«Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία του πατέρα μου»: Η ιστορία ζωής της 80χρονης Ειρήνης Σίββα από τον Γεροπλάτανο Ιωαννίνων
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια και το ταξίδι μέχρι τη Γερμανία
00:00:00 - 00:14:32
Partial Transcript
Καλημέρα. Καλημέρα. Θα μας πεις το όνομά σου; Ειρήνη Ταλιούρη Σίββα του Γεωργίου. Είναι Σάββατο 4 Ιουνίου 2022, είμαι στον Γεροπλάτα… Αυτό είναι το πιο μεγαλύτερο για την ζωή μου, που έγιναν πολύ καλοί άνθρωποι. Από το ταξίδι μέχρι να φτάσεις στην Γερμανία, θυμάσαι κάτι;
Lead to transcriptSegment 2
Η ζωή στη Γερμανία
00:14:32 - 00:19:22
Partial Transcript
Γιατί, πρώτη φορά να φύγεις από το χωριό και να πας στην Αθήνα, να περάσεις εκεί γιατρούς. Με πήγανε κάτι πρώτα ξαδέρφια μου στον σταθμό της…ην αρχή, πάρα πολύ. Όταν επιστρέψατε με το πραξικόπημα, πήγες να επισκεφτείς τον αδερφό σου στην εξορία; Τι θυμάσαι από αυτές τις στιγμές;
Lead to transcriptSegment 3
Πραξικόπημα κι εξορίες
00:19:22 - 00:41:47
Partial Transcript
Ναι, πήγα. Οι πιο δύσκολες στιγμές. Πήγαμε μαζί με τον Χρήστο, τον γιο τον είχα μαζί. Δύο μέρες, μπορέσαμε από μια ώρα να τον δούμε και ξανα…χρονιά; Το ’85, 11 Αυγούστου. Έφυγα από εδώ στις 26/10/'64 και γύρισα το ’85, τον Αύγουστο. «Μια ζωή σαν όνειρο -λέει- πέρασε και χάθηκε».
Lead to transcriptSegment 4
Η τελική επιστροφή στην Ελλάδα
00:41:47 - 00:52:34
Partial Transcript
Ήταν όμορφη ζωή, κι ας ήταν με βάσανα. Ήταν όμορφη. Γιατί είχα έναν άνθρωπο πολύ καλό δίπλα μου, πολύ καλά παιδιά, και τη μάνα μου και τον …νος πολύ, μπράβο σου! Σε ευχαριστώ πολύ! Καθόλου, εγώ σε ευχαριστώ, γιατί μπόρεσα και άνοιξα την ψυχούλα μου! Τιμή μου! Ψυχούλα μου εσύ!
Lead to transcript[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα.
Θα μας πεις το όνομά σου;
Ειρήνη Ταλιούρη Σίββα του Γεωργίου.
Είναι Σάββατο 4 Ιουνίου 2022, είμαι στον Γεροπλάτανο Πωγωνίου Ιωαννίνων, εμένα με λένε Γιάννη Δάφλο, είμαι Ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε την προφορική μας συνέντευξη. Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια πιο έντονα; Τι σου έχει μείνει;
Ήταν πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Μόνο που έλειπε ο πατέρας μας, είχε φύγει. Ήμουνα 2,5 χρονών, όταν έφυγε ο πατέρας απ’ την ζωή και ζούσα με την γιαγιά, με την μάνα μου και τον αδερφό μου. Πήρα πολλή αγάπη και έδωσα αγάπη. Μεγάλωνα δίπλα μαζί με την θεία, αδελφή της μάνας μου, και το σπίτι το είχαμε ανοιχτή την πόρτα και ήταν σα να ήμασταν ένα σπίτι. Και είχα μια ξαδερφούλα που την αγαπούσα σαν αδερφούλα. Πάρα πολύ, μεγαλώσαμε μαζί. Αγαπούσα την θεία, όπως αγαπούσα την μάνα μου, τόσο πολύ. Αυτά τα παιδικά χρόνια περάσανε όμορφα. Κάθε που ήτανε Χριστούγεννα, Πάσχα, τον πατέρα δεν είχαμε μάθει που σκοτώθηκε και είχαμε ελπίδα ότι κάπου είναι. Και κάθε Χριστούγεννα, κάθε Πάσχα λέγαμε «Και του χρόνου με τον πατέρα». Βγάζαμε φωτογραφίες ας πούμε, το Πάσχα που τσουγκρίζαμε τα αυγά και γράφαμε από πίσω «Στον πατέρα μας, και του χρόνου με τον πατέρα». Πολύ δεμένοι με τον πατέρα και πολύ υπερήφανη για τον πατέρα, γιατί άκουγα πάρα πολλά καλά λόγια από όλο το χωριό ότι «Είχες τον καλύτερο πατέρα, πολύ φιλότιμο, πολύ καλό σαν άνθρωπο». Πήγα σχολείο. Ήταν πολύ δίπλα το σχολείο από το σπίτι μου. Με τα άλλα τα παιδιά, στη τάξη, όταν ήρθε -που αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα- έρχεται ο δάσκαλος στο σπίτι και της λέει, στην μάνα μου «Πώς πήρε τόσο μπροστά η Ειρήνη από τα άλλα τα παιδιά; Έμαθε αμέσως να διαβάζει. Τη διαβάζεις στο σπίτι εσύ;» λέει. «Την διαβάζω» του λέει η μάνα, γιατί οι άλλοι εδώ δεν ξέρανε γράμματα. Η μάνα όμως μου έλεγε πάντα την ορθογραφία, τι μας κάνανε μαθήματα. Πέρασαν αυτά τα χρόνια στο σχολείο πολύ όμορφα, πολύ αγαπημένα με τα παιδιά, πάρα πολύ. Μετά, τελείωσα το σχολείο. Ο αδερφός μου μετά, πήγε στρατιώτης. Και όταν πήγε στρατιώτης, με είχε πάει πρώτα σε μία σχολή, στα Άνω Πεδινά «Λαμπριάδειος Οικοκυρική Σχολή» λεγότανε. Που ήτανε 9 δασκάλες. Το πρωί κάναμε μαθήματα, όπως κάνει το γυμνάσιο. Κάναμε και αγγλικά και μαντολίνο, και όλα… Και διαγωνισμούς. Το απόγευμα κάναμε ας πούμε, αυτά που κάνουνε τα οικοκυρικά. Πώς να κεντάμε, πώς να ράβουμε κάτι. Ένα χρόνο όμως. Πήγε ο αδερφός μου στρατιώτης, και η μάνα μου με την γιαγιά δεν με αφήσανε με τίποτα να ξαναπάω. «Και που θα μείνουμε εμείς; Και θα μείνουμε στην ερημιά εδώ μόνες μας». Και η μάνα και η γιαγιά. Και έμεινα. Γιατί εκεί τον πρώτο χρόνο… Τέσσερα χρόνια έπρεπε να καθίσω εκεί και θα διοριζόμουνα. Όπως όσοι πήγαν εκεί διοριστήκανε. Και έμεινα εδώ στο χωριό. Με της μάνας μου, τις δουλειές τις αγροτικές και αυτά. Μου άρεζε όμως, το διάβασμα. Πολλά βιβλία. Μικρή που ήμουνα, μου άρεζαν πολύ τα παραμύθια. Παραμύθι, πολύ παραμύθι παιδί μου. Με το που μεγάλωσα λίγο, ο δάσκαλος ας πούμε, που είχα τελειώσει το σχολείο -ένας δάσκαλος από τον Άγιο Κοσμά, ο Κίτσος δάσκαλος- αυτός μου έδινε βιβλία. «Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά», όλα αυτά τα… Περάσαν τα χρόνια δουλεύοντας εδώ στο χωριό μαζί με την μάνα, γιατί ήταν πολύ δύσκολη η επιβίωση. Δεν υπήρχε από πουθενά μια δραχμή. Ο αδερφός μου ήταν στρατιώτης, εμείς μια δραχμή στο σπίτι όλα τα χρόνια, και ήταν θαύμα πώς μεγαλώσαμε. Με το να κάνουμε το χωράφι, να κάνουμε το καλαμπόκι, να κάνουμε το σιτάρι, το κριθάρι, να βάζουμε φακές, αρακά, φασόλια, τέτοια για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Μεγαλώσαμε. Μετά, όταν έγινα 20 χρονών, στα 21, ήρθε ο Τάκης με ζήτησε, παντρευτήκαμε σε 6 μήνες και φύγαμε Γερμανία. Άρχισε άλλη ζωή εκεί με εργοστάσιο. Σε ένα [00:05:00]εργοστάσιο, που μέσα νόμιζες ότι βαράνε 100 αεροπλάνα. Από ένα κορίτσι του χωριού, μέσα στην ησυχία, μέσα στην φύση και να βρεθείς μέσα σε χιλιάδες μηχανήματα που να αυτώνουνε, και με ξένη γλώσσα, με ξένους ανθρώπους, πολύ δύσκολα. Γεννήθηκε το πρώτο, ο Χρήστος, ο πρώτος ο γιος. Η μεγαλύτερη ευτυχία στην ζωή είναι η μητρότητα. Δεν υπάρχει πιο ωραίο όταν κρατάς το παιδί σου στα χέρια σου, νομίζεις ότι κρατάς όλον τον κόσμο, όλη την γη. Τον μεγάλωσα ας πούμε, γίνεται τότε αυτό -πώς λέγεται αυτό; Πραξικόπημα; Πώς λέγεται; Ο στρατιωτικός νόμος;- και παίρνουν τον αδερφό μου πολιτικό κρατούμενο. Αυτά ήταν πολύ δύσκολα χρόνια. Γυρίσαμε από την Γερμανία μαζί με το παιδί μας και γυρίσαμε εδώ, που ήταν μόνη της η μάνα μας. Όλα τα χρόνια που κάθισε εκεί ο αδερφός μου, πολιτικός κρατούμενος, όταν βγήκε, ξαναγυρίσαμε Γερμανία. Και αρχίσαμε ξανά εκεί τον αγώνα της επιβίωσης. Μετά από 8 χρόνια εκεί δουλειάς, γεννήθηκε το δεύτερο το παιδί, ο Γιώργος. Και τότε νιώσαμε πολλή ολοκλήρωση με την γέννηση του Γιώργου γιατί ένα παιδί… Γιατί κάθε φορά που ήταν στο σχολείο ο Χρήστος και τους είχε βάλει μια έκθεση ο δάσκαλος, και τους έλεγε «Να γράψετε για την αδερφή σας ή τον αδερφό σας». Ο μόνος που δεν είχε αδερφή και αδερφό ήταν ο Χρήστος. «Εμένα δεν μ’ αγαπάει η Παναγία, δεν μου έδωσε αδερφάκι». Είχα ένα πρόβλημα με την υγεία με την χολή μετά, έκανα την χολή και γεννήθηκε ο Γιώργος. Έκανα εγχείρηση και γεννήθηκε ο Γιώργος μετά. Μεγαλώσαμε εκεί πέρα, όλα αυτά τα χρόνια, με πολύ πρόβλημα στην υγεία ο Τάκης, ο σύζυγος. Πολύ πρόβλημα με την υγεία του, με τα πόδια του, με την καρδιά του. Οπότε μας είπε ο ορθοπεδικός «Πρέπει να φύγετε γιατί, δεν γίνεται εδώ πέρα για την ζωή του. Δεν έχει ήλιο, δεν έχει ζέστη και αυτά τα φάρμακα που παίρνει -εννιά χάπια μόνο για την σπονδυλική στήλη που είναι αγκυλωτή σπονδυλαρθρίτιδα, που είναι, και το πόδι του και αυτά-, πρέπει να φύγετε στην Ελλάδα, γιατί συνεχίζοντας να παίρνει αυτά τα χάπια δεν θα μείνει τίποτα, ούτε στομάχι, ούτε έντερα, ούτε συκώτι, ούτε νεφρά, ούτε τίποτα». Και ξεκινήσαμε και φύγαμε όταν ο μεγάλος ο γιος είχε περάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, που σπούδαζε κοινωνιολόγος και ήρθαμε εδώ πέρα, όταν ο Γιώργος πήγαινε ΣΤ’ τάξη δημοτικού. Και πήγε ένα χρόνο εδώ στον Γεροπλάτανο και μετά πήγε στα Δολιανά, γυμνάσιο-λύκειο. Και του λέει ο πατέρας του «Τώρα εσύ είσαι από την Γερμανία, δεν έχεις τόσες δυνατότητες όπως έχουν τα άλλα τα παιδιά, γνώσεις πολλές». Πήγαινε σε ελληνικό σχολείο, αλλά δεν ήταν τελείως όπως είναι εδώ. Λέει «Θα έρθω να πω» και λέει «Θα πω μόνος μου». Και πραγματικά είπε του καθηγητή ότι «Είμαι από την Γερμανία» και αυτά. Του λέει «Εγώ δεν κατάλαβα τίποτα, δεν είδα καμιά διαφορά από τα άλλα τα παιδιά». Αυτό ήταν. «Κάθε πρωί να με σηκώνεις στις 5:30 η ώρα!». «Βρε, είναι γρήγορα». Διάβασμα, διάβασμα, που την πρώτη χρονιά πήρε 19! Δεν θα το ξεχάσω αυτό. Το τι χαρά, πολλή χαρά που πήρε το 19! Όλα τα χρόνια πήγε πολύ καλά. Μετά περνάει εδώ πέρα, δίνει εξετάσεις και περνάει εδώ στα Γιάννενα. Κάθεται 6 μήνες και φεύγει Γερμανία. Είχε δώσει και δω, δυο φορές στο γερμανικό στην Αθήνα στο Goethe, αλλά αυτοί βάζανε αυτουνούς που ήταν εκεί πέρα, που σπουδάζανε. Με πολύ ύπουλο τρόπο περνούσανε αυτοί στην γερμανική φιλολογία και έφυγε Γερμανία. Όταν έδωσε εκεί εξετάσεις, πήρε αριστείο, τόσο καλός στα γερμανικά. Κι εκεί συνέχισε πολιτικές επιστήμες, νομική, ένα μάθημα χρωστάει μονάχα στη νομική και αυτό το φοβάται, γιατί άμα κάνεις ένα λάθος, δεν μπορείς να ξαναδώσεις δεύτερη φορά όπως δίνουν εδώ. Έχουν πιο αυστηρά εκεί μέτρα. Γιατί και ο Χρήστος που πήγε να κάνει μεταπτυχιακό, δεν μπόρεσε να το καταφέρει. Μου λέει «Στην Ελλάδα μπορούσα να πάρω 3 πτυχία ακόμα, αλλά στην Γερμανία δεν παίρνω ούτε μισό, όχι να δώσω, να πάω». Δεν μπόρεσε ο Χρήστος και γυρίσαμε εδώ που ήμασταν, στην Ελλάδα. Τον πήγαινε κάθε φορά, κάθε απόγευμα, πήγαινε στο γυμνάσιο μέχρι το λύκειο, τον πήγαινε κάθε απόγευμα ο Τάκης στα Γιάννενα, στη[00:10:00]ν μουσική πήγαινε, στη ζωγραφική πήγαινε, στο γερμανικό σχολείο πήγαινε. Συνέχισε όλα αυτά τα χρόνια τα έξι, μέχρι που έδωσε εξετάσεις, πέρασε εδώ και έφυγε για Γερμανία. Και από τότε, μείναμε με τον σύζυγο εδώ και τα δυο τα παιδιά μας φύγανε στη Γερμανία. Τελείωσε στρατιώτης ο μεγάλος, ο Χρήστος και έφυγε και αυτός Γερμανία και μετά έφυγε και ο Γιώργος όταν… Δεν του άρεσε εδώ. Εκεί ένιωθε ότι είναι πιο πολύ… Δεν ξέρω πώς ένιωθε για την Γερμανία. Εγώ όμως, η πραγματικότητα είναι ότι δεν την αγάπησα ποτέ την Γερμανία, 20 χρόνια που έζησα εκεί, δεν ένιωθα ωραία μέσα μου. Ίσως τα παιδιά να νιώθουν διαφορετικά, επειδή δεν είναι εργάτες στο εργοστάσιο όπως εμείς. Όταν σε ρωτούσε η Γερμανίδα και έλεγε «Έχετε μήλα στην Ελλάδα;». Πώς μας βλέπανε; Ότι δεν είχαμε να φάμε και πήγαμε εκεί; Δεν ένιωθες καθόλου… Εγώ δεν ένιωθα καθόλου καλά, καθόλου καλά εκεί. Και ό,τι αγαπάω σε αυτόν τον κόσμο είναι εκεί όμως. Τα παιδιά μου. Όλα αυτά τα χρόνια, μείναμε με τον σύζυγο εδώ, με την υγεία του να παλέψουμε, να κάνουμε εγχείρηση στην καρδιά του, δυο βαλβίδες, δυο bypass. Και όλοι μας είχανε πει οι γιατροί εκεί, ο χειρούργος, καρδιοχειρουργός ότι «Δεν θα ζήσει ούτε δύο, μέχρι πέντε-έξι χρόνια το πολύ». Και παλέψαμε τόσο πολύ για την υγεία του, που έζησε 26 χρόνια. Και το πιο οδυνηρό στην ζωή μου, ήτανε που τον έχασα. Πάρα πολύ. Είχα χάσει την μάνα μου πρώτα και δεν μπορούσα να συνέλθω με τίποτα. Έχασα και τον Τάκη τώρα. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι δυνατός, αλλά στον θάνατο όμως, λυγίζει.
Θα σε πάω λίγο πίσω. Από την ημέρα του γάμου σου τι θυμάσαι; Πώς την θυμάσαι; Πώς σου έχει μείνει;
Μου έχει μείνει μια πολύ όμορφη ανάμνηση. Θυμάμαι που με στολίζανε μέσα και τραγουδούσανε τα κορίτσια, όλα του χωριού, να βάλουμε το νυφικό. Πολύ ωραίο νυφικό, που το διάλεξε ο σύζυγος. Έπειτα, είχα την ξαδέρφη μου που με χτένιζε στα μαλλιά, τα άλλα τα κορίτσια, και μου έμεινε ότι, με πήγαινε ο αδερφός μου ένα μέρος, και ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου, ο θείος ο Κλης, με πήγαιναν στην εκκλησία. Και μου έχει μείνει εκείνο, που έβλεπα ανηφορίζοντας στην εκκλησία, τον Τάκη να με περιμένει και τον άλλον τον κόσμο. Αυτό είναι το πιο ωραίο στην ζωή μου, γιατί ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, πέρασα τόσο πολύ καλά. Ζήσαμε μια ζωή με τα παιδιά μας, μπορώ να σου πω, παραμυθένια. Μπορεί να ήτανε με την υγεία και αυτό, μόνο την υγεία είχαμε δυσκολία με τον σύζυγο. Κατά τα άλλα περάσαμε πολύ ωραία, πολύ ευτυχισμένοι με τα παιδιά μας. Και μου έλεγε πάντα «Να ήταν ακόμα μια φορά μικρά, και να περνούσαμε ό,τι περάσαμε, να τα περνούσαμε ξανά. Να ήταν ακόμα μια φορά τα παιδιά μικρά».
Για την Γερμανία πότε φεύγετε; Φύγατε μαζί;
Μαζί, μαζί. Ο Χρήστος ήτανε στην Αθήνα, στο πανεπιστήμιο και ο Γιώργος ήταν να πάει ΣΤ’ δημοτικού. Μέχρι την Ε’ τάξη δημοτικού πήγε στην Γερμανία, και εδώ ήρθε στην…
Από εδώ, πότε φύγατε για την Γερμανία;
Πότε έφυγα εγώ; Το ’64 παντρευτήκαμε, 26 Ιουλίου του ’64 και στις 26 Οκτωβρίου, στην ονομαστική του εορτή, έφτασα στην Γερμανία και με περίμενε στον σταθμό του Μονάχου, ο Τάκης. Και στην γιορτή του ακριβώς είχα πάει. Πολύ όμορφα χρόνια. Ήμασταν νέοι, είχαμε διάθεση για ζωή, κάναμαν ωραία οικογένεια. Προσπαθήσαμε στα παιδιά μας και γίνηκαν καλοί άνθρωποι. Αυτό είναι το πιο μεγαλύτερο για την ζωή μου, που έγιναν πολύ καλοί άνθρωποι.
Από το ταξίδι μέχρι να φτάσεις στην Γερμανία, θυμάσαι κάτι;
Γιατί, πρώτη φορά να φύγεις από το χωριό και να πας στην Αθήνα, να περάσεις εκεί γιατρούς. Με πήγανε κάτι πρώτα ξαδέρφια μου στον σταθμό της Λαρίσης, για να φύγω Γερμανία. Να με βάλουν μέσα στο τρένο. Μέσα στο τρένο, ήταν δυο ηλικιωμένοι ανθρώποι, που κάθισα δίπλα τους. Δύο μέρες δεν έφαγα τίποτα, μόνο νερό. Δεν μου κατέβαινε τίποτα. Είχα φύγει από την μάνα μου, από τον αδερφό μου, από το χω[00:15:00]ριό μου, απ’ την ζωή που ήτανε. Και πήγαινα σε μια άγνωστη χώρα με άλλη γλώσσα, ένα άγνωστο πράγμα για μένα. Όμως, συνηθίζει ο άνθρωπος, κι άμα έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που σε καταλαβαίνει και σε αγαπάει και νιώθεις ωραία μαζί του, είναι ωραία.
Ο πρώτος καιρός εκεί πως ήτανε;
Πολύ ωραία. Τρεις μέρες είχα πάει, να πάω να περάσω γιατρούς κι εκεί και μετά σε τρεις μέρες έπιασα δουλειά. Ευτυχώς, ήταν και Ελληνίδες μέσα στο τμήμα και είχα μια επικοινωνία, ώσπου να μάθεις λίγα γερμανικά, να μπορείς να συνεννοείσαι κάπως. Αυτά.
Στο Μόναχο;
Κοντά στο Μόναχο, σε μία πόλη που λεγόταν Μπόμπικεν, η πόλις αυτή. Είχε μεγάλο εργοστάσιο, το οποίο είχε και με φάρμακα έβγαζε, και τρεβίρα, κλωστή τρεβίρα, που γίνονταν τα υφάσματα με τρεβίρα. Δύσκολη δουλειά, κουραστική, μηχανές πολλές να τρέχεις αυτού… Αλλά έτσι είναι τα εργοστάσια. Για να κάνεις και παραγωγή θέλουνε.
Η δουλειά; Σε τι εργαζόσουνα; Ήσουνα στην γραμμή παραγωγής;
Στην γραμμή παραγωγής, ναι. Κι έπρεπε να ξέρουμε πόσα κομμάτια βγάζουμε την ώρα. Γιατί κάθε πρωί που πηγαίναμε, έπρεπε να χτυπούσαμε κάρτα. Ένα λεπτό να ήταν παραπάνω, σου έκοβε μία ώρα. Έπρεπε να πας να χτυπήσεις έστω και 07:00, 06:00 που λέει. Γιατί 06:00 η ώρα πιάναμε δουλειά. Και για να πιάσουμε δουλειά σηκωνόμασταν από τις 03:30, γιατί έπρεπε να μπούμε σε λεωφορείο και να πάμε στο εργοστάσιο. Ένα εργοστάσιο, όπως είναι μεγάλο το χωριό, και πιο μεγάλο κιόλας ήταν το εργοστάσιο, που από το ένα τμήμα στο άλλο έπρεπε να πας με λεωφορείο.
Η συμπεριφορά τους απέναντι στους Έλληνες και τους μετανάστες πώς ήταν;
Δεν έχω παράπονο. Καθόλου. Δούλευα πάντα με Γερμανίδες. Τον πρώτο καιρό, στο πρώτο εργοστάσιο τρία χρόνια καθίσαμε εκεί, γιατί τότε που έγινε το πραξικόπημα, με τον στρατιωτικό νόμο γυρίσαμε εδώ. Φερνόταν πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ καλά οι Γερμανίδες. Δηλαδή, όταν ήταν η ώρα που θα κάνανε αυτές διάλειμμα για να πιουν τον καφέ -πώς να σου πω;- δείχνανε ανθρωπιά. Μετέπειτα δηλαδή, εκτός από εκεί που ήμουν πρώτα, μετά όταν γυρίσαμε ξανά στην Γερμανία, όταν βγήκε ο αδερφός μου, πήγαμε στην Γερμανία. Ήταν ο Χρήστος έξι χρονών και αναγκαστήκαμε και πήγαμε σε μια πόλη πολύ ψηλά, που είναι κοντά η Κολωνία, το Ντίσελντορφ. Πολύ ψηλά. Και να έχει ελληνικό σχολείο, γιατί ήταν και ο χωριανός μας, ο Ηλίας ο Ιωάννου εκεί, και ήμασταν και απέναντι που μέναμε. Είχαμε πολύ καλούς χωριανούς. Τον Ηλία και την Ελένη. Και περάσαμε αυτά τα 20 χρόνια πολύ ωραία μαζί. Όταν ερχόμασταν στην Ελλάδα με τα παιδιά μας, μαζί με το αυτοκίνητο, ο ένας μπροστά ο ένας πίσω, ερχόμασταν και μαζί φεύγαμε.
Όταν από το χωριό, από τον Γεροπλάτανο, πήγες πρώτη φορά στην Γερμανία, πώς αισθάνθηκες αυτή την αλλαγή; Είδες ενδεχομένως τα κτίρια, όλα αυτά, σε τρόμαξε αυτό το πράγμα;
Όχι. Μόνο η ομιλία τους. Όταν άκουσα την φωνή που μιλούσανε γερμανικά έξω, πώς μου φαινόταν έτσι δύσκολη γλώσσα; Και άγρια έτσι. Αλλά τώρα που την έχω μάθει λίγο, δεν μου φαίνεται. Ενώ στην αρχή, πάρα πολύ.
Όταν επιστρέψατε με το πραξικόπημα, πήγες να επισκεφτείς τον αδερφό σου στην εξορία; Τι θυμάσαι από αυτές τις στιγμές;
Ναι, πήγα. Οι πιο δύσκολες στιγμές. Πήγαμε μαζί με τον Χρήστο, τον γιο τον είχα μαζί. Δύο μέρες, μπορέσαμε από μια ώρα να τον δούμε και ξαναγυρίσαμε. Ήταν και πρωτοχρονιά του ’69 και ήταν και οι άλλοι που είχανε. Και ήτανε και μια που ήταν καθηγήτρια γαλλικών, εκείνη την ημέρα είχε πάρει και τις βέρες και αρραβωνιάστηκε εκεί μπροστά μας. Στον χωροφύλακα μπροστά, έφερε τις βέρες και μας έκανε τραπέζι την πρωτοχρονιά σε όλες τις άλλες δέκα γυναίκες που ήμασταν εκεί. Είναι αξέχαστες αυτές οι στιγμές. Και για να δω τον αδερφό μου -δ[00:20:00]εν θα το ξεχάσω αυτό- από πολύ μακριά, φτάσαμε η ώρα 01:00 τη νύχτα με το καράβι, ο Χρήστος δεν ήθελε «Θέλω το καράβι μου, δεν φεύγω από το καράβι μου». 3 χρονών. Κατεβαίνουμε, πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο όλες μαζί. «Να κοιτάζω από εκεί» μου λέει μια που είχε πάει και μία άλλη φορά. «Εκεί πέρα που βλέπεις, εκεί είναι το στρατόπεδο που τους έχουν μέσα». Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Όλοι είχανε… Τους είχαν φέρει όλους και τελευταίο τον αδερφό μου. Με αλφαβητική σειρά, Ταλιούρης ας πούμε. Μια αγωνία. Όποιος ερχόταν, του έλεγα «Τον Ταλιούρη τον είδατε;». Λέει «Εντάξει είναι, καλά, μην ανησυχείς, θα τον φέρουν έναν έναν». Τον πήγαιναν με ένα ταξί και έφερναν τον έναν. Τελείωνε μια ώρα τον έπαιρνε το ταξί, έφερνε άλλον. Πάρα πολύ δύσκολα αγάπη μου. Πολύ δύσκολα τότε. Και μαζί με τον χωροφύλακα, εκεί να ακούσει τι θα μιλήσεις; Τι θα πεις; Δύσκολα χρόνια. Και από ‘κει βγήκε ο αδερφός μου με προβλήματα υγείας, ύστερα από τέσσερα χρόνια, και γύρισε εδώ στο χωριό με κατεστραμμένη υγεία. Με τα έντερά του που πάθαινε ειλεό, με το στομάχι του… Να κάνουμε επέμβαση στο στομάχι του, εγχείρηση στο στομάχι του. Εμείς φύγαμε, έμεινε εδώ με τη μάνα. Φύγαμε με την οικογένεια ξανά στη Γερμανία.
Αυτά τα τέσσερα χρόνια εδώ πώς ήτανε; Είχατε κι άλλα προβλήματα;
Προβλήματα με στεναχώρια μεγάλη, γιατί η μάνα μου κάθε μέρα έκλαιγε. Κι εγώ μαζί της. Κάθε μέρα να λέει «Ήταν Μεγάλο Σάββατο, μου πήραν το παιδί». Να μοιρολογάει μόνη της «Μου πήραν το παιδί». Γιατί το ’46 είχαν πάρει και τη μάνα μου εξορία. Γιατί ο πατέρας ήταν αριστερός, ενώ όλα τα διπλανά χωριά, Μαυροβούνι, Ραβένια, Ρουψιά, Κεφαλόβρυσο, Βασιλικό, ήταν και άλλοι εκεί αριστεροί, αλλά κανένας δεν υπόγραψε να πάνε οι γυναίκες εξορία. Κανένα άλλο χωριό δεν δέχτηκε, μόνο ο Γεροπλάτανος. Πάει η μάνα μου, ο πατέρας του πατέρα μου και δύο θείες μου, αδερφές του πατέρα μου, εξορία. Και η θεία μου, η μάνα της Ναυσικάς και ο παππούς και η γιαγιά αυτηνής. Αυτά τα χρόνια ήταν δύσκολα. Και δύσκολα και για τη μανούλα μου. Και όταν ήταν το ’70, μας έγραψε, λέει «Τώρα θα με πάνε στον Ωρωπό. Από την Λέρο, θα με πάνε στον Ωρωπό». «Μάνα» λέω «θα πάμε στην Αθήνα, θέλεις; Να δούμε τον Λάμπρο; Δεν είναι μακριά, λίγο έξω από την Αθήνα. Αν και δεν την ξέρουμε την Αθήνα, αλλά θα μάθουμε που είναι». Και φτάσαμε με την μάνα μου στην Αθήνα. Από εδώ που ξεκινήσαμε, από τα Γιάννενα, μέχρι που φτάσαμε στην Αθήνα, όλο τον δρόμο η μάνα μου έκλαιγε. Δάκρυα. Φτάσαμε εκεί και πάμε, ήταν η Ναυσικά εκεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά της, και πάμε εκεί και είπα την άλλη την ημέρα, να πάμε να τον δούμε τον αδερφό μου. Πάω να πάρω χαρτί για να τον δω, πάλι σ’ εκείνα που είχα πάει ξανά. Που είχα πάει στη Λέρο, με τα χαρτιά αυτά. Παίρνω αυτά και λέω «Θα του πάρω και παπούτσια και παντόφλες και πιτζάμες και εσώρουχα», τι χρειάζεται ας πούμε. Πραγματικά παίρνω και δυο κοτόπουλα ψήνουμε εκεί με τη Ναυσικά, και φτάνω στο νοσοκομείο μαζί με τη μάνα και με τον… Γιατί εκείνος μου είπε, όταν πήγα το χαρτί, «Δεν είναι στον Ωρωπό, είναι στο νοσοκομείο». «Ω, θεέ μου -λέω- πώς θα πω στη μάνα μου ότι είναι στο νοσοκομείο. Τώρα, πώς να το πω;». Φτάνω στο σπίτι και πώς να πω στη μάνα. Λέω «Μάνα, δεν είναι -λέω. Ήρθε για εξετάσεις εδώ στο νοσοκομείο». «Α καλύτερα που είναι εδώ και δεν θα χρειαστούμε να πάμε έξω» μου λέει. Το πήρε έτσι. Μπαίνουμε στην πύλη, φτάνουμε στο... γενικό νοσοκομείο Χολαργού λεγόταν αυτό, και φτάνουμε εκεί στην πύλη. Από την πύλη να φτάσουμε μέσα και μετά έπρεπε μία ώρα. Τρέχα εγώ, τρέχα το παιδί, τρέχα η μάνα «Όσο μπορείς, μάνα τρέχα γιατί δεν θα μπορέσουμε να τον δούμε». Τρέχουμε μέσα, απ’ έξω από το διάδρομο και η πόρτα πο[00:25:00]υ ήτανε οι πολιτικοί κρατούμενοι μέσα, οι άρρωστοι, στο νοσοκομείο. Είχε ένας με ένα στένος -πώς λέγεται αυτό; Το όπλο αυτό το κοντό; Δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό-. Μόλις το είδε ο Χρήστος άρχισε να κλαίει, φοβήθηκε. Όταν ήρθε η ώρα και περάσαμε μέσα, μόλις τον είδε η μάνα μου, μόνο που τον είδε… Δεν ξανάκλαψε. Δεν ξανάκλαψε σου λέω. «Αφού ζεις, εγώ είπα δεν ζεις. Είχα απελπιστεί ότι δεν θα σε ξαναδώ» του λέει. «Μάνα» λέει «Εσύ ήξερες από εξορία, είχες πάει κάτω στην Γαύδο» λέει. Είχε πάει στην Γαύδο η μάνα μου, το ’46. «Και τι γυρεύαμε εμείς» λέει η μάνα μου, «το ’46 να πάμε, γυναίκες από το χωριό και εκεί όλοι ήταν γιατροί, δικηγόροι, φοιτητές. Κι εμείς εννιά γυναίκες από τον Γεροπλάτανο» λέει. Και εμείς εδώ με την γιαγιά, με τον αδερφό μου και με τη Ναυσικά να είμαστε και τα τρία να μας κοιτάζει η γιαγιά, γιατί και η μάνα της και ο πατέρας της ήταν εξορία. Και η μάνα μου και η γιαγιά μας είχε στο σπίτι. Μαζί κοιμόμασταν, εμένα στην μέση και ο Λάμπρος και η Ναυσικά, από εδώ κι από κει, μαζί.
Τώρα ξεχνάς και τι θες να ρωτήσεις με όλα αυτά. Να πάμε σε κάτι λίγο πιο… Επειδή έχεις καλή μνήμη. Θυμάσαι όταν ήσουνα μικρή ας πούμε, την δεκαετία ’50 μέχρι που παντρεύτηκες, εδώ στον Γεροπλάτανο, πώς γιορτάζατε Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα, τι κάνατε;
Πολύ όμορφα, πολύ όμορφα. Τα Χριστούγεννα, πώς να έχουμε ένα ζευγάρι παπούτσια, ήταν η χαρά στη ζωή μας. Μια φορά μου είχε στείλει από την Αθήνα ο θείος ένα ζευγάρι λούστρινα παπούτσια, που κατεβαίνω τη σκάλα και σκοτώθηκα για να πάω έξω να τα δείξω στα παιδιά. Κατρακύλησα στις σκάλες, από την χαρά να δείξω τα παπούτσια. Πολύ δύσκολα αγάπη μου, περάσαμε τα χρόνια πραγματικά. Ήταν τότε ο Εμφύλιος, ήταν όλα αυτά. Το ’40 ο πατέρας μου, ήταν στην Αντίσταση που ήταν νέο παιδί, εναντίον των Ιταλών το ’40-’41. Έπειτα, εναντίον των Γερμανών. Έπειτα, στον Εμφύλιο, στον Δημοκρατικό Στρατό, ώσπου χάθηκε. Πολύ ωραία έπειτα και το Πάσχα, πολύ όμορφα. Πώς να έχουμε ένα φουστανάκι να βάλουμε σαν κοριτσάκια, αυτά; Μικρά. Και πολύ δύσκολα χρόνια, πάρα πολύ, που στο σχολείο πηγαίναμε… Για να πάρουμε μια τσάντα έπρεπε να δώσουμε αυγά, για να πάρουμε λίγα λεφτά, για να πάρουμε την τσάντα. Και όταν μας έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο το μάθημα, εγώ προλάβαινα και το έγραφα με ταχύτητα και το είχα, και την άλλη μέρα ήμουνα εντάξει στο σχολείο. Γιατί στο σχολείο, εγώ και ο παππούς σου ήμασταν άριστοι. Άριστοι των αριστούχων, και οι δυο.
Σου άρεσε το σχολείο δηλαδή;
Πάρα πολύ! Ούτε ένα λάθος, ούτε ένα λάθος! Τόσο καλή μνήμη, τόσο αυτό… Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια μερικές φορές λέω «Τότε γράφει το μυαλό». Και τώρα που βλέπω αυτήν την καινούρια τεχνολογία, τότε θα την έπιανα στη στιγμή, τώρα είναι πολύ δύσκολο να μπορέσω να την παρακολουθήσω. Το καλοκαίρι έπειτα, το πανηγύρι του χωριού. Γινόταν στην πλατεία του χωριού το πανηγύρι, πολύ ωραίο. Αυτό περίμεναν όλοι στο χωριό, το πανηγύρι. Ή στα Θεοφάνεια. Και τα Θεοφάνεια ήτανε που είχανε και τις εικόνες που τις χτυπούσαν. Εσείς δεν το ξέρετε αυτό. Ένας έπαιρνε, τα Θεοφάνεια, των Θεοφανείων την εικόνα και πλήρωνε τόσο και λεγόταν ας πούμε «Κουμπάρος». Πήρε την εικόνα. Την εικόνα των Θεοφανείων, την πήρε η θεία η Μεράνθη -η θειάκο Μεράνθη- και ήρθε στο σπίτι τα όργανα, γιατί πήγαιναν και τα όργανα στο σπίτι σε αυτόν που… Κι εκεί με είδε ο Τάκης και με ζήτησε. Στο σπίτι αυτό, την ημέρα των Θεοφανείων. Το βράδυ, γινόταν στο καφενείο μέσα -που ήταν Θεοφάνεια-[00:30:00] γινόταν ο χορός, τα πάντα…Ήταν και πολλοί άνθρωποι τότε. Ήταν κοντά 300 άτομα, τώρα δεν είναι ούτε 50. Και όταν ήμασταν στο σχολείο με τον παππού σου τον Σπύρο ήμασταν 82 παιδιά. 82 παιδιά. 82 και ένας δάσκαλος. Μια φορά μονάχα ήταν μια δασκάλα που είχαν φέρει. Πώς τα κατάφερνε; Και όπως μας το έλεγε το μάθημα, ήταν σαν να μας το έβαζε μέσα στο μυαλό, παιδί μου. Σαν δάσκαλος ήταν τέλειος.
Ποιος ήταν ο δάσκαλός σας;
Λεγόταν Αχιλλέας Μούκας. Και μαζί τελειώσαμε και ο Σπύρος και εγώ, το ’56 μαζί με το δάσκαλο που τελείωνε κι αυτός, και τελειώσαμε το σχολείο.
Μου είπες πριν στην αρχή ότι μεγάλωσες με πολλά παραμύθια. Θυμάσαι κανένα; Που να σου έχει μείνει;
Με πριγκίπισσες, με βασιλιάδες, με τέτοια. Και η ξαδέρφη μου ήταν 7 χρόνια, 8, μεγαλύτερη, εγώ μικρή, άρχιζε να λέει το παραμύθι, το σταματούσε. «Εγώ θα φύγω να κοιμηθώ» έλεγα τότε εγώ. Μόλις έφευγα τη σκάλα εγώ, άρχιζε, συνέχιζε το παραμύθι. Εγώ ξαναγύριζα! Στο παραμύθι σου λέω. Τέτοια μια ζωή, αυτή η ζωή. Εδώ στο χωριό, πώς παντρεύτηκα, πήγα στη Γερμανία. Μετά τα παιδιά, μετά που γυρίσαμε εδώ. Εδώ που γυρίσαμε με τον Τάκη, μπορέσαμε και προσφέραμε ό,τι μπορέσαμε. Αρρώσταινε κάποιος, με το αυτοκίνητο τον πηγαίναμε στο νοσοκομείο, να τον εξετάσουν, να καθίσουμε να κάνει και τις εξετάσεις ως το βράδυ. Πραγματικά, με όλη την αυτήν… Όσους ήτανε, τους πηγαίναμε στο νοσοκομείο. Έπειτα, ο σύζυγος εδώ, έφερνε τις συντάξεις εδώ στο σπίτι ο ταχυδρόμος, και τις μοίραζε ο Τάκης, τις έβαζε στα φάκελα και τις πήγαινε στο σπίτι με το μπαστούνι του. Τα πήγαινε και στο σπίτι. Τα φάρμακα τα έπαιρνε, τα πήγαινε στο σπίτι. Τουλάχιστον, κάναμαν ένα… Η καλοσύνη μένει σε αυτό τον κόσμο, να μας θυμούνται.
Όταν ήσουν μικρή, θυμάσαι όταν πήραν την μαμά σου εξορία; Το θυμάσαι αυτό;
Μόνο το θυμάμαι; Μας πήρανε το βράδυ εκείνο που είχαν σκοτωθεί οι δύο από το χωριό εδώ, και παίρνουνε τη μάνα μου -μας είχε βάλει να κοιμηθούμε και εμένα και τον αδερφό μου-, και παίρνουνε τη μάνα μου δυο χωροφύλακες. Λέει «Εδώ σκοτωθήκανε άνθρωποι, ποιοι είναι; Ποιοι τους σκοτώσανε;». «Που να ξέρω ‘γω;» λέει η μάνα μου. Μπαίνουνε, με παίρνει αγκαλιά η μάνα μαζί, και φτάσαμε στα Γιάννενα, στο κρατητήριο, στο «ΦΙΞ» που λεγόταν τότε. Εγώ γεννήθηκα 22/12/42, ήμουνα το ’46 πόσο; 3,5 χρονών; Όταν πήγαμε εκεί μέσα, στο «ΦΙΞ» που λέμε. Κι ήμασταν από δω από το χωριό ήταν και άλλες γυναίκες, που θυμάμαι την θειάκο Τάκαινα, την γιαγιά Αμαλία, την μάνα μου εμένα, την θεία μου την Κόη εκεί μέσα στο κρατητήριο. Και έπρεπε κάθε ώρα ας πούμε να λένε… Ο χωροφύλακας ποτέ να πάει στην τουαλέτα. Δεν άφηναν να πας όποτε θέλεις. Και σαν έλεγαν μέσα, εγώ φώναζα «Θείοι στρατιώτες». Να μην πω την λέξη, πώς φώναζα ότι άκουγα που λέγανε. «Μη λες… Μας ντροπιάζεις, μην λες» λέει. Εγώ, ένα κοριτσάκι ας πούμε, να φωνάζω «Θείοι στρατιώτες, ανοίξτε, θέλω να πάω στην τουαλέτα!» να φωνάζω. Πολύ δύσκολα. Θυμάμαι που με πήρε ένας χωροφύλακας που ήταν μιας από εδώ, ανιψιός, που ήταν εκεί, και πατούσε απ’ έξω από το κρατητήριο το φως. Ήταν μια λάμπα που ήτανε, το έσβηνε, το άναβε. «Πάλι!», έλεγα εγώ «Πάλι!». Γιατί εδώ δεν είχαμε φως στο χωριό τότε. Μου λέει «Έλα εδώ» μου λέει μια μέρα. Με παίρνει από το χέρι, και με ανεβάζει σε μια σκάλα -το θυμάμαι πάρα πολύ καλά αυτό-, μου λέει «Εγώ έχω έρθει στο σπίτι σας και έχω πιεί από τη στέρνα σας νερό -είχε έρθει κάποτε εδώ- και τώρα θα σου δώσω μπισκότα και μαρμελάδα» λέει. Το θυμάμαι εκείνο, ένα δωμάτιο που είχε κάτι μεγάλες καλάθες, που είχαν μπισκότα πολύ μεγάλα, και μακριά έτσι πακεταρισμένα. Μου δίνει δύο πακέτα μπισκότα και μα[00:35:00]ρμελάδα μου βάνει σε ένα αυτό. «Να δώσεις και για τη μάνα μου!» λέω. «Και για την μάνα σου» μου λέει. Το θυμάμαι τόσο καλά αυτό το μέρος. Το τζάκι που είχε μέσα το δωμάτιο. Έναν που πλενόταν σε μια βρύση εκεί με μια φανελίτσα. Πώς μένουν αυτά αποτυπώματα μέσα στην ψυχή σου; Αυτά ήταν πολύ δύσκολα. Και έρχεται η γιαγιά να με πάρει, γιατί η μάνα μου ήθελε να με πάρει μαζί στην Γαύδο, που θα τους πήγαιναν εξορία. Και ήρθε η γιαγιά και με παίρνει. Έβλεπα τη μάνα μου να κλαίει, τη γιαγιά να κλαίει. Είχε δύο κόρες που θα τις παίρνανε εξορία η γιαγιά, και δεν ήξερε αν θα τις ξαναδεί, πού θα πάνε; Το ’46 τώρα. Πιο δύσκολα ήταν με αυτά… Η ζωή μας ήταν συνδεδεμένη που χάσαμε τον πατέρα, και άλλαξε τελείως η ζωή μας. Γιατί ο αδερφός μου ήτανε τόσο καλός μαθητής, που σήμερα θα ήταν μέσα σε πολύ υψηλή θέση μέσα στο πανεπιστήμιο. Και εγώ μάθαινα, αλλά όταν ήρθε ο δάσκαλος, μόνο, από κοινωνικών φρονημάτων- δεν τον αφήσανε ούτε γυμνάσιο να πάει… Με τίποτα. Και όταν ήρθε ο δάσκαλος, όταν ήμουν εγώ για να πάω για γυμνάσιο, λέει «Να πάει η Ειρήνη» της λέει ο δάσκαλος. «Δεν αφήσατε το παιδί» λέει η μάνα. [Δ.Α.] Γιατί το κορίτσι τότε το έβλεπαν, ότι δεν χρειάζεται να μάθει το κορίτσι. Το αγόρι να μάθει. «Όχι, να τη στείλεις» λέει. «Και που θα βρω τα λεφτά, για να πληρώνω το μήνα;» λέει. Αυτά.
Πότε επέστρεψε η μητέρα σου από την εξορία;
Αρκετό, αφού να σκεφτείς, έπαιζα με τα άλλα τα παιδάκια, εκεί που το λέμε Ζουβλακιά και έρχονταν η μάνα μου και με παίρνει αγκαλιά και την κοίταζα και δεν την γνώριζα. Την κοίταζα έτσι, την κοίταζα και λέω «Σε γνωρίζω, σε γνωρίζω από την μύτη τώρα, η μάνα μου είσαι». Το θυμάμαι και το θυμόταν και η μάνα και έκλαιγε, που της είπα έτσι. Η μανούλα μου. Και όταν ήταν ο Εμφύλιος, στο σπίτι μέσα δεν είχαν αφήσει τίποτα. Δεν έχω μια φωτογραφία του πατέρα μου. Δεν είχαν αφήσει τίποτα. Πιάτα, κουτάλια, πιρούνια, όλα μέσα στη στέρνα ριγμένα. Τελείως λεηλατημένο το σπίτι. Αυτοί που μείνανε εδώ στο χωριό, τότε με τον Εμφύλιο, δυο-τρεις που μείνανε, δεν αφήσανε τίποτα στο σπίτι. Και όταν εγύρισαν, εβρήκαν μέσα γίδια επάνω, στον οντά που λέμε. Ανοιχτές οι πόρτες. Καταστροφή τελείως. Και ο πατέρας χάθηκε και έπειτα, όλα ήρθαν ανάποδα. Και μου έλεγε μικρή που ήμουνα ο πατέρας «Θα σε κάνω δασκάλα εγώ, Ειρήνη μου!». Δεν μπορώ να τον θυμηθώ. Σαν όνειρο θυμάμαι, μια φορά από τη σκάλα πάνω που φώναζα «Πατέλα, πατέλα». Το θυμάμαι αυτό. Το παρουσιαστικό του όχι. Μονάχα ότι φορούσε ένα καπέλο και ότι είχε σκοτώσει μια αλεπού. Αυτό το θυμάμαι. Μόνο αυτό θυμάμαι από τον πατέρα μου. Αλλά είμαι τόσο περήφανη για τον πατέρα μου. Είναι σαν να ‘ναι πάντα εδώ. Όλα αυτά τα χρόνια, είμαι περήφανη που ήταν καλός άνθρωπος, που βοήθησε όταν ήτανε το ’40. Όταν είχαν οι άλλοι δυσκολία εδώ, που είχανε μεγάλη οικογένεια, να τους δίνει αλεύρι, να τους δίνει τα πάντα που είχαν στο μύλο.
Πώς τον λέγανε τον πατέρα σου;
Γεώργιο. Τον πρώτο τον γιο τον έβγαλα Χρήστο, το όνομα του πεθερού, και το άλλο το βάφτισε και ο αδερφός μου κιόλας, και τον έβγαλε του πατέρα μας το όνομα. Και την ώρα που γινόταν η βάφτιση, ο αδερφός μου έτρεμαν τα χέρια του που τον κρατούσε. Τόσο συγκινημένος ήταν, γιατί τον θυμόταν πιο πολύ από εμένα ο Λάμπρος τον πατέρα. Είχαμαν όμως, μια μάνα και αυτή καλή η καημένη, ένας καλός άνθρωπος, όσο μπορούσε. Στην ζωή της και αυτή να παλέψει για τα παιδιά της. Είχαμε την γιαγιά μαζί πάντα, μέχρι 82 χρονών που πέθανε, όταν εγώ ήμουν 19 χρονών, πέθανε η γιαγιά. Η μεγάλη απώλεια πρώτη φορά, για τη γιαγιά. Πολύ δεμένη με τη γιαγιά. Κοιμόμουνα με τη γιαγιά. «Απόψε»λέει «θα πάρω και τη Ναυσικά να κοιμηθούμε». Ουυυ κλάμα, την είχα αποκλειστικιά, δικιά μου, την γιαγιά. Αλλά μας είχε και αυτή μεγάλη αδυναμία, γιατί παίζει ρόλο τα παιδιά όταν έχεις στο σπίτι, τα εγγόνια. Το ίδιο αγαπάς και τα άλλα τα εγγόνια, αλλά με εκείνα δένεσαι πιο πο[00:40:00]λύ.
Με την μητέρα σου πώς ήταν η σχέση σου;
Οι πιο καλές! Φίλες. Είχε πολύ πνευματικό ορίζοντα ωραίο η μάνα μου, πάρα πολύ! Διάβαζε. Την εφημερίδα αυτήν την ξεκοκάλιζε και μετά την έδινε στον αδερφό μου, όταν ερχόταν από την δουλειά ο αδερφός μου. Τον «Τηλεθεατή» έπρεπε να ξέρει όλα τα προγράμματα, τα πάντα. Ήταν πολύ καλή σαν άνθρωπος, πολύ. Και για τον πατέρα και για τη μάνα μου, νιώθω πολλή περηφάνια μέσα μου. Πάρα πολύ, ήταν καλοί γονείς. Τουλάχιστον, νιώθουμε και εμείς για τα παιδιά μας έτσι, γιατί και τα παιδιά μας σεβόταν και αγαπούσαν πολύ τον πατέρα τους και πονέσαν που τον έχασαν και δεν μπόρεσαν να είναι εδώ όταν έφυγε, γιατί ήταν ο κορονοϊός. Και την ίδια αγάπη και ενδιαφέρον όταν εγώ αρρώστησα και έκανα την επέμβαση αυτή. Είχε καθίσει ο Γιώργος τρεις μήνες εδώ πέρα. Και τώρα, πρωί-βράδυ παίρνουν τηλέφωνο. Λέω «Μην ανησυχείτε, εγώ το παλεύω, εσείς να είστε γερά». Αυτά που λες.
Πότε επιστρέψατε από την Γερμανία; Ποια χρονιά;
Το ’85, 11 Αυγούστου. Έφυγα από εδώ στις 26/10/'64 και γύρισα το ’85, τον Αύγουστο. «Μια ζωή σαν όνειρο -λέει- πέρασε και χάθηκε».
Ήταν όμορφη ζωή, κι ας ήταν με βάσανα. Ήταν όμορφη. Γιατί είχα έναν άνθρωπο πολύ καλό δίπλα μου, πολύ καλά παιδιά, και τη μάνα μου και τον αδερφό μου. Δεν πιστεύω να έχει κανένας καλύτερο αδερφό και καλύτερη μάνα από εμένα.
Η ζωή στην Ελλάδα από όταν γυρίσατε, πώς ήταν;
Πολύ ωραία, γιατί εδώ ένιωθα πολύ καλά στο χωριό και δεν ήθελε… Στο σπίτι στα Γιάννενα που έχουμε μια γκαρσονιέρα και ένα τριάρι, τα πήραμε με τον αγώνα μας εκεί, από τη Γερμανία δουλεύοντας… Δεν ήθελε να καθίσει ο Τάκης στα Γιάννενα «Δεν το αλλάζω το χωριό με τίποτα!» λέει. Γιατί εδώ, ήταν γνωστός, πήγαινε στο καφενείο, είχε την συζήτηση με τους ανθρώπους του χωριού. Τον άρεζε πιο πολύ εδώ, αν και ήταν μαθημένος στα χρόνια αυτά στην Αθήνα. Από μικρός είχε πάει παιδόπολη, είχε πάει σε μια σχολή «Σιβιτανίδειος» που λεγότανε, μετά έφυγε Γερμανία.
Είχε πάει σε παιδόπολη;
Παιδόπολη, γιατί κι αυτός από 18 μηνών ήταν ορφανός. Τρία παιδιά η πεθερά μου, αυτός ήταν ο πιο μικρότερος, 18 μηνών και μια αδελφή και έναν αδελφό είχε, τον Νίκο, τον γνωρίζεις τον Νίκο; Και μια αδερφή που είναι στην Αθήνα. Έναν κουνιάδο πολύ καλό, όλα αυτά τα χρόνια, τον σεβόμουνα και με σεβότανε. Δεν είχα προβλήματα, ούτε και με πεθερά ούτε με… Και η πεθερά καλή ήτανε. Και που αρρώστησε η πεθερά μου, την κράτησε ο αδερφός μου και η μάνα μου, εδώ στο σπίτι. Εδώ στο σπίτι της μάνας μου και του αδερφού μου πέθανε η πεθερά μου. Είχε δυο παιδιά, ήταν στην Αθήνα, τον κουνιάδο μου και την κουνιάδα μου, και μου λέει ο αδερφός μου «Έχετε τα παιδιά σχολείο αυτού, έχετε την σειρά σας, την δουλειά σας. Να μην ξεσηκωθείτε, θα την κρατήσουμε εμείς» και πραγματικά την κράτησαν εδώ. Εδώ πέθανε. Την κράτησαν εδώ, η μάνα μου και ο αδερφός μου. Και με έκανε εντύπωση, που είπε ο αδερφός μου, η μάνα που ήταν ίδια ηλικία με την πεθερά, και με τι αφοσίωση του παραπονέθηκε «Κι εγώ τόσο μεγάλη είμαι, μπορώ;». Με όλη την αυταπάρνηση, να την κοιτάξει. Όσο μπορούσε.
Στη Γερμανία όταν ήσασταν, αυτά τα χρόνια που μείνατε, πέρα από τον Ηλία τον Ιωάννου και την κυρία Ελένη, είχατε συλλόγους οι Έλληνες;
Είχαμε, είχαμε και κοινότητα, είχαμε και πρόεδρο, είχαμε και εκκλησία, είχαμε τα πάντα. Ήμασταν 5.000 Έλληνες. Είχαμε επανδρωμένο ελληνικό σχολείο. Στο [00:45:00]σχολείο πληρώναμε και αυτόν που είναι έξω στην αυλή -πώς λέγεται αυτός;- ο φύλακας του σχολείου. Και την θέρμανση πληρώναμε, τα πάντα. Τα δίδακτρα πληρώναμε, γιατί ήταν σε ένα γερμανικό σχολείο. Και όταν πήγε ο Χρήστος Α’ γυμνασίου, ώσπου να βρεθεί θέση για λύκειο, μέσα στην εκκλησία κάναν μάθημα, εκεί στη Γερμανία.
Όταν φύγατε το ’64 από εδώ, πήρατε κάτι μαζί σας, έτσι να σας θυμίζει το σπίτι;
Τα πράγματα που χρειαζόμουνα μαζί και τις φωτογραφίες από την μάνα μου, τον αδερφό μου και από την ξαδέρφη, τη Ναυσικά και από το παιδάκι που είχε, τον Μιχάλη. Και το είχα δίπλα μου πάντα στο κομοδίνο, σαν να ήταν δικό μου παιδί το αγαπούσα. Γιατί αυτή είχε το παιδάκι, εγώ ήμουν ελεύθερο κορίτσι τότε, και το είχα εγώ όλη την ημέρα εγώ περισσότερο αγκαλιά, τον Μιχάλη. Και το είχα πάντα δίπλα μου εκεί στο κομοδίνο, να το κοιτάζω εκεί στη Γερμανία. Όλη η ψυχή μου ήταν εδώ, τι κάνει ο αδερφός μου και η μάνα μου; Όλα τα χρόνια που ήμουν εκεί. Στην μάνα μου και στον αδερφό μου. Και πηγαίναμε κάπου, παραπάνω από δύο χιλιόμετρα, που είχε ειδικό θάλαμο, που παίρναμε τηλέφωνο στο εξωτερικό. Τώρα ο καθένας έχει στο σπίτι του, έχει το κινητό του, αυτά τότε δεν υπήρχανε αυτά. Και πηγαίναμε τόσο μακριά για να πάρουμε τηλέφωνο, να μάθουμε τι κάνουνε. Ένιωσα τόσο ευτυχισμένη που έφυγα και ήρθα εδώ στο σπίτι, μαζί με τον αδερφό μου, την μάνα μου, με την οικογένειά μου, με τους χωριανούς μου. Πάρα πολύ καλά.
Δηλαδή, όταν επέστρεψες ήταν σαν μην έχει αλλάξει τίποτα. Σαν να ξανάρθες σπίτι σου.
Τίποτα. Σαν να ξανάρθα στο σπίτι μου. Ένιωθα τόσο καλά εδώ στην Ελλάδα, γιατί μόλις ερχόμασταν… Είχα εμφυσήσει και στα παιδιά μου να αγαπάνε την πατρίδα, να νιώθουν υπερήφανοι που είναι Έλληνες. Πήγαιναν σχολείο «Να μη νιώθετε μειονεκτικά με τους Γερμανούς. Εμείς ήμασταν οι πρώτοι γιατροί, εμείς ήμασταν οι πρώτοι φιλόσοφοι, εμείς δώσαμε τον πολιτισμό. Να μη νιώθετε μειονεκτικά καθόλου». Και ο Γιώργος ήτανε για μαθηματικά, για χημεία για τέτοια, αλλά «Εσύ με έκανες να αγαπήσω την ιστορία και τα νεοελληνικά» λέει. Απέναντι από εκεί που καθόμασταν ήτανε μια Γερμανίδα γιαγιά, η οποία αγαπούσε πάρα πολύ τον Γιώργο από τότε που γεννήθηκε. Είχε χάσει το παιδί της στον πόλεμο, ένα γιο είχε, και τον είχε χάσει σε ηλικία 21 χρονών και είχε δεθεί τόσο πολύ μαζί μας, που γεννήθηκε ο Γιώργος. Ερχόταν εκεί που τον έκανα μπάνιο, που τον τάιζα, μέχρι που γύριζε ο Τάκης από τη δουλειά, αυτή ήταν μαζί μου. Μέχρι που φύγαμε, ήταν δίπλα μας η γιαγιά, η Γερμανίδα. Όταν έφυγα από δω έκλαιγα για τη μάνα μου και όταν έφυγα από τη Γερμανία, έκλαιγα για τη γιαγιά τη Γερμανίδα, γιατί ο Γιώργος την αγαπούσε πάρα πολύ. Και από δω όταν πήγαινε και μάθαινε στη μουσική, στο «Τσακάλωφ» των Ιωαννίνων, πήγε έξι χρόνια εκεί. Ακορντεόν, αρμόνιο, όλα αυτά, την έπαιρνε τηλέφωνο -γιατί 3 μήνες μετά πέθανε, που φύγαμε εμείς- για να ακούσει πώς παίζει μουσική από εδώ, να ακούσει η Όμμα, την λέγαν την γιαγιά. Αυτή ήταν η ζωή μας στη Γερμανία. Και εδώ που γυρίσαμε. Όταν φύγαμε από κει λυπόμασταν για τη γιαγιά, όταν φύγαμε από δω λυπόμασταν για τους ανθρώπους μας, την μανούλα μου, τον αδελφό μου και όλους τους χωριανούς και τους συγγενείς. Μια ζωή, μέχρι 21 χρονών εδώ, σχολείο, σχολή και αυτό. Έγινε ο γάμος, πήγα στη Γερμανία και από τότε, ξαναγύρισα το ’85 και συνέχισα εδώ στον Γεροπλάτανο την ζωή. Μια ζωή με στεναχώρια με την υγεία, αλλά το παλέψαμε και νιώθαμε και ωραία που μπορούσαμε να προσφέρουμε ό,τι μπορέσαμε και προσφέραμε στους χωριανούς εδώ και στους δικούς μας όλους. Νιώθουμε και περήφανοι για τον χαρακτήρα που είχε ο Τάκης, που μπορούσε ας πούμε, και ενώ είχε προβλήματα υγείας, το πάλευε και το παλέψαμε μαζί. Και τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα, η μάνα μου, μπροστά στα μάτια μου πέθανε, και ο Τάκης. Κ[00:50:00]αι ήμουνα μόνη μου και στην μάνα μου, ώσπου να ‘ρθει ο Λάμπρος, μου φύγε. Να την πάμε στο νοσοκομείο, οξεία ανεπάρκεια νεφρών. Ήταν 93 χρονών, σε μια μέρα έφυγε, σε ώρες δηλαδή. Έπειτα, ο Τάκης ένα-ενάμιση μήνα, κάθισα μαζί του εκεί στο νοσοκομείο. Δύσκολες μέρες και πολύ αυτές είναι… Το πιο οδυνηρό, είναι αυτό στην ζωή μου. Που πάλευα να τον κρατήσω στη ζωή και δεν μπόρεσα.
Αν θα έδινες μια συμβουλή, για να κλείσουμε, να μην σε κουράζω άλλο…
Όχι, δεν με κουράζεις.
Αν θα έδινες μια συμβουλή σε εμάς τα νέα παιδιά, ποια θα ήταν;
Θα ήθελα να χαίρεστε τη ζωή! Γιατί είναι τόσο εφήμερη. Γιατί σε αυτήν τη ζωή είμαστε ταξιδιώτες. Και το ταξίδι είναι να ταξιδεύεις και κάπου θα φτάσεις. Ένα ωραίο ταξίδι είναι η ζωή και να προσπαθήσετε να το ζήσετε όσο μπορείτε πιο ωραία, γιατί όσο αγχωνόμαστε, πιο χειρότερο είναι. Γιατί περάσαμε μεγάλο άγχος και αυτό παίζει πολύ ρόλο και στην ψυχολογία και στην υγεία. Να χαίρεστε αυτήν τη ζωή που την χάρισε ο Θεός και η μάνα σας και ο πατέρας σας, να την χαίρεστε! Υπάρχει πιο πολυτιμότερο από την ζωή; Όταν ξέρεις να την ζήσεις ωραία, να νιώθεις ότι είσαι μέσα σου πολύ γεμάτος, αυτό είναι το πιο ωραίο. Ξέρω ότι είσαι φτιαγμένος με φίλους, με παρέες και το χαίρομαι, πραγματικά, Γιάννη μου. Μου αρέσει αυτός ο χαρακτήρας που έχεις, επικοινωνιακός και ωραίος, ανθρώπινος πολύ, μπράβο σου!
Σε ευχαριστώ πολύ!
Καθόλου, εγώ σε ευχαριστώ, γιατί μπόρεσα και άνοιξα την ψυχούλα μου!
Τιμή μου!
Ψυχούλα μου εσύ!
Summary
Η 80χρονη Ειρήνη Σίββα απο το Γεροπλάτανο Ιωαννίνων μας αφηγείται τη ζωή της, από τα παιδικά της χρόνια με το χαμό του πατέρα της στον Εμφύλιο και την εξορία της μητέρας της στη Γαύδο λόγω των αριστερών πολιτικών τους φρονημάτων μέχρι την ενηλικίωσή της, το γάμο της και τη μετανάστευση στην Γερμανία. Ακόμη, μας αφηγείται τις δύσκολες στιγμές όταν ο αδερφός της εξορίστηκε στην Λέρο από τη Χούντα των συνταγματαρχών και μετά, την παλιννόστηση στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του '80. Μια ζωή γεμάτη πόνο που ακολουθεί την πορεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μια ζωή όμως που η Αφηγήτριά μας μετουσίωσε σε μια διαρκή αναζήτηση του φωτός της ζωής μέσα από την ανιδιοτελή προσφορά και την αγάπη.
Narrators
Ειρήνη Σίββα
Field Reporters
Ιωάννης Δάφλος
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
03/06/2022
Duration
52'
Summary
Η 80χρονη Ειρήνη Σίββα απο το Γεροπλάτανο Ιωαννίνων μας αφηγείται τη ζωή της, από τα παιδικά της χρόνια με το χαμό του πατέρα της στον Εμφύλιο και την εξορία της μητέρας της στη Γαύδο λόγω των αριστερών πολιτικών τους φρονημάτων μέχρι την ενηλικίωσή της, το γάμο της και τη μετανάστευση στην Γερμανία. Ακόμη, μας αφηγείται τις δύσκολες στιγμές όταν ο αδερφός της εξορίστηκε στην Λέρο από τη Χούντα των συνταγματαρχών και μετά, την παλιννόστηση στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του '80. Μια ζωή γεμάτη πόνο που ακολουθεί την πορεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μια ζωή όμως που η Αφηγήτριά μας μετουσίωσε σε μια διαρκή αναζήτηση του φωτός της ζωής μέσα από την ανιδιοτελή προσφορά και την αγάπη.
Narrators
Ειρήνη Σίββα
Field Reporters
Ιωάννης Δάφλος
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
03/06/2022
Duration
52'