το καθεστώς, οι οποίοι τον κρύψανε. Και κρύφτηκε σε διάφορα σπίτια τέτοιων ανθρώπων για κάποιο διάστημα. Κάποια στιγμή γύρω στον Αύγουστο του ‘67 ή τέλος Ιουλίου εντοπίστηκε. Θεωρώ ότι ήταν καρφωτή. Κάτι μου είχε πει, κάτι στράβωσε με κάποιον άνθρωπο, με κάποιον σύνδεσμο γιατί προσπαθούσαν παράλληλα με το κρύψιμο να δουν και τι μέσα έχουν να οργανώσουν κάποια αντίσταση, ποιοι άνθρωποι κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι, τι μπορούν να κάνουν. Πολλοί βέβαια σκεφτόντουσαν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Δε νομίζω ότι ο μπαμπάς σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Ή και δεν ήταν και εύκολο. Κάποιος πρέπει να σε φυγαδεύσει, δεν είναι απλό πράγμα. Κρύφτηκε λοιπόν σε κάποια σπίτια κάποιων συγγενών εξ αγχιστείας. Κάποιους τους γνωρίζουμε, κάποιους άλλους δεν τους γνωρίζουμε. Δε μίλαγε πάρα πολύ για αυτά τα πράγματα. Εντοπίστηκε όμως, συνελήφθη στην Κυψέλη και ήταν χαρακτηριστικό ότι όταν πιάστηκε φώναζε το όνομά του, «Παπαδημητρίου βουλευτής», για να ακούσουν κάποιοι γύρω και τουλάχιστον να μην εξαφανίσουν τα ίχνη του, να υπάρχει κάποιο αποτύπωμα κάπου. Εντάξει όπως υπάρχουν σήμερα τα ηλεκτρονικά αποτυπώματα τότε υπήρχε… υπήρχαν τέτοιου είδους, με τις φωνές. Και πήγε στη Γυάρο όπου συνάντησε και τη μητέρα μου εκεί. Είχαν μια έτσι ρομαντική, θα ‘λεγα, συνύπαρξη οι δυο τους γιατί τους επιτρέπανε να συνβρίσκονται. Συνβρίσκονται; Συγγνώμη. Να βλέπουν ο ένας τον άλλον και να μιλούν για κάποια λεπτά της μέρας, κάτι τέτοιο, ίσως και στα πεταχτά. Αλλά αυτό τελείωσε γρήγορα γιατί γύρω στο Σεπτέμβριο- Οκτώβριο, Σεπτέμβριο-Οκτώβριο ο μπαμπάς πήγε στο Παρθένι της Λέρου, μετατέθηκε. Οπότε έμεινε η μαμά μόνη της, στεναχωρημένη και με δάκρυα στα μάτια. Ένα πράγμα που θυμήθηκα τώρα που είπαμε είναι ότι με τους εξόριστους υπήρχαν και πολλές ανταλλαγές δώρων. Και εμείς προσπαθούσαμε να τους στε[01:20:00]ίλουμε πράγματα, που όταν μάθαμε που είναι και άρχισε μία στοιχειώδης αλληλογραφία με αυτά τα επιστολικά δελτάρια αρχίσαμε και να στέλνουμε και κάποια πράγματα πρώτης ανάγκης, πιτζάμες, κάποια ρούχα, πράγματα για να ασχοληθούν. Δηλαδή θέλανε… η μητέρα μου χαρακτηριστικά ήθελε κλωστές για να πλέκει, μάλλινες ή για να κεντάνε άλλες. Ο μπαμπάς περισσότερο, πιο πολύ ρούχα, κάλτσες, τέτοια πράγματα θέλανε γιατί κρυώνανε. Είχε αρχίσει να ξεκινάει ο χειμώνας και βλέπανε μπροστά τους δυσκολίες. Οπότε στέλναμε πακέτα. Στέλναμε πακέτα. Βεβαίως με τα πενιχρά μέσα που είχαν στέλνανε και εκείνοι κάποια δωράκια. Χαρακτηριστικά θυμάμαι το φθινόπωρο του ‘67, της πρώτης χρονιάς δηλαδή, είχε φτάσει ένα δέμα εκεί γύρω στη γιορτή μου, 26 Οκτωβρίου, είχε φτάσει ένα δέμα από τη μητέρα μου σε μας που είχε κάποια μικροπράγματα, δωράκια. Για μένα είχε στείλει μία… ήταν συνεξόριστη της η Βάσω Κατράκη, ζωγράφος, και είχε φτιάξει και για μένα ένα… είχε ζωγραφίσει και για μένα ένα βότσαλο από αυτά τα οποία υπάρχουν πολλά στο μουσείο στο Αιτωλικό της Βάσως Κατράκη. Οπότε ένα τέτοιο βότσαλο έχω και εγώ στα χέρια μου. Ήτανε δώρο, το ‘δωσε στη μαμά μου δώρο «Για τον Δημητράκη σου». Και λέει: «Δημητράκη χρόνια πολλά. Η μανούλα» και υπογραφή «Βάσω» σε κάποια γωνίτσα της πέτρας. Ήταν αυτή η πετρούλα που μου είχε στείλει μαζί με μία πλεκτή τραγιάσκα. Είχα τόσο πολύ συγκινηθεί που τα πήρα στα χέρια μου, τα έσφιξα και εξαφανίστηκα από το μέρος που ήταν όλοι οι υπόλοιποι και είχαν ανοίξει το δέμα. Πήγα σε μία πίσω βεράντα του σπιτιού και έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Δεν το άντεχα αυτό το πράγμα. Έχω κλάψει… Το θυμάμαι αυτό το παράπονο, αυτό το κλάμα. Κλάμα με αναφιλητά μέχρι κάπως να μου περάσει και να γυρίσω πίσω στην παρέα, στους υπόλοιπους. Θυμάμαι ότι μάλλον κατάλαβαν τι γίνεται και με άφησαν να ξεσπάσω. Δεν ήρθε κανείς και καλά κάνανε. Γιατί έτσι ξέσπασα και μου πέρασε. Ήταν πολύ… πάρα πολύ συγκινητικό αυτό. Να σου στέλνει τώρα μία πετρούλα ζωγραφισμένη - τι άλλο μπορούσε- και μία πλεκτή τραγιάσκα είχε φτιάξει. Tα έχω ακόμα. Tα έχω ακόμα και τα έχω φωτογραφίσει κιόλας σαν ενθύμια.
Tο πρώτο πράγμα που κάνατε όταν την είδατε στην επιστροφή της το θυμάστε;
Αγκαλιά και δεν το πίστευα. Είπα: «Είναι αλήθεια; Είσαι η μητέρα μου;». Αυτό το πράγμα. «Είναι αλήθεια; Είσαι η μητέρα μου;», « Ναι παιδάκι μου», μου λέει. Οι άλλοι γελάγανε, ο κόσμος. Θυμάμαι αυτό το πράγμα. Και την κοιτούσα και… είχαμε κάτσει όλοι μαζί γύρω-γύρω ήταν και κάποιοι συγγενείς, τα αδέρφια της που είχαν πάει στο λιμάνι να την υποδεχτούν και είχαμε κάτσει όλοι γύρω-γύρω και την κοιτούσα και δεν μπορούσα να τη χορτάσω, δεν μπορούσα να τη χορτάσω. «Είναι αλήθεια; Είναι αλήθεια;» Αυτό το πράγμα θυμάμαι.
Και το αντίστοιχο με τον πατέρα;
Με τον πατέρα ήταν αλλιώς γιατί είχαμε συστηματική αλληλογραφία πια. Είχαν περάσει τα χρόνια. Με τη μαμά είχαμε ελάχιστη αλληλογραφία. Είχαν περάσει τα χρόνια, τον είχαμε δει στα επισκεπτήρια και στη Λέρο και στον Ωρωπό και στη Σαμοθράκη. Είχαμε περάσει καλά στα επισκεπτήρια αυτά, ειδικά της Σαμοθράκης όπως σου είπα. Και βέβαια εντάξει όταν επέστρεψε ήτανε γιορτή. Ήτανε μία γιορτή. Τους στενούς συγγενείς στο σπίτι τραπέζωμα. Κανονικό τραπέζωμα δηλαδή σαν γιορτή. Αυτό το πράγμα.
Σε αυτά τα επισκεπτήρια θυμάσαι τον πατέρα σας να σας λέει κάτι ας πούμε;
Λοιπόν δεν ήταν εύκολο αυτό και να ομολογήσω την αμαρτία μου σε πολλά από αυτά τα επισκεπτήρια, της Λέρου ειδικά και του Ωρωπού, εγώ σαν μικρό παιδί βαριόμουνα. Γιατί πηγαίναμε η μητέρα μου, εγώ, η αδερφή μου. Τον περισσότερο χρόνο του επισκεπτηρίου τον αφιέρωνε στη μητέρα μου. Να συζητήσει τα νέα, τα γεγονότα, πώς είναι η ζωή, πώς τα βγάζει πέρα, ποιους είδε, είδε γνωστούς, τι νέα από τον αδερφό του, τι νέα από την κουνιάδα του, τι νέα από τον ένα, τι νέα από τον άλλον. Τι να πει με μας. Χαϊδολογήματα και «παιδάκι μου» και αυτά. Δεν είχαμε και πολλά πράγματα να πούμε και η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα ζήσει και σαν πατέρα ξέρεις. Γιατί 6 χρονών είσαι πολύ μικρός για να είχες κάνει πράγματα μαζί του, χώρια που έλειπε πάρα πολύ από το σπίτι με τα ταξίδια και τη Βουλή. Άρα δεν τον είχαμε ζήσει. Τον ζούσαμε λιγάκι μόνο τα καλοκαίρια που παραθερίζαμε σε κάτι παράγκες στα Λεγραινά. Λοιπόν όταν ακούω ότι κάνει διακοπές και ο Τσίπρας στα Λεγραινά λέω: «Κοίταξε να δεις -λέω- θα έχει ακούσει τίποτα», γιατί οι αριστεροί εκείνα τα χρόνια παραθερίζαμε… θυμάμαι δηλαδή χαρακτηριστικά… οι αριστεροί… θυμάμαι χαρακτηριστικά του Βασίλη του Εφραιμίδη την οικογένεια. Μετέπειτα Ευρωβουλευτής του Κ.Κ.Ε. Αυτός έμεινε με την πλευρά του Κ.Κ.Ε., αλλά ήταν πάρα πολύ φίλοι με τον μπαμπά και συνεργάτες και πριν τη Δικτατορία πάρα πολύ. Θυμάμαι ότι οι διακοπές μας το καλοκαίρι ήταν στις παράγκες του κυρ-Μήτσου στα Λεγραινά. Είχε στήσει κάτι παράγκες, παράγκες υποτυπώδεις. Είχε μία ταβέρνα ψηλά στο λόφο στα Λεγραινά, κάτω από το δρόμο προς τη θάλασσα, στο βράχο και είχε στήσει κάτι παράγκες, υποτυπώδεις. Και εκεί περνάγαμε τα καλοκαίρια. Τότε τον ζούσα λίγο. Τον υπόλοιπο χρόνο ήταν… να φανταστείς με πήγανε νηπιαγωγείο από τριών χρόνων, που τότε δεν συνηθιζόταν αυτό, γιατί ήταν πολυάσχολοι. Έπρεπε να πάω… πήγα πάρα πολλά χρόνια νήπιο. Προ-προνήπιο που το λένε τώρα. Προνήπιο και νήπιο κανονικό. Δεν τον είχα ζήσει. Και πέρασα και όλη την παιδική ηλικία μέχρι την έκτη δημοτικού χωρίς να τον έχω ζήσει. Οι πρώτες πραγματικά έτσι μνήμες πατρικές ήταν τα ψαρέματα στη Σαμοθράκη. Και έτσι δεν… ήμασταν πολύ μικρά για να μπορούμε με τον μπαμπά να συζητήσουμε. Και έτσι τα επισκεπτήρια, ειδικά στις φυλακές και στα στρατόπεδα, ήταν βαρετά για εμάς. Θέλαμε να τον δούμε αλλά βαριόμασταν.
Πώς βλέπατε το στρατόπεδο; Πώς σας φαινόταν;
Άκου να δεις, οι φυλακές στον Ωρωπό ήταν φυλακές. Εντάξει; Ήτανε επισκεπτήριο φυλακών. Βέβαια δεν ήτανε αυτό που είσαι μεταξύ… παρεμβάλλεται κάποιο γυαλί ή κάποιο σύρμα, συρματόπλεγμα. Όχι, ήμασταν σε αίθουσα κανονική. Σε μία αίθουσα. Υπήρχε αστυφύλακας ο οποίος επιτηρούσε μέσα στην αίθουσα. Ο οποίος κάποια στιγμή βαριόταν κιόλας να ακούει τα οικογενειακά του αλλουνού. Τους είχαν έτσι μην τυχόν και κάτι ξέρω ‘γώ ειπωθεί… άλλα βαριόντουσαν και εκείνοι οι άνθρωποι τώρα να ακούνε για μία ξαδέρφη, για την άλλη τι κάνει και τα λοιπά. Η φυλακή ήταν ένα δωμάτιο στο οποίο δεν είχε τίποτα. Τι να κάνει ένα παιδί τόσο μικρό; Στη Λέρο που ήταν στρατόπεδο, δε μας πηγαίναν στο στρατόπεδο, μας άφηναν σε ένα κτήμα και στρώναμε κάτω μουσαμάδες όλοι οι οικογένειες των εξόριστων που είχαν επισκεπτήριο, οπότε δεν είχαμε εικόνα του πώς είναι το στρατόπεδο, τι είναι εκεί και τα λοιπά. Γιατί το επισκεπτήριο γινότανε σε ένα σαν χωράφι, σε ένα χωράφι κάτω απ’ τα δέντρα. Στρώνανε εκεί τους μουσαμάδες, τις ψάθες τι είχανε φέρει μαζί τους οι κυρίες, οι σύζυγοι και καθόμασταν γύρω-γύρω, τρώγαμε, σαν πικ-νικ ήταν δηλαδή. Ένα τέτοιο πράγμα θυμάμαι ότι ήτανε. Εντάξει αυτό δεν ήταν και τόσο βαρετό γιατί μπορούσες να σηκωθείς να τρέξεις μέχρι εκεί πέρα, μικρό παιδί, να ξαναγυρίσεις πίσω. Ή να μιλήσεις και με το άλλο παιδάκι του άλλου συνεξόριστου, ας πούμε, εκεί πέρα. Αυτό το οποίο ήτανε πάρα πολύ όμορφο ήταν η Σαμοθράκη που ήταν δηλαδή συγκλονιστική αυτή η εμπειρία ήταν η Σαμοθράκη. Γιατί ζούσαμε πια όλοι μαζί σε ένα σπίτι σαν οικογένεια. Και ήτανε κάτι. Ήτανε κάτι διαφορετικό. Αυτά.
Και το ταξίδι για τη Λέρο σε αυτό το μεγάλο πλοίο που μου είπατε ήταν πολλές ώρες;
Ήταν πάρα πολλές ώρες έπρεπε να κοιμηθούμε μέσα, να ξυπνήσουμε στα χαράματα, ή μάλλον μες στη μαύρη νύχτα. Εγώ θυμάμαι δηλαδή ότι κατεβαίναμε από μία σκάλα στενή του πλοίου στην πλευρά του πλοίου για να μπούμε μέσα στη βάρκα, στη λάντζα για να μας πάει στο αυτό. Και ήτανε φύσαγε κιόλας ήτανε ν[01:30:00]ύχτα, Ήταν και λίγο επικίνδυνα. Και να ‘χω και την μπάλα στο χέρι. Είχα και την μπάλα στο χέρι. Ήταν ταλαιπωρίες αλλά όταν σου δίναν την ευκαιρία να κάνεις ένα επισκεπτήριο και να έχεις αυτήν την προσμονή ήταν και χαρά ταυτόχρονα, κακά τα ψέματα. Το προσμέναμε όπως προσμένουμε τις καλοκαιρινές διακοπές οι άνθρωποι. Προσμέναμε αυτό, να πάμε το επισκεπτήριο στον μπαμπά. Ήταν κάτι όμορφο. Παρόλο που ήτανε φυλακή και στρατόπεδα και αυτά, για μας ήτανε εξαιρετική περίσταση. Δεν ήτανε κάτι για να θυμώνουμε, ήτανε κάτι για να… θυμώναμε όλο τον υπόλοιπο χρόνο που έλειπε, δε θα θυμώναμε και την περίοδο που πηγαίναμε να τον δούμε και ανοίγανε τις πύλες.
Και κάτι τελευταίο. Εκτός από τους συγγενείς που σας φρόντιζαν υπήρχαν κάποια άλλα άτομα, σύντροφοι, κάτι, που σας πρόσεχαν κάποια στιγμή; Κοπέλες;
Κοίταξε όχι… όσο ο μπαμπάς ήταν βουλευτής και ήταν πολυάσχολος και η μαμά έτρεχε επίσης μαζί του και σε διάφορες οργανώσεις και λοιπά, είχαμε και μία κοπελιά εκεί από τους Λαμπράκηδες, κορίτσι από χωριό που είχε κατέβει στην Αθήνα για να κάνει την τύχη της, όπως ερχόντουσαν τότε τα κορίτσια του χωριού. Αυτή είχε ερθει από τους Σοφάδες. Μία καλή κοπέλα, πολύ μικρή και εκείνη. Ερχόταν στο σπίτι βοηθούσε λίγο τη μαμά, μας κράταγε τις ώρες… γιατί ήμασταν πάρα πολύ μικρά για να μείνουμε μόνες μας. Η γιαγιά ήταν πολύ μακριά στο Κουκάκι. Εμείς μέναμε στον Κορυδαλλό. Δεν υπήρχε γιαγιά. Μακάρι να υπήρχε αλλά δεν υπήρχε για κάτι τέτοιο. Και είχανε έτσι ένα κοριτσόπουλο που γράφτηκε στους Λαμπράκηδες στην πορεία. Δεν ξέρω αν ήτανε ήδη. Αλλά είχε και αυτή τις περιπέτειες της βεβαίως. Την κυνήγησαν άσχημα μετά το πραξικόπημα. Ταλαιπωρήθηκε και αυτό το κορίτσι. Εντάξει είναι καλά τώρα. Αυτά.
Τελειώσαμε.
Τι άλλο;
Ωραία ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Και εγώ ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσες να ξαναθυμηθώ κάποια πράγματα και να τα βάλω σε μία σειρά. Ελπίζω να σας φανούν χρήσιμα και σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε και την ευκαιρία που μου έδωσες.
Με όλη αυτήν την κατάσταση πού ζούσατε, οι επιδόσεις σας στο σχολείο πώς ήτανε;
Κοίταξε σίγουρα μας είχε επηρεάσει αυτή η κατάσταση και εμένα και την αδελφή μου. Βέβαια η μητέρα απουσίασε όχι για μεγάλο διάστημα. Ήδη πριν τελειώσω τη δευτέρα δημοτικού είχε γυρίσει… βέβαια επειδή ήταν αναγκασμένη να δουλέψει και στην αρχή δούλευε σε δουλειές, που όπως σας είπα προηγουμένως του ποδαριού και τέτοια πράγματα, ήταν πολύ δύσκολο να έχουμε τη βοήθεια που θα θέλανε και οι ίδιοι οι γονείς μας να έχουμε. Η γιαγιά ήταν αγράμματη, είχε πάει μόνο τρεις τάξεις στο δημοτικό στο χωριό, δεν το είχε τελειώσει καν, δεν μπορούσε να βοηθήσει. Και η μαμά θυμάμαι ότι αναγκαζόταν τα μεσημέρια, γιατί υπήρχε τότε ακόμα η σιέστα, αυτό που λέμε σιέστα, αναγκαζόταν τα μεσημέρια παράλληλα με την ξεκούραση της να με διαβάζει και λίγο στα… κυρίως στην αριθμητική, γιατί εκεί καταρχήν είχα τις αδυναμίες μου. Θυμάμαι ότι λύναμε προβλήματα, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι να ξεκουραστεί προτού φύγει πάλι για δουλειά το απόγευμα και λύναμε προβλήματα και ασκήσεις. Εγώ δίπλα της και εκείνη στο κρεβάτι ξαπλωμένη όσο μπορούσε από την κούραση να βοηθήσει. Στα μέσα του δημοτικού δεν τα πήγα τόσο καλά. Κάποια τάξη νομίζω την Τετάρτη δημοτικού, την είχα… προβιβαστεί με 8 μάλιστα. Κάτι το οποίο σίγουρα ο μπαμπάς είχε στεναχωρηθεί όταν το έμαθε εκεί που ήταν μακριά. Αλλά ανέκαμψα αργότερα προς την πέμπτη δημοτικού, προς την έκτη σίγουρα. Στην έκτη προβιβάστηκα με 10. Και μάλιστα τους απασχολούσε πάρα πολύ τι θα γίνει με τις σπουδές μας αργότερα γιατί φοβόντουσαν ότι με τη Δικτατορία θα ήταν δύσκολο εμείς να μπούμε στο Πανεπιστήμιο να σπουδάσουμε. Θεωρούσαν δηλαδή ότι το σύστημα ήταν διαβλητό, ότι δε θα… Δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη, τέλος πάντων. Οπότε θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχαν συζητήσει ο μπαμπάς, δια αλληλογραφίας, με τη μητέρα μου. Ο μπαμπάς είχε προτείνει στην έκτη δημοτικού να με γράψει στην Ιταλική Σχολή, αυτή που είναι στα Πατήσια, στο ιδιωτικό. Με πάρα πολλές θυσίες, αλλά ήτανε ίσως μία λύση. Βέβαια εγώ αντιλαμβανόμουν ότι αυτό θα ήταν ένα οικονομικό βάρος για τους δικούς μου. Είχα μεγαλώσει πια, στεναχωριόμουν πάρα πολύ, προσποιούμουν ότι δε θέλω να πάω στην Ιταλική, δε θέλω να πάω σε ιδιωτικό, δε θέλω να πάω μακριά από το Κουκάκι, να πάω στα Πατήσια. Διάφορες προφάσεις. Μέσα μου ήθελα στην πραγματικότητα γιατί καταλάβαινα ότι είναι κάτι καλύτερο, κάτι διαφορετικό, αλλά έβρισκα διάφορες προφάσεις να τους λέω ότι δε θέλω να πάω εκεί, δεν, δεν , δεν , δεν, ότι δε μ’ αρέσει. Είχαν πληρώσει και τα τέλη εγγραφής, 500 δραχμές ήταν τότε αυτό. Δεν ήταν και λίγα λεφτά. Το είχαν πληρώσει. Βέβαια στο μεσοδιάστημα όταν ήμουν στην έκτη δημοτικού ο μπαμπάς γύρισε όπως σας είπα από την εξορία και τα πράγματα πήραν έναν καλύτερο δρόμο μες στην οικογένεια. Με βοήθησε και εκείνος γιατί ήτανε άνθρωπος μορφωμένος. Και αποφάσισαν ότι εναλλακτικά της Ιταλικής θα μπορούσα να δώσω εξετάσεις σε ένα καινούργιο πρότυπο σχολείο που είχε δημιουργηθεί εκείνη την εποχή, την Ευαγγελική Σχολή στη Νέα Σμύρνη. Ήταν κοντά και στο Κουκάκι, 20 λεπτά με το λεωφορείο, δε θα ‘ταν πρόβλημα. Αλλά βέβαια η Ευαγγελική Σχολή και όπως όλα τα πρότυπα σχολεία είχε εξετάσεις να περάσεις οπότε θα 'πρεπε να βοηθηθώ γι’ αυτές τις εξετάσεις. Δεν ήταν άλλη από την Ιουλία την Πλουμπίδη, τη γυναίκα του… που ήταν δασκάλα, η γυναίκα του αείμνηστου Νίκου Πλουμπίδη ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος που και αυτή σημάδεψε τη ζωή μου. Δε μέναμε στο απλό μάθημα, λέγαμε και άλλα πράγματα. Εκεί γνώρισα και τον γιο της, τότε φοιτητή Ιατρικής, σήμερα καθηγητή Ιατρικής. Ψυχίατρος νομίζω είναι και γνωστός άνθρωπος. Και με αυτήν τη βοήθεια πέρασα στο πρότυπο σχολείο και από κει και πέρα μέσα στο πρότυπο σχολείο τα πράγματα ήταν δρομολογημένα. Είχαν χαρεί πάρα πολύ οι γονείς μου και εγώ ο ίδιος βέβαια. Παρόλο που θα ‘χανα τους συμμαθητές της γειτονιάς μου, θα 'φευγα κάπου αλλού, σε κάποια άλλη γειτονιά. Αλλά εν πάση περιπτώσει όπως είπαμε τα παιδιά προσαρμόζονται, προσαρμόστηκα και εγώ και έτσι στην πορεία αυτή… Αργότερα και πάλι με φροντιστήρια βοηθήθηκα παράλληλα και με το πρότυπο σχολείο πέρασα στο Πολυτεχνείο σε πολύ καλή σειρά. Ήταν τα πράγματα… εξελίχθηκαν έτσι πολύ καλύτερα αργότερα. Πράγματι όμως φρόντισαν, ακόμα και από την εξορία τους απασχολούσε, το συζητούσαν μεταξύ τους και θέλανε να κάνουν το καλύτερο δυνατό για τη μόρφωση και τη δική μου και της αδερφής μου. Την αδερφή μου την έστειλαν στη Σορβόννη να σπουδάσει στη Γαλλία. Αλλά αυτά γίνανε αργότερα όταν πια είχε γίνει και η Μεταπολίτευση και τα πράγματα είχαν αλλάξει για μας και μέσα στην οικογένεια. Ήμασταν σε καλύτερη κατάσταση και οικονομικά βεβαίως ήταν τα πράγματα διαφορετικά.
Στο σχολείο εκεί ποιες ήταν οι διαφορές, ας πούμε, σε σχέση με τη γειτονιά, ας πούμε, στο Κουκάκι, φαντάζομαι στο σχολείο της γειτονιάς του Κουκακίου;
Ναι, εντάξει οι συμμαθητές μου από το δημοτικό πήγαν στο σχολείο της γειτονιάς. Εγώ λυπήθηκα πάρα πολύ που τους αποχωρίστηκα. Θυμάμαι ότι έκλαιγα κιόλας. Κάποια στιγμή ο μπαμπάς θύμωσε τόσο πολύ με την γκρίνια μου που μου είπε ότι: «Αν γκρινιάξεις λίγο ακόμα θα σε ξεγράψω από την Ευαγγελική και θα σε πάω στο 14ο στο Κουκάκι που είναι τα φιλαράκια σου». Αλλά αυτό ήταν ένα σοκ και εκεί αυτό δεν το… και σταμάτησα να γκρινιάζω τελείως. Τώρα εντάξει στην Ευαγγελική Σχολή επειδή ήταν και την εποχή εκείνη όταν ξεκίνησε ήταν και λίγο χουντοκρατούμενο σχολείο, λίγο έτσι μεταξικό σχολείο θα το έλεγα, πάρα πολύ αυστηρό με έναν ακροδεξιό θρησκόληπτο γυμνασιάρχη είχα τα προβλημα[01:40:00]τάκια μου. Βεβαίως πέρασα απαρατήρητος αρχικά. Στην πορεία επειδή έγινε και η Μεταπολίτευση και ζωηρέψαμε και αρχίσαμε και ασχολιόμασταν και με τα πολιτικά και οι μικροί μαθητές γίναν διάφορα πράγματα. Εκεί, ναι, είχαμε κάποιες περιπέτειες. Λεπτομέρειες είναι αυτές, αλλά πράγματι υπήρξαν και συγκρούσεις μέσα στο σχολείο. Και λόγω του ποιος ήμουν και πώς συμπεριφερόμουν πολιτικά καθαρά. Αλλά όλα αυτά εν πάση περίπτωση ξεπεράστηκαν. Ξεπεράστηκαν. Αυτά.
Μία τελευταία ερώτηση. Στο Κουκάκι πόσα παιδιά τελειώσατε την έκτη δημοτικού;
Α αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον έτσι κοινωνιολογικά. Δε θα το πιστέψεις. Στην έκτη δημοτικού ήμασταν 64 παιδιά μέσα στην τάξη. Προσπάθησαν να πείσουν κάποιους από μας, γεωγραφικά δηλαδή κάποιους που μέναμε στην άκρη της γειτονιάς, να μεταγραφούμε σε ένα γειτονικό σχολείο το οποίο είχε λιγότερα παιδιά. Μη φανταστείς θα ‘χε 50 εκείνο, μπορεί να μην είχε 65. Αλλά η αντίδραση ήταν τόσο μεγάλη και απ’ τα παιδιά και απ’ τους γονείς, τελευταία τάξη να φύγουμε, ήταν αδύνατον. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι στην τελευταία τάξη είχαμε έναν εκπληκτικό δάσκαλο. Αυτός ήταν βραβευμένος και από την Ακαδημία Αθηνών από όσο ξέρω για το παιδαγωγικό του έργο. Ένας άνθρωπος ο οποίος και αυτός με σημάδεψε. Μας έμαθε τους Αρχαίους… αρχαίες τραγωδίες να απαγγέλλουμε, Σικελιανό, πάρα πολλά πράγματα. Ήταν συγκλονιστικός δάσκαλος και μαζί του ανέβηκε το επίπεδο και το δικό μου αλλά και της τάξης πιστεύω συνολικότερα. Και προβιβάστηκα και με 10 που ήταν υποχρεωτικό για να δώσεις σε πρότυπο σχολείο. Δεν μπορούσες με λιγότερο από 10 στο ενδεικτικό, έκτη δημοτικού, να δώσεις εισαγωγικές σε πρότυπο σχολείο. Αλλά, ναι, ήταν κάτι το οποίο είναι ασύλληπτο για τα σημερινά δεδομένα. Η Ελλάδα βέβαια τότε ανασυγκροτείτο ακόμα εκείνες τις δεκαετίες. Χτιζόντουσαν… Από κει και ύστερα χτίστηκαν σχολεία, προσλήφθηκαν δάσκαλοι, βγήκαν δάσκαλοι από τις Παιδαγωγικές Σχολές. Ήταν ένα σύνθετο πρόβλημα το οποίο εντάξει λύθηκε.
Όλα αυτά τα παιδιά ήσασταν μέσα σε μία αίθουσα;
Μέσα σε μία αίθουσα με έναν δάσκαλο. Έτσι μία αίθουσα με έναν δάσκαλο. και βέβαια είχε και… κοινωνιολογικά είχε έτσι πολύ ενδιαφέρον γιατί… δεν το μετανιώνω, δε με λυπεί το γεγονός ότι δίπλα στον γιο του εφέτη δικαστή υπήρχε και ο γιος ή η κόρη της παραδουλεύτρας, μιας παραδουλεύτρας. Δηλαδή ήτανε πράγματα που… Έβλεπες παιδιά που δεν είχαν παπούτσια. Όσο και αν αυτό στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, τέλη του ‘60 ακούγεται περίεργο. Πράγματι, εντάξει, δεν είχαν. Ίσχυε αυτό. Δηλαδή υπήρχε γιος εφέτη δικαστή, υπήρχε και γιος εργάτη. Και αυτό μας βοήθησε σαν παιδιά να έχουμε εικόνα από όλες τις κοινωνικές βαθμίδες και να είμαστε έτσι κοντά στις κοινωνικές βαθμίδες.
Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ.