© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μαίρη Μούζακ Φοινικιώτου: Εικόνες από το Καστελλόριζο, τον Πειραιά και το Kentucky
Istorima Code
22298
Story URL
Speaker
Μαριγούλα Μούζακ Φοινικιώτου (Μ.Μ.)
Interview Date
03/06/2022
Researcher
Νάντια Μπαϊμπά (Ν.Μ.)
[00:00:00]Ωραία, και τώρα θα ξεκινήσουμε. Ονομάζομαι Μπαϊμπά Νάντια, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 4/6/2022 και βρισκόμαστε στη Γλυφάδα με την Μαίρη ή Μαριγούλα Μούζακ Φοινικιώτου.
Φοινικιώτου, ναι.
Τέλεια. Για πες μας, Μαίρη, λίγα λόγια για το όνομά σου.
Το όνομα μου προέρχεται από το Φοινικιώτης, είναι η οικογένεια που ήρθε στο Καστελλόριζο από τον Φοίνικα της Λυκίας, είναι βορειοανατολικά του Καστελλορίζου. Κι εκεί ο άρχοντας, ο τολμηρός καραβοκύρης, ο παππούς μου, Νικόλαος Φοινικιώτης, κι εκείνη η περιοχή ονομάστηκε «τα Φοινικιώτικα». Ήταν αρχοντική οικογένεια και όλο αυτό το μέρος, Φοινικιώτικα –ο Κάβος–, μένανε οι άρχοντες του Καστελλορίζου. Αυτό είναι το επίθετό μου, απ’ τον Φοίνικα δηλαδή, της Λυκίας.
Τον παππού σου τον θυμάσαι;
Όχι, είχε πεθάνει προτού να γεννηθώ. Υπάρχει μεγάλη ιστορία, πολύ μεγάλη ιστορία των Φοινικιώτιδων. Θλιβερή ιστορία. Ο παππούς μου είχε τέσσερις γιους και σε ένα ταξίδι με το πρώτο πετρελαιοκίνητο καράβι που έφευγε απ' το Καστελλόριζο –καμάρι–, τα τρία του αγόρια, έκτος απ' τον πατέρα μου που ήταν λίγο άρρωστος και δεν πήγε, τρία αδέρφια και ξαδέλφια, πολλοί Καστελλοριζιοί –πλήρωμα γεμάτο–, έφυγε και πήγε στην Ευρώπη φορτωμένο με εμπορεύματα. Και στον γυρισμό γεμάτο χρυσές λίρες κάτω το αμπάρι, κάπου στην Ελλάδα, δεν ξέρω ακριβώς πού, στην Χαλκιδική κάπου μια μεγάλη φουρτούνα. Και τα–, παλικαρίσια οι ναυτικοί, οι θείοι μου και τα ξαδέρφια τους, δεν μπόρεσαν και πνίγηκαν όλοι. Ήταν κάτι το τρομερό για το Καστελλόριζο, δεν υπήρχε οικογένεια –και τώρα που λέω δακρύζω– δεν υπήρχε οικογένεια που δεν είχε χάσει κάποιον. Ήταν κάτι πραγματικά το πολύ τολμηρό. Και μετά αυτό ήταν η οικογένεια, το τέλος σχεδόν της οικογενείας του Φοινικιώτη και μια– Αυτά και ήταν τότε ο κίτρινος πυρετός, που είχαν προσβληθεί οι περισσότεροι Καστελλοριζιοί και έτσι και η θεία μου, η αρχόντισσα Μαριγώ Φοινικιώτου, πέθανε από την αρρώστια, από τον κίτρινο πυρετό. Και σχεδόν αυτή η οικογένεια η αρχοντική ξεκληρώθηκε όλη, αυτό.
Πότε ήταν αυτό;
Αυτό ήταν το 1916. Το ‘20-‘22 ήταν ο κίτρινος πυρετός, δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία. Ο ισπανικός πυρετός, η ισπανική γρίπη με συγχωρείς, ισπανική γρίπη και προσβλήθηκε και η θεία μου. Πέθανε και αυτή και έμεινε μόνος ο πατέρας μου απ’ την οικογένεια των Φοινικιώτιδων. Αυτό ήταν το θλιβερό τέλος. Και μετά τη γέννηση τη δική μας, τη δική μου, φύγαν απ’ το Καστελλόριζο και ήρθαν στον Πειραιά.
Εσύ πότε γεννήθηκες;
Το ’33, 7 Φεβρουαρίου το ‘33 και μετά από μερικούς μήνες ήρθαμε στον Πειραιά.
Και είχες και αδέρφια.
Ναι, εγώ ήμουν η μικρότερη. Μια αδερφή και έναν αδελφό. Μεγαλύτεροι αρκετά από εμένα, ναι, πάνω από δέκα χρόνια.
Άρα, το Καστελλόριζο το θυμάσαι από αφηγήσεις.
Ναι, από αφηγήσεις, μόνο από αφηγήσεις, ναι.
Και από τη μαμά σου.
Από τη μητέρα μου, από τη γιαγιά μου της μητέρας μου, ναι, ναι, ναι. Διηγήσεις, ναι. Ήμουν γεμάτη από Καστελλόριζο σαν να το ζούσα, σαν να ζούσα στο Καστελλόριζο. Αφού όταν πήγα για πρώτη φορά, νόμιζα ότι δεν το είχα εγκαταλείψει πότε. Τόσες ήταν οι αφηγήσεις και δυνατές, που έμεναν στο μυαλό μου και οι εικόνες που μου δημιουργούσαν χωρίς να έχω πάει. Το Καστελλόριζο το όποιο αγάπησα περισσότερο και από την Αθήνα που ήταν μετά η δεύτερη μου πατρίδα. Πέρασαν πολύ δύσκολα οι γονείς μου, πάρα πολύ δύσκολα. Ο πατέρας μου δεν ήξερε πολλά από Αθήνα, μόνο από Αίγυπτο γιατί είχαν ζήσει στην Αίγυπτο. Η μητέρα μου έβγαλε καλόγριες Γαλλίδες. Ήσαν άρχοντες και ήθελε να κάνει κάτι στην Ελλάδα. Είχε τα λεφτουδάκια του, είχε τις χρυσές λίρες και άνοιξε ένα καφενείο, όπως του είπαν. Και ήθελε βιεννέζικο αλλά δεν ήταν γειτονιά που θα μπορούσε, ήταν κακόφημη και δυστυχώς, δεν πήγε καλά το βιεννέζικο καφενείο και πήγε εργάτης. Φύγαν από τον Πειραιά και τον αγαπούσαν, τους θύμιζαν ίσως το Καστελλόριζο, γιατί έμεναν κάπου στην θάλασσα, ίσως οι παραλίες… Οι περισσότεροι νησιώτες έμεναν στον Πειραιά, από τον Άγιο Νικόλα μέχρι δεν ξέρω, τους θύμιζαν τα νησιά τους και όλοι μένανε–. Μετά τα αρχοντικά, μένανε σε διώροφα και τριώροφα σπίτια, ερχόντουσαν στον Πειραιά και μια οικογένεια έμενε σε ένα σπίτι ένα δωμάτιο η κάθε οικογένεια, με κοινή τουαλέτα και κοινή κουζίνα. Αυτά τα θυμάμαι έντονα. Μετά από αυτό που δυστυχώς, δεν πήγε καλά το καφενείο, πήγε εργάτης ο πατέρας μου. Και αυτός ο άρχοντας, πήγε εργάτης στου Παπαδόπουλου το εργοστάσιο, τα μπισκότα. Και εμείς πήγαμε, φύγαμε από τον Πειραιά και πρώτο σπίτι, φύγαμε από το δωμάτιο και πήγαμε σε κανονικό σπίτι με τουαλέτα μέσα και κουζίνα, ήταν δικό μας το σπίτι. Ενοίκιο βέβαια, και πηγαίναμε, με έπαιρναν τα αδέρφια μου και πηγαίναμε κάτω από του Παπαδοπούλου –δεν θα το ξεχάσω– το εργοστάσιο –το οποίο δεν ξέρω αν είναι το ίδιο εργοστάσιο, ένα τεράστιο– και έβγαινε ο πατερούλης μου και μας πέταγε μπισκοτάκια. Τόσο ωραία μπισκότα δεν έχω ξαναφάει στη ζωή μου! Αυτή τη γεύση την έχω ακόμα, τα μπισκότα του Παπαδοπούλου! Και σιγά-σιγά όμως, φτιαχτήκαμε, πήγαμε στην Αθήνα, σπουδάσαμε. Εργάστηκε η μητέρα μου, έκανε βιοτεχνία, ανεβήκαμε, ανήλθαμε μια χαρά. Ακούραστη η μητέρα μου και ο πατέρας, εκεί που ήταν εργάτης ο πατέρας μου έγινε αφεντικό, δεν ξέρω πόσοι δούλευαν στην βιοτεχνία του. Δόξα τω Θεώ, πήγαμε πάρα μα πάρα πολύ καλά.
Και η μητέρα σου δούλευε.
Η μητέρα μου έξυπνη τρομερά. Δούλευε μαζί, άνοιξαν βιοτεχνία και ράβανε. Καλά πήγανε, πολύ ωραία. Η μητέρα μου έκανε την αρχή και μετά στο τέλος, βοηθούσε ο πατέρας μου. Έφυγε βέβαια από το εργοστάσιο και τις εξωτερικές δουλειές της βιοτεχνίας ανέλαβε ο πατέρας μου, και εσωτερικά η μητέρα μου. Και δούλευαν αρκετές κοπέλες για την μητέρα μου και για τον πατέρα μου. Δόξα τω Θεώ, πήγαμε πολύ καλά, όπως και όλοι οι πατριώτες.
Άρα–.
Ζήσαμε ξενιτιά, ζήσαμε ξενιτιά στην δική μας χώρα. Στην Ελλάδα μας ήμασταν ξένοι.
Νιώθατε δηλαδή, σαν πρόσφυγες.
Ναι, πρόσφυγες, ήμασταν πρόσφυγες και δεν ξέρω γιατί, μας διατηρούσαν την ιταλική υπηκοότητα, δεν μπορούσαμε να πάρουμε ελληνική υπηκοότητα. Και μετά, με την ενσωμάτωση το 1948, τότε πήραμε Έλληνες. Εγώ δεν είχα χαρτιά και το παράπονο μου, ζητούσα στο σχολείο και μου λέγανε «τα χαρτιά σου, πιστοποιητικά», εγώ δεν είχα πιστοποιητικό. Και μετά το ‘48, επιτέλους, πήγα στο γυμνάσιο και στον γυμνασιάρχη μου και λέω: «Έφερα πιστοποιητικό!». Όταν έγινε ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την μητέρα Ελλάδα. Βιώματα, αλλά δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!
Και στο Καστελλόριζο πότε πήγες ξανά πρώτη φορά;
Στο Καστελλόριζο πήγα πια μεγάλη, παντρεμένη, με τα παιδάκια μου. Και μετά από κει δεν το έχω αποχωριστεί. Έφτιαξα το σπίτι της μητέρας μου που είχε κατεδαφιστεί, είχε καταστραφεί και συνέχεια στο Καστελλόριζο. Η ψυχή μου το Καστελλόριζο και όχι μόνο, το αγάπησαν και τα παιδιά μου που η κόρη μου, εκπαιδευτικός, μένει μόνιμα στο Καστελλόριζο. Μένει από το 2006 με την οικογένεια της, είναι διευθύντρια Γυμνασίου-Λυκείου του Καστελλορίζου.
Μαίρη, θυμάσαι και κάποια ιστορία που σου έλεγε ίσως, η μαμά σου ή ο μπαμπάς σου.
Πολλές ιστορίες.
Από το Καστελλόριζο, να μου πεις.
Θέλω να πω κάτι, δυστυχώς είχαμε ταξικές διαφορές. Εκεί στο Κορδόνι –Κορδόνι λεγόταν ο δρόμος της παραλίας, τον λέγαν Κορδόνι– και εκεί στον Κάβο, εκεί που ήταν τα αρχοντικά τα σπίτια και καταστραφήκαν δυστυχώς και βομβαρδίστηκαν από τους Γερμανούς, η μεγάλη καταστροφή του 1943 του Καστελλορίζου. Κατεδαφίστηκε και το σπίτι που γεννήθηκα και το σπίτι της μητέρας μου, αυτό που έφτιαξα από την αρχή. Εκεί ήταν τα αρχοντικά, ίσως γι’ αυτό καταστράφηκαν, βομβαρδιστήκαν. Στο δικό μου το σπίτι είχε πέσει –το είδα φωτογραφία, [00:10:00]μου το βγάλαν– αεροπλάνο μέσα. Και εκεί, δυστυχώς, υπήρχαν ταξικές διαφορές. Υπήρχαν οι καφενέδες, υπήρχαν δύο, των Κοντούζογλου και του Χατζηκομνηνού. Εκεί πήγαιναν μόνο οι δημογέροντες, οι πλούσιοι, οι έμποροι, οι επιφανείς άντρες του Καστελλορίζου –όχι οι γυναίκες βέβαια– και στον πίσω δρόμο, στον παράλληλο, υπήρχε άλλο καφενείο που πήγαιναν οι ναυτικοί. Αλλά ποιοι; Οι καπεταναίοι. Δεν πήγαιναν οι ναύτες, οι ναύτες πήγαιναν στην άλλη μεριά, στην πέρα μεριά. Δεν πήγαιναν οι ναύτες, οι μούτσοι εκεί που πήγαιναν οι πλούσιοι και οι καπεταναίοι. Υπήρχαν, δυστυχώς, ταξικές διαφορές. Δεν υπήρχαν υπηρέτες, υπηρέτριες, τους έφερναν απ’ τα άλλα νησιά. Όλοι ήσαν πλούσιοι και ο ψαράς ακόμα, είχε το δικό του σπίτι, υπήρχε ιδιοκτησία. Δεν υπήρχε να νοικιάζουν σπίτια. Και ο πιο φτωχός ο ψαράς, κι αυτός είχε το δικό του. Μπορεί να μην ήταν τρίπατο αλλά δίπατο θα ήταν, οπωσδήποτε. Και κόσμο φέρνανε για να τους υπηρετεί, απ’ ό,τι μου λένε η γιαγιά μου, φέρναν από τα άλλα νησιά. Πλούσιο νησί, πολύ πλούσιο νησί. Δυστυχώς, καταστράφηκε αλλά ευτυχώς, τώρα ξαναφτιάχνεται.
Αναπτύσσεται.
Αναπτύσσεται, αναπτύσσεται.
Εσένα η δικιά σου οικογένεια με τι εργάζονταν; Είχαν καΐκια;
Ναι, καΐκια είχαν και μετά εδώ πέρα όπως σου είπα, γίνανε εργάτες και άλλαξαν τελείως. Ναι, με καΐκια. Όπως προείπα, του παππού μου το μεγάλο το πρώτο πετρελαιοκίνητο καράβι που μαζί με τους θείους μου, τα αδέλφια και τα ξαδέλφια που πνίγηκαν, καταστράφηκαν. Ναι, με πλοία, όλοι οι Καστελλοριζιοί, ναυτιλιακό νησί είναι, με την ναυτιλία ασχολούντο.
Και οι γυναίκες;
Οι γυναίκες στα σπίτια, τίποτα. Οι γυναίκες στα σπίτια να μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Καλές μάνες και περίμεναν τους άντρες τους να ‘ρθούν από τα ταξίδια γεμάτο καλούδια, λεφτά. Φέρνανε τα πάντα, χαβιάρι από τη Ρωσία, μπρι από την Ισλανδία, το μπακαλιάρο, γεμάτα τα σπίτια. Ερχόντουσαν οι ναυτικοί και φέρναν και από υφάσματα και τρόφιμα, γεμάτα τα σπίτια τους. Πλούσια, πολύ πλούσια. Αυγοτάραχο. Ακόμα και στις φτώχειες μου στην Αθήνα, ο μπαμπάκας μου θα πήγαινε να φέρει την Μεγάλη Εβδομάδα το αυγοτάραχο. Το είχανε μάθει. Πανάκριβο αλλά θα το ‘φερνε το αυγοτάραχο την Μεγάλη Εβδομάδα, η συνήθεια δεν είχε λείψει. Κι εγώ μετά, πήγα στην Πάντειο με υποτροφία. Έβγαλα το 1ο Γυμνάσιο της Πλάκας, αγαπώ την Πλάκα τόσο πολύ! Και μετά παντρεύτηκα έναν έλληνα αξιωματικό, ήρωα του Β’ΠΠ και της Κορέας. Έλληνα που οι γονείς του ήταν μετανάστες. Υπέφερε και αυτός μικρός πάρα πολύ, αλλά ανήλθε. Το όνειρο του ήταν να γίνει πιλότος και όταν έγινε, δεν το πίστευε πραγματικά πως έγινε πιλότος. Ανώτατος αξιωματικός και μετά καθηγητής πανεπιστημίου στις μπίζνες, σε οικονομικά. Τζον Μούζακ. Η μητέρα του από την Κωνσταντινούπολη και ο πατέρας του από την Τρίπολη Αρκαδίας. Φτωχό παιδί, πολύ φτωχό και πήρε τα ανώτερα. Και ήταν εκπαιδευτής στους έλληνες –ήρωες– αεροπόρους στην Κορέα. Γνωστός, πάρα πολύ γνωστός στη ελληνική αεροπορία, Τζον Μούζακ.
Μαίρη, μου είπες πριν ότι από αρχοντική οικογένεια που ήσασταν, ζήσατε την ξενιτιά και ήσασταν–.
Στην ξενιτιά, στην ξενιτιά, ναι. Την φτώχεια–.
Στον Πειραιά.
Την ξενιτιά, στον Πειραιά όπως όλοι οι Δωδεκανήσιοι και όλοι οι Καστελλοριζιοί. Και γι' αυτό και οι σύλλογοί μας –κάναμε τους συλλόγους μας– είναι όλοι στον Πειραιά. Το 1922 έκαναν τον σύλλογο, τον Σύνδεσμο των Απανταχού Καστελλοριζίων, ο οποίος υπάρχει και αυτό το χρόνο γιορτάσαμε τα 100 χρόνια, που έχει συμβάλει πάρα πολύ για την ανάπτυξη του Καστελλορίζου. Βοήθησε πολύ πάρα πολύ και γενικά ο σύνδεσμος, ένας κρίκος πραγματικά για όλους τους Καστελλοριζιούς της ξενιτιάς και της Ελλάδος, ο σύλλογος των απανταχού Καστελλοριζίων. Υπήρξα και πρόεδρος και νομίζω πετυχημένη πρόεδρος, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος.
Πότε ήταν αυτό;
Αυτό πρέπει να ήταν το 2000, κάτι τέτοιο. Δυο φορές. Διετής ήταν η θητεία, μπήκα δύο φορές.
Έχει και την εφημερίδα.
Βγάλαμε και εφημερίδα, μηνιαία εφημερίδα. Και αυτή δεν είναι… Πραγματικά ένας κρίκος, συνδέει τους απανταχού Καστελλοριζιούς ανά τον κόσμο. Μηνιαία εφημερίδα η οποία έχει βραβευτεί και από την Ακαδημία Αθηνών.
Και εσύ, Μαίρη, πώς παντρεύτηκες με τον-;
Με τον Τζον Μούζακ. Η μητέρα του έμενε δίπλα σε εμάς. Ήρθε η μητέρα του μετά από πολλά χρόνια στην Αμερική να δει τους δικούς της, που ήταν τα αδέλφια της και γνώρισε εμένα, με αγάπησε. Από την πεθερά μου! Και ήρθε ο άντρας μου και μέσα σε δεκαπέντε μέρες παντρευτήκαμε και με πήρε και έφυγα. Αλλά όσο και να αγάπησα την Αμερική, δεν μπορούσα. Η Ελλάδα ήταν το όνειρο μου, να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Δεν μπορούσα μακριά από την Ελλάδα και μόνο πέντε χρόνια έζησα στην Αμερική και μετά ήρθα εδώ. Εδώ πήρε και σύνταξη, ήρθε με μετάθεση ο άντρας μου εδώ πήρε. Έγινε και καθηγητής πανεπιστημίου, μια χαρά. Η Ελλάδα πάνω απ' όλα για μένα. Ελλάδα, Καστελλόριζο.
Πόσων χρονών ήσουν όταν παντρεύτηκες;
23.
Και ήταν γάμος αυτός από προξενιό, δηλαδή;
Ε ναι, γνωριμία πεθερά, αυτά. Γνώρισαν εμένα, ήμουν το καλό κορίτσι και χαριτωμένη ίσως –δεν ξέρω, δεν μπορώ να το πω– και ήρθε ο άντρας μου, μόλις με είδε και έγινε έτσι τάκα-τάκα. Ζήσαμε καλά, κάναμε τα παιδάκια μας, επιστημόνισσες τρεις. Η μεγάλη μου κόρη γιατρός-νευρολόγος, η άλλη εκπαιδευτικός που ζει μόνιμα στο Καστελλόριζο. Πήρε την αγάπη από μένανε και μένει εκεί με την οικογένεια της. Και η μικρή μου κόρη συμβολαιογράφος εδώ, στη Γλυφάδα. Δόξα τω Θεώ, ωραία οικογένεια! Έχω πέντε εγγόνια, και αυτοί επιστήμονες βγαίνουν. Γεωλόγος, χημικός μηχανικός, μια χαρά, απ' όλα έχω. Δόξα τω Θεώ, ωραία οικογένεια, ωραίους απογόνους. Και πάνω απ’ όλα, αγαπούν πολύ το Καστελλόριζο, πάρα πολύ το Καστελλόριζο. Φαίνεται θα ήμουνα δυνατή και τους το μετέδωσα αυτό, όπως και οι γονείς μου σε μένα. Κληρονομικά πάνε.
Θυμάσαι πως είχες νιώσει όταν πήγες πρώτη φόρα;
Ήταν τόσα τα συναισθήματα μου, τόση συγκίνηση! Πραγματικά έκλαιγα, δεν μπορούσα. Αλλά ήταν σαν να μην είχα φύγει, σαν να μην… Ήταν τόσες οι διηγήσεις των δικών μου και οι εικόνες που είχα σχηματίσει, που ήταν πραγματικά αυτές έτσι όταν το πρωτοείδα. Και όταν έφευγα, κάθε φορά που έφευγα από κείνη την ημέρα, από την πρώτη φορά, κάθε φορά που έφευγα από το Καστελλόριζο, έκλαιγα. Δεν μπορούσα να βγω να δω το Καστελλόριζο που το άφηνα και γι’ αυτό όπου και να πήγαινα, όπου και να πήγαινα κάθε καλοκαίρι –και όχι μόνο καλοκαίρι, όλες τις εποχές– πρέπει να πήγαινα. Τώρα λόγω ηλικίας, κοντεύω πολύ μεγάλη. Έκλεισα τα 89 και πάω στα 90, είμαι μεγάλη πια. Ό,τι θέλεις να με ρωτήσεις, και για το Καστελλόριζο και για την–.
Η Αμερική πώς ήταν όταν πήγατε;
Στην Αμερική πήγα στο Σινσινάτι Οχάιο, δεν μου άρεσε καθόλου η Αμερική. Ενώ σε όλους δεν αρέσει η Νέα Υόρκη, έμενα μου άρεσε. Το μόνο μέρος απ’ της Αμερικής, δεν ξέρω, η Νέα Υόρκη. Και το Σικάγο, και το Σικάγο. Ο άνδρας μου, όλοι οι Τριπολιτσιώτες πήγαιναν μετανάστες στην Τρίπολη και ο άνδρας μου γεννημένος εκεί και οι συγγενείς του, οι αδελφές του. Και το Σικάγο μου άρεσε, έχω γυρίσει λόγω επαγγέλματος του ανδρός μου, σαν πιλότος, έχω γυρίσει και την Αμερική όλη. Αλλά δεν ξέρω, [00:20:00]ίσως επειδή στην Νέα Υόρκη το θέατρο, μου άρεσε πάρα πολύ το θέατρο και έβρισκα θέατρο εκεί, ίσως γι’ αυτό. Κάτι μου θύμιζε Αθήνα. Και όταν πρωτοπήγα, γιατί πήγα με πλοίο μετά από 13 μέρες, 14, στην Νέα Υόρκη, δεν μου φάνηκε ξένη η Νέα Υόρκη. Δεν ξέρω, νόμιζα πως είχα ζήσει εκεί και ήταν πραγματικά–, είναι ονειρεμένη η Νέα Υόρκη, είναι όμορφη. Για μένα η Αμερική είναι η Νέα Υόρκη, αλλά για να ζήσω όχι. Ελλάδα και Ελλάδα. Και τα κατάφερα, κατάφερα τον άντρα μου να ζήσει εδώ, τα παιδιά μου. Τώρα αν έκανα σφάλμα, δεν νομίζω, που μείναν εδώ. Δεν νομίζω. Τους ρωτάω, ρωτάω τα κορίτσια μου μήπως θα έπρεπε να ζούσαμε στην Αμερική και μου λένε ότι όχι, είναι ευχαριστημένες που ζουν εδώ.
Το ταξίδι με το πλοίο ήταν 13 μέρες;
Ναι, 13 μέρες, ναι, και 13 μέρες έκλαιγα γιατί είχα άφησει την Ελλάδα, αλλά εντάξει. Μου έλειπε η Ελλάδα πάρα πολύ, οι δικοί μου, η Ελλάδα. Δεν μπορούσα να ζήσω στη Αμερική. Και δεν πήγα ούτε μετανάστρια, μια καλή θέση, ανώτατος αξιωματικός ο άντρας μου, δεν ήταν… Τα οικονομικά μου πολύ καλά, πάρα πολύ καλά αλλά μου έλειπε. Δεν δούλεψα, δεν εργάστηκα. Πριν ναι, σε γραφείο πολιτικό εργαζόμουν προτού να παντρευτώ, αλλά μετά που παντρεύτηκα ποτέ δεν εργάστηκα. Μόνο η Ελλάδα και το Καστελλόριζο για μένα.
Μήπως η Νέα Υόρκη σου θύμιζε λίγο–
Ναι, επειδή εμένα μου άρεσε πολύ ο κινηματογράφος, το θέατρο, η μουσική, και αυτά τα βρήκα στην Νέα Υόρκη. Στην επαρχία είναι πραγματικά, γιατί εκείνα τα χρόνια το 1956 η επαρχία στην Αμερική ήταν–. Έβγαιναν οι γυναίκες με τις ρόμπες να πήγαιναν στα σουπερμάρκετ, με τα ρολά στο κεφάλι, εμείς δεν τα ξέραμε. Πρωτευουσιάνα εγώ βέβαια, από Αθήνα και τα έβλεπα αυτά, και πραγματικά δεν μπορούσα να ανεχτώ να βλέπω τώρα τις νέες κοπέλες και να έχουν ρολά στο κεφάλι τους και να βγαίνουν, στα μαλλάκια τους. Στην Ελλάδα, στην Αθήνα δεν θα το έβλεπες αυτό πουθενά. Ίσως γι’ αυτό και να μην μου άρεσε. Επειδή έζησα και σε επαρχία, λόγω της θέσεως του ανδρός μου από τις μεταθέσεις. Πήγα και στο Κεντάκι, έζησα και στο Κεντάκι. Και εκείνα τα χρόνια η επαρχία ήταν επαρχία, χειρότερη από τη Ελλάδα, της Αμερικής. Και κάτι που μου έκανε... Εγώ ήμουν δημοκράτισσα κι εκείνο που μου έκανε εντύπωση στο Κεντάκι οπού ζούσα, σε ένα βενζινάδικο ήταν δυο βρύσες και γράφει “white” [λευκοί] και “colors” [έγχρωμοι] και λέω: «Τι είναι αυτό;». Λέει για τους άσπρους η βρύση, για να πίνουν οι άσπροι και οι μαύροι. Αυτό ήταν ανατριχιαστικό για μένανε. Εγώ η δημοκράτισσα να δω αυτό, ήταν απαίσιο. Στο δε Σικάγο, σε ένα λεωφορείο μέσα, ήταν απόγευμα, κλείνουν εκεί στο κέντρο του Σικάγου. Είχα πάρει το λεωφορείο, κλείναν τα καταστήματα και πήρα το λεωφορείο και μέσα ήταν γεμάτα τα καθίσματα. Και στα πίσω καθίσματα κάθονται οι μαύροι, και ήταν όλα όμως τα καθίσματα και σηκώθηκε μια μαύρη μεγάλη γυναίκα για να καθίσω εγώ, κοπελίτσα εγώ τότε. Μου φάνηκε τόσο απαίσιο και απάνθρωπο! Φαινόταν αυτή η γυναίκα πολύ κουρασμένη και της είπα: «Αποκλείεται!» και μόνο που πήγε το χέρι μου να μου το φιλήσει. Της λέω «Εσύ θα καθίσεις», έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Σου λέω για το 1956 και μετά. Τρομερή κατάσταση, να σηκωθεί μεγάλη γυναίκα, κουρασμένη, εργάτρια, ποιος ξέρει τι ήταν, για να καθίσω εγώ, το κοριτσάκι. Αυτά έζησα στην Αμερική. Τώρα έχουν αλλάξει τελείως, να δω τώρα τις βρύσες για εγχρώμους. «Έγχρωμοι» και δεν ήξερα και τι είναι οι έγχρωμοι, λέει οι μαύροι, οι έγχρωμοι. Δεν τους λέγανε μαύρους, εγχρώμους.
Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν αυτά, παρόλο που–
Όχι, διακρίσεις όχι. Ούτε φυλετικές αυτές είχαμε, δεν–
Μόνο ταξικές.
Ε ναι, ταξικές υπήρχαν εκείνα τα χρόνια, τα παιδικά μου τα χρόνια υπήρχαν. Και μπούλιγκ υπήρχε στα αυτά. Τα παιδιά είναι αδίστακτα, υπήρχαν. Όταν βλέπανε κανένα κακοντυμένο παιδάκι, το κορόιδευαν.
Θα ήθελες να μου πεις–
Νάντια μου, ναι. Τι θες να σου πω; Ό,τι θέλεις.
Θέλεις να μου πεις και ίσως αν θυμάσαι, απ' τη μαμά σου η τον μπαμπά σου κάτι ακόμα απ’ το Καστελλόριζο, κάποιο τραγούδι.
Τραγούδια ξέρω αλλά είναι τόσο η φωνή μου, που δεν θα μπορέσω να σ' το πω. Ενώ μ’ αρέσει η απαγγελία, η ποίηση και αυτά, το τραγούδι, ναι, πολλά. Ήσαν δε φοβερά αθυρόστομοι, φοβερά αθυρόστομοι.
Για πες.
Δεν μπορώ να το πω, αλλά ήσαν αθυρόστομοι, ήσαν αθυρόστομοι και έβγαζαν και πολλά παρατσούκλια, αυτά, ονόματα πολλά, ναι. Κορόιδευαν. Είχαν χιούμορ οι Καστελλοριζιοί, πολύ χιούμορ, πάρα πολύ χιούμορ. Ο πατέρας μου είχε και ο αδελφός μου και ο θείος μου και ο ξαδέρφός μου ο πρώτος, ο Γιάννης ο Μαυροκορδάτος. Τρομερό χιούμορ, τρομερό. Έξυπνοι άνθρωποι και ωραίο χιούμορ και εγώ συμπαθώ, λατρεύω τον κόσμο που έχει χιούμορ. Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος ήταν φιλόσοφος, έλεγε ότι ο άνθρωπος που δεν έχει χιούμορ δεν πρέπει να ζει, να στερείται της ζωής ο άνθρωπος που στερείται το χιούμορ. Ναι, και οι Καστελλοριζιοί είχανε χιούμορ. Μάλιστα.
Κάποιο ποίημα ίσως, μπορείς να μου πεις.
Ποίημα τι να πω, δεν μου έρχεται τίποτα τώρα, δεν μου έρχεται. Δεν μου έρχεται. Να πω κάτι με τους Ιταλούς τι έκανε ο αδελφούλης μου; Φαίνεται με τους– ποιος ξέρει τι θα γινόταν στο σπίτι μου, τι θα λέγανε για τους Ιταλούς, θα τους φοβόντουσαν, και ο αδερφούλης μου ήταν 7 ετών και περνούσε ο καραμπινιέρης –ο αστυνομικός στρατιωτικός, ο καραμπινιέρης ο Ιταλός– κάτω απ' το μπαλκόνι. Ήταν κεντρικό το σπίτι μου το αρχοντικό, τριώροφη μονοκατοικία με επιγραφή «Οικογενείας Φοινικιώτου». Και βγαίνει ο Νίκος, ο αδερφούλης μου, στο μπαλκόνι, περνούσε ο καραμπινιέρης ο Ιταλός, βγάζει το πουλάκι του και με συγχωρείς, τον κατακουράει. Βγαίνει η μάνα μου να τον μαζέψει, να φώναζει «Συγγνώμη!», αλλά ο Ιταλός ο καημενούλης δεν ήταν έτσι όπως τον φανταζόταν ο αδελφός μου και η μάνα μου. Λέει: «Δεν πειράζει, τον καταλαβαίνω, είναι παιδάκι» και έτσι μαζεύτηκε ο αδελφός μου μέσα, χωρίς να έχουνε τίποτα. Αυτά με τον αδελφό μου.
Με τους Ιταλούς ζούσαν πολλά χρόνια;
Ναι, από το ‘22 μέχρι το ’43. Μετά από την Γαλλική Κατοχή το ‘13 επαναστάτησαν, που έγιναν–, πολλά νησιά ανεξαρτητοποιηθήκαν. Και το Καστελλόριζο επαναστάτησε με τους Τούρκους, τρία χρόνια πραγματικά εξαντλήθηκαν οικονομικά, σωματικά και ήρθαν δυστυχώς οι Γάλλοι το 1913, που ήσαν χειρότεροι και από τους Τούρκους. Μέχρι το ‘22 που οι Γάλλοι τους παρέδωσαν στους Ιταλούς και εκεί έκλεισαν τα σχολεία. Μα γι’ αυτό και άρχισε η μετανάστευση. Όταν εγώ γεννήθηκα οι κάτοικοι ήσαν 14.000, τώρα είναι 250, άντε 350 και άρχισε από τότε, από τους Γάλλους άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αίγυπτο, Αυστραλία Αμερική περισσότερο. Ακόμα και στη Βραζιλία, έχουμε πολλούς Καστελλοριζιούς στην Βραζιλία. Έχω και συγγενείς, ξαδέλφια της μητέρας μου. Και άρχισε η μετανάστευση, δυστυχώς.
Εσείς ποτέ είπες ότι φύγατε;
‘33. Ναι, το ’33, όταν γεννήθηκα και βαφτίστηκα στον Άγιο Νικόλαο του Πειραιά από την αδερφη της μητέρας μου, η αδερφή της μητέρας μου η νόνα μου, Μαργαρώ Μαυροκορδάτου.
Ο Τζον αγάπησε το Καστελλόριζο;
Ναι, άλλωστε εκεί θα κάναμε το σπίτι, ανακαινίσαμε το σπίτι. Ανακαινίσαμε, τελείως απ' την αρχή. Ναι, το αγάπησε πολύ. Μα είναι δυνατόν να μην του μετέδιδα την αγάπη; Αν είναι δυνατόν! Εδώ τον έφερα έναν στρατιωτικό να έρθει να μένει για πάντα, τον καημενούλη. Βέβαια, αγάπησε και το Καστελλόριζο και την Ελλάδα πολύ, πάρα πολύ. Ναι, και οι ήρωες–. Έχουν κάνει το 2013 η [00:30:00]ΕΡΤ2 που έχει την εκπομπή «Με τόλμη και με θάρρος», με τόλμη κάτι, και ήρθαν και του πήρανε εδώ και γυρίστηκε ντοκιμαντέρ με τη ζωή στην Κορέα του ανδρός μου.
Στην Κορέα;
Στην Κορέα, ναι. Ήταν εκπαιδευτής των Ελλήνων, είχε κι ένα θλιβερό. Ο διοικητής των Ελλήνων, ο Φραγκογιάννης ο Παναγιώτης, ήταν μαζί με τον άντρα μου επειδή ήξερε τα ελληνικά και για αυτό τον είχαν βάλει να εκπαιδεύει. Και ένα πρωινό, έφευγε ο Παναγιώτης για να πάει σε αποστολή στην Κορέα και ο Παναγιώτης ο Φραγκογιάννης ο διοικητής του ελληνικού τάγματος και ανέβασε το πόδι του ο άντρας μου, μαζί πηγαίνανε, και του λέει: «Όχι, Τζόνι, μείνε εδώ γιατί έρχονται κάτι Έλληνες και σε χρειάζονται», νέα παιδιά. Και πήγε και δυστυχώς δεν γύρισε. Στην απογείωση ένα άλλο λάθος του πύργου ελέγχου έδωσε και στους δυο να απογειωθούν, και είχαμε το μεγάλο ατύχημα του Παναγιώτη Φραγκογιάννη που έμεινε στην Κορέα. Που ήταν λάθος του πύργου ελέγχου αυτό, είχε και τα δυσάρεστα.
Εντάξει, μάλλον θα αγάπησε κι εσένα για να αγάπησε το Καστελλόριζο.
Έτσι νομίζω. Για την αγάπη δεν πρέπει να είμαστε... δεν ξέρω, νομίζω, εκατό τοις εκατό δεν μπορεί να ‘ναι κανείς. Πάντως, μόνο το ότι ήρθε να μείνει εδώ, ενώ είχε μεγάλη αγάπη για την πατρίδα του, για το Σικάγο… Ήταν τόσο καλός σαν αεροπόρος, όχι επειδή ήταν δικός μου άνθρωπος, έγινε κατ’ εξαίρεση επιθεωρητής, ινσπέκτορ, μαζί με άλλους τέσσερις και επιθεωρούσαν όλα τα αεροπλάνα των βάσεων της Αμερικής. Ήταν εξαίρετος, εξαίρετος πιλότος και λάτρευε την Αμερική και παρόλα αυτά, από μένα μάλλον, ήρθε και μείναμε για μόνιμα εδώ. Αυτά με τον Τζον Μούζακ. Τον αγαπούσαν οι Έλληνες αεροπόροι πάρα πολύ, κάναμε φίλους, κάναμε κουμπάρους. Βάφτισα ενός έλληνα αεροπόρου την κόρη. Γίναμε ένα με τους έλληνες αεροπόρους της εποχής εκείνης. Πηγαίναμε στον καταυλισμό στον Άγιο Ανδρέα και μέναμε μαζί τους, ναι. Πολλές αναμνήσεις από τους έλληνες αεροπόρους τους οποίους ο άνδρας μου τους θεωρούσε και ήρωες. Και καλούς αεροπόρους και εξαίρετους όχι μόνο, και σαν ανθρώπους τους εκτιμούσε και σαν πιλότους, σαν αεροπόρους. Γίναμε με τους Έλληνες. Και στην Αμερική οι Έλληνες που ερχόντουσαν για μετεκπαίδευση, το σπίτι το δικό μου ήταν σπίτι τους.
Υπήρχε ελληνική κοινότητα δηλαδή.
Εκεί που ήμουν εγώ δεν υπήρχε κοινότητα ελληνική, υπήρχαν οι Έλληνες που ερχόντουσαν στις αμερικανικές βάσεις για μετεκπαίδευση. Έλληνες αεροπόροι και το μόνο ελληνικό σπίτι ήταν το δικό μου και γινόταν παρέλαση από τους έλληνες αεροπόρους. Και έτσι βάφτισα, έγινα κουμπάρα και βάφτισα το κοριτσάκι του ενός αεροπόρου, του διοικητή. Μάλιστα. Από το Καστελλόριζο βρέθηκα στην Αμερική και από την Αμερική, εδώ πίσω.
Πάντως παντρεύονταν πολλά κορίτσια στην Αμερική και στην Αυστραλία.
Εκείνη την εποχή… Εγώ δεν είχα λόγους, δεν ήταν οικονομικοί, αλλά τα περισσότερα ήταν οι νύφες που φεύγανε δυστυχώς και που δεν ξέραν. Και τους πήγαιναν και παντρευόντουσαν στην Αμερική και δεν ξέραν και τους γαμπρούς, τους συντρόφους που θα κάναν. Δεν τους ξέραν. Και πολλοί δεν ήσαν επιτυχημένοι γάμοι, πάρα πολλοί δεν ήσαν επιτυχημένοι γάμοι. Τα κορίτσια για να φύγουν από τη φτώχεια και την κακομοιριά και δυστυχώς και εκεί ήταν χειρότερα, δεν πήγαιναν στους καταλλήλους ανθρώπους. Δεν ήσαν επιτυχημένοι γάμοι αλλά υπέφεραν και επέμεναν, δεν είναι όπως τώρα που οι γυναίκες είναι ανεξάρτητες και καλά κάνουν. Πολύ καλά κάνουν και δεν υπομένουν και χωρίζουν, αλλά μετά τις σφάζουν όταν χωρίσουν. Μετά τις σφάζουν, μόλις τολμήσουν και πουν ότι «φεύγουμε και δεν σε θέλουμε». Στα δικά μου τα χρόνια δεν είχε αυτό το πράγμα, καθόταν η γυναίκα, όποιος και να ήταν αυτός. Έτρωγε ξύλο, θα καθότανε.
Μια γενιά πριν από σένα ήταν οι νύφες;
Όχι, και σε μένα. Στο πλοίο που πήγαινα εγώ, είχε γυναίκες, όχι μια γενιά πριν. Το ‘56 υπήρχαν κοπέλες που πήγαιναν να παντρευτούν και στην γενιά τη δική μου. Πήγαιναν να βρούνε άντρα.
Θυμάσαι στο πλοίο δηλαδή–.
Μέσα στο πλοίο είχανε κοπέλες, είχα γνωρίσει κοπέλες που πήγαιναν για να παντρευτούν. Και ένα δεν θα το ξεχάσω. Εγώ μέσα μου ήξερα ότι θα γύριζα γρήγορα, ότι δεν θα έμενα. Με φώναξε και μου λέει: «Μαίρη, Μαίρη!», όταν περνούσαμε από το Άγαλμα της Ελευθερίας, στη Νέα Υόρκη. «Έλα, πού θα το ξαναδούμε! Έλα να βγάλουμε καμία φωτογραφία». Και εγώ αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή και λέω: «Γιατί να μην ξανά το δω; Γιατί, αιώνια εγώ θα μένω στην Αμερική;». Αυτές πήγαιναν για να ζήσουνε, εγώ πήγαινα για να γυρίσω. Αυτό είναι, ναι. Δύσκολα χρόνια αγάπη μου. Δύσκολα, δύσκολα, δύσκολα χρόνια.
Και είχανε μόνο μία φωτογραφία του άντρα που πηγαίνανε;
Ναι, είχανε μόνο μία φωτογραφία, μία φωτογραφία του ανδρός, τίποτα. Και εγώ τον γνώρισα, μέσα σε δεκαπέντε τον γνώρισα, αλλά ήτανε μία δική μου τρέλα. Δηλαδή του άρεσε, μου άρεσε, τον ήθελα όταν τον είδα. Και όταν μου είπε «Σε θέλω και πρέπει να παντρευτούμε, γιατί πρέπει να φύγω σε λίγο καιρό. Δεν έχω μεγάλη άδεια», αμέσως έγινε και ο γάμος. Κάναμε και τη δεξίωση, μια τρέλα. Ήτανε τρέλα η δική μου. βέβαια. Ευτυχώς, δεν την πλήρωσα άσχημα, δόξα τω Θεώ, έκανα ωραία οικογένεια. Δόξα τω Θεώ, είμαι περήφανη για τα παιδιά μου, για τα εγγόνια μου. Έζησα καλά και είμαι και υπερήφανη γιατί ίσως μιλάω πολύ, μετέδωσα την αγάπη μου για την Ελλάδα και σε άλλους. Και σε φίλους από την Αμερική, σε ξένους όχι ελληνικής καταγωγής. Ήταν μία που ήταν γυναίκα στρατιωτικός στην αεροπορία και της έλεγα «Έλα, αξίζει τον κόπο να έρθεις στην Ελλάδα, έλα». Και μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο μετά από πολλά χρόνια και είχε έρθει συνταξιούχος πια, για να γνωρίσει την Ελλάδα. Ήρθαν πάρα πολλοί από μένα, πάρα πολλοί να γνωρίσουν την Ελλάδα. Ευχαριστώ έτσι το Θεό που ήμουνα ικανή να μεταδώσω αυτήν την αγάπη μου για την Ελλάδα και σε άλλους. Είμαι στη διάθεσή σου, θες να με ρωτήσεις. Για Αμερική, για Ελλάδα, για Καστελλόριζο.
Να γυρίσουμε λίγο στο Καστελλόριζο.
Για το Καστελλόριζο μου, ναι. Τι να πούμε. Πολλά, πολλά, αλλά τώρα ναι, πάρα πολλά. Ο αδερφούλης μου όταν φεύγαμε με το πλοίο, ήταν ακριβώς το αρχοντικό πολύ κοντά στο πλοίο και έκλαιγε –ήταν 8 χρονών και έκλαιγε– και έλεγε: «Θέλω και το σπίτι μου μαζί!». Μα είναι δυνατόν; «Αν δεν είναι, αν δεν έρθει το σπίτι δεν θα μπορέσω. Δεν θέλω να φύγω, να πάρουμε και το σπίτι», λες και ήξερε ότι δεν θα το ξαναέβλεπε αυτός, διότι καταστράφηκε τελείως, τελείως. Βομβαρδίστηκε, ισοπεδώθηκε. Τα έπιπλα ήσαν, ερχόντουσαν από το εξωτερικό, Ιταλία, Βενετία, όλα τα έπιπλα. Τα κρύσταλλα είναι μία κανάτα που είναι από την Αγγλία, οι πορσελάνες ήτανε όλα αυτά… Αλλά και πριν να καταστραφεί, το κλέψανε, γιατί είδανε με το μονόγραμμα του πατέρα μου πράγματα να πουλιούνται στα παζάρια της Αιγύπτου. Το έκλεψαν, το λεηλάτησαν και μετά το έβαλαν και φωτιά, στα αρχοντικά. Τα άλλα όλα μείνανε, τα σπίτια που ήσαν γεμάτα από πλούτο τα κατάκλεψαν οι ξένοι στρατιώτες. Ήσαν Ινδοί των Άγγλων, αγγλικός στρατός το κατάκλεψε και είδανε το τραπεζομάντηλο με το μονόγραμμα του πατέρα μου να πουλιέται στα παζάρια της Αιγύπτου. Και πραγματικά, ο αδερφούλης μου κάποια προαίσθηση είχε για να θέλει το σπίτι να το πάρει μαζί του, αυτό. Δεν το ξαναείδαμε το σπίτι το αρχοντικό. Από τις περιγραφές, κάθε μέρα μου περιγράφανε, γιατί εγώ έφυγα έξι μηνών όπως σου είπα και δεν είχα–. Αλλά ήταν τόσες οι περιγραφές που το φαντάζομαι πώς ήταν. Ήταν τριώροφο, πόσες κρεβατοκάμαρες, είχε τα τραπέζια με τα μαρμάρινα, με τα μάρμαρα πάνω, τον κομό. Η πορσελάνη, τα πιάτα λέει από την Αγγλία, σειρές τους τοίχους. Οι περιγραφές αυτές έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη μου. Αυτά ήταν τ[00:40:00]α σπίτια του Καστελλόριζου και μετά δεν είχανε ούτε ποτήρι να πιουν νερό. Ξέρεις πώς πίνανε νερό; Από κονσέρβα, από κουτί της κονσέρβας πίνανε νερό οι Καστελλοριζιοί, αυτοί οι λίγοι που μείνανε. Ούτε ποτήρι είχαν για να πιούνε νερό και πάλι καλά, που μείνανε αυτοί οι λίγοι και διατηρήθηκε το... Και να έχεις τώρα τους Τούρκους να το θέλουνε, αν είναι δυνατόν! Αφού όλα, και τα παράλια, οι Φοίνικες… Ο παππούς μου από τον Φοίνικα, ο Φοινικιώτης.
Εσείς τι είχατε πάρει μαζί σας ξέρεις, όταν φεύγατε;
Τίποτα δεν πήραμε, σχεδόν τίποτα. Πήραμε ένα κρεβάτι και το θυμάμαι, με αυτά τα ψηλά τα κρεβάτια. Φαίνεται ήταν του πατέρα μου και το πήρανε το διαλύσανε και το πήρανε μαζί το κρεβάτι αυτό. Και σε αυτό το κρεβάτι στο δωμάτιο, το θυμάμαι ακόμη, κοιμόμασταν πέντε άτομα, στο πλάι βάλε. Και βάζανε κάτι καρέκλες να ακουμπάμε τα πόδια μας, όχι βέβαια εγώ που ήμουνα μωρό, ο πατέρας μου, η μητέρα μου και τα τρία παιδιά. Σε αυτό το κρεβάτι, το μεγάλο αυτό το κρεβάτι με κάτι κολώνες είχε, και κοιμόμασταν πέντε άτομα. Από κει που είχαν πέντε κρεβατοκάμαρες μέναν σε ένα κρεβάτι πέντε άτομα. Ευτυχώς, φτιαχτήκαμε, η μάνα μου ξύπνια, εργατική, ο πατέρας μου. Πήγαμε και σε καλά σχολεία και σπίτια χτίζαμε στην αδερφή μου, μία χαρά πήγαμε. Ο αδερφούλης μου σπούδασε νομικά, μια χαρά πήγαμε, μια χαρά. Δόξα τω Θεώ, και όλοι οι Καστελλοριζιοί, όλοι γίναν έμποροι. Όλοι οι Καστελλοριζιοί και στην Ελλάδα που ήρθαν –Ελλάδα την λέγαμε την– και σε άλλα μέρη, στην Αυστραλία, όπου πήγανε οι Καστελλοριζιοί μεγαλούργησαν. Δόξα τω Θεώ!
Ελλάδα λέγατε την υπόλοιπη Ελλάδα, ε;
Ναι, όταν από το Καστελλόριζο λέγαμε Ελλάδα, ότι ήρθαμε στην Ελλάδα, στην πατρίδα. Ήταν τρομερό, πέντε άτομα σε ένα κρεβάτι να κοιμόμαστε. Μετά από τόσες κρεβατοκάμαρες και τόσα σαλόνια και τόσες κουζίνες και πλυσταριά και τριώροφη μονοκατοικία γωνία. Το μεγαλύτερο σπίτι στο Καστελλόριζο ήτανε. Τώρα έχει γίνει το ιατρείο του Καστελλορίζου. Ναι, έχει γίνει ιατρείο Καστελλορίζου το πατρικό μου και ακριβώς από πίσω είναι το σπίτι μου, ακριβώς. Συνορεύει το σπίτι μου με το πατρικό. Αυτό ήταν του πατέρα μου το αρχοντικό και εκεί που μένω εγώ ήταν της μητέρας μου η προίκα τότε, που είχε κατεδαφιστεί και το έφτιαξα από την αρχή. Ήταν όνειρο μου να φτιάξω το σπίτι της μητερούλας μου αλλά δυστυχώς, είχε πεθάνει και δεν το είδε η μητέρα μου το σπίτι της.
Η μητέρα σου ξαναπήγε στο Καστελλόριζο;
Ναι, πολλές φορές, πάρα πολλές φορές, ναι. Αλλά όχι, είχε πεθάνει όταν εγώ έφτιαξα το σπίτι, είχε πεθάνει η μητέρα μου. 97 ετών έφτασε, μια χαρά, με τα γαλλικάκια της. Είχε βγάλει σχολείο στην Αλεξάνδρεια, καλόγριες. Πανέξυπνη εργατική, τα κατάφερε μαζί με τον πατέρα μου. Αγαπημένοι, πάρα πολύ αγαπημένοι. Θυμάμαι, απόγευμα εκεί στη δουλειά στην βιοτεχνία, έκανε το καφεδάκι της ο πατέρας μου. Της έδινε τον καφέ και ένα φιλάκι, δεν θα το ξεχάσω αυτό ποτέ. Καστελλόριζό μας. Είχε μαγαζιά που φέρναν υφάσματα εκεί στον Κάβο, υπήρχαν μόνο μαγαζιά, νοικιάζανε. Σπίτια, όπως σου είπα και προηγουμένως, και ο ψαράς είχε το σπίτι του, επαναλαμβάνω. Υπήρχανε όμως στα μαγαζιά, το τι πουλούσαν –από τις διηγήσεις–, υφάσματα μεταξωτά από την Κίνα. Ταξίδευαν με τα πλοία φαίνεται, τα τρόφιμα δε τα πιο ακριβά και από υφάσματα και από έπιπλα… Ήσαν πολλά, όλα τα διώροφα φαίνεται στους κεντρικούς δρόμους, είχανε μαγαζιά που νοίκιαζαν. Ραφεία που ράβαν, ραφτάδικα που τα λέγανε, και εγώ τα λέω ραφεία. Εκείνα τα παπλώματα με κάτι ωραία υφάσματα μεταξωτά, τι, τι! Φέρανε πάπλωμα και για αυτό το θυμάμαι, ένα ωραιότατο πάπλωμα το είχανε φέρει και όταν στολίζαμε πια, που κάναμε σπίτι και στολίζαμε, το πάπλωμα αυτό το βάζαμε στο κρεβάτι της μητέρας μου και στολίζαμε το κρεβάτι με το πάπλωμα, με το μεταξωτό σκέπασμα. Ήτανε πραγματικά αρχοντιά το Καστελλόριζο, ήταν αρχοντονήσι από παντού. Ό,τι καλύτερο υπήρχε, το φέρνανε οι ναυτικοί. Το φθινόπωρο που σταματούσαν τα ταξίδια τους, φέρνανε στα σπίτια τους ό,τι καλύτερο υπήρχε. Για αυτό το κλέψανε και μετά, γι’ αυτό το κλέψανε. Οι πορσελάνες, τα κρύσταλλα, ήταν γεμάτα τα σπίτια. Και κάτι άλλο, ενώ στην Ελλάδα, όπως λέω, δεν είχανε, υπήρχε ηλεκτρική εταιρεία και είχανε φως ηλεκτρικό. Και τι άλλο; Είχαν και εργοστάσιο που έκανε πάγο. Μάλιστα, το Καστελλόριζο είχε εργοστάσιο που έκανε πάγο και ηλεκτρική εταιρεία από τότε. Όταν στην Αθήνα δεν είχανε φως, εκεί είχανε ηλεκτρική εταιρεία και είχανε και εργοστάσιο που έβγαζε πάγο. Πόσο προηγμένο ήτανε. Τώρα η ξένη κατοχή, δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω πώς ήταν, δεν έχω…
Η ξένη κατοχή;
Όταν λέω ξένη κατοχή, από τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τους Τούρκους, ποιοι, και αναπτύχθηκε. Να ‘χει τώρα εργοστάσιο ηλεκτρισμού και πάγου! Το είχαν και κάτι συγγενείς του πατέρα μου, την ηλεκτρική εταιρεία.
Οι Ιταλοί ήταν και πάρα πολλά χρόνια.
Στα Δωδεκάνησα πολύ, από το ’13. Αλλά στο Καστελλόριζο ήταν από το ‘22 γιατί μεσολάβησαν οι Γάλλοι, οι οποίοι ήσαν οι χειρότεροι κατακτητές, υπέφεραν πάρα πολύ με τους Γάλλους. Και το ΄22 δεν θυμάμαι ποιο μήνα, το παρέδωσαν οι ίδιοι οι Γάλλοι το παρέδωσαν το Καστελλόριζο στους Ιταλούς και τότε άρχισαν να τους απαγορεύουν να μιλάνε στο σχολείο ελληνικά, μόνο ιταλικά, για αυτό άρχισε σιγά-σιγά… Από τους Γάλλους άρχισε η μετανάστευση, από το ΄16 και μετά άρχισε. 1916 άρχισε, μέχρι το ‘22 ήταν οι Γάλλοι, από το ‘22 μέχρι το ‘48. ‘43, ‘48 έγινε η ενσωμάτωση με τη μητέρα. Τότε που πήρα και εγώ πια χαρτιά, έγινα... πήρα κι εγώ επιτέλους, είχα κι εγώ χαρτιά, δεν ήμουνα. Είναι πολύ άσχημο, αισθανόμουνα κόμπλεξ γιατί δεν ήμουνα τίποτα, δεν είχα χαρτιά. Και να μου λέγανε: «Φοινικιώτου, φέρε τα χαρτιά, φέρε το πιστοποιητικό». Από πού να τα φέρω τα πιστοποιητικά; Και έγινε η ενσωμάτωση και μου το έφερε ο πατερούλης μου και το πήγα, «Σας έφερα πιστοποιητικό γεννήσεως!». Δεν είχα, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να μην είσαι τίποτα, να μην έχεις ένα πιστοποιητικό. Α, και το κάτι άλλο, δεν είναι μόνο… Βαφτίστηκα στον Πειραιά, στον Άγιο Νικόλα και έπιασε φωτιά στην κατοχή και κάηκαν τα πιστοποιητικά γεννήσεως και δεν είχα ούτε πιστοποιητικό βαπτίσεως, κάηκε και αυτό στον Πειραιά. Δηλαδή ήμουνα τόσο άτυχη μικρούλα, δεν είχα πιστοποιητικό βαπτίσεως, δεν είχα γεννήσεως, δεν είχα τίποτα. Μόνο μία φυλλάδα που ήμουνα μαζί με τον πατερούλη μου μωρό, που είχα έρθει από το Καστελλόριζο, σε ένα φύλλο χαρτί με φωτογραφία. Ήμουνα αγκαλιά με είχε η μητέρα μου με τον πατέρα μου, αυτό ήταν. Αλλά έγινα, το 1948 έγινα ελληνίδα υπήκοος στο Δήμο Αθηναίων, αλλά τι έκανα μετά; Ήμουνα υπερήφανη γιατί ήμουνα στο Δήμο Αθηναίων, αλλά η τρέλα να το πω –ψώνιο, ας μην το πω ψώνιο– η τρέλα η μεγάλη, πήρα τα δικαιώματά μου και τα πήγα στο Καστελλόριζο και ψηφίζω στο Καστελλόριζο. Bγάζω πιστοποιητικό γεννήσεως στο Καστελλόριζο μια χαρά και ταυτότητα στο Καστελλόριζο. Τώρα είμαι Καστελλοριζιά, Αθηναία-Καστελλοριζιά. Αυτή είμαι, η Μαίρη Φοινικιώτου Μούζακ. Και το Μούζακ είναι από Μουζακιώτης. Ο πεθερός μου έλεγε στον άντρα μου… Αλλά έχω και αυτό να σου πω. Ήταν δύσκολο εκείνα τα χρόνια, ο καημένος ο άντρας μου τον λένε Μουζακιώτη. Ο πεθερός μου θύμωνε, «Εγώ Μουζακιώτης γεννήθηκα, Μουζακιώτης θα πεθάνω», αλλά και είχαν δίκιο, ο άντρας μου ήταν πολύ δύσκολο και στο στρατό, για αυτό το έκανε Μούζακ, το έκοψε. Είχα πάει σε ένα νοσοκομείο, στο Columbia, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα στο Σικάγο, Columbia Ηospital, να δω έναν ξάδερφο του ανδρός μου, Μουζακιώτης. Και ακούω για μια στιγμή να τον φωνάζουνε, δεν μπορούσαν, «doctor Μούζακ… Κιώτης», το κόβανε και λέω: «Έχεις δίκιο άντρα μου». D[00:50:00]octor Μούζακ… Κιώτης, δεν μπορούσαν να το φωνάξουν. Σου είπα και την προέλευση του Μούζακ, το είχα ξεχάσει αυτό, μεγάλο πράγμα. Ο Μουζακιώτης από την– και το ‘λεγε: «Είμαι από την Τρίπολη, από την πλατεία Αγίου Βασιλείου της Τριπόλεως». Καμάρι ο πεθερός μου, πήγε και αυτός πολύ μικρούλης στο Σικάγο, μετανάστες με τους γονείς του. 10 χρονών πήγε, τώρα θα ήταν 200 τόσο χρόνων παραπάνω ο πεθερός μου, και είχε πάει μετανάστης. Αυτά.
Είχατε μία κοινή ιστορία μετανάστευσης, ε;
Ναι, ναι, σωστά, είχαμε μία κοινή. Ναι, αλλά όταν θέλεις να ανέλθεις… και οι Έλληνες ανέρχονται. Αυτό έλεγε ο άντρας μου, ποτέ δεν περίμενε, έβλεπε λέει τα αεροπλάνα να πετάνε και έλεγε πόσο θα ήθελε, και έγινε και αυτός πιλότος και καλός πιλότος. Τώρα πώς βρέθηκε ο Τριπολιτσιώτης, απ’ το Καστελλόριζο κι εγώ, στην Αθήνα! Στην Αθήνα, την πρωτεύουσα που αγάπησα γιατί σαν φοιτήτρια έζησα ωραία, ίσως γι’ αυτό μου άρεσε η Νέα Υόρκη. Πηγαίναμε στο Εθνικό Θέατρο, είχαμε ταυτότητα, ήταν μειωμένα και στην Νέα Υόρκη βρήκα κάτι… πολλά από την Αθήνα, αυτά.
Ωραία, Μαίρη μου.
Ναι, αυτά αγάπη μου. Και η Νέα Υόρκη ωραία και το Σικάγο ωραίο, όμορφο. Εκεί είδα και τις διακρίσεις, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Α, έμεινα στο Κεντάκι στον νότο, το ξέχασα αυτό, εκεί που ήτανε οι έγχρωμοι, οι άσπροι και η έγχρωμοι, βρύσες χωριστά. Eκεί έμενa στο Kεντάκι Φορτάμος λεγόταν, είχε πάει μετάθεση ο άντρας μου εκεί. Ήταν ένα πλούσιο μέρος, πολύ πλούσιο και οι υπηρέτες οι μαύροι έπρεπε στις 17:00 η ώρα να φεύγουνε από τα σπίτια. Το τι γινόταν στα λεωφορεία από τους μαύρους, δεν επιτρεπόταν να μείνει μαύρος στο Κεντάκι μετά τις 17:00 η ώρα, στο Φορτάμος Κεντάκι. Κάτι το τρομερό! Και εγώ η δημοκράτισσα, καταλαβαίνεις πόσο με πείραζε αυτό, με πείραζε πάρα πολύ. Υπήρχαν πολλά πράγματα, έχουν αλλάξει τώρα τελείως, δεν είναι, αλλά έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να… Αλλά δεν νομίζω, όταν υπάρχουν τώρα πάλι φυλετικά, να σκοτώνουν τους μαύρους και να πηγαίνουν… Αλλά δεν ήταν όπως ήταν στα χρόνια τα δικά μου. Υπήρχαν ειδικές θέσεις στα λεωφορεία, στα πίσω καθίσματα για τους μαύρους και αν υπήρχαν όμως και άσπροι όρθιοι, έπρεπε να σηκώνονται οι μαύροι να κάθονται οι άσπροι. Κάτι το τρομερό, πραγματικά. Κάτι το τρομερό.
Υπήρχε δηλαδή και διαφορά πολιτισμού, αυτό σε επηρέασε.
Ναι, ναι, βέβαια. Ναι αγάπη μου, αυτά. Είμαι στη διάθεσή σου, ό,τι θέλεις για Καστελλόριζο, για Αθήνα.
Πες μου, πώς λέγεται το Καστελλόριζο κανονικά;
Το Καστελλόριζο λέγεται Μεγίστη, ίσως επειδή είναι μικρό μεταξύ των άλλων νησιών ή από τον τον πρώτο Μεγιστέα, τον πρώτο πρόεδρο, τον Μεγιστέα. Αλλά μετά τους Ιταλούς, επειδή είναι τόσο ωραίο το κάστρο όταν πέφτει ο ήλιος, πραγματικά, παίρνει ένα κόκκινο φως και το λέγανε το «κόκκινο κάστρο», castello rosso και έτσι έγινε Καστελλόριζο. Αλλά και έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ των πρώτων κατοίκων και κάτι άλλων να επανέλθει, να σβήσει το Καστελλόριζο από το λεξικό και να μείνει μόνο το Μεγίστη, αλλά επικράτησε το Καστελλόριζο νομίζω. Υπάρχει και το Μεγίστη και το Καστελλόριζο, εμένα δεν μπορώ να πω, εγώ είμαι Καστελλοριζιά. Τι θα πω, Μεγιστάνα; Είμαι Καστελλοριζιά 100%, αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι… Υπήρχε και ένα άλλο τραγούδι, είμαι από τη Μεγίστη… Το έλεγε η αδερφή μου, της το είχαν μάθει παιδάκι, είμαι από τη Μεγίστη, με μεγάλη… Δεν το θυμάμαι τώρα, ένα ποιηματάκι και το λέγανε τα παιδιά στο σχολείο είμαι από τη Μεγίστη και με μεγάλη πίστη, κάτι τέτοια. Γίνονται τώρα γάμοι στο Καστελλόριζο, έχουν προγραμματιστεί να έρθουν από έξω από την Αυστραλία, δεν ξέρω από πού, μέχρι γάμοι οι οποίοι–. Γίνονται γάμοι όπως γινόντουσαν τα παλιά τα χρόνια, κρατάνε τρεις μέρες οι γάμοι. Έτυχα, είχα την ευτυχία να τύχω σε τέτοιους γάμους, που ξυρίζουν τον γαμπρό έξω, που μαζεύουν τα προικιά. Είναι πάρα-πάρα πολύ ωραίος ο γάμος στο Καστελλόριζο και έρχονται από την Αυστραλία και κάτι συγγενείς μου, για να κάνουν το γάμο τους. Κάνουν και τη δεξίωση μετά στα ξενοδοχεία, φέρνουν και κόσμο και χαρές και λεφτά. Γίνονται πολλοί γάμοι. Είχαν σταματήσει με τον κορονοϊό και τώρα φέτος, έχουμε αρκετούς προγραμματίσει γάμους να γίνουν στο Καστελλόριζο και κρατάνε τρεις μέρες. Είναι ωραίοι, είναι ωραία. Είναι τύχη να βρεθεί κανείς σε τέτοιο γάμο. Εγώ έτυχε και πήρα μάλιστα και μία φίλη μου, η οποία είναι Χιώτισσα και της λέω–. Και έχω πάει και στη Χίο που με έχει προσκαλέσει, τόσο που αυτή τη φίλη μου η οποία είναι κολλητή μου, πέντε φορές την έχω πάει στο Καστελλόριζο. Και μία από τις πέντε είναι Πάσχα και γάμος καστελλοριζιότικος, Μιανής ξαδέρφης μου ο γιος παντρευόταν και πραγματικά είναι το κάτι άλλο ο γάμος στο Καστελλόριζο.
Πώς γίνεται δηλαδή ή πώς γινότανε;
Πώς γίνεται τώρα. Μαζεύουν τον γαμπρό να τον ξυρίσουν, τη νύφη δεν ξέρω, κάνουν γλυκά να πας στα σπίτια. Το προσκλητήριο δεν γίνεται με χαρτί, γίνεται με γλυκό και το γυρίζουν στα σπίτια και γίνεται η πρόσκληση. Μετά μαζεύουν βότανα, κάτι βότανα από τα αυτά, πηγαίνουν τα αγόρια και τα κορίτσια και τις παραμονές τα καίνε και καπνίζουν τη νύφη και τον γαμπρό, μετά γυρίζουν σ’ όλο το νησί με τις βάρκες και τραγουδάνε. Είναι το κάτι–, είναι πάρα-πάρα πολύ ωραίο. Πραγματικά, ήμουνα τυχερή που ήμουν σε ένα τέτοιο γάμο και έχουν προγραμματιστεί αρκετοί γάμοι και είναι και όπως είπα, και μια χαρά για το νησί. Και λεφτά βέβαια, γιατί έρχονται από… Και δεν κάνουν τους τυπικούς γάμους να πάνε στην εκκλησία, κάνουν πραγματικά τον παλιό τον γάμο. Αρχίζουν από την Πέμπτη ξέρω ‘γω, την Παρασκευή και το Σάββατο και γίνονται πάντα Κυριακή οι γάμοι, τα παλιά και χρόνια γινόντουσαν 12:00 η ώρα το μεσημέρι. Τώρα δεν θυμάμαι τι ώρα, ανάλογα.
Υπήρχαν δηλαδή έθιμα γάμου;
Ναι, βέβαια, τα έθιμα του γάμου. Μία φορά μια ξαδέρφη μου έλεγε για μία φίλη μου από το Καστελλόριζο, «βρε Ρόζα, είσαι η περπατησιά», το περπάτημα δηλαδή, η περπατησιά της Μαίρης. Έλεγα, επειδή είναι κολλητή μου και είναι διαρκώς μαζί μου, για αυτό το λέει. Και της λέω: «Για πες μου, η περπατησιά από πού προέρχεται; Γιατί το λες;». Καστελλοριζιά αυτή εμένανε η ξαδέρφη μου, λέει: «Η περπατησιά είναι η κοπέλα που πάει πίσω από το περπάτημα της νύφης και ακουμπάει». Έθιμο τώρα, μία κοπέλα νέα, ανύπαντρη να πηγαίνει όπου περπατούσε η νύφη, να πηγαίνει και αυτή και την λέγανε «η περπατησιά της νύφης». Και έτσι είχε πει την φιλενάδα μου που ήταν κολλητή μου και δεν με άφηνε, «η περπατησιά μου». Και έμαθα την περπατησιά, το περπάτημα δηλαδή που πήγαινε πίσω, να ένα έθιμο της νύφης.
Εσένα ο γάμος σου όμως, δεν έγινε έτσι.
Όχι, εμένα δεν έγινε, έγινε στην Αθήνα και δεξίωση στο Φάληρο, μην πούμε γιατί θα κάνουμε διαφήμιση, στον Φλοίσβο ήτανε. Κέντρο Φλοίσβος και έκανε στον Φλοίσβο τη δεξίωση. Μεγάλο πράγμα εκείνο, εκείνα τα χρόνια να γίνει δεξίωση. Ο αμερικανός αξιωματικός έλεγαν, «η Μαίρη πήρε μεγάλο αξιωματικό» και παντρεύτηκα στην Αθήνα και η δεξίωση έγινε στο Φλοίσβο του Παλαιού Φαλήρου. Αυτά είναι με τον Αμερικάνο, τον πιλότο, τον αξιωματικό.
Θα ήθελες όμως, ένα γάμο Καστελλοριζιότικο;
Ναι, τότε ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει… Τότε ακόμα το Καστελλόριζο το ‘56 ήταν σε τόση φτώχεια, τόσο δεν πήγαινε ο κόσμος, ούτε να μείνει δεν είχε. Ήταν δραματική η κατάσταση στο Καστελλόριζο το ’56, είχανε μείνει αυτά τα 250 άτομα και ήταν δύσκολη η κατάσταση. Μετά το ‘70 άρχισε να αναπτύσ[01:00:00]σεται, τότε πήγα κι εγώ για πρώτη φορά και από τότε δεν ξεκόλλησα. Όπου και να πήγαινα θα έπρεπε πρώτα να πάω για Καστελλόριζο, αυτό ήταν αρρώστια ίσως και το πήρε και η κόρη μου η εκπαιδευτικός και μένει τώρα μόνιμα. Έχει τρέλα με το Καστελλόριζο και μένει στο Καστελλόριζο μόνιμα. Ελπίζω να έρθει για τον γιο της, για να σπουδάσει ο γιος της θα πρέπει να έρθει στην Αθήνα κάποια μέρα. Εδώ είναι το σπίτι της, εγώ φιλοξενούμαι εδώ στη Γλυφάδα στο σπίτι της. Το σπίτι μου είναι εμένα είναι στο Καστελλόριζο, φιλοξενείται εκείνη στο Καστελλόριζο και εγώ φιλοξενούμαι εδώ στο σπίτι στη Γλυφάδα. Το σπίτι της είναι εδώ.
Πώς είναι να μένεις τώρα εκεί;
Ωραία είναι, στην αρχή έλεγα τον χειμώνα πόσο!... Αλλά όταν έχτιζα το σπίτι και πήγαινα τον χειμώνα, πέρασα τόσο μα τόσο ωραία τον χειμώνα. Ηρεμία, ησυχία, δεν έχει αυτόν τον πολύ κόσμο επειδή είναι και μικρό το Καστελλόριζο, συνωστισμός. Ο ένας πάνω στον άλλον πέφτει δηλαδή στο Κορδόνι, γύρω-γύρω στο λιμάνι υπάρχει συνωστισμός. Τον χειμώνα είναι τόσο όμορφα και ο καιρός, ο χειμώνας είναι ήπιος, δεν έχει χιονίσει ποτέ. Βρέχει βέβαια, αλλά έναν αέρα και είναι όμορφα, έχει μια ηρεμία, μια ησυχία και πραγματικά είναι όμορφο. Έτσι όπως το λέω, σκηνική θεάτρου είναι το Καστελλόριζο, σκηνικό θεάτρου είναι, σαν να είναι μία σκηνή, έτσι το έχω. Και λέω: «Και ο σκηνοθέτης που το έφτιαξε, είχε πολύ γούστο, είχε όρεξη!», αυτό το λέω πάντοτε. «Ο άτιμος –λέω–, ο άτιμος ο σκηνοθέτης είχε μία όρεξη όταν έφτιαχνε το Καστελλόριζο!» Είναι σκηνικό θεάτρου, είναι όμορφο. Για αυτό όποιος πάει, το αγαπάει και ξαναπάει. Αυτά. Γι’ αυτό το ορέγεται και ο Ερντογάν, ο σουλτάνος, το Καστελλόριζο μας. Το φυλάνε όμως, το φυλάνε καλά, δεν φεύγει.
Η Τουρκία είναι δίπλα, όμως.
Ναι, ναι.
Οι άνθρωποι εκεί έχουν σχέσεις με τους...
Ναι, εμείς τώρα δεν πηγαίνουμε. Πηγαίνανε κάθε μέρα οι βάρκες μας και εγώ έχω πάει, δεν μπορώ να πω, και εγώ έχω κάνει τα ψώνια μου, δεν μπορώ να πω. Τούρκικα έρχονται τώρα, άνοιξαν και έρχονται τούρκικα και φεριμπότ έρχονται κάθε μέρα. Εμείς δεν πάμε, δεν έχουν ανοίξει ακόμα για μας. Δεν πάνε, δεν θέλουνε. Δεν θέλουν οι Καστελλοριζιοί να πάνε.
Και για ψώνια δεν πηγαίνουνε;
Ναι, έχω πάρει, έχω ψωνίσει. Εκτός από τρόφιμα, δεν... απαγορεύεται. Κρεατικά, γαλακτικά απαγορεύονται.
Πιο παλιά πώς ήτανε με τους;...
Πάντα υπήρχαν. Μου έλεγε η μητέρα μου –να, δεν σ' τα έχω πει– κάθε πρωί ερχόντουσαν οι... Δεν είχε χόρτα και τέτοια, δεν καλλιεργούσαν και ερχότανε η χορταριού και φώναζε «Χόρτα!» και ερχόταν από απέναντι με τα χόρτα. Να πάρουν τα χόρτα τους, τα ζαρζαβατικά τους, τα αυτά. Ναι, ήτανε πολύ καλές οι σχέσεις τους, πολύ καλές οι σχέσεις με τους απέναντι, με τους ανθρώπους. Με τα άτομα δεν έχουμε… Κουκλίτσα μου. Να φέρω κάτι;
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ