© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μια Ελληνοπόντια από την Τσάλκα της Γεωργίας αφηγείται τη ζωή της
Istorima Code
22367
Story URL
Speaker
Ζουζούνα Καλαϊτζίδου (Ζ.Κ.)
Interview Date
09/06/2022
Researcher
Ευτυχία Καρακώστα (Ε.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μας πεις το όνομά σου;
Λέγομαι Ζουζούνα Καλαϊτζίδου παντρεμένη, Ασλανίδου το πατρικό μου.
Είναι Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022, είμαι με τη Ζουζούνα Καλαϊτζίδου και βρισκόμαστε στα Γρεβενά. Εγώ είμαι η Έφη Καρακώστα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μας πεις λίγα λόγια για σένα;
Ναι, βέβαια. Τι να σας πω; Είμαι απ’ τη Γεωργία, πρώην Σοβιετική Ένωση, γεννημένη, παντρεμένη εκεί. Έχω δύο παιδιά, δύο γιους. Είμαστε απ’ τον Πόντο. Στα παλιά τα χρόνια όπως γινόταν ο πόλεμος με τους Τούρκους, έφυγαν οι δικοί μας εκεί, στη Γεωργία και μείναμε εκεί. Λέγεται Νομός Τσάλκας, είμαστε 120 χιλιόμετρα μακριά απ’ την Τιφλίδα απ’ την πρωτεύουσα. Τι να σας πω άλλο, την ιστορία μου; Δεκαεννιά χρονών παντρεύτηκα, τελείωσα Λύκειο, μετά απ’ το Λύκειο πήγα και στο Τεχνικό. Μετά που παντρεύτηκα, δεν μπορούσα άλλο να δουλέψω. Δούλεψα λίγο στις αγροτικές δουλειές του χωριού. Στο χωριό μας, όπως είναι εδώ στα Γρεβενά, φυτεύαμε πατάτες, σιτάρι, αυτά. Εμείς πηγαίναμε για μεροκάματο στις πατάτες, γιατί δεν είναι δημοκρατία εκεί, τα χωράφια όλα ανήκαν για το κράτος και μας πληρώναν μεροκάματο. Απ’ την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο ξεκινούσαμε να διαλέξουμε τις πατάτες για να πάει για σπόρο, μέχρι να βγάλουμε να αποθηκεύσουμε πάλι όπου χρειάζεται. Στο στρατό πήγαιναν, στην πόλη πήγαιναν στην Τιφλίδα, δηλαδή μοίραζαν όπου χρειάζεται, αυτά που πουλούσε το κράτος, όχι εμείς καμία άλλη. Ναι, στα 19 μου τα χρόνια, κλέφτηκα. Αγαπήθηκα με τον άντρα μου βέβαια, παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο βέβαια, επειδή ζούσαμε στον κομμουνισμό, δεν δούλευαν οι εκκλησίες μας. Είχαμε 42 χωριά και απ’ αυτά τα 42, τα 22 είναι ποντιακά. Απ’ αυτά τα 22 τα ποντιακά, τα 3 ή 4, δεν είμαι σίγουρη, μιλούσαν ποντιακά, οι άλλοι οι υπόλοιποι τα χωριά ήμασταν εμείς οι τουρκόφωνοι. Για να μάθουμε λίγο ποντιακά, στο σχολείο μας, μετά το Γυμνάσιο μας ερχότανε απ’ το άλλο χωριό που μιλούσαν ποντιακά. Και ζητούσαμε απ’ αυτούς να μας κάνουν μία λίστα, τουλάχιστον λίγα λόγια να ξέρουμε στα ποντιακά τα μέτρημα, «πήγαινε», «έλα», αυτά. Και εκεί που παντρεύτηκα, είπαμε παντρευτήκαμε όπως είπα, με πολιτικό γάμο, θρησκευτική δεν είχαμε. Μετά πήγαμε στην Τιφλίδα μία φορά σ’ ένα γάμο με τον άντρα μου, δεν είχαμε παντρευτεί ακόμα εμείς. Εκεί έγιναν. Αυτό το ζευγάρι, παντρευόταν με θρησκευτικό γάμο, πήγαν στην εκκλησία κανονικά και ο παπάς φώναξε: «Ποιος θέλει να παντρευτεί στην εκκλησία, με θρησκευτικό γάμο;» Κοιτάμε εγώ με τον σύζυγο ο ένας με τον άλλο, προχωράμε. Ναι, αλλά δεν είχαμε χαρτί, δεν μας έδωσε χαρτί, ναι. Μετά με τον πολιτικό γάμο, ‘ντάξει προχωρήσαμε, κάναμε τα δύο τα παιδιά μας, τους μεγαλώσαμε και ζήσαμε μέχρι το ’92, 1992. Όταν άνοιξαν τα σύνορα, αρχίσαμε να ’ρθούμε να δουλέψουμε για λίγους μήνες, για λίγο χρόνο και ξαναγυρίζαμε πίσω, γιατί δεν είχαμε και καταρχήν μόνιμα τα χαρτιά μας, τις ταυτότητες, αυτά, ερχόμασταν σαν τουρίστες. Και είχα αφήσει και τα δύο τα παιδιά μου εκεί. Ο μεγάλος μου ήταν με την πεθερά μου και ο μικρός μου ήταν με τη μαμά μου, η πεθερά μου Χριστίνα, η μαμά μου Σοφία. Καθίσαμε 4-5 μήνες, δεν αντέξαμε άλλο, χωρίς παιδιά δεν γινόταν. Φύγαμε πίσω, είπαμε: «Να μαζέψουμε και τα παιδιά να ’ρθουμε με τα παιδιά μας μαζί». Δηλαδή φεύγουμε το Νοέμβριος μήνας και εντάξει, χειμώνας ήταν, δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε κατευθείαν. Κι εκείνη τη στιγμή βγήκε ένας νόμος που κάνουν μόνιμα τα χαρτιά εκεί, δηλαδή μας ζητούσαν, για να κάνουμε εδώ στην Ελλάδα τα χαρτιά, μας ζητούσαν μία μόνιμη σφραγίδα απ’ την Πρεσβεία και αυτά εδώ δεν γινόταν, τρέξαμε από δω και από κει δε μπορούσαμε και φύγαμε εκεί. Και εκεί που καθίσαμε, είχαν φύγει όλος ο κόσμος, γιατί μας έλεγαν οι Γεωργιανοί, για να φύγει όλος ο κόσμος, δηλαδή η «άλλη ράτσα» δεν ήθελαν, ήθελαν να ζήσουν μόνο με τους Γεωργιανούς. Έλεγαν: «Θα διώξουμε όλη τη ράτσα, αλλά οι Έλληνες είναι έξυπνη ράτσα, θα φύγουν μόνοι τους». Όντως έτσι και έγινε, σηκωθήκαμε ήρθαμε μόνοι μας. Φέραμε και τα παιδιά μας εδώ, δουλέψαμε δύο χρόνια. Εγώ πήγαινα καθαρίστρια στα σπίτια, σκάλες τελευταία δούλεψα και 6 μήνες στο γηροκομείο των Γρεβενών. Ο άντρας μου δούλευε στις οικοδομές. Και μετά παρ’ όλο που δεν μπορούσαμε πάλι να κάνουμε, να καταφέρουμε τίποτα με τα χαρτιά και ξανά πήγαμε πίσω. Ξαναφύγαμε πίσω, ταλαιπωρία τα παιδιά. Εκεί ρώσικη γλώσσα στο σχολείο, ήρθαμε εδώ, δεν ήξεραν τα παιδιά μας την ελληνική γλώσσα, όπως εμείς βέβαια και ξαναφύγαμε πίσω. Μέχρι να κάνουμε, να τακτοποιήσουμε εκεί αυτά, πέρασαν δύο χρόνια. Δεν είναι και εύκολο να ταξιδέψεις με οικογένεια, και οικονομικά βέβαια, τέσσερα άτομα εμείς, πήραμε και την πεθερά μου πέντε άτομα. Να ταξιδέψεις ήταν λίγο δύσκολο. Κάναμε δύο εικοσιτετράωρα με λεωφορείο. Ναι, είναι παιδιά. Ο μεγάλος μου, ο Παύλος μου, ήταν 12 χρονών κι ο μικρός, ο Αβραάμ ήταν 10,5 ναι, ήταν στο Δημοτικό τα παιδιά. Φύγαμε ξανά, αναγκαστικά καθίσαμε εκεί δύο χρόνια. Εκεί σε αυτά τα δύο χρόνια που είχαν φύγει όλος ο κόσμος, διαλύθηκαν τα σχολεία μας, διαλύθηκαν τα μαγαζιά όλα. Με την κρίση, με τον πόλεμο της Γεωργίας έφυγαν και οι δασκάλοι και οι καθηγητές όλοι. Και χρειάστηκε μία δασκάλα στο σχολείο μας. Φώναξαν, είπε ο διευθυντής στο σχολείο μας στο γιο μου: «Πες τη μάνα σου να ’ρθει να την μιλήσουμε λίγο». Πάω εγώ στο διευθυντή, με λέει «έτσι κι έτσι»: «Θέλω να είσαι δασκάλα». Αλλά δεν έχω πτυχίο σαν δασκάλα, μ’ έστειλε ο άνθρωπος Πρωτοβάθμια, μ’ έδωσαν από κει ένα χαρτί σαν άδεια, για να μπορώ να διδάσκω. Όμως εκεί αν θα καθόμουνα, μπορούσα να πάω στα σεμινάρια να πάω να πάρω στο χέρι μου ένα χαρτί νόμιμο. Δούλευα νόμιμα, αλλά σαν πτυχίο σαν ένα χαρτί κανονικό, θα είχα στο χέρι. Δεν καθίσαμε. Μετά από δύο χρόνια, δούλεψα δύο σεζόν σχολικής χρονιάς, ξαναήρθαμε στην Ελλάδα. Αλλά εκεί έκανα αυτό το χαρτί, έβαλα σφραγίδα για όλη την οικογένεια και για την πεθερά μου, έφερα και την πεθερά μου. Και ήρθαμε τότε το ’95. Καθίσαμε δύο χρόνια, φύγαμε πίσω. Καθίσαμε εκεί, άλλα δύο χρόνια εκεί , ξαναγυρίσαμε το ’99, όπως λέω, νόμιμα και στείλανε τα χαρτιά μας στην Αθήνα, εδώ στη Νομαρχία, από τη Νομαρχία έστειλαν, πήραμε την απόφαση «Ελληνική Ιθαγένεια». Και επειδή που γραφτήκαμε εμείς, όχι Καλαϊτζίδης, σαν Καλάιτσεβ και μας έδωσαν άδεια εκεί από το Καλάιτσεβ, Καλαϊτζίδης ας πούμε, αυτά.
Ζουζούνα θα πάω πολύ αρχή. Θα πάω πίσω στα παιδικά σου χρόνια στη Γεωργία. Πες μου λίγο, εκείνο τον καιρό τι κατάσταση επικρατούσε στη Γεωργία;
Εκείνα τα χρόνια δεν ξέραμε, εντάξει γνωρίζαμε εξωτερικά όλα τα κράτη και για να ακούσουμε την Ελλάδα, ανατριχιάζαμε. «Πω [00:10:00]πω, πώς ζουν εκεί οι δικοί μας; Οι μισοί πήγανε εκεί. Οι μισοί οι δικοί μας πού ζούνε, πώς ζούνε;». Αυτά είχαμε πολύ, δηλαδή θέλαμε να βρούμε αυτά που χάθηκαν. «Μήπως αν θα πάμε εκεί θα τους βρούμε;». Ναι, πολύ ωραίο ήταν, πολλές σκέψεις. Πολύ ωραία ήταν τα παιδικά μας τα χρόνια, μεγαλώσαμε πολύ καλά, απλά οι γονείς μας, οι πατεράδες μας, δεν μπορούσαν να δουλέψουν εκεί που ζούσαμε στη Γεωργία. Μόνο για να πήγαιναν να δουλέψουν κρατικά στα ζώα σαν βοσκός, σαν αυτό, τίποτα άλλο. Οικοδομικά δεν υπήρχαν και πήγαιναν αναγκαστικά στη Ρωσία. Με 5 μήνες, 6 μήνες καθόταν εκεί απ’ την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Μάρτιος-Απρίλιος μήνα ξεκινούσανε και ερχόταν Σεπτέμβριος-Οκτώβριος μήνα και Νοέμβριο έπιανε, ναι. Το σχολείο μας ήταν ρώσικη γλώσσα, πηγαίναμε πάρα πολύ καλά. Επειδή που ήμασταν Έλληνας, δεν μπορούσαμε να περάσουμε ούτε πανεπιστήμιο, ούτε Τεχνικό μες στην πόλη, στην Τιφλίδα. Στην Τσάλκα μπορούσαμε να πηγαινοερχόμαστε, αλλά ήταν ελαφρά τα σχολεία για να περάσεις πανεπιστήμιο, δεν μπορούσες κι αναγκαστικά πηγαίναμε στη Ρωσία. Και στην ουσία που πηγαίναν τα παιδιά και ερχόταν μόνο μια φορά το χρόνο το καλοκαίρι όταν τους άφηναν διακοπές. Δε μπορούσαν τα παιδιά λόγω οικονομικά να ’ρθουν ολοένα με αεροπλάνο, που να πεταχτούν και όταν πηγαίναμε στο σχολείο, επειδή ήταν κομμουνισμός, δεν μας άφηναν να πάμε πολύ στην εκκλησία και δεν είχαμε παπάδες κιόλας. Μέσα σ’ όλο το Νομό είχαμε τρεις παπάδες. Όμως βαφτιστήκαμε όλοι, όλοι βαφτιστήκαμε είναι και τα παιδιά μας βαφτισμένα. Δεν μας άφηναν στην εκκλησία για να πάμε, για να τσουγκρίσουμε αυγά το Πάσχα, να βάψουμε κόκκινα αυγά. Και είχαμε μια δασκάλα που έμενε κοντά στην εκκλησία, μας παρακολουθούσε απ’ τη βεράντα της, ποιο παιδί θα πάει στην εκκλησία για να τον ρωτήσει αύριο το μάθημα, αν δεν ξέρει, θα πάρει κατώτερο βαθμό βέβαια, ναι. Και είχαμε μερικά ζωηρά αγόρια στην τάξη και έφερναν αυγά κόκκινα βαμμένα και καθάριζαν το αυγό και χτυπούσαν στον τοίχο δυνατά για να μπει η δασκάλα στην τάξη να δει το βαμμένο αυγό και μετά άρχιζε η δασκάλα να μας μαλώσει: «Δεν έφτανε, δεν έφτανε πήγατε στην εκκλησία, μας φέρνετε κι εδώ. Ποιος έκανε; Τιμωρία». Ναι, τιμωρία τιμωρία. Ήξεραν που θα πάρουν τιμωρία τα αγόρια γι’ αυτό και έκαναν επίτηδες, να περάσει και η ώρα να μην τους ρωτήσει η δασκάλα το μάθημα. Ναι, σαν μικρά παιδιά βέβαια, περνούσαμε πολύ καλά, πολύ αγαπημένη τάξη είχαμε, πάρα πολύ καλή.
Είπες βαφτιστήκατε. Πώς βαφτιστήκατε, ενώ ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα με τη θρησκεία εκεί;
Βαφτιστήκαμε. Σου λέω είχαμε τρεις παπάδες στα σπίτια, όχι στην εκκλησία, στα σπίτια.
Πες μου λεπτομέρειες γι’ αυτό. Πώς γινόταν στα σπίτια;
Πήγαιναν με αυτοκίνητο, έπαιρναν τον παπά στο σπίτι, αγοράζαμε μία καινούρια λεκάνη, καινούρια πρέπει να είναι αχρησιμοποίητη, και εκεί μας έβαζε εκεί μέσα τα μωρά. Όμως είχαμε ένα παπά, στην εκκλησία πηγαίναμε, ήθελαν δεν ήθελαν, εμείς πηγαίναμε και τα κεριά μας, απλά δεν είχαμε παπά, δεν διαβαζόταν, κατάλαβες; Και αυτοί οι τρεις παπάδες, εντάξει κανονικά δούλευαν, έκαναν τις λειτουργίες τους, απλά δεν μπορούσαν να προλάβουν, στα 42 χωριά πού θα πήγαιναν οι άνθρωποι. Εκεί που καθόταν, εκεί πηγαίναμε εμείς για να βαφτίζονται τα παιδιά μας. Εγώ που βαφτίζαμε τα παιδιά μας, πήγαμε στην εκκλησία του. Είχε στο προαύλιο του μία μικρή εκκλησία, του Αγίου Γεωργίου ήτανε θυμάμαι, και εκεί τα βαφτίσαμε τα παιδιά μας. Κανονικά με το σταυρό, με το νονό, την άλλη μέρα λούσιμο, την τρίτη μέρα κανονικά, όλα κανονικά. Τα βαφτίσια κάναμε, απλά δεν παντρευόμασταν με θρησκευτικό γάμο.
Τι άλλες δυσκολίες αντιμετωπίζατε σχετικά με τη θρησκεία;
Τίποτα, τίποτα, δεν μας απαγόρευε κανένας. Θεωρούσαμε τις εκκλησίες μας κλειστές, επειδή δεν είχαμε παπάδες. Αλλά κάθε Κυριακή, είχαμε μία γειτόνισσα. εκεί δίπλα στην εκκλησία ζούσε, αυτή κρατούσε το κλειδί, κάθε Κυριακή πήγαινε αυτήν άναβε. Για την Ανάσταση, τα παιδιά όλα του χωριού μαζευόταν πριν τις 00:00 και έβγαιναν: «Ελάτε, ελάτε», ας πούμε, χτυπούσαν την καμπάνα, κανονικά χτυπούσε η καμπάνα, να μαζευτούνε όλοι για να πάμε στην Ανάσταση. Κανονικά και τις νηστείες κρατούσαμε, τα πάντα, ναι. Δεν μπορούσαν να μας βάλουν φυλακή για να μην κάνουμε αυτά, κάναμε. Ήτανε θρησκευτικός χώρος, αλλά απλά δεν είχαμε παπάδες.
Είχατε κάποιο ιδιαίτερο έθιμο σχετικά με τη θρησκεία; Ξέρω ότι κάνατε κάτι έτσι με το τάμα, κάτι ιδιαίτερο. Ξέχασα, ναι. Ας πούμε, λες ή ζητάς απ’ το Θεό κάτι να σου δώσει ή σ’ έκανε ένα θαύμα που δεν περίμενες και λέγαμε: «Αχ, θα κάνω γι’ αυτόν τον Άγιο τάμα». Αυτό το τάμα που λέμε, σφάζαμε ή αρνί αρσενικό ή μοσχάρι ή κανένα κόκορα, για να είναι αρσενικό. Και πηγαίναμε στην εκκλησία, όλη η οικογένεια κάναμε γύρω-γύρω στην εκκλησία με το αρνί μαζί βέβαια. Μετά απ’ το... που τελειώνοντας ο τρίτος γύρος, πλησιάζαμε στην πόρτα της εκκλησίας. Προτού να μπούμε μέσα, βέβαια όχι με το αρνί, κρατάει ένας το αρνί, κόβαμε το αυτί του αρνιού, έβγαινε λίγο αιματάκι και μ’ αυτό το αίμα, μ’ αυτό το κομμάτι το αυτί το αρνί ό,τι και να είναι, και κάναμε σταυρό στο μέτωπο. Και μετά βράζαμε αυτό το αρνί, ό,τι και να είναι, και μοιράζαμε στον κόσμο. Ή στον κόσμο μοιράζαμε, στα σπίτια πηγαίναμε με τα ταπεράκια ή ανοίγαμε ένα μεγάλο τραπέζι και καλούσαμε τον κόσμο, όποιος ήταν απ’ το χωριό περνούσε απ’ το δρόμο τον καλούσαμε ή στην αυλή της εκκλησίας κάναμε αυτό. Η εκκλησία μας η μεγάλη, λέγεται Μεταμόρφωση, το χωριό που παντρεύτηκα λέγεται Μονοεκκλησιά και Μονοεκκλησιά επειδή είναι η Μεταμόρφωση μεγάλη εκκλησία. Αλλά είχαμε κι άλλες εκκλησίες, άλλες δυο εκκλησίες, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου, ναι. Και εκεί στην αυλή μαζεύτηκαν ο κόσμος απ’ το σπίτι πηγαίναμε και εμείς ό,τι σαλάτες, γλυκά, τουρσιά, τα πάντα. Ό,τι χρειάζεται ένα τραπέζι για μεζέ.
Πώς ήταν οι σχέσεις σας τότε όταν ήσουν παιδί με τα άλλα παιδιά, με τα παιδιά από τα άλλα χωριά;
Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Μόνο μας χώριζε το δικό μου το χωριό για να πάω στη μάνα μου, ας πούμε, μας χώριζε ένα άλλο χωριό που ζούσαν οι Αρμένιοι. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε, όχι δεν μπορούσαμε, εντάξει εκεί που περπατούσαμε πηγαίναμε πεζό με τα πόδια, γιατί ήταν 12 χιλιόμετρα, δεν ήτανε μακριά. Και εκεί φοβηθήκαμε να μη μας πειράξουν που είναι σαν άλλη ράτσα, κατάλαβες, αλλά τίποτα άλλο.
Σας πείραζαν;
Σαν νέα κοπέλα εκεί, ναι. Αλλά όταν βλέπουν παντρεμένη… Συνήθως πήγαινα περνούσα παντρεμένη βέβαια, με τα δύο τα παιδιά. Όταν ήρθαμε εδώ, τα παιδιά μας ήτανε μικρά. Βέβαια έφερα από κει μία βεβαίωση που πήγαιναν και εκεί σχολείο, δεν [00:20:00]πέρασε αυτή την βεβαίωση και δεν ήξεραν τη γλώσσα τα παιδιά μου, την ελληνική. Καθόμασταν και σκεφτόμασταν τι να κάνουμε με αυτά τα παιδιά: «Άσε να περάσει αυτός ο χρόνος, είπαμε, να μάθουν λίγο έξω απ’ τα παιδιά γλώσσα, γιατί είναι παιδιά, να μάθουν πιο γρήγορα και μετά το άλλο χρόνο, θα τους πάμε». Και μετά έρχεται ένας απ’ το σόι το πατρικό μου, Ασλανίδης Σταύρος, από το χωριό μεγάλο Σειρήνι και ζούσε εδώ στα Γρεβενά ο άνθρωπος, ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου. Όταν ήρθε ο πατέρας μου και ο πατέρας μου δεν ήξερε βέβαια, απ’ το ένα πάμε στο άλλο τώρα, καθόταν με τη μάνα μου στην αυλή και έπαιζαν χαρτιά και μιλούσανε τούρκικα και άκουσε αυτός ο άνθρωπος που περνούσε από εκεί, λέει: «Από πού είστε, τι και πώς;». Λέει ο μπαμπάς: «Αυτό κι αυτό». «Πώς λέγεστε;». Ο μπαμπάς: «Ασλανίδης». «Κι εγώ είμαι Ασλανίδης, άρα είμαστε σόι. Άμα θα σε βρω δουλειά -αυτός ο άνθρωπος λέει-, θα πας;» στον μπαμπά. «Βέβαια, θα πάω. Γιατί ήρθαμε, άμα δεν θα δουλέψουμε τι θα φάμε; Ενοίκιο, ρεύμα, τρέχουν αυτά». Βρίσκει στις οικοδομικές δουλειές τον μπαμπά, πηγαίνει ο μπαμπάς μου. Μετά που ήρθαμε εμείς, όπως λέμε δεν ήξεραν τα παιδιά μας κι εμείς βέβαια τη γλώσσα, έρχεται ο θείος ο Σταύρος σ’ εμάς μια μέρα: «Κορίτσι μου τι σκέφτεσαι; Τι θα κάνεις με αυτά τα παιδιά;». Λέω: «Θείο δεν ξέρω, δεν ξέρουν τα παιδιά την γλώσσα ακόμα». «Άμα δε θα πας στο σχολείο, δε θα βρεθούν με τα μικρά παιδιά, πώς να μάθουν παιδί μου; Έλα, έχω γνωστούς -λέει- στο σχολείο που είναι και αυτοί τουρκόφωνοι να σε βοηθήσουν. Θα πάνε τα παιδιά κανονικά στο σχολείο». Παίρνουμε την άλλη μέρα, τη Δευτέρα και πηγαίνουμε τα παιδιά στο σχολείο. Μας σύστησε με τον Μαυρίδη Στάθη και με τη γυναίκα του Συμέλα και οι δύο οι άνθρωποι είναι τουρκόφωνοι, να ’ναι καλά και οι δύο τώρα που ζούνε. Μας βοήθησαν πάρα πολύ, δηλαδή τα παιδιά μου πάρα πολύ βοήθησαν. Έγραφε η κυρία Συμέλα στο χαρτί, ας πούμε, ή «κόκορα» ή «ψωμί» ή κάτι ό,τι να ’ναι και απέναντι έγραφε τι είναι: «Αυτό είναι ψωμί, αυτό είναι αυτό», όλα. Και έφερναν τα παιδιά στο σχολέιο, στο σπίτι, μαζί με τα παιδιά που έβλεπα εγώ, μάθαινα κι εγώ, για να βοηθήσω τα παιδιά στο σχολείο. Δεν μπορούσα, κάπου-κάπου πήγαινα στο μάθημα, καθόμουνα και εγώ μαζί με τα παιδιά, απαγορευόταν βέβαια, αλλά τους παρακάλεσα, όσο μπορούσα να τους πω, για να βοηθήσω στα παιδιά. Ο μικρός μου… Ήταν πολύ καλά τα παιδιά μου, στα μαθήματα. Όταν φεύγαμε από εκεί, ο γείτονάς μας ήταν, συγχωρέθηκε ο άνθρωπος, ήρθε να μας ξεπροβοδίσει και μ’ είπε: «Ζουζούνα, προσπαθήστε να μην παν χαμένα τα μυαλά απ’ αυτά τα παιδιά». Γιατί ήταν άριστα παιδιά, εκεί που ξεκίνησαν το δημοτικό, ήταν άριστα και τα δυο τα παιδιά και όταν ήρθαμε εδώ, τα παιδιά είχανε μυαλό, από τα μαθηματικά πήγαιναν πάρα πολύ καλά, αλλά η γλώσσα δεν ήξεραν να πουν. Προφορικά δεν μπορούσαν να πουν τι κάνουν, μόνο σηκωνόταν, έγραφαν στον πίνακα και καθόταν. Μία μέρα με φωνάζει η δασκάλα του Αβραάμ, του μικρού μου στο σχολείο και με λέει: «Αυτό το παιδί είναι πολύ έξυπνο παιδί!». Από τη δευτέρα δημοτικού ήθελαν να το μεταφέρουν στο τέταρτο, για να πηδήξει μία τάξη. Λέω: «Συμφωνώ, ναι εντάξει όπως λέτε αυτό, κάνει μαθηματικά. Αλλά ξέρει το παιδί να μιλάει; Ξέρει ορθογραφία; Δεν ξέρει το παιδί τα γράμματα. Μόνο απ’ τα μαθηματικά άμα θα περάσει, ας τα περάσει. Αλλά τα υπόλοιπα μαθήματα τι θα γίνει το παιδί;». Όχι, δεν έβαλα υπογραφή, δεν τον άφησα, ναι. Οπότε πήγε στην κανονική.
Εσύ πώς βοηθούσες τα παιδιά με τη γλώσσα;
Ναι, αυτό όπως είπαμε πήγαινα καθόμουνα μαζί με τα παιδιά μου στο σχολείο, στην τάξη για να μπορώ να πάρω κάτι από την πίνακα ή κάτι, δεν ξέρω πώς να πω, κάπως καταλάβαινα και απ’ την δασκάλα. Επειδή έκανα ίσως και η ίδια δύο χρόνια σαν δασκάλα, ίσως από κει κάτι, άρπαζα πολύ εύκολα. Και τα γράμματα τα ρώσικα με τα ελληνικά ταιριάζουν, πάρα πολύ ταιριάζουν, ναι. Μόνο μπορούσα να διαβάσω, αλλά δεν μπορούσα να πούμε, ας πούμε, «έψιλον-γιώτα» είναι «ει» εγώ διάβαζα «εΐ» εκεί. Μετά, όταν άκουσα, άρπαζα πάλι. Και μετά άνοιξαν σεμινάρια για τους ξένους, πήγαμε –δεν θυμάμαι– ένα χρόνο, ναι, πήγαμε στα σεμινάρια κι εκεί διόρθωσα. Αυτά που είχα λάθος, αυτά διόρθωσα εκεί. Και ήταν και ένας Μπάμπης –δεν θυμάμαι το επίθετο– δάσκαλος και αυτός στο σχολείο και αυτός τουρκόφωνος και αυτός βοηθούσε πάρα πολύ στα παιδιά. Έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά. Πήγα έβαλα υπογραφή, με φώναξαν βέβαια, έβαλα υπογραφή την ώρα, ας πούμε, φυσικής αυτά που παίζουν, κάνουν, ράνουν, δεν χρειαζόταν αυτά πολύ και πήγαιναν τα παιδιά μου σ’ αυτά τα μαθήματα, τους έμαθαν λίγο περισσότερα. Και εκεί που πήγαιναν τα παιδιά μου, πρώτες μέρες στο σχολείο, τώρα δεν ξέρω αυτό έγινε φυσικά από τον δάσκαλο ή απ’ την δασκάλα. Έμαθαν που ήρθαν παιδιά Έλληνα από ξένο κράτος, μάζεψαν κάποια χρήματα τα παιδιά απ’ το σπίτι τους, είπαν στους γονείς βέβαια, από ένα χιλιάρικο όπως θυμάμαι νομίζω ήταν, μάζεψαν και έδωσαν στο παιδί. Έφερε το παιδί στο σπίτι: «Μαμά -λέει- μ’ έδωσε ο δάσκαλος». «Γιατί, για ποιο λόγο;». «Μαμά αυτό και αυτό». Επειδή ήρθαμε απ’ έξω, σαν αρχή μας βοήθησαν. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι.
Πες μου κι άλλα πράγματα για το σχολείο και τα παιδιά. Πώς ήταν η σχέση τους με τους συμμαθητές; Πώς τα δέχτηκαν τα παιδιά οι συμμαθητές;
Πολύ δύσκολα. Δύσκολα γιατί τους φώναζαν, επειδή δεν ήξεραν τη γλώσσα. Μάλωναν επειδή ο μεγάλος μου είναι λίγο ζωηρός και από μικρός. Μία μέρα περνούσε ο αδερφός μου απ’ τη δουλειά, με αυτοκίνητο με τον αφεντικό του, βλέπει μαλώνουν τα παιδιά έξω απ’ το σχολείο, πήγαιναν στο 4ο Δημοτικό και λέει: «Περίμενε -τον αφεντικό του- περίμενε -λέει- αυτά τα παιδιά είναι τα ανίψια μου, τι μαλώνουν;». Σταματάνε εκεί, πηγαίνει πλησιάζει ο αδερφός μου: «Παύλο μου τι έγινε;». «Περίμενε θείο, περίμενε, θα τους ρίξω μία», λέει. «Γιατί ρε παιδί μου;». «Γιατί μας προσβάλλουν». Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τι τους είχαν φωνάξει, επειδή δεν ξέρουν ούτε γλώσσα και ‘ντάξει, δίνει στον Αβραάμ την τσάντα του ο Παύλος: «Κράτα εσύ μην πλησιάζεις, εγώ θα τους κάνω τώρα», λέει. Ναι, όντως είχαν μαλώσει και με μπουνιές, με όλα. Αν δεν ήταν ο αδερφός μου εκείνη τη στιγμή εκεί, ίσως τον έστειλε ο Θεός, δεν ξέρω τι θα γινόταν με τα παιδιά. Παίρνει ο αδερφός μου όλα τα παιδιά και πηγαίνει στο σχολείο. Πηγαίνει στο σχολείο, λέει έτσι κι έτσι: «Κοίταξε να δεις εμείς φύγαμε απ’ τον πόλεμο, φέραμε τα παιδιά στο ελληνικό κράτος στην Ελλάδα. Τι είναι αυτό, τι φωνάζουν τα παιδιά; Τι τους προσβάλλουν;» λέει. «Για να νευριάσει το παιδί, ν’ ανοίξει χέρια, άρα κάτι τον πείραξε πολύ». Και μετά τους φώναξαν και τους γονείς τους, νομίζω τρεις μέρες τους απαγόρεψαν να παν στο σχολείο; Ναι ναι ναι. Τι έγινε, πώς έγινε, τους φώναξε ο διευθυντής, ναι και τους τιμώρησε. Αλλά από κει και πέρα ήρθαν μερικά παιδιά στο σπίτι, ζήτησαν και συγνώμη από εμάς σαν γονείς. Από ‘κει και πέρα εντάξει, σαν παιδιά μάλωναν έκαναν, αλλά αυτό ήταν και πέρασε. Σιγά-σιγά έμαθαν και τη γλώσσα, τώρα εγώ έμαθα μιλάω «τσατ-πατ» όπως λένε, τα παιδιά μας είναι…
[00:30:00]Στη Γεωργία τι γλώσσα μιλούσατε στο σπίτι σου;
Στα τούρκικα. Στο σπίτι μιλούσαμε τούρκικα, στο σχολείο είχαμε ρώσικη, για να βγούμε στην πόλη, ρώσικη. Απ’ την αρχή που ήταν Σοβιετική Ένωση, δεν είχαμε πρόβλημα τι γλώσσα να μιλήσουμε, βέβαια ρώσικη ήταν κυρίως γλώσσα, και μετά όταν χώρισε η Γεωργία απ’ τη Ρωσία, άρχισαν να μας αναγκάσουν να μιλήσουμε γεωργιανά, δεν ηξέραμε. ‘Ντάξει, αυτοί που ζούσαμε στην Τιφλίδα, εγώ έζησα στην Τιφλίδα, γιατί είχα θεία, αδερφή της μάνας μου, η Λένα η θεία μου, ζούσε στην Τιφλίδα και κάθε καλοκαίρι τις διακοπές απ’ τα σχολεία πήγαινα εγώ στην Τιφλίδα. Καθόμουνα τρεις μήνες εκεί, άρα ήμασταν μες στους Γεωργιανούς έμαθα και τη γλώσσα, δεν είχα πρόβλημα, ναι. Και μετά μας ανάγκασαν για να μιλήσουμε: «Γιατί μιλάς, Ρώσος είσαι μιλάς στα ρώσικα;». Μέχρι τώρα και οι ίδιοι μιλούσανε στα ρώσικα, παντού και στα μαγαζιά οι πινακίδες αυτά, όλα ήτανε ρώσικα. Μετά άρχισαν να κατεβάσουν τις ρωσικές πινακίδες, έβαλαν Γεωργιανούς και στο σχολείο είχαμε μία γλώσσα μόνο. Μία ώρα, δηλαδή, την εβδομάδα, είχαμε τρεις ώρες γεωργιανή γλώσσα. Πόσο να μάθεις; 'Ντάξει, γράφαμε, διαβάζαμε, σαν στο σχολείο, αλλά ομιλία δε μπορούσαμε. Αυτοί που πήγαιναν, ζούσανε στην Τιφλίδα 'ντάξει, βέβαια, σίγουρα μιλούσανε. Αυτοί που ζούσαμε εμείς στο χωριό, στην Τσάλκα στην πόλη μας, δεν μιλούσαμε.
Ελληνικά μιλούσατε καθόλου;
Καθόλου, καθόλου. Αυτά όπως είπα, που ερχόταν μερικά παιδιά, το διπλανό μας το χωριό είχαν μέχρι και Γυμνάσιο. Το Λύκειο, ερχότανε σ’ εμάς, στο δικό μας σχολείο για να τελειώσουν το Λύκειο τους και απ’ αυτούς, αυτά μιλούσαν ποντιακά και απ’ αυτούς πήραμε λίγα, αλλιώς κατά τ’ άλλα δεν ηξέραμε. Για να μιλήσουμε κανονικά, όχι.
Υπήρχαν καθόλου ελληνικά σχολεία, θέατρα;
Τίποτα, τα έθιμα ελληνικά, δεν είχαμε τίποτα. Μόνο εμείς τα παραδοσιακά ό,τι είχανε οι παππούδες μας που είχαν φύγει απ’ τον Πόντο, απ’ το Καρς, αυτά που ηξέραμε, αυτά κρατούσαμε. Και τελευταία, όταν άνοιξαν τα τελωνεία, άρχισαν να μας κάνουν ένα μάθημα την εβδομάδα ή δύο τα παιδιά. Αλλά αυτό πρόλαβαν τα παιδιά μου, όχι εμείς, εμείς δεν προλάβαμε, εμείς δεν είχαμε. Είχαμε γερμανική γλώσσα, σαν ξένη γλώσσα, και γεωργιανή. Κατά τ’ άλλα τα μαθήματα ήταν τα ρώσικα. Είχαμε μες στα μαθήματα, είχαμε και ελληνική ιστορία ναι, αρχαία ελληνική ιστορία, από ‘κει μαθαίναμε.
Οι γονείς σου, οι παππούδες σου τι σου έλεγαν σχετικά με την καταγωγή σας;
Απ’ τον Πόντο πήγαν οι παππούδες μου. Ο παππούς ο Ιλαρίωνας, του μπαμπά μου ο μπαμπάς, ήρθε τελευταίος, γιατί ήταν Ψάλτης. Ήταν κοντά σ’ έναν παπά, στον Πόντο και δεν τον άφηνε. Τελευταία που γύριζε, ήταν αρραβωνιασμένος και αυτός ο ίδιος, δεν ήξερε ο καημένος. Ερχόταν, κόντευε στο σπίτι του και εκεί, ήταν κορίτσια καθόταν εκεί, σε μία γωνία, έλεγαν τη γιαγιά μου: «Ναταλία, Ναταλία αυτός είναι ο αρραβωνιαστικός σου, να ξέρεις που έρχεται». Η καημένη απ’ την ντροπή, δεν ήξερε τι να κάνει. Και η προγιαγιά μου, απ’ τη μαμά μου, για να φύγουν απ’ την Τουρκία, έλεγαν –την πρόλαβα εγώ, έζησε– ήταν μαμή, η πρακτική, ξεγεννούσε τις γυναίκες στο σπίτι. Και για να φύγουν από εκεί, άφησε όλα τα ζώα της, λέει, στην αυλή. Όπως άφησε έτσι, δεν ήξερε, μόνο μάζεψε τα παιδιά της κι έφυγε. Δηλαδή δεν μπορούσαν να πάρουν, τι να πάρουν, φεύγουν. Και η γιαγιά μου, η μαμά της μαμάς μου, η γιαγιά μου Νίνα, ήταν 7 χρονών που έφυγε. Μες στον πόλεμο, μες στους παππούδες, μες στον κόσμο, στα πόδια του κόσμου 7 χρονών κοριτσάκι. Και την βρίσκει ένας παπάς στο διπλανό χωριό, αυτός τη μεγάλωσε τη γιαγιά μου και την πάντρεψε 12 χρονών στον παππού μου. Ο παππούς μου, Στέφανος Αβραμίδης λεγόταν ο παππούς μου, ήταν κτηνίατρος και την πήρε, τότε δεν ξέρω, στεφανώταν; Δεν ξέρω. Και έλεγε η μαμά μου, δεν γινόταν να παντρευτεί, 12 χρονών κοριτσάκι πού να παντρευτεί και την είχαν γράψει δύο χρόνια μεγαλύτερη, πώς και πώς να κάνει στέφανα ο παππούς μου. Ναι και έκαναν τέσσερα παιδιά, εντάξει, και έτσι κι έζησαν. Δεν δούλεψε η γιαγιά μου πουθενά, τις αγροτικές δουλειές του χωριού και ο παππούς μου σαν γιατρός κτηνίατρος και πήγαινε με άλογο στα χωριά.
Θέλω να μου πεις πώς γνώρισες τον άντρα σου;
Τον άντρα μου μας σύστησε η κουνιάδα μου. Ήμασταν συμμαθήτριες με την ανιψιά του. Ο άντρας μου είναι ο μικρότερος, η κουνιάδα μου ήταν πιο μεγαλύτερη, ήταν παντρεμένη στο χωριό μου. Το χωριό μου λέγεται Τσιντσκαρό. Και δεν ξέρω, με συμπάθησε τι έκανε και έρχεται μία μέρα σ’ εμάς και εγώ αυτή τη στιγμή ήμουνα στην Τιφλίδα. Τελείωσα και το σχολείο, πήγαινα εγώ στη θεία μου, η θεία μου δεν είχε παιδιά, δεν έκανε, και όλο το σπίτι της, αυτό, ό,τι την άνηκε, είχε γράψει σε μένα. Και εγώ πήγαινα πολύ συχνά. Δεν δούλευα εκεί, αλλά πηγαινοερχόμουνα. Ήμουνα εκεί και έρχεται, λέει στη μάνα μου: «Σοφία αυτό και αυτό, έχω έναν αδερφό μου αρέσει η κόρη σου, τελείωσαν μαζί με την κόρη μου το σχολείο -δέκα χρόνια μαζί απ’ το Δημοτικό, μέχρι να τελειώσουμε το Λύκειο- κι αυτό κι αυτό». Λέει η μαμά μου: «Τι να σου πω -λέει-, η κοπέλα ξέρει». Και δεν ξέρω σε πόσες μέρες… Και ο άντρας μου είχε τελειώσει μόλις φαντάρος, και τον ήθελαν να τον παντρέψουν. Γιατί ήταν τέσσερις αδερφές, έχει ο άντρας μου, και αυτός είναι ένα αγόρι και τον λάτρευαν, ναι. Και ήθελαν να βρουν μια καλή κοπέλα τάχα. Ναι, εντάξει γύρισα απ’ την Τιφλίδα, με λέει η μαμά μου: «Θα ’ρθει η τάδε εδώ, να σε γνωρίσει τον αδελφό της». «Ε ρε μαμά -λέω- δεν παντρεύομαι εγώ, θέλω να σπουδάσω, δεν παντρεύομαι». Πόσες προξενιές ήρθανε, δεν ήθελα, γιατί ήθελα να σπουδάσω. Ο μπαμπάς μου, εγωιστής, σπούδασε τα αγόρια του και δεν μας σπούδασε τα κορίτσια. «Όχι, δεν θα βγείτε έξω». Πού έξω; Eξωτερικά, στη Ρωσία, δηλαδή ήταν πολύ μακριά, γι’ αυτό το λόγο. Kαι μετά έρχεται μία μέρα ο άντρας μου με τον κουμπάρο μου, γνωριστήκαμε μέσα στο σπίτι. Πού να πάμε, τι να κάνουμε; Γνωριστήκαμε, εντάξει. Πηγαινοερχόταν, εβγαίναμε 7 μήνες και μετά μου λέει: «Θα παντρευτούμε». Ε, θα παντρευτούμε, ο μπαμπάς μου ήταν στη Ρωσία, που όπως είπα πήγαιναν στη Ρωσία για οικοδομικές δουλειές, δούλευαν. Λέω: «Όχι, δεν είναι ο μπαμπάς μου εδώ, όταν θα ’ρθει ο μπαμπάς μου, να ’ρθείτε να ζητήσετε». Δεν ξέρω τι τον κάπνισε, μαζεύτηκαν τα ξαδέρφια του: «Αφού έχεις κοπέλα, έχεις. Έλα, πάμε να την πάρουμε». «Όχι -λέει- εμείς υποσχεθήκαμε δεν θα κλεφτούμε, θα αρραβωνιαστούμε». «Όχι ρε, σ’ αγαπάει;». «Για να βγούμε τόσους μήνες -λέει-, ναι». «Άμα είσαι σίγουρος, πάμε να την φέρουμε». Έρχεται μία μέρα να μιλάμε: «Να ξέρεις -λέει-, θα κλεφτούμε». «Χάζεψες -τον λέω-, τι θα κλεφτούμε; Αφού είπαμε θα ’ρθει ο μπαμπάς. Κοίταξε να δεις -λέω- άμα θα κλεφτώ δεν θα με δεχτεί ο μπαμπάς άλλο. Θα ξεχάσω εγώ τον μπαμπά μου;». «Θα μαλακώσει -με λέει-, μην αγχώνεσαι». Δεν έφυγα εκείνη τη μέρα, σε λίγες μέρες με λέει: «Εντάξει, σε δίνω τόσες μέρες προθεσμία να ετοιμαστείς». Και εμείς επειδή είμαστε παλαιοημερολογίτες, 13 μέρες αργότερα γιορτάζουμε όλες τις γιορτές. Μας ταιριάζει η Ρωσία με την Ελλάδα, μόνο όποιες γιορτές ταιριάζουν με το Πάσχα. Πάσχα, Αναλήψεως, τώρα τη Δευτέρα Αγίου Πνεύματος μόνο αυτά ταιριάζουν. Τα άλλα όχι. Εμείς είμαστε 13 μέρες πιο μετά και 21 Σεπτεμβρίου που κλέφτηκα το ’84, ήτανε μέρα της [00:40:00]Παναγίας Θεοτόκου. Εκείνη τη μέρα, αξέχαστη. Κλέφτηκα βέβαια, μετά εντάξει, καθίσαμε, ήρθε ο μπαμπάς, πήγαν δύο μεγάλοι άνθρωποι να τον πουν: «Συγγνώμη, ήτανε νέοι, νέα παιδιά, εντάξει αγαπιόταν», εκεί μιλήσανε τσουγκρίσανε το ουίσκι ξέρω ’γω τσίπουρο τι ήταν, βότκα. Βέβαια, ναι και εκεί μιλήσανε πότε θα κάνουμε γάμο. Κλέφτηκα 21 Σεπτεμβρίου και παντρευτήκαμε 23 Δεκεμβρίου την ίδια χρονιά και το άλλο χρόνο, το ’85 το καλοκαίρι, γεννήθηκε ο μεγάλος μου, το πρώτο το παιδί μου. Μ’ έδωσε ο Θεός δώρο για όλη τη ζωή μου, γιατί 11 Ιουλίου έχω εγώ γενέθλια και 12 Ιουλίου γεννήθηκε το παιδί μου.
Όταν κλέφτηκες πώς έγινε; Πού πήγες;
Κατευθείαν στο σπίτι του. Ο πεθερός μου πέθανε πολύ νωρίς, 47 χρονών πέθανε. Και επειδή η πεθερά μου ήτανε χήρα, ήταν και νέα, ξαναπαντρεύτηκε. Αυτό το σπίτι που είχε ο πεθερός μου, έμεινε για μας, για τον γιο του. Η πεθερά μου πήγε σ’ αυτό το σπίτι που ξαναπαντρεύτηκε. Με πήρε κατευθείαν σ’ αυτό το σπίτι, στο δικό τους. Εντάξει, λίγο ήταν που δεν ζούσε άνθρωπος εκεί, αλλά πρόσεχε πάρα πολύ η πεθερά μου.
Οι γονείς σου πώς αντέδρασαν αμέσως μόλις έμαθαν ότι κλέφτηκες;
Έστειλαν πίσω, ήρθε από πίσω μου ο αδερφός μου ο μικρός ο Βαλέριος, που είμαστε και δίδυμοι. Εντάξει, ήξεραν που γνωριζόμαστε με τον άντρα μου. Ήθελα εγώ και πήγα ή με έκλεψαν με το ζόρι; Αλλά εντάξει ήθελα και πήγα. Ο μπαμπάς μου πολύ ζορίστηκε, ζορίστηκε πάρα πολύ. Ο αδερφός μου που σπούδαζε εκεί, ο μεγάλος ο αδερφός μου ο Μιχάλης, εκεί σπούδαζε και πήγε ο μπαμπάς μου να δει στη Ρωσία κι αυτός να δει τον αδελφό μου, λέει: «Κλέφτηκε η αδερφή σου». Ήξερε ο αδερφός μου, ήξερε, γνώριζε τον άντρα μου. Εμείς εκεί τον λένε Ζαούρη, εδώ αλλάξαμε έγινε Σταύρος, ναι. Και λέει: «Μπαμπά, άσ’ τηνα, τον ήθελε και πήγε. Μην λες τίποτα που θα πας από δω. Όχι μαλώματα, τέτοια πράγματα, "γιατί και τι και πώς", δηλαδή ευλόγησέ τους, άσε να πάνε και να ζήσουν». Και δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά, είμαστε τυχεροί έχουμε πάρα πολύ καλά παιδιά. Σ’ αυτήν την αιωνέα που είναι τα παιδιά πάρα πολύ, δυσκολεύουν τους γονείς, τα δικά μου τα παιδιά δεν μας δυσκολέψαν καθόλου, καθόλου. Απ’ τα μικρά ξεκίνησαν δουλειές. Ο Παύλος μου ξεκίνησε σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων, το αγαπούσε αυτό το επάγγελμα πάρα πολύ απ’ το μικρό και σπούδασε αυτό το επάγγελμα και το χρησιμοποιεί και σήμερα και δουλεύει μηχανικός αυτοκινήτων σ’ ένα συνεργείο σήμερα. Μετά απ’ το Γυμνάσιο πήγαν τελείωσαν Τεχνικό. Τελείωσε ο Παύλος μου μηχανικός αυτοκινήτων και ο Αβραάμ τελείωσε ηλεκτρολόγος, ναι. Και σήμερα και ο Αβραάμ δουλεύει μηχανικός σ’ ένα εργοστάσιο της Χαλκιδικής, Ορμύλια λέγεται χωριό, βγάζουν ελιές, κάνουν κονσέρβες αυτά. Δουλεύει μηχανικός εκεί και ο μεγάλος μου εδώ. Παντρεμένα και τα δύο, ο μεγάλος μου έχει τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κοριτσάκι. Ο μικρός μου δεν έχει ακόμα, περιμένουμε αυτό το θαύμα απ’ το Θεό. Ο καθένας κρατάει την οικογένειά του, παντρεμένα με τα δικά μας κορίτσια, από εκεί απ’ τη Γεωργία και αυτήν και οι δύο. Η μεγάλη μου η νύφη η Αλεξάνδρα είναι απ’ τη Σκύδρα της Έδεσσας, η μικρή μου απ’ τα Μουδανιά.
Αυτό έγινε σκόπιμα; Θέλατε να… Θέλανε τα παιδιά να παντρευτούν με γυναίκες Πόντιες;
Ήθελαν. Δεν ηθέλαμε να χάσουμε. Ναι, ‘ντάξει σιγά-σιγά παντρεύονται και τα κορίτσια μας με τους ντόπιους και τα αγόρια μας. Αλλά επειδή εμείς είχαμε έρθει από εκεί με αυτό το έθιμο και γνώριζαν. Τώρα οι νέοι άρχισαν δεν γνωρίζουν, γιατί μοιραστήκαμε ο καθένας από δω κι από εκεί, αναγκαστικά όπου ζούμε κι εκεί παντρεύονται. Ας πούμε, ο ανιψιός μου, της αδερφής μου παιδί, τώρα έχει κοπέλα συζούνε με μία Γρεβενιώτισσα.
Και παντρεύτηκες λοιπόν, που λέγαμε πριν. Με τι ασχολήθηκες στη Γεωργία εσύ κι ο σύζυγός σου;
Ο σύζυγός μου πήγαινε στη Ρωσία κι αυτός, τις οικοδομικές. Με άφηνε με τα δύο τα παιδιά εκεί, εγώ, σαν χωριό ζούσαμε στο χωριό, οικιακά. Είχαμε αγελάδες, είχαμε πρόβατα, κρατούσαμε γουρούνια, έτσι για σφάξιμο για κρέας, κότες, μπαχτσέ, κήπο, φυτεύαμε τα πάντα: Πατάτες, φασόλια, λάχανα, κλείναμε βάζα για το χειμώνα, κομπόστες, γλυκά, σαλάτες, όπως συνεχίζω κι εδώ κάθε χρόνο. Τώρα ξεκίνησα από τις μαρμελάδες, γλυκό κουταλιού της φράουλας και θα συνεχίσω μέχρι το φθινόπωρο και θα φάμε το χειμώνα αυτά.
Όσο ζούσες στη Γεωργία ένιωσες ποτέ να κινδυνεύεις;
Όχι.
Πώς πήρατε την απόφαση να έρθετε στην Ελλάδα για πρώτη φορά;
Όταν άνοιξαν τα τελωνεία, άρχισαν εκεί να μειώνονται οι δουλειές κι εδώ απ’ την αρχή όταν ερχόμασταν, ήταν δραχμές βέβαια το ’92 η δραχμή. Πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη για να ξαναφύγουμε πίσω, ερχόμασταν δουλεύαμε ένα σεζόν, ξαναφύγουμε, αλλάζαμε σε δολάρια. Δραχμή με δολάρια, κερδίζαμε εκεί λίγο και για να αλλάξουμε δολάρια με τα ρούβλια τα ρώσικα, άλλο ποσό κερδίζαμε κι εκεί. Δηλαδή και αυτήν τη στιγμή το ευρώ εδώ, με τα γεωργιανά λεφτά, τώρα είναι λάρι λέγονται, 1 στα 4 είναι. Δηλαδή 1 ευρώ 4 λάρι παίρνεις, ναι. Και ήρθαμε να δουλέψουμε, γιατί δεν υπήρχαν και δουλειές καταρχήν, και πόλεμος, είχαμε φύγει. Άρχισαν να μας πειράζουν: «Γιατί είστε Έλληνες και είστε εδώ; Ο καθένας στο κράτος του θα πάει, στην πατρίδα του». Ήρθαμε στην πατρίδα, εκεί ήμασταν Έλληνες, μας έστειλαν στην Ελλάδα στην πατρίδα μας, ήρθαμε εδώ, γίναμε «Ρωσοπόντιοι», ναι.
Θέλεις να μου πεις γι’ αυτό, που σας χαρακτήριζαν έτσι; Τι συνέβαινε; Πώς το αντιμετώπιζες;
Δεν ξέρω, δεν μπορούμε να καταλάβουμε και μέχρι τώρα. Επειδή ήμασταν στη Ρωσία; Εντάξει η Σοβιετική Ένωση τελευταία χώρισε η Γεωργία από τη Ρωσία. Μήπως ήρθαμε από κει γι’ αυτό και μας έλεγαν Ρωσοπόντιοι; Γι’ αυτό το λόγο νομίζουμε, τίποτα άλλο. Αλλά εντάξει, δεν ήμασταν μαθημένοι και μας κακοφαινόταν και μέχρι τώρα. Αφού ξέρουν την ιστορία μας, ξέρουν που είμαστε από εκεί. «Από πού είσαι;» σε ρωτάει και μας κακοφαίνεται όντως και «τι σε ρωτάει τώρα, από πού; Τι να πω; Να πω Πόντια; Ναι, είμαι Πόντια». «Α, Ρωσοπόντια; Από πού είσαι απ’ τη Γεωργία; Α, απ’ τη Ρωσία; Ρωσοπόντια». Δηλαδή τελειώνει εκεί. Τι να κάνουμε, ο Θεός μεγάλος, υγεία να έχουμε. Αλλά θα μείνει, αυτό θα μείνει και στα παιδιά μας.
Το βιώνουν και τα παιδιά σου αυτό;
Εννοείται.
Στη Γεωργία σας χαρακτήριζαν κάπως που ήσασταν Έλληνες Πόντιοι;
Ναι, τα παιδιά μας, όταν τα αγόρια συνήθως όταν πήγαιναν φαντάρους, για να τους κουρέψουν τα μουστάκια και μούσι τίποτα... Εντάξει μούσι δεν άφηναν καθόλου, τα μουστάκια τους [00:50:00]δεν τους πείραζαν, γιατί ήταν Έλληνες. Έλληνες ήξεραν που κρατάνε μουστάκια συνήθως και τους έλεγαν: «Όχι, τα μουστάκια τους, δεν θα τους ξυρίζετε, θα τους αφήσετε». Αυτό είχαμε και είχαμε καμάρι.
Τα διαβατήριά σας εκεί τι έγραφαν;
«Γκρεκ»! "Passport" είχαμε, μόλις γεννιόμασταν τα παιδιά μας, στο πιστοποιητικό γεννήσεως γραφόμασταν «Γκρεκ», γι’ αυτό και δεν δυσκολευτήκαμε εμείς εδώ να πάρουμε την ελληνική ιθαγένεια. Μόνο αλλάξαμε τα επίθετα από το «-οβ» σε «-ιδη».
Πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση να ’ρθείτε στην Ελλάδα;
Η απόφαση δεν ήτανε δύσκολη, μόνο είναι έτσι, μία απόφαση παίρνεις κι έρχεσαι. Αλλά δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ που ήρθαμε με μία τσάντα. Αφήσαμε τα σπίτια μας τακτοποιημένα, νοικοκυρεμένα, κλειδώσαμε και ήρθαμε εδώ. Ξεκινήσαμε πάλι απ’ το μηδέν. Μας έδωσε κράτος ένα δάνειο παλιννοστούντων, πήραμε σπίτια, αγοράσαμε και λόγω κρίσης τώρα, δεν μπορούμε να δουλέψουμε να πληρώσουμε το δάνειο και τώρα ξεκίνησαν, μας ζορίζουν πάρα πολύ. Και μερικούς παίρνουν και τα σπίτια απ’ τα χέρια τους, που δεν μπορεί ο άνθρωπος να πληρώσει, ζοριζόμαστε. Απ’ την αρχή όταν πήραμε αυτό το δάνειο, δουλεύαμε. Ο άντρας μου δούλευε, όπως είπαμε, σιδεράς στις οικοδομές. 7.000 δραχμές έπαιρνε το μεροκάματό του, άλλα τα δώρα, άλλα τέλος χρόνου το σεζόν που τελείωνε, έπαιρνε μαζεμένα λεφτά τα Χριστούγεννα εκτός το δώρο των Χριστουγέννων και μετά έβγαινε στο ταμείο ανεργίας και εμείς σαν οικογένεια ήμασταν γραμμένοι απάνω του 40 ευρώ, με το ευρώ τώρα, που επαίρναμε και εμείς, δηλαδή μπορούσαμε να βγάλουμε. Κι εγώ πήγαινα στα σπίτια, έπαιρνα κι εγώ μεροκάματο. Δηλαδή λέγαμε, ας πούμε: «Αυτό, αυτό θα φάμε και αυτό θα πληρώσουμε». Με τα δώρα σκεφτόμασταν, θα πληρώσουμε το δάνειο και το μισθό θα μας μείνει για να ζήσουμε. Αφού έγινε έτσι, έπεσε η κρίση δεν μπορούσαμε τίποτα.
Με τα σπίτια, την περιουσία που είχατε στη Γεωργία τι έγινε;
Έχουμε. Είναι, είναι ακόμα. Είναι ακόμα, μπήκανε η άλλη ράτσα, δεν είναι οι Γεωργιανοί χριστιανοί δεν είναι, γιατί οι Γεωργιανοί είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Αυτοί είναι μουσουλμάνοι. Ζούσαν στα βουνά από δω και από κει. Δεν ξέρω, άλλη ζωή είχανε πιο δύσκολη, κατέβηκαν μες στα χωριά μας και μπήκαν στα σπίτια μας και ζούνε εκεί στα σπίτια μας. Ένας πούλησε τα πράγματα στον άλλον, ο άλλος στον άλλον. Έτσι, απ’ το ’99 μέχρι τώρα, πήγαμε εγώ και ο άντρας μου δύο φορές μόνο. Τα παιδιά μου δεν πήγαν ακόμα, δεν θέλουν να χάσουν εκείνα τα παιδικά τους τα χρόνια, αλλά θέλουν πάρα πολύ θέλουν να πάνε να δουν και δυσκολεύομαι να τους πω να μην πάνε, γιατί θα στεναχωρηθούν. Τα καλά τα παιδικά τους τα χρόνια πέρασαν εκεί. Αυτοί νομίζουν άμα θα πάνε εκεί, θα βρουν τα ίδια. Δεν θα βρουν τίποτα, όχι. Μέχρι πόρτες, τα παράθυρα απ’ τα καλά τα σπίτια έβγαλαν και εκεί που πήγαν να μείνουν, ας πούμε, δεν ήταν καλά απ’ τα καινούρια πήραν και πήγαν εκεί, ανανεώσαν και ζούνε. Τα χωράφια μας, τα αυτά.
Στο σπίτι δηλαδή που ζούσατε εκεί, τώρα είναι άλλη οικογένεια;
Στο δικό μας δεν ζούνε, ναι. Ευτυχώς έχουμε αυτό, αλλά είναι όλα σπασμένα. Για να πάμε, δεν μπορούμε να ανοίξουμε το σπίτι μας και να κοιμηθούμε τουλάχιστον, αυτές οι μέρες που θα πάμε. Έμειναν 2-3 οικογένειες από τους συγγενείς μας και πηγαίνουμε σ’ αυτούς.
Ποιες ήταν οι σκέψεις σου και οι φόβοι σου όταν αποφασίσατε να έρθετε στην Ελλάδα;
Φόβο δεν είχαμε. Δεν είχαμε να σου πω την αλήθεια, γιατί ήμασταν και πιο μικρά, σκεφτόμασταν «θα δουλέψουμε να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο». Φόβο δεν είχαμε, αντίθετα χαιρόμασταν που ήρθαμε στην Ελλάδα στην πατρίδα, πιο πολύ αυτό.
Θέλατε πάντα να έρθετε κάποια στιγμή να ζήσετε στην πατρίδα;
Πάντα, πάντα, ναι.
Πήρες μαζί σου κάποιο ενθύμιο την πρώτη φορά που ήρθατε για πέντε μήνες;
Δεν είχα πάρει τίποτα, για πέντε μήνες, για δουλειά ήρθαμε. Είχαμε σκέψη για να πάμε ξανά πίσω, γιατί ήταν τα παιδιά μας εκεί. Μετά απ’ το σπίτι, πήραμε, φέραμε την τηλεόραση, έχω πλεκτομηχανή, κρεατομηχανή, έχω μία φόρμα είναι που κάνουνε το ρώσικο φαΐ που λέμε «πελμένι», αυτό γίνεται με ζυμάρι και με κιμά. Και τα ρούχα μας, τίποτα.
Σε ποια πόλη πήγατε πρώτη φορά;
Στα Γιαννιτσά πήγαμε. Χωρίς παιδιά, πήγαμε στα Γιαννιτσά, δουλεύαμε στα καπνά εγώ κι ο σύζυγος. Πήγαμε λίγες μέρες, μας έπιασε αλλεργία. Εγώ πρήστηκα στο πρόσωπο, ο άντρας μου στο σώμα, δεν πρήστηκε αυτός, έβγαζε σπυράκια, ναι. Δε μπορούσαμε, ξυνόταν ο καημένος δεν μπορούσε να κοιμηθεί, έβγαινε έξω. Νοικιάζαμε ένα σπίτι, ήμασταν πολλά άτομα, πώς και πώς να πληρώσουμε το λιγότερο ενοίκιο. Και η βρύση δεν ήτανε μέσα, ήταν έξω στην αυλή. Κατέβαινε ο άντρας μου στην βρύση, έριχνε νερό στον εαυτό του και έβρεχε μία πετσέτα έφερνε σ’ εμένα και έβαζα εγώ στα μούτρα μου για να φύγει λίγο αυτό. Καθίσαμε εκεί, δεν αντέξαμε άλλο, είπε ο άντρας μου: «Δεν γίνεται αυτό μέσα σε τόσο κόσμο» και ύστερα βγήκαμε στο ενοίκιο, καθίσαμε ενοίκιο, δουλέψαμε. Μετά που δεν μπορούσα εγώ να πάω στο καπνό σταμάτησα απ’ τη δουλειά, επειδή έπλεκα εγώ, έραβα λένε στο καπνό, στη μηχανή, εκεί δεν είναι μικρά καπνά, στα 4 μέτρα ύψος πάει. Ναι, είναι τα φύλλα μες στη μέση μου. Να πάρεις το κοτσάνι το καπνό, για να σπάσεις τα φύλλα, πρέπει να πας πίσω-πίσω για να σπάσεις και μετά τη νύχτα η ώρα 4:00 μέχρι τα ξημερώματα πρέπει να σπάσεις, γιατί όταν βγαίνει ήλιος, δεν κάνει, δεν σπάνε άλλο, χάνεις τη σειρά σου. Μετά με τους ανθρώπους που δουλεύεις «Α εγώ εδώ ήμουνα, εγώ εκεί ήμουνα» και βρίσκαμε τη σειρά και συνεχίζαμε κι άλλο. Ναι, επειδή που δεν πήγα 2-3 μέρες, έχασα τη δουλειά. Μετά πήγα στα ροδάκινα, στα χωράφια, δούλεψα στα ροδάκινα. Ύστερα, με φώναξαν. Η μηχανή μου έμεινε, δεν μπορούσε να ράψει άλλος και πήγα εγώ. Είπαν τα κορίτσια: «Τελειώνουμε αργά, ένα μηχανή δεν δουλεύει. Ας έρθει η κοπέλα να συνεχίσει την δουλειά της». Με ξαναπήρε ο αφεντικός μας και πήγα συνέχισα, τελειώσαμε το Σεπτέμβριο. Μετά ξεκίνησε βαμβάκι, πήγαμε και στα βαμβάκια. Μαζεύαμε βαμβάκι, τελείωσε και το σεζόν, πήγαμε στα παιδιά.
Γιατί επιλέξατε τα Γιαννιτσά;
Όταν ήρθαμε, δεν ηξέραμε γλώσσα να πάμε στα εργοστάσια. Κάπου για να πας πρέπει να έχεις νόμιμα χαρτιά να δηλώσεις, έτσι δεν είναι; Και πηγαίναμε στα χωράφια. Εκεί επειδή υπήρχε πολλές δουλειές εκεί, είχαμε και τους δικούς μας ανθρώπους εκεί ναι, γνώριζαν νωρίτερα πήγαν. Είχε πάει ο αδερφός μου ο Μιχάλης πρώτα εκεί στα Γιαννιτσά δούλεψε και αυτός στα καπνά, μιλήσαμε, μας λέει: «Πάτε αυτό το σεζόν εκεί να δουλέψετε, γιατί ήρθατε στο σεζόν το καλοκαίρι και μετά θα δούμε τι θα γίνει στην πορεία».
Με τα χαρτιά τι κάνατε; Πώς ήρθατε;
Με τα χαρτιά εκεί πηγαίναμε στην Τιφλίδα και μας έβαζαν σφραγίδα σαν βίζα τρίμηνη. Άρα που τελείωνε η τρίμηνη βίζα δεν μας έλεγαν τίποτα, δεν μας έδιωχναν ποτέ, αλλά δεν μπορούσαμε και να είμαστε νόμιμοι. Αναγκαστικά είπαμε να κάνουμε εδώ νόμιμα χαρτιά. Πήγαμε και στην αστυνομία και παντού, μας ζήτησαν όχι αυτή τη σφραγίδα σαν τουρίστας, σφραγίδα νόμιμη, μόνιμη να ζήσουμε εδώ, ναι. Και ξαναφύγαμε. Ξαναφύγαμε, είπαμε να πάμε στη Μόσχα, απ’ την αρχή έβαζαν [01:00:00]αυτήν τη σφραγίδα στη Μόσχα. Μετά άρχισε και στην Τιφλίδα προξενείο ελληνική, πήγα γράφτηκα, με τη σειρά γινόταν, γράφτηκα πήρα σειρά μετά από 6 μήνες ήρθε η σειρά μου. Πήγα βάλαμε τη σφραγίδα αυτήν και ήρθαμε. Δηλαδή ήρθαμε το ’99 τον Μάρτιος μήνας και το 2000 πήραμε τις ταυτότητες. Την τελευταία φορά πιο πολύ γι’ αυτό πήγαμε, για να βάλουμε τη μόνιμη σφραγίδα.
Εκεί στα Γιαννιτσά που ζούσατε τόσα άτομα μαζί, πώς ήταν;
Για σκέψου πώς μπορούσε να είναι. Μαγειρεύαμε ο καθένας, δηλαδή εμείς ήμασταν δύο άτομα, ήταν εκεί και η συνυφάδα μου, ήτανε και ο ανιψιός μου, του κουνιάδου μου παιδί. ‘Ενα γκρουπ μαγειρεύαμε, οι άλλοι, όπως, ο καθένας όπως ήθελε. Μόνο-μόνο ήταν αυτό για ύπνο πιο πολύ, να σηκωθούμε το πρωί να πάμε, φεύγαμε 4:00 η ώρα και γυρίζαμε η ώρα 17:00 το απόγευμα. Μέχρι να κάνεις λίγο φαΐ και λίγο τα ρούχα από το καπνό –λες καπνό καθαρή δουλειά είναι– χωράφι τι είναι, φύλλα μαζεύεις, άλλα τα χέρια σου ήταν σαν ήσουνα στη λάσπη.
Τι άλλες δυσκολίες αντιμετωπίζατε τον πρώτο καιρό στα Γιαννιτσά;
Έλλειψη των παιδιών. Ήρθε, έγινε… Εκεί το Αύγουστο μήνα γίνεται πανηγύρι. Ε, είπαμε με τις γυναίκες να πάμε να ψωνίσουμε για τα παιδιά μας κάτι που ήρθαμε από δω να πάρουμε κάτι. Μόλις πήγα εκεί, βλέπω όλες οι μαμάδες με τα παιδιά τους στα χέρια πηγαίνουν, τους ψωνίζουν, παίζουν στα αυτοκίνητα κι αυτά, μ’ έπιασε κλάματα. Είπα τον άντρα μου: «Όχι, δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο». Πιο πολύ αυτό.
Επικοινωνούσατε με τα παιδιά;
Όχι, πού; Δεν υπήρχε τότε τα κινητά αυτά, πώς μπορούσαμε; Μόνο όταν ερχόταν κάποιος μας έγραφαν κάτι γράμμα. Μέσα σε 4 μήνες να πω, που πήρα δύο γράμματα δύο ειδήσεις από τα παιδιά μου, τίποτα.
Οπότε επιστρέψατε στην Τσάλκα και μετά από ένα χρονικό διάστημα, ήρθατε ξανά στα Γρεβενά μαζί με τα παιδιά;
Μαζί με τα παιδιά. Ήρθαμε, φτάσαμε Θεσσαλονίκη, πήρα τηλέφωνο στον αδερφό μου, γιατί οι γονείς μου και τα αδέρφια μου ήταν στα Γρεβενά, γι’ αυτό το λόγο ήρθαμε στα Γρεβενά. Και ήρθαν, μας πήραν με τα αυτοκίνητα τους από εκεί.
Κι εδώ στα Γρεβενά πώς προσαρμοστήκατε;
Πήγαμε βέβαια, που ζούσαν οι γονείς μου. Καθίσαμε εκεί κάνα δυο εβδομάδες μέχρι να βρούμε κάνα ενοίκιο. Και μετά πήγαμε σε ένα ενοίκιο, ’ντάξει ο άνθρωπος είχε τα πράγματα του μέσα, τα κρεβάτια, αυτά. Μας βοήθησαν και ο κόσμος οι Γρεβενιώτες να ‘ναι καλά και με τα ρούχα λίγο για τα παιδιά που ήρθαμε απ’ έξω, ναι. Κάθε μέρα ερχόμασταν απ’ τη δουλειά, κάτι κρεμιόταν στην πόρτα μας, ναι. «Ποιος πήρε, ποιος;». «Δεν ξέρουμε μαμά, εμείς επαίζαμε εκεί, δεν ξέρουμε». ‘Ντάξει, καταλάβαμε η γειτονιά εκεί. Ναι, ζήσαμε σ’ αυτό το σπίτι 2 χρόνια. Μετά που με τα χαρτιά που δεν μπορούσαμε να κάνουμε, φύγαμε, ξαναήρθαμε, πάλι στους γονείς μου που δεν κουνήθηκαν οι γονείς μου, από τότε που ήρθαν από το ’92, οι γονείς μου δεν ξαναπήγαν, δεν ξαναπήγαν. Ούτε τα αδέρφια μου, κανένας. Μόνο η οικογένεια της αδερφής μου και η δικιά μου, ναι. Και τότε πήγαμε, βρήκαμε ένα ενοίκιο, εκεί σιγά-σιγά αρχίσαμε να αγοράζουμε κάποια πράγματα, μετά όταν πήραμε το σπίτι, ανανεώσαμε.
Πώς σας φαινόταν η ζωή στα Γρεβενά;
Είναι ήσυχη πόλη, είναι σαν τη δικιά μας πόλη. Κι εμείς βουνά έχουμε, λίμνη έχουμε στο χωριό μας –στο δικό μου το χωριό, το πατρικό μου το Τσιντσκαρό– έχουμε λίμνη. Το καλοκαίρι πηγαίναμε για μπάνιο εκεί, δεν πηγαίναμε πουθενά, ναι, άρα μας άρεσε, γιατί ακούγαμε πάρα πολλά από Θεσσαλονίκη, Αθήνα που είναι μεγάλες πόλεις, ακούγαμε πολλά. Και στα Γιαννιτσά δεν μας άρεσε πολύ, γιατί ήταν πολύς κόσμος. Δεν ξέρω, μας άρεσε καθίσαμε εδώ. Μετά δεν ξαναφύγαμε, μας πήραν και απ’ την Κύπρο τηλέφωνο τον άντρα μου, γιατί είναι σιδεράς, εκεί είναι πιο ακριβό το μεροκάματο, είπαμε να μην ξαναδυσκολέψουμε τα παιδιά, από εκεί εδώ, από εδώ στην Κύπρο. Άσε να τελειώσουν τα σχολεία τους και μετά θα αποφασίσουν πού θα πάνε οι ίδιοι.
Εσύ πότε άρχισες να νιώθεις ότι βρήκες πλήρη αποδοχή και ένιωσες μέλος της μικρής αυτής κοινωνίας;
Εγώ είμαι άνθρωπος πολύ βρίσκομαι με τους ανθρώπους. Εκεί που πήγαινα στα σπίτια, για καθαριότητα, γνώρισα πολύ κόσμο, ναι. Μετά όταν έβγαινα έβλεπα τη μία, έβλεπα την άλλη, «γεια» από δω, «γεια» από κει και τώρα σαν είμαι στην δικιά μου πόλη, δεν νιώθω στα ξένα. Όπου βγαίνεις, βλέπεις τους γνωστούς και εδώ και μετά που ξεκίνησα να δουλέψω στο γηροκομείο, πιο παραπάνω. ‘Ντάξει, είναι δύσκολο να πας στο ξένο σπίτι να καθαρίσεις όπως θέλει η νοικοκυρά, δύσκολο είναι, δύσκολο. Αλλά εντάξει, στο γηροκομείο, δόξα τω Θεώ. Όταν ξεκινήσαμε από τότε, άμα θα βάζαμε ένσημα, τώρα θα είχα βγει με πλήρες ένσημα σύνταξη, αλλά τώρα θέλω ακόμα χρόνια να δουλέψω για να βγω στη σύνταξη. Κι ο άντρας μου άλλαξε πολλές δουλειές. Απ’ την αρχή εδούλεψε σιδεράς, μετά με το σεισμό, όχι πρώτα με το σεισμό δούλεψε, έκαναν τα σχολεία που εκεί που γκρεμίστηκαν τα σχολεία αυτά, δούλεψε και μετά δούλεψε σε έναν μαραγκό, ένα διάστημα πολύ λίγο και μετά να ’ναι καλά αυτός ο άνθρωπος που τον βρήκε αυτήν την δουλειά σιδεράς, και δούλεψε αρκετά χρόνια μέχρι θα πέσει η κρίση δουλειάς. Και τώρα δουλεύει σε μία αποθήκη. Δούλεψε στο μύλο, έκανε πολλές δουλειές. Πήγαινε απ’ την αρχή του ’95 που ήρθαμε, πήγαινε στο δάσος για τα ξύλα.
Συνάντησες κάποιες έντονες διαφορές στα Γρεβενά σε σχέση με την Τσάλκα; Κάτι που σου έκανε πολλή εντύπωση;
Να σου πω δεν θυμάμαι. Εντύπωση αυτό έγινε, όταν ήρθαμε εδώ ακούσαμε «ο καθένας έχει τόσα στρέμματα, πολλά». Εμείς εκεί είχαμε μόνο δυόμιση στρέμματα μαζί με το σπίτι. Δηλαδή λίγο μπαχτσέ, κήπο, ένα μικρό στάβλο για τα ζώα μας που κρατούσαμε, δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε παραπάνω από 2-3 αγελάδες, και λέμε: «Ένας άνθρωπος έχει τόσα, 10 στρέμματα; Γιατί ο κράτος;». «Δεν έχει ο κράτος τίποτα». «Ε, πώς;». «Ναι, ο καθένας με…». «Τι καλά που είναι! Βγάζουν αυτά από το δικό τους χωράφι, πουλάει και τα λεφτά όλα βάζουν στην τσέπη». Κι εμείς δουλεύαμε όλο το σεζόν όπως δουλεύουν εδώ ας πούμε στο δικό τους, εμείς έτσι δουλεύαμε για το κράτος. Και τι παίρναμε; Ένα μεροκάματο το χαμηλότερο. Αυτό μας έδωσε πάρα πολύ εντύπωση.
Πες μου λίγο γι’ αυτό, για το κράτος εκεί και τις αγελάδες; Τι ανήκε στο κράτος;
Ο κράτος είχε και αγελάδες και πρόβατα και πήγαιναν οι γυναίκες, 12-15 γυναίκες σε κάθε χωριό, ήτανε κι εκεί και η πεθερά μου, άρμεγε μόνο, άφηνε το γάλα και έφευγε. Πήγαιναν αυτά τα γάλατα στα εργοστάσια, πάλι γινόταν τυριά ή πουλούσαν τα γάλα στα μαγαζιά από το εργοστάσιο απ’ το κράτος, κρατικό. Και τα μαγαζιά ήταν κρατικά και τα ζώα και τα χωράφια, όλα κρατικά. Δηλαδή εμείς ζούσανε στα «τσίμα-τσίμα» λόγω αγροτικές δουλειές. Πηγαίναμε για μεροκάματο. Οι άντρες μας, που πήγαιναν στη Ρωσία, δουλεύανε και πάλι για μεροκάματο, όχι για μεροκάματο, εργατική δουλειά έπαιρναν. Δηλαδή να χτίζουν ένα, δύο, τρία σπίτια παλιά το κράτος πληρωνόταν, τους έβαζαν εκεί ένσημα και από εκεί εβλέπαμε λίγο, «ανοίγαμε τα μάτια μας» όπως λεν και αγοράζαμε πετροκάρβουνο που καίγαμε έλεγαν. Χόρτα για το χειμώνα, για τις αγελάδες μας, δεν είχαμε εμείς δικό μας χωράφι να κάνουμε, να έχουμε τριφύλλια, μπάλες όχι, αγοραστά είχαμε όλα αυτά. [01:10:00]Δηλαδή πήγαιναν οι άντρες μας δούλευαν στη Ρωσία, με αυτά τα λεφτά αγοράζαμε αυτά τα βασικά. Αλεύρι για το χειμώνα, τα ψώνια, αυτά τα… Πληρώναμε τον τσοπάνο για λίγες αγελάδες, πρόβατα που είχαμε. Ήταν αυτό δύσκολο, να πας να δουλέψεις και να πάρεις εσύ αυτό και θα πάνε από ‘δω και από ‘κει. Όταν ήμασταν στα Γιαννιτσά και δουλεύαμε σε έναν που είχε 100 στρέμματα καπνά, είχε 25 εργάτες, 25 εργάτες είχε. Είχε και... τα μισά είχε καπνά και τα μισά βαμβάκι. Δηλαδή όλο το σεζόν άρχιζαν να φυτεύουν τα φυτά, την άνοιξη κι αυτός ο άνθρωπος τελείωνε το Νοέμβριο μήνα, με τους εργάτες. Μετά ο ίδιος όργωνε, έκαμνε, έρανε. Αλλά λέγαμε: «Ένας άνθρωπος, τόσα στρέμματα έχει δικό του;». Και μετά τελευταία και σε μας έγινε εκεί, μας μοίρασαν τα χωράφια, δεν έχει τώρα κρατικό τίποτα από κει, απλά όχι και 10 στρέμματα σε κάθε σπίτι.
Έχεις να προσθέσεις κάτι;
Να προσθέσω τα έθιμα από εκεί. Οι γάμοι μας είναι πάρα πολύ διαφορετικά από δω Γιατί εμείς κάνουμε πάρα πολύ τραπέζι, δηλαδή βάζουμε πολλά είδη φαγητού στα τραπέζια. Να πάμε να βγάλουμε τη νύφη... Συνήθως το τραπέζι και γλέντι και ταβέρνα είναι πολύ διαφορετικά.
Πες μου πώς είναι δηλαδή;
Εμείς ας πούμε, ρύζι, αυτά δε βάζουμε στους γάμους. Κεμπάπια, γουρουνόπουλα, κοτόπουλα, αυτά όλα πάνε ψητά. 6-7 είδη σαλάτες, σαν κρύο φαΐ, κρύο πιάτο που μπαίνει, τα γλυκά 4-5 διαφορετικά γλυκά. Όταν ήρθαμε απ’ την αρχή, αυτές τις ετοιμασίες μαζευόμασταν στο σπίτι που πάντρευε, δηλαδή την οικογένεια αυτή που πάντρευε το παιδί τους, βοηθούσαμε. Δηλαδή εφεύγαμε εμείς απ’ την πέμπτη μέρα απ’ τα Γρεβενά-Θεσσαλονίκη πώς και πώς να βοηθήσουμε τους συγγενείς για να κάνουμε γάμο. Νοίκιαζαν μόνο κενό χώρο την ταβέρνα. Και βοηθούσαμε, μαγειρεύαμε εμείς: Σαλάτες, τη ρώσικη, το τζατζίκι. Απ’ το καρότο κάνουμε μία σαλάτα που λένε «κινέζικο», είναι ειδικό μαχαίρι κόβει στρόγγυλα-στρόγγυλα λεπτούλες, πάρα πολλές σαλάτες και πάρα πολλά διάφορα φαγητά. Δηλαδή για να πας να βάλεις στο τραπέζι κάτι, δεν μπορείς να αγγίξεις, είναι πιάτο ένα πάνω στον άλλο, τόσο πολλά. Μέχρι φρούτα, μέχρι γλυκά, παλιά βάζαμε και καραμέλες και σοκολάτες και τα πάντα. Τώρα ακυρώθηκαν. Και μετά σιγά-σιγά άρχισαν οι δικοί μας αγοράζουν οικόπεδα και έχτισαν ταβέρνες και παίρνουν γυναίκες για μεροκάματο και μαγειρεύουν αυτοί. Δηλαδή αυτήν η κούραση σταμάτησε, τώρα πηγαίνουμε στα έτοιμα, αλλά πάλι τα δικά μας από εκεί τα τραπέζια. Από δω τι να σου πω, δεν βάζουμε να πεις ελληνικά, ναι γιατί τι είναι, όλα είναι ελληνικά. Μπριζόλες, ας πούμε, με ρύζι, μπριζόλες... Πατάτες βάζουμε ναι, ή βραστές ή τηγανιτές, αυτά βάζουμε. Αλλά για να βάζουμε ρύζι έτσι κι αλλιώς κάθε μέρα ρύζι στο σπίτι τρώμε, τι ρύζι στο γάμο; Δεν ξέρω πολύ διαφορετικά.
Τι γλυκά έχει το τραπέζι στο γάμο;
Γλυκό που φτιάχνεται απ’ τη μέλι, είναι έτοιμο από εκεί. Τυροπιτάκια, πάλι είναι από τη γεωργιανή κουζίνα, δεν είναι τυροπιτάκια αυτά, είναι σαν χωριάτικα. Αλλά μόνο με τυρί, δεν βάζουμε χόρτα μέσα, να μην σπάνε, να μην γίνονται... Γίνονται μεγάλες, μεγάλα, έτσι στρόγγυλα σ’ ένα τηγάνι μπαίνουν και κόβουν σε μερίδες, μετά μοιράζουν ζεστό-ζεστό. Αυτό πάει ζεστό πιάτο. Στο ζεστό πιάτο ύστερα πάει μοσχάρι, σουβλάκια, κεμπάπ όχι μικρά στα τέτοια, κεμπάπ σε σούβλες μεγάλες, ναι. Ζεστό πιάτο τι πάει άλλο; Κοκκινιστό καυτερό, ναι. Μόλις πηγαίνεις κάθεσαι στο τραπέζι, μπορείς να δοκιμάσεις απ’ όλα και να χορταίνεις. Σαλάτες, τυριά, γλυκά, φρούτα, αυτά είναι όλα στο τραπέζι και μετά από πίσω έρχονται. Ζεστό-ζεστό μοσχαρίσιο βραστό, σκέτο κρέας, όταν λέω «βραστό», όχι φαΐ, βραστό μοσχαρίσιο. Γουρουνόπουλα, κοτόπουλα αυτά είναι στο τραπέζι κρύο πιάτο.
Και πώς γίνεται το γλέντι, η μουσική;
Μουσική εμείς δεν περιμένουμε να ’ρθει η νύφη και ο γαμπρός μετά, να διασκεδάσει ο κόσμος. Μέχρι να πάει η νύφη και ο γαμπρός να βγάλουν μερικές φωτογραφίες, να βγουν λίγο έξω από ‘δω και από ‘κει, ο κόσμος και πίνει και τρώει και χορεύει, δηλαδή ο γάμος συνεχίζει. Μετά τη στιγμή που έρχεται η νύφη και ο γαμπρός, ύστερα εμείς έχουμε, λέμε «τα μαντά». Διαλέγουμε έναν άνθρωπο, άνδρας και βγαίνει και λέει λόγια, ας πούμε: «Σήμερα παντρεύει ο τάδε άνθρωπος το παιδί του, είναι αγόρι απ’ αυτόν και το κορίτσι απ’ αυτήν την οικογένεια -και λέει- να ’ναι καλά αυτές οι οικογένειες». Πάει τελείωσε, ένας χορός μπαίνει μέσα, όποιος θέλει. Σταματάει ο χορός. Μετά: «Να ’ναι καλά που ζούνε οι γείτονες, γύρω-γύρω οι άνθρωποι». Μετά ξεκινάει άλλος ένας χορός. Δηλαδή μέχρι να τελειώσουν οι παππούδες, οι γονείς, τα αδέρφια, αυτά, μέχρι να ’ρθει η σειρά για το ζευγάρι που μπαίνει η νύφη και ο γαμπρός, εκεί δεν περιγράφεται. Δεν είναι να χορέψει μόνο η νύφη και γαμπρός 2-3 άτομα, όποιος θέλει είναι στην πίστα, ναι. Δεν ξέρω, μας αρέσουν πιο πολύ τα δικά μας αυτά τα έθιμα παρά εδώ. Εδώ είναι σαν λίγο «κρύο».
Τι χορούς χορεύουν, χορεύετε στο γάμο;
Τα πάντα. Και γεωργιανά και τούρκικα και ποντιακά και ρώσικα και η νεολαία ό,τι θέλουνε, τα εξωτερικά, τα νεανικά, τα πάντα. Δηλαδή ο καθένας ό,τι μουσική θέλει. Αλλά χορός! Όποιον αρέσει ο χορός, δεν μπορεί να σταματήσει.
Τι σου έχει μείνει από όσα μας διηγήθηκες σήμερα;
Δηλαδή;
Όλα όσα είπες σήμερα…
Εγώ είμαι εκεί, στη Γεωργία. Τα παιδιά μου παίζουν στην αυλή, τώρα αυτήν τη στιγμή. Είναι δύσκολο να γεννηθείς, να μεγαλώσεις, θα παντρευτείς, θα έχεις οικογένεια, και ξαφνικά να φύγεις απ’ το σπίτι σου με μία τσάντα με τα ρούχα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και να ξεκινήσεις, που δεν γνωρίζεις ούτε ένα άτομο εκεί που πας, και ούτε μία καρέκλα να κάθεσαι. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει εκεί. Πήραμε, ας πούμε, απ’ το σπίτι 2-3 κατσαρόλες, για κάθε άτομο ένα πιρούνι, ένα κουτάλι, αυτά. Τι μπορούσες να κουβαλήσεις με λεωφορείο που είναι και μες στο λεωφορείο φουλ γεμάτο όλοι με τα παιδιά τους, όλοι με τα πράγματά τους. Λίγο φαΐ να ετοιμάσεις για τα παιδιά, να φαν στο δρόμο ή να κουβαλήσεις αυτά. Αυτό, ό,τι είχα, δηλαδή, παντρεύτηκα κανονικά το ’85 και φύγαμε από εκεί αφήσαμε το ’99. Ό,τι είχαμε μαζέψει, αφήσαμε όλα εκεί και ήρθαμε με τα άδεια τα χέρια μας εδώ. Αυτό είναι δύσκολο όντως.
Με τη γλώσσα πώς συνεννοήθηκες όταν ήρθες εδώ, αφού δε μιλούσες ελληνικά;
Πολύ δύσκολο. Ας πούμε πηγαίναμε στο σούπερ μάρκετ, επαίρναμε αυτό που χρειαζόμασταν. Αυτό που ζητούσαμε, δεν μπορούσαμε να δώσουμε να μας καταλάβουν τι θέλουμε. Κάτι συνδυάζαμε, ας πούμε, για να πούμε: «Θέλουμε αυτό και δεν [01:20:00]βλέπουμε στη βιτρίνα», κάπως εκεί. Και για να μάθουμε τη γλώσσα, ας πούμε, το βιβλίο έτσι; Το βιβλίο με τι ταιριάζει; Με κάτι άλλο από ‘κει. Κατάλαβες; Με κάτι άλλο, α, άρα εκείνο είναι βιβλίο. Η μαμά μου έμαθε απ’ την τηλεόραση. Ήρθε μεγάλη η μαμά μου, δεν δούλεψε εδώ, δεν βγήκε μες στον κόσμο. Ό,τι έβλεπε στην τηλεόραση, διάβαζε η μαμά μου, και είχε κάνει ένα τετράδιο και έγραφε. Όλο στο τετράδιο. Και ό,τι άκουγε απ’ έξω απ’ τον κόσμο ή απ’ το σουπερμάρκετ τι την ρωτούσα τι έλεγαν, έγραφε, σημείωνε. Και μετά, όταν ερχόμασταν εμείς ή όποιον έβλεπε: «Τι σημαίνει αυτό; Μου είπαν αυτήν τη λέξη. Τι κάνει, τι είναι αυτό;» και δίπλα έγραφε για να μην ξεχάσει. Και τώρα που πέθανε κρατάμε το τετράδιό της, με τα γράμματα της μαμάς.
Τι θα άλλαζες αν γύριζες τον χρόνο πίσω;
Κοίταξε να πω που θα γύριζα πίσω, εκεί όχι, όχι. Να ήταν λίγο τα χρόνια ακόμα πιο πίσω να μαζευόμασταν, να είχαμε κάτι για να δώσουμε στα παιδιά μας. Κατάλαβες; Αυτό. Γιατί χάθηκαν τα χρόνια των παιδιών μας. Ήρθαμε μία δόση, ήταν στο δημοτικό τα παιδιά. Καθίσαμε δύο χρόνια, φύγαμε ξανά ήρθαμε, για να πάνε στο γυμνάσιο. Δηλαδή από ‘κει ήρθαν με τη ρώσικη γλώσσα. Ίσα-ίσα έμαθαν μπήκαν στη σειρά τα παιδιά να τακτοποιηθούν, ξαναφύγαμε πίσω. Ξανά στην ρώσικη γλώσσα στο σχολείο. Μετά απ’ αυτά τα άλλα δύο χρόνια καθίσαμε εκεί, ξανά ήρθαμε. Δηλαδή κάναμε τα παιδιά μας... ναι, καταστρέψαμε. Αυτό ήταν η τύχη μας, τι να κάνω. Μακάρι να ζήσουν τα εγγόνια μας καλά, ό,τι πέρασαν πέρασαν τα παιδιά μας...
Ζουζούνα πώς σου φάνηκε η εμπειρία αυτής της συνέντευξης;
Πολύ ωραία, πολύ ωραία! Θα ήθελα να μείνουν αυτά. Δεν ξέρω αν κάτι δεν θυμήθηκα να συμπληρώσουμε να πούμε, δεν ξέρω. Όλη η οικογένειά μου είναι εδώ, σαν αδέρφια, είχα και την πεθερά μου εδώ, μαζί μας βέβαια, στο δικό μας το σπίτι. Πέθανε εδώ η πεθερά μου, την κηδέψαμε στη Μυρσίνα, και αυτό... Εμείς εκεί δεν βγάζαμε τους πεθαμένους και όταν ακούσαμε που βγάζουν τους πεθαμένους, τα οστά, τρελαθήκαμε. «Τι γίνεται; Γιατί βγάζουν; Γιατί αναστατώνουν τον πεθαμένο;». Τη θεία μου, την καημένη, τη Λένα είχαμε θάψει εδώ στο νεκροταφείο στα Γρεβενά. Που ακούσαμε στα χωριά δεν βγάζουν, βγάζαμε τα οστά και πήγαμε στην Μυρσίνα. Είναι και η πεθερά μου εκεί και μετά που πέθανε η πεθερά μου, πρώτα την πεθερά μου πήγαμε εκεί στη Μυρσίνα για να μην την βγάλουνε.
Ναι...
Έχουμε νεκροταφείο στο χωριό, στα χωριά, σε όλα τα χωριά. Δηλαδή στη Γεωργία δεν είχαμε ακούσει, ούτε η άλλη ράτσα που ζουν εκεί δεν βγάζουν. Μόνο μες στην Τιφλίδα που δεν είχανε μέρος, οι ντόπιοι που ζούσαν εκεί, αλλά οι άλλοι έφερναν στα χωριά. Ο καθένας από ποιο χωριό είναι, τους πήγαιναν τους πεθαμένους τους στο χωριό. Οπότε είχαμε μεγάλο νεκροταφείο, κρατικό, όπως είπαμε τα χωράφια, τα οικόπεδα και άμα δεν χωρούσε ανοίγαμε. Μόνο-μόνο να μην βγάζουμε τους πεθαμένους. Και αυτό λίγο μας ήρθε «μπαμ».
Τώρα η ζωή εδώ στα Γρεβενά πώς κυλάει;
Καλά είναι μωρέ, μια χαρά είναι! Εμείς να είμαστε καλά. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι καλά για να είναι και η κοινωνία καλά. Μακάρι να μας φέρουν και το υγραέριο, να έχουμε λίγο φθηνό τουλάχιστον. Γιατί έχουμε πολλές μήνες χειμωνιάτικες στα Γρεβενά. Έτσι ακριβώς είχαμε κι εκεί. Ξεκινούσαμε να κάψουμε από το τέλος Οκτωβρίου όπως εδώ και μέχρι τέλος Απριλίου; Αυτά.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που μας διηγήθηκες σήμερα την ιστορία σου.
Ευχαριστώ κι εγώ που με άκουσες, να είσαι καλά.
Να είσαι κι εσύ καλά. Καλή συνέχεια.
Ευχαριστώ, ευχαριστώ.