© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Εμφύλιος στα βουνά της Ηπείρου, μετανάστευση στην Γερμανία και προξενιό: O αγώνας μιας ζωής
Istorima Code
22206
Story URL
Speaker
Ευάγγελος Κλίτσας (Ε.Κ.)
Interview Date
18/05/2022
Researcher
Βίκυ Χατζοπούλου (Β.Χ.)
[00:00:00]
Καλημέρα σας, Βασιλική. Καλώς ήρθατε στο σπιτικό μας.
Καλημέρα.
Πιστεύω ότι η συνεργασία μας θα είναι άψογη. Θα σας πληροφορήσω γεγονότα τα οποία τα έχω ζήσει σαν Βαγγέλης Κλίτσας και θα ξεκινήσω με το θέμα, με τον εμφύλιο πόλεμο.
Δώστε μου ένα λεπτό να κάνουμε μία, να πούμε τα στοιχεία σας μόνο. Καλημέρα και από μένα λέγομαι Χατζοπούλου Βασιλική Ηλιάνα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Είμαι με τον Ευάγγελο Κλίτσα του Γεωργίου στο σπίτι του στη Σγάρα του Καταρράκτη Άρτας. Και ξεκινάμε...
Συνεχίζουμε τις πληροφορίες αυτές που έζησα- όχι ότι είχα πληροφορίες- θα ξεκινήσουμε τον εμφύλιο πόλεμο. Εδώ, αρχικώς θα σας πω ότι αυτά που θα σου πω ήμουν οκτώ χρονών παιδί. Με τους Γερμανούς άκουγα -σαν μικρό παιδάκι- αλλά δεν ήξερα. Μετά για να διώξουν τους Γερμανούς ήταν δύο αχώριστοι φίλοι. Αυτός ήταν ένας ο Άρης ο Βελουχιώτης και ο Ναπολέων Ζέρβας οι οποίοι ζούσαν στην Αμφιλοχία και από εκεί ξεκίνησαν τον αγώνα εναντίον των Γερμανών, να τους διώξουν από την πατρίδα μας και αυτά που συμφωνήσαν, αυτά κάνανε, αλλά στη διαδρομή, όμως, ανάμεσα που είχαν ανατινάξει και τη γέφυρα του Γοργοποτάμου για να μην έχει προσπέραση ο Γερμανός να κατέβει προς Αθήνα. Στο διάστημα αυτό δεν ξέρω τι συνέβη, ίσως και οικονομικά, χωρίσανε. Ο ένας έγινε Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ., ο Βελουχιώτης, και ο άλλος το Ε.Δ.Ε.Σ., ο Ζέρβας, και συνεπλάκησαν εδώ, στην Ήπειρο, Θεσσαλία και ο ένας χτυπούσε τον άλλον. Το 1947, όπως είχα πει και προηγουμένως ότι ήμουν οκτώ χρονών παιδί, έλεγαν ότι θα μαζέψουν τα παιδιά για να τα βγάλουν στο παραπέτασμα, εννοούσαν τη Ρωσία, και αυτός ήταν ο Άρης. Ο Ζέρβας τα είχε και καλά με την κυβέρνηση τότε, συνεργάζονταν και με τον στρατό. Και κάποια στιγμή, αφού χώρισαν οι δρόμοι, εδώ μέσα κρυβόμασταν μη μας πάρουν σαν παιδάκια που ήμασταν, ήμουν, όμως, και ορφανό παιδί. Εντάξει, μας στήριξε ένας θείος μου, ο οποίος και μας μεγάλωσε. Όταν όμως είπαν ότι έρχεται ο Άρης ο Βελουχιώτης, «Φύγετε προς τα Γιάννενα», όλα τα γυναικόπαιδα από τα χωριά μας εδώ κατευθυνθήκαμε προς τα Γιάννενα και περνάμε τη γέφυρα το Αράχθου - μονότοξο αυτό το γεφύρι- και φτάνουμε σε ένα σημείο που μας λένε: «Γυρίστε πίσω, γιατί είναι στο Καλέντζι». Λοιπόν, ο Ζέρβας ήταν στα Πλαίσια, από εκεί, κοντά στο Καλέντζι, και είχαν εμπλακεί, χτύπαγαν την Άγναντα. Γυρίσαμε και φτάσαμε εδώ, στο σπίτι που μιλάμε τώρα, δεν υπήρχε σπίτι και βρήκα τον αδερφό μου, τον Χρήστο, και του λέω: «Πάμε να φύγουμε όλοι μαζί να σωθούμε», γιατί πήραμε άλλη κατεύθυνση, τον δρόμο που διασχίζει το Μακρυνόρο, φτάναμε στα Πιστιανά. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς, αλλά είχαν και πράματα μαζί τους, την κατσίκα, το πρόβατο, το αρνί, το σκυλί, όλοι μαζί, παιδιά. Φτάσαμε στο Κρυονέρι, αλλά εκεί κοιμηθήκαμε το βράδυ. Το πρωί φύγαμε, από 'κει φύγαμε και πήγαμε προς τα Πιστιανά με τα πόδια. Πάμε στα Πιστιανά, δεν προλάβαμε να ανέβουμε στο λεωφορείο εγώ με τη μητέρα μου και συνεχίσαμε και άλλη μια κυρία από τους Κτιστάδες[00:05:00] και πήγαμε με τα πόδια στην Άρτα. Δηλαδή από εδώ, από το σημείο αυτό που είναι, ακριβώς είναι εκεί στα ογδόντα χιλιόμετρα, κάναμε. Καθίσαμε στην Άρτα, συνήλθαν τα πράγματα και επανήλθαμε ύστερα από τρεις μήνες, το φθινόπωρο, και εγκατασταθήκαμε. Λοιπόν, αυτός ο Εμφύλιος, όπως έγινε και στη Γιουγκοσλαβία, να μην ξαναπαρουσιαστεί σε κανένα κρατίδιο. Αυτό έχω να αναφέρω. Δεν υπάρχει το χειρότερο στον άνθρωπο. Να πεινάει, να μη βρίσκει, να περπατάει, να διακινδυνεύει η ζωή του. Αυτή η ζωή υπήρχε τότε. Εγώ το κλείνω με αυτό το θέμα, ότι να μην ξανάρθει αυτός ο Εμφύλιος πόλεμος. Το δεύτερο, εσύ θα μου πεις.
Πείτε μου εσείς τι θέλετε. Να μου πείτε και δυο λόγια για τη ζωή σας και γενικά, ό,τι θέλετε εσείς.
Ναι, για τη ζωή μου, εντάξει, μεγάλωσα, έγινα δεκαπέντε χρονών, πήγα στην Αθήνα, δούλευα σε μαγαζιά και μετά από εκεί πήγα και έγινα ένας τεχνικός στην οικοδομή, γιατί έτσι ήταν και ο πατέρας μου, ο μακαρίτης, και συνέχισα τη ζωή. Γύρισα όλη την Ελλάδα, εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, πήγα στρατιώτης και μετά από στρατιώτης, αφού απολύθηκα, το 1962 πήγα Γερμανία και συγκεκριμένα σε ένα κέντρο και πιο ζεστό μέρος το κλίμα, στη Φρανκφούρτη. Εκεί έκατσα πέντε χρόνια, λοιπόν, και επέστρεψα στην Ελλάδα, παντρεύτηκα και έκανα την οικογένειά μου, τα τρία παιδιά τα οποία τα σπούδασα και αφού τα τακτοποίησα, επανήλθα σε αυτό το χωριό, στη Σγάρα, και έφτιαξα ένα σπίτι και για τα παιδιά μου και για τον εαυτό μου να περάσουν τα γεράματα και στην Αθήνα έχω σπίτι, δεν είναι ότι δεν έχω. Λοιπόν, αυτά έχω να πω, η διαδρομή αυτή.
Ευχαριστώ.
Δεν ήθελα να πω άλλα εδώ, γιατί είναι προσωπικά τα άλλα.
Θέλετε να μου πείτε για τον τρόπο ζωής σας τότε;
Ναι, το 'χω δω τώρα, γι’ αυτό κοιτάζω. Πάει το πρώτο. Πάμε στο δεύτερο. Ο τρόπος ζωής. Εδώ δεν υπήρχαν τρακτέρια, όπως είναι σήμερα. Τότες αναγκάζονταν ο κόσμος όταν είχε μία γελάδα ο ένας και μία ο γείτονας ή ο ξάδερφός σου ή ο χωριανός κάναν σύμπτυξη τα δύο ζώα αυτά, έφτιαχναν ένα αλέτρι το λένε και κάναν τα χωράφια, με το αλέτρι σπέρναν και με αυτό το όργωναν. Λοιπόν, μετά από λίγο, αλλά οι ανθρώποι όλοι, γυναίκες, άλλες με μικρά αγκαλιά κι άλλες φορτωμένα, σκάβανε να το φτιάξουν το χώμα που ήταν από το [Δ.Α.] για να το σπείρουν. Λοιπόν, αυτή ήταν η κατάσταση τότε, μετά, όμως, βγήκαν οι μηχανές, αντί για αλέτρι, βγήκαν οι σιδερένιες μηχανές, ήταν μάλλον ότι τις είχαν κάνει και δώρο, δεν θυμάμαι, πρέπει να είναι από την Αμερική, να βοηθήσουν τους αγρότες. Μετά, όποιος δεν είχε σπίτι όταν έπαιρνε δάνειο, έδινε και την ξυλεία δωρεάν - πάλι η Αμερική- και έδινε και μουλάρια. Με αυτά τα μουλάρια κινούνταν το χωριό ή σπίτι να φτιάξει, θα το φόρτωναν από το ποτάμι, τις πέτρες, άμμο, οτιδήποτε, και οι μαστόροι θα το φτιάχνανε. Δεν υπήρχαν τα μέσα αυτοκινήτου και πάλι, συνεχίζω, ότι για να πας στην Άρτα, όταν έγινε ο δρόμος από το '50 και μετά, συνδέθηκε η Άρτα με τα χωριά και συγκεκριμένα η Μ.Ο.Μ.Α -στρατιωτική ομάδα αυτή της Μ.Ο.Μ.Α - αυτή έκανε τον δρόμο, έκανε το άνοιγμα και μετά βρέθηκαν κάτι αυτοκινητάκια, τζιπ γερμανικά, τα οποία τα χρησιμοποιούσαν για μεταφορά οι οδηγοί. Ήταν τα πιο φθηνά, τα είχαν εγκαταλείψει οι[00:10:00] Γερμανοί και ξεκίναγαν, πήγαιναν στην Άρτα, έρχονταν στο χωριό μία φορά την ημέρα, δηλαδή. Έχω έρθει και με τα πόδια από πολύ μακριά πάλι, γιατί χάλασε το αυτοκίνητο και αναγκαστήκαμε να έρθουμε με τα πόδια στο χωριό. Η ζωή τους, όμως, ήτανε συνηθισμένη για όλους, γιατί δεν είχαν απαιτήσεις. Δηλαδή δεν έλεγαν ότι: «Θα πάμε στο σινεμά, θα πάμε στο θέατρο». Πανηγύρια υπήρχαν, ας μην είχε ο άλλος, αυτό που είχε, θα πούλαγε τ' αυγό, ήταν αυτοί οι έμποροι, μάζευαν τα δέρματα, σφάζαν τα ζώα, τα τακτοποιούσαν και τα πήγαιναν και τα πούλαγαν στα Γιάννενα, μάζευαν αυγά, τα πούλαγαν. Λοιπόν, εδώ η παραγωγή ήταν το καλαμπόκι, μπομπότα, γιατί το σιτάρι που κάναν ήταν λίγο και γίνονταν λίγο και αυτό το θέλαν για τις λειτουργιές, για τις εκκλησίες, για αυτό δηλαδή. Μπορεί μέσα στο χωριό να ήταν ένας πλούσιος, λέμε, ο ένας ο πλούσιος αυτός εκμεταλλεύονταν ή ο άλλος ο κρεοπώλης από την Άγναντα που θα έρχονταν, έλεγε: «Πόσο θες για το μοσχάρι;», «Α, θέλω εφτακόσιες δραχμές», «Α, είναι ακριβό, φεύγω», έκανε και τα νούμερα αυτά, για να πεις ότι θα το πουλήσω λιγότερο, γιατί έχω ανάγκη από μετρητό και όλη η διαδικασία αυτή, η επεξεργασία, πώς να επιζήσει ο άνθρωπος, ο αγρότης γενικά, ήταν αυτή και η καλλιέργεια μαζί. Μαζί τα είπα αυτά και τα δύο, πώς καλλιεργούνταν είπα το πρώτο και τρόπος ζωής. Και πάμε τώρα στον τρόπο μετακινήσεως. «Πώς θα πας στα Γιάννενα, αφού αμάξι δεν υπάρχει;», αλλά από το 1950 και μετά φτιάξανε τα πράγματα. Ήρθε για πρώτη φορά λεωφορείο απέναντι, στο γεφύρι της Πλάκας και ο κόσμος είχε μαζευτεί και έλεγε: «Θα σωθούμε», γιατί ήθελε να πάει και στα Γιάννενα. Οπότε εξυπηρετήθηκε. Και σιγά-σιγά το λεωφορείο ήρθε στο γεφύρι κάτω και εξυπηρετούνταν και από τα Γιάννενα. Μετά, σιγά σιγά σιγά εδώ ήταν η Άγναντα που ήταν κωμόπολη, είχε μέχρι δικαστήριο, εδώ γίνονταν τα δικαστήρια, είχε γυμνάσιο, είχε γυμνάσιο, λύκειο, δημοτικά καλά ήταν σε όλα τα χωριά και η ζωή κυλούσε έτσι ακριβώς, όπως τα λέω, και το κυριότερο από όλα που ήταν τότε δεν τους ενδιέφερε τι θα φάει και τα λοιπά, προτιμούσε να το πουλήσει το κατσίκι, για να πάρει τα λεφτά. Και εδώ είχα έναν νούνο εγώ, ο οποίος έφτιαχνε και κοκορέτσι, το πήγαινε στην εκκλησία, στον Άγιο Γεώργιο, και περίμενε να βγουν έξω. Ναι, αλλά για να φας το κοκορέτσι, ήθελες ένα πενηνταράκι, πέντε δεκάρες και εγώ τον είχα νούνο και όταν πήγαινα, αλλά είχε πολλά αναδεχτούδια, ήταν ο, είχε, οικονομικά ανεξάρτητος. Μου λέει: «Αναδεχτέ, έχεις παράδες να φας κοκορέτσι;», στο βαφτιστήρι. Θα πει τέτοια σήμερα ο νονός σου, ο κουμπάρος στο βαφτιστήρι; «Έχω, έχω», γιατί πουλάγαμε το αυγό. Κατάλαβες; Και ο μπάρμπας που μας μεγάλωσε είχε μπακάλικο και ανακατεύαμε τα δέρματα με τα αυγά και τα λοιπά και έτσι μας μεγάλωσε. Γίναμε δεκαπέντε χρονών παιδιά. Αλλά η ζωή έτσι ήταν τότε. Εμείς που την περάσαμε να μην έρθει, όμως. Να μην ξανάρθει αυτή η ζωή, γιατί ο άνθρωπος είναι πιο εξελίξιμος, πιο μορφωμένος. Άγχος υπάρχει, βέβαια, στη σημερινή κοινωνία, αλλά το ξεπερνάει άμα έχει εργασία και υγεία πρώτα, νομίζω ότι είναι καλύτερα. Τώρα τα οικονομικά παρακάτω.[00:15:00] Τα οικονομικά, δεν τον ενδιέφερε τον άλλον για να έχει λεφτά πολλά. Τι είχε; Δύο δραχμές; Πλούσιος. Δέκα; Υπερπλούσιος. Γιατί δεν χρησιμοποιούσε λεφτά. Τα λεφτά ήταν για την εκκλησία. Να έχεις ένα πενηνταράκι, να πάρεις το κερί, να πας στην εκκλησία. Λοιπόν, δεν είχε απαιτήσεις δηλαδή ο κόσμος τότε, ενώ σήμερα υπάρχουν και απαιτήσεις. Γιατί, όταν βλέπεις όλα, όλα τα παιδιά, οι ντουλάπες είναι φορτωμένες ρουχισμό. Τότε ήτανε οι κάπες, όταν ήταν ο άλλος είχε πρόβατα, και είχε την κάπα απαραίτητη. Ή θα την έραβε μόνος του, γιατί ο προσπάππους, ο Κώστα Παπακώτσης, και ο παππούς σου έραβαν κάπες, το λέω και αυτό για να το συναντήσουμε, έραβαν κάπες στο Ξηρόμερο και οι δύο αυτοί και ο άλλος, ο αδερφός του κουρέα, ο πατέρας. Πάνω στο Ξηρόμερο έραβαν κάπες. Αυτοί ζούσαν καλύτερα γιατί, όταν έρχονταν, έφερναν και μια μπούγλα λάδι για το σπίτι. Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα τότε. Κατάλαβες;
Θα θέλατε να πούμε πιο συγκεκριμένα για τον εμφύλιο;
Είπα ο εμφύλιος να μην ξανάρθει, γιατί χάθηκαν ζωές ανθρώπων.
Μου είπατε ήσαστε στην Άρτα στον Εμφύλιο;
Είπα πήγαμε στην Άρτα, γιατί πήγα σε έναν θείο μου, τον Κώστα τον Κλίτσα, και είχα και τον άλλον, τον Στασινούλα, αδερφός της μάνας μου, και μας φιλοξένησαν τρεις μήνες και πάλι ήρθαμε με τα πόδια από την Άρτα. Δεν υπήρχε συγκοινωνία τότε με τον εμφύλιο, ήρθαμε με τα πόδια. Άμα λέμε με τα πόδια, δεν είχα και παπούτσια. Η μητέρα μου μου έφτιαχνε - προπόδια τα λέγανε, με χοντρό νήμα που ήταν από τα πρόβατα. Το φτιάχνουν, το έγνεθαν, λοιπόν, και μου πλέκε στον δρόμο, αλλά πόσο να περπατήσεις; Τρύπαγαν αυτά. αφού ήταν μαλλί. Δεν ήτανε δέρμα. Ξέρεις τι πάει να πει να 'σαι ξυπόλυτος και να περπατάς και δεν ξέρεις αν φτάνεις με τον Εμφύλιο.
Τι ηλικία είχατε τότε;
Οκτώ. Οκτώ χρονών παιδί ξέρεις τι είναι;
Ήθελα να καταλάβω όμως, λίγο γι' αυτό. Μ' έχει, με εντυπωσίασε αυτό που ήρθατε από την Άρτα με τα πόδια.
Ναι. Γιατί;
Πόσες μέρες πήρε αυτό το ταξίδι;
Όχι, κάναμε, να σου πω, όχι μέρες, κάναμε δώδεκα ώρες με τα πόδια σερί. Εντάξει, σταματάγαμε και κάπου. Με τα πόδια, με τα πόδια πήγα, με τα πόδια ήρθα. Με τα πόδια πήγα απέναντι από τη γέφυρα.
Ποια γέφυρα;
Τη στρογγυλή. Κι εγώ ήμαν κλεισμένος, θα το πω αυτό, γιατί δεν μπορώ να μην το πω, κάπου μ' έφερες βόλτα. Ήμασταν μέσα στα χορτάρια εδώ πιο πέρα στη θράκα, τα χορτάρια Ιούλιο μήνα ήταν τόσα. Και κρυφτήκαμε μέσα, μη μας πάρουν, επειδή μάζευαν τα παιδιά. Και ανέβαινε πάνω η μακαρίτισσα η Ελένη, Θεός συγχωρέσ'την, κι έλεγε: «Πού με πάτε εμένα; Δεν βλέπω». Δεν θέλω ούτε να το συνεχίσω, αλλά θα το συνεχίσω αόριστα. Πήγε στον Άι Γιώργη, κρατήσανε τη Βασιλική του Γραβιά, έδωσε μάχες, συναγωνίστρια, ήθελε, δεν ήθελε, την έβαλαν προπέτασμα μπροστά μέχρι τον Γράμμο και ήρθε με τα ποδάρια από τον Γράμμο, να μην τη δει, για να το ολοκληρώσω με την Βασιλική, της είπαν: «Πάρε τα μουλάρια να κατέβεις κάτω στο ρέμα να τα ποτίσεις» κι αυτοί έπιναν το τσάι πρωί - πρωί. Οι Βελουχιώτες. Και κατεβαίνει κάτω αυτή, έξυπνη γυναίκα, έξυπνη γυναίκα, εγώ τέτοια έξυπνη γυναίκα δεν γνώρισα ποτέ. Και τι κάνει; Δένει το πρώτο και τα άλλα τα έδεσε από τις σέλες και από τα σαμάρια που είχαν. Μέσα στο ρέμα και το έβαλε με τα πόδια απέναντι και έφυγε. Με τα πόδια από τον Γράμμο βρέθηκε στο Βουργαρέλι, εδώ, στο Βουργαρέλι και εγώ τότε ήμουν στην Άρτα και ήτανε ο πατέρας της, περίμενε ποια νέα; Τι γίνεται η κοπέλα και ο αδερφός της Μάρως, ο Αποστόλης ο Στασινός, με είχε κεράσει[00:20:00] πορτοκαλάδα εμένα. Τώρα, τι το θυμάμαι, και ήρθε ο πατέρας της και λέει: «Ρε συ, Αποστόλη, κάνα νέο;». Όχι, «Χαράλαμπε», του είπε, «κάνα νέο από τη Βασίλω;». Λέει: «Δεν ξέρω τίποτα». «Θα σου πω εγώ», του είπε ο μπάρμπας ο δικός μου και με το «θα σου πω εγώ», έπεσε κάτω, λιποθύμησε ο άνθρωπος. Τον περίλαβαν, ήταν και λίγο, στα χαστούκια, συνήλθε, «Τι θα μου πεις εσύ», του λέει, «Αποστόλη;». «Αμ, θα σου πω, Χαράλαμπε, η κοπέλα σου είναι στο Βουργαρέλι, στο τάγμα και ανακρίνεται και το βράδυ θα είναι στην Άρτα για ανάκριση, πού πήγε, τι έκανε, τι έφτιαξε, πώς συμπεριφέρθηκαν οι αντάρτες» και το βράδυ ήρθε πράγματι, τη φέρανε στην Άρτα, γιατί η κοπέλα δεν είχε εθελουσία να πάει, την άρπαξαν από το σπίτι εδώ, το βαγγελαίικο. Την Ελένη όμως φτάνοντας τον Άι Γιώργη, όταν είπε ότι πιάσαν δύο κορίτσια, λέει: «Πώς λέγονται;». «Η μία λέγεται Γραβιά». «Η άλλη;». «Ευαγγελή», λέει, «και λέει ότι δεν βλέπει». «Αυτήν να την πάρετε και να την πάτε από εκεί που την πήρατε». Αυτά δεν είναι ότι τα λέω εγώ, τα είπαν ανθρώποι οι οποίοι ζήσανε τις καταστάσεις αυτές. Λοιπόν, και την πήρανε και την έφεραν κάτω την Ελένη, πήγαινε στα πραγματάκια. Λοιπόν, για αυτό σου λέω και όταν γινότανε η εκκαθάριση, απέναντι πέρναγε ο στρατός εδώ, τώρα έχει δάση, τότε δεν ήταν, εδώ, εκεί ήταν. Λοιπόν, είχε τα πράγματα η Ελένη, η μακαρίτισσα, γιατί είναι πρώτα ξαδέρφια με τη μάνα μου και πρόγγησαν τα πράματα που ήταν απέναντι, ήταν πολλά πράματα, όλης της γειτονιάς και ήρθανε κάτω και λέει: «Περνάει στρατός». Εγώ όμως ήμουνα σε αυτό το κτήμα εδώ, ο Χρήστος, ο μακαρίτης, και ο Βασίλης αδερφός μου και, όταν είδαμε τον στρατό, βγήκαμε στη ράχη εδώ πάνω να δούμε τον στρατό, ήρθε η απελευθέρωση. Εκκαθάριση στα πάντα, να λήξει ο Εμφύλιος. Και ήταν απέναντι σε ένα ύψωμα, ας πούμε, και ο πατέρας του Νίκου, ο Βαγγέλης, δεν τα ξέρει αυτά, γιατί μου είπε: «Να μου πεις», λέει, «Να σου πω πριν ξεκινήσεις το βιβλίο, τώρα τι να σου πω», τελείωσε, έληξε το πράγμα, γιατί δεν ανέφερε τίποτα από αυτά τα γεγονότα όλα, δεν ανέφερε, γιατί καταρχήν για τη μάνα σου, γιατί, πες τα, για τη γιαγιά και είπα για τη μάνα σου, τη Βασιλική, έτσι εγώ τα λέω τα πράγματα, γιατί του έδωσα μαθήματα εγώ καλά, κάπου ξεφεύγει σε πολλά σημεία, έτσι; Με παραδέχεσαι; Εδώ, λοιπόν, και πάμε απάνω τα τρία αδέρφια να δούμε από χαρά ότι απελευθερωθήκαμε, να κυκλοφορήσουμε κι εκείνη τη στιγμή ένας, ο ανθυπολοχαγός που ήταν ένας λόχος, είπε στον λοχαγό: «Κύριε λοχαγέ», πάει να αναφέρει στον ηγήτορα ότι απέναντι βλέπουν κεφάλια να κινούνται μέσα στα ρείκια και λέει: «Στήστε το πολυβόλο». Ο μακαρίτης ο μπάρμπας μου, ο Bαγγέλης Βαγγελής: «Μην κάνετε τίποτα», λέει, «είναι κάτι ορφανά παιδιά και θα βγήκανε για να καμαρώσουν εσάς». «Δώστε στον κύριο Βαγγελή να τους πάει ψωμί». Έμασε ψωμί να πάει στον στρατό, «Δώστε τα κυάλια» και παίρνει τα κυάλια ο μπάρμπα Βαγγέλης, «Παιδιά της ξαδέρφης μου, ανίψια μου», λέει. Ήρθε και ο μπάρμπα Βαγγέλης εδώ, Θεός σχωρέσ' τον, εδώ από πάνω και φωνάζει: «Βασίλη, Βαγγέλη, Χρήστο, κατεβείτε κάτω, ρε ζαγάρια, θα σας σκοτώσουν απέναντι». Πήραμε εμείς δρόμο, δεν ήτανε δάσος όπως είναι τώρα, εδώ, εκεί ήταν και ήρθαμαν κάτω, δεν ξανακουνηθήκαμαν. Το κατάλαβες; Δηλαδή μπόρεγε να μας σκοτώσουν, πού, τι θα κάναμε, αφού γινόταν εν συναινέσει με το κράτος ότι θα γίνει εκκαθάριση, να μην υπάρχει εμφύλιος, κατάλαβες; Οι μεν οι ζερβικοί αποσύρθηκαν, «Πάμε μ' εσάς», ο άλλος συνέχισε. Λοιπόν, είναι πράγματα τα οποία δεν τα - ούτε θα πω ποιος ήταν στον Άι Γιώργη, αυτό δεν θα το πω, δεν χρειάζεται, καταλαβαίνει ο άλλος, γιατί την απολύσαν την Ελένη και απέναντι από τον Άι Γιώργη κατέβαινε ένας δεύτερος ξάδερφός μου, ο Γιάννης ο Στασινός. Κατέβαινε με τα πόδια, τον είδανε από πάνω οι βελουχιώτες και τον ήξεραν[00:25:00], τον έριξαν κάτω τον άνθρωπο, τον τραυμάτισαν στο πόδι, είπαν: «Πάει αυτός». Κουβέντα σε κουβέντα περαστικός, «Ο Γιάννης Στασινός είναι πεσμένος απέναντι». Η γιαγιά μου, όμως, η Γιαννούλα τον πήρε στην πλάτη και πήγε απέναντι, τον φόρτωσε στο σαμάρι απάνω μόνη της. Και τι ήταν; Τόση δα, τον φόρτωσε, τον έφερε στη Σγάρα και από εκεί τον πήγε στο γιατρό στην Άγναντα. Και σώθηκε ο άνθρωπος. Και λέει: «Εμένα με έσωσε η θειάκω μου, η Γιαννούλα». Έλεγε, Θεός συγχωρεσ'τον και αυτόν. Έχουν γίνει γεγονότα τρομακτικά, πολύ τρομακτικά. Άσε τώρα τι έγινε αυτού και.. Θα τα πω εκτός... Έχει δίκιο σε πολλά, γιατί τους έρχονται στο μυαλό τώρα. Εκείνος, εκείνος, ο άλλος, τούτος, ο άλλος, έχει δίκιο, αλλά τι να κάνουμε; Και εγώ έχω δίκιο, γιατί άνθρωπος είναι ο άνθρωπος, τι θα κάνουμε τώρα. Έτσι είναι, είναι δηλαδή η τύχη να βρεις τον άλλον, αυτά έχω να σου πω. Νομίζω ότι είπα αρκετά. Άμα θυμηθούμε, θα συμπληρώσουμε άλλη φορά, αλλά αυτά είναι. Άρτα, πώς πήγαμε εκεί, πώς ήρθαμε εδώ, πώς γλυτώσαμε, πώς ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να αναζωογονείται στις δουλειές, πώς μετά ξεκίνησαν τα ταξίδια, μετά το '55, τα ταξίδια όπου γίνονταν σεισμός, είχαμε προσωπικό, μαστόρους, εργάτες και άρχισε κύλησε η ζωή καλά σιγά-σιγά. Σιγά-σιγά όμως. Οι προοπτικές τώρα δεν είναι καλές, γενικά για τους νέους δεν είναι. Τότε έλεγες: «Θα βγει και φως στο τούνελ», τώρα εγώ τα βλέπω πολύ δύσκολα δεν θέλω σαν μεγάλος άνθρωπος σ΄ έναν νέο να το πω αυτό, αλλά αφού φαίνεται στο τούνελ ότι υπάρχει αβεβαιότητα. Τότε δεν είχαμαν αβεβαιότητα, θέλαμε να δουλέψουμε. Η κυρά Τασία δούλεψε πέντε χρόνια στο λαϊκό νοσοκομείο. Αυτή που βλέπεις εσύ, είδαν τα μάτια της μέσα, αποκλειστική ήταν. Η άλλη κάθονταν στην καρέκλα και πέθανε, αποκλειστική κι εκείνη, μιανού φίλου μου από το Γουδί, πέθανε στην ώρα του καθήκοντος, την έπιασε καρδιά και έμαθα ότι και τα παιδιά δεν πάνε καλά, δικά της, προσωπικά της. Λοιπόν, για αυτό σου λέω ότι η ζωή εκείνη εκεί λέμε ότι έχεις και από το σπίτι τίποτα τότε, ενώ τώρα τα σκέφτεσαι, λες: «Πώς θα τα βγάλω πέρα; Τι θα κάνω; Πώς θα εργαστώ, πώς θα...;». Τότε στα παιδιά είχαμε και από έναν κουμπαρά σε κάθε παιδί. Εγώ στα δικά μου, «Μόλις», έλεγα, «θα περάσεις... Πέρασες, Αλεξάνδρα;». Ναι. 20, άριστα η Αλεξάνδρα. Στο πανεπιστήμιο Αθηνών, τον κουμπαρά, πάμε στο ταχυδρομείο, γιατί τα είχαμε από εκεί τους κουμπαράδες, να τα ανοίξει. «Πέρασες, Γιώργο;». Κουμπαρά. «Πέρασες, Σπυριδούλα;». Τον κουμπαρά. Έλεγα: «Αυτά για τα παιδιά, αυτά για τα παιδιά». Σήμερα δεν περισσεύουνε για τα παιδιά, το κατάλαβες; Είναι η ζωή έτσι, η αβεβαιότητα, τέρμα. Πού βλέπω εγώ, πάω κάτω εδώ, πάω στην καφετέρια στην Άρτα και έρχεται ένα κοριτσάκι, στην ηλικία σου έτσι, σαν να την βλέπω, της λέω: «Κούκλα μου, από πού είσαι;», μου λέει: «Από Θεσσαλονίκη». «Σπουδάζεις εδώ;». Μου λέει: «Ναι, στα ΤΕΙ». Μάλιστα. «Εδώ πού δουλεύεις;», «Εδώ είναι του αγοριού μου», λέει. «Αυτό είναι καλό, ότι εξασφάλισες και εργασία και σπουδές, αλλά να είστε αγαπημένοι» και έρχεται να πληρώσω δύο καφέδες που πήραμε, εγώ πήρα, μ' αρέσει nescafe με παγάκια, freddo η κυρά Τασία, της δίνω και το πουρμπουάρ, «Ευχαριστώ και ευχαριστώ», της λέω: «Αφήνω εδώ την κυρά Τασία, να την προσέξεις μέχρι να γυρίσω». Λοιπόν, μου λέει: [00:30:00]«Μη σε στεναχωρεί». Αυτό το παιδί θέλει στήριγμα. Μην κοιτάς τώρα, πόσο κάνει... Στα παιδάκια αυτά, επειδή έζησα βοηθός σερβιτόρου, δεκαπέντε χρονών, τα στηρίζω, λέω: «Τασία, για κοίταξε τι έχεις αυτού, ένα δίευρω». Δεν χάλασε ο κόσμος... 1962, Ιούνιος μήνας πήρα το απολυτήριο από τον στρατό, υπηρέτησα είκοσι τέσσερις μήνες. Φτάνοντας στο χωριό μου οι σκέψεις μου ήταν πώς θα ζήσω. Όταν έφυγα από στρατιώτης, έγραψα, γιατί; Γιατί η κουραμάνα ήταν τζάμπα, εδώ ήταν φτώχεια. Εγώ φτωχό παιδί και σκέφτηκα να βγάλω διαβατήριο, να πάω στην Άρτα, να φύγω για Γερμανία. Βγάζω το διαβατήριο, πάω Αθήνα, γιατί είχα μείνει ένα διάστημα στην Αθήνα συν τους χρόνους, και από 'κεί περνάμε από επιτροπές - θα τα ακούσεις τώρα - και βρήκαν ένα δόντι χαλασμένο, ήθελε σφράγισμα και μου λέει: «Αν δεν σφραγίσεις το δόντι, δεν μπορούμε να σε πάρουμε ή θα το κάνεις εξαγωγή». Ήταν η γερμανική επιτροπή μαζί με την Ελληνική - Βίκτωρος Ουγκώ, ήτανε στην πλατεία Καραϊσκάκη, Σταθμό Λαρίσης. Και φεύγω από Αθήνα, δεν είχα λεφτά, είχα για το για το λεωφορείο να πάω και να έρθω, και έρχομαι στην Άρτα και μου είπαν: «Θα πας σε κάποια κυρία Πολύζου, οδοντίατρος από τη Βέροια, παντρεμένη στην Άρτα και αυτή δεν παίρνει λεφτά, οπότε τα 'χεις». Και πάω εκεί και κάνει την εξαγωγή και της χρωστούσα εκατό ευρώ και της λέω: «Δεν έχω, άμα πάω στη Γερμανία, θα τα στείλω». Μου λέει: «Εντάξει, κανένα πρόβλημα», κάποιος μου 'πε φίλος: «Θα πας εκεί συστημένος». Πάω Αθήνα, ξαναπερνάω επιτροπή και είπαν το οκ, αλλά στην επιτροπή απάνω μου δώσανε σχέδια τις οικοδομές που ανταποκρίθηκα πλήρως, γιατί είχα μεγάλη έμπνευση στα σχέδια και μου είπαν: «Θα έρθεις κάποια στιγμή για Γερμανία διαμέσου από τον Πειραιά, δια μέσου Πρίντεζι Ιταλίας». Ήμασταν πολλά παιδιά, Έλληνες από τα χωριά μας, τέσσερις, πέντε και όταν μπήκαμε στο καράβι στον Πειραιά ταξιδέψαμε μ' ένα σκάλο απ' την Ηγουμενίτσα και από εκεί περάσαμε και πήγαμε στο Πρίντεζι. Στο Πρίντεζι μάς περίμενε μία επιτροπή πού πηγαίνει ο κάθε ένας. Άλλος κατεβαίνει Αυστρία, άλλος πήγαινε για Μόναχο, άλλος πήγαινε για Φρανκφούρτη. Πήγα εκεί, δώσαμε τα διαβατήρια, ξεκινήσαμε με το τρένο, περάσαμε την Αυστρία, πήγαμε Μόναχο και από κει πήγαμε Φρανκφούρτη. Στη Φρανκφούρτη μας περίμενε ο επιτετραμμένος της εταιρείας, το λένε οι Γερμανοί Bediensteter, ήμασταν τεχνίτες για την οικοδομή, μας περίλαβε ο μηχανικός, μας κέρασε στον σταθμό που έχει δεκαεπτά γραμμές είχε τότες η Φρανκφούρτη που γινόταν η διακίνηση των τρένων και μας κέρασε εκεί καφέδες, ό,τι ήθελε ο καθένας, γάλα, ξέρω 'γώ, αυτό ήταν πρωί 8:00 η ώρα. Κάποια στιγμή, εμείς τα λέμε τα κουλουράκια, αυτοί τα λένε μπρότσα [brezel] από 'κεί. Φάγαμε από ένα και τα άλλα τα παρατήσαμε. Θέλεις από ντροπή, θέλεις από ευαισθησία, θέλεις γιατί δεν ξέραμε πώς τα φτιάχναν αυτοί εκεί και πετιέται ο μηχανικός, αυτός που ήταν της εταιρείας –[Δ.Α.] λεγόταν η εταιρεία- και λέει: «Γιατί αυτά δεν τα πήρατε;» και μας κάνει νόημα. Δεν ξέραμε γερμανικά και μας τα έβαλε στις τσέπες. «Αυτά είναι πληρωμένα», [00:35:00]ο Γερμανός μας έδωσε ένα μάθημα καλό. Μας πήγε στα σπίτια, μας έδειξε πού είναι τουαλέτες για μπάνια και τα λοιπά και μας είπε: «Αύριο το πρωί θα έρθω να σας πάρουμε με το πούλμαν και θα πάμε στο Offenbach», σε ένα προάστιο της Φρανκφούρτης, περίπου σαράντα χιλιόμετρα με πενήντα ήταν- έτσι όπως το θυμάμαι- και εκεί ήταν η εταιρεία εγκαταστημένη που έκανε οικοδομές. Πράγματι, ακριβώς έτσι έγινε, πήγαμε αυτό, μας είπε πού είναι η κάβα να παίρνουμε μπίρες, γιατί αυτοί είναι συνηθισμένοι στη μπίρα, μας είχαν πετρογκάζι, κουζίνες να μαγειρεύουμε, καθένας έχει το δωμάτιό του και πηγαίνοντας εκεί ξεκινήσαμε τον αγώνα, διψάγαμε πολύ, πάρα πολύ, γιατί ήτανε Ιούνιος μήνας προς τον Ιούλιο και κάνε ζέστη πολλή στην Φρανκφούρτη για είναι μεσημβρινό κλίμα της Γερμανίας -το καλύτερο κλίμα- και δεν ξέρουμε να πούμε για νερό και, επειδή είχαμε τα λάστιχα που φτιάναμε τις δουλειές μας εκεί στην οικοδομή, πίναμε με το λάστιχο και όταν ήρθε ο Γερμανός και πιάνει το κεφάλι και λέει: «Τι τρέχει εδώ, τρελοί είστε;». Πίνετε από αυτό το νερό ήθελε να πει, όπως τα έμαθα μετά γιατί πήγα έξι μήνες στη μικρή Δημοτικού στα γερμανικά. Πράγματι, δηλαδή είχα κέφι να μάθω τη γλώσσα, γιατί το θεωρούσα ότι είμαι ο τελευταίος. Οι άλλοι δεν πήγαν, δεν ήξεραν τι τους γίνονταν. Λοιπόν, πήγα, έμαθα τη γλώσσα κι όταν έμαθα τη γλώσσα, ήρθαν αυτά πίσω μου τι μου λέγανε οι Γερμανοί και εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα και πάει και μας παίρνει εμφιαλωμένα πλαστικά μπουκάλια και μας είπε: «Δεν θα πίνετε από αυτό». "Nicht trinken wasse diese". Άκου, «Δε θα πίνετε απ' το νερό από το λάστιχο, θα πίνετε dieser Flasche, από το μπουκάλι». Τότε βέβαια μας έβαλε στον δρόμο και καταλάβαμε ότι είναι επικίνδυνο. Λοιπόν, σιγά σιγά σιγά σιγά προσαρμοστήκαμε. Εμένα η δουλειά μου ήτανε -όχι ότι το λέω- ήμουν πράγματι ένας τεχνικός που - όπως μου είπαν πολλοί μηχανικοί - έπρεπε να είμαι στο Πολυτεχνείο να ανοίξω τα μάτια του Πολυτεχνείου. Είμαι πολύ έμπειρος, ό,τι είναι, δεν γίνεται από τους άλλους συναδέλφους, εγώ θα το φτιάξω. Λοιπόν, και αφού προσαρμόστηκα και άρχισα τη γλώσσα μου και με έπαιρναν και σαν διερμηνέα μεταξύ των Ελλήνων, που ήταν κάνα πέντε, έξι, εφτά Έλληνες, και έλυνα τα προβλήματα όλα και αφού πέρασε ένας χρόνος είπα: «Τώρα είναι ευκαιρία, να τη, αφού βλέπω μου έχουν την ανάγκη», ο Γερμανός, ο εργοδηγός. Είχε πεθάνει ο διευθυντής της εταιρείας, λοιπόν, και σκέφτηκα: «Θα πάω», λέω, «στη γυναίκα του, είναι πολύ καλή», και ήταν καλή, «και θα πω ένα ψέμα». Λέω την αλήθεια, τι έπραξα. Δεν είναι το ψέμα ότι σκότωσα κανέναν. Απλώς πήγα να πω τη φτώχεια μου κι ότι στην Ελλάδα εγώ είχα μία αδερφή παντρεμένη, δεν είχα δύο, είπα αυτό το ψέμα ότι έχω δύο ανύπαντρες και δεν βγαίνω στο χρηματικό ποσό που παίρνω από την εταιρεία, γιατί έπαιρνα 2,70 μάρκα και ο Γερμανός έπαιρνε 3,50 και τώρα με τι τρόπο να αυξήσω τον μισθό. Έπαιρνα την εβδομάδα είκοσι οκτώ ευρώ, αυτά είναι τα λεφτά, όχι, την ημέρα, την ημέρα, κάθε Παρασκευή πληρωνόμαστε. Και πάω σε αυτή την κυρία που ήταν διευθύντρια: «Ο τάδες είμαι από τον τάδε τον Γερμανό», έναν που είχε γερανό και ήμασταν πολύ φίλοι, μου φέρνε και φαΐ από το σπίτι, μου φέρνε κοτολέτα, μου φέρνε μπριζόλα, μου φέρνε αυγά. Δεν είχε παιδιά, άκου, η γυναίκα του: «Θα τα πας στον κυρ Βαγγέλη». «Στον Βαγγελάκη», έλεγε. Εντάξει, εκεί με λέγαν: «Άγγελε, ο Άγγελος». Και με στείλε αυτός, μπορεί να τον πήρε και τηλέφωνο, [00:40:00]δεν ξέρω. Και λέει αυτή: «Εντάξει, αφού δε βγαίνεις, επειδή», λέει, «σε εμπιστευτήκαμε ότι εσύ πρέπει να 'σαι εργοδηγός». Άκου, δούλευα μέχρι τότε, σκληρά, μυστρί, αλλά η δουλειά μου ήταν χαρτί, αυτά που βλέπεις εδώ μέσα είναι από τα χεράκια μου. Λέει: «Θα σου δώσουμε αύξηση», λέω, συγγνώμη τώρα δεν θυμάμαι τώρα το μικρό της, λέω: «Πόσο αύξηση θα μου δώσετε;», «Wie viel Geld Sie mir ? Πόσα λεφτά θα μου δώσετε;». Μου λέει: «Από 2,7, θα σε πάμε 4,7», δυο ευρώ, δυο τέτοια, μάρκα πάνω. Λεφτά! Λοιπόν, εμένα δεν με σταμάτησαν από τη χαρά μου, ανεψιά, έτσι, πραγματικά στο λέω -συγκινούμαι που το λέω- ότι είχα τέτοια χαρά που με προώθησε πολύ μπροστά και μου λέει: «Κάθε Σάββατο», που δεν δούλευε η εταιρεία και δουλεύανε οι ξένοι μόνο, «θα είσαι υπεύθυνος να τους τοποθετείς στη δουλειά, στην οικοδομή». Arbeit, «Εσύ θα είσαι ο εργοδηγός και θα κάνεις αυτή τη δουλειά, δεν θα ξαναπιάσεις μυστρί», λέει. Άκου τι κέρδισα και πήγα και η δουλειά μου ξέρεις ποια ήταν; Χάραζα κάτω και τους έλεγα: «Πιάστε δουλειά και δουλέψτε». Δηλαδή ανάλαβα την εταιρεία στις πλάτες. Όταν ήρθα στην Ελλάδα με άδεια και πήγα κατόπιν συστάσεως του κουμπάρου του Κώστα Κώστα από την Άγναντα, του ταχυδρόμου: «Άμα δεν σε είχα κουμπάρο, θα σε έκανα στη Βασιλικούλα γαμπρό, θα πας σε αυτό το σπίτι, το Κορτολέικο». Λοιπόν, ήρθα εγώ και πήγα πράγματι. Πήγαμε προξενητάδες, οι προξενητάδες δεν μίλαγαν καθόλου, αλλά εγώ πήρα τη σκυτάλη στα χέρια - ήμουν και παιδί της Ευρώπης- σηκώνομαι απάνω και λέω: «Εδώ ήρθαμε, κύριε Κορτούλα, να γίνουμε συγγενείς. Να μου δώσετε την κόρη σας». Παπ, πάγωσαν όλοι. Εντάξει, τους είχα προειδοποιήσει εγώ με έναν τρόπο άλλον, λοιπόν, και λέω: «Να συναντηθούμε με το παιδί που έχω στην Άρτα, τον μηχανικό. Θα 'ρθεί το Σάββατο και θα τα πούμε στη συνέχεια. Σε μία εβδομάδα περιμένω απάντηση, γιατί δεν έχω και τον χρόνο», τους έλεγα και παραπάνω, «δεν έχω και τον χρόνο για να παραμείνω εδώ, γιατί έχω υποχρεώσεις, δεν μπορεί, πρέπει εγώ να πάω με τα σχέδια να βάλω τον κόσμο για δουλειά». Μου λέει: «Εντάξει». Απαντάνε, όμως, ύστερα, άργησαν κάνα δυο μέρες: «Ok, να προσδιορίσουμε αρραβώνες». Προσδιορίζουμε αρραβώνες στις 6 Φλεβάρη, επειδή ο μπάρμπας που μας μεγάλωσε ήταν στα Κρεμαστά, δούλευε στην εταιρεία, τα έργα του Αχελώου με το ποτάμι, που από 'κει παίρνουμε και ρεύμα τώρα, λοιπόν, μου λέει: «Θα 'ρθώ», λέει, «στις 5 του μηνός», οπότε λέω: «Εσύ έρχεσαι Παρασκευή, θείο», λέω γιατί αυτόν είχα πατέρα εγώ, μου λέει: «Την Παρασκευή θα είμαι στη Σγάρα». Ήρθε ο μπάρμπας μου, κάνουμε τους αρραβώνες το Σάββατο βράδυ, άλλοι ήρθαν, άλλοι δεν ήρθαν, άλλοι με αγαπούσανε, άλλοι δεν με αγαπούσανε, άλλοι με ζήλευαν, κατάλαβες τώρα τι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν είχα ανάγκη εγώ τίποτα, είχα κόσμο. Γίνονται οι αρραβώνες, ένα γλέντι καλό. Είχα καλή θεία και καλό μπάρμπα. Το αναγνωρίζω, γι' αυτό πάω στον Άι Γιώργη. Όλα καλά, εντάξει, κοιμήθηκε η κοπέλα το βράδυ στο σπίτι, ετούτη η κοπέλα, αυτή που βλέπεις εσύ. Τώρα, πολλοί τους κακοφάνηκε, γιατί είχα προτάσεις πολλές από το χωριό, αλλά εγώ ήμουν νέο παιδί, ρε, ξέρεις τι ήμουν εγώ ήμουν, λεβεντόπαιδο, μελανούρι ήμουν και ακόμα προσπαθώ να διατηρούμαι, γιατί βλέπω πολλούς σε ηλικία να φάνε, πόσο θα φας. Λοιπόν, τα τακτοποιώ αυτά όλα και μετά φεύγω για Γερμανία. Κανείς δεν μ' ήθελε, ούτε η αδερφή της η άρρωστη, ούτε ο μπατζανάκης, ούτε ο αδερφός της, μόνο ο αδερφός της ο Κώστας με τη γυναίκα του που ήταν χωριανοί εδώ, στη Μικροσπηλιά, αυτοί δεν άκουσα κουβέντα. [00:45:00]Τώρα φεύγω για Γερμανία, ποτέ δεν κοιμήθηκα στο σπίτι της στην Άρτα, πολύ λεβέντης, πολύ εξαίρετος, στην Άνοιξη, στο ξενοδοχείο Άνοιξη το χα νοικιάσει για δεκαπέντε μέρες, πηγαινοέρχοντας, λοιπόν. Έφυγα εγώ, αρραβωνιάστηκα στις 6 Φλεβάρη, όσοι ήθελαν ήρθαν όσοι ήθελαν δεν ήρθαν, δεν με πειράζει, καλή καρδιά, βρήκαν προφάσεις κ.τ.λ. Εγώ έφυγα κατά τις 10 με 12 Φλεβάρη, μπορεί και 15. Πηγαίναμε μία βόλτα από το χωριό που μέναμε στον συνοικισμό πρώτα, γιατί μετά φτιάξανε σπίτι στην Μικροσπηλιά, στην πλατεία πιο κάτω και την κάλεσα την κυρία και της είπα: «Άκου εδώ», καθαρά πράγματα- εσείς οι νέοι να το τηρείτε όταν έχετε καλό σκοπό, «εγώ ήρθα μετά από τόσα χιλιόμετρα, 2500 χιλιόμετρα», της είπα, «για να σε πάρω, να δώσω τον λόγο μου αλλά και εσύ να 'σαι σίγουρη και η εμπιστοσύνη μου είναι τελειωτική, λοιπόν, θα παντρευτούμε και θα γυρίσω γρήγορα, αλλά δώσε μου τον λόγο, γιατί μπορεί να ακούσεις πολλά». Εντάξει, εγώ είχα κάποιο παρελθόν, όχι παρελθόν επίσημο δηλαδή. Της λέω: «Εσύ δε θα ακούσεις κανέναν, θα ακούσεις πολλά, αλλά θα ακούσεις αυτή την κουβέντα που θα σου πω εγώ. Σου δίνω τον λόγο της τιμής μου και του ανδρισμού μου ότι είσαι η γυναίκα μου. Εσύ μου δίνεις τον λόγο σου;». Μου λέει: «Σου δίνω τον λόγο μου». Και τον τήρησε. Της λέγαν όλοι να με παρατήσει. Ακούς εδώ... Λοιπόν, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη, που διαθέσατε τον χρόνο αυτόν και εύχομαι στη ζωή σου όλα να πάνε καλά και θα πάνε καλά, γιατί δεν είσαι παιδί να μην γελάς. Τελείωσε.
Ευχαριστώ πολύ.
Εγώ είμαι ενθουσιασμένος.
Ευχαριστώ πολύ θείε.
Έτσι;