© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η σφαγή της Κλεισούρας: παιδικές αναμνήσεις και αφηγήσεις από το μαρτυρικό χωριό

Istorima Code
22393
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Σιώκης (Κ.Σ.)
Interview Date
14/04/2022
Researcher
Ιάσονας Νεστορίδης (Ι.Ν.)

[00:00:00]

Ι.Ν.:

Έχουμε 15/04 του 2022, είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας, βρισκόμαστε με τον κύριο Κώστα Σιώκη στη Χαριλάου, στη Θεσσαλονίκη. Καλησπέρα, κύριε Κώστα. 

Κ.Σ.:

Καλησπέρα σας. 

Ι.Ν.:

Θέλετε να ξεκινήσετε, να μας πείτε κάποια πράγματα για εσάς; 

Κ.Σ.:

Για μένα τι; Να σας πω τι έγινε, θα σας πω—

Ι.Ν.:

Να ξεκινήσουμε από το πού γεννηθήκατε; 

Κ.Σ.:

Ναι. Γεννήθηκα στην Κλεισούρα το 1936. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κλεισούρα μέχρι τα 18 μου χρόνια. Από το ‘36 μέχρι και το 1954 —πόσο 18 χρόνια δεν είναι;—, ναι, από εκεί αλλάξαμε το χωριό, πήγα πιο κάτω, στο Λέχοβο, λόγω δουλειάς, επειδή ήταν κτηνοτρόφος ο πατέρας μου, ο αδερφός μου μάλλον. Και επειδή ο πατέρας μου παντρεύτηκε και πήρε γυναίκα, τη δεύτερη γυναίκα του που πήρε, τη μητριά μου, ήταν απ' το Λέχοβο, αναγκαστήκαμε και πήγαμε εκεί. Και λόγω ότι είχαμε αγοράσει ένα χτήμα για τα ζώα, ήταν πιο κοντά από την Κλεισούρα το μέρος και πήγαμε εκεί, μέναμε στο Λέχοβο και εκεί τα υπόλοιπα χρόνια. Παντρεύτηκα μετά, η γυναίκα μου είναι απ' το Λέχοβο και η μητριά μου απ' το Λέχοβο. Έκτοτε, λόγω δουλειάς, φύγαμε στη Βέροια, οικοδομές. 

Ι.Ν.:

Δουλεύατε κι εσείς στα ζώα με τον πατέρα σας; 

Κ.Σ.:

Όχι. Λίγα χρόνια, στις αρχές, μέχρι και τα —ναι—, μέχρι το ‘55, μέχρι το ‘54, λίγα χρόνια. Και μετά άλλαξα δουλειά, πήγα στις οικοδομές, γιατί τρία άτομα με ένα κοπάδι πρόβατα δε γινόταν. Πήγα στις οικοδομές και απ' τις οικοδομές, όταν δεν... τον χειμώνα πήγαινα σε τυροκομείο, σε έναν πρώτο ξάδερφό μου, τον Γιώργο τον Νταμπίζα, στον Λαγκαδά, έξω, στον Αη-Βασίλη. Δούλευα εκεί τον χειμώνα και τα καλοκαίρια στην οικοδομή. Μετά στη Βέροια που πήγα συνεταιρίστηκα με τον κουνιάδο μου και σηκώναμε οικοδομές αντιπαροχές, μέχρι και το 1985. Σταματήσαμε τις οικοδομές και μετά —γιατί σπουδάζαν τα παιδιά μου εδώ πέρα, τα δυο κορίτσια που έχω— μετακόμισα εδώ. Αυτή είναι εν ολίγοις. 

Ι.Ν.:

Ωραία. Άρα στην Κλεισούρα είστε μέχρι ποια ηλικία; 

Κ.Σ.:

Μέχρι τα 18 μου. 

Ι.Ν.:

Μέχρι τα 18. 

Κ.Σ.:

Και το σχολείο το 'βγαλα στην Κλεισούρα, τα τελευταία 2 χρόνια, γιατί ήμουνα στο... Τότε με τις καταστάσεις αυτές είχαμε φύγει απ' τα χωριά, όλοι είχανε φύγει απ’ τα χωριά, πηγαίναν στις πόλεις, λόγω, επειδή ήταν έτσι η δουλειά, οι αντάρτες και ξέρω ‘γω. Αυτά μέχρι εδώ. 

Ι.Ν.:

Από την περίοδο της κατοχής τι θυμάστε; Θυμάστε την κήρυξη του πολέμου με τους Ιταλούς; 

Κ.Σ.:

Όταν άρχισε ο πόλεμος ο αλβανικός, το αλβανικό που άρχισε με τους Ιταλούς... Εγώ τους Ιταλούς τους πρόλαβα, όχι τους πρόλαβα, είχαν έρθει οι Ιταλοί στο χωριό. Λοιπόν, ήρθαν οι Ιταλοί πρώτα, καθίσαν λίγο καιρό, φύγαν. Ήρθαν οι Γερμανοί. Οι Ιταλοί ήτανε μουρντάρηδες, πειράζαν γυναίκες, ναι. Πηγαίναμε εμείς εκεί που μαγειρεύαν, στο σχολείο, εκεί που είναι το ηρώο —δεν ξέρεις—, εκεί ήταν σχολείο και είχε μια αυλή μεγάλη, εκεί είχανε... εκεί μένανε αυτοί, στο σχολείο. Μετά ήρθανε οι Γερμανοί, τους διώξανε και μέναν. Οι Γερμανοί, όμως, ήταν πολύ σοβαροί, πολύ σοβαροί. Πηγαίναμε εμείς μικρά παιδιά τώρα 6 χρονών —7-8 χρονών, 6 χρονών—, γιατί μετά φύγαν και αυτοί, αλλά δεν πολυδίναν πολλή σημασία έτσι. Οι Ιταλοί ήτανε σαν κι εμάς και μουρντάρηδες, ναι. Μετά, όταν έγινε αυτή η δουλειά που έγινε, η καταστροφή, σκοτώσαν τους δύο Γερμανούς. Προτού όμως, κάτι είχε μυριστεί ο πατέρας μου, τώρα πώς και τι δεν ξέρω, γι’ αυτό μας είχε κατεβάσει εμάς στο Βαρικό, τα δύο τα αδέρφια —μικροί, εγώ 8 και ο αδερφός μου 11—, σε ένα φιλικό σπίτι. Και την ημέρα που έγινε η καταστροφή έφυγα εγώ απ' το χωριό, αλλά στον δρόμο ερχόταν ο πατέρας μου, επειδή σκοτώσαν τους Γερμανούς και περνάει ο καπετάν ο κλεφτοκοτάς, για μένα κλεφτοκοτάς, περνάν από το χωριό και λένε: «Να φύγουν οι άντρες και να μείνουνε τα γυναικόπαιδα και οι παππούδες». Ο πατέρας μου λέει στη μάνα μου στη μακαρίτισσα: «Μάλιστα —λέει— και να φύγουμε όλοι». Η μάνα μου δεν θέλησε να φύγει: «Όχι —λέει— φύγε εσύ, πάρε τα κορίτσια και φύγε». Τρεις αδερφές είχα εγώ, μεγαλύτερες όλες και ο αδερφός μου μεγαλύτερος από μένα. Παίρνει τα κορίτσια, η μικρή αδερφή δεν ήθελε να πάει, να κατέβει με τον πατέρα μου και μένει με τη μάνα μου. «Να δούμε τι θα γίνει —λέει—, θα φυλάξουμε το σπίτι». Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί ερχόταν, εν τω μεταξύ. Γιατί απ' το χωριό, το δικό μας το σπίτι ήταν σχεδόν[00:05:00] τελευταίο και απέναντι, γύρω στα 200-300 μέτρα, φαινόταν ο δρόμος που ερχόντανε, καθαρός τομέας, δεν είχε ούτε δέντρα ούτε τίποτες, φαινότανε, ερχόντανε. Φεύγει ο πατέρας μου κάτω, μένει η αδερφή μου η μικρή. Αλλά είχαν πει τα σπίτια να 'ναι ανοιχτές οι πόρτες, για να τα κάψουν με ευκολία, θα σου πω πώς. Πηγαίνει η μάνα μου στην αδερφή του πατέρα μου, η οποία είχε ένα χαρτί ρουμάνικο. Ξέρεις, οι Γερμανοί ήτανε με τους Ρουμάνους, με τη Ρουμανία ήτανε... ναι. 

Νικόλαος Σιώκης: Σύμμαχοι. 
Κ.Σ.:

Και όταν έδειχνες κάποιο χαρτί, ξέρω ‘γω, δεν σε πειράζανε. Πήγε εκεί η μάνα μου. Ήταν πολύς κόσμος εκεί, στο σπίτι της θείας μου, και όλοι γλυτώσανε αυτοί. Εκεί, στη ζίτσα απάνω, λέει η μάνα μου: «Δεν έχω ανοίξει την πόρτα —λέει—, να πάω να ανοίξω την πόρτα». Το λάθος. Πήγε και η αδερφή μου μαζί της. Όταν πήγε να ανοίξει την πόρτα, τους βλέπει τους Γερμανούς στα 200 μέτρα, ερχότανε. Λέει την αδερφή μου: «Φύγε». Φεύγει η αδερφή μου, δεν ήθελε να φύγει η αδερφή μου με το... μπορεί να της έδωσε και καμιά από πίσω. Τελικά φεύγει η αδερφή μου, γυρίζει η μάνα μου, να πάει πάλι στην αδερφή του πατέρα μου, αλλά προτού φτάσει εκεί, ήταν μια πρώτη της ξαδέρφη με μια άλλη κυρία, η Μαρίκα η Αρμένη, πρώτες ξαδέρφες με τη μάνα μου. Είχε 5 παιδιά αυτή. Τα 2 ήταν... η μεγαλύτερη ήταν γύρω στα 12-13, ο γιος της ίσα με μένα, 8 χρονών και τ' άλλα... άλλα 3 πιο μικρά. Βλέπουν τη μάνα μου εκεί πέρα: «Όπη —Όπη από Καλλιόπη—, έλα εδώ —λέει—. Εμείς οι 3 να καθίσουμε εδώ —λέει—, εκεί είναι πολλοί, μην πας εκεί πέρα —λέει—». Δεύτερο λάθος. Δεν πήγε στην αδερφή του πατέρα μου. Πήγε εκεί πέρα και κάνε... για να μπεις τώρα στο σπίτι, έπρεπε να ανέβεις 2-3 σκαλοπάτια και είχε ένα πλατύσκαλο μεγάλο. Εκεί κάθονταν τώρα τρεις γυναίκες, τα παιδιά είναι μέσα στο σπίτι, το σπίτι όμως —ήταν κολλητά τα δύο τα σπίτια αυτά— και είχε ένα πορτάκι —τώρα πώς γινόταν αυτό δεν ξέρω— που έμπαινες από το ένα στο άλλο. 

Ι.Ν.:

Επικοινωνούσανε τα δύο τα σπίτια μεταξύ τους; 

Κ.Σ.:

Δυο σπίτια κολλητά με ένα ντουβάρι. Και έχει, όπως είναι τώρα εκεί το κάδρο, είχαν μια πορτούλα που έμπαινες από εδώ, εκεί, στο άλλο το σπίτι. Τώρα πώς γίνεται αυτό δεν ξέρω. Οι Γερμανοί, εν τω μεταξύ, έχουνε φτάσει. Έχουνε κάψει... το δικό μας το σπίτι πρέπει να κάηκε ή δεύτερο ή τρίτο. Φτάνοντας στου Δανά το σπίτι, σκοτώνουν τον παππού τον Δανά. Τώρα άλλοι φαίνεται πήγαν από πάνω απ' το σπίτι του Δανά. Ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου, της μαμάς μου. Εκεί ήταν η γιαγιά μου με την μικρή την κόρη της, την αδερφή της μάνας μου, 18 χρονών-20 χρονών πρέπει να ήτανε. Με το που πάνε οι Γερμανοί εκεί πέρα... αυτές ήτανε έξω. Η θεία μου, που σου λέω, φεύγει να πάει... Η αδερφή της ήταν απέναντι, στα 50 μέτρα. Βλέπει απ' το παράθυρο αυτή, η Αλεξάνδρα η Καρακούτα, είχε και ένα μωρό παιδί τότες, ο Δημήτρης, θα ήτανε 1-2 χρονών. Μόλις βλέπουν τους Γερμανούς ότι έρχονται, η γιαγιά μου μπαίνει μες στο σπίτι, η θεία μου φεύγει να πάει στην αδερφή της, τη σκοτώνουνε, δεν πρόλαβε να πάει. Η γιαγιά μου μπαίνει στο σπίτι και ρίξαν το... αυτοί δεν... πετούσαν μια σκόνη και λαμπάδιαζε το σπίτι. 

Ν.Σ.: Εμπρηστική. 
Κ.Σ.:

Κάηκε η γιαγιά μου μες το σπίτι, ζωντανή κάηκε. Άλλοι Γερμανοί πάνε... πίσω απ' το σπίτι της γιαγιάς μου είναι το σπίτι του παππού μου, του Σιώκη. Ο παππούς ο Σιώκης, αυλή μεγάλη με περίφραξη, αλλά η πόρτα κλειστή. Μεγάλη πόρτα, δύο μέτρα-τρία, για να περνάν τα ζώα μέσα φορτωμένα, τέλος πάντων. Απ' έξω απ’ την πόρτα είχε δύο πεζούλια, πώς τα λένε;

Ν.Σ: Πεζούλια. 
Κ.Σ.:

Ε; 

Ν.Σ.: Πεζούλια. 
Κ.Σ.:

Δύο πεζούλια, απ’ τη μια και απ’ την άλλη... Καθόταν με τη γιαγιά μου, γιατί έτσι τους βρήκαν σκοτωμένους. 80 χρονών ήταν ο παππούς μου τότες. Μόλις τους βλέπουν οι Γερμανοί, «μπαμ, μπαμ», τους σκοτώνουνε. Φεύγοντας για να... μόλις βλέπουν τη μάνα μου και τις δυο κυρίες, με το που σηκώνουν τα όπλα, φεύγουν μέσα αυτές. Τα παιδιά είναι μέσα. Παίρνουν τα παιδιά, από πίσω, όμως, ρίξαν τη σκόνη, λαμπάδιασε το σπίτι από πίσω. Περνάν στο άλλο το σπίτι. Βγαίνοντας έξω, τραβάνε μια ριπή, σκοτώνεται η μάνα μου με το ένα το κοριτσάκι, 6 χρονών πρέπει να ‘τανε, απ' τη θεία μου που είχε, απ' την πρώτη της ξαδέρφη που είχε τα πέντε μωρά. Η θεία μου με τα δυο τα μωρά στην αγκαλιά, το ένα και η άλλη η κόρη της, η μεγάλη, φεύγουνε απ' το δικό μας το σπίτι. Ο ξάδερφός μου με την άλλη θεία μου φεύγουν προς το χωριό μέσα. Δεν πρόλαβε να βγει εκεί που είναι το ηρώο τώρα, στην αυλή του σχολείου, σκοτώθηκε η θεία μου, τη σκοτώσαν. Ο ξάδερφός μου φεύγει, διασχίζει όλο το χωριό, φαίνεται δεν θέλαν να το σκοτώσουν το παιδί, βγαίνει απ' την άλλη μεριά του χωριού, έχει ένα... ο Νίκος μου είπε ότι υπάρχει ακόμα το λευκάδι, τέτοιο χοντρό ήτ[00:10:00]αν τότε, πάει και κρύβεται από πίσω. Και τον ρώτησα: «Καλά δε σε πήρανε;». «Από δίπλα μου πέφταν σφαίρες» λέει. Τώρα δεν θέλαν να τον σκοτώσουνε; Τυχερό είχε; Κρύβεται πίσω απ' το λευκάδι και περιμένει τώρα. Μόλις τελείωσε η δουλειά, πού να γυρίσει πίσω το παιδί; Πάνω απ’ τα πτώματα περνούσε. Σου λέει θα φύγω στη θέση Ρούγκο, είναι η βίλα του Τσιούλη εκεί πέρα. Μόλις φτάνει εκεί πέρα, οι παλικαράδες εκεί ήτανε. 

Ν.Σ.: Οι αντάρτες. 
Κ.Σ.:

Ο Καπετάν Υψηλάντης, ο κλεφτοκοτάς. Βλέπανε πώς σκοτώνουν τον κόσμο, πώς καίνε τα σπίτια τους, τα σπίτια, και πώς σφάζουν τον κόσμο, πώς ξεκοιλιάζουν τις γυναίκες. Το παίρνουν το παιδί, το βγάζουν εκεί πέρα —είναι δύο εκκλησίες, ο Άγιος Μάρκος από κάτω— και του λένε: «Τώρα φύγε, από εδώ κάτω είναι το μοναστήρι». Εκεί βρήκε τη μάνα του με τ’ άλλα τα μωρά, με τ’ άλλα τα παιδιά.  Αυτοί εκεί πέρα, όσα σπίτια ήτανε κλειστά δεν τα πειράξανε. Τώρα που λένε ότι γινότανε πλιάτσικο και, ξέρω ‘γω, οι Γερμανοί δεν την κάνανε αυτή τη δουλειά. Αν έγιναν αυτά, πλιάτσικο ας πούμε, ήταν από άλλους, απ’ τους δικούς μας. Γιατί με τους Γερμανούς μαζί ήταν και —δυο χωριά απ’ την άλλη μεριά απ’ το χωριό μας, Βέργα και Βασιλειάδα— ήταν οι Κομιτατζήδες. Οι λεγόμενοι Κομιτατζήδες. Αυτούς  τους γνωρίσανε, ορισμένους γνωρίσανε, τους γνωρίσαν. Αυτοί αν κάνανε το πλιάτσικο, οι Γερμανοί όχι.  Τώρα να σου πω κάτι άλλο. Η θεία μου η μία, η Μαριγούλα η Τριανταφύλλου, τη γλύτωσαν Γερμανοί, γνήσιοι Γερμανοί. Πήγανε, ήταν έξω αυτή, πέντε παιδιά είχε. Η μία ήταν μεγάλη, τότε θα 'ταν 15, η Σουλτάνα ήταν ίσα με μένα, ο Γιώργος... με τη σειρά. Πάει ο Γερμανός: «Φύγετε —λέει—, Raus! Raus!». «Γιε μου —λέει—, να πάρω —σάμπως καταλάβαινε ο Γερμανός τι έλεγε— να πάρω μια βελέντζα», ξέρω ‘γω. «Φύγε —λέει—, φύγε». Παίρνει ένα ψωμί —αυτή, ίσα με μένα, η ξαδέρφη μου η Σουλτάνα, στην Αμερική είναι αυτά όλα—, το βάζει στην αμασχάλη, κατεβαίνουν κάτω. Μόλις βγαίνουν έξω απ’ το χωριό, απ’ την άλλη μεριά απ’ το σπίτι μας, εκεί ρίχνουν μια ριπή και παίρνουνε... η ξαδέρφη μου που έχει το ψωμί δεν κατάλαβε: «Ένα τσούξιμο —λέει— κατάλαβα μόνο». Ξυστά την πήρε. Και φεύγοντας, έξω απ’ το χωριό, γυρνάει η μάνα της και βλέπει κόκκινο το ψωμί με αίμα. Εκεί κατάλαβαν ότι τραυματίστηκε. Και όταν φεύγαν οι Γερμανοί, η άλλη η θεία μου, η Αλεξάνδρα η Καρακούτα, καλά λέω, μόλις είδε ότι σκοτώθηκε η αδερφή της στην αυλή περίπου —έβλεπε απ' το παράθυρο αυτή, αλλά κλειστές οι πόρτες— ανοίγει την καταπακτή —γκλαβανή το λέγαμε εμείς— ανοίγει, είχε σκάλα, και κατεβαίνει κάτω, στα υπόγεια. Είχε ένα καζάνι μεγάλο από τυροκομείο και βάζει το παιδί από κάτω και είναι έτοιμη αν έρθουνε, δεν μπήκαν οι Γερμανοί όμως, κλειστές οι πόρτες, δεν μπήκαν οι Γερμανοί. Και όταν φεύγαν οι Γερμανοί, φεύγανε τραγουδώντας. Γιατί, ξέρεις που καθότανε, στης Ελευθερίας το σπίτι. Ο δρόμος που φεύγανε πολύ κοντά, φαινόταν, έτσι. Τραγουδώντας φεύγανε. Και οι αλήτες, για μένα αλήτες, ο Καπετάν Υψηλάντης, ο αλήτης, λοιπόν που μπορούσε —άντε—, όταν μπαίνανε μέσα... ξέρεις τι μέρος ήτανε, Ιάσονα; Ένα τάγμα σκότωνες με ένα πολυβόλο. Απάνω ήταν έτσι, κάτω ρέματα, θα τους θέριζες όλους. Ξέρεις πώς... μπουλούκι ερχόταν. Όταν ερχόταν, δεν τους πειράξαν, καλά σου λέει: «Μήπως κάνουν χειρότερα», που θα γινόταν το χειρότερο. Όταν φεύγανε, γιατί δε βάλαν δυο πολυβόλα, να τους καθαρίσουν όλους εκεί πέρα; Αφού έγινε η καταστροφή, έγινε, 282 άτομα. Γι' αυτό τον λέω εγώ τον αλήτη, κλεφτοκοτά. Μέχρι εδώ είναι της Κλεισούρας. Τώρα αν θες να ρωτήσεις κάτι άλλο. 

Ι.Ν.:

Θυμάστε τι τραγουδούσανε οι Γερμανοί; 

Κ.Σ.:

Γερμανικά. Τραγούδια γερμανικά, τι θα τραγουδούσαν; Τραγουδώντας —λέει— φεύγανε. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Άρα εσείς αυτές τις ιστορίες τις μαθαίνετε από τον ξάδερφό σας; 

Κ.Σ.:

Σου είπα, απ' τον ξάδερφό μου. Η αδερφή μου η Σουλτάνα μου είπε, που την ώρα που την έδιωξε η μάνα μου, πώς ερχόταν οι Γερμανοί, αλλά τα περισσότερα τα ξέρω απ' τα δυο τα παιδιά, απ' τα δυο ξαδέρφια μου. 

Ι.Ν.:

Τα μάθατε καιρό μετά; Έγινε γνωστή η είδηση εκεί που ήσασταν για την καταστροφή στην Κλεισούρα; 

Κ.Σ.:

Αυτά που— 

Ι.Ν.:

Ναι. 

Κ.Σ.:

Αυτά μετά που... γιατί με τον Βασίλη τον ξάδερφό μου μαζί παίζαμε, γειτονιά ήμασταν. Και όταν, μετά απ' το κάψιμο, έναν χρόνο, ένα-δύο χρόνια ήταν στο χωριό, μετά φύγανε. Αυτά μου τα είχε πει όχι μία φορά, γιατί υπηρετούσαμε και μαζί. 

Ι.Ν.:

Πρώτη φορά πότε μάθατε ότι καταστράφηκε το χωριό—

Κ.Σ.:

Πρώτη φορά, μετά που... Τα έμαθα πρώτα από την αδερφή μου, εν ολίγοις πώς έγινε, και απ'[00:15:00] τις θείες μου. Μας τα λέγανε, γιατί είχα μείνει ορφανός εγώ και... ναι. Αλλά απ' τον ξάδερφό μου και την ξαδέρφη μου τα 'μαθα μετά. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Και εσείς στην Κλεισούρα πότε επιστρέψατε πάλι; 

Κ.Σ.:

Στην Κλεισούρα... Είχαμε κατέβει στο Βαρικό, σου είπα. 

Ι.Ν.:

Ναι. 

Κ.Σ.:

Γιατί ο πατέρας μου ήταν αλευράς. Ήταν πρώτα αγωγιάτης. Μετά που έγινε, το 1928 ο δρόμος άσφαλτος Αμύνταιο-Καστοριά, άρχισαν να κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα και τα αγώγια με τα ζώα που κάναν αυτά σταματήσανε. Και ο πατέρας μου έγινε αλευράς. Αγόραζε σιτάρια από χωριά της Πτολεμαΐδας και τα άλεθε στο Βαρικό. Ενώ η Κλεισούρα είχε 3 αλευρόμυλους, δεν άλεθε εκεί πέρα. Ήταν πονηροί οι δικοί μας. Και άλεθε σε έναν, της γιαγιάς του θείος, ο Γιώργος ο Νάνου. Ο μύλος του Γιώργου του Νάνου άλεθε 80% για τον πατέρα μου και ούτε 20% για τους άλλους, γιατί πουλούσε πολύ αλεύρι ο πατέρας μου. Και όταν δεν προλάβαινε εκεί, ερχόταν στο Λέχοβο, άλεθε το αλεύρι. Και μας πήρε, μέναμε εκεί από... μέχρι τον Νοέμβριο περίπου. Φύγαμε από εκεί, αλλά όλη μέρα πάλι γυρνούσαμε, όλη μέρα ήμασταν στο Βαρικό, το βράδυ γυρνούσε σ' ένα χτήμα. Ήταν μια άλλη ιστορία. Να την πω; 

Ι.Ν.:

Πείτε, πείτε, ό,τι θέλετε.

Κ.Σ.:

Επειδή, ξέρεις, τα βλαχοχώρια ήταν οι Ρουμάνοι, προπαγάνδα, η ρουμανική προπαγάνδα, πρέπει να το ξέρεις αυτό. Στα χωριά που μιλάνε τα—

Ν.Σ.: Σλαβομακεδόνικα. 
Κ.Σ.:

Ε; 

Ν.Σ.: Τα Σλαβομακεδόνικα. 
Κ.Σ.:

Τέλος πάντων, εντάξει. 

Ν.Σ.: Ναι. 
Κ.Σ.:

Ναι. Ήταν η Βουλγαρία. Αυτό είναι γνωστό, δεν το λέω εγώ, ήταν ο Κάλτσεφ, ο Κάλτσεφ, ναι. 

Ν.Σ.: Είχαν βουλγαρική προπαγάνδα εκεί. 
Κ.Σ.:

Ναι. Και γινόταν αυτή η προπαγάνδα. Οι αδερφές μου ήτανε μεγάλες. Η μικρότερη ήτανε γύρω στα 15 και η άλλη ήτανε 18-20. Κάθε μέρα, τελευταία δηλαδή, Οκτώβριο-Νοέμβριο γινότανε... μαζεύανε τους νέους όλους στο σχολείο του Βαρικού και εκεί γινότανε χοροί, ξέρω ‘γω, και η προπαγάνδα, όμως, δούλευε. Και λέγαν κάτι τραγούδια... Τέλος πάντων, δεν θα τα πω εδώ αυτά, να μην ακουστούν, δε θέλω να τα ακούσουν. Το Βαρικό έχω... το Βαρικό μας υποστήριξε πάρα πολύ— 

Ν.Σ.: Έτσι. 
Κ.Σ.:

Και δεν θέλω να κατηγορήσω το Βαρικό. Γιατί υπάρχουν ορισμένοι Κλεισουριώτες που κατηγοράν το Βαρικό, λάθος. 

Ι.Ν.:

Γιατί το κατηγορούν το Βαρικό; 

Κ.Σ.:

Λόγω—

Ν.Σ.: Λόγω γλώσσας, λόγω άλλης φυλής—
Κ.Σ.:

Λόγω γλώσσας, ναι. 

Ν.Σ.: Ναι, είναι Σλαβόφωνοι. 
Κ.Σ.:

Τα Σλαβομακεδόνικα αυτά που λένε και... Ενώ είναι λάθος αυτοί που κατηγοράν το Βαρικό—

Ν.Σ.: Ενώ το Βαρικό με την Κλεισούρα —παρεμβαίνω τώρα, έτσι;—, ενώ το Βαρικό με την Κλεισούρα είχανε πάντα πολύ καλές σχέσεις. 
Κ.Σ.:

Πολύ καλές. Εμένα ακόμα μου λένε από το Βαρικό είσαι—

Ν.Σ.: Όταν έγινε η σφαγή, πήγαν και τους φιλοξένησαν για πολύ μεγάλο διάστημα, στα είπε κιόλας κι ο θείος. 
Κ.Σ.:

Υπήρχε σπίτι στο Βαρικό που φιλοξενούσε τρεις οικογένειες απ' την Κλεισούρα. 

Ν.Σ.: Μετά τη σφαγή. 
Κ.Σ.:

Για λίγο καιρό, μέχρι που να διορθωθεί το πράμα. 

Ι.Ν.:

Άρα η—

Κ.Σ.:

Εμείς μείναμε εκεί μέχρι τον Νοέμβριο, φύγαμε σ' ένα κτήμα, ο Νίκος ξέρει, πολύ κοντά απ’ το Βαρικό, και... αλλά όλη μέρα ήμασταν στο Βαρικό, σ΄ αυτό το σπίτι και στις θείες μου. Οι δυο θείες μου ήταν στο Βαρικό, οι αδερφές της μάνας μου. Και όλη μέρα... το βράδυ γυρνούσαμε, για να μην πάνε οι αδερφές μου στο σχολείο που γινότανε... ναι. Και από εκεί μετά, την άνοιξη του ‘45, φύγαμε, πήγαμε στο χωριό, στην Κλεισούρα. 

Ι.Ν.:

Η εικόνα του χωριού τότε πώς ήτανε, όταν πήγατε το ‘45; Η Κλεισούρα—

Κ.Σ.:

Ναι. 

Ι.Ν.:

Όταν πήγατε, το ‘45, πώς ήταν το χωριό τότε; Φαινόντουσαν οι καταστροφές που είχανε γίνει; 

Κ.Σ.:

Κοίταξε, πολλά σπίτια δεν είχανε καεί. Μπροστά απ' το δικό μας το σπίτι, τρία σπίτια δεν κάηκαν, επειδή ήταν κλειστά. Και σε πολλά... σ' ένα μέρος, εκεί στου Σίνα, πέντε σπίτια με τη σειρά δεν κάηκαν. Και κάηκε το σπίτι του καπετάν Ανδρέα που ήταν φιλογερμανός. Εκείνο το κάψανε. Τα άλλα από πάνω δεν... ήταν κλειστά και δεν τα κάψανε. Εμείς πήγαμε και μέναμε σ' ένα... είχαν φύγει πολλοί Κλεισουρείς, είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη. Τα σπίτια, όμως, δεν είχαν καεί και τα νοικιάσανε. Τα νοικιάσανε; Μπαίναν... τους βάζαν, έβαλαν τον κόσμο μέσα. Ναι, ορισμένοι φύγαν όμως. 

Ι.Ν.:

Εσείς όταν μάθατε ότι πέθανε η μητέρα σας... Όταν μάθατε ότι πέθανε η μητέρα σας στη σφαγή—

Ν.Σ.: Σκοτώθηκε. 
Ι.Ν.:

Ότι σκοτώθηκε από τους Γερμανούς, πώς νιώσατε, θυμάστε; 

Κ.Σ.:

Τώρα μικρός ήμουνα, πώς να... Ε[00:20:00]γώ το μόνο που έτσι μου κακοφάνηκε λίγο, που μου κακοφαινόταν πολύ... γιατί παίζαν τα παιδιά τώρα και φωνάζαν: «Μαμά», ξέρω ‘γω, κι εγώ έλεγα: «Εγώ τώρα τι;». Δηλαδή, μου έχει μείνει αυτό το πράγμα. Ακόμα, έχω γίνει 86 χρονών και όταν... το έχω έτσι παράπονο και δεν την έχω δει στο όνειρο καμιά φορά, το ‘χω παράπονο. Δηλαδή, ακόμα τώρα, 86 χρονών είμαι, και με πιάνουνε τα κλάματα, όταν μιλάω και όταν ακούω, έτσι να μιλάν για μάνες. Τι να κάνουμε; Αυτή ήτανε... τότε έτσι γινότανε. Άσχημα χρόνια, παιδιά, να μην τα δείτε εσείς. 

Ι.Ν.:

Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Κλεισούρας θυμάστε τι στάση είχανε κρατήσει μετά το κάψιμο; Είχανε κατηγορήσει τους αντάρτες, είχανε κατηγορήσει μόνο τους Γερμανούς, τι γνώμη είχε ο κόσμος; 

Κ.Σ.:

Αυτοί που πάθανε ζημιά κατηγορήσαν και τους αντάρτες, βέβαια. Δηλαδή, τι έκανες; Σκότωσες δυο Γερμανούς και τελείωσε η Γερμανία; Και γιατί δεν κάθεσαι να πολεμήσεις; Που λένε ότι... αυτό το άκουσα και όταν γίνεται το μνημόσυνο, όχι τώρα, προτού λίγα χρόνια: «Έγινε —λέει— πόλεμος, —λέει— πολεμήσαν». Ψέμα. Δεν ρίξαν, εκτός απ' τους δύο Γερμανούς, δεν ρίξαν μία σφαίρα. Σας είπα ότι κοιτούσαν πώς σφάζανε τον κόσμο και πώς καίνε τα σπίτια. Λένε για τον πόλεμο, αλλά ο πόλεμος αυτός έγινε, όταν έγινε η οπισθοχώρηση με τους Γερμανούς, τότε που οπισθοχώρησε ο στρατός έγινε, ναι. Στο... από κει που σκοτώσαν εκείνους, ψηλά, επάνω στο βουνό, εκεί έγινε. Και σκοτωθήκανε—

Ν.Σ.: Το ‘41. 
Κ.Σ.:

Στρατιώτες, ήταν οπισθοχώρηση, απ' τη μεριά του Λεχόβου και τους κατέβασαν μετά στο Λέχοβο. Υπάρχει μνημείο μπαίνοντας στο Λέχοβο, από δω, απ’ το Αμύνταιο. Το ξέρεις, Νίκο, εσύ. 

Ι.Ν.:

Να ρωτήσω κάτι άλλο. Αν δεν κάνω λάθος, στην περιοχή, και πριν το κάψιμο ακόμα και σε γύρω χωριά, δρούσαν τα τάγματα του Πούλου. Τα θυμάστε εσείς; 

Κ.Σ.:

Ναι. Ήταν ο καπετάν Αντρέας, ο δικός μας, απ΄ την Κλεισούρα. Και ήταν στημένος για λίγο διάστημα, νομίζω, στο Νταούλι. Όσο ήταν αυτός, δεν πειράχτηκε η Κλεισούρα. Μόλις έφυγε αυτός, άρχισε... έγινε και αυτή η δουλειά που έγινε. 

Ν.Σ.: Ήταν γερμανικό φυλάκιο. 
Κ.Σ.:

Ε; 

Ν.Σ.: Είχε γερμανικό φυλάκιο. 
Ι.Ν.:

Και ο καπετάν Αντρέας τι ήτανε; 

Ν.Σ.: Πρώην Μακεδονομάχος. 
Κ.Σ.:

Πρώην Μακεδονομάχος, βέβαια. Τώρα πώς—

Ν.Σ.: Μετά φιλογερμανός. 
Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Κ.Σ.:

Μετά έφυγε και πήγε κάτω, στην Κρύα Βρύση, μου φαίνεται, είχανε πάει με τον Πούλιο. 

Ν.Σ.: Πούλο. 
Ι.Ν.:

Να ρωτήσω και δύο πράγματα για πριν το κάψιμο. Στο χωριό είχατε πείνα στην κατοχή; 

Κ.Σ.:

Ναι. Πείνα, παιδιά... Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, τώρα ο πατέρας μου —τι είχε δεν ξέρω, που... κάτι είχε ακούσει;— όσα λεφτά είχε, πήγε αγόρασε σιτάρι, δύο τόνους. Δύο τόνοι είναι 20 φορτιά, τότε με τα ζώα. Από 100 οκάδες... από 50 οκάδες ήταν το τσουβάλι. Και το θυμάμαι ακόμα. Είχαμε σπίτι μεγάλο, ήταν διάδρομος, σαλόνι, έτσι, και 4 δωμάτια. 3 δωμάτια και... ναι. 2-3 δωμάτια και κουζίνα, μεγάλα, 4×4. Και θυμάμαι... Δηλαδή, 10 μέτρα έτσι; Με αυτό το φάρδος, μπορεί να ήταν και περισσότερο. Λοιπόν σε μια γωνία ήταν τσουβάλια αραδιασμένα. Ήρθαν οι Γερμανοί και τα σηκώσανε. Πείνα; Έχεις δει στην τηλεόραση πρησμένα παιδιά απ’ την πείνα έξω; Έχεις δει; 

Ι.Ν.:

Ναι, έχω δει. 

Κ.Σ.:

Εγώ τα είδα στο σπίτι μου μπροστά. Αυτά του... απ’ τους κλαριντζήδες. 

Ν.Σ.: Του Κάλα. 
Κ.Σ.:

Του Κάλα, του Βούκα του... όλοι αυτοί. Αυτοί ήταν οι—

Ν.Σ.: Οι φτωχές οικογένειες. 
Κ.Σ.:

Οι φτωχές οικογένειες. Και σου λέει τώρα: «Πού —στέλναν τα παιδιά οι μάνες— πού θα πάτε. Πάτε εκεί, στου Σιώκη», αλευράς ο πατέρας μου, σου λέει κάτι θα ‘χει. Είχαμε και πρόβατα όμως —τα πρόβατα τα είχε ο παππούς μου, της μάνας μου— και δεν πεινάσαμε. Είχαμε τα πρόβατα. Ο πατέρας μου είχε σιτάρι εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν υπήρχε χρήμα, πώς θα το πάρεις; Και αναγκαζότανε —που δεν είχε καμιά σχέση με κάρβουνα ο πατέρας μου, ξυλοκάρβουνα, καμίνι— αναγκάστηκε να κάνει καμίνι, να πηγαίνει —με είδος—, να δίνει το κάρβουνο και να παίρνει λίγο σιτάρι για μας, όχι για... δεν μπορούσε να πουλήσει, ήθελε λεφτά. 

Ι.Ν.:

Αυτά ποια χρονιά, κύριε Κώστα; 

Κ.Σ.:

Αυτά πρέπει να ήταν το ‘42; Τότε ήταν η πείνα. 

Ν.Σ.: Στην κατοχή. 
Κ.Σ.:

Ε; 

Ν.Σ.: Στη μέση της κατ[00:25:00]οχής. 
Κ.Σ.:

Ναι, ναι. Εμείς δεν πεινάσαμε, δεν ξέρω. Εγώ δεν θυμάμαι πείνα. Ψωμί έκοβε η μάνα μου μια φέτα, έτσι, ολόκληρο καρβέλι, όπως ήτανε έτσι. Ο Τάκης ο Παπαντούλας με τον αδερφό μου βοσκούσαν τα αρνιά κάτω απ’ το σπίτι μας και ερχόταν στο σπίτι, σε μας, τους έδινε η μάνα μου από μια φέτα, που λες, με τυρί εκεί πέρα... δρόμο. Και ακολουθούσα κι εγώ από πίσω, μικρός. Δεν πεινάσαμε, σαν οικογένεια λέω. Ούτε και η δικιά τους η οικογένεια πείνασε, ο παππούς... ο προππάπους του με τον πατέρα μου πρώτα ξαδέρφια. Ούτε κι αυτοί πεινάσανε. Εμείς, η κάτω γειτονιά, σπάνια να ήτανε—

Ν.Σ.: Επειδή είχανε ζώα. 
Κ.Σ.:

Είχανε ζώα, είχαν λίγα χωραφάκια—

Ν.Σ.: Όχι γάλα, όχι—
Κ.Σ.:

Ναι, ναι, ναι. Ο Τρύπης, θυμάμαι τον Τρύπη τον—

Ν.Σ.: Ο δάσκαλος. 
Κ.Σ.:

Ο Γιώργος. Ναι, ο δάσκαλος. Ο δάσκαλος ο Τρύπης ήτανε πελάτης του πατέρα μου, έπαιρνε αλεύρι απ' τον πατέρα μου. Είχε δυο αγόρια και —ο Γιάννης, ο Πέτρος— και ένα κορίτσι είχε μου φαίνεται; Δεν θυμάμαι. Δύο κορίτσια; Ναι. Και ήταν πελάτης του πατέρα μου. Με την πείνα, όμως, δεν μπορούσε να του... κάπου κάπου του 'δινε, ας πούμε, ό,τι μπορούσε, αλλά δεν έφτανε. Και ένα βράδυ έρχεται... Εμείς τα πρόβατα τα είχε ο θείος μου ο Γιάννης, του Θεόφιλου ο μπαμπάς, τον είχαν με τα πρόβατα, τα είχαμε στην αυλή. Έρχεται ο δάσκαλος ο Τρύπης. Η μάνα μου είχε ετοιμάσει ένα —ταβάς λεγόταν— ταψί μεγάλο, έτσι βαθουλωτό, είχε τρίψει και ψωμί με γάλα και κάτι χόρτα, έτσι πράσινα, και το 'χε βάλει στο παράθυρο, άνοιξη ήτανε, να κρυώσει λίγο. Να τος ο μπαρμπα-Γιώργης, ο Τρύπης, έρχεται. Με τον πατέρα μου μεγάλες φιλίες, τώρα τι είπαν, τι δεν είπαν, δεν ξέρω, η ώρα περνάει όμως. «Ρε Όπη —λέει—, βάλε να φάμε τώρα όλοι μαζί». Βάζουνε το —σουφράς λεγότανε— το τραπέζι, έτσι χαμηλό, βάζει εκεί και τρώμε όλοι. Και εκεί είδα τον Γιώργο τον Τρύπη, κάθισε ο άνθρωπος, έφαγε μαζί. Τώρα τι έγινε μετά από κει και του έδωσε ο πατέρας μου λίγο αλεύρι... αν χρειαζόταν. Γιατί σίγουρα χρειαζόταν, για αλεύρι ήρθε ο άνθρωπος, ναι. Και το εκτιμούσε όμως. Και τα παιδιά του, ειδικά ο Γιάννης ο Τρύπης, ο μακαρίτης, ο στρατηγός της χωροφυλακής. Εκείνος κάθε φορά που τύχαινε να ανταμώσουμε, πάντα μου ‘λεγε. Και ερχότανε μια δόση ο Γιάννης, ο μακαρίτης, από την Καστοριά, επειδή ήταν στη Φλώρινα τότες και ερχόταν... έπαιζε η Φλώρινα με την Καστοριά. Ανεβαίνοντας απ' τη Βέροια πάνω, τους πιάνει το χιόνι, δεν παν τα αυτοκίνητα. Τους παίρνει όλη την ομάδα και όσο κόσμο και τους κατεβάζει στο Λέχοβο με τα πόδια, μακριά. Είμαι στο καφενείο εγώ, να τος ο Γιάννης. Μιλάμε εκεί πέρα. Ο καφετζής, όμως, εκεί πέρα, ό,τι... αδειάσαν. «Να φαν τα παιδιά όλα» λέει. Τελείωσε, δεν είχε άλλο ψωμί, πού να το βρει τώρα; 3, 4, 5 ψωμιά, όσα είχε ο άνθρωπος... Με λέει εμένα: «Κώστα —λέει—, πάνε και πες στον μπαμπά σου: "Ψωμί θέλουμε"» λέει. Πάω λέω τον πατέρα μου, λέω: «Πατέρα έτσι κι έτσι, είναι ο Γιάννης ο Τρύπης». «Πάρε ένα καρβέλι ψωμί —λέει—, πάρε και δυο πλάκες τυρί». Και τον είπα εγώ: «Γιάννη, έλα στο σπίτι». «Όχι —λέει—, δεν μπορώ να αφήσω τα παιδιά». Ήτανε ωραίος ο Γιάννης. Πήγα εκεί πέρα, μοίρασε όσο μοίρασε και μετά έφαγε αυτός, ο γιος του Τρύπη, ο στρατηγός, αυτό. Λοιπόν παρακάτω, τι να πούμε; 

Ι.Ν.:

Παρακάτω. Να ρωτήσω, η σχέση η δικιά σας με τη μητριά σας ποια ήτανε; 

Κ.Σ.:

Πολύ καλή. Μπορώ να σου πω... σου είπα ότι μπορεί να μ’ αγαπούσε και περισσότερο απ’ τη μάνα μου. Επειδή εγώ μ’ άρεζε πολύ ο χορός, στα πανηγύρια και στα αυτά ήμουνα πρώτος. Στα κλαρίνα ό,τι είχα εδώ...

Ι.Ν.:

Τι χορεύατε, τι χορούς; 

Κ.Σ.:

Τσάμικο, ήμουνα... ο πρώτος μου χορός ήταν τσάμικο, μέχρι που ήμουνα νέος. Τελευταία τώρα, προτού καμιά δεκαριά χρόνια, μπορεί και παραπάνω, σταμάτησα το τσάμικο, λόγω... είχα πάθει ένα ατύχημα εγώ, έπεσα απ’ τη στέγη πάνω. Λοιπόν και όταν... ελεύθερος ακόμα, είχε μια πίστα στο Λέχοβο, εκεί γινόταν ο χορός, πήγαινα στο σπίτι ιδρωμένος, μ’ έπαιρνε φανελίτσα —και τότες δεν υπήρχαν φανελίτσες, φανέλα λίγο χοντρή—, με πήγαινε δίπλα στο σπίτι, μου την έβγαζε, μου έβαζε στεγνή. Που καμιά μάνα δεν το ΄φτιαχνε στα παιδιά. Εάν άκουγε ότι είπες μια κουβέντα για τον Κώστα, για μένα, μπορούσε να σε ξεσκίσει. Μ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Με μεγάλωσε και τα παιδιά μου. Δεν παύει, όμως... Εγώ σου είπα και προηγουμένως ότι δεν μπορούσα να τη φωνάξω μαμά. Ενώ την αγαπούσα, την κράτησα... μέχρι που πέθανε, εγώ την είχα. Η γυναίκα μου. Και ρωτούσαν οι φιλενάδες της γυναίκας μου: «Η γιαγιά —λέει— είναι μητριά του;». «Μητριά —λέει—, η πεθερά σου είναι μητριά;» λέει. «Ναι —λέει— του Κώστα, ναι». «Και είστε μαζί[00:30:00];». «Γιατί να μην είμαστε μαζί;». 40 χρόνια, πάνω από 40 χρόνια με τη μητριά μου. Μας αγαπούσε πολύ όμως. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσε, δεν μπορώ να πω, δεν έχω παράπονο. 

Ι.Ν.:

Κάτι άλλο τώρα να ρωτήσω πάλι για την κατοχή. Άλλες συρράξεις πολεμικές ή βομβαρδισμούς ή τέτοια στο χωριό θυμάστε; 

Κ.Σ.:

Πολεμικές; 

Ι.Ν.:

Ναι.  

Κ.Σ.:

Μετά απ’ το ‘45 θυμάμαι ορισμένα πράματα, όπως... γιατί ήμασταν στο Αμύνταιο. 

Ι.Ν.:

Για πριν, για την κατοχή. 

Κ.Σ.:

Για την κατοχή, όχι. 

Ι.Ν.:

Εβραϊκό πληθυσμό είχε το χωριό—

Κ.Σ.:

Για την κατοχή θυμάμαι τότε που, με την οπισθοχώρηση που σου είπα, εκείνο το... εκεί θυμάμαι που έγινε πόλεμος, πολεμήσανε, που σκοτωθήκανε οι φαντάροι και τους κατεβάσαν στο Λέχοβο, απ' την άλλη μεριά. Γιατί είναι το βουνό εκεί πέρα, από δω μεριά είναι η Κλεισούρα, απ’ την άλλη μεριά είναι το Λέχοβο, και επειδή είχαν σκοτωθεί απ' την άλλη μεριά, πήγαν οι Λεχοβίτες, τους μάσανε και τους κατεβάσανε κάτω. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Το χωριό, στην Κλεισούρα, είχε Εβραίους; 

Κ.Σ.:

Όχι. 

Ι.Ν.:

Όχι, δεν είχατε. 

Κ.Σ.:

Καθαρόαιμοι Βλάχοι. Δεν υπήρχε άλλο—

Ι.Ν.:

Α, ήτανε μόνο Βλάχοι στο χωριό 

Κ.Σ.:

Μόνο Βλάχοι. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Κ.Σ.:

Θυμάσαι καμιά περίπτωση, Νίκο; Όχι, δεν υπάρχει, όχι. 

Ι.Ν.:

Ωραία. Κύριε Κώστα, θέλετε να πούμε κάτι άλλο; 

Κ.Σ.:

Τι θέλετε να σας πω; Να πω αυτά που... ναι. 

Ι.Ν.:

Για το τέλος να σας ρωτήσω ότι... τι κρατάτε; Πώς νιώθετε τώρα που χάσατε τόσους συγγενείς; 

Κ.Σ.:

Περάσαν τόσα χρόνια, Ιάσων, και ξεχαστήκαν όλα αυτά. Σου είπα, το παράπονό μου είναι αυτό, που δεν μπόρεσα να δω ούτε στο όνειρο τη μάνα μου. Κατά τ’ άλλα... Παράπονο είναι, γιατί έφυγε άδικα. Χωρίς να φταίνε φύγανε όλοι, όχι μόνο η μάνα μου, 282 φύγαν άδικα, χωρίς να φταίνε. Χωρίς να φταίνε. Κι αφού ξέρανε οι αλήτες τι θα γίνει σκοτώνοντας... Δεν φτάνει που τους σκοτώσανε, τους κάναν και τα αίσχη που τους κάνανε. Ξέρεις τι τους κάνανε; Δεν ξέρεις τι τους κάνανε; 

Ι.Ν.:

Θέλετε να πείτε; 

Κ.Σ.:

Να το πω, γιατί να... δεν είναι κρυφό. Τους κόψαν τα γεννητικά όργανα, τους ξεγυμνώσαν, τους πήραν τα ρούχα και τις μπότες και τα πάντα όλα, τους κόψαν τα γεννητικά όργανα και τους τα βάλαν στο στόμα. 

Ι.Ν.:

Αυτό ποιοι—

Κ.Σ.:

Και δεν ντρέπονται καθόλου. Και αυτή που είπε ότι φίλος ο μπαμπάς της με τον... 

Ι.Ν.:

Αυτό ποιοι το κάνανε. 

Κ.Σ.:

Ο καπετάν Υψηλάντης, τα παλικάρια του. 

Ι.Ν.:

Και σε ποιους το κάνανε; Σε ποιους το κάναν αυτό; 

Κ.Σ.:

Στους Γερμανούς. Σκοτώσαν τους Γερμανούς, αυτά που είπα τους τα κόψαν, τους τα βάλαν στο στόμα και σηκωθήκαν και φύγαν. Τους πήραν και τα ρούχα, τους αφήσαν γυμνούς. 

Ι.Ν.:

Αυτά ήταν τα γεγονότα πριν το κάψιμο. 

Κ.Σ.:

Από εκεί ξεκίνησε το κάψιμο μετά. Σκοτώσαν τους δύο, τους κάναν αυτό που τους κάνανε και ήρθαν οι Γερμανοί και κάψαν το χωριό μετά, εκείνη την ημέρα έγιναν όλα. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. Εσείς αυτό το γεγονός που έγινε με τους Γερμανούς, πριν γίνει το κάψιμο, από που το μάθετε; 

Κ.Σ.:

Για αυτό που—

Ι.Ν.:

Ότι έγινε το γεγονός, θυμάστε να το συζητάνε στο χωριό; 

Κ.Σ.:

Το συζητούσαν στο χωριό. Το συζητούσαν στο χωριό. 

Ι.Ν.:

Και υπήρχε ήδη από τότε ο φόβος ότι μπορεί να υπάρξουνε αντίποινα ή δεν το υποψιαζόντουσαν; 

Κ.Σ.:

Κοίταξε, η Κλεισούρα κάηκε από τα τελευταία χωριά. Η καταστροφή της Κλεισούρας ήταν απ' τα τελευταία χωριά, γιατί οι Γερμανοί τον Σεπτέμβρη φεύγανε. Φύγανε, ήδη είχαν αρχίσει να φεύγουνε. Και ενώ ξέραν τι θα γίνει, γιατί σκοτώνοντας έναν... εκατό. Ξέραν τι θα γίνει. 

Ι.Ν.:

Το περιμένανε, δηλαδή, οι κάτοικοι ότι θα υπάρξουνε— 

Κ.Σ.:

Οι κάτοικοι δεν το περιμέναν, πού να ξέρουν, δεν το περιμέναν οι κάτοικοι. Γιατί αν το περιμένανε... Είπε κι αυτός, ο αλήτης, ότι... να μείνουν τα γυναικόπαιδα. Ενώ στο Λέχοβο αντιθέτως, επειδή ήταν ο καπετάν Αμύντας... Ο καπετάν Αμύντας ήταν με τον ΕΛΑΣ.

Ι.Ν.:

Ναι. 

Κ.Σ.:

Λοιπόν, μετά πήγε και με το δεύτερο. Άλλη δουλειά αυτή. Λοιπόν, τους είπε, μόλις έμαθε ότι θα... Δεν σκότωσαν Γερμανό. Στο Λέχοβο δεν σκοτώθηκε Γερμανός. Τώρα ποιος ο λόγος που... επειδή ήταν ο καπετάν Αμύντας, ήρθαν να κάψουν το... Η προπαγάνδα δούλευε και απ’ τη μια και απ’ την άλλη και λέει στο χωριό: «Σηκωθείτε και φύγετε όλοι. Φύγετε όλοι απ’ το χωριό». Ήρθαν οι Γερμανοί, κάψαν όλα τα σπίτια. 

Ι.Ν.:

Στο Λέχοβο. 

Κ.Σ.:

Στο Λέχοβο. Ζήτημα να μείναν 10 σπίτια κι αν μείναν. Το κάψαν. Αλλά δεν σκοτώθηκε ούτε ένας, γιατί δεν υπήρχε, όλοι φύγαν στα βουνά. Τους είπε ο Αμύντας: «Φύγετε», γιατί ήξερε τι θα γίνει. Αυτό έγινε το ‘43, προτού την Κλεισούρα. Και το ‘48 πάλι γλύτωσε ο Αμύντας, σαν αντάρτης π[00:35:00]ου ήτανε με τα... εγώ τους λέω κατσαπλιάδες. Λοιπόν, έμαθε ότι θα μάσουν όλα τα παιδιά και ειδοποιεί τον πρόεδρο του Λεχόβου: «Γρήγορα —λέει— να φύγουν όλα τα παιδιά. Πήγαινε στο Αμύνταιο, να στείλουνε φάλαγγα στρατό». Πήγε φάλαγγα, έμασε όλα τα παιδιά. Είχε πολλά παιδιά, το Λέχοβο μπορεί να είχε και 300 παιδιά. Γιατί τότε δεν υπήρχε ένα παιδί και σταματάμε. 5, 6, 7, 8. 8 είχε ο πεθερός μου. Λοιπόν, πολλά παιδιά. Ήρθανε, τα μάσανε τα παιδιά, τα κατεβάσαν στο Αμύνταιο και γλυτώσαν. Τα φέραν εδώ, στη Θεσσαλονίκη, σε παιδοπόλεις και γλυτώσανε. Ενώ στην Κλεισούρα έγινε το αντίθετο. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Κ.Σ.:

Γλύτωσε... Ο Αμύντας γλύτωσε δυο φορές το Λέχοβο. Μια που κάηκε και μια φορά τα παιδιά. Γιατί όλα αυτά ήταν τα παιδιά... αν προλαβαίναν, γιατί πολλά μείνανε στα ρέματα. 

Ι.Ν.:

Τι εννοείτε; 

Κ.Σ.:

Στα κοφίνια επάνω, όταν τα παίρναν οι αντάρτες. 

Ι.Ν.:

Τι εννοείται μείνανε στα ρέματα; 

Κ.Σ.:

Α, δεν το ξέρεις αυτό. Ξέρεις πόσα παιδιά είχανε μάσει οι αντάρτες και τα πήγανε έξω στα— 

Ι.Ν.:

Απ' το Λέχοβο ή από την Κλεισούρα; 

Κ.Σ.:

Απ' όλη την Ελλάδα, όπου ήταν αυτοί. Απ' τη Μακεδονία περισσότερο. 

Ι.Ν.:

Από την περιοχή εσείς τι θυμάστε; 

Κ.Σ.:

Ναι, περιοχές. Κι από κάτω, κι απ' τη Λαμία, κι από εκεί είχανε μάσει παιδιά. Αλλά εδώ πάνω, στη Δυτική Μακεδονία και εδώ, ειδικά στη Δυτική Μακεδονία, εμάς, πάνω εκεί, όσα ήτανε εδώ τα μαζεύανε. Και τα μωρά παιδιά τώρα πού να τα πας, 2-3 χρονών; Στα κοφίνια και... Σερβία τότε, Σκόπια, τότε ήταν Σερβία, και από εκεί μετά σε άλλα κράτη τα σκορπήσανε. Αλλά πολλά παιδιά πεθάναν έξω, στους δρόμους, γεμίσαν οι λάκκοι, τα ρέματα. Πολλά παιδιά. Και του Νίκου, της γιαγιάς του η αδερφή και ο αδερφός κι αυτά τα είχανε πάρει, αλλά φύγανε, γυρίσανε πίσω, μετά το ‘50 γυρίσαν πίσω. Και άλλα πολλά παιδιά και απ' το Βαρικό πάρα πολλά παιδιά γυρίσαν πίσω. Βέβαια, όσα γλύτωσαν. 

Ι.Ν.:

Μάλιστα. 

Κ.Σ.:

Αυτά, Ιάσονα. 

Ι.Ν.:  Ωραία, θέλετε να πούμε κάτι άλλο;
Κ.Σ.:

Να 'σαι καλά!

Ι.Ν.:

Να 'στε καλά κι εσείς!