© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ένας πετράς από το Μέτσοβο

Istorima Code
22382
Story URL
Speaker
Ιωάννης Μπλίχας (Ι.Μ.)
Interview Date
05/06/2022
Researcher
Καλλιόπη Γιαννούκα (Κ.Γ.)
Κ.Γ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας.

Ι.Μ.:

Γεια σας.

Κ.Γ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ι.Μ.:

Γιάννης.

Κ.Γ.:

Είναι Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022, είμαι με τον κύριο Μπλίχα Ιωάννη στο Μέτσοβο, εγώ είμαι η Γιαννούκα Καλλιόπη ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Γιάννη, θα μας πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας;

Ι.Μ.:

Να σας πω. Από πότε να ξεκινήσω; Από μικρό παιδί; Από μικρό παιδί ξεκίνησα με ζώα και μετά μόλις μεγάλωσα, αποφάσισε η μητέρα μου να με στείλει στην τέχνη. Τέχνη, τι τέχνη; Μαστορική δουλειά. Ξεκίνησα και φτιάχναμε τότε σπίτια με χώμα και η προσπάθειά μου ήτανε για να μάθω το επάγγελμα. Αλλά τότες οι μαστόροι δεν σε πλησιάζαν στην τέχνη, γιατί όπως είναι τα γράμματα δύσκολα, ήταν και το επάγγελμα δύσκολο. Και κοίταγα, εγώ κοίταγα να κοιτάξω πώς δουλεύουν οι μαστόροι και αυτοί με φωνάζαν. Έκανα υπομονή ένα καλοκαίρι και μετά πήρα την απόφαση να μάθω μόνος μου. Εκεί που πήγα να βάλω, να μάθω το επάγγελμα, πετράς δηλαδή, την πρώτη φορά με δέχτηκε ο μάστορας, τη δεύτερη φορά, μόλις είδε γιατί πήγαινα καλά, με άρχισε στο κυνήγημα. Αλήθεια, όχι ψέματα. Μετά σηκώθηκα και έφυγα και πήρα μόνος μου το σφυρί και το ‘χω από το 1962 μέχρι σήμερα.

Κ.Γ.:

Ποιο ήταν αυτοί οι μάστορες, που σας έστειλε η μαμά σας;

Ι.Μ.:

Ήταν οι παλιοί οι παραδοσιακοί μαστόροι, που φτιάχνανε σπίτια με λάσπη τότες, όχι με τσιμέντο, κατάλαβες; Αλλά την τέχνη δεν την δίνανε, δεν την δείχνανε. Μπορούσες να μάθεις μόνος σου; Καλώς. Αλλά, δεν μπορούσες να μάθεις μόνος σου, δεν σε συμβουλεύανε.

Κ.Γ.:

Εσείς είχατε κάποιο σχέδιο ή μόνος σας;

Ι.Μ.:

Όχι. Κοίταζα πώς δουλεύανε οι μαστόροι και κοίταζα να την αρπάξω κι εγώ. Και σιγά-σιγά ξεκίνησα και δούλεψα μόνος μου και έχω κάνει πολλά έργα. Φανταστείτε, απ' το 1962 πόση δουλειά έχω πατήσει.

Κ.Γ.:

Πήγατε σχολείο;

Ι.Μ.:

Στο Δημοτικό.

Κ.Γ.:

Είχατε αδέρφια;

Ι.Μ.:

Είχαμε ναι. Ο καθένας πήγε στο επάγγελμά του. Εγώ μόνος πήγα σ’ αυτό το επάγγελμα, κανένας άλλος. Μετά ξεκίνησε ο δεύτερος. Πήγε, που είχε πάει για ράφτης, και έμαθε κι αυτός την τέχνη τη δικιά μου.

Κ.Γ.:

Οι γονείς σας ασχολούνταν με τα πρόβατα;

Ι.Μ.:

Όχι. Οι γονείς μου πρώτα είχανε ζευγάρι από βόδια και μετά αγοράσαμε τα ζώα και ασχολούνταν αντί για ζευγάρι από βόδια, κάνανε τα χωράφια τότες με τα ζώα, με τ’ άλογα. Καταργήσανε τα βόδια και βγήκαν τ’ άλογα μετά, γιατί ήταν κουραστικά τα… Ήθελε να πας φορτωμένος στο χωράφι.

Κ.Γ.:

Εσείς βοηθούσατε τους γονείς με τα βόδια;

Ι.Μ.:

Τότες δεν προλάβαμε, γιατί ήμασταν μικροί, ήμουν μικρός. Μετά μεγάλωσα και βοηθούσα στο χωράφι. Αλλά ένα χρόνο, γιατί ξεκίνησα από μικρός και έσπερνα, σπέρναμε τα χωράφια. Και να σπείρεις και να σκάψεις, χρειάζεται τέχνη. Ένα ζευγάρι ο πατέρας μου, ένα ζευγάρι εγώ. Ο πατέρας μου είχε το αλέτρι που πέταγε το χώμα απ’ τις δυο μεριές και εγώ είχα τη μηχανή που το σκέπαζε το στάρι. Λέγανε οι αδερφές μου: «Πολλή δουλειά ο Γιάννης κάνει». Και πραγματικά έφτιαχνα, μικρό παιδί. Όταν ήρθε η ώρα να θερίσουμε, η δικιά μου η δουλειά βγήκε άκυρη. Γιατί; Γιατί το χώμα θέλει σκόρπισμα και δεν προλαβαίνανε οι γυναίκες να το σκορπίσουν και δεν θερίστηκε καθόλου το χωράφι. Γι' αυτό χρειάζεται εμπειρία στην κάθε δουλειά. Και βγήκε άκυρη όλη, ενώ του πατέρα μου ήτανε χτένι, σαν ήτανε επαγγελματίας, κατάλαβες;. Αυτή ήταν η πρώτη μου προσπάθεια, που ξεκινούσα να… Και μετά πήγα για να μάθω το επάγγελμά μου.

Κ.Γ.:

Το επάγγελμα αυτό σας άρεσε από μικρός;

Ι.Μ.:

Από μικρός, ναι. Από μικρό παιδί είχα τη φώτιση εκεί, για να πάω για πετράς. Και καθόμουν μικρό παιδί και έσκαβα και έφτιαχνα τοιχάκια μόνος μου. Περνούσε ένας μάστορας εκεί στη γειτονιά και έβλεπε την όρεξή μου και έλεγε στη μητέρα μου: «Καλλιόπη, αυτό το παιδί να το στείλεις για πετρά, γιατί ο καθένας έχει το χάρισμά του». Και αυτή η λέξη έγινε πράξη. Και μετά ερχόταν, όταν ξεκίνησα, ερχόταν και ο ίδιος και με συμβούλευε για να μάθω, γιατί ήταν και αυτός πετράς. Και με συμβούλευε να μάθω πώς να βάλω την πέτρα, γιατί μ’ αγαπούσε, ήμασταν γειτονιά. Αυτός ήτανε –να πω το επίθετο;–, αυτός ήτανε ο πατέρας του μηχανικού που πέθανε προχτές, ο Γιούλης. Και ξεκίνησα και μάθαμε την τέχνη και δουλεύουμε μέχρι σήμερα.

Κ.Γ.:

Ποιο ήταν το πρώτο έργο που φτιάξατε και σε ποια ηλικία;

Ι.Μ.:

Πρώτα πήγα μαθητής. Δουλεύαμε σ’ ένα χωριό, στο Ανθοχώρι, λεγόταν. Και κάθε Σάββατο –δουλεύαμε μ’ έναν Μετσοβίτη εδώ– οι χωριάτες εκεί για να μας ευχαριστήσουν, μας βάζανε φαγητό, Σαββατοκύριακο που λένε. Στο τραπέζι που μας έβαλε ο νοικοκύρης –αυτός είχε πρόβατα–, όταν βλέπω εγώ 3 κομμάτια κρέας. Εγώ που ήμουν μικρό παιδί και πεινούσα το ‘φαγα, χωρίς να ξέρω. Οι δε άλλοι που ήταν έμπειροι και μαστόροι, και τσομπάνηδες, είχανε ζώα, δεν το πειράξανε. Γυρνάει ο μάστορας και μου λέει μετά: «Γιάννη, το ‘φαγες το κρέας;». «Το ‘φαγα». «Δεν κατάλαβες τίποτα;». «Τι να καταλάβω;», του λέω. «Αυτό ήταν από ψόφιο», λέει. «Γιατί εσύ που το κατάλαβες;», του λέω. «Δεν βλέπεις, γιατί το κρέας ήταν μαύρο;», λέει. Γιατί το κρέας όταν δεν σφάζεται στην ώρα του και δεν προλαβαίνεις να το σφάξεις ζωντανό, μαυρίζει αμέσως. Και αυτός που ήταν έμπειρος και είχε τα γίδια και ήξερε, δεν το πείραξε. Και καλοφάγωτο, το ‘φαγα και χόρτασα και ζω, δεν έπαθα τίποτα. Εκεί που ήμουν σ’ αυτή τη δουλειά, βλέπω παρακάτω σ’ ένα σπίτι μία φωτιά στην καμινάδα. Πετάγομαι εγώ –και συγκεκριμένα ήταν το σπίτι του παπά του χωριού–, πετάγομαι εγώ να δω τη φωτιά, τι γίνεται και όταν βλέπω παιδευότανε η φουκαριάρα η παπαδιά και τράβαγε τα μαλλιά απ’ τη φωτιά, γιατί θα ‘παιρνε όλο το σπίτι. Και πρόλαβα και έμασα τα μαλλιά –το μαλλί δηλαδή– και τράβηξα κι αυτή, γιατί θα είχανε καεί όλοι. Αυτήν η χρονολογία το 1962. Τελειώνουμε από κει, ήρθαμε δω, πήγα σ’ άλλη παρέα μετά, και εν συνεχεία δούλεψα μαθητής με άλλους μαστόρους εδώ στο Μέτσοβο. Μετά την άλλη χρονιά ξεκινήσαμε και πήγαμε... Δουλέψαμε τι δουλέψαμε εδώ, ξεκινήσαμε και πήγαμε σ’ άλλο χωριό και από κει πήρα την ευθύνη μόνος μου, γιατί φύγανε οι μαστόροι οι άλλοι, είχανε παρέα. Και από κει έκανα 4 σπιτάκια όλα πέτρινα. Ήμουν παιδί 18 χρονών και καθόταν όλοι οι χωριανοί κάτω απ’ τον πλάτανο, γιατί τέτοιο παιδάκι να ξέρει τέτοια τέχνη σε τέτοια ηλικία. Και τα ‘κανα όλα μόνος μου. Κι από κει πήρα την πρωτοβουλία και είμαι μέχρι σήμερα και παλεύω. Αυτό ήταν ένα χωριό του Ζαγοριού. Και φύγαμε από κει, ξαναήρθαμε στο Μέτσοβο. Μετά την άλλη χρονιά πήγα με τους μαστόρους αυτούς, με μία άλλη παρέα. Και εκείνη τη χρονιά ήταν το Δασαρχείο εδώ στο Μέτσοβο και έφτιαχναν τα δασικά έργα, που λέμε τα φράγματα. Το δασαρχείο τότε ήτανε δύσκολο να καθίσει μάστορας, γιατί τότες έπαιρνε το Μέτσοβο και αναπτυσσότανε, γιατί το μεροκάματο στο δασαρχείο ήτανε πολύ μικρό απ’ ό,τι παίρνανε στα σπίτια του κόσμου. Και τότες ανέλαβα άλλη πρωτοβουλία πάλι, γιατί δεν υπήρχαν μαστόροι. Και εκεί ήτανε πολλή βαριά η δουλειά. Ήτανε [00:10:00]μεγάλες οι πέτρες και δίσταζε ο δασάρχης να μου δώσει τέτοια ευθύνη. Και όταν ήρθε μετά από 2-3 μέρες και είδε το φράγμα ανεβασμένο, καθόταν ο ίδιος και με παίνευε και έλεγε, μιλούσε σε άλλους ανθρώπους: «Δεν περίμενα απ’ αυτό το παιδάκι να μου κάνει τέτοια δουλειά». Το ‘λεγε αλήθεια, όχι ψέματα. Ακόμη ζει, όχι ένας, ζούνε πολλοί ακόμη, συγκεκριμένα είναι ο Αλέξης του Ψύχου, που τον έχεις γειτονιά. Καθότανε 70 εργάτες απέναντι στην όχθη και περιμένανε εμένα πότε θα πάω, για να πιαστούνε οι εργάτες, να κάνουν το χαρμάνι. Εμείς από κούραση μεγάλη, που φτιάχναμε τα δασικά έργα, δεν μπορούσαμε να σηκωθούμε το πρωί νωρίς, απ’ την κούραση, όχι απ’ τις καφετέριες. Και τότες με περίμενε ο επιστάτης σαν το Άγιο Πάσχα. «Έρχεται ο Γιάννης, έρχεται ο Γιάννης». Και τότες μόλις πήγαινα εγώ, ξεκινούσανε για να κάνουν τα χαρμάνια, να δουλέψει το συνεργείο. Και τα ‘φτιαξα, και έφτιαξα το φράγμα, έφτιαξα εκείνο, έφτιαξα και τ’ άλλο και μετά έφυγα για φαντάρος. Φαντάρος φύγαμε μετά και σταμάτησα. Συνεχίσανε άλλοι, μάθανε άλλοι από μένα μετά και πήραν την πρωτοβουλία αυτοί. Άλλο παρακάτω, τι θέλεις να σου πω;

Κ.Γ.:

Τι υλικά χρησιμοποιούσατε για να φτιάξετε ένα σπίτι για παράδειγμα;

Ι.Μ.:

Τότες που ξεκινήσαμε, ήτανε μόνο χώμα και πέτρα. Κουβαλούσανε ειδικό χώμα κόκκινο, πηγαίνανε και σκάβανε, βρίσκανε μέρος κόκκινο, κουβαλούσανε χώμα κόκκινο, γιατί το χώμα το κόκκινο είναι καλύτερο από ασβέστη και κρατάει πολύ την πέτρα. Και ξεκινούσαμε, σηκώναμε αναλογίες, μοιράζαμε τη διαφορά, πόσο πρέπει να σηκωθεί η ζυγή απ’ το παράθυρο. Πόσο πρέπει για το μισό παράθυρο και φτιάχναμε ισασμούς στον τοίχο και στρώναμε ζωνάρια γάνινα και φτιάχναμε πάνω και προχωρούσαμε στα πατώματα. Και τότες ρίχναμε ξύλα αντί για πλάκες. Όλο το σπίτι γινότανε με ξύλα, όχι με πλάκες. Και προχωρούσαμε και πηγαίναμε απάνω στον ισασμό, ας πούμε, και μετά ξεκινούσαμε για τις σκεπές και φτιάχναμε.

Κ.Γ.:

Τι εργαλεία είχατε;

Ι.Μ.:

Εμείς σαν μαστόροι σφυρί, μυστρί, σκεπάρι και πριόνι. Δεν υπήρχαν τότες μηχανές, όλα γινόταν με τα χέρια. Μετά βγήκαν οι μηχανές. Όχι μόνον εγώ, όλοι οι μαστόροι είχανε μία τσάντα, είχανε το πριόνι, το ζύγι, το αλφάδι και το σφυρί και το ράμμα, τίποτα άλλο.

Κ.Γ.:

Τι διαφορά έχει μια σκεπή με κεραμίδια από μια σκεπή με πέτρα;

Ι.Μ.:

Η σκεπή με κεραμίδια... Το κεραμίδι είναι πολύ ελαφρύ απέναντι στην πέτρα. Το κεραμίδι στο τετραγωνικό μπαίνει 12-13 κεραμίδια με 2,5 κιλά το κεραμίδι, είναι 30 κιλά το τετραγωνικό, δεν περνάει παραπάνω. Ενώ η σκεπή από πέτρα που φτιάχνανε παλιά έπαιρνε 300 κιλά με 350 το τετραγωνικό. Και έπρεπε τα ξύλα από τη σκεπή, να μπούνε πολύ κοντά και έτσι το φτιάχνανε οι παλιοί μαστόροι. Βάζανε τα ξύλα 50 πόντους αποστάσεις, αλλά δεν είχαν την ξυλεία που έχουν τώρα, να βάλουν σανίδια. Βάζανε πετσώματα από εδώ και κει και κρατούσαν την πλάκα. Βάζανε πολλά στηρίγματα για να μπορέσουν να μην καθίσει η σκεπή, κατάλαβες;. Γιατί ήτανε πολύ βαρύ το φορτίο. Όχι όπως κάνουν τώρα και βάζουνε τα ξύλα. Είναι όπως πάθαμε σε μία σκεπή, πρόπερσι συγκεκριμένα σ’ ένα μοναστήρι, το 2006. Έδωσε πρωτοφανές χιόνι εδώ στο Μέτσοβο και είχανε φτιάξει... Εγώ τους έλεγα, γιατί δεν μπορούσαν... Ένας μηχανικός δηλαδή, είχανε φτιάξει –αυτό είναι πραγματικότητα– μια σκεπή από μοναστήρι, που είχανε μπει σε προγράμματα και είχαν βάλει τα ξύλα 1 και 20 μακριά, 8 επί 12. Σαν να το ‘φερε η Παναγία αυτή την κακοκαιρία και χιόνισε αυτή την χρονιά, πρωτοφανές χιόνι εδώ στα χωριά τα δικά μας. 1 και 20 ήτανε σε ύψος, 1 και 30; Δεν άφησε τίποτα όρθιο. Και πηγαίνω εγώ στη σκεπή, όταν βλέπω καθισμένα όλα τα ξύλα, όλα. Εάν δεν είχε τα μεσοτοίχια, θα είχε πέσει όλο το κτίριο. Φαινόταν η σκεπή πώς είχε βαλθεί, σαν ραχοκοκαλιά φαινόταν η σκεπή και αναγκαστήκαμε και την ξαναχαλάσαμε. 500 τετραγωνικά σκεπή. Την αρχίζω εγώ με τη σειρά, κατέβασα τη μισή την πλάκα, βάζω τα ξύλα, είπα στους μηχανικούς: «Τι την περάσατε την πλάκα για βαμβάκι και τα βάζετε 1 και 20 μακριά τα ξύλα;». «Πόσο θέλουν;», λέει. «Η πλάκα θέλει 50-55», τους λέω. Μετά αρχίζω εγώ και κάνω την σκεπή και βάζω τα ξύλα 55 πόντους. «Σταμάτα -μου λέει ο επιβλέπων-, γιατί πρέπει να βγει η μελέτη». Σταματάω εγώ τότες και παίρνω τα ξύλα από κει. Είχε πέσει μία γέφυρα με καμάρα στο ίδιο το χωριό που ήμουν και πήρα τα ξύλα και πήγα και τα ‘κανα γέφυρα για να περάσει ο κόσμος. Μετά με καλούνε ο εργολάβος, μου λέει: «Ήρθε η μελέτη». «Πόσο είναι τα ξύλα μακριά;», του λέω. «55». «Εγώ πόσο τα ‘χω -του λέω-, για πήγαινε κοίτα». «55». «Και τότες τι μελέτη περιμένατε;», του λέω. Και συνέχισα και έκανα τη σκεπή. Μόλις τελειώνω τη μισή σκεπή, ξεκινάω την άλλη. Αυτός ο εργολάβος είχε βάλει κάτι μαστόρους Αλβανούς, οι οποίοι είχανε μάθει με μένα, αλλά όταν ξεκινούσαν και φτιάχνανε το μοναστήρι είτε οι μαστόροι είτε ο επιβλέπων, δεν κοιτούσανε μέσα τι χρειαζότανε, για να κάνουν τι χρειάζεται η μελέτη. Μου λέει εμένα ο εργολάβος: «Εδώ, κύριε Γιάννη, χρειάζονται 2 τζάκια στο ίδιο το κτίριο». «Και όταν ερχόσασταν εδώ σαν μηχανικοί -του λέω- και σαν εργολάβοι, κλειστά τα είχατε τα μάτια;». «Τώρα έγινε η δουλειά -λέει-, μπορούμε να κάνουμε τίποτα; Γιατί εγώ δεν μπορώ να το παραδώσω το κτίριο στην Αρχαιολογία». Είτε από κακοτεχνία και απ' αυτές τις δουλειές που έχουμε κάνει». Σκεφτόταν η Αρχαιολογία να το σοφατίσει όλο. Τότες του λέω εγώ: «Σε ποια μεριά θέλεις το πρώτο τζάκι και σε ποια μεριά θέλεις το απάνω τζάκι;». Μου λέει: «Αυτό που είναι η αίθουσα το θέλουμε από δω, από δεξιά μεριά, το άλλο το θέλουμε…». «Τότες για να μπορείς να παραδώσεις το έργο -του λέω-, πρέπει να κάνουμε το εξής». Αυτοί ήτανε εργολάβοι και μηχανικοί, αρχιτέκτονες! Και ερχόταν η Αρχαιολογία, δεν μπορούσε να το παραλάβει, «θα το σοφατίσεις», του λέγανε. Αυτή είναι δουλειά του 2006. «Τι θα κάνουμε;», μου λέει. «Τι θα κάνετε;», του λέω. «Θα χαλάσουμε τον τοίχο, το άνοιγμα που χρειάζονται τα 2 τζάκια, θα βγάλεις τα παράθυρα, που θέλεις στο κτίριο για να μπορέσουμε να συμμορφώσουμε το χτίσιμο». Και αυτό έγινε. Ξεκίνησα, το χάλασα, έκανα πρώτα αυτές τις δουλειές –γιατί έκανα λάθος προηγουμένως και σου ‘πα για τις σκεπές– και μετά ξεκινήσαμε για τη σκεπή. Και τότες ήρθε η Αρχαιολογία και παρέλαβε το κτίριο, γιατί δεν μπορούσε να το παραδώσει, θα βγαίνανε όλα τα λεφτά άχρηστα απ' το πρόγραμμα. Με τη σύμπτωση που χιόνισε, σαν να βοήθησε η Παναγία σ’ αυτή την εκκλησία. Αυτό είναι αληθινά, δεν είναι ψέματα. Και έτσι μπόρεσε ο εργολάβος και η επιβλέπουσα που ήτανε Μετσοβίτισα [00:20:00]και έγινε το έργο. Και μετά μου δώσανε «συγχαρητήρια» όλοι, γιατί μου είπανε: «Δίνεις λύσεις». Μάλιστα και ο σημερινός Περιφερειάρχης, ο ίδιος ο Καχριμάνης ήρθε και είδε το έργο και το ‘κανα. Και όμως με παραδέχτηκε αυτός και σ’ αυτή τη δουλειά, και σε άλλες δουλειές που έχω κάνει. Κι αυτό έγινε σ’ αυτό το μοναστήρι. Σαν να έβαλε χέρι η Παναγία και βοήθησε και έδωσε ο πολύ το χιόνι, γιατί θα πηγαίνανε όλα τα λεφτά άχρηστα, από τους μηχανικούς και απ' την κακοτεχνία. Και έτσι έγινε το έργο και είναι σήμερα και το καμαρώνει όλο το χωριό, και η ίδια η εκκλησία. Και εσύ η ίδια, αν το ‘χεις δει, είναι έργο δικό μου και η μία εκκλησία, και η άλλη. Όχι μόνο αυτά. Στα γύρω χωριά, στα γύρω βουνά του Ανθοχωρίου, σε κάθε βουνό τότε φτιάχναμε φυλάκια. Αυτά τα φυλάκια ήτανε παρατηρητήρια, όπως μας τα λέγανε οι παλιοί εκεί και είχαν το σύνθημα –όπως άκουσα, δεν είμαι σίγουρος, δεν ήταν τότε ούτε τηλέφωνα–, είχανε για σύμβολο τα χρώματα. Όταν βγάζανε κόκκινο χρώμα ερχόταν οι Τούρκοι κι όταν βγάζανε το πράσινο χρώμα, ήταν ελεύθερο να περάσει. Και έτσι συνεννοούνταν από το ένα βουνό στο άλλο. Κι αυτά τα φυλάκια τώρα έχουνε γίνει όλα τα φυλάκια αυτά εκκλησούλες. Και όλες αυτές τις εκκλησούλες τις έχω φτιάξει εγώ με τα προγράμματα που έχουνε βγάλει. Αλλά εγώ όμως πήρα τα μισά λεφτά, γιατί οι εργολάβοι σε βάνουν σε δουλειά, λένε γιατί τα φτιάχνουν αυτοί και αρπάζουν τα λεφτά και εμείς μένουμε απλήρωτοι. Και αυτή είναι όλη η ιστορία. Δεν βλέπει ούτε η υπηρεσία ποιος δουλεύει, ούτε αυτό. Μόνο έρχεται η Αρχαιολογία και κάνει παρατήρηση. Τώρα από κει και πέρα, ποιος τα παίρνει τα λεφτά και ποιος δουλεύει, δεν τους νοιάζει. Μία άλλη περίπτωση πάλι με την ίδια, στους Αγίους Θεοδώρους που δούλευα. Ερχόταν η επιβλέπουσα: «Αυτό δεν μ’ αρέσει, αυτό δεν μ’ αρέσει. Θα βάλεις τα ίδια σανίδια». Γιατί είχαμε πρόβλημα με την Αρχαιολογία. Μόλις ερχόταν η Αρχαιολογία όμως και βλέπανε τις τρύπες εκεί που είχανε φθορά τα σανίδια: «Δεν μ’ αρέσει». «Άμα δεν σ’ αρέσει, εγώ τι πρέπει να σου κάνω;». «Χάλασέ το». Και εμένα ποιος θα με πληρώσει; Μέχρι που έφτασα σε σημείο και τσακώθηκα και μετά σταματήσανε, το σταμάτησε ο Περιφερειάρχης, τους αρχαιολόγους, όχι εμένα και έγινε η δουλειά. Και πάλι έμεινα πάλι απλήρωτος. Έρχονται υπηρεσίες, κάνουν παρατηρήσεις, δεν ρωτάνε τον εργαζόμενο, αν παίρνει τα λεφτά ή δεν παίρνει τα λεφτά. Δεν τους νοιάζει, κατάλαβες; Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα για μας τους εργαζόμενους. Όταν με έβαλε ένας επίτροπος... Γιατί πρώτα έκανα τη παλιά, έπρεπε να σου πω για την παλιά πρώτα. Εκείνη ήτανε σκεπασμένη με πλάκα και μέσα οι τρούλοι είχανε αγιογραφία. Απ’ την υγρασία που τράβαγε η εκκλησία, είχανε πέσει όλα τα σοβατίσματα, είχανε πέσει και οι αγιογραφίες. Και μας καλεί ο επίτροπος εκεί, ένας δάσκαλος, να φτιάξουμε τη σκεπή. Μόλις ανεβαίνω εγώ στη σκεπή, αυτή είχε 40 εκατοστά μπάζα πάνω για να καθίσει η πλάκα, γιατί ήτανε με τρούλους μέσα και για να γίνει ισασμός απάνω στη σκεπή, το ‘χανε γεμίσει με μπάζα, δεν υπήρχε τσιμέντο τότες. Και μόλις έβαζε από καμιά σταλαγματιά η εκκλησία, δημιουργούσε πρόβλημα και χαλάσανε οι αγιογραφίες όλες. Ενέργησε τότες ο επίτροπος και έβγαλε λεφτά από πού έβγαλε, και με καλεί εμένα να κάνω την εκκλησία. Έρχεται ο αρχαιολόγος και μου λέει: «Θα χαλάσεις λίγο-λίγο», πράγμα το οποίο δεν γινόταν. Σκάβω εγώ σε ορισμένα σημεία, γιατί από κάτω οι τρούλοι φαινότανε σαν να σου ‘πεφτε στο κεφάλι. Δοκιμάζω εγώ σαν μάστορας την αντοχή της καμάρας, βλέπω, γιατί χτυπούσε πολύ δυνατά, είχε αντίσταση το σφυρί. Είχα τέσσερις-πέντε εργάτες και λέω: «Ξεσκεπάστε τώρα, καθαρίστε». Αρχίσανε να καθαρίσουν. Όπως καθάρισα όλη την εκκλησία και φαινόταν οι πέτρες σαν ρίζες από δόντια προς τα πάνω, οι τρούλοι. Έρχεται ο αρχαιολόγος, μου κάνει την παρατήρηση, μου λέει: «Τι κάνετε; Θα μας πέσει η εκκλησία». «Και τι φοβάσαι;», του λέω. «Εγώ τέτοια περιμένω. Θέλω να πέσει η εκκλησία, να τη φτιάξω εγώ -του λέω- ξανά». Και σταμάτησε. Ένα αυτό. Σταμάτησε. Προχωράω, ρίχνω τι μου έλεγε η Αρχαιολογία τότες, καθαρίσανε τους τρούλους με κοφλέρ και έκανα τσιμεντοκονία σε όλη την εκκλησία, μετά ρίξαμε μπετό, μετά βάλαμε πλέγμα και έριξα σ’ αυτή την εκκλησία 40 εκατοστά μπετό. Και έχει γίνει τόσο αντισεισμική τώρα, που δεν έχει ανάγκη με τίποτα. Μετά άρχισα να τη σκεπάσω με πλάκα. Τελειώνοντας τη δουλειά εγώ, έρχεται πάλι άλλος αρχαιολόγος. Δεν πρόλαβα εγώ να πάω να τον συναντήσω μαζί με τον δάσκαλο, που ήταν επίτροπος, που ήτανε και ο αρχαιολόγος, ξεκινάει και κάνει την παρατήρηση. Μου λέει: «Εκεί δεν μου αρέσει, εκεί δεν μ’ αρέσει, εκεί δεν μ’ αρέσει». Και του απαντάω: «Απ’ έξω απ’ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρεις. Άμα ήσουν εσύ τεχνίτης, τι δεν ερχόσουν να τα κάνεις;». «Ναι, αλλά δεν θα σου υπογράψω». «Ποτέ να μην υπογράψεις», του λέω. Και σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να υπογράψει, γιατί τάχα έφερνε την ευθύνη. Και μετά τι έκανε ο δάσκαλος; Πήρε τα λεφτά και με πλήρωσε απ’ αυτή τη δουλειά. Και αυτή ήταν η ιστορία απ’ την πρώτη εκκλησία και μετά κάναμε τα κελιά. Και μετά έκανα όλα αυτά τα εκκλησάκια, που… Άλλο παρακάτω, τι θέλεις; Καλές τώρα;

Κ.Γ.:

Πριν είπατε ότι πριν πάτε για φαντάρος, πήγατε και δουλεύατε πρακτική σε άλλους μαστόρους. Όταν γυρίσατε από φαντάρος, υπήρχανε άλλοι εδώ στο χωριό πλακάδες; Πετράδες, συγγνώμη.

Ι.Μ.:

Πετράδες υπήρχανε πολλοί τότε, γιατί οι πετράδες τώρα λιγοστέψανε. Και ακόμη ζούνε, αλλά δεν δουλεύουν. Εγώ είμαι που δουλεύω και πάλι έτσι, όχι τραβιέμαι, επειδή, γιατί μου αρέσει η δουλειά και τραβιέμαι, όχι γιατί… Και τώρα έχουμε αποκτήσει εμπειρία. Δουλεύει η εμπειρία τώρα, δεν δουλεύουν τα χέρια. Τα χέρια πάνε μόνα τους. Όπως κάνεις εσύ το ποίημα απέξω. Απ’ τα πολλά τα χρόνια που ‘χουμε στη δουλειά.

Κ.Γ.:

Μετά που γυρίσατε από φαντάρος, ξεκινήσατε μόνος σας;

Ι.Μ.:

Μόνοι μας ξεκινήσαμε, ναι. Έχουμε δουλέψει σε πολλά μέρη. Και στην Αθήνα έχουμε πάει, και στην Αράχωβα έχουμε πάει, και στην Κεφαλονιά έχουμε πάει, και πού δεν έχουμε πάει. Και δουλεύουμε μέχρι σήμερα. Έχουμε πολλά να πούμε, αλλά πόσα να πούμε τώρα; Δεν τελειώνουν καμιά φορά αυτά.

Κ.Γ.:

Όταν αναλαμβάνετε ένα κτίριο, τι μπορείτε να φτιάξετε εσείς;

Ι.Μ.:

Σε τι δουλειά;

Κ.Γ.:

Σε σπίτι ή σε μια εκκλησιά.

Ι.Μ.:

Ό,τι απαιτεί η δουλειά. Αυτό το ξενοδοχείο, το βλέπεις; Το απέναντι. Με θυμάσαι καθόλου; Μόνος μου το ‘χω φτιάξει. Και ξέρεις τι λέγανε οι μαστόροι; Μάλιστα ο γείτονας ο δικός σας εδώ, ο Κύργος του Ξάνθη, που τον έχεις προλάβει: «Τι θα κάνει αυτό το παιδί σε αυτό το έργο;». Γιατί αυτοί οι μαστόροι ξέρανε από χοντροδουλειά. Χοντροδουλειά λέμε τοίχο εξηντάρη. Δεν τους κατηγοράω, δεν ξέρανε από επένδυση 12 εκατοστά και τους φαινότανε πολύ βαριά η δουλειά, ένα άτομο ν’ αναλάβει τέτοια ευθύνη. Και ξεκίνησα τον χειμώνα, μέχρι το καλοκαίρι το ‘κανα όλο και νάτο, κοίτα το τι είναι. Εδώ ερχόταν και περνούσαν, περνούσε ο δάσκαλος του Πλατάρη, αν τον θυμάσαι. Τον θυμάσαι καθόλου; Και φώναζε: «Γεια σου, ήρωα μάστορα!». Και εδώ πάλι είχαν πολλές ιστορίες με τον μηχανικό.

Κ.Γ.:

Είχατε συνεργάτες στη δουλειά σας;

Ι.Μ.:

[00:30:00]Είχαμε όταν χρειαζόταν, αλλά όχι τεχνίτες, να τον βάλω στη δουλειά τη δικιά μου. Όταν τα ‘φτιαχνα εγώ, γιατί δεν ταίριαζε το χέρι. Έδινα δεύτερη δουλειά σ’ αυτόν, αρμολογήματα, κοψίματα και τέτοια. Το χτίσιμο της πέτρας το ‘φτιαχνα μόνος μου. Όλες οι δουλειές που έχω κάνει, είναι απ’ τα χέρια μου. Το πάρκινγκ της πλατείας, το Τούλιο, όλη η πιάτσα του Μετσόβου είναι απ’ τα χέρια μου.

Κ.Γ.:

Ήρθε κανένα νέο παιδί ποτέ να σας ζητήσει να μάθει κοντά σας, μαθητευόμενος;

Ι.Μ.:

Μετσοβίτης όχι. Αλβανοί ήρθανε τάχα για μεροκάματο, αλλά αυτοί κοίταζαν, όπως ήμουν εγώ στις αρχές, για να μάθουνε την τέχνη. Και αυτό έγινε, την έμαθε ένας και το έδωσε σε όλους τους Αλβανούς και βγήκανε μαστόροι από τη δουλειά τη δικιά μου, όλη η Αλβανία. Όπως βγήκανε εδώ στο Μέτσοβο. Δεν βγήκανε μόνο εδώ, γιατί αυτοί δεν ξέρανε να κάνουνε ούτε λάσπη κι ούτε ξέρουν. Ούτε τους κατηγοράω, γιατί η λάσπη έχει την τέχνη της κι αυτή, ανάλογα το χτίσιμο, θέλει και τη λάσπη. Είναι ακριβώς πώς ζυμώνεται το ψωμί, για να κρατηθεί η πέτρα στη δουλειά. 15-20 μέρες είχαμε πρόβλημα να τους μάθουμε να κάνουν τη λάσπη. Μόλις μαθαίνανε και φτιάχνανε τη λάσπη, εμείς φωνάζαμε για λάσπη και αυτοί κοιτούσαν πώς φτιάχναμε τα ράμματα για να χτίσουμε τη πέτρα. Και έμαθε όλη η Αλβανία από μένα. Δεν στο λέω ψέματα. Έτσι πήγα και πάνω στο Λιβάδι και εκεί δουλεύανε, ούτε τα ράμματα δεν ξέρανε να πιάσουνε.

Κ.Γ.:

Πώς σας μάθανε στην υπόλοιπη Ελλάδα και πήγατε για δουλειά; Πώς έμαθαν ότι είστε πολύ καλός πετράς;

Ι.Μ.:

Με μάθανε γιατί κυνηγούσαμε τη δουλειά. Και σηκώθηκα και έφυγα, με πήρε κάποιος Μετσοβίτης εδώ για να κάνω μία σκεπή κάτω απ’ την Ακρόπολη, στην Πλάκα στην Αθήνα. Παλιά σκεπή με παλιά κεραμίδια. Και εκεί φτιάξαμε τη δουλειά αυτή. Και εκεί βγαίνει ένας μηχανικός και με παίρνει από κει και με φέρνει στην παλιά Πεντέλη. Εκεί δούλεψα 3 χειμώνες σ’ ένα αφεντικό και έκανα διάφορες δουλειές. Αλλά εγώ βγήκα σκάρτος, γιατί δεν μπόρεσα να τους εξυπηρετήσω. Και αυτό είναι που μ’ έχει στενοχωρήσει, κατάλαβες;. Απ’ τη πολλή δουλειά, γιατί με ζητούσαν, πήγαινα. Είχαμε κλείσει ραντεβού, δυστυχώς δεν μπορούσα να πάω και αυτό ήταν που ήταν το σφάλμα το μεγάλο το δικό μου. Μπορούσα να ήμουν ακόμα εκεί. Μετά γύρισα εδώ στο Μέτσοβο, γιατί είναι βαριά η καλογερική, να μείνεις μόνος σου. Άλλο παρακάτω.

Κ.Γ.:

Είχατε ποτέ ατυχήματα στη δουλειά; Θυμάστε κάποιο περιστατικό να μας πείτε;

Ι.Μ.:

Ατυχήματα είχαμε πολλά. Ατύχημα, μικρό παιδάκι ανέβαινα στη σκεπή και διόρθωνα τις σταλαγματιές από πλάκα. Ανέβηκα, πήρα τη σκάλα, την έβαλα, ανέβηκα στη σκεπή, διόρθωσα τις σταλαγματιές και κάποιος πέρασε και μου άλλαξε τη σκάλα και μου την έβαλε σ’ ένα στεγαστράκι, το οποίο ήταν σάπιο το καδρόνι. Κατεβαίνοντας εγώ, δεν την πήρα την σκάλα, να την βάλω στο ίδιο μέρος. Κατέβηκα απ’ το ίδιο μέρος. Κατεβαίνοντας εγώ στη μισή τη σκάλα, βλέπω κάτι πλάκες που ήταν στραβές και πρόκειται να βάζανε νερό. Ξανανεβαίνω εγώ, με το που κάνω τη μεταβολή αυτό, ν’ ανεβώ, σπάει το καδρόνι και γυρνάω και σπάζω το χέρι, πέφτω στον δρόμο και σπάζω το χέρι. Μέχρι να... Ευτυχώς που ήταν το νοσοκομείο κοντά και πήγα γλήγορα και μέχρι να πάω στο νοσοκομείο, δεν πονούσε καθόλου το χέρι, ήταν ζεστό. Όταν κάθεσαι και χτυπιέσαι και είναι ζεστά τα τραύματα και δεν... Μόλις αρχίζουν και κρυώνουν τότες πονάνε όλα τα τραύματα. Όταν χτυπιέσαι πολύ, δεν πονάνε τα τραύματα καθόλου. Και τότες πρόλαβα και το ‘βαλα σε γύψο και έκατσα 30-40 μέρες. Να το, αυτό είναι το σπασμένο και αυτό είναι… Έφυγε ο καρπός πέρα. Και άλλη φορά στα δασικά έργα έχει πέσει ολόκληρο βουνό και μ’ έπιασε μέχρι τη μέση. Με τραβήξανε οι εργάτες και με βγάλανε απ’ τα χώματα.

Κ.Γ.:

Και ήσασταν καλά μετά απ’ αυτό;

Ι.Μ.:

Βγήκα καλά τότες. Τότες ήταν το 1970. Σ’ ένα άλλο σπίτι που έκανα καινούριο πάλι στη Μηλιά, είναι το έδαφος που έχει πέτρα μαύρη. Και αυτή η μαύρη πέτρα, βράχος μαύρος δηλαδή, έχει πολύ γυαλί. Δεν μπορείς να το καταλάβεις πότε θα κάνει την καθίζηση. Κι έβλεπα εγώ όλους τους νοικοκυραίους, γιατί καθότανε όρθιοι και έλεγα: «Τι;». Μετά κατάλαβα γιατί σ’ έπιανε, ήταν τόσο επικίνδυνα, που σ’ έπιανε αμέσως, δεν μπορούσες να πεις... Σε έπιανε σαν την γάτα με το ποντίκι. Αλλά ευτυχώς που φύλαξε ο Θεός και δεν έγινε καμία τέτοια κατολίσθηση.

Κ.Γ.:

Σε ποια περίοδο του χρόνου έχετε περισσότερη δουλειά;

Ι.Μ.:

Κοίταξε να δεις, δουλειές υπήρχαν πάντα, αλλά λόγω γιατί εμείς ήμασταν μικρά παιδιά, προτιμούσαν τους παλιούς. Σε μας που ήμασταν νέοι, δεν βάζανε την εμπιστοσύνη και είχαν πρώτα οι παλιοί και μετά είχαμε εμείς τη δεύτερη δουλειά. Μόλις αρχίζαν και μας καταλάβαν, μετά που λιγοστέψανε οι μαστόροι, τότες πήραμε περισσότερη πρωτοβουλία και αναδειχτήκαμε καλύτεροι μαστόροι και όπως είμαστε καλύτεροι τώρα, καλύτεροι και απ’ τους παλιούς, γιατί έχουμε κάνει μεγάλη εκπαίδευση. Έχεις δει τα έργα που έχω κάνει; Τα ‘χεις δει, δεν τα ‘χεις δει; Δεν χρειάζεται. Βγάλτα, βάλτα στο κομπιούτερ, βάλτα. Και να σε φέρω σε πολλά έργα όχι… Αλλά να πας πρώτα εκτός από την Ζωοδόχου Πηγή που λέγαμε, πρώτα να πας και στον σύλλογο του Ανθοχωρίου, που το ‘χω κάνει εγώ, αλλά να πας και στην Αγία Παρασκευή που έχω κάνει πάλι με τον ίδιο τον δάσκαλο τις καμάρες απέξω. Εγώ τις έχω κάνει. Τι έχεις δει; Δεν σου ‘χουν αρέσει; Εγώ τις έχω κάνει με τον γιο μου τότες, πάλι με τον ίδιο τον επίτροπο, κατάλαβες;.

Κ.Γ.:

Υπήρχαν περιπτώσεις όταν δουλεύατε σε μια σκεπή να μην βοηθήσει ο καιρός, να βρέξει ή να χιονίσει; Τι κάνατε τότε;

Ι.Μ.:

Τότες ό,τι μπορούσαμε κάναμε. Κοιτάγαμε πώς και πώς να σκεπάσουμε το σπίτι το γληγορότερο ή με κάνα νάιλον ή με κάναν τσίγκο, για να μην βάλουμε νερό σε κάθε ιδιοκτήτη και πάθει τη ζημιά του, κατάλαβες;. Αυτό παθαίναμε, αυτό κοιτάζαμε. Αλλά εμείς δουλεύαμε περισσότερο επένδυση και τέτοια απ’ όταν βγήκαν αυτά και δεν είχαμε με τις σκεπές πολύ. Αλλά οι σκεπές τώρα, απ’ όταν βγήκε αυτή η μεμβράνη δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, γιατί ανοίγεις το σπίτι, την ίδια μέρα βάζεις τη μεμβράνη και κόβεις την όρεξη του καιρού, που έχει όρεξη να βρέξει.

Κ.Γ.:

Από τα χρόνια εμπειρίας που έχετε, ποια περίοδος ήταν αυτή που είχε πολλή δουλειά στο Μέτσοβο;

Ι.Μ.:

Η περισσότερη δουλειά είχε επί Χούντα. Και μετά απ’ τη Χούντα ξεκίνησε, έγινε μια στάση το ’74, είχε μία κρίση μεγάλη. Δεν υπήρχε γιατί ήτανε η εισβολή στην Κύπρο.

Ι.Μ.:

Και αυτή τη χρονιά ’74, που ήμουν και παιδί, κάποιος άλλος Ανηλιώτης είχε πάρει μία εκκλησία στη Βωβούσα. Εδώ δεν υπήρχε αυτή τη χρονιά ίχνος από δουλειά. Και μου λέει ένας κουνιάδος αυτουνού: «Ο τάδε άνθρωπος έχει πάρει την εκκλησία, μπορείς να πας να την κάνεις;». «Μόνο μπορώ;», του λέω. Πηγαίνω στη Βωβούσα μαζί με τον αδερφό μου και ξεκινάμε την εκκλησία. Δεν ξέρω αν έχεις πάει στη Βωβούσα. Ξεκινήσαμε την εκκλησία, είχαμε έναν γέρο, ο ίδιος που είχε ο πατέρας του εργολάβου και ξεκινήσαμε τη δουλειά. Μόλις σηκώσαμε στο 1-1,5 μέτρο, κάναμε την σκαλωσιά. Όπως ρίχναμε τις πέτρες, πέφτει μία πέτρα στο πόδι του αδελφού μου και φούσκωσε ακαριαία το πόδι. Έφυγε ο αδελφός μου, γύρισε στο σπίτι και έμεινα μόνος μου. Και πάλεψα την εκκλησία τότες, την έφερα μέχρι τα 4 μέτρα μέσα-έξω, γιατί ήταν πενηντάρης ο… Μόνος μου την εκκλησία. Και την έκανα. Κι έτσι έγινε η εκκλησία. Γιατί δεν υπήρχε δουλειά και θέλοντας και μη, πήγα και την έφτιαξα. [00:40:00]Και όταν έφευγα από τη Βωβούσα –αυτό ήταν πριν χτυπηθεί ο αδερφός μου–, έβρεχε επί 10 μέρες ασταμάτητα και καθόμασταν εκεί. Περιμέναμε το λεωφορείο κάθε Σάββατο. Έρχεται καμιά φορά το λεωφορείο, ήμασταν τέσσερις-πέντε Μετσοβίτες, συγκεκριμένα ήταν και ο ηλεκτρολόγος ο Βουΐλας, που πέθανε φέτος. Εγώ με τον αδελφό μου τότες ήμασταν παιδιά, είχαμε όρεξη να περπατήσουμε. Ανεβήκαμε στο λεωφορείο, ξεκινήσαμε απ’ τη Βωβούσα να 'ρθούμε κάτω για την Μπαλντούμα και λέω στον αδερφό μου: «Κατέβα». «Πού να κατεβώ;». «Κατέβα. Θα πάμε με τα πόδια». Ο Ανδριανός ο Βουΐλας έκανε τον σταυρό του, «τρελοί είναι;», λέει. Κατεβαίνουμε, ερχόμαστε, ξεκινήσαμε με τα πόδια. Μόλις ξεκινήσαμε στο δάσος, βλέπω κάτι κοπριές από αρκούδα. Ήτανε φρέσκιες. «Εδώ είναι», λέω. Φοβηθήκαμε λίγο. Δεν ήταν αυτό, δεν ξέραμε και τον δρόμο. Φοβηθήκαμε λίγο κι εμείς, επειδή δεν ξέραμε τον δρόμο, παίρνουμε μία αράχη από ένα βουνό και βγαίνουμε πάνω στο ύψωμα. Εκεί στο ύψωμα είχαμε κάνει ένα λυόμενο του δασαρχείου. Έπρεπε ν’ ανέβω στο βουνό, να δω το απέναντι βουνό, να δούμε πού είναι το λυόμενο. Και μόλις ανέβαινα τη ράχη, είχε κάτι πέτρες μεγάλες, κάτι βράχια, κάτι τρύπες και γυρνούσα και έλεγα στον αδερφό μου –εγώ προχωρούσα μπροστά και αυτός από πίσω, ήμουν 21-22 χρονών τότε παλικάρι– και έλεγα: «Πού να ‘ρθουν εδώ οι Τούρκοι να τρυπήσουν;». Αυτό το ‘λεγα αλήθεια. Και όμως ήταν η πραγματικότητα, ήταν το μέρος που ήρθαν οι Ιταλοί απ’ τη Βωβούσα και πρόλαβε το τάγμα του Μετσόβου –όπως έχουνε βάλει το άγαλμα, το τανκ εδώ–, πρόλαβε το τάγμα του Μετσόβου και σταμάτησε τους Ιταλούς σ’ αυτά τα μέρη. Και ήρθαμε τότες με τα πόδια, γληγορότερα απ’ το λεωφορείο. Γιατί η Βωβούσα, ξεκινάς με τα πόδια από κει, είναι μία ευθεία. Και έτσι είδα το λυόμενο και κατέβηκα, βρήκα το ποτάμι και ήρθαμε εδώ. Και ήρθαμε νωρίτερα από το λεωφορείο. Μία άλλη φορά μετά, αυτή ήταν η χρονιά το... Ήμουν στο δασαρχείο τότες. Ξεκινήσαμε με τον επιστάτη και πήγαμε –μιλάμε για το λυόμενο τώρα–, ξεκινάμε και πάμε με το δασαρχείο να κάνουμε το λυόμενο. Γιατί τότες γινότανε οι δρόμοι στα δάση και σε ορισμένα σημεία φτιάχνανε και λυόμενα. Πηγαίνουμε όλο το γκρουπ εκεί που ήμασταν, οι μαστόροι, φεύγουμε το πρωί, φτάνουμε το βράδυ. Τα λυόμενα είναι μπάντες μεγάλες, τις παίρνεις, αλφαδιάζεις κάτω, ρίχνεις το δάπεδο, τις παίρνεις και έχουνε κάτι κλειδιά και τα κλειδώνεις αμέσως. Αυτά τα κλειδιά τα ‘χαμε ξεχάσει στο Μέτσοβο. Και ήταν ένας εργοδηγός, που είναι γαμπρός στο Μέτσοβο και ο Γιάννης ο Πάφης. Τσατίστηκαν. «Πού είναι τα κλειδιά;». Αρχίσαμε να μαλώνουμε ο ένας τον άλλον και μετά βγαίνω εγώ και του λέω, στον επιστάτη: «Τι κάνετε έτσι;». Κόντευε να νυχτώσει, να ‘ρθεις με τα πόδια 4-5 ώρες στα δάση. Φεύγω εγώ το σούρουπο, μέρα νύχτωνε, περπατάω με τα πόδια 2-3 χιλιόμετρα και όταν ακούω κάτι χτυπήματα... Τότες κόβανε, γινόταν λατομίες και ακούω χτυπήματα. Πλησιάζω, φόρτωνε ένας το αυτοκίνητο και τότες ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Του λέω: «Με παίρνεις και μένα;». «Σε παίρνω». Κι ήρθα μια χαρά. Βρίσκω τους κρίκους, όπως τους είχαμε αφήσει. Ήτανε καμιά εικοσιπενταριά κιλά. «Τώρα πώς να πάω με τα πόδια φορτωμένος από δω μέχρι εκεί;». Πηγαίνω σ’ έναν οδηγό που φόρτωνε απ’ τη Μουτσάρα, δεν είχε γίνει το έργο της ΔΕΗ ακόμη. «Με παίρνεις εμένα; Πηγαίνω…». Αυτός απ’ το Μπιτούνη του Παπαποστόλη –δεν τον ξέρεις–, της Μαρίκας ναι, γαμπρός του Τάκη ήταν.«Με παίρνεις και μένα μέχρι τη Μουτσάρα;». «Σε παίρνω», μου λέει. Εγώ βαριόμουν, με πήρε ο άνθρωπος, εγώ βαριόμουν να πάω να πιάσω το μονοπάτι. Και αυτό το ρέμα είναι το ρέμα που κάνανε το φράγμα και χύνεται στην Αλβανία. Μ' έφερε μέχρι εκεί το φράγμα με 25 κιλά φορτωμένος. Και κάνω την κατηφόρα. Και τραβάω κάτι κλεισίματα, δεν ήξερα από πού να σκαρφαλώσω. Να σκαρφαλώσεις στα βουνά και να κάνεις πως κατρακυλάς και να πέσεις μέσα στο ποτάμι, που υπήρχε μπάρα μεγάλη. Και άντε να σε βρει, ούτε ο Θεός δεν σ' έβρισκε. Και πήγα τελικά και τα ‘φερα. Λέω στον Γιάννη του Πάφη: «Βάλε μου το μεροκάματο». Για ένα μεροκάματο που ήτανε 120 δραχμές. Την ίδια περίπτωση πάλι το 1992 που είχε πάρει φωτιά το δάσος, χτυπούσαν οι καμπάνες εδώ. Ήσουν μικρή εσύ. Δούλευα στο σπίτι του Αντώνη του Σταυράκη, που ‘ναι με πέτρα εδώ και άκουγα τις καμπάνες και λέω: «Τι κάθομαι; Δεν πηγαίνω να βοηθήσω κι εγώ;». Πηγαίνω στο ίδιο το σημείο που έγινε το φράγμα. Τότες δεν ήταν το φράγμα, τώρα έγινε το φράγμα. Και είχε δημόσιο δρόμο να  πας στη ποταμιά. Και σε αυτό το ίδιο το σημείο που κόντευα να πέσω εγώ, ανέβηκε ο Νίκος του Τσομπίκου τότες χωρίς βάρος και τραβάει ένα σπάσιμο στο χέρι... Και κει που πηγαίναμε, ήμουν εγώ, ήταν και 2-3 δασικοί με μένα και παλεύαμε, όπου έπεφτε κουκουνάρι, παίρνανε τα φύλλα από πεύκα σαν μπαρούτι, γιατί ήταν ξηρασία. Άμα δεν προλάβαινες να τα σκορπίσεις, έπαιρνε φωτιά. Περπατώντας στο ρέμα κάτω, να ‘βλεπες τα κουκουνάρια πώς φεύγανε από το ένα δέντρο στ’ άλλο σαν φωτοβολίδα τότες με τη φωτιά. Ήρθαν ελικόπτερα, ήρθαν αυτό, δεν μπορέσανε να σβήσουν τη φωτιά και την αφήσανε και προχώρησε και έσβησε μόνη της. Μεσολάβησε ο καιρός, έφερε τη βροχή και σταμάτησε. Και ήρθαν ελικόπτερα από έξω. Έπεσε ένα κουκουνάρι στα πόδια, το βλέπω και μου λέει ο δασάρχης: «Φύγε, γιατί θα καείς!». Και όταν βλέπω πέφτει ένα κουκουνάρι απ’ την απέναντι πλευρά, πέφτει απάνω σ’ ένα... Μιλάμε για ένα πάχος 1 και 20 δέντρο. Το έφαγε αμέσως σαν κερί, γιατί είχε ρετσίνι απάνω και δεν το κατάλαβες πώς το κατάπιε. Και έτσι τ’ αφήσαμε και εμείς, και το δασαρχείο τότες που ήτανε και σηκωθήκαμε και φύγαμε, γιατί θα πηγαίναμε χαμένοι και εμείς.

Κ.Γ.:

Από τι δημιουργήθηκε η φωτιά;

Ι.Μ.:

Η φωτιά δημιουργήθηκε, κάποιος υλοτόμος είχε ανάψει φωτιά. Ξεκίνησε η φωτιά και δεν τη σβήσανε καλά. Και τη νύχτα έγινε αναζωπύρωση. Κι έτσι το καλοκαίρι άμα αρχίζει και παίρνει, δεν μπορείς να βάλεις χέρι με τίποτα. Και έτσι κάηκαν πολλά στρέμματα από δάσος. Και πήγαν. Τι κάνανε; Κάνανε. Ήρθαν ελικόπτερα απέξω τότες και τα σβήσανε. Άλλα τι θέλεις να σου πω;

Κ.Γ.:

Θέλω να μου πείτε λίγο από πού παίρνετε εσείς τα υλικά, τις πέτρες, για να φτιάξετε τα κτίρια που αναλαμβάνετε;

Ι.Μ.:

Η πέτρα παίρνουμε... Πρώτα ήτανε νταμαρτζής και πήγαινε στο νταμάρι. Μόλις έφυγε το νταμάρι και χάλασε η δουλειά, πηγαίνουμε σε εργοστάσιο που ρίχνουν απορρίμματα, γιατί είναι αυτό το βουνό που το παίρνουν και βγάζουν μάρμαρα, και εμείς παίρνουμε τα ρετάλια από πέτρα. Και αυτή ήταν η καλύτερη πέτρα που παίρναμε. Μόλις τελείωσε η παραδοσιακή πέτρα, μόλις τελείωσε το νταμάρι που έβγαζε. Και έτσι τώρα τελείωσε και αυτή η πέτρα και η περισσότερη πέτρα τώρα σιγά-σιγά, όπως πάει η δουλειά, θα ‘ρθει απ’ την Αλβανία. Σκεπόπλακα που θέλουμε εδώ, τα ‘χει απαγορεύσει το κράτος να βγάλουνε νταμάρια, πρέπει να έχεις άδεια, και εδώ δεν υπάρχει ζήτηση, δεν υπάρχει κατανάλωση και δεν επιτρέπει το κράτος ν’ ανοίξουμε νταμάρι. Πρέπει να ‘χεις άδεια. Για να βγάλεις άδεια πρέπει να πάρεις την πέτρα από μέσα, να το ξανασπείρεις, για να μην φανεί η εκσκαφή που γίνεται. Και έτσι αναγκάζεται ο κόσμος και παίρνει πλάκα από την Αλβανία. Παίρνει και απ’ το [00:50:00]Πήλιο, παίρνουμε και απ’ την Καβάλα. Αλλά η παραδοσιακή πλάκα είναι της Αλβανίας, ταιριάζει στην παράδοσή μας. Ενώ της Καβάλας και του Πηλίου δεν ταιριάζουν για το Μέτσοβο. Γι’ αυτό και προτιμάμε αυτά.

Κ.Γ.:

Εσείς την τέχνη σας τη μεταδώσατε στα παιδιά σας;

Ι.Μ.:

Όποιος έχει όρεξη να μάθει, δεν χρειάζεται να τη μεταδώσεις, τη μαθαίνει μόνος του. Αυτός που έχει την όρεξη, κι αυτός που δεν έχει την όρεξη, δεν μαθαίνει τίποτα. Όχι μόνο στην τέχνη τη δικιά μας, σε καμία περίπτωση αν δεν έχεις διάθεση, δεν μαθαίνεις τίποτα. Να πούμε και κάνα... Αν δεν είχε όρεξη αυτός που πάει για πιλότος, αν δεν είχε όρεξη, αν τον έστελνε, θα πήγαινε; Έχει όρεξη και πάει, έχει τη θέλησή του. Έτσι και για πιλότοι, έτσι και για παπάδες, έτσι και για δεσποτάδες. Ο καθένας έχει το χάρισμά του.

Κ.Γ.:

Πιστεύετε ότι τα νέα μηχανήματα, η τεχνολογία επηρεάζουν αυτό το επάγγελμα του πετρά;

Ι.Μ.:

Επηρεάζουν πολύ. Είναι καλή η δουλειά, έχει εμφάνιση –αλλά να σου πω να καταλάβεις–, λεφτά ρίχνουν πολλά για να γίνουν τα έργα, αλλά τα έργα σε μια δεκαετία όσο και καλά να γίνουν, βγαίνουν άχρηστα. Θα μου πεις, γιατί βγαίνουν άχρηστα; Γιατί η πέτρα θέλει να τη σπάσεις στα νερά της, όχι να πας κόντρα με τα νερά της. Όταν λέμε νερά, να τη σπάσεις εκεί που σκίζεται αυτή. Ενώ το μηχάνημα... Να στο πω και το άλλο, σήμερα το έργο που γίνεται σήμερα στη πλατεία σε μια δεκαετία θα βγει άχρηστο. Γιατί θα βγει άχρηστο; Γιατί οι πέτρες πρέπει να μπούνε όρθιες με τα νερά όρθια. Αυτή η πέτρα που μπαίνει πλάκα, θα βγει το πάχος της πλάκας. 2 εκατοστά θα ‘ναι, 3 εκατοστά θα ‘ναι; Δηλαδή, στο ένα τετραγωνικό μία πέτρα να βγει άχρηστη, θα γίνει λακκούβα. Και αν θέλεις, κράτησέ το αυτό.

Κ.Γ.:

Ποια είναι η διαφορά ενός σπιτιού ή ενός κτιρίου που φτιάχνεται με πέτρα παραδοσιακή Μετσόβου, από ένα άλλο σπίτι πάλι με πέτρα σε άλλη περιοχή;

Ι.Μ.:

Ποια είναι η διαφορά σε πέτρα;

Κ.Γ.:

Ένα παραδοσιακό σπίτι Μετσόβου σε τι διαφέρει από ένα παραδοσιακό σπίτι μιας άλλης περιοχής με πέτρα;

Ι.Μ.:

Η κάθε χώρα έχει και την πέτρα της. Άλλο χτίσιμο κάνουμε εμείς, άλλο χτίσιμο κάνει… Η κάθε πέτρα έχει το χτίσιμό της, να στο πω έτσι. Άλλο χτίσιμο γίνεται εδώ, άλλο στο Ζαγόρι, άλλο… Δεν μπορείς μία πέτρα που είναι στρωτή να την κάνεις ανώμαλη. Όπως βγαίνει η πέτρα απ’ το νταμάρι, θα γίνει και το χτίσιμο. Αν ξέρεις να δουλέψεις την πέτρα. Αν δεν ξέρεις να δουλέψεις την πέτρα, πάρε τα εργαλεία και φύγε, κατάλαβες;

Κ.Γ.:

Πιστεύετε ότι στο μέλλον θα υπάρχουν συνεχιστές στο επάγγελμα;

Ι.Μ.:

Όχι, πολλοί λίγοι. Μόνο όπως γίνεται σήμερα. Θα δουλεύουν τα μηχανήματα και θα βρουν την πέτρα με 90% έτοιμη –να μην σου πω...– περίπου, γιατί δεν θα ξέρουν να τη δουλεύουν και θα την τοποθετήσουν. Και μετά αυτές οι δουλειές που είναι εξωτερικές δουλειές και βάζει χέρι ο πάγος, θα βγούνε όλες άχρηστες. Όπως έχει βγει μια δουλειά εδώ που την έχω κάνει πάλι ο ίδιος. Είπα στους υπεύθυνους: «Αυτή η πέτρα δεν κάνει να την βάλετε σ’ αυτή τη δουλειά». Να στο πω και... Σκάρα ντι κάμπουρι. Την είχες δει, όταν την είχα φτιάξει; Κοστούμι. Βγήκε όλη άχρηστη. Αλλά, τους το είπα όμως ότι αυτή η πέτρα δεν κάνει. Γιατί δεν κάνει; Γιατί είχε πολλά νερά. Αυτά τα νερά είναι οι ρωγμές που κόβεται η πέτρα. Ή θα ‘χει ένα νερό ή θα ‘χει πολλά νερά. Γι’ αυτό κυνηγάνε το μάρμαρο και βρίσκουν πέτρα συμπαγή. Όταν είναι η πέτρα συμπαγή, ό,τι και πέτρα να ‘ναι, γίνεται μάρμαρο, γιατί δεν έχει νερά. Ενώ πέτρα που έχει νερά, δεν κάνει ούτε για χτίσιμο απλό, δεν κάνει για τίποτα. Ας την κόψει το μηχάνημα, θα βγει άχρηστη. Έτσι θα πάθουν όλες οι δουλειές τώρα, αυτές που τραβάνε υγρασία, ή το θέλουμε ή δεν το θέλουμε.

Κ.Γ.:

Ένα σπίτι με πέτρα είναι πιο ακριβό σε σχέση μ ‘ένα σπίτι διαφορετικό;

Ι.Μ.:

Κοίταξε να δεις, ανάλογα τις δουλειές που θέλει ο κάθε ιδιοκτήτης. Είναι ιδιοκτήτης που τη θέλει άρπα-κόλλα τη δουλειά, είναι ιδιοκτήτης που θέλει, «κάν' την όπως, αν μπορείς να την κάνεις». Αλλά ο τεχνίτης την κάνει, το πλήρωμα τι γίνεται; Γιατί όταν έρχεται η ώρα για πληρωμή, τους κακοφαίνεται ολωνών μετά. Ωραία τα θέλουμε, αλλά ποιος να πληρώσει;

Κ.Γ.:

Σκεφτήκατε ποτέ ν’ αφήσετε το επάγγελμα; Να το παρατήσετε;

Ι.Μ.:

Όχι. Μου αρέσει να πεθάνω με το σφυρί στα χέρια. Άλλο θέλεις τίποτα;

Κ.Γ.:

Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο;

Ι.Μ.:

Τι να πούμε; Είπαμε πολλά, δεν είπαμε; Δεν τελειώνουν καμιά φορά.

Κ.Γ.:

Σας ευχαριστώ πολύ.

Ι.Μ.:

Και θα τα βάλεις τώρα στο…;

Κ.Γ.:

Πώς βγάζανε οι μαστόροι παλιά τις μεγάλες πέτρες;

Ι.Μ.:

Οι μαστόροι βγάζανε, ήτανε και μαστόροι και νταμαρτζήδες. Πηγαίνανε στο νταμάρι, βάζανε φουρνέλο με την παραμίνα, φτιάχνανε τρύπα. Και για να γκρεμίσουν τον βράχο συμπαγές, βάζανε λίγο μπαρούτι –όχι δυναμίτη– και έπεφτε ο βράχος ολόκληρος. Για να βγάλουν όμως οι νταμαρτζήδες, οι μαστόροι μια κολώνα από 4 μέτρα και 5 μέτρα, που είναι τώρα σημερινά και τα βλέπουμε εμείς, τι κάναν; Πρώτα διαλέγαν την πέτρα, αν είναι συμπαγές και ξεκινούσανε, τραβάγανε μία ευθεία απ’ το ένα κεφάλι στο άλλο και φτιάχνανε με το βελόνι, φτιάχνανε μία τρύπα περίπου 10 εκατοστά. 3 εκατοστά επί 10 πόντους βάθους με το βελόνι. Από τη μία τρύπα στην άλλη για να κόψουν την πέτρα, πρώτα τη σημαδεύανε και μετά παίρνανε το βελόνι και φτιάχνανε ένα μικρό αυλακάκι. Γεμίζανε την τρύπα με πέταλα, τη χτυπούσανε και ανάμεσα απ’ τα πέταλα αυτά βάζανε μία σφήνα. Χτυπούσανε 1 σφήνα, 2, 3, 4 στην ίδια ευθεία. Και σ’ αυτό το αυλακάκι που χάραζε ο μάστορας οι σφήνες ήτανε χτυπημένες, όσο μπορούσανε. Και για να κοπεί η πέτρα ευθεία, μόλις χτυπούσανε τις σφήνες και δεν έπαιρνε άλλο, δεν χτυπούσανε για να σπάσει η πέτρα, τις χτυπούσανε μέχρι εκεί που έπαιρνε. Και μετά στο ίδιο αυλακάκι αυτό, παίρνανε νερό, ρίχνανε νερό σε κάθε τρύπα και αυτό το νερό το έπαιρνε η γραμμή που ‘χανε χαράξει την πέτρα. Και αυτή η δουλειά γινότανε το βράδυ. Και το πρωί όταν πηγαίνανε οι μαστόροι βρίσκανε την πέτρα κομμένη μόνη της, γιατί φούσκωνε το νερό και η πέτρα κοβόταν καλύτερα απ’ το μηχάνημα. Έτσι είναι κομμένες οι πέτρες, οι κολώνες οι συμπαγείς που βλέπουμε εμείς σήμερα και έχουνε κάνει και εδώ και παντού, που βλέπουμε. Μ ‘αυτόν τον τρόπο κοβόταν η πέτρα και για κολώνες, και για άλλες δουλειές, κατάλαβες;. Αυτήν την δουλειά έπρεπε να στην…

Κ.Γ.:

Εσείς αυτή την τεχνική την ακολουθήσατε;

Ι.Μ.:

Και σήμερα δουλεύω. Και σήμερα σπάζω πέτρα με σφήνες. Κι άμα θες, πήγαινε να δεις, εδώ στην Αγία Τριάδα είναι. Αλλά δεν είναι πέταλα όπως ήταν παλιά, έχουμε κουτάλια, τα λέμε. Κάνουμε την τρύπα, βάζουμε τα κουτάλια, βάζουμε τη σφήνα και άμα βλέπουμε καμιά πέτρα που δεν σπάει, ρίχνουμε το νερό, την αφήνουμε 5-10 λεπτά, 2 χτυπήματα με τη βαριά και ανοίγει αμέσως. Και μία άλλη περίπτωση που έτυχε να –γιατί η μία δουλειά φέρνει την άλλη– που δεν μπορούσα να τη σπάσω με τίποτα. Έκανα την τρύπα, έβαλα τα πέταλα, που λέμε τώρα, δεν είχα κουτάλια γιατί δεν ήταν, κι είχα βάλει μεγάλη σφήνα. Έδωσα, έδωσα, έδωσα, δεν μπορούσα να τη σπάσω. Επειδή ήξερα αυτή τη δουλειά με το νερό, παίρνω το νερό εγώ, ρίχνω και από την απελπισία μου σηκώθηκα κι έφυγα. Έμεινε η πέτρα [01:00:00]άσπαστη. Δεν πρόλαβε να κάνει 5 λεπτά κι όταν ακούω κάνει ένα γκρουπ. Πέτρα από 1 μέτρο πάχος-1,5 , άνοιξε μόνη της. Και τότε άρχισα και την πάλεψα και την έσπασα.

Κ.Γ.:

Και κάτι άλλο που ήθελα να ρωτήσω, τον χειμώνα με τα κρύα μπορούσατε να δουλέψετε;

Ι.Μ.:

Αν είναι μαλακός ο καιρός και θέλεις να βάλεις πέτρα, μπορείς. Αν σε βοηθάει ο καιρός. Δεν είναι τίποτα με την πέτρα, για να πεις. Μόνο η παγωνιά σου βάζει χέρι. Δεν σου βάζει τίποτα άλλο. Δεν θα δουλέψεις περισσότερο, θα δουλέψεις λιγότερο.

Κ.Γ.:

Υπήρξε ποτέ κανένας δυσαρεστημένος πελάτης;

Ι.Μ.:

Σε τι; Οι πελάτες ποτές δεν είναι ευχαριστημένοι. Όταν έρχεται η ώρα για πληρωμή, όλο παραπτώματα σου βρίσκουν, κατάλαβες;