© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Οι Αρβανίτες της Χασιάς: Τοπική ιστορία, ήθη, έθιμα και στιγμές ορόσημα της ζωής Σπύρου Μπρέμπου
Istorima Code
22499
Story URL
Speaker
Σπυρίδων Μπρέμπος (Σ.Μ.)
Interview Date
24/06/2022
Researcher
Αριστούλα Τόλη (Α.Τ.)
[00:00:00]«Ανθίζει η ντρίζα ε μάλλιτ δε ντζούαρ καρποσσκίν πω πω δε ντζούαρ καρποσσκίν» Ανθίζει σαν το λουλούδι του βουνού και βγάζει καρπούς. Καλώς ήρθες, Αριστούλα Τόλη.
Καλώς σας βρίσκω.
Σαν την άνοιξη και το καλοκαίρι για να μιλήσουμε για τον Σπύρο τον Μπρέμπο.
Καλησπέρα. Είναι Σάββατο 25 Ιουνίου 2022, βρισκόμαστε στη Χασιά με τον Σπύρο Μπρέμπο. Σπύρο, ο λόγος σ' εσένα.
Ο λόγος σ' μένανε και από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω… Εγώ είμαι γεννημένος στην Χασιά από Χασιώτες γονείς. Η οικογένεια μου, η οικογένεια των Μπρέμπο στο χωριό είναι πάρα πολλά χρόνια, δηλαδή χάνεται η ιστορία της στα βάθη στους αιώνες, όπως και των περισσοτέρων ανθρώπων εδώ πέρα. Μεγάλωσα στον τόπο μου, στο χωριό μου, σε ένα χωριό το οποίο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, όπως και το κάθε χωριό άλλωστε της Ελλάδος, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, τις δικές του ιδιοτροπίες, τα δικά του παράξενα, τα δικά του όμορφα. Μεγάλωσα με γιαγιά, με γιαγιάδες μάλλον, γιατί παππούδες δεν γνώρισα. Είχαν πεθάνει όλοι τους νέοι, οι περισσότεροι μετά τον πόλεμο του ’22 και του ’40. Κι έτσι, λοιπόν, μεγάλωσα με τρεις γιαγιάδες, γιατί τον πατέρα μου τον υιοθέτησε μια θεία του, οπότε είχαμε τρεις γιαγιάδες. Αυτή, λοιπόν, η γιαγιά η εξαίρετη, η γιαγιά η Αναστασία, η Τασιά, η επονομαζόμενη «Γιαβρίνα», γιατί ο άντρας της πολεμώντας στην Μικρά Ασία γυρνώντας, του είχανε κολλήσει το προσώνυμο «Γιαβρής», γιατί έλεγε συνέχεια «γιαβρί μου». Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα ήτανε για μένα ένας θησαυρός. Από αυτήν ξεκινάνε όλα και ο τόπος σήμερα που βρισκόμαστε εδώ πέρα και μιλάμε είναι το δικό της αγαπημένο κτήμα, της γιαγιάς της Αναστασίας. Αυτό είναι το κτήμα Αναστασία με λίγα λόγια. Η γιαγιά μου ελληνικά δεν ήξερε να μιλάει, μιλούσε μόνο αρβανίτικα, παρόλο που είχε αδέρφια, μάνα στο εξωτερικό, στην Αμερική πολλά χρόνια, δεν γύρισαν ποτέ πίσω αυτοί, την άφησαν εδώ μόνη της. Η γυναίκα αυτή ήταν ένας πακτωλός, ποταμός γνώσεων όσον αφορά γύρω από την βοτανολογία και όχι μόνο. Ήξερε πάρα πολλές ιστορίες, ήταν γεννημένη το 1886 και μεγαλώνοντάς με στην κυριολεξία στα πόδια της από μικρό παιδί, από τα πρώτα τραγούδια που μου είπε μέχρι τις ιστορίες της, τις λέξεις τις φράσεις, τις έννοιες, όλα μου τα έμαθε αυτή. Εγώ ήμουνα τεσσάρων χρονών και μιλούσα αρβανίτικα κανονικά, παλιά αρβανίτικα και λέω παλιά αρβανίτικα, γιατί περνώντας ο καιρός η γλώσσα μας, η διάλεκτος αυτή, η αρβανίτικη, αλλοιώθηκε πάρα πολύ, γιατί οι νέοι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να μιλήσουν ξεχνούσαν μια λέξη και έβαζαν στη θέση της μια ελληνική, την οποία την αρβανιτοποιούσαν με τον τρόπο, οπότε εγώ μεγάλωσα με τα παλιά τα αρβανίτικα. Γνωρίζω λέξεις που πάρα πολλοί άνθρωποι δεν τις γνωρίζουμε, γιατί λογικό είναι. Και γενικώς από μικρός είχα μια πολύ μεγάλη αγάπη για τα αρβανίτικα. Πολλές φορές στο σχολείο μου, όταν πήγαινα, έκανα λάθος και αντί για να γράφω, έκανα σκέψεις και τις έγραφα στα αρβανίτικα στο χαρτί με ελληνικούς χαρακτήρες, γιατί έτσι γράφονται, λοιπόν, όποιος θέλει να τους γράψει. Η δασκάλα συνέχεια έκανε παράπονα στη μάνα μου. Ξεκίνησα να τραγουδάω από μικρό παιδί, γιατί και σ' αυτό είχα πολύ μεγάλη αγάπη, όπως και στον χορό. Μεγάλο πάθος, μεγάλο πάθος! Όταν με πήγαιναν οι γονείς μου σε κάποιο γλέντι, ειδικά όταν είχε ζωντανή μουσική στα πανηγύρια τα δικά μας εδώ, με έπιανε ο πατέρας μου κι έτρεμα ολόκληρος και μου έλεγε: «Παιδί μου, τι έχεις;» και του έλεγα: «Θέλω να σηκωθώ να χορέψω!». Τόσο πάθος. Βέβαια, και ο πατέρας μου πολύ μερακλής, τραγουδιστής καλός και η μάνα μου πολύ μερακλής, κι αυτή τραγουδίστρια καλή, γενικώς είμαστε μία οικογένεια με καλλιτεχνική βάση, γιατί και ο παππούς μου ο Σπύρος κι αυτός έπαιζε κλαρίνο και ήταν και αυτός πολύ καλός χορευτής και τραγουδιστής. Έφυγε πολύ νέος, τριάντα τριών χρονών, όμως όλοι φίλοι του τον θυμούνται περισσότερο γι' αυτό και τον εκτιμούσαν πάρα πολύ γι' αυτό. Μεγάλωσα σε ένα χωριό, λοιπόν, το οποίο ήτανε κλειστή κοινωνία, ένα αρβανιτοχώρι κλασικό της δεκαετίας του ’60, ’70, ’80, με γάμους οι οποίοι ήταν μοναδικοί, ειδικά οι αρραβώνες, όχι τόσο οι γάμοι. Οι γάμοι συνήθως συντελούνταν μέσα στην εκκλησία τους χειμώνες. Τα καλοκαίρια είχαμε τους αρραβώνες. Στους αρραβώνες οι Αρβανίτες δίναν μεγαλύτερη έμφαση από ό,τι έδιναν στον γάμο. Ο αρραβώνας ήταν το πρώτο αντάμωμα, ήτανε η πρώτη καψούρα που λέμε, οπότε εκεί πέρα συναντιόντουσαν τα σόγια και γινόντουσαν φοβερά πράγματα, δηλαδή γινόντουσαν γλέντια μοναδικά, με πολύ ποτό, με πολύ κρασί μάλλον, όχι ποτό, με πολύ κρασί. Πολλές φορές γινόντουσαν και δυο μέρες και τρεις μέρες, έχω προλάβει και γλέντια εδώ πέρα να γίνονται τρεις ημέρες. Και φυσικά αργότερα, όταν τα πράγματα εξελίχθηκαν, είχαμε πάρα πολλούς αρραβώνες με όργανα και με όργανα πρωτοκλασάτο, όπως ήτανε ο αείμνηστος ο Γιώργος ο Κόρρος, ο Παναγιώτης ο Κοκοντίνης, ο Γιάννης ο Βασιλόπουλος. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ερχόντουσαν στα σπίτια μας και κάναμε τις χαρές μας, γι’ αυτό και τους αγαπήσαμε και τους λατρέψαμε, γιατί αυτοί παίζανε για εμάς κι εμείς ζούσαμε για αυτούς. Ήταν συγκλονιστικό αυτό που συνέβαινε. Ο παλμός που υπήρχε στο χωριό γύρω από το μουσικό το θέμα της παράδοσης, ο παλμός αυτός, όπως το λέω, ο παλμός ήτανε μοναδικός! Δεν υπήρχε σπίτι να πας που να μην ακούσεις μουσική, να μην ακούσεις, να μη βάλουν ένα δισκάκι να ακούσεις τον Παπασιδέρη ή να πας σε κάποια άλλα σπίτια και να ακούσεις την Σοφία την Κολλητήρη, να ακούσεις τον Γιάννη τον Σκληρό, τοπικούς τραγουδιστές, να ακούσεις τον Μίμη τον Ανδριανό από την Κούλουρη, να ακούσεις τον Βαγγέλη τον Κάτση. Στη συνέχεια ήρθανε και νεότεροι τραγουδιστές, όπως ήτανε η Βάσω η Χατζή, ο Κώστας ο Σκαφίδας, αυτοί ήταν τη δεκαετία του '70, αυτοί οι τραγουδιστές που κι αυτοί άφησαν το στίγμα τους και εξακολουθούν να το αφήνουν γιατί είναι εν ζωή οι άνθρωποι και φυσικά τραγουδάνε και είναι οι αγαπημένη μας τραγουδιστές. Πριν ακόμα απ' όλα αυτά όμως, ήθελα να πω ένα χαρακτηριστικό. Στην είσοδο του χωριού μας υπάρχει ένα σημείο που υπάρχει –στο δεξί μέρος και αριστερά υπάρχουν δύο μεγάλα βράχια–, εκεί είναι το στένωμα που μπαίνεις για την –ήταν το παλιό το μονοπάτι που έμπαινες για την Φυλή, για την Χασιά. Αυτή η πέτρα ονομάζεται «γκούρι κρούσκετ». «Κρουσκ» στα αρβανίτικα λέμε τον συμπέθερο και «γκουρ» λέμε την πέτρα. Αυτή, λοιπόν, είναι η πέτρα των συμπεθέρων. Εκεί γινόταν το αντάμωμα των ανθρώπων οι οποίοι ερχόντουσαν σαν συμπέθεροι είτε για να πάρουνε μία κοπέλα, είτε για να φέρνουν ένα παλικάρι, είτε για να φέρουν μια κόρη εδώ πέρα για να παντρευτεί με έναν ντόπιο, οπότε εκεί γινόταν το αντάμωμα. Εκεί κατέβαιναν οι συμπέθεροι από την Χασιά, τους προϋπαντούσανε έχοντας στα χέρια τους διάφορα δώρα και ρίχνοντας στην πλάτη τους ένα μαντήλι στον καθένα σαν καλωσόρισμα στην πλάτη και με τα όργανα μπροστά, με το νταούλι και με το κλαρίνο και με τους ζουρνάδες πιο παλιά. Ερχόντουσαν μέσα στο χωριό χορεύοντας και συνέχιζαν το γλέντι στο σπίτι, όσες μέρες τους φίλευαν εδώ πέρα καθόντουσαν και γινόταν αυτό. Αυτή η πεμπτουσία σταμάτησε μετά τον πόλεμο. Ο πόλεμος του ’40 ήταν καταλυτικός και για την Χασιά. Σημειωτέο, να πω ότι ονομάζεται Χασιά γιατί είναι η Χασιά της Φυλής, του Δήμου Φυλής, του αρχαίου Δήμου Φυλής, ο οποίος Δήμος Φυλής την έδρα του την είχε στο Φρούριο της Φυλής ψηλά, μετά τη Μονή Κλειστών, λοιπόν, εκεί ήταν η Αρχαία Φυλή και εδώ ήτανε η Αρχαία Χαστιαία, όπου από Χαστιαία-Χαστιά-Χασιά την είπανε οι Αρβανίτες εν συντομία, όταν ήρθαν εδώ πέρα κάπου εκεί στο 1200. Αυτό συνέβαινε, λοιπόν, με τα παλιά τα έθιμα. Επίσης, είχαμε και ένα πάρα πολύ ωραίο έθιμο, το οποίο το έχει καταγράψει ο Καμπούρογλου στην ιστορία των Αθηνών και μιλάει για την Καθαρά Δευτέρα για το «σκυλοδευτέρι» το λεγόμενο, το οποίο σήμερα φαίνεται ότι είναι εξωπραγματικό και, τέλος πάντων, οι άνθρωποι σήμερα έχουν γίνει και πολύ ευαίσθητοι γύρω από τα ζώα. [00:10:00]Ωστόσο, όμως, τότε ήταν ένα έθιμο το οποίο συγκέντρωνε πάρα πολλούς ανθρώπους και από την Αθήνα και από τις γύρω περιοχές. Κάθε Καθαρά Δευτέρα στη Χασιά γινόταν ο αρβανίτικος γάμος και τελείωνε με το σκυλοδευτέρι, όπου είχανε ταΐσει από την προηγούμενη μέρα έναν σκύλο με πολύ φαγητό, τέλος πάντων, και του έκαναν διάφορα εκεί και εκείνος εκτόξευε ρουκέτες από όλες τις μεριές και λέρωνε τον κόσμο και αυτό το θεωρούσανε ότι ήτανε χοντρό αστείο. Κάποια στιγμή, όταν απολύθηκα από φαντάρος, το 1984, με έναν ωραίο σύλλογο που είχαμε φτιάξει τότε εννέα παιδιά εδώ στο χωριό, κάναμε αναβίωση του εθίμου, χωρίς σκυλοδευτέρι εννοείται. Κάναμε αναβίωση του εθίμου του αρβανίτικου γάμου. Εκτιμώ ότι θα βρω ένα αντίτυπο να σ' το δώσω, μου το έχουν υποσχεθεί να μου το δώσουν, γιατί τότε είχαμε επινοήσει να κάνουμε μία βιντεοσκόπηση και τελικά υπάρχει ένα κομμάτι του δρώμενου. Αν το χρειαστείς, να το χρησιμοποιήσεις.
Ωραία. Μιας που μπήκαμε σε αυτό το θέμα του αρβανίτικου γάμου, μπορείς να μας περιγράψεις πώς ήτανε παλαιότερα και πώς έγινε τελικά μετά η αναβίωση; Με ποιον σύλλογο; Ποιος είναι ο σύλλογος που ιδρύθηκε;
Παλαιότερα μαζευόντουσαν, γιατί τους είχα προλάβει κι εγώ αυτούς, μαζευόταν το χωριό, δεν χρειαζόταν το χωριό κάποιον σύλλογο. Το χωριό από μόνο του είναι ένα σύλλογος, οπότε τι σύλλογο να κάνεις στο χωριό, ας πούμε; Εκτός κι αν πας να κάνεις κάτι ειδικό. Αυτά για εμάς είναι και μοντερνισμοί, τους ντόπιους, τους χωριάτες, εντάξει; Γιατί τα θεωρούμε αυτονόητα, τι σύλλογο να κάνουμε, αφού είμαστε εμείς οι ίδιοι, τι σύλλογο να κάνουμε; Οπότε εγώ σαν μικρός θυμάμαι τα παλικάρια όλα του χωριού, τα οποία έπαιρναν τα νυφικά, τις «γρίζες», λοιπόν, από τις μανάδες τους και από τις γιαγιάδες τους... Καταρχάς το καρναβάλι το κάνανε μόνο άντρες, εννοείται, δεν υπήρχε γυναίκα μέσα, ήταν καθαρά αντρικό έθιμο. Αυτοί, λοιπόν, ντυνόντουσαν γυναίκες, μασκαρεύονταν και άναβαν και τα τσιγάρα τους και έβγαιναν ντυμένοι γυναίκες στον δρόμο. Βάζανε μπροστά το νταούλι και το κλαρίνο, χόρευαν περιφέροντας μέσα στο χωριό και ανεβαίνανε μετά στην πλατεία, όπου θα συγκεντρώνονταν ο κόσμος. Κι εκεί άρχιζαν και έκαναν διάφορους αυτοσχεδιασμούς. Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο να λένε, αυτοσχεδίαζαν, λέγανε διάφορα λόγια, είχανε και την νύφη δίπλα, είχανε και τον συμπέθερο δίπλα, είχανε και τον κουμπάρο, είχανε και τον γιατρό, ο οποίος στο τέλος ξεγεννούσε τη νύφη πάνω σε μία σούστα, σε μία άμαξα και τα παιδιά της ήταν σκυλάκια, είχανε βρει μικρά σκυλιά και έλεγε: «Αυτό είναι της Τούρκας, αυτό είναι της Τζίνας, αυτό είναι της τάδε...» και δήθεν τα σκυλιά, πετάγανε τα σκυλιά στον κόσμο και τα έπιανε ο κόσμος στην αγκαλιά τους. Όταν γεννούσε η νύφη, λοιπόν, αυτή κουνούσε τα πόδια της φοβερά, κάτι σαν κι αυτό που γίνεται και τώρα, αυτό που κάνουνε τώρα πλέον οι σύλλογοι στις αναβιώσεις των εθίμων, που είναι κάποιοι σύλλογοι οι οποίοι κάνουν πολύ καλή δουλειά, γιατί αυτοί που το οργανώνουν το θέμα και τα παιδιά που συμμετέχουν, γιατί αυτοί είναι το βασικότερο πράγμα, η συμμετοχή, το κάνουν από αγάπη και το κάνουν κέφι, το γουστάρουν. Αυτό γινότανε τότε. Πριν γίνει αυτό, αυτό ήταν το αποκορύφωμα, πριν γίνει αυτό ήταν η εβδομάδα των Αποκρεών, λοιπόν. Τις Απόκριες εμείς τις λέμε στα αρβανίτικα «λίδουρα», λίδουρα σημαίνει δένω. «Λιθ», σημαίνει δένω, «λίδουρα» είναι τα δεσίματα και λέγανε δεσίματα «τε λίδουρα», γιατί οι άνθρωποι τότε έβρισκαν την ευκαιρία να βρεθούνε μεταξύ τους και να κάνουνε τα λεγόμενα συμπεθεριά. Τα πιο καλά συμπεθεριά γίνονταν στα δεσίματα στα «ντε τε λίδουρα» για αυτό και το τραγούδι λέει: «Νάνι νε τε λίδουρα, ίσστε πού να σίγουρα, ντε τε λίδουρα τερ μπάσκ, κούσε ντίνι ράν τε Πάσσκετ». Και λέει λοιπόν: «Νάνιν ντε τε λίδουρα, ίστε πού να σίγουρα», τώρα στα δεσίματα είναι η δουλειά σίγουρη, «ντε τε λίδουρα τερ μπάσκ», στα δεσίματα όλοι μαζί, «κούσε ντίνι ράν τε Πάσσκετ», ποιος το ξέρει τι θα γίνει μέχρι το Πάσχα; Αν θα κάτσει κάτι δηλαδή ή δεν θα καθίσει. Άρα, λοιπόν, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία τις Απόκριες που ήταν και οι αρχές της ανοίξεως, που ο καιρός άρχιζε και γύριζε, γιατί όλα δουλεύανε με τον καιρό, αυτός ήτανε ο αφέντης και εξακολουθεί να είναι, αλλά τότε ακόμα περισσότερο, γιατί οι άνθρωποι ήταν όλοι ξονάκοι και περιμένανε πότε θα κάνει καλοσύνη, για να μπορέσουν να πάνε στα χωράφια, να πάνε στα βουνά, να πάνε για ξύλα, να πάνε να φτιάξουν τα δέντρα τους, να κάνουν αυτό που είναι να κάνουν, για να κάνουν καλλιέργειες για να ζήσουν πάνω απ’ όλα. Να ζήσουνε, όχι να βιοποριστούν οικονομικά, να ζήσουν, να έχουν το ψωμί και το φαγητό και το λάδι και το τυρί στο σπίτι το δικό τους και τις ελιές και το αλεύρι, που ήτανε – που είναι – η αρχή της ζωής. Και φυσικά ο καθένας είχε και το κρασάκι του, είχε και ο καθένας μαντεμεδάκια κι έβαζε έναποτήρι κρασί. Αυτό γινόταν τις Απόκριες, λοιπόν, «ντε τε λίδουρα». Υπάρχει κι ένα ωραίο τραγουδάκι γι΄ αυτό: «Νάνι ντε τε λίδουρα ίσστε πούνα σίγουρα τε τε λίδουρα ντε Πάσσκετ κούσε ντίνι ράν τε Πάσσκετ» Αυτό είναι το αγαπημένο τραγούδι των Αποκρεών. Φυσικά τις Απόκριες, να το πω κι αυτό, γιατί μου διέφυγε, υπήρχε και το έθιμο της καμήλας, το οποίο αυτήν την στιγμή το κρατάει μόνο Ασπρόπυργος το έθιμο της καμήλας από αυτά τα χωριά που ξέρω, όπου άνθρωποι ντυμένοι φτιάχνανε καμήλα τεχνητή με ένα κρανίο ζώου, συνήθως αλόγου, το οποίο το είχανε δουλέψει, το είχανε φτιάξει με καρούλι από μέσα και ανοιγόκλεινε το άλογο το στόμα και από πίσω οι άνθρωποι κουνιόντουσαν και κουνιόντουσαν και τα υφάσματα, κουνιόταν και όλο το σύστημα και χορεύανε, ας πούμε, σαν αρκούδες και δημιουργούσαν ένα εφέ δυνατό μαζί με τη μουσική των ζουρνάδων και τα νταούλια. Πραγματικά ήτανε κάτι πολύ πρωτόγνωρο, πολύ διαφορετικό, μύριζε τελείως διαφορετικά.
Όπως μας είπες δε συμμετείχαν οι γυναίκες, γιατί δε συμμετείχαν;
Ήταν αυστηρά τα έθιμα αυτά, ήταν αυστηρά ανδρικά, οι γυναίκες δεν συμμετείχαν σε κανένα έθιμο. Οι γυναίκες ήταν οι αρχόντισσες του σπιτιού και ήταν αυτές που είχαν το γενικό πρόσταγμα στο σπίτι και σε ό,τι είχε να κάνει γύρω από αυτό. Βοηθούσαν τους άντρες, η αλήθεια είναι αυτή, και ο ρόλος τους ήταν πρωταρχικός. Η κάθε οικογένεια έχει τον δικό της τρόπο. Εμείς εδώ, στη Χασιά, λεγόμαστε και είμαστε ένα αρβανιτοχώρι το οποίο, όπως σου έλεγα και πρωτίστως, έχει τα δικά του χαρακτηριστικά. Όταν το 1200, λοιπόν, ήρθαν εδώ οι Αρβανίτες και βάζω αυτήν την ημερομηνία, ας το πούμε, σαν σημείο αναφοράς, γιατί ο Κώστας ο Μπίρης στο βιβλίο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του νέου ελληνισμού», μας λέει ότι, όταν κατέβηκαν οι Αρβανίτες στον Μοριά το 1200, συνάντησαν, στον κάμπο της Αχαΐας συνάντησαν Αρβανίτες, οι οποίοι είχαν κατέβει πολύ πιο πριν. Άρα εδώ πέρα βλέπουμε ότι οι μετατοπίσεις των πληθυσμών, οι μετοικήσεις είχανε γίνει κατά καιρούς, όπου οι Αρβανίτες δεν έφευγαν από ένα χωριό δέκα άνθρωποι και μετακομίζανε, φεύγανε χωριά ολόκληρα, γιατί υπήρχανε προβλήματα, τα οποία ακόμα δεν τα έχουμε... Δηλαδή υπάρχει ένα κενό ιστορικό από το 1 μ.Χ. και περίπου μετά μέχρι το 1000 υπάρχει ένα μεγάλο ιστορικό κενό στο οποίο έχουνε γίνει τρομερές αλλαγές στη Βαλκανική από τους Ρωμαίους, γιατί όλα από αυτούς ξεκινήσανε. Και φυσικά και η καταστροφή του ελληνισμού από τους Ρωμαίους ξεκίνησε, γιατί αυτοί ήτανε στην ουσία ο εχθρός της Ελλάδος, οι Ευρωπαίοι δηλαδή, γιατί τους Ανατολίτες τους γυρίσαμε πίσω όσες φορές κι αν ήρθανε. Τους σταματήσαμε στη Σαλαμίνα, τους σταματήσαμε στις Θερμοπύλες, τους σταματήσαμε στις Πλαταιές και τους γυρίσαμε πίσω. Αυτοί που ήτανε καταπέλτης για τον ελληνικό πολιτισμό και γενικά για τους Έλληνες ήτανε οι Ρωμαίοι, οι οποίοι προφασίζονται ότι θέλουν να εκδικηθούν τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου, έναν πολύ μεγάλο άνδρα, ίσως για εμένα να είναι μεγαλύτερος και από τον Μέγα Αλέξανδρο εκδικήθηκαν τους Ηπειρώτες, γιατί οι Αρβανίτες είναι Ηπειρώτες. Οι Αρβανίτες είμαστε Ηπειρώτες και είμαστε Έλληνες Ηπειρώτες. Αυτό αποδεικνύεται και από την συμπεριφορά μας και από τα ήθη μας, τα έθιμά μας, από την ενδυματολογία μας και από τον τρόπο μας, Και φυσικά αποδεικνύεται και ανθρωπολογικά, γιατί δεν έχουμε καμία σχέση με κανέναν άλλον λαό στην Βαλκανική, παρά μόνο με τους Έλληνες. Οι Αρβανίτες, λοιπόν, είναι Ηπειρώτες Χάονες της Ηπείρου που ξεκινάει από τον Γενούσιο ποταμό και όχι από τη Βόρειο Ήπειρο, όπως [Δ.Α.] τώρα. Ξεκινάει πολύ πιο ψηλά, που έχει στα παραλία όλες αυτές τις ωραίες αρχαίες πόλεις, τις οποίες τις χτίσανε Κορίνθιοι, τις χτίσανε, διάφορες ελληνικές πόλεις οι οποίες μεταφέρθηκαν εκεί στα βόρεια της Ανδριατικής και πήγανε έναν νέο πολιτισμό, ο όποιος δεν υπήρχε στην ενδοχώρα της τότε Ηπείρου. [00:20:00]Οι Ηπειρώτες ήτανε και είναι και θα είναι η πιο σκληροτράχηλη φυλή που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο. Στη συνέχεια, οι Ρωμαίοι, αφού εκδικήθηκαν τον Πύρρο και μπήκανε στην Ήπειρο και κάνανε μεγάλες ζημιές και σκότωσαν πάρα πολύ κόσμο, γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη η δύναμή τους, γιατί εκείνος τους είχε μάθει πώς να πολεμήσουν στην ουσία. Εκδικήθηκαν, λοιπόν, τον Πύρρο, εκδικήθηκαν και τους Έλληνες. Πήρανε τότε εκατόν πενήντα χιλιάδες περίπου Μολοσσούς και Χάονες και τους μετακόμισαν στη Ρώμη και στο Μιλάνο, πέριξ της Ρώμης και του Μιλάνο και έτσι, λοιπόν, άρπαξαν από εδώ τους ανθρώπους τους δικούς μας, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, μέρος, και τους πήγαν εκεί. Αυτό το κάνανε αφενός για να αποδυναμώσουν τον δυνατό ντόπιο πληθυσμό, γιατί αυτοί ξέρανε πραγματικά ποιοι ήταν αυτοί που είχαν απέναντί τους, οπότε για να τους αποδυναμώσουνε τους πήραν από εδώ και τους πήγαν εκεί και τους χειρίζονταν όπως θέλανε. Στη συνέχεια, αρκετοί ιστορικοί, όπως ο Λαζάρου μετά από έρευνες που έχει κάνει ο Αχιλλέας ο Λαζάρου, μας λέει ότι οι ίδιοι αυτοί οι Ρωμαίοι, οι οποίοι πήραν το πληθυσμό από την Ήπειρο και τον πήγαν στην Ιταλία, ήταν αυτοί οι οποίοι φέρανε Αλβανούς από το Άλβανο όρος του Καυκάσου. Γι' αυτό και οι Ιταλοί τους ονόμασαν Αλβανούς. Κι εκεί πλέον γίνεται ένα μπέρδεμα, το μπέρδεμα ανάμεσα σε Αρβανίτες και σε Αλβανούς. Φυσικά και αυτοί οι άνθρωποι, αν όντως έχει γίνει έτσι, λέω και πάλι, αν όντως έχει γίνει έτσι, αυτοί οι άνθρωποι ζούσανε με εμάς, τους Αρβανίτες που ζούσαμε στην περιοχή, στην Ήπειρο, οι οποίοι ονομαστήκαμε Αρβανίτες από τη γλώσσα μας, την διάλεκτό μας, η οποία είναι πανάρχαια ελληνική διάλεκτος, είναι ομηρική. Υπάρχουν εκατοντάδες λέξεις μέσα στον Όμηρο οι οποίες μεταφράζονται στα αρβανίτικα, εκατοντάδες λέξεις. Είναι φοβερό δηλαδή αυτό το πράμα, η ίδια η γλώσσα μιλάει από μόνη της, δεν το λέω εγώ, το λέει η γλώσσα η ίδια. Εμείς οι Αρβανίτες το κεφάλι το λέμε «κρίε», κράνος, είναι ο κριός. Ο κριός το σύμβολό του είναι το κεφάλι του. Είναι το κρανίο, επίσης το μυαλό που κατοικεί μέσα, το μυαλό σαν νόηση, όχι σαν υλικό, γιατί σαν υλικό το λέμε «τρου». Το μυαλό, όμως, το λέμε «μέντ» και είναι ο μέντορας νους. Εγώ δεν χρειάζεται να ψάξω να βρω κάτι άλλο από αυτά τα πράγματα, γιατί όλα ξεκινάνε από τον εγκέφαλο, από το κεφάλι. Λοιπόν, έχουμε το «κρίε» και έχουμε και το «μεντ», έχουμε το κρανίο και έχουμε και τον μέντορα νου. Και υπάρχουνε πλειάδες και χιλιάδες λέξεις. Το Δωδεκάθεο, πολλοί αρχαίοι Θεοί, υπάρχει ετυμολογία, δηλαδή ετυμολογείται στα αρβανίτικα ακριβώς η ονομασία του κάθε θεού, γι' αυτό λέω και επιμένω ότι η γλώσσα μας τα αρβανίτικα τα οποία τα έχουμε δωρίσει, όπως δωρίσαμε και τον Καστριώτη, όπως δωρίσαμε και τον Πύρρο, γιατί και τον Πύρρο στην ουσία τούς τον δωρίζουμε, αυτά είναι εγκλήματα που έχουνε κάνει οι ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στον ίδιο τον ελληνικό λαό. Εγώ διδάχθηκα από τους δασκάλους μου στην Ε' τάξη δημοτικού, από τον Γιάννη τον Νικολακόπουλο –εύχομαι να είναι καλά ο άνθρωπος όπου και αν είναι– ότι ο πρώτος επαναστάτης Έλληνας ήτανε ο Γεώργιος ο Καστριώτη. Από αυτόν έμαθα ποιος ήταν ο Γιώργης ο Καστριώτη και δεν διδάσκεται πουθενά, σε κανένα βιβλίο στον ελλαδικό χώρο και τα παιδιά μας δεν γνωρίζουν τον Γεώργιο τον Καστριώτη. Και τον Γεώργιο τον Καστριώτη τον έχουνε ήρωά τους οι Αλβανοί, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος πολέμιος των Τούρκων και οι Αλβανοί λένε ότι είναι ο ήρωάς τους και κάθε φορά που έρχεται ο κάθε Ερντογάν, ας πούμε, τον σκεπάζουν, τον κρύβουν για να μην τον βλέπει, γιατί πώς θα δει τον μεγαλύτερο εχθρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Αυτό το ζήτημα που αναφέρεις τώρα, που είναι θέμα πολιτικών επιλογών είτε, ας πούμε, στην Αλβανία, πώς κάνουν την πολιτική τους για την εθνικότητα είτε στην πλευρά της Ελλάδας, ας πούμε, που επιλέγει να κρύψει κάποια μειονοτικά ζητήματα, όπως είναι το ζήτημα της γλώσσας, παρότι ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού μιλάει αρβανίτικα. Εσείς εδώ, στην Χασιά, που μιλάμε τώρα για σχεδόν κέντρο της Ελλάδας, της πρωτεύουσας…
Ακριβώς, δεκαέξι χιλιόμετρα από την Αθήνα και είναι ένα χωριό το οποίο μιλάει 60% αρβανίτικα αυτήν την στιγμή, οι άνθρωποι στην ηλικία μου, εξήντα χρόνων και πάνω, από εξήντα χρονών και πάνω, το 80% μιλάει αρβανίτικα, δηλαδή μεταξύ μας συνεννοούμαστε αρβανίτικα. Τι είναι τα αρβανίτικα λοιπόν, και τι είναι οι Αρβανίτες; Όταν οι Αρβανίτες κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο τότε, από τότε μέχρι και το 1380 –1400, εκεί είναι και στοπ. Συγγνώμη, μέχρι και το 1467–68-70 που πεθαίνει ο Γεώργιος ο Καστριώτη, γιατί δεν έφυγαν όλοι οι Αρβανίτες από πάνω το 1200, φύγανε κάποια χωριά, μετακομίσανε και φύγανε, πίσω έμεινε κόσμος. Όταν πέθανε ο Γεώργιος ο Καστριώτη που ήταν στην ουσία ο ηγεμόνας και ήταν ο ηγέτης, ο οποίος είχε κάνει τις μεγαλύτερες ζημιές στους Οθωμανούς, πριν ακόμα οι Οθωμανοί πάρουν την Βασιλεύουσα, πεθαίνει ο Καστριώτη, λοιπόν, αρχίζει η Ήπειρος να αδειάζει από τους Αρβανίτες. Από τους Αρβανίτες, το ξαναλέω.. Έξι καραβιές φύγανε και πήγανε στην Καλαβρία και δεν ξέρω και πόσοι κατεβήκανε στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Πριν απ’ αυτούς όμως είχανε φύγει Αρβανίτες αυτοί που είμαστε εμείς εδώ, του 1200. Ερχόμενοι, λοιπόν, οι Αρβανίτες στον τόπο εδώ πέρα, συναντήσανε κόσμο. Ο κόσμος δεν ήταν έρημος, δεν ήταν άδειος, εκτός από τα παράλια, όπως η Ελευσίνα, όπως τα Μέγαρα, πόλεις οι οποίες ήτανε κοντά στα παράλια. Αυτές είχανε πρόβλημα με τους πειρατές, υπήρχε μεγάλο πρόβλημα με την πειρατοκρατία, οι πειρατές αλώνιζαν την Μεσόγειο και μπαίνανε μέσα σε χωριά, νησιά γι’ αυτό και οι άνθρωποι είχαν αναγκαστεί να τραβιούνται σε ψηλά μέρη και στα νησιά, όπως και στα Μέγαρα είχανε φτιάξει ένα ειδικό Κάστρο για να μπαίνουνε μέσα για να προφυλάσσονται. Υπάρχει κι ένα τραγούδι των Μεγάρων που αφορά αυτήν την κατάσταση, που λέει: «Ο Λουλουβίκος φεύγει, πίσω δεν έρχεται κι εσείς μικροί μεγάλοι να τον προσέχετε. Λουλουβίκο, Λουλουβίκο φέρ’ τα παλικάρια πίσω» Ο Λουλουβίκος, λοιπόν, που τον λένε Λουλουβίκο οι Μεγαρίτες, ήταν ο «Λουδοβίκος», ένα καράβι της εποχής που ήτανε «Ο Λουδοβίκος» έγραφε απάνω και ήτανε πειρατικό. Και ερχόντουσαν με τον «Λουδοβίκο» οι πειρατές μπαίναν στα χωριά μέσα, παίρνανε παιδιά, γυναίκες, αυτούς που τους έκαναν, τους φορτώνανε στο καράβι και τους πηγαίνανε στα παζάρια της Ευρώπης και τους πουλάγανε. Να μην ξεχνάμε ότι Ελευσίνα έχει την μεγάλη την ιστορία που την είχανε κλέψει μέσα σε ένα βράδυ και γλύτωσε μόνο μία οικογένεια.
Όλο τον πληθυσμό;
Όλο τον πληθυσμό τον πήρανε μέσα σε ένα βράδυ, σε ένα πανηγύρι που είχανε και μαζευτήκανε ο κόσμος στο κέντρο της Ελευσίνας και κατεβήκανε οι πειρατές, είπανε κι ένα γνωμικό και το κατάλαβε το γνωμικό μόνο ένας γέρος και πήγε στο σπίτι και πήρε την οικογένειά του κι έφυγε. Γι’ αυτό και αργότερα οι Αρβανίτες που μάθανε την ιστορία αυτή, οι Αρβανίτισσες άμα θέλαν να σε καταραστούν, ειδικά εμάς τα παιδιά θέλανε να μας πούνε να εξαφανιστούμε, μας λέγανε: «Λείψου σι Λεψίνα», να λείψεις δηλαδή, να εξαφανιστείς, όπως η Ελευσίνα. Οι Αρβανίτες ήρθανε στη δεδομένη στιγμή, στη δεδομένη κρίσιμη στιγμή, οι περισσότεροι έχουν έρθει, τους έχουν καλέσει και έχουν έρθει από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες στην ύστατη προσπάθεια που κάνανε για να –ειδικά ο Μέγας Κωσταντίνος– για να κρατήσει το Βυζάντιο, γι’ αυτό και τους κατέβασαν στον Μοριά, όπου εκεί τελικά δεν μπορέσαν να κρατήσουν την άκρη, γιατί οι Τούρκοι μπήκαν δυναμικά και γίνανε όλα αυτά που ξέρουμε στην ιστορία μας. Όταν ήρθαν οι Αρβανίτες εδώ πέρα, βρήκανε ανθρώπους, δεν ήτανε η Αττική ξέφραγο αμπέλι, απλά οι Φράγκοι, οι Ενετοί, η οικογένεια των Αγιατζιόλι που ήταν τότε προύχοντες στην Αττικοβοιωτία, αυτοί διοικούσαν, θέλανε χέρια δυνατά, θέλανε ανθρώπους οι οποίοι να έχουν πολύ καλή σχέση με τα όπλα, με τον πόλεμο. Οι Αρβανίτες στην ουσία ήταν οι κατεξοχήν πολεμιστές που υπήρχαν την εποχή εκείνη και φημίζονταν γι’ αυτό και ήταν και πολυπληθείς, δηλαδή είχαν μεγάλες οικογένειες, οπότε ερχόμενοι εδώ πέρα οι Αρβανίτες κάποια απομονώθηκαν σε χωριά, δηλαδή τα χωριά που έχουν ονόματα γεναρχών, οικογενειαρχών δηλαδή, γιατί οι Αρβανίτες πάντα πήγαιναν σε οικογένειες, σε φάρες. Τα Άνω Λιόσια στην περιοχή μας είναι αυτούσια, τα έχει φτιάξει ο Λιόσας, γι’ αυτό λέγονται και Λιόσια. Η Χασιά, όμως, δεν πήρε το όνομα κανενός, γιατί ήταν ένα χωριό το οποίο είχε ανθρώπους, οπότε κράτησε τα χαρακτηριστικά. Όμως, στο πέρασμα του χρόνου έκανε επιγαμίες με τους Λιόσηδες και με τους Κόλλια και με άλλα επίθετα αρβανίτικα, οι οποίοι έκαναν ανταλλαγή γαμπρούς και νύφες, δόθηκαν περιουσίες, πάρθηκαν περιουσίες και πλέον γίνανε ένα. [00:30:00]Οι Αρβανίτες της Αττικής και γενικότερα οι Αρβανίτες στον ελλαδικό χώρο είναι ένα μοναδικό κράμα με ντόπιο πληθυσμό και με τους Έλληνες του Αρβάνου, οι οποίοι κατέβηκαν εδώ πέρα το 1200. Επειδή όμως –να μιλήσω για τη γλώσσα για να το κλείσω αυτό, για να κατανοήσει ο κόσμος– επειδή, όμως, στη συνέχεια, μπαίνοντας οι Τούρκοι, οι Οθωμανοί μπαίνοντας στην Ήπειρο, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, γιατί το πρώτο πράγμα που γυρίσανε την πλώρη τους ήταν αυτό, ήθελαν να κατακτήσουν την Ήπειρο, γιατί και σε αυτούς είχε κάνει πολύ μεγάλη ζημιά ο Καστριότι, κι αυτοί ήθελαν να κάνουν μεγάλη ζημιά, γι’ αυτό και οι Αρβανίτες φοβηθήκανε και πήγανε στην Καλαβρία και οι άλλοι σκορπίστηκαν. Αυτοί που μείνανε πίσω, οι λεγόμενοι Τουρκαλβανοί, έτσι τους ονομάζουμε αυτούς, ήταν αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι αλλαξοπίστησαν και γίνανε η αιχμή του δόρατος των Οθωμανών στον ελλαδικό χώρο και όχι μόνο. Εμείς εδώ στην Αττική πολεμήσαμε με Τουρκαλβανούς, με Γκέκηδες. Όταν κάναμε την άλωση της Αθήνας, απελευθερώσαμε την Αθήνα το 1821, 25 Απριλίου, κλείσαμε μέσα στην Ακρόπολη χίλια πεντακόσια άτομα, Γκέκηδες, ήτανε η αιχμή του δόρατος των Οθωμανών. Τετρακόσια χρόνια εδώ πέρα με Αλβανούς απέναντί σου, τον κατακτητή δηλαδή, ο οποίος στην ουσία μιλάει μια γλώσσα, η οποία είναι, τα αλβανικά είναι τα αρχαία αρβανίτικα, η γλώσσα που μιλούσανε τότε οι Αλβανοί ήτανε ίδια με τα αρβανίτικα, δεν άλλαζε τίποτα. Τα αλβανικά αλλάξανε κάπου στα 1900 τόσο, όταν αποφασίσανε αυτοί να κάνουνε κράτος και να φτιάξουνε γλώσσα. Τότε έγινε η αλλαγή, μέχρι τότε μιλούσαμε ακριβώς την ίδια γλώσσα. Οπότε έχουμε μία γλώσσα, η οποία είναι κοινή, του κατακτητή, και χωριών τα οποία μιλάνε ακριβώς την ίδια γλώσσα, γιατί προέρχονται από τον ίδιο χώρο, όχι από το ίδιο αίμα. Αυτοί έχουνε πάρει τη γλώσσα τη δική μας, τα αρβανίτικα είναι πανάρχαια ελληνικά, είναι πρωτοελλαδικά. Οπότε τι γίνεται; Αρχίζει πλέον το αλισβερίσι, γιατί τετρακόσια χρόνια έγινε αλισβερίσι, δεν ήταν μια κατάσταση απλή, τετρακόσια χρόνια έγινε αλισβερίσι. Θα έπρεπε, λοιπόν, με τον κατακτητή να μιλάς την γλώσσα του για να μπορέσεις και να τον κατανοήσεις και να τον καταλάβεις, οπότε κι άνθρωποι οι οποίοι δεν μιλούσανε αρβανίτικα, τη μάθανε τη γλώσσα και στη συνέχεια, όταν ήρθαν εδώ πέρα οι διάφοροι περιηγητές, το 1600, το 1500, το 1600 και μπαίνανε στα χωριά και ακούγανε και μιλάγανε αρβανίτικα γράψανε ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα πουθενά Έλληνας και αυτό είναι το μέγα σφάλμα. Ένα από τα σφάλματα που έχουν συμβεί είναι αυτό. Στη Χασιά έχουμε επίθετα ανθρώπων, επίθετα οικογενειών τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τα επίθετα τον Αρβανιτών που κατεβήκανε από το Άρβανο. Δεν θα τα συναντήσεις πουθενά, σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας, αλλά δεν θα τα συναντήσεις όμως ούτε και σε καταλόγους των Καταλανών και των Ιταλών γενικότερα, οι οποίοι δεχτήκανε στρατιώτη, Αρβανίτες, στρατιώτη από τον ελλαδικό χώρο, ειδικά από τον Μοριά και από τα Επτάνησα, να πολεμήσουνε για αυτούς που τους έχουνε καταγράψει με τα επίθετα που έχουμε εμείς εδώ, στο χωριό. Οπότε, οι Αρβανίτες, σ' το λέω και πάλι, είμαστε ένα κράμα ντόπιου πληθυσμού με τους Αρβανίτες που ήρθανε από το Άρβανο το 1200. Υπάρχουνε κι άλλες αποδείξεις, όπως υπάρχουν αναθεματικές πλάκες επάνω σε εκκλησίες, οι οποίες είναι αφιερώματα από ντόπιους το 950, ας πούμε, που τότε ακόμα οι Αρβανίτες, υποτίθεται, δεν είχαν έρθει – υποτίθεται, γιατί μέχρι στιγμής η ιστορία αυτό λέει. Εμφανίζονται, λέει, μετά το 1200, άρα, λοιπόν, το 950 δεν υπήρχαν, διακόσια χρόνια πίσω. Κι όμως αυτοί θεωρούνται Αρβανίτες σήμερα. Υπάρχει αναθηματική πλάκα στον Άγιο Γεώργιο στην Πάρνηθα που αφιερώνει ο Βρεττός το 956, κάνει αφιέρωμα την εκκλησία και γράφει πάνω: «956, Βρεττός. Ιωάννης Βρεττός». Ο Βρεττός σήμερα θεωρείται Αρβανίτης και είναι Αρβανίτης, άρα όμως δεν είναι Αρβανίτης του Αρβάνου. Είναι Αρβανίτης ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε σαν Αρβανίτης, γιατί μίλησε τη γλώσσα και γιατί παντρεύτηκε αρβανίτισα, γιατί η γιαγιά του ήταν αρβανίτισσα, γιατί ο θείος του ήταν Αρβανίτης, οπότε είναι κι αυτός. Είναι μία ειδοποιός διαφορά που θα πρέπει ο καθένας να κάτσει να βάλει το μυαλό του να δουλέψει. Είμαστε πολύ παρεξηγημένη σαν κοινωνία, όμως είμαστε παρεξηγημένοι, γιατί είμαστε αδικημένοι.
Γιατί ενώ είστε στο επίκεντρο, είστε μεθοριακοί.
Ακριβώς, είμαστε οι άνθρωποι οποίοι γράψαμε ιστορία με το σπαθί μας, η Ελλάδα μάς οφείλει πάρα πολλά, και το λέω «μας οφείλει», γιατί; Γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι η Ελλάδα απαρτίζεται από αρχαιοτάτων χρόνων από περιοχές και από πόλεις –κράτη, αυτό δεν θα σταματήσει να υπάρχει ποτέ, γιατί εσύ, Αριστούλα μου, είσαι από την Ήπειρο, ο άλλος είναι Λάκωνας και είναι υπερήφανος για τον τόπο καταγωγής του και το λέει, είναι Πελοποννήσιος, είναι Λάκωνας, είναι Κορίνθιος, λέει: «Εγώ είμαι Πελοποννήσιος», ο άλλος είναι βλάχος, είναι σαρακατσάνος και είναι υπερήφανος για τον τόπο του και εννοείται ότι είναι υπερήφανος, γιατί πρέπει να είναι υπερήφανος, γιατί πραγματικά από κάτω υπάρχει υπόβαθρο. Του Αρβανίτη τού το στερήσανε το επίθετο, το όνομα μάλλον, του δώσαν μόνο το επίθετο, Έλληνας. Έλληνες είμαστε όλοι, αλλά υπάρχει και ένα όνομα, αυτό το όνομα εμάς μας το στέρησαν. Εντέχνως μας κρύψανε και εξακολουθούν να μας κρύβουν. Και μας κρύβουν και κρύβονται σαν τις οχιές ενώ θα έπρεπε να βάλουνε κάτω τους ιστορικούς όλους και να κάτσουνε σοβαροί άνθρωποι να μιλήσουνε και να ξεχωρίσουν την ήρα από το κριθάρι και να πούνε: «Όχι, οι Αρβανίτες είναι αυτό το πράγμα». Αυτό μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει, φυσικά για να κάνεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις αυγά και αυτό θέλει μάγειρα δυνατό. Αυτό είμαστε, λοιπόν, εμείς οι Αρβανίτες και από μικρό παιδί είχα πόνο στην καρδιά και καημό, γιατί ενώ ήξερα… Εδώ είχαμε τον Καπετάν Μελέτη, της Χασιάς τον καπετάνιο, ο οποίος είναι ο ελευθερωτής της πόλης του κόσμου, της πρωτεύουσας του κόσμου, του φωτός, της Αθήνας και δεν τον βλέπουμε πουθενά γραμμένο. Τα τελευταία χρόνια γίνανε κάποιες κινήσεις μέσα από κάποιους ανθρώπους για να αναδειχθεί, ελαφρώς να αναδειχτεί δηλαδή και όχι στο μέτρο που του έπρεπε. Ήταν ένας άνθρωπος οποίος ήταν ανιδιοτελής, αυτό αποδεικνύεται από την ιστορία του. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος, όπως και όλοι στην Αττική, δώσανε τη ζωή τους και όχι μόνο, έτσι; Δεν έδωσαν μόνο ζωή, δώσανε και βιός για να απελευθερωθεί η Αθήνα, να απελευθερωθεί η Ελλάδα και τον έχουνε στα αζήτητα. Στην Αθήνα δε, δεν υπάρχει ένας δρόμος ο οποίος να γράφει το όνομά του, είναι ντροπή, είναι ντροπή αυτό το πράγμα, δηλαδή πού να το πεις; Που μπορεί να πας κάπου αλλού και να δεις το όνομά του γραμμένο σε κάποιον δρόμο. Αυτό για μένα ήταν μια πίκρα από μικρό παιδί, με πολύ μεγάλη προσπάθεια και αγώνα – χαίρομαι βέβαια γι’ αυτό, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται. Πρέπει να αγωνίζεσαι για να μαθαίνεις την αλήθεια. Έχω ξεκινήσει έναν αγώνα από τα είκοσι δύο μου χρόνια περίπου, διαβάζοντας ιστορικά βιβλία και μέσα από την ιστορία των Αρβανιτών έμαθα την ιστορία όλης της Ελλάδας και την ιστορία όλου του κόσμου, γιατί όλα αλληλένδετα είναι. Και ειδικά η ιστορία των Αρβανιτών με την ιστορία της Ελλάδος είναι το ένα και το αυτό. Γι’ αυτό και η ραχοκοκαλιά της Ελλάδος που είναι στην ουσία οι Αρβανίτες, γιατί η πρώτη Ελλάδα που στήθηκε, στήθηκε από τους Αρβανίτες και στη συνέχεια ήταν αυτοί οι οποίοι απελευθέρωσαν την υπόλοιπη Ελλάδα και ήταν αυτοί που δώσανε και το στίγμα τους και στην εκστρατεία στην Μικρασιατική Καταστροφή που γιορτάζουμε φέτος τα εκατό της χρόνια, για τον τιμημένο τόπο αυτόν της Ιωνίας έχουνε καεί και έχουνε χαθεί παλικάρια πολλά. Θέλω, λοιπόν, εγώ προσωπικά σαν Αρβανίτης θέλω μία ηθική αποκατάσταση. Παρελάσανε για τα διακόσια χρόνια της απελευθέρωσης στην Αθήνα και δεν ντραπήκανε που δεν υπήρχε μέσα μία στολή Αρβανίτισσας. Παρέλασε όλη η Ελλάδα, είχαμε στολές από όλους τους τόπους, από όλα τα νησιά μας και δεν υπήρχε στολή Αρβανίτισσας, αν είναι δυνατόν. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σου λέω ότι είμαι πικραμένος.
Ήταν όμως ιδιάζουσα περίπτωση, γιατί ήτανε ο κορωνοϊός στη μέση…
Για τους υπόλοιπους δεν ήτανε;
Πάρθηκαν πολύ γρήγορες αποφάσεις και αυτοί που βάλανε...
Αυτά, Αριστούλα μου... Αυτά, Αριστούλα μου, είναι δικαιολογίες.
Ναι, καταλαβαίνω. Εγώ θέλω να ρωτήσω κάτι, εσένα η μητρική σου γλώσσα είναι τα αρβανίτικα;
Η μητρική μου γλώσσα είναι τα αρβανίτικα. Πρώτα έμαθα αρβανίτικα και μετά έμαθα ελληνικά, πρόβλημα.
Στο σχολείο όμως, ακόμη και το ότι πήγες εδώ σχολείο, η επίσημη γλώσσα ήταν τα ελληνικά.
Εννοείται, δεν το συζητάω και δεν υπήρχε και κανένα πρόβλημα. Τα ελληνικά, ναι μεν υπήρχε ένα μπέρδεμα, γιατί όταν μεγαλώνεις με μια γλώσσα και μετά στο σχολείο μαθαίνεις μια άλλη γλώσσα, επειδή όμως, οι γονείς μου λείπανε, δεν είχανε τον χρόνο να μου μιλάνε πολύ ελληνικά και επειδή η γιαγιά μίλαγε μόνο αρβανίτικα, όταν ερχόντουσαν αυτοί στο σπίτι, όλοι μαζί μίλαγαν αρβανίτικα. [00:40:00]Μου αφιέρωναν πολύ χρόνο λίγο εμένα να μου μιλάνε στα ελληνικά. Πηγαίνοντας βέβαια, πήγα και προνήπιο, ήμουνα η πρώτη σειρά που πήγε προνήπιο στη Χασιά, άρχισα λοιπόν εκεί να μιλάω με τη δασκάλα και η δασκάλα έκανε κουβέντα με τη μητέρα μου στο τέλος κάποια στιγμή, της έλεγε: «Κυρία Μπρέμπου, ο Σπυράκος μού λέει κάποιες λέξεις που δεν τις καταλαβαίνω» κι αυτή της εξηγούσε ότι είναι αρβανίτικα και «Θα τον μαλώσω» και τα λοιπά… Εννοείται φυσικά δεν με μάλωσε ποτέ κανένας και ποτέ κανείς δεν μου είπε: «Μη μαθαίνεις αρβανίτικα, γιατί δεν θα μάθεις κάτι άλλο ή δεν θα γίνεις κάτι άλλο». Βέβαια σε αρκετά σπίτια υπήρχε αυτή η νοοτροπία, όχι όμως ότι υπήρχε αυτό που λένε ότι υπήρχε εξαναγκασμός και υπήρχε... όχι. Εγώ που είμαι παιδί του ’60 δεν το ένιωσα ποτέ αυτό το πράγμα. Εμείς παίξαμε, ευχαριστηθήκαμε με τα παιχνίδια στις αλάνες, στα χωράφια, στα δέντρα, μιλώντας αρβανίτικα και μιλώντας ο καθένας ό,τι γούσταρε, και ελληνικά και αρβανίτικα και ό,τι γούσταρε ο καθένας. Δεν υπήρχε δηλαδή καν αυτό στο μυαλό μας, απλά υπήρχε μόνο η συνεννόηση και το παιχνίδι, τίποτα άλλο. Και φυσικά σε όποια σπίτια και να πηγαίναμε όλοι μιλούσαν αρβανίτικα, αυτοί που μίλαγαν ελληνικά ξεχωριστά μας έκαναν και εντύπωση που μας μιλούσανε. Αυτοί ήτανε συνήθως οι άνθρωποι οι οποίοι είχανε βγάλει σχολαρχείο. Αυτοί που είχαν βγάλει σχολαρχείο μάς μίλαγαν ελληνικά και μιλάγανε πανέμορφα ελληνικά, γιατί μιλούσανε καθαρεύουσα και άκουγες απ’ αυτούς ελληνικά, κάποια ελληνικά που σήμερα δεν τα ακούς και αυτό είναι το δυστύχημα. Αυτό, λοιπόν, ήτανε με τη γλώσσα μας.
Ποια είναι η διαφορά των Χασιωτών με τους Μενιδιάτες;
Εμείς οι Χασιώτες – να το πω κι αυτό, γιατί είναι πολύ σημαντικό. Κολλάει σε αυτό που έλεγα προηγουμένως. Όπως είπα, όπως προείπα, τα χωριά τα αυτούσια στην Αττική που ήταν αρβανιτοχώρια, γιατί στηθήκανε από Αρβανίτες αμιγείς, στην περιοχή μας ήτανε τα Άνω Λιόσια και ήτανε και οι Κουκουβάουνες, η σημερινή Μεταμόρφωση. Ενώ η Φυλή, το Μενίδι, οι Αχαρνές δηλαδή, το Μαρούσι, το Χαλάνδρι ήτανε χωριά τα οποία στη συνέχεια έγιναν αρβανιτόφωνα. Γιατί ερχόμενοι εδώ πέρα οι Τούρκοι με τους Σκεπετάρους Αλβανούς σαν στρατιώτες και αυτοί που μαζεύανε τους φόρους από τους ανθρώπους, είδανε ότι πιθανότατα οι Αρβανίτες είχανε καλύτερη σχέση μαζί τους, γιατί μιλούσανε τη γλώσσα και καλύτερη συμπεριφορά, γίνανε και επιγαμίες και άρχισαν σιγά-σιγά και όλοι αυτοί και μαθαίναν τη γλώσσα, γιατί ήταν η γλώσσα που επικρατούσε. Μα, όνομα του Θεού, όλη η Ελλάδα τότε μίλαγε αρβανίτικα, γιατί άμα δεν μίλαγες αρβανίτικα, δεν μπορούσες να συνεννοηθείς. Αυτό ήταν το θέμα, το θέμα ήταν η συνεννόηση με τον κατακτητή. Εδώ Γερμανός ήρθε στην Ελλάδα για τέσσερα χρόνια και οι μισοί μιλάγανε γερμανικά και ιταλικά. Φαντάσου τώρα να κάτσει εδώ πέρα τετρακόσια χρόνια τι έχει να γίνει… Και να μη μιλήσω για τα νησιά του Αργοσαρωνικού που είναι όλα αρβανιτονήσια και φυσικά η επανάσταση στη θάλασσα 100% έγινε από Αρβανίτες και η πρώτη επανάσταση στη στεριά έγινε 70% από Αρβανίτες, γιατί τα περισσότερα ντουφέκια, τα καλά τουφεκιά του Μοριά ήταν Αρβανίτες. Η Ρούμελη ήταν μια διαφορετική κατάσταση. Και αυτή πολύ δυνατά παλικάρια. Εκτιμώ ότι εάν η Παλιγγενεσία, γιατί αυτή είχε κάνει τα τραγικά λάθη –κατά την άποψή μου πάντα– εάν η Παλιγγενεσία το είχε χειριστεί το θέμα τελείως διαφορετικά και όχι όπως το χειρίστηκε, αυτήν την στιγμή δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα ούτε με τους Αλβανούς, ούτε με τους Βούλγαρους, ούτε με τους βόρειους γείτονές μας. Ειπώθηκαν οι μισές αλήθειες και φτιάχτηκε ένα παραμύθι, ας το πούμε έτσι, το οποίο στη συνέχεια δόθηκε στο στόμα των δασκάλων και στο μυαλό των παιδιών στα σχολεία και γαλουχηθήκαμε με μία ιστορία η οποία στην ουσία είναι μισή, άρα λοιπόν είναι ψεύτικη. Βέβαια έχουνε γράψει πάρα πολλοί ιστορικοί, έχουνε καταγράψει γεγονότα πραγματικά για τα οποία δεν έχει βγει κανένα επίσημο στόμα να πει ότι: «Όχι, δεν είναι έτσι». Άρα, λοιπόν, έτσι είναι. Εγώ προσωπικά τους ευχαριστώ, γιατί για να κάνεις μια έρευνα, για να κάτσεις να ασχοληθείς με ένα ιστορικό θέμα, είναι κάτι το οποίο δεν πληρώνεται, παρά μόνο ηθικά, δηλαδή η πληρωμή αυτών των ανθρώπων είναι μόνο ηθική και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί έχουν αποκαταστήσει και ονόματα όπως έχουν αποκαταστήσει και το όνομα –τα τελευταία χρόνια– του Πήλιο Γούση, ο οποίος, ο Περραιβός τον ήθελε προδότη και ρουφιάνο και ο Πήλιο Γούσης σκοτώθηκε μέσα σε μια μάχη και ήταν από τα μεγαλύτερα παλικάρια του Σουλίου. Τέτοια έχουν συμβεί πάρα πολλά. Αυτά, λοιπόν, για τους αγαπημένους μου Αρβανίτες.
Θα σε επαναφέρω λιγάκι στο κομμάτι αρραβώνες και το τυπικό αυτό, γιατί δεν είναι πολύ γνωστό σε κάποιο παιδί που ακούει τώρα την ιστορία που έχει μεγαλώσει, ας πούμε, σήμερα, το τι σημαίνει να κάνεις έναν αρραβώνα στην παλιότερη εποχή και τι σημαίνει να κάνεις έναν γάμο παλιότερα και όχι σήμερα;
Καταρχάς, μιλάμε για μία κατάσταση συνοικεσίου. Όμως, επειδή είναι θερμοκέφαλοι οι Αρβανίτες, δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι κλέβουν τις γυναίκες τους. Γιατί ζητάνε μια κοπέλα, ο πατέρας δεν την δίνει για τους δικούς του λόγους και αυτοί, λοιπόν, την πιάνουν στον δρόμο και της κόβουνε την κοτσίδα και όποιος παίρνει την κοτσίδα της κοπέλας την παντρεύεται κιόλας, γιατί η γυναίκα στην κοινωνία των Αρβανιτών αφήνει κοτσίδα από την ώρα που γεννιέται μέχρι που να πεθάνει δεν τα κόβει τα μαλλιά της ποτέ! Έχω δει τη γιαγιά μου μετά από μπάνιο που της έκανε η μάνα μου ογδόντα επτά χρονών και η κοτσίδα της έφτανε κάτω στο πάτωμα, τόσο μακριά ήτανε, την οποία μετά την έπαιρνε και την έβαζε μέσα στο κεφάλι στο τσεμπέρι και έβαζε από πάνω το μαντίλι της, έβαζε το μαλλί εδώ. Γι’ αυτό υπάρχει και το τραγούδι: «Ντο τα πρες κοτσίδετε τε τα βερβινιέ γκα σκίντετε». Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σκίνα, από τη μανία που είχε για αυτήν ο γαμπρός ο επίδοξος. Αφού γίνεται το συνοικέσιο και συμφωνούνε, το συνοικέσιο το κάνουνε οι γονείς, δεν εμφανίζονται τα παιδιά στη συνάντηση. Όλα γίνονται σε επίπεδο των γονέων. Πάει πρώτα η προξενήτρα στο σπίτι της νύφης να μεταφέρει το προξενιό από τον ενδιαφερόμενο γαμπρό, συμφωνεί ο πατέρας της νύφης, ας πούμε, και δίνουν το βράδυ συνάντηση στο σπίτι. Και κάθονται οι γονείς και συζητάνε, η γυναίκα έχει πάει, πάει ο πατέρας χωρίς τη μάνα του παιδιού, μόνο ο πατέρας, πιθανότατα να έχει μαζί του τον αδερφό του ή να έχει μαζί του και τον παππού, τον πατέρα του. Πάνε στο σπίτι της νύφης, λοιπόν, κάθονται στο τραπέζι, συζητάνε με τον πατέρα, πιθανότατα να μοιράσουνε και την περιουσία, δηλαδή να πει ο πατέρας ότι: «Τι του δίνεις του κοριτσιού;», ξέρω 'γώ. «Θα της δώσω το τάδε χωράφι, το τάδε χωράφι». Έχουμε πάρα πολλά προικοσύμφωνα στο χωριό που γίνονταν. Κάποια στιγμή και μετά γινόντουσαν και προικοσύμφωνα, τα περισσότερα όμως είναι δια λόγου, δηλαδή όλες οι περιουσίες εδώ, στη Χασιά, είναι ελάχιστες αυτές οι οποίες έχουν δοθεί με συμβόλαια, οι περισσότερες είναι δια λόγου, δια χειραψίας δηλαδή. Μπέσα, μπέσα. Μπέσα για μπέσα και δεν αθετούσε τον λόγο του κανένας, γιατί άμα αθετούσες τον λόγο σου, αυτό ήταν αιτία θανάτου. Αφού, λοιπόν, συμφωνούσανε, έβγαινε ο πατέρας της νύφης έξω και έριχνε μια τουφεκιά στον αέρα, μήνυμα ότι έγινε το προξενιό. Και ή εκείνη τη στιγμή ή την επόμενη μέρα το βράδυ, η οικογένεια του γαμπρού, η στενή οικογένεια, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να δώσουν σημάδι αρραβώνα, το λεγόμενο «σημάδι». Εκεί θα γινόταν και το πρώτο γλέντι, το δυνατό το γλέντι, εκεί θα βρίσκονταν για πρώτη φορά το ζευγάρι, θα αντάλλασσαν τις κουβέντες τους, αυτές που μπορούσαν να ανταλλάξουν, τους βάζανε και καθόντουσαν δίπλα –δίπλα ένας στον άλλον και τους λέγανε με λίγα λόγια: «Από 'δώ και πέρα είσαστε για μια ζωή». Κι επειδή, όπως είπα προηγουμένως, ο Αρβανίτης τον λόγο του τον έδινε, έδινε τη μπέσα του, από τη στιγμή που αρραβωνιαζόταν το παιδί του θεωρείτο παντρεμένο. Και αφού γινόταν το σημάδι στο σπίτι της νύφης, την επόμενη μέρα ή μετά από δυο μέρες, τρεις, η οικογένεια της νύφης πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού. Έκαναν εκεί και ένα ωραίο τραπέζι και δενόντουσαν σαν οικογένειες αδερφοποιούνταν, φιλιόντουσαν και μετά πήγαιναν για τους επίσημους αρραβώνες.
Άλλο οι επίσημοι;
Άλλο οι επίσημοι αρραβώνες, γι' αυτό και λέγονταν επίσημοι αρραβώνες. Τη λέξη «επίσημους αρραβώνες» δεν την έχω ακούσει εγώ σε άλλη κοινωνία ανθρώπων, μόνο στην κοινωνία τη δική μας την έχω ακούσει, «επίσημοι αρραβώνες». Εκεί, στους επίσημους αρραβώνες λοιπόν, το κάθε σόι είχε καλέσει τους δικούς ανθρώπους, την δικιά του οικογένεια η οποία μπορεί να ήταν εκατόν πενήντα άτομα η μία, διακόσια άτομα η άλλη και φυσικά οι επίσημοι αρραβώνες πάντα γίνονταν καλοκαίρι και όσους έπαιρνε μέσα η αυλή του σπιτιού. Ή, αν δεν έφτανε η αυλή, ο δρόμος, γιατί οι αρραβώνες γίνονταν στις αυλές. Οι Αρβανίτες την ευτυχία και την χαρά την κρατούσανε στα σπίτια τους. Η μάνα μου μού έλεγε πάντα: «Παιδάκι μου, τη χαρά να την κρατάς μέσα στο σπίτι σου, μην πας και κάνεις γλέντια για τα βαφτίσια ή για αρραβώνες ή γι' αυτά. Μην πας και τα κάνεις σε μαγαζιά, την κρατάμε στο σπίτι τη χαρά μας, να την κάνουμε εδώ, η χαρά είναι για το σπίτι μας!» και πόσο δίκιο είχε… [00:50:00]Και δεν κάναμε και λίγα γλέντια στο σπίτι και δεν κάνουμε βέβαια, κάθε φορά δεν χάνουμε ευκαιρία να γλεντάμε. Τους Αρβανίτες τους χαρακτηρίζει πολύ αυτό, δηλαδή τους χαρακτηρίζει πολύ το γλέντι, τους χαρακτηρίζει πολύ το κέφι, είναι μερακλήδες. Παλιά τα όργανα τα χρυσώναμε στην κυριολεξία. Τέτοια εποχή το χωριό, μήνα Ιούλιο – επειδή εμείς έχουμε εδώ πέρα πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο, μήνα Ιούλιο όλοι δουλεύανε και κρατούσανε χρήματα για να τα φάνε το πανηγύρι στα όργανα. Φυσικά στα γλέντια αυτά, στους επίσημους αρραβώνες, η κάθε οικογένεια θα πήγαινε με το επίσημο δώρο που ήταν πάντα χρυσαφικό. Ή χρυσαφικό ή θα κρεμάγανε στο πέτο του γαμπρού ή της νύφης αντίστοιχα θα του κρεμάγανε χρήματα. Και έβλεπες ταινίες ολόκληρες με χιλιάρικα, με χρήματα γενικά της εποχής το οποίο έχει καταρριφθεί τον τελευταίο καιρό. Όμως, υπάρχουν κάποια χωριά στην Αττική, το βίωσα εγώ στον δικό μου τον γάμο με τον με τη γυναίκα μου στα Μεσόγεια, γιατί η Λένα μου είναι από τα Καλύβια των Μεσογείων, του Κουβαρά που τα λέμε, του Θορικού, επειδή το εκθέτουνε το νυφικό της νύφης, το νυφικό το εκθέτουνε κάπου στις δεκαπέντε μέρες μες στο σπίτι εκτίθεται το νυφικό και πάνε οι άνθρωποι και ραίνουν, οπότε το έθιμο στα Μεσόγεια ακόμα κρατιέται ζωντανό. Υπάρχουν πολλά έθιμα που εδώ, στη Χασιά, έχουνε χαθεί παρόλο που είμαστε πιο απομονωμένο χωριό και τα κρατάνε στα Μεσόγεια. Μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί λόγω της ιδιότητας του τραγουδιστή έχω την τύχη και την τιμή να βρίσκομαι σε όλα τα χωριά της Αττικοβοιωτίας, σε όλα όμως, με αγάπη και παρακολουθώ πάντα με συγκίνηση τα έθιμα των ανθρώπων και βλέπω πόσο μεγάλη, πώς να το πω, όχι αντίδραση, δεν είναι θέμα αντίδρασης, είναι κάτι που έρχεται από μέσα, είναι κάτι πολύ βαθύ. Η διατήρηση των εθίμων είναι φλόγα, διατηρείς την φλόγα, δεν είναι στάχτη, είναι φλόγα η οποία καίει διαρκώς και εκεί που πάει να σβήσει πάντα πάει ένα χεράκι και προσθέτει κάτι κι αυτή εξακολουθεί να συνεχίζει και να συνεχίζει και να είναι φωτοδότης. Στα Μεσόγεια, λοιπόν, κρατάνε ακόμα αυτά τα έθιμα, κάποια άλλα βέβαια τα έχουνε σταματήσει, εντάξει. Εμείς εδώ πέρα, λοιπό, στους επίσημους αρραβώνες ήταν το αποκορύφωμα και πήγαινε το γλέντι μέχρι το πρωί και φεύγαμε όλοι μεθυσμένοι. Από εκεί και πέρα ξεκίναγε στην ουσία η ζωή του ζευγαριού να χτίσουν το σπίτι τους και κάποια στιγμή, μόλις χτίσουν το σπίτι τους, να πάνε στην εκκλησία κάποια στιγμή. Τις περισσότερες φορές η νύφη ήταν έγκυος, γιατί είναι κι αυτό στα έθιμα των Αρβανιτών, δηλαδή η νύφη να πάει έγκυος στην εκκλησία και έτσι συνέχιζε το ζευγάρι τη ζωή του.
Ήθελα να ρωτήσω ποια ήταν τα τοπικά όργανα; Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα, πρέπει να τα πούμε με λεπτομέρεια.
Τα τοπικά μας όργανα τη δεκαετία του ’60 και πιο παλιά από ιστορίες που ακούω εγώ, είχαμε αρκετούς εδώ πέρα οργανοπαίκτες. Είχαμε δυο-τρεις νταουλιέρηδες και είχαμε ένα-δύο κλαρίνα και ένα τρίτο που πέθανε, που ήταν ο παππούς μου. Αυτοί οι άνθρωποι, τους πρόλαβα εγώ στα γλέντια μας μέχρι και το 1980 τους μεγάλους και στο έθιμο της αναβίωσης του καρναβαλιού που κάναμε τότε με τον σύλλογό μας σαν νέα παιδιά έπαιξε κλαρίνο ο γιος ενός από αυτούς, του μπάρμπα Θανάση ο γιος, έπαιξε κλαρίνο και ένας άλλος έπαιξε νταούλι και μετά από εκεί και πέρα αυτοί χάθηκαν, δεν ξαναεμφανίστηκαν, ήταν μεγάλοι άνθρωποι. Γενικώς τα πράγματα περάσανε σ' ένα άλλο επίπεδο, δηλαδή πλέον μετά από αυτό που έγινε ένα «μπαμ» που κάναμε εμείς τότε, στην κυριολεξία ένα «μπαμ», γιατί πραγματικά ήταν αξιόλογο το καρναβάλι που κάναμε σαν αναβίωση, γιατί λειτουργήσαμε απάνω στο σκεπτικό το δικό τους, των γονιών μας, δεν παρεκκλίναμε. Το μόνο που κάναμε, ένας άνθρωπος ο οποίος δυστυχώς έφυγε από τη ζωή, ο Χρήστος ο Σερέπας, ο οποίος το είχε πάρα πολύ ήταν αυτός όποιος έκατσε και το σκηνοθέτησε για να μας δείξει πώς γινόταν.
Πόσα χρόνια είχε σταματήσει πριν την αναβίωση;
Είχε σταματήσει τουλάχιστον μια εικοσαετία. Είκοσι, είκοσι πέντε χρόνια είχε σταματήσει. Έρχεται ο Χρήστος ο Σερέπας και κάνει τους διαλόγους με βάση τα λεγόμενα των παλαιών ανθρώπων του χωριού, τα τσακώματα και τις φασαρίες που έκαναν, υποτίθεται, οι γυναίκες στο πηγάδι για το ζευγάρι που πρόκειται να παντρευτεί, όλους αυτούς τους διαλόγους και φυσικά δεν λείπανε μέσα από το καρναβάλι και οι τσιγγάνες. Την αρχιτσιγγάνα την υποδύομαι εγώ τότε, οπότε μου έχει φτιάξει εμένα έναν φοβερό διάλογο, τα λόγια που λέω, τα οποία ειπώθηκαν δια μικροφώνου. Ήτανε τελείως διαφορετικά, αλλά όμως έγινε ένα θέατρο φοβερό με σκηνικά που είχαμε στήσει εμείς οι ίδιοι, με πολύ μεγάλη αγάπη και πίστη σε αυτό που κάναμε και τελικά έχει μείνει στην ουσία μια αποτύπωση πολύ καλή που είναι η τελευταία, δεν έχει ξαναγίνει από τότε.
Για μια χρονιά δηλαδή έγινε η αναβίωση;
Στην ουσία για μία χρονιά αυτό το συγκεκριμένο, έγινε και κάτι άλλο, το οποίο ήτανε πιο ομαδικό, όχι πιο ομαδικό, ήταν πιο άσχετο, δηλαδή απλά μαζευτήκαμε στην πλατεία, χορέψαμε, κάναμε, χωρίς να έχουμε διαλόγους, χωρίς να έχουμε τέτοια πράγματα την πρώτη χρονιά και μετά, την δεύτερη χρονιά, έγινε αυτό, το οποίο το κάναμε πιο οργανωμένο. Μετά έπεσαν διάφορα στη μέση και δεν το αφήσανε για να συνεχιστεί δυστυχώς. Δυστυχώς, το λέω πάλι, γιατί αυτοί οι άνθρωποι, ο πυρήνας που το έστησε αυτό το καρναβάλι, είχε τόσο πολύ εντρυφήσει στους ρόλους και είχε μπει στο πετσί του καρναβαλιού, είχε καταλάβει δηλαδή τι σημαίνει καρναβάλι, γιατί καρναβάλι δεν είναι μια απλή κατάσταση, για να είσαι καρναβαλιστής είναι ολόκληρη ιστορία. Είναι μία αρχαία θεατρική παράσταση, δηλαδή είναι κάτι ανάμεσα σε δράμα και πώς το λέμε; Σε τραγωδία και σε....
Σατιρικό.
Ναι, και σε σάτιρα. Γιατί, πραγματικά, βλέπεις μέσα χαρακτήρες και πας την εποχή του Διονύσου, είναι καθαρά διονυσιακό το έθιμο. Αυτό σταμάτησε. Το μόνο έθιμο που έχουμε αυτή τη στιγμή στη Χασιά που και αυτό κάνανε μεγάλη προσπάθεια να μας το σταματήσουν, μετά από κάποια χρόνια το επαναφέραμε πάλι, είναι η λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας της Μονής Κλειστών, η Μονή Κλειστών είναι ένα μοναστήρι ανάμεσα στη Χασιά και στην αρχαία Φυλή, είναι η πιο παλαιά μονή στην Αττική. Η αναθηματική πλάκα που έχει μέσα γράφει 1200, όμως ο Καμπούρογλου στην «Ιστορία των Αθηνών» λέει ότι η Μονή Κλειστών είναι κάπου εκεί στο 800 περίπου φτιαγμένη. Είναι και το μοναστήρι από το οποίο στην ουσία ξεκίνησε η Επανάσταση στην Αττική, γιατί εκεί βρίσκονται οι οπλαρχηγοί Νικοτσάρας, Καπετάν Μελέτης Βασιλείου, ο Καπετάν Γιάννης ο Ντάβαρης, οι Μενιδιάτες οι οπλαρχηγοί, ο Γιωργάκης ο Γκλίστης από την Κούλουρη και από 'κεί ξεκινάει όλη η ιστορία. Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Τούρκους και μετά την απελευθέρωση και μετά ερχόμενη εδώ πέρα η Αντιβασιλεία ξεκίνησε να βγαίνει η εικόνα σαν έθιμο από την Μονή Κλειστών. Ονομάζεται Μονή Κλειστών, γιατί είναι μέσα στα κλειστά, είναι μέσα στον γκρεμό. Εμείς εδώ τη λέμε Φανερωμένη, γιατί το αξιόλογο είναι ότι η εικόνα εκεί έχει φανερωθεί στο κοίλωμα του βράχου, στην απέναντι πλευρά που είναι κτισμένο το μοναστήρι σήμερα. Ξεκίνησε αυτό το έθιμο το οποίο είχε να κάνει με την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό, το οποίο κράτησε μέχρι και το 2010 περίπου, ενώ παλιά όλα τα χωριά πέριξ της Φυλής την έπαιρναν την εικόνα, όταν ξεκινούσε η μεγάλη Σαρακοστή. Κάθε Σάββατο την έπαιρναν και την επανάφεραν την επόμενη μέρα. Την παίρνανε το Μενίδι, την έπαιρναν οι Κουκουβάουνες, την έπαιρναν το Καματερό, την έπαιρναν τα Νέα Λιόσια ή Κάτω Λιόσια τα οποία είναι δημιούργημα των Άνω Λιοσίων, τα Κάτω Λιόσια, το Ίλιον δηλαδή, στη συνέχεια ο Ασπρόπυργος, την έπαιρνε ο Ασπρόπυργος, την παίρνανε τα Άνω Λιόσια και μετά, τελευταίοι την παίρναμε εμείς. Κάπου εκεί, τα τελευταία χρόνια την παίρνανε μόνο τα Άνω Λιόσια και εμείς και κάπου εκεί στο '10 σταμάτησαν να την δίνουν, το μοναστήρι σταμάτησε να δίνει την εικόνα για λιτάνευση. Μας το στέρησε, μας πόνεσε, μας πίκρανε, καταφέραμε και πήραμε μία απόφαση από το συμβούλιο, το μεγάλο εκκλησιαστικό συμβούλιο, την Ιερά Σύνοδο δηλαδή, κι έτσι με τη βοήθεια του Θεού επαναφέραμε το έθιμό μας το 2017.
Την έπαιρναν την εικόνα οι ενορίες για μία μέρα;
Τ[01:00:00]ην έπαιρναν οι ενορίες για ευλογία.
Και την γυρνούσαν την επομένη;
Και την γυρνούσαν την επομένη κι αυτό ενόχλησε τις γερόντισσες στο μοναστήρι, οι οποίες είναι νέες σχετικά και μας το σταματήσανε και αναγκαστήκαμε να πάμε μέχρι και την Ιερά Σύνοδο για να επαναφέρουμε το μοναδικό, ένα και μοναδικό έθιμο που έχουμε στο χωριό μας. Είμαστε ευτυχισμένοι που πάλι μπορούμε και λιτανεύουμε την εικόνα μας και την φέρνουμε την ημέρα του Λαζάρου εμείς, την προηγούμενη μέρα, το προηγούμενο σαββατοκύριακο, τελευταίο της Διακαινησίμου, συγγνώμη, λάθος, την εβδομάδα τη βουβή την παίρνουν τα Άνω Λιόσια και του Λαζάρου την παίρνουμε εμείς και την επομένη των Βαΐων την ξαναπάμε πάλι στη θέση της. Τη λιτανεύουμε με τα πόδια.
Γίνεται και κάποιο κάποιο γλέντι;
Όχι, δεν υπάρχει γλέντι, γιατί είμαστε καθαρά Μεγάλη Εβδομάδα, είμαστε στην Σαρακοστή και πάμε για Μεγάλη Εβδομάδα. Όμως κάνουμε Πάσχα με την ευλογία της Παναγίας, γιατί όσα χρόνια δεν την παίρναμε, Πάσχα δεν κάναμε. Είναι συνυφασμένη η εικόνα της Μονής Κλειστών, το μοναστήρι της Μονής Κλειστών είναι το σπίτι μας, είναι η Μέκκα μας, είναι για εμάς ένας ξεχωριστός τόπος και εξακολουθεί να είναι για τα νέα άτομα και χαίρομαι για αυτό. Γιατί κάθε φορά που πάω είτε με τα πόδια, είτε με το άλογό μου, είτε όπως και να πάω βλέπω νέα παιδιά και πάνε και προσκυνούν και κάνουν την προσευχή τους, προσεύχονται, είναι πολύ σημαντικό πράγμα, γιατί η πίστη τι είναι; Πώς εκφράζεται η πίστη; Μέσα από την προσευχή δεν εκφράζεται; Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι πολύ σημαντικό πράγμα να περνάει η εικόνα μέσα από το χωριό, είναι ευλογία για τον τόπο μας. Οι μεγάλοι άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να περπατήσουν περιμένουν στον δρόμο απ' έξω, βγαίνουν οι γυναίκες με τα θυμιατά τους, θυμιατίζουν, αυτό που γίνεται όταν περνάει η εικόνα μέσα από το χωριό, είναι μοναδικό. Μια λειτουργία γίνεται μες στο χωριό.
Στρώνουν και χαλιά;
Χαλιά δε στρώνουν, αλλά όμως έχουν ασβεστώσει όλους τους δρόμους, τους έχουνε πλύνει, περνάει το εικόνισμα, «Θα περάσει το εικόνισμα» λένε οι γυναίκες εδώ με σεβασμό, με αγάπη.
Βάζεις τα άλογά σου;
Ναι, παλιά κάναμε και έθιμο κι άλλα παιδιά που έχουμε άλογα στη Χασιά, γιατί είμαστε μια ομάδα που έχουμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κρατάμε άλογα και τα κρατάμε στην ουσία για το έθιμο αυτό και αυτό τους είχε πειράξει πιο παλιά… Αλλά έχουμε κι άλλο ένα έθιμο, το οποίο, συγγνώμη, παρέλειψα να το πω. Είναι το έθιμο της Αγίας Τριάδος της Πάρνηθας. Στην Πάρνηθα υπάρχει η Αγία Τριάδα, η οποία είναι η Αγία τριάδα που ενώνει όλα τα χωριά πέριξ της Πάρνηθος. Εμείς κάθε χρόνο εθιμοτυπικά, όπως και οι παππούδες μας και οι γονείς μας, καβαλάμε τα άλογά μας, πάμε, προσκυνάμε την Αγία Τριάδα και μετά κάνουμε ένα μικρό γλέντι για εμάς και επιστρέφουμε στο σπίτι μας. Κάθε χρόνο και είναι πολύ όμορφο.
Φέτος έγινε;
Και φέτος έγινε και ανέβηκαν και τα παιδιά με τα άλογα και φέτος κάναμε κι ένα πολύ ωραίο γλέντι, γιατί αποφάσισε ο Δήμος Μενιδίου να κάνει αναβίωση κι αυτός πάλι των εθίμων και μέσα από εμένα ξαναέκανε αναβίωση του εθίμου της Αγίας Τριάδας και ήταν πάρα πολύ όμορφα, γιατί ήρθε πάρα πολύς κόσμος, παρόλο που έκανε κρύο και ο καιρός ήτανε δύσκολος, είχε βρέξει κιόλας. Ήρθαν πάρα πολλοί άνθρωποι, προσκύνησαν, καθίσανε, γλέντησαν, φάγανε, ήπιανε και, τέλος πάντων, πήραν και μια ανάσα, γιατί μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού και αποχής τα πράγματα δυστυχώς έχουνε περάσει σε ένα άλλο επίπεδο στις σχέσεις των ανθρώπων και τα γλέντια είναι απαραίτητα για να ξανασμίξουμε πάλι. Οι άνθρωποι πλέον δεν αγκαλιάζονται, έχουνε φοβηθεί τόσο πολύ, δεν αγκαλιάζονται, δεν φιλιούνται. Αυτό ήτανε για εμάς πηγή ζωής, να δούμε τον δικό μας άνθρωπο στον δρόμο, να τον αγκαλιάσουμε, να τον φιλήσουμε, να τον νιώσουμε και να μας νιώσει, αυτό έχει πάψει πλέον να υπάρχει, το βλέπω, το διαπιστώνω εγώ δηλαδή κάθε μέρα, βλέπω δικούς μου ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να με αγκαλιάζουν, φυσικά είναι σεβαστό, δεν το συζητάμε, ασχέτως αν εγώ δεν έχω τέτοιο θέμα.
Μετά την πανδημία, μιας που μου το είπες τώρα αυτό, πιστεύεις θα αλλάξει το σκηνικό σε σχέση με τα έθιμα και τα πανηγύρια; Θα είναι πιο δύσκολο να γίνουν ή θεωρείς ότι θα υπάρχει αναζωπύρωση;
Κορίτσι μου, εδώ είναι Ελλάδα. Εδώ είναι Ελλάδα, μανάρα μου, εδώ είναι Ελλάδα και αυτό το έχουνε πάρει όλοι χαμπάρι. Τα πανηγύρια φέτος έχουνε γίνει τρεις φορές πιο δυνατά από ό,τι ήτανε και δεν έχουν γίνει πανηγύρια μόνο στα χωριά, έχουν γίνει πανηγύρια στην Αθήνα τριάντα και έχουνε μαζέψει από πέντε και από έξι χιλιάδες κόσμο. Βλέπω στο διαδίκτυο μέσα, γιατί το διαδίκτυο πλέον είναι μεγάλη επικοινωνία, το άγιο διαδίκτυο, έτσι το λέω εγώ, βλέπω στα χωριά, βλέπω παντού εκδηλώσεις παραδοσιακές, βλέπω ορχήστρες, βλέπω παιδιά νέα, βλέπω μεγάλους ανθρώπους, οι οποίοι παραδίδουν, γιατί αυτό είναι παράδοση, ο μεγάλος να παραδίδει στον επόμενο. Βλέπω γυναίκες, οι οποίες χορεύουνε σε χορευτικά, μεγάλες γυναίκες, εξήντα, εβδομήντα χρόνων και χαίρομαι, γιατί δείχνουν το παράδειγμα στα εγγόνια τους, λένε: «Παιδιά, εδώ είμαστε» και βλέπεις πραγματικά τα παιδιά μόλις κάνουν οικογένεια και κάνουν παιδιά, γυρίζουν το καράβι τους εκεί που πρέπει να πάνε. Όχι, αυτό δεν πρόκειται να το κάμψει κανένας και όποιος το πιστεύει αυτό Έλληνας, για μένα στην ουσία προδίδει. Με το που θα το πιστέψει αυτό προδίδει. Εμάς δεν πρέπει να μας αλλάξει τίποτα και κανένας, γιατί εμείς είμαστε Έλληνες, είμαστε όλο αυτό το ωραίο χαλί που άμα το βάλεις το χαλί αυτό και το τεντώσεις απέναντί σου, τα μάτια σου θα χαθούνε από την ποικιλομορφία που έχει, δεν μπορείς να ξέρεις πού να σταθεί το μάτι σου. Χωριό με χωριό, διαφορετικά χαρακτηριστικά, διαφορετική μουσική, διαφορετικός τρόπος, διαφορετική ομιλία, όλοι μαζί όμως είμαστε Έλληνες και μας ενώνει αυτό το ωραίο πράγμα που λέγεται παράδοση το οποίο εδώ και πάρα πολλά χρόνια προσπαθούν να μας χτυπήσουνε, όμως τα δεδομένα δείχνουν άλλα πράγματα. Χαίρομαι και το λέω αυτό με πίστη, γιατί βλέπω νέα παιδιά να ακολουθούν δρόμους, βλέπω νέα παιδιά που έρχονται, τα οποία παίζουν μουσικά όργανα, βλέπω νέα παιδιά τα οποία έρχονται με αγάπη και τραγουδάνε. Βέβαια, εδώ είναι ένα σημείο το οποίο θα πρέπει να το προσέξουνε πάρα πολύ, γιατί η παράδοση θέλει μεγάλη προσοχή. Η παράδοση. Οτιδήποτε άλλο να κάνεις, κάνε το όπως νομίζεις εσύ, η παράδοση, όμως, θέλει πολύ μεγάλη προσοχή για να μην την αλλοιώσουμε. Ήδη υπάρχει μια μικρή αλλοίωση. Και στα χορευτικά υπάρχει αλλοίωση, γιατί τα περισσότερα χορευτικά φολκλόρ έχουνε γίνει, είναι μπαλέτα δηλαδή, ενώ στην ουσία οι χοροί αυτοί δεν χορεύονται ακριβώς έτσι, γιατί μου έχει τύχει να πάω στην Θράκη, ας πούμε, και να δω Θρακιώτες να χορεύουν θρακιώτικα που τους έχω δει στα χορευτικά που πάω και βλέπω πώς χορεύουν οι ντόπιοι, ας πούμε, και είναι τελείως διαφορετικό το νόημα! Γιατί ο χορός δεν έχει να μας δείξει μόνο εικόνα, μας δείχνει κι ένα νόημα κι εκεί είναι που χάνεται η πεμπτουσία και θα ήθελα πολύ να παρακαλέσω τους δασκάλους των χορευτικών να κάνουνε λαογραφία επάνω στον κάθε χορό που διδάσκουν στα παιδιά. Λαογραφία, ο αρβανίτικος ο χορός δεν είναι πόδι –χέρι, κανένας χορός δεν είναι πόδι– χέρι, ο χορός είναι έκφραση. Αυτό που μας χαρακτηρίζει εμάς τους Αρβανίτες είναι ότι ο καθένας μέσα στον ίδιο χορό, κάνει μέσα στο μέτρο τον δικό του χορό. Μέσα στο μέτρο τον δικό του χορό, δεν ενοχλεί, ομορφαίνει, αλλά κάνει τον δικό του χορό. Δεν κάνει ό,τι κάνει ο διπλανός του. Υπάρχουν περιοχές που χορεύουνε πόδι –χέρι από μόνοι τους, όπως οι Μεγαρίτες, όποτε να πας στα Μέγαρα χορεύουν όλοι το ίδιο πόδι– χέρι, είναι φοβερό, και τους χαίρομαι. Δεν το κάνουν, όμως, γιατί κάποιος τους το έδειξε, το κάνουν, γιατί αυτοί έτσι το θέλουνε. Όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πας σε αρβανιτοχώρι και να δεις τον έναν να χορεύει ίδια με τον άλλον. Θα χορεύουν όλοι στον ρυθμό, στο μέτρο και ο καθένας θα κάνει τα δικά του σχέδια. Έχω δει Κρήτες, έχω δει Χανιώτες να χορεύουν στην περιοχή μας σε συλλόγους, να χορεύουν τα χορευτικά τους πρώτα και μετά να ανεβαίνουν επάνω, ας πούμε, οι άνθρωποι οι κρητικοί, οι γονείς των παιδιών δηλαδή και να χορεύουν και να μένω ανοιχτό το στόμα και να λέω: «Θεέ μου, τι κάνουν αυτοί με τα πόδια τους; Τι έκφραση χορού είναι αυτή;». Καμία σχέση με αυτό που βλέπουμε που πηδάνε στον αέρα και χτυπάνε τα πόδια τους… Ή στο τσάμικο, ας πούμε, τώρα, κάπου τον πήραμε τον τσάμικο και το κάναμε κάτι άλλο, μια άλλη εποχή. Ο τσάμικος, όμως, δεν αυτός ο χορός, ο σοβαρός, ο αντρικός ο χορός είναι βαρύς και είναι στον τόπο και είναι πολεμικός και χορεύεται από πολεμιστές, δεν χορεύεται από εναερίτες, χωρίς να θέλω να θίξω, έτσι; Χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν, απλά να σοβαρευτούμε λιγάκι και να δούμε τη λαογραφία του κάθε τόπου που βγάζουμε, τι λέει, τι προστάζει, γιατί αυτά τα λάθη δεν μας οδηγούν πουθενά. Άλλο το φολκλόρ και άλλο πραγματικά η παράδοση. Εδώ, στην Αττική, υπάρχουν δάσκαλοι οι οποίοι πραγματικά στο αρβανίτικο το στοιχείο παραδίδουν αρβανίτικη παράδοση του τόπου – στο μέτρο του δυνατού, όσο μπορούν, έτσι; Ένας από αυτούς είναι [01:10:00]ο Βαγγέλης ο Σαμπάνης ο φίλος μου, ο οποίος είναι εξαιρετικός, στην ουσία μεταφέρει την δικιά του την εικόνα που έχει από τους δικούς τους ανθρώπους, από τα παλιά τα πανηγύρια, την μεταφέρει στους μαθητές του και αυτό φαίνεται από τον τρόπο που χορεύουν τα παιδιά. Βέβαια, ο χορός είναι βιωματικός. Δεν φτάνει μόνο να σου δείξω εγώ, θα πρέπει κι εσύ να το έχεις βιώσει, όπως επίσης και άλλος πάλι ένας πολύ καλός δάσκαλος είναι στα Μεσόγεια ο Γιάννης ο Κοντογιάννης, εξαιρετικός. Έχω βρει όμως και δασκάλους, οι οποίοι δεν είναι Αρβανίτες, δεν είναι από την περιοχή και διδάσκουνε αρβανίτικο χορό, διδάσκουν τα αρβανίτικα πάρα πολύ καλά. Ο Φώτης ο Βελισσαρόπουλος, ας πούμε. Είναι εξαιρετικός, τον γνώρισα ένα βράδυ σε ένα μαγαζί που πήγα για να ακούσω τον Θοδωρή τον Τασούλα, στις «Διαδρομές», με καλεί ο Θοδωρής ο Τασούλας απάνω να τραγουδήσω, ήταν και η Στίγγα η Θεοδοσία, η φίλη μου. Και εκεί που λέω ένα καλαματιανό, βλέπω και ανεβαίνουν πάνω τέσσερα παλικάρια και χορεύουν ένα αρβανίτικο καλαματιανό, γιατι –το λέω αρβανίτικο καλαματιανό για τον τρόπο του χορού, έτσι; Ο καλαματιανός ένας είναι, αλλά ο τρόπος είναι διαφορετικός ο δικός μας, και έμεινα με το στόμα ανοιχτό και τον ρωτάω μετά: «Ρε φίλε εσύ», του λέω, «χορεύεις αρβανίτικα; Ρε φίλε, ποιος είσαι, από πού είσαι;» και μου εξήγησε, τέλος πάντων, ο άνθρωπος και από τότε γίναμε και φίλοι και τον εκτιμώ πάρα πολύ, γιατί ό,τι διδάσκει το διδάσκει όσο το δυνατόν πιο πιστά. Αυτό για τους φίλους μου τους δασκάλους, τους αξιολάτρευτους, χαίρομαι πολύ που βλέπω τα νέα παιδιά και πάνε σε πολιτιστικούς συλλόγους και μαθαίνουν χορούς και μαθαίνουν την παράδοση, είναι πολύ σημαντικό. Είναι για μένα το σημαντικότερο πράγμα, είναι υγεία και τα παιδιά όλα αυτά ξεχωρίζουν. Τα παιδιά όλα αυτά που πάνε στα χορευτικά ξεχωρίζουν και σφύζουν από υγεία. Είναι φοβερό δηλαδή αυτό το πράγμα που γίνεται, δηλαδή είναι ένας πόλος, το θέμα της παράδοσης είναι ένας πόλος, στον οποίο δεν χωράει μέσα κάτι άλλο, δεν χωράει βρωμιά δηλαδή.
Με ποια έννοια ξεχωρίζουνε;
Με ποια έννοια; Του καθαρού μυαλού και του καθαρού ματιού, γιατί το μυαλό τους μέσα δεν έχει βρωμιές, αυτό έχω να πω και μ' αρέσει πάρα πολύ αυτό, είναι υγιής ο χώρος. Δεν θα δεις ούτε πονηριές, θα δεις πειράγματα ωραία, θα δεις φιλίες, θα δεις παρέες όμορφες, δηλαδή οι άνθρωποι πραγματικά, έρχονται οι νέοι άνθρωποι εκεί για το συγκεκριμένο πράγμα, για την αγάπη αυτήν που έχουνε για την παράδοση, την αγαπάνε την παράδοση, δεν είναι προσποιητά δηλαδή. Κοπιάζουν, κοπιάζουν, ιδρώνουν, ζορίζονται, χωρίς να πούνε κουβέντα, χωρίς να μιλήσουνε. Θα χρειαστεί μία παράσταση να κρατήσει και τέσσερις ώρες. Για να κρατήσεις μία στολή επάνω σου μιας Αρβανίτισσας τέσσερις ώρες, ξέρεις πόσο δύσκολο είναι και ειδικά να είναι καλοκαίρι; Δεν ζεις, πεθαίνεις. Κι όμως, χωρίς να λένε κουβέντα. Έχω κάνει εγώ εκδηλώσεις εγώ εδώ πέρα, στη Χασιά, την εποχή που ήμουνα αντιδήμαρχος εδώ πέρα του τόπου, έχω κάνει κάποιες εκπομπές και με τον Μυλωνά τον Χρήστο και με τον Γαλιανιώτη τον Στέλιο, τον φίλο μου, όπου χρειάστηκε τα παιδιά εδώ να είναι ντυμένα για έξι ώρες και δεν μιλήσανε. Και όταν βγήκανε, νόμιζες ότι εκείνη την ώρα είχανε ντυθεί και βγήκαν να χορέψουν, με τέτοια ευχαρίστηση. Φυσικά και οι φίλοι μου οι οργανοπαίκτες οι σημερινοί είναι πάρα πολύ καλοί, έχουμε πάρα πολύ καλά όργανα, έχουμε πολύ καλούς μουσικούς, αξιόλογους μουσικούς πραγματικά, που είναι, αντιπροσωπεύουν πλήρως τους παλιούς μουσικούς που είχαμε. Γενικά η παράδοσή μας βρίσκεται σε ένα πολύ καλό επίπεδο. Και καλούς τραγουδιστές έχουμε, έχουμε και τραγουδίστριες καλές σιγά-σιγά. Στο κομμάτι το δικό μας, έχουμε, σαν τραγουδίστρια πολύ καλή έχουμε την Ελένη την Χρήστου, την οποία την εκτιμώ πάρα πολύ σαν τραγουδίστρια πάνω απ' όλα και μετά σαν ηθικό άνθρωπο. Έχουμε τον Παναγιώτη τον Λάλεζα, ο οποίος είναι εξαιρετικός, τραγουδάει κι αυτός αρβανίτικα, που στην ουσία αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα αρβανίτικα τραγούδια τραγουδάω εγώ, ο Παναγιώτης και η Χρήστου. Και η Χρήστου προέρχεται από μία οικογένεια μουσική, αλλά προέρχεται κι από ένα χωριό, το οποίο βρίσκεται στην καρδιά της Βοιωτίας όπου έχει κι αυτό την ιστορία του γύρω από το μουσικό κομμάτι και φυσικά η οικογένεια της Ελένης είναι και αυτοί μουσικά άτομα και τα τρία τα αδέρφια της. Ο ένας παίζει κλαρίνο, ο άλλος είναι πολύ καλός ψάλτης βυζαντινός και η Ελένη η οποία είναι πολύ καλή τραγουδίστρια. Νομίζω ότι από εδώ και πέρα θα πρέπει, όπως και βγαίνουνε νέα ταλέντα, όπως κι αυτό που έγινε πριν από λίγο καιρό με τον Τσαμαδό, τον Παναγιώτη, τον μαθητή του Παναγιώτη του Λάλεζα.
Ο οποίος κέρδισε το πρώτο βραβείο στο «Ελλάδα έχεις ταλέντο».
Ο οποίος κέρδισε το πρώτο βραβείο στην καρδιά των Ελλήνων, αγάπη μου, αυτό έχει σημασία για μένα, γιατί το δημοτικό τραγούδι έχει πάρει την κατιούσα πολλές φορές και πάντα θα βρεθεί ένα στόμα, ένα χέρι, αυτός λέγεται Παπασιδέρης, αυτός μετά λέγεται Ζάχος, αυτός μετά λέγεται Παναγιώτης Λάλεζας, αυτός λέγεται Τσαμαδός για να δώσει ένα νέο έναυσμα στους νέους ανθρώπους, να τους περάσει το μήνυμα και να τους πει: «Εδώ είμαστε, πού πάτε; Εδώ είμαστε, μαζευτείτε εδώ στην στρούγκα».
Να κάνω τώρα την εξής ερώτηση. Πάμε πρώτα πώς ξεκίνησες εσύ να εργάζεσαι επαγγελματικά ως μουσικός; Θα τα πάρουμε λίγο με τη σειρά, θα προσπαθήσω, έχεις κάνει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή σου, αλλά ας ξεκινήσουμε λιγάκι με αυτό το κομμάτι, αφού έχουμε πιάσει τα μουσικά τώρα.
Όπως προείπα, εγώ είχα πολύ μεγάλη αγάπη για το τραγούδι και τον χορό από πολύ μικρό παιδί. Όπως καταλαβαίνεις, εγώ κάθε μέρα τραγουδούσα. Στη συνέχεια, λοιπόν, μεγαλώνοντας, όλοι ήξεραν στο χωριό ότι ο Σπύρος του Τσίνη, γιατί το παρατσούκλι του πατέρα μου είναι Τσίνης, οπότε εγώ στο χωριό είμαι ο Πήλιο Τσίνης, γιατί τον Σπύρο στα αρβανίτικα τον λέμε Πήλιο, εξ ου και ο Σουλιώτης ο αγαπημένος, ο Πήλιο Γούσης, γιατί κι αυτοί Αρβανίτες ήτανε. Όλοι ήξεραν ότι ο Πήλιο Τσίνης τραγουδάει και χορεύει. Κάποια στιγμή έχω πάει να υπηρετήσω την πατρίδα μου και βρίσκομαι στα Χανιά, στην αεροπορία. Είμαι στην 115 πτέρυγα μάχης τα Χανιά, είναι παραμονές Χριστουγέννων, κάνει ένα κρύο και ρίχνει λιγάκι ψιλοχιονονεράκι και είχε ένα πολύ ωραίο φαγητό στα μαγειρεία. Έφαγα, ξαναέφαγα και με έπιασε μια δυσφορία, λέω: «Δεν θα πάω στο θάλαμό μου, θα πάω να περπατήσω». Μ’ άρεσε και ο καιρός, γιατί μου αρέσει το ψιλόβροχο και βγήκα στον διάδρομο, τον αεροδιάδρομο δηλαδή των Χανίων της 115 να περπατήσω. Ξαφνικά εκεί που περπατούσα μέσα στη μέση του πουθενά, γιατί ο διάδρομος είναι μεγάλος, τεράστιος, έχει το άνοιγμά του δεξιά και αριστερά, ακούω να έρχεται από ένα κτήριο, το οποίο ήταν στην ουσία εγκαταλελειμμένο, δεν το δουλεύανε, ακούω να έρχεται μέσα από το κτήριο μουσική και όσο πλησίαζα, η μουσική γινόταν πιο έντονη. Και δεν ήτανε μόνο μουσική, ήτανε και ζωντανή μουσική. Είπα από μέσα μου: «Έχεις πάθει παράκρουση, Μπρέμπο, η έλλειψη από τους δικούς σου… Κάτι έχεις πάθει». Πλησιάζοντας, ανοίγω την πόρτα, μπήκα μέσα, όντως ήτανε μέσα τα παιδιά και παίζανε μουσική. Αφού τους χαιρέτησα και είδα ότι ήταν όλοι φίλοι μου, αλλά δε γνώριζα ότι παίζανε μουσικά όργανα, δηλαδή ήτανε τέτοιες οι δουλειές μας που δεν είχε ειπωθεί ποτέ ότι: «Εγώ παίζω μπουζούκι», «Εγώ παίζω κιθάρα» και τα λοιπά. Τους λέω: «Πώς τα πάτε;», ο υπασπιστής μου στην μοίρα που ήμουν εγώ, ο οποίος ήτανε και ντράμερ στην ομάδα, λέω: «Κύριε υπασπιστά, εσείς είσαστε ντραμίστας;». «Ναι», μου λέει, «δεν το είχαμε πει ποτέ» κι αυτά. Κάποια στιγμή λέει ένας: «Έχουμε πρόβλημα, δεν έχουμε τραγουδιστή», φοβερό; Και ανοίγω και εγώ το στόμα μου, «Τραγουδιστή; Εγώ!», τους λέω. Εγώ, όμως, δεν ξέρω πώς το είπα, γιατί όλα κάποια στιγμή για κάποιον λόγο γίνονται, «Τι; Είσαι τραγουδιστής και δε μας το λες τόση ώρα;». «Όχι, ρε παιδιά», λέω, «πλάκα κάνω, για όνομα του Θεού, τι είναι αυτά που λέτε, ρε σεις, άντε ρε» και πήγα να φύγω, γιατί κατάλαβα ότι αυτοί τσίμπησαν και εγώ στριμώχτηκα. Λέω: «Τώρα τι είναι αυτό που είπα…;», ωστόσο όμως, ο ανθυπασπιστής με ακολουθούσε, βγήκε έξω μαζί μου, μου λέει, «Να σου πω, Μπρέμπο». «Κύριε ανθυπασπιστά», του λέω, «εντάξει, είπα εγώ ένα αστείο». «Όχι, έλα εδώ, παιδί μου, έλα εδώ, για πες μου ένα τραγούδι να σε ακούσω». Του λέω: «Δεν ξέρω», μου λέει: «Ξέρεις, πες μου ένα τραγούδι να σε ακούσω» και του είπα, λοιπόν, ένα τραγούδι, ένα λαϊκό τραγούδι του είπα τότε, του Κώστα του Κόλλια το «Αν σε χάσω, αν», το οποίο ήταν και σουξέ της εποχής, το οποίο το τραγουδούσα, γιατί ήμουν και πολύ ερωτευμένος. Με βουτάει αυτός από τον γιακά, με βάζει μέσα και τους λέει: «Φτιάχτε τον, είναι τραγουδιστής». Πέρασα ένα ρεπερτόριο, λοιπόν, τότε με τα παιδιά και τραγούδησα για πρώτη φορά το 1983 τα Χριστούγεννα στη λέσχη Αξιωματικών της 115 πτέρυγα μάχης στα Χανιά και πήρα και την πρώτη τιμητική μου άδεια, δεκαπέντε ημέρες από τον διοικητή τότε, τον Παπαδόπουλο, και έτσι ξεκίνησε το μικρόβιο. [01:20:00]Ερχόμενος, λοιπόν, μετά και απολυόμενος από την αεροπορία, συν τω χρόνω πήγαινα σε κάποια ρεμπέτικα μαγαζιά εδώ πέρα, γιατί πήρα μετάθεση από τα Χανιά και ήρθα εδώ. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι στο χωριό υπάρχουν δυο –τρία άτομα τα οποία παίζουνε μουσική, πάνε σε μουσικά σχολεία. Ήταν ο Πέτρος ο Πίνης, ο οποίος ήτανε μπουζουξής, ήταν ο Κώστας ο Θεοδωράκης, αυτός έπαιζε τύμπανα, ήτανε ο Γιάννης ο Λάππας, πολύ ωραίος κιθαρίστας, ήταν ο Κώστας ο Γρηγορόπουλος, αυτός έπαιζε πλήκτρα. Και τα μαζεύω αυτά τα παιδιά μια μέρα, τους βάζω μέσα στο αυτοκίνητο και πήγαμε μια βόλτα, τα είπαμε και φτιάξαμε ένα συγκρότημα, το οποίο το ονομάσαμε «Μην το συζητάς». Από αυτό το συγκρότημα, το «Μην το συζητάς», ξεκίνησα στην ουσία την καριέρα μου την καλλιτεχνική, όπου μετά από δύο χρόνια βρέθηκα να είμαι τρίτο ανδρικό όνομα στην εθνική οδό στο κέντρο «Όνειρο» και να συνεργάζομαι με το Μανόλη τον Αγγελόπουλο, την Χαρούλα την Λαμπράκη, τον Τάκη τον Σούκα κι ένα σωρό αξιόλογους πραγματικά καλλιτέχνες και από 'κεί και πέρα, δηλαδή στην ουσία μετά τα είκοσι έξι μου χρόνια, είχα μια καριέρα για μία δεκαετία στα μαγαζιά της νύχτας σαν λαϊκός τραγουδιστής. Κάπου εκεί, το ’95, σταματάω, φεύγω από τη νύχτα, παίρνω απόφαση δηλαδή ζωής να σταματήσω για διάφορα πράγματα που με ταλάνιζαν οικογενειακά και προσωπικά και θέματα υγείας και ξεκίνησα να κάνω κατασκευές στην οικοδομή, οικοδομικές κατασκευές, να κάνω στέγες, να κάνω αναπαλαίωση στεγών, να κάνω ναούς και τα λοιπά, αυτή είναι η δουλειά μου. Στο ραδιόφωνο που άκουγα την εκκλησία της Ελλάδος μόνιμα στο αμάξι μου, ακούω ότι παραδίδονται μαθήματα βυζαντινής μουσικής στην Κηφισιά, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου. Εγώ τότε εμένα στην Κηφισιά, πήρα το τηλέφωνο, πήρα τηλέφωνο στον Ιερό Ναό, το σηκώνει ο παπά-Χρήστος ο Κυριακόπουλος που ήταν μετά και δάσκαλός μου, μου λέει: «Έλα να σε δω», πήγα εκεί, με έβαλε να τραγουδήσω, του του είπα «Πέντε Έλληνες στον Άδη», μου είπε: «Παιδί μου, γιατί σταμάτησες το τραγούδι;». Του εξήγησα εγώ τους λόγους και μετά από πέντε χρόνια στασίδι μαζί του και με έναν εξαίρετο δάσκαλο, τον Δημήτρη τον Καλομοίρη, ο οποίος αυτήν τη στιγμή είναι δεξής ψάλτης στην Κηφισιά, στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου, ο Δημήτρης ο Καλομοίρης τότε ήτανε ψάλτης στο Μενίδι, στον Άγιο Βλάση, και παρέδιδε μαθήματα και εδώ στα Άνω Λιόσια. Με δύο δασκάλους, μετά από πέντε χρόνια, εγκαταλείπω πάλι το στασίδι με μια ωραία περγαμηνή, όχι πτυχίο, γιατί θεωρώ ότι τα πτυχία βρίσκονται στον καθένα σε αυτό που τον αφορά, στο σημείο που τον αφορά. Όμως έφυγα με μία πολύ μεγάλη γνώση γύρω από το κομμάτι της μουσικής, της ελληνικής μουσικής, γιατί η βυζαντινή μουσική είναι η ελληνική μουσική αυτούσια, η οποία μεταφέρθηκε εις τους αιώνες των αιώνων μέσα από όλα αυτά, όπως πέρασε η Ελλάδα τις κακουχίες, πέρασε και η μουσική, αλλά επειδή ήταν τόσο δυνατό το στοιχείο του πολιτισμού, επικράτησε και θα επικρατεί, όπως και τα γράμματα, όπως και οι τέχνες. Δεν θα χαθεί τίποτα, όπως και η παράδοση, τίποτα δεν θα χαθεί, γιατί είναι όλα εδώ! Η βυζαντινή μουσική, λοιπόν, που είναι η μουσική του Πυθαγόρα, γιατί ο Βύζαντας που μετέφερε τη μουσική που ονομάζεται και Βυζαντινή, ο Μεγαρεύς, το 650 π.Χ. περίπου που πήγε και έφτιαξε το Βυζάντιο, πήρε μαζί του και τους μουσικούς, όπως έκαναν όλοι οι αρχαίοι Έλληνες πρίγκιπες και βασιλείς, οι οποίοι πήγαιναν και έφτιαχναν νέες πόλεις, έφερναν τον πολιτισμό μαζί τους. Η μουσική είναι πολιτισμός και φυσικά η μουσική είναι μία τις τέσσερις σιαμαίες αδερφές του Πυθαγόρα. Η μουσική, είναι τα μαθηματικά, είναι η αστρονομία και η γεωμετρία, αυτές είναι οι τέσσερις σιαμαίες αδερφές του σύμπαντος, γιατί είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Η μουσική μας δεν είναι μια απλή κατάσταση και όλα αυτά είναι η ελληνική μουσική, η βυζαντινή μουσική. Είναι το τέλειο μουσικό κομμάτι, με αυτήν μπορείς να πας όπου θέλεις. Έτσι, φεύγοντας από το στασίδι και με την παρότρυνση του πατέρα Χρήστου του Κυριακόπουλου εκείνος δηλαδή μου είπε: «Παιδί μου, ξαναγύρνα εκεί που ήσουν, γιατί ο Θεός σε έκανε να τραγουδάς. Εσύ μην κρύβεις το ταλέντο σου». Κι έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα τα πρώτα πανηγύρια τότε εντελώς, έτσι όμορφα πάλι, από προσκλήσεις συλλόγων που με είχανε δει που τραγουδούσα μαζί με τους δασκάλους μου και με κάλεσαν σε κάποια πανηγύρια κι έτσι το 2001 μπαίνω σαν τραγουδιστής στα πανηγύρια… Έχω τώρα στην ουσία είκοσι χρόνια που τραγουδάω στα πανηγύρια και στα παραδοσιακά. Τα πανηγύρια της Αττικοβοιωτίας δεν έχουν πλέον το χρώμα που είχανε παλιά, έχουν αλλάξει το χρώμα τους τελείως, δεν το συζητάω, ωστόσο υπάρχει και ένας Σπύρος Μπρέμπος να θυμίζει στους ανθρώπους ένα κομμάτι από το παλιό το πανηγύρι, γιατί το ρεπερτόριο που τραγουδάω εγώ στα πανηγύρια είναι ένα ρεπερτόριο όσο το δυνατόν με παίρνει να βάζω παραδοσιακά παλιά τραγούδια από Παπασιδέρη μέχρι και τη δεκαετία του ’70 το ρεπερτόριό μου, γιατί είναι αυτό που περνάει σε αυτά τα πανηγύρια. Στα παραδοσιακά είμαστε παραδοσιακά, εκεί είμαστε έτσι, είμαστε έτσι κι αλλιώς δηλαδή.
Τι διαφορά έχουνε;
Τι διαφορά έχουνε; Ναι. Έχει αλλάξει το ηθικό κομμάτι.
Είναι εμπορικά;
Ναι, έχει αλλάξει γενικώς το ηθικό κομμάτι, δηλαδή τι εννοώ; Το παλιό δημοτικό τραγούδι εκφράζεται με έναν λεβέντικο τρόπο, την αγάπη τη διεκδικεί ο άλλος λεβέντικα. Το «σ’ αγαπώ» δηλαδή το λέει λεβέντικα, σήμερα το «σ’ αγαπώ» το λένε ζητιάνικα, αυτό είναι μια διαφορά μεγάλη. Είναι άλλο να σου πει ο άλλος: «Αριστούλα, σ' αγαπώ» και «Σ' αγαπάω, σε παρακαλώ, έλα μαζί μου…», κατάλαβες; Έχει πέσει πολλή κλάψα δηλαδή σήμερα, έχει πάει το θέμα αλλού, για εμένα, αυτό ηθικά έχει αλλάξει πάρα πολύ το κομμάτι της έκφρασης του τραγουδιού και γενικά της ζωής. Βέβαια, έχουμε και εβδομήντα χρόνια να πολεμήσουμε, η αλήθεια είναι. Κι αυτό είναι σημαντικό κομμάτι πάλι, κι αυτό παίζει το ρόλο του, αλλά τέλος πάτων. Φυσικά έχουνε μπει και πάρα πολλές μουσικές, οι οποίες δεν είναι δικές μας, έχουν αλλοιωθεί, δηλαδή το αραβότουρκο… Που και στην ουσία κι αυτοί πάλι Βυζάντιο παίζουν με διαφορετικό τρόπο, αλλά δεν είναι δικό μας, είναι άλλο πράγμα αυτό και τα Βαλκάνια έχουνε μπει και τα αλά τούρκα και οι παλιοί έπαιζαν αλά τούρκα, αλλά το παίζανε διαφορετικά. Και ο Κόρρος έπαιζε αλά τούρκα, αλλά το έκανε ελληνικό. Αυτό έχει αλλάξει τώρα.
Μετά τα βυζαντινά μαθήματα, τα μαθήματα βυζαντινής μουσικής, άλλαξε ο δικός σου ο τρόπος;
Εννοείται, εγώ μέσα από την βυζαντινή βρήκα τον εαυτό μου, τον μουσικό μου εαυτό, βρήκα τον λαιμό μου, τοποθετήθηκα και το λέω σε όλα τα παιδιά, σε όλους που ασχολούνται, μουσικούς και τραγουδιστές, γιατί το ίδιο πράγμα είναι, το λέω και στον γιο μου, τον Νικόλα, ο οποίος είναι εξαιρετικός και φυσικά με έχει ακούσει, ναι, ο Νικόλας είναι ο βιολάτοράς μου, ήταν μαθητής του Κόρρου, μαθητής του Θανάση του Μαργέτη, ενός εξαίρετου βιολονίστα από τα Μέγαρα, εξαίρετου βιολονίστα, αλλά στη συνέχεια έγινε μαθητής του Γιώργου του Κόρρου που στην ουσία τον έβαλε μέσα στο κομμάτι της παράδοσης και του τρόπου του παιξίματος και της ιστορίας, γιατί όλα έχουν να κάνουν, γιατί και οι ιστορίες που λες στον μαθητή σου είναι πολύ σημαντικό πράγμα, όταν τοποθετείς, του δείχνεις πώς ήταν τα πράγματα κάποτε, του δείχνεις τη διαφορά. Λέω, λοιπόν, πάντα σε όλους, σε όλα τα παιδιά, βυζαντινή μουσική. Η μουσική μας δεν είναι άσπρο-μαύρο, η ελληνική μουσική δεν είναι άσπρο-μαύρο, δεν είναι πιάνο. Η ελληνική μουσική, είναι βιολί και κλαρίνο και ούτι, έχει διαστήματα, έχει διασ΄τηματα που για να τα παίξεις, για να αποδώσεις τη μουσική με τα διαστήματά της πρέπει να γνωρίζεις βυζαντινή μουσική. Άμα δεν γνωρίζεις βυζαντινή μουσική, δεν κάνεις τίποτα. Ναι, ήταν για μένα πολύ σημαντικό. Το σημαντικότερο πράγμα για μένα ήταν αυτό, δηλαδή θεωρώ ότι αυτή η παύση που έκανα ήτανε για να περάσω μέσα από την βυζαντινή μουσική και στη συνέχεια να εξελιχθώ σαν παραδοσιακός τραγουδιστής και όχι μόνο.
Ωραία. Σε κάποια φάση μου είπες ότι φτιάξατε έναν σύλλογο, αρβανίτικο, τοπικό;
Όχι αρβανίτικο, δεν τον ονομάσαμε αρβανίτικο, κάναμε έναν σύλλογο, «Καπετάν Μελέτης».
Τι ανάγκες εξυπηρετούσε;
Ο σύλλογος αυτός φτιάχτηκε στην ουσία για να κρατήσουμε το έθιμο του καρναβαλιού και στη συνέχεια σαν εξωραϊστικός σύλλογος, τα όνειρά μας ήτανε να καθαρίσουμε τις πηγές της περιοχής, δηλαδή ήταν περιβαλλοντικός στην ουσία ο σκοπός, να καθαρίζουμε τα μονοπάτια της περιοχής, τότε που ακόμα δεν υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνταν με τα μονοπάτια όπως τώρα. Να πάμε να καθαρίσουμε το Φρούριο της Φυλής, το οποίο ήτανε εγκαταλειμμένο χρόνια, που είχε πιάσει μέσα δέντρα κι αυτά… [01:30:00]Δηλαδή είχαμε όραμα και είχαμε και όρεξη, κάποια στιγμή την όρεξη και το όραμα μάς το πήρανε, γιατί φοβηθήκανε τον σύλλογο εδώ πέρα οι ντόπιοι πολιτικοί της εποχής τότε, γιατί είδαν ότι μαζεύτηκε όλος ο κόσμος στον σύλλογο και έκαναν τα πάνδεινα για να μας το χαλάσουν και το χάλασαν και το κατάφεραν, γιατί έτσι ήταν να γίνει.
Σύλλογος θα πει πιει και πολιτική ισχύς;
Εννοείται, υπάρχει σύλλογος που να μην έχει πολιτική ισχύ; Η δύναμη του συλλόγου είναι αυτή, δεν είναι κακό, θεωρώ ότι είναι πολύ καλό μάλιστα, γιατί οι σύλλογοι έχουν αναδείξει ανθρώπους οι οποίοι είναι ηγέτες, μέσα από συλλόγους έχουνε βγει αυτοί οι άνθρωποι και πολιτικά πρόσωπα τους οποίους εκτιμώ και τους σέβομαι γι' αυτό που δείχνουνε, αλλά μέσα από τους συλλόγους όμως βγήκανε και μέσα από τους συλλόγους θα βγαίνουνε κι αυτό είναι ακόμα καλύτερο, γιατί είναι μέσα από τη βάση, ο σύλλογος είναι βάση. Όταν μιλάμε για σύλλογο, μιλάμε για βάση. Η βάση αυτή συγκεντρώνεται σε ένα σημείο για συγκεκριμένος σκοπό, τον οποίο τον ενώνει αυτό που κάνει ο σύλλογος, η παράδοση, το οτιδήποτε είναι ενωτικό στοιχείο και το έχουμε ανάγκη. Οι σύλλογοι πρέπει να ζήσουνε εις στους αιώνας των αιώνων και ας ταλανίζουν τους δημάρχους. Οι σύλλογοι πρέπει να ζήσουν, γιατί η Ελλάδα είναι αυτό, συλλογικότητα. Κάνει έναν χορό ο σύλλογος Κρητών στην περιοχή μας και μαζεύει δύο χιλιάδες άτομα. Κάνει ο σύλλογος η «Γρίζα» γλέντι στα Άνω Λιόσια στην κεντρική πλατεία και μαζεύει τα χίλια πεντακόσια άτομα και πόσα μαζεύονται γύρω-γύρω. Άρα, λοιπόν, είναι μια υγιής κατάσταση και νομίζω ότι μέχρι στιγμής πάει πολύ καλά. Βέβαια, δύο χρόνια, τρία χρόνια τώρα, τα πράγματα κάθισαν, το είδα εγώ και από τον εαυτό μου, το είδα και από τους συλλόγους που πήγα, φύγαμε από την σειρά μας και αυτό είναι το άσχημο. Εύχομαι να μην ξαναγίνει ποτέ, γιατί αν αυτό κρατήσει πολύ καιρό – ας μην το κουβεντιάσουμε δεν υπάρχει λόγος. Ο ασθενής είναι ζωντανός και ζει, δεν απεβίωσε.
Ύστερα με την τοπική αυτοδιοίκηση, πώς μπήκες στη διαδικασία;
Στη διαδικασία μπήκα, γιατί είχα θυμώσει τότε με το θέμα της εικόνας. Ήτανε το καψούλι, εγώ δεν είχα κανένα σκοπό ποτέ μου να ασχοληθώ με τα κοινά με αυτή την έννοια, γιατί με τα κοινά ασχολείσαι όταν είσαι τραγουδιστής παραδοσιακός και πας, είσαι μέσα στα κοινά. Ασχολείσαι εκ των πραγμάτων, γνωρίζεις τα προβλήματα, γνωρίζεις όλα. Άμα ήταν αυτοδιοίκηση δεν είχα σκοπό ποτέ να ασχοληθώ, γιατί θα το είχα κάνει άλλωστε. Εγώ κατέβηκα στην τοπική αυτοδιοίκηση στα πενήντα δύο μου χρόνια, ούτε τριάντα, ούτε τριάντα πέντε, ούτε σαράντα. Και ο λόγος που ξεκίνησα ήταν αυτό, γιατί τσαντίστηκα, νευρίασα από τους τοπικούς εδώ πέρα άρχοντες με τον τρόπο που χειρίστηκαν το κομμάτι αυτό της λιτάνευσης της εικόνας και τώρα έτυχε και πέτυχε. Χάρηκα πολύ, όμως, έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, δεν το συζητάω, όχι τον καλύτερό μου εαυτό, έδωσα εφτά εαυτούς για το χωριό μου, για τον τόπο μου. Γιατί είναι ίσως είναι και το μοναδικό πράγμα πέραν από την οικογένεια που αξίζει ένας άνθρωπος να δίνει τον εαυτό του, είναι ο τόπος του. Έμεινε πίσω έργο, σημαντικό έργο, γιατί μείνανε και κάποια χιλιόμετρα αποχέτευσης ακαθάρτων. Όταν βγήκα εγώ αντιδήμαρχος, το χωριό μου βρώμαγε, γιατί οι άνθρωποι δεν είχανε χρήματα να αδειάζουν τους βόθρους και το χωριό ήταν γεμάτο με βόθρους, δεν έχει αποχετευτεί ποτέ ή τουλάχιστον το κεντρικό χωριό, το κεντρικό κομμάτι. Αυτό ολοκληρώθηκε. Κάναμε και γκαλντεριμοστρώσεις, κάναμε και καινούριο παιδικό σταθμό, κάναμε αναπαλαίωση την παλιά την εκκλησία η οποία ήταν ετοιμόρροπη, είναι πολύ σημαντικό πράγμα, κάναμε τουριστική προβολή, κάνα δυο μεγάλες εκθέσεις, σαν αντιδήμαρχος τουριστικής προβολής, γιατί ήμουν αντιδήμαρχος τοπικής ενότητας της Φυλής και ήμουν και αντιδήμαρχος τουριστικής προβολής και αγροτικής ανάπτυξης. Έκανα αρκετές εκπομπές για να δείξω το χωριό μου, φάνηκε πραγματικά η Φυλή η οποία είναι όμορφη, έχει ομορφιές, φυσικές ομορφιές, έχει φυσικό κάλλος, είναι ένα χωριό μέσα στην Αθήνα που δεν το περιμένει κανείς μέσα σε είκοσι λεπτά από την Ομόνοια να βρίσκεται μέσα σε ένα χωριό, να πηγαίνει σε έναν φούρνο παραδοσιακό και να παίρνει ψωμί στα κάρβουνα, στα ξύλα που να μυρίζει και να τρώει ψωμί. Να πηγαίνει στον χασάπη και να παίρνει κρέας που είναι κρέας-κρέας και δεν είναι κάτι σαν κρέας ή να πηγαίνει σε μια ταβέρνα κάτω και να τρώει με την παρέα του και να νιώθει άρχοντας. Ή να πίνει τον καφέ του στην πλατεία στις 11:00 η ώρα το πρωί που σε όποια πλατεία και να πας θα σε τρώνε τα μηχανάκια, τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά, τα λεωφορεία. Και εδώ να κάθεσαι στην πλατεία στη Χασιά να πίνεις καφέ και να λες: «Θεέ μου, πού βρίσκομαι». Με πολύ μεγάλο πλούτο αρχαιολογικό, γιατί η Φυλή είναι στην ουσία ένα αρχαιολογικό πάρκο, την κάναμε και αναρριχητικό πάρκο. Όλα αυτά τα βράχια εδώ πέρα είναι αναρριχητικά πεδία, όλα τα βράχια της Φυλής δηλαδή, τα οποία είναι πολλά και πολύ καλής ποιότητας είναι ένα από τα μεγαλύτερα αναρριχητικά πεδία, δηλαδή στην ουσία είμαστε ένα αναρριχητικό πάρκο κι αυτό βρίσκεται πάλι δίπλα στην Αθήνα, με μεγάλη επισκεψιμότητα κάθε μέρα εδώ και χρόνια. Έχουμε έναν δυνατό σύλλογο, τον Ε.Π.Ο.Σ. Φυλής, ο οποίος έχει καβαλήσει τα βουνά όλου του κόσμου και ο όποιος κρατάει το βουνό σε ένα πολύ καλό επίπεδο, κάποια μονοπάτια δηλαδή τα κρατάει σε ένα καλό επίπεδο. Και μετά από διάφορες ενέργειες που έχουμε κάνει σαν τοπική αυτοδιοίκηση εδώ πέρα, εκτιμώ ότι με τον καινούριο χρόνο θα έχουμε και μια πολύ ωραία, ας το πούμε, ανάπλαση στο κομμάτι της Πάρνηθας, στο κομμάτι της μεριάς της δικής μας, με φτιάξιμο των μονοπατιών, με κάποια σημεία που μπορούνε να έρχονται μαθητές και να κάνουμε περιβαλλοντικά μαθήματα, να ενωθούμε με μεγάλα μονοπάτια και, τέλος πάντων, υπάρχουν όνειρα για τουριστική προβολή για τον τόπο μας, που την αξίζει, ειλικρινά πραγματικά το αξίζει. Έχουμε εκκλησίες οι οποίες είναι παλαίφατες, έχουμε τον Άγιο Πέτρο, ο οποίος είναι του 1400, έχουμε τη Μονή Κλειστών, όπως είπα προηγουμένως, η οποία είναι του 1200, αλλά είναι πολύ πιο αρχαία με πολύ βαριά ιστορία και μεγάλη. Έχουμε το Φρούριο της Φυλής, το οποίο είναι το πρώτο Φρούριο της Δημοκρατίας στον κόσμο και όλοι όσοι ασχολούνται με το θέμα έρχονται και κάνουν διατριβή σε αυτό το φρούριο, γιατί από εκεί ο Θρασύβουλος, ο στρατηγός των Αθηναίων, το 410 π.Χ. απελευθερώνει την Αθήνα από τους Τριάκοντα Τυράννους τους Λακεδαιμόνιους και εδραιώνει το δημοκρατικό πολίτευμα πλέον στην Αθήνα, στην πόλη που το έφτιαξε και κατ’ επέκταση σε όλο τον κόσμο. Και αν αυτή τη στιγμή ο κόσμος έχει μια λέξη να λέει που λέγεται democracy-δημοκρατία οφείλεται καθαρά στον στρατηγό τον Θρασύβουλο και στη Φυλή που ήτανε το σημείο αναφοράς του, γιατί δε θα μπορούσε από κανένα άλλο μέρος της Αττικής να μπορέσει να μπει να οργανωθεί και στην ουσία να καταπολεμήσει και να διώξει τους Τριάκοντα Τυράννους, οι οποίοι είχανε κάνει και πάρα πολλά εγκλήματα την εποχή εκείνη είχαν σκοτώσει δημότες των Αθηνών, οι οποίοι ήταν δημότες. Και στη συνέχεια, λοιπόν, η Φυλή το 1821 ξανά απελευθερώνει πάλι την Αθήνα από τον τουρκικό ζυγό. Για φαντάσου, αυτός ο τόπος να έχει απελευθερώσει την Αθήνα δυο φορές, ίσως και τρίτη, γιατί η ιστορία λέει ότι και ο Πεισίστρατος, που ήταν και αυτός ένας τύραννος το 650 π.Χ., πάλι από την Φυλή, από το φρούριο της Φυλής απελευθερώθηκε. Έπεσε και απελευθερώθηκε πάλι η Αθήνα στη γέννηση της δημοκρατίας. Αλλά, για φαντάσου τώρα, αυτός ο τόπος που έχει απελευθερώσει την Αθήνα δύο φορές και έχει δώσει ό,τι καλύτερο είχε να μένει πίσω σε κάποια πράγματα. Αυτό εγώ προσωπικά, κι αυτό το θεωρώ ότι είναι άδικο. Πάλι πληρώνουμε ένα τίμημα, το λέω και πάλι, ότι πληρώνουμε τίμημα, ήτανε πολύ βαρύ το ότι απελευθερώσαμε την Αθήνα, γιατί την εποχή εκείνη οι Αθηναίοι είχανε βρει την άκρη τους με τους Τούρκους και αυτό αποδεικνύεται. Είχανε κάνει δηλαδή μεταξύ τους πολύ καλές σχέσεις, άλλωστε το λένε οι Αθηναίοι ότι οι καλύτεροι κατακτητές που πέρασαν από την Αθήνα ήταν οι Τούρκοι, το λένε. Ότι ξαφνικά βρεθήκαμε εμείς οι Αρβανίτες, οι χωραΐτες, να τους χαλάμε τη σούπα και να απελευθερώνουμε την Αθήνα. Αυτό βέβαια το πληρώσαμε, ειδικά η Φυλή το πλήρωσε πολύ ακριβά με όλα τα επακόλουθα. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε εδώ πέρα και τη χωματερή και δεν είναι τυχαίο που μείναμε στην αφάνεια τόσα χρόνια. Δεν είναι τυχαίο που ο καπετάνιος μας δεν έχει ούτε ένα όνομα, ούτε έναν δρόμο με το όνομά του στην Αθήνα, ο Καπετάν Μελέτης ο Βασιλείου, τριάντα έξι χρονών παλικάρι, έδωσε τη ζωή του. Και φυσικά η Φυλή δε φαίνεται πουθενά. Είναι ντροπή για το ελληνικό κράτος και ντροπή για την Αθήνα που δεν γιορτάζει την απελευθέρωση των Αθηνών σαν τοπική εθνική εορτή. Είναι ντροπή. [01:40:00]Κάναμε προσπάθειες εμείς φυσικά τη δημιουργήσαμε τη γιορτή αυτή, την φτιάξαμε, είχανε γίνει και προσπάθειες πιο παλιά, απλά εμείς σαν Δήμος Φυλής κάναμε μια μεγάλη προσπάθεια μαζί με τους όμορους δήμους, όχι μόνοι μας. Απλά εμείς μπήκαμε μπροστά και δημιουργήσαμε τη γιορτή της απελευθέρωσης της Αθήνας, κάναμε από το ’16 το ’17, το ’18 και το ’19. Μετά ήρθανε τα μέτρα και χαλάρωσε το θέμα και πιστεύω ότι από του χρόνου πάλι θα ξαναξεκινήσουμε να την κάνουμε γιορτή και να την βάλουμε στην θέση της
Και να γίνει θεσμός.
Και να γίνει θεσμός. Πρέπει οπωσδήποτε να βγει προεδρικό διάταγμα για αυτό το θέμα. Βέβαια, οφείλω να πω σε αυτό το σημείο ότι δεν βρήκα κανένα εμπόδιο πουθενά όπου και να πήγα, σε όποια υπηρεσία και να πήγα και εκτιμώ ότι με λίγη καλή θέληση αυτό θα γίνει, γιατί πρέπει να δικαιωθούν και να δικαιωθούμε, το έχουμε ανάγκη. Έχουμε ανάγκη από δικαίωση, γιατί μας γυρίζουν όλοι μας κοιτάνε και μας λένε ότι είμαστε Αλβανοί. Δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους, απλά δεν είμαστε Αλβανοί, είμαστε Αρβανίτες, είμαστε Έλληνες. Δεν είμεθα αλλοεθνείς που έχουμε έρθει και έχουμε κατοικήσει στον τόπο. Οι Αρβανίτες είναι ο τόπος, πιθανότατα κάποιοι άλλοι από αυτούς που το λένε αυτό να μην ήτανε ποτέ εδώ πέρα, σ' αυτόν τον τόπο, όταν ήμασταν εμείς. Και όταν ήμασταν εμείς εδώ πέρα, κρατάγαμε Θερμοπύλες. Οι Αρβανίτες έχουνε κρατήσει Θερμοπύλες και έχουνε πολεμήσει σε όλους τους αγώνες, όπως πολέμησαν όλοι οι Έλληνες, αλλά εδώ ξεκίνησε η μαγιά. Αυτό πρέπει να το κατανοήσει όλος ο κόσμος και πρέπει αυτό το μήνυμα να το περάσει το το ίδιο το κράτος και να αφήσει κάτι ιστορικούς σαν την κυρία Μαρία, ξεχνάω πώς το λένε το επίθετό της, η οποία ανοίγει το στόμα της και λέει όλα αυτά που λέει. Γιατί η ιστορία είναι μια πολύ μεγάλη υπόθεση και θέλει πολύ μεγάλη προσοχή, γιατί μέσα τις κρύβει αλήθειες και κρύβει και πολλές παγίδες.
Είναι όμως δύο διαφορετικά πράγματα η επίσημη εκπαίδευση από το κράτος και η εκπαίδευση που γίνεται στο πανεπιστήμιο που όσοι θέλουν το σπουδάζουν και είναι η κατεύθυνσή τους. Υπάρχουν πάρα πολλά πια τμήματα ιστορικά και ανθρωπολογικά που αντιμετωπίζουμε τις εθνοπολιτισμικές ομάδες με όλα τους τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά…
Δεν διαφωνώ, αλλά δεν θα πάθει τίποτα για το ελληνικό κράτος να πει: «Αυτοί ήταν Αρβανίτες Έλληνες, Έλληνες Αρβανίτες» και τελείωσε. Πώς λέει: «Αυτοί ήτανε Βλάχοι», πώς λέει: «Αυτοί είναι Κρήτες», πώς λέει: «Αυτοί είναι Θεσσαλοί», αυτό, δεν λέω τίποτα άλλο, αυτό λέω, εντάξει; Γιατί και εγώ σαν Αρβανίτης θα αισθανόμουν δυο φορές υπερήφανος, δεν ήταν ανάγκη να πάω σαράντα χρονών για να καταλάβω τι σημαίνει Αρβανίτης. Βλέπω μέσα στα βιβλία του σχολείου κι αισθανόμουν άσχημα «οι Αρβανιτάδες», γιατί πιθανότατα έτσι λέγανε και τους Αλβανούς τότε και εκεί ήταν και το μπέρδεμα, πώς θα το ξεχωρίσουν, αλλά είχαν υποχρέωση όμως να μας ξεχωρίσουν, όχι να θάψουν εμάς για να μην φανεί κάτι άλλο, το κενό το δικό τους δηλαδή στην ουσία. Αυτοί καλύψανε το κενό το δικό τους θάβοντας εμάς. Και φυσικά παίζαν κι άλλα πράγματα μέσα στη μέση, γιατί κι εμείς δεν ήμασταν λίγοι και δεν είχαμε κάνει σαν δυνάμεις, είχαμε πάρει μέρος σε όλα τα δρώμενα, και σε εμφυλίους είχαμε πάρει της εποχής, που είχαν πάρει όλοι, γιατί η ιστορία μας είναι πλεγμένη από ίντριγκα και από πάθος και από μίση και από χρήμα κι από δόξα κι από αίμα. Διαφορετικά θα ήμασταν πολύ καλύτερα, αλλά αυτοί είμαστε όμως, αυτοί είναι οι Έλληνες, αυτό μας χαρακτηρίζει από αρχαιοτάτων χρόνων. Εδώ ο Θρασύβουλος απελευθέρωσε την Αθήνα από τους Λακεδαιμονίους, όχι από τους Ρωμαίους, από τους Λακεδαιμονίους, άρα λοιπόν από τα αδέρφια.
Η εμπειρία σου έπειτα από τις τηλεοπτικές εκπομπές, τις λαογραφικές κατά βάση που σε καλούσαν για να μιλήσεις για τον τόπο, να τραγουδήσεις...
Να τραγουδήσω πιο πολύ.
Ποια είναι αυτή η εμπειρία;
Η εμπειρία μου. Τα τηλεοπτικά έχουνε χρόνο, ο χρόνος είναι το πρόβλημα πάντα. Δηλαδή πάντα πρέπει σε λίγο χρόνο να μαζεύεται μια ουσία, εκεί χάνεται η μπάλα όλη, στον χρόνο, γιατί η παράδοση δεν είναι χρόνος, ωστόσο επειδή έχω μια πολύ μεγάλη εμπειρία από τα προγράμματα τόσα χρόνια, που πρέπει να βγεις και να πεις αυτό για τόσο κι αυτό κι αυτό, μπόρεσα να είμαι συμβατός. Θα ήθελα, ένα τηλεοπτικό τοπίο ήτανε πάρα πολύ καλό, ειλικρινά πάρα πολύ καλό και τον ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό και τον εκτιμώ, ήτανε το τηλεοπτικό που κάναμε με τον Χρήστο τον Μυλωνά, ο οποίος πραγματικά αφιέρωσε χρόνο. Δηλαδή έδωσε το στοιχείο που χρειάζεται για το κομμάτι της παράδοσης. Έδωσε τον χρόνο τόσο όσο, όσο χρειάζεται, ούτε λιγότερο ούτε και περισσότερο, ήταν επιλεκτικός στα θέματά του, ουσιαστικός στα θέματά του και αν κάτσεις να δεις την παρουσίαση εδώ πέρα της Φυλής στο κανάλι της Βουλής, πραγματικά, και είσαι Χασιώτης, θα καλυφθείς από αυτό που θα δεις. Δεν θα πεις: «Αυτό δεν το κάνανε», ο άνθρωπος ήταν ψαγμένος και με εξέπληξε, δεν το περίμενα τόσο πολύ. Όμως, μέσα από αυτό μου απέδειξε πραγματικά τις γνώσεις που έχει, φυσικά μέσα από τον πατέρα του, γιατί ο πατέρας του είναι ένας πολύ καλός λαογράφος και είναι ένας άνθρωπος διαβασμένος και αυτό έχει μεταφερθεί και στον Χρήστο σαν παράδοση από τον πατέρα του, συν ό,τι έχει κάνει ο Χρήστος. Αυτή για μένα ήταν η καλύτερη εκπομπή που έκανα που αφορά το κομμάτι της παράδοσης του τόπου μου. Όλες οι άλλες εκπομπές ήτανε, πιο πολύ ήτανε διασκεδαστικές για τις ημέρες των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς. Στα studio τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ωραίες εκπομπές μαζεμένες όμως, χωρίς πολλά πράγματα, μόνο μουσική και χορό.
Για τους συμμετέχοντες έχει ουσία; Δηλαδή αν συμμετέχουνε ντόπια παιδιά από εδώ ή μέσω των συλλόγων, το βλέπουν μετά αλλιώς, το χαίρονται περισσότερο;
Βέβαια! Εγώ είδα τα παιδιά με πόση υπομονή ήτανε και εδώ στην εκπομπή που κάναμε και περιμένανε και έδωσαν τον καλύτερό τους, πραγματικά, εαυτό και τα βλέπω και μέσα στο στούντιο που πάνε με τα χορευτικά που θα περιμένουν με την ώρα τους, με υπομονή, κουράζονται, πίνουν το νεράκι τους, έρχεται η ώρα, μπαίνουν μέσα στο στούντιο και χορεύουνε όλοι με ένα χαμόγελο στα χείλη και μετά το βλέπουν το αποτέλεσμα στην τηλεόραση και χαίρομαι τα παιδιά, γιατί μένει και πίσω κάτι που έχουνε κάνει κι αυτά, μια συμμετοχή, αυτό το λίγο, που για αυτά είναι πάρα πολύ. Και μεθαύριο θα πουν και στο παιδί τους: «Κοίταξε, εγώ είχα παίξει σε αυτήν την εκπομπή της παράδοσης», είναι πολύ σημαντικό. Και φυσικά όλα αυτά τα παιδιά όλα αυτά έχουν μια πολύ καλή συνέχεια, όπως είπαμε προηγουμένως.
Άλλη ερώτηση τώρα, πάλι σχετική. Σε έχω δει σε πάρα πολλές παραστάσεις όχι μόνο να τραγουδάς να χορεύεις κιόλας και μάλιστα μία πολύ πρόσφατη που ήτανε και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού για τις δράσεις της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μα, το είπα από την αρχή ότι εγώ έχω πάθος με το τραγούδι και με τον χορό! Είναι δυνατόν να μην το έχω τώρα; Εγώ, αγάπη μου, δεν ξέρω αν θέλω κάποιες φορές να τραγουδάω ή να χορεύω. Κι αν έχω χορευτές μπροστά μου, οι οποίοι πραγματικά το ζούνε, είναι τότε που θέλω και εγώ, δεν το αντέχω, παρατάω το μικρόφωνο και μπαίνω μπροστά και χορεύω, δεν το κάνω... Το κάνω από πάθος, πώς το λένε δηλαδή; Διαφορετικά, εντάξει τώρα, τι δουλειά έχει ο τραγουδιστής να βγει μπροστά να χορέψει, αλλά θέλω να το χορέψω!
Πάνε μαζί.
Εμ, δεν πάνε μαζί; Δεν πάνε μαζί αυτά τα πράγματα; Η αγάπη και ο έρωτας δεν πάνε μαζί; Πώς θα γίνει τώρα, πώς είναι δυνατόν να αγαπάς το τραγούδι και να μην αγαπάς τον χορό ή να μην χορεύεις; Αυτό δεν μπορώ να το διανοηθώ να υπάρχει τραγουδιστής που να μην χορεύει, δεν μπορώ να το διανοηθώ, δηλαδή μου φαίνεται ότι είναι κάτι εξωπραγματικό. Ισχύει βέβαια, υπάρχει, αλλά…
Θυμάσαι – τώρα μπουμπουνίζει.
Είδες, λοιπόν, πόσο ωραία είναι εδώ πέρα στο κτήμα της Αναστασίας; Με καύσωνα ήρθαμε και τώρα μπουμπουνίζει και σε λίγο θα μας φέρει και μπουρίνι.
Είναι μαγική η τοποθεσία, βλέπεις όλη εδώ την πόλη, είναι πάρα πολύ ωραία.
Εδώ είναι το αγαπημένο μέρος.
Ήθελα να ρωτήσω, έχεις κάποιες αναμνήσεις έτσι πολύ δυνατές είτε από το πατάρι είτε από κάποιο γλέντι με τους δικούς σου, με την παρέα σου, δεν ξέρω, με τους συγγενείς σου και να χορεύεις και να είσαι σε άλλη διάσταση;
Ναι. Έχω μία στιγμή της ζωής μου, δεν το έχω πει ποτέ. Πήγαμε στο πανηγύρι, λοιπόν, της Αγίας Τριάδος και στην επιστροφή δεν γύρισα από το μονοπάτι που πήγα, γύρισα από ένα άλλο μονοπάτι. Αυτό το μονοπάτι, όμως, με έβγαλε στο ποτάμι του χωριού, στο ποτάμι της Γκούρας, στον αρχαίο Κελάδωνα και την ώρα που μπήκα στο μονοπάτι να διαβώ το ποτάμι, άκουσα μέσα στο ποτάμι και πιο πάνω από το σημείο αυτό, άκουσα δικούς μου ανθρώπους να τραγουδάνε και να έχουνε βάλει ψητό μες στο ποτάμι για να ψήνουν και να γλεντάνε. Μπήκα, λοιπόν, με την παρέα μου στο ποτάμι, αυτοί μόλις μας είδανε, τρελαθήκανε. Έδεσα τα άλογα μες στο ποτάμι, στο νερό, έκατσα στην παρέα επάνω στο μονοπάτι, λοιπόν, και άρχισα το τραγούδι. [01:50:00]Και βγήκα από τον εαυτό μου, ανέβηκα επάνω σε μία πέτρα να τραγουδάω κι αυτοί από κάτω να χορεύουν απάνω στο χώμα, απάνω στις πέτρες, μόνο με το στόμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου την έκσταση που ένιωσα κι εκεί κατάλαβα τι σημαίνει η λέξη έκσταση. Βγήκα από τον εαυτό μου, μας έβλεπα όλους από πάνω, ήτανε φοβερό αυτό το συναίσθημα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, όπως δεν το ξεχνάνε κι αυτοί και κάθε φορά που έρχεται αυτή η μέρα μου λένε: «Ρε συ», μου λέει, «τι είχε γίνει τότε εκείνη την ημέρα εκεί;». Αυτό για εμένα ήτανε ένα αποκορύφωμα και μια κατάθεση ψυχής που δε μου είχε ξανασυμβεί ποτέ μου. Αυτό, το απλό, εκεί μέσα στο βουνό, στα πλατάνια, στο ποτάμι δίπλα με τα άλογα και με τους φίλους μου να ψήνουμε στο χώμα και να τραγουδάμε και να γλεντάμε.
Ήρθε η ώρα να κλείσουμε. Θέλω να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ για όσα μοιράστηκες μαζί μας.
Κι εγώ σε ευχαριστώ, Αριστούλα, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μεγάλη μου χαρά και τιμή.
Κι εμένα τιμή μου. Όπως σου είπα, σε γνωρίζω από χρόνια, σε έχω δει μέσα από φωτογραφίες από το διαδίκτυο, σε έχω παρακολουθήσει, μ’ αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος σου, μ’ αρέσει το ήθος σου και φυσικά αγαπάω όλους τους νέους ανθρώπους οι οποίοι ασχολούνται με το κομμάτι αυτό που λέγεται παράδοση, γιατί υπάρχει μια ευαισθησία. Να είσαι καλά, λοιπόν, αγαπημένη μου.
Να είσαι καλά. Για εσένα είναι τρόπος ζωής αυτό που λέμε παράδοση, παράδοση το λέμε γιατί έχουμε ανάγκη εμείς που είμαστε έξω από αυτόν τον τρόπο ζωής να το ονομάσουμε κάπως, για εσένα είναι απλά τρόπος ζωής.
Για εμένα είναι τρόπος ζωής, γιατί εγώ ζω παραδοσιακά. Είμαι ένας άνθρωπος του σήμερα και ζω στην ουσία παραδοσιακά. Παραδοσιακά, γιατί έχω τα ζώα μου, έχω τα άλογα, έχω τα κατσίκια μου, έχω τις κότες μου, έχω τις ελιές, κάνω τα αγροτικά μου, πηγαίνω στο βουνό, κάνω ξύλα, ασχολούμαι, είμαι ξωμάχος δηλαδή, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Εμένα μπορεί να με δεις το βράδυ να είμαι κάπου σε ένα πανηγύρι και μετά, την άλλη μέρα να βρίσκομαι στο βουνό και να κάνω κάτι. Αγαπάω πολύ την φύση, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτές τις μυρωδιές. Κάθε φορά που έκανα μια κίνηση, μου ήρθε μπούμερανγκ, οπότε δεν χρειάζεται να ζορίζουμε τον εαυτό μας, οπότε εγώ, ναι, μπορώ να πω ότι είμαι παραδοσιακός άνθρωπος σε σύγκριση πάντα. Όμως, μην νομίζεις ότι είμαι και μόνος μου. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ζούνε παραδοσιακά και είναι και αυτοί γύρω μας, αρκεί να ψάξουμε να τους βρούμε. Και είναι πολύ καλό παράδειγμα και ζωντανό παράδειγμα, είναι παράδειγμα προς μίμηση. Από τους ανθρώπους αυτούς πάντα κάτι θα έχεις καλό να πάρεις, πάνω απ' όλα δεν είναι τοξικοί. Είναι καλοί, είναι καλόκαρδοι, έχουν χαρακτηριστικά δηλαδή συγκεκριμένα. Και σε αυτούς θέλω να ανήκω και εγώ, δεν θέλω κάτι άλλο, δεν έχω επιλέξει στη ζωή μου να είμαι κάτι άλλο. Αυτό που είμαι, αυτό έχω επιλέξει.
Πριν μας πιάσει βροχή, θα ήθελα να κλείσουμε οπωσδήποτε με ένα τραγούδι. Άμα θέλεις να μας πεις αρβανίτικο, άμα θέλεις να μας πεις και ελληνόφωνο.
Υπάρχει ένα τραγούδι το οποίο πλέον στη Χασιά δεν το λένε, έχει χαθεί δηλαδή από τον τόπο μας. Όμως, επειδή ο Ασπρόπυργος είναι τα καλύβια της Χασιάς, δηλαδή είναι το χωριό το οποίο δημιουργήθηκε στην ουσία μετά την Αντιβασιλεία, μετά το 1830, φύγανε Χασιώτες και κατεβήκανε στον κάμπο για μία καλύτερη ζωή, γιατί εδώ πέρα πιθανότατα είχανε γίνει και αρκετοί. Πήρανε μαζί τους την παράδοση και όπως οι Έλληνες πήγαν στην Αμερική και κράτησαν την παράδοση, έτσι ο καθένας που φεύγει από τον τόπο του και πάει κάπου αλλού, για να κρατήσει τον τόπο του μέσα του, κρατάει την παράδοση. Έτσι, λοιπόν, στον Ασπρόπυργο μας σώζονται –ο Ασπρόπυργος είναι τα καλύβια της Χασιάς, εδώ είναι η μητρόπολη. Έτσι, λοιπόν, μας σώζονται τραγούδια στον Ασπρόπυργο, τα οποία εμείς εδώ πέρα τα λέγαμε την δεκαετία του ’50 και μετά και πιο παλιά. Ένα από αυτά τα τραγούδια είναι το «Νταρσά».
Θα μου πεις τι σημαίνει πρώτα αυτό που είπες, ότι είναι τα καλύβια της Χασιάς;
Τα καλύβια της Χασιάς είναι ο Ασπρόπυργος.
Τι σημαίνει αυτό, γιατί μπορεί να μην το ξέρουνε.
Δεν το ξέρουνε, όμως υπάρχει ακόμα η πινακίδα στη γραμμή του τρένου, στο τρένο, στον σταθμό από κάτω, σκεπασμένη, «Καλύβια Χασιάς. Ήταν η πρώτη ονομασία, λοιπόν, της πόλης του Απροπύργου. Ήταν τα Καλύβια που φτιάξανε οι Χασιώτες, οι οποίοι κατεβαίναν στον κάμπο για να ανοίξουν τον κάμπο για να τον κάνουν χωράφια και να κάνουν τη γη εύφορη να την οργώσουνε, όπου στη συνέχεια, μετά από ένα διάταγμα που βγήκε κάπου το 1900 τόσο, μετονομάστηκε από Καλύβια Χασιάς σε Ασπρόπυργο, λόγω κάποιων αρχαίων που υπήρχαν εκεί στον δρόμο προς τα Ελευσίνια, στον Ελευσίνιο δρόμο κι έτσι πήρε την λέξη, την ονομασία Ασπρόπυργος. Όμως η πρώτη ονομασία της νεοσύστατης πόλης του Θριασίου, γιατί ο Ασπρόπυργος είναι νεοσύστατη πόλη, όπως και τα Άνω Λιόσια, είναι νεοσύστατη πόλη, είναι τα Καλύβια της Χασιάς. Αυτοί, λοιπόν, κρατήσαν ένα πολύ ωραίο τραγούδι που λέει: 01:55:45 «Νταρσά λιούλιε νταρσά, πάε δέου με τι τοβίν». Στην ουσία η λέξη «νταρσά» είναι «περίμενε, φτάνω, προσμονή». Πρόσμενέ με δηλαδή, περίμενέ με, αγαπημένη μου, κι εγώ θα έρθω μαζί σου. «Νταρσά λιούλιε νταρσά», πρόσμενέ με λουλούδι μου. «Πάε δέου με τι τοβίν», κι εγώ με εσένα θα έρθω. Νταρσά λούλε νταρσά, πα,εδέου με τί ντο βίνje. Σε ευχαριστώ πολύ.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για όλη αυτήν την συνέντευξη, για όλα όσα... Και για τη φιλοξενία που απλόχερα μας έδωσες, να είσαι καλά, πάντα πάντα.
Και εσύ, Αριστούλα μου.
Και σίγουρα θα σε ακούσουμε και θα σε δούμε και στα πανηγύρια που θα έρθουν, ξέρω ότι έχεις πάρα πολλά κλεισμένα για τις μέρες που έρχονται.
Με το καλό. Ναι, δόξα τω Θεώ. Όπως όλοι μας έχουμε, είμαστε φουλ κλεισμένοι. Η Ελλάδα φέτος έκανε επανάσταση, έδειξε για ακόμα μία φορά, έκανε επανάσταση στη διασκέδαση φέτος η Ελλάδα. Δεν υπάρχει χωριό, δεν υπάρχει πόλη, δεν υπάρχει τόπος, γειτονιά που να μην κάνει κι ένα ζωντανό πανηγύρι και έρχονται και συμμετέχουνε όλοι, όλοι, γιατί αυτό είμαστε, το έχουμε ανάγκη. Η Ελλάδα είναι ένα πανηγύρι. Η λέξη πανηγύρι, το πανηγύρι στο χωριό μας ήτανε το υπέρτατο σημείο του κάθε χωριού είναι το πανηγύρι, δηλαδή το υπέρτατο σημείο εκδήλωσης, το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων ήταν το πανηγύρι του χωριού, για αυτό και το πανηγύρι του χωριού μας πάντα το τιμάμε και πάντα πάμε ντυμένοι καλά και πάντα έχουμε τα καλύτερά μας και πάντα διασκεδάζουμε και έχουμε και τις καλύτερες παρέες μας, γιατί είναι το αποκορύφωμα.
Ευχαριστώ.
Φιλάκια.