© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου και δεν θα δίνω σημασία ούτε στα σχόλια ούτε πουθενά»: Η Εύα αφηγείται
Istorima Code
22088
Story URL
Speaker
Ευαγγελία Μυλωνά (Ε.Μ.)
Interview Date
03/05/2022
Researcher
Βασιλική Μέμτσα (Β.Μ.)
[00:00:00]Ονομάζομαι Μέμτσα Βασιλική, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima, και είμαι μαζί με την αφηγήτρια Εύα Μυλωνά, και η μέρα είναι Τετάρτη 4 Μαΐου του 2022, και είμαστε στη Θεσσαλονίκη. Ωραία, Εύα. Πες μου 5 πράγματα για σένα. Ποια είσαι, από πού είσαι, τι σπούδασες;
Λοιπόν, ωραία. Ονομάζομαι Μυλωνά Ευαγγελία, είμαι από Θεσσαλονίκη, και ζούσα εδώ πέρα μέχρι τα 18 μου. Μέχρι που πέρασα Κομοτηνή, στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, και μετακόμισα εκεί πέρα για 4 χρόνια, μέχρι τα 22 μου. Μετά τελείωσα τη σχολή. Βασικά δεν τελείωσα τη σχολή, αλλά επειδή δεν γινόταν άλλο να μείνω, για πάρα πολλούς λόγους, και οικονομικούς και από θέμα ψυχολογίας, ξαναγύρισα Θεσσαλονίκη, και συνέχισα να δίνω μαθήματα, μέχρι να τελειώσω τη σχολή από εδώ. Ταυτόχρονα μ' όλο αυτό, δούλευα λίγο και στην Κομοτηνή, και όταν γύρισα.
Όταν ήσουν στην Κομοτηνή, αυτά τα 4 χρόνια σαν φοιτήτρια, μόνο σπούδαζες; Έκανες κάτι παράλληλα;
Στην αρχή, όταν πήγα δεν είχα ψάξει για κάποια άλλη δουλειά, γιατί είχα πάρα πολλά στο κεφάλι μου. Ήμουν σ' ένα ξένο μέρος, δεν είχα κάποιον γνωστό εκεί πέρα. Πρώτη φορά έφευγα κι απ' το σπίτι. Οπότε, είχα να προσαρμοστώ σε διάφορα κομμάτια. Αυτό που μ' ένοιαζε πρώτα ήτανε το να μπορώ να κάνω έναν κύκλο, γιατί εκεί πέρα καλώς ή κακώς δεν λες ότι «Α, θα γνωρίσω έναν άνθρωπο και θα είναι μόνο φίλος μου που θα βγω για έναν καφέ». Πάνω-κάτω πας να κάνεις κάτι σαν μια μικρή οικογένεια. Δηλαδή, θες ανθρώπους που θα 'σαι όλη μέρα μαζί τους, γιατί είσαι μόνος σου, δεν ξέρεις κάποιον άλλον. Εγώ προσωπικά δεν ήξερα. Οπότε, αυτό που κοίταξα ήτανε να βρω ανθρώπους που να μπορώ να συνεννοηθώ και να περνάω καλά, και ήθελα να δω και τη σχολή μου, κατά πόσο μ' ενδιαφέρει, κατά πόσο έκανα τη σωστή επιλογή και τη διάλεξα. Οπότε, είχα εστιάσει σ' αυτά τα κομμάτια στην αρχή, για τους πρώτους μήνες. Όταν... και με στήριζαν οι δικοί μου, δηλαδή μου έδιναν λεφτά, και κάπως έτσι πήγαινε. Όταν τακτοποιήθηκαν αυτά τα κομμάτια κι ένιωσα ότι είμαι σ' ένα ασφαλές μέρος, κι έχω και τους φίλους μου κι έχει μπει και η σχολή σε μια σειρά, επειδή τα λεφτά καλώς ή κακώς δεν έφταναν, γιατί το να σπουδάσεις σε μια άλλη πόλη κοστίζει πάρα πολύ, διότι απ' το κράτος δεν έχεις κάποια βοήθεια. Δηλαδή, ενώ, ας πούμε, στο εξωτερικό πάρα πολλές φορές βλέπουμε ότι προσπαθούν τους φοιτητές τους να τους βρούνε μια δουλειά μέσα στο Πανεπιστήμιο, σε κάποιο κομμάτι, στο κυλικείο, στο να καθαρίζουν, στο οτιδήποτε, κι απ' αυτά παίρνουν λεφτά οι φοιτητές, για να μπορούν να ζήσουν και να καλύψουν τις ανάγκες τους, στην Ελλάδα δεν συμβαίνει αυτό. Και έτσι ξεκίνησα να ψάχνω εκεί πέρα. Ξεκίνησα να ψάχνω σε καφέ, διότι είναι το πιο εύκολο για ένα παιδί 19 και 20 χρονών να βρει δουλειά, και το ζητάνε κιόλας, και η εστίαση θέλει νέο κόσμο. Οπότε, στην αρχή, είχα βρει σ' ένα πάρα πολύ μικρό καφέ-μπαρ. Εκεί έκατσα το πολύ 3 βδομάδες, διότι κατάλαβα ότι εγώ είχα πάει απλά για να είμαι σερβιτόρα, και να βγάζω το χαρτζιλίκι μου, ώστε να μη χρειάζονται οι γονείς μου να μου στέλνουν τόσα λεφτά, πέρα απ' τα βασικά, αλλά το αφεντικό εκεί πέρα απ' όσο κατάλαβα δεν ήθελε μόνο τις παροχές μου σαν σέρβις. Κάπως έτσι. Οπότε, χωρίς να το συζητήσουμε και πολύ, απλά σηκώθηκα κι έφυγα. Μετά από εκεί, πάλι συνέχιζα να ψάχνω. Βρήκα πάλι σ' ένα άλλο καφέ. Ξεκίνησα εκεί πέρα, πάλι στο κομμάτι του σέρβις. Στην αρχή, ήτανε καλά. Μετά πάλι υπήρχαν κάποια θέματα, του τύπου ότι δεν υπήρχε η κατανόηση στο ότι σπουδάζω. Ενώ το ήξεραν εξαρχής ότι είμαι φοιτήτρια, ότι θα έχω κάποιες εξεταστικές, κάποια υποχρεωτικά μαθήματα, δεν υπήρχε η κατανόηση σ' αυτό το κομμάτι. Επίσης, δεν υπήρχε και καλή συνεννόηση, με το αφεντικό εκεί πέρα, ο οποίος μάλλον θεώρησε ότι μπορεί να βγάλει τα νεύρα του πάνω μου; Μπορεί να ξεσπάει το ότι το μαγαζί, ας πούμε, δεν είχε κόσμο σήμερα, οπότε γι' αυτό λογικά θα φταίω εγώ π.χ. Με έστελνε και σε άλλα πόστα, πέρα απ' το σέρβις. Δηλαδή, ενώ η δουλειά μου ήταν το να σερβίρω και να κάνω κάποια συγκεκριμένα πράγματα, που γι' αυτό πληρωνόμουν τα λεφτά που πληρωνόμουνα, τα λίγα λεφτά που πληρωνόμουνα, εγώ έπρεπε να τρέχω στις τράπεζες, να πηγαίνω να παίρνω καφάσια με μπύρες και για την κάβα τέλος πάντων, ό,τι χρειαζότανε, κάτι το οποίο δεν ήταν στις δικές μου αρμοδιότητες. Μπορεί να μου έλεγε, τη μια στιγμή να μου έλεγε «Κάνε αυτήν τη δουλειά», με το που πήγαινα να την κάνω να μου έλεγε «Και τι κάνεις; Εγώ δεν σου 'πα να κάνεις αυτό». Κι όλο αυτό απλά γιατί το μαγαζί δεν είχε κόσμο. Οπότε, νευρίαζε και ξεσπούσε στο προσωπικό του, κάτι το οποίο γινότανε επανειλημμένα και κάθε μέρα αυτό το πράγμα. Παρ' όλα αυτά έκανα υπομονή, γιατί χρειαζόμουν τη δουλειά. Ώσπου μια μέρα πήγα, δεν με άφηνε να κάτσω ούτε δευτερόλεπτο, ενώ δεν είχαμε κόσμο, δεν είχαμε τίποτα. Όλη την ώρα μού φώναζε, μπροστά σε άλλους ανθρώπους, και μου μιλούσε, λεκτικά ήταν πάρα πολύ άσχημα αυτά που έλεγε τέλος πάντων. Με λίγα λόγια, μ' έκανε ρεζίλι μπροστά σε όλους που βρισκόντουσαν στον ίδιο χώρο, κι εγώ επειδή δεν μπόρεσα να το αντιμετωπίσω κι επειδή δεν ήθελα κι εγώ ν' ανοίξω το στόμα μου και να του απαντήσω, απλά πήγα και του είπα ότι «Σταματάω αυτήν τη στιγμή. Δεν θέλω να συνεχίσουμε τη συνεργασία μας για κανέναν λόγο». Κι έτσι σταμάτησα και από κει. Μετά πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν μπορούσα να βρω, γιατί και η Κομοτηνή είναι μια πόλη που έχει πάρα πολλούς φοιτητές, αλλά συγκριτικά με τον κόσμο που έχει, τα καφέ, και ο χώρος της εστίασης είναι πολύ πιο μικρός, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη π.χ., έτσι; Ξεκίνησα να ψάχνω κάτι άλλο. Ίσως έψαχνα, κοιτούσα πάνω στο επάγγελμά μου, αν μπορώ να βρω κάτι που να χρειάζονται έτσι έναν ανειδίκευτο να του μάθουν τη δουλειά, κάτι το οποίο ήταν πάρα πολύ δύσκολο και δεν γινότανε, διότι ήμουνα φοιτήτρια, και κανένας δεν θα έπαιρνε έναν φοιτητή στο οικονομικό να δουλέψει π.χ. στην επιχείρησή του, και να επενδύσει χρόνο και να του μάθει τη δουλειά. Οπότε, πέρασε ένα μεγάλο διάστημα το οποίο ζοριζόμουνα, γιατί και οι δικοί μου μου στέλνανε χρήματα, αλλά ήτανε για να καλυφτεί το νοίκι, οι βασικοί λογαριασμοί. Οπότε, ευτυχώς υπήρχε η λέσχη που πηγαίναμε, και τρώγαμε και ευτυχώς είχα και καλούς φίλους, που κάπως, τα... είχαμε ένα κοινό ταμείο όλοι μαζί, γιατί όλοι ήμασταν στην ίδια φάση οικονομικά. Μετά είχα βρει δουλειά σ' ένα καφενείο, στην πλατεία της Κομοτηνής ήταν αυτό, στο οποίο ήμουν αρκετά ευχαριστημένη, διότι ο άνθρωπος κυριολεκτικά ό,τι δηλαδή μας είπε, μου είπε ότι «Η δουλειά σου θα είναι το σέρβις και τίποτα άλλο». Ούτε στο μπαρ πήγαινα, ούτε μ' έστελνε για εξωτερικές δουλειές, ό,τι είχαμε συμφωνήσει από χρήματα, από ένσημα, απ' τα πάντα ήτανε τέρμα τυπικός σε όλα. Το πρόβλημα ήρθε όταν, επειδή ήταν ένας χώρος που κατά βάση ήταν πάρα πολλοί άντρες λόγω του ότι ήταν καφενείο, βγάζαμε τηλεοράσεις, έδειχνε ματς, είχε πάρα πολύ αντρικό πληθυσμό και μεγάλο σε ηλικία, όχι, δηλαδή ήταν, 50 και άνω. Κάποιοι απ' αυτούς ήταν αρκετά αδιάκριτοι, και με το βλέμμα τους και λεκτικά. Αλλά λεκτικά αυτό το θα σου πω κάτι μέσα σε ένα χιουμοριστικό πλαίσιο, ότι και καλά το λέω για πλάκα, και δεν το λέω σοβαρά. Αλλά όταν εσύ πας να δουλέψεις, και ο σκοπός σου είναι να πας να δουλέψεις, να βγάλεις χρήματα κι αυτό, το να νιώθεις άβολα βλέμματα πάνω σου την ώρα που πας να κάνεις μια δουλειά ή το ν' ακούς έτσι διάφορες εκφράσεις, τις οποίες δεν μπορείς ν' απαντήσεις, γιατί είναι ο πελάτης, και γιατί είναι καθημερινός πελάτης, και θα εκθέσεις το αφεντικό σου και το μαγαζί, σε φέρνει σε μια πάρα πολύ ψυχοφθόρα κατάσταση. Ας πούμε, σκεφτόμουνα, ήμουν σπίτι, ήταν να πάω δουλειά και σκεφτόμουν ακόμα μέχρι και το πόσο πιο κλειστά θα ντυθώ. Να βάλω μια μπλούζα κλειστή, να βάλω ένα παντελόνι να μην είναι κολλητό, γιατί θα πάω σ' έναν χώρο στον οποίο θα έχω άβολα βλέμματα πάνω μου, κάτι το οποίο δεν θέλω να συμβεί. Εγώ, στην αρχή, το αντιμετώπιζα τέρμα στον χαβαλέ. Δηλαδή, προσπαθούσα να πω ότι «Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου και δεν θα δίνω σημασία ούτε στα σχόλια ούτε πουθενά». Αν και πιο πολύ μ' ενοχλούσαν τα βλέμματα, και όχι τόσο τα σχόλια. Το να είναι κάποιος καρφωμένος πάνω σου, και να... να κά[00:10:00]θεται και να σε κοιτάει, με πάρα πολύ -δεν ξέρω πώς να το πω όμορφα- με πάρα πολύ άσχημο, τέλος πάντων, τρόπο και προκλητικό τρόπο. Ώσπου ήταν ένας κύριος, ο οποίος ήτανε καθημερινός πελάτης στο μαγαζί, κι έκανε πάρα πολύ παρέα με το αφεντικό μου, ο οποίος συνέχεια μου μιλούσε, και σε μένα και στις άλλες τις κοπέλες, μας έλεγε «Άντε, να πάμε να φάμε μετά», διάφορα τέτοια, που με ωραίο τρόπο εγώ το απέφευγα, διότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμβεί αυτό. Εμένα αυτός με ρωτούσε «Και πού μένεις στην Κομοτηνή;» και αν μένω κοντά. Και καμιά φορά το βράδυ όταν σχολούσα «Άμα φοβάσαι, να σε πάω σπίτι» και τέτοια πραγματάκια. Ποτέ δεν συνέβη αυτό το πράγμα. Παρόλα αυτά ήξερε πού μένω. Με βρήκε και στο Facebook αυτός ο άνθρωπος, μου έστελνε κάποια μηνύματα, και μια μέρα... δεν του απαντούσα στα μηνύματα, ήμουνα πάρα πολύ τυπική και ό,τι απάντηση έπαιρνε, έπαιρνε μόνο και μόνο γιατί αγχωνόμουνα μήπως έχω θέμα στη δουλειά. Μην πιάσει το αφεντικό που είναι και φίλος του και του πει κάτι για μένα και χάσω τη δουλειά μου. Ώσπου μια μέρα, μου στέλνει μήνυμα και μου λέει ότι «Είμαι κάτω απ' το σπίτι σου και σου 'χω φέρει φαγητό» και τέτοια «επειδή ήσουν κουρασμένη απ' τη δουλειά χτες» και όλα αυτά. Κι ήρθα σε πάρα πολύ άβολη θέση, γιατί προφανώς δεν ήθελα ν' ανοίξω και ν' ανέβει πάνω ένας άνθρωπος που δεν τον ξέρω καν. Κι εκεί δεν του απάντησα. Δεν διάβασα καν το μήνυμα, το διέγραψα έτσι όπως ήτανε. Την επόμενη μέρα, που πήγα στη δουλειά, ούτε αυτός μου μιλούσε, και το αφεντικό μου ήταν αρκετά οξύθυμος απέναντί μου, νευρικός απέναντί μου. Δεν μπήκα στη διαδικασία να το συζητήσω και να ρωτήσω γιατί. Αυτό συνεχίστηκε για κάποιες μέρες. Ο άλλος ο κύριος συνέχισε να έχει επικοινωνία, μέσω μηνυμάτων, με εμένα μόνος του, εγώ δεν απαντούσα ξαναλέω, αλλά και το βλέμμα του ήταν πάρα πολύ άβολο, μέχρι που έπιασα το αφεντικό μου και του το είπα. Του το είπα ότι συμβαίνει το και το, και το, και ότι μ' ενοχλεί αυτό το πράγμα, αγχώνομαι για το ότι δουλεύω βράδυ, και μετά πρέπει να φύγω να πάω σπίτι μου και δεν ξέρω, ας πούμε, αν θα πάω μόνη μου ή αν θα έχω και παρέα στον δρόμο. Μ' ενοχλούν τα βλέμματά του, γιατί δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου σωστά, και γενικότερα δεν μ' αρέσει αυτή η κατάσταση. Και αυτό που μου απάντησε είναι ότι «Ο τάδε άνθρωπος είναι οικογενειάρχης, τον ξέρω χρόνια, είναι μια χαρά». Με ρώτησε αν μου έχει πει κάτι πάρα πολύ άσχημο. Του είπα ότι δεν μου έχει πει κάτι πάρα πολύ άσχημο, αλλά το βλέμμα του με φέρνει σε άβολη θέση, κι αυτό που μου απάντησε είναι ότι «Δεν μπορώ να κάνω κάτι επειδή σε κοιτάει. Δεν μπορώ να του πω κάτι επειδή σε κοιτάει. Τι να του πω; Να μην σε κοιτάει;». Ναι, ήταν αρκετά κακό. Εγώ περίμενα άλλη αντιμετώπιση. Ότι θα φρόντιζε στο να δουλεύω εγώ σ' ένα όμορφο περιβάλλον, και θα βάλει και κάποια όρια στους πελάτες, παρόλο... και στους φίλους του. Δεν το έκανε παρόλα αυτά. Αυτό το πράγμα δεν έγινε μόνο απ' αυτόν τον άνθρωπο, αυτά τα βλέμματα και τα λόγια. Ήταν κι από άλλους πελάτες. Απλά, ο συγκεκριμένος ήτανε πάρα πολύ... απ' όλες τις πλευρές. Δηλαδή, θα ήτανε και στο μαγαζί, θα ήτανε και με τα λόγια του και με το βλέμμα του, πήγε κι εκτός μαγαζιού η όλη κατάσταση. Αλλά υπήρχανε κι άλλοι, οι οποίοι θεωρούσαν το ότι επειδή εγώ θα πάω να τους σερβίρω, θα πρέπει, ας πούμε, να τους πω και μια καλή κουβέντα ή θα πρέπει στον χαβαλέ που θα μου κάνουνε, εγώ να απαντήσω και να γίνει μια τέτοια συζήτηση, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Δεν πληρωνόμουνα γι' αυτό ούτε υπήρχε αυτή η απαίτηση από εμένα, τουλάχιστον όταν πήγα να πιάσω δουλειά και στα λόγια, έτσι; Πέρα από αυτό το κομμάτι, υπήρχαν και πελάτες οι οποίοι ήταν πάρα πολύ αγενείς όσον αφορά το τι θέλουνε. Ας πούμε το πώς σου μιλάνε. Το ότι θέλεις έναν καφέ και το απαιτείς, πετάς τα λεφτά πάνω στο τραπέζι. Υπήρχαν δηλαδή αυτές οι εργασιακές συνθήκες. Εκεί έκατσα ένα διάστημα, περίπου 3-4 μήνες, ώσπου μετά σταμάτησα, γιατί δεν μπορούσα ούτε ψυχολογικά να το υποστώ άλλο και δεν ήθελα και κάποια παραπάνω, ν' αναπτύξω κάποια παραπάνω επαφή μ' αυτούς τους ανθρώπους. Και σταμάτησα. Μετά εστίασα στη σχολή μου. Προσπαθούσα να περάσω μαθήματα, γιατί όταν δουλεύεις και σπουδάζεις, και προσπαθείς να τα συνδυάσεις, κάποια στιγμή κάτι απ' τα δύο θα μείνει πίσω. Κι επειδή το ένα είναι αυτό που σε πληρώνει και σου δίνει χρήματα, οπότε αν δεν είσαι σωστή, θα σε διώξουν και θα βρουν κάποιον άλλον, χωρίς να το θες κάπως πάει προτεραιότητα. Και ειδικά όταν δεν υπάρχει κι η κατανόηση το ότι «Α, έχω εξεταστική» ή ότι «Αύριο έχω ένα υποχρεωτικό μάθημα, οπότε δεν μπορώ να σχολάσω 2 και 3 η ώρα και να πάω». Δεν τον ενδιαφέρει κανέναν. Που απ' τη μια το καταλαβαίνω, γιατί ο ένας έχει την επιχείρησή του και σου λέει ότι «Εγώ σε θέλω αυτές τις ώρες και σε πληρώνω γι' αυτές τις ώρες». Απ' την άλλη, νομίζω ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο να δείξεις κατανόηση σ' ένα παιδί ουσιαστικά, το οποίο προσπαθεί να συνδυάσει και τις σπουδές του και τη δουλειά. ΟΚ, μιλάμε για μια φορά την εβδομάδα, ας πούμε, για ένα μάθημα και για την εξεταστική μιλάμε για 2-3 φορές τον χρόνο, κάποιες συγκεκριμένες μέρες, δεν είναι κάτι συνεχόμενο. Οπότε, μετά εστίασα στη σχολή μου, τέλος πάντων, προσπαθούσα να περάσω μαθήματα, είχα βάλει κάποια λεφτά στην άκρη, γιατί ήξερα ότι θα σταματήσω, και ότι δεν θα είναι κάτι μόνιμο αυτή η δουλειά, διότι δεν περνούσα καλά. Προσπαθούσα μ' αυτά τα λεφτά κάπως λίγο να ξεκουράσω και τους δικούς μου, και να τα βγάλω κι εγώ πέρα, ας πούμε, και φτάνει το καλοκαίρι. Και το καλοκαίρι αποφάσισα ότι, αντί να γυρίσω Θεσσαλονίκη, και να μην κάνω τίποτα ή να μπω πάλι στη διαδικασία να ψάχνω μια δουλειά και να τους λέω ότι μπορώ για 3 μήνες, γιατί τον Σεπτέμβρη πρέπει να φύγω και τα σχετικά, αποφάσισα να πάω στο χωριό μου σ' ένα καφέ, το οποίο πίστευα ότι θα είμαι πάρα πολύ καλά, γιατί ήμουν χωριό, ήμουν σ' ένα πολύ οικείο περιβάλλον, ήξερα τους ανθρώπους, οπότε όλα τέλεια. Τι μπορεί να πήγαινε λάθος, σκεφτόμουνα εγώ. Και εκεί πέρα ξεκινάει το ότι δεν υπήρχε καθόλου ασφάλιση στο μαγαζί. Ένσημα τίποτα, τίποτα, τίποτα. Το πότε πληρωνόμασταν ήταν κι αυτό αναλόγως τα κέφια του αφεντικού. Τη μια φορά, μπορεί να σε πλήρωνε, ας πούμε, κάθε μέρα που δούλευες, μετά να σου έλεγε «Σε 2 βδομάδες». Δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη. Δεν υπήρχε ωράριο, δεν υπήρχε το θα δουλεύω 8 ώρες. Εγώ μπορεί να πήγαινα να πιάσω δουλειά στις 9 το βράδυ, αλλά θα σχολούσα όταν θα 'φευγε κι ο τελευταίος πελάτης απ' το μαγαζί. Μπορεί να 'τανε στις 6 το πρωί. Κομπλέ. Θα 'φευγα στις 6 το πρωί. Εκεί πέρα ο κόσμος είναι λίγο πιο -δεν θέλω να το πω, να χαρακτηρίσω το χωριό, ας πούμε κάπως, ότι ο κόσμος εκεί πέρα είναι διαφορετικός- αλλά ίσως επειδή είναι μια μικρή κοινωνία και γνωρίζονται όλοι χρόνια, η οικειότητα που παίρνουνε είναι υπερβολική, θα έλεγα. Δηλαδή, ερχόντουσαν σ' έναν χώρο να πιουν καφέ, και ένιωθαν ότι αυτός ο χώρος είναι το σπίτι τους, παράδειγμα. Δεν είχαν συναίσθηση το να μην πετάξουν, ας πούμε, κάτω τα τσιγάρα τους ή τα πατατάκια τους ή ό,τι έτρωγαν, την ώρα που εγώ μπορεί να σκούπιζα. Θεωρούσαν ότι «Ε, θα τα μαζέψει, οκ, αφού σκουπίζει». Πάλι ο τρόπος που θα σε φώναζαν για να παραγγείλουνε ήταν αγενέστατος. Είχαν στο μυαλό τους ότι επειδή εγώ δουλεύω σέρβις, κάπως σαν να είμαι εγώ η υπηρέτριά τους; Δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Ήταν πάρα πολύ αγενείς στον τρόπο που μιλούσανε. Πάλι υπήρχανε τα σχόλια. Ειδικά το βράδυ, όταν δουλεύεις στο μπαρ, και έρχεται ο άλλος και πίνει και μεθάει και θέλει να σου πει την ιστορία της ζωής του, και εσύ πρέπει να κάτσεις να τον σερβίρεις, να τον κάνεις χάλια απ' το ποτό, γιατί αυτό θέλει, και ταυτόχρονα να κάτσεις και ν' ακούσεις όλα τα προβλήματα που έχει, λες και πληρώνεσαι γι' αυτό. Και ν' ακούσεις και ό,τι σχόλια σεξιστικά και οτιδήποτε έχει ο καθένας στο κεφάλι του, και να μην μπορείς και ν' απαντήσεις, γιατί είναι η δουλειά σου. Η δουλειά σου είναι να του βάλεις το ποτό. Δεν είναι ούτε να του κάνεις παρατηρήσεις ούτε τίποτα. Κι αν φτάσεις στα όριά σου, πρέπει πάρα πολύ ευγενικά να του το πεις, όπου κανένας δεν θα το καταλάβει ή θα κάνει σαν να μην το είπες ποτέ, ας πούμε, και θα συνεχίσει το δικό του μοτίβο. Κι εκεί λοιπόν πάλι τα ίδια. Πάλι ατελείωτες ώρες δουλειάς, πάλι άσχημες συμπεριφορές, χωρίς να καταλαβαίνουνε τι λένε, ας πούμε, και ότι δεν είναι υποχρεωμένος ο άλλος να ακούσει. Μπορεί... θυμάμαι ένα σκηνικό. Δούλευα βράδυ κι ετοιμαζόμουνα να κλείσω το μαγαζί. Οπότε, είχα κλείσει τα φώτα απ' το άλλο πρώτο μαγαζί, και σκούπιζα με φακό για ν[00:20:00]α μη με δει κάποιος και μπει μέσα και κάτσει, γιατί είχε φτάσει 3 η ώρα, και μας είχαν πει ότι «Όταν πάει ας πούμε 3 και δεν έχει κόσμο, κλείστε. Αλλά αν πάει 3 και έρθει κάποιος, ξανανοίγει το μαγαζί». Γιατί; Γιατί αυτός ο ένας μπορεί να θέλει να κάτσει μέχρι το πρωί. Και είναι και χωριό, οπότε άμα του πεις εσύ όχι, θα πάει στον άλλον και δεν θα ξανάρθει. Αυτή ήτανε η λογική του μαγαζιού. Οπότε, είμαι εγώ με τον φακό μες στο μαγαζί με κλειστά τα φώτα και σκουπίζω και έρχεται ένας κύριος, ήδη μεθυσμένος, ανοίγει την πορτούλα του και μου λέει «Εγώ θέλω να κάτσω να πιω». Εγώ δεν μπορούσα να τον διώξω. Οπότε καθόμουνα, του έβαζα να πίνει. Αυτός ξέφυγε απ' τα νορμάλ όρια του «Έχω πιει, δεν είμαι καλά, ας πάω σπίτι καλύτερα» π.χ., οπότε αποφάσισε να ξεκινήσει να σπάει πράγματα μες στο μαγαζί. Από ποτήρια, μου φώναζε, χωρίς να 'χω κάνει κάτι. Αυτός είχε τα δικά του, κι εγώ απλά επειδή ήμουν απέναντι, είχε θέμα με τις γυναίκες, ας πούμε. Εγώ ήμουνα γυναίκα, ήμουν απέναντί του εκείνη τη στιγμή, οπότε ξεκίνησε να φωνάζει κι εμένα, και να σπάει πράγματα. Να πετάει καρέκλες. Μια τέτοια ωραία ιστορία έγινε εκεί πέρα. Εγώ πήρα τηλέφωνο τον άνθρωπο που είχε το μαγαζί και του είπα να κατέβει κάτω, γιατί το σπίτι του ήτανε, ας πούμε, ακριβώς από πάνω. Και ευτυχώς για καλή μου τύχη κατέβηκε και ανέλαβε αυτός, ας πούμε, το πώς θα φύγει απ' το μαγαζί και το τέλος πάντων πώς θα σταματήσει όλη αυτή η... πώς... τον έλεγξε βασικά, τον έβαλε σ' ένα όριο. Πολύ άσχημη εμπειρία, αν με ρωτάς. Γιατί πρώτον από κει που θα έκλεινα 3, έκλεισα 7, 7 και, γιατί είχα να καθαρίσω το μισό μαγαζί. Δεύτερον φοβήθηκα. Σκεφτόμουν ότι έχω έναν άνθρωπο μεθυσμένο μπροστά μου, ο οποίος έχει ξεφύγει απ' τα όρια και κάνει ό,τι να 'ναι, με βρίζει χωρίς λόγο, σπάει πράγματα. Οπότε, δεν θέλει και πολύ για να μου χώσει καμιά σφαλιάρα, να στο πω κι έτσι, και γενικότερα προσπαθούσα να βρω τρόπο, ας πούμε, μετά από εκείνη την ημέρα, να μην ξανακάνω βραδινό, να μην ξαναείμαι βράδυ. Κάτι το οποίο δεν γινόταν, εννοείται. Παρόλα αυτά, έπιασα το αφεντικό μου και του ζήτησα αν γίνεται τουλάχιστον τις βραδινές ώρες να μη δουλεύω μόνη μου, να μην είμαι μόνη μου, να είναι εδώ και κάποιος ακόμα μαζί μου, άντρας, γυναίκα, να είμαστε μια δυάδα. Και ευτυχώς, σ' αυτό το κομμάτι, όντως έδειξε κατανόηση, και κατάλαβε ότι δεν είναι και πολύ λογικό το να έχω μια κοπέλα μόνη της μέχρι τις 4 το πρωί και τις 5 και να αντιμετωπίζει τέτοια σκηνικά. Οπότε, μας ξεκίνησε να δουλεύουμε σαν δυάδες, όταν πήγαινε αργά, και έτσι ψιλο-έστρωσε η κατάσταση το βράδυ κάπως, περίπου. Κι εκεί, σ' αυτό το μαγαζί, ήμουνα όλο το καλοκαίρι. Ήμουνα από Ιούνιο μέχρι και τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη. Μετά ξαναέφυγα, ξαναπήγα Κομοτηνή. Ήταν η τελευταία χρονιά, ήμουν τέταρτο έτος. Δεν έψαξα για δουλειά σ' εκείνη... στο τέταρτο έτος, γιατί και είχα κάποια θέματα υγείας με την οικογένειά μου Θεσσαλονίκη. Οπότε, έπρεπε συνέχεια να έρχομαι εδώ πέρα, και δεν γινόταν να τα συνδυάσω όλα μαζί. Kαι επειδή χρωστούσα αρκετά μαθήματα, λόγω του ότι τα προηγούμενα χρόνια δεν είχα μπορέσει να τα συνδυάσω τόσο καλά με δουλειές, είπα ότι είναι καλύτερα να κάτσω και να προσπαθήσω να διαβάσω και να ξεμπερδεύω με τη σχολή, οπότε κι αυτό έκανα. Μετά, όταν έφτασε Ιούνιος, ξενοίκιασα. Γύρισα από Κομοτηνή, ήρθα Θεσσαλονίκη. Kαι με το που ήρθα Θεσσαλονίκη, είχα κάποια μαθήματα λίγα, πάρα πολύ λίγα, τα οποία θα πήγαινα να τα δίνω στις εξεταστικές. Kαι με το που γύρισα, είχα μια φίλη η οποία δούλευε σ' ένα καφέ. Και της είχα πει ότι θέλω να βρω δουλειά κατευθείαν. Μου λέει «Έλα σε μένα». Πήγα στο μαγαζί. Εκεί με το που πήγα, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είναι σωστοί απέναντι στους εργαζόμενους, διότι έβλεπα ένα μαγαζί άδειο, αρκετές ώρες, και τα λεφτά υποτίθεται ότι θα μας τα πλήρωναν 1 φορά κάθε μήνα. Παρόλα αυτά, είπα ότι «ΟΚ, ας κάτσω να δοκιμάσω να δω τι γίνεται», γιατί ήρθα μετά από 4 χρόνια Θεσσαλονίκη, δεν είχα... Είχα χαθεί με πάρα πολύ κόσμο, οπότε είπα τουλάχιστον ας γνωρίσω λίγο κόσμο, ας δικτυωθώ, ας κάνω μια αρχή. Εκεί πέρα το αφεντικό ήταν ανύπαρκτο, ανύπαρκτο. Κι όταν ερχότανε, δεν έπαιρνε κάποια πρωτοβουλία. Ήταν σαν να 'χουν αναλάβει άλλοι αντί γι' αυτόν. Δεν υπήρχε καμία οργάνωση. Δηλαδή, ρωτούσα πράγματα... Ξεκίνησα πρώτη μέρα να δουλεύω, και με είχαν βάλει σ' ένα live. Κάτι που θα πει ότι είχε πάρα πολύ κόσμο το μαγαζί, κάτι το οποίο δεν το κάνεις σ' έναν άνθρωπο, όσο και να ξέρει τη δουλειά του σέρβις, του μπαρ, πρώτη μέρα, διότι δεν ξέρει τον χώρο. Δεν ξέρει τις τιμές, δεν ξέρει ακριβώς τι πουλάμε, δεν έχει μια άλφα εξοικείωση με το μαγαζί. Παρόλα αυτά, με βάλαν να δουλέψω. Πήγαινα να ρωτήσω ότι «Το τάδε ποτό πόσο έχει;» παράδειγμα. Ο ένας μου 'λεγε 6, ο άλλος μου 'λεγε 8. Δεν υπήρχε συνεννόηση, επειδή το μαγαζί ήταν αρκετά μεγάλο, είχε τραπεζάκια, κι εκείνη την ημέρα επειδή είχε live, είχε γεμίσει, ήμασταν 2 σερβιτόρες. Δεν είχαμε πει ποτέ, ας πούμε, το πιο απλό, ότι «Εγώ θα 'χω τη μία πλευρά, εσύ θα 'χεις την άλλη πλευρά». Οπότε, υπήρχε μπέρδεμα στις παραγγελίες, κάτι το οποίο σου κάνει πάρα πολύ δύσκολο το να δουλέψεις, γιατί δεν ξέρεις, ας πούμε, πού να πας, τι να σημειώσεις. Ταυτόχρονα μ' όλο αυτό, φώναζαν, μάλωναν, ένα... μια πολύ κακή πρώτη εικόνα. Παρόλα αυτά συνέχισα, γιατί είπα ότι «Εντάξει, ήταν πρώτη μέρα, ήτανε live, δεν πειράζει. Πάμε παρακάτω». Εγώ εκεί πέρα, κάτι το οποίο με στεναχώρησε πάρα πολύ, είχα θέμα με το παιδί που δούλευε στο μπαρ. Το να έχω θέμα με τους εργοδότες μου παράδειγμα, δεν το θεωρώ σωστό, αλλά το θεωρώ και κάπως αναμενόμενο, γιατί ο ένας έχει το μαγαζί του, στο οποίο έχει επενδύσει λεφτά και θέλει να γίνει η δουλειά του, κι απ' την άλλη είσαι εσύ που πας ένα 8ωρο να δουλέψεις, να βγάλεις τα λεφτά που χρειάζεσαι. Και το πώς είναι το μαγαζί το βλέπετε από μια πολύ διαφορετική σκοπιά. Εγώ το βλέπω στο ότι θα πάω 8 ώρες, θα κάνω τη δουλειά μου, όσο πιο ήρεμα και σωστά γίνεται, για να μην ακούω διάφορα. Θα πάρω τα λεφτά μου και θα φύγω. Τελεία. Απ' την άλλη, ο εργοδότης είναι δικό του το μαγαζί, δεν το βλέπει έτσι. Έχει άλλη εικόνα. Έχει και κάποια άλλα έξοδα, σκέφτεται ίσως ότι «Ας αργήσω να πληρώσω τον εργαζόμενό μου, γιατί πρέπει να κάνω, να πληρώσω άλλα πράγματα». Το βλέπουμε από πολύ διαφορετική ματιά. Δεν το δικαιολογούσα ποτέ, γιατί θεωρώ ότι αν δεν έχεις ευχαριστημένο τον εργαζόμενό σου, δεν μπορεί να αποδώσει στη δουλειά, και είναι το πιο βασικό κομμάτι οι άνθρωποι που δουλεύουν, ας πούμε, σ' ένα μαγαζί. Όσο καλά πιάτα και να φτιάχνεις ή όσο καλά προϊόντα και να 'χεις, αν αυτός που δουλεύει δεν τα πασάρει και δεν τα προωθεί ωραία, η δουλειά δεν βγαίνει. Αλλά παρόλα αυτά, το δικαιολογούσα. Αλλά το να μην έχεις -αυτό που λέμε- ίδια οπτική και να 'χεις θέμα μ' έναν συνάδελφό σου, το θεωρούσα πάντα ακραίο, ειδικά σε τέτοιες δουλειές, γιατί δεν υπάρχει, ας πούμε, το περιθώριο του ν' ανέβει κάποιος. Και οι δυο πάμε, θα κάνουμε μια δουλειά και θα φύγουμε. Δεν... αν την κάνεις καλύτερα τη δουλειά ή αν πηγαίνεις και με σχολιάζεις στο αφεντικό αρνητικά ή αν μου κάνεις δύσκολη τη δουλειά, δεν είναι ότι θα βγάλεις κάποια παραπάνω λεφτά στο συγκεκριμένο, στις συγκεκριμένες δουλειές, στην εστίαση. Και οι δυο το ίδιο θα παίρνουμε, 3 ευρώ την ώρα, 4 ευρώ την ώρα, τα ίδια. Δεν θα βγάλει κάποιος κάτι παραπάνω. Δεν υπάρχει, ας πούμε, το κομμάτι του ανταγωνισμού, όπως σε μια εταιρία που αν εσύ προσπαθείς περισσότερο, και είσαι πιο κοντά στο αφεντικό, και μένα με ψιλο-σχολιάζεις αρνητικά, μπορεί να πάρεις εσύ τη θέση. Οπότε, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί να μην... δεν έχεις ένα ωραίο κλίμα με τον συνάδελφό σου. Αυτός λοιπόν ο μπάρμαν, για κάποιο λόγο, ενώ έπαιρνε τα ίδια λεφτά με μένα, ξεκάθαρα, εκεί πέρα μέσα την είχε δει αφεντικό. Ήταν αρκετά ειρωνικός απέναντί μου. Συνέχεια προσπαθούσε να μου δείξει ότι ό,τι κάνω το κάνω με λάθος τρόπο, από πολύ απλά πράγματα. Ενώ η δουλειά μου ήτανε στο κλείσιμο του μαγαζιού π.χ. να καθαρίσω τον εξωτερικό χώρο, τα τραπεζάκια να σκουπίσω, να σφουγγαρίσω, τελεία, κι αυτός να κάνει το μπαρ του, και να δέσει κάποιες καρέκλες και να σηκώσει κάποια βαριά πράγματα απ' έξω, π.χ. είχαμε ομπρέλες, είχαμε κάτι σακίδια με άμμο, τα οποία ήταν αρκετά βαριά, για να τα σηκώσει ένας άνθρωπος 58 και 60 κιλά, τέλος πάντων, στο τέλος όταν σχολούσαμε, με έβαζε να τα σηκώνω. Του έλεγα ότι δεν μπορώ. Παρόλα αυτά, καθόταν με κοιτούσε και γελούσε που δεν μπορούσα να σηκώσω ένα σακίδιο με άμμο, τέρμα βαρύ, και το έβρισκε αστείο αυτό το πράγμα. Μου έλεγε ότι «Για ποιο λόγο» λέει «ήρθες να δουλέψεις σέρβις, από τη στιγμή που σπουδάζεις οικονομικό;», λέει, «Δεν μπορώ να το καταλάβω. Τι δουλ[00:30:00]ειά έχεις εσύ μ' αυτό το κομμάτι;». Και σκεφτόμουνα ότι «Γιατί; Η πλειοψηφία αυτών που δουλεύει σέρβις τι; Έχουν όνειρο ζωής να πάνε σ' ένα καφέ να δουλεύουνε υπερωρίες, που δεν τις πληρώνονται, χωρίς ένσημα, και να ακούν τον καθένα να τους μιλάει όπως να 'ναι;». Και του το είχα πει αυτό. Όπως επίσης του είχα πει ότι «Τελειώνεις κάποια συγκεκριμένη σχολή για να δουλέψεις σέρβις; Υπάρχει κάτι τέτοιο;». Και η απάντησή του ήταν ότι «Υπάρχουν παιδιά τα οποία δεν σπουδάζουν καν κι έχουν πιο πολύ ανάγκη τη δουλειά από εσένα». Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω τη λογική του. Μάλλον του έφταιγαν δικά του πράγματα; Δεν ξέρω. Πάντως, μου έκανε όλη τη δουλειά πάρα πολύ δύσκολη. Μπέρδευα παραγγελίες, γιατί ό,τι και να έκανα το σχολίαζε, με κορόιδευε. Μπορεί να... ας πούμε, να πήγαινα να αφήσω κάτι στον πάγκο και να μου φώναζε, γιατί άφησα το ποτήρι δεξιά και το πιάτο, ας πούμε, χωρίς λόγο, μόνος του. Προκαλούσε πάρα πολλή ένταση. Απ' όσο κατάλαβα, δεν το έκανε μόνο και μόνο σε μένα. Το έκανε και σε άλλους ανθρώπους εκεί πέρα μέσα. Άρχισα να παίρνω τις αποστάσεις μου, και να μην του μιλάω όταν δεν χρειάζεται κάτι για τη δουλειά, κάτι το οποίο δεν το σεβόταν και ενοχλούσε. Μου έλεγε ότι δεν κάνω καλά τη δουλειά μου, κι ότι αυτό φαίνεται απ' τα μπουρμπουάρ. Ό,τι να 'ναι. Ό,τι να 'ναι, γιατί μπουρμπουάρ είχαμε. Δεν ξέρω αυτός τι περίμενε, ας πούμε, να δει από μπουρμπουάρ σ' ένα καφέ μικρό, συνοικιακό, μέσα στην πόλη. Τέλος πάντων, το αφεντικό μου εκεί πέρα είχε κι άλλο ένα μαγαζί, ίντερνετ καφέ. Οπότε, εγώ τον έπιασα και του είπα ότι «Δεν θέλω να ξαναέρθω στο καφέ. Πάνε με στο ίντερνετ καφέ, αν χρειάζεσαι άτομα, διότι έχω θέμα με το παιδί που δουλεύει στο μπαρ» κι ότι «καλώς ή κακώς δεν μπορούμε να μείνουμε και οι δυο στη δουλειά. Ή αυτός θα μείνει ή εγώ». Οπότε, του είπα ότι «Επειδή δεν θέλω να μπούμε στη διαδικασία να διώξεις κάποιον άνθρωπο, γιατί ό,τι και να είναι, μπορεί να 'χει ανάγκη και τα λεφτά και τη δουλειά και όλα» κι ήταν και μεγαλύτερός μου αρκετά, ήταν γύρω στα 35. Οπότε, δεν ήξερα τι ανάγκες έχει, του είπα να με πάει στο ίντερνετ-καφέ. Και πήγα. Λοιπόν, εκεί ήταν τέλεια. Ήτανε τέλεια. Ήταν τέλεια απ' την άποψη ότι είχαμε πάρα πολύ ωραίο κλίμα τα παιδιά που δουλεύαμε, οι πελάτες ήτανε κατά βάση άτομα στην ηλικία μας, και μέσα στα PC και έξω, επειδή είχαμε κάποια τραπεζάκια για καφέ και τα σχετικά. Οπότε, είχαμε φτιάξει έτσι μια πολύ μεγάλη παρέα όλοι μαζί, και ήταν απ' τις δουλειές που, ας πούμε, σχολάς μετά το 8ωρο και μπορεί να κάτσεις άλλο ένα 8ωρο, γιατί το νιώθεις πολύ οικείο το περιβάλλον. Αυτοί που δουλεύουν είναι φίλοι σου, οι πελάτες είναι φίλοι σου. Υπήρχε ένα πάρα πολύ ωραίο, ας πούμε, εργασιακό κλίμα. Βέβαια, πάλι το αφεντικό σ' όλο αυτό ήταν απών. Δηλαδή δεν υπήρχε. Ό,τι δουλειές έπρεπε να γίνουν, απ' το να παραγγείλουμε πράγματα, μέχρι το να χαλάσει κάτι και να το φτιάξουμε, τα παίρναμε πρωτοβουλίες και τα κάναμε οι εργαζόμενοι. Κι απ' τη μια είναι λίγο ακραίο αυτό, γιατί δεν είναι δική μας δουλειά, δεν πληρωνόμαστε γι' αυτό. Απ' την άλλη αγαπούσαμε τόσο πολύ, το μαγαζί που δουλεύαμε, και περνούσαμε τόσο ωραία, και δεν θέλαμε να κλείσει, που πραγματικά το φροντίζαμε, λες και ήτανε δικό μας. Για τέτοιο πράγμα σου μιλάω. Που εγώ δεν το 'χα ξανασυναντήσει μέχρι τότε πουθενά. Δηλαδή, ήτανε... δεν μπορώ να σου εξηγήσω πόσο ωραία περνούσαμε. Και πληρωνόμασταν και κανονικά στην ώρα μας και όλα. Ντάξει, βέβαια πάλι υπήρχε και εκεί ο περίεργος κόσμος, δεν το γλιτώνεις. Όταν έχεις να κάνεις με κόσμο, πάντα θα υπάρχουν και οι κάπως λίγο αγενείς, περίεργοι. Εμένα εκεί μου 'χε κάνει φοβερή εντύπωση ο κόσμος, γιατί στο ίντερνετ καφέ είναι... βλέπεις ανθρώπους και συμπεριφορές που αν, ας πούμε, πιο μικρός δεν έβγαινες σε τέτοια μέρη, σου φαίνεται πάρα πολύ ξένο και περίεργο. Δηλαδή, υπήρχανε άτομα τα οποία ήτανε πάρα πολύ αντικοινωνικά και κλειστά, σε σημείο που, ας πούμε, μπορεί να θέλανε να σου ζητήσουν ένα ποτήρι νερό και να ντρεπόντουσαν να το κάνουνε. Εγώ δεν είχα ξαναέρθει σε συναναστροφή με τέτοιο κόσμο. Μετά έβλεπες και πολύ περίεργα πράγματα. Ας πούμε, ο άλλος μπορεί να καθότανε κυριολεκτικά πάνω από 24 ώρες, μπροστά από μια οθόνη, και να έπαιζε και σου 'τανε, εμένα σαν εικόνα, μου ήταν πάρα πολύ άγνωστο αυτό. Αλλά ήταν έτσι μια ωραία εμπειρία. Κατάλαβα, έμαθα κι άλλα πράγματα, κατάλαβα κι έναν άλλον τρόπο διασκέδασης, και πώς το ζούνε κάποιοι άνθρωποι και περνάνε καλά. Ήταν διάφορα. Εκεί ήμουνα περίπου ένα χρόνο, γιατί έκλεισε μετά την πρώτη καραντίνα, δεν ξανάνοιξε. Λίγο πριν κλείσουμε για την καραντίνα, το αφεντικό παύλα ανύπαρκτος, γιατί δεν υπήρχε, αποφάσισε να βάλει κάποιους συνέταιρους μέσα στο μαγαζί, γιατί ξεκίνησε η δουλειά να πέφτει και να τρέχουν τα έξοδα και τα λοιπά. Και οι συνέταιροι που μπήκαν ήτανε μια κυρία αρκετά μεγάλη σε ηλικία, η οποία δεν είχε καμία επαφή με τον συγκεκριμένο χώρο, με ίντερνετ καφέ, με το να ξέρει πώς λειτουργούνε τα PC, με το να ξέρει τι πρέπει να πουλήσει, τι πρέπει να κάνει, καμία, καμία επαφή. Παρόλα αυτά, είχε γνώμη και άποψη για τα πάντα. Ήτανε κι αυτή αρκετά αγενής. Μας έκανε, θυμάμαι, πώς λέγεται τώρα, κόλλησα, κάναμε meetings για να μιλήσουμε για τη δουλειά, και μας έλεγε ότι φταίμε εμείς π.χ. που δεν έχει κόσμο το μαγαζί. Που εμείς κυριολεκτικά κάναμε ό,τι μπορούσαμε, για να 'χει κόσμο το μαγαζί, γιατί περνούσαμε τόσο ωραία, και το θεωρούσαμε σπίτι μας, ρε παιδί μου, που πραγματικά κάναμε τα πάντα. Αυτή ξεκίνησε να κατηγορεί εμάς. Ξεκίνησε να λέει ότι παίρνουμε λεφτά απ' το ταμείο, ότι τρώμε προϊόντα και δεν τα πληρώνουμε, ότι κερνάμε δεξιά κι αριστερά καφέδες και βάζουμε τζάμπα να κάτσει κάποιος στον υπολογιστή. Μας έλεγε ότι δεν καθαρίζουμε. Γενικά, έφερνε και δημιουργούσε καταστάσεις οι οποίες δεν... οι οποίες δεν υπήρχανε, γιατί εμείς όλοι κάναμε τη δουλειά μας σωστά. Εμείς προσπαθούσαμε να της εξηγήσουμε ότι «Δεν συμβαίνει αυτό που λες» ότι «άλλοι είναι οι λόγοι οι οποίοι το μαγαζί έχει πέσει, δεν φταίμε εμείς για τη δουλειά μας, για το πώς δουλεύουμε». Ας πούμε, εμένα θυμάμαι μια μέρα δούλευα, και είχαμε κάτι σαντουιτσάκια, τα οποία σαντουιτσάκια είχανε... κάποια ήταν ληγμένα, και τα ληγμένα τα επιστρέφαμε πίσω, και μας έδιναν τα λεφτά. Κι έρχεται μια μέρα στη δουλειά, και ξεκίνησε να μου φωνάζει, και να μου λέει ότι έχω φάει εγώ τα ληγμένα, και γι' αυτό δεν τα βρίσκει, και κάτι τέτοια τρελά. Μια άλλη μέρα, μας είχανε γράψει ένα πρόστιμο θυμάμαι για το κάπνισμα. Πάλι έφταιγα εγώ, γιατί υποτίθεται ότι δεν είδα τους αστυνομικούς που μπήκανε μέσα. Λες και πληρωνόμουνα εγώ για να κάθομαι να προσέχω μην μπει κάποιος αστυνομικός μες στο μαγαζί. Γενικά, ήταν αρκετά άβολο το κλίμα. Έφυγε πάρα πολύς κόσμος και από τη δουλειά και σαν πελάτες απ' το μαγαζί, εξαιτίας της συγκεκριμένης κυρίας, γιατί δεν μπορούσε να αντιληφθεί το τι χρειάζεται αυτό το μαγαζί. Μια κοπέλα την είχε διώξει κιόλας, χωρίς να την προειδοποιήσει καν. Δηλαδή, θυμάμαι, δουλεύαμε και την φώναξε και της είπε «Να σου πω λίγο» και της λέει «Σήμερα, είναι το τελευταίο σου μεροκάματο». Κάτι το οποίο θεωρώ ότι δεν το κάνεις, γιατί όπως εγώ όταν θέλω να φύγω από μια δουλειά, θα το πω δυο βδομάδες πριν, για να προλάβουνε να βρούνε κάποιον, έτσι και το αφεντικό δεν πρέπει να έρθει και να σου πει ότι «Ξέρεις τι; Θα σε σταματήσω για τους τάδε λόγους, αλλά σε δυο βδομάδες για να έχεις τον χρόνο να βρεις κάτι άλλο». Δεν το έκαναν ποτέ. Έδιωξαν την κοπέλα βράδυ -να στο πω κι έτσι- και μετά πάλι η δουλειά ξεκίνησε να πέφτει. Υπήρχαν πάρα πολλά παράπονα, πάρα πολλές γκρίνιες. Ταυτόχρονα, μπήκαν κι άλλα άτομα στο μαγαζί, μήπως και μπορέσουν να το ανεβάσουνε, και να ξαναέχουμε δουλειά. Αυτά τα άτομα τα οποία μπήκαν πάλι δεν ήτανε κατάλληλα, διότι ήτανε άτομα τα οποία ναι μεν είχαν να βάλουν λεφτά, αλλά ήταν άτομα τα οποία προερχόντουσαν από μια βραδινή επιχείρηση. Πάλι δεν ήξεραν τη δουλειά, και πέρα από αυτό, η εμφάνισή τους, ο τρόπος που μιλούσανε ήτανε για μια βραδινή επιχείρηση, όχι για μια επιχείρηση στην οποία έχεις και παιδάκια που έρχονται να παίξουν στον υπολογιστή και τέλος πάντων σ' ένα ίντερνετ καφέ. Και αυτοί μας τραμπούκιζαν, σε εισαγωγικά, με τον τρόπο που μας μιλούσανε, διότι θυμάμαι μας έλεγαν ότι «Από δω και πέρα, το μαγαζί θα πηγαίνει καλά και θα πληρώνεστε όλοι στην ώρα σας, αλλά όποιος κάνει κάτι κακό και δεν το σεβαστεί, θα [00:40:00]τον εξαφανίσουμε βράδυ απ' την περιοχή» και κάτι τέτοια, τα οποία είναι σαν να... όχι σαν, ήταν λες και μας απειλούσαν, ας πούμε, ότι «Ναι μεν, θα σας πληρώνουμε, να 'στε ευχαριστημένοι, κι αν δεν κάνετε καλά τη δουλειά σας, θα έχετε και τις αντίστοιχες επιπτώσεις», οι οποίες απ' τα λόγια τους δεν ήταν το να μας διώξουν απ' τη δουλειά, ήταν το ότι «Θα σας εξαφανίσουμε βράδυ απ' την περιοχή». Δηλαδή, δεν, δεν υπήρχε, δεν ξέρω. Εγώ προσωπικά τους συγκεκριμένους ανθρώπους τούς φοβόμουν, ας πούμε, δεν ήθελα να 'χω καμία επαφή μαζί τους. Χαμήλωνα το κεφάλι, τους πήγαινα ό,τι ήθελαν κι έφευγα. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, με όλα αυτά το μαγαζί πήρε πάρα πολύ την κάτω βόλτα, και δυστυχώς για εμάς που το δουλεύαμε, και περνούσαμε καλά, και το κρατούσαμε, μετά την καραντίνα δεν ξανάνοιξε, έκλεισε. Μετά. Μετά περάσαμε την καραντίνα. Δεν... προφανώς δεν δούλευα, η εστίαση ήτανε κλειστή. Και όταν τελείωσε η καραντίνα, ξεκίνησα να ψάχνω δουλειά πάνω στο πτυχίο μου πλέον, γιατί το 'χα πάρει, οπότε θεωρούσα ότι κάτι θα μπορέσω να βρω. Δυστυχώς, δεν ήτανε αρκετά εύκολο, διότι όλα θέλανε προϋπηρεσία. Θέλανε πάρα πολλά πράγματα σαν skills, πέρα απ' το πτυχίο σου, σεμινάρια, μεταπτυχιακά, πάρα πολλά, τα οποία όμως, όταν είσαι 24 χρονών δεν ξέρω πώς γίνεται αυτά τα πράγματα να μπορείς να τ' αποκτήσεις. Όταν κυριολεκτικά τελειώνεις τη σχολή στα 22, βάλε κι έναν χρόνο που όλοι πάνω-κάτω το κάνουν επιπλέον, πας 23, πώς γίνεται εγώ στα 24 να 'χω την προϋπηρεσία που μου ζητάνε και όλα αυτά τα χαρτιά; Εγώ περίμενα ότι θα μου δώσει κάποιος την ευκαιρία, και θα επενδύσει στο να μου μάθει τη δουλειά, γιατί σε βάθος χρόνου θεωρώ ότι θα του ήταν πάρα πολύ χρήσιμο το να 'χει έναν άνθρωπο που του έχει δείξει ακριβώς τη δουλειά, έτσι όπως θέλει να γίνεται, οπότε θεωρούσα ότι κάτι θα βρω. Παρόλα αυτά, δεν βρήκα. Συγγνώμη. Πέρασα από πάρα πολλές συνεντεύξεις σε δουλειές που δεν είχανε να κάνουν μόνο με την εστίαση. Είχαν να κάνουν με τις πωλήσεις, είχαν να κάνουν σαν γραμματειακή υποστήριξη. Όσο μπορούσα, προσπαθούσα να φύγω απ' την εστίαση, για να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό, για να έχω ένα συγκεκριμένο ωράριο και συγκεκριμένες μέρες. Να μην είμαι βράδυ, να σχολάω 6 η ώρα το πρωί. Ν' αλλάξω, ας πούμε, παραστάσεις. Παρόλα αυτά, στο ένα ή θα ήθελαν τρελή προϋπηρεσία, στο άλλο θα ήταν πάρα πολύ λίγα λεφτά, για πάρα πολλές ώρες. Μιλάμε τώρα για ούτε το βασικό ή στα όρια του βασικού, και αυτό λέγοντάς μου ότι οι υπερωρίες, ας πούμε, αναλόγως το πόσες ώρες θα μαζευτούν, κάποιες θα πληρωθούν, κάποιες θα δοθούν σε ρεπό. Χαζά πράγματα, δεν... Δηλαδή, ούτε τα βασικά δεν υπήρχανε. Είχα πάει για δυο μέρες, για δυο μέρες κυριολεκτικά για δυο μέρες, σ' ένα ψιλικατζίδικο, στο οποίο όταν πήγα είχαμε συμφωνήσει ότι θα κάνω 5 στα 7 και μία φορά την εβδομάδα θα κάνω σπαστό, 4 ώρες το πρωί, 4 ώρες το βράδυ. Και εν τέλει, μου ανακοίνωσε ότι θα κάνω 5 φορές την εβδομάδα σπαστό, 4 ώρες το πρωί, και το βράδυ μέχρι κλείσιμο. Τις οποίες, ας πούμε, το 8ωρο που έβγαινε παραπάνω, τις υπερωρίες, ας πούμε, δεν... ήτανε μέσα στον μισθό μου, ας πούμε. Δεν θα πληρωνόμουνα παραπάνω γι' αυτό. Κάτι το οποίο προφανώς και δεν μπορούσα να το υποστηρίξω, διότι σου έτρωγε όλη σου την ημέρα, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα άλλο, και ούτε οικονομικά σε σύμφερε. Οπότε, του είπα ότι δεν θέλω να συνεργαστούμε, διότι άλλα συμφωνήσαμε, άλλα πράγματα βρίσκω και δεν με καλύπτουνε κιόλας. Δεν θεωρώ ότι γίνεται να δουλεύεις σπαστό 5 στα 7, δεν... Δηλαδή και έναν καλό μισθό να έπαιρνες, θεωρώ πραγματικά ότι σου τρώει όλη σου την ημέρα και δεν γίνεται να το κάνεις. Οπότε, σταμάτησα. Συνέχιζα να τρέχω σε συνεντεύξεις και να ακούω ό,τι να 'ναι από χρήματα, από ασφάλεια, από τα πάντα, και βρήκα πάλι εν τέλει σ' ένα καφέ κοντά στο σπίτι μου, αυτήν τη φορά, το οποίο καφέ ήταν, είναι από τις πιο σωστές δουλειές που έχω πάει. Και όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι, δηλαδή το 8ωρο μου πληρωνότανε έτσι όπως θα 'πρεπε να πληρώνεται ένα 8ωρο στην εστίαση και όχι έτσι όπως το πληρώνουν γενικά, γιατί απλά βρίσκουν πάρα πολλά άτομα, οπότε δεν έχει κανένας την πρόθεση να σου δώσει παραπάνω χρήματα. Λες και είναι πάρα πολύ εύκολο να είσαι πέρα-δώθε όλη την ημέρα, βράδυ, και να ακούς το οτιδήποτε. Επίσης, μου πλήρωνε τις υπερωρίες, κάτι το οποίο ούτε αυτό το είχα συναντήσει, σε προηγούμενες δουλειές, και μου τις πλήρωνε και καλά, και έτσι όπως έπρεπε να τις πληρώνει. Γενικότερα, και οι σχέσεις που είχα με το αφεντικό μου ήτανε σχέση, όχι σαν να είναι εργοδότης-εργαζόμενος, σαν να έχουμε μαζί, ας πούμε, την επιχείρηση, και μένα αυτό μου άρεσε, γιατί με όλη του τη συμπεριφορά, και το πόσο σωστός ήταν απέναντί μου, μ' έκανε να μου αρέσει η δουλειά μου, μ' έκανε να μου αρέσει το μαγαζί, και μου έκανε και να σκέφτομαι κι εγώ, ας πούμε, τρόπους, πώς το μαγαζί θα γίνει πιο όμορφο, και, ας πούμε, σαν χώρος, αλλά και το πώς θα μπορέσουμε να τραβήξουμε και περισσότερο κόσμο. Και πραγματικά ήθελα ν' ασχοληθώ και να το κάνω όλο αυτό, γιατί μου άρεζε το περιβάλλον, στο οποίο δούλευα, μου άρεζε η σχέση που 'χα με τον εργοδότη μου, μου άρεζε η σχέση που είχα με τους συναδέλφους μου, υπήρχε τεράστια κατανόηση. Κι εκεί κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι το να έχεις -αυτό που σου 'πα και πριν- ευχαριστημένο τον υπάλληλό σου. Δηλαδή το να τον πληρώνεις κομπλέ, το να του φέρεσαι, έτσι όπως πρέπει να του φέρεσαι. Γιατί πας στη δουλειά, και πας με όρεξη να δουλέψεις, κι αυτό φαίνεται. Φαίνεται και στους πελάτες, φαίνεται στον τρόπο που του μιλάς. Κι όλο είναι αλυσίδα. Όταν εγώ θα πάω να σερβίρω κάποιον, και θα πάω με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα, και, και, και, μπορεί αυτός ο άνθρωπος που του σερβίρω να στραβώσει, να φύγει, να κάνει παράπονα. Όταν δεν με νοιάζει το μαγαζί, γιατί π.χ. μπορεί να μην έχω σωστή αντιμετώπιση, μπορεί να μην καθαρίζω τόσο καλά, μπορεί να τα κάνω όλα, ξες, με πασαλείμματα. Οπότε, πάλι ο χώρος δεν είναι έτσι όπως πρέπει να είναι. Και όσο εγώ δεν είμαι αποδοτική στη δουλειά μου, ντόμινο όλα πάνε έτσι. Κι εκεί κατάλαβα ότι, όταν σ' αρέσει αυτό που κάνεις και προσέχεις και το... και είσαι αποδοτικός στη δουλειά σου, πώς αυτό το πράγμα ανεβάζει και το μαγαζί. Δηλαδή πόσο ο εργαζόμενος μπορεί όντως να ανεβάσει το μαγαζί. Και εκεί έμεινα σχεδόν έναν χρόνο, βασικά είμαι ακόμα εκεί πέρα, δεν έχω σταματήσει. Επίσης, πρώτη φορά δεν είχα θέμα και με τους πελάτες. Με την πλειοψηφία, δηλαδή, τουλάχιστον. Πρώτη φορά οι πελάτες ήτανε υπερβολικά ευγενικοί, υπερβολικά ευγενικοί. Είχαν άπειρη κατανόηση στο ότι έχει κόσμο, οπότε ναι, θα αργήσει να έρθει η παραγγελία σου. Κάποιοι σηκωνόντουσαν και ερχόντουσαν μέσα για να παραγγείλουνε, και περίμεναν κιόλας να βγάλω π.χ. αυτό που θα 'χαν παραγγείλει, για να το πάρουν και να βγουν έξω, να μην χρειαστεί να βγω εγώ τζάμπα έξω, και να ξαναμπώ, γιατί είχα πάρα πολύ δουλειά. Κι ήταν κάπως λες και ο κόσμος του μαγαζιού ήτανε απόλυτα... σε απόλυτη αρμονία με εμάς, με το αφεντικό, δηλαδή όλη η σύνθεση ήτανε τέλεια, δεν υπήρχε. Εγώ δεν είχα ξαναδεί, ας πούμε, τέτοιους πελάτες. Το να δείχνουν τέτοια κατανόηση, το να βοηθάνε, το να περιμένουνε. Και όχι μόνο από κόσμο στην ηλικία μου, που μπορεί να 'χουν κάνει τέτοιες δουλειές, οπότε να το έχουν στο μυαλό τους. Κι από μεγαλύτερο κόσμο, κι από κόσμο τρίτης ηλικίας, που συνήθως είναι πιο απαιτητικός και αγενής, και δεν μπορεί να καταλάβει. Ακόμα κι αυτοί μπορεί να 'πιναν τον καφέ τους, και να μάζευαν το τραπεζάκι, και να το φέρναν μέσα, για να μη βγω εγώ, ας πούμε, τζάμπα έξω και μου πάρει χρόνο. Κι εγώ είχα πάθει σοκ. Βέβαια, εντάξει, μέσα σε όλα αυτά εννοείται το ότι είναι δουλειά και θα υπάρχουν και κάποια αρνητικά. Τα αρνητικά αυτά συνήθως είναι το βράδυ. Συνήθως είναι όταν υπάρχει ο παράγοντας αλκοόλ, που κάπως λίγο όλοι χαλαρώνουμε και -δεν ξέρω- λέμε λίγο τα δικά μας. Εγώ το θέμα που είχα, που έχω γενικά, όχι σ' αυτό το μαγαζί μόνο, γενικότερα είναι το ότι θέλω να κάνω τη δουλειά μου και να φεύγω. Δεν μπορώ να κάθομαι και ν' ακούω, καλώς ή κακώς, τα προβλήματα του καθενός, γιατί με επηρεάζουνε, με μιζεριάζουνε, μου χαλάν την ψυχολογία, και σίγουρα δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Κάτι το οποίο όμως δεν μπορείς να το αποφύγεις. Όταν είσαι μες στο μπαρ, κι έχε[00:50:00]ις τον άλλον απ' έξω, και θέλει να σου πει αυτό που θέλει να σου πει, πρέπει να κάτσεις να τον ακούσεις. Γιατί, επειδή θα κάτσει και θα σου μιλήσει, θα κάνει και κατανάλωση. Γιατί για να μιλάει σε σένα, σημαίνει ότι δεν έχει σε κάποιον άλλον να μιλήσει. Αν δεν τον ακούσεις, θα πάρει τα πράγματά του και θα φύγει. Οπότε, κάπως πρέπει να μπεις σ' αυτήν τη διαδικασία. Κάτι το οποίο εμένα, εγώ δεν μπορώ να το διαχειριστώ, γιατί το να μπαίνω στη διαδικασία ν' ακούω τα προβλήματα του καθενός, γιατί δεν θα 'ναι ένας, θα 'ναι πολλοί, και κάθε μέρα θα 'ναι κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι, και να πρέπει να τα παίρνω όλα αυτά μέσα μου, γιατί έτσι είμαι εγώ σαν άνθρωπος, και να δίνω συμβουλές, ή να 'χω τον άλλον απέναντί μου να κλαίει, και να μου μεταδίδει όλη αυτήν τη διάθεση, είναι κάτι που εγώ το θεωρώ πάρα πολύ ψυχοφθόρο. Κι είναι κι ένας απ' τους λόγους που κατάλαβα ότι θέλω λίγο ν' απομακρυνθώ από την εστίαση, κι ακόμα περισσότερο, αν μείνω έστω, θέλω να απομακρυνθώ από το βράδυ, από το μπαρ, κι από όλη αυτήν τη φάση. Συν του ότι δεν μου αρέσουνε και τα σκηνικά του ότι πίνω κι αρχίζω να λέω βλακείες και να, δεν ξέρω πώς να το πω, να παραφέρομαι, να κάνω πράγματα που δεν πρέπει να τα κάνω, που δεν είναι για να γίνουνε στη δουλειά, που ούτε εγώ είμαι υποχρεωμένη να τ' ανεχτώ, γιατί δεν είμαι φίλος σου. Είσαι πελάτης μου, δουλεύω, τελεία. Οπότε, αυτός κυρίως είναι ο λόγος που εγώ θέλω να απομακρυνθώ από αυτές τις δουλειές και απ' το βράδυ κυρίως. Αλλά αυτό το μαγαζί, μπορώ να πω, ότι ήτανε μία πάρα πολύ ευχάριστη εμπειρία, κι ότι αν μπορούσα όντως να καλύψω τα έξοδά μου, και να ζήσω από αυτό, μπορεί και να την κρατούσα τη δουλειά αυτή πολύ παραπάνω. Γιατί όντως το εργασιακό περιβάλλον ήτανε και είναι εξαιρετικό, απ' όλα τα κομμάτια.
Θα σε πάω λίγο πίσω. Μου είπες για την πρώτη τώρα δουλειά στην Κομοτηνή, που είχες φύγει εκείνη τη μία βδομάδα, ότι ήταν λίγο περίεργη η κατάσταση κι ότι σηκώθηκες κι έφυγες. Απορώ πώς επειδή ήσουνα νέα και πρώτη φορά στη δουλειά-
Ναι.
Πώς μετά είπες ότι «Ναι, θα συνεχίσω -π.χ.- να ψάχνω πάλι στο ίδιο κομμάτι», εννοώ στην εστίαση. Εννοώ, να σου περάσουν σκέψεις τύπου ότι «Όλοι έτσι είναι», ας πούμε; Κάπως έτσι;
Κοίτα, γενικά όταν είχα πάει εκεί, πρώτα απ' όλα, δεν είχα καταλάβει. Eίχα δει ότι το μαγαζί, ξες, ήτανε λίγο παρακμιακό, ο κόσμος ήτανε λίγο μεγάλος και τα λοιπά, αλλά επειδή πραγματικά έψαχνα πόσο καιρό και δεν είχα βρει κάτι, είχα πει «Θα πάω να δοκιμάσω». Οπότε, δεν είχα ψιλιαστεί στην αρχή τι ακριβώς θέλει αυτός. Καθώς περνούσαν οι μέρες και έβλεπα ότι μου έλεγε π.χ του έλεγα «Να πάω να πλύνω τα πιάτα;». Και μου έλεγε «Όχι, όχι. Εσύ κάτσε εδώ, πιες το ποτό σου -ξέρω γω- και όταν χρειαστεί, θα πας παραγγελία». Έβγαινε η παραγγελία, μου 'λεγε «Πάνε την παραγγελία» και μου έλεγε «Εντάξει, μίλα», ας πούμε, «και λίγο στον άνθρωπο». Εκεί ξεκίνησα να καταλαβαίνω τι γίνεται και είχα κι εγώ σκοπό να του πω ότι «Ξες, αύριο θα σταματήσω», π.χ. Μέχρι που μου το είπε αυτός. Ότι «Να, ψάχνω μια κοπέλα για το μπαρ και θέλω άλλα πράγματα» και κατάλαβα πού το πάει και τι θέλει. Εννοείται ότι απογοητεύτηκα. Γύρισα σπίτι μου και έκλαιγα, γιατί έλεγα ότι εμένα αυτό το πράγμα δεν μου ταιριάζει. Δεν μπορώ να το κάνω. Και δεν νομίζω ότι είναι και πολύ ευχάριστο για καμία κοπέλα κατά βάση να το κάνει. Κι ακόμα κι αυτές που το κάνουν, θεωρώ ότι δεν είναι ότι το θέλουν και το κάνουνε. Είναι το ότι μάλλον έχουν ανάγκη από τα λεφτά, και έχουν κάπως, ας πούμε, μπλέξει μ' όλο αυτό. Και σκεφτόμουνα λοιπόν όλο αυτό, ότι εμένα δεν μου ταιριάζει, ότι μάλλον λογικά σ' όλες τις δουλειές έτσι θα είναι, κι ότι τι θα κάνω, ρε παιδί μου, πώς θα συνεχίσω. Αλλά χρειαζόμουνα τα χρήματα, και σκεφτόμουνα, έβλεπα βασικά κι από φίλες μου που δούλευαν σ' άλλα καφέ, και στην Κομοτηνή και Θεσσαλονίκη και γενικά, κι έβλεπα ότι δεν μου έλεγαν για τέτοιες καταστάσεις. Ότι δεν μου σχολίαζαν καν τέτοια περιστατικά. Οπότε, θεώρησα ότι μάλλον ίσως ήταν το συγκεκριμένο μαγαζί. Δυστυχώς, ήταν και η πρώτη επαφή μου, οπότε ήταν πολύ κακό, αλλά λόγω του ότι έβλεπα απ' τους άλλους ότι δεν μου παρουσιάζουνε τέτοια γεγονότα, σκεφτόμουνα ότι μου έτυχε κι ότι μπορώ να συνεχίζω να ψάχνω και να μην ξανασυμβεί αυτό. Και μάλιστα σκεφτόμουνα ότι μπορώ να συνεχίζω να ψάχνω και σε μαγαζιά για τα οποία, ξες, έχω δηλαδή μια άποψη. Π.χ. δουλεύει κάποιος γνωστός μου ή πάω για καφέ, οπότε, ξέρω λίγο τον χώρο, ξέρω λίγο πώς κινούνται. Όχι, αν ξέρω προσωπικά κάποιον, αλλά να βλέπω λίγο πώς κινούνται. Απέφευγα μαγαζιά που έβλεπα ότι μπορεί να 'ναι παρακμιακά κι ότι είναι παρόμοια. Και κάπως έτσι είπα ότι «Εντάξει, θα συνεχίζω να ψάχνω. Δεν γίνεται να 'ναι όλα έτσι. Έτυχε. Αφού και φίλες μου δουλεύουνε και είναι μια χαρά. Δεν έχουνε τέτοια θέματα». Οπότε, είπα ότι θα το ξαναψάξω απ' την αρχή.
Και την περίοδο που ανέφερες για την καραντίνα, για τον Covid-
Ναι.
Που λόγω του ότι σταμάτησε η εστίαση, σταμάτησες κι εσύ τότε αναγκαστικά να δουλεύεις. Πώς ήταν η δική σου εμπειρία; Πώς σε επηρέασε ο Covid;
Κοίτα, εγώ ήμουνα σε μια φάση που ήμουνα τέρμα παραγωγική. Δούλευα, έβγαζα τα δικά μου λεφτά. Οπότε, ξαφνικά κλείνουν τα πάντα, και πρέπει να 'μαι όλη μέρα σπίτι, μ' ένα άγχος στο τι θα γίνει με τα λεφτά. Θα μας βάλουν... γιατί τότε ήταν στην αρχή το ότι δεν ήταν σίγουρο το τι επίδομα θα μπει. Είχε να κάνει με το τι ένσημα έχεις. Τα ένσημα στην εστίαση δεν αντιπροσωπεύουνε τη δουλειά που κάνεις. Είναι ένα δείγμα απ' αυτό που δουλεύεις. Οπότε, αγχωνόμουνα και για το οικονομικό και ψυχολογικά ήταν δύσκολο. Γιατί από κει που έχεις μια καθημερινότητα, είσαι σε εγρήγορση, δουλεύεις, και είσαι παραγωγικός, ξαφνικά βρίσκεσαι κλεισμένος σπίτι σου και δεν ξέρεις τι να κάνεις, πώς να περάσεις τον χρόνο σου. Μετά είναι το ότι αγχωνόμουνα και για το όταν θα ξανανοίξουνε τα πράγματα, που δεν ήξερες το ακριβώς πότε είναι, έτσι πώς μας έλεγαν, αγχωνόμουνα για το αν θ' ανοίξει ξανά το μαγαζί που δούλευα. Γιατί πριν κλείσουμε, είχε ήδη πάρει μια κάτω βόλτα η δουλειά μου. Είχε πέσει ο κόσμος, είχαν μειωθεί τα πράγματα. Οπότε, είχα και το άγχος το ότι «Θα ανοίξουμε. Εγώ θα είμαι στη δουλειά; Θα συνεχίσει το μαγαζί; Αν δεν ανοίξει το μαγαζί, τι θα κάνω;». Που αυτό συνέβη κιόλας, έτσι; Το μαγαζί δεν άνοιξε. Και θυμάμαι τότε -ξέχασα να στο πω αυτό- έκλεισε το μαγαζί, έψαχνα το καλοκαίρι δουλειά και είχα πάει πάλι σ' ένα ίντερνετ καφέ, πριν τη δεύτερη καραντίνα, πριν ξεκινήσει η δεύτερη καραντίνα. Εκεί πρόλαβα δούλεψα έναν μήνα. Εγώ πίστευα εκεί ότι θα 'ναι πάλι, ξες, το ίδιο κλίμα φιλικό κι αυτά, όπως ήτανε στο προηγούμενο μαγαζί, γιατί είχα στο μυαλό μου πάω από ίντερνετ καφέ σε ίντερνετ καφέ, τι διαφορά μπορεί να 'χει; Εντάξει, εννοείται ότι είχε διαφορά. Εκεί το αφεντικό νόμιζε ότι μάλλον δουλεύουμε σε μια μεγάλη εταιρεία, σε μια μεγάλη επιχείρηση και ο τρόπος ο οποίος δουλεύαμε ήταν πάρα πολύ ρομποτικός, και πάρα πολύ απρόσωπος, σ' έναν χώρο που έχεις να κάνεις με κόσμο, και σ' έναν χώρο που έχεις να κάνεις με κόσμο, αλλά σε πολύ χαλαρούς ρυθμούς. Γιατί το ίντερνετ καφέ είναι ουσιαστικά στέκι, είναι συνοικιακό μαγαζί, κατά βάση, στο οποίο θα μαζεύονται κάθε μέρα συγκεκριμένα άτομα και θα το 'χουν σαν στέκι. Οπότε, μιλάμε για πολύ χαλαρούς ρυθμούς. Και ο κόσμος προς το προσωπικό είναι χαλαρός και άνετος, αλλά και θέλει από εσένα να είσαι -πώς το λένε- να του δείχνεις οικειότητα, να του δείχνεις λες και είσαι φίλος του, γιατί σε βλέπει κάθε μέρα. Κι είναι αυτό που λέμε, η έννοια του «Θα πάω για καφέ εκεί, γιατί είναι το στέκι μου». Το αφεντικό μάλλον δεν μπορούσε να το αντιληφθεί αυτό, κι ήθελε να μιλάμε πολύ ρομποτικά, και να συμπεριφερόμαστε πάρα πολύ ρομποτικά και απρόσωπα. Κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ άβολο να το κάνεις, ας πούμε, σ' έναν άνθρωπο που 'ρχεται κάθε μέρα και σου παίρνει καφέ και τον ξέρεις. Επίσης, για κάποιο λόγο, όταν έκλεισε το μαγαζί αυτό για την καραντίνα, αυτός θεώρησε ότι τα επιδόματα που παίρνουμε απ' το κράτος, κάποια απ' αυτά πρέπει να του τα δώσουμε, γιατί χρωστάμε στο μαγαζί. Κάτι το οποίο προφανώς και δεν με βρήκε σύμφωνη, και προφανώς και δεν το έκανα, γιατί άλλο το επίδομα που σου δίνει το κράτος, και άλλο η πληρωμή η δικιά μου απ' το αφεντικό μου. Δεν έδωσε κάτι απ' την τσέπη του για το επίδομα, ούτε χρωστάω κάτι στο μαγαζί. Έτσι πίστευα. Ότι, όπως άμα ήταν ανοιχτό θα δούλευα, έτσι από τη στιγμή που έκλεισε δεν θα δουλέψω, χωρίς να 'ναι επιλογή μου. Οπότε, όταν άνοιξε αυτό το μαγαζί, μετά την καραντίνα, επειδή ακριβώς μας ζήτησε κάποια επιδόματα, εγώ δεν συνέχισα. Αυτό ήταν μια παρένθεση στο ότι πέρασα κι από κει για λίγο. Αυτό.
Άρα τις δυσκολίες που ένιωσες σ' αυτήν τη δουλειά, γενικότερα σε όλα τα μαγαζιά μέχρι στιγμής, θεωρείς ότι ήτανε λόγω φύλου; Λόγω του ότι είσαι κοπέλα;
Κοίταξε. Ως έναν βαθμό, ναι. Γενικά, θεωρώ ότι το οικονομικό, ας πούμε το πόσο πληρωνόμουνα ή το ότι δεν πληρωνόμουνα τις υπερωρίες ή ό,τι έχει να κάνει με τα ένσημα, δεν θεωρώ ότι είχε να κάνει με το φύλο, γιατί τα ίδια αντιμετ[01:00:00]ωπίζουν και τ' αγόρια που είναι στο σέρβις, και τ' αγόρια που είναι στο μπαρ, και γενικότερα τα άτομα που είναι στην εστίαση, γιατί έτσι δουλεύει η εστίαση, δεδομένου του ότι ξέρουν ότι την ίδια στιγμή αν φύγεις εσύ, την άλλη μέρα θα βρω κάποιον. Γιατί υπάρχει πάρα πολλή προσφορά, ας πούμε, γι' αυτήν τη θέση. Αλλά κάποια σχόλια σεξιστικά θεωρώ το ότι γινόντουσαν λόγω φύλου. Ας πούμε, δεν θεωρώ ότι αν δούλευε ένα αγόρι στο σέρβις, θα το κοιτούσαν με το βλέμμα που κοιτούσαν εμένα, που σου 'χα πει στην Κομοτηνή, και θα το έκαναν να νιώθει άβολα. Ούτε θεωρώ ότι στο μπαρ ένα αγόρι όταν δούλευε, είχε από κάτω κάποιες κοπέλες και τον έφερναν, θα το έφερναν ας πούμε με τα σχόλιά τους σε τόσο άβολη θέση, και θα τον πρόσβαλαν, σε σχέση με κάποια σχόλια που μπορεί ν' ακούσει μια γυναίκα. Είτε για το πώς ντύθηκε, είτε αυτά που σου 'πα, ψιλο-χαβαλέ. Αλλά ενοχλούν τον άλλον, και τον φέρνουν σε άβολη θέση. Οπότε, ως έναν βαθμό, ναι. Πιστεύω ότι η γυναίκα είναι σε πιο άβολη θέση. Λόγω καθαρά του ότι είναι γυναίκα. Του ότι θα δεχτεί άβολα βλέμματα, ίσως επειδή μπορεί να φοράει ένα σορτσάκι, το οποίο δεν το έβαλε γιατί θέλει να προκαλέσει, αλλά γιατί μπορεί να είναι καλοκαίρι και να 'χει 30 βαθμούς, οπότε πώς θα πάει με το μακρύ; Κάτι το οποίο θα το κάνει όμως, θα πάει με το μακρύ, γιατί δεν θέλει να έχει πάνω της βλέμματα, τα οποία την κάνουν και νιώθει άβολα και άσχημα. Δεν θεωρώ ότι ένα αγόρι θα 'χε το ίδιο θέμα. Δεν θεωρώ ότι θα το κοιτούσαν έτσι οι κοπέλες και θα το έκαναν να νιώθει είτε ντροπή είτε να φοβάται μην τυχόν και συμβεί, ας πούμε, κάτι άλλο. Όπως θεωρώ ότι ίσως και σε μια κοπέλα μπορείς να μιλήσεις πιο απότομα; Δεν ξέρω. Γι' αυτό δεν είμαι 100% σίγουρη να στο πω, αλλά πιο πολύ έχω ακούσει από φίλες μου γυναίκες να μου λένε ότι «Μου μιλάνε πάρα πολύ απότομα» και χίλια δυο, παρά από άντρες. Δεν ξέρω. Θεωρούνται πιο επιβλητικοί; Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό. Αλλά ναι. Θεωρώ ότι σ' έναν βαθμό πολλά πράγματα τ' ακούνε και τα διαχειρίζονται μόνο οι γυναίκες.
Είναι μία δουλειά που θα μπορούσες να κάνεις για πάντα;
Όχι, για κανέναν λόγο. Για κανέναν απολύτως λόγο. Πρώτα απ' όλα, δεν θεωρώ ότι θα με ζητούσαν σ' αυτήν τη δουλειά, ότι θα μπορούσα να βρω πάνω σ' αυτό το κομμάτι δουλειά για πάντα, γιατί θεωρώ ότι έχει μια ημερομηνία λήξης, τύπου γύρω στα 30. Άντε, αν είσαι πολλά χρόνια και πολύ καλός στη δουλειά σου, να πάει και λίγο παραπάνω. Διότι ακριβώς, όπως είπαμε και πριν, προτιμάνε μια κοπέλα νέα, εμφανίσιμη, γιατί στο μυαλό τους έχουν το ότι πολλοί θα πάνε, και για τ' αγόρια αυτό, πολλοί θα πάνε γιατί δουλεύει αυτός κι είναι ωραίος, δουλεύει αυτή κι είναι ωραία. Μετράει. Καλώς ή κακώς το έχουν στο μυαλό τους. Και δεν είναι το ίδιο να σε σερβίρει μια κοπελίτσα 22 με το να σε σερβίρει, ας πούμε, μια γυναίκα 35, παντρεμένη με παιδιά π.χ. Οπότε, πιστεύω ότι δεν θα μπορούσα πρώτον γι' αυτό. Δεύτερον, δεν είναι... δεν είναι μία δουλειά η οποία μπορεί οικονομικά να σε καλύψει, και να μπορέσεις να επιβιώσεις απ' αυτήν τη δουλειά. Είναι πάρα πολύ λίγα τα λεφτά, είναι πάρα πολύ αβέβαια τα λεφτά. Γιατί ένα διάστημα μπορεί το μαγαζί να 'χει πάρα πολύ κόσμο, οπότε εσύ να κάνεις πάρα πολλά μεροκάματα. Μπορεί να κάνεις 6 και 7 στα 7. Κάποια στιγμή, μπορεί να πέσει η δουλειά, οπότε μπορεί να βρεθείς ξαφνικά στα 2-3 μεροκάματα. Δεν θα σε ρωτήσουν γι' αυτό, θα στο ανακοινώσουν ότι «Κοίταξε να δεις, δεν έχουμε την ίδια πελατεία, οπότε, ναι μεν, δεν θα σε διώξω, αλλά θα μειωθούν τα μεροκάματά σου». Οπότε, εγώ πώς να βασιστώ π.χ. να κάνω κάτι; Να φύγω π.χ. να νοικιάσω ένα σπίτι, όταν ξέρω ότι τη μια βδομάδα μπορεί να 'χω τόσα μεροκάματα, την άλλη μπορεί να 'χω 2-3; Δεν γίνεται. Πέρα απ' αυτό, είναι μια δουλειά η οποία δεν ξες συγκεκριμένα ούτε ποιες μέρες δουλεύεις ούτε ποιες ώρες δουλεύεις. Δεν μπορείς να κάνεις ένα πρόγραμμα. Δηλαδή, μπορεί τη μια βδομάδα να είσαι τις τάδε μέρες. Την άλλη βδομάδα μπορεί να 'σαι άλλες μέρες. Μια βδομάδα μπορεί να 'σαι βράδυ, την άλλη μπορεί να 'σαι πρωί. Δεν ξες ότι «Δουλεύω», ας πούμε, «5 στα 7, 8ωρο». Και νομίζω ότι όσο μεγαλώνεις και περνάς από κάποιες δουλειές κι έχεις και περισσότερες ευθύνες, θέλεις να έχεις ένα εργασιακό ωράριο σταθερό, να ξες ακριβώς το πρόγραμμά σου, για να προγραμματίσεις και τα υπόλοιπα. Στην εστίαση δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, σίγουρα όχι. Γιατί έτσι είναι η εστίαση. Δεν έχει να κάνει με το μαγαζί. Έτσι δουλεύει η εστίαση. Και επίσης, είναι και μια δουλειά η οποία θεωρώ ότι είναι καλό να περάσουμε από αυτή, γιατί σε ψήνει. Έχεις συναναστροφή με κόσμο, μαθαίνεις πώς να απαντάς, πού να απαντάς, τι να δίνεις σημασία, τι όχι. Δηλαδή, θεωρώ ότι σε σκληραγωγεί κάπως αυτή η δουλειά. Ιδιαίτερα γιατί επικοινωνείς με τον κόσμο και βλέπεις πώς είναι να... να έχεις να κάνεις με κόσμο, με τα στραβά του καθενός και τα καλά. Αλλά δεν νομίζω ότι μεγαλώνοντας μπορείς να την αντέξεις τόσο. Ούτε μπορείς μεγαλώνοντας να ακούς αυτά που άκουγες, ας πούμε, δεν μπορείς στα 35 να κάθεσαι και να ακούς αυτά που άκουγες στα 25, και να δείχνεις την ίδια ανοχή, γιατί θεωρώ ότι μεγαλώνεις. Οπότε, κάπως λίγο δεν τ' ανέχεσαι πια. Ούτε θεωρώ ότι έχεις το ίδιο κουράγιο στα 30 κάτι να δουλεύεις μέχρι τις 5 το πρωί, όπως, ας πούμε, το είχες στα 25. Νομίζω ότι απλά δεν γίνεται. Είναι κάτι το οποίο σε φθείρει, σε φθείρει με τα χρόνια και απλά σε εγκαταλείπει και αυτό, γιατί πλέον δεν του κάνεις, δεν του είσαι αρκετό, δεν σε χρειάζεται, αλλά το εγκαταλείπεις κι εσύ, γιατί δεν σε καλύπτει. Παρόλα αυτά, όμως, σου ξαναλέω θεωρώ ότι είναι μια απ' τις δουλειές που για μένα είναι απ' τις πιο δύσκολες δουλειές το σέρβις, γιατί έχει και πάρα πολύ τρέξιμο και ευθύνη, γιατί έχεις λεφτά, έχεις να κάνεις με λεφτά, αλλά έχεις και πάρα πολύ επαφή με κόσμο, οπότε, και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, και θεωρώ όμως ότι είναι μια δουλειά η οποία σου δίνει αρκετά skills για πιο μετά. Μαθαίνεις να 'χεις υπομονή, μαθαίνεις... γίνεσαι πιο κοινωνικός, θέλοντας και μη, γίνεσαι πιο κοινωνικός. Ψήνεσαι στη δουλειά και θεωρώ ότι αυτό μετράει και στο βιογραφικό σου για πιο μετά. Δηλαδή, δεν νομίζω ότι αν φτάσει ένα βιογραφικό ενός παιδιού σε μια εταιρία και δει ότι είχε προϋπηρεσία στο σέρβις, θα πει, ας πούμε, το αφεντικό απ' την εταιρία ότι «Α, δες. Δούλεψε μόνο σέρβις». Πιστεύω ότι το εκτιμάνε πάρα πολύ. Ότι «Κοίταξε, δούλευε τόσα χρόνια σέρβις». Στο μυαλό τους το έχουν ότι... το έχουν σαν θετικό, ότι «Ψήθηκε στη δουλειά, ξέρει πώς είναι να δουλεύει και πολλές ώρες και να κάνει υπερωρίες και να έχει επαφή με κόσμο» και, και, και. Θεωρώ ότι στα μάτια και στο μυαλό κάποιων έχει πάρα πολλά θετικά, παρόλες τις δυσκολίες που μπορεί να έχει το κάθε μαγαζί.
Και τέλος, ποια είναι τα όνειρά σου για το μέλλον;
Τα όνειρά μου για το μέλλον. Λοιπόν, εγώ, όπως σου είπα, τελείωσα οικονομικό. Γενικά δεν μου αρέσει 100% η σχολή μου. Ήταν μια επιλογή αρκετά επιπόλαιη, θα έλεγα, λόγω ηλικίας. Και να σου πω και κάτι; Ποιος ξέρει τι θέλει να κάνει στα 18 του; Νομίζω κανένας. Δεν μας βοηθάει και κανείς να το ανακαλύψουμε. Οπότε, ήταν μια επιλογή λίγο έτσι γρήγορη. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα κομμάτια, πολύ λίγα βέβαια, σε σχέση με το πόσο πράγματα έχει αυτός ο κλάδος, που μου αρέσουνε και θα ήθελα να... ας πούμε, μ' αρέσει πάρα πολύ το HR. Θα ήθελα να το ψάξω πάνω σ' αυτό, και να δουλέψω και πάνω σε αυτό. Είναι όμως ένας κλάδος, ο οποίος είναι δύσκολος, γιατί ξεκινάει τώρα ν' αναπτύσσεται στην Ελλάδα δυστυχώς. Παρόλα αυτά κατάλαβα ότι τα τελευταία χρόνια έτσι μου αρέσει πάρα πολύ η ψυχολογία. Και να σου πω την αλήθεια, θα ήθελα πάρα πολύ να... να το κάνω πραγματικότητα. Ζορίζομαι βέβαια, γιατί θέλει χρόνο, διάβασμα, κι όπως σου είπα με τη δουλειά είναι δύσκολο να το συνδυάσεις. Αλλά ξέρω ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου θα το προσπαθήσω. Κι ακόμα κι αν δεν τα καταφέρω, θα μου φύγει το ότι το προσπάθησα. Θα έχω αυτό σαν ικανοποίηση. Και έτσι σαν λίγο πιο ρεαλιστικό και πιο άμεσο πλάνο είναι το ότι θα ήθελα να φύγω απ' την εστίαση. Θα ήθελα να βρω μια δουλειά πάνω στο επάγγελμά μου, πιο πολύ για να το δοκιμάσω, και να είμαι σίγουρη ότι «Ναι, μ' αρέσει αυτό» ή «Δεν μου αρέσει αυτό». Και με τα λεφτά τα οποία θα έχω από τη δουλειά την οποία θα 'χω βρει και θα 'ναι σταθερή, και, και, και, και, και, να μπορέσω να πραγματοποιήσω άλλα πράγματα, τα οποία μπορεί ν' ακούγονται πολύ ρηχά και εύκολα, αλλά στις μέρες μας νομίζω ότι δεν είναι και τόσο δεδομένα. Όπως, ας πούμε, το να φύγω απ' το σπίτι μου και να μείνω μόνη μου. Όπως το να μπορέσω να κάνω άλλα πραγματάκια, ένα μεταπτυχιακό, και γενικότερα άλλα πράγματα που θα με βοηθήσουν, ν' αγοράσω ένα αυτοκίνητο. Πράγματα που ακούγον[01:10:00]ται πολύ απλά, δηλαδή τύπου ΟΚ, δεν είναι ένα όνειρο, αλλά για να καταφέρεις να το κάνεις μόνος σου δεν είναι τόσο απλό όσο ίσως ήταν κάποτε. Οπότε, έτσι πάνω-κάτω αυτά. Μια σταθερή δουλειά πάνω στο αντικείμενό μου, να μπορέσω να αποκτήσω κάποια πράγματα μόνη μου, χωρίς τη βοήθεια των δικών μου και σιγά-σιγά ν' αρχίζω να πραγματοποιώ και άλλα, ας πούμε, πιο σημαντικά, όπως το να σπουδάσω κάτι ακόμα, να κάνω κάποια ταξίδια και, γενικότερα, περισσότερες εμπειρίες.
Τέλεια! Σ' ευχαριστώ πολύ γι' αυτήν τη συνέντευξη.
Εγώ σ' ευχαριστώ.