© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μια ζωή στις πίστες της Θεσσαλονίκης: Ο θρύλος του λαϊκού τραγουδιού Σταύρος Φωτιάδης

Istorima Code
22742
Story URL
Speaker
Σταύρος Φωτιάδης (Σ.Φ.)
Interview Date
21/07/2022
Researcher
Δήμητρα Κυβέλη Μπαρμπούδη (Δ.Μ.)
Δ.Μ.:

[00:00:00]Λοιπόν.

Σ.Φ.:

Ναι, ναι.

Δ.Μ.:

Είναι 22 Ιουλίου του 2022, και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Είμαστε στο Ωραιόκαστρο στη Θεσσαλονίκη.

Σ.Φ.:

Μάλιστα. Καλωσόρισες.

Δ.Μ.:

Καλώς σας βρήκα.

Σ.Φ.:

Καλωσόρισες.

Δ.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για σας, αρχικά;

Σ.Φ.:

Καταρχήν, το επάγγελμά μου είναι τραγουδιστής. Να ξεκινήσω... Από πότε να ξεκινήσω; Να ξεκινήσω από την καταγωγή μου. Εγώ γεννήθηκα στο Λιπαρό, τον νομό Πέλλης, μέχρι τα 7 μου χρόνια. Μετά μετακομίσαμε στο χωριό του πατέρα μου, που λέγεται Χαμηλό, του νομού Κιλκίς, και από κει και πέρα, μετά, στα 10 μου, στα 9 μου χρόνια μάλλον, κάναμε τουρισμό. Πώς το λένε; Ήμασταν μία εφταμελής οικογένεια και όπου υπήρχε δουλειά, μετακομίζαμε. Οπότε ξαναπήγαμε στο Λιπαρό με τα αδέρφια μου, εγώ ήμουνα μικρός φυσικά, πήγαινα σχολείο, Δημοτικό. Από κει πήγαμε στην Έδεσσα, δούλευε ο πατέρας μου στα μήλα και στα φρούτα και προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε τότε, γιατί φτώχεια μεγάλη. Η μητέρα μου πήγε στη Γερμανία για κάποιο καιρό, να δουλέψει εκεί. Ε, μετά μετακομίσαμε και ήρθαμε στο Καλοχώρι της Θεσσαλονίκης, γιατί ο αδερφός μου ήταν εκεί παντρεμένος. Και μετά το Καλοχώρι μεταφερθήκαμε και ήρθαμε εδώ, στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης. Ήρθαμε εδώ, και που έπιασε ο πατέρας μετά δουλειά στον ΟΑΣΘ. Ήτανε εισπράκτορας. Τότε είχανε εισπράκτορα, είχανε τα λεωφορεία. Και από κει και πέρα η πορεία μου, ας πούμε, ξεκίνησε από δω, σε ηλικία 10-11 χρόνων περίπου. Πέμπτη Δημοτικού είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη. Και μόλις έβγαλα το Δημοτικό, πήγα στο Γυμνάσιο, αλλά εμένα, το μικρόβιο της μουσικής το είχα πάντα και από την οικογένειά μου, γιατί και ο πατέρας μου έπαιζε τύμπανα τότε και ο θείος μου έπαιζε ακορντεόν. Ας πούμε, είχαμε στην οικογένειά μας, είχαμε τη μουσική. Και πήγαινε στα πανηγύρια και στους γάμους, ας πούμε. Αλλά, όταν ήρθε στην Θεσσαλονίκη, επειδή δούλευε, δεν μπορούσε να το κάνει το επάγγελμα. Αλλά εγώ το μικρόβιο το είχα αυτό και ξεκίνησα να πηγαίνω, ας πούμε, σε κάποια μαγαζιά που, σε ένα μαγαζί, που έφτιαχνε μπουζούκια. Και, επειδή είχα τόσο μεγάλο μεράκι, ας πούμε, πήγαινα, δούλευα εκεί, έτριβα τα μπουζούκια, για να μπορώ να έχω να παίζω ένα μπουζουκάκι, ας πούμε. Και από εκεί και πέρα ξεκίνησα. Ο πατέρας μου μου πήρε ένα, ήθελε να ασχοληθώ με το, με τα πλήκτρα, ένα ακορντεόν τότε, και ξεκίνησα να μαθαίνω ακορντεόν. Αλλά το μεράκι μου ήταν τόσο μεγάλο, που δηλαδή μελετούσα 7-8 ώρες την ημέρα. Παράτησα και το σχολείο στη δευτέρα γυμνασίου και ασχολήθηκα με τη μουσική. Και πολύ γρήγορα όμως, δηλαδή αυτό, που σου λέω, είναι, μιλάμε για το ‘73, ‘72-‘73 εκεί, και το... σε 2 χρόνια κατάφερα να μπορώ να παίζω, ας πούμε, με ορχήστρες και αυτά. Και μπήκα το ‘74, μετά το Κυπριακό τότε, που είχε γίνει επιστράτευση και όλα αυτά, μπήκα σε ένα μαγαζί με ποντιακά, με ποντιακές, ποντιακή μουσική, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Και πήγα σαν, να παίζω αρμόνιο με συγκρότημα ποντιακό, σε…14 χρόνων ήμουνα τότε, 14,5 περίπου. Ε, από κει και πέρα, σιγά-σιγά, πήρα το θάρρος και αυτά, άρχισα να λέω και κανένα τραγούδι στο πρόγραμμα και ανέλαβα τότε, να λέω μες στα ποντιακά μαγαζιά, ας πούμε, να έχω το λαϊκό πρόγραμμα. Και κατάφερα μέσα σε 2 χρόνια, ας πούμε, να κάνω ένα μεγάλο όνομα. Δηλαδή στα 16-17 μου γέμιζα μαγαζιά τότε. Και τότε ήμουν ο Σταυράκης. Πολλοί με ξέρουν σαν Σταυράκη, ας πούμε. Ας πούμε, οι παλιοί με ξέρουνε «ο Σταυράκης», έτσι, μου έχει μείνει. Μετά, εντάξει. Όλα πήγαν καλά. Πήγα στο, στρατό, γύρισα, συνέχισα και το ‘83 μου έγινε, το ‘82 μάλλον, μου έγινε η πρόταση από την εταιρία VASIPAP, εδώ στη Θεσσαλονίκη, και έκανα τον πρώτο μου δίσκο. Με πολλή αγάπη, πολύ μεράκι, τέλος πάντων, έκανα τον πρώτο μου δίσκο, που είχε τον τίτλο «Θα σε αγαπώ όσο ζω» και ξεκίνησε, τέλος, πιο επαγγελματικά η πορεία μου, ας πούμε. Από τότε μέχρι σήμερα έχω 16 δίσκους, περίπου, CD σημερινά, και δουλεύω ασταμάτητα, από το ‘74.

Δ.Μ.:

Για πείτε μου λίγο, γιατί μου το αναφέρατε, έτσι της, στο πλαίσιο της οικογένειας, ότι εσείς είχατε ακούσματα από την οικογένεια. Θυμάστε-

Σ.Φ.:

Ναι-

Δ.Μ.:

Τι, τι ακούσματα ήταν;

Σ.Φ.:

Τότε τα ακούσματα ήτανε, τότε ήταν Στέλιος Καζαντζίδης, Μανώλης Αγγελόπουλος, Πάνος Γαβαλάς, οι παλιοί, έτσι; Παλιοί τραγουδιστές, της εποχής εκείνης, ας πούμε, που μεσουρανούσανε. Ο Στράτος Διονυσίου μετά. Με αυτά, με αυτά τα λαϊκά ακούσματα και παράλληλα ποντιακά, ας πούμε, γιατί είμαστε, η καταγωγή μας είμαστε Πόντιοι. Είμαι Πόντιος και εγώ και η οικογένειά μου, ο πατέρας μου και ο παππούς μου και οι... και από τη μητέρα μου και από τον πατέρα μου. Η μητέρα μου είναι από τη Δράμα. Ναι, η μητέρα μου ζει ακόμα, ο πατέρας μου έχει, μας είχε «αφήσει». Τέλος πάντων. Και είχα μία πολύ καλή καριέρα, ας πούμε στην... Ξεκίνησα από τη Θεσσαλονίκη, εδώ παρέμεινα και συνεχίζω να βρίσκομαι εδώ. Κάναμε τώρα την οικογένειά μας, έχουμε τα 2 παιδιά μας, έχουμε, έχω 2 εγγονάκια, και συνεχίζω να δουλεύω μέχρι και σήμερα.

Δ.Μ.:

Λοιπόν, θα σας, θα το πιάσουμε λίγο από την αρχή και θα σας ξαναρωτήσω, λίγο, για την παιδικής σας ηλικία. Μου είπατε, ότι ο πατέρας σας και ο θείος σας έπαιζαν έτσι;

Σ.Φ.:

Αυτοί παίζανε, ναι.

Δ.Μ.:

Πού έπαιζαν;

Σ.Φ.:

Αυτοί έπεσαν σε γάμους. Πήγαιναν, έβγαινε κανένας γάμος, κανένα πανηγύρι εκεί στα χωριά και ο θείος μου έπαιζε ακορντεόν, ας πούμε, και τραγουδούσε, και ο πατέρας μου έπαιζε ντραμς, τότε. Εντάξει, πέρα από αυτό, όμως, δεν είναι... Εγώ, επειδή πάντα υπήρχε μουσική μέσα στο σπίτι, πάντα υπήρχε το ραδιόφωνο, το κασετόφωνο και ό,τι καινούργιο έβγαινε, ας πούμε, εγώ από πολύ μικρός ήμουνα με τη μουσική... Την αγάπησα, ας πούμε. Και το τραγούδι και όλα αυτά. Εγώ, θυμάμαι δηλαδή, όταν ήμουνα 6 χρονών, 7 χρόνων, στο, και ήμουν ακόμα στο χωριό, στο Χαμηλό, με ένα ξάδερφό μου, και εκείνου του άρεζε, παίρναμε τους τενεκέδες και βαρούσαμε τους τενεκέδες. Μας άκουγε όλο το χωριό. Και τραγουδούσαμε Ένα σίδερο αναμμένο του Στέλιου Καζαντζίδη, ας πούμε, τραγούδια τότε. Από εκεί, εντάξει, όταν αγαπάς κάτι, πιστεύω, και το θέλεις τόσο πολύ, ενθουσιάζεσαι, το μελετάς, κάνεις. Και κατάφερα, δηλαδή, να γίνω και καλός μουσικός και αργότερα καλός τραγουδιστής. Απλά μετά παράτησα το αρμόνιο και ασχολήθηκα μόνο με το τραγούδι.

Δ.Μ.:

Και μου είπατε, ότι πηγαίνατε σε ένα μαγαζί με μπουζούκια, έτσι;

Σ.Φ.:

Ναι, που έφτιαχνε μπουζούκια. Ο Παλάβρατζης ο Ηλίας, ο μάστορας, ο οποίος και αυτός «έφυγε» μικρός από ατύχημα. Και πήγαινα. Το είχα τόσο πολύ μεράκι και καθόμουνα έξω από τις βιτρίνες και έβλεπα μέσα, γιατί ερχόντουσαν τότε μεγάλοι μπουζουξήδες από την Αθήνα, που κάνανε εδώ πέρα συναυλίες και τέτοια, και πηγαίνανε από τον μάστορα –τον λέγανε τότε– για να δοκιμάσουμε μπουζούκια, γιατί έφτιαχνε πολύ καλά μπουζούκια. Ήτανε μεγάλο όνομα. Και καθόμουν εγώ και τους χάζευα, ας πούμε, απέξω και άκουγα, έτσι, έστηνα το αυτί. Και ο μάστορας με έβλεπε και σου λέει: «Τι κάνει τώρα αυτό, μωρό παιδί;». 11-12 χρόνων μιλάμε τώρα έτσι, 11, τόσο. Και κάποια στιγμή μου λέει: «Έλα μέσα. Τι κάνεις εδώ πέρα; Γιατί έρχεσαι κάθε μέρα;». Και «Να», λέω, «μου αρέσει να βλέπω τα μπουζούκια». «Μπες μέσα», μου λέει, «τι κάθεσαι απέξω;» Και με έβαλε μέσα εκεί πέρα και καθόμουνα και χάζευα εγώ, πώς φτιάχνονται τα μπουζούκια, όλη τη διαδικασία. Και σιγά-σιγά με έβαζε, μου έλεγε: «Κάτσε εδώ πέρα, παίρνε, κάνε, τρίβε τα μπουζούκια με το γυαλόχαρτο, ξέρω ‘γω, κάνε αυτό εδώ». Και μετά, όταν σχολούσαμε, έπαιρνα, έλεγα: «Να πάρω ένα μπουζούκι να παίξω;». Και έπαιρνα το μπουζουκάκι και το σκάλιζα. Και σιγά-σιγά άρχισε να με δείχνει αυτός. «Έτσι θα κρατάς την πένα. Έτσι θα παίζεις, θα κάνεις, θα ράνεις». Και από την πρώτη στιγμή, όμως, επειδή είχα πολύ καλό μουσικό αυτί, άρχισα να ψιλοπαίζω μπουζουκάκι, ας πούμε. Μετά πήρα το πρώτο μου μπουζούκι από εκεί, ας πούμε, με μεγάλο μεράκι τώρα, ξέρεις. Εντάξει, τότε ήτανε και τα χρόνια πολύ δύσκολα. Δηλαδή, μάζευα εγώ... Πήγαινα εκεί κάθε μέρα και επειδή του έκανα και δουλειές εκεί πέρα, καθάριζα, έτριβα τα μπουζούκια, αυτά, μου έδινε και 50 δραχμές την εβδομάδα, έτσι, χαρτζιλίκι. Και μάζευα 50-50-50, που πήρα ένα μπουζούκι εγώ, στα 500 δραχμές, το πρώτο μπουζούκι μου, μου το έκανε και καλή τιμή, από 1500 δραχμές, μου το έδωσε με 500 δραχμές. Και το πήρα στο σπίτι μετά και μετά μου λέει ο πατέρας μου: «Άσε το μπουζούκι. Πάρε ακορντεόν. Να μάθεις τίποτα άλλο» λέει «που να είναι, να μπορείς και μόνος σου να βγάλεις δουλειά», ας πούμε. Έτσι, με το δικό του το τρόπο... Εγώ, μουσική να ήταν και ό,τι ήταν. Και ασχολήθηκα μετά με το ακορντεόν. Πήγα στη σχολή. Πολύ γρήγορα, τις νότες τις πετούσα έτσι δηλαδή. Γιατί μελετούσα πάρα πολύ εγώ. Είχα αφήσει και το ποδόσφαιρο, τα παιδικά τα παιχνίδια, όλα, και ασχολούμουνα μόνο με τη μουσική. Άφηνα την τσάντα και έπαιρνα το ακορντεόν, 6-7 ώρες την ημέρα μελετούσα. Και βγήκα πάρα πολύ γρήγορα, δηλαδή, στη δουλειά και το πρώτο μεροκάματο, ας πούμε, σε μία παρέα, που είχαμε βρεθεί στην Ηλιούπολη, με έναν κλαριντζή. Και έλεγε: «Πάρε το ακορντεόν και πάμε να παίξουμε σε ένα γλέντι, σε μία παρέα». Και πήγαμε εκεί και σε μία παρέα και παίξαμε λίγο και ήταν το πρώτο πενηντάρικο, που με κολλούσαν, πενηντάρικο δραχμές, που με κόλλησαν, ας πούμε, στο ακορντεόν. Και έφυγα τότε με 150 δραχμές. 150 δραχμές ήταν καλά λεφτά τότε όμως. Δηλαδή από τη «χαρτούρα», που λέμε εμείς, από τα τυχερά, από αυτά π[00:10:00]ου μας ρίχνανε. Και ήταν το πρώτο μου, τα πρώτα λεφτά που πήρα δηλαδή από τη μουσική. Και μετά, εντάξει, είχα μεγάλη εξέλιξη. Εγώ, όταν ξεκίνησα, επαγγελματικά πλέον, να δουλεύω σαν μουσικός, έπαιζα αρμόνιο και τραγουδούσα, εκεί μετά είχα ξεφύγει, ας πούμε. Και πάρα πολύ γρήγορα έπαιρνα πολύ καλά μεροκάματα, τότε.

Δ.Μ.:

Τώρα πόσων χρονών ήτανε αυτό, που ήταν η πρώτη σας φορά-

Σ.Φ.:

15 χρόνων-

Δ.Μ.:

Που πληρωθήκατε;

Σ.Φ.:

Αυτό που σας λέω είναι, είναι... Πόσο; 13 ήμουνα, 14. Μάθαινα ακόμα, 13 χρόνων, γιατί 14 προς τα 15 έπιασα δουλειά στο... «Ασλανίδης» λεγόταν τότε το μαγαζί. Το «Κορτσόπον», το «Ενυδρείο», όσοι δεν το ξέρουν. Τελευταία, ας πούμε, ήταν αυτό το μαγαζί, που ξεκίνησα. Αλλά πολύ γρήγορα έκανα όνομα, δηλαδή. Επειδή ήμουνα και πιτσιρίκος, πολύ μικρός, και τα έλεγα, τραγουδούσα πολύ καλά, ας πούμε, και έπαιζα πολύ καλά, οπότε είχα αποκτήσει ένα κοινό πολύ μεγάλο, που λέγανε: «Πάμε στον μικρό, στον Σταυράκη, στον Σταυράκη, στον Σταυράκη». Και οι πρώτοι μου δίσκοι, οι πρώτοι μου 3 δίσκοι, ο πρώτος, δεύτερος, όχι, οι πρώτοι μου 2 δίσκοι ήτανε «Σταυράκης» σκέτο. Δεν ήτανε... Δεν έγραφε Σταύρος Φωτιάδης, ας πούμε. Μετά μεγάλωσα, οπότε λέω: «Σταυράκης, Σταυράκης δεν πάει άλλο». Και έβαλα το Σταύρος Φωτιάδης, και το επίθετό μου.

Δ.Μ.:

Λοιπόν, κύριε Σταύρο, ήθελα να σας ρωτήσω το εξής, όταν παίξετε για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο, θυμάστε πώς ήταν;

Σ.Φ.:

Καταρχήν αυτό... Είχα ένα μικρό αρμόνιο, μου είχε πάρει ο πατέρας μου, γιατί μάθαινα αρμόνιο. Και είχα πάρει ένα μικρό αρμόνιο, ήτανε αυτό τότε, και ξαφνικά έρχονται το απόγευμα, ας πούμε, γιατί τότε με την επιστράτευση, που είχε γίνει το ’74, πριν γίνει επιστράτευση, το μαγαζί αυτό δούλευε και είχε τους μουσικούς του, ας πούμε, αλλά αυτός που έπαιζε το αρμόνιο τότε, τον πήρανε επίστρατο, τον πήρανε στην επιστράτευση. Οπότε, μόλις τελείωσε η επιστράτευση όμως, αυτοί ακόμα δεν τους αφήσανε να βγουν, ήταν σε επιφυλακή ακόμα, τους κρατούσαν, τον στρατό, ας πούμε, που πήγανε σαν επίστρατοι. Και δεν υπήρχε άλλο αρμόνιο, ας πούμε. Πού να βρουν αρμόνιο; Και ο πατέρας μου είχε έναν φίλο τραγουδιστή, Πόντιο, που δούλευε εκεί, τον Κυριακίδη τον Νίκο. Και λέει ο Νίκος: «Θα πάω να πάρω έναν πιτσιρικά να φέρω». Και ήρθε στο σπίτι το βράδυ, 19:00-20:00 το απόγευμα, το βράδυ δηλαδή. Χειμώνας ήταν. Ήταν, Ιούλιος μήνας ήταν, καλοκαιριάτικα κιόλας. Και έρχεται, λέει: «Πάρε το αρμόνιο και έλα στο μαγαζί». Εγώ ούτε... Εντωμεταξύ, τότε τα μαγαζιά αυτά τα ποντιακά γεμίζανε. Ήταν... Γινότανε χαμός. Έβγαινε πάρα πολύς κόσμος, ας πούμε. Και τα ονόματα που παίζανε, ο Ασλανίδης, ο Παπαδόπουλος... Τότε δηλαδή είχε ονόματα, Πόντιους, ας πούμε, που ήτανε φίρμες, με δίσκους και με τις φωτογραφίες και τέτοια. Και εγώ λέω: «Πώς θα έρθω να παίξω; Τι να παίξω εγώ;». Τα είχα χάσει, ας πούμε. «Έλα και ό,τι παίξεις». Τέλος πάντων, παίρνω το αρμόνιο, πάω εκεί πέρα. Εμένα τρέμουν τα χέρια μου, ας πούμε. Λέω: «Τώρα πώς θα παίξω με τα παιδιά;». Ούτε πρόβες είχα κάνει, ούτε τίποτα. Και πρώτη μέρα συνόδευσα καλά, τέλος πάντων, και είδα και πώς είναι τα μπουζούκια. Και παράλληλα, εντωμεταξύ, δούλευα και στα έπιπλα. Εγώ ήμουνα από 14... Το πρώτο μου ένσημο το έκανα στα 14, σε ένα επιπλοποιείο στον «Κεχαγιά», στην Παπάγου, εδώ στη Θεσσαλονίκη, στον Εύοσμο. Και εκεί δούλευα σαν ταπετσιέρης, έκανα ταπετσαρίες, καθίσματα. Πιτσιρίκος, ας πούμε. Δούλευε και ο πατέρας μου. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια, δούλευαν τα, οι αδελφές μου, τέλος πάντων, προσπαθούμε να τα, να στηθούμε στη Θεσσαλονίκη. Δύσκολα, δύσκολα χρόνια, αλλά ήτανε ωραία χρόνια, ήτανε πιο... Ήταν ωραία χρόνια. Εγώ τα θυμάμαι έτσι, και, όταν περνάω από την γειτονιά μου, έτσι, την παλιά, με πιάνει ένα σφίξιμο, ας πούμε, γιατί ακόμα υπάρχουν εκεί και ο χώρος, που δούλευα, και τα μέρη που γυρνούσα, τέλος πάντων, και όλα αυτά. Και έτσι… Μετά, όταν ξεκίνησα να τραγουδάω, ας πούμε, που έγινε πολύ τυχαία, γιατί εγώ σε μία πρόβα πήγα, ας πούμε, να κάνω, να, από νωρίς στο μαγαζί και λέω: «Για να δω, πώς ακούγεται από τα μεγάφωνα η φωνή μου;». Και έβαλα ένα μικρόφωνο, ας πούμε. Και παίζω και τραγουδάω και οι σερβιτόροι, που με ακούσανε, είπανε: «Ποιος τραγουδάει;» και βγαίνουν και βλέπουν, τραγουδάω εγώ. Πάθαν πλάκα. Και μου λένε... Πιάνουν το αφεντικό μας τότε, και του λέμε το βράδυ: «Ρε συ, τον έχεις ακούσει;». Και λένε: «Θα πάθεις πλάκα». Και τέλος πάτων, μου λέει: «Το βράδυ τραγουδάς». Και του λέω «Εγώ τι να τραγουδήσω;». Τότε ήξερα 3 τραγούδια, όλα κι όλα, του Πάνου Ιωαννίδη το Πικρό μου το αντίο θυμάμαι, του Πάνου Γαβαλά κάποια, 2-3 τραγούδια, αυτά τα 3. «Αυτά θα πεις». Και κάνανε μία συνωμοσία μέσα με τους πελάτες, ότι, όταν θα βγω: «Θα βάλουμε τον πιτσιρίκο να τραγουδήσει και όταν θα βγει να τραγουδήσει –τότε δεν είχε λουλούδια– ανοίξτε του σαμπάνιες». Σαμπάνιες είχαμε. «Ανοίξτε του σαμπάνιες». Και να βγαίνω, με το που βάζω εγώ και λέω το πρώτο τραγούδι, να μου ανοίγουνε σαμπάνιας, να με χειροκροτάνε. Εγώ είχα... Έχασα τα λόγια μου, λέω: «Τώρα τι κάνουνε εδώ πέρα ρε;». Και μετά την άλλη μέρα μου λέει: «Μάθαινε τραγούδια, τώρα μπαίνεις στο πρόγραμμα κανονικά». Και σε πολύ λίγο διάστημα, δηλαδή έκανα και ρεπερτόριό της εποχής εκείνης, ας πούμε, και άρχισε ο κόσμος να έρχεται, γιατί ήμουνα φαινόμενο, δηλαδή, τότε, ότι «ο μικρός ο Σταυράκης» τα φέιγ βολάν, όταν άλλαζα μαγαζί σε μαγαζί, μου βγάζανε αφίσα «Ο μικρός Σταυράκης», «Ο μικρός Σταυράκης»...

Σ.Φ.:

Κι έτσι μετά ξεκινήσαμε, κάναμε κασέτες μέσα από το μαγαζί, live δηλαδή, με μία ηχογράφηση με ένα κασετόφωνο και τα πουλούσαν έξω. Τότε ήταν οι τσιγγάνοι με τα καροτσάκια, που πουλούσαν τις κασέτες, ας πούμε. Και «ο Σταυράκης, ο Σταυράκης», και πουλούσαν κασέτες. Δηλαδή χαμός γινότανε τότε με τα live. Και μετά μου ήρθε πρόταση από την εταιρεία, γιατί ακουγόταν το όνομά μου, ας πούμε, ότι «ο Σταυράκης, ο Σταυράκης» και ήρθαν, ας πούμε, μου κάναν την πρόταση. Και τότε ήταν, δηλαδή το αυτό γινόταν το ‘81. Τότε ήμασταν αυτοί, που κάναμε δισκογραφία ήταν ο Καρράς ο Βασίλης, που είχαμε, με τον Βασίλη μεγαλώσαμε μαζί και στην ίδια γειτονιά, τέλος πάντων, κάναμε και πρόβες μαζί τότε. Και αυτός ορεξάτος τότε, τέλος πάντων. Εγώ έπαιζα αρμόνιο, αυτός τραγουδούσε. Πριν πάμε στις δουλειές μας, πηγαίναμε εκεί στο μαγαζί, έπαιρνε το μικρόφωνο αυτός και κάναμε πρόβες. Και ξεκινήσαμε μαζί. Πρώτα ξεκίνησε ο Βασίλης, έκανε δισκογραφία, ο Πασχάλης ο Τερζής, εγώ και ο Ζαφείρης ο Μελάς. Δηλαδή ήμασταν αυτοί οι 4, που ξεκινήσαμε τότε το ‘80. Από το ‘80. Και το ‘83 κυκλοφόρησα εγώ τον πρώτο μου δίσκο. Και εκείνο το διάστημα ήτανε που κυκλοφόρησαν και ο Πασχάλης και οι, και ο Ζαφείρης, και άλλα παιδιά φυσικά από Θεσσαλονίκη που κάνανε... Τότε η Θεσσαλονίκη είχε πάρα πολύ, πολλούς τραγουδιστές και ήταν τραγουδιστομάνα. Δηλαδή ερχόταν οι Αθηναίοι, οι εταιρείες από την Αθήνα, και ψάχνανε ταλέντα από την Θεσσαλονίκη, γιατί όσοι τραγουδούσαν ήταν και πολύ καλοί, ας πούμε. Για αυτό, άμα δεις, άμα, άμα γυρίσουμε τα χρόνια πίσω, οι περισσότεροι τραγουδιστές, τα μεγαλύτερα ονόματα είναι από Θεσσαλονίκη. Και ο Στράτος ο Διονυσίου και η Μαρινέλλα. Και μόνο αυτούς τους 2, που σου λέω... Ο Καζαντζίδης. Αυτοί όλοι ήταν εδώ, βόρειοι. Και από κει και πέρα πήραμε τον δρόμο μας, τέλος πάντων και μπήκαμε πιο επαγγελματικά στη δουλειά μας. Πολύ καλά χρόνια, δεν μπορώ να το πω. Δηλαδή η δεκαετία ‘80-‘90 ήταν η δεκαετία δηλαδή, ήτανε δεκαετίες, που τα μπουζούκια... Η Θεσσαλονίκη, ας πούμε, είχε 40 μπουζουξίδικα, ας πούμε. Η διασκέδαση ήταν μπουζούκια και ντίσκο, δεν υπήρχε άλλο δηλαδή. Αλλού δεν θα άκουγες μουσική, ας πούμε. Μόνο στη ντίσκο και στα μπουζούκια. Έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα. Δεν υπάρχουν μπουζούκια, έχουν εξαφανιστεί όλα, και βγαίναν επιτυχίες. Δηλαδή τότε και οι εταιρείες, υπήρχαν οι εταιρείες, που παίρναν τον καλλιτέχνη και ανεβάζανε, τέλος πάντων, όπου θέλαν. Τον φτάνανε στα ύψη. Βγάζανε πολλά χρήματα, γιατί τότε ήτανε το βινύλιο, δεν ήτανε το YouTube και αυτά, ας πούμε, που... Οι εταιρείες, ας πούμε, απασχολούσαν 100 άτομα, ας πούμε. Υπήρχαν οι παραγωγοί, υπήρχε ένα μεγάλο team, που έπαιρνε τον καλλιτέχνη από το τίποτα και τον ανέβαζε και τον έφτανε. Αλλά έβγαζε και πολλά λεφτά η εταιρεία, γιατί οι δίσκοι πουλιόντουσαν τότε, και υπήρχανε πάρα πολλές πωλήσεις. Και εμείς, εγώ δηλαδή, ας πούμε, που ξεκίνησα το ‘83, τότε δεν υπήρχαν τα CD, υπήρχε το βινύλιο. Οπότε υπήρχαν οι καλές οι πωλήσεις, ας πούμε, που κόσμος αγόραζε. Περίμενε, πότε θα βγάλουν. Τότε βγάζαμε, οι δίσκοι βγαίναν Χριστούγεννα και Πάσχα. Ξέραν, ας πούμε, ο Πάριος, ο Βοσκόπουλος, ο Διονυσίου βγάζουνε Χριστούγεννα, οι υπόλοιποι βγάζανε το Πάσχα, ας πούμε. Μοιραζόταν αυτά. Και ο κόσμος, μόλις, πριν το Πάσχα, μόλις βγαίναν οι δίσκοι, τρέχανε στα δισκάδικα. Και τότε είχε πολλά δισκοπωλεία, και πήγαιναν να αγοράσουν τους δίσκους. Και έχω εγώ πολλά, έχω καλό αρχείο από... Και πολύς κόσμος φυσικά πρέπει να έχει, έτσι, αρχείο με το πικάπ και τον δίσκο τότε. Ήτανε άλλη, άλλη ομορφιά, άλλη ομορφιά και το στούντιο και όλη αυτή η εμπειρία, δηλαδή, γύρω από το τραγούδι, ας πούμε. Είναι να το αγαπάς και να το θέλεις. Και αυτό κατάφερα και εγώ-

Δ.Μ.:

Γιατί μόνο Χριστούγεννα-

Σ.Φ.:

Να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα.

Δ.Μ.:

Αυτό είναι το καλύτερο βασικά. Γιατί όμως μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα;

Σ.Φ.:

Γιατί έτσι βγαίνανε. Γιατί Χριστούγεννα... Ήταν τα Χριστούγεννα, πριν τις γιορτές, θα πήγαινε ο κόσμος, γιατί στις γιορτές θα είχανε να ακούσουνε τα καινούργια τραγούδια. Το Πάσχα το ίδιο, ας πούμε, για αυτό. Τώρα δεν υπάρχει αυτό φυσικά, δεν υπάρχει. Όποτε θέλει βγάζει ο καθένας. Αλλά δεν υπάρχουν και οι εταιρείες τώρ[00:20:00]α, να μπορούν να βάζουν ένα πρόγραμμα. Τότε μπορεί να τελείωνε ο δίσκος... Δηλαδή έγραφες και λέγανε ότι: «Θα κυκλοφορήσουμε το Πάσχα» και ξεκινούσες από τον προηγούμενο χρόνο, να κάνεις την επιλογή των τραγουδιών, να μπεις στο στούντιο, να γράψεις, να κάνεις, και μετά ήταν έτοιμος ο δίσκος. Και πριν το Πάσχα, ας πούμε, έβγαινε, «κυκλοφόρησε ο Σταύρος Φωτιάδης, ο, ξέρω ‘γω, ο Καρράς, ο Διονυσίου», ας πούμε, τότε.

Δ.Μ.:

Έχω πάρα πολλές ερωτήσεις να σας κάνω. Σας γυρνάω-

Σ.Φ.:

Εσύ είσαι μικρή, είσαι μικρή δεν τα... Και τώρα με κοιτάς και λες: «Τώρα τι λέει;».

Δ.Μ.:

Όχι, μα έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον, για αυτό.

Σ.Φ.:

Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα, έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Σήμερα δεν είναι αυτά τα πράγματα, όπως τα ζήσαμε εμείς, δηλαδή.

Δ.Μ.:

Σε αυτό θέλω να πατήσουμε και να μου πείτε, καταρχάς, είχατε ξαναπάει σε μπουζούκια, πριν πάτε εκείνη τη μέρα να παίξετε;

Σ.Φ.:

Πήγαινα, πώς δεν πήγαινα; Καταρχήν, εντάξει, ήμουνα... Ο πατέρας μου μας έπαιρνε οικογενειακώς και πηγαίναμε. Τότε ήταν μουσικές ταβέρνες, δεν ήτανε... Είχε μπουζούκια, αλλά είχε και μουσικές ταβέρνες. Πηγαίναμε, ας πούμε, ακούγαμε περισσότερο –λόγω της ράτσας μου– πηγαίναμε στα ποντιακά, ας πούμε, και ακούγαμε τα ποντιακά. Μετά λίγο, που ψιλομεγάλωσα, ας πούμε, άρχισα και μπήκα στο επάγγελμα, στα 14-15, τότε, φυσικά και πήγαινα στα μπουζούκια, για να βλέπω, πώς γίνεται, πώς παίζουν, τι κάνουν. Είχαμε και εμείς... Έπρεπε να πηγαίνω, να βλέπω τι γίνεται. Αλλά τότε όλα τα μαγαζιά γεμίζανε. Ερχόντουσαν τα μεγάλα ονόματα από την Αθήνα τότε, ας πούμε, ο Βοσκόπουλος, ο Νταλάρας, ο Πάριος, ο Διονυσίου, ο Γαβαλάς, Αγγελόπουλος. Σπάγανε οι πόρτες. Δηλαδή μιλάμε γινόταν... Η Τζένη Βάνου! Δηλαδή θυμάμαι που τα συζητούσαν. Τότε, τότε δεν υπήρχε και η ενημέρωση, γιατί δεν υπήρχαν... Καταρχήν δεν υπήρχαν τα ραδιόφωνα, ήταν όλοι οι ερασιτεχνικοί σταθμοί τότε, που τους κυνηγούσαν και τους παίρνανε τα μηχανήματα και τους κλείνανε, ας πούμε, τα ραδιόφωνα. Δεν υπήρχε ενημέρωση τότε, τι γίνεται. Από στόμα σε στόμα γινόταν διαφήμιση. Και φυσικά οι αφίσες, που βάζανε τότε οι επιχειρηματίες. Αλλά, όταν ερχόταν κάποιο μεγάλο όνομα, ας πούμε, γινότανε πανικός, ας πούμε. Και τα μαγαζιά τότε ήταν περισσότερα. Είχε τα μεγάλα μαγαζιά, ήταν στην Ανατολική Θεσσαλονίκη, από το αεροδρόμιο: «Θεσσαλονικιά», «Νεράιδα», οι «Αναμνήσεις» του Ναζιρίδη. Τι να σου πω; Μαγαζιά τώρα... Και όσο ερχόσουνα, υπήρχαν αρκετά, πιο δεύτερα μαγαζιά, που και αυτά εδώ ήταν πολλά περισσότερα, ήταν 30-40 μαγαζιά, αλλά είχε και πολλούς, πολύ καλλιτεχνικό κόσμο η Θεσσαλονίκη, πολλούς τραγουδιστές και τραγουδίστριες, που τα κρατούσαν αυτά τα μαγαζιά. Δηλαδή είχανε κάνει το πελατολόγιό τους. Μπορεί να μην κάνανε δισκογραφία τα παιδιά, αλλά είχανε κάνει ένα πελατολόγιο, γιατί ήταν καλοί τραγουδιστές, αγαπούσαν τη δουλειά τους. Απλά δεν κάνανε δίσκους, ας πούμε. Κάποιοι κάνανε 1-2 δίσκους, σταμάτησαν μετά, γιατί μετά αλλάξαν σιγά-σιγά τα πράγματα, φεύγανε. Αυτοί που κρατήσαμε, έτσι, πολύ καλά, μπορώ να πω, ας πούμε, ήταν η δικιά μας δηλαδή η φουρνιά, που ήμασταν ο Τερζής, Μελάς, Καρράς, Φωτιάδης, δηλαδή εμείς. Αυτή η τετράδα είχε πάντα επιτυχία και καταφέραμε και το ’91, είχαμε κάνει το καλύτερο σχήμα, που υπήρξε τότε, που το είχε κάνει ο Κούμπος στο «Stork» της Θεσσαλονίκης, κάτω στην Καλαμαριά, με τον Τερζή, τον Μελά και εγώ. Και είχαμε, η γυναίκα, ας πούμε, την Ζανέτ την Καπούγια είχαμε τότε, μια πολύ καλή φωνή. Από Λατινική Αμερική ήταν αυτή η κοπέλα. Μετά την Τζούλι Μασίνο. Κάναμε προγράμματα δηλαδή... Πρώτη φορά έγινε σχήμα με 3 άντρες. Δεν γινότανε, ας πούμε. Όλοι πάντα, τα σχήματα που ερχόντουσαν, ήταν ένας άντρας με μια γυναίκα, ας πούμε. Και κατάφερε ο Κούμπος και του ήρθε η ιδέα αυτή να κάνουμε 3 άντρες. Και αυτό το σχήμα πήγε γύρω στα 4 χρόνια. Πήγαμε μαζί με μεγάλη επιτυχία. Και καταφέραμε... Μας είχε έγινε και πρόταση τότε, γιατί ο Πασχάλης ο Τερζής ήταν στη Sony Music, οπότε η Sony το θεώρησε, να κάνουμε λόγω της επιτυχίας, να κάνουμε ένα live δίσκο οι 3 μας εκεί στο «Stork». Έφερε ολόκληρο studio, ας πούμε, με μία νταλίκα, ένα studio, που έγινε η ηχογράφηση μέσα από το μαγαζί και αυτός ο δίσκος έχει πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο CD, ας πούμε, και δίσκους. Ακόμη και σήμερα, δηλαδή, τον ακούς και λες: «Τι...». Δηλαδή είναι λες και είναι σημερινή αυτή η δουλειά-

Δ.Μ.:

Αυτή η συνεργασία πώς έγινε-

Σ.Φ.:

Και έχουμε, αυτό... Αυτή έγινε η πρόταση από την επιχείρηση, ότι: «Θέλω να κάνουμε αυτό». Ο καθένας είχε το δικό του είδος. Άλλο ήτανε ο Ζαφείρης, άλλο ήταν ο Τερζής, άλλο ήμουν εγώ. Εγώ ήμουνα ο πιο μικρός της παρέας, φυσικά, και κάναμε αυτό το σχήμα. Και από την πρώτη μέρα, ας πούμε, που ξεκινήσαμε, δουλεύαμε 7 ημέρες την εβδομάδα, χωρίς ρεπό. Και κάθε μέρα ήτανε Σάββατο, δεν έπεφτε καρφίτσα δηλαδή. Ήταν φυσικά πιο μικρά τα μαγαζιά, δεν ήταν τώρα, όπως είναι τα μαγαζιά, που βάζουν 2.000 και 1.500 άτομα. Που αυτό έγινε, δηλαδή το χάλασε όλο το θέμα, ας πούμε. Πιο ζεστά μαγαζιά. Ο κόσμος έβγαινε πολύ, έβγαινε πάρα πολύ έξω. Οι επιχειρήσεις πήγαιναν πάρα πολύ καλές. Τότε άκμαζε η βιοτεχνία. Τότε οι πελάτες μας οι καθημερινοί ήταν οι βιοτέχνες, που ερχόταν ο κόσμος, οι πελάτες, ας πούμε, από την Αθήνα για να κάνουν την παραγγελία τους και τους βγάζαν στα μπουζούκια. Δεν υπήρχε άλλο να τον πάνε πουθενά. Πηγαίνανε για φαγητό και μετά: «Πάμε στα μπουζούκια». Τα αυτοκίνητα, οι αυτοκινητοβιομηχανίες, αυτά τα... όχι, τα... οι πωλήσεις αυτοκινήτων ήτανε, γινόταν, είχαμε πολλούς καλούς πελάτες από κει, εργολάβους πολλούς, που σηκώνανε τις οικοδομές και τα αυτά. Δηλαδή υπήρχε και στην καθημερινή μέρα, υπήρχε πολύς κόσμος που έβγαινε έξω, και πηγαίνανε πολύ καλά τα μαγαζιά, ας πούμε, αυτά εδώ, και πηγαίναμε και εμείς καλά φυσικά. Πηγαίναμε με το όνομά μας, ας πούμε.

Δ.Μ.:

Μπορείτε να μου περιγράψετε, που εγώ δεν το έχω ζήσει αυτό, μία μέρα μέσα στο μαγαζί που ήσασταν; Ακόμα και το πώς ήταν το πρόγραμμα, πώς ήταν το μαγαζί.

Σ.Φ.:

Το πρόγραμμα, ναι. Κοίταξε, το μαγαζί αυτό έπαιρνε γύρω στα 280 με 300 άτομα, το «Stork». Μιλάμε για το «Stork», ας πούμε, που ήμασταν με τον Τερζή και τον Μελά. Το πρόγραμμά μας ήταν, είχαμε ένα τραγουδιστή τον Σερραίο, τον λέγαν το επίθετο έτσι. Τον είχαμε αυτόν. Ήταν άλλες 2 κοπέλες, που ξεκινούσαν το πρόγραμμα. Μετά ήταν η Ζανέτ η Καπούγια και από πίσω εμείς. Ξεκινούσαν τα παιδιά το πρόγραμμα, ας πούμε, κατά τις... Τότε ξεκινούσαν και νωρίς, 11:00, 11 παρά περίπου, ξεκινούσαμε. Ναι. Ξεκινούσαν το πρόγραμμα, κατά τις 11:30 έβγαινα εγώ. Μάλλον βγαίναμε και οι 3 μαζί. Και αυτό είναι στο δίσκο, άμα, όποιος ξέρει το Μία βραδιά στη Σαλονίκη, ακούσει το δίσκο, υπάρχει στο YouTube, έτσι ξεκινούσαμε. Βγαίναμε και οι 3 μαζί στην πίστα και ξεκινούσαμε ένα ποτ πουρί, ας πούμε. Ο ένας έλεγε του αλλουνού τραγούδια. Και ξεκινούσαμε, και μετά έφευγε ο Ζαφείρης με τον, με τον Τερζή στα καμαρίνια και έμενα εγώ στην πίστα. Και έκανα το πρώτο μου πρόγραμμα. Μετά από μένα έβγαινε ο Πασχάλης ο Τερζής, έκανε το δικό του πρόγραμμα. Και μετά, επειδή ήτανε πιο λαϊκός ο Μελάς, έβγαινε, έκανε το δικό του πρόγραμμα. Και μετά, ξανά πάλι, έβγαινε η Ζανέτ η Καπούγια, έκανε το δικό της, τέλος πάντων. Και μετά ξαναβγαίναμε και τελειώναμε στις 05:00 το πρωί, ας πούμε. Περίπου 04:30-05:00 τελειώναμε. Ναι, ήτανε πάρα πολύ ωραία. Εντάξει. Δηλαδή, ο κόσμος που θυμάται, γιατί ακόμα αυτοί που είναι σήμερα 50 χρόνων. τέλος πάντων, 45-50 χρονών και πάνω, ας πούμε, αυτοί όλοι έχουν περάσει από το «Stork». Όλοι το είδαν το πρόγραμμα. Και ότι αναπολούν τα παλιά και λένε... Εμένα, ας πούμε, εγώ το ‘82, μετά, πριν κάνω τον πρώτο μου δίσκο, είχα κάνει το «Κάστρο», ένα μαγαζί στον Εύοσμο, που το είχα κάνει, το είχαμε, στην αρχή το ξεκινήσαμε με ποντιακό και λαϊκό, το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία. Δηλαδή ξεκινήσαμε, ας πούμε, και δούλευαν τα μαγαζιά χειμώνα-καλοκαίρι, δεν είχαμε σεζόν δηλαδή, δεν κλείναμε. Τα μαγαζιά, δεν έκλεινε κανένα μαγαζί, όλα δουλεύανε χειμώνα-καλοκαίρι τα μαγαζιά. Τότε ο Εύοσμος, από την Ηλιούπολη επάνω, ας πούμε, μέχρι τον Εύοσμο είχε 8 μαγαζιά, 8 μπουζουξίδικα. Ήταν η «Καλύβα», ήταν το «Ρωμαίο», ήταν το «Ενυδρείο», ήτανε το... Πολλά μαγαζιά μέχρι το Κορδελιό κάτω δηλαδή ήτανε 10 μαγαζιά. Η Σταυρούπολη, μετά ήταν η «Κάσμπα», ήτανε το «Τακίμ», ήτανε, δηλαδή είχε πολλά μαγαζιά, ρε παιδί μου. Και είχα εγώ κάνει το «Κάστρο» τότε, ας πούμε, μία, και το κράτησα γύρω, από το ‘82 μέχρι το ‘90. Και από κει μετά, το ‘85, το κάναμε μόνο λαϊκό το μαγαζί. Ήταν... Είχε και φαγητό το μαγαζί και γινότανε χαμός. Πήγαινε πάρα πολύ καλά αυτό το μαγαζί. Και από εκεί ξεκίνησε και ο Αντώνης ο Ρέμος την καριέρα του και η Νατάσα η Θεοδωρίδου. Αργότερα ο Χρήστος ο Πάζης, ο Κώστας ο Μακεδόνας. Δηλαδή από αυτό το μαγαζί... Ήτανε γουρλίδικο μαγαζί. Και μάλιστα τον Αντώνη τον Ρέμο, ήταν το ‘87 που τον πήρα στο μαγαζί εγώ και ήταν 17 χρονών, ήταν αυτός. Ο Αντώνης, ήταν 17 χρονών τότε. Και του άλλαξα και το επίθετο. Από Πασχαλίδη, του το έκανα Αντώνης Ρέμος. Ρέμος δηλαδή.

Δ.Μ.:

Για να είναι πιο εύηχο;

Σ.Φ.:

Και έκανε... Να είναι πιο μικρό, πιο εύηχο, τέλος πάντων. Επειδή είχε και το ταλέντο, το έβλεπα, ας πούμε, και του έλεγα: «Εσύ θα κάνεις καριέρα, πρόσεξε. Οπότε να το αλλάξουμε, να το κάνουμε πιο μικρό, πιο ωραίο, να πούμε. Για να σου πάνε και καλά τα πράγματα». Και όντως δηλαδή, όπως τα υπολογίζαμε, έτσι γίνανε. Και όπως και με τη Νατάσα τη Θεοδωρίδου. Και αυτή είχε, [00:30:00]φαινόταν το ταλέντο της από μικρό, και εγώ το ‘βλεπα. Το ‘βλεπα αυτό, γιατί και από μένα έπαιρνα παράδειγμα. Και εγώ ήμουνα κάπως έτσι δηλαδή, το είχα το ταλέντο, ας πούμε, από μικρός. Και αυτοί μικροί ξεκίνησαν και μετά πήραν... Εντάξει. Απλά, τι γίνεται; Ότι όσοι φύγαμε και πήγανε στην Αθήνα, και φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη, πήγανε στην Αθήνα, εκεί κάνανε, το όνομά τους ξέφυγε τελείως, ας πούμε. Εγώ έμεινα στη Θεσσαλονίκη. Φυσικά το μετάνιωσα.

Δ.Μ.:

Η Θεσσαλονίκη όμως, εκεί το ‘70 και το ‘80, μου είπαμε και εσείς, ότι είχε πάρα πολλή κίνηση.

Σ.Φ.:

Ναι, εγώ για αυτό έμεινα. Επειδή έλεγα: «Δεν χρειάζεται. Γιατί να πάω στην Αθήνα;». Έκανα την οικογένειά μου μετά, το ‘87, το σπίτι μου, τα παιδιά μου, ξέρω ‘γω. Έκανα και το πρώτο μου παιδί. Έλεγα τώρα: «Τι να σηκωθώ να φύγω να πάω στην Αθήνα;». Αφού πάλι 7 ημέρες δουλεύαμε. «Και είμαστε καλά. Εντάξει, γιατί να φύγω, να πάω στην Αθήνα;». Ε, να όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα.

Δ.Μ.:

Πότε αρχίζει και γίνεται-

Σ.Φ.:

Πηγαίνοντας στην Αθήνα δηλαδή, πήγαινες σε μία μεγάλη εταιρεία και άρχιζες, έμπαινες στα μεγάλα μαγαζιά, που είχες όλα τα μέσα ενημέρωσης με το μέρος σου, θα είναι στην τηλεόραση, ξεκίνησε και το, η ελεύθερη ραδιοφωνία, τα πολλά τα κανάλια, ας πούμε, και τα ιδιωτικά κανάλια, ας πούμε, που έβγαινες στις τηλεοράσεις και έβγαινε το όνομά σου. Οπότε από την Θεσσαλονίκη είμαστε ξεχασμένοι εμείς. Δηλαδή πόσες εκπομπές να έχουμε κάνει; Εδώ ερχόντουσαν, θυμάμαι τώρα, που έχω, εκπομπές που έχω κάνει με τη Ρούλα την Κορομηλά, όταν ερχόταν στη Θεσσαλονίκη και μαζευόταν εκεί στον Λευκό Πύργο, κάνανε, ξέρω ‘γω, στήνανε για να κάνουμε εκπομπή, από δω τα πρωινά, «Πρωινός καφές» κλπ., και φέρναν από την Αθήνα καλλιτέχνες. Αλλά από δω παίρναν και κάποιους καλλιτέχνες, δηλαδή τα πρώτα ονόματα, ας πούμε. Και όταν πρωτοβγήκα εγώ –εκεί εμένα δεν με ήξερε η Κορομηλά, ας πούμε– και είδε τι γινόταν από κάτω, μου είπε: «Πώς γίνεται αυτό το πράγμα; Και να μη σε ξέρουμε εμείς;». Λέω: «Γιατί δεν με βγάζετε. Γιατί δεν μας βγάζετε εμάς, δηλαδή τους Θεσσαλονικείς». Και άμα δεν είσαι και κοντά, ας πούμε, στα μέσα και στις γνωριμίες, δεν είναι εύκολο πράγμα. Οπότε, όσοι, εγώ που έμεινα δηλαδή, και όσα παιδιά μείναμε εδώ πέρα και δεν κατεβήκαμε στην Αθήνα, δεν φτάσαμε εκεί, ας πούμε, που μας άξιζε να φτάσουμε. Ενώ ο Ρέμος, αυτοί που πήγαν, ας πούμε, ο Βέρτης, τα παιδιά που σηκώθηκαν... Και τότε παίρνανε τα ταλέντα από εδώ πέρα, γιατί υπήρχαν οι εταιρείες τότε, τους παίρναν από δω και τους λέγανε: «Θα έρθεις μεν στην εταιρεία, αλλά θα έρθεις στην Αθήνα. Με συμφωνία. Δεν θα μείνεις εδώ». Και έτσι πήγαν, ας πούμε, τα παιδιά και κάναν αυτή την τεράστια καριέρα, που κάναν, ας πούμε, και που κάνουνε και σήμερα.

Δ.Μ.:

Πώς τους εντόπιζαν αυτές οι εταιρείες; Υπήρχαν άτομα που πήγαιναν-

Σ.Φ.:

Πήγαιναν στα μαγαζιά. Ερχόντουσαν στα μαγαζιά και ακούγανε φωνές, ρε παιδί μου. Και μετά ερχόταν ένα team από παραγωγούς. Ήταν όλοι οι παραγωγοί της Sony, της Minos, της BMG, ένα team 7-8-10 άτομα, ας πούμε, και έβλεπαν το πρόγραμμα. Μόλις βλέπαν κανένα ταλέντο, κάποιος που να τους κάνει κλικ, τον κρατούσαν. Του φωνάζαν μετά, λέγαν: «Έλα εδώ», και τον κάναν συμβόλαιο, ας πούμε, ότι: «Ξέρεις τι; Σε θέλουμε στην εταιρεία». Χωρίς να πληρώνει, χωρίς τίποτα. Τα φτιάχνανε όλα αυτοί. Αλλά βλέπαν το ταλέντο. Έτσι; Αυτοί είχαν και την εμπειρία, για να το κάνουν αυτό, δεν το κάνανε δηλαδή στη τύχη. Και έτσι γινόταν, ας πούμε. Μετά, και ο Βασίλης ο Καρράς δηλαδή εδώ πέρα είχε κάνει... Μετά από τον πέμπτο-έκτο του δίσκο, τον πήρε η Minos, ας πούμε, και τον έκανε. Εδώ είχε κάνει το όνομα του. Δηλαδή εμείς εδώ πέρα τα ονόματά μας υπήρχανε. Γεμίσαμε τα μαγαζιά εδώ. Αυτά τα ξέραν οι Αθηναίοι. Απλά εμείς δεν κατεβαίναμε στην Αθήνα για δουλειά, γιατί δεν μας ξέρανε στην Αθήνα. Μετά πριν, πριν γίνουν οι ιδιωτικοί σταθμοί, στα FM ήτανε οι ερασιτεχνικοί σταθμοί, που εμείς πάνω από την Λάρισα δεν φτάνανε. Η φωνή μας πάνω από την Κατερίνη δεν έφτανε. Δεν ακουγόντουσαν τα ραδιόφωνα, ας πούμε, και δεν μας ανακάλυπταν εμάς εύκολα. Εγώ δηλαδή, να φανταστείς, ότι το ‘83-‘84, μετά τον πρώτο μου δίσκο, όταν μπήκα να κάνω τον δεύτερο το ‘85 περίπου και ήμασταν στην Vasipap και εγώ και ο Καρράς και ο Μελάς και η Μαριάνθη Κεφάλα, ήμασταν δηλαδή στην εταιρεία της Θεσσαλονίκης, τότε ακόμα δεν υπήρχαν τα ραδιόφωνα τα ιδιωτικά, τα νόμιμα. Και έφευγα εγώ, επειδή είχα τις διασυνδέσεις με Αθήνα, έπαιρνα τους δίσκους, έπαιρνα τον δικό μου τον δίσκο, που κυκλοφόρησε, ας πούμε, έπαιρνα και του Καρρά, έπαιρνα του Μελά, έπαιρνα της τσάντες, με τις τσάντες και πήγαινα στα ραδιόφωνα. Και έλεγα: «Πάρε κι αυτό. Πάρε και αυτό». Και έλεγαν: «Ποιοι είναι αυτοί;». Δηλαδή δεν μας ξέρανε. Και μετά μας ανακάλυψαν, ας πούμε. Ε, μετά γίνανε τα ραδιόφωνα τα ελεύθερα, τα... Ναι. Και ξεκίνησε η ιστορία αυτή, με την τηλεόραση, με τα... Βγαίναμε στα τοπικά τα κανάλια τότε. Γινόντουσαν εκπομπές μουσικής. Σήμερα δεν γίνεται τίποτα από όλα αυτά. Γενικά έχει αλλάξει. Δηλαδή τότε ήταν πολύ δύσκολο ένα παιδί να κάνει καριέρα. Δηλαδή να... Έπρεπε να του γίνει πρόταση από εταιρεία, να τον πάρει εταιρεία, να τον αναλάβει και να τον κάνει. Δηλαδή δεν είναι όπως σήμερα, που κάνεις ένα τραγούδι στο YouTube. Μπορεί, ας πούμε, να κάνει κάτι κλικ, ξέρω ‘γω, κλπ., να σε ακούσουν, να σε... Και από το YouTube να κάνεις επιτυχία, ας πούμε, τύπου Παντελίδη. Έτσι; Του παιδιού, που έκανε τεράστια επιτυχία μέσα από το YouTube, ας πούμε. Και άλλα πολλά παιδιά, που ξεκίνησαν κάποια παιδιά, και άλλα που προσπαθούν να κάνουν. Αλλά δεν είναι η λύση το YouTube. Άμα δεν βγεις στην τηλεόραση, αν δεν, τα μέσα ενημέρωσης, τα προγράμματα δεν σε παίξουν, που έχουν αλλάξει πάρα πολύ και ο τρόπους που λειτουργούν τα ραδιόφωνα τώρα. Και ο τρόπος, που λειτουργεί, έχει αλλάξει. Και, δηλαδή, καταρχήν, έχουν αλλάξει μέχρι και οι χροιές των τραγουδιστών. Δηλαδή σήμερα, άμα ακούσεις, κλείσεις τα αυτιά σου και βάζεις ένα ραδιόφωνο και παίζει, το 80 % δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος τραγουδιστής είναι, πέρα από 2-3 άτομα, ας πούμε. Όλοι αισθάνεσαι ότι είναι ίδιες οι φωνές. Δηλαδή εγώ, ας πούμε, που είναι και η δουλειά μου και καμιά φορά λέω: «Αυτός ποιος το λέει; Το άλλο ποιος το λέει;». Δηλαδή, που σε μας ήταν διαφορετικά, γιατί ο καθένας είχε τη δικιά του ταυτότητα, τη δικιά του χροιά και δικιά του φωνή, και έλεγες: «Αυτός είναι ο Τερζής. Αυτός είναι ο Καρράς. Αυτός είναι ο Μελάς. Αυτός είναι ο Αγγελόπουλος, ο Διονυσίου». Δηλαδή, οι φωνές ξεχώριζαν. Σήμερα δεν ξεχωρίζουν. Δηλαδή πολύ ελάχιστοι είναι που ξεχωρίζουν.

Δ.Μ.:

Να σας ρωτήσω για τότε; Τα νέα ταλέντα πώς τα, πώς αναδεικνύονται; Πού τους έβρισκαν καταρχάς;

Σ.Φ.:

Τότε αυτό το πράγμα... Από τα μαγαζιά που δουλεύουνε. Ερχόντουσαν στο δικό μου, που δούλευα εγώ, ρε παιδί μου, βλέπανε. Αν δεν βλέπανε τίποτα, θα πηγαίνανε σε ένα άλλο μαγαζί.

Δ.Μ.:

Όχι μόνο οι δισκογραφικές. Αλλά πώς άρχιζαν και έπαιζαν; Εσάς σας βρήκανε, ας πούμε, γιατί είπατε ότι κάποιος ήξερε ότι παίζατε ακορντεόν.

Σ.Φ.:

Όχι, εγώ επειδή γέμιζα τα μαγαζιά. Γέμιζα μαγαζιά.

Δ.Μ.:

Την πρώτη φορά, που σας είχανε ζητήσει.

Σ.Φ.:

Ναι, μου έκανε, γιατί πουλούσα, πουλούσα τότε τις πειρατικές τις κασέτες, που έκανα. Τα live δηλαδή. «Έπαιζε» το όνομά μου, ρε παιδί μου. Παντού. Σταυράκης, Σταυράκης, Σταυράκης. Σου λέει η εταιρεία: «Ποιος Σταυράκης;».

Δ.Μ.:

Πριν, ανεξάρτητα από τις εταιρείες, ένα παιδί, που ήθελε να-

Σ.Φ.:

Δεν γινόταν-

Δ.Μ.:

Να δουλέψει στη νύχτα.

Σ.Φ.:

Δεν υπήρχε. Πήγαινε να πιάσει δουλειά σε ένα... Πήγαινε. Τραγουδούσε καλά, ας πούμε. Ε, με γνωριμίες, με το ένα, το άλλο έμπαινε σε ένα μαγαζί. Αν ήταν καλός, τραγουδούσε. Αλλά δεν μπορούσες από τη μία στιγμή στην άλλη να κάνεις και δισκογραφία. Δηλαδή σε μας, θα τραγουδούσες 6-7 χρόνια, να καταξιωθείς, να κάνεις το όνομά σου και μετά θα σου κάνανε έναν δίσκο, θα έκανες έναν δίσκο. Σε αντίθεση με σήμερα, ας πούμε. Σήμερα κάνει άλλος πρώτα τον δίσκο και μετά πάει στα, να δουλέψει. Κατάλαβες; Γίνεται, γίνονται και αυτά. Τότε έπρεπε να δουλέψεις, να αγωνιστείς, να ξενυχτήσεις, να δημιουργήσεις κόσμο, να σε ακολουθεί κόσμος, να δημιουργήσεις ένα όνομα και να έρθει η εταιρεία να σου πει: «Έλα μαζί μας». Γιατί σου λέει: «Εντάξει, είναι καλός στη δουλειά του. Τον αγαπάει ο κόσμος, να πάρει το δίσκο του». Γιατί όλα για τα λεφτά γίνονται, και τότε. Οπότε δηλαδή γινόταν αυτή η κατάσταση, τότε

Δ.Μ.:

Τα μαγαζιά των εφηβικών σας χρόνων τα θυμάστε; Τότε που εσείς ξεκινήσατε.

Σ.Φ.:

Πώς δεν τα θυμάμαι; Πώς δεν τα θυμάμαι; Τότε ήταν η μοκέτα στη μόδα, γύρω-γύρω μοκέτα, γύρω-γύρω μοκέτα, τα μικρά τα προβολάκια, τα sill beam τα λέγαν τότε, που κάνανε την κουρτίνα, ας πούμε, που πετούσαν ένα φως κάτω, ας πούμε. Ούτε ρομποτικά υπήρχαν, ούτε ο ήχος αυτός που υπάρχει σήμερα, δηλαδή, που είναι, ακούς, και ακούς δίσκο. Μικροφωνικές τότε, λίγα, μικρά μηχανήματα, τέλος πάντων. Αλλά εντάξει, επειδή ήτανε όλα έτσι, προσπαθούσε ο καθένας να κάνει κάτι το καλύτερο. Από διακόσμηση δεν μπορώ να πω ότι... Απλά αργότερα, μόλις, όσο περνούσαν τα χρόνια, η Θεσσαλονίκη υπερτερούσε στα μαγαζιά, έκανε πιο όμορφα μαγαζιά από την Αθήνα. Και μετά ακολούθησε και η Αθήνα να φτιάχνει, έτσι, πιο ωραία μαγαζιά. Παίρναν από δω ιδέες. Οι ιδέες ξεκινούσαν από δω πάντα. Ακόμα και ο τρόπος που τραγουδούσαμε. Δηλαδή εδώ πέρα οι ταχύτητες, τα ποτ πουρί που κάναμε και τέτοια ξεκινούσανε από την Θεσσαλονίκη. Μετά, η Θεσσαλονίκη ήταν πάρα πολύ αυστηρή στο κριτήριο του καλλιτέχνη. Δηλαδή μπορεί στην Αθήνα να γινόταν, να έκανε ένας ένα πανελλαδικό σουξέ, με επιτυχία, να ακούγεται παντού και αυτά. Όταν ερχόταν στη Θεσσαλονίκη, έτσι και ερχότανε και το έπαιζε στην πίστα ότι: «Εγώ είμαι τώρα και το...», ο κόσμος αυτό το καταλάβαινε και τον τιμωρούσε μετά. Δηλαδή θα πήγαινε 1-2-[00:40:00]3 μέρες και θα έβγαινε η βρώμα κατευθείαν, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μικρή. Έβγαινε: «Πήγαμε στον τάδε, μάπα το καρπούζι», ας πούμε. Οπότε σε 10 μέρες έκλεινε, έφευγε, τον διώχνανε, γιατί δεν πήγαινε άλλο ο κόσμος. Ήταν μεγάλο κριτήριο. Για αυτό όσοι καλλιτέχνες ερχόντουσαν εδώ και έβλεπαν ότι πιάσανε τον κόσμο της Θεσσαλονίκης, λέγανε: «Τέρμα, επιτυχία υπάρχει». Κατάλαβες; Ήταν μεγάλο κριτήριο. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα, δεν είναι και έτσι. Η Αθήνα ήταν πιο... Καταρχήν, είναι 4 φορές η… 4 Θεσσαλονίκες, ας πούμε. Είναι πολύ, τεράστια. Οπότε υπάρχει πολύς κόσμος εκεί. Δεν μπορούσες, ας πούμε... Όταν πρωτοκατέβηκα, ας πούμε, και δουλέψαμε, ας πούμε, εγώ θεώρησα ότι είναι τόσο εύκολος ο κόσμος, δηλαδή το να τον... Με αυτό που δίναμε εμείς εδώ, δηλαδή εδώ έπρεπε να δώσεις το, από το 10 το 9, το 9 στα 10, ας πούμε. Στα 10 να δώσεις το 9, για να κερδίσεις τον Θεσσαλονικιό. Στην Αθήνα έδινες το 5, ας πούμε.

Δ.Μ.:

Πότε ξέρατε, ότι κερδίσατε τον Θεσσαλονικιό;

Σ.Φ.:

Εγώ από μικρός

Δ.Μ.:

Το βλέπατε;

Σ.Φ.:

Από μικρός, βέβαια. Από τα 16-17, που πήγαινα, όταν έφευγα από ένα μαγαζί στο άλλο, γιατί συνήθως εμένα με παίρνανε, ας πούμε, από ένα μαγαζί, όταν έπεφτε ένα μαγαζί: «Ποιον να πάρουμε; Να πάρουμε τον Σταυράκη». Και με έπαιρνε. Όταν με έπαιρνε αυτό το μαγαζί, ανέβαινε στα ύψη το μαγαζί. Το άλλο, που έφευγα, έπεφτε. Οπότε βλέπεις ότι σε ακολουθεί ο κόσμος, ας πούμε. Και σήμερα, ας πούμε, άμα ρωτήσεις, έτσι, της ηλικίας μου ανθρώπους, που με ξέρουν από παλιά, όλοι θα σου πούνε αυτό το πράγμα: «Α, ρε Σταυράκη. Τι γίνεται;». Και τώρα ακόμη Σταυράκη με φωνάζουν, ας πούμε. «Τι γινόταν τότε στο Κάστρο; Στα άλλα τα μαγαζιά, τέλος πάντων;». Εντάξει, τότε άλλη διασκέδαση, άλλη η ψυχολογία του κόσμου. Και τα νέα τα παιδιά τότε ας πούμε βγαίνανε στα μπουζούκια, βγαίνανε. Δηλαδή ακούγανε ονόματα, αυτά, ξέρω ‘γω. Αλλά ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα στο τι: Και αυτά που καταστρέψανε τα μπουζούκια είναι ότι οπουδήποτε βλέπεις, γίνονται τόσα live, ας πούμε, σε χώρους, που δεν είναι μπουζούκια. Τα μπαράκια, οι καφετέριες, τα τσιπουράδικα, οι ταβέρνες, όλοι κάνουν live δηλαδή. Οπότε τα μπουζούκια έχουν πέσει πάρα πολύ. Για αυτό-

Δ.Μ.:

Πώς ήτανε το-

Σ.Φ.:

Δεν υπάρχουν μπουζούκια σήμερα. Δεν υπάρχουν μπουζούκια, υπάρχουνε live, live σκηνές υπάρχουν. Δεν είναι μπουζούκια, όπως ήτανε τα μπουζούκια.

Δ.Μ.:

Τι είναι;

Σ.Φ.:

Τότε τα μπουζούκια τι ήτανε; Πιάτο. Δεν έχει τώρα πιάτα. Στις καφετέριες, όταν κάνεις ένα live, το πολύ-πολύ να βάλουν λουλούδια, ας πούμε. Τότε ήταν τα πιάτα. Τόνοι τα πιάτα στα μπουζούκια. Τραγουδάς επάνω στα πιάτα. Χώρια τα... Πιάτα, λουλούδια και σαμπάνιες. Να βλέπεις τα κιβώτια τις σαμπάνιες, να ανοίγουν όλοι οι σερβιτόροι σαμπάνιες, ας πούμε, σε ένα τραγουδιστή. Να σπάνε, ξέρω 'γω, 5.000 πιάτα ο καθένας εκεί πέρα. Να γίνεται χαμός. Αλλά τότε υπήρχε και οικονομική άνεση. Υπήρχε το χρήμα, ας πούμε. Και υπήρχε και να δείχνει ο καθένας ότι: «Εγώ είμαι ο τάδε», ας πούμε. Υπήρχαν. Και υπήρχε το χρήμα, που κυκλοφορούσε. Σήμερα δεν υπάρχει. Σήμερα είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Όχι σήμερα, δηλαδή αυτό ξεκίνησε από την, από το 2009, που ξεκίνησε η κρίση. Δηλαδή εμείς δουλεύαμε 7 μέρες μέχρι το ‘90. Μέχρι το 2000 περίπου, ήμασταν εξαήμερο. Δηλαδή το λιγότερο ήταν το εξαήμερο, ας πούμε, άντε πενθήμερο. Μετά άρχισε τετραήμερο, τριήμερο, διήμερο. Τώρα δεν μπορεί... Τότε δηλαδή τα επαγγέλματα, ο μουσικός ήταν μουσικός. Δούλευε 6-7 μέρες την εβδομάδα και ήταν μουσικός στο επάγγελμα του. Σήμερα ένας, άμα θέλει να γίνει μουσικός, ένα παιδί, δεν μπορεί να ζήσει. Δεν μπορεί να ζήσει μόνο με 2 μέρες να δουλεύει, 2 ημέρες ή 1 μέρα την εβδομάδα, να πάρει 60-70 ευρώ, άντε 100, και να ζήσει την οικογένειά του. Οπότε αναγκάζονται τα παιδιά και κάνουνε και δεύτερες δουλειές και να μπορέσουν να ζήσουνε. Οπότε, έφυγε αυτό το πράγμα, δηλαδή, της μουσικής. Οι σερβιτόροι ήταν σερβιτόροι με τα ποσοστά τους. Οι σερβιτόροι παίρναν και πιο πολλά λεφτά από μας δηλαδή καμιά φορά, γιατί υπήρχε το πουρμπουάρ, υπήρχε το ένα, το άλλο. Και βγάζανε πολλά χρήματα οι σερβιτόροι λοιπόν. Οπότε, ήτανε το επάγγελμα του σερβιτόρος. Δούλευε 7 ημέρες την εβδομάδα και έβγαζε πολύ καλά λεφτά. Σήμερα πάνε όλα αυτά, δεν υπάρχουν αυτά, τίποτα. Έχει αλλάξει τελείως η νοοτροπία. Μετά, και ο κόσμος αντιμετώπιζε τον καλλιτέχνη, ας πούμε, είδωλο. Δηλαδή ερχόταν, ρε παιδί μου, ένα όνομα, ας πούμε, ακόμη και μετέπειτα, μέχρι η εποχή, η γενιά, η γενιά που μελετήσαμε εμείς... Ας πούμε, εγώ μελέτησα τον Στράτο Διονυσίου, τον Βοσκόπουλο, τον Καζαντζίδη, τον Αγγελόπουλο, αυτή την, αυτή τη γενιά των τραγουδιστών. Μετά βγήκε η δική μας η γενιά, ο Τερζής, ο Μελάς, ο Πανταζής, ο Αντύπας, αυτή η φουρνιά, ας πούμε. Μετά από μας βγήκανε τα επόμενα τα παιδιά. Δηλαδή... Και ο καθένας δηλαδή κοιτούσε ποιος έκανε επιτυχία. Μελετούσαμε και τους προηγούμενους. Οι προηγούμενοι όμως ήτανε και φωνάρες όμως και ήτανε... Δηλαδή τραγουδούσαν, είχανε την ψυχή, ας πούμε. Κατάλαβες; Εμείς μάθαμε αυτό το πράγμα. Δεν τραγουδούσαμε μηχανικά, ούτε, ας πούμε, το παίζαμε, ότι: «Εγώ είμαι ο...». Τουλάχιστον εμείς οι Θεσσαλονικείς. Γιατί εντάξει, η ταμπέλα, ας πούμε, ήταν ταμπέλα. Στην Αθήνα, ας πούμε, δουλεύανε σχήμα Βοσκόπουλος, Διονυσίου, πώς τη λέγανε, η Βίκυ Μοσχολιού, και η Δούκισσα, ας πούμε. Δηλαδή ένα σχήμα 5 ονόματα βαρβάτα και δουλεύαν σε ένα μαγαζί. Κατάλαβες; Τώρα μετά, μετέπειτα έβλεπες: «Εγώ δεν δουλεύω με αυτόν. Εγώ δεν δουλεύω με αυτόν». Άρχισαν δηλαδή να γίνονται ίντριγκες τέτοιες, ας πούμε, στα μαγαζιά, που άρχισε να χαλάει το όλο το θέμα. Και το χειρότερο, που χάλασε μετά την, μετά το 2010, να το πω εγώ, άρχισαν πολλοί να αφαιρούν το μπουζούκι μέσα από τα τραγούδια, ας πούμε. Δηλαδή άρχισε να αλλάζει η μουσική, να έρχονται πιο ευρωπαϊκοί ήχοι, πιο ανατολίτικοι ήχοι, να φεύγει το μπουζούκι, ρε παιδί μου, το ζεϊμπέκικο, να είναι ζεϊμπέκικο. Κατάλαβες; Εντάξει, φυσικά προλάβαμε και κάναμε κάποια τραγούδια, που κράτησαν στον χρόνο, τουλάχιστον εγώ και πολλοί συνάδελφοι, ας πούμε, αυτής, που είμαστε ακόμα και δουλεύουμε, που έχουμε την προίκα μας, ας πούμε. Εγώ έχω γύρω στα 170 δικά μου τραγούδια, ας πούμε. Έχω 20-30 τραγούδια, τα οποία μείνανε στο χρόνο και τα ακούει, τα ακούς και σήμερα. Και μας τα ζητάει ο κόσμος, ας πούμε. Πήγαν από γενιά σε γενιά αυτά. Τα άκουγε ο παππούς, τα άκουγε... Εμείς είμαστε 4η γενιά τώρα, δηλαδή εγώ μεγάλωσα, ας πούμε, τον σημερινό τον προπάππου, ας πούμε. Γιατί από το... Δηλαδή, αυτοί που ήτανε 17-18 χρονών τότε, το ‘70, έτσι, αυτοί γίνανε παππούδες τώρα, ας πούμε. Είναι, πολλοί φύγανε και από τη ζωή, ας πούμε. Κατάλαβες; Και είναι τα παιδιά τους, ας πούμε, μετά είναι τα εγγόνια τους, και αυτά εδώ. Και στη συζήτηση που γίνεται στο σπίτι μέσα ότι: «Εγώ πήγαινα στον Φωτιάδη. Πήγαινα στο τάδε μαγαζί. Πήγαινα...», τα ακούει αυτά και σου λέει... Όπως τα ακούς και εσύ από τον πατέρα σου, ας πούμε, και λες τώρα: «Τι γινόταν τότε;» Κι όμως, γινόταν τότε. Ήταν άλλες εποχές. Ήταν οι καλές οι εποχές των μπουζουκιών, ρε παιδί μου. Έβγαινε, ας πούμε, και τάφος μέσα το μαγαζί. Έβλεπες σε, ο κόσμος δηλαδή, σε λαχταρούσε να σε δει. Τώρα βλέπεις: «Βάλε το τσιφτετέλι να παίζει. Βάλε ένα ντάπα-ντούπα να παίζουν και άντε». Και να μην, και δεν τους ενδιαφέρει και ποιος τραγουδάει, ας πούμε. Πέρα... Για αυτό τώρα βλέπεις ότι γίνονται, άρχισαν και γίνονται συναυλίες τώρα. Δεν έρχονται σε μαγαζιά τώρα. Δηλαδή βλέπεις τώρα, πόσες συναυλίες γίνονται στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα. Κάνουνε συναυλίες στο θέατρο Γης, στο τάδε γήπεδο, σε αυτό. Παλιά, τέτοια εποχή, τώρα δηλαδή, υπήρχαν τα καλοκαιρινά μαγαζιά στο αεροδρόμιο. Η Βίσση, δίπλα ο Βοσκόπουλος, δίπλα ο Πάριος, δίπλα ο Χριστοδουλόπουλος. Δηλαδή είχε 10 μαγαζιά με live μουσική. Και μαγαζάρες κιόλα. Όλα είναι κλειστά. Να τώρα θα έρθει ο Βέρτης, ας πούμε. Κάθε χρόνο έρχεται τον Αύγουστο. Δηλαδή από εκεί να καταλάβεις ό,τι δεν υπάρχει. Και εντάξει, μας... Αυτή η κρίση δηλαδή επηρέασε πάρα πολύ τις δουλειές, μαζεύτηκε ο κόσμος στης γειτονιάς, ας πούμε, τα μαγαζιά. Η γειτονιά άρχισε να κάνει, σου λέει: «Ας κάνουμε ένα ψιλο-live, να φέρουμε προγραμματάκια μικρά». Τέλος πάντων, κράτησε τον κόσμο εκεί, σε σημείο που να αφαιρέσει τις δουλειές από τα μπουζούκια. Οπότε κλείσανε και όλα τα μαγαζιά, όλα τα μπουζούκια. Δεν υπάρχουν μπουζούκια πλέον. Δεν υπάρχουν. Και αυτά που υπάρχουν, τα μεγάλα μαγαζιά, η «Πύλη Αξιού», που έχουμε εδώ στη Θεσσαλονίκη, και τα άλλα τα μεγάλα, αυτά είναι θεόρατα μαγαζιά, που δουλεύουνε, φέρνουν ένα όνομα για 15 για 10, 8-10 εμφανίσεις. Αυτό είναι. Ενώ τότε δουλεύανε σεζόν. Από το καλοκαίρι μέχρι την, το χειμώνα, ξέρω ‘γω. Ξεκινούσαν από το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, πήγαινε μέχρι το Μάρτιο μήνα, Απρίλιο. Μετά γινότανε άλλα σχήματα, μετά... Τώρα δεν γίνονται αυτά.

Δ.Μ.:

Μου το αναφέρατε και θέλω να μου το αναπτύξετε λίγο περισσότερο. Πώς ήταν η ατμόσφαιρα τότε, που εσείς την βλέπετε από τη μεριά της πίστας, ας πούμε; Και πώς είναι τώρα; Πώς ήταν ένα μαγαζί μέσα;

Σ.Φ.:

Τότε πώς ήτανε; Τότε καταρχήν, όταν ξεκινούσε το... Εντάξει, ξεκινούσε το πρόγραμμα, τέλος πάντων, ο κόσμος άκουγε. Το πρώτο πρόγραμμα ήταν ακουστικό, ρε παιδί μου. Οι μοντέρνοι οι τραγουδιστές λέ[00:50:00]γανε τα μοντέρνα τότε, ήταν τα μοντέρνα τραγούδια, ας πούμε. Εποχή, τι να σου πω τώρα; Ο Χαριτοδιπλωμένος, η Σαμπρίνα. Δηλαδή, που λέγανε τα μοντέρνα. Μετά είχε, υπήρχαν τα μπαλέτα. Δηλαδή τους πλαισίωναν, πλαισίωναν και εμάς ακόμα, πλαισιώνανε μπαλέτα. Σιγά-σιγά πήγαινε προς το λαϊκό, ας πούμε. Μετά, όταν έβγαινε το όνομα, ας πούμε, οι φίρμες, τα πρώτα ονόματα, στο πρώτο πρόγραμμα δεν ανέβαινε να χορέψει κανένας. Ο κόσμος το έβλεπε το πρόγραμμα. Άκουγε, έπινε και μετά, ας πούμε, από κάποια στιγμή και μετά άρχιζε ο χορός, ας πούμε. Και μέχρι το πρωί γινότανε χαμός. Και τα πιάτα και τα λουλούδια και αυτά εδώ και γινότανε η κατανάλωση. Δεν υπήρχανε. Τότε δεν έπαιρνες, πήγαινες να πάρεις ένα ποτό. Τι να σου κάνει το ποτό σε ένα;... Τότε πήγαινες, ας πούμε και έλεγες: «Φέρε το μπουκάλι», ας πούμε. Κατάλαβες; Και έπινε ο κόσμος, ρε παιδί μου, και δεν υπολόγιζε και πόσο κάνει το μπουκάλι τότε. Γιατί υπήρχε το μεροκάματο, υπήρχε δουλειές, δούλευε. Σήμερα είναι ότι ο κόσμος κοιτάζει, όσο... «Πού υπάρχει πιο φθηνό, αυτό, εκεί θα πάω». Για αυτό βλέπεις ότι και στις συναυλίες, ας πούμε, μαζεύεται πάρα πολύς κόσμος. Σου λέει: «Θα πάω να δώσω 20 ευρώ. Θα δω ένα μεγάλο όνομα». Αρκείται σε αυτό. Ενώ τότε η διασκέδαση ήταν σε καθημερινή βάση. Δεν ήτανε δηλαδή μόνο ένα Σάββατο και μία Παρασκευή, να πάμε να ακούσουμε κάποιον. Γιατί βλέπεις κανένα όνομα να έρθει και να δουλεύει; Παρασκευή-Σάββατο, αν θα δουλέψει. Ή μόνο Σάββατο. ‘Η κάνουν 2 Παρασκευό-Σάββατα και τα υπόλοιπα είναι μόνο Σάββατα, γιατί δεν μπορεί... Από τα ονόματα θα περάσουν όλοι. Θα περάσουν από μία φορά, θα το δούνε και δεν θα ξαναπάνε. Γιατί είναι και πιο ακριβά, του στοιχίζει και πιο ακριβά. Γιατί εντάξει, έχουν αλλάξει οι τιμές. Δεν είναι όπως... Δηλαδή... Ενώ τότε ήτανε πιο προσιτά τα πράγματα. Μπορούσε και ο μεροκαματιάρης ακόμα, που δούλευε, να βγει και να πιει ένα μπουκάλι. Και θα του περίσσευαν και χρήματα, ας πούμε. Σήμερα δεν είναι... Είναι όλα αυτά, κρίσεις, κορονοϊός. Δηλαδή μας βρήκανε, δεν μπορεί να συνέλθει ο κόσμος. Μετά, το δικό μας το επάγγελμα ήταν επάγγελμα. Ήταν επάγγελμα. Έλεγες τραγουδιστής και το... Τώρα τι να πεις; Τραγουδιστής; Με μία φορά την εβδομάδα, που θα δουλέψω; Θα κάνω δηλαδή 40 μεροκάματα τον χρόνο. Που να... Τι να τα κάνεις 40-50 μεροκάματα; Και τα υπόλοιπα; Δηλαδή δεν μπορείς να το θεωρήσεις τώρα επάγγελμα. Πέρα από τώρα, άμα κάνεις μια μεγάλη επιτυχία, ας πούμε, εντάξει. Θα πας και στο εξωτερικό, θα κάνεις συναυλίες, θα κάνεις... Εντάξει. Αλλά τα νέα τα παιδιά, εγώ που βλέπω τώρα, και προσπαθούν να κάνουνε και μου λένε, ζητάνε την γνώμη μου, λέω πρώτα: «Άλλη δουλειά τι ξέρεις να κάνεις;», «Να, δεν ξέρω», «Πρέπει να βρεις. Να κάνεις πρώτα άλλη δουλειά, και κυνήγα και το όνειρο σου να γίνεις. Και αν γίνει το όνειρό σου, παράτησέ την» Δεν μπορείς να πεις ότι: «Θα πω, θα γίνω τραγουδιστής σήμερα, ή θα γίνω μουσικός». Πού να ζήσεις; Πού να ζήσεις; Εμένα ο εγγονός μου ο ένας, ο μεγάλος, το έχει πάρα πολύ με τη μουσική, πάρα πολύ, από μωρό, ας πούμε, από 3-4 χρονών τραγουδάει, παίζει, κάνει. Έτσι; Δεν θα τον αφήσω. Δεν... Λέω: «Θα σου αρέσει η μουσική, να την κάνεις, αλλά πρώτα να κοιτάξεις το μέλος σου σε άλλη δουλειά, και μετά θα το κάνεις αυτό για χόμπι». Και εγώ είμαι ευτυχισμένος, που το χόμπι μου το έκανα επάγγελμα. Απλά στεναχωριέμαι, πως φτάσανε έτσι τα πράγματα, ας πούμε, και πάρα πολλοί συνάδελφοί μου, της δικιάς μου της γενιάς, δεν έχουνε να φάνε σήμερα, γιατί δεν κάνανε, ούτε καριέρα κάνανε, ούτε δουλέψαν σε πολλά αυτά. Αγαπήσανε το τραγούδι, ασχολήθηκαν με αυτό, δεν μάθανε να κάνουν τίποτα άλλο και φτάσανε μετά, όταν πέρασαν και ήρθε η κρίση και όλα αυτά, ας πούμε, που δεν τους έπαιρναν πλέον και μεγαλώσανε, να μην έχουμε κάτι σαν επάγγελμα. ‘Η να έχουνε, ξέρω ‘γω, μία δισκογραφία, που να έχουνε κάποια τραγούδια, που τους, που έχουνε μείνει στο χρόνο, ας πούμε, και μπορούν να δουλέψουν, να πάρουν και ένα καλό, ένα μεροκαματάκι. Κι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν, δηλαδή δεν έχουνε ούτε, γιατί ούτε σύνταξη, ούτε ένσημα είχαμε τότε. Εμείς δεν είχαμε τίποτα. Εμάς δεν μας κολλούσαν ένσημα, τους μουσικούς, ας πούμε. Δουλεύαμε 7 μέρες, κολλούσαν 3-4 ένσημα, αν κολλούσαν. Οπότε ούτε σύνταξη υπάρχει, ούτε τίποτα. Και βλέπεις, ας πούμε, ζούνε με τα επιδόματα των 200 ευρώ, ας πούμε, κάποια παιδιά, ας πούμε, κάποια, αυτοί που δεν κάναν και τα κουμάντα τους, τέλος πάντων, ή δεν κάνανε κάτι δεύτερο, εκτός από το τραγούδι. Τέλος πάντων, όλα καλά. Υγεία να έχουμε και...

Δ.Μ.:

Σας λείπει καθόλου αυτό το καθημερινό;

Σ.Φ.:

Εμένα μου λείπει. Εγώ, επειδή είχα μάθει μέχρι πρόσφατα κιόλα, εγώ δηλαδή μέχρι πριν από 2 χρόνια, δεν δούλευα κάτω από 4 μέρες. Το τετραήμερο μου ήτανε πολύ καλό. Τώρα που δουλεύουμε 2 μέρες, είναι σαν να μην δουλεύω. Δηλαδή 2 μέρες δεν μπορείς να το καταλάβεις, να το... ότι... Εγώ, επειδή είμαι εργασιομανής, δηλαδή δεν, δεν με κουράζει η δουλειά μου και την αγαπάω τη δουλειά μου, εφόσον είναι καλά τα πράγματα και πάνε καλά δηλαδή, και 5 μέρες να δουλεύω και 6 μέρες να δουλεύω, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έχω δουλέψει και 30 μέρες χωρίς... Όχι 30 μέρες. Τότε που δουλεύαμε εφταήμερα, εμείς δεν είχαμε, δεν κάναμε ρεπό ποτέ, ούτε μία μέρα ρεπό. Μετά, αργότερα, ας πούμε, κάναμε ένα ρεπό. Και, αμάν, όταν πήγα στην Αθήνα δηλαδή, και δούλευα στην Αθήνα, δουλεύαμε εξαήμερο. Και έφευγα στο ρεπό Κυριακή βράδυ, γιατί Δευτέρα είχαμε ρεπό. Κυριακή μόλις τελειώναμε, ας πούμε, έπαιρνα το αυτοκίνητο. Από κει σε 5 ώρες ήμουνα στη Θεσσαλονίκη, από τη λαχτάρα μου να ‘ρθω στο σπίτι μου, να κάτσω τη Δευτέρα, και την Τρίτη το μεσημέρι να φύγω, γιατί την Τρίτη το βράδυ δούλευα. Κατάλαβες; Αλλά μου άρεσε όμως, ρε παιδί μου. Και από οικονομικής πλευράς ήταν καλύτερα και αν... Έβλεπες τον κόσμο, ας πούμε, κάθε μέρα. Όταν βλέπεις κόσμο στο μαγαζί, το χαίρεσαι. Ε, τώρα δεν είναι... Τώρα δηλαδή δεν μπορώ να πω ότι δουλεύουμε. Δηλαδή με δύο μέρες και μία μέρα; Δύο μέρες την εβδομάδα, δεν είναι δουλειά αυτή, δεν...

Δ.Μ.:

Είναι πιο γενική αυτή η ερώτηση, αλλά αναπολείτε κάποιες μέρες ή κάποια περιστατικά, που είχατε βιώσει;

Σ.Φ.:

Κοίταξε, αυτό που αναπολώ είναι η επιτυχία, που είχαμε βιώσει τότε. Δηλαδή, όταν βγαίναμε, ας πούμε... Και εντάξει, σήμερα εγώ δεν μπορώ να πω, δεν έχω παράπονο εγώ από την δουλειά μου. Δηλαδή, δόξα τω Θεώ, έχω κάνει το όνομά μου, με ακολουθεί ο κόσμος, ακόμα με αγαπάει ο κόσμος. Όταν βγαίνω, δηλαδή παίρνω το χειροκρότημα, γιατί αυτό σε ανεβάζει, ας πούμε. Σου λέει: «Βγήκε», σε χειροκροτάνε, σου πετάν τα λουλουδάκια, χορεύει ο κόσμος. Το ευχαριστιέσαι, ας πούμε. Αυτό που αναπολώ εγώ, είναι, ότι ο θεμιτός ανταγωνισμός που είχαμε μεταξύ μας, στο ένα μαγαζί με το άλλο, το ότι κλείναμε δηλαδή μία δουλειά, την κλείναμε, από ένα χρόνο πριν ξέραμε που θα δουλέψουμε τον επόμενο χρόνο, υπήρχαν οι προτάσεις οι πολλές, προσπαθούσες να διαλέξει τους συναδέλφους, με ποιον θα δουλέψεις, με ποιον θα, σε ποιο σχήμα θα είσαι, και όλα αυτά. Όλα αυτά, η δισκογραφία, αυτά αναπολώ. Μπαίναμε στο στούντιο να κάνουμε τραγούδια καινούργια. Ανέβαινε η ψυχολογία, λες και... Δηλαδή, πώς ράβει μία γυναίκα ένα ωραίο φόρεμα και ανανεώνεται; Αυτό το πράγμα δηλαδή γινότανε. Γιατί αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Δηλαδή, όταν έχεις το στούντιο κάθε χρόνο να πας, να γράψεις καινούρια τραγούδια, να τρέξεις να τα διαφημίσεις, να πας σε συνεντεύξεις, ραδιόφωνα, όλα αυτά εδώ, ας πούμε, αυτά αναπολώ τα παλιά, που δεν υπάρχουν. Και σήμερα, ας πούμε, καθόμαστε και τι κάνουμε; Ασχολούμαι με τον κήπο μου εγώ, ας πούμε. Κατάλαβες; Γιατί δεν έχει ενδιαφέρον πλέον. Λέω: «Να κάνω ένα τραγούδι. Άντε, να το κάνω τραγούδι. Πού να το κάνω; Εταιρεία δεν υπάρχει. Θα το ανεβάσω στο YouTube;. Σήμερα μόνο οι νεαρές ηλικίες ασχολούνται αυτά, με το YouTube, ας πούμε, που θα δούνε, θα κάνουν, θα ράνουν. Δεν είναι εύκολο, ιδίως στην, το λαϊκό τραγούδι, που τα περισσότερα ραδιόφωνα, που είναι, θεωρούνται ότι έχουν μεγάλη ακροαματικότητα, πέρα από 1-2 ραδιόφωνα το πολύ στη Θεσσαλονίκη, δεν μας παίζουνε εμάς, γιατί θεωρούμαστε, ότι είμαστε λαϊκοί εμείς. Είμαστε οι παλιοί, η παλιά γενιά. Παίζουν, ας πούμε, τα νέα παιδιά, τις επιτυχίες, τα σουξέ, ας πούμε, και αυτά εδώ. Και αυτά, λίγο δηλαδή, με στεναχωρούν, ας πούμε, γιατί δεν υποστηρίζεται πλέον το λαϊκό, ας πούμε. Σου λέει: «Εντάξει. Λαϊκός, λαϊκός τραγουδιστής είναι. Εμείς θέλουμε πιο μοντέρνα πράγματα». Ναι, αλλά, όταν πας να διασκεδάσεις, με τον λαϊκό διασκεδάζεις. Γιατί ό,τι και να πεις, μετά από κάποια ώρα, θέλεις το κέφι το παλιό.

Δ.Μ.:

Και εκεί είναι η επόμενη ερώτηση. Εσείς μου είπατε ότι το πρώτο, ο πρώτος έβγαινε στις 23:00. Έτσι δεν είναι;

Σ.Φ.:

Ναι, βέβαια.

Δ.Μ.:

Άρα ποια ήτανε... Ας πούμε, ένα τυπικό βράδυ για κάποιον που θα έβγαινε, τι θα ήτανε; Πήγαινε πρώτα αλλού, μετά θα ερχόταν στα μπουζούκια;

Σ.Φ.:

Όχι, όχι. Ερχόντουσαν. Κλείνανε τραπέζι και ερχόντουσαν από τις 22:30 και ξεκινούσε στις 23:00 το πρόγραμμα. Δηλαδή ο κόσμος ήξερε ότι: «Πάμε, πάμε στα μπουζούκια. Δηλαδή, πάμε...». Μετά, ας πούμε, φεύγανε, ερχόντουσαν άλλοι. Δηλαδή γινόταν αυτό. Δεν ξεκινούσε το πρόγραμμα 23:00 και περίμενες πότε θα μπει ο πρώτος πελάτης. Για αυτό ξεκινούσαν δηλαδή μαλακά, σιγά-σιγά. Τα προγράμματα ήταν έτσι φτιαγμένα. Είχαμε και καλούς μαέστρους τότε. Γιατί τότε κάναμε ένα μήνα πρόβα. Τώρα δεν μπορείς να κάνεις πρόβες, γιατί ο καθένας κάνει και μία δουλειά από τους μουσικούς. Σου λέει: «Δεν μπορώ εγώ να έρθω στην πρόβα, δουλεύω καθημερινή». Οπότε δεν υπάρχει ο επαγγελ[01:00:00]ματισμός που υπήρχε, ρε παιδί μου, τότε, η όρεξη που υπήρχε τότε, και από τον κόσμο ακόμη. Δηλαδή ανοίγαμε στο «Κοσμοδρόμιο», ας πούμε, μαγαζάρα τότε στο αεροδρόμιο, ένα τεράστιο μαγαζί. Έβγαινες, και συναυλία έδινες. Έβλεπες τον κόσμο όλο. Και να βγαίνεις απάνω και να το χαίρεσαι, ας πούμε. Ξεκινούσε το πρόγραμμα, από την αρχή και, δηλαδή, γινόταν ο χαμός, και ωραία πράγματα. Κάθε μέρα έδινες συναυλία, πετυχημένη συναυλία. Τώρα εντάξει, που δουλεύουμε πάλι, δόξα τω Θεώ να λέμε, καλά είμαστε, αυτό είναι. Απλά δεν είναι, δεν μείναν πολλά πράγματα πλέον. Τώρα, για τα νέα τα παιδιά που ξεκινάνε τώρα και προσπαθούνε να κάνουνε την καριέρα τους, ας πούμε, μακάρι να πετύχουν το όνειρό τους, αλλά τώρα, τώρα είναι περισσότερο στην τύχη, να σου κάτσει δηλαδή. Πώς το λένε; Είναι να σου κάτσει ή να έχει ο μπαμπάς πολλά λεφτά και να έχεις εσύ το ταλέντο, για να μπορεί να σε δει. Γιατί ταλέντα υπάρχουν πάρα πολλές. Και καλές φωνές και ταλέντα υπάρχουν. Πού να το ανακαλύψει ο καθένας αυτά; Παλιά οι εταιρείες πήγαιναν και στα, στην επαρχία και τους ψάχνανε. Ακούγανε ότι: «Στο τάδε, στην Ξάνθη, είναι ένας καλός τραγουδιστής», πηγαίνανε τον ακούσουνε. Τώρα ποιος θα πάει; Τώρα πας να κάνεις, κάνεις ένα τραγούδι και λες τώρα: «Εντάξει, το έβαλα στο YouTube. Θα το βάλω στο Facebook», ξέρω ‘γω. Και πόσοι θα μπουν να το δούνε; Και άμα είσαι άγνωστος τελείως; Άντε εμείς, που έχουμε ένα πελατολόγιο, ξέρω ‘γω, που ξέρουν, ας πούμε, θα μπούνε να μας δούνε, ξέρω ‘γω, 30-40-50-100 χιλιάδες, ξέρω ‘γω, 200 χιλιάδες. Ενώ ένα παιδί που δεν έχει, είναι άγνωστο τελείως το όνομά του, δεν θα μπορεί να, εύκολα να το κάνει, ας πούμε. Εκτός άμα κάνει πολλά έτσι... Δεν είναι... Μετά, αυτά που γίνονται τώρα, γίνονται πολλά live, ανώνυμα όμως. Δηλαδή ο καθένας, κάθε ένα μαγαζί έχει το πελατολόγιο του, ας πούμε. Είναι μπαράκι, είναι club, είναι καφετέρια και το βράδυ κάνει ένα live, έχει τον κόσμο του. Πάει και ο τραγουδιστής, κάνει ένα live εκεί πέρα. Ούτε ταμπέλα υπάρχει, ούτε αφίσα υπάρχει, ούτε τίποτα. Παλιά, σε εμάς δηλαδή, υπήρχε. Έγραφε πάνω «Φωτιάδης», τάδε, τάδε, τάδε, τα ονόματα και λέγανε... Δεν λέγανε τότε: «Πάμε στο τάδε μαγαζί». Τότε λέγανε: «Πάμε στον Φωτιάδη. Πάμε στον αυτόν». Με τα ονόματα δηλαδή. Μπορεί να ήμασταν οι 3, να τραγουδούσαμε, αυτοί που θέλανε, γούσταραν εμένα, ξέρω ΄γω, ήμασταν φίλοι: «Πάμε στον Φωτιάδη». Άλλος έλεγε: «Πάμε στον Μελά», άλλος έλεγε: «Πάμε στον Τερζή». Κατάλαβες; Ενώ τώρα τι λένε: «Πάμε στο τάδε μαγαζί. Πάμε στο τάδε καφετέρια. Πάμε, πίνουμε ένα ποτό, πάμε στο άλλο, διπλανά, δίπλα στο άλλο». Με το ποτό στο χέρι, όρθιοι. Εντάξει.

Δ.Μ.:

Υπήρχε πράγματι η μάχη της μαρκίζας; Ποιος θα εμφανίζεται και με ποιον τρόπο;

Σ.Φ.:

Υπήρχε, βέβαια, πώς δεν υπήρχε; Τότε υπήρχε, αλλά, όταν γινόταν ένα σχήμα, ήξερες, ότι πρώτος είναι αυτός, ο δεύτερος είναι αυτός, ο τρίτος είναι αυτός. Δεν είναι... Δεν πηγαίνανε δηλαδή δύο μεγάλα ονόματα μαζί. Κι άμα πηγαίνανε μαζί, μετρούσε, ας πούμε, πώς το λένε... Δεν μετρούσε η επιτυχία, μετρούσε η ηλικία, ας πούμε. Δηλαδή μπορεί ένας τραγουδιστής να έκανε επιτυχία, να βάλεις, να το συγκεκριμενοποιήσω: Είναι ο Πάριος, ας πούμε, τώρα και ο Βέρτης. Άμα βάλεις, άμα δουλέψουνε δίπλα-δίπλα σε μαγαζιά, ο Βέρτης θα έχει 2.000 άτομα, ξέρω ‘γω, 3.000 άτομα, και ο Πάριος θα έχει 1.000. Έτσι; Άμα γινότανε όμως μαρκίζα δεν θα μπορούσε να μπει ο Βέρτης, Βέρτης-Πάριος. Αξιοκρατικά δηλαδή. Κατάλαβες; Και το έβλεπες και έτσι. Όπως και εγώ έχω δουλέψει με άλλα ονόματα, που δεν ήταν τόσο μεγάλα ονόματα, όσο ήμουν εγώ, δηλαδή όσο κόσμο κουβαλούσα εγώ. Ναι, αλλά σεβόμουν την καριέρα του την προηγούμενη, γιατί προηγουμένως έκανε αυτός μεγάλες επιτυχίες, δεν μπορώ να μπω εγώ πρώτος στη μαρκίζα. Έτσι; Από κει και πέρα η μαγκιά σου είναι στην πίστα. Δεν... Δηλαδή εκεί. Εκεί, να πάρεις τα λουλούδια, να πάρεις το χειροκρότημα, να περάσει καλά ο κόσμος μαζί σου. Έτσι είναι.

Δ.Μ.:

Παραγγελιές γινόντουσαν;

Σ.Φ.:

Ναι, εντάξει. Παλιά γινόντουσαν. Παλιά γινόντουσαν, αλλά περισσότερο το πρόγραμμα, ξέραμε και τους πελάτες, ξέραμε και τα τραγούδια τους. Οπότε, αφού ήταν καθημερινοί. Δηλαδή δεν ήτανε, δεν πήγαινε ένας πελάτης μια φορά και δεν ξαναρχότανε. Και ξέραμε ότι ο τάδε ήθελε το τάδε τραγούδι, το λέγαμε. Άσε που περισσότερο λέγαμε τα δικά μας τραγούδια. Έτσι; Αλλά και ξένα τραγούδια που λέγαμε, ας πούμε, ξέραμε ότι ο τάδε γουστάρει αυτό το τραγούδι. Και σήμερα συμβαίνει αυτό. Άμα ξέρεις ότι, άμα ξέρω ότι σου αρέσει κάποιο τραγούδι, δεν θα το πω; Και όταν θα σε ξαναδώ, πάλι θα το πω.

Δ.Μ.:

Άρα είχατε, κάπως-

Σ.Φ.:

Υπήρχε-

Δ.Μ.:

Σχέσεις με το κοινό.

Σ.Φ.:

Υπήρχε. Ναι, πώς δεν είχαμε; Σχέση με το κοινό; Βέβαια, άμεση. Δηλαδή με τους, με το κοινό ήμασταν φίλοι. Είμαστε όλοι... Καταρχήν, η Θεσσαλονίκη ήτανε μία παρέα όλοι. Δηλαδή όλοι όσοι βγαίνανε ήτανε γνωστοί, γιατί βγαίνανε συνέχεια. Δηλαδή σήμερα μπορεί να πήγαιναν σε μένα, την άλλη μέρα να πήγαιναν αλλού. Την άλλη εβδομάδα πάλι θα ερχόντουσαν σε μένα. Οπότε οι φυσιογνωμίες είναι γνώστες δηλαδή. Και τώρα ακόμα, και τώρα που βγαίνω, έτσι, κάπου που πηγαίνω κλπ., ακόμα έρχονται, ας πούμε, και μου μιλάνε. Εγώ που να τους θυμάμαι; Να θυμάμαι εγώ τώρα όλο τον κόσμο; Μεγάλωσαν, κάνανε. Και όμως έρχονται και σου λένε: «Α, ρε Σταυράκη. Τότε εμείς ερχόμασταν εκεί, αυτά εδώ, δεν με θυμάσαι;», «Εντάξει, συγγνώμη, δεν θυμάμαι, αλλά πέρασαν και 30 χρόνια. Δηλαδή, τότε είχες μαλλιά και τώρα είσαι φαλακρός. Πώς θα σε θυμάμαι;». Κατάλαβες;

Δ.Μ.:

Τι σας άρεσε πιο πολύ θέλω να μου πείτε. Σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα, τι ήταν το αγαπημένο σας; Και σε αυτή την διασκέδαση.

Σ.Φ.:

Κοίταξε, μου άρεσε όλο αυτό το πράγμα που γινότανε και γίνεται και σήμερα. Φυσικά και ακόμη και τώρα που δουλεύουμε, μου αρέσει. Εμένα προσωπικά μου αρέσει που έχω κάνει την οικογένειά μου, έχω κάνει τα παιδάκια μου, 2 κόρες, έχω παντρέψει την μια και έχω 2 εγγονάκια, ας πούμε, τον Γιώργο και τον Σταύρο. Αυτό έμεινε. Τώρα από δω και πέρα εγώ δεν κοιτάζω και πάρα πολλά πράγματα, να πω ότι θα κάνω μία δεύτερη και μία τρίτη καριέρα, ξέρω ‘γω, τεράστια και τα λοιπά. Και οι εποχές είναι και πάρα πολύ δύσκολες. Απλά, αυτό το διάστημα, ας πούμε, εγώ, είναι περισσότερο η ανησυχία, παρά η…παρά το τι θα κάνω. Ανησυχώ για τα παιδιά μου, ανησυχώ για τις δουλειές των παιδιών μου, των γειτόνων μου, των ολωνών, όλα τα παιδιά. Βλέπω, ας πούμε, προβληματισμός μεγάλος με τις δουλειές, με τις επιστήμες, με την εκπαίδευση, με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, πολέμοι, αυτά, κλιματική αλλαγή, που είναι πολύ βασικό αυτό, και δεν ξέρουμε που θα φτάσει, γιατί βλέπουμε καταστρέφεται η κοινωνία ολόκληρη, η ατμόσφαιρα. Οπότε τα καλά τα θυμόμαστε και λέμε: «Δόξα τω Θεώ, περάσαμε τα καλά». Τώρα από δω και πέρα λέμε, πώς μπορούμε να περάσουμε την καθημερινότητά μας ήσυχα, ήρεμα, χωρίς προβληματισμούς και χωρίς αυτά. Αλλά δεν γίνεται για αυτό, γιατί συμμερίζεσαι και τον διπλανό σου, βλέπεις και το πρόβλημα του γείτονά σου, βλέπεις και του αλλουνού τα πρόβλημα, ας πούμε, και το φορτώνεσαι και εσύ. Και δεν μπορείς να κάνεις, άμα είσαι συναισθηματικός άνθρωπος, να πεις ότι: «Εντάξει, και τι έγινε;». Δεν είναι έτσι, δεν είναι έτσι. Όλοι για όλους, ας πούμε. Έτσι. Να υπάρχει, να υπάρχει ησυχία, ηρεμία, δουλειές να υπάρχουν, να δουλεύει ο κόσμος και να μπορεί να βγαίνει και να κάνει τα γούστα του. Από κει και πέρα εγώ, όσο μπορώ, θα τραγουδάω, και για να έχουμε, να χαιρόμαστε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.

Δ.Μ.:

Άμα σταματήσετε να τραγουδάτε, νομίζετε θα μπορέσετε να το...

Σ.Φ.:

Δύσκολα. Κοίταξε, εγώ πιστεύω, ότι έχω ακόμα. Πιστεύω έχω ακόμα. Και το αποδεικνύω και στη δουλειά μου, ας πούμε. Και όλοι μου λένε αυτό: «Καλά ρε συ, τόσα χρόνια δεν κουράστηκες;». Δεν κουράστηκα. Δεν κουράστηκα και μακάρι να μπορούσα να δουλεύω και 4 και 5 μέρες. Δεν κουράστηκα γιατί το αγαπώ αυτό που κάνω. Και πέρα από αυτό, δεν είναι μόνο δηλαδή, να το πω, ότι οικονομικά είναι το θέμα, ας πούμε, το οικονομικό. Να το κάνω, αλλά να υπάρχει απήχηση. Δηλαδή να δουλεύω, ας δουλεύω 4 μέρες, μπορεί να είναι γεμάτο το μαγαζί; Ας παίρνω τα μισά λεφτά, δεν με ενδιαφέρει. Αρκεί να, να βλέπω κόσμο να περνάει καλά, να διασκεδάζει και να πω ότι: «Μπράβο ρε μάγκα Φωτιάδη, ακόμα κρατάς». Δηλαδή είναι εγωιστικό το θέμα, ας πούμε. Κατάλαβες; Πιστεύω και πολλοί, ας πούμε, είναι έτσι. Τώρα, άμα δεν μας κρατάνε τα πόδια μας αργότερα και δεν μπορούμε να ανέβουμε στην πίστα, φυσικά δεν θα μπορέσουμε να το κάνουμε.

Δ.Μ.:

Το αγαπημένο σας σχήμα, που έχετε συμμετάσχει, ποιο ήτανε; Που έχετε περάσει καλύτερα;

Σ.Φ.:

Το καλύτερο σχήμα ήτανε Τερζής-Μελάς-Φωτιάδης, δεν το συζητάω. Με τα καλαμπούρια μας, με την παρέα μας, με το... Πριν να βγούμε να τραγουδήσουμε δηλαδή, την πλάκα που είχαμε και ο καθένας ανέβαζε τον άλλον, ξέρω ‘γω. Δεν υπήρχε δηλαδή να πεις... Μπορεί εγώ να ήμουνα, να μην ήμουνα καλά εκείνη τη μέρα, ερχόντουσαν οι άλλοι με τσιγκλούσαν από δω, από κει, και έβγαινε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Καλύτερη συνεργασία αυτή. Έχω συνεργαστεί και με άλλα ονόματα. Στην Αθήνα πήγαμε με τον Τερζή, δούλεψα με τον Αντύπα, εδώ στην «Πολιτεία» είχα δουλέψει με την Καίτη Γαρμπή, τον Σάκη Ρουβά. Είχε ένα μεγάλο σχήμα, δεν θυμάμαι τώρα ποια άλλα ονόματα ήταν. Τέλος πάντων, μεγάλα σχήματα που γινόντουσαν. Και πέρασα καλά πάντως, περάσαμε καλά δηλαδή, με όλα αυτά τα προγράμ[01:10:00]ματα, που έχω κάνει. Μετά, από κει και πέρα, από κάποια στιγμή και μετά, ήμουν εγώ επικεφαλής του προγράμματος, δηλαδή το πρώτο όνομα, ας πούμε, στη Θεσσαλονίκη φυσικά, και στην Αθήνα σε κάποια μαγαζιά. Δεν γινόντουσαν τέτοια μεγάλα σχήματα, γιατί, εντάξει, μεγάλα σχήματα είναι και πολλά τα έξοδα, οπότε αυτοί που έχουν, οι επιχειρηματίες, διστάζουν να τα πληρώσουν.

Δ.Μ.:

Και θέλω να σας ρωτήσω και για το πρώτο σας δίσκο. Πώς σας είχανε προσεγγίσει αρχικά;

Σ.Φ.:

Τίποτα, δεν ήτανε. Ήταν εύκολο, γιατί με προσεγγίσανε, γιατί ήμουν, ακούγανε εδώ το όνομά μου, ας πούμε, να παίζει, να μιλάει ο κόσμος για μένα, ας πούμε, γύρω. Ε, εταιρεία ήταν αυτήν, τους ενδιέφερε να έχουνε κάποια αυτό, και σου λέει: «Εντάξει». Ε, με πήραν τηλέφωνο να βρεθούμε, να μιλήσουμε, και αυτό. Δεν ήτανε δύσκολο.

Δ.Μ.:

Και ποια είναι η διαδικασία, για να βγάλεις έναν δίσκο; Πώς-

Σ.Φ.:

Η διαδικασία πως;

Δ.Μ.:

Επιλέγεις τα τραγούδια, τους τραγωδοποιούς;

Σ.Φ.:

Η διαδικασία είναι: Κάνεις, μπαίνεις, κάνεις το συμβόλαιο, υπογράφεις. Μπαίνεις στη διαδικασία μετά, ακούς τραγούδια, διαλέγεις τα τραγούδια, κάνεις την επιλογή σου, μπαίνεις στο στούντιο, γράφεις, τελειώνεις. Μετά, τότε δηλαδή, πήγαινε μετά η μήτρα, ας πούμε, η ταινία, πήγαινε στην Αθήνα, πήγαινε στο εργοστάσιο, στη FABEL, γινόταν η χάραξη του δίσκου και μόλις τελείωνε, ας πούμε, γινότανε το, τυπωνόταν το, οι δίσκοι και ερχόταν το εξώφυλλο. Και είχες μετά, έκανες και ένα, μία φωτογράφιση καλή, και ένα εξώφυλλο, ας πούμε. Και περίμενες μετά να δεις πώς πάει, ας πούμε. Και η αγωνία ήταν μετά «πουλάει, δεν πουλάει;», «ακούγεται, δεν ακούγεται;», «τα ραδιόφωνα παίζουν, δεν παίζουν;». Τότε μας παίζανε τα ραδιόφωνα, εντάξει.

Δ.Μ.:

Και τα συναισθήματα ποια ήτανε, όταν τον κρατήσατε πρώτη φορά;

Σ.Φ.:

Εντάξει, χαρά, μεγάλη χαρά, τώρα, δεν το συζητάω. Είναι σαν να δίνεις εξετάσεις και περνάς το μάθημα, ας πούμε. Κάθε φορά. Γιατί κάθε φορά εξετάσεις δίνεις. Όταν έκανες ένα δίσκο κάθε, σχεδόν, κάθε, άντε, στον 1,5 χρόνο έκανες ένα δίσκο, ας πούμε. Οπότε αυτές είναι εξετάσεις. Έδινες στον κόσμο... Άκουγες: « Πω, πω, τι δίσκος είναι αυτός; Τι ωραίο δίσκο έκανε. Τι ωραίο δίσκο έκανε». Και αυτό ήτανε. Κοιτούσες, ποια είναι επιτυχία μετά, που θα μείνει. Και όλα αυτά.

Δ.Μ.:

Να σας κάνω και κάποιες, έτσι, ερωτήσεις πιο γενικές; Μου είπατε, κάποια μαγαζιά υπήρχαν εκεί στο αεροδρόμιο και υπήρχαν και εδώ πέρα αρκετά, προς την Πολίχνη, στη Νεάπολη...

Σ.Φ.:

Παντού, σε όλες τις...

Δ.Μ.:

Πώς ήταν τα μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη; Πώς ήταν διαρθρωμένα; Πού υπήρχαν τα περισσότερα; Πού ήταν το κέντρο διασκέδασης;

Σ.Φ.:

Δεν ήταν... Κοίταξε, το καλοκαίρι ήταν στο αεροδρόμιο, το καλοκαίρι ήταν στο αεροδρόμιο. Το χειμώνα είχε... Στο αεροδρόμιο δεν είχε το χειμώνα μαγαζιά. Μετά άρχισαν, ξεκινούσαν από την Κρήνη, που ήτανε η «Μεσόγειος», ήταν το «Stork», ήταν οι «Αναμνήσεις». Δηλαδή... Και όσο ερχόσουνα, είχε και άλλα μαγαζιά. Δηλαδή φτάνανε Νεάπολη, ο «Σκορπιός», το «Καν-καν». Τι να σου πω; Το «Stacy», «Romeo», «Καλύβα». Χιλιάδες. Ήταν 30-40 μαγαζιά. Από δω, εδώ στη Λαγκαδά ήταν η «Κάσμπα», ούτε τα θυμάμαι κι όλα, ο «Ζυγός», ο πρώην «Ζυγός» ναι, ο «Ζυγός» τελευταία, τέλος πάντων. Μέχρι και στην, στα Διαβατά είχε κάποια σκυλάδικα, ας πούμε, τα after μαγαζιά. Στα Διαβατά έχει after μαγαζιά, που πήγαιναν, φεύγαν από τα μπουζούκια και πήγαιναν εκεί. Είχε πάρα πολλά μαγαζιά. Ήταν, εντάξει... Ήταν... Δούλευε πάρα πολύς κόσμος τη νύχτα, πάρα πολύς. Δηλαδή ήτανε όλη τη νύχτα... Επάγγελμα, τέλος πάντων. Μουσικός, κιθαρίστας. Τώρα... Τότε μία ορχήστρα είχε 6-7 άτομα. Τώρα βλέπεις 4 άτομα, 3 άτομα, γιατί δεν βγαίνει τώρα. Κατάλαβες; Άλλες εποχές τώρα. Ήταν οι εποχές τότε… Τώρα δηλαδή, σαν επάγγελμα, δεν συγκρίνεται από όλες τις πλευρές. Απλά τώρα, εντάξει, το μέλημά μας είναι να περάσουν όλα αυτά που γίνονται και να ηρεμήσει ο κόσμος, γιατί κουράστηκε, κουραστήκαμε ψυχολογικά όλοι. Ακόμα και εμείς πάμε, ας πούμε, με μία ανασφάλεια στη δουλειά. Λες: «Εντάξει». Να, 2,5 χρόνια με τον κορονοϊό καθόμασταν, δεν δουλεύουμε. Για βάλε τώρα, δηλαδή κάποιοι που δεν είχαν κάνει το κουμάντα τους, ας πούμε. Πού να ζήσεις; Χωρίς να δουλεύεις. Και άντε, μετά πήρε μπρος. Τώρα. Θα δούμε τώρα. Ο χειμώνα θα είναι καλός; Αφού πάλι γίνονται διάφορα. Εύχομαι να πάνε, να ηρεμήσουν τα πράγματα, να ξεμπερδεύουμε με όλα αυτά, ας πούμε, και με τους πολέμους την Ουκρανία. Δηλαδή τα έξοδα, η ακρίβεια, όλα αυτά. Ο κόσμος πλέον δεν ασχολείται, δεν σε αφήνει να ασχοληθείς. Μόνο η νεολαία. Και η νεολαία βλέπεις τι γίνεται, ας πούμε. Αρχίζουν και γίνονται συμμορίες και πλακώνονται μεταξύ τους, ξέρω ‘γω, η τάδε συμμορία με... Δηλαδή αυτά τα πράγματα είναι ανήκουστα. Όλα αυτά όμως ξεκινάνε από το σπίτι, γιατί, όταν μέσα στο σπίτι το μέλημα σου είναι, πώς θα βγάλω 5 φράγκα να ζήσω και δεν ασχολούμαι με το παιδί μου και αυτά εδώ, αυτά προσπαθούν να βρουν διέξοδο. Και που πάνε; Κάνουν τις κακοπαρέες, ας πούμε, και γίνονται τώρα αυτές οι συμμορίες και πάνε και πλακώνονται στο ξύλο μεταξύ τους, χωρίς λόγο. Δηλαδή όλη αυτή, αυτή η αναδουλειά, η ακρίβεια, ο προβληματισμός των γονιών και όλα αυτά εδώ, φέρνει, ας πούμε, τη διχόνοια και στο σπίτι μέσα. Βλέπεις τις γυναικοκτονίες, ας πούμε. Από κάπου ξεκινάνε όλα αυτά, δεν είναι... Η ανέχεια και όλα αυτά εδώ φέρνουνε τα προβλήματα δηλαδή. Μακάρι να ησυχάσουμε, να τελειώσουν όλα αυτά και να βγει ο κόσμος ο καθένας στο δρόμο του και να μπορεί να μπαίνει είναι έσοδο καλό στο σπίτι, ώστε να μπορεί να βγαίνει. Τώρα αυτά οι κυβερνήσεις τα ξέρουν, εμείς έχουμε τον τελευταίο λόγο, ας πούμε. Εμείς είμαστε που ανεβάζουμε-κατεβάζουμε κυβερνήσεις, αλλά δεν ξέρουμε το αποτέλεσμα. Αν το ξέραμε, θα πηγαίναμε όλοι εκεί.

Δ.Μ.:

Εσείς στην περίοδο του covid, με τις καραντίνες, τι κάνατε, σαν επάγγελμα, σαν κλάδος;

Σ.Φ.:

Τίποτα-

Δ.Μ.:

Τι συνέβη-

Σ.Φ.:

Εγώ, καταρχήν με την καραντίνα στο σπίτι με τη μάσκα. Τίποτα δεν κάναμε. Παίρναμε 534 ευρώ το μήνα, αυτά. Τι άλλο να κάνουμε;

Δ.Μ.:

Και μετά που ήταν τα μαγαζιά μέχρι τις δώδεκα, εσείς δουλεύατε ή όχι;

Σ.Φ.:

Μέχρι τις δώδεκα; Πότε ήταν αυτό το πράγμα;

Δ.Μ.:

Που έκλειναν στις δώδεκα.

Σ.Φ.:

Όχι, δεν δουλεύαμε φυσικά. Τι δώδεκα; Αφού έντεκα ξεκινούσε το πρόγραμμα, δώδεκα δεν δουλεύαμε. Κλειστά ήταν. Δεν υπήρχε διασκέδαση δηλαδή μέχρι τις δώδεκα η ώρα. Δεν γινότανε. Ε, τώρα εντάξει, τώρα είναι ελεύθερα, αλλά πάλι δεν ξέρουμε τι συνέχεια θα έχουμε.

Δ.Μ.:

Έχει ξεκινήσει ο κόσμος να έρχεται;

Σ.Φ.:

Ο κόσμος έρχεται. Ναι, ο κόσμος βγαίνει. Ο κόσμος βγαίνει. Απλά, είναι πολλοί οι τρόποι της διασκέδασης. Θα βγεις στην καφετέρια, θα βγεις στο κλαμπάκι, θα βγεις στο φαγάδικο, θα βγεις στην ταβέρνα, θα βγεις, θα βγεις, θα βγεις. Μπουζούκια δεν έχει να βγεις. Στη Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή έχει 1 μπουζουξίδικο, 2. Δεν είναι έτσι. Δηλαδή, εντάξει, πολλά live γίνονται, πολλές live δουλειές γίνονται, πολλά ονόματα έρχονται και δουλεύουν σε club, ας πούμε, και αυτά. Δηλαδή ο κλάδος ο δικός μας έχει, έχει αδικηθεί πάρα πολύ πάνω στο θέμα αυτό. Και για όλα αυτά φταίει αυτό το πράγμα. Δηλαδή, ενώ ο νόμος υπάρχει, δεν μπορείς να κάνεις live εμφανίσεις μέχρι το πρωί, δηλαδή ο νόμος υπάρχει ότι αυτά τα μαγαζιά μέχρι δώδεκα, μία είναι, από κει και πέρα δεν μπορείς να κάνεις live, ας πούμε, κι όμως, τα αφήνουνε. Τα αφήνουν, αλλά την πληρώσανε αυτοί που κάνουν, που έχουνε τα κέντρα διασκέδασης. Που το κέντρο διασκέδασης πληρώνει φόρους 10 φορές παραπάνω από τα άλλα τα μαγαζιά. Δεν είναι αδικία αυτό; Αδικούνται δηλαδή οι επιχειρηματίες των κέντρων διασκεδάσεως. Δεν είναι τα πράγματα έτσι.

Δ.Μ.:

Την άλλη φορά που βρεθήκατε, που βρεθήκαμε, μου είπατε και για τον νόμο του Παπαθεμελή, που πάλι σας έκλεινε νωρίς.

Σ.Φ.:

Ο Παπαθεμελής, ναι-

Δ.Μ.:

Θυμάστε εκείνη την περίοδο;

Σ.Φ.:

Ο Παπαθεμελής, ναι. Τότε ήτανε, τότε ήταν δηλαδή το, που πήγαιναν καλά τα μαγαζιά τότε. Έτσι; Τότε το είχαν κάνει δήθεν για την αυτήνα, για την ενέργεια, για να μην καταναλώνεται πολύ ρεύμα, ας πούμε. Δεν έφτανε το ρεύμα. Και μας έκλεινε στις 02:00. Ναι, αλλά καταστράφηκαν όλες οι επιχειρήσεις με το 02:00. Έτσι; Έχει πάρει πολλές κατάρες ο Παπαθεμελής για αυτό το πράγμα.

Δ.Μ.:

Θυμάστε, όταν το είχατε μάθει, πώς είχε αντιδράσει-

Σ.Φ.:

Ε, τι-

Δ.Μ.:

Ο κόσμος-

Σ.Φ.:

Πώς είχε αντιδράσει; Είχαμε αντιδράσει, αφού είχαμε βγει και στους δρόμους εμείς για το 02:00. Μετά εντάξει, αρχίσανε, παράνομα μεν, δουλεύανε άλλοι μέχρι τις 02:30- 03:00, ξέρω ‘γω. Δεν γινόταν έτσι η δουλειά. Τουλάχιστον κάν’ το 03:00, κάν’ το 04:00. Βάλε ωράριο, δεν λέω. Βάλε. Άλλα δηλαδή δεν μπορεί, εφόσον ξέρεις ότι 02:00 κλείνουν τα μαγαζιά. Όταν κλείνεις τα μαγαζιά, ο άλλος πήγαινε στις 12:00, τι να προλάβει μέχρι τις 02:00 να διασκεδάσει; Έτσι; Αυτό είναι σαν να τιμωρούσε δηλαδή τον κλάδο μας, ας πούμε. 02:00. Και μετά τι έγινε; Δουλεύανε με τα κεριά, ανάβαν κεριά για το ρεύμα.

Δ.Μ.:

Τι εννοείτε;

Σ.Φ.:

Ανάβανε. 

Δ.Μ.:

Πώς ήταν;

Σ.Φ.:

Πήγαιναν για φαγητό και έτρωγε ο κόσμος με τα κεριά, ας πούμε, για να μην καίνε ρεύμα.

Δ.Μ.:

Άρα κάποια συνέχισαν τότε να δουλεύουν, έτσι, λίγο μυστικά.

Σ.Φ.:

Ε, όχι όμως με μουσική και τέτοια. Κάποιοι δουλεύανε και αυτό παράνομα. Δηλαδή τους πήγαιναν και αυτόφωρο. Τους περνάνε μέσα. Γιατί έπρε[01:20:00]πε να 00:00… 02:00-02:30 η ώρα όλοι να είναι στα σπίτια τους. Κατάλαβες;

Δ.Μ.:

Φασαρίες γίνονταν ποτέ μέσα στα μπουζούκια;

Σ.Φ.:

Όχι. Μπα, σπάνια. Παλιά-παλιά γινόντουσαν, έτσι-έτσι... Δεν έχω δει δηλαδή μεγάλες φασαρίες, που να γίνονται. Όχι, δεν γινόταν. Δεν γίνονταν. Παλιά γινόντουσαν, από ό,τι ξέρω δηλαδή, έτσι, ψιλό-φασαρίες δηλαδή, παρεξηγήσεις, ας πούμε. «Γιατί κοίταξες την γυναίκα μου; Γιατί κοίταξες την γκόμενα μου; Γιατί την κοπέλα μου;». Τότε υπήρχε αυτό, για, το αντριλίκι. Ξέρεις. Υπήρχαν οι ομάδες δηλαδή που κάναν έτσι, ήτανε λίγο ψιλοτσαμπουκάδες. Αλλά εντάξει, υπήρχε και προστασία. Τα προστατεύαν τα μαγαζιά. Οπότε δεν γινόταν μεγάλες φασαρίες, έτσι να γίνουν πολλά πράγματα, ευτράπελα.

Δ.Μ.:

Υπήρχε προστασία προς τα μαγαζιά;

Σ.Φ.:

Είχανε, βέβαια. Είχανε τα μαγαζιά, είχανε προστασία. Είχανε προστασία, εντάξει, για αυτό τον λόγο, για να μη γίνει κανένα αυτό. Γιατί δεν μπορεί να μπει ο σερβιτόρος στην μέση, να πούμε. Ποιος θα μπει, ας πούμε, άμα γίνει κάτι; Εντάξει, πολύ... Δεν γινόντουσαν όμως, μη φανταστείς. Δεν γινόντουσαν, έτσι, φασαρίες. Σπάνια δηλαδή να γινόντουσαν. Όπως γίνονται παντού. Και τώρα λίγες φασαρίες γίνονται; Παρεξηγήσεις μεταξύ ανθρώπων;

Δ.Μ.:

Εσείς είχατε προλάβει τον θεσμό του «αυτοφωράκια» ή όχι;

Σ.Φ.:

Ε, βέβαια τι; Αυτοφωράκηδες υπάρχουν, πάντα υπήρχαν. Τώρα... Πάντα υπήρχαν, γιατί... Δηλαδή ερχόταν, έκανες, βρίσκαν κάτι παράνομο, ξέρω ‘γω, «Αυτόφωρο». Στέλναν έναν σερβιτόρο τότε, ξέρω ‘γω, στο αυτόφωρο. Δεν πήγαινε το αφεντικό. Κάποιον υπεύθυνο, τέλος πάντων. Θεωρούσαν ο υπεύθυνος ότι πήγαινε στο αυτόφωρο. Εντάξει, πάντα το αυτόφωρο, πάντα υπάρχει. Πάντα θα υπάρχει η παράβαση, άμα ψάξει να βρει η αστυνομία παράβαση σε κάποιο μαγαζί, θα το βρει. Δεν υπάρχει. Ή με τον ήχο, ή με το ωράριο, ή με ξέρω ‘γω... Άμα θέλει να σε πάρει, να σου κάνει αυτό, κάτι μπορεί να βρει. Τότε υπήρχαν, εντάξει. Και τώρα υπάρχουν φυσικά τα αυτόφωρα. Ήτανε... Παλιά φυσικά δεν είχε τόσο πολλά, πολύ παλιά δηλαδή δεν... Γιατί λειτουργούσαν σωστά τα μαγαζιά. Ούτε... Δηλαδή ούτε οι εντάσεις ήταν μεγάλες, ούτε υπήρχαν αυτό το, ξέρω 'γω, η βαβούρα και το, οι υπερεντάσεις, ας πούμε, με τα μηχανήματα και αυτά εδώ. Δεν είχαμε τόσα προβλήματα, όχι. Αυτά.

Δ.Μ.:

Να σας κάνω τότε, έτσι, μία τελευταία, πολύ γενική ερώτηση και να σκεφτείτε εσείς, τι θέλετε να μου πείτε; Από όλη την καριέρας σας, τι είναι αυτό που θα θυμάστε; Μπορεί να είναι, πράγματι, ένα περιστατικό, κάτι που δεν θα το ξεχάσετε, που έχετε ζήσει.

Σ.Φ.:

Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Θέλω να θυμάμαι όλη μου την καριέρα. Δηλαδή εγώ θυμάμαι όλα, ας πούμε. Όταν βρισκόμαστε, ας πούμε, με κάποιους φίλους και αυτά εδώ, αναπολούμε τα παλιά, και λέμε: «Τότε που κάναμε αυτό, που...». Δηλαδή, δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο να πω ότι... Σίγουρα από την καριέρα μου, η επαφή μου με το στούντιο, με την επιτυχία του τραγουδιού, όταν άκουσα για πρώτη φορά το ραδιόφωνο, ας πούμε, να παίζει τα τραγούδια μου. Αυτά είναι, που κατά κάποιο τρόπο, ας πούμε... Από κει και πέρα, όταν είναι τόσα πολλά που έχεις περάσει, τα οποία δεν είναι και τίποτα συνταρακτικό. Μία επιτυχία. Όταν βλέπεις όλοι αυτοί και λες ότι στα τόσα χρόνια δουλεύω, κοντεύω στα 50 χρόνια και η αποτυχία μου ήτανε 2 και 3 φορές, θεωρούμε ευχαριστημένος, ότι αυτά εδώ είναι. Δηλαδή να αναπολώ, ας πούμε, ότι τότε γινόταν χαμός, εκεί γινόταν χαμός, εκεί γινότανε χαμός, εκεί δεν πήγαμε καλά. Αυτά είναι. Δεν έχει δηλαδή κάτι συγκεκριμένο, μια ιστορία να πω ότι «έγινε αυτό», ας πούμε. Δεν θυμάμαι κάτι. Αυτά που γινόταν πάντα ευχάριστα. Τα δυσάρεστα δεν μπορώ να τα, ούτε καν, τα έχω ξεχάσει κιόλα. Οι συνεργασίες μου πάντα ήταν με καλούς συναδέλφους και όλα αυτά. Οπότε, ναι. Μία κανονική δουλειά είναι, μια... Όπως λειτουργούν όλες οι δουλειές. Απλά φαινόμαστε αλλιώς στον κόσμο, ας πούμε. Ότι εμείς, με τα φώτα και με τα αυτά... Δεν είναι τίποτα. Είναι, όλα είναι… Τίποτα, όπως κάνεις μία-

Δ.Μ.:

Πάντως πόσο εύκολο είναι να έχεις μία οικογένεια και δουλεύεις εσύ τη νύχτα;

Σ.Φ.:

Εντάξει, αυτό είναι... Εξαρτάται από την, από το έτερον ήμισυ, ας πούμε, αν το αντέχει αυτό το πράγμα. Εγώ κατάφερα να έχω μία οικογένεια. Δεν έκανα ούτε δεύτερη, ούτε τρίτη. Εντάξει, οι δυσκολίες υπάρχουν φυσικά, και περισσότερο για τη γυναίκα. Γιατί, όταν λείπεις από το σπίτι, ας πούμε, συνέχεια και είσαι στη δουλειά, ας πούμε... Δεν μιλάμε για τώρα, τώρα είναι, άσε. Τώρα είναι... Τώρα δουλεύουν οι γυναίκες, καθόμαστε εμείς. Αλλά παλιά, όταν δούλευα εγώ και ήμουνα κάθε μέρα στη δουλειά, όλα τα επωμιζόταν η γυναίκα μου. Τα παιδιά, αυτά, το πρωί, το αυτό, τα σχολεία, τα φροντιστήρια και αυτό, όλα, όλα δηλαδή από αυτή περνούσανε. Και το σημαντικότερο είναι να κάνεις μία σωστή οικογένεια, με σωστά παιδιά, να μην έχουν προβλήματα, να έχουν καλή τύχη. Δόξα τω Θεώ, σε αυτά ήμουν τυχερός.

Δ.Μ.:

Τώρα σας έχω κουράσει, αλλά έχω μία ακόμα.

Σ.Φ.:

Δεν πειράζει, απλά είναι τόσο πολύ, που δεν υπάρχει περίπτωση να...

Δ.Μ.:

Δεν πειράζει αυτό.

Σ.Φ.:

Κράτησε το για σένα.

Δ.Μ.:

Δεν πειράζει αυτό, καθόλου. Και όσο περισσότερο, τόσο καλύτερο. Αλλά υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των τόσων πολλών μαγαζιών της Θεσσαλονίκης;

Σ.Φ.:

Βέβαια υπήρχε ανταγωνισμός. Ο καθένας κοιτούσε να κάνει καλύτερο πρόγραμμα, για να τραβήξει περισσότερο κόσμο. Δεν... Πώς δεν υπήρχε; Όταν άκουγαν: «Ο τάδε, στο τάδε μαγαζί φέρνει τον τάδε», ο άλλος κοιτούσε να φέρει κάτι παραπάνω, κάτι καλύτερο. Υπήρχε ανταγωνισμός και πάντα υπάρχει ανταγωνισμός. Δεν γίνεται χωρίς ανταγωνισμό. Δηλαδή εδώ, δηλαδή, όταν κάνεις ένα μαγαζί, παντού είναι αυτό. Κοιτάς να κάνεις το καλύτερο μαγαζί από το διπλανό, για να πάρεις περισσότερη δουλειά. Αυτό το πράγμα γινότανε και εκεί. Το καλύτερο μαγαζί σημαίνει ότι ήταν καλύτερο πρόγραμμα, πιο καλό πρόγραμμα. Έτσι δεν είναι; Αυτός ήταν ο ανταγωνισμός, που και καλώς υπήρχε δηλαδή. Γιατί, άμα δεν γινόταν για αυτό, τι; Δηλαδή, επειδή δεν πουλούσες μαγαζί τότε, πουλούσες ονόματα. Το μαγαζί ήταν τα ονόματα, δεν ήταν το μαγαζί. Τώρα μπορεί να είναι το μαγαζί, τότε ήταν τα ονόματα, οι καλές φωνές, -ξέρω ‘γω- τι θα βάλεις. Και τώρα, άμα δεν κάνεις ένα καλό πρόγραμμα, τι να μου κάνει εμένα, το άμα έχεις ένα, μία κούκλα μαγαζί, να πούμε, και το πρόγραμμά σου δεν ακούγεται. Κατάλαβες; Ενώ τότε κοιτούσαν και το μαγαζί να είναι σωστό, και το πρόγραμμά τους να είναι καλό, καλύτερό από του αλλουνού, για να πάρει περισσότερο κόσμο. Για αυτό γινότανε τότε, δηλαδή δεν μέναμε από δουλειά και ξέραμε που θα δουλέψουμε. Γιατί κοιτούσαν πιο μπροστά να προλάβει ποιος θα κλείσει. «Ποιος είχε επιτυχία;», «Ο Φωτιάδης». Ποιος θα το κλείσει πιο μπροστά, ας πούμε. Κατάλαβες; Για αυτό γινόντουσαν όλα αυτά.

Δ.Μ.:

Άρα, αλλάζατε μαγαζιά συχνά;

Σ.Φ.:

Βέβαια. Τότε; Βέβαια. Άσχετα εγώ, εντάξει, εγώ έχει τύχει... Δηλαδή, τα τελευταία χρόνια, ας πούμε, δεν άλλαζα πολλά μαγαζιά. Δηλαδή έκανα 3 χρόνια στο ένα, 3,5 χρόνια στο άλλο, 2,5 χρόνια. Δηλαδή τέτοιες σεζόν έκανα. Αλλά δεν ήτανε... Παλιά ήταν διαφορετικά, γιατί υπήρχαν πολλά μαγαζιά και όταν σου κάνει μία πρόταση ένα άλλο μαγαζί, παίρνεις καλύτερα χρήματα, το συζητάς, ας πούμε και φεύγεις, άμα δεν σ' τα δώσει ο άλλος. Κατάλαβες; Δηλαδή γινόταν αυτό. Ενώ, άμα δεν έχει πολλά μαγαζιά, λες: «Καλά είμαι εδώ πέρα, ας κάτσω εδώ». Και εντάξει...

Δ.Μ.:

Και κάτι που λέγαμε πριν ξεκινήσουμε την ηχογράφηση. Πώς εκδήλωνε ο κόσμος στην αγάπη του;

Σ.Φ.:

Με το να έρχεται στο μαγαζί την εκδήλωνε.

Δ.Μ.:

Γιατί λέγαμε για τα μπαλόνια, που δεν είχαμε προλάβει.

Σ.Φ.:

Α, καλά εντάξει. Κοίταξε τώρα, εκδηλώνει... Βασικά το χειροκρότημα είναι, αυτό εδώ, ο ενθουσιασμός, να χορεύει, να συμμετέχει στη διασκέδαση. Τώρα αυτοί που έχουν περισσότερο χρήματα, περισσότερα χρήματα, μπορούν να πετάξουν τώρα πολλά λουλούδια. Παλιά ήταν τα –πολύ παλιά– ήταν τα μπαλόνια, που σπάγαν τα μπαλόνια. Μετά ήταν οι σαμπάνιες, μετά τα λουλούδια. Δηλαδή εντάξει, υπήρχαν τρόποι, ας πούμε. Αλλά δεν πάει να πει ότι το κάνανε όλο το μαγαζί. Το έκανε αυτός που είχε την οικονομική άνεση και ήθελε να δείξει κιόλας στην παρέα του ή στο, ξέρω ‘γω, και να κάνει τη ζημιά. Και από τον ενθουσιασμό του να πετάξει στον καλλιτέχνη, ας πούμε, να κάνει μία, αυτήν. Αυτό ήτανε, τότε. Δεν είχε... Και τώρα φυσικά το ίδιο συμβαίνει. Απλά τότε ήταν πιο πολλά. Δηλαδή ο τζίρος γινόταν πιο πολύ, και το πουρμπουάρ περνάνε οι σερβιτόροι και όλα αυτά εδώ, τα οποία τώρα, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, έχουν καταλαγιάσει τα πράγματα, και εντάξει είναι πιο αυτά.

Δ.Μ.:

Και στο κλείσιμο –το υπόσχομαι– θα μου πείτε κάποια πράγματα για το «Κάστρο»; Πώς πήρατε την απόφαση;

Σ.Φ.:

Το «Κάστρο» ήτανε… Το «Κάστρο», όταν απολύθηκα από το στρατό, το ‘81 απολύθηκα από τον στρατό, έπιασα δουλειά στους «Ακρίτες του Πόντου», ένα άλλο μαγαζί που ήτανε δίπλα, και από κει μετά, μου δόθηκε, μου έκανε πρόταση ο συνέταιρός μου τότε, ο Ασλανίδης ο Παναγιώτης: «Και δεν κάνουμε ένα μαγαζί μαζί;». «Και τι μαγαζί;». Εγώ δεν είχα και πολλά χρήματα τότε. Λέω: «Δεν έχω πολλά λεφτά, τι να κάνουμε;». Λέει: «Δεν πειράξει. Πόσα έχεις;». «Τόσα έχω. Τόσα έχω», «Να τα βάλουμε», «Ποιο να πάρουμ[01:30:00]ε;». Και πήραμε ένα κινηματογράφο, το «Ιόνιο» τότε, το οποίο έγινε το «Κάστρο», ας πούμε. Που δούλευα εκεί πέρα, δουλεύαμε με πολλή προσωπική εργασία, που να φτιάχνουμε, να έχω γίνει πλακατζής, έχω γίνει ταπετσιέρης, έχω γίνει μπογιατζής, τα πάντα, ας πούμε. Και 6 μήνες το δουλεύαμε και φτιάξαμε το «Κάστρο», ένα πάρα πολύ ωραίο μαγαζί, μεγάλο μαγαζί και από την πρώτη μέρα, είχαμε ξεκινήσει 22 Μαΐου το ’82, θυμάμαι, και γινόταν πανικός κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο «Κάστρο». Μέχρι το ’80, μέχρι το ’90.

Δ.Μ.:

Που δεν τραγουδούσατε μόνος σας εκεί; Έτσι;

Σ.Φ.:

Όχι φυσικά. Είχαμε ποντιακά. Ήμουν εγώ. Εντάξει, δεν είχαμε άλλες φίρμες, άλλα ονόματα. Από κει ξεκίνησα να κάνω και τη δισκογραφία. Το ’82 έγινε το «Κάστρο», το ’83 κυκλοφόρησα τον δίσκο μου τον πρώτο. Και μετά εντάξει, πήρε, εντάξει, δηλαδή στην περιοχή το όνομά μου έπαιζε πολύ, και τα τραγούδια μου πήγαιναν πολύ καλά, οπότε είχαμε επιτυχία. Και μετά συνεχίσαμε. Μετά έκανα τους δίσκους, εκεί πέρα. Εντάξει, ήμουνα και επιχειρηματίας δηλαδή, και τραγουδιστής μέχρι το ’90. Μετά το άφησα, ας πούμε, γιατί πήγα στα μπουζούκια μετά και ασχοληθήκαμε και με άλλα προγράμματα. Δεν γινόταν να είμαι συνέχεια εκεί πέρα. Και αυτό ήταν όλο το «Κάστρο». Αυτά.

Δ.Μ.:

Εντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Σ.Φ.:

Τίποτα.

Δ.Μ.:

Συγγνώμη που σας κούρασα-

Σ.Φ.:

Τίποτα, τίποτα. Όχι, δεν με κούρασες-

Δ.Μ.:

Στις ερωτήσεις.

Σ.Φ.:

Δεν με κούρασες. Να, μου θύμισες όλες τις παλιές ιστορίες. Τις είπα. Δεν έχω αφήσει τίποτα παραπάνω. Να ‘ναι, να ‘σαι καλά και ευχαριστώ που ήρθες και τα είπαμε και μου τα θύμισες όλα αυτά.

Δ.Μ.:

Και εγώ. Και εγώ. Λοιπόν.