© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Συνέντευξη με την κιθαρίστρια των Bokomolech για τη μουσική σκηνή
Istorima Code
22575
Story URL
Speaker
Χριστίνα Κασσεσιάν (Χ.Κ.)
Interview Date
03/07/2022
Researcher
Ελένη Μάκκα (Ε.Μ.)
[00:00:00]Ξεκινάμε; Είναι Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022. Βρίσκομαι με την Χριστίνα Κασσεσιάν στο Νέο Κόσμο, εγώ είμαι η Ελένη Μάκκα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Χριστίνα, μίλησέ μας λίγο για τη ζωή σου. Πού μεγάλωσες, με τι ασχολήθηκες επαγγελματικά…
Από πού να ξεκινήσω, λοιπόν; Ωραία, θα ξεκινήσω από την καταγωγή μου, που είναι μάλλον το πιο ιδιόρρυθμο πράγμα με το οποίο είμαι αντιμέτωπη. Ο μπαμπάς που κατάγεται από προσφυγικές οικογένειες, από τον πατέρα του από την Μερσίνα. Ο παππούς μου, ο μακαρίτης ήταν Αρμένιος της διασποράς. Γεννήθηκε δηλαδή στη Μερσίνα, ήδη ως προσφυγική οικογένεια χρόνια πριν την Μικρασιατική καταστροφή. Ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Η μητέρα του πατέρα μου ήταν επίσης με καταγωγή από πρόσφυγες, από το Ικόνιο, Έλληνες της Μικράς Ασίας. Μεγάλωσαν στην Ελλάδα και οι δύο. Ο παππούς μου στη Σύρο για κάποιο μικρό διάστημα, ως πρόσφυγας στα ορφανοτροφεία της Σύρου των Καθολικών, η γιαγιά μου γεννήθηκε στην Ελλάδα, στον Πειραιά. Κάποια στιγμή, όταν γνωριστήκανε, γεννήθηκε ο μπαμπάς μου στην Αθήνα το 1948. Η μαμά μου κατάγεται από την Κύπρο. Μεγάλωσε στην Κύπρο, στα 16 της έφυγε με υποτροφία σε αμερικανικό πανεπιστήμιο στη Βηρυτό. Όταν τέλειωσε τις σπουδές της και θέλησε να κάνει κάποια μεταπτυχιακή σπουδή στην Ελλάδα, εκείνο το διάστημα ή λίγο πιο πριν, γνωρίστηκε με τον μπαμπά μου, παντρεύτηκαν. Γεννήθηκα το 1976 στη Λευκωσία. Για κάποιο διάστημα πέρασα 1-2 χρόνια ως παιδάκι στην Κύπρο, έκανα… Βρεφονηπιακό σταθμό; Εκεί, λίγο πριν το νήπιο εν πάση περιπτώσει. Χωρίς να είμαι σε θέση να το αναλύσω επιστημονικά, θεωρώ ότι αυτό, η απόσταση από την Ελλάδα, συνέτεινε στο πώς αναπτύχθηκε μέρος της κουλτούρας μου, γιατί ήρθα σε επαφή με την οικογένεια της μαμάς μου και τον τόπο καταγωγής της. Μετά ήρθα στην Ελλάδα όταν επανενώθηκαν οι γονείς μου, τέλος πάντων, κάτω από διάφορες συνθήκες. Μεγάλωσα στην Αθήνα. Μέχρι την ηλικία των 11 εκτέθηκα αρκετά στο αρμενικό κομμάτι της καταγωγής μου, κατόπιν επιθυμίας του μπαμπά μου, το οποίο εμένα προσωπικά μου φαινόταν λίγο ξένο. Και σε μεγάλο βαθμό μου φαίνεται ακόμα ξένο και προσπαθώ να το προσεγγίσω μέσω πολλών πραγμάτων, ένα εκ των οποίων είναι η μουσική. Με βοήθησε πάρα πολύ. Μεγάλωσα λοιπόν στην Αθήνα, σπούδασα νομικά, τα οποία τα διέκοψα πάρα πολλές φορές κατά τη διάρκεια των σπουδών. Ασχολήθηκα με διάφορες μικροδουλειές όσο ήμουν φοιτήτρια, μεταξύ των οποίων οι δύο βασικές δουλειές με τις οποίες έχω ασχοληθεί πιο πολύ: το ένα είναι οι μεταφράσεις και η επιμέλεια γλώσσας και η αρθρογραφία, που είναι η μόνιμη βασική μου δουλειά, και τα μαθήματα ηλεκτρικής κιθάρας. Ουσιαστικά, δηλαδή, έχω ασχοληθεί με δυο αγάπες, δυο χόμπι, τα οποία έγιναν και τα προς το ζην μου, ας πούμε, οι δουλειές για τα προς το ζην. Είμαστε καλά μέχρι εδώ; Θέλεις κάποιες λεπτομέρειες περισσότερο έτσι για αυτό; Όχι, είμαστε εντάξει, έτσι; Ωραία.
Τι σχέση είχες με τη μουσική από μικρή ηλικία;
Πάρα πολύ καλή. Έχω μεγαλώσει και έχω εκτεθεί σε ένα περιβάλλον το οποίο είναι φιλόμουσο. Χωρίς απαραίτητα να είναι όλοι μουσικοί στην οικογένεια, στην προσωπική μου, δηλαδή στη μικρή μου οικογένειά, στον πυρήνα, ήμουν η πρώτη μουσικός. Αν και βέβαια η μαμά μου, όταν ήταν μικρή, ψιλο-έπαιζε μαντολίνο, αλλά δεν την έχω ακούσει ποτέ. Κατάγομαι από οικογένειες καλλίφωνων. Παραδόξως δεν τραγουδάω. Τραγουδάω ίσως έτσι για την πλάκα, αλλά ο παππούς μου ο μακαρίτης τραγούδαγε πάρα πολύ καλά. Είχε μια φοβερή φωνή. Εάν είχε την ευκαιρία να την αξιοποιήσει, είμαι σίγουρη ότι θα γινόταν σπουδαίος τενόρος. Δεν τα κατάφερε. Είναι από τις από τις ελάχιστες αναμνήσεις που έχω, γιατί τον έχασα όταν ήμουν 5 χρονών. Η οικογένεια της μαμάς μου είναι όλοι… Τραγουδάνε, παίζουν βιολί οι περισσότεροι. Από μικρή λοιπόν, είχα έρθει σε επαφή με αυτό. Οι γονείς μου φιλόμουσοι. Ο θείος μου στην Κύπρο, επίσης φιλόμουσος, μου έβαζε από πολύ μικρή να ακούω βινύλια. Κι έτσι είχα την ευκαιρία να ακούω ποικιλία μουσικής, δηλαδή από κλασική μουσική, από παραδοσιακή μουσική, ροκ μουσική, πάρα πολύ, κυρίως της δεκαετίας του ‘60, που ήταν η γενιά των γονιών μου, και από πολύ μικρή είχα αναπτύξει το ενδιαφέρον για όλα αυτά. Γύρω στα πέντε, πεντέμισι; Εκεί, πεντέμισι, έξι, μου κάνουν δώρο ένα αρμόνιο, γιατί είχα ζητήσει να μάθω μουσική. Και μου έκαναν το πρώτο μου bontempi. Οπότε, κάποια στιγμή τους λέω: «Θέλω να μάθω μουσική!». Έδειχνα ότι υπήρχε η κλίση. Δηλαδή άκουγα πράγματα, προσπαθούσα να μιμηθώ τους ήχους στο αρμονιάκι σιγά σιγά, οπότε κάποια στιγμή οι γονείς μου αποφάσισαν να με στρέψουν προς αυτό και ξεκίνησα ιδιαίτερα στο πιάνο. Έκανα 2-3 χρόνια ιδιαίτερα με μια κοπέλα και κάπου προς το τέλος του Δημοτικού μας είπε ότι πρέπει να πάω σε ωδείο. Δηλαδή από τότε φαινόταν η κλίση, η τάση μου να γράφω και μελωδίες, να ακούω πράγματα, να τα μεταφέρω στο όργανο. Όταν πήγα στο ωδείο, όμως, είχα σοβαρά θέματα. Διότι με έβαλε σε μια νόρμα και σε ένα κουτάκι, το οποίο ίσως να μην μου ταιριάζει τελικά. Υπήρχε μια αυστηρότητα και μια σοβαρότητα, η οποία στρεφόταν κατά της μουσικής που αγαπούσα και άκουγα και μάλλον και κατά του ταλέντου μου, έχω να πω. Τολμώ να το πω αυτό. Διότι υπήρχε το υποχρεωτικό του πράγματος, το obligatory. Ότι για να μάθεις μουσική, πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις 12 χρόνια σπουδές. Οπωσδήποτε θεωρία, οπωσδήποτε αρμονία και ό,τι άλλο συνεπάγεται η κλασική εκπαίδευση, και αυτό ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχα ζητήσει από τη δασκάλα μου. Εγώ της είχα πει: «Θέλω να μάθω μουσική, για να συνθέτω δική μου μουσική. Μου αρέσει το ροκ, αγαπώ την κλασική μουσική, αλλά θεωρώ ότι δεν είμαι σε θέση να γίνω βιρτουόζα στο πιάνο και εκτελέστρια. Δεν μου αρέσει να είμαι εκτελέστρια, μου αρέσει να δημιουργώ». Και εκεί ήρθαμε σε μεγάλη ρήξη με τη δασκάλα μου, η οποία μου είπε ότι είμαι ήδη πολύ μεγάλη –στην ηλικία των 13-14– για να σπουδάσω οποιοδήποτε όργανο. Το οποίο ήταν μεγάλο σοκ για μένα, γιατί ήξερα ότι και το θέλω και το μπορώ. Αλλά αυτή ήταν και η αντίθεση της κλασικής εκπαίδευσης, όπως την ξέρουμε εδώ, με τη σύγχρονη εκπαίδευση και την εκπαίδευση σε σύγχρονα μουσικά ρεύματα, που στο εξωτερικό είναι πιο συνηθισμένη απ’ ό,τι εδώ. Εδώ, ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός: ότι, αν είσαι κλασικός, είσαι καλός μουσικός, αν είσαι της τζαζ, ας πούμε, ή της ροκ, κάπου, κάτι δεν πήγε καλά στις σπουδές σου. Και επίσης αυτό το όριο το ηλικιακό, ότι: «Είσαι ήδη μεγάλη», με πείσμωσε. Με πείσμωσε! Με πείσμωσε, οπότε, εκεί γύρω στα 16, όταν προέκυψε αυτή η κουβέντα, μαζί και με αυτήν ένα πολύ τυχαίο γεγονός, το ότι οι παππούδες μου στην Κύπρο, σε μια λαχειοφόρο αγορά, κερδίσανε μια κιθάρα και λένε: «Σε ποιο παιδί μας θα τη δώσουμε; Στη Χριστίνα που είναι η μουσικός μας». Την πακέταραν, μου τη έφεραν στην Ελλάδα στις διακοπές και άρχισα να… Προσπάθησα δηλαδή, με τη βοήθεια του καθηγητή των θεωρητικών, οποίος ήταν κιθαρίστας, κούρδισα την κιθάρα και γύρισα στο σπίτι μια ωραία πρωία και λέω: «Εγώ θα μάθω κιθάρα και θα παίξω σε group. Δεν με ενδιαφέρει να ξαναπαίξω Μπαχ, δεν με ενδιαφέρει να κάνω κλασικές σπουδές. Θέλω να μιλήσει η ψυχή μου. Κι άρχισα βήμα-βήμα, ακούγοντας και μόνο, χωρίς να ξέρω να διαβάζω παρτιτούρες-. Βασικά, η παρτιτούρα είναι η ίδια της κιθάρας με το πιάνο, με το δεξί χέρι, με τις μελωδίες. Άρχισα να προσπαθώ να μεταφέρω τις μελωδίες που άκουγα ή που διάβαζα σε παρτιτούρα πιάνου, πάνω σε ένα όργανο που μου ήταν παντελώς άγνωστο. Η εμπλοκή μου εκεί γύρω στα 16-17, στη Δευτέρα και την Τρίτη Λυκείου, με τις πολιτιστικές ομάδες του σχολείου μου ήταν καθοριστική νομίζω. Έβλεπα τα παιδιά που έπαιζαν κιθάρα και αντέγραφα το πώς πιάνεις ένα ντο, πώς πιάνεις ένα ρε μινόρε, ας πούμε, τα οποία, ναι, ακούγονται ίδια, είναι ένα ακόρντο ρε παιδί μου αν το δεις ως σύνολο νοτών, αλλά στην κιθάρα μεταφέρονται διαφορετικά, δεν είναι σε ευθεία γραμμή οι νότες. Είναι άλλος κόσμος! Αλλά άρχισα να ζητάω: «Δείξε μου πώς παίζεις το τάδε, δείξε μου πώς παίζεις το τάδε» και ξεκίνησα να παίζω μόνη μου και το πρώτο μου στάδιο ήταν αυτοδίδακτο. Στο πρώτο έτος της Νομικής λοιπόν, στα 19, επειδή είχα αποφασίσει ότι θέλω να μάθω κιθάρα, βρήκα έναν δάσκαλο. Ειλικρινά τώρα, δεν ξέρω πώς γνώρισα τον Μάνο. Όχι, ξέρω! Λοιπόν, στα 19 μου λοιπόν, έχοντας τελειώσει το πρώτο έτος της Νομικής και ήδη έχοντας μάθει αρκετά πράγματα μόνη, με κάποιους φίλους της ευρύτερης παρέας μου, φτιάξαμε ένα γκρουπάκι, τους Άγραφους Νόμους. Ήμασταν όλοι αυτοδίδακτοι. Έτσι, πιτσιρίκια ήτανε και εκείνοι, πιτσιρίκι ήμουνα και εγώ, πες το έτσι. Κάποια στιγμή λοιπόν, πάμε σε μια πρόβα εδώ στη γειτονιά, σε ένα μικρό studio που είχε ανοίξει, και λέω στο στουντιά: «Ρε συ, ξέρεις κανέναν που να κάνει μαθήματα κιθάρας;». Μου λέει: «Έχω έναn φίλο, ο οποίος δουλεύει και σε μαγαζί μουσικό και είναι και καθηγητής μουσικής. Να στον πασάρω;». «Και δεν μου τον στέλνεις;». Και βρήκα λοιπόν τον Μάνο και ξεκινήσαμε μαθήματα. Και στην πορεία της χρονιάς, μου λέει ότι συνεργάζεται με κάποιο ωδείο, εκτός μεν του κέντρου, αλλά ήτανε παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου. Και μου λέει: «Εγώ σου προτείνω, παρότι θα μάθεις έτσι κι αλλιώς μαζί μου, σου προτείνω, αν σε ενδιαφέρει, να πληρώνουμε και ένα έξτρα ποσό στο ωδείο, να συμφωνήσουμε ότι κάνεις εξ αποστάσεως μάθημα, και να προχωράς τις τάξεις. Γιατί είσαι καλή, έχεις το ταλέντο και δεν ξέρεις πότε που μπορεί να σου χρησιμεύσει ένα πτυχίο μουσικής, ένα πτυχίο γενικά». Και λέω κι εγώ: «Λες; Γιατί όχι;». Το ωδείο αναγνώρισε μέρος των θεωρητικών σπουδών μου που είχα κάνει για το πιάνο, οπότε γλίτωσα πάρα πολλά. Δεν θα είχα ξανά έκθεση με την κλασική παιδεία της μουσικής. Συμφώνησαν στην ύλη, ότι στη μοντέρνα μουσική κάνουμε αυτό και αυτό και αυτό. «Πόσα χρόνια χρειάζεται για να τελειώσεις το σύγχρονο της κιθάρας;». «Εφτά». Ακούω εγώ εφτά, του λέω: «Μπορούμε να το κάνουμε πιο σύντομα;», μου λέει: «Ναι, με εντατικά μαθήματα». Οπότε με εντατικά μαθήματα και κάθε χρονιά εξετάσεις στο ωδείο, στα 3 χρόνια πήρα πτυχίο ηλεκτρικής… Πτυχίο ειδικής αρμονίας είναι ουσιαστικά, αυτό μου αναγνωρίσανε, και βεβαίωση ότι έχω σπουδάσει τα βασικά της ηλεκτρικής κιθάρας, τέλος πάντων, κι ότι είμαι ικανή να διδάξω αν θελήσω. Αυτά, λοιπόν, ήταν τα πρώτα τα πρώτα στάδια επαφής μου με την κιθάρα. Οι Άγραφοι Νόμοι διαλύθηκαν το 1997 και για κάμποσα χρόνια… [00:10:00]Α! Για ένα μικρό διάστημα είχα φτιάξει ένα δικό μου σχηματάκι, που λεγόταν Six Feet Over, με δική μου μουσική και διασκευές, με κάποια μέλη από το πρώτο μου συγκρότημα και κάνα δυο άλλους τύπους. Δεν προχώρησε ιδιαίτερα και για πάρα πολλά χρόνια έμεινα άστεγη. Να συνεχίσω στη ροή; Ωραία, έμεινα άστεγη ως μουσικός. Ακολουθούσα, βέβαια, ως φαν τους Bokomolech, τους οποίους τους είχα γνωρίσει και προσωπικά ως φίλη και θαυμάστρια της μουσικής τους. Είχαμε κρατήσει μια επαφή, πήγαινα στις συναυλίες τους. Θα λέγαμε μια καλησπέρα, θα λέγαμε κάνα νέο, έτσι δεν είχα, δεν ήμουνα μέρος της παρέας τους να πεις ότι βγαίναμε για μπίρες και τα λοιπά, αλλά έτυχε μια φορά να με προσκαλέσουν και σε μια πρόβα τους. Πήγα εκεί, γνώρισα και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, γιατί ο πρώτος που γνώρισα ήταν ο Δημήτρης ο Ιωάννου, ο τραγουδιστής μας. Με ρωτάει η Λίλα η Κατερινάκη, που παίζει μπάσο: «Είσαι και εσύ μουσικός;». Εγώ στο μεταξύ, μόλις έχω τελειώσει, πλησιάζω στο τέλος των σπουδών μου της κιθάρας, δηλαδή, τυπικά αν θες να το δεις, ήξερα μουσική και ήμουν σε θέση και να διδάξω και να παίξω και παραπέρα. Είχα και μια υποτροφία αριστείας για πτυχίο δεξιοτεχνίας, στις οποίες δεν έκανα ποτέ χρήση. Το είπα και στο ωδείο μου, ότι δεν με ενδιαφέρει να γίνω δεξιοτέχνης, ακόμη και στην κιθάρα που την αγαπάω. Με ενδιαφέρει να μάθω να παίζω μουσική δική μου, να φτιάχνω δική μου μουσική. Οπότε την άφησα και αυτή στην άκρη. Όταν, λοιπόν, η Λίλα, την οποία θαύμαζα ως μέλος του group που αγαπώ, μου λέει: «Είσαι μουσικός;», λέω εγώ: «Κάτι λίγο παίζω». Τα μάσαγα, από σεβασμό ντροπή ας πούμε. Και γυρίζει με μια αφοπλιστική απάντηση –πάντα είναι έτσι η Λίλα– και μου λέει: «Πολύ καλή ιδέα έχεις για τον εαυτό σου! Μπράβο, συνέχισε το έτσι». Με ένα, έτσι, λίγο τρόλικο ύφος, αν θέλεις. Το οποίο ήταν ένα χαστούκι για μένα, γιατί λέω: «Η κοπέλα έχει δίκιο. Αφού παίζω μουσική, γιατί να μην το σκεφτώ;». Εν πάση περιπτώσει, οι δρόμοι μας ξανασυναντήθηκαν, επισήμως μουσικά πλέον, το 2008. Έναν χρόνο πριν και γράφοντας για κάποιο μουσικό περιοδικό, αν θέλετε το λέω κιόλας, το "Sonik", το περιοδικό μουσικής. Με στέλνει το περιοδικό μου σε μια συναυλία των Bokomolech, επειδή ξέρανε ότι είμαι πορωμένη μαζί τους. Πάω λοιπόν εκεί για να κάνω κριτική της συναυλίας. Τότε είχε φύγει και η Εύη η Φραγγεδάκη, που έπαιζε κιθάρα στο σχήμα, ήταν αρκετά χρόνια μακριά από την μπάντα. Τελειώνει το live, ζητάμε encore. Πωρωμένοι όλοι από κάτω, «παίξτε αυτό ρε παιδιά». Ο Δημήτρης, που έπαιζε μερικά ακόρντα, έτσι, συνοδευτικά, για να γεμίζει το τον ήχο, μου λέει: «Μα, δεν μπορούμε χωρίς δεύτερη κιθάρα». «Έλα ρε συ Δημήτρη» του λέω, «τρία ακόρντα είναι! Άντε, κάντε μας και το χατίρι». Μου λέει: «Το ξέρεις;». «Ε, ναι ρε», του λέω, «τι λέμε τώρα; Δεν ξέρω το “Give it up”;». «Ανέβα, παίξε μαζί μας». Εγώ, βέβαια, κόπηκαν τα πόδια μου, έτρεμα, λέω: «Τι μου λέει τώρα, σε μένα το λέει;». Ντράπηκα, λέω: «Δεν υπάρχει περίπτωση». Οπότε, εκεί είχαν μαζί τους για συνοδεία τη Θάλεια, την Ιωαννίδου, η οποία είναι στους… Πώς τους λέμε τώρα το γκρουπ; Δεν μου έρχεται. Θα το θυμηθώ, άμα θέλεις το συμπληρώνω μετά. Τέλος πάντων, η Θάλεια Ιωαννίδου είναι αρχιτέκτονας και η ίδια, είναι φοβερή μουσικός, παίζει τρομπέτα. Μου λέει: «Έλα, έλα! Και εγώ φοβόμουνα για να παίξω απόψε, αλλά θα τα καταφέρεις!». Και με σηκώνει πάνω με το έτσι θέλω, ας πούμε, να παίξουμε το “Give it up”. Ο κόσμος από κάτω το ζήταγε. Και αρχίζουμε να παίζουμε. Δεν έχω παίξει ποτέ μαζί τους, απλά τους ξέρω. Απλά ξέρω το κομμάτι by heart, που λέμε, απ’ έξω, και ξεκινάμε να παίζουμε λες και είμαστε 10 χρόνια μαζί. Κι έγινε της τρελής! Κατεβαίνω κιόλας από τη σκηνή, υπάρχει, έτσι, και ένα εσωτερικό ανέκδοτο, από το πολύ χτύπημα ματώσανε οι παρανυχίδες μου, και είχαν σκάσει τα αίματα πάνω στο pigar και ψάχνανε να βρουν τι έχει γίνει, ας πούμε, και να, κάνω ένα έτσι τα δάχτυλά μου και λέω: «Παιδιά sorry, μάτωσα για τη μπάντα!». Και έμεινε έτσι το ανέκδοτο! Και κατεβαίνει ο Δημήτρης μετά, ξέρεις, εκστασιασμένος για το τέλος της νύχτας, και μου λέει: «Αν καμιά φορά σε καλέσουμε σε καμιά προβίτσα, θα σε ενδιέφερε;». Και πάλι, ξέρεις, τελείως ταπεινά, λέω: «Εγώ;». «Ναι», μου λέει» ποιος;». «Ναι, γιατί όχι;», πολύ δειλά ρε παιδί μου. Εν πάση περιπτώσει, αυτό άργησε κάνα χρόνο, και μια μέρα σε καιρό εξεταστικής στη Νομική –γιατί ήταν τα τελευταία μου πια μαθήματα και ήθελα να πάρω πτυχίο και να τελειώνω– χτυπάει το τηλέφωνο πρωί-πρωί και είναι ο Δημήτρης και μου λέει: «Χριστίνα, έχουμε ξεκινήσει πρόβες πάλι. Θα ήθελες να έρθεις;». Έχει βρει και η Λίλα, έναν φίλο, τον Τάσο που παίζει πλήκτρα. «Έλα για πλάκα ρε παιδί μου. Δεν υπάρχει κάποια απαίτηση, ό,τι βγει. Θέλεις;». Εγώ λέω: «Φυσικά και θέλω!». Και πάω πρώτη πρόβα, με την τακτοποιημένη πεταλιερίτσα, με τα πεταλάκια μου, νοικοκυρεμένη, δεν ξέρω εγώ τι. Ήταν η πρώτη πρόβα και δεν σταμάτησε έκτοτε η επαφή. Εννοείται προχωράμε ακόμα μαζί με τους Boko. Το μόνο που έχει αλλάξει, είναι ότι δεν έχω πια πεταλιέρα, γιατί μέσα στο πλαίσιο αυτής της μπάντας με αυτή τη νοοτροπία, αναγκάστηκα –σε εισαγωγικά το αναγκάστηκα, το κρατάμε αυτό–,στράφηκα σε πιο απλά μέσα. Κι εκεί που ήμουνα τακτοποιημένο παιδάκι του ωδείου με το: θα γίνει αυτό by the book, θα γίνει αυτό by the book, βγήκα τελείως έξω από τα νερά μου και έχω αρχίσει να σκέφτομαι έξω από το κουτί και τα στεγανά της τυπικής μουσικής θεωρίας· και αυτό νομίζω ότι με εξέλιξε πάρα πολύ ως μουσικό και με διεύρυνε και ως άνθρωπο, γιατί άρχισα να βλέπω και πέρα από μένα και από το καθωσπρέπει του ωδείου. Οπότε, εν ολίγοις αυτή είναι η ιστορία με τους Boko. Παίζουμε μαζί από το 2008, εξακολουθούν να είναι η αγαπημένη μου μπάντα, αλλά από δύο οπτικές γωνίες πλέον. Ελπίζω να καταφέρουμε να αντέξουμε στον χρόνο και να παίζουμε, πρώτα από όλα για μας και για την ευχαρίστησή μας και για να έχουμε, ξέρεις, έναν χώρο ελευθερίας έκφρασης, αν θέλεις. Γιατί είμαι και κατά της ιδέας ότι, περνώντας από κάποια ηλικία και μετά, είναι παράδοξο να εκφράζεσαι, ή δεν πρέπει, ή ξέρω εγώ, «α! Μεγάλωσες πάρα πολύ για να παίζεις σε συγκρότημα». Αυτά δεν τα δέχομαι. Και γενικά στη ζωή μου τέτοιου είδους όρια δεν τα δέχομαι. Ζω εκτός αυτής της νόρμας. Οπότε, ναι, θέλω να συνεχίσουμε να παίζουμε όσο αντέχουμε ακόμα.
Ωραία, θα γυρίσουμε και λίγο πίσω στο χρόνο.
Ωραία.
Έτσι, για να πάρουμε… Πώς σε αντιμετώπιζαν… Όταν ξεκίνησες να παίζεις κιθάρα, και πριν τα μαθήματα αλλά και όταν ξεκίνησες με τον Μάνο, πώς αντιμετώπιζε ο κοινωνικός σου περίγυρος, το γεγονός ότι ήσουνα γυναίκα κιθαρίστρια;
Αυτή είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Καταρχήν τα μαθήματα τα ξεκίνησα, θεωρητικά μιλώντας πάντα, σε μεγάλη ηλικία. Υπήρχε η Νομική στη μέση, από την οποία υπήρχαν οι προσδοκίες ότι εγώ θα σπουδάσω… Καλά, αυτό ήταν και δική μου προσδοκία ρε παιδί μου. Ποτέ δεν είπα ότι δεν θα σπουδάσω. Ήταν επιθυμία μου από μικρή να σπουδάσω. Η Νομική ήταν δική μου επιλογή, όχι των γονιών μου. Μου λέγανε: «Παιδί μου, δεν σου ταιριάζει, θες να σπουδάσεις μουσική; Να σε στρέψουμε προς τα εκεί. Θες να σπουδάσεις κάτι άλλο; Μαζί σου. Αλλά η ιδιοσυγκρασία σου δεν είναι για αυτό». Εν πάση περιπτώσει, εγώ είχα σηκώσει ένα μπαϊράκι, πρώτα η Νομική, μετά η μουσική. Η μουσική είναι χόμπι. Άρχισα να μην πηγαίνω καλά στα μαθήματα και να κάνω ένα gap, και εκεί είναι που ήρθε η κιθάρα, τα μαθήματα κιθάρας και τα group κτλ. Και λέω: «Θα κάνω ωδείο, θα πάρω πτυχίο». Και εμφανίζεται ο θείος της μαμάς μου, δικηγόρος, μεγαλοδικηγόρος για την ακρίβεια, ο οποίος μου λέει: «Παιδάκι μου, τι πας να κάνεις; Τώρα είσαι μεγάλη για ωδεία. Και ηλεκτρική κιθάρα κι όλα, και κορίτσι; Γιατί; Αφού έκανες πιάνο. Αν έκανες πιάνο τέλος πάντων, γιατί δεν το συνεχίζεις;». «Γιατί εμένα αυτό μου αρέσει». «Ναι, αλλά και τι θα καταλάβεις; Τελείωνε τις σπουδές, να έρθεις να δουλέψεις σε μένα, να έχεις και μια κανονική δουλειά». Αυτό ήταν η πρώτη αντίδραση, ότι: «Τι πας να κάνεις;», ας πούμε. Στις παρέες μου υπήρχε ένας θαυμασμός, ότι υπάρχει μια κοπέλα που παίζει κιθάρα. Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, θα μπορούσε να με ενοχλήσει πάρα πολύ η ιδέα ότι υπήρχαν κουβέντες του τύπου: «Αυτή παίζει σαν άντρας». Προσωπικά σήμερα θα με έθιγε πάρα πολύ. Τότε, το θεωρούσαν και κομπλιμέντο, ότι: «Πω, πω! Η τύπισσα παίζει κιθάρα μαλάκα» –συγγνώμη κιόλας και για τη λέξη, ξέφυγε– «παίζει σαν άντρας». Δεν μου άρεσε ούτε και τότε. Δηλαδή ένιωθα ότι με περιορίζει αυτό. Ένιωθα ότι είμαι μουσικός χωρίς φύλο. Είμαι ένα άτομο το οποίο παίζει καλά μουσική. Από τη μία υπήρχε ο θαυμασμός, από την άλλη υπήρχε και, ξέρεις, μια αίσθηση ότι ξεφεύγω λίγο από τη νόρμα ότι τα κορίτσια είναι για να κάνουν φωνητικά, είναι για υποδεέστερο ρόλο, ίσως, ή δευτερεύοντα ρόλο. «Α! Παίζεις backing. Tracks»… Όχι, δεν τα λέμε tracks. Κάνεις backs, ας πούμε, στον τραγουδιστή ή κάνεις backing vocals. Άντε, ξέρω εγώ, να παίξεις και κανένα λίγο περίεργο όργανο, κανένα φλάουτο κανένα βιολί. Κιθάρα; Ήταν λίγες οι γυναίκες που παίζανε κιθάρα. Και τα συγκροτήματα που είχαν και γυναίκες ως μέλη ή ήταν αποκλειστικά γυναίκες ως μέλη, ήταν ελάχιστα. Πιο πολύ είχαμε τραγουδίστριες –κι έχουν περάσει από την ελληνική σκηνή μεγάλες φωνές– παρά μουσικούς. Βέβαια, αυτές τις γυναίκες, με τον καιρό είτε τις γνώρισα δια ζώσης είτε έχουμε κάποια επικοινωνία μέσω των social media, που πλέον μας βοηθάνε πάρα πολύ. Εξακολουθώ να τις θαυμάζω, εξακολουθώ να είμαι ευγνώμων για το ότι ανοίξανε δρόμους λίγο καιρό πριν από μας, και αν δεν υπήρχαν αυτές, ίσως να κολώνα, να μην τολμούσα να πω ότι: «Ναι ρε παιδί μου, είμαι γυναίκα. Τι το κακό υπάρχει σε αυτό; Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει τη μουσική και μπορεί να το κάνει». Είναι, ας πούμε, η Άντα η Λαμπάρα είναι η Εύα Χασαπίδη Watson, είναι η Φλώρα Ιωαννίδη, ήταν οι Στίγμα 90. Υπήρχαν μπάντες που είχανε γυναίκες. Και στην αρχή κιόλας της πρώτης μου επαφής με τους Άγραφους Νόμους, παίζαμε με κάποιο συγκρότημα που είχε γυναίκα στο μπάσο. Το επίθετό της δεν το θυμάμαι, Πέννυ τη λένε την κοπέλα, και είχαμε κάνει συζητήσεις για το: «Πώς, ξέρω ‘γω αποφάσισες να παίξεις μπάσο;». Μου λέει: «Σιγά τα αυγά! Μ’ αρέσει και το κάνω. Εσύ πού κολλάς;». «Να, ξέρεις, μου λένε ότι παίζω κιθάρα και δεν είναι καλό για κοπέλες, γιατί είναι πάρα πολύ επιθετικό και όλα αυτά». «Θα είσαι ο εαυτός σου,» μου λέει, «και θα πας να παίξεις ό,τι θέλεις». Και αυτό ήταν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο. Την κοπέλα αυτή δεν ξέρω τι κάνει, έχω να τη δω από τότε. Οπότε ναι, από τη μια είχα το θαυμασμό ότι: «Α! Μια κοπέλα που παίζει κιθάρα», απ’ την άλλη είχα την αντίδραση ότι: «Μια κοπέλα που παίζει κιθάρα;». Ξέρεις, δύο άκρα. Αλλά τελικά δεν με εμπόδισε αυτό. Και νομίζω ότι οι επόμενες γενιές από εμάς, οι δικές σας γενιές δηλαδή, τα παιδιά που πέρασαν από τα χέρια μου ως μαθητές [00:20:00]και μαθήτριες, πλέον είναι ακομπλεξάριστα προς αυτό. Εντελώς ακομπλεξάριστα ως προς τα φύλα, αν θέλεις, και το ρόλο που πρέπει να έχει κάθε φύλο. Και χαίρομαι για αυτό, χαίρομαι! Δεν θα σου πω ότι ήταν εύκολο για μένα, δεν ήταν εύκολο. Ειδικά όπου ήταν ανδροκρατούμενα μέρη: στα μαγαζιά, στα ωδεία, σε μαγαζιά που πας να πάρεις χορδές, όργανα κτλ., αυτό ήτανε το γελοίο του πράγματος. Δηλαδή, πήγαινα να αγοράσω χορδές. «Τι σας είπε το αγόρι σας ότι θέλει;». «Δεν είναι για το αγόρι μου». «Για ποιον είναι;». «Για μένα». «Παίζετε ηλεκτρική κιθάρα;». «Ναι, παίζω!». Καταρχήν, το ότι είναι αυτονόητο ότι μια γυναίκα πάει να πάρει χορδές και ότι έχει σύντροφο άντρα, αυτό σήμερα με θίγει. Τώρα το θεωρώ μεγάλη προσβολή. Δεν ξέρεις ποια είμαι, δεν ξέρεις τι κάνω, δεν ξέρεις αν έχω σύντροφο, δεν ξέρεις αν είναι άντρας. Δεύτερον, γιατί να είναι για τον φίλο μου, ας πούμε; Μπορεί να είναι για το παιδί μου ξέρω ‘γω ή μπορεί να είναι για οποιονδήποτε λόγο. Το αυτονόητο του πράγματος, ότι πας να πάρεις εργαλεία, υλικά, ξέρω ‘γω, χορδές, και είναι για κάποιον άντρα, απαράδεκτο! Απαράδεκτο! Όσες φορές έχει τύχει να πάω να δοκιμάσω κιθάρα και με κοιτάνε: «Α! Ήρθε το κοριτσάκι». Τώρα δεν το κάνουν πια βέβαια. Ενδέχεται, σε κάποιον βαθμό, επειδή υπάρχει και μια αναγνωρισιμότητα του ότι: «Α! Η τάδε τύπισσα παίζει στους Boko». Σε ορισμένα μαγαζιά, δηλαδή, με ξέρουνε: «Είσαι η κιθαρίστρια των Boko, κόπιασε». Αλλά μέχρι κάποιο σημείο που δεν υπήρχαν οι Boko για μένα σε αυτό το επίπεδο, πήγαινα: «Α! Τι να μας πει το κοριτσάκι;». Και το κοριτσάκι μόλις έχει τελειώσει πτυχίο στο ωδείο και τους έπαιζε “Sultans of swing”. Kαι σάλταραν! Με κοιτάγανε. Εντάξει, ναι, η δική σας γενιά έχει και τη φράση «φλεξάρω». Δεν ήθελα να κάνω επίδειξη, αλλά έφτανα σε ένα σημείο που με θύμωνε τόσο πολύ, αγανακτούσα! Αγανακτούσα! Δηλαδή, υπάρχουν θεότητες σε αυτή τη χώρα. Υπάρχει η Βάσω Η Δημητρίου, για παράδειγμα, η οποία είναι απίστευτη μουσικός. Έχει τελειώσει στην Αμερική, παίζει, δεν ξέρω εγώ, ένα κάρο όργανα, Η γυναίκα είναι ενορχηστρώτρια από τις λίγες που έχουμε. Φοβερή, φοβερή μουσικός! Ποιος θα τολμήσει να πει σε αυτή τη γυναίκα: «Ναι, αλλά είσαι γυναίκα». Δηλαδή, αυτά με κρατάγανε. Από τη μία αγανακτούσα με το περιβάλλον, το πολύ έντονα πατριαρχικό, πιο πατριαρχικό από ό,τι σήμερα, από την άλλη έλεγα: «Υπάρχουν κοπέλες και γυναίκες που έχουν πατήσει πάνω σε αυτό και έχουν ανοίξει δρόμους. Πρέπει να το κάνω. Πρέπει να το κάνω, όχι μόνο για μένα, για όλα τα άλλα κορίτσια που θα ακολουθήσουν». Και εκείνη την εποχή κιόλας συνέτεινε πάρα πολύ το Riot Girl Movement, με το οποίο ταυτίζομαι. Και νομίζω, εντάξει, θα τολμήσω να πω ότι είμαι από τα riot girls της Ελλάδας. Το έχω ξαναπεί αυτό σε άλλη συνέντευξη, αλλά νιώθω ότι είμαι πολύ κοντά σε αυτό. Πολιτικά, ίσως όχι τόσο, γιατί δεν είμαι στην Αμερική. Ηθικά και πνευματικά και ψυχικά, σίγουρα ναι. Δηλαδή, εκείνη την εποχή που άρχισα εγώ να παίζω κιθάρα, άνθιζε το Riot Girl Movement στην Αμερική. Kathleen Hannah, ξέρω εγώ, την Carrie Brownstein, τι άλλο να πω; Όχι, δεν τα έχω πει όλα. Εντάξει. Όλο αυτό το Olympia movement, το οποίο ερχόταν σε μας εδώ με καθυστέρηση, γιατί τότε δεν υπήρχε το ίντερνετ, υπήρχαν μόνο τα περιοδικά. Πήγαινα, μάζευα χαρτζιλίκι, πήγαινα στο κέντρο, στο Σύνταγμα, έπαιρνα περιοδικά, έπαιρνα το "Magnet", έβλεπα τις Sleater-Kinney και λέω: «Τι κάνουν οι τύπισσες και γιατί δεν το κάνω εγώ εδώ;», Έβλεπα την Kathleen Hannah και λέω: «Τι θεότητα είναι αυτή; Γιατί όχι και εμείς εδώ;» Και μου ‘διναν κουράγιο όλα αυτά. Μας καλύπτει μέχρι εδώ είμαστε εντάξει;
Ναι, ναι.
Ωραία, μιλάω πολύ νομίζω.
Όχι, τέλεια, μια χαρά. Θες να μας πεις λίγο και για την πορεία σου με τους Άγραφους Νόμους;
Το πιστεύεις ότι είσαι η μοναδική που το ρωτάει αυτό; Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάποιος αναφέρεται στο πρώτο, πρώτο μου βήμα. Οι Άγραφοι Νόμοι φτιάχτηκαν από μια παρέα στο Κουκάκι, με την οποία γνωρίστηκαν χάρη στην καλύτερη μου φίλη. Εκεί ζούσε ο ξάδερφός της, κάνανε παρέα, μας γνωρίζει στις παρέες του ξαδέρφου της. Αρχίζουμε να κάνουμε και εμείς μια μεγαλύτερη παρέα. Τα παιδιά άκουγαν ίδιες μουσικές, όπως εμείς. Τότε ακούγαμε metal. Έχω να το πω αυτό, παρότι ακούγεται λίγο παράδοξο ότι άκουγα metal. Καθόλου. Τιμώ το παρελθόν μου, δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να το πω αυτό. Άκουγαν τα παιδιά metal, άκουγα και εγώ metal, ακούγαμε λίγο πανκ, ακούγαμε λίγο ελληνικό ροκ, ελληνόφωνο ροκ, τις μπάντες που ξεπηδάνε σιγά σιγά τις αγγλόφωνες τις πρώτες, Last Drive. Άντε, κάναμε παρέα. Όταν τα παιδιά αυτά ήταν Τρίτη Λυκείου και εγώ πρώτο έτος στη Νομική, και ψιλο-γρατζουνάγαμε στα μπαλκόνια κιθάρες τα καλοκαίρια. Λέμε: «Ρε παιδιά, δεν πάμε να κάνουμε καμιά ποροβίτσα;». Έτσι ξεκίνησε. Εγώ τότε ήμουνα πρωτοετόπουλο στον Μάνο, άρχισα να κάνω μαθήματα, και τους λέω: «Πάμε ρε σεις να κάνουμε καμία προβίτσα, δεν χάνουμε και κάτι». «Ναι, ναι». Ο άλλος ο κιθαρίστας μας έκανε και εκείνος μαθήματα με τον δάσκαλό μου κάποια στιγμή. Βρισκόμαστε, λέμε, κάνουμε μια πρόβα, πήγε ωραία. Ξέρεις, τα πρώτα βήματα είναι πάντα ατσούμπαλα και αδέξια, αλλά, όταν είσαι 18 ή 19, το βλέπεις σαν ένα μεγαθήριο όλο αυτό. Ότι κάνεις ένα ανδραγάθημα, ας πούμε. Και είχαμε ενθουσιαστεί. «Μπράβο παιδιά, θέλουμε κι άλλο!». Και καθίσαμε ένα απόγευμα στο σπίτι του άλλου του κιθαρίστα μας, του Γιώργου του Παπανικολάου. «Πώς θα βγάλουμε την μπάντα ρε παιδιά;». Να το ένα, αυτό δεν μας αρέσει, εκείνο δεν μας αρέσει, και μου κατεβαίνει και εμένα η ιδέα Άγραφοι Νόμοι. Ήταν και η επιλογή της Νομικής τότε, και γυάλισε το μάτι μας. Και από όλα αυτά, κρατάμε το Άγραφοι Νόμοι. Τα παιδιά κάναν, λοιπόν, παρέα με ένα group που λεγόταν Άηχες Κραυγές. Μπορεί να μην τις έχετε ακούσει τις Άηχες Κραυγές. Προφανώς δεν τις έχετε ακούσει, αφού δεν είστε και εκείνης της φουρνιάς, αλλά από τις Άηχες Κραυγές ξεπήδησε ο Κώστας Αντωνιάδης. Ο GAD, G, A, D εν πάση περιπτώσει. Δεν ξέρω πως το προφέρει, νομίζω GAD. Ο οποίος είναι μεγάλο κεφάλαιο στην αγγλόφωνη μουσική. Ξεπήδησαν και παιδιά που παίζανε με άλλα σχήματα –και ελληνόφωνα και αγγλόφωνα–, πάρα πολύ καλοί μουσικοί. Οπότε ξεκινήσαμε μια κοινή παρεούλα με τις Άηχες Κραυγές. Είχαμε κάνει δυο-τρία live, ερχόμασταν εδώ στη γειτονιά, κάναμε πρόβες. Ο στουντιάς μάς έβαλε από εδώ και από εκεί να παίξουμε σε κάποιες συναυλίες, έτσι δειλά, δειλά. Θα το πω, τολμώ να το πω ότι ήτανε εκμετάλλευση. Έτσι; Δηλαδή, οι συμφωνίες που έκανε με τα μαγαζιά, ξέραμε τι χρήματα τού δίνανε. Εμάς, ας πούμε, για μία συναυλία η οποία… Είχαμε κάνει μια συναυλία στο Graffiti. Το Graffiti δεν υπάρχει πια. Το είχε ο… Πώς το λένε τώρα; Των Sharp Ties; Ο Σκούταρης από τους Sharp Ties. Οι Sharp Ties ήταν ένα electro pop σχήμα των 80s. Ο Σκούταρης, λοιπόν, ήταν ένα λίγο παράξενο άτομο, αλλά φοβερός μουσικός επίσης. Δεν είναι εν ζωή. Κλείνουμε το Graffiti, γεμίζει 200 άτομα μέσα, άλλα 50-60 έξω, ήταν και καλοκαιρινή η περίοδος ακόμα. Το εισιτήριο έκανε δυο χιλιάρικα –το κρατάμε αυτό, έτσι; Δυο χιλιάρικα– κι εμείς είχαμε γύρω στα 250 άτομα φίσκα το μαγαζί, μόνο εμείς. Τελειώνει η συναυλία και μας έδωσε πέντε χιλιάρικα για όλη τη μπάντα. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται καν να μιλήσουμε για το do the math. Και αυτό συνέβαινε κατά κόρον. Μέχρι που το βάλαμε κάτω και λέμε: «Παιδιά, ας ξεφύγουμε λίγο από το μοντέλο του ότι ο τύπος είναι ο μάνατζερ, γιατί δεν είναι, και ας κλείνουμε μόνοι μας live. Και ό,τι γίνει». Και συνεχίσαμε για μια χρονιά, κλείσαμε σε αρκετά μαγαζιά της εποχής. Το Little Wing, το οποίο ήτανε… Και αυτό νομίζω δεν υπάρχει πια, αλλά σπουδαίο μαγαζί, από το οποίο έχουν περάσει… Έχει περάσει η αφρόκρεμα της αγγλόφωνης σκηνής, και χαίρομαι πάρα πολύ για αυτό, που, έστω με τον τρόπο μου, βρέθηκα εκεί. Όχι σε αγγλόφωνη μπάντα, αλλά σε μια από τις μπάντες που πέρασαν από εκεί. Περάσανε οι Ouzo. Έπαιξαν οι Make Believe. Αν δεν απατώμαι, είχαν παίξει και οι Scarecrow Dreaming; Παίζει, ναι. Ήταν μέλη των Ονειροπαγίδα που παίζαν σε διάφορα σχήματα. Ο Στέλιος ο Γούλας. Τον θυμάμαι τον Στέλιο τον Γούλα να παίζει σε σχήμα εκεί. Πολλά, πολλά group, τα οποία πέρασαν από αυτό το μαγαζάκι. Μια τρύπα ήταν, αλλά ήταν πάρα πολύ όμορφο. Στη Νέα Σμύρνη ήτανε. Αν δεν απατώμαι, στην οδό Θυατείρων. Δεν υπάρχει πια, αλλά ήτανε τρομερό. Ήταν ορόσημο για τη γειτονιά μας, ας πούμε. Το Graffiti, επίσης, που είπαμε πριν. Πήγαμε στον Ήχο, στην Αγία Παρασκευή. Και μάλιστα ήταν πολύ μεγάλη μου τιμή, σε ένα βράδυ που ήταν σχεδόν άδειο από κόσμο, να μου κάνει, να κάνει ήχο στη μπάντα μας ο Μανώλης ο Αγγελάκης. Μεγάλο κεφάλαιο επίσης για την ελληνική μουσική, και ως ηχολήπτης και ως μουσικός. Βρεθήκαμε σε φεστιβαλάκια που είχε κάνει η YRE. Ήταν τα πρώτα μας live αυτό. Bρεθήκαμε να παίζουμε σε φεστιβαλάκια στη γειτονιά, που τα είχαν οργανώσει διάφορες ομαδούλες από δω κι από κει, και κάποια φάση κάναμε και το τελευταίο μας live ως Άγραφοι Νόμοι, σε ένα μαγαζί το οποίο τότε λεγόταν Ταρώ και σήμερα, αν υπάρχει ακόμα, λέγεται Fuego, και ήτανε… Πήγαιναν και χόρευαν latin. Ήταν η τελευταία μας συναυλία. Είχαμε βρεθεί, έτσι, να είμαστε σε κόντρα, γιατί άλλα ήθελε ο ένας, άλλα ήθελε ο άλλος. Ίσως και το ότι κάναμε τόσο συχνά live να δημιούργησε και μια ένταση ανάμεσα στην μπάντα. Υπήρχαν πάντα και τα προσωπικά μας θέματα, έρωτες, αγάπες, μίση και δεν ξέρω εγώ τι. Όμως, αυτό το τελευταίο live μας, είναι σημαντικό για τη ζωή του παλιού μας κιθαρίστα. Εκεί γνώρισε την τότε κοπέλα του και νυν σύζυγό του. Οπότε, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει από ένα, αποτυχημένο κατά τα άλλα, live. Εκεί ήταν και η μοναδική συναυλία που έκανα με τους Six Feet Over. Με μισή μπάντα, με τον ντράμερ και τον πληκτρά μας. Το παιδί που έπαιζε μπάσο έπαιζε και στα δύο σχήματα, αλλά εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να έρθει, γιατί είχε πυρετό. Ήταν η μοναδική συναυλία που έκανα ως Six Feet Over. Μετά, βρήκαμε ένα άτομο που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, ο Δημήτρης ο Μπινιάρης, ο οποίος ήταν γνώριμος από τις μπάντες που παίξαμε μαζί ως Άγραφοι Νόμοι. Και κάναμε μερικές πρόβες, αλλά δεν προχώρησε ιδιαίτερα. Οπότε το αφήσαμε εκεί. Και μετά απλά έγραφα demos στο σπίτι και προσπαθούσα κάπου, [00:30:00]κάπως να βρω έναν προσωπικό ήχο, ο οποίος πλέον ήταν καθαρά αγγλόφωνος, καθαρά αμερικανικός ήχος. Δηλαδή ήταν ξεκάθαρα η τάση μου και η μιμητική τάση αν θέλεις –γιατί τότε δεν είχα προσωπικό ύφος–, η μιμητική μου τάση ήτανε μπάντες της Αμερικής, αγγλικός στίχος, Αμερικάνικα references και μπάντες κατά κύριο λόγο riot girls και underground αμερικάνικο. Μιλάω πολύ και ξεχνάω τι με ρωτάς.
Κανένα πρόβλημα, πολύ ωραία τα λες. Θυμάσαι πώς ήταν η πρώτη συναυλία;
Με τους Άγραφους Νόμους; Κάπου έχω και φωτογραφία από αυτό. Η πρώτη μας συναυλία ήταν συναυλία της YRE. Το Youth Against Racism, in Europe? Νομίζω. Youth Against Racism in Europe. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα εκεί. Νομίζω από έναν παλιό μας συμμαθητή από το σχολείο, ο οποίος ασχολιόταν με το ΚΚΕ τότε, και μου είπε: «Χριστίνα, ξέρεις, υπάρχει μια συνεργασία με αυτούς τους ανθρώπους και κάνουν live στο αμφιθέατρο εδώ στο σχολείο. Σε ενδιαφέρει με την μπάντα να παίξετε;». Ήταν ζήτημα αν είχαμε κάνει έναν-δυο μήνες πρόβα; Μπορεί να λέω και πολύ. Και το λέω στα παιδιά και ενθουσιαστήκανε. Και λέμε: «Ναι!». Κάνουμε μια λίστα πέντε-έξι τραγουδάκια διασκευές. Είχαμε και ένα-δυο δικά μας, είχαμε καταφέρει να σκαρώσουμε μια-δυο μελωδίες. Και θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά, γιατί τότε ήταν της μόδας, οι ξεπλυμένες μπλούζες με τη χλωρίνη. Έτσι; Και έχω φτιάξει ένα μπλουζάκι με πινέλο και χλωρίνη που έλεγε «Άγραφοι Νόμοι» και στο κέντρο είχε ένα σπαθί. Τόσο καλά! Τα σκέφτομαι και γελάω τώρα και το θεωρώ λίγο, έτσι, φαιδρό, αλλά η μνήμη που έρχεται από τότε είναι τρυφερή. Το ότι κάναμε φάλτσα, δεν με νοιάζει. Το ότι ήμασταν ασύνδετοι μεταξύ μας και δεν ήταν δεμένη μπάντα, δεν με νοιάζει. Εμένα αυτό που με νοιάζει είναι ότι βρήκαμε το θάρρος και το θράσος 18 και 19 χρονών να ανέβουμε σε ένα αμφιθέατρο και να παίξουμε έξι-εφτά κομματάκια. Εκείνο το βράδυ είχαν παίξει και η Στίγμα 90. Εκείνο το βράδυ, νομίζω, είχαν παίξει και οι Red Mist, που είχαν μέλη των Λευκή Συμφωνία. Ένα group από τον Βύρωνα που λεγόταν Σκιές. Πώς μου έρχονται; Είναι τρομερό. Είναι τρομερό πώς λειτουργούν οι συνειρμοί, έτσι; Σχεδόν 30 χρόνια μετά. Ήταν το 1997 και τότε ήμουν… ’97; Όχι ‘97, λάθος, το ‘95. Ήμουν 19. Έχουν περάσει 27 χρόνια, ε; Και το θυμάμαι λες και ήταν χθες. Φυσικά ήρθαν όλοι μας οι συμμαθητές, όλοι οι φίλοι μας, τα κορίτσια μας, τα αγόρια μας, τα ξαδέρφια μας, τα σκυλιά μας, τα γατιά μας. Ακούσανε ότι οι φίλοι μας κάνουν group και παίζουνε, ήρθανε μπούγιο. Χαμός έγινε! Χαμός έγινε! Ειδικά στα άλλα τα group, που τα περιμέναμε πώς και πώς. Έτσι; Δηλαδή, Στίγμα 90 εγώ ούρλιαζα από κάτω. Είπαμε, ήτανε πρότυπα οι κοπέλες. Μπάντα με γυναίκες, βουρ, πρώτη σειρά εγώ. Το θυμάμαι λες και είναι χθες.
Και ποια ήταν η κυρίαρχη τάση, μουσική τάση, στην Αθήνα εκείνη την περίοδο; Δηλαδή, αυτή η συναυλία που περιγράφεις, σε σχέση με το πιο pop, με το πιο κυρίαρχο;
Το mainstream, το εμπορικό, δηλαδή.
Ναι, ναι.
Κοίτα, νομίζω ότι υπήρχαν πολλές τάσεις και αυτή η πολυποικιλότητα –της Αθήνας τουλάχιστον, γιατί την Αθήνα γνωρίζω πιο πολύ– είχε και το ενδιαφέρον της. Ναι μεν υπήρχε η mainstream pop, η ελληνόφωνη, που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει, όχι μόνο στη δική μας τη χώρα. H βιομηχανία έτσι λειτουργεί, θέλει να δημιουργεί μουσικές που θα πουλάνε για να συνεχίσει το έργο της. Αυτό δεν μας εμποδίζει. Τότε ήτανε…Κατά κύριο λόγο κυριαρχούσε η ελληνόφωνη ροκ. Οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά, η Λευκή Συμφωνία, που είπαμε πριν, οι Σπυριδούλα, που υπήρχαν ακόμα. Τι άλλα; Τα Υπόγεια Ρεύματα. Υπήρχε ένα group με το οποίο ήρθα σε επαφή πολύ λίγο, γιατί δεν είχα δίσκο τους ολόκληρο, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ η τρέλα τους. Η Σαύρα των Βασιλικών Δρόμων, οι οποίοι ήταν μια μπάντα δέκα, δεν ξέρω εγώ πόσα άτομα, και παίζανε και με πνευστά, με χάλκινα· και μου είχε κάνει απίστευτη εντύπωση. Μπάντα με χάλκινα που παίζει η ροκοφανκιές με ελληνικό στίχο. Εντάξει, δεν υπήρχε. Υπήρχαν οι Αέρα Πατέρα. Ναι, υπήρχε αυτό το ελληνόφωνο, το οποίο ήταν… Είχε διάφορες τάσεις. Δηλαδή είχε από hard rock μέχρι αυτό που θα λέγαμε σήμερα indie, δηλαδή πειραματικά πράγματα. Υπήρχε το αγγλόφωνο ροκ, το οποίο…Το alternative της εποχής, το οποίο άρχισε να ανθίζει εκείνα τα χρόνια. Οι Closer, οι Make Believe, οι Night Stalker, οι Bokomolech φυσικά, έτσι; Δεν θέλω να το ξεχάσω αυτό. Ποιοι άλλοι ήταν εκείνη την εποχή…. Οι Horror Vacui, νομίζω, παίζανε ελληνόφωνο, και αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες οι περισσότεροι. Ξεχνάω ρε συ. Ξεχνάω ονόματα. Οι Mushrooms. Οι Purple Overdose, οι οποίοι ήτανε ψυχεδέλεια. Κολλάω, κολλάω, εντάξει. Οι Deus Ex Machina! Οι Deus Ex Machina, τι συγκρότημα ήταν αυτό, μεγάλο; Ακόμη ήταν οι Last Drive, ήταν στο απόγειό τους τότε. Οπότε είχαμε τα δύο πράγματα, η αγγλόφωνη, η ελληνόφωνη. Αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν υπήρχε τόσο μεγάλη διαφορά και απόκλιση ανάμεσα και στο κοινό, αλλά και στις μπάντες. Δηλαδή ένα άτομο που θα άκουγε Τρύπες, με την ίδια άνεση θα πήγαινε να ακούσει Bochomolech, με την ίδια άνεση θα πήγαινε να ακούσει Purple Overdose, με την ίδια άνεση θα άκουγε Last Drive, και μπορεί να γύριζε και λίγο στο Σιδηρόπουλο καμιά φορά. Αυτό νομίζω είναι κάτι το οποίο χάθηκε στην επόμενη γενιά, τη δική σας. Που, ξέρω ‘γω, ακούω Μόνικα, για παράδειγμα. Μάλλον όχι, η Mόνικα είναι λίγο πιο μετά από αυτό, το λίγο πιο πριν, κοντά στα late 90s μέχρι το 2005, 2006 έχω την αίσθηση ότι υπήρξε ένα δημιουργικό κενό, το οποίο ήταν λίγο αφασία. Δεν ήτανε ξεκάθαρο το πού πάει το πράγμα. Η δική μας η γενιά ας πούμε ότι έφθινε πια η μπογιά της. Δεν το δέχομαι βέβαια, αλλά, δεν υπήρχαν, δηλαδή είχαν αρχίσει να πέφτουν λίγο τα πράγματα. Υπήρχε ένα κενό δημιουργικό, το οποίο το ανέλαβε να το σώσει η δική σας γενιά. η μετά το 2005. Που εκεί, όμως, άρχισα να παρατηρώ αυτό, που μπορεί να κάνω και λάθος ως παρατηρήτρια, δεν ξέρω, δεν είναι η δική μου γενιά, αλλά νομίζω ότι άρχισε να διαχωρίζεται πάρα πολύ έντονα το πράγμα. Ακούω, για παράδειγμα, Μόνικα. Ε, δεν θα πάω να ακούσω, ξέρω ‘γω –τι να σου πω;– Kathrin the Thrill. Λέμε τώρα. Υπήρχε αυτό, ότι παίζουμε αυτό και είναι οριοθετημένο και αν δεν ακούμε αυτό, ξέρω ‘γω κάτι… Ότι θα μας κακοχαρακτηρίσει, ας πούμε, η φάρα μας. Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό, μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό η υποκειμενική μου αίσθηση. Από την άλλη όμως, επειδή έχω έρθει σε επαφή με παιδιά με τα οποία έκανα μαθήματα, καλή ώρα, είχανε μπάντες. Και οι μπάντες αυτές αναγέννησαν μέσα μου την αίσθηση, αναβίωσαν μέσω της παρατήρησης μου, το ότι υπάρχουν ακόμα παρέες και ότι δεν έχει σημασία τι είναι αυτό που παίζεις. Αν είναι indie, αν είναι hard rock, αν είναι pop, αν είναι οτιδήποτε άλλο, αρκεί να έχεις μια παρέα, να είσαι δημιουργικός και να θες να συνδημιουργήσεις. Και εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μου, ότι ναι, υπάρχει ακόμα σκηνή, δεν πάει να είναι ότι θέλεις, δεν θα τις βάλω τίτλο. Είναι οι δημιουργικές ομάδες της Αθήνας. Και εναπόθεσα τις ελπίδες μου εκεί, στα παιδιά που τότε ήτανε 19-20. Δεν ξέρω αν είναι προβολή των αναμνήσεών μου πάνω σε μια γενιά που δεν μου ανήκει και στην οποία δεν ανήκω πρακτικά, αλλά το είδα να γίνεται ξανά. Και χαίρομαι, διότι από εκεί ξεπήδησαν τρελές μπάντες, έτσι; Και τα βλέπουμε σήμερα. Δηλαδή, νομίζω ότι δημιουργικά και τεχνικά έχει γίνει ένα τεράστιο άλμα. Από τα πρώτα χρόνια που έπαιζα σε μπάντες, από τους Άγραφους Νόμους, αν θέλεις, μέχρι σήμερα, που ως μέλος στους Bochomolech, έχοντας διανύσει κάποιο αρκετά μεγάλο διάστημα μαζί τους, βλέπω παιδιά εικοσάχρονα που παίζουν παπάδες. Με μια αντίληψη τελείως έξω από το κουτί. Με μια αντίληψη φοβερά δημιουργική, αυτοσχεδιαστική, με μέσα τα οποία, εντάξει, εγώ δεν είχα στη διάθεσή μου όταν πρωτο-ξεκίναγα. Δεν ήταν προχωρημένη τεχνολογία τόσο πολύ. Οι δικές σας οι γενιές έχουν αυτό το πλεονέκτημα. Κάποιοι το έχουν χαρακτηρίσει και ως μειονέκτημα, ότι έχουμε στη διάθεσή μας τόσα πολλά μέσα, που δεν ξέρουμε από πού να πρωτο-ξεκινήσουμε. Εγώ είμαι κάπου στη μέση. Αλλά θεωρώ ότι η αθηναϊκή σκηνή είναι πολύ δημιουργική ξανά, και όχι μόνο η αθηναϊκή. Η σκηνή της μη δημοφιλούς, ας το πούμε έτσι, μουσικής, της μη mainstream μουσικής, έχει να δώσει πάρα πολλά. Έχει φοβερό πλούτο. Φοβερές ιδέες, διαφορετικές μεταξύ τους. Αλλά νομίζω ότι το κοινό είναι λίγο πιο ετερόκλητο σε σχέση με τη δική μου φουρνιά, ας πούμε. Δηλαδή, δύσκολα θα δεις κάποιον ο οποίος πάει να ακούσει Villagers of Ioannina City, ταυτόχρονα πάει να ακούσει Μάλαμα και μετά να πάει να ακούσει –τι να σου πω;– μία μεγάλη συναυλία. Έχουν χωριστεί σε ομάδες οι άνθρωποι. Και ίσως να είναι και ένα γενικότερο… Ξέρεις, να υπάρχει ένα αντίκτυπο της κοινωνικής κατάστασης, οι κοινωνικές διαστάσεις να περνάνε και στα μουσικά φύλα. Δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω θετικό ή αρνητικό, γιατί εγώ συνήθισα να δουλεύω με παρέες.
Τι άλλες διαφορές έχεις παρατηρήσει μέσα στα χρόνια στη μουσική, στην εναλλακτική μουσική σκηνή της Αθήνας; Δηλαδή, τόσο και στα μαγαζιά, στην κουλτούρα των μαγαζιών, όσο και στο κοινό, άμα έχεις παρατηρήσει διαφορές…
Στο κοινό, στα μαγαζιά… Ένα πράγμα που έχω παρατηρήσει, είναι ότι, εν ολίγοις, αυτά που προσφέρουν τα μαγαζιά σε τεχνικό επίπεδο, δεν έχουν πολύ-αλλάξει. Δηλαδή μιλάω για μικρά μαγαζιά, δεν μιλάω τώρα για συναυλιακούς χώρους τύπου Fuzz ή το Ρόδον που υπήρχε. Το Ρόδον έχει μείνει ως απωθημένο μέσα μου. Θα ήθελα να είχα προλάβει να παίξω εκεί. Αλλά έχει τύχει να παίξω σε πολύ μεγάλους συναυλιακούς χώρους, από τον Νιάρχο, από το Gagarin, στο Fuzz, στο Six Dogs πάρα πολλές φορές. Νομίζω ότι τεχνικά δεν έχουν αλλάξει πάρα πολλά. Και ακόμα στρεφόμαστε σε μέτριες τεχνικές επιλογές. Είσαι αξιοπρεπής, αλλά ποτέ στα πάρα, πάρα πολύ ακριβά μηχανήματα που θα δεις σε έναν μεγάλο συναυλιακό χώρο. Ακόμα υπάρχουν βρώμικες τουαλέτες, για παράδειγμα. Ακόμα δεν υπάρχει ένας χώρος στον οποίο θα πάει να απομονωθεί ο μουσικός πριν παίξει. Δηλαδή αναγκάζεσαι να εκτεθείς σε φασαρία πριν παίξεις. Δεν ξέρω τι γίνεται στο εξωτερικό, αλλά από φίλους μουσικούς που είναι εκτός Ελλάδας ή φίλους μουσικούς που είναι ξένοι, έχω ακούσει σχόλια τέτοια, ότι: «Ρε παιδιά, εντάξει, είπαμε, έχουμε έρθει να παίξουμε, αλλά πας σε ένα παρασκήνιο και δεν είναι καθαρό. Γιατί;». Για μένα αυτό είναι θέμα κουλτούρας. Ότι ήρθε [00:40:00]ο άλλος, θα παίξει, εντάξει, θα πάρει τα λεφτά του, θα φύγει. Είναι άνθρωπος ο άλλος όμως και απαιτεί και έναν…. Είναι αυτονόητο ότι χρειάζεται έναν σεβασμό. Αυτό δεν έχει αλλάξει. Δηλαδή, από τα 90s μέχρι σήμερα, παρατηρώ τις βρώμικες τουαλέτες, παρατηρώ το τσιγάρο στο πάτωμά, τους γραμμένους τοίχους. Θα μου πεις είναι λίγο καλτ να βλέπεις γραμμένο τοίχο. Στο An ας πούμε δεν θα ήθελα να αλλάξει αυτό, είναι μέρος της ιστορίας του. Σε ένα καινούριο μαγαζί, όμως, δεν θα μου άρεσε να πάω στο παρασκήνιο και να μυρίζει. Από την άλλη, υπάρχουν και μαγαζιά τα οποία σέβονται. Μπαίνεις μέσα, είσαι ο μουσικός, έρχεσαι να δουλέψεις μαζί μας. Εδώ είναι ο χώρος σου, εδώ θα ξεκουραστείς, πάρε να πιείς τόσες μπύρες, ξέρω ‘γω, για παράδειγμα. Θες νερό, πάρε μια καφάσα νερά. Μας αντιμετώπισαν με απόλυτο σεβασμό, απόλυτο σεβασμό, δηλαδή έμεινα με το στόμα ανοιχτό, στον Νιάρχο. Νόμιζα ότι πήγα να παίξω σε παλάτι. «Τι θέλετε;», «αυτά, αυτά, και αυτά». Είχαμε ό,τι ζητήσαμε στον μέγιστο βαθμό. Αυτό βέβαια όμως, για να μην αδικήσω τους μαγαζάτορες, σε ένα μικρό ιδιωτικό επίπεδο, ίσως να μην είναι εφικτό. Ένα ίδρυμα όπως αυτό, έχει τη δυνατότητα και πρέπει να έχει και την υποχρέωση να είναι άψογο. Είναι επαγγελματίες στο φουλ. Θα ήθελα να το δω και σε ιδιωτικούς φορείς αυτό, αλλά ίσως να μην είναι εφικτό και να είναι η δική μου επιθυμία. Τώρα, το κοινό νομίζω ότι έχει γίνει λίγο πιο απαιτητικό. Σε καμία περίπτωση, ποτέ, δεν μπορείς να κοροϊδέψεις το κοινό. Τη λαμογιά που θα πας να κάνεις, θα τη μυριστούν από μακριά. Αν πας για τα φράγκα, θα το μυριστούν από μακριά. Αν κάτι δεν πάει καλά, ξέρουν ποιος φταίει. Μην πεις ψέματα στο κοινό. Πρωτίστως την ευθύνη τη φέρεις εσύ, από τη σκηνή και κάτω. Αυτό για μένα είναι απαράβατος κανόνας. Το να ψάχνουμε δικαιολογίες μετά από ένα αποτυχημένο live, και «μα, έφταιγε εκείνο, έφταιγε εκείνο», ναι μεν θα συμβεί, αλλά ίσως θα έπρεπε να είναι εσωτερικός διάλογος ανάμεσα στα μέλη μιας μπάντας ή στον καλλιτέχνη που έρχεται να παίξει. Μη δουλέψεις το κοινό σου και μην πας να του φας τα φράγκα. Είναι δουλειά, ακόμα και αν το κάνεις ερασιτεχνικά είναι δουλειά. Θα σεβαστείς ακόμα και το τελευταίο ευρώ που θα σου δοθεί. Το κοινό, λοιπόν, είναι πιο ψαγμένο πλέον σε αυτό, δηλαδή δεν είναι το χειμαδιό που πηγαίναμε κάποτε και ακούγαμε διασκευές και… Ή, ξέρω ‘γω, group που παίζανε, και ήμασταν: «Θα παίξει ο ένας, θα παίξει ο άλλος, ωραία, πάμε! Θα δώσουμε τα λεφτά μας, δεν μας νοιάζει άμα δεν παίξανε καλά». Όχι! Να απαιτείτε να παίζουμε καλά. Να απαιτεί το κοινό, και απαιτεί το κοινό να παίζει καλά ο μουσικός. Απαιτεί το κοινό να υπάρχει το μίνιμουμ της συνθήκης που θα εξασφαλίσει καλό ήχο. Κι εγώ ως ακροάτρια ενοχλούμαι. Με ενοχλεί να πάω σε έναν χώρο, να πληρώσω 20€ ή 30€ ή 50€ για μια συναυλία, και να μην υπάρχει ένα μίνιμουμ συνθηκών που θα με θα μου επιτρέψουν να απολαύσω τη συναυλία. Για αυτό πληρώνω. Εκεί είναι ένας μεγάλος αχταρμάς. Ποιος φταίει; Σε τι επίπεδο φταίει; Είναι ένα γαϊτανάκι που δεν ξέρω από πού να το πιάσω και πού να το τελειώσω, αλλά αυτοί που φέρνουν τη λιγότερη ευθύνη, είναι το κοινό. Τώρα, είναι τόσα πολλά τα ρεύματα τα μουσικά και τόσα τα παρακλάδια, που υπάρχει προσφορά για οποιονδήποτε. Και υπάρχει και ζήτηση για το οτιδήποτε. Δηλαδή, θα δεις από άτομα που παίζουν με ένα laptop για δέκα άτομα σε μια αποθήκη, μέχρι group τα οποία γεμίζουν στάδια, φεστιβάλ, μεγάλα μαγαζιά. Καλά να είμαστε, να υπάρχει αυτό. Αυτό το χαίρομαι που υπάρχει. Υπάρχει ποικιλία και υπάρχει και δυνατότητα. Και πλέον κάτι το οποίο δεν υπήρχε στην εποχή μου, είναι η δωρεάν πρόσβαση. Δηλαδή, θέλω να ακούσω μουσική τώρα, πατάω ένα κουμπί, ανοίγω το Spotify, πατάω μια λέξη κλειδί, έχω στη διάθεσή μου εκατό συγκροτήματα! Και λίγα λέω, έτσι; Όταν ήμουν μικρή, δεν υπήρχε αυτό. Και ήταν και λίγο… Ουσιαστικά είναι παράνομο, έτσι; Κάναμε το πέρασμά μας από το δισκάδικο που ένας θα ζητήσει να του γράψεις τις Τρύπες σε κασέτα και θα αντιγράψουν οι άλλοι τις Τρύπες από την κασέτα των προηγούμενων. Υπήρχε αυτή η ανταλλαγή κασέτας, η ανταλλαγή πληροφορίας. Μετά ήρθε το CD με τα mp3 και τα audio files. «Α! Πήρα το τάδε», ξέρω ‘γω, «να το αντιγράψω; Να σου στείλω», ξέρω ‘γω, «ένα flac; Πάρε». Τώρα, δεν χρειάζεται καν να μπεις σε αυτόν τον κόπο. Τώρα είναι άυλη μουσική. Και δεν ξέρω, εκεί για μένα είναι… Πάλι φτάνω σε ένα σημείο που νιώθω ότι μπορεί να κάνω προβολές της δικής μου γενιάς ή των δικών μου εμπειριών στη σημερινή εποχή, και δεν θέλω να το να το σκεφτώ έτσι. Κάποτε ήταν δύσκολο και νόμιζες ότι κάνεις ένα κατόρθωμα βρίσκοντας τον σπάνιο δίσκο στο δισκάδικο και φιλώντας τα δυο χιλιάρικα από τα πέντε του χαρτζιλικιού του μήνα, για να πάρεις στο τάδε βινύλιο και να το αντιγράψεις στους φίλους. Νιώθαμε μια περηφάνια. Και αυτήν την περηφάνια την έχω σε δυο-τρία ράφια και μου ξυπνάνε αναμνήσεις τα βινύλια, εννοείται, και δεν έχω πάψει να ακούω. Αλλά χαίρομαι που υπάρχει και το Spotify. Γιατί μου ανοίγει άλλους δρόμους. Είναι ανάλογα με το πώς θα δεις το κάθε εργαλείο. Θα γυρίσω στο βινύλιο; Ναι, πολλές φορές. Πολλές φορές θα μπω στον πειρασμό να αγοράσω. Δεν ξέρω τι γίνεται με τις δικές σας γενιές, αλλά χαίρομαι που βλέπω παιδιά 19-20 χρονών να σου λένε: «Στρέφομαι στο βινύλιο, γιατί ο μπαμπάς μου…». Άτομα της δικής μου γενιάς, δηλαδή οι γονείς οι σημερινοί των παιδιών των 15-16 χρονών, είναι η φουρνιά μου. Κάτι άφησαν πίσω! Και δεν είναι μόνο το ότι είναι ένα cult αντικείμενο, το οποίο θα αγοράσεις για συλλεκτικούς λόγους. Είναι ότι τα παιδιά τα σημερινά εκτιμούν τον βινύλιο ως ποιότητα ήχου. Είναι ρετρό; Είναι. Είναι ωραίο για μένα; Ναι, πάλι είναι. Και έχω, πραγματικά, το λέω ξανά, έχω εναποθέσει τις ελπίδες μου σε αυτές τις φουρνιές που μεγαλώνουν τώρα, ελπίζοντας ότι η δική μου φουρνιά άφησε και κάτι καλό. Γιατί άφησε και πολλά στραβά. Και ενώ ήταν μια γενιά που πέρασε πάρα πολύ καλά, και με λίγα μέσα, αλλά και με πολλά μέσα, και μια ευμάρεια η οποία, όπως αποδείχθηκε, ήταν εύθραυστη και εύπλαστη και μεγάλη απάτη. Την κρίση την πληρώνουν οι δικές σας οι γενιές, τα παιδιά μας –έτσι;–, οι λίγο μεγαλύτεροι και τα παιδιά που γεννιούνται τώρα. Αυτό. Μπλέκω. Οι συνειρμοί που έρχονται στο μυαλό μου συνδέονται και με πράγματα που είναι άσχετα με τη μουσική. Αναγκαστικά. Νιώθω την ανάγκη να τα πω, δεν ξέρω αν είναι χρήσιμα.
Εννοείται, εννοείται. Μίλησέ μου λίγο παραπάνω για την εμπειρία του να είσαι σε μια μπάντα. Ποιες είναι οι δυναμικές που αναπτύσσονται, οι δυσκολίες;
Ωραίο και αυτό. Για μένα θα παραμείνει, μέχρι όσο αντέχω να παίζω, ένας μαγικός κόσμος και μια μυστική συμφωνία, την οποία θέλω να πιστεύω ότι οι απέξω δεν πολυκαταλαβαίνουν. Την καταλαβαίνουν ίσως, αλλά είναι εντυπωσιακό να έρχεσαι από διαφορετικούς κόσμους, να έχεις κάποια περάσματα κοινά μεν, αλλά να έχεις και τον δικό σου προσωπικό κόσμο, την ταυτότητά σου, την ιδιοσυγκρασία σου, τα περάσματά σου, και να βρίσκεις δυο-τρεις άλλους ανθρώπους, τέσσερις-πέντε, δεν ξέρω, ανάλογα με τη μπάντα, και να βγαίνει κάτι καινούργιο από όλα αυτά. Ειδικά με τους Bokomolech, με τους οποίους η διαδρομή είναι 14-15 χρόνια πλέον, έτσι; Θα μπούμε στον δέκατο πέμπτο. Αφήνω απέξω το κομμάτι του πριν γίνω μέλος της μπάντας, γιατί με επηρέασαν πάρα πολύ από τις συνεντεύξεις τους, από αυτά που λέγανε, από αυτά που συζητούσαμε… «Τι ακούς τώρα;», «το τάδε». «Τι ακούς τώρα;», «το τάδε». Ως μουσικοί όμως, που βρεθήκαμε μαζί τα τελευταία 10-15 χρόνια, παρατηρώ ότι είμαστε τελείως διαφορετικοί, έτσι; Τελείως! Δηλαδή ο ένας ακούει ηλεκτρονική μουσική, πειραματικά, πειραματιστές τζαζ κτλ. Ο άλλος ακούει λίγο πιο indie ροκ. Θα σκάσουν τα κλασικά πράγματα, πανκιά, ελληνόφωνο ροκ. Αυτό είναι ο Κώστας και εγώ, είμαστε οι δύο που περάσαμε το στάδιο ότι να ακούμε ελληνόφωνο ροκ. Είναι εντυπωσιακό πώς τόσες διαφορετικές προσωπικότητες γίνονται μία. Εμένα αυτό είναι το μεγαλύτερο… Πώς να το πω τώρα; Η μεγαλύτερη επιτυχία μιας μπάντας είναι να μην ακούγεται σαν πέντε άνθρωποι ή έξι. Να ακούγονται σαν ένας· και καθένας να βάζει το στοιχείο του. Και αν καθίσεις να αναλύσεις το τι ακούς στους δίσκους μας, τα στοιχεία του καθενός θα τα ακούσεις, αλλά δεν ξέρεις ποιος είναι ποιος. Αυτό, οι δυναμικές, το να μπορείς να σέβεσαι τον άλλο και την προσωπικότητά του, τη γνώμη του, την ιδέα του. Το να μη νιώθεις απειλή επειδή… Σε εμάς δεν συμβαίνει αυτό, έτσι; Και έχω παρατηρήσει –και χαίρομαι κιόλας που συμβαίνει αυτό– το ότι είναι όλοι δημιουργικοί, έτσι; Δεν είναι ο τραγουδιστής και πέντε μουσικοί που παίζουν, είμαστε έξι και είμαστε και οι έξι μουσικοί. Υπάρχει μουσική αντίληψη. Αυτό είναι το βασικό ότι δεν θα νιώσεις απειλή αν κάποιος έχει μια ιδέα που δεν την είχες εσύ. Πετάει ένας μια ιδέα, ξεκινάει ένα γαϊτανάκι αυτοσχεδιασμού στην πρόβα και ξαφνικά βγαίνει ένα κομμάτι. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, μετανιώνουμε που δεν έχουμε κασετοφωνάκι να το γράψουμε, γιατί το ξεχνάμε και έχουν περάσει καταπληκτικές ιδέες σε χρόνο πρόβας, αλλά κάπως έτσι γεννιέται η μουσική. Γρατζουνάει ένα riff ο κιθαρίστας, ακούει ο ντράμερ, χτυπάει λίγο ρυθμό. Ακούει ο πιανίστας, πληκτράς, ξέρω ‘γω, πες το όπως θες, θα βάλει ένα δικό του στοιχείο. Ακούει η μπασίστρια, θα βάλει μια μελωδία, θα βάλω και εγώ κάτι από πίσω. Ή έρχεται, ξέρω ‘γω, ο ντράμερ μας, ο οποίος επίσης γράφει μουσική τα τελευταία χρόνια, «παιδιά, είχα αυτή την ιδέα». Σε κάποιο στάδιο που η δημιουργικότητα λειτουργεί, παύει να είναι κομμάτι του ενός. Γίνεται κομμάτι όλων και αυτό είναι μια ατάκα που την έχει πει ο ντράμερ μας, ο Βλάσης ο Καραγιάννης. «Είμαι το 1/6 της μπάντας». Εγώ θα προσθέσω ότι δεν είμαστε έκτα. Είμαστε 6/6, είμαστε ένα. Δεν μπορείς να….Είναι τόσο καλά δεμένο το πράγμα. Αυτή είναι συγκλονιστική εμπειρία για μένα και θα παραμείνει για χρόνια πρότυπο συνεργασίας, έτσι; Σε άλλα σχήματα που έχει τύχει να παίξω, γιατί δεν ήταν μόνο οι Άγραφοι Νόμοι, ήταν από δω κι από κει διάφορες ομάδες, τις οποίες δεν χρειάζεται καν να αναφέρω. Δηλαδή έχουνε περάσει από τη ζωή μου και φύγανε. Η έλλειψη της ομάδας, η έννοια της ομάδας ότι «παιδιά, κάνουμε κάτι μαζί. Αν δεν θέλετε να το κάνουμε μαζί, καλύτερα καθείς να τραβήξει τον δρόμο του». Αυτό είναι που δεν μας βοήθησε να προχωρήσουμε κιόλα. Δηλαδή, όταν βάζεις εγωισμό μπροστά, καλό είναι ή αποφασίζεις να ακολουθήσεις μια πορεία μόνος σου ή να βρεις μουσικούς που να έχουν τη θέληση να σε στελεχώσουν ως μουσικοί. Δεν είναι κακό, δεν το απορρίπτω, απλά εμένα δεν μου ταιριάζει.
Ωραία, μπορείς να μοιραστείς, άμα θυμάσαι, το πιο ωραίο live που έχεις παίξει; Την ιστορία πίσω από αυτό;
Κοίτα, δεν ξέρω αν είναι το καλύτερο ή το πιο ωραίο. Για μένα, το πιο σημαντικό πάντα, θα είναι η 16 Μαρτίου του 2012. Γιατί; Γιατί ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα σε παρουσίαση δίσκου μιας [00:50:00]μπάντας στην οποία συμμετέχω. Ήταν η παρουσίαση του Mass Vulture, ο πρώτος δίσκος με τους Bokomolech, ολοκληρωμένος δίσκος, γιατί είχε προηγηθεί μία συμμετοχή μας σε μια συλλογή που έκανε ο Στέφανος Ρόκος, ο εικαστικός, το Horror and Romance on Another Planet, για τις ανάγκες του οποίου είχε ζητήσει να εμπνευστούν οι μπάντες από αυτόν τον τίτλο της, της έκθεσής του, και να γράψουν ένα κομμάτι ο καθένας που να συμπεριλαμβάνει κιόλας –αν δεν απατώμαι– αυτή τη φράση ή να έχουμε πατήσει πάνω σε αυτό. Αυτή είναι η πρώτη μου δισκογραφική συμμετοχή στους Bokomolech. Αλλά το Mass Vulture ήτανε η πρώτη φορά που οι Boko φτιάξανε μόνοι τους τη δουλειά τους. Το ηχογραφήσαμε στο studio, τις μίξεις τις κάναμε με τη βοήθεια του Τάσου και κάποιου φίλου του Τάσου. Πηγαίναμε όλες τις μίξεις, μας πήρε δύο χρόνια να γίνει όλο αυτό. Ήταν ένα παιδάκι το οποίο μεγαλώσαμε και το φέραμε εις πέρας σχεδόν μόνοι. Μετά οι μίξεις και η παραγωγή γίνανε σε studio κανονικά. Φυσικά ήταν σημαντική και η συμβολή του Πάρη του Τακίδη, του φίλου του Τάσου, ήταν και η συμβολή του Τάσου επίσης πολύ σημαντική, με τις γνώσεις που είχαν στο επίπεδο που είχανε. Αλλά το ένιωθα παιδί μου, ρε παιδί μου, δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς. Ήταν το παιδάκι μας! Το κυοφορήσαμε, το γεννήσαμε και αρχίσαμε να το μεγαλώνουμε. Ε, και ναι, ήταν η πρώτη φορά που συμμετέχω στην παρουσίαση ενός δίσκου ως δημιουργός, όχι ως ακροάτρια. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το Fuzz από κάτω ήταν γεμάτο, ήτανε sold out. Ο πάνω όροφος είχε κρατηθεί κενός για κάποιους φίλους, συγγενείς κτλ. Θυμάμαι τους γονείς μου, θυμάμαι την αδερφή μου, θυμάμαι τους κολλητούς μου όλους από κάτω. Θυμάμαι πρώην έρωτες, θυμάμαι έρωτες που γεννήθηκαν εκεί. Εντάξει, δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό. Ήτανε… Δεν νομίζω ότι θα ξαναβρεθώ ποτέ σε αυτό το vibe, σε αυτό το mood, σε αυτό το feeling. Ήταν τρομερό! Αυτή ήταν η πιο αγαπημένη μου συναυλία. Η συναυλία στον Νιάρχο, επίσης, για τις συνθήκες της, την άψογη συμπεριφορά όλων και για το ότι παίξαμε μετά από μια τρομερή καταιγίδα, έτσι; Δεν είχε έρθει πολύς κόσμος, αλλά παίξαμε πάνω στον φάρο με καταιγίδα και ανέμους και το γούσταρα πάρα πολύ. Το live που κάναμε στο Six Dogs για τα εικοσάχρονα του Zero. Το οποίο ήταν επίσης sold out. Έκλεισε το μαγαζί, μας παρακαλάγανε να βρούμε τρόπο να ξαναπαίξουμε, τελικά δεν καταφέραμε. Για τα εικοσάχρονα του Zero λοιπόν, πήραμε τον δίσκο και τα κάναμε όλα σε νέες εκτελέσεις. Διασκευές με το ύφος της μπάντας σήμερα. Φυσικά και με την προσθήκη δύο μουσικών, οι οποίοι τότε δεν έπαιζαν στον δίσκο. Άρα υπήρχε και η δική μας συνδρομή κάπου, κάπως. Ήτανε πολύ συγκινητικό επίσης, γιατί μετά από 20 χρόνια πορείας αυτού του δίσκου έβλεπες ο κόσμος να το αγαπάει ακόμα, να το θυμάται ακόμα και να γυρίζει πίσω σε αυτό. Δεν μπορώ να τολμήσω να πω ότι περνάει ακόμα η μπογιά μου, γιατί δεν ήμουν μέλος της μπάντας τότε. Περνάει η μπογιά της γενιάς μου; Ναι, ταυτίζομαι με αυτό. Και εκείνο το βράδυ ένιωσα ότι είμαι η Χριστίνα των 18-19, που πρωτο-έπιασε το βινύλιο του Zero στα χέρια της, και σοκαρίστηκε με την ιδέα ότι αυτό το συγκρότημα δεν είναι αμερικανικό, αλλά είναι Έλληνες. Είναι τα παιδιά της γειτονιάς, έτσι; Αυτό ήταν ένα από τα πολύ αγαπημένα μου live. Και λυπάμαι που το λέω, ήταν το τελευταίο live που παίξαμε –λυπάμαι που ήταν το τελευταίο μέχρι στιγμής, εννοώ, έτσι;– πριν τον covid, η παρουσίαση του τελευταίου μας, του πιο πρόσφατου δίσκου μας. Επίσης, συγκλονιστικό συναίσθημα, επίσης λόγω παρουσίασης δίσκου, στη Death Disco. Γιατί και εκεί ξαναβγήκανε στη φόρα παλιά τραγούδια και στον δίσκο έχουμε μια διασκευή, καινούργια εκτέλεση του Crazy Water. Τολμώ να πω ότι εμένα δεν μου αρέσουν αυτές οι αλλαγές, αλλά σκέφτομαι ως ακροάτρια της μπάντας, και όχι ως μέλος της μπάντας. Οφείλω και ως μέλος της μπάντας να σκέφτομαι ότι υπάρχει μια πορεία πίσω από όλο αυτό. Αλλά, εντάξει, στο τέλος της παρουσίασης ζήταγαν ο κόσμος κομμάτια, κοιτάμε ο ένας τον άλλο, «το πάμε αυτό; Το πάμε εκείνο;» και έγινε της τρελής. Δηλαδή σηκώθηκε όλο το μαγαζί πάνω, κάτω, χοροπηδάγανε! Και από τον ημιώροφο και κάτω και είχαμε γίνει ένα. Αυτό είναι που μου αρέσει με τους Bokomolech και νιώθω ότι κάθε φορά είναι κάπως έτσι. Δηλαδή, νιώθω ότι υπάρχει μια διάδραση. Και δεν υπάρχει απόσταση, ότι: «Α! Εντάξει, εγώ τώρα είμαι η μπάντα, εσύ έχεις έρθει από κάτω». Όχι, δεν υπάρχει αυτό. Αυτά. Μπορώ να σου πω πολλά πράγματα για πολλές συναυλίες, αλλά οι κυριότερες είναι αυτές, των τελευταίων χρόνων.
Με τους Bochomolech –γιατί αναφέρθηκες και στον covid– μετά είχατε κάποια δραστηριότητα εκείνη την περίοδο;
Μετά το live αυτό, όταν άρχισε να έρχεται ο covid στη φορά, προτού συνειδητοποιήσουμε το πόσο βαρύ θα ήτανε-. Πριν φτάσουμε, δηλαδή, στο επίπεδο να μιλάμε για πανδημία, ήταν μια μικρή αρχή επιδημίας, που στην Ελλάδα δεν είχε φτάσει ακόμα. Συνεχίσαμε να κάνουμε μερικές πρόβες. Συμφωνήσαμε ότι, εντάξει, έκλεισε τον κύκλο του το συγκεκριμένο σετ τραγουδιών, γιατί τα παίζαμε αρκετά χρόνια, και συμφωνήσαμε ότι πρέπει να αρχίσουμε σιγά σιγά να προσεγγίζουμε νέους ήχους, νέα κόμματα κτλ. Κάναμε κάποιες πρόβες. Μετά, όταν άρχισε να επεκτείνεται ο covid και στην Ελλάδα, μαζευτήκαμε στα σπίτια μας. Είχαμε να βρεθούμε 2 χρόνια από κοντά και κανονίσαμε μια πρόβα με τους μισούς να έρχονται, πέρυσι το φθινόπωρο, φαντάσου, 2 χρόνια μετά. Πήγαμε στο studio και ο στουντιάς μάς ξέχασε και δεν μας άνοιξε, οπότε καταλήξαμε να πίνουμε μπύρες οι μισοί, και από τότε προσπαθούμε να δούμε πότε θα νιώθουμε ασφαλείς ώστε να βρεθούμε όλοι μαζί και πότε θα συντονίσουμε ξανά τα προγράμματά μας. Νομίζω ότι μας έκανε μεγάλη ζημιά. Πέραν όλων των άλλων της καθημερινότητάς μας, ότι ο καθένας έχει τη ζωή του, την οικογένειά του, την προσωπική του ζωή, τη δουλειά του, ως μπάντα έχουμε πάθει ζημιά από αυτό. Διότι έπεσε πάνω στη φάση που θα κάναμε συναυλίες για να προωθήσουμε και τον δίσκο, αλλά είναι και μια ευκαιρία να φύγουμε και λίγο πιο έξω από την Αθήνα. Μιλάμε, μας έχουν έρθει προτάσεις από Χανιά, μας έχουν έρθει προτάσεις από Θεσσαλονίκη, από Πάτρα, από Λάρισα πολλές φορές, ακόμη και από Σύρο, μίλαγα με ανθρώπους από τη Σύρο και μου λέγανε: «Ελάτε». Πώς να πάω; Ναι, μετά τον covid το χάος.
Ωραία. Μίλησέ μου λίγο για την εμπειρία της διδασκαλίας στην ηλεκτρική κιθάρα; Πότε το πήρες απόφαση;
Αυτό ήρθε τυχαία. Στα χρόνια που πήγαινα προς το τέλος των σπουδών, ο δάσκαλός μου, μου είχε πει: «Καλό είναι να το σκεφτείς». Και άρχισε να μου δίνει και κάποια tips για τη διδασκαλία και τα λοιπά, οπότε, ας πούμε ότι ήταν κάποιου τύπου σεμινάριο σε εισαγωγικά. Δεν ήταν ακριβώς αυτό, αλλά στο πλαίσιο των δικών μας μαθημάτων άρχισε να μου μιλάει λίγο για τη διδακτική και τι και πώς προσεγγίζεις. Μου ξύπνησε λίγο το ενδιαφέρον, άρχισα να ψάχνω, να βρίσκω πηγές για το πώς διδάσκεις, και να σκέφτομαι δύο πράγματα. Πρώτον, πώς το μάθημά μου θα γίνει ενδιαφέρον και πώς δεν θα γίνω η δασκάλα του πιάνου μου. Αυτό για μένα ήταν στόχος. Ορκίστηκα να μη μειώσω ποτέ μαθητή, να μην κόψω ποτέ τα φτερά σε κανέναν και να είμαι ανοιχτή σε οποιονδήποτε ή οποιαδήποτε ή οποιοδήποτε άτομο, με οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα, θελήσει να πάρει κάποια πράγματα από μένα. Έχουν περάσει από το σπίτι μου και τα μαθήματά μου άτομα από ανήλικα, από πολύ μικρής ηλικίας, δηλαδή τύπου 7-8 χρονών, μέχρι πενηντάρηδες, εξηντάρηδες. Για μένα δεν υπάρχει όριο στο πότε θα μάθεις μουσική. Εντάξει, τυπικά ίσως είναι καλύτερο να μάθεις σε νεαρή ηλικία, αλλά αυτό δεν σε εμποδίζει στα 60 να πάρεις μια κιθάρα και να τραγουδήσεις δέκα τραγούδια. Ή να γράψεις δέκα τραγούδια, δεν ξέρεις. Ποια είμαι εγώ για να πω στους μαθητές μου ότι: «Εσύ δεν μπορείς να το παίξεις αυτό». Ήταν το απωθημένο μου από το πιάνο. Και ορκίστηκα ότι δεν πρόκειται ποτέ και ότι, όποτε έρχεται άνθρωπος που ζητάει από μένα μάθημα, θα τον δέχομαι. Σπανίως έχω κόψει, ξέρεις, μάθημα, επειδή κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνήθως πάνε καλά. Ξεκίνησα, λοιπόν, στην πλάκα, με κάτι φίλους από το σχολείο που θέλανε να μάθουνε πέντε-έξι ακόρντα. Ομαδικό μάθημα, έτσι; Πριν τελειώσω τις σπουδές. Αυτό φυσικά δεν φτούρησε, γιατί οι μισοί δεν είχανε όργανα και οι άλλοι μισοί ήτανε σε φάση: «Α! Είναι τόσο δύσκολο, δεν μπορώ να το προσπαθήσω». Εκεί μου κόβεις εμένα τα φτερά και δεν μπορώ να σε βοηθήσω εύκολα. Θα δώσω την ενθάρρυνσή μου, θα σε ενθαρρύνω, θα σου πω: «Ναι, πάμε, γιατί όχι;», αλλά όταν κατεβάσεις εσύ τα χέρια, εγώ δεν μπορώ να κάνω πολλά, πρέπει να το θέλεις. Τα πρώτα μου μαθήματα φύγανε έτσι. Το πρώτο μου ατομικό μάθημα ήταν με μια φίλη από τη Νομική και διήρκησε 2 χρόνια περίπου, ήταν η πρώτη μου μαθήτρια. Και μετά άρχισε να ανοίγει ο κύκλος, άρχισα να βάζω ανακοινώσεις, αγγελίες ότι γίνονται τα τάδε μαθήματα, και η στροφή μου ήταν πολύ συγκεκριμένη. Νομίζω ότι αυτό που με διαχώριζε από άλλους δασκάλους, ήταν ότι δεν σου έκανα classic ροκ, δεν σου έκανα heavy metal, δεν σου έκανα hard rock. Σου έκανα indie, alternative, experimental, πειραγμένα όργανα, και οτιδήποτε είναι, ξέρεις, αλλόκοτο ίσως. Εκείνη την εποχή, τουλάχιστον, τώρα δεν ξέρω τι γίνεται, αλλά δεν ήξερα δασκάλους ή δασκάλες που να σου γράφουν στην αγγελία: «Κάνω indie rock». Δηλαδή, ακόμη και στην κοινότητα των δασκάλων, υπάρχει ένας ελιτισμός, ότι, για να θεωρείσαι καλός μουσικός, πρέπει οπωσδήποτε να περάσεις από τους Led Zeppelin, οπωσδήποτε από τους Black Sabbath, οπωσδήποτε από τους Dire Straits. Έχω περάσει. Τα έχω παίξει αυτά. Αλλά πού κατέληξα; Πάλι στο indie. Οπότε το πήρα έτσι. Η πρώτη μου εμπειρία ήταν αυτό. Μετά σιγά σιγά άνοιξε ο κύκλος. Είχα αρκετούς μαθητές, έφτασα σε ένα σημείο να μην έχω χρόνο για τον εαυτό μου. Να δουλεύω μέχρι πάρα πολύ αργά, να διανύω μεγάλες διαδρομές μέσα στην Αθήνα, το οποίο με κούρασε. Το γύρισα στο να κάνω μαθήματα στο σπίτι με χαμηλότερο κόστος κτλ. Μέχρι που κάποια στιγμή ήρθε η μεγάλη κρίση και άρχισε να πέφτει η ζήτηση για δασκάλους. Μέχρι που έφτασε σε ένα σημείο να έχω τέσσερις μαθητές, τρεις μαθητές, δύο μαθητές, και έναν μαθητή, με τον οποίο είμαστε, θα ξεκινήσουμε τέταρτη χρονιά φέτος, και τον οποίο έχω δώσει υπόσχεση να μην τον αφήσω για όσο θέλει να συνεχίζει, διότι οι γονείς του ήρθαν και μου είπανε: «Είσαι η ψυχοθεραπεία του παιδιού μας». Οπότε δεν το κάνω με κίνητρο τα χρήματα, γιατί είναι συμβολικό το ποσό. Είχα και day job, που λέμε, για κάποιο διάστημα, αλλά ορκίστηκα ότι αυτό το παιδί θα [01:00:00]το κρατήσω, γιατί νιώθω ότι προσφέρω κάτι κοινωνικά, σε ατομικό επίπεδο, όχι ως προς τη μουσική. Το ενδιαφέρον είναι ότι με κάθε έναν μαθητή αναπτύσσεται διαφορετικός κώδικας επικοινωνίας, αλλά το μυστικό που δεν έχω πει σχεδόν σε κανέναν –το λέω τώρα–, είναι ότι εγώ μαθαίνω πιο πολλά από τους μαθητές μου, παρά εκείνοι από μένα. Εγώ απλά μοιράζομαι τη γνώση μου. Αλλά τα παιδιά μου –έτσι τους λέω όλους και εξακολουθώ να το νιώθω αυτό– είναι μεγάλο σχολείο για μένα, γιατί με κρατάνε σε ένα επίπεδο ταπεινό. Μου θυμίζει και μια φράση από ένα πολύ αγαπημένο μου βιβλίο διδασκαλίας της κιθάρας, το Guitar Zen, ότι φτάνεις στη μαύρη ζώνη ως δάσκαλος, ως μουσικός, ως μελετητής της μουσικής, αλλά να μην ξεχνάς ποτέ την άσπρη ζώνη και πάντα να συμπεριφέρεσαι σαν να ξεκινάς από το μηδέν κάθε μέρα. Μου είναι δύσκολο να πουλήσω μούρη στον οποιονδήποτε. Να του πω: «Εσύ δεν ξέρεις, εγώ ξέρω», να κουνήσω το δάχτυλο. Δεν μπορώ να το κάνω, είναι εναντίον της ιδιοσυγκρασίας μου. Πάντα από τους μαθητές μου θα μάθω και θα μάθω και για αυτούς, δηλαδή προσαρμόζω τη γνώση μου πάνω στην ιδιαιτερότητα καθενός από αυτούς. Μου έχουν τύχει παιδιά που έχουν δυσλεξία. Δεν είμαι ειδικός σε αυτό, αλλά προσπάθησα να καταλάβω πώς και να βρω μια γέφυρα. Μου έχουν τύχει παιδιά που είχαν bipolar disorder –έτσι;–, διπολική διαταραχή. Μου είχε τύχει άτομο το οποίο ξέρω ότι έκανε ψυχωσικά επεισόδια. Θα πω ότι: «Δεν συνεργάζομαι μαζί σου γιατί έχεις αυτό το θέμα;». Όχι! Είμαι ακριβώς το ανάποδο. Επειδή έχεις αυτό το θέμα και ξέρω ότι κανένας δεν θέλει να ασχοληθεί μαζί σου, έχεις βρει μια στέγη εδώ. Πάμε, το δοκιμάζουμε. Αν δεν μας βγει, δεν μας βγήκε. Αλλά δεν θα βάλω ποτέ μαύρο τοίχο μπροστά σε κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν το κίνητρο ήταν ότι όταν ήμουν μικρή βρέθηκε αυτή η κυρία, καλά να είναι, αν ζει, χαίρομαι. Έχω καλές αναμνήσεις από εκείνην, αλλά, είναι κακή ανάμνηση το να βλέπω το καπάκι ενός πιάνου να σκάει στα δάχτυλά μου, επειδή είπα: «Κυρία, δεν θέλω να παίξω Bach εμένα μου αρέσει o Jerry Lee Louis». Ξέρω ότι σε ορισμένους μαθητές μου έχω φωνάξει και έχω φωνάξει πάρα πολύ άγρια, αλλά αυτοί ήταν οι πιο ταλαντούχοι και αυτοί που πίστευα ότι έχουν μέλλον και δεν με διέψευσαν.
Έχεις κάποια περίπτωση για την οποία νιώθεις πολύ περήφανη;
Θες να κατονομάσω;
Ή κάποια στιγμή ας πούμε, στα χρόνια της διδασκαλίας που ένιωθες, έτσι, μια περηφάνια…
Για μαθητές μου; Θες να κατονομάσω!
Ό,τι θέλεις.
Ωραία, η μία είναι παρούσα. Είσαι παρούσα και για σένα νιώθω πολύ μεγάλη περηφάνια και πολύ μεγάλη εκτίμηση. Τον θαυμασμό τον αφήνω πάντα στην άκρη, γιατί είναι ένα συναίσθημα το οποίο δημιουργεί αποστάσεις. Νιώθω μία πολύ μεγάλη εκτίμηση και πάνω από όλα για το θράσος σου, έτσι;. Το θράσος να σηκωθείς σε αυτήν την ηλικία, κοριτσάκι, και να παίζεις μουσικές που δεν τις έχουμε ξανακούσει. Να φύγεις από αυτή τη χώρα και να πας σε μια ξένη χώρα, για σένα δεν είναι ξένη χώρα ίσως, αλλά ήταν μεγάλο ταξίδι, και να εμπλακείς στις εκεί σκηνές και να αφήσεις το στίγμα σου και να μάθεις πράγματα. Πάντα ένιωθα μεγάλη χαρά και πολύ μεγάλη υπερηφάνεια που συνεργαστήκαμε. Για τον Κίμωνα τον Βλαχάκη, ο οποίος είναι, εντάξει, ένα τρελοκομείο, δεν υπάρχει! Ακούς μουσική του και λες: «Πού βρέθηκε αυτή η ιδιοφυία εδώ πέρα και γιατί δεν είναι, ξέρω ‘γω, ένας από τους μεγάλους μας συνθέτες;». Είστε οι δύο βασικοί μου. Νιώθω χαρά για τον Παναγιώτη, τον μικρό μου. Ο οποίος, σε αυτή την ηλικία που είναι –έτσι;–, πάει Πρώτη Γυμνασίου, έχει περάσει από άγχος διαγνωσμένο δηλαδή, και το παιδί δεν έχει χρόνο να διαβάζει, να μελετάει. Αλλά βήμα-βήμα, σιγά σιγά, ξεπερνάει το άγχος του μέσω της κιθάρας. Νιώθω περήφανη που τα καταφέρνει και νιώθω ταπεινά πολύ ευχαριστημένη που συμμετέχω σε αυτό. Για όλα τα κορίτσια μου νιώθω περήφανη, γιατί εξακολουθούν τα κορίτσια να ανοίγουν δρόμους. Εξακολουθούμε να είμαστε λίγες. Νιώθω στεναχώρια που σταματήσανε να συνεχίζουνε τη μουσική, όχι επειδή δεν κάνουν μαθήματα μαζί μου, επειδή δεν τις βλέπω εκεί έξω να παίζουν. Αυτό είναι η μεγαλύτερη μου, ξέρεις, ακύρωση. Νιώθω χαρούμενη που είχα μαθητές που έχουν παίξει σε αρκετά καλές μπάντες, στους Blame Canada για παράδειγμα. Έτυχε μάλιστα ένα ντουετάκι, αυτοί οι δύο οι μαθητές μου, ο Τάκης και ο Δημήτρης, βρέθηκαν να παίζουν σε ένα γκρουπάκι, ξέρω ‘γω, ξεκινήσανε και παίζανε… Πώς το λέγανε το πρώτο δε θυμάμαι, αλλά συνευρέθησαν στους Blame Canada. Αλλά όταν πρωτογνωρίστηκαν και ξεκίνησαν τα μαθήματα, λένε ο ένας στον άλλο: «Ξέρεις, κάνω, έχω ξεκινήσει και μαθήματα κιθάρας με την κιθαρίστρια από τον Bokomolech». «Άντε ρε» λέει, «η δασκάλα μου!». Και βρέθηκαν να είναι και συμπαίκτες και συμμαθητές. Οπότε εκεί προσάρμοσα και το τι έλεγα στον καθένα, όχι μόνο ατομικά για να τους βοηθήσω να εξελιχθούν ατομικά ως μουσικοί, έβλεπα και τι ιδέες είχαν με τις μπάντες τους και τους έδινα, τους τσιγκλάγα επίτηδες. «Δες και αυτό, δες και εκείνο». Και ευελπιστώ ότι τους βοήθησε και, ξέρεις, να επικοινωνούν ως συνεργάτες. Αλλά ναι, τα μεγάλα κεφάλια που περάσανε ήταν και είναι η Ελένη Μάκκα και ο Κίμωνας Βλαχάκης. Χαίρομαι πάρα πολύ για σας.
Ευχαριστώ! Ωραία, τι προσδοκίες έχεις για το μέλλον της μουσικής σκηνής της Αθήνας, αλλά και για σένα προσωπικά ως Χριστίνα;
Ως Χριστίνα, μουσικός ή γενικά;
Ως μουσικός, αρχικά, και άμα θες να μοιραστείς κάτι άλλο…
Ναι. Με συγχωρείται για αυτό. Από την ελληνική σκηνή έχω πολύ μεγάλες προσδοκίες και πλέον και απαιτήσεις. Διότι αυτή η διαφορά φάσεων και γενεών, μου δίνει, νομίζω, το δικαίωμα. Έχετε ως γενιές πρόσβαση σε πληροφορία, πρόσβαση σε υλικό. Αυτό που περιμένω από τις γενιές σας, είναι να απαιτήσουν και καλύτερες συνθήκες. Να διεκδικήσουν δικαιώματα και επαγγελματικά δικαιώματα. Αυτό το έχω ξαναπεί, το λέω και στους μαθητές μου, το έχω πει και σε άλλες συνεντεύξεις. Απαιτήστε να καλυφθείτε νομικά και να μην παίζετε για ψίχουλα. Μόνο έτσι θα αρχίσουμε να βλέπουμε επαγγελματικά τα πράγματα στην Ελλάδα. Για να για να αναπτυχθεί κιόλας, να έχει ένα χώρο περισσότερης ανάπτυξης, αν θέλεις, το indie. Γιατί, αν πας να παίξεις, ακόμα και στους μεγάλους μουσικούς, έτσι; Δηλαδή, παίζεις για ξεφτίλα λεφτά, δουλεύοντας νύχτες στα σκυλάδικα, για να θρέψεις στόματα. Είναι μια κακοπληρωμένη, πλέον, δουλειά, είναι κακή για την υγεία σου, στερείσαι την οικογένειά σου και τους δικούς σου, για να παίρνει ο τραγουδιστής, χίλιες φορές παραπάνω τα λεφτά σου; Νυχτοκάματο. Δύσκολο. Αλλά στη δική μας την περίπτωση, θα ήθελα να υπάρχουν καλύτερες συνθήκες. Καλύτερα ηχητικά σήματα, καλύτερη συμπεριφορά στους μουσικούς, καλύτερη αντιμετώπιση, περισσότερη προβολή. Επειδή έχει τύχει να συνεργαστώ με χώρους που παίξαμε υπό την αιγίδα πρεσβειών, για παράδειγμα… Θα το πω αυτό, δεν υπάρχει λόγος να το κρύψω. Η πρεσβεία της Νορβηγίας έθεσε υπό την αιγίδα της –το 2005 ήταν, ’06; Δεν θυμάμαι. Ή Λίγο πιο μετά–, έθεσε υπό την αιγίδα της μια συναυλία στην οποία συμμετείχα ως opening act, στους Alog. Είναι δυο παιδιά πειραματιστές, δεν είναι παιδιά πλέον, αλλά σπουδαίοι μουσικοί, πειραματιστές, Νορβηγοί. Η πρεσβεία της Νορβηγίας και οι σκανδιναβικές χώρες, η Ισλανδία για παράδειγμα, που δεν είναι Σκανδιναβία, αλλά είναι Βορράς, δίνουν χρήματα με τα Υπουργεία Πολιτισμού τα αντίστοιχα, σε μπάντες, σε μουσικούς, για να φύγουν στο εξωτερικό. Χορηγούν συναυλίες, επιχορηγούν συναυλίες. Δεν είναι τυχαίο, ας πούμε, ότι στην Ισλανδία είναι μια χούφτα άνθρωποι, και κάθε ένας ή θα είναι συγγραφέας ή θα είναι μουσικός. Τεράστια προσφορά της ισλανδικής μουσικής. Είναι μια χούφτα άνθρωποι όμως, δηλαδή, δεν φτάνουν την Ελλάδα σε πληθυσμιακό επίπεδο. Η μουσική τους και η λογοτεχνία τους είναι εξαγώγιμα προϊόντα όμως. Δεν θα ξέραμε τους Sigur Ros, δεν θα ξέραμε τους Mum, δεν θα ξέραμε τις Amina, δεν θα ξέραμε τους Mamford and Sun. Νομίζω είναι και αυτοί Ισλανδοί. [Δ.Α.]. Όχι, αυτό είναι άλλο πράγμα, τα μπερδεύω. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα ξέραμε τόσες μπάντες, δεν θα ξέραμε τόσους συγγραφείς αν το Υπουργείο Πολιτισμού εκείνης της χώρας δεν έσκαγε λεφτά, για να το πω χύμα, να στείλει τους ανθρώπους του στο εξωτερικό, για να φέρουν χρήμα πίσω στη χώρα. Εμάς εδώ ποιος το ‘χει κάνει; Όταν το εξαγώγιμο προϊόν είναι τα κλαρίνα ακόμα, η Ακρόπολη μόνο ακόμα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός μόνο ακόμα, και υπάρχει ένα Υπουργείου Πολιτισμού δύο ταχυτήτων, το οποίο θα προωθήσει τη χριστιανική χορωδία –χωρίς να έχω τίποτα με τον Χριστιανισμό ή την εκκλησία, δεν είμαι άθεη, το λέω–, αλλά θα δώσει λεφτά για μια χορωδιούλα της τάδε ενορίας, και δεν θα δώσει ένα ποσό για να μαζέψει πέντε-δέκα συγκροτήματα, που αν ήταν στο εξωτερικό θα είχαν δισκογραφία και θα κάναν διεθνή καριέρα, και να πει: «Παιδιά, είμαστε Έλληνες, έχουμε και αυτό το σύγχρονο κομμάτι του πολιτισμού μας». Διαχωρίζουμε τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή και την αφήνουμε στην άκρη. Και δεν βάζω τη mainstream, γιατί η mainstream έχει τον τρόπο της. Αν θέλει οποιοσδήποτε μεγάλος τραγουδιστής να πάει να τραγουδήσει για τη διασπορά μας, θα το κάνει. Για να σηκωθώ εγώ με το δικό μου συγκρότημα να πάω, ξέρω ‘γω, στη Σκωτία, που υπάρχει, μας έχουνε πει φίλοι που ζούνε εκεί: «Ελάτε, ρε σεις, να κάνετε μια συναυλία…», πώς θα σηκωθώ; Ποιος θα μου πληρώσει τα εισιτήρια; Η πρεσβεία της Νορβηγίας τότε, λοιπόν, πλήρωσε, έβαλε πλάτη για να έρθουν αυτοί οι δύο τύποι να παίξουν στο Θεοχαράκη σε ένα κοινό που ήταν και άκυρο. Παίξανε για 50-60 άτομα. Για να επενδύσει μια πρεσβεία σε ένα τέτοιο πολιτιστικό γεγονός, σημαίνει ότι κάτι βλέπει πίσω από αυτό. Σε βλέπει ως προϊόν της χώρας, σε βλέπει ως διαφήμιση της χώρας, σε βλέπει ως μια ευκαιρία ένας ξένος άνθρωπος σε μια ξένη χώρα να έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό σου. Αυτό μου λείπει. Αυτό απαιτήστε το. Δεν ξέρω πώς θα γίνει. Δεν είμαστε λίγοι όμως. Για κάθε έναν σκυλά –για να το πω τελείως χύμα ξανά–, για κάθε έναν σκυλά που τραγουδάει με το κλαρίνο του, υπάρχουν δέκα μπάντες που ξεκινάνε και ξεπηδάνε από το Γαλάτσι, από τη Νέα Σμύρνη, από τον Πειραιά, από το Αιγάλεω, από τα Γιάννενα, από τη Σύρο, από τη Ρόδο. Μαζέψτε τους όλους αυτούς και κάντε μόνοι σας πράγματα μέχρι να σας δουν. Και αν δεν σας δουν, συνεχίστε να το κάνετε μόνος σας και εκτός Ελλάδας. Το απαιτώ ως προηγούμενη γενιά, αν θες. Και ως άτομο είμαι εδώ για να βοηθήσω όπου μπορώ. Ως άτομο, τώρα, μουσικά, η προσδοκία μου είναι να συνεχίσω να παίζω μουσική όσο αντέχω. Δε μπορώ να το προσδιορίσω αυτό, πόσο θα κρατήσει. Σε επίπεδο συγκροτήματος, δεν εξαρτάται μόνο από μένα. Εξαρτάται και από τους υπόλοιπους πέντε. Αν θα ξεκίναγα μπάντα μετά από αυτό; Όχι! Όχι, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Νομίζω ότι με τους Bokomolech έχω φτάσει στην [01:10:00]κορυφή των προσδοκιών μου και ονείρων μου και το έχω ολοκληρώσει αυτό. Τώρα, ατομικά σε επίπεδο σύνθεσης δεν ξέρω τι μπορεί να μου ξημερώσει. Αλλά ο δρόμος μου είναι άλλος. Είναι οι μεταφράσεις και έχω εναποθέσει, ξέρεις, το δημιουργικό μου κομμάτι το στρέφω προς τα κει σιγά σιγά. Παρ’ ότι είναι και τα προς το ζην μου, όπως λέγαμε και πριν. Τώρα, μετάφραση με μουσική, έχουν ένα πάρα πολύ μεγάλο κοινό σημείο. Είναι κακοπληρωμένα! Είναι κάκιστες οι συνθήκες, ειδικά στη μετάφραση μας τσακίζουν με τη φορολογία. Μας μένουν ακριβώς τα μισά χρήματα από αυτά που θα κερδίσουμε από ένα βιβλίο ή ένα κείμενο που θα μεταφράσουμε. Αλλά είναι και πάθος. Και άμα μπλέξεις με αυτό, λίγο δύσκολα να ξεκολλήσεις. Οπότε ναι, το κοινό είναι οι κακές συνθήκες και η επιθυμία και προσδοκία να βελτιωθεί αυτό. Αυτά. Ελπίζω να αξιωθώ να παίζω μουσική μέχρι τα βαθιά γεράματα. Στους μαθητές μου λέω για πλάκα ότι, όταν θα φτάσω να είμαι 80-90 χρονών, άμα αξιωθώ, θα τρέμει τόσο πολύ το χέρι μου που θα έχω φυσικό βιμπράτο, οπότε θα έχω καταφέρει το ακατόρθωτο. Μακάρι να είμαστε καλά, να παίζουμε.
Τέλεια. Υπάρχει κάτι άλλο που θες να μοιραστείς;
Ναι, για να ολοκληρώσω την πολύ μεγάλη, έτσι, κουβέντα που έκανα περιαυτολογώντας, νομίζω ότι το βασικότερο συμπέρασμα είναι πώς κάθε γενιά έχει τα δικά της. Έχει το στίγμα της και οφείλει να έχει το στίγμα της. Ναι μεν να εμπνέεται από τους προηγούμενους, αλλά έχει και ένα χρέος να κοιτάξει και τον εαυτό της. Να γυρνάτε πίσω, άλλα να φτιάχνετε και τα δικά σας πράγματα και να τα αφήνετε για τους επόμενους. Μόνο έτσι υπάρχει ροή και μόνο έτσι υπάρχει μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στις γενιές και μόνο έτσι φτάνουμε στο σημείο να μιλάμε για προφορική ιστορία, έτσι; Είναι σημαντικό αυτό. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την ευκαιρία που μου δώσατε.
Εγώ ευχαριστώ που μοιράστηκες την ιστορία σου μαζί μου.
Ελπίζω να φανεί χρήσιμο.