© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Ραντεβού στη Δυτική Όχθη με την Λίγκα των 5» - Η ιστορία του μαγαζιού που άλλαξε την μουσική σκηνή του Ιλίου
Istorima Code
22302
Story URL
Speaker
Διονύσης Βουρλούμης (Δ.Β.)
Interview Date
05/06/2022
Researcher
Βιργινία Βουρλούμη (Β.Β.)
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
[00:00:00]
Καλησπέρα, λέγομαι Βουρλούμης Διονύσης.
Εγώ είμαι η Βουρλούμη Βιργινία, έχουμε 6 Ιουνίου και είμαστε εδώ για το Istorima, βρισκόμαστε στο Ίλιον και ξεκινάμε... Θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για τη ζωή σας;
Είμαι 59 χρονών και έχω έρθει στο Ίλιον, ως παιδί αρχές δεκαετίας του ‘70,’71,’72, στην Τετάρτη δημοτικού. Γεννήθηκα στην Κυψέλη και έζησα τα πρώτα χρόνια μου στην Κυψέλη. Ερχόμενος εδώ σαν παιδί βέβαια, γνωρίστηκα με τα παιδιά της γειτονιάς, ήταν μια περιοχή αρκετά φτωχή. Η γειτονιά ήταν περισσότερο ανθρώπινη εκείνη την εποχή. Με την έννοια ότι γνώριζες τον διπλανό σου, μίλαγες καθημερινά με τον διπλανό σου, τον γείτονα σου, ουσιαστικά. Μοιραζόσασταν ό,τι μπορούσατε να μοιραστείτε από άποψη αγαθών και μοιραζόμασταν και τα παιχνίδια με τα συνομήλικα και τα μεγαλύτερα ή μικρότερα παιδιά της γειτονιάς. Πολύ ωραία χρόνια τα παιδικά, ανθρώπινα θα τα έλεγα τώρα μετά από τόσα χρόνια που έχω δει και πολλά άλλα πράγματα, πολλές άλλες γειτονιές, πολλά άλλα παιδιά πώς μεγαλώνουνε. Παίζαμε στο χώμα με πολύ απλά πράγματα. Παιχνίδια που έχουν εκλείψει από τις τωρινές ηλικίες, εκτός από τα βασικά που είναι η μπάλα που παίζουν ακόμα τα παιδιά, όπως και εκείνα τα χρόνια, και στα ενδιάμεσα προφανώς, το ποδήλατο, που ήταν τότε πολύ σπάνιο βέβαια, υπήρχε ένα ποδήλατο στη γειτονιά ή δύο και παίρναμε σειρά τα παιδιά, για να κάνουμε ποδήλατο από κάποιο φίλο που θα μας το έδινε. Εντάξει υπήρχαν τότε και οι ζήλιες οι τσακωμοί και τα λοιπά, «Γιατί εσύ γιατί όχι εγώ» αυτά τα πράγματα. Πολύ ανθρώπινα, όμως, πράγματα, σαν παρέα ατελείωτες ώρες έξω στον δρόμο, αλλά με πολλή μεγάλη ασφάλεια από την άποψη ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα πολλά ή άλλα μηχανοκίνητα μέσα, για να κινδυνεύουμε, οπότε τα παιδιά παίζανε σε 2-3-4 δρόμους με πολύ μεγάλη ασφάλεια. Τελείωσα τις 3 τελευταίες τάξεις του δημοτικού εδώ, στο Ίλιον και μετά έδωσα εξετάσεις, για να πάω στο γυμνάσιο το οποίο ήταν και αυτό εδώ στο Ίλιον. Το ίδιο κάναμε και στην τρίτη γυμνασίου, για να πάμε στην πρώτη λυκείου δίναμε εξετάσεις τότε. Τα χρόνια της μέσης εκπαίδευσης ήταν πολύ διαφορετικά απ’ ότι ήταν το δημοτικό. Εκεί μεγαλώσαμε λιγάκι με την άποψη ότι έβλεπες αναγκαστικά και συγχρωτιζόσουν και με άλλα παιδιά τα οποία δεν είχες και καμία επαφή. Υπήρχε bullying από τότε, από το ‘77-’76 κοντά. Τα πρώτα φλερτ, τα πρώτα πάρτι εκείνης της εποχής. Φροντιστήριο αγγλικών με παιδιά από άλλα σχολεία, με πολύ καλούς καθηγητές με την άποψη ότι είχανε πέρα από την επάρκεια την παιδαγωγική, είχαν και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Πάρα πολλές εκδρομές που κάναμε εκείνη την εποχή με το φροντιστήριο των αγγλικών, καλλιτεχνικού περιεχομένου σε παιδικά θέατρα που ήταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο για εμάς εδώ στην περιοχή που δεν πηγαίναν άλλα παιδιά. Ακόμα και στην Επίδαυρο, στο θέατρο της Επιδαύρου. Εκδηλώσεις μέσα στο φροντιστήριο των αγγλικών θυμάμαι παιδί που είχε έρθει o Γιώργος Νταλάρας τότε, σε ένα χώρο σχεδόν 40 τετραγωνικά, σε ένα χώρο μικρό που ήτανε μία τάξη και ο χώρος υποδοχής των παιδιών στο φροντιστήριο αυτό, και μας έπαιξε με την κιθάρα του, μας μίλησε. Υπέροχες στιγμές για ένα παιδί εκείνης της εποχής χωρίς να ξέρουμε ποιος ήτανε ο Γιώργος Νταλάρας. Εμείς δεν είχαμε την δυνατότητα, αλλά ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και μία υπέροχη φωνή εξακολουθεί να είναι βέβαια. Με τους δασκάλους αυτούς, ουσιαστικά τον ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου διατηρήσαμε και μέχρι πολλά χρόνια μετά το σχολείο καλές σχέσεις, μιλάγαμε, βρισκόμασταν που και που λέγαμε για την ζωή μας. Τα παιδιά μου πήγανε στο ίδιο φροντιστήριο.
Τέλεια, θέλετε να μας πείτε για την ζωή σας έπειτα από αυτά τα χρόνια τα παιδικά και τα εφηβικά; Πώς επηρέασε η ζωή σας στο Ίλιον το επαγγελματικό σας μέλλον, έρχοντας τώρα στην ενηλικίωση;
Ναι, στο λύκειο όπου αναγκαστικά τελειώνοντας, μπαίνεις σε μια διαδικασία να δεις τι θα κάνεις μετά το λύκειο. Είχα μια τάση προς το ταξίδι γενικώς. Ήθελα να γίνω πιλότος. Έψαξα τους τρόπους, για να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Ανακάλυψα ότι ήταν εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο η σχολή Ικάρων, μια σχολή πάρα πολύ δύσκολη που εγώ δεν είχα τις τεχνικές δυνατότητες να φτάσω ποτέ εκεί. Δεν ήμουν άριστος στα μαθηματικά, δεν ήμουν άριστος σε άλλα μαθήματα τα οποία ήταν απαραίτητα για τη σχολή αυτή και εκτός τούτου, έπρεπε να ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα, στρατιωτικό πλέον για κάποια χρόνια της ζωής σου κάτι το οποίο εμένα δεν με ενδιέφερε, γιατί δεν με ενδιέφερε και το κλίμα της στρατιωτικής ζωής. Οπότε, έψαξα διάφορες εναλλακτικές λύσεις, υπήρχανε ιδιωτικές εταιρείες στο εξωτερικό που δίνανε διπλώματα πιλότων ιδιωτικών αεροσκαφών, αλλά και πάλι θα έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια τριβής, ωρών πτήσης ουσιαστικά, για να μπορέσεις να γίνεις πιλότος ενός εμπορικού αεροσκάφους, δηλαδή να κουβαλάς κόσμο ή εμπορεύματα, τέλος πάντων. Περαιτέρω, επειδή υπήρχαν και κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες, έπρεπε να δεις κι αν μπορούσες φυσιολογικά από την υγειά σου να γίνεις πιλότος ή να μπορείς να πετάξεις επαγγελματικά. Έπρεπε να υπάρχουν κάποιες εξετάσεις υγείας, οι οποίες έπρεπε να είναι άψογες. Κάποια τεστ ψυχομετρικά τα οποία έπρεπε να τηρούν κάποιους κανόνες. Οπότε, πέρα από το όνειρο υπήρχαν κάποια τεχνικά δεδομένα που έπρεπε να είναι πραγματικά, να μπορείς να τα έχεις τουλάχιστον αυτά. Έτσι, με πρωτοβουλία δική μου χωρίς να ξέρει κανένας τίποτα από τους δικούς μου, έκανα κάποια χαρτιά και έδωσα κάποιες εξετάσεις για την υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας, ώστε να μπορέσω να πιστοποιηθώ ότι μπορώ φυσιολογικά από άποψη υγείας να γίνω κάτι τέτοιο , να γίνω πιλότος. Σε αυτή τη διαδικασία, εξετάσεων ανακάλυψα ότι... Ανακάλυψα ότι, εφόσον με πληροφόρησε ο γιατρός ότι δεν θα μπορούσα να είμαι επαγγελματίας, θα μπορούσα να πετάω μόνο για προσωπική μου απόλαυση με μικρά πολύ μικρά αεροπλάνα, τα οποία είναι 4-5-7-8 θέσεων και δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω ένας επαγγελματίας εμπορικού ουσιαστικά αεροπλάνου. Άρα, αυτή ήταν η πρώτη πολύ μεγάλη απογοήτευση ή τέλος πάντων, ανάγκη αλλαγής σχεδίου. Μετά από αυτό, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γίνω φροντιστής, αεροσυνοδός δηλαδή. Εκείνη την εποχή ήταν η «Ολυμπιακή αεροπορία», πάρα [00:10:00]πολλά παιδιά, πάρα πολλοί έφηβοι πλέον θέλανε να ακολουθήσουν κάποιο τέτοιο επάγγελμα, το οποίο ήτανε πολυτελές, σου έδινε την δυνατότητα να γυρίσεις τον κόσμο με πολύ καλές απολαβές. Πολύ λίγες θέσεις, όμως, υποψήφιων αεροσυνοδών ή φροντιστών και πάρα πολλοί υποψήφιοι που θέλανε να καλύψουν αυτές τις θέσεις. Υπήρχε πέρα από τις τεχνικές διαδικασίες, δηλαδή εξετάσεις και κάποια μικρή συνέντευξη, ήταν τόσες, σχεδόν λιγότερο από το 10% των υποψηφίων έμπαινε εκείνη την εποχή. Άρα, υπήρχε και το γνωστό πρόβλημα του μέσου. Είχες κάποιον γνωστό, δεν χρειαζόταν να είχες και πολλές ιδιαίτερες γνώσεις, θα τις βρίσκαμε στην πορεία, εφόσον είχες κάποιον άνθρωπο, ο οποίος μπορούσε να σε βοηθήσει. Δυστυχώς, δεν τα καταφέραμε και εκεί. Στις πανελλήνιες εκείνης της εποχής, δεν τα καταφέραμε την πρώτη χρονιά, δεν ήμασταν, δεν ήμουν, δεν μπορώ να πω και για τα υπόλοιπα παιδιά, περισσότερο προσωπικό παρόλο που ξέρω ότι οι περισσότεροι δεν ξέρανε πολλά πράγματα για το τι να δηλώσουμε... Δεν καταφέραμε την πρώτη χρονιά να περάσουμε. Αποφάσισα να δώσω και δεύτερη χρονιά, χωρίς φροντιστήρια πλέον, γιατί μέχρι εκείνη την εποχή... Τα δύο τελευταία χρόνια του λυκείου πήγαινα φροντιστήριο, εφόσον δεν πέρασα την επόμενη χρονιά που ήθελα να ξαναδώσω αποφάσισα ότι θα διαβάσω μόνος μου και όντως δεν ξαναπήγα φροντιστήριο. Έκατσα και διάβαζα μόνος μου. Για ελάχιστα μόρια δεν τα καταφέραμε και αυτή τη φορά. Χωρίς να κάνουμε κάποιες ιδιαίτερες αλλαγές στις σχολές που είχαμε δηλώσει την πρώτη χρονιά με τις σχολές που δηλώσαμε την δεύτερη χρονιά. Άρα, το επόμενο στάδιο ήταν να απαλλαγούμε από το θέμα του στρατού. Έπρεπε σε ένα χρόνο μέσα, δύο το πολύ έπρεπε να πάω, γιατί τελείωνε και η αναβολή μου λόγω σπουδών. Εφόσον δεν πέρναγες πουθενά, κάποια στιγμή τελείωνε η αναβολή σου. Άρα, αποφάσισα να πάω φαντάρος, για να ησυχάσω και όταν τελειώσω να μπορώ να κάνω ό, τι πλέον θα ήθελα εκείνη την εποχή που θα τελείωνα.
Θέλω να σας ρωτήσω τι σας τράβηξε στην θέση του πιλότου. Τι σας οδήγησε στο να προσπαθήσετε τόσο πολύ για αυτή την επιλογή;
Δεν μπορώ να το ξέρω ακριβώς τώρα πώς προέκυψε αυτό. Είχα ένα θείο μου ο οποίος δούλευε στην Ολυμπιακή αεροπορία και με είχε πάρει μαζί του κάποιες φορές και είχα δει το αεροδρόμιο, είχα ενθουσιαστεί από τα αεροπλάνα, παιδάκι εγώ τώρα. Μου άρεσε, μου είχε πει πώς ζουν και πώς περνάνε αυτοί οι άνθρωποι που ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, ουσιαστικά με εξίταρε το ότι θα μπορούσες να δεις, όπως είπα και νωρίτερα, όλον τον κόσμο. Κάτι που το ήθελα πάρα πολύ από την άποψη ότι πάντα με ενδιέφερε να δω τι ήτανε πέρα από την Αθήνα, πέρα από την Ελλάδα διαβάζοντας πολλά βιβλία μικρότερος ταξίδευα με το μυαλό μου. Εκτός του ότι ήτανε και μια πάρα πολύ καλή δουλειά, η οποία είχε πολύ καλές χρηματικές απολαβές. Έμενες στα καλύτερα ξενοδοχεία της κάθε υποτίθεται πόλης, όπου πήγαινες. Μπορούσες να ψωνίσεις ό, τι πιθανόν ήθελες που δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Ήταν ένα πλαίσιο ζωής, το οποίο ήταν πάρα πολύ όμορφο. Και με ενδιέφερε να το κυνηγήσω, όσο μπορούσα πιο πολύ.
Μάλιστα, τις εξετάσεις τις θυμάστε να μας περιγράψετε λίγο την διαδικασία που είπατε ότι δώσατε για φροντιστής και αεροσυνοδός.
Οι εξετάσεις ήτανε σε κάποιο γήπεδο, δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Δεν μπορώ να θυμηθώ πού ήτανε, ήταν σε κάποιο γήπεδο, γιατί ήτανε πάρα πολλά παιδιά. Ο ένας ήταν δίπλα στον άλλο. Δηλαδή καθόσουνα στις κερκίδες και έδινες εξετάσεις. Αντέγραφε όποιος ήθελε. Δεν υπήρχε τώρα σε ένα γήπεδο πώς να ελέγξεις, πόσους ανθρώπους. Πρέπει να ήμασταν και 2-3-4-5 χιλιάδες. Το νούμερο ήταν πολύ μεγάλο σαφώς. Εγώ δεν είχα και την δυνατότητα ούτε και ήθελα και να αντιγράψω, γιατί ήμουνα και ένας άνθρωπος που πίστευα ότι πας μπροστά με αυτά που έχεις πάνω σου. Αν δεν μπορείς να τα έχεις αυτά, δεν αξίζεις να πας εκεί. Κάτι που προφανώς το είδα μπροστά μου. Δεν υπήρχε τέτοιο θέμα, όλοι γράφανε από τον διπλανό τους. Δεν σημαίνει ότι ο διπλανός ήτανε καλύτερος, μπορεί να κάνανε και λάθη, δηλαδή και ο διπλανός που αντέγραφε ο άλλος μπορεί να είχε γράψει λάθος και να γράφανε και οι δύο λάθος. Γι’ αυτό είπα και νωρίτερα ότι ήταν τόσος πολύς ο κόσμος για τόσες λίγες θέσεις, που ουσιαστικά πέρα από τους άριστους που και αυτοί πιθανόν να είχανε θέματα, αν δεν είχανε κάποιο μέσον για να τους βάλει στη λίστα, ώστε να μπορέσουν να γίνουνε αυτοί οι άνθρωποι φροντιστές ή αεροσυνοδοί αντίστοιχα.
Πολύ ωραία, οπότε τέλος οι δεύτερες πανελλήνιες, αποφασίζετε ότι θα πάτε στρατό-
Ναι.
Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Του στρατού; Άσχημη θα έλεγα. Ήμουνα πολύ δεμένος εδώ με τους φίλους μου, εκτός του ότι οι φίλοι μου από το σχολείο οι περισσότεροι περάσανε σε σχολές στην Αθήνα, άρα εγώ ήμουνα από τους πρώτους που υποτίθεται θα πήγαινε φαντάρος, που έφευγα από την παρέα δηλαδή. Έφευγα από την οικογένειά μου, πήγαινα σε κάποιο χώρο που ιδεολογικά δεν μου άρεσε ο στρατός και αυτό, οι διαταγές, η στρατοκρατία ήταν ένα αναγκαίο κακό. Και πήγαινα και σε ένα περιβάλλον που δεν είχα κανέναν, μα κανέναν γνωστό, ήταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο. Όχι μόνο εγώ, φαντάζομαι και για τους άλλους ανθρώπους που συνάντησα εκεί ήταν πάρα πολύ δύσκολή η επαφή σ’ ένα χώρο με τόσους πολλούς ανθρώπους, με τόσο διαφορετικές απόψεις και ιστορίες που κουβάλαγε ο καθένας. Ήτανε μια άσχημη εντύπωση. Ο πρώτος καιρός, τουλάχιστον, ήταν πάρα πολύ δύσκολος. Στην πορεία, ανακαλύπτεις κάποιους ανθρώπους με τους οποίοι πέρα από το, «Γεια, τι γίνεται» και τα λοιπά μπορείς να πεις και δύο κουβέντες και ανακαλύπτω ότι τις ιδέες τι οποίες είχα και τον τρόπο που προσπαθούσα να ζήσω τη ζωή μου όχι στον στρατό, γενικώς... Με τις ευαισθησίες, τις ανασφάλειες, δεν ξέρω τι, όλα αυτά τα πράγματα τα οποία διαμορφώνουν τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου στην αρχή της ενήλικης ζωής του, ανακάλυψα ότι υπήρχανε κι άλλοι άνθρωποι, λίγοι μεν, αλλά ανακάλυψα ότι όντως αυτό που έλεγα εγώ το έλεγε και κάποιος άλλος που δεν είχαμε ζήσει τα ίδια πράγματα. Δεν ήμασταν στο σχολείο, δεν είχαμε τα ίδια παιδικά χρόνια της γειτονιάς εννοώ εδώ και του γυμνασίου και του λυκείου που αρχίζεις και σκέφτεσαι κάπως διαφορετικά σαν έφηβος. Με κράτησε, με χαροποίησε και πέρασα το υπόλοιπο διάστημα του στρατού, όσο καιρό ήμουνα μαζί με αυτούς τους ανθρώπους, πολύ πιο ανθρώπινα δηλαδή το περάσαμε όλοι μας, γιατί κι αυτό που ένιωθα εγώ το ένιωθαν και αυτοί, ότι μπορούσαν να έχουνε συναδέλφους που μπορούνε να πούνε δυο κουβέντες πέρα από την καθημερινότητα την στρατιωτική. Με αρκετούς από αυτούς τους ανθρώπους διατήρησα σχέσεις και μετά τον στρατό και με 1-2 ακόμα και τώρα μετά από σχεδόν 40 χρόνια, 35 χρόνια.
Φεύγοντας από τον στρατό, γυρίζοντας πίσω στην παρέα σας, πώς αντιμετωπίσατε το κλίμα το οποίο ουσιαστικά είχατε αφήσει πίσω για αρκετούς μήνες; Πώς μπήκατε ξανά στους παλιούς ρυθμούς σας;
Λίγο δύσκολα στην αρχή, αλλά ήμασταν άνθρωποι που είχαμε ζήσει [00:20:00]καλά μαζί, ήμασταν αρκετά καλοί φίλοι είχαμε ζήσει κάποια πράγματα, οπότε βρεθήκαμε γρήγορα ξανά. Υπήρχανε κοινές απόψεις για πάρα πολλά πράγματα, κοινές ιδέες, όνειρα κάποια κοινά, οπότε αυτοί με τις σπουδές τους εγώ αναγκαστικά έπρεπε να δουλέψω πλέον. Βρεθήκαμε κάπου τα βράδια ή τα απογεύματα μετά τη δουλειά τη δική μου, μετά τις σπουδές τις δικές τους, αυτοί είχανε περισσότερο χρόνο, εγώ είχα λιγότερο. Οπότε, ουσιαστικά η επαφή μας ήταν η διασκέδαση η απογευματινή ή η βραδινή. Δεν σημαίνει ότι κάθε μέρα γλεντάγαμε, αλλά η διασκέδαση σημαίνει να κάτσεις με κάποιον φίλο, με κάποιο άνθρωπο να πεις 10 κουβέντες, το τι σε απασχολεί, τι τον απασχολεί, να μοιραστείς όνειρα, πράγματα, ιδέες. Όλο αυτό για μένα είναι διασκέδαση.
Σας αντιμετώπισαν με προκατάληψη για το ότι δεν είχατε, εσείς δεν περάσατε σε κάποιο πανεπιστήμιο;
Όχι, δεν αισθάνθηκα ποτέ κάτι τέτοιο. Ίσα ίσα που κάποιοι από αυτούς -πώς να πω- με συμμεριζόντουσαν τότε το ότι εγώ έχασα αυτή την ευκαιρία του να διαμορφώσω κάπως διαφορετικά τον χαρακτήρα μου και όχι αναγκαστικά μέσα από την επαφή, ουσιαστικά, με τη δουλειά πλέον. Δηλαδή, μπήκες αναγκαστικά στον χώρο εργασίας, είναι διαφορετικά τα γρανάζια που περνάς σε αυτή την ηλικία δουλεύοντας και διαφορετικά από το να είσαι σε μια σχολή που δεν είναι απαραίτητο, ίσως, να δουλεύεις, γιατί σπουδάζεις, οπότε δεν έχεις τον χρόνο να το κάνεις και πιθανόν να μπορείς να έχεις την βοήθεια την οικονομική της οικογένειας σου, ώστε ψάχνεις πράγματα που μπορούν να σε οδηγήσουν αλλού. Δηλαδή, φιλοσοφικά, εκπαιδευτικά, διαμορφώνουν αλλιώς τον χαρακτήρα, όταν έχεις την άνεση του να διαβάσεις, δεν σε κυνηγάει κάποιος να πληρώσεις κάτι. Να πληρώσεις με την έννοια το φαγητό σου, τα ρούχα σου, τη διασκέδαση σου, όλα αυτά τα πράγματα τα βρίσκεις κάπως έτοιμα, οπότε έχεις να ασχοληθείς με άλλα πράγματα, να αναπτύξεις τον εαυτό σου και τις δυνατότητες του. Δεν βρήκα κάτι το οποίο να μου δείχνει ότι ήμουν διαφορετικός από αυτούς. Εξακολουθούσαμε να είμαστε φίλοι, όπως ήμασταν και στο σχολείο, και διασκεδάζαμε και πάρα πολύ ωραία.
Η διασκέδασή σας περιοριζότανε στην περιοχή του Ιλίου ή όχι;
Όχι δεν είχαμε, πολύ λιγότερες επιλογές. Υπήρχανε στο Ίλιον, μπορώ να πω μαγαζιά εκείνης της εποχής;
Εννοείται.
Υπήρχε ένα μαγαζί, το οποίο ουσιαστικά ήτανε καφέ μπαρ, μπορούσες να πας δηλαδή το απόγευμα να πιείς έναν καφέ και εν συνεχεία ή πιο αργά να πιείς ένα ποτό και να κάτσεις μέχρι αργά, το οποίο ήτανε στην Πλατεία Δασκάλας. Η πλατεία Δασκάλας είναι ανάμεσα στην πλατεία Ιλίου και στην πλατεία Αγίου Φανουρίου. Το λεγόμενο «Επίπεδο», λεγόταν το μαγαζί. Το είχε ένας πολύ καλός φίλος -αρκετά μεγαλύτερος από εμένα- τον οποίο τον είχαμε γνωρίσει και σαν, επειδή ήτανε και γείτονας επειδή ήτανε κι αυτός από το Ίλιον, αλλά και είχαμε και κάποιους κοινούς γνωστούς, εγώ τουλάχιστον είχα κάποιους κοινούς γνωστούς μαζί του. Παιδιά τα οποία ήτανε μεγαλύτερα από εμένα, οι οποίοι είχαν αναλάβει τότε την «Κινηματογραφική Λέσχη του Ιλίου», άνθρωποι κοντά στο ιδεολογικό μας εύρος με ανοιχτό μυαλό και κοντά στη δική μας διασκέδαση. Με τα ίδια μουσικά ακούσματα, τα ίδια καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ίσως το θέμα του κινηματογράφου, του θεάτρου. Οπότε, αυτό ήτανε το στέκι μας σε ένα βαθμό γι’ αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλο, πολύ όμορφο μαγαζί, άλλα έμπαινε στο εμπορικό μέρος της διασκέδασης, ήτανε ένα μαγαζί το οποίο υπήρχε στην πλατεία του Ιλίου και το είχαν δύο αδέρφια οι οποίοι ήτανε ποδοσφαιριστές του «Ολυμπιακού Λιοσίων». Οι αδερφοί Παπακώστα. Αυτό ήτανε ένα μαγαζί που είχε και για εκείνη την εποχή πέρα από το ποτό, είχε και φαγητό το βράδυ, κάτι που ήταν πολύ πρωτόγνωρο. Δεν έβρισκες σε μπαρ να φας πέρα από το ποτό σου ή να πιείς την μπύρα σου και τα λοιπά. Ήτανε πολύ πρωτοποριακό μαγαζί, έβρισκες να φας κάτι το βράδυ, ένα hamburger, ένα τοστ, μια μικροποικιλία ζεστή όμως. Όχι αυτά που βγάζανε τα καφενεία. Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή το όνομα του μαγαζιού. Πάρα πολλά χρόνια ήτανε εκεί αυτό το μαγαζί. Ήτανε με πιο δυνατή μουσική, πήγαινες ουσιαστικά εκεί για ένα διαφορετικό είδος πιο mainstream διασκέδασης με άλλα ακούσματα απ’ ό, τι είχε, άλλες μουσικές απ’ ό, τι είχε το «Επίπεδο». Και μετά ήτανε ένα μαγαζί στο Περιστέρι που πηγαίναμε τότε. Ενα πολύ ωραίο μπαρ που δεν υπάρχει πια, λεγόταν «Πλάζα» και ήτανε κοντά στην πλατεία του Περιστερίου, κοντά στην Ευαγγελίστρια. Και αυτό με καταπληκτικές μουσικές. Δεν υπήρχε, βέβαια, και τότε η σκέψη του να πιείς κάποιο ποτό μπόμπα οπουδήποτε. Ήτανε όλα τα ποτά καθαρά. Μετά προέκυψε η ανάγκη, γιατί προφανώς γίνανε και περισσότεροι οι άνθρωποι που πηγαίνανε στα μπαρ οπότε υπήρχε και προσδοκία κέρδους μεγάλη. Μετά υπήρχαν τα Εξάρχεια που πηγαίναμε τότε, ο Πειραιάς, η Γλυφάδα που είχαμε ο καθένας από ένα μηχανάκι, οπότε υπήρχαν 2-3 μηχανάκια στην παρέα, οπότε μπορούσε να μαζευτούν 6 άτομα εύκολα και να πάμε μια βόλτα μακρύτερα από την περιοχή μας. Βλέποντας καινούριους ανθρώπους, καινούρια μαγαζιά, καινούριους χώρους και φεύγαμε και από τη γειτονιά με την έννοια ότι ήτανε κάπως σταθερά τα πρόσωπα που έβλεπες εδώ. Από ένα σημείο και μετά, ήθελες να δεις και κάτι διαφορετικό. Και από άποψη χώρου, να ακούσεις κάτι διαφορετικό και από άποψη περιοχής. Λέγαμε κι εμείς τότε ότι πηγαίνουμε στη Γλυφάδα. Ήτανε κάτι πολύ σημαντικό για τα παιδιά που μένανε στο Ίλιον να πουν: «Πού πας;», «Πάω στη Γλυφάδα ή πάω στη Κηφισιά». Δεν πάω στη Νέα Φιλαδέλφεια που πηγαίνανε κάποια άλλα παιδιά ή πηγαίναμε στο Ίλιον ή καθόμασταν στον ‘Άγιο Φανούριο. Δείχναμε και μία ροή προς το διαφορετικό, κάτι πιο εναλλακτικό.
Θα σας γυρίσω στην πλατεία Δασκάλας και στο «Επίπεδο». Μπορείτε να μου περιγράψετε την πλατεία Δασκάλας τη χρονολογία ‘85;
Εκεί κοντά γύρω στο ‘84, ‘85,’ 86 ναι.
Σε σχέση και τότε και ίσως σε σχέση με τώρα. Πώς ήτανε τότε πώς είναι τώρα;
Σχεδόν το ίδιο είναι, ο χώρος δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Η πλατεία έχει διαμορφωθεί κάπως διαιρετικά πλέον. Υπήρχε το «Επίπεδο», δίπλα ακριβώς στο «Επίπεδο» υπήρχε ένα άλλο μπαρ, άλλης φιλοσοφίας. Ήτανε από αυτό που μπορούσες να συναντήσεις κοπέλες. Και να σου πουν, «Κέρασε με ένα ποτό» και τα λοιπά και τα λοιπά. Ήταν άλλης νοοτροπίας, πήγαιναν περισσότερο λαϊκοί τύποι. Ακούγανε άλλη μουσική και είχανε και άλλη αντιμετώπιση από τους θαμώνες. Δεν έβλεπες τίποτα μέσα. Ήτανε [00:30:00]κρυφά. Μαγαζιά τα οποία δεν είχανε πρόσβαση στο κοινό. Άνοιγες την πόρτα και βρισκόσουν σε έναν άλλον κόσμο, ενώ το «Επίπεδο» ήταν ένας άλλος χώρος ο οποίος και έβλεπες, γιατί είχε τζάμια και μπορούσες να κάτσεις και έξω από τον χώρο, μπροστά στην πλατεία. Η πλατεία είχε πολύ χώρο, για να κάτσεις και να απολαύσεις, όπως και σήμερα, απολαμβάνεις τον καφέ σου ή το ποτό σου σε μία πλατεία. Βλέποντας τον κόσμο που είναι γύρω σου και το ίδιο βλέπει και ο κόσμος εσένα: με ποιους είσαι με ποιον μιλάς και τα λοιπά. Υπήρχανε 2-3 καφενεία, υπήρχε μια πιτσαρία, η οποία υπάρχει ακόμα μετά από τόσα χρόνια. Μετά από 40 χρόνια σχεδόν. Είναι η ίδια πιτσαρία, οι ίδιοι άνθρωποι που την έχουν και σερβίρει τα ίδια πράγματα με κάποιες μικρές εναλλαγές. Παραλλαγές του μενού τους. Πίτσα στον φούρνο, μακαρόνια στον φούρνο που δεν υπάρχουν πλέον σε πολλά μαγαζιά στην Αθήνα. Δεν ξέρω μπορεί στην επαρχία να υπάρχουν, αλλά στην Αθήνα λίγα μαγαζιά βγάζουνε μακαρόνια στον φούρνο. Χώρος, η πλατεία ήταν λίγο καλύτερη από την πλατεία του Αγίου Φανουρίου από ποια άποψη; Στην πλατεία Αγίου Φανουρίου, εκείνη την εποχή, σύχναζαν πιο περιθωριακοί τύποι θα έλεγα. Δεν θέλαμε να είμαστε σε αυτό τον χώρο. Υπήρχαν τότε ελαφρά ναρκωτικά εύκολα στην πλατεία. Αλλά ήταν και πολύ κοντά το αστυνομικό τμήμα. Κάτι που δεν ήτανε και τόσο... όχι ότι θα είχαμε πρόβλημα. Απλά οι χώροι πλέον εκεί δεν ταίριαζαν με εμάς. Πολύ μεγαλύτεροι άνθρωποι με πολύ διαφορετικές νοοτροπίες, οπότε δεν είμαστε αυτής της διαδικασίας και της νοοτροπίας, οπότε δεν καθόμασταν ποτέ στην πλατεία Αγίου Φανουρίου.
Πολύ ωραία. Το «Επίπεδο», τι διαφορετικό είχε από τις άλλες επιλογές εκείνη την περίοδο που σας τράβαγε περισσότερο το ενδιαφέρον πέρα από τη μουσική που είπατε ότι ήταν διαφορετική και πώς διέφερε η μουσική από τα υπόλοιπα καταστήματα;
Ο χώρος, κατ’ αρχήν, ήτανε πολύ οικείος, δεν χρειαζότανε κάθε μέρα να μετακινείσαι να πας κάπου και να γυρίσεις έχοντας πιει 3-4-5 ποτά με μηχανάκι. Ήτανε κι ένας βαθμός επικινδυνότητας από ένα σημείο και μετά. Είχε προκύψει σε κάποια βόλτα που είχαμε πάει στην Αθήνα και γυρνώντας με τα μηχανάκια, αφού είχαμε πιει βέβαια αρκετά ποτά, ένας από τους φίλους σε στροφή επάνω να κοιμηθεί. Οδηγούσε και στην στροφή επάνω, έπεσε. Και τρομάξαμε όλοι τόσο πολύ που πήγαμε κοντά, ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα το σοβαρό, αλλά κοιμήθηκε πάνω στο μηχανάκι. Και γιατί ο άνθρωπος δούλευε, αλλά και γιατί γυρνάγαμε αργά, είχαμε πιει κάποια ποτά. Προφανώς, ήτανε θέμα ξεκούρασης. Κάποια στιγμή ο καθένας έχει δικά του όρια. Όλοι μας έχουμε τα όρια μας που είναι πολύ διαφορετικά. Οπότε, εφόσον ο χώρος ήταν οικείος, οι τιμές ήταν καλές για τα ποτά, τον θεωρούσαμε δικό μας χώρο, ουσιαστικά. Ήτανε σαν να ήτανε δικό μας το μαγαζί. Δεν είχαμε και την δυνατότητα κάθε μέρα να φεύγουμε, άρα ήταν από τις πρώτες επιλογές μας το να κάτσουμε εκεί και όχι κάπου αλλού. Η μουσική του ήτανε εκείνη την εποχή, ήτανε στα ακούσματα μας. Ροκ, αρχές του πανκ, κάποια τραγούδια, λίγα soul κομμάτια. Οπότε, ήταν μέσα στις μουσικές που μας άρεσαν. Επομένως, είχαμε έναν χώρο που μπορούσαμε να διασκεδάσουμε, δεν μας ενοχλούσε κανένας. Βλέπαμε και άλλους μεγαλύτερους ανθρώπους με τους οποίους αισθανόμασταν οικεία, όπως είπα και νωρίτερα. Ιδεολογικά, ήταν η εποχή τότε που ήταν πολύ έντονα τα ιδεολογικά θέματα στην Ελλάδα. Ήταν μόλις πριν λίγα χρόνια που είχε έρθει κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και όλος ο κόσμος ήτανε κάπως πολύ διαφορετικός.
Πολύ ωραία. Εσείς εκείνη την περίοδο εργαζόσασταν κάπου;
Ναι όταν απολύθηκα το ‘84, άνοιξη του ‘84 απολύθηκα από τον στρατό, εκείνο το διάστημα είχε οι γονείς μου, ο πατέρας μου και η μητέρα μου, είχαν ένα περίπτερο στο οποίο πήγα να τους βοηθήσω, γιατί εκεί ήταν και πολύ μακριά, ήτανε στο Πεδίο του Άρεως και δεν υπήρχαν συγκοινωνίες εύκολες. Η μητέρα μου κατέβαινε στον Άγιο Μελέτη και πήγαινε με τα πόδια στο Πεδίο του Άρεως, μια απόσταση σχεδόν 3 με 4 χιλιόμετρα. Προθυμοποιήθηκα να πάω να δουλέψω στη θέση της μητέρας μου και το απόγευμα να έρχεται ο πατέρας μου να με αντικαθιστά, ώστε να ξεκουραστεί και η μητέρα μου και εγώ να έχω ένα μικρό εισόδημα να μπορώ να κινούμαι. Από ένα σημείο και μετά βέβαια δεν με ενδιέφερε ιδιαιτέρα αυτή η ενασχόληση. Έχοντας μείνει ακόμα στο θέμα του ταξιδιού και τα λοιπά, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να δουλέψω σε κάποιο τουριστικό γραφείο, για να είμαι κοντά, έστω σε αυτό που είχα σαν όνειρο. Το ταξίδι ουσιαστικά. Άρα μετά από ένα χρόνο περίπου, εκεί γύρω στον Μάρτιο, Φεβρουάριο, δεν θυμάμαι, του ‘85, έπιασα δουλειά σε ένα τουριστικό γραφείο στην Πλάκα. Ως άνθρωπος για να κάνει εξωτερικές εργασίες ουσιαστικά, επαφή με τράπεζες, με αεροπορικές εταιρείες, αγοράζοντας εισιτήρια, ναυτιλιακές, πηγαίνοντας σε πελάτες αυτά τα ταξιδιωτικά έγραφα. Αυτή ήταν η αρχική μου, υποτίθεται, το αρχικό μου αντικείμενο πρόσληψης. Στην πορεία, είδαν ότι μπορούσα να κάνω κι άλλα πράγματα. Με εντάξανε στο γραφείο, επειδή ήξερα και αγγλικά, μου είπανε ότι θα μπορούσα να πηγαίνω να βλέπω τουρίστες που το γραφείο έφερνε κάθε καλοκαίρι, επειδή το γραφείο ήταν γραφείο εισερχόμενου τουρισμού. Θα μπορούσα να κάνω αυτές τις μεταφορές, να πηγαίνω να βλέπω μεμονωμένους πελάτες στο αεροδρόμιο ή στα κρουαζιερόπλοια που κάνανε κρουαζιέρες ή στο λιμάνι που πηγαινοερχόντουσαν στα νησιά τα δικά μας. Με πολύ καλυτέρα χρήματα από τα αρχικά τα οποία συμφωνήσαμε και να κάνω και κάποια δουλειά μέσα στο γραφείο μαθαίνοντας τη δουλειά του τουριστικού πράκτορα σιγά σιγά. Αυτή ήτανε η αρχική μου επαγγελματική ενήλικη ενασχόληση πλέον, η οποία την λάτρεψα, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ το να βλέπω καινούριους ανθρώπους να τους λέω για την Ελλάδα. Ήτανε ένα πολύ καινούριο πράγμα για μένα, πέρα από τα προηγούμενα τα τετριμμένα του περιπτέρου, ίσως εκείνης της εποχής. Οπότε εφόσον εγώ βρήκα δουλειά συγκεκριμένη, δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν και οι δικοί μου αυτή την οικογενειακή επιχείρηση και το αφήσανε το περίπτερο. Βοήθησα, όσο μπορούσα κι εγώ τον πατέρα μου γιατί εκείνη την περίοδο μετά από ένα χρόνο, δύο συνταξιοδοτήθηκε, επομένως είχε τον χρόνο να μπορούσε να δουλεύει μόνος του. Αλλά και πάλι δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του, γιατί πόσες ώρες να δουλέψει ένας άνθρωπος σε μία τέτοια δουλειά... Οπότε όποτε μπορούσα τον βοηθούσα, όταν είχα διαθέσιμο χρόνο πέρα από το γραφείο που έπρεπε να πάω στο αεροδρόμιο ή στο λιμάνι ώρες εκτός γραφείου. Το απόγευμα, ή πολύ νωρίς το πρωί ή πολύ [00:40:00]αργά το βράδυ, για να δω ανθρώπους οι οποίοι ερχόντουσαν στην Ελλάδα. Συνάντησα πάρα πολλούς ανθρώπους αυτά τα χρόνια από το ‘85 μέχρι το ‘89 περίπου το γραφείο αυτό έφερνε γύρω στις 10 με 15 χιλιάδες κόσμο τον χρόνο, το καλοκαίρι μπορεί και περισσότερους. Η κύρια αγορά του... Οι δύο κύριες αγορές του ήταν η νότιος Αφρική και η Αμερική. Λιγότερο άνθρωποι ερχόντουσαν από Καναδά ή Αυστραλία. Μιλάγανε Αγγλικά, είχαμε πολλά πράγματα να πούμε. Από ένα διάσημα ήμουν κι εγώ μέσα στο γραφείο. Ετοιμάζαμε τα τουριστικά έγγραφά τους, τους τα πήγαινα, τα εισιτήρια τους, προσπαθούσα να τους προωθήσω εναλλακτικές εκδρομές που δεν είχανε ήδη αγοράσει στα πακέτα που είχαν αγοράσει στο εξωτερικό. Και σ’ αυτό επάνω το κομμάτι προσπαθούσες να πουλήσεις κάτι διαφορετικό. Eίχε ένα επίπεδο ίντριγκας αυτό. Να πουλήσω, να κερδίσω και εγώ, να φανώ ότι μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω, κάτι που με ικανοποιούσε πάρα πολύ. Έβλεπα και πέρα πολλά ξενοδοχεία από πολυτελείας μέχρι γ’ κατηγορίας στην Αθήνα. Κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ. Έμπαινα σε χώρους που λίγοι τότε άνθρωποι μπορούσαν να δούνε της ηλικίας μου που δεν ήταν σχετικοί με την δουλειά εννοώ. Γνώρισα τουριστικούς πράκτορες πολλούς. Γνώρισα πολλές τουρίστριες, οι οποίες πέρα από τις διακοπές ήθελαν να δούνε και πώς διασκεδάζουν οι ντόπιοι. Κάποιες από αυτές τους δείξαμε κάποια πράγματα πώς είναι η Αθήνα το βράδυ και τα λοιπά, χωρίς τίποτα περαιτέρω. Υπήρχαν εκείνη την εποχή και λίγο πιο πριν, εγώ απλά τότε το συνειδητοποίησα δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν νωρίτερα. Υπήρχαν τα καμάκια που κυκλοφορούσαν στο Σύνταγμα, στην Πλάκα και προσπαθούσαν εύκολα, δηλαδή δεν προσπαθούσαν και ιδιαίτερα να γίνουν συνοδοί κάποιων τουριστριών. Ωραίες εποχές. Πολύ ενδιαφέρουσες.
Οπότε σας γέμιζε αυτό που κάνατε;
Πάρα πολύ.
Ήταν σαν να ολοκληρώθηκε το ανεκπλήρωτο...
Σε ένα βαθμό ναι, γιατί μπήκα σε κρουαζιερόπλοια, μπήκα σε αεροπλάνα, συνάντησα ανθρώπους... Μπήκα στην πίστα του αεροδρομίου που δεν μπορούσε να μπει κανένας στην πίστα του αεροδρομίου, έπρεπε να μπεις με ειδική άδεια από την υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας. Πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να μπουν τότε και όλα αυτά, για να δω ανθρώπους VIP πάρα πολλούς. Αυτό με ενθουσίασε, με έκανε να θέλω να δουλέψω όλο και περισσότερο πάνω σε αυτή τη δουλειά.
Θυμάστε-
Είδα και κάποια νησιά, τα οποία εκείνη την εποχή ήτανε -ακόμα και τώρα είναι δηλαδή- που αναγκάστηκα να πάω να δω, γιατί έπρεπε να δω κάποια ξενοδοχεία, έπρεπε να δω, να γνωρίσω κάποια πράγματα για να μπορώ να πω κιόλας. Πήγα στη Μύκονο, που ήταν τότε, όπως και τώρα είναι βέβαια, από τους πόλους έλξης πάρα πολλών τουριστών. Άσχετα αν εγώ αισθανόμουνα σαν μύγα μέσα στο γάλα, γιατί ήταν πολύ διαφορετικοί οι άνθρωποι που ασχολιόντουσαν με τον τουρισμό με εμένα. Ήταν πιο mainstream άνθρωποι. Εγώ ήμουν λίγο πιο κυκλοθυμικός, ήμουνα πιο μαζεμένος. Δεν ήμουν τόσο ανοιχτός χαρακτήρας. Οι άλλοι ήτανε οι συνάδελφοι ήτανε έξω καρδιά, εγώ ήμουνα λίγο πιο μαζεμένος, πιο προσεκτικός. Δεν ήμουν από τους ανθρώπους που έδειχναν πάρα πολύ την χαρά τους. Προσπαθούσα να είμαι κοντά τους, όμως, για να μην φαίνομαι πολύ περίεργος.
Θυμάστε κάποιο άτομο από τουρίστες που ήρθατε σε επαφή που σας έχει μείνει, σας έχει στιγματίσει η γνωριμία σας;
Η γνωριμία του ναι. Ουσιαστικά, δεν είχα την επαφή με τον άνθρωπο, απλά ήταν το είδος της ιδιότητάς του. Είχε έρθει, σε κάποια στιγμή, ο αντιπρόεδρος της ΙΒΜ της Αμερικής στην Ελλάδα με LearJet με την οικογένειά του... Όπου πήγαμε με 2 λιμουζίνες να τον υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο. Ήτανε και μία δύσκολη μέρα και εκείνη, γιατί είχα κάποιο πρόβλημα εγώ, είχε πιαστεί η πλάτη μου και δεν μπορούσα ουσιαστικά να κουνηθώ. Παρόλα αυτά, όμως, δεν είχα δυνατότητα να πω δεν πάω. Θα έπρεπε να πάει κάποιος. Ήτανε δική μου η δουλειά αυτή. Δεν θα μπορούσε να... Θα έπρεπε μετά να πάει ο ιδιοκτήτης του γραφείου. Κάτι που δεν ήθελα να το κάνω με τα χίλια ζόρια, πήγα στο τότε ανατολικό αεροδρόμιο, αρκετά νωρίτερα από την ώρα άφιξης του συγκεκριμένου ανθρώπου. Πήγα στο ιατρείο, είχα την ειδική άδεια να μπορώ να περάσω στους VIP χώρους, κάτι που δεν ήταν εύκολο. Ευτυχώς, όμως, είχαμε πάρει την άδεια, όπως είπα και νωρίτερα, για να μπορώ να μπω στην πίστα του αεροδρομίου με τις 2 λιμουζίνες. Ειδικές άδειες που δίνανε μόνο για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στο ιατρείο, μου κάνανε τότε μία ένεση μυοχαλαρωτική και μπόρεσα να κινηθώ, γιατί δεν μπορούσα κυριολεκτικά να κουνηθώ. Είχε πιαστεί η πλάτη μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Τέλος πάντων, αυτό σαν ανάμνηση, ήρθε ο άνθρωπος αργότερα, εξυπηρετήθηκε. Μιλήσαμε, τον βάλαμε στις λιμουζίνες, τον πήγαμε στο ξενοδοχείο του. Ήτανε μια πολύ ωραία, ίσως, από τις καλύτερες που θυμάμαι εντυπώσεις. Ακολούθησε κι άλλη πορεία... Μετά από αυτό το γραφείο, έφυγα κάποια στιγμή μετά από 4-5 χρόνια και πήγα σε ένα άλλο γραφείο. Πολύ μεγαλύτερο. Το «Travel Plan», το οποίο ήτανε ιδιοκτησία του κύριου Λαμπράκη, του Χρήστου Λαμπράκη, του ιδιοκτήτη των «Νέων», του «Βήματος», του «Οργανισμού Λαμπράκη» ουσιαστικά που έκανε και εισερχόμενο τουρισμό, έκανε και εξερχόμενο τουρισμό, πολύ μεγαλύτερο γραφείο με 30 υπαλλήλους, ενώ στο προηγούμενο γραφείο ήμασταν 4-5 το πολύ. Και είχε όλο τον χρόνο δουλειά. Δεν είχε μόνο το καλοκαίρι. Αναγκαστικά παρόλα τα χρόνια της προϋπηρεσίας μου, ξεκίνησα πάλι από το 0, διότι δεν υπήρχε θέση την περίοδο που εγώ βρήκα δουλειά εκεί. Βρήκα δουλειά πάλι ξεκινώντας, κάνοντας εξωτερικές εργασίες. Και στο τετράμηνο, ίσως, και λίγο λιγότερο καταλάβανε ότι μπορούσα να κάνω και άλλα πράγματα και με πήρανε τότε να δουλέψω στο τμήμα εισερχόμενου τουρισμού και συνεδρίων. Εξακολουθούσα, όμως, να κάνω κάποιες δουλειές, να βλέπω ανθρώπους στο αεροδρόμιο και Έλληνες πλέον και ξένους. Έλληνες που πηγαίνανε στο εξωτερικό είτε μεμονωμένους είτε γκρουπ. Τους έβρισκα στο αεροδρόμιο, τους έδινα τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, όπως και είδα και αρκετούς Έλληνες πολύ γνωστούς εκείνη την εποχή. Εδώ στα γραφεία τους, στα σπίτια τους που τους πηγαίναμε τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα για διάφορες περιπτώσεις. Μια και το γραφείο ήταν πολυτελείας. Έβλεπε ανθρώπους πάρα πολύ γνωστούς, πολιτικούς, ανθρώπους τη τέχνης. Είχα γνωρίσει τότε και τον κύριο Λαμπράκη, μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα ανθρώπου. Είχα γνωρίσει πολύ γνωστούς δημοσιογράφους, τον κύριο Καραπαναγιώτη, τον κύριο Καψή, τον κύριο Ψυχάρη, τον κύριο Πρεντεντέρη. Ανθρώπους της όπερας, τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ, πολλούς, τον κύριο Φραγκούλη. Την μητέρα του κύριου Λαμπράκη προφανώς, την αδερφή του και διάφορους ανθρώπους πολιτικούς που δεν τους θυμάμαι πλέον. Τον κύριο Βαρβιτσιώτη, όχι τον τωρινό τον κύριο Βαρβιτσιώτη, τον μπαμπά του. Άλλους δημοσιογράφους, πολύ γνωστούς εκείνης της εποχής. Τον κύριο Κόκκαλη που ήταν ένας από τους πελάτες για πολλά χρόνια [00:50:00]της εταιρείας. Την σύζυγο του, την κυρία Ελένη Κόκκαλη. Τα παιδιά του που τότε ήταν πολύ πιο μικρά.
Θυμάστε ή μπορείτε να μας πείτε κάποια highlights από όλη σας αυτήν την πορεία στο τουρισμό;
Μπορώ να πω ότι ενηλικιώθηκα επαγγελματικά στον τουρισμό στο «Travel Plan» στον «Οργανισμό Λαμπράκη». Εκεί παρόλο που ξεκίνησα, σαν να έκανα μια δεύτερη αρχή στη συγκεκριμένη δουλειά από το μηδέν, έφτασα σε ένα επίπεδο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να μπορώ να γίνω μετά από 2 χρονιά 3 χρόνια υπεύθυνος τμήματος. Στο μεσοδιάστημα, υπήρξαν πολύ ενδιαφέρουσες επαγγελματικές στιγμές τις οποίες τις θυμάμαι με μεγάλη υπερηφάνεια. Είχαμε κάνει τότε... Δεν θυμάμαι ποια χρόνιά ακριβώς. Είχαμε κάνει το παγκόσμιο συνέδριο εκδοτών εφημερίδων στην Αθήνα και ήμουνα υπεύθυνος των μετακινήσεων όλων των μετακινήσεων των συνέδρων στους διαφόρους χώρους και τον συντονισμό όλων αυτών των ενεργειών σε διάφορα εστιατόρια, στα ξενοδοχεία τους, σε χώρους που θα μιλούσαν. Πάρα πολλά ταξί, πάρα πολλά πούλμαν, πάρα πολλοί συνάδελφοι οι οποίοι κάνανε την ίδια περίπου δουλειά ως συνοδοί κάποιων ανθρώπων. Άλλες στιγμές ήταν, όταν άνοιξε το Μέγαρο Μουσικής και μετά από ένα διάστημα, με έστειλε ο τότε διευθυντής του γραφείου, ο κύριος Μπίθας, να φέρω από το Βερολίνο την φιλαρμονική ορχήστρα του Βερολίνου με μια ιδιωτική πτήση, που πήγα και έμεινα εκεί δύο μέρες, είδα και τον πρέσβη τον Έλληνα στο Βερολίνο, ώστε να μπορέσουμε να συντονίσουμε την όλη διαδικασία μεταφοράς των ανθρώπων αυτών μαζί με τα όργανα τους σε μία μισθωμένη πτήση μόνο γι’ αυτούς. Πολύ σημαντική στιγμή επαγγελματική και για την εμπιστοσύνη, αλλά και για το μέγεθος και το όνομα της ορχήστρας, η οποία είναι παγκοσμίου φήμης. Ένα ανάλογο περιστατικό έγινε μεταγενέστερα για την φιλαρμονική ορχήστρα της Δρέσδης που και αυτή ήρθε κάποια στιγμή μετά στο Μέγαρο Μουσικής που υπεύθυνος μεταφοράς της και συνοδός της ήμουνα εγώ. Κάποιο συνέδριο ιατρικό που είχε γίνει στην Κρήτη στο «Elounda Beach» και στο «Elounda Bay» με πάρα πολλούς σύνεδρους από όλο τον κόσμο. Στιγμές πραγματικά μεγάλης επαγγελματικής έντασης και εκ του αποτελέσματος... Επίσης, μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω και κάποια προσωπικά ταξίδια στο εξωτερικό, μέσα από το επάγγελμα αυτό για αναψυχή για γνωριμία. Μου δόθηκε η ευκαιρία να γίνω και ξεναγός, Έλληνας ξεναγός στο εξωτερικό, με την έννοια συνοδός υποτίθεται γκρουπ το οποίο δεν το συνέχισα περαιτέρω γιατί μου άρεσε περισσότερο η δουλειά στο γραφείο και το αυτό που μπορούσες να δημιουργήσεις στον τουρισμό, το προϊόν δηλαδή, να το διαμορφώσεις έτσι όπως πιθανόν, να ήθελα εγώ με κάποιες παραλλαγές σε συνεργασία πάντα με τους άλλους συνεργάτες, για να διαφοροποιηθούμε από την αγορά, ώστε να μπορέσουμε να τραβήξουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο.
Πολύ ωραία. Πώς νιώθετε για όλα αυτά που έχετε καταφέρει, πιο συγκεκριμένα στον κλάδο του τουρισμού, έτσι όπως σας έρχονται οι αναμνήσεις, τι συναίσθημα σας βγαίνει;
Επειδή η μετέπειτα πορεία μου, γιατί κάποια στιγμή σταμάτησα από το «Τravel Plan» για άλλους λόγους, μάλλον για προσωπικούς λόγους, δεν ήτανε... Ήτανε μάλλον μια λύση ανάγκης εκείνη την εποχή. Η μετέπειτα πορεία μου στον τουρισμό δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη, δηλαδή υπήρχε το «Travel Plan και μετά το «Travel Plan» ήταν θα έλεγα το χάος. Τα άλλα δύο μεγάλα γραφεία στα οποία πήγα όπως ήταν το «Heronia Travel» και το «Pyramis Travel» δεν είχανε καμία σχέση με το χώρο τον οποίον έμαθα να λειτουργώ, τους ανθρώπους και την προοπτική που σου έδινε η κάθε εταιρεία.
Ωραία. Μετέπειτα στην καριέρα σας, τι πορεία χαράξατε, εφόσον σταματήσατε να δουλεύετε στον τουρισμό;
Παράλληλα σε όλα αυτά τα χρόνια τα οποία δούλευα στον τουρισμό. Από το ‘85 περίπου και μετά έκανα και μια δεύτερη δουλεία, όχι μόνος μου, μαζί με φίλους είχαμε ένα συνεταιριστικό χώρο διασκέδασης. Τον πρώτο καιρό, ήτανε ένα καφέ μπαρ. Στην πορεία τον χρόνων, έγινε ένα μπαρ- συναυλιακός χώρος και εκεί κάποια στιγμή μέσα στα χρόνια σταμάτησε και αυτή η ενασχόληση. Από το ‘85 μέχρι το ‘95 χονδρικά γύρω στα δέκα χρόνια δούλευα παράλληλα.
Αυτό πώς προέκυψε;
Αυτό προέκυψε, νεανικά όνειρα, ενδιαφέροντα. Ήμασταν άνθρωποι πολύ δημιουργικοί, θέλαμε να φτιάξουμε κάτι. Σαν ιδέα έπεσε δεν το περιμέναμε ότι θα εξελισσόταν έτσι. Φτιάξαμε περισσότερο ένα χώρο, για να μπορούμε να μένουμε εμείς, γιατί κάποια στιγμή τελειώσανε τα μέρη στα οποία θα μπορούσαμε να πάμε να απολαμβάνουμε τις στιγμές και τον χρόνο εκτός δουλείας, γιατί πέρα από τη δική μου τη δουλειά που εγώ την λάτρευα την πρωινή, υπήρχαν και άλλοι φίλοι που έκαναν άλλες δουλείες οι οποίες δεν ήταν ανάλογες και ο βαθμός ικανοποίησης ήτανε πολύ μικρότερος. Άρα, παντρευτήκανε κάποια στιγμή αυτά τα πράγματα, οι ανάγκες του καθενός. Άλλος με υποχωρήσεις, λιγότερες ή περισσότερες, καταλήξαμε να φτιάξουμε έναν χώρο που ήτανε δικός μας ουσιαστικά που εκεί θα μπορούσαμε να διασκεδάζουμε, γιατί πέρα από τη δουλειά, θέλεις και ένα χρόνο να ξεχαστείς να διασκεδάσεις, να χορέψεις, να ακούσεις μουσική, να ξεφύγεις από την... Μπορεί να σ ‘αρέσει η δουλειά σου αλλά έχει κάποια δεδομένα που μέσα σε αυτά μπορείς να κινηθείς. Δεν μπορείς να ξεφύγεις ιδιαίτερα από κάποια standard τα οποία έχει κάθε χώρος εργασίας και κάθε αντικείμενο επαγγελματικό. Γι’ αυτό και όλοι οι άνθρωποι όσο και να αγαπάνε την πρωινή τους τη δουλειά, κάποια στιγμή θέλουν να βγούνε το βράδυ να φάνε, να πιούνε, να πούνε ένα καλαμπούρι που δεν μπορείς να το πεις στον επαγγελματικό σου χώρο εύκολα, να χορέψεις. Γενικώς, να διασκεδάσεις να φύγεις από την πραγματικότητα.
Οπότε, ήτανε και ανάγκη για-
Ήτανε ανάγκη για προσωπική μας έκφραση ουσιαστικά. Και πραγμάτωση κάποιων ονείρων, να πω.
Σε ποια περιοχή ανοίξανε αυτά τα μαγαζιά; Ήτανε μία; Ήτανε διαφορετικές;
Ξεκινήσαμε ένα μαγαζί μικρό, περίπου 45 τετραγωνικά, 50, χονδρικά, το οποίο είχε και εξωτερικό χώρο που μπορούσες να βάλεις καρέκλες, τραπεζάκια και τα λοιπά. Ήτανε χώρος ενός από τους φίλους και συνεταίρους, ο οποίος δεν είχε [01:00:00]διαμορφωθεί. Εμείς τον διαμορφώσαμε, με προσωπική εργασία πολύ προσωπική εργασία και με ότι χρήματα είχαμε ο καθένας από τις δουλειές που είχε κάνει. Ήμασταν 5. Είναι σημαντικό αυτό να το πούμε, γιατί είναι πολύ δύσκολο και τώρα, αλλά και τότε να βρεις 5 ανθρώπους να συμφωνήσουν να κάνουν κάτι κοινό. Η σκέψη ήταν βάζουμε ό, τι χρήματα έχουμε για κοινό σκοπό. Δουλεύουμε όλοι, ανάλογα πόσοι χρειάζονται καθημερινά στον χώρο, 2 άτομα 3 άτομα, με τις σχετικές εναλλαγές ξεκούρασης και εργασίας και των υπόλοιπων. Φτάνουμε στο επίπεδο που να μπορούμε να καλύψουμε τα καθημερινά μας έξοδα. Δεν σταματάμε τις δουλειές μας τις πρωινές, όσοι έχουνε. Και εφόσον μένει κάτι, στο τέλος του μήνα ή στο τέλος ενός χρονικού διαστήματος μετά από 3-4-5-6- μήνες, λέμε: «Πόσα χρήματα έβαλες εσύ;». «Έβαλα 10». «Πάρε τα δέκα». «Εσύ πόσα έβαλες». «Έβαλα 5». «Πάρε τα 5». «Εσύ πόσα έβαλες», «Έβαλα 15», «Πάρε αυτά». Δηλαδή, σε ένα χρονικό διάστημα μοιράστηκαν τα χρήματα τα οποία δώσαμε όλοι. Άρα, πήραμε πίσω ο καθένας το μερίδιο του. Και μετά, λέγαμε τι θα μοιράσουμε από την άποψη του κέρδους. Ο χώρος αυτός ήτανε πολύ κοντά στα σπίτια μας. Ήτανε στο Ίλιον. Πολύ κοντά στην πλατεία Δασκάλας όπου ήτανε το μαγαζί που εμείς θεωρούσαμε στέκι, το «Επίπεδο». Αλλά ήτανε πλέον δικός μας. Διαμορφώσαμε τον χώρο με τα δικά μας τα δεδομένα. Το βάψαμε μόνοι μας. Όλες σχεδόν τις δουλειές εκτός από τις πολύ τεχνικές που πιθανόν είναι ενός ηλεκτρολόγου, ενός ανθρώπου που βάζει πλακάκια, ενός ψυκτικού. Όλα τα υπόλοιπα, ενός υδραυλικού που έφτιαξε τις παροχές και όλα αυτά, όλα τα υπόλοιπα τα κάναμε μόνοι μας. Διαλέξαμε τα έπιπλα, διαλέξαμε την διακόσμηση του μαγαζιού που ήτανε κομμάτι των δικών μας απόψεων και το σημαντικότερο απ’ όλα, ήταν η μουσική που θα παίζαμε. Τα ποτά μας σαφώς που ήταν όλων των ειδών ποτά. Καθαρά, χωρίς... Γιατί τότε είχαν αρχίσει και κυκλοφορούσαν τα β' διαλογής. Αυτά τα οποία ήταν νοθευμένα, εμείς αγοράζαμε πάντα από σούπερ μάρκετ που ήταν σχεδόν απίθανο να βρεις ποτά νοθευμένα. Και εμείς οι 5, λοιπόν, ο καθένας είχε τους ανθρώπους του, άλλος λιγότερους άλλος περισσότερους γνωστούς, φίλους, συγγενείς, και με αυτή τη μαγιά ανθρώπων-πελατών ουσιαστικά ξεκινήσαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά περισσότερο για το κέφι μας και όχι κερδοσκοπικό λόγο. Να βγάλουμε χρήματα, να γίνουμε κάποιοι. Το κάναμε περισσότερο για την διασκέδαση μας και για να δείξουμε στον κόσμο ότι υπήρχε ένας εναλλακτικός χώρος που μπορούσανε να ακούσουνε καλή μουσική, να πιούνε καθαρά ποτά, να μπορούν να μιλήσουν στα μπαρ ή σε ένα καφέ παρέα. Τα πρωινά τα Σάββατα ή τις Κυριακές ανοίγαμε, φέρναμε περιοδικά που ήταν κοινόχρηστα, εφημερίδες που ήταν κοινόχρηστες, μπορούσε και ο άλλος βέβαια να φέρει και τη δική του προφανώς, αλλά θέλω να πω ό, τι μπορούσαμε να κάνουμε στο θέμα της προσφοράς και να δώσουμε μια διαφορετική πινελιά στον χώρο αυτό, το κάναμε. Πολύ ωραίους πίνακες, υπέροχα φωτιστικά. Πολύ ωραία μουσική και κατά καιρούς πολύ ωραία πάρτι. Τα πάρτι μας είχανε γίνει πάρα πολύ γνωστά. Μετά από λίγο καιρό, βέβαια, ερχόντουσαν από πάρα πολλά μέρη της Αθήνας. Άσχετα αν ήταν ο χώρος μικρός, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον πάρα πολλές φορές. Ειδικά, τα Σάββατα ή τις Παρασκευές ήταν πάρα πολύς ο κόσμος. Δηλαδή, χωράγαμε 100 άτομα ο ένας πάνω στον άλλο σαν σαρδέλες. Η μουσική που παίζαμε ήτανε και ελληνικά και ξένα τραγούδια. Τα ελληνικά ήταν έντεχνο λαϊκό τραγούδι, μπαλάντες, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος. Πάρα πολλά άλλα τραγούδια μετά της μετέπειτα εποχής τραγουδούσαν Νταλάρας, Αλεξίου. Το ένα έπαιρνε μέσα στο άλλο. Τη μία στιγμή μπορούσες να ακούσεις ένα τραγούδι της Αλεξίου και την επόμενη στιγμή να ακούσεις «Rolling Stones», Bob Dylan, «Talking Heads». Δεν υπήρχε κάτι που δεν μπορούσαμε να παίξουμε. Εκτός από σκυλάδικα. Ήτανε μουσική που δεν θα άκουγες σε καμία περίπτωση σε αυτό το χώρο. Κάναμε θεματικά πάρτι, αποκριές, γενέθλια φίλων, γενέθλια πελατών. Πολύ ωραία στιγμή. Πολύ ωραίες στιγμές, συγνώμη. Κάποια στιγμή κάποιος πελάτης, ο οποίος έπαιζε κιθάρα, μας ρώτησε αν θα μπορούσε κάποια στιγμή να δώσει ένα είδος συναυλίας στον χώρο τον δικό μας. Να παίξει κιθάρα και να τραγουδήσει ουσιαστικά. Και βέβαια, του είπαμε ναι. Κανονίσαμε πότε ήθελε, έγινε ανάρπαστη η βραδιά. Φτιάξαμε αυτοσχέδιες αφίσες, τις οποίες δεν χρειάστηκε να κάνουμε ιδιαίτερη αφισοκόλληση. Μόνο που βάλαμε 4-5 εκεί στο μαγαζί το είδανε όλοι, οπότε ήρθε για ένα βράδυ και έκανε ο άνθρωπος 2 συνεχόμενα και άλλα 2 την επόμενη βδομάδα και άλλα 2 την μεθεπόμενη εβδομάδα. Ήταν κάτι που έλειπε από την περιοχή την δική μας. Εδώ από το Ίλιον. Μπορεί να γινόντουσαν, ίσως, στο κέντρο της Αθήνας σε κάποιες... Ένα είδος μπουάτ ήτανε ας πούμε ο χώρος αυτός. Με παρέες που ερχόντουσαν όλοι, επειδή ήμασταν κι εμείς ιδιαίτερα φιλικοί. Δεν είχαμε προβλήματα με τον κόσμο. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε καυγάδες -ξέρετε- μικροπαρεξηγήσεις με μεθυσμένους και τα λοιπά. Προσπαθούσαμε πάντα με ωραίο τρόπο, όταν βλέπαμε κάποιον, ο όποιος έπινε πάρα πολύ, να τον σταματάμε με κάποιο τρόπο. Άνθρωποι οι οποίοι ερχόντουσαν και δεν ήτανε του χώρου και ερχόντουσαν να δούνε τι περίεργο έχει αυτό το μαγαζί και μαζεύει τόσο κόσμο. Ξέχασα να σας πω το σημαντικότερο, το μαγαζί λεγότανε «Λίγκα».
Ήτανε από τις επόμενες ερωτήσεις μου.
Που σήμαινε για εμάς ένωση. Λίγκα ήταν μία ένωση. Εμείς ήμασταν 5 φίλοι που συνεταιριστήκαμε, βρεθήκαμε μαζί, για να κάνουμε κάτι κοινό. Ήταν, λοιπόν, πολύ γνωστό το μαγαζί στα Λιόσια σίγουρα, στα Νέα Λιόσια. Είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό και σε κάποιες άλλες περιοχές εδώ γύρω. Κάποια στιγμή είχε έρθει ο Νάσος ο Ηλιόπουλος, ο οποίος Νάσος Ηλιόπουλος ήτανε τότε ένας από τους διοργανωτές, μπορεί η δουλειά του η πρωινή να ήτανε πολύ τυπική δουλειά να δούλευε σε κάποιο τράπεζα απ’ ό, τι θυμάμαι, είχε όμως επαφή με τον καλλιτεχνικό κόσμο. Γνώριζε πάρα πολλούς ανθρώπους καλλιτέχνες, τραγουδιστές, συγκροτήματα και τα λοιπά. Είχε έρθει είχε δει τον χώρο, είχαμε μιλήσει, του άρεσε αυτό που κάναμε. Αυτό έχει σημασία, γιατί [01:10:00]υπήρξε συνέχεια μετά από αυτό το εγχείρημα. Πλέον δεν μας έφτανε ο χώρος, θέλαμε να κάνουμε κάτι μεγαλύτερο από αυτό, από ένα σημείο και μετά. Κάποια στιγμή είχε έρθει και η Ελένη Δήμου ως πελάτης του μαγαζιού. Είχε έρθει η Μαρίνα, αν θυμάμαι καλά. Ερχόντουσαν αρκετοί άνθρωποι από ένα σημείο και μετά και από πολύ μακρινές περιοχές από το Ίλιον. Δεν ερχόντουσαν από το Περιστέρι. Άλλοι ερχόντουσαν από το Παγκράτι, άλλοι ερχόντουσαν από την Κηφισιά, από την Γλυφάδα, από περιοχές που λες τώρα πώς ήρθε τώρα αυτός. Κάπου άκουσε κάτι από κάποιο φίλο του, από κάποιο γνωστό του ότι υπάρχει ένα μαγαζί που περνάς πολύ ωραία. Αυτό που εμένα, πέρα από τα όμορφα που ζούσαμε εκείνη την εποχή, που με φόβιζε ήταν η επαφή με την άλλη πλευρά της νυχτερινής διασκέδασης, η οποία είναι η προστασία. Το οποίο εμείς δεν το είχαμε σκεφτεί ποτέ, γιατί δεν είχαμε και τέτοιο θέμα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν 2 άνθρωποι οι οποίοι παιδιά μας είπανε, «Αν αντιμετωπίσετε προβλήματα εδώ πέρα αυτό, να προσέχουμε μήπως συμβεί τίποτα στο μαγαζί, σας κάνουνε διάφορα πράγματα» και τα λοιπά, τους οποίους εμείς τους γνωρίζαμε φυσιογνωμικά μεν, αλλά δεν ξέραμε τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι . Με κάποιο τρόπο τους αποφύγαμε, δεν δόθηκε συνέχεια. Κάποιος άνθρωπος μεσολάβησε για εμάς ο οποίος δεν ήταν και άνθρωπος της νύχτας. Ήταν περισσότερο του νόμου και της τάξης, ο οποίος βρέθηκε να είναι γνωστός και τους απώθησε από το να ξαναέρθουν και να ζητήσουν να είναι αυτοί -υποτίθεται- οι προστάτες του μαγαζιού. Αυτό ήταν ένας φόβος που πάντα από τότε που εμφανίστηκε στο διάστημα που βλέπανε ότι γεμίζουμε. Ένας χώρος που γεμίζει και βγάζει χρήματα τη νύχτα είναι σίγουρα ένας πόλος έλξης για αυτούς τους ανθρώπους, για το εύκολο κέρδος, οπότε με κάποιο τρόπο το αποφύγαμε. Παρόλα αυτά έμεινε στο δικό μου τουλάχιστον το θυμικό ως άσχημη ανάμνηση και ως ένα ενδεχόμενο που δεν το είχα σκεφτεί και θα έπρεπε να ζήσω με αυτό και εγώ, αλλά και οι υπόλοιποι φίλοι και συνέταιροι. Αλλά ο καθένας το κάθε πράγμα το μετράει και το ζυγίζει μέσα του διαφορετικά. Άλλος φοβάται περισσότερο, άλλος φοβάται λιγότερο, άλλος δεν φοβάται καθόλου. Όχι το συγκεκριμένο, γενικώς. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μετά από 4 χρόνια χονδρικά. Που αυτό το μαγαζί πήγαινε πάρα πολύ καλά σκεφτήκαμε να το μεγαλώσουμε. Ο χώρος εκεί ήταν πεπερασμένος, δεν γινόταν να μεγαλώσει αυτός ο χώρος. Δεν μπορούσε να αλλάξει. Δίπλα ακριβώς, πάντα μιλώντας για τον Άγιο Φανούριο και το Ίλιον, υπήρχε ένα οικόπεδο άδειο, το οποίο ήταν ιδιοκτησία ενός από τους φίλους και τους συνέταιρους και σκεφτήκαμε να χτίσουμε ένα πολύ μεγαλύτερο μαγαζί και εκεί μέσα βλέποντας την απήχηση που είχανε και τα πάρτι τα δικά μας και οι συναυλίες -μέσα σε εισαγωγικά- αυτές που κάναμε, σκεφτήκαμε να τον κάνουμε ένα χώρο συναυλιακό ουσιαστικά, πέρα από την καθημερινότητα του και τον κόσμο που θα έρχεται να πιει το πότο του, να πιει τον καφέ του και τα λοιπά, να καλούμε καλλιτέχνες που δεν ήταν τοπικής εμβέλειας. Δεν ήταν κάποιος θαμώνας του μαγαζιού που ήθελε να παίξει μουσική, όχι ότι θα το αρνιόμασταν, αλλά θέλαμε να μεγαλώσουμε, να απλώσουμε τα φτερά μας και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε και με ανθρώπους επώνυμους σε ένα βαθμό. Έτσι, μετά από ένα χρονικό διάστημα, ξεκινήσαμε να κάνουμε όλη αυτή τη διαδικασία που πήρε χρόνο, γιατί έπρεπε να βγάλεις άδειες, να χτιστεί από την αρχή ένα πράγμα, να διαμορφωθεί μέσα αυτός ο χώρος. Μας πήρε χρόνο και χρήματα, πολύ περισσότερα, γιατί εδώ η διαδικασία ήταν πολύ διαφορετική. Δεν ήταν τζαμαρίες. Έπρεπε να μπουν τείχη, έπρεπε να μπει ηχομόνωση. Μπήκαμε σε μια άλλη διαδικασία. Πολύ πιο επαγγελματική. Το φτιάξαμε. Και καθίσαμε μετά να δούμε, δεν καθίσαμε, θέλω να πω στις κουβέντες που κάναμε μεταξύ μας, τι όνομα θα του δώσουμε. Και μέσα στις πολλές κουβέντες που είπαμε και τα διάφορα ονόματα, δεν θέλαμε να δώσουμε ξένο όνομα, παρόλο που πέσανε πολλά ονόματα στο τραπέζι. Αποφασίσαμε να το βγάλουμε «Δυτική Όχθη». Δεν θέλαμε να έχουμε επαφή με τους «Πυξ Λαξ». Πιθανόν, αυτό να έγινε μετά ή ταυτόχρονα δεν θυμάμαι, δεν μπορώ να θυμηθώ αν ο δίσκος είχε βγει πριν ή μετά. «Δυτική Όχθη» το βγάλαμε γιατί ήτανε σαφώς δυτικά και ήτανε και κοντά στο ποτάμι, στον Κηφισό... Αυτή ήτανε η δική μας η λογική για την ονοματοδοσία για το βάφτισμα του μαγαζιού αυτού. Αρκετά μεγαλύτερο, 120 τετραγωνικά περίπου σε δύο διαζώματα θα έλεγα, δηλαδή είχε ένα ισόγειο και είχε και ένα πατάρι, το οποίο έβλεπε και το πατάρι και το ισόγειο έβλεπε, έβλεπες τι ήτανε επάνω στο πατάρι δεν ήταν ένας χώρος κρυφός το πατάρι. Όπου στο πατάρι ήταν και ο DJ, εκεί ήτανε και ο χώρος που βάζαμε και μουσική. Φτιάξαμε ένα τεράστιο μπαρ, υπήρχε ημιυπόγειο που ήταν η κουζίνα μας, που είχαμε πλυντήριο. Είχαμε φτιάξει, είχαμε πάρει εξοπλισμό σοβαρής πλέον εταιρείας. Είχαμε δικό μας μηχάνημα για πάγους, δεν αγοράζαμε. Είχαμε χώρους αποθήκευσης και κάποια στιγμή, αφού ξεκινήσαμε να δουλεύουμε, σκεφτήκαμε ποιον θα φέρουμε πρώτο να τραγουδήσει. Αποφασίσαμε και διαλέξαμε τον Θανάση τον Γκαϊφύλλια να έρθει να μας κάνει τα εγκαίνια αυτού του χώρου που θέλαμε να τον κάνουμε και συναυλιακό -από τους γνωστούς εννοώ- γιατί μπορεί να είχανε έρθει κάποια συγκροτήματα εδώ τοπικά που παίξανε μουσική, ροκ ουσιαστικά και λίγο soul, αλλά κάποιο άνθρωπο ο οποίος είχε τραγουδήσει, είχε βγάλει δίσκους, ήτανε γνωστός -δεν ήτανε στην Αθήνα, βέβαια- έμενε στην Κομοτηνή, κάναμε τότε την επαφή, μας βοήθησε τότε και ο Νάσος ο Ηλιόπουλος προτείνοντας μας ίσως και αυτός κάποιους ανθρώπους. Μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκε με την ιδέα ο Θανάσης ο Γκαϊφύλλιας, γιατί στην Κομοτηνή πιθανόν να ήταν λιγάκι μακριά από τα δεδομένα τα μουσικά της Αθήνας. Του δώσαμε μία δυνατότητα να τον ξαναθυμηθούν κάποιοι άνθρωποι. Ήτανε πιο πολιτικός σαν τραγουδοποιός ο Θανάσης ο Γκαϊφύλλιας. Ήτανε μιας πιο παλιάς εποχής, της αρχής της δεκαετίας του '80 θα έλεγα, και του '70 που εμείς ακόμα ήμασταν έφηβοι. Ξέραμε κάποια τραγούδια του, τα γνωρίσαμε μετέπειτα τα άλλα τραγούδια του, εννοώ πλέον ως νέοι πριν τον καλέσουμε. Δέχτηκε με μεγάλη του χαρά. Το συνδύασε, βέβαια, και με κάποιους άλλους χώρους, γιατί δεν θα μπορούσε να έρθει στην Αθήνα για μία φορά. Μόνο για εμάς. Φοβότανε κιόλας ο ίδιος, φοβόμασταν κι εμείς τι απόκριση θα είχε αυτό στο κοινό. Παρόλα αυτά τολμήσαμε, βγάλαμε αφίσες [01:20:00]μόνοι μας. Μας έστειλε, βέβαια, κάποιες φωτογραφίες ο Θανάσης, τις κάναμε αφίσες και βγαίναμε τα βράδια 10 μέρες περίπου πριν την συναυλία και γεμίσαμε το Ίλιον, το Περιστέρι. Πηγαίναμε σαν τους κνίτες ή τους πασοκτζήδες. Με τον ντενεκέ και την βούρτσα και κολλάγαμε στις κολόνες ή όπου βρίσκαμε αφίσες για την συναυλία του Θανάση του Γκαϊφύλλια στην «Δυτική Όχθη». Ήρθε εκείνη η βραδιά, οι βραδιές που έγινε η έναρξη. Πολύ συγκινητικές, ο χώρος γέμισε, δεν το περιμέναμε. Κρατήσεις μας παίρνανε τηλέφωνο από όλη την Αθήνα, είχαμε στείλει δελτίο τύπου στο «Αθηνόρμα» και σε όλες τις γνωστές εφημερίδες εκείνης της εποχής που μας τιμήσανε τότε. Το «Αθηνόραμα» τα έβαζε την Πέμπτη και οι εφημερίδες όπως «Τα Νέα», η «Ελευθεροτυπία» -λέω τώρα τυχαία δύο εφημερίδες πλατειάς κυκλοφορίας βέβαια- «Το Έθνος» το βάζανε κάθε Παρασκευή το δελτίο τύπου που σου έλεγε πού μπορείς να πας να διασκεδάσεις Παρασκευή-Σάββατο. Κάτι πολύ πρωτόγνωρο για μας, πολύ όμορφο, πολύ μεγάλη η επιτυχία οι πρώτες συναυλίες, οι οποίες ήτανε Παρασκευή-Σάββατο. Δύο μέρες. Γεμίσαμε, αισθανθήκαμε περήφανοι, υπέροχα. Το ίδιο και ο Θανάσης ο Γκαϊφύλλιας και δώσαμε ραντεβού για το μέλλον, για να κάνουμε και άλλες συναυλίες. Όλα αυτά ταυτόχρονα, με οικογενειακές πλέον υποχρεώσεις από το ‘92 και μετά. Ξεκινήσαμε τη «Δυτική Όχθη» το ‘89-’90, εκεί περίπου. Μετά από τον Θανάση Γκαϊφύλλια συνεχίσαμε, φέραμε τον Λήτη και την Ιζόλδη, ποιους άλλους εκείνης της εποχής; Φέραμε τον Λουκιανό τον Κηλαηδόνη. Τι υπέροχος άνθρωπος, πραγματικά, ο συγχωρεμένος ο Λουκιανός! Ο οποίος είχε έρθει με το πιάνο του, δεν είχαμε τη δυνατότητα να πληρώσουμε και να φέρουμε και τη δική του την ορχήστρα, οπότε αναγκαστικά ήρθε μόνος του με το πιάνο του. Υπέροχες βραδιές. Ο Βαγγέλης ο Γερμανός με την κιθάρα του και αυτός μόνος του. Όπως είπα και νωρίτερα, ήτανε μια κατάσταση μπουάτ. Η πρώτη εντύπωση ήτανε, πραγματικά, πολύ όμορφη, οπότε και συνεχίσαμε με τον ίδιο τρόπο, με αφισοκολλήσεις, με δελτία τύπου, με τους γνωστούς τους φίλους μας που γεμίζαμε τον χώρο έτσι κι αλλιώς και δεν έφταναν οι δύο μέρες ή οι 3 που λέγαμε να κάνουμε συναυλίες. Από ένα διάστημα και μετά κάναμε 4 μέρες δηλαδή από Τετάρτη μέχρι και Σάββατο, όχι Κυριακή. Αυτούς τους ανθρώπους τουλάχιστον που ο Βαγγέλης ο Γερμανός που είχε τόσο κόσμο εκείνη την εποχή ή ο Λουκιανός ο Κηλαηδόνης, ήτανε 3-4 μέρες που τραγουδάγανε κάθε μέρα. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε και με άλλους καλλιτέχνες. Άλλους πιο δύσκολα άλλους πιο εύκολα. Δεν καταφέραμε να φέρουμε τον Καζούλη. Είχαμε μιλήσει με τον Σωκράτη τον Μάλαμα τότε που ήταν στην αρχή της καριέρας του. Δεν καταφέραμε. Ήτανε δύσκολος κι αυτός σαν άνθρωπος, σαν καλλιτέχνης. Δεν εμπιστευόντουσαν κιόλας ένα μαγαζί, το οποίο ήτανε στο Ίλιον αντί να ήταν κάπου στο κέντρο της Αθήνας που τότε υπήρχαν και 2-3 ακόμα μαγαζιά που πήγαιναν οι επώνυμοι καλλιτέχνες. Είχαμε μιλήσει με τον Παπάζογλου. Απλά, δεν καταφέραμε να βρούμε ημερομηνία με τον Νίκο τον Παπάζογλου, ο οποίος ήθελε να έρθει. Του άρεσε αυτό που κάναμε. Ήτανε πολύ ωραίος άνθρωπος, τουλάχιστον στο τηλέφωνο που μπορέσαμε και μιλήσαμε. Από ένα σημείο και μετά, αποφασίσαμε να έχουμε ένα συγκρότημα κάθε Σάββατο και Κυριακή, το οποίο έπαιζε και ελληνική και ξένη μουσική. Παιδιά τα οποία ήταν από εδώ γύρω από τα δυτικά προάστια με πολύ ωραίο ήχο. Μπορεί μεν να ήταν ερασιτεχνικό μέσα σε εισαγωγικά, αλλά ήτανε πολύ επαγγελματικός ο τρόπος που δουλεύανε και ο τρόπος που μας αντιμετώπιζαν και ο τρόπος που τους αντιμετωπίζαμε.
Θυμάστε το όνομά τους;
Δυστυχώς, όχι.
Έχω κάποιο αρχείο με αφίσες και φωτογραφίες και υλικό, αλλά αυτή τη στιγμή δεν το θυμάμαι όχι.
Θα θέλατε να μας δείξετε λίγες φωτογραφίες;
Πρέπει να ψάξω και θα σας δείξω.
Ναι, εννοείται ωραία.
Ποιος άλλος, ποιος άλλος.
Στο-
Και είχε έρθει και ο Νίκος ο Ζιώγαλας, άλλο καταπληκτικό παιδί αυτό. Και κάποια στιγμή ως θαμώνες είχαν έρθει και να δούνε τι είναι πια αυτή η «Δυτική Όχθη» είχε έρθει και ο Μπάμπης ο Στόκας και ο-
Είχαμε μείνει στο ότι είχε έρθει ο κύριος Στόκας στη «Δυτική Όχθη».
Kαι ο κύριος Ξυδούς είχαν έρθει μαζί, κάποια καθημερινή. Γιατί και τα παιδιά αυτά ήταν από τους Αγίους Αναργύρους. Ήταν πολύ κοντά μας. Υπήρχε κάποιο μπαρ στους Αγίους Αναργύρους που λεγόταν «Γραμμές» και πολλοί από τους ανθρώπους που πηγαίνανε εκεί και οι ιδιοκτήτες αρκετές φορές και τα παιδιά που δουλεύανε ερχόντουσαν σε εμάς. Είχαμε κοινούς πελάτες, οπότε και ο Στόκας και ο Ξυδούς που ήταν από τους Αγίους Αναργύρους και ήτανε κοντά στον Άγιο Φανούριο, μπορούσε κάποιος να έρθει με τα πόδια που λέει ο λόγος. Περάσανε να δούνε τι είναι αυτός ο χώρος, που είχε πάρει και ένα όνομα το οποίο ήτανε πολύ κοντά σε μία πολύ μεγάλη επιτυχία τους. Δεν το λέω αυτό, για να δείξω ότι ήμασταν κάτι περισσότερο από αυτό που ήμασταν. Απλά, το λέω ότι σε ένα συνοικιακό μαγαζί που η συνοικία του Ιλίου και του Αγίου Φανουρίου δεν είναι ο Άγιος Δημήτριος ή μία συνοικία της Κηφισιάς ή μία συνοικία της Γλυφάδας. Σε ένα συνοικιακό μαγαζί, μακριά πολύ από το κέντρο μαζεύτηκαν κάποιοι καλλιτέχνες πανελλήνιας εμβέλειας με αγνώστους συνεργάτες... Βάζω τον εαυτό μας στη θέση των συνεργατών που δεν είχαμε καμία επαφή με την διασκέδαση την βραδινή, με το στάτους των μαγαζιών της νύχτας ή των συναυλιακών χώρων και μπορέσαμε να σταθούμε τίμια και επαγγελματικά και οικονομικά απέναντί τους. Δεν υστερήσαμε σε κάτι, σε κάποιος τεχνικό θέμα. Δεν νομίζω ότι είχανε κάποιο πρόβλημα μαζί μας, ίσα ίσα που πολλοί από αυτούς, να μην πω σχεδόν όλοι μας είπανε ότι τους άρεσε πάρα πολύ η συνεργασία τους μαζί μας και θα θέλανε κάποια στιγμή να ξανατραγουδήσουν, να ξαναέρθουν στον χώρο αυτό. Ήταν συναυλίες οι οποίες ήτανε σχεδόν πριν τις διαφημίσουμε, πριν τις διοργανώσουμε και τα λοιπά -εμείς βέβαια δεν το ξέραμε- γιατί πάντα εκ του αποτελέσματος βλέπεις τι γίνεται, ότι δεν πήγαν τσάμπα οι κόποι μας, τα ξενύχτια μας, οι αφισοκολλήσεις, η αγωνία μας, αν θα έχει επιτυχία ή όχι. Ήτανε άνθρωποι οι οποίοι δεν μας ξέρανε, να μην τους εκθέσουμε, περισσότερο σκεφτόμασταν αυτούς και το ότι η αποτυχία μιας τέτοιας συναυλίας θα είχε αντίκτυπο, γιατί και σε εμάς θα είχε αντίκτυπο, ότι που πάνε αυτοί τώρα αυτοί εδώ πέρα. Στον Άγιο Φα[01:30:00]νούριο ήρθε ο Κηλαηδόνης, ο Γερμανός, ποιοι είναι αυτοί; Παρόλα αυτά, όπως είπα και νωρίτερα, ήτανε πολύ πετυχημένες όλες οι εμφανίσεις τους, όλων των καλλιτεχνών και θα θέλαμε να είχαμε φέρει και πολλούς άλλους.
Ποια ήταν η καλύτερη συναυλία από άποψη εσόδων και ποια η καλύτερη συναυλία από άποψη κοινού; Θυμάστε;
Δεν θυμάμαι τώρα πια τα οικονομικά μεγέθη. Νομίζω ότι ήταν όλα κοντά. Νομίζω ότι ήτανε όλα κοντά. Θα πω για μένα τι ήτανε πιο ωραία. Είχε στιγμές όμορφες και ανθρώπινες πέρα από το τεχνικό καθαρά κομμάτι. Ο Βαγγέλης ο Γερμανός ήτανε πολύ φιλικός. Είχε έρθει δυο φορές ο Βαγγέλης ο Γερμανός, είχαμε κάνει 2 συναυλίες, όχι σε μικρό χρονικό διάστημα. Δεν ήτανε μετά από ένα μήνα. Υπήρξε μεσοδιάστημα αρκετό που μεσολάβησε. Υπήρχε τότε στο μπαρ μας, είχαμε κρεμάσει ένα πιατίνι μεγάλο, το οποίο μας το είχε κάνει δώρο... Δεν θυμάμαι. Πρέπει να το είχαμε αγοράσει από το Μοναστηράκι από κάποιο μαγαζί που πούλαγε παλιά αντικείμενα κτλ., το οποίο ήταν καλό. Και από τα παιδιά τα οποία είχαν έρθει διάφορα συγκροτήματα που έπαιζαν ανά καιρούς, ενδιάμεσα από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες, οι ντράμερ συνήθως έχουν πολλές μπαγκέτες. Ε, κάποια στιγμή μας αφήσανε εκεί πέρα κάνα δύο, κρεμάσαμε και το πιατίνι πάνω από το μπαρ που είχε ξύλα. Είχε κάποια ξύλα διακοσμητικά και στην πορεία της συναυλίας... Τώρα, ήτανε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και στον Γερμανό βέβαια, επειδή εγώ δούλευα στις 99 από τις 100 φορές, στις συναυλίες δούλευα στο μπαρ. Όχι μόνος μου, μαζί με άλλο φίλο. Από τον ενθουσιασμό μου με τα τραγούδια σε διάφορες στιγμές που θυμόμουνα ότι στην διάρκεια του τραγουδιού την κανονική είχε κάποια, όχι ανάταση, κάποιο ανέβασμα το τραγούδι, χτύπαγα, κοπάναγα το πιατίνι, λοιπόν, με δύναμη. Σαν να ήμουνα ντράμερ που λέει ο λόγος. Αλλά ήτανε μία στιγμή, ήτανε δύο στιγμές, ήτανε τρεις ήταν πολλές στιγμές στην διάρκεια μιας συναυλίας μέχρι που μου έκανε παρατήρηση κάποια στιγμή και ο Γερμανός και ο Κηλαηδόνης. «Ντάξει, ρε Διονύση δεν πειράζει, άσ’ το». Αυτό ήτανε ένα από τα highlights, που θυμάμαι. Σαν άνθρωποι και οι δύο ήτανε οι πιο προσιτοί, θα έλεγα. Ο Κηλαηδόνης ίσα ίσα ήτανε ένα άνθρωπος πολύ ευχάριστος. Έπινε αρκετά και θυμάμαι ότι όταν τελείωσε η συναυλία του, επειδή έμενε στη Φιλοθέη και ο άνθρωπος είχε πιει πάρα πολύ δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει, τον πήγαμε εμείς. Δηλαδή, οδήγησε ένας από εμάς το αυτοκίνητό του μαζί με τον Λουκιανό συνοδηγό και πήγαμε και οι υπόλοιποι με ένα δεύτερο αυτοκίνητο τον πήγαμε στο σπίτι του. Αυτή ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή, ανθρώπινη. Δηλαδή, στο τέλος της βραδιάς, εφόσον φεύγανε όλοι, μένα εμείς οι 5, ο καλλιτέχνης, ο Λουκιανός ή ο Βαγγέλης ή οποιοσδήποτε άλλος ήτανε, μπορεί να έμενε και κανένας γνωστός τους, που πάντα είχανε κάποιους ανθρώπους που ερχόντουσαν να τους δούνε και κουβεντιάζαμε. Καθόμασταν και μια ώρα παραπάνω και το κουβεντιάζαμε λιγάκι μέχρι να πάρουν τα χρήματα τους την αμοιβή τους και με κάποιο τρόπο να τους πάμε στα σπίτια τους ή να φύγουνε μόνοι τους και να μαζέψουμε κι μείς τα πράγματα, το μπαρ. Ό, τι μπορούσαμε να μαζέψουμε στις 3:00-4:00 η ώρα το πρωί.
Άλλο highlight θυμάστε;
Όχι, εκτός από αυτά δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Γενικώς, κάνανε καλαμπούρια οι και ο Βαγγέλης Γερμανός και Λουκιανός Κηλαηδόνης στην διάρκεια των συναυλιών τους. Ο Ζιώγαλας δεν ήταν μόνος του. Είχε έρθει με συγκρότημα ο Νίκος ο Ζιώγαλας, θυμάμαι. Όχι πολλά άτομα, γιατί έτσι κι αλλιώς ο χώρος δεν θα μπορούσε να γεμίσει. Δεν θα μπορούσε και οικονομικά δυνατόν να έρθουνε. Ο χώρας μας ήτανε μικρός. Αυτό ήτανε ένα θέμα. Βέβαια, αυτό δεν το ξέραμε, το αντιμετωπίσαμε στην πορεία. αν είχαμε μεγαλύτερο χώρο, θα μπορούσαμε να μιλάμε διαφορετικά και με πολύ περισσότερους καλλιτέχνες και με πιο άρτιες συναυλίες, πιο άρτιες εκδηλώσεις με περισσότερους ανθρώπους. Όλο αυτό έχει να κάνει σαφώς με τον χώρο που μπορείς να φιλοξενήσεις ανθρώπους. Βλέποντας και κάνοντας, βέβαια. Δεν ξέραμε. Δεν περιμέναμε κι εμείς ότι θα φτάναμε σε αυτό το σημείο. Ήτανε μία πολύ όμορφη έκπληξη η επιτυχία όλων αυτών των εκδηλώσεων.
Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
Δυσκολίες, πάνω σε τι; Πολλές... Δυσκολίες ήτανε, πρώτα, απ’ όλα να μπορέσουμε να συνηθίσουμε στην έννοια της προστασίας κατ’ αρχήν. Ότι δεν θα μπει κάποιος στο μαγαζί ή στον χώρο τον οποίο έχεις και προσφέρεις πράγματα και την ψυχή σου ουσιαστικά. Και για κάποιο λόγο μπορεί να σου κάνει ζημιά είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε σωματικό επίπεδο είτε σε τεχνικό επίπεδο σπάζοντας πράγματα ή οτιδήποτε. Το συνηθίσαμε αυτό το θέμα, γιατί ένας από τους φίλους, ευτυχώς, είχε 2 ανθρώπους γνωστούς, οι οποίοι στη διάρκεια των ετών ήταν οι άνθρωποι, οι οποίοι μας προστατεύαν. Τους οποίους πληρώναμε και μείναμε έξω από κάποιους... Τα οποία ήτανε πολύ καλά παιδιά και μας έδωσαν την ασφάλεια που θέλαμε να έχουμε, ότι δεν θα μας πειράξει κάποιος που δεν τον ξέρουμε που δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε που δεν ξέρουμε τι αντίδραση μπορεί να έχει. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα το οποίο καταφέραμε και το βάλαμε σε μία σειρά. Άλλα προβλήματα ήτανε η γειτονιά, ίσως, που πολλές φορές ο κόσμος που ερχότανε πάρκαρε δεξιά-αριστερά, πάνω στη λεωφόρο, μέσα στα στενά, πάνω στα σπίτια του αλλουνού, στα πεζοδρόμια που ο άλλος πιθανόν να... Δεν έβγαινε κανένας όμως ούτε στη μία ούτε στις δύο να πάει κάπου, αλλά όταν ο άλλος γυρνάει στο σπίτι του και θέλει να μπει βλέπει αυτοκίνητα μπροστά που δεν τα γνωρίζει, τέλος πάντων έχει ένα θέμα αυτό. Φαντάζομαι σε συνοικιακό επίπεδο, γιατί στο κέντρο δεν μπορεί να πει κάποιος, έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να παρκάρεις πουθενά στο κέντρο. Πρέπει να είσαι κάπου μακριά και να πας με τα πόδια. Αυτό ήταν ένα θέμα. Ίσως, η μουσική. Γιατί από ένα σημείο και μετά μπορεί να έπρεπε να χαμηλώσει από κάποια ώρα και μετά. Πιθανόν, να δημιουργούσαμε πρόβλημα, παρόλο που είχαμε κάνει όλες τι απαιτούμενες τεχνικές ενέργειες, για να μπορούμε να κρατήσουμε τον ήχο μέσα στον χώρο μας, ώστε να μην δημιουργούμε προβλήματα στην γειτονιά. Δεν ήταν πάντα εφικτό, γιατί και ο ήχος πολλές φορές, ανάλογα με τον καλλιτέχνη δεν είναι ο ίδιος. Άλλοι παίζουν μπαλάντες, άλλοι παίζουνε κομμάτια πολύ πιο δυνατά, οπότε εκεί υπήρχε ένα πιο τεχνικό ζήτημα. Και άλλα προβλήματα υπήρχαν και τα οικονομικά προβλήματα τα οποία μας δημιουργούσε το κράτος ουσιαστικά. Από ένα σημείο και μετά προέκυψαν δημοτικά τέλη. Υποτίθεται για μαγαζιά σαν τα δικά μας που έπρεπε να πληρώσουμε σε κάτι το οποίο δεν το είχαμε υπολογίσει. Δεν το είχαμε υπολογίσε, δεν το είχαμε προσθέσει στο προϊόν μας μιλώντας πια τεχνικά, γιατί τότε δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό. Βάζαμε κάποιες τιμές οι οποίες θα μπορούσαν να καλύψουν τα [01:40:00]μεροκάματα μας, την απόσβεση των πραγμάτων των οποίων είχαμε βάλει, να καλύψουμε τα ποτά τα οποία είχαμε, τα υλικά. Όλα αυτά δεν είχαμε βάλει και κάποιες τρελές τιμές. Είχαμε πολύ λογικές τιμές, ώστε να μπορεί να κάθεται ο κόσμος να απολαμβάνει αυτά που προσφέραμε, γιατί κι εμείς είμαστε άνθρωποι που δεν θέλαμε, δεν το κάναμε, για να βγάλουμε απίστευτα χρήματα. Το κάναμε γιατί μας άρεσε και θέλαμε να έχουμε μια λογική ανταμοιβή. Το λογική ανταμοιβή για τον κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικό, δεν θέλαμε να γίνουμε πλούσιοι από αυτό. Θέλαμε να είμαστε σε λογικά πλαίσια άνθρωποι οι οποίοι να διασκεδάσουμε και να μοιραστούμε την διασκέδαση μαζί με άλλους ανθρώπους. Δεν ήμασταν ποτέ του κέρδους. Κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι τώρα τις χρονιές, αλλά κάποιος που θέλει να το δει, θα το καταλάβει. Βγήκε ένας νόμος, ήτανε τότε ο Παπαθεμελής που έλεγε ότι τα μαγαζιά έπρεπε να κλείνουνε τις 12-1 η ώρα το βράδυ. Εκεί που είχαμε φτάσει σένα σημείο να μπορούμε να φέρνουμε ανθρώπους οι οποίοι να διασκεδάζουν, φεύγαμε στις 3 στις 4 το πρωί, στις 5. Ήρθε αυτός ο νόμος, λοιπόν, που έπρεπε τα μαγαζιά να κλείνουν συγκεκριμένη ώρα. Δεν μπορούσαν να πηγαίνουν μέχρι το πρωί, έπρεπε να κλείνουν στις 1. Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς το ωράριο. Αυτό ήταν πρόβλημα όχι για εμάς, αλλά για όλη τη νυχτερινή διασκέδαση εκείνης της εποχής και δεν κράτησε μήνες. Ήτανε 1,2,3 χρόνια δεν θυμάμαι πόσο καιρό. Ήμασταν 5 και είχαμε κάνει εταιρεία. Έπρεπε να πληρώνουμε 5 διαφορετικά ΤΕΒΕ. Αυτό είναι λογαριασμός για μια εταιρεία. Όλα αυτά δεν τα ‘ξερεις πριν. Άλλο να είναι ένας άνθρωπος και να πληρώνει 200 ευρώ και άλλο να είναι 5 άνθρωποι και να πληρώνουν 1000 ευρώ τον μήνα. Ήταν ο νόμος. Δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε διαφορετικά. Αναγκαστικά, έπρεπε να μοιραστείς λιγότερα. Αυτά είναι κάποια τεχνικά θέματα, τα οποία βέβαια δεν τα ξέραμε, έπρεπε να τα αντιμετωπίσουμε. Όλα αυτά δημιουργούν, όμως, δυσκολίες πάντα που πρέπει να βρεις τρόπους να τις ξεπεράσεις. Τους οικονομικούς λόγους, γιατί από ένα σημείο και μετά είναι και θέμα επιβίωσης. Από εμάς τους 5, άλλοι είχανε δουλειά, δεύτερη, άλλοι δεν είχανε που έπρεπε να ζήσουμε αποκλειστικά από αυτό το επάγγελμα, από αυτή την απασχόληση. Οπότε, στην πορεία ανακαλύπτεις ότι δεν είναι 1+1 κάνει 2, 1+1 μπορεί να κάνει και 3 και 4 και 5 μπορεί να κάνει. Οπότε, αυτοσχεδιάζεις πάντα και προσπαθείς για το καλύτερο.
Με τον νόμο Παπαθεμελή, αν ερχόντουσαν οι αστυνομικοί, τι κάνατε;
Τους λέγαμε ότι κλείνουμε ή ότι έχουμε κλείσει. 2:00 η ώρα που έλεγε τότε ο νόμος ότι έπρεπε να κλείσεις, έπρεπε να κλείσεις την μουσική αναγκαστικά. Γιατί όντως ψάχνανε, γυρνάγανε, δεν ήμασταν και πάρα πολλά μαγαζιά στο Ίλιον. Ήμασταν πολύ λίγα μαγαζιά, 1 από αυτά τα μαγαζιά ήταν σίγουρο ότι θα έρθουν, γιατί και το τμήμα ήταν πολύ κοντά σε εμάς. Ήταν 100 μέτρα πιο κάτω. Εκτός του ότι δεν ερχόντουσαν μόνο από το τμήμα, κυκλοφορούσε και το 100, όταν έπρεπε να κάνουν ελέγχους, που σημαίνει ότι το 100 έρχονται από άλλες περιοχές, δεν έρχονται από δίπλα. Από εκεί που είσαι. Κλείναμε την μουσική αναγκαστικά ή την βάζαμε πολύ σιγά και προσπαθούσαμε με όμορφο τρόπο να πούμε στους πελάτες μας ότι: «Παιδιά, δυστυχώς, σιγά σιγά θα πρέπει να φύγουμε όλοι». Δεν υπήρχε τρόπος να μείνεις άλλο, γιατί το πρόστιμο ήταν δυσβάσταχτο. Πέρα από το οικονομικό, θα μπορούσαν να σου κλείσουνε το μαγαζί για ένα χρονικό διάστημα. Δεν θέλαμε κάτι τέτοιο. Θέλαμε να το πάμε μαλακά. Μπορεί να είχανε έρθει κανά δυο φορές η αστυνομία, είχε έρθει το υγειονομικό, είχε έρθει η εφορία να κοιτάξει τα χαρτιά. Γενικώς, περάσαμε από όλους του ελέγχους, ευτυχώς δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα σε κανέναν από αυτούς. Μια φορά έτυχε, θυμάμαι στη «Λίγκα», όταν είχαν έρθει, ένα κλιμάκιο της αστυνομίας, για να δει αν είχαμε πάνω στα τραπέζια τιμοκαταλόγους. Οι οποίοι μού κάνανε τον έλεγχο τυπικά, μας είπανε «γεια σας», και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μας ήρθε μία κλήση ουσιαστικά από την αστυνομία, δηλαδή δεν μας είπαν ότι μας γράψανε. Το ανακαλύψαμε μετά από μήνες γιατί δεν ήταν πάνω στα τραπέζια οι τιμοκατάλογοι, ήτανε πάνω στον πάγκο του μπαρ. Δηλαδή, μία απόσταση 1 μέτρο από τα τραπέζια, 1,5 ανάλογα που ήταν το κάθε τραπέζι, 2-3. Ναι, αυτό ήτανε μία κλήση την οποία, βέβαια, τους πήραμε τηλέφωνο και μας είπανε ότι δεν είναι τίποτα και στο τέλος, εγώ που ήμουν ο υπεύθυνος εκείνη την εποχή την συγκεκριμένη που ήταν στο όνομά μου το μαγαζί, πέρασα ένα δικαστήριο ερήμην μου για υγειονομικούς λόγους. Το οποίο το ανακάλυψα κάποια στιγμή που πήγα να πάρω ένα αντίγραφο ποινικού μητρώου και βλέπω ότι είχα φάει κάποιο πρόστιμο. Και ψάχνοντας στα δικαστήρια από εδώ από εκεί, στη σχολή Eυελπίδων τι είναι αυτό το πράγμα ανακάλυψα ότι ήταν ένα τέτοιο πρόστιμο για μη ύπαρξη τιμοκαταλόγων πάνω στα τραπέζια. Το οποίο, βέβαια, έχει μείνει στο ποινικό μητρώο, καλά δεν με ενδιαφέρει βέβαια, αλλά θέλω να πω πώς λειτουργούσαν και πιθανόν να λειτουργούν ακόμα κάποιες δημόσιες υπηρεσίες που έχουν υπόψιν τους να κάνουν έναν έλεγχο, που θα όφειλαν εκείνοι οι άνθρωποι να σου πουν: «Ξέρεις, έκανες αυτή την παράβαση, να το ξέρεις ότι την έκανες, πάρε αυτό το πρόστιμο και ταχτοποιήστε το». Από το να πας ερήμην κάπου, που σημαίνει ότι αδιαφορείς κιόλας και για αυτό το οποίο έχεις κάνει, που δεν το ξέραμε τι ήτανε καν. Δεν μας είπαν ότι, «Ξέρεις έκανες την παράβαση, ταχτοποίησέ το». Αυτό.
Η ευθύνη στο μαγαζί πώς διαμοιραζότανε ανάμεσα στους 5;
Η ευθύνη... Υπήρχε από τον νόμο ο αγορανομικός υπεύθυνος που έπρεπε να τον γράφουμε πάνω στους τιμοκαταλόγους. Δηλαδή, αν έρθει κάποιος για έλεγχο σε ποιον θα απευθυνθεί. Στον Διονύση, στον Περικλή, στον Δημήτρη, στον Βαγγέλη, στον Χρήστο. Υπήρχε ο αγορανομικός υπεύθυνος. Τώρα, τα πόστα, γιατί δουλεύαμε εμείς οι 5. Ουσιαστικά παντού. Εκτός από τις μέρες τις καθημερινές που η κίνηση ήταν πολύ μικρότερη, άρα δεν χρειαζότανε να υπάρχουν και οι 5 και ήταν και λογικό, γιατί κάποια μέρα έπρεπε να ξεκουραστείς κιόλας. Δεν μπορείς να δουλεύεις 7 μέρες την εβδομάδα βράδυ. Άλλο αν ήμασταν σαν πελάτες αυτοί που καθόντουσαν υποτίθεται εκείνη την ήμερα ήμασταν στο μαγαζί, γιατί μας άρεσε. Ήταν ο χώρος μας, αλλά δεν δουλεύαμε. Θα μπορούσαμε να φύγουμε στις 11:00 ή στις 12:00 η ώρα το βράδυ, και οι άλλοι που δουλεύανε κανονικά τυπικά να φύγουνε στις 2:00 ή στις 3:00. Ανάλογα τι ώρα θα τελείωνε το μαγαζί. Και την περίοδο την οποία δουλεύαμε. Υπήρχαν 3 πόστα ουσιαστικά. Το πόστο του μπάρμαν, το πόστο του σερβιτόρου και το πόστο του DJ, αυτού που έβαζε μουσική. Τρία άτομα, άρα μέναμε κενές 2 θέσεις που οι υπόλοιποι 2 ξεκουραζόντουσαν. Κάπως έτσι βγαίνανε οι βάρδιες. Εκτός από την Παρασκευή-Σάββατο που αποφεύγαμε να καθόμαστε. Θέλαμε όλοι να είμαστε στο μαγαζί [Δ.Α.], οπότε [01:50:00]δουλεύαμε. Χρειαζόταν και δεύτερος σερβιτόρος, χρειαζόταν και δεύτερος μπάρμαν. Ή κάποιος στην κουζίνα με τα ποτήρια, με τους πάγους, με όλη τη διαδικασία. Μπορεί να καθόταν ένας την Παρασκευή ή το Σάββατο αντί για 2 άτομα. Έτσι, μοιραζόντουσαν οι ρόλοι. Αγαπημένος μου ρόλος ήτανε το μπαρ ή η μουσική. Από ένα σημείο και μετά φέραμε κάποιο άνθρωπο, ο οποίος ήταν πιο τεχνικά σχετικός. Δηλαδή, ήταν επαγγελματίας DJ και ο οποίος έκατσε. Ήταν γνωστός της παρέας και έκατσε. Έπαιρνε κι αυτός ένα ποσό, τα ποτά του, αυτά. Οπότε, λύθηκε, απελευθερώθηκε και μία θέση, οπότε να κάθεται ένας άνθρωπος παραπάνω κάποιες μέρες.
Σε περιπτώσεις έλλειψης προσωπικού, ρωτάγατε κάποιο γνωστός σας να σας βοηθήσει;
Δεν προέκυψε ποτέ έλλειψη προσωπικού. Κάποιο χρονικό διάστημα, είχαμε φέρει ένα συγκρότημα που έπαιζε κάθε Παρασκευή ή Σάββατο. Ξέχασα να πω ότι από ένα διάστημα και μετά η «Δυτική Όχθη» άλλαξε όνομα. Έπρεπε να κάνουμε ένα βήμα ακόμα πιο πέρα. Άλλαξε όνομα και λεγότανε «Club Land». Εκείνη την εποχή, όταν άλλαξε πλέον το όνομα, αλλάξαν και κάποια πράγματα γενικώς στον χώρο μας. Προσπαθήσαμε να δούμε τι άλλες εναλλακτικές λύσεις είχαμε, υπήρχε μία τάση προς την ελληνική μουσική, θα έλεγα λαϊκή. Οπότε, σκεφτήκαμε να φέρουμε για αρκετό χρονικό διάστημα να αλλάξουμε το μουσικό μας στίγμα και βάζαμε ένα... Είχαμε ένα συγκρότημα, όχι βάζαμε, είχαμε ένα συγκρότημα το οποίο ήτανε από παιδιά πολύ γνωστά μας, θαμώνες του μαγαζιού, της περιοχής μας, καλή μουσική που παίζανε ελληνικό έντεχνο τραγούδι πλέον και παίζανε και κάποια τραγούδια, τα οποία ήταν λαϊκά. Λαϊκά της διασκέδασης, ζεϊμπέκικα, γνωστά, τσιφτετέλια, χασαποσέρβικα. Ήταν σαν ρεμπέτικη γωνιά. Μετεξελίχθηκε από ένα διάστημα και μετά η «Δυτική Όχθη», έγινε «Club Land» και αλλάξαμε κάποια πράγματα. Εκείνο το διάστημα επειδή εναλλάσσονταν κάποια σχήματα λαϊκό και ελληνικό και ξένο με ένα άλλο συγκρότημα, είχαμε και μία σερβιτόρα η οποία ήταν κοπέλα ενός από τα παιδιά ενός από τα συγκροτήματα. Θέλαμε να κάνουμε μια διαφοροποίηση κι εμείς σε αυτό που προσφέραμε. Δηλαδή να μην είμαστε εμείς οι μαντράχαλοι που πηγαίναμε στα τραπέζια. Να ήταν ένας άνθρωπος πιο γλυκός, πιο νορμάλ, πιο όμορφος. Δεν ξέρω, το σκεφτήκαμε κάπως έτσι. Ότι να μην είμαστε τώρα εμείς. Αυτοί ήταν και οι άνθρωποι οι οποίοι δουλέψανε μαζί μας. Ήτανε η Κέλλυ και ο [...] Η Κέλλυ ήτανε σερβιτόρα και ο [...] ήτανε DJ. Ήτανε πολλά χρόνια DJ, ο οποίος ήτανε παράλληλα... Η κανονική του δουλειά ήτανε αστυνομικός, βέβαια. Είχαμε και μία αβάντα, που λέει ο λόγος, αν έρθει κάποιος από την αστυνομία να πούμε ότι, «Ξέρεις έχουμε και έναν συνάδελφο εδώ πέρα, αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας». Highlight άλλο τώρα που προσπαθώ να θυμηθώ. Περιόδους αναδουλειάς τώρα, γιατί υπήρξαν και αυτές οι στιγμές. Δεν ήταν όλα ρόδινα στην πορεία αυτή των χρόνων. Κάναμε Κυριακές απογεύματα, απόγευμα μετά τις 8 η ώρα, δεν ανοίγαμε και πιο νωρίς. Χειμώνα λέμε τώρα πάντα, γιατί καλοκαίρι ανοίγαμε έξω και μπορούσε να κάτσει ο άλλος, οπότε δεν είχαμε μουσική, γιατί ήταν αδύνατον να σταθείς το καλοκαίρι γιατί δεν είχαμε κλιματισμό. Είχαμε μόνο εξαερισμό, άρα όλη η δουλειά μας ήταν την περίοδο του χειμώνα. Το καλοκαίρι περνάγαμε οικονομικά δύσκολα, γιατί δεν μπορούσες ούτε τη μουσική να έχεις δυνατά. Ο χώρος μέσα δεν μπορούσε να σταθεί κανένας από τη ζέστη, οπότε είχαμε 7-8 τραπέζια τα οποία ήταν έξω στην αυλή μπροστά στον δρόμο και κάπως έτσι πέρναγε η βραδιά. Τα καλοκαιρινά ήταν πιο δύσκολα. Ήταν πολύ χαμηλές οι οικονομικές απολαβές. Τον Αύγουστο ήμασταν κλειστά. Σπό ένα σημείο και μετά ήμασταν κλειστά λογικά, γιατί δεν υπήρχε και κόσμος να σταθεί. Ήταν οικονομικά ασύμφορο να στέκεσαι εκεί όλο το βράδυ, για να ουσιαστικά να κάνεις παρέα σε 4-5 άτομα οι οποίοι μπορούσαν να σε ξενυχτήσουν και να σε κουράσουνε απίστευτα, χωρίς οικονομικό όφελος. Έλεγα ότι τις Κυριακές τα βράδια κάποια στιγμή τον χειμώνα, μπορούσε να έρθει κάποιος να παίξει ό, τι ήθελε και να φέρει τον κόσμο του. Λέγαμε, «Ρε παιδιά, ελάτε να παίξετε και φέρτε τους γνωστούς σας και από αυτό, από τους γνωστούς σας, θα πάρετε κι εσείς την αμοιβή σας». Ανθρώπους οι οποίοι δεν ξέραμε και τι ξέρανε να παίξουνε. Δεν ξέραμε τι επίπεδο είχαμε, ουσιαστικά πειράματα κάναμε κι εμείς. Είχε έρθει ένα παιδί μόνος του με κιθάρα. Ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, ο οποίος ερχόταν μετά μόνος του. Τόλμησε να παίξει ο άνθρωπος, τον παραδέχομαι, βέβαια. Τόλμησε. Μπορεί να είχε και άγνοια κινδύνου βέβαια, αλλά από τη στιγμή που είχαμε πει, «Μπορείς να έρθεις, παίξε», μας ρώτησε: «Να έρθω;» «Ε, έλα», δεν τον ξέραμε τι ήτανε. Λοιπόν, ήρθε και δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών μας, και μουσικά και στιχουργικά και οικονομικά ή τέλος πάντων... Όλα ήταν κάπως χάλια. Χλευάστηκε με άσχημο -όχι με άσχημο- με εύσχημο τρόπο χλευάστηκε. Ο άνθρωπος, όμως, κατάλαβε. Δεν ήτανε ανόητος. Κατάλαβε ότι χλευάστηκε, γέλια, κακό, ξέρω ‘γω, του κακοφάνηκε. Λιγότερο από εμάς, περισσότερο από αυτούς που είχαν έρθει να τον ακούσουν που εμείς δεν θα μπορούμε να τον... Απλά κι εμάς μας φάνηκε κάπως περίεργο όλο αυτό το πράγμα και κοιταγόμασταν μεταξύ μας, αλλά ήταν άνθρωπος που έβλεπε, όμως, μπροστά του. Δεν ήταν άσχετος. Και κάποια στιγμή τσαντίστηκε και μάς την είπε: «Ζώα, ε ζώα», και πήρε την κιθάρα του και σηκώθηκε και έφυγε. Αυτό, βέβαια, έμεινε στην πορεία των ετών, όταν θέλαμε να πειράξουμε κάποιον το χρησιμοποιούσαμε σαν ατάκα, ότι «Ζώα, ε ζώα». Αυτό. Το οποίο μετά ανακάλυψα αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ανακάλυψα στην πορεία των ετών κλείνοντας πια, μετά από χρόνια το μαγαζί, επειδή τον έβλεπα ήτανε παιδί που ζούσε εκεί στην περιοχή. Ήταν ιδιόρρυθμος. Είχε προβλήματα, πραγματικά προβλήματα. Μπορούσες να τον δεις να περπατάει από τα Λιόσια μέχρι το Σύνταγμα. Υπήρχαν θέματα που είχε να λύσει, τα οποία προφανώς δεν τα έλυσε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί τον έχω δει και πρόσφατα και ακόμα παλεύει. Όχι ότι έχουμε κάτι εναντίον αυτών των ανθρώπων, αλλά θέλω να πω ότι κάναμε πειράματα πάρα πολλά. Θέλαμε να δώσουμε ό,τι μπορούσαμε στην γειτονιά μας, στην περιοχή μας. Και να δούμε κι εμείς πού μπορούσαμε να πάμε ακόμα παραπέρα.
Πήρατε την απάντηση που θέλατε για όλη αυτή τη προσπάθεια σας από την περιοχή αυτή;
Κοιτάξτε. Δύσκολο να το πεις, γιατί με ποια έννοια; Την πήραμε την απάντηση μας. Κάναμε ένα πείραμα το οποίο πέτυχε, κατά τη γνώμη μου, πέτυχε 100% σε ποιο πράγμα; Στο ότι αποδείξαμε ο καθένας στον εαυτό του -δεν ξέρω- στους φίλους του, στους [02:00:00]γνωστούς του, στους άγνωστους της περιοχής ότι μπορούσε ένας τέτοιος χώρος να σταθεί, να δημιουργηθεί, να ανθίσει, να είναι ένα πολιτιστικό σημείο στην περιοχή αυτή, αναφοράς και όχι μόνο. Αλλά στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας... Εγώ πιστεύω ότι το καταφέραμε. Άσχετα αν μετά από χρόνια, γιατί υπήρχαν κι άλλοι λόγοι, υπήρχαν και οικονομικοί λόγοι, υπήρχαν και λόγοι κούρασης, ήμασταν σαν ένα συγκρότημα. Ήμασταν 5 διαφορετικοί άνθρωποι οι οποίοι βρεθήκαμε μαζί, για να κάνουμε κάτι το οποίο δεν ξέραμε πού θα φτάσει. Το πήγαμε μέχρι εκεί που μπορούσαμε.
Υπήρχε κάποιος καλλιτέχνης που θα θέλατε να δείτε στη σκηνή της «Δυτικής Όχθης» που δεν καταφέρατε; Ή που θα θέλατε να δείτε γενικά;
Εγώ είχα πει και νωρίτερα ότι θα ήθελα πάρα πολύ να είχα δει τον Νίκο τον Παπάζογλου, τον οποίο προσπαθήσαμε να τον φέρουμε, όπως το είπα και νωρίτερα. Τον πήραμε τηλέφωνο προσπαθήσαμε να βρούμε κάποια λογική ημερομηνία, γιατί δεν θα μπορούσε να έρθει από τη Θεσσαλονίκη μόνο για εμάς. Έπρεπε να είναι συνδυασμός και με άλλες συναυλίες που θα έκανε στην Αθήνα, σε άλλους χώρους. Δεν τα καταφέραμε. Δεν κατάφερα κι εγώ προσωπικά να τον δω σε συναυλίες που ήταν στην Αθήνα. Θα θέλαμε να φέρουμε, βέβαια, πολλούς ακόμα. Την Ελευθερία την Αρβανιτάκη. Ονόματα πολύ γνωστά εκείνης της εποχής που δεν καταφέραμε, τελικά, να το κάνουμε, γιατί ο χώρος μας ήταν τελικά μικρός για τέτοια ονόματα. Δηλαδή, τα ονόματα τα οποία ήτανε στην πρώτη γραμμή της διασκέδασης. Δεν θα μπορούσαν εύκολα να έρθουν σε ένα χώρο 120 τετραγωνικών. Πολύ δύσκολα.
Με τους καλλιτέχνες πώς επικοινωνούσατε;
Με τους καλλιτέχνες για ένα διάστημα μας βοήθησε ο Πάνος ο Ηλιόπουλος. Είχα πει νωρίτερα Νάσος Ηλιόπουλος, έκανα λάθος, Ο Πάνος Ηλιόπουλος και από ένα σημείο και μετά μπορούσες να βρεις το τηλέφωνο στον ΟΤΕ. Ήταν εύκολη η πρόσβαση. Έπαιρνες τηλέφωνο. Έλεγες είμαστε οι τάδε, έχουμε αυτό το χώρο, έχει έρθει, δηλαδή ρωτάγανε και οι καλλιτέχνες για να διασφαλιστούν, «Ποιος άλλος έχει έρθει εκεί σε εσάς, παιδιά». Αν πεις ότι έχει έρθει και έχει τραγουδήσει ο τάδε, ο τάδε και ο άλλος αισθάνεται μία ασφάλεια, γιατί προφανώς ξέρει ότι ένας συνάδελφος τους δεν θα πήγαινε σε ένα χώρο που δεν τηρεί κάποιους κανόνες. Πρώτον, φαντάζομαι καλλιτεχνικούς, τεχνικούς και δεύτερον, οικονομικούς. Να μην νομίζει ο άλλος ότι θα τον κοροϊδέψει κάποιος. Έτσι, ήταν εύκολη η πρόσβαση στους ανθρώπους αυτούς. Είχαμε και μια άλλη γνωριμία, την Μαίρη την Εσπέρ. Η Μαίρη η Εσπέρ, την είχαμε γνωρίσει... Την είχα γνωρίσει εγώ με την γυναίκα μου, την μετέπειτα γυναίκα μου σ’ ένα μαγαζί στα Κύθηρα, όπου τραγουδούσε και επειδή ήταν ένα υπέροχο καλοκαίρι τότε που πήγαμε εκεί και πηγαίναμε στην Μαίρη την Εσπέρ που τραγουδούσε στα Κύθηρα, γνωριστήκαμε και η Μαίρη η Εσπέρ τραγουδούσε ένα διάστημα στον Πειραιά σε κάποιο ίδιο χώρο με εμάς. Πολύ μικρότερο και έκανε τότε παρέα με τον Σταμάτη τον Κραουνάκη, τη Νικολακοπούλου, οι οποίοι ήταν ακόμα στο ξεκίνημα αυτής της καταπληκτικής καριέρας που κάνανε μαζί με τη Λήδα την Πρωτοψάλτη. Ο Κραουνάκης είχε τότε... Η Μαίρη η Εσπέρ μέχρι πρόσφατα ήταν στην «Σπείρα Σπείρα» στο συγκρότημα του Κραουνάκη. Μας δώσανε κι αυτοί... Είχαμε ευκολία να βρούμε 2 ανθρώπους, 3. Ο Καζούλης που είχα πει νωρίτερα, είχαμε πάει και τον είχαμε δει εκεί που τραγουδούσε η Μαίρη η Εσπέρ, για να μπορέσουμε να έρθουμε σε μία επαγγελματική συμφωνία και να έρθει να τραγουδήσει σε εμάς. Γενικώς, ήταν εύκολη, η πρώτη φορά ήτανε δύσκολη. Αλλά τα καταφέραμε. Δηλαδή, φαντάζομαι και αυτοί οι άνθρωποι θα ρωτούσανε και κάποιους. Πέρα από την δική μας πρόταση μέχρι να πούνε ναι τελικά ή όχι, δηλαδή κάνεις μια κουβέντα, να κοιτάξω τις ημερομηνίες να δω αυτό, να δω εκείνο. Σε δεύτερη-τρίτη επικοινωνία, έχει ρωτήσει κι αυτός τους γνωστούς του, «Τι είναι αυτοί, είναι άνθρωποι που μπορώ να βασιστώ επάνω τους». Νομίζω έτσι γίνεται, έτσι γινότανε, τώρα δεν ξέρω πώς γίνεται.
Θυμάστε το πρώτο τηλεφώνημα, για να τους καλέσετε; Το πρώτο που είχε συμβεί.
Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν με τον Θανάση τον Γκαϊφύλλια, το οποίο το έκανε ο Δημήτρης. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε σε ανοιχτή ακρόαση. Ήμασταν όλοι γύρω του, βέβαια, και ο Δημήτρης μίλαγε. Του είπε ότι, «Είμαστε μια παρέα 5 φίλων, έχουμε αυτό το χώρο, θα θέλαμε να σε ακούσουμε, πόσο εύκολο είναι για σένα να έρθεις από την Κομοτηνή στην Αθήνα;». Ήταν πολύ θετικός από την πρώτη στιγμή ο Θανάσης ο Γκαϊφύλλιας. Παρόλο που είχε φύγει χρόνια μακριά από την Αθήνα για τους δικούς του λόγους τους οποίους τους έχει πει σε πολλές συνεντεύξεις του, ήθελε να φύγει. Του άρεσε η επιστροφή για ένα χρονικό διάστημα. Το συνδύασε και με άλλους χώρους εκείνο τον καιρό. Στο τηλέφωνο, ήτανε πολύ θετικός και θυμάμαι πέρα από τα τεχνικά τα οποία τα λύσαμε πολύ γρήγορα και τα... Όταν ήρθε και εδώ, μας είπε χίλια καλά λόγια για την προσπάθεια την οποία κάναμε και το δέσιμο το οποίο είχαμε και την σκέψη την οποία είχαμε να κάνουμε ένα τέτοιο τόλμημα, μια τέτοια κίνηση σε ένα χώρο πολύ μακριά από το κέντρο της Αθήνας, γιατί κι αυτός ήτανε μακριά από την Αθήνα. Αισθανόταν σ’ ένα βαθμό τις ανησυχίες μας, το θράσος μας και την απόφαση να κάνουμε κάτι διαφορετικό, ρε παιδί μου. Θυμάμαι κάποια στιγμή ο Δημήτρης πήγε διακοπές ένα καλοκαίρι και τον φιλοξένησε ο Γκαϊφύλλιας στο σπίτι του για 2-3 βράδια νομίζω στην Κομοτηνή. Μετά από 1 χρόνο, 2, δεν θυμάμαι πότε πήγε ο Δημήτρης ταξίδι εκεί πάνω. Ο οποίος ήτανε, πραγματικά, πολύ φιλικός, είχε ένα δισκοπωλείο. Δεν ξέρω αν το έχει ακόμα, γιατί τα δισκοπωλεία είναι πλέον σπάνια. Έπαιρνε μέρος, βέβαια, και σε εκδηλώσεις στην Κομοτηνή, εκεί στην ευρύτερη περιοχή. Ένας ενεργός καλλιτέχνης, ιδεολόγος, άνθρωπος με αρχές, πολύ προσιτός. Τουλάχιστον σε εμάς... Δεν μπορώ να πω για όλους τους ανθρώπους, τουλάχιστον σε εμάς. Τώρα αν με ρωτάτε αν δικαιωθήκαμε, ο καθένας μπορεί να πει μόνο για τον εαυτό του.
Συναισθηματικά αυτά τα 10 χρόνια που δουλεύατε σε 2 από τους μεγαλύτερους κλάδους της Ελλάδας εκείνης της εποχής, πώς ήτανε για εσάς;
Πολύ έντονα, μπορώ να πω ότι έζησα το όνειρο μέχρι ενός σημείου, μπορώ να πω ότι έζησα υπέροχες στιγμές, μπορώ να πω ότι έζησα και δύσκολές στιγμές, δεν θα μπορούσε να είναι όλο αυτό το χρονικό διάστημα παράδεισος. Σίγουρα, υπήρχαν και διαστήματα κόλασης ή ας μην τα σχηματοποιούμε έτσι τόσο δύσκολα... Ας μην τα σχηματοποιώ τόσο δύσκολα και τόσο εύκολα. Υπήρχαν πολλές πολλές όμορφες στιγμές και αρκετές δύσκολες στιγμές. Η ζωή είναι συνδυασμός, αλλιώς θα ήτανε μονότονη. Πολύ κουραστική θα έλεγα, γιατί για μεγάλο χρονικό διάστημα έκανα δύο δουλείες, οι οποίες ήτανε πολύ απαιτητικές, από άποψη και χρόνου, αλλά και από άποψη, τουλάχιστον η πρωινή δουλειά, είχε και από άποψ[02:10:00]η νηφαλιότητας, καθαρού μυαλού... Έκανα και δουλειά, η οποία είχε να κάνει με οικονομικά. Έδινα προσφορές, έπρεπε να έχω μαζί μου πολλές φορές εισιτήρια αεροπορικά, ακτοπλοϊκά, λίγων ή πολλών ανθρώπων τα οποία είχανε πολύ μεγάλο κόστος που δεν θα έπρεπε να τα καταστρέψω, δεν θα έπρεπε να τα χάσω. Θα έπρεπε να τους τα παραδώσω, γιατί θα ‘χανε το ταξίδι τους. Πολλά πράγματα που έπρεπε να είσαι ακέραιος. Δύσκολο, αλλά ήμασταν νέοι. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν κάτι που αγαπούσα να κάνω, άρα το έκανα με πολύ μεγάλο ζήλο. Ήθελα να κάνω αυτές τις δουλειές, άρα ο άνθρωπος που θέλει να κάνει κάτι, βρίσκει τρόπο μέσα του να το κάνει. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μπορείς να είσαι ξενύχτης 3-4 μέρες συνεχόμενες. Υπάρχει και ένα όριο φυσιολογικό. Θυμάμαι περίοδο εορτών, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς ή Πάσχα, επειδή στο τουριστικό γραφείο ήταν πολύ έντονο το διάστημα αυτό, επειδή φεύγανε πάρα πολλά γκρουπ στο εξωτερικό, τα οποία είχα αναλάβει εγώ, να τα βλέπω στο αεροδρόμιο και να τους δίνω, ήτανε έτσι η διαδικασία του γραφείου, και να τους δίνω τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, πολλές φορές δεν κοιμόμουνα. Δηλαδή, δεν κοιμόμουν, γιατί φοβόμουνα μην τυχόν δεν ξυπνήσω. Ήταν ελάχιστος ο χρόνος που είχα, για να κοιμηθώ και φοβόμουνα μην τυχόν δεν ξυπνήσω και μείνουν οι άνθρωποι και με περιμένουν στο αεροδρόμιο. Ώρες όπως 4 η ώρα το πρωί ή 5 η ώρα το πρωί, ταξιδιώτες που πηγαίνανε ας πούμε στην Πράγα ή στην Βουδαπέστη που εκείνη την εποχή τα αεροπλάνα αυτά φεύγανε γύρω στις 5 η ώρα το πρωί ή στις 6. Υπήρχαν πάρα πολλές πτήσεις που φεύγανε πολύ νωρίς το πρωί. Οπότε, κι εγώ έμενα ξάγρυπνος. Ή όταν έπρεπε να δω κάποια γκρουπ που ερχόντουσαν στο λιμάνι του Πειραιά από κρουαζιέρες που οι κρουαζιέρες στο λιμάνι του Πειραιά ερχότανε γύρω στις εξίμιση η ώρα το πρωί, άρα έπρεπε να πας εκεί γύρω στις 6 η ώρα. Έξι παρά. Να συντονίσεις ταξί, πούλμαν, το άγχος να δεις αν ήρθαν τα πούλμαν ή τα ταξί για να εξυπηρετήσουν τους ανθρώπους, να βρεις τους ανθρώπους αυτούς, να τους βάλεις στα πούλμαν τους, να τους πας εκεί που πρέπει να πάνε. Πολλές φορές έπρεπε να συνδυάσεις το γκρουπ αυτό που ερχόταν από το λιμάνι ή τους μεμονωμένους ανθρώπους να τους πας στο αεροδρόμιο. Γιατί έπρεπε να φύγουν, να προλάβουν το αεροπλάνο τους, δηλαδή υπήρχαν και τέτοια θέματα. Υπήρχε και μια σειρά να τρέξεις να μπεις πρώτος μέσα στο καράβι, να μην μπει άλλος συνάδελφος που ήμασταν άρα πολλοί τότε. Να πάρεις τα πράγματά τους, να τρέξεις έξω να τους βάλεις στο ταξί ή στο πούλμαν, για να προλάβεις να μην χάσουν το αεροπλάνο τους. Είτε για να πάνε σε κάποιο νησί, είτε για να πάνε στην πατρίδα τους ή σε κάποιο άλλο προορισμό μακριά από την Ελλάδα. Όλο αυτό είχε ένα άγχος. Θυμάμαι, βέβαια, που πήγαινα πολύ νωρίτερα ή που κοιμόμουν μέσα στο αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο στο πάρκινγκ και ξύπναγα πολύ νωρίς το πρωί και πήγαινα και έπαιρνα πρωινό στο εστιατόριο του αεροδρομίου. Τότε γνώρισα και το «Galaxy» σαν σταθμό που μας έκανε παρέα με τις απίστευτες μουσικές του τα βράδια και τα απογεύματα που περιμέναμε στο αεροδρόμιο μέχρι να έρθει η ώρα να εξυπηρετήσουμε τον κόσμο. Άλλο που θυμάμαι εκείνη την εποχή ήτανε μετά από ένα τέτοιο σερί 2-3 ημερών ξενυχτιού που μου είχανε νοικιάσει αυτοκίνητο από το γραφείο, για να κάνω τις μετακινήσεις, χωρίς να χρησιμοποιώ το δικό μου το ΙΧ που τράκαρα με ένα, γιατί κοιμήθηκα, ή είχα χαμηλά αντανακλαστικά. Τράκαρα πάνω σε ένα τρόλεϊ στο Μικρολίμανο, στον περιφερειακό του Μικρολίμανου. Έπεσα πάνω του, δεν έγινε τίποτα τραγικό. Απλά από το ξενύχτι μα μου σου του πάτησε φρένο να σταματήσει για στάση, ήταν βρεγμένος ο δρόμος. Έτρεχα εγώ για να προλάβω, υποτίθεται, να πάω στο αεροδρόμιο από το Μικρολίμανο και το κοπάνησα. Καταλάβανε και οι άνθρωποι, σου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου εκεί, έλα μετά από 2 μέρες, θα την κάνει τη δουλειά σου κάποιος άλλος». Καταλάβανε ότι δεν θα μπορούσαν να τα κάνω όλα αυτά, οπότε μου βρήκανε και βοηθούς από ένα διάστημα και μετά. Πολύ όμορφες στιγμές μπορώ να πω. Διασκέδασα πάρα πολύ, χόρεψα πάρα πολύ. Έκανα πράγματα που δεν θα μπορούσα να κάνω ως θαμώνας σε ένα μαγαζί, γιατί είχα το θράσος, η ήμουν εγώ που το είχα μπήκα στο ρόλο του ξέρεις είναι δικό μου αυτό, κάνω ότι θέλω. Άσχημο να το λες, πολύ όμορφο να το ζεις όμως. Όχι, βέβαια, εις βάρος άλλων ανθρώπων. Το λέω με την έννοια ότι έζησα έτσι όπως πραγματικά δεν θα μπορούσα να το ζήσω διαφορετικά. Άσχετα, αν προέκυψαν στην πορεία πικρές στιγμές. Είναι μέσα στην πορεία του ανθρώπου αυτά. Ουδείς τέλειος. Κανένας δεν είναι τέλειος ούτε και η φύση είναι τέλεια άσχετα με το τι λένε οι διάφοροι. Δεν υπάρχει τελειότητα.
Ποια ήτανε πορεία της «Λίγκας», της «Δυτικής Όχθης» και του «Club Land»; Πώς τελείωσε;
Η «Λίγκα» εξελίχθηκε στην «Δυτική Όχθη». Σε κάτι μεγαλύτερο και πολύ πιο ουσιαστικό. Η «Δυτική Όχθη» πήγε στο «Club Land». Έγινε «Club Land». Έγινε κάτι διαφορετικό και εκεί υπήρξαν και... Ήταν ο χρόνος, το διάστημα που μείναμε πολύ καιρό μαζί, ήτανε οικονομικοί παράγοντες, ήταν πολλά πράγματα, μπορεί να κουραστήκαμε κι εμείς μεταξύ μας το «Club Land» ήταν μία στιγμή στην πορεία όλου αυτού του εγχειρήματος, το οποίο απέδειξε και τις δυνατότητες τις οποίες μπορεί να έχουν οι άνθρωποι από ένα σημείο και μετά. Φτάσαμε να χωρίσουμε οι 5 να γίνουνε 3. Υπήρξαν διαφωνίες και, και και... Οπότε έφτασε η στιγμή που, όπως είπα, οι 5 γίνανε 3. Και από ένα διάστημα και μετά οι 3 γίνανε 2. Όλο αυτό από ένα σημείο και μετά άρχισε να φτάνει στο τέλος του. Δεν εξυπηρετούσε πλέον κανένα. Ο καθένας είχε διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικούς τρόπους να τους καλύψει. Τουλάχιστον σκέψεις. «Πώς θα καλύψω τις ανάγκες μου; Έτσι». Οπότε, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν ταιριάζουν πλέον μεταξύ τους, οι ανάγκες τους, αναγκαστικά κάποιο κοινό εγχείρημα, είναι λογικό ότι έχει ημερομηνία λήξης είτε κοντά είτε λίγο πιο μακριά. Οπότε, αυτό το πράγμα σταμάτησε μετά από ένα διάστημα. Παρόλο που δεν έχουμε κουβεντιάσει εκτενέστερα μεταξύ μας μετά από τόσα χρόνια, φαντάζομαι ότι υπάρχουνε πολλές διαφορετικές σκέψεις και απόψεις. Λογικό είναι. Υπήρξε μία πικρία. Είμαι σίγουρος. Λέω για τον εαυτό μου, γιατί υπήρξε αλλά φαντάζομαι ότι υπήρξε και από τους υπόλοιπους φίλους και συνεργάτες. Ο καθένας, βέβαια, δεν τις αντιμετωπίσαμε. Δεν κάναμε την αυτοκριτική μας, ούτε και την κριτική ο ένας απέναντι στον άλλο. Το αφήσαμε σαν πληγή που θα κλείσει; Την αφήσαμε να κλείσει. Για μένα, μάλλον ήταν λάθος. Θα έπρεπε να την κλείσουμε μόνοι μας. Να κάτσουμε κάποια στιγμή μετά από χρόνια να το κουβεντιάσουμε, θα μου πεις μετά από τόσα χρόνια δεν υπάρχει λόγος. Ας κλείσει μόνη της.
Θα θέλατε να μας πείτε τα μικρά ονόματα της παρέας;
Ναι τα είπα, όχι δεν τα είπα. Ήταν ο [02:20:00]Δημήτρης, ο Περικλής, ο Χρήστος, ο Βαγγέλης και ο Διονύσης. Πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, ο Δημήτρης, ο Περικλής, ο Διονύσης και ο Χρήστος ήταν συμμαθητές στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Ο Βαγγέλης ήτανε παρέα. Δεν πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, άλλα ήτανε παρέα που προέκυψε.
Θα το ξανακάνατε;
Χίλιες φορές θα το ξανάκανα, ναι. Χίλιες φορές. Θα το ξανάκανα χίλιες φορές. Έζησα στιγμές που δεν περίμενα τόση χαρά να αισθανθώ. Και δεν είναι μόνο η χαρά η διασκέδαση, είναι η ολοκλήρωση που αισθάνεσαι το αίσθημα αυτό το ότι δεν με ενδιαφέρει κάτι άλλο. Μπορώ να πεθάνω που λέει ο λόγος τώρα. Έφτασα πολλές φορές πολλές στιγμές να το πω αυτό το πράγμα. Όχι κάτω από την επήρεια του ποτού, αλλά από την αίσθηση ότι η ζωή σου είναι κοινό όραμα και άλλων ανθρώπων. Ή ότι η ζωή άλλων ανθρώπων σου προσφέρεται άδολα. Όπως έδινα εγώ τον εαυτό μου, για τους φίλους μου και έλεγα ότι είναι φίλοι μου, ρε παιδί μου, τέρμα μη μου μιλάει κανένας. Έχουν δίκιο, έχουν αυτό. Έβαλα από ένα σημείο και μετά -πώς να πω- έβαλα στη μπάντα και την οικογένεια μου. Ή χρησιμοποιούσα σε ένα βαθμό την οικογένεια μου, γιατί θεωρούσα ότι ό,τι σημαντικότερο είχα στη ζωή μου ήταν οι φίλοι μου. Ήτανε αυτή η παρέα. Θα ήθελα να το είχα συνεχίσει, όπως είπα και λίγο πριν, και να μπούμε στον χώρο αυτόν αποκλειστικά με συναυλίες και να κάνουμε ένα μεγαλύτερο χώρο κάπου αλλού και να είναι πλέον το επάγγελμα μας. Η επαγγελματική μας απασχόληση να ήτανε αυτή. Δεν θα ήθελα να ήμουνα μόνος μου όμως, δηλαδή μόνος μου δεν θα το έκανα πιθανόν. Θα ήθελα να έχω ανθρώπους έμπιστους δίπλα μου που να μιλάμε την ίδια γλώσσα, σε ένα βαθμό, γιατί από ένα διάστημα και μετά νομίζω ότι το οικονομικό ήταν σημαντικός παράγοντας της διάλυσης, ουσιαστικά, αυτής της προσπάθειας. Από ένα σημείο και μετά οικονομικά δεν έβγαινε το πράγμα. Ήταν πολύ περισσότερα τα έξοδα για χίλιους δυο λόγους, γιατί η οικονομική κατάσταση της πατρίδας ήταν αυτή την στιγμή εκείνη. Ο χώρος μπορεί να κούρασε. Πολλά μαγαζιά, αν σκεφτείτε το πώς λειτουργεί η νύχτα. Πολλά μαγαζιά κάνουνε κάθε χρόνο ανακαίνιση για να δώσουνε κάτι διαφορετικό. Κάθε χρόνο προσπαθούν να κάνουνε κάτι πολύ διαφορετικό από τον προηγούμενο χρόνο. Εμείς δεν είχαμε την δυνατότητα να επενδύουμε συνεχώς περισσότερα πράγματα. Για ποιο λόγο; Όπως είπα και νωρίτερα, προσπαθούσουμε να κρατάμε τα οικονομικά δεδομένα χαμηλά. Άρα, δεν είχαμε δυνατότητα μεγάλης κερδοφορίας και επανεπένδυσης κάποιων από τα κέρδη, τα οποία είχαμε. Άρα, κάποια στιγμή αυτό το εγχείρημα ήταν καταδικασμένο οικονομικά. Θα μου άρεσε να φέρνουμε καλλιτέχνες από το εξωτερικό, θα μου άρεσε να έχω... Θα μου άρεσε καλλιτεχνικά. Θα ήθελα να έχω αυτή τη δυνατότητα να προσφέρω στον κόσμο μουσική διασκέδαση, γιατί κι έμενα μου αρέσει. Να ξεφύγεις από τη μονοτονία μιας ζωής σε ένα γραφείο, μιας ζωής σε ένα κατάστημα. Τα όνειρα κάποιες φορές μένουνε όνειρα. Προσπαθήσαμε, κάναμε πολλά που άλλοι άνθρωποι, τέλος πάντων, ας μη μιλήσουμε για άλλους ανθρώπους, που δεν το πιστεύαμε, όμως τα καταφέραμε. Είχαμε απίστευτο θράσος και φιλοδοξία. Άλλοι σε μεγάλο βαθμό άλλοι σε λιγότερο, μικρότερο βαθμό. Γιατί αυτό σε πάει μπροστά. Το θράσος, η φιλοδοξία. Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε. Καταφέραμε πολλά πράγματα. Θα ‘θελα να καταφέρναμε πολλά περισσότερα. Την άλλη φορά που θα έρθουμε στον κόσμο.
Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.
Κι εγώ σας ευχαριστώ που μου δώσατε την δυνατότητα να πω πράγματα, τα οποία είναι σημαντικά και για τους ανθρώπους και για την περιοχή. Ακόμα βλέπουμε ανθρώπους στον δρόμο εδώ της περιοχής, οι οποίοι ακόμα μας αναγνωρίζουν σαν τους τάδε. Η «Λίγκα», στους παλιότερους πλέον και λιγότερο σε νεότερα παιδιά, είναι πολλή γνωστή. Η «Λίγκα», γιατί ήτανε ένα μουσικό καφενείο το οποίο ήτανε πολύ πρωτόγνωρο για την γειτονιά μας, για την περιοχή του Ιλίου. Τι γίνεται και τα λοιπά. Όλοι μας λένε αυτό και ξέρω και από τους φίλους τους υπόλοιπους με τους οποίους μιλάμε κατά καιρούς ότι πάρα πολλοί από τους γνωστούς μας που μένανε μακριά και ερχόντουσαν να δουν ή τους καλλιτέχνες που φέρναμε ή το να περάσουνε καλά μαζί μας. Τους ρωτάνε, «Τι κάνετε παιδιά, πόσο ωραία που περνάγαμε εκείνη την εποχή» και τα λοιπά. Ήταν όντως υπέροχα.