© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Είναι το πολυφωνικό μου σπίτι»: Η Άρτεμις Ίσου, από το πολυφωνικό σχήμα «Ισοκράτισσες», αφηγείται

Istorima Code
22652
Story URL
Speaker
Άρτεμις Ίσου (Ά.Ί.)
Interview Date
05/07/2022
Researcher
Θάνος Κώτσης (Θ.Κ.)
Ά.Ί.:

[00:00:00]Είμαι η Άρτεμις Ίσου.

Θ.Κ.:

Είναι Τετάρτη 6 Ιουλίου του 2022 και είμαστε με την Άρτεμις Ίσου στον Κεραμεικό. Εγώ είμαι ο Θάνος Κώτσης, Ερευνητής του Istorima. Άρτεμις, ξεκινώντας, Θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου.

Ά.Ί.:

Γεννήθηκα στην Πολύτσανη Πωγωνίου, νόμος Αργυροκάστρου, το 1984. Έμεινα εκεί μέχρι τα 14 μου. Αυτό σημαίνει ότι ήμουνα εκεί μέχρι και τις αρχές της ογδόης. Εκεί τελειώνει, ουσιαστικά, η πρώτη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος εκεί. Και φύγαμε το 1997, πάνω σε μία έντονη πολιτικά και κοινωνικά περίοδο για την Αλβανία, που μετακομίσαμε με τους γονείς μου στην Κόρινθο. Μεγάλωσα στο πατρικό μου, με τους γονείς μου, τη γιαγιά μου από τον πατέρα μου και τη μικρότερη αδερφή μου. Οπότε όλα τα παιδικά χρόνια, ουσιαστικά, ήτανε στο χωριό. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για παιδικές μνήμες και βιώματα, σε ένα χωριό της Ηπείρου, απομονωμένο, κουβαλώντας από κει, οπότε, πράγματα που με καθόρισαν και που έχουν να κάνουν και με πολλές μετέπειτα επιλογές. Ο μπαμπάς δούλευε στον τότε συνεταιρισμό σαν βοηθός κτηνιάτρου και η μαμά μου πάλι στον συνεταιρισμό σε δουλειά γραφείου. Εκείνος έχοντας σπουδάσει στη Σκόδρα, στην αντίστοιχη τεχνική σχολή, και εκείνη στο σχολείο του κόμματος τότε. Δεν είχανε φύγει ποτέ απ’ το χωριό, όλη τους η ζωή ήταν εκεί, δεν είχαν επιχειρήσει ποτέ να ζήσουμε στην πόλη. Οπότε η μετάβαση έγινε μετά, μεταναστεύοντας, κατευθείαν από ένα περιβάλλον χωριού στο αστικό περιβάλλον. Αυτό που κυρίως έχω να πω για τα παιδικά χρόνια είναι, ότι κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο, οι μνήμες είναι έντονες και σίγουρα τεράστια η αλλαγή μετά και αυτό που είχα να αντιμετωπίσω αλλάζοντας περιβάλλον. Από χώρα σε χώρα από περιβάλλον χωριού σε αστικό περιβάλλον, κοινωνικά ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Φύγαμε το ’97, οπότε και μετακομίσαμε στην Κόρινθο. Εκεί μείναμε μία εξαετία. Εγώ έφτασα γυμνάσιο και φύγαμε από κει τελειώνοντας από το λύκειο. Και μετακομίσαμε όλοι στην Αθήνα το 2002, για λόγους σπουδών εγώ, οπότε ακολούθησε και η οικογένεια. Αθήνα, άρα, απ’ το 2002. Σπούδασα φαρμακευτική και ακολουθώ το επάγγελμα από όταν πήρα το πτυχίο. Γίναμε και οι δύο αδερφές φαρμακοποιοί, δηλαδή δεν έφτανε η μία. Ασχολούμαι με το αντικείμενο σταθερά και παράλληλα, σίγουρα οι υπόλοιπες αναζητήσεις έχουνε να κάνουνε είτε με πράγματα που συνδέονται λίγο με την παιδική ηλικία και με τα βιώματα που είχα απ’ το σπίτι, είτε, από κει και έπειτα, αναζητήσεις ως προς αντικείμενα στα οποία βρίσκω ενδιαφέρον, ξέρω ‘γω, όπως το σινεμά ή η μουσική ή οτιδήποτε άλλο τέτοιο.

Θ.Κ.:

Έχεις μνήμες απ’ την περίοδο του καθεστώτος στο χωριό;

Ά.Ί.:

Πρόλαβα οριακά το καθεστώς. Έχω πρώτες μνήμες, κυρίως απ’ το σχολείο, τα κλασικά πράγματα, του να διοργανώνονται γιορτές, το να θυμάμαι, ξέρω ‘γω, τη στολή στο σχολείο και το κόκκινο μαντήλι στο λαιμό... Τηλεόραση, επίσης, έντονα, δηλαδή φιγούρες από κει και μνήμες με το τι ακριβώς συνέβαινε. Σίγουρα το κοινωνικό κομμάτι και ο περίγυρος και το πώς λειτουργούσε η τοπική κοινωνία χτισμένη, ο συνεταιρισμός, τι πρόσβαση είχαν σε αγαθά, τι δουλειές κάνανε συλλογικά. Σίγουρα κάποια θετικά και κάποια αρνητικά, όταν τα αναλύω σαν ενήλικας. Σε προσωπική βάση έχει κυρίως να κάνει είτε με το σχολικό περιβάλλον, η διαφορά δηλαδή του μετά την πτώση και σίγουρα μετά, ναι, και το κοινωνικό περιβάλλον. Πώς άλλαξε η συλλογικότητα, πώς αλλάξαν οι δουλειές, πώς άλλαξε... Πώς άλλαξαν βίαια κάποια πράγματα, ως προς το τι συμβαίνει και τι δεν συμβαίνει. Πρώτες μνήμες όμως, ναι, υπάρχουνε.

Θ.Κ.:

Θέλεις να μοιραστεί κάτι που σε στιγμάτισε, έτσι, περισσότερο;

Ά.Ί.:

Θετικά κυρίως, δηλαδή εικόνες πο[00:05:00]υ έχουνε μείνει, σαν ό,τι μπορείς να κρατήσεις σαν ένα τετράχρονο ή πεντάχρονο ον από εκείνη την εποχή, ήτανε κυρίως είτε παραστάσεις διοργανωμένες στο πολιτιστικό κέντρο, είτε σχολικές εκδηλώσεις ή κάποιες συλλογικές δουλειές σε αλώνια ή στον κάμπο. Κάποια τέτοια έντονα πιο πολύ, με αυτό έχουν να κάνουνε.

Θ.Κ.:

Απ’ τις γιορτές τι θυμάσαι;

Ά.Ί.:

Κάποιες βραδιές στις οποίες υπήρχανε διάφορες ομάδες –ηλικιακή διαβάθμιση στο πώς συμμετείχε ο καθένας– με ένα αμφιθέατρο γεμάτο και μουσική και πολύ ευχάριστη την ανάμνηση του να κινητοποιείται εκεί η τοπική κοινωνία και να έχει να παρακολουθήσει κάτι. Σχολικές γιορτές σαν ενήλικας θα το μεταφράσω προφανώς αρνητικά με το κομμάτι που σου διδάσκανε ή που σε καλούσαν να αναπαραγάγεις, ναι, θα ήταν στίχοι για το κόμμα ή η εξύμνηση, ξέρω ‘γω, προσώπων. Ναι. Κι άλλη μία έντονη εικόνα είναι γυναικείες φιγούρες να ανεβαίνουν από τον κάμπο ηλιοκαμένες με το άσπρο μαντήλι στο κεφάλι ή τις γιαγιάδες, που ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία ήξερες ότι δουλεύουνε στο συνεταιρισμό ώρες ατελείωτες. Πού τότε, ναι, σαν παιδί δεν μπορούσα να καταλάβω έντονα το τι σημαίνει αυτό και τι σημαίνει το να σπαταλάς τόσο σωματική δύναμη και τόση ενέργεια για κάτι που εν τέλει δεν αφορά καν το συλλογικό της τοπικής κοινωνίας, αλλά κάτι που απλά εκμεταλλεύεται ένα σύστημα.

Θ.Κ.:

Τι μνήμες έχεις απ’ τις γιαγιάδες σου;

Ά.Ί.:

Η γιαγιά που ήτανε στο σπίτι ήταν μία εικόνα πολύ επιβλητική και πολύ... Είχε πεθάνει και ο παππούς, οπότε κατά βάση ήταν σαν να ήτανε η κυρίαρχη φιγούρα της οικογένειας. Έντονη προσωπικότητα. Σίγουρα ήτανε ο πρώτος άνθρωπος που μου έδωσε το ερέθισμα στα τραγούδια και στο πολυφωνικό τραγούδι. Ήταν εκείνη που μας μεγάλωσε, ουσιαστικά, παρότι οι γονείς ήταν στο σπίτι, η γιαγιά ήταν αυτή που μας πρόσεχε και που πέρναγε, κατά κάποιο τρόπο, έμμεσα και τον τρόπο που μεγαλώναμε. Είτε ηθικές αξίες, είτε έναν, έτσι, κώδικα συμπεριφοράς. Θυμάμαι έντονα σαν παιδάκι όλο της το... Όλες της τις εκφράσεις, είτε καλές είτε κακές. Το ότι, ξέρω ‘γω, θύμωνε οπότε σου πέρναγε ένα κομμάτι του ότι έπρεπε να αντιληφθείς τι πάει στραβά και πρέπει να το βρούμε και να το φτιάξουμε, χωρίς να σου αφήνει πολύ το περιθώριο συζήτησης, οπότε αυτό είναι μέσα στις έντονες μνήμες μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Τη γλύκα που είχε, το ότι με έπαιρνε και με περπάταγε στο βουνό, το ότι πήγαινα μαζί της για να κόψουμε ξύλα, το ότι μαγείρευε, το ότι ήταν εκεί σε εκδηλώσεις, το ότι έκλαιγε... Τα πρώτα βιώματα είναι να κοιμάμαι και να την ακούω να κλαίει και να μοιρολογάει νεκρούς, ξέρω ‘γω... Και αυτό μέχρι μια ηλικία μου ήταν σαν αυτονόητο, όταν κάθομαι και το αναλύω είναι κάτι που έχει χαθεί, οπότε αυτόματα σημαίνει ότι προσπαθώ να το ανακαλέσω, γιατί μου λείπει, δεν συμβαίνει πια. Από τους άλλους παππούδες, ο παππούς ζει ακόμα, ήτανε θύμα πολέμου, γιατί στην παιδική του ηλικία παίζοντας σε ένα χωράφι, εξερράγη μία νάρκη, έχασε το χέρι του και το ένα το μάτι. Ήταν και μοναχοπαίδι, οπότε είναι ένας άνθρωπος που έχει αγωνιστεί φοβερά για να καταφέρει πράγματα στη ζωή του. Είναι ο άνθρωπος που τον θυμάμαι πάντα να προσπαθεί να μας περάσει το μήνυμα ότι πρέπει να είμαστε δίκαιοι στην κοινωνία και απόλυτα ειλικρινείς με ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Η άλλη η γιαγιά ήταν η προσωποποίηση της εργατιάς. Ήταν η γιαγιά που ήταν όλη μέρα στα χωράφια, που γύρναγε μαγείρευε, ξέρω ‘γω, και πηγαίναμε κάτω και πάντα θα προλάβαινε να έχει μία πίτα να μας ταΐσει. Οπότε οι δυο γιαγιάδες ήταν λίγο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες μεταξύ τους, που η καθεμία είναι σαν να λειτούργησε σε άλλο κομμάτι στο τι εγώ πήρα σαν άνθρωπος.

Θ.Κ.:

Θυμάσαι την αλλαγή καθεστώτος στην Αλβανία;

Ά.Ί.:

Ναι. Το ’90, πρώτη πληροφορία νομίζω ότι ήταν –σίγουρα μάλλον– η τηλεόραση, γιατί κάπως σε ένα απομονωμένο μέρος έτσι μαθεύτηκε. Θυμάμαι ήταν, ωστόσο, να έχω μία αντίδραση μη αναμενόμενη, την οποία ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω. Ότι όταν αυτό μαθεύτηκε ήμουνα[00:10:00] με δύο ακόμα φίλους ή δεν ξέρω, μπορεί και μόνη μου. Και επειδή μάλλον αυτό που συνέβαινε δεν μπορούσα να το δεχτώ, δηλαδή δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη και γιατί ρίξαν ένα άγαλμα... Και μάλιστα, δεν μπορούσα να καταλάβω την επανάσταση ως προς τι και ούτε αν αυτό που γίνεται είναι καλό ή κακό, όποτε με θυμάμαι να γράφω συνθήματα σε ένα χαρτί και να τα κολλάω στη βρύση από κάτω. Δεν θυμάμαι τι ανέφεραν, αλλά ήτανε σίγουρα σαν ερώτημα ή σαν τοποθέτηση του τι ακριβώς συμβαίνει.

Θ.Κ.:

Στο χωριό τι θυμάσαι; Τι γινότανε τις πρώτες μέρες;

Ά.Ί.:

Τις πρώτες μέρες όχι κάτι ιδιαίτερο, δεν άλλαξε κάτι στην πράξη ακριβώς, νομίζω ότι ήτανε πιο σταδιακή η αλλαγή της συνειδητοποίησης του τι συμβαίνει. Ίσως ήδη κάποια πράγματα να είχαν αρχίσει να συμβαίνουνε και πιο νωρίς, δηλαδή από το γεγονός των ημερών των εξεγέρσεων και των διαδηλώσεων, ήδη συνέβαινε μια σταδιακή αλλαγή που ξεκίνησε λίγο πριν το ’90, με ανθρώπους να πηγαινοέρχονται από τα σύνορα, επισκέπτες μεν, δηλαδή το επίσημο κομμάτι. Μέσα σε αυτό και με τους ανθρώπους από την οικογένειά μου το ‘89 να έχουν επισκεφθεί συγγενείς στην Κέρκυρα. Οπότε υπήρχε μία σταδιακή αλλαγή και με Έλληνες να επισκέπτονται το χωριό. Και νομίζω ότι εκεί που άρχισε να γίνεται πιο έντονο και να συνειδητοποιούνε όλοι τι συμβαίνει, ήταν όταν σε κάποια από τα πανηγύρια υπήρχαν επισκέψεις επίσημες με άδεια και οι δικοί μας να φεύγουνε κρυφά και να προσπαθούνε όλοι να φύγουνε μαζικά, είτε με τα λεωφορεία αυτά, είτε περνώντας απ’ το βουνό. Νομίζω ότι εκεί ήταν η μεγάλη διαφορά στο τι συμβαίνει. Νομίζω ότι ήταν τέτοια ηλικία που δεν μπορούσε να γίνει ακριβώς κατανοητό αυτό που έχει συμβεί. Σαν ενήλικας, δηλαδή, κυρίως άρχισα να αποσαφηνίζω επακριβώς τι έχει γίνει.

Θ.Κ.:

Τον πόλεμο στην Αλβανία το 1997 τον θυμάσαι;

Ά.Ί.:

Ναι, έντονα, με αίσθημα φόβου κιόλας, γιατί η περιοχή ναι μεν ήτανε απομονωμένη, οι κάτοικοι κάπως ήτανε σε εγρήγορση, ξεκινώντας είτε από το να κάνουνε βάρδιες φύλαξης ανά δύο ή ανά τρία άτομα, για να ‘χουνε το νου τους αν ανεβαίνουν ξένα αμάξια ή αν ακούνε πυροβολισμούς ή οτιδήποτε. Είχε στιγματιστεί η τοπική κοινωνία, γιατί είχαν απαγάγει και δύο άτομα από το χωριό, που τους πήγανε στο βουνό και ζητάγανε λύτρα. Όλο αυτό, εντάξει, ήταν η αφορμή για διάφορα πράγματα προφανώς. Η θεία μου έμενε στην πόλη, οπότε η όση επικοινωνία μπορούσε να υπάρξει, οι πληροφορίες που είχαμε ήταν ότι: «Ωραία, κάθονται στο παράθυρο και μπορεί να σκάσει η σφαίρα στο παράθυρο». Ασύλληπτα γεγονότα. Τον πατέρα μου να κατεβαίνει και να προσπαθούν να περάσουνε τα σύνορα για να πάνε Γιάννενα, γιατί είχε αρρωστήσει κάποιος στο χωριό, οπότε κάποιος έπρεπε τον άνθρωπο να τον πάει στα Γιάννενα στο νοσοκομείο. Και είχαμε όλη την αγωνία του αν αυτοί οι άνθρωποι θα γυρίσουνε ποτέ πίσω ή αν θα τους σκοτώσουνε στο δρόμο. Τους είχαν όντως σταματήσει στο δρόμο και απλά τυχαία μάλλον αναγνώρισαν τα ονόματά τους και τους λένε: «‘Ντάξει, σας ξέρουμε, περάστε». Οπότε, ναι, η περίοδος αυτή ήταν ίσως και πιο έντονη από την αλλαγή του ‘90 σαν γεγονός.

Θ.Κ.:

Θυμάσαι κάποιο περιστατικό που σε τρόμαξε περισσότερο και το έχεις ακόμα;

Ά.Ί.:

Ναι, πυροβολισμούς το βράδυ, οι οποίοι, εδώ που τα λέμε, μπορεί να ήτανε και για λόγους που δεν ήξερες. Είτε για λόγους πλιάτσικου, είτε για λόγους παλικαριάς, χωρίς να έχει αυτό κάποια σημαίνουσα, να είναι μια πράξη με νόημα. Οπότε βράδια που ακουγόντουσαν πυροβολισμοί ή ημέρα που είχε γίνει απαγωγή, που θυμάμαι, εντάξει, υπήρχε φόβος ολούθε σε όλα τα σπίτια και όλοι είχαμε κρυφτεί όπου γινότανε. Νομίζω το πιο έντονο ήταν αυτό απ' το ‘97.

Θ.Κ.:

Θες μου περιγράψεις το ταξίδι σας στην Ελλάδα την πρώτη φορά που φύγατε;

Ά.Ί.:

Ναι. Ήτανε πάνω στους πρώτους μήνες που κάπως η κατάσταση είχε αρχίσει να ησυχάζει. Οι δικοί μου ήτανε πάνω στο δίλημμα, πριν συμβεί αυτό το ’97, το αν θα μετακομίσουμε στην Αυλώνα για να συνεχίσουμε εμείς τις σπουδές ή αν θα ερχόντουσαν στην Ελλάδα που υπήρχανε συγγενείς, με μεγαλύτερη την τάση ίσως για την Αλβανία. Εντάξει, με το που έγινε αυτό το ’97, προφανώς η κατάσταση ήταν όπου φύγει-φύγει. Οπότε καταλήξαμε στην Κόρινθο που έμενε ήδη η θεία μου. Και μέναμε ο ένας στον άλλο. Το κλασικό, τύπου δέκα άτομα σε ένα σπίτι, όλοι να κόπτονται για όλους... Οι δικοί μου, ευτυχώς, στην αρχή– Κυρίως η μαμά, γιατί κάπως ήτανε π[00:15:00]ιο εύκολο να βρεις δουλειά ή ήτανε πιο, υπήρχε μεγαλύτερη ζήτηση για γυναικεία εργατικά χέρια... Βρήκε κατευθείαν δουλειά εκεί, σε ένα εργοστάσιο σταφυλιού, που ήδη υπήρχαν συγγενείς που δουλεύανε. Ο μπαμπάς σίγουρα δυσκολεύτηκε πιο πολύ. Όντας ένας άνθρωπος που δεν είχε άμεση σχέση με χειρωνακτική εργασία. Οπότε δούλεψε στην αρχή ελιές, κάποια εργοστάσια φύλακας... Τον θυμάμαι έντονα να περνάει από διακυμάνσεις στην ψυχολογία του και να... Τώρα θα το μετέφραζα σαν κατάθλιψη, σίγουρα δηλαδή. Και με εμένα και την αδερφή μου να προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σε σχολικά περιβάλλοντα που μας ήτανε παντελώς άγνωστα και μαθημένες με άλλες συνθήκες και άλλη αμεσότητα, άλλη... Αυτό το του σε ξέρουν όλοι και ξαφνικά πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι «κολύμπα στα βαθιά».

Θ.Κ.:

Πώς ήταν η προσαρμογή;

Ά.Ί.:

Εύκολη σχετικά. Δεν θα πω ότι βίωσα ρατσισμό άμεσο, θα πω ότι έμμεσα ωστόσο πάντα θα υπήρχε αυτή η δεύτερη γνώμη ή ύστερη σκέψη του ότι: «Οι ξένοι...». Παρότι ήταν προφανές ότι ήξερα τη γλώσσα, ήταν προφανές ότι ήξερα πολύ καλά ελληνικά, πολύ καλή ορθογραφία και τα λοιπά και τα λοιπά. Ήτανε πολύ θετικό το γεγονός ότι όλοι οι καθηγητές μου ήτανε πολύ βοηθητικοί σε όλα τα κομμάτια. Βοηθήσαν ακόμα και με φροντιστήριο, ξέρω ‘γω, στα οποία δεν μας άφηναν να πληρώνουμε. Υπήρχε υποστήριξη οπότε σ’ αυτό. Τώρα, στο φιλικό κομμάτι, όντας και ένα παιδάκι που εκεί ξαφνικά έγινα κλειστό. Σίγουρα, δεν ήταν έντονη η κοινωνικοποίηση, ήτανε διαφορετική. Στο λύκειο, μετά, είχα να αντιμετωπίσω το γεγονός ότι οι δικοί μου φέρανε μία άλλη κουλτούρα και μία άλλη νοοτροπία, οπότε δεν υπήρχε ακριβώς η ελευθερία του να νιώσουν ασφαλείς και να με αφήσουν ελεύθερη. Οπότε υπήρχε λίγο αυτός ο έμμεσα έλεγχος, όχι επιβολή. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν τα όρια της ελευθερίας που πρέπει να έχει ένα παιδί σε αυτή την ηλικία. Νομίζω ότι κυρίως αυτό που κρατάω από αυτά τα έξι χρόνια είναι ότι τώρα θα χαρακτήριζα την κοινωνία της Κορίνθου σαν μία κλειστή και ουδέτερη κοινωνία για μένα. Δεν είχε να μου προσφέρει έντονα πράγματα ή έντονες μνήμες. Το κομμάτι προσαρμογής, δηλαδή, είχε να κάνει πιο πολύ με το τυχαίο του πράγματος. Το ότι τυχαία εγώ κάπως ανταπεξήλθα ή είχα μία... Εκεί ήσυχη προσωπικότητα, δηλαδή κάπου στο κομμάτι του πώς είμαι σαν άνθρωπος, εκεί ήταν λίγο πιο καταπιεσμένο στην προσπάθεια να προσαρμοστώ. Οπότε κάπως έτσι το κομμάτι προσαρμογής.

Θ.Κ.:

Η μετάβαση στην Αθήνα από μια επαρχιακή πόλη;

Ά.Ί.:

Νομίζω, ότι ήτανε αυτό που υποσυνείδητα σίγουρα ήθελα, χωρίς να το ξέρω κιόλας πόσο, έχοντας επισκεφτεί κιόλας στην Αθήνα κάποιες φορές στο ενδιάμεσο. Αν εξαιρέσεις λίγο τον πρώτο καιρό, που πάλι είχε να κάνει λίγο με το οικογενειακό περιβάλλον του να συνειδητοποιήσουνε ότι οι ελευθερίες και τα όρια που έχεις... Έχω να πω τα καλύτερα. Είναι η πόλη που έχτισε τη ζωή μου, είναι η πόλη που την υπεραγαπάω, είναι η πόλη που μου έδωσε την ευκαιρία να δω πώς είμαι σαν άνθρωπος και να αυτονομηθώ σε όλα τα κομμάτια. Αν εξαιρέσεις, δηλαδή, τους πρώτους μήνες, μετά στάθηκα στα πόδια μου γερά και βρήκα εγώ εμένα, οπότε ήτανε τεράστιο το κομμάτι αλλαγής. Ήταν σαν να ξαναγεννιέμαι το κομμάτι «Αθήνα».

Θ.Κ.:

Η ενασχόλησή σου με τη μουσική πώς ξεκινάει;

Ά.Ί.:

Σίγουρα συνδέεται πρώτα με τα παιδικά χρόνια, δηλαδή, ξεκινώντας από τα ακούσματα στο σπίτι και από όλο το οικογενειακό περιβάλλον και από το ευρύτερο κοινωνικό. Τραγουδάγαν όλοι στο σπίτι ανεξαιρέτως. Θείοι, θείες, μάνα, πατέρας, γιαγιά, παππούδες. Το σχολικό περιβάλλον, επίσης, κάπως βοήθαγε σε αυτό, γιατί προσπαθούσαν να έχουνε δρώμενα και δράσεις με μουσική, υπήρχε μάθημα μουσικής στο σχολείο, οπότε από κει υπήρχε επίσης ώθηση. Οπότε, πρώτον, ούτως ή άλλως, υπήρχε μία κλίση και μία τάση ως προς το κομμάτι με τη φωνή, πέρα απ’ το κομμάτι του αν μου άρεσε η μουσική ή όχι. Οπότε κυρίως η σχέση με τη μουσική, μέχρι ένα βαθμό, μέχρι και πριν την Κόρινθο, είχε να κάνει με το πολυφωνικό. Στην Κόρινθο κάπου το κομμάτι αυτό πήγε πίσω, ήτανε μόνο ό,τι συνέβαινε σε οικογενειακό περιβάλλον, αλλά όχι σαν προσωπική αναζήτηση. Και ήρθε μετά σαν έντονη προσωπική αναζήτηση όταν, λίγο πριν πεθάνει ο θείος μου, που κατάλαβα ότι έχω την ανάγκη να συνεχίσω κάτι που[00:20:00] έκανα και που ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του. Και εκεί άρχισα να ψάχνω και εδώ τι γίνεται σε σχέση με αυτό και αν υπάρχουνε και άλλα πράγματα τα οποία μπορώ να βρω σε σχέση με αυτό, πέρα από το φιλικό, από το οικογενειακό περιβάλλον ή το φιλικό τους περιβάλλον. Κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση με τη μουσική, της προσωπικής ενασχόλησης.

Θ.Κ.:

Θες να πεις λίγα λόγια για τον θείο που ανέφερες;

Ά.Ί.:

Τύχαινε να δουλεύει στο σύστημα σαν συντονιστής στον πολιτιστικό τομέα με τα πολυφωνικά στο Πωγώνι, οπότε είχε, έτσι, μία έντονη δράση, αλλά κυρίως είχε έντονη την ανάγκη και την όρεξη του να ασχολείται με τα πολιτιστικά και να οργανώνει ομάδες και να χαίρεται με το να κάνει πράγματα με τη νεολαία. Ο ίδιος δεν τραγούδαγε, ήταν φάλτσος, ωστόσο μελέταγε ό,τι έπεφτε στα χέρια του, έκανε και καταγραφές. Οπότε ασχολιότανε δυναμικά με το κομμάτι, χωρίς όμως ποτέ στο άμεσό μας οικογενειακό περιβάλλον να είναι αυτό το «ωραία...», να μας βάζει κάτω, ας πούμε, και να μας κάνει υποδείξεις, να το συνειδητοποιώ. Το έβλεπα μόνο σαν παρατηρητής όταν συνέβαινε. Οπότε όλη του αυτή την ταυτόχρονα πολύ διακριτική στάση ως προς το τι συνέβαινε ή ως προς το τι έκανε, όταν συνειδητοποίησα ότι θα φύγει, εκεί λίγο ήταν έντονο το συναίσθημα στο ότι: «Ωχ δεν έχω προλάβει, ας πούμε, να κάνω πράγματα ή να πω πράγματα μαζί του ως προς αυτό και δεν θα έχω το χρόνο να συνειδητοποιήσω τι μπορεί να μου δώσει». Και έτσι, άρχισα εγώ να φορτσάρω με το να ψάχνω πάνω σε αυτό.

Θ.Κ.:

Πώς ξεκίνησες να ψάχνεις;

Ά.Ί.:

Πρώτος καιρός στην Αθήνα, που μετά την πρώτη προσαρμογή στις σπουδές, άρχισα να κάνω focus σε κομμάτια που με ενδιαφέρουν, ανεξάρτητα απ’ τις σπουδές. Ξεκίνησα τυχαία να ψάχνω τι γίνεται με το πολυφωνικό τραγούδι στην Αθήνα κι αν ασχολείται κανένας με αυτό. Έτσι, από περιέργεια. Εντάξει, βρήκα κάποιες αναφορές. Έλεγα να δοκιμάσω αυτό που βρήκα, ήταν σε μέρα που δεν βόλευε και τυχαία μιλώντας με μία φίλη μου, μου λέει ότι: «Ξέρω μία κοπέλα που κάνει αυτό που ψάχνεις». Και βρίσκομαι τυχαία σε ένα εργαστήρι, από μία κοπέλα που ήτανε κι αυτή απ’ την Ήπειρο και που είχε αποφασίσει ότι θα κάνει μία ομάδα πολυφωνικού τραγουδιού. Θυμάμαι ότι στην αρχή φρίκαρα με αυτό που άκουσα, γιατί δεν ήτανε καθόλου κοντινό στο πώς εγώ το είχα στο νου μου ή βιωμένο. Ωστόσο, πήρα την απόφαση ότι εγώ αυτό το ψάχνω. Είχε και το παρεΐστικο κομμάτι, οπότε έμεινα κι όχι απλά έμεινα, έμεινα δέκα χρόνια στην ομάδα αυτή, με πολύ ωραίες μνήμες, πολύ μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο που το έκανε, γιατί έβλεπα ένα ενδιαφέρον ουσιαστικό σε αυτόν και όχι για το θεαθήναι. Οπότε σίγουρα κι εμένα με βοήθησε αυτό, στο να βγάλω τη συστολή που είχα, στο να μάθω να μοιράζομαι αυτό που έχω και να μην το κρατάω σαν διακριτικό κομμάτι, στο οποίο, εντάξει, δεν εκφράζομαι, εκφράζομαι μόνο αν κάποιος με ρωτήσει και τα λοιπά και τα λοιπά. Οπότε η πρώτη επαφή και η πρώτη αναζήτηση ήτανε αυτή.

Θ.Κ.:

Θες να μας πεις λίγο περισσότερα στοιχεία για αυτή την ομάδα και για τις δράσεις σας;

Ά.Ί.:

Ναι. Η ομάδα αυτή ξεκίνησε σ’ ένα ωδείο για κάποιους μήνες και μετά συνεχίστηκε στο πολυφωνικό καφενείο, στο καφενείο στην Ακαδημία Πλάτωνος και η ομάδα λεγότανε «Πολυφωνικό Καφενείο». Συνεχίζει ακόμα, τα μαθήματα τα κάνει η Αρετή Μίχου. Στην αρχή ήτανε σταθερή η βάση συναντήσεων, ήταν εβδομαδιαία, μετά εκείνη μετακόμισε στην Πάτρα, αλλά συνέχισε να έρχεται στην Αθήνα και να το στηρίζει. Δεν υπήρχε ακριβώς σταθερή ομάδα, εναλλασσόντουσαν πολύ συχνά τα άτομα, αλλά υπήρχαμε κάποιοι που ήμασταν εκεί από την αρχή που σχηματίστηκε αυτό. Το προσωπικό κομμάτι είχε κυρίως να κάνει με το ότι ως τότε, εκτός του ότι ήτανε το πρώτο που βρήκα– Και σαν άνθρωπος γενικότερα δεν αποκόπτω εύκολα νήματα, δηλαδή ανεξάρτητα με το αν με ικανοποιούσε στο πώς εγώ το έχω βιωμένο, είχε να κάνει με τη συνέπεια του ότι αυτό γίνεται. Και ό,τι μπορούσα κι εγώ να δώσω σ’ αυτό, το έκανα και ό,τι συνέβαινε, ούτως ή άλλως είχε και ένα παρεΐστικο τρόπο, που είχε να πει πολλά πάνω σε αυτό. Συνεχίζει η ομάδα οπότε, συνεχίζει τις δράσεις της και η Αρετή έχει μία ομάδα και στην Πάτρα. Αυτό. Απλά κάποια στιγμή δεν μου ήταν αρκετό αυτό, δηλαδή παράλληλα πάντα είχα στο νου μου ό[00:25:00]τι θέλω κάτι ακόμα. Και άρχισε μέσα μου, άρχισαν να ζυμώνονται πράγματα χωρίς ωστόσο να το καταλαβαίνω και χωρίς να επιδιώκω κάτι συγκεκριμένο. Ήταν σίγουρο ότι είμαι οκ, είμαι καλά εδώ, αλλά σίγουρα δεν μου αρκεί. Κάπως έτσι.

Θ.Κ.:

Και ποια ήταν τα επόμενα βήματα;

Ά.Ί.:

Στα επόμενα βήματα, ενώ ήξεραν κάποιοι από το κοντινό μου περιβάλλον ότι συμμετέχω στην ομάδα, χωρίς γενικότερα αυτό να το πολυλέω, δηλαδή ήταν ένας προσωπικός χρόνος που αφιέρωνα σε αυτό... Μιλώντας με την Άννα και έχοντας περάσει κι εκείνη από διάφορες φάσεις και ακούγοντας διάφορες ομάδες, με παίρνει τηλέφωνο ένα απόγευμα και μου ρίχνει την ιδέα του: «Να σου πω, αφού είστε πόσες στην ηλικία σου που τραγουδάτε και που το ‘χετε και που το 'χετε δουλέψει, γιατί δεν μαζεύεστε να κάνουμε κάτι;». Κι ήταν ο άνθρωπος που μας έβαλε τη φωτιά και το φιτίλι να μαζευτούμε και να ξεκινήσουμε την ομάδα. Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτό, χωρίς ούτε εγώ να έχω στο νου μου ότι: «Θέλω να κάνω κάτι συγκεκριμένο». Και ενώ ήξερα ότι αυτό υπήρχε, δεν είχα μπει ποτέ στη διαδικασία του να σκεφτώ ότι θα μπορούσαμε αυτό να το κάνουμε πιο συλλογικό ή να αρχίσουμε να βρισκόμαστε σε σταθερή βάση και όπου οδηγήσει. Γιατί ήτανε λίγο σαν δεδομένη συνθήκη ότι, όπως με τους γονείς, ότι εμείς έτσι κι αλλιώς τραγουδάμε, οκ, δεν χρειάζεται να συμβεί κάτι άλλο ως προς αυτό. Έλα, όμως, που συνέβη και η διαδρομή ήτανε ασύλληπτη σε σχέση με το αρχικό έναυσμα.

Θ.Κ.:

Πώς ήταν η αρχή για το πολυφωνικό σχήμα «Ισοκράτισσες»;

Ά.Ί.:

Η αρχή ήτανε κυρίως, πρώτον, η χαρά του ότι τελικά μαζευτήκαμε παραπάνω άτομα απ’ όσα περιμέναμε. Η Άννα έφερε μαζί και τη Μαρία που ήταν η μόνη που δεν ήταν απ’ το χωριό, όλες οι άλλες ήμασταν μεγαλωμένες μαζί. Η Σοφία επίσης ήταν η πρώτη επίσημή της επαφή, γιατί οι μισές από μας τραγουδάγαμε και από την παιδική ηλικία ούτως ή άλλως και στο σχολείο και είχαμε προλάβει να τραγουδάμε και με την παρέα των γονιών μας. Η Σοφία ή κάποια νεότερα κορίτσια αυτό το κουβαλάγανε κυρίως ως τότε ως άκουσμα, ή ίσως κάποια πρώτα, μια πρώτη επαφή σε φιλικά περιβάλλοντα γονιών να τραγουδάνε. Συν δύο-τρία άτομα ακόμα που απλά τους άρεσε η ιδέα, που δεν είχαν, όμως, σχέση με το... Ναι μεν το είχανε ξανακούσει, αλλά δεν είχανε ποτέ δοκιμάσει το να τραγουδήσουνε πολυφωνικά. Οπότε η ομάδα ξεκίνησε με μία σύνθεση που είχε τρία-τέσσερα άτομα ακόμα, που αυτή τη στιγμή δεν είναι στις «Ισοκράτισσες». Που κυρίως ήτανε συγκυριακό το θέμα του ότι τα κορίτσια δεν συνεχίσανε, μετακομίσανε και οι τρεις σε άλλες πόλεις. Ένα αυτό και κατά δεύτερον, υπήρχε λίγο μία διάφορα... Δεν θα πω τόσο στην εμπειρία που είχε η κάθε μία, δεν είναι ωραίο, στην αντίληψη ως προς αυτό. Υπήρχε... Είναι σαν να υπήρχε ένα δυσανάλογο βήμα ως προς το τι έχει ήδη κεκτημένο ο καθένας. Οπότε κάπως έτσι κατέληξε να μείνει ο πυρήνας που είχε ήδη μία εμπειρία ως προς αυτό, σαν συνέχεια της επόμενης γενιάς δηλαδή, που έτσι κι αλλιώς τραγουδάει και το ‘χει το βίωμα. Όχι μόνο το άκουσμα δηλαδή και σαν βίωμα τραγουδίσματος.

Θ.Κ.:

Πώς γίνονταν οι πρόβες και οι προετοιμασίες στην αρχή;

Ά.Ί.:

Στην αρχή, απλά βρισκόμασταν για τη χαρά του ότι: «Πω πω τι ωραία που είναι, βρισκόμαστε και βγαίνει». Η Άννα και η Μαρία έχοντας και την εμπειρία του να έχουν υπάρξει σε άλλες ομάδες και να προσπαθούνε να βρούνε τις ισορροπίες του να δέσει η ομάδα, εδώ συνέβαινε απ’ την αρχή, οπότε ήταν η χαρά του: «Ωραία, είναι σαν γλέντι, καθόμαστε και τραγουδάμε και πάμε, δοκιμάζουμε τραγούδια». Και επειδή μας άρεσε σε όλες, κρατήθηκε αυτό σε εβδομαδιαία βάση. Βρήκαμε μία κοινή μέρα που μπορούσαν οι περισσότερες και κρατήθηκε σταθερό. Γίνανε κάποιες πρώτες συναντήσεις και με μαζώξεις στο σύλλογο που ήτανε και η γενιά της Άννας και των γονιών μου, που ήταν ενθαρρυντική. Και κάπου εκεί, στους πρώτους μήνες, ήρθε μία πρόταση από τον Κώστα τον Παυλόπουλο για μία εκδήλωση στην Παλαιά Βουλή. Όχι, συγγνώμη. Πριν από αυτό, έγινε μία πρόταση να πούμε και δυο πολυφωνικά τραγούδια σε μία κοπή πίτας. Αυτή ήτανε η πρώτη επίσημη ότι: «Οκ, θα εμφανιστούμε σαν ομάδα να πούμε δύο τραγούδια κάπου». Εκεί, βέβαια, το δύσκολο κομμάτι ήταν –το έβλεπες μετά, στην πράξη– ότι το κοινό που θα ακούσει πολυφωνικά είναι πολύ συγκεκριμένο. Είναι άλλη η κουλτούρα του κλαρίνου στη νεότερη... Όχι μόνο στις νεότερες γενιές, σε αυτό που συμβαίνει, σε κάτι που δεν είναι ουσιαστικά το περιβάλλον του. Άλλο είναι το κοινό που θα ακούσει πολυφωνικά και άλλο το κοινό π[00:30:00]ου θα πάει στα κλαρίνα, εν τέλει. Οπότε αυτό λίγο-πολύ ήταν απλά σαν δοκιμασία του ότι πώς είναι αυτό που κάνεις σε πρόβα, να το κάνεις κάπου τριγύρω που έχεις και θόρυβο και κάπου που εν τέλει, ναι, εκτίθεσαι. Οπότε έχεις να αντιμετωπίσεις απλά το level της έκθεσης. Μετά από αυτό, όμως, ήρθε η πρόταση απ’ τον Κώστα τον Παυλόπουλο, που αυτό αυτόματα ανέβασε τον πήχη στο ότι: «Ώπα, εδώ θα αρχίσει να συμβαίνει κάτι άλλο στο οποίο θα πρέπει να ανταπεξερχόμαστε». Κυρίως με το άγχος του αυτό που ακούγεται να αντιπροσωπεύει το πώς έχουμε εμείς το πολυφωνικό τραγούδι σαν άκουσμα. Η αγωνία, δηλαδή, του αυτό που ακούγεται, όχι να είναι σωστό ατομικά, γιατί επιδεικνύεις εσύ ικανότητες, να είναι σωστό συλλογικά, με την ευθύνη του ότι αυτό που ακούγεται, κάποιος θα εκλάβει ότι: «Ώπα, αυτό είναι πολυφωνικό τραγούδι». Οπότε το στίγμα σου μέσα σε αυτό. Οπότε, μετά από αυτό, άρχισε να γίνεται σταθερή η βάση του ότι συναντιόμαστε και δουλεύουμε και αρχίζουμε και δοκιμάζουμε ρόλους και βρίσκουμε τα πατήματά μας και τι κατέχει η καθεμία περισσότερο και τι γνώση κουβαλάει καθεμία και θα μεταφέρει και θα μοιράσει. Και κάπως έτσι.

Θ.Κ.:

Υπάρχουν εκδηλώσεις που ξεχωρίζεις;

Ά.Ί.:

Από την αρχή μέχρι τώρα, ναι, πολλές, με μεγαλύτερη ευχαρίστηση αυτές που είχανε να κάνουν με το αυθόρμητο γλέντι, το ότι η παρέα είτε συνευρέθηκε με άλλες παρέες ή με τη γενιά των γονιών μας, είτε και μόνοι μας. Οπότε συνέβαινε αυτό το αυθόρμητο. Μέχρι πράγματα που ως τότε όχι απλά δεν είχαμε φανταστεί, ούτε επιδιώκαμε, απλά συνέβησαν. Όπως το φεστιβάλ στην Ολλανδία που είχε να κάνει με βήματα πολύ παραπέρα απ’ το να εκτίθεσαι. Με το να δοκιμάζεις να εκθέτεις κάτι εντελώς ξένο σ’ ένα κοινό που δεν έχει καμία επαφή με αυτό. Οπότε αυτό είναι όντως από τις πιο έντονες εικόνες από πράγματα που έχουν να κάνουν με την έκθεση.

Θ.Κ.:

Τι θυμάσαι απ’ αυτό το φεστιβάλ;

Ά.Ί.:

Πρώτον, την ησυχία που είχε το κοινό. Υπήρχε απόλυτη σιωπή σε ένα κοινό τύπου... Δεν έχουμε πλήρη εικόνα, οι πληροφορίες απλά που έχουμε είναι ότι κανονικά χώραγε γύρω στους οχτακόσιους καθιστούς, τελικά πρέπει να ήταν κοντά στους δύο χιλιάδες καθιστοί και όρθιοι. Δεν άκουγες από κάτω κιχ. Με την τύχη του να βρισκόμαστε σε ένα χώρο που είχε τρομερή ακουστική. Ήταν μία παλιά εκκλησία, οπότε όλο αυτό το βοήθαγε και στο ύφος, να έχει έναν αχό αρκετά επιβλητικό. Κυρίως αυτό. Και σίγουρα, πολύ ευχάριστα η προετοιμασία πριν και η αγωνία του να... Δεν ξέραμε καν τι θα αντιμετωπίσουμε και πώς θα είναι ακριβώς. Ήταν η πρώτη φορά, ούτως ή άλλως, και η μοναδική φορά που έχει γίνει αυτό ως τώρα –σχεδόν μοναδική– του να παρουσιάζουμε κάτι που να έχει τόσο μεγάλη διάρκεια. Δηλαδή, ότι είχε γίνει πριν αφορούσε δυο-τρία τραγούδια, εκτός από τα αυθόρμητα που, εντάξει, ώρες ατελείωτες. Έκθεση, όμως, συνεχόμενης ώρας ήταν η πρώτη φορά. Οπότε ήτανε δύο τα ανοίκεια, η διάρκεια, η συναυλία και το κοινό. Αυτά θα ξεχώριζα.

Θ.Κ.:

Κάνατε μια συνεργασία με τον Κρίστοφερ Κινγκ. Θες να μας πεις λίγο την ιστορία της συνεργασίας;

Ά.Ί.:

Ναι. Είναι ο άνθρωπος που το τυχαίο του πώς συναντηθήκαμε οδήγησε σε πάρα πολλά πράγματα, που, από τη μία, καθόλου τυχαία δεν είναι, από την άλλη, τυχαία ως προς το, ναι, θα μπορούσαν και να μην συμβούν. Συναντηθήκαμε στην Κόρινθο σε μία εκδήλωση που είχαμε καλεστεί από το Σύλλογο Ηπειρωτών της Κορίνθου στην παρουσίαση βιβλίου του. Μας άκουσε εκεί, μετά από αυτό, μιλήσαμε λίγο, αλλά σίγουρα είχαμε την αίσθηση ότι αυτό που άκουσε του άρεσε και έχοντας διαβάσει πριν το βιβλίο του –κυρίως για την αίσθηση του πώς αυτός ο άνθρωπος και γιατί ασχολήθηκε με αυτή τη μουσική– κράταγες ένα θετικό κομμάτι ως προς το τι ακριβώς εκτιμάει. Χωρίς να ξέρουμε παραπάνω στοιχεία, ούτε για το ποιος είναι, ούτε τι κάνει ακριβώς, ούτε... Σίγουρα οπότε η πρώτη αίσθηση ήταν ότι: «Οκ, μάλλον αυτό που άκουσε κάτι του είπε». Οπότε έμεινε εκεί. Μετά, άρχισε μία επικοινωνία, στην οποία... Είχε προηγηθεί πριν από αυτό, είχα προτείνει στον ξάδερφό μου να διαβάσει το βιβλίο του, εκείνος ενθουσιάστηκε και του είχε στείλει ένα mail, οπότε είχαν αρχίσει ήδη να μιλάνε. Τον ρώτησε μετά, οπότε, αν του άρεσε η συναυ[00:35:00]λία, του απάντησε ενθουσιασμένος και μετά από αυτό του είπε ότι: «Θα επικοινωνήσω μαζί τους, γιατί έχω κι άλλα πράγματα στο νου μου». Οπότε κατευθείαν μετά την πρώτη επαφή στην Κόρινθο, μας πρότεινε να ηχογραφηθεί ένας δίσκος και να συμμετέχουμε σε ένα φεστιβάλ στην Ολλανδία. Αυτό κάπως έτσι έφερε μια σταθερή η συνεργασία και μία σταδιακή γνωριμία, που έφερε πολλά πράγματα. Ως προς εκείνον, ένα κομμάτι που θέλει να ερευνήσει ως προς την ηπειρωτική μουσική και με το να κάνει καταγραφές σε σχέση με αυτό, εξού και ο δίσκος. Όμως και με το κομμάτι που έχει να κάνει του να η μουσική αυτή να πάει και σε άλλα αυτιά, σε ανθρώπους που δεν την έχουνε ξανακούσει ποτέ. Όσον αφορά το δικό μας κομμάτι, είναι ένας άνθρωπος που έχει ακριβώς το στοιχείο του ότι έλκεται από μία μουσική η οποία δεν είναι βίωμά του. Αξιοπρεπώς ως προς την προσέγγιση, δηλαδή βλέπεις τα κίνητρα και είναι πολύ σημαντικά τα κίνητρα σε έναν άνθρωπο, στο γιατί και πώς ασχολείται με κάτι. Οπότε, ως τώρα όλο αυτό συμβαίνει κάπως αυτονόητα και φυσιολογικά, χωρίς να έχει από πίσω τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Και κάπως έτσι προχωράει, ετοιμάζοντας μέσα σε αυτό μία περιοδεία στην Αμερική τον Οκτώβρη, με πολύ κόπο απ’ την πλευρά του και πολλές προσπάθειες, δεδομένης της συγκυρίας, και της πανδημίας και όλων των υπολοίπων. Δεδομένης της παγκόσμιας τάσης ως προς την τέχνη και το κατά πόσο όντως πραγματικά οι λαοί ενδιαφέρονται για την τέχνη ή για ποια κομμάτια τέχνης ενδιαφέρονται. Οπότε κάπως έτσι.

Θ.Κ.:

Άλλες δισκογραφικές εμπειρίες, έτσι, που θα ξεχώριζες;

Ά.Ί.:

Ναι, με τον Θοδωρή τον Γεωργόπουλο. Ήταν απ’ τους πρώτους ανθρώπους που μας στήριξε και που ήταν ειλικρινέστατος στην εκτίμησή του ως προς τις «Ισοκράτισσες». Οπότε ήταν από τους πρώτους που είχε ήδη ηχογραφήσει ένα CD με όλους τους θρύλους, τα κλαρίνα από Πετρολούκα, μέχρι τραγουδιστές, Τζίμας, και τα λοιπά. Και μας πρότεινε εκεί να δισκογραφήσουμε ένα κομμάτι, στο οποίο εκείνος παίζει κλαρίνο και λέμε το πολυφωνικό κομμάτι. Ένα πολυφωνικό κομμάτι καθαρό. Και βάλαμε και κάποια ίσα σε κάποια κομμάτια που εκείνος επέλεξε. Οπότε ουσιαστικά ήταν η πρώτη συνεργασία. Με τον Θοδωρή έχει γίνει άλλη μία για κάτι που ετοιμάζει με ένα τραγούδι στο οποίο θα βάλει φλογέρες. Και εκτός απ’ αυτό, έχει δισκογραφηθεί με προτροπή του Σιάτρα ένα CD με, αν θυμάμαι καλά, τρεις πολυφωνικούς ομίλους, όπου ο κάθε όμιλος στο CD αυτό έχει δέκα τραγούδια. Απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει κυκλοφορήσει επισήμως, εμάς ούτως ή άλλως ήτανε από τα πολύ πρώτα μας βήματα αυτό. Ήταν ηχογράφηση στούντιο, σε αντίθεση με τον επόμενο δίσκο που η συνθήκη ήταν λίγο πιο φυσική. Δηλαδή το κίνητρο ήταν η συνθήκη να είναι φυσική και όχι στουντιακός ήχος. Δισκογραφικά ναι, αυτά ως τώρα.

Θ.Κ.:

Τι θα έλεγες ότι είναι οι «Ισοκράτισσες»;

Ά.Ί.:

Για μένα, ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος που εν μέρει ονειρευόμουνα, εν μέρει ούτε που μπορούσα να φανταστώ πώς θα είναι. Είναι το πολυφωνικό μου σπίτι, έτσι το νιώθω σίγουρα. Σίγουρα, απ’ την άλλη, αντιπροσωπεύει ακόμα και το κομμάτι παιδικής ηλικίας ή μικροκοινωνίας στο οποίο μεγάλωσα. Είναι ακριβώς μικροκοινωνία. Με κάποιες είμαστε και πιο στενή παρέα, με κάποιες άλλες όχι και ταυτόχρονα αυτό λειτουργεί. Με κάποιες κουβαλάμε παρεμφερή μυαλά, έχουμε περίπου ίδιες ιδέες, με κάποιες άλλες απ’ τα κορίτσια όχι, ή μπορεί σε πολλά πράγματα να είμαστε αντίθετες, αλλά αυτό επίσης λειτουργεί. Και όταν ο συνδετικός κρίκος αφορά κάτι που έχει ψυχή, κουβαλάς μνήμες και ταυτόχρονα είναι και μία αυτονόητη γλώσσα, που είναι σαν κάτι που δεν χρειάζεται ακριβώς να το προσδιορίσεις, απλά το κάνεις, γιατί το έκανες πάντα. Αυτό είναι ικανό να ενώνει και να έχει τη δύναμη να ανταπεξέρχεται σε όποια άλλα πράγματα και όποιες άλλες δυσκολίες μπορεί να έχουμε άνθρωποι στο να συνυπάρξουμε, στο να συνεργαστούμε, στο να συνεννοηθούμε εν τέλει. Οπότε ναι, θα έλεγα ότι είναι το πολυφωνικό μου σπίτι και η πρωταρχική μου ελπίδα στα πολυφωνικά, με την ελπίδα ότι αυτό δεν θα σταματήσει εκεί και ότι θα έχουμε όλες μας τη δύ[00:40:00]ναμη και το κουράγιο, σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το είδος και που θέλουν να το προσεγγίσουν, να είμαστε το ανοικτό σπίτι που αυτό θα γίνεται. Κάπως έτσι.

Θ.Κ.:

Πώς είναι να αποτελείτε, στην ουσία, συνεχίστριες των μανάδων σας, που είχαν ένα αντίστοιχο πολυφωνικό σχήμα στο χωριό;

Ά.Ί.:

Απ’ τη μία κάπως σαν αυτονόητο, απ’ την άλλη τεράστια η χαρά συνειδητοποιώντας ότι αυτό έγινε, πρώτον, αυθόρμητα, όχι ακριβώς επί τούτου. Αρχίζει και ψιλογίνεται στην Αλβανία με τα πολυφωνικά και με το ότι ενεπλάκη και η άυλη πολιτιστική κληρονομιά στη μέση, οπότε γενικότερα αρχίζει αυτή η τάση ως προς την παράδοση, του να βρίσκουμε πράγματα και λίγο επί τούτου, να τους φοράμε ταμπέλες, να... Στην Αλβανία, ωστόσο, η ικανότητα υπάρχει, γιατί όντως είναι αυτό το από γενιά σε γενιά και λειτουργεί. Χαίρομαι το τι συνέβη αυθόρμητα και αυτονόητα κι όχι κατ’ ανάγκη. Εννοώ... Θα συνέβαινε ούτως ή άλλως, ακόμα και να μην ήτανε επίσημο σχήμα ή ομάδα, βρισκόμασταν έτσι κι αλλιώς σαν παρέα και γινότανε. Το ότι πας, τώρα, παραπέρα και έχει και το κομμάτι έκθεσης και ομάδα και όνομα, εντάξει, είναι κάτι άλλο. Ωστόσο, είναι πάρα πολύ όμορφο το ότι δεν υπήρξε τεράστιο χάσμα απ’ τη μία γενιά στην άλλη. Στην προηγούμενη από μας, ίσως είναι λίγο λιγότερα τα άτομα που ασχολήθηκαν ή που τραγουδάνε ή που δεν ξέρουμε αν τραγουδάνε, γιατί είναι κι αυτό. Εμάς κάπως μπήκε η φωτιά απ’ την Άννα, στο ότι επειδή το ήξερε και μας ήξερε προσωπικά, να βγει και προς τα έξω και να το μοιραστούμε. Μπορεί να υπάρχουν και άτομα που να είναι 40 ή 50 αυτή τη στιγμή και να μην ξέρουμε καν αν τραγουδάνε. Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι, δηλαδή. Οπότε, ναι, με ένα μικρό χάσμα μίας δεκαετίας, είναι πάρα πολύ όμορφο το ότι ακόμα συνεχίζει και συμβαίνει. Και μακάρι, επειδή ήδη υπάρχουνε μανάδες στο γκρουπ, αυτό να πάει και παραπέρα, να μην σταματήσει εδώ.

Θ.Κ.:

Θες να περιγράψεις λίγο τις πρόβες και τις προετοιμασίες, την επιλογή των τραγουδιών...

Ά.Ί.:

Ναι. Τον πρώτο καιρό ήταν κάπως λίγο πιο αυθόρμητο το τι συνέβαινε ως προς τους ρόλους. Λίγο-πολύ τους δοκιμάσαμε όλοι τους ρόλους, εν τέλει, όμως, όταν έρχεται το κομμάτι έκθεσης, επιλέγουμε σε αυτό οι ρόλοι να είναι λίγο πιο συγκεκριμένοι και να πηγαίνουνε με βάση την έφεση ή την τάση ή την περισσότερη ικανότητα που έχει κάποιος ως προς αυτό και να υποστηριχθεί αυτό περισσότερο. Δηλαδή, η Σόφια θα κάνει γύρισμα, γιατί αυτό... Το αυτί της λειτούργησε πιο καλά εκεί και το μουσικό της κομμάτι. Κάποιοι που είναι δυνατοί ισοκράτες να φορτσάρουνε σε αυτό, κάποιος που πιάνει το ρίξιμο να κάνει αυτό. Δηλαδή, οπότε οι πρόβες σε σχέση με την αρχή διαφοροποιούνται πλέον και δουλεύεται πιο πολύ στο όταν μιλάμε για εμφάνιση, τα πράγματα να είναι λίγο πιο συγκεκριμένα, ακριβώς για το σεβασμό ως προς το είδος. Τα κομμάτια που λέγαμε στην αρχή ήταν αυτά που ήτανε και πιο γνωστά στη γενιά που τα ακούσαμε και εμείς και που τα συναναστραφήκαμε περισσότερο. Σχολική, δηλαδή, είτε οικογενειακή. Και αυτό που κάνουμε περισσότερο τον τελευταίο καιρό και τα τελευταία χρόνια –αφού, ξέρεις, κάποια στιγμή χορταίνεις, τα έχεις ακούσει εκατομμύρια φορές τα κομμάτια αυτά, τα έχεις πει και εσύ άλλες κάποιες δεκάδες φορές–, να ψάχνουμε τα τραγούδια τα οποία χάνονται και που δεν τα τραγούδαγε καν η γενιά των γονιών μας. Και όσο έχουμε πρόσβαση σε ανθρώπους που ακόμα ζούνε σε αυτό, να το πηγαίνουμε με το... Σαν να παίρνεις έναν ανιχνευτή και να βρίσκεις το παραμικρό ψήγμα που μπορείς να σώσεις ως προς αυτό. Με λυπεί πάρα πολύ, δηλαδή, το να βρίσκω στίχους στους οποίους, ας πούμε, η μελωδία είναι πια άγνωστη. Οπότε ένα δεύτερο κομμάτι, σε δεύτερη ανάγνωση, έχει να κάνει και με αυτό, το να βρούμε χαμένα τραγούδια πια.

Θ.Κ.:

Εντοπίζεις κάποιες ιδιαιτερότητες στο πολυφωνικό τραγούδι του χωριού σας –και του δικού σας, κατά συνέπεια– σε σχέση με τα υπόλοιπα;

Ά.Ί.:

Ναι, όσο πιο πολύ ακούς τις διάφορες περιοχές, τόσο πιο έντονα βλέπεις και τις διαφορές. Είναι σαν να μιλάμε... Αν τα πάρεις να τα αναλύσεις στο μικροσκόπιο, ουσιαστικά και σε κάποια κομμάτια το ύφος, να μιλάς για άλλο μουσικό είδος οριακά, έχοντας πάντα την κοινή βάση. Σαν χωριό, αυτό που ξέρω κι από τους ίδιους, αλλά και από μελετητές και από τον Κώστα τον Λώλη –που είναι ο μόνος εδώ που τα λέμε, που έχει κάνει διεξοδική ανάλυση, έχοντας και το βίωμα στον οποίο μπορείς να βασιστείς– είναι ότι το χωριό είχε πολυμορφία ως προς τον ήχο του, [00:45:00]με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ως προς τα κομμάτια που... Και πώς αυτό το φάσμα έμεινε και τι κάθε γενιά κράταγε και πώς διαμορφώθηκε μετά. Με συνέπεια, όσο έχεις τη γνώση αυτού του πράγματος, να το βλέπεις πλέον και εσύ τι θες να κάνεις. Προσωπικά, οπότε, σίγουρα σε σχέση, ας πούμε, με το ξεκίνημα που ο πρώτος στόχος ήταν να βρούμε τα πατήματα και το δέσιμο, ο δεύτερος στόχος πια είναι να πλησιάσουμε όσο πιο πολύ τους παλιούς και να τους ακούμε όσο πιο πολύ. Και να μην ξεχνάς ακριβώς το ύφος τους και τον τρόπο εκφοράς τους, γιατί είχε να κάνει προφανώς με πολλά πράγματα. Και με το πώς ήταν το φυσικό περιβάλλον και με το κοινωνικό περιβάλλον και με το φύλο και όλα αυτά.

Θ.Κ.:

Ποιο είναι το μέλλον του πολυφωνικού σας σχήματος;

Ά.Ί.:

Θέλω να ελπίζω ότι θα γυρνάμε όλο και πιο πολύ στη βάση του, στον αυθορμητισμό δηλαδή, να μη χαθεί το κομμάτι του ότι θα βρεθούμε έξω σαν παρέα και θα το πάρουμε. Να μη χαθεί το κομμάτι του ότι να μπριζώνουμε τους γονείς μας να παίρνουν και κανένα τραγούδι. Είναι πολύ έντονο πια το γεγονός ότι φεύγουνε συνέχεια άνθρωποι και δη οι παλαιότερες γενιές. Και ακόμα και την προηγούμενη γενιά από μας, να μην τους βάζεις εύκολα στο τρυπάκι να τραγουδάνε με τον ίδιο τρόπο που το κάνανε παλιά. Οπότε όλος ο αντίκτυπος του αστικού περιβάλλοντος εν μέρει να το επηρεάζει και αυτό. Οπότε κύριος στόχος είναι σίγουρα να ξαναγυρνάμε στη βάση του πράγματος και στον αυθορμητισμό του. Από κει και πέρα, το μέλλον θα ήθελα να σχετίζεται αρκετά με το ότι, επειδή αυτό το πράγμα γίνεται τάση και μόδα, σε αυτό οι «Ισοκράτισσες» να βάλουνε το λιθαράκι τους, ως προς το είδος, ως προς το... Όσο γίνεται το στίγμα στους κινδύνους που εμπεριέχει μία τάση, η οποία πολλές φορές είναι πρόσκαιρη και οι κινήσεις από τυχάρπαστες μέχρι πολύ ειλικρινείς και ουσιαστικές. Η γκάμα είναι τεράστια. Και το άλλο, θα είχε να κάνει, με το... Η χαρά που έχουμε εμείς ως προς αυτό και η αγάπη και η ουσία του και όχι τόσο το να σωθεί σαν παράδοση. Προσωπικά, ο ένας λόγος ενασχόλησης με αυτό είναι η αγάπη ως προς το είδος, όχι το να σωθεί κάτι σαν παράδοση. Με απασχολεί από λίγο έως καθόλου, κατά κάποιο τρόπο. Αυτό να γίνει αντίκτυπος και σε επόμενες γενιές. Να το αγαπήσουν το είδος, όχι γιατί είναι μόδα, όχι γιατί είναι μία παράδοση που πρέπει να τη σώσουν. Σε όσο κόσμο συναναστρεφόμαστε, που είναι γενιά που είτε δεν είχε την τύχη που είχαμε εμείς, είτε δεν το ‘χει βιώσει όπως εμείς, το παρεάκι αυτό να είναι κάτι που θα τους κάνει να αγαπήσουν αυτό που ακούνε.

Θ.Κ.:

Ποιες οι δυσκολίες που συνάντησε όλα αυτά τα χρόνια;

Ά.Ί.:

Δεν θα προσδιόριζα κάτι ακριβώς σαν δυσκολία, πέρα απ’ το γεγονός του ότι τι πράγματα θα ήθελες ή θα μπορούσες να κάνεις και εν τέλει δεν τα κάνεις. Δηλαδή, πρακτικά ο χρόνος που έχουμε για να βρισκόμαστε, αυτό είναι μία τεράστια δυσκολία έχοντας η κάθε μία τελείως διαφορετική ζωή. Από την Άννα να έχει οικογένεια και παιδιά και να είναι ένας εργαζόμενος άνθρωπος στα 60 της, μέχρι την πιο μικρή, η Ηλέκτρα τώρα, ας πούμε, που σπουδάζει... Και στο ενδιάμεσο, εγκυμοσύνες, γεννητούρια και όλες να είναι εκεί απίκο. Δηλαδή, μου είναι τρομερά συγκινητικό το ότι η Μαρία ερχότανε με την κοιλιά τούρλα, οριακά να γεννήσει πάνω στη σκηνή, είτε σε πρόβες, είτε σε εμφανίσεις. Οπότε, η μία πρακτική δυσκολία έχει να κάνει με το δικό μας χρόνο σε αυτό. Θα ήθελα παραπάνω χρόνο. Δηλαδή, μακάρι όλοι κάπως να τον διευρύναμε, να βρίσκαμε εκείνο το άνοιγμα που θα μας έδινε τον τρόπο να ρουφάμε χρόνο και να κάνουμε πράγματα ως προς αυτό. Άλλες δυσκολίες έχουν να κάνουν κυρίως με το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι το είδος και το πώς η άτυπη πολυφωνική κοινότητα, που εν τέλει υπάρχει στο αστικό περιβάλλον –όχι αυτή που υπάρχει μες τα σπίτια και είναι άγνωστη και που είναι επίσης μεγάλη και δεν την ξέρουμε–, η πολυφωνική κοινότητα που υπάρχει ως προς το επίσημες ομάδες σύλλογοι και έκθεση. Δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου τη λογική του «οι καλύτεροι» ή του «εμείς κάνουμε αυτό» ή «εσείς κάνετε εκείνο». Δηλαδή κάπως δεν υπάρχει μία κοινή συλλογική βάση, αυθόρμητη, του ότι αυτό που κάνουμε πρέπει να το προασπιζόμαστε όλοι ταυτόχρονα και ο ένας τον άλλο, όμως. Άλλη μία δυσκολία που αντιλαμβάνομαι δηλαδή είναι αυτή. Και η άλλη δυσκολία έχει να κάνει με τη διάσταση του πολυφωνικού ως προς το πώς αυτό είτε κοινωνείται, εί[00:50:00]τε –θα πω οριακά– και εκμεταλλεύεται. Είναι σαν να μου βάζεις μία χαρακιά συναισθηματική, ρε παιδί μου, στο ότι παίρνει κάποιος κάτι και είτε το αγαπάει, είτε αυτό το κάτι του κάνει χαρακιές και οριακά κάποιες φορές ματώνει απ’ αυτό που γίνεται. Αυτό είναι τεράστια δυσκολία, που έχει να κάνει κυρίως με το είδος, όχι τόσο με εμάς σαν ομάδα, δεν θα σου πω ότι έχω αντιληφθεί κάτι ως τώρα να με δυσκολεύεις στη δικιά μας πορεία. Βρήκαμε πάντα ανθρώπους να μας στηρίζουν.

Θ.Κ.:

Το ότι είστε ένα σχήμα που αποτελείται μόνο από γυναίκες...

Ά.Ί.:

Βοηθάει, πρώτον, ηχητικά και μουσικά, γιατί ίσως είναι πιο εύκολο σε κάποια πράγματα. Ειδικά όταν σε αυτό, ρε παιδί μου, εντάξει, προφανώς και δεν έχουμε την εμπειρία που είχαν οι μανάδες μας ή οι προηγούμενες γενιές, που ήτανε εντελώς απομονωμένο το άκουσμα. Όλοι μας έχουμε κι άλλα ακούσματα και επηρεάζεται και από άλλα πράγματα και μουσικά όλες δεν μπορούμε να σταθούμε και άλλα τέτοια. Οπότε, σίγουρα, η γυναικεία σύνθεση σε ένα βαθμό, –όχι μεγάλο, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι δεν έχει να κάνει με αυτό– βοηθάει στο μουσικό κομμάτι. Το δεύτερο που χαίρομαι είναι ότι με τα δεδομένα του ό,τι συμβαίνει –συμπεριλαμβανομένης και της Αλβανίας, για μένα είναι ενιαίο το είδος– οι αντρικές ομάδες, οι αμιγώς αντρικές, είναι πιο συχνές. Οπότε κάπου λίγο σε αυτό η γυναικεία φωνή και η γυναικεία δύναμη να είναι εκεί. Συμβαίνει, το κάνουνε και οι γυναίκες, τραγουδάγανε και μόνες τους. Ως προς τη γυναικεία δύναμη κυρίως και ως προς την τροπή που μπορεί να πάρει το τι μπορείς να εκφράσεις, ακόμα και στη λογοκρισία ως προς τα κομμάτια. Του τι κομμάτια θα πετάξουμε εκτός, τι κομμάτια θα πειράξουμε, γιατί κάποια στιγμή πρέπει να έχει και μία δημιουργία ως προς το στίχο. Αυτό κάνανε κι οι παλιοί, εμείς γιατί όχι... Οπότε, τα δύο πράγματα που σκέφτομαι ως προς τη γυναικεία σύνθεση είναι κυρίως αυτά.

Θ.Κ.:

Βιώσατε αμφισβήτηση ή προβλήματα;

Ά.Ί.:

Αμφισβήτηση, φαντάζομαι, σίγουρα θα υπήρχε ως προς το κομμάτι του... Ειδικά στα ξεκινήματα, το οποίο το καταλαβαίνω. Έχει να κάνει με το κατά πόσο αποτυπώνεις όντως το τοπικό ύφος επακριβώς. Δηλαδή, οι παλιοί είναι συνηθισμένοι να ακούνε με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο και να ακούνε στα αυτιά τους κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ούτε η μία περιοχή την άλλη δεν άκουγε. Οπότε, ίσως στα πρώτα βήματα, μέχρι να βρούμε τα πατήματα, μπορεί και να υπήρχε η αμφισβήτηση ότι: «Θα τα καταφέρουν; Θα τραγουδάνε, όντως, όπως γαλουχήθηκαν;». Ένα κομμάτι αμφισβήτησης που μπορώ να φανταστώ είναι αυτό. Άλλο κομμάτι που δεν το είχα σκεφτεί, αλλά το είχα ακούσει κάποια στιγμή από φίλους, ήτανε το κατά πόσο γυναικεία σχήματα αντέχουν. Γιατί όλη η πατριαρχική κοινωνία είχε στο νου της ότι: «Οι γυναίκες τσακώνονται μεταξύ τους, οπότε εν τέλει δεν καταφέρουν να μείνουν ενωμένες». Ναι, θα μπορούσε να είναι άλλο ένα κομμάτι αμφισβήτησης. Αμφισβήτηση ως προς κάτι άλλο δεν μπορώ να σκεφτώ, γιατί, ναι, ίσως δεν είναι κάτι στο οποίο κι εγώ δίνω βάση, δηλαδή δεν είναι κάτι που με απασχολεί. Με απασχολεί κυρίως το πώς αυτό μπορεί να δώσει τροφή για ακόμα περισσότερη δουλειά και όχι το κομμάτι του αν θα σπέρνουν οι εξωτερικοί παράγοντες πράγματα που δεν μας αφορούν, εν τέλει. 

Θ.Κ.:

Ποιο είναι το παρόν και το μέλλον του πολυφωνικού τραγουδιού εκτός κοινοτήτων;

Ά.Ί.:

Τεράστιο ερώτημα. Νομίζω με την προοπτική του να γραφτούνε τόνοι πάνω σε αυτό. Είναι όπως όλα τα πράγματα, απρόβλεπτα. Έχει κάποιες θετικές συνιστώσες και κάποιες αρνητικές η πορεία του του πώς εξελίσσεται ως τώρα. Προφανώς και είναι ασύλληπτο το γεγονός ότι ένα είδος που αφορούσε μόνο τις κοινότητες και ακουγόταν έξω πολύ λίγο, παρότι το ξέρανε. Δηλαδή και μελετητές υπήρξανε και δισκογραφία υπήρξε. Αυτό που γίνεται τώρα είναι ασύλληπτο. Δηλαδή, μεγαλώνει όλο και πιο πολύ, γίνεται όλο και πιο πολύ η τάση, μόδα, γνώση εν τέλει, σε κάποια σημεία. Χαίρομαι πάρα πολύ ανθρώπους που το ψάχνουν όντως. Μεγαλύτερη χαρά δεν μπορώ να φανταστώ, δηλαδή, να αγαπάει κάποιος το είδος, που δεν είναι κάτ’ ανάγκη γιατί το είχε βίωμα. Αγαπάει το είδος και ίσως να είναι και πιο ειλικρινής κάποιες φορές η αγάπη αυτή και πιο βαθιά. Το μέλλον ως προς αυτό και όσον αφορά τέτοιους ανθρώπους, προφανώς και είναι ευοίωνο. Αναρωτιέμαι για το τι μπορεί να συμβεί αν αυτό που κυριαρχεί δεν είναι το άκουσμα ως προς την πηγή, αλλά το επιφανειακό ως προς τον πολύ κόσμο και η παγίωση αυτού που ακούγεται. Δηλαδή, ξέρω ‘γω, ένα τραγούδι που έχει περάσει στη συλλογική απήχηση εντελώς αλλιώς απ’ το πώς είναι, που αυτό κάπως εν τέλει αλλοιώνει βίαια τη μουσική εξέλιξη του είδους[00:55:00]. Το είδος πάντα εξελισσότανε, προφανώς, δεν είναι κάτι που είναι λείψανο. Η βίαιη εξέλιξη του, όμως, είναι κάτι που εμένα με αγχώνει προσωπικά, ως προς το αν θα κρατηθεί η ομορφότητα αυτού του πράγματος, όχι η παράδοσή του. Ότι επειδή το κάνανε έτσι, πρέπει να μείνει έτσι. Ήταν, είναι ο αχός του, του πώς εξελίσσεται και δεν είναι τυχαίο το πώς εξελισσόταν. Αυτό...

Θ.Κ.:

Σε ευχαριστώ.

Ά.Ί.:

Εγώ.