Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Nτισκοτέκ «Aργώ»: «Η πιο όμορφη εποχή της ζωής μου»
Segment 1
Η απόφαση για το άνοιγμα της ντίσκο, το όνομα και οι πρώτες βραδιές
00:00:00 - 00:16:07
Partial Transcript
Καλησπέρα. Ονομάζομαι Αθανάσιος Στρατάκης. Είμαι ερευνητής του Istorima. Είναι 27 Απριλίου 2022. Βρισκόμαστε στον Φιλώτα, Φλώρινας με τη Σ…… Μετά και το προσωπικό γινόταν ένα με την πελατεία. Ψάχναμε τους σερβιτόρους να τους βρούμε για να πάνε τον δίσκο. Ήταν… μονίμως χόρευαν.
Lead to transcriptSegment 2
Τα γλέντια, οι τσακωμοί και οι εκδηλώσεις
00:16:07 - 00:42:28
Partial Transcript
Αυτόν που θυμάμαι πάρα πολύ καλά και συγκινούμαι ήτανε και ο θείος μου δούλευε μέσα. Ο οποίος και αυτός ήταν 50 χρονών. Δούλευε για μεροκάμα…δεν- Είναι τόσα πολλά που, εντάξει, τώρα πρέπει να με ‘ρθουν, με έρχεται ένα-ένα όπως βλέπεις. Δεν πειράζει. Καλά το πάμε. Καλά το πάμε.
Lead to transcriptSegment 3
Η ψυχαγωγία της εποχής και η ανάπτυξη που ήρθε
00:42:28 - 00:57:58
Partial Transcript
Να σε ρωτήσω κάτι ας πούμε. Ναι. Ρώτα. Ο αστυνομικός εκτός από ξύλο, είχε χορέψει ποτέ; Όχι. Ερχόταν σαν πελάτης. Έπινε τα ουισκάκια του.…οι δυο, με βάρδιες. Με πόνο ψυχής το κλείσαμε. Με πόνο ψυχής. Αλλά δεν γινόταν. Δεν υπήρχε κάποιος που να μπορεί να το κρατήσει, το μαγαζί.
Lead to transcriptSegment 4
Το κλείσιμο της ντίσκο, οι έρωτες και η απελευθέρωση
00:57:58 - 01:14:18
Partial Transcript
Τη μέρα που κλείσατε τη θυμάσαι; Ναι, τη θυμάμαι. Ήτανε η τελευταία μέρα. Θα το πω και αυτό. Συμμετείχε η αδερφή σου σε καρναβάλι παιδικό. … Κατσουπάκη είχαμε πρόβλημα αργότερα, με τη ζωντανή μουσική, γιατί ακουγόταν. Η ντίσκο δεν ακουγότανε, ούτε εμείς εδώ πάνω. Δεν ακουγότανε.
Lead to transcriptSegment 5
Σημερινές σκέψεις για την ντίσκο και τα γλέντια του τότε και του σήμερα
01:14:18 - 01:22:13
Partial Transcript
Ξέρεις τι θέλω να μου πεις; Όταν κλείνει, στεναχωριέστε ξέρω ‘γω. Πώς τη θυμάστε τώρα ας πούμε; Και εσύ και ο παππούς καμιά φορά άμα σου λέω…λλά έχεις μια ζωηράδα και με πήγες και εμένα εκεί πέρα, να ξέρεις. Ναι ε; Ένιωθα ότι είμαι μέσα. Μακάρι να τα κατάφερα. Θα το κλείσω.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα. Ονομάζομαι Αθανάσιος Στρατάκης. Είμαι ερευνητής του Istorima. Είναι 27 Απριλίου 2022. Βρισκόμαστε στον Φιλώτα, Φλώρινας με τη Σοφία Αναγνωστοπούλου. Καλησπέρα Σοφία.
Γεια σου Θανάση.
Με τη Σοφία θα μιλήσουμε για την ντίσκο που είχε ο πατέρας της, ήταν ο ιδιοκτήτης, και η Σοφία δούλευε κιόλας εκεί. Πριν πούμε για την ντίσκο, λίγα πράγματα για σένα Σοφία.
Είμαι η Σοφία, γεια σας. Είμαι η Σοφία. Να πω ότι η εποχή της ντίσκο ήτανε η πιο όμορφη εποχή της ζωής μου, γιατί ήταν στα νεανικά, στα εφηβικά χρόνια. Ήταν πάρα πολύ ωραίο κομμάτι της ζωής μου, και το θυμάμαι… Με πολύ συγκίνηση μιλάω τώρα! Η ντίσκο ξεκίνησε σε μια εποχή που το χωριό είχε μεγάλη άνοδο. Ο πατέρας μου ήταν σε μια ηλικία που δεν μπορούσε, δεν θα το σκεφτόταν ποτέ να κάνει μια ντίσκο. Ήταν αρκετά μεγάλος. Με κίνητρο τα παιδιά, και τη νεολαία του χωριού μου, αφού είδαν το οίκημα, τον παρότρυναν να κάνει μια ντίσκο. Στην αρχή εμείς, μας φάνηκε πάρα πολύ περίεργο με την αδερφή μου για να κάνουν αυτό το πράγμα. Τους θεωρούσαμε πολύ μεγάλους για εκείνη την εποχή. Τους άρεσε η ιδέα. Και τους δυο. Για να μην πω τον πατέρα μου μόνο. Ξεκινήσαμε, και τελικά ήταν κάτι πάρα πολύ όμορφο. Προϋπήρχε εδώ στο χωριό όμως ντίσκο, την οποία εγώ δεν μπορούσα να την απολαύσω. Δεν μας επιτρεπόταν τότε. Τα κορίτσια δεν πηγαίνανε. Έπρεπε να έχουν συνοδό. Εγώ δεν είχα αδερφό να με συνοδεύσει, οπότε δεν μπορούσα να πάω και στην ντίσκο. Στα 17; 17 ανοίξαμε, και τελικά ήταν κάτι πάρα πολύ όμορφο, το οποίο θυμάται όλος ο κόσμος, όχι εγώ, και τώρα, με πολύ ωραίες αναμνήσεις.
Θες να πω εγώ; Το όνομα πώς βγήκε; Θυμάσαι;
Το όνομα ήταν ιδέα της μαμάς μου. Η μαμά μου είχε μια αδυναμία στα παλιά πάντα και στην ιστορία. Να το αναφέρω ότι είχε το μουσείο; Αυτό που… Ήτανε δική της ιδέα και μας άρεσε όλους μετά. Γιατί δεν ήταν και συνηθισμένο τώρα να μπει «Αργώ». Ένα ιστορικό όνομα σε ντισκοτέκ. Και τελικά μας άρεσε και…
Πώς το… Δηλαδή, υπήρχανε άλλα πιθανά ονόματα ή μόνο η «Αργώ»;
Υπήρχαν, αλλά όλα ήταν έτσι, γύρω από ιστορία, από τέτοια πράγματα. Και τελικά επιλέξαμε το Αργώ.
Θυμάσαι όταν το ανακοίνωσες ας πούμε; Σας το είπε, λέει: «Θα το πούμε Αργώ».
Ναι. Τα παιδιά ας πούμε η νεολαία, ήτανε λίγο… Τους φάνηκε πολύ περίεργο, γιατί συνήθως βάζαν αγγλικούς τίτλους στις ντίσκο μέχρι τότε, όσες υπήρχαν. Ήμασταν οι πρώτοι που βάλαμε ένα ελληνικό όνομα και ιστορικό. Είναι κάτι που έμεινε, και μέχρι σήμερα με λένε: «Εσύ είσαι η ιδιοκτήτρια της "Αργώ";».
Μετά μου έλεγες που σας μάζεψε ο παππούς…
Ο παππούς, ο μπαμπάς μου. Μας φάνηκε πάρα πολύ αστείο με την αδερφή μου. Τον θεωρούσαμε πολύ μεγάλο για να κάνει ένα τέτοιο πράγμα. Και ήταν και άσχετος τελείως με το αντικείμενο. Αλλά μας άρεσε και σαν ιδέα ότι θα είχαμε μια δική μας ντίσκο, γιατί εμείς δεν μπορούσαμε να πάμε κάπου αλλού. Οπότε, μας άρεσε και σαν ιδέα. Και ξεκινήσαμε. Να πω πότε τώρα; Το ‘78; Το ‘78 εγώ ήμουνα γύρω στα 17. Ανοίξαμε παραμονή Χριστουγέννων. Ήταν κάτι που το θυμάμαι σαν να είναι τώρα, τώρα. Η πρώτη βραδιά. Ήρθε κόσμος απ’ όλη την περιοχή και απ’ όλες τις ηλικίες. Εμείς ήμασταν άσχετοι του επαγγέλματος. Λίγο τα βρήκαμε σκούρα, σαν αρχή. Αλλά ήτανε μια φοβερή βραδιά, που πιστεύω ότι τη θυμάνται πάρα πολλοί. Και το προσωπικό αλλά και πολύς κόσμος. Ηλικίες όλες. Ίσως να επηρέαζε και το ότι ήταν και ο ιδιοκτήτης μεγάλος, στα 50, και τότε στην ντίσκο δεν πήγαινε ένας 50 χρονών. Και 40 ακόμα. Αλλά ίσως επειδή ο μπαμπάς μου ήταν μεγάλος… Λοιπόν, τι άλλο να πω; Ρώτα με τώρα. Δούλευαν παιδιά του χωριού. Απασχολούσαμε πολύ προσωπικό. Ήθελαν να δουλέψουνε άπαντες, γιατί θεωρούνταν και προνομιούχοι άμα δούλευες στη ντισκοτέκ. Οι φίλες μου ήτανε τρελαμένες γιατί μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στην ντίσκο, λόγω εμένα. Τι άλλο να σου πω;
Γενικά δεν… Επειδή μου το είπες στην αρχή, γενικά ήταν… Στην προηγούμενη ντίσκο, τη μικρή ας πούμε, δεν μπορούσατε να πάτε.
Δεν μπορούσαμε να πάμε γιατί, πρώτον εγώ ήμουνα μικρή, αλλά τότε δεν μπορούσες να πας αν δεν είχες αδερφό, δεν σε επέτρεπαν οι γονείς. Ή να ‘ρθει κάποιος συνοδός. Αυτό ισχύει ας πούμε, εγώ δυο φορές που πήγα, ήρθε κάποιος, είπε ότι: «Εγώ θα πάρω τα κορίτσια, σε εγγυώμαι, και θα τα φέρω σε δυο ώρες». Δεν μπορούσαν τα κορίτσια να βγουν αν δεν είχαν συνοδό. Δεν μας επέτρεπαν. Αυτές που είχαν αδερφό ήτανε και… Μπορούσαν να πάνε, να… Εγώ δεν, ο δικός μας πατέρας δεν μας επέτρεπε. Τώρα πώς άνοιξε ντίσκο μετά…
Αυτό πώς έγινε το μυστήριο;
Τον άρεσε σαν ιδέα, δεν ξέρω, δεν… Τα παιδιά! Τα παιδιά, βασικά στα παιδιά. Τον είπαν ότι εδώ θα γίνει μια μαγαζάρα που θα σκίσει και ξέρω ‘γω και τον επηρέασαν. Εντάξει, ήταν και του γλεντιού ο μπαμπάς μου. Ήταν ανοιχτό μυαλό. Η μάνα μου ακόμα πιο ανοιχτό μυαλό. Κοιτούσε πολύ πιο μπροστά. Γενικά ήταν πολύ πιο μπροστά, για την ηλικία της. Και τελικά τους άρεσε πάρα πολύ. Ασχολήθηκαν πάρα πολύ και οι δυο. Ήταν ένα μαγαζί που ήταν στολισμένο Χριστούγεννα και Πάσχα με ένα διαφορετικό…
Τώρα θέλω να σε ρωτήσω. Αυτή τη δυσκολία που είχατε να πάτε στην άλλη ντίσκο, παρόλα αυτά, πήγατε καμιά φορά εκεί ας πούμε;
Ναι. Χριστούγεννα και Πάσχα, με συνοδό πάντα. Και ισχύει για όλα τα παιδιά αυτά, για όλα τα κορίτσια. Τα αγόρια ήταν ελεύθερα, τα κορίτσια δεν μπορούσαν να πάνε. Αργότερα στη δική μας την ντίσκο -αυτό θέλω να σου πω- επειδή εγώ, ήταν ο πατέρας μου μεγάλος σε ηλικία και οι γονείς είχαν μια εμπιστοσύνη ότι είναι μέσα ο Ζαφείρης, να τον αναφέρω τέλος πάντων. Είναι μεγάλοι σε ηλικία, είχαν μια εμπιστοσύνη, και επειδή ήμουνα και εγώ, η αδερφή μου, τα κορίτσια άρχισαν πιο απελευθερωμένα οι γονείς να τα αφήνουν πιο ελεύθερα να ‘ρχονται. Και περνούσαν και τα χρόνια βέβαια και άλλαζαν τα πράγματα. Οπότε είχανε πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση τα κορίτσια με το δικό μας το μαγαζί, αλλά πιστεύω ότι έπαιζε ρόλο ότι ο ιδιοκτήτης ήταν μεγάλος και οι γονείς είχαν εμπιστοσύνη, ότι θα πάνε στον Ζαφείρη και στην Ευγενία και ότι αυτός ας πούμε επιβλέπει μέσα τι γίνεται. Και μετά, με τα χρόνια βέβαια, απελευθερώθηκαν τα πράγματα, και άρχισαν να έρχονται πολύ πιο… Δεν χρειαζόταν συνοδός και λοιπά, και λοιπά. Ήτανε τα καλύτερα χρόνια του χωριού, όχι μόνο για την ντίσκο. Υπήρχαν ταβέρνες, οι οποίες συνεργαζόμασταν. Ξεκινούσαν ας πούμε αυτοί που ερχόταν απ’ έξω από το καφέ, στην ταβέρνα, και κατέληγαν στην ντισκοτέκ. Είχαμε ποντιακό μαγαζί, με λίρα και ήταν το κέντρο της περιοχής ο Φιλώτας. Πτολεμαΐδα… Να αναφέρω ονόματα;
Ναι, όλα.
Πτολεμαΐδα, Αμύνταιο, από Φλώρινα, από τα περίχωρα, τα πάντα. Ήτανε το κέντρο της περιοχής, ότι θα πάμε στον Φιλώτα για διασκέδαση, φαΐ, όχι μόνο για την ντίσκο.
Και είχε πολύ γλέντι. Δηλαδή ήταν…
Πολύ γλέντι, πάρα πολύ γλέντι. Δεν υπήρχε ωράριο. Στην αρχή τουλάχιστον, όταν ανοίξαμε ήταν μέχρι το πρωί. Εμείς κλείναμε ας πούμε 06:00-07:00 η ώρα το πρωί έφευγε ο κόσμος. Αργότερα, ύστερα με έναν νόμο -Παπαθεμελής, καλά τον θυμάμαι- μας το έκανε 02:00 η ώρα. Η μεγάλη επανάσταση! Δεν κλείναμε ποτέ 02:00. Κλείναμε 04:00 με 05:00, με παρέμβαση της αστυνομίας πάντα, για να φύγει ο κόσμος. Δεν έφευγε! Κλείναμε τη μουσική και ο κόσμος έλεγε: «Εμείς θα μείνουμε». Τόσο πολύ ένταση και τόσο πολλή διάθεση απ’ τον κόσμο. Ο κόσμος γλεντούσε. Ήτανε ένα μαγαζί 300 άτομα μια παρέα. Δεν υπήρχε… Ήμασταν όλοι μια παρέα. Μπορούσες να πας απ’ την απέναντι παρέα, να πάρεις την κοπέλα, να χορέψεις. Δεν υπήρχε παρέα ξεχωριστή. Νομίζω ότι ήταν και πιο αγνά χρόνια. Ίσως γι’ αυτό να γινόταν αυτό. Δεν γινόταν εκ του πονηρού. Έβγαινε η νεολαία για να χορέψει, πραγματικά να χορέψει και να διασκεδάσει. Δεν ήταν… νομίζω ότι σήμερα είναι πιο απομονωμένος ο κόσμος. Σε όλα τα μαγαζιά αυτό.
Θες να σε ρωτάω δηλαδή, πιο πολύ.
Ναι ρώτα, γιατί τώρα τι άλλο να σε πω;
Επειδή είπες για την αστυνομία, με θύμισες…
Οι τιμές ήταν πολύ φτηνές, δεν υπήρχαν… Γιατί δεν είχαμε και λεφτά στα χέρια μας εκείνη την εποχή, έτσι; Ας πούμε ένα εκατοστάρικο, ήταν πολλά λεφτά για να βγούμε. Και γλεντούσαμε με αναψυκτικά, όχι με ποτά, η νεολαία. Με πορτοκαλάδα, λεμονάδα και νες καφέ και φραπέ. Τα ποτά μας αυτά ήτανε τη νύχτα. Βέβαια, οι μεγαλύτεροι που ερχόταν θα έπαιρναν το ποτό, το ουίσκι και ξέρω ‘γω και λοιπά. Αλλά η νεολαία, με 80 δραχμές παίρναμε μια λεμονάδα και μια πορτοκαλάδα και γλεντούσαμε μέχρι το πρωί. Ή έναν καφέ ας πούμε. Τώρα δεν υπάρχουν στα κλαμπ καφέ. Δεν ξέρω άμα γλεντάει ο κόσμος με καφέ.
[00:10:00]Ναι. Αυτό μου κάνει εντύπωση εμένα γιατί… Καταρχάς μου είπες για το πρώτο βράδυ, που έγινε χαμός. Τι έγινε εκείνο το πρώτο βράδυ που ανοίξατε; Τα Χριστούγεννα;
Καταρχήν, ήτανε… Δεν υπήρχαν καρέκλες ή άνθρωποι στις καρέκλες. Ήταν όρθιοι. Πώς είναι μια συναυλία; Αν έπαιρνε το μαγαζί 300 ανθρώπους, 300 καρέκλες, καθίσματα, είχαμε 600 άτομα μέσα. Και ήμασταν σαν να ήταν συναυλία. Ο ένας… Η πίστα ήταν το αδιαχώρητο. Χόρευαν επάνω στα τραπέζια, επάνω στις καρέκλες, στο μπαρ, στο... Μέχρι και τις σκάλες ας πούμε, έξω. Ήταν… Τελειώσαμε η ώρα 10:00 το πρωί, έφυγαν. Και την επόμενη βραδιά, όλη μέρα κλείναμε τραπέζια. Είχαμε δε σταθερά, δεν υπήρχαν κινητά. Στο σταθερό και κλείναμε τραπέζια για το επόμενο βράδυ. Λέγαμε: «Δεν υπάρχει τραπέζι» και ο κόσμος ήτανε… έλεγε: «Δεν πειράζει, θα είμαστε όρθιοι». Αυτά γινόταν…
Χτυπούσε το τηλέφωνο.
Εκεί. Τα τραπέζια έκλειναν σε μια ώρα. Και μετά τους λέγαμε: «Κλείσαμε», και έλεγαν: «Δεν πειράζει. Εμείς θα ‘ρθούμε, θα είμαστε όρθιοι». Μέχρι και τις σκάλες.
Να σε ρωτήσω, τη μέρα πριν ανοίξετε, γιατί μου είπες ότι ο παππούς δεν είχε ιδέα, και η γιαγιά.
Καμία σχέση. Ούτε και εμείς βασικά. Και εμείς είχαμε πάει σαν κορίτσια δυο-τρεις φορές και είδαμε το πνεύμα της ντίσκο. Δεν ήμασταν θαμώνες. Ούτε και εμείς, πώς δουλεύει και πώς υπήρχε οργάνωση. Πιο πολύ είχαμε πάρει τα παιδιά, τα οποία δούλευαν, αγόρια, και αυτά μας καθοδηγούσαν για το πώς θα δουλέψει το μαγαζί. Καμία… Ούτε σαν λεφτά όταν κλείσαμε το βράδυ, δεν ξέραμε ούτε τι πήραμε, ούτε πώς πληρώνουν τους… Τίποτε, τίποτε, ήτανε ένα… Και σιγά-σιγά εντάξει, μπήκαμε στο πνεύμα.
Αλλά όταν το κάνατε, δεν είχατε άγχος;
Πάρα πολύ.
Σαν οικογένεια ας πούμε.
Πάρα πολύ. Αλλά υπήρχε τέτοια διάθεση απ’ τον κόσμο και τέτοια χαρά, που τα ξεχάσαμε όλα. Ήμασταν συμμετείχαμε σαν να ήμασταν πελάτες μέσα. Εκείνη τη βραδιά ήμασταν πελάτες, και εμείς πελάτες ήμασταν. Τι δώσαμε, τι πήραμε, τι λεφτά, δεν ξέρω. Δεν είχαμε λογαριασμό εκείνο το βράδυ. Ήτανε μια βραδιά, συμμετείχαμε σαν πελάτες. Χορό.
Δεν το περιμένατε δηλαδή.
Μα δεν ξέραμε τίποτα. Δεν ξέραμε καθόλου πώς μπορεί να δουλεύει ένα μαγαζί. Το δούλεψαν τα παιδιά, ο σερβιτόρος και το τζόκεϊ.
Πες τα, άμα θέλεις τους λες αυτούς.
Ωραία. Εντάξει, τώρα τι να πω; Ονόματα;
Όχι, σ’ το λέω γιατί άμα θέλεις να τους ευχαριστήσεις για τη συνεισφορά τους.
Ναι.
Όπως θέλεις. Όπως νιώθεις.
Ο ένας ήταν ο Βασιλάκης ο Αραβίδης, ο οποίος ήταν αυτός που έδωσε και την πρώτη ιδέα για να ανοίξει. Ο συγχωρεμένος ο Γιάννης ο «Κουντουζάς» τον λέγαμε εμείς -έτσι θα σ’ τα πω- οι οποίοι αυτοί, αυτωνών ήταν και η ιδέα. Αυτοί δούλευαν στο παλιότερο μαγαζί, στην παλιά την ντίσκο, τη «Space», και αυτοί δουλέψαν εκείνο το βράδυ το μαγαζί. Εμείς δεν είχαμε ιδέα. Τίποτε.
Ο Γιάννης;
Ο Γιάννης ήρθε μετά.
Εκεί έγινε το κονέ;
Εκεί έγινε το κονέ, αλλά ήρθε μετά. Τώρα μιλάμε για τις πρώτες βραδιές. Ούτε και εμείς το πιστεύαμε ότι θα γίνεται αυτό το πράγμα. Δηλαδή κοιτούσαμε σαν οικογένεια και δεν το πιστεύαμε αυτό το πράγμα, ότι θα γίνει αυτό το πράγμα, ότι θα υπάρχει τόσος κόσμος μέσα, ότι να κλείσουν τραπέζια, να… Δεν το πιστεύαμε. Ήταν κάτι που και εμείς, μαζί με αυτούς μαθαίναμε. Αργότερα, εντάξει, υπήρχε οργάνωση, πήραμε προσωπικό, μπήκαμε εμείς στο πνεύμα, σαν οικογένεια. Και το δουλεύαμε πάρα πολύ καλά πλέον. Σαν μαγαζί. Και εξοικειώθηκαν και τα παιδιά, γιατί ο πατέρας μου ήταν μεγάλος. Η μαμά. Στην αρχή τους βλέπαν διστακτικά γιατί φοβόταν, είναι χωριό, υπήρχε το κουτσομπολιό, η λογοκρισία, τα… Οι γονείς μου κράτησαν πάρα πολύ καλή στάση. Πάρα πολύ! Δεν βλέπαν τίποτε. Δεν ακούγαν τίποτε. Αυτό είναι αλήθεια.
Τι εννοείς; Για το τι γινόταν.
Ναι, ναι, ναι. Γιατί είναι ένα χωριό, το οποίο δεν μπορεί να μη κριθείς. Αυτό είναι, είναι ένα χωριό, μια μικρή κοινωνία που θα μπορούσαν ό,τι βλέπουνε μέσα -συγγνώμη- να βγαίνουνε αύριο έξω και να λένε ότι: «Του τάδε ο γιος, με την τάδε, με την τάδε». Κράτησαν πάρα πολύ ωραία στάση. Δεν έβλεπαν, δεν έβλεπαν. Έβλεπαν και δεν έβλεπαν. Γι’ αυτό και τα παιδιά ήταν πολύ άνετα μαζί τους. Και το προσωπικό, και ο κόσμος που ερχόταν. Δηλαδή, άρχισαν τον μπαμπά μου να τον βλέπουνε σαν φίλο, όχι σαν αφεντικό. Είχαμε ένα θέμα που ήταν πάρα πολύ αστείο. Η μαμά μου απαιτούσε να φοράν άσπρα πουκάμισα και παντελόνια και παπιγιόν. Ήθελε να έχει μια ωραία εικόνα το μαγαζί τέλος πάντων. Τα παιδιά δεν το ήθελαν με τίποτα, το προσωπικό. Κάθε βράδυ είχαμε πρόβλημα για το αν θα βάλουνε τα παπιγιόν ή όχι. Η μαμά μου επέμενε. Στην αρχή γινόταν το δικό της. Μετά μόλις έπιναν ένα-δυο ποτά, τα πετούσαν όλα και τελείωνε εκεί. Αλλά σαν αρχή, είχε μια πάρα πολύ ωραία εικόνα το μαγαζί.
Αυτοί γιατί δεν θέλαν να το φοράνε;
Γιατί το θεωρούσαν ότι ήτανε κάτι πολύ σνομπ, ξέρω ‘γω; Δεν ξέρω. Δεν ήταν της μόδας; Δεν ήτανε… Το θεωρούσαν ότι δεν είναι ωραίο.
Και τι τη λέγαν τη μαμά;
«Όχι Ευγενία -Ευγενία τη φώναζαν-, εγώ Ευγενία -έλεγε, ειδικά ένας είχε πάρα πολύ μεγάλο- εγώ -δεν ξέρω γιατί- εγώ δεν το φοράω». Μέχρι που τον είπε ότι: «Φεύγεις απ’ το μαγαζί, δεν δουλεύεις». Το ‘βαζε ο καημένος αλλά ήτανε… Τι να σε πω τι ήτανε; Δεν ήθελαν να τα φοράνε. Άσπρο παντελόνι, και μαύρο… Έτσι ήθελε η ιδιοκτήτρια. Μετά, ύστερα με τον καιρό, άλλαξε και αυτό. Το πήραν απόφαση, τα φορούσαν στην αρχή, και μετά… Μετά και το προσωπικό γινόταν ένα με την πελατεία. Ψάχναμε τους σερβιτόρους να τους βρούμε για να πάνε τον δίσκο. Ήταν… μονίμως χόρευαν.
Αυτόν που θυμάμαι πάρα πολύ καλά και συγκινούμαι ήτανε και ο θείος μου δούλευε μέσα. Ο οποίος και αυτός ήταν 50 χρονών. Δούλευε για μεροκάματο ο άνθρωπος, μπάρμαν. Άσχετος τελείως. Δεν ήξερε ούτε καν τα ποτά. Το κράτησε το μπαρ πάρα πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά το μαγαζί. Και να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Και είχαμε πάρα πολύ ωραίες στιγμές, και αστείες. Να τις πω. Οι σερβιτόροι είχανε μια ιδέα να βάλουν στον θείο μια φωτογραφία γυμνή. Θα το πω.
Μου την είπε ο Γιάννης έτσι και αλλιώς. Αλλά…
Για να τη βλέπει ο θείος και να… και ο θείος τον άρεσε μάλλον. Πριν να πάρουν το δίσκο έλεγαν: «Θα κάνουμε σεφτέ». Έπιαναν τη γυμνή σερβιτόρα και έπαιρναν το δίσκο και… Ακόμα υπάρχει νομίζω, δεν ξέρω αν την έβγαλε κανείς. Δεν νομίζω να την έβγαλε κανείς. Γενικά επικρατούσε ένα πάρα πολύ ωραίο κλίμα. Και -τι να σε πω;- νομίζω ότι έμεινε. Έμεινε στην ιστορία η «Αργώ». Σήμερα πάω, όπου και να πάω, με λένε: «Εσύ; Είσαι η Αργώ; Πω, να ζούσαμε μια βραδιά, μια βραδιά!». Και αν θα μπορούσα θα το ξανάκανα. Μια βραδιά. Αν υπήρχαν τραπεζοκαθίσματα και μουσική, έτσι όπως είναι θα έκανα μια βραδιά της «Αργώ». Πάνω απ’ όλα για μένα και μετά και για τον κόσμο. Και μου το ζητάνε και πολλοί. Πολλοί με το λεν ότι: «Υπάρχουν ρε εκείνα; Γιατί δεν την ανοίγεις;». Αν θα… Τώρα δεν επιτρέπεται βέβαια. Δεν μπορούμε να το… Δεν ξέρω, δεν υπάρχουν και ντίσκο, υπάρχουνε ντίσκο τώρα;
Σε αυτό το στυλ…
Δεν νομίζω να υπάρχουν.
Σε υπόγειο ειδικά, όχι.
Δεν επιτρέπεται τώρα να υπάρχει. Δεν δίνουν άδεια.
Λοιπόν, έχω πολλές απορίες.
Για-
Η μία είναι-
Σε ακούω.
Χάσατε κανέναν σερβιτόρο καμιά φορά και το είπες; Γιατί το είπες πριν: «Τους ψάχναμε». Καμιά φορά που τον χρειαζόσουνα.
Κάθε βράδυ σχεδόν. Κάθε βράδυ. Στις τουαλέτες τους ψάχναμε. Είχαμε μια καλύβα μέσα στο μαγαζί, ήταν ένας ιδιαίτερος χώρος, τους βρίσκαμε εκεί για να σερβίρουνε. Ο θείος μου, ο μπάρμαν, έβγαζε φωτιές: «Πού είναι ο τάδε; Πού είναι ο τάδε;». Τον φωνάζανε «Ντούλη». Γενικά δεν υπήρχε αυστηρότητα. Δεν ήταν επαγγελματική η σχέση μέσα στο μαγαζί. Ήτανε… Ας πούμε η μαμά μου το Πάσχα ήτανε, έκανε μια κατσαρόλα μαγειρίτσα και την έφερνε μες στη ντίσκο και μπαίναμε όλο το προσωπικό και τα παιδιά και παίρναμε τα πιάτα και τρώγαμε. Δηλαδή, ήμασταν σαν μια οικογένεια. Δεν ήτανε αυτό το επαγγελματικό, σερβιτόρος και… Η Ευγενία ας πούμε ήταν η μαμά, ξέρω ‘γω την έβλεπαν. Αλλά κρατούσε καλή στάση και η μάνα μου. Δηλαδή, δεν ήταν η… Ήταν μπροστά, πολύ μπροστά η μάνα μου, αλήθεια σ’ το λέω. Καμία σχέση με την ηλικία της, τις γυναίκες. Έβλεπε πολύ. Και αποδείχτηκε και αργότερα μετά, με τα καφενεία που άνοιξε, με τα «Τζαβέλαινες», με τα μουσεία. Ήτανε μπροστά η γυναίκα. Τα παιδιά το ‘βλεπαν αυτό, ότι δεν είναι η γυναίκα, η μαμά. Μόνο με εμένα ήταν αυστηρή, δεν θα το πω αυτό.
Το είπες τώρα, έγραψε. Εντάξει, λογικό.
Άρχισα να καπνίζω. Επόμενο ήταν. Η μαμά μου ήταν πολύ κάθετη με το κάπνισμα. Εγώ έκαμνα τράκα όποιον αναπνέει εκεί μέσα, γιατί δεν μπορούσα να αγοράσω πακέτο, να μην το βρούνε. Και ήμουνα μονίμως στις τουαλέτες, για να καπνίζω. Με έπαιρνε από πίσω. Δηλαδή, ο βραχνάς μου ήτανε η μάνα μου όταν θα ‘ρθει, δεν μπορούσα να κάνω, να καπνίσω. Και μόλις με έβρισκε με τσιγάρο, με έλεγε: «Στο σπίτι». Ήταν πάρα πολύ, το κάπνισμα ήτανε πολύ μπροστά. Δεν, δεν, δεν… Ήτανε παρεξηγήσιμο το να [00:20:00]καπνίζει μια κοπέλα. Και η πελάτισσα ακόμα, ας πούμε οι πιο πολλές πήγαιναν στην τουαλέτα και κάπνιζαν. Δεν μπορούσαν να καπνίζουν ελεύθερα, γιατί θα τις έβλεπε κάποιος και θα το ‘λεγε στον μπαμπά της ότι: «Η κόρη σου καπνίζει». Ήτανε πάρα πολύ κακό το κάπνισμα. Παρεξηγήσιμο όχι για την υγεία, για την ηθική. Έλεγαν ότι ας πούμε ότι οι κοπέλες που καπνίζουν, δεν είναι καλές κοπέλες. Είναι… ξέρω ‘γω; Και αναγκαστικά οι τουαλέτες ήτανε τσιγάρο φουλ. Όποιος ήθελε να καπνίσει, ανεβαίναμε πάνω, καπνίζαμε, ήταν το καπνιστήριο. Άλλο, τι να σου πω; Ποτό βέβαια δεν πίναμε εμείς. Ειδικά τα κορίτσια, δεν υπήρχε ποτό. Ήταν οι λεμονάδες, σ’ το είπα, και το… Δεν υπήρχε ποτό. Εγώ ας πούμε δούλεψα στο μπαρ -πόσα χρόνια το είχαμε; 12-15 χρόνια;- δεν ξέρω κανένα ποτό. Δεν έχω πιει ποτέ τίποτα. Δεν μου άρεζε κιόλας, αλλά δεν τα δοκίμασα κιόλας ποτέ. Δεν πίναμε εμείς τα κορίτσια. Δεν ξέρω τώρα. Σήμερα νομίζω ότι καταναλώνεται πολύ περισσότερο. Τότε και τα λεφτά ήταν, αλλά δεν ήταν… ήταν κάτι παρεξηγήσιμο. Το κάπνισμα και το ποτό ήταν παρεξηγήσιμα.
Για τις γυναίκες.
Για τις γυναίκες.
Αυτό απ’ την πρώτη μέρα που ανοίξατε, το ‘77, μέχρι την τελευταία μέρα; Δηλαδή, δεν είχε αλλαγή με την πορεία του καιρού;
Εντάξει. Είχε κάποια αλλαγή αλλά όχι, όχι. Δεν υπήρχε… Δεν είχαμε κατανάλωση σε ποτό στις γυναίκες. Ήτανε έτσι, έτσι μας έμαθαν, έτσι μάθαμε ύστερα. Και όταν δεν μάθεις να πίνεις, το θεωρούσαμε ότι θα πάμε να πιούμε πορτοκαλάδα ή λεμονάδα. Δεν το είχαμε στο πρόγραμμα ότι μπορεί να πιείς ουίσκι μια κοπέλα. Δεν ξέρω τι άλλα ποτά τώρα, τέλος πάντων, να σ’ τα ονομάσω. Δεν… Όχι. Κατανάλωση μεγάλη σε ποτά, αλλά από άντρες. Και πιο πολύ μεγάλους άντρες. Κάποιας ηλικίας. 40, 30, τα δεκαοχτάρια ας πούμε δεν έπιναν τότε. Και υπήρχε και η πινακίδα και το κρατούσαμε και πολύ αυστηρά. Αυτό. Ότι απαγορεύεται να σερβίρεις ποτό σε έναν 18 χρονώ. Γιατί είχαμε και έλεγχο αστυνομίας.
Α, είχατε.
Είχαμε.
Γιατί εγώ ξέρω φοβότανε να ‘ρθει.
Φοβότανε για τους καυγάδες. Αλλά έλεγχο της αστυνομίας είχαμε, κάθε βράδυ περνούσαν. Για αν υπάρχει κάτω από 18 χρονώ, αν έχουμε ποτά στα τραπέζια, καταναλώνουν τα παιδιά ποτό κάτω από 18 χρονώ. Είχαμε έλεγχο καθημερινά, περνούσαν. Αργότερα είχαμε έλεγχο… Δεν είχαμε έλεγχο, τους καλούσαμε εμείς γιατί είχαμε μεγάλο πρόβλημα, με πολλές φασαρίες. Καβγάδες. Για το τίποτα. Ήτανε η εποχή που νομίζω η νεολαία άρχισε να… να τσαμπουκαλεύεται, να σ’ το πω κάπως έτσι. Ήμασταν πολύ αγνά παιδιά και ξαφνικά, αρχίσαμε να ανεβαίνει και θεωρούσαμε ότι μαγκιά, ξέρω ‘γω; Το να κάνεις μία φασαρία μέσα σε ένα μαγαζί ήτανε μια μαγκιά. Να σπάσεις τα ποτήρια, να πετάξεις το τραπέζι, να μην πληρώσεις ή να… Μέχρι και τα φωτιστικά ας πούμε. Και αυτό ήταν μια μαγκιά. Για τα αγόρια βέβαια τώρα πάντα μιλάμε. Τα κορίτσια…
Δεν μαλώνατε.
Δεν… Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Και τα αγόρια όχι, ήταν κάποια συγκεκριμένα. Αλλά είχαμε το άγχος, ότι κάθε φορά που θα ανοίξουμε το βράδυ, έλεγα: «Πώς θα τη βγάλουμε απόψε; Πόσες φασαρίες θα έχουμε απόψε;». Και δεν ήτανε -πραγματικά τώρα σ’ τα λέω αυτά- άμα έπιναν ένα ποτό τα παιδιά, ήτανε τερματισμένα. Αφού δεν έπιναν, δεν έκαναν κατανάλωση αλκοόλ. Ένα ποτό έπαιρναν και γινότανε… Και μετά γινότανε… Θα σε πάρω να φύγουμε. Δηλαδή τώρα γίνεται κατανάλωση. Τώρα εσύ άμα καταναλώσεις, πιείς πέντε μπύρες, νομίζω ότι δεν έχεις πρόβλημα. Τότε αν έπινε μια μπύρα ένα παιδί, ήτανε τύφλα. Και αφού ήταν τύφλα… Βέβαια, και ο χαρακτήρας έτσι; Το θεωρούσαν πλέον, έγινε πια ρουτίνα και οι καβγάδες. Το είχαμε δεδομένο, ότι τώρα θα γίνει… Μέχρι και η αστυνομία μάς βαρέθηκε. Ξύλο. Έπεφτε ξύλο πολύ. Αλλάζαμε τραπέζια, καρέκλες, σπασμένα ποτήρια παίρναμε συνέχεια γιατί γινότανε…
Τον χωροφύλακα τον είχαν δείρει μια φορά; Τι με είχες πει;
Ναι. Ο χωροφύλακας ήρθε μια φορά. Ήρθε με πολύ τσαμπουκά μέσα. Είχε και το… οπλοφορούσε. Γιατί όσες φορές ερχόταν, ερχόταν χωρίς όπλο. Και επειδή τον είπαμε ότι είναι μεγάλος καβγάς, δεν έμεινε τίποτα μέσα στο μαγαζί, τα πετούσανε… ήρθε με πολύ τσαμπουκά μέσα. Αυτοί που ήτανε πιωμένοι ήτανε… τον έπιασαν. Τον έσκισαν το παντελόνι. Έπεσαν τα καπέλα. Τον πήραν το όπλο. Τον πήραν το όπλο. Το πήρε ο μπαμπάς μου και το πήρε ο χωροφύλακας και… και είπε: «Μην με ξαναφωνάζετε». Βέβαια η αστυνομία απασχολούσε έναν εδώ του χωριού. Δεν υπήρχε… Υπήρχε τμήμα, αλλά ήταν ένας χωροφύλακας στο χωριό. Και καλούσαμε αυτόν. Δεν μπορούσες να καλέσεις απ’ την Πτολεμαΐδα να ‘ρθει ή απ’ το Αμύνταιο. Καλούσαμε πάντα τον ίδιο. Ο ίδιος πια έφαγε ξύλο, ξαναέφαγε και είπε: «Ξανά μην με φωνάζετε. Δεν έρχομαι». Και τον βγάλαμε και ένα τραγούδι τον χωροφύλακα μετά, γιατί είχε πολύ τσαμπουκά. Και ο ίδιος μετά ντρεπότανε. Αφού τον… Ναι, ήτανε και ντροπή τώρα, ξέρεις, να σου σκίζουν τα παντελόνια και να γελάνε τα παιδιά.
Εντάξει, εμείς γελάμε γιατί είναι περασμένα. Δεν πειράζει.
Ναι. Και αυτός θίχτηκε ρε παιδί μου, αυτό θέλω να σε πω, και είπε ότι: «Δεν έρχομαι ξανά. Τώρα τι; Να έρχομαι κάθε φορά εδώ; Να κάνω τι;». Αφού δεν τον άκουγε κανείς. Τον έβλεπαν δεν τον έβλεπαν, δεν τους συγκινούσε. Τον μπαμπά μου μια φορά τον έβαλαν σε ένα βαρέλι με ασβέστη. Η οικοδομή ήταν τότε, φτιάχναμε την οικοδομή, και είχε έξω ένα βαρέλι με ασβέστη, μεγάλο. Και από τα νεύρα τους, βγήκε έξω να τους κυνηγήσει τέλος πάντων, σαν αφεντικό, τον έπιασαν και τον έβαλαν μες στο βαρέλι με τον ασβέστη. Πολλές ιστορίες. Τώρα αυτά άμα τα λέμε, θα τα λέμε μέχρι αύριο.
Μια χαρά.
Σπασμένα χέρια, σπασμένα πόδια. Αυτόν τον θείο «Ντούλη» τον έσκισαν το δερμάτινο, που πολλά χρόνια όνειρο ζωής να πάρει ένα δερμάτινο. Όνειρο ζωής, γιατί δούλευε όλη μέρα στα μάρμαρα, στην οικοδομή, και το βράδυ ερχότανε στην ντίσκο για να πάρει ένα εξτρά μεροκάματο. Και κατάφερε να πάρει το δερμάτινο! Να κάνει το όνειρο πραγματικότητα ο καημένος. Ήρθε με πολλή χαρά, τον είπαμε όλοι: «Με ‘γεια». Δεν το έβγαζε. Παρόλο που είχε ζέστη, το φορούσε όλη νύχτα. Μέχρι κάποια στιγμή, πήγαν και τον είπανε: «Φίλε, θέλουμε -τον μπάρμαν- ροκανίδια», «Τι είναι τα ροκανίδια;». Ξέρεις τι είναι τα ροκανίδια; Ξέρεις. Είναι αυτά τα υπολείμματα που μένουν στο ξυλουργείο όταν κόβουν τα ξύλα. Να τα ρίξουμε πάνω στην πίστα, γιατί είχε τόσο ποτό ριγμένο επάνω, που η πίστα ήτανε σαν λίμνη. Να ρίξουμε τα ροκανίδια για να μπορεί να τραβήξουν το υγρό. Και ο θείος μου τσαμπουκαλεύτηκε, τους είπε… Δεν ξέρω τι τους είπε τέλος πάντων, και τον πιάνουν και τον κάνουν το δερμάτινο κομμάτια. Και πάει και το μεροκάματο, πάει και το δερμάτινο. Και βέβαια δεν μπορούσαν, δεν είχαμε, ούτε τιμωρία είχαν, δεν πηγαίναμε και εμείς παραπέρα. Τώρα δεν ξέρω, σήμερα δεν νομίζω τι μπορείς να κάνεις σε ένα μαγαζί. Ύστερα πήραμε δύο παλικάρια τα οποία ήταν… τα είχαμε σαν μπράβους. Οι οποίοι ήταν γεροδεμένα παλικάρια. Κάτι έγινε. Λίγο άρχισαν να φοβούνται, λίγο άρχισε. Ερχόταν μάλλον και το 100 ύστερα από το Αμύνταιο, αφού είδαν πια ότι περνούσαν τα χρόνια και εξελίσσονταν τα πράγματα. Και με τους μπράβους λίγο, και λίγο με το 100 που ερχότανε, άρχισαν λίγο να ηρεμούν τα πράγματα. Ίσως και τα παιδιά και η νεολαία άρχισε να ανοίγει το μυαλό λίγο περισσότερο. Γιατί, αυτά τώρα το ‘78 που σε λέω, ήμασταν πολύ κλεισμένα παιδιά. Άβγαλτα παιδιά. Ούτε πανεπιστήμια, ούτε μόρφωση. Ήμασταν παιδιά όλα του Δημοτικού ή και του Γυμνάσιου. Τριτάξιο, γιατί το Λύκειο πήγαιναν πολύ λίγα παιδιά. Πέραν από το χωριό και τον Φιλώτα δεν βγαίναμε, και ήμασταν άβγαλτα παιδιά. Και ξαφνικά, από το τίποτα, αρχίσαμε να γινόμαστε κάτι. Και επόμενο… Δεν ξέρω γιατί. Ύστερα άλλαξε όμως η νοοτροπία πάρα πολύ. Άρχισαν τα παιδιά να… Έφτασε το ‘88. Τα παιδιά να φεύγουν, να σπουδάζουνε, να βγαίνουν έξω. Άλλαξαν τα μυαλά και άλλαξε και ο τρόπος.
Το τραγούδι για τον αστυνομικό δεν μου το είπες.
Δεν το θυμάμαι καλά τώρα, όλο. Τον έλεγαν Σωκράτη. Και το ‘βγαλε το τραγούδι ένας απ’ τους σερβιτόρους. Αφού τον είδε έτσι και τον είπε: «Ήρθες να μας σώσεις μεγάλε τώρα εσύ; Μας έσωσες» τον είπε. Και τον είπε: «Σωκράτη εσύ σούπερ σταρ, Που μπήκες μες στα μπαρ, Και έφαγες όλο το σταρ’» Ο χωροφύλακας έγινε ρόμπα. Κι άλλο είχε, αλλά δεν το θυμάμαι τώρα. Τώρα ο Γιάννης μπορεί να το… Ο Γιάννης το ‘βγαλε.
Α ο Γιάννης.
Ο σύζυγος.
Ναι.
Γιατί ο χωροφύλακας άρχισε να τρέμει από τον φόβο του. Και αντί να μας βάλει την τάξη, κοίταξαν πώς να τον εσώσουμε εμείς, να τον βγάλουμε έξω. Και ο Γιάννης λέει: «Τώρα μας έσωσες» τον λέει. «Και που σε φωνάξαμε, τι έγινε;». Και τον έβγαλε αυτό το τραγούδι που σε είπα, αλλά δεν το θυμάμαι όλο. Τι άλλο τώρα; Ρώτα με και θα θυμηθώ και άλλα. Είναι τόσα πολλά που…
Ναι. Κοίτα, εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω. Να σε βοηθήσω-
Γινόταν πάρα πολλοί διαγωνισμοί χορού. Αυτό ήταν μια ιδέα της μαμάς μου. Δίναμε δώρα που δεν μπορείς να φανταστείς. Από πλυντήρια, ψυγεία, ντουλάπες -που τότε είχανε αξία, γιατί είπαμε ότι η ζωή μας εδώ ήταν…- ρούχα, τα οποία μας έκαναν όλα τα μαγαζιά της Πτολεμαΐδας και του Αμυνταίου δωρεές. Γιατί γλεντούσαν, ήταν πελάτες, και έλεγαν: «Στον επόμενο διαγωνισμό, τα πράγματα είναι από μένα». Ένα μαγαζί, χρυσαφικά, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Οι διαγωνισμοί μας ήταν, τα καρναβάλια ήτανε ό,τι πιο ωραίο. Δεν έχω φωτογραφίες από [00:30:00]αυτά. Ίσως οι πελάτες οι ίδιοι που ήτανε ντυμένοι, οι ίδιοι να έχουνε φωτογραφίες. Εγώ δεν έχω από αυτά. Αλλά ήτανε τόσο οργανωμένα και… Δεν μπορείς να φανταστείς.
Πες μου.
Έναν διαγωνισμό που θυμάμαι σε καρναβάλια, ήτανε η κηδεία. Πέντε-έξι άτομα τα οποία έκαναν την κηδεία. Πραγματική κηδεία όμως. Και έμεινε. Είχαμε τα φαντάσματα. Με ρολά… Όχι στολές. Δεν υπήρχαν στολές τότε να πάμε να αγοράσουμε. Όλα ήταν τεχνάσματα δικά μας με ό,τι βρίσκαμε. Χαρτί υγείας. Ρολά τυλιγμένα. Ένας άντρας μπαλαρίνα, ο οποίος χόρεψε πάρα πολύ ωραία επάνω στην πίστα και βγήκε. Και διαγωνισμούς χορού. Πάρα πολλούς. Που ήτανε, έλεγαν ας πούμε, ότι: «Στην "Αργώ" απόψε έχει διαγωνισμό χορού». Έπρεπε… Κάναμε πρόβες στα σπίτια τα κορίτσια και τα αγόρια για το πώς θα χορέψουμε και ποιος θα πάρει το πρώτο βραβείο, γιατί ήταν ένα κίνητρο και το δώρο. Ήτανε πάρα πολύ καλά δώρα και ακριβά πράγματα.
Εσύ χόρεψες κάνα χορό; Κέρδισες;
Ναι, ναι. Πολλές φορές. Και εγώ και ο σύζυγος.
Απ’ τον σύζυγο ξέρω μία ιστορία, άμα θες να μου την πεις.
Μια ιστορία, για πες.
Που είχε πάει για να κάνει εγχείρηση.
Έκανε εγχείρηση στο μάτι του. Ναι. Δυο μέρες χειρουργημένος, είχαμε διαγωνισμό. Δεν δούλευε, γιατί ήτανε χειρουργημένος. Και εκεί που χόρευαν τα ζευγάρια, σηκώθηκε ο Γιάννης, μερακλώθηκε, ανέβηκε παν’ στην πίστα και χόρευε πάρα πολύ έντονα, με πολύ κούνημα το κεφάλι. Μπορούσε να το κάνει μισή ώρα αυτό το πράγμα και να τον κοιτάνε. Και φοβηθήκαμε όλοι. Είπαμε ότι είχε ράμματα στο μάτι, δυο μέρες χειρουργημένος. Και τον κατεβάσαμε γιατί είπαμε ότι… Ο μπάρμαν έλεγε ότι θα φύγει το μάτι στην πίστα, και θα το ψάχνουμε. Παρόλα αυτά, πήρε το πρώτο βραβείο εκείνο το βράδυ. Είχαμε μια κοπέλα η οποία χόρευε πάρα πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία. Και ήτανε, συνήθως έπαιρνε το πρώτο βραβείο. Και άρχισαν όλοι οι υπόλοιποι να δυσανασχετούνε. Αλλά πραγματικά το άξιζε. Ήτανε… Είχαμε πάθος με τον χορό. Δηλαδή, όταν λέγαμε ότι πάμε σε ένα μαγαζί για χορό, για διασκέδαση, εννοούσαμε ότι θα χορέψουμε. Δεν κατεβαίναμε από την πίστα. Κατεβαίναμε όταν διψούσαμε για να πιούμε λίγο λεμονάδα και λίγο νερό και ήμασταν μονίμως επάνω στην πίστα. Μονίμως όμως. Το αδιαχώρητο.
Τι κινήσεις;
Κινήσεις έντονες. Δεν μπορώ να σ’ το… Χόρευε πάρα πολύ έντονα, τα παιδιά. Πάρα πολύ έντονα. Με πολύ πάθος βασικά! Και τώρα δεν ξέραμε, μαθαίναμε σιγά-σιγά. Ο ένας με τον άλλον, ο ένας με τον άλλον. Είχαμε ποντιακό, ελληνικό πρόγραμμα, που γινότανε πάλι πανικός, με ποντιακά και… Είχαμε τα blues με κασέτα. Και χάναμε το τζόκεϊ. Βάζαμε την κασέτα, το τζόκεϊ είχε κοπέλα. Ήθελε και αυτός λίγο να δει την κοπέλα του. Και ψάχναμε, ψάχναμε, φώναζε ο κόσμος, έλεγε: «Άντε, θα τα βγάλετε; Θα τα βγάλετε την κασέτα; Θα τη βγάλετε;», «Βρε πού είναι; Πού είναι το τζόκεϊ; Πού είναι το τζόκεϊ;». Τον βρίσκαμε τελικά. Ήτανε πάρα πολύ ωραίο. Τώρα τα θυμάμαι και αλήθεια στεναχωριέμαι που σε μιλάω.
Γιατί;
Και χαίρομαι και στεναχωριέμαι.
Επειδή είναι…
Ναι, ναι. Γιατί από κει και μετά, άλλαξαν τα πράγματα πάρα πολύ. Δεν υπήρχαν αυτό το είδος της διασκέδασης. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, έβγαινα. Ήρθαν τα μπουζούκια μετά. Άλλαξε το σχέδιο, έκλεισαν οι ντίσκο, και ήρθανε τα μπουζούκια. Πήγαινα πάρα πολύ. Καμία σχέση το ένα με τ’ άλλο όμως. Ο τρόπος διασκέδασης και η αγνότητα του κόσμου. Άρχισε να γίνεται πιο εμπορικό, δεν ήτανε… Δεν ήταν αυτό το παθιασμένο ότι: «Πάμε να γλεντήσουμε, να…». Που δεν το βλέπω και σήμερα αυτό. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα σήμερα. Σήμερα βγαίνουν η νεολαία, έχω παιδιά, βγαίνουν για να βγούνε. Δεν υπάρχει διασκέδαση. Πολύ χορός Θανάση. Πολύ χορός. Μέχρι… Σύζυγος, είχε τη γυναίκα του μέσα, εννιά μηνών. Την έπιασαν πόνοι μέσα στη ντίσκο και τον κατεβάζαμε απ’ την πίστα, να την πάρει να την πάει να γεννήσει. Και γέννησε στο αυτοκίνητο. Και έλεγε: «Περίμενε, δεν τελείωσε ο χορός. Δεν… Περίμενε. Να τελειώσει αυτό το τραγούδι και μετά». Και η γυναίκα πονούσε και την βάλαμε στο αυτοκίνητο και γέννησε στο αυτοκίνητο.
Τον πήραν τηλέφωνο στο-
Όχι, ήτανε, χόρευε πάνω στην πίστα. Και τον είπαμε: «Η γυναίκα σου γεννάει».
Έσπασαν τα νερά-
Μέσα στη ντισκοτέκ. Και είπε: «Περίμενε, θα τελειώσει το τραγούδι. Αυτό είναι το τραγούδι μου» είπε. «Θα τελειώσει το τραγούδι και μετά». Αυτό έγινε. Σ’ το είπα ξανά. Και πήγε ο μπαμπάς μου και τον έπιασε και τον είπε: «Η γυναίκα σου γεννάει. Θα γεννήσει εδώ μέσα; Πάρ’ την!». Και είχαμε έναν ταξιτζή μέσα, την έβαλε πάνω και στο αυτοκίνητο… Δεν πρόλαβαν στο νοσοκομείο, γέννησε απάνω στο ταξί. Τι πιο ωραία γέννα; Από την ντίσκο;
Χορευτής έγινε αυτό το παιδί.
Όλοι έτσι ήμασταν. Όλοι έτσι ήμασταν. Δηλαδή εγώ τώρα δεν μπορούσα να φανταστώ τον μπαμπά μου να χορεύει ντίσκο. Με φαινόταν πάρα πολύ αστείο. Και όμως, ο μπαμπάς μου χόρευε πάρα πολύ ωραία ντίσκο.
Για πες.
Μερακλωνόταν. Αφού έπινε ένα μπουκάλι ουίσκι καθημερινώς, κάθε βράδυ. Και κάπνιζε δυο πακέτα τσιγάρα ο μπαμπάς μου. Κατανάλωση πολύ. Ήτανε πάντα υγιέστατος. Πολλή δουλειά όμως. Πολλή δουλειά ο άνθρωπος. Όταν δεν είχαμε πολλή δουλειά, έλεγε: «Τώρα, αφού δεν έχει δουλειά, θα πάω στο εργαστήριο να βγάλω λίγα γύψινα» -02:00 η ώρα τη νύχτα- και αν με χρειαστείτε, φωνάξτε με». Πήγαινε τραβούσε γύψινα, άλλαζε ρούχα, όταν τον χρειαζόμαστε, τον έλεγα: «Έχει δουλειά, κατέβα». Μέχρι το πρωί. Και το πρωί ερχόταν οι εργάτες και τους έπαιρνε και πήγαινε στην οικοδομή. Αυτά δεν είναι παραμύθια, είναι πραγματικότητα.
Μου τα είπε και ο παππούς, ότι δεν κοιμότανε.
Δεν κοιμότανε. Δεν κοιμότανε. Εκείνη την εποχή έβαλε μεγάλο χρέος καταρχήν, για να ανοίξει αυτό το μαγαζί. Μεγάλο χρέος και ο μπαμπάς μου υπέγραφε και ο θείος μου, ο Αφεντούλης,σκουπιζότανε, τον ιδρώτα. Και τον έλεγε: «Ρε, ξέρεις τι κάνεις τώρα; Ξέρεις τι κάνεις τώρα;». Και ούτε το πιστεύαμε ότι θα δουλέψει αυτό το μαγαζί έτσι και θα βγάλει αυτά τα λεφτά. Όταν ξεκινάς κάτι, δεν το ξέρεις πώς θα πάει. Τα ‘βγαλε βέβαια το μαγαζί τα λεφτά και με το παραπάνω και λοιπά, αλλά από το μηδέν. Πραγματικά από το μηδέν ξεκίνησαν όλα αυτά. Ήταν άνθρωποι και οι δυο του ρίσκου. Και ο μπαμπάς μου και η μαμά μου.
Ναι, μου το είπες και στην αρχή, δεν ξέρω άμα το γράψαμε, όταν είχαμε τις δυσκολίες. Ότι ήτανε από το μηδέν, ότι δεν είχανε καμία σχέση…
Απ’ το μηδέν, πραγματικά απ’ το μηδέν. Τώρα αυτά σ’ τα λέω… απ’ το μηδέν.
Για να μου λες 50 χρονών, τώρα… Ένας πενηντάρης τώρα ξέρει τι βγαίνει, ας πούμε; Τι είναι της μόδας;
Όχι βέβαια. Μα ήταν άσχετος, σε λέω. Αλλά βασιζόταν στη δικιά του τη δουλειά, έτσι; Δεν παράτησε τη δουλειά του για να πει ότι: «Θα ασχοληθώ με την ντίσκο». Δούλευε τις δουλειές του, έβγαζε από εκεί και ασχολήθηκε. Και τον άρεσε, τον άρεσε πάρα πολύ.
Ναι, πες μου για τον χορό, τι…
Χόρευε, συμμετείχε με τη νεολαία. Είχε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τα παιδιά πλέον, που και να μην ήθελε, τον τραβούσαν, τον έλεγαν: «Πάμε να χορέψουμε». Δεν καταφέραμε ποτέ τον θείο μου να χορέψει, που δεν χόρευε ποτέ και μια φορά στη ζωή μου τον είδα, τον μπάρμαν. Τον σηκώσαμε -αυτόν που έσκισε το μπουφάν- και χόρεψε ζεμπεκιά. Και μου ‘μεινε η εικόνα και τώρα. Δεν χόρευε ποτέ. Και έλεγε τον μπαμπά μου: «Κάτσε λίγο ρε συ, κάτσε. Ή θα πίνεις, ή θα καπνίζεις, ή θα χορεύεις». Και μετά, το πρωί πήγαινε στην οικοδομή.
Και οι δυο.
Και οι δυο. Ναι.
Ο θείος γιατί δεν χόρευε;
Ο χαρακτήρας του. Δεν… δεν ήταν του χορού. Μια φορά τον είδα στη ζωή μου. Στα 15 χρόνια, μια φορά τον πήραμε με το ζόρι και χόρεψε όμως. Το ευχαριστήθηκε και εκείνος. Τι να σε πω; Νομίζω ότι ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένος. Μπορεί, δεν ξέρω. Κόμπλεξ ήτανε; Δεν τον άρεζε; Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Και τους έβλεπαν ότι είναι… Δεν τους έβλεπαν πλέον σαν ηλικιωμένους που είναι αφεντικά. Ας πούμε τα κορίτσια ερχόνταν, τραβούσαν τον μπαμπά μου, και τον έλεγαν: «Πάμε, πάμε, θείο Ζαφείρη, να χορέψουμε. Δεν θα χορέψουμε σήμερα;». Και ανέβαινε. Εμένα με φαινόταν πολύ αστείο να βλέπω τον μπαμπά μου να χορεύει ντίσκο. Τέλος πάντων. Η μαμά μου δεν χόρευε ποτέ όμως.
Πώς ήταν οι κινήσεις της ντίσκο; Χέρια πάνω. Πώς, αυτό που…
Πολλή κίνηση, όλο το σώμα. Όλο το σώμα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι κάναμε. Αυτοσχεδιάζαμε, όχι ότι… Ήρθε η λαμπάντα μετά. Η λαμπάντα ο χορός, με τη μίνι φούστα. Δεν το ήξερες αυτό.
Όχι.
Η λαμπάντα ήταν ένας χορός που… πολύ έντονος. Και έπρεπε να φοράς… Αυτές, συνήθως τα κορίτσια φορούσαν μια πολύ μίνι φούστα και ήταν κυκλικές κινήσεις, πολύ έντονες, όλο το σώμα, μέχρι που σηκωνόταν η φούστα ας πούμε, και… Μετά από την ντίσκο ήταν η λαμπάντα. Και γινόταν ένας χαμός ας πούμε. Θα χορέψουνε… Ήταν κάποιες συγκεκριμένες που το χόρευαν, γιατί ήταν πολύ έντονος χορός. Πάρα πολύ έντονος χορός!
Του παππού οι… Δηλαδή, ήταν έντονες. Οι κινήσεις του ήταν έντονες στην ντίσκο ή… Με ποιον τρόπο;
Άμα έπινε και λίγο ουίσκι, αυτοσχεδίαζε. Ζεμπεκιά με ντίσκο, μαζί. Τώρα δεν μπορώ -πώς να σ’ το πω αλλιώς;- ας πούμε κάπως έτσι. Ζεμπεκιά με ντίσκο, αλλά χόρευε έντονα. Κουνούσε τα χέρια, τα πόδια. Ευτυχισμένος πολύ, γιατί τον έδειχνε και πολλή αγάπη η νεολαία. Το άξιζε όμως. Το άξιζε και τον έδειχναν. Η μαμά μου ήταν πιο συντηρητική. Δεν ήταν. Ήταν ντροπαλή, δεν συμμετείχε σε αυτά. Η μαμά μου στόλιζε το μαγαζί και το ‘κανε υπέροχο, και όλοι λέγανε ας πούμε: «Να πάτε να δείτε την "Αργώ" τα Χριστούγεννα». Ήταν σαν να ήταν μια φάτνη ας πούμε. Ντίσκο, σε μια φάτνη.
Για πες. Πώς ήτανε;
[00:40:00]Έκοβε κλαδιά απ’ τα δέντρα και τα… Όλο το ταβάνι της ντίσκο. Από κάτω υπήρχε φωτισμός και η ντισκόμπαλα. Και ήτανε μέσα στα κλαδιά όλα αυτά. Στόλιζε… Ένα χρώμα με μπάλες όλο το μαγαζί και τα κλαδιά ήταν χαμηλά. Και γύρω-γύρω όλους τους πίνακες και τους καθρέφτες τους έβαζε χιόνι με βαμβάκι. Και ανάμεσα στο… στα βαμβάκια, είχε φάτνες, τον Χριστό. Δηλαδή, ήταν μια φάτνη. Και τώρα πώς γινόταν πάντρεμα, ντίσκο με φάτνη, ήταν πάρα πολύ ωραίο. Και ερχότανε ας πούμε πολύς κόσμος και έβγαζαν φωτογραφίες. Το πώς είναι στολισμένη… Τις αποκριές ας πούμε με τα ανάλογα, το Πάσχα με τα ανάλογα. Ήταν το καλύτερο της. Φαντασία μεγάλη, πράγμα που δεν το κληρονομήσαμε. Δεν το πήραμε.
Αλλά πώς τα… Τα έφτιαχνε με το χέρι όλα. Και στις Απόκριες τι έβαζε; Μάσκες ας πούμε;
Στις Απόκριες έβαζε, όλες οι λάμπες και τα φωτιστικά που είχε η ντίσκο ήταν μάσκες. Ήταν κάτι καταπληκτικό. Κάτι υπέροχο. Τώρα το Πάσχα, το Πάσχα έβαζε όλο πασχαλιά. Έπαιρνε ψεύτικη πασχαλιά. Και ήταν όλο το μαγαζί με πασχαλιές. Και ήταν ο συνδυασμός των φώτων που χτυπούσε πάνω με τις μπάλες των Χριστουγέννων, με τις… Οι μάσκες ας πούμε, με φωτισμό, ήτανε… Ας πούμε, άμα έφερναν κάνα μικρό, φοβόταν τα παιδιά. Πιο πολύ όμως είχαμε αστειόφατσες. Όχι αυτά που υπάρχουνε σήμερα, ο spiderman και ο τέτοιο. Ο κλόουν, η γιαγιά. Τέτοιες φάτσες ντύναμε ας πούμε. Δεν υπήρχαν αυτές οι στολές και αυτά που πας και αγοράζεις και ντύνεσαι σήμερα. Σε λέω ήταν όλα αυτοσχεδιασμός.
Για να με λες οι άλλοι που ήρθαν με κηδεία.
Η κηδεία ήτανε κάτι… Δεν ήταν μόνο η κηδεία. Σε μιλάω τώρα αυτά θυμάμαι, τα πολύ έντονα. Τώρα φαντάζεσαι έναν άντρα δύο μέτρα να είναι ντυμένος μπαλαρίνα και να χορεύει πάνω στην πίστα μόνος; Θα το έκανες ποτέ;
Μπορεί να το έκανα.
Μπορεί. Εγώ δεν θα το ‘κανα. Εγώ, ας πούμε, όσες φορές με είπαν ότι: «Θα μιλήσεις στον διαγωνισμό, για να κάνεις διαγωνισμό», δεν… Είχα κόμπλεξ, δεν μπορούσα να το κάνω. Ντρεπόμουν σε τόσο κόσμο να μιλήσω.
Ποιος μιλούσε;
Ο μπαμπάς μου. Και τα κατάφερνε σε πληροφορώ πάρα πολύ καλά. Τι να σε πω τώρα άλλο; Δεν… Για πες.
Γιατί μου το λες; Μου το λες σαν να λες ότι έχεις πολλά να πεις, αλλά…
Ναι, ναι-
Αλλά δεν-
Είναι τόσα πολλά που, εντάξει, τώρα πρέπει να με ‘ρθουν, με έρχεται ένα-ένα όπως βλέπεις.
Δεν πειράζει. Καλά το πάμε.
Καλά το πάμε.
Να σε ρωτήσω κάτι ας πούμε.
Ναι. Ρώτα.
Ο αστυνομικός εκτός από ξύλο, είχε χορέψει ποτέ;
Όχι. Ερχόταν σαν πελάτης. Έπινε τα ουισκάκια του. Βέβαια μετά από κείνο, σε το είπα ότι εξαφανίστηκε. Δεν ερχότανε. Είχε γίνει ρόμπα ο άνθρωπος. Δεν είναι αστείο τώρα αυτό που σε λέω. Ξέρεις τι θα πει τον αστυνομικό να τον σκίζουν τα… Καταρχήν, έπρεπε να τιμωρηθούνε που ακούμπησαν το όργανο της τάξης. Αλλά τότε δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα ρε παιδιά, δεν υπήρχε, δεν… Αφού παίρναν τηλέφωνο στην Πτολεμαΐδα, και όποιος το σήκωνε έλεγε: «Απ’ την "Αργώ";». Άμα ήταν 02:00-03:00 η ώρα, έλεγαν «Απ ’την "Αργώ"; Εντάξει, πάρτε τον Σωκράτη». Ο Σωκράτης τα έσωνε όλα. Λοιπόν. Χιόνια μετά. Δυτική Μακεδονία πολύ χιόνι. Εκείνα τα χρόνια, τώρα δεν υπάρχει. Ένα μέτρο. Ερχόταν με τα τραχτέρ. Γιατί αυτοκίνητα δεν υπήρχαν και πολλά βέβαια, αλλά δεν μπορούσαν να κινηθούν κιόλας. Έξω ο δρόμος ήταν όλο τραχτέρ. Και έφευγαν με τον πάγο, με -10, -15, με τα τραχτέρ, χωρίς κουβούκλια και έκανε και διανομή ο μπαμπάς μου μετά, αφού δεν μπορούσαν να φύγουν. Αν δεν μπορούσαν να φύγουν, τους έπαιρνε με το αυτοκίνητο με τις αλυσίδες και τους πήγαινε στα χωριά.
Γιατί;
Γιατί πλέον γνώριζε πάρα πολύ κόσμο ο μπαμπάς μου στα περίχωρα, σαν επαγγελματίας. Και σε το είπα ότι οι γονείς άφηναν να ‘ρθουν τα κορίτσια τους ας πούμε απ’ τους Πύργους, γιατί έλεγαν ότι το μαγαζί το έχει ο Ζαφείρης. Κατάλαβες; Και είχαν μια εμπιστοσύνη. Και ο μπαμπάς μου επειδή ήταν τα παιδιά του τάδε και του τάδε τα κορίτσια. Είπαμε τα κορίτσια ήταν λίγο ευάλωτα εκείνη την εποχή. Δεν είναι σαν τα σημερινά. Έπρεπε κάποιος να τους συνοδεύσει, κάπου έπρεπε να βασιστεί ο γονιός για να τα αφήσει να είναι μέχρι η ώρα 02:0 και 03:00 και 05:00 έξω. Και ήξεραν ότι ο μπαμπάς μου άμα δεν μπορούν να πάνε, τα ‘παιρνε με το αυτοκίνητο και τα πήγαινε στο σπίτι. Και έλεγε στον γονιό ότι: «Έφερα τα κορίτσια». Και έτσι σιγά-σιγά, αυτοί απέκτησαν μια μεγάλη εμπιστοσύνη και ερχότανε. Ξεπεράστηκε αυτό το πράγμα, ότι τα κορίτσια δεν μπορούνε να πάνε μόνα πουθενά, ας πούμε. Δεν υπήρχε τώρα, αυτό που γίνεται, η παρέα κοριτσιών θα βγει στην ταβέρνα ή στην ντίσκο ή στα μπουζούκια, δεν… Αυτό ήτανε μόνο αστείο. Να το πεις ότι θα πάμε πέντε κορίτσια κάπου μόνες. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Σε είπα, να έχεις αδερφό, πρώτο ξάδερφο, και πάλι με πολύ… Να μη σε πω, με χαρτί και υπογραφή ότι θα τις φέρεις. Είχα έναν θείο, ο οποίος έκαμνε, ήθελε να κάνει ταυρομαχία κάπως. Σούρωνε. Αυτό σ’ το είπα καμιά φορά;
Όχι.
Ήταν πάρα πολύ ωραίος άνθρωπος. Έπινε πάρα πολύ, ήταν είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο σουρωμένος. Και όταν ερχότανε στην ντίσκο, έπρεπε να κάνει τον ταυρομάχο. Κατανάλωση μεγάλη μιλάμε, από ποτό και τέτοια. Δεν χόρευε τίποτα άλλο. Αλλά έπρεπε να δώσει μια παράσταση ταυρομάχου. Έβρισκε πάντα ένα κορίτσι διαθέσιμο να κρατάει το παν, και ο θείος να κάνει τον ταυρομάχο. Και ξέραμε ότι θα έχουμε παράσταση ισπανική. Μουσική. Εγώ βέβαια δεν του το ‘κανα το χατίρι ποτέ. Ήμουνα πάρα πολύ ντροπαλή, αλλά τα κορίτσια… Το βλέπαμε σαν… Και μεγάλος τώρα μιλάμε κι αυτός, πιο μεγάλος από τον μπαμπά μου. Τη μουσική ισπανική, ο θείος ο ταυρομάχος και το κοριτσάκι με το πανί το κόκκινο -είχαμε ένα κόκκινο πανί- και κάναμε το κέφι του θείου του Θανάση να κάνει τον ταυρομάχο. Και τον αγαπούσαν όλη η νεολαία. Έλεγαν: «Πού είναι ο θείος ο Θανάσης ο Μουστάκας; Πού ‘ντος; Δεν θα ‘ρθει απόψε;». Βέβαια, υπήρχαν και κάποια σπαστικοί. Δεν έχει σημασία η ηλικία. Τώρα αυτό ήτανε θέμα χαρακτήρα ας πούμε, που ερχόταν μέσα για να δούνε ποιος, τι, πώς, τι, και ξέρω ‘γω. Εμείς οι νέοι μόλις τους βλέπαμε αυτούς, δυσανασχετούσαμε όλοι. Τέλος πάντων, δεν θα πω ονόματα. Και είχαμε ένα στραβοσκόπιο. Το οποίο κάνει πολύ -δεν ξέρω τώρα άμα υπάρχει στα μαγαζιά- το οποίο κάνει πολύ έντονη, δηλαδή σε χτυπάει στα μάτια και τρελαίνεσαι. Μόλις ερχόταν αυτοί, το γυρίζαμε εκεί, και -απάνω από το τζόκεϊ- και μέχρι που να τον εστραβώσουμε. Δεν έφευγαν. Δεν έφευγαν. Ήτανε κάτι τρελό αυτό που ζούσαμε. Αλήθεια σε το λέω. Δηλαδή δεν υπάρχει σήμερα. Εγώ μετέπειτα γλεντούσα πάρα πολύ. Και σε μπουζούκια και σε ξενύχτια και σε ποντιακά και σε… Άλλαξε πολύ ο τρόπος διασκέδασης. Και σήμερα νομίζω ότι δεν υπάρχει διασκέδαση. Εγώ, με τα δεδομένα τα δικά μου, όπως έζησα εγώ, σήμερα νομίζω ότι δεν είναι διασκέδαση.
Ο θείος ο ταυρομάχος τι έκανε; Έκανε το πανί;
Κρατούσε ένα κοριτσάκι το πανί και ο θείος έκανε τον ταύρο.
Φορούσε και κέρατα, έκανε;
Όχι, τίποτα, έτσι όπως ήτανε. Απλά του άρεσε να κάνει τον ταύρο τον άνθρωπο. Και έδινε παράσταση.
Πού τον είχε δει τον ταυρομάχο;
Ε;
Πού τον είχε δει τον ταυρομάχο;
Ήτανε στη Γερμανία χρόνια μετανάστης. Τώρα εκεί τι παραστάσεις είχε και τι είχε, του ‘μεινε. Και όταν γύρισε εδώ, ήθελε να κάνει αυτό το πράγμα. Ας πούμε εμείς που πήγαμε, που σε είπα, στην ντίσκο την άλλη, πήγαμε συνοδεία αυτού του θείου, μας πήρε δυο φορές. Αλλά πηγαίναμε γιατί είχε ένα στυλ νεανικό, δεν ήταν ο θείος ο καθυστερημένος. Και ο μπαμπάς μου μας άφηνε με αυτόν τον θείο να πάμε στην ντίσκο, τη «Space». Και όταν πήγαμε πρώτη φορά μας είπε: «Καλά ήρθαμε, αλλά θα κάνουμε και την ταυρομαχία». Η αδερφή μου εξαφανίστηκε, είπε: «Καλύτερα να φύγουμε στο σπίτι». Και εγώ τον είπα: «Θείο, σε παρακαλώ. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα». Και βρήκε, βρήκε ένα άλλο κοριτσάκι και έκανε… Το είχε ρε παιδί μου διασκέδαση ο άνθρωπος. Αλλά τον αγαπούσαν. Ήταν τόσο καλός, τόσο ευχάριστος, που τον αγαπούσανε όλοι μες στο μαγαζί. Περιμέναμε να ‘ρθει ο θείος ο Θανάσης. Πότε θα ‘ρθει;
Και το έκανε κάθε φορά.
Ναι. Μόλις… μόλις έπινε. Έπινε μονίμως. Τι να σε πω, ήταν μονίμως σουρωμένος ο άνθρωπος. Αλλά πολύ καλός άνθρωπος. Αυτό.
Και του βάζατε εκεί μουσική.
Ήταν το κομμάτι του θείου Θανάση ας πούμε.
Άλλα κομμάτια είχε;
Όχι, δεν χόρευε γενικώς.
Όχι ο θείος Θανάσης. Πώς έκανε ο θείος Θανάσης το κομμάτι του;
Ναι. Είχαμε ας πούμε κάποιον πολιτικό μηχανικό, ο οποίος ερχόταν από τη Φλώρινα, που είχε ας πούμε αγαπημένες ζεμπεκιές, δύο-τρεις. Τις είχαμε αγοράσει, τους δίσκους, αποκλειστικά για αυτόν και με το που ερχότανε, έπρεπε να κάνει το κομμάτι του ας πούμε ο πολιτικός μηχανικός απάνω στην πίστα με αυτά τα τρία, τρεις χορούς. Βέβαια η νεολαία λίγο σπάζονταν, τώρα αυτά που σε λέω, γιατί όλοι αυτοί ήταν λίγο μεγάλοι σε ηλικία. Μεγάλοι… Τόσο είμαι εγώ τώρα, και εσείς με βλέπετε μεγάλη εμένα, δεν με βλέπετε;
Όχι.
Εντάξει τώρα.
Ναι.
Τώρα εγώ δεν μπορώ να πάω τώρα στον Καραμπάση, σε ένα μαγαζί, που είναι δεκαοχτάρια, και να μην με δουν ότι είμαι μεγάλη. Εντάξει, μπορεί να άλλαξαν λίγο τα πράγματα, αλλά πάλι είμαι μεγάλη.
Αλλά αυτούς δεν τους ένοιαζε, Δηλαδή κατάλαβες; Εσύ λες: «Δεν μπορώ να πάω τώρα εγώ να το κάνω αυτό». Αυτοί ήτανε… τους έβγαινε αυθόρμητα.
Όχι, καθόλου δεν τους ένοιαζε. Έλεγε: «Τι έχω εγώ δηλαδή; Θα πάω να γλεντήσω στην ντίσκο». Και έβλεπαν ότι ενοχλούνται τα παιδιά, αλλά δεν τους ενδιέφερε αυτούς. Αυτοί έκαναν το κομμάτι τους. Έλεγαν ότι: «Εμείς περνάμε καλά, θα πάμε να γλεντήσουμε». Εντάξει τώρα, είχαμε συνηθίσει, είχαμε μπει σε αυτό το πνεύμα πλέον, και δεν μας φαινότανε κάτι. Πιο πολύ μας ενοχλούσε ας πούμε αυτό το σχόλιο που γινότανε, το ότι θα βγει κάποιος έξω το πρωί, θα πάει σε ένα καφενείο, και θα πει: «Του τάδε η κόρη ήταν με τον τάδε», και ξέρω ‘γω. Ή: «Του τάδε η κόρη κάπνιζε μέσα», ή «Σούρωσε του τάδε ο γιός». Ας πούμε αυτά μας ενοχλούσαν πιο πολύ, που γινότανε αυτά. Κατάλαβες; Γιατί είναι μια μικρή κοινωνία, είναι χωριό. Τώρα σε μια πόλη είσαι άγνωστος.
[00:50:00]Ακόμα και τώρα. Φαντάζομαι τότε πιο πολύ.
Σε μια πόλη μεγάλη είσαι ρε…
Όχι, όχι, για την πόλη εντάξει.
Ποιος σε ξέρει; Αλλά μέσα σε ένα χωριό, είμαστε όλοι μετρημένα κουκιά. Αφού μας ήξεραν. Οπότε όταν έβγαιναν το πρωί κάποιοι από αυτούς, πήγαιναν σε ένα καφενείο και έλεγαν: «Α η κόρη η δικιά του», «Η δικιά σ’, εχθές…». Και αυτά όλα εμείς τα ακούγαμε βέβαια, γιατί είχαν πρόβλημα τα παιδιά ύστερα με τους γονείς. Έλεγαν: «Τι έκανες χθες το βράδυ; Σούρωσες; Κάπνιζες;» κλπ., κλπ.. Και δεν τους θέλαμε. Δεν είναι λογικό; Τώρα εγώ δεν νομίζω ότι θα πάω σε ένα μαγαζί και θα… έτσι είναι ο χαρακτήρας μου; Η ηλικία; Αλλάξαν τα πράγματα; Δεν ξέρω. Ότι θα πάω να δω και θα βγω να πω ότι του τάδε η κόρη έκανε… Έτσι ήταν τα χρόνια τότε. Δεν τους παρεξηγούσα. Αφού ήμασταν άβγαλτοι άνθρωποι. Η διασκέδαση πριν απ’ όλα αυτά ήτανε στα σπίτια. Δεν ήταν στα σπίτια; Τα νυχτέρια, το μαγνητόφωνο, η ταινία. Το μαγνητόφωνο με την ταινία ας πούμε, που το είχαμε εμείς πάρα πολύ στο σπίτι, και γινόταν τα γλέντια τότε. Αυτή ήταν η διασκέδαση αυτών των ανθρώπων.
Αυτό τι είναι, το μαγνητόφωνο με την ταινία;
Το έχω αυτό. Το γκρούντι. Το πρώτο μαγνητόφωνο το πήραμε στον Φιλώτα εμείς, ο μπαμπάς μου, με ταινίες. Και μάλιστα έχω και ομιλίες και συζητήσεις από νυχτέρια. Τα οποία τώρα, τα έχω σε ένα κουτί μέσα, κάτω στη ντίσκο είναι. Τα πρώτα μαγνητόφωνα που βγήκαν. Όχι αυτά τα μικρά, με κασέτα. Ήταν ταινίες. Μεγάλες ταινίες. Και έγραφες εσύ, έλεγες ότι θέλω αυτό το τραγούδι, αυτό το τραγούδι, αυτό το τραγούδι, και σε τα ετοίμαζε στο μαγαζί, και σε έφερνε την ταινία και την έβαζες. Ώρες έπαιζε! Και με αυτόν τον τρόπο γλεντούσαν.
Τα νυχτέρια τι ήτανε; Δηλαδή μαζευόσασταν… Τι ήταν ένα νυχτέρι;
Συνήθως κάθε… Καλά κάθε βράδυ ερχόταν στο δικό μας το σπίτι, γιατί είχαμε τηλεόραση. Και επειδή είχε σειρές, ήτανε… Λέγαμε ότι 20:00 η ώρα είμαστε στο σπίτι εκεί, θα δούμε τη σειρά. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Πάνω κάτω στα ντιβάνια κάτω. Σβήσιμο το φως, και τηλεόραση, ασπρόμαυρη τηλεόραση. Τώρα αυτά είναι όμως πριν από το… Μιλάμε για το ‘74 ας πούμε, έτσι; Που έγινε το Πολυτεχνείο, ας πούμε θυμάμαι ότι στο σπίτι μας γινόταν κάθε βράδυ χαμός, για να δούμε το Πολυτεχνείο. Τι είναι το Πολυτεχνείο και τι γίνεται εκεί. Ασπρόμαυρα πάντα. Πολύ έντονα τα θυμάμαι αυτά. Μιλάμε ότι όλη η γειτονιά. Δεν είχαμε όμως: «Τι θα πιείς;» και «Τι θα φας;» και «Τι έχεις στρωμένο;», και αν έχεις καλό σαλόνι, και αν έχεις καλή τραπεζαρία, τι φωτιστικό και ποια κουρτίνα. Δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Ήταν ο κόσμος τόσο απλός, που καθόμασταν όλοι σε ένα ντιβάνι. Ντιβάνι, να το πω τώρα τι είναι το ντιβάνι; Το σιδερένιο κρεβάτι ας πούμε, το παλιό, έτσι; Η καριόλα λεγόμενη. Το κρεβάτι, η καριόλα, έτσι το λέγαμε, μην παρεξηγηθώ.
Όχι. Δεν ξέρω τι… Η καριόλα ήτανε άλλη…
Το σιδερένιο το κρεβάτι που είχε και από εδώ και από εκεί πλάτες. Και το σιδερένιο το κρεβάτι χωρίς πλάτες το λέγαμε ντιβάνι. Τουρκικές λέξεις νομίζω. Οπότε ο κόσμος ήταν τόσο απλός, που δεν είχες πρόβλημα ότι αν θα ‘ρθει κάποιος στο σπίτι σου, μήπως δεν είναι καθαρά ή δεν είναι στρωμένα ή δεν έχεις κουρτίνα ή δεν έχεις… Τίποτα, ήταν ένας σινεμάς, ένα δωμάτιο, με μια σόμπα κάρβουνο, και βλέπαμε το Πολυτεχνείο, το θυμάμαι πάρα πολύ έντονα. Και τον «Άγνωστο Στρατιώτη», τον «Παράξενο Ταξιδιώτη», ταινίες. Που μαζευόμασταν ας πούμε τρεις-τέσσερις οικογένειες με τα παιδιά και βλέπαμε ας πούμε 20:00 η ώρα κάθε μέρα τη σειρά. Πριν απ’ το ‘78 λέμε αυτά τώρα. ‘74-‘76, εκεί. Πότε, το ‘74 δεν έγινε το Πολυτεχνείο; Ναι. Αυτά.
Κάνε ένα τσιγάρο, τώρα δεν έχει…
Τι άλλο θες να σε πω τώρα για τα πιο... Για τα πιο παλιά δεν έχει νόημα, τα… Εντάξει, τι να σε πω άλλο;
Κοίτα, για τα πιο παλιά δεν έχει νόημα, αλλά μου κάνει εντύπωση που από αυτό, πήγατε στην ντίσκο. Αυτό το πολύ έντονο που μου περιγράφεις.
Ναι, γενικά όμως ήταν αυτό το ανέβασμα. Σε όλη την κοινωνία. Ας πούμε εγώ μέχρι το ‘76 κουβαλούσα νερό απ’ τη βρύση. Με την γκουμπέλα και τα παγουράκια, δεν είχαμε νερό. Ατελείωτο νερό, σε ανηφορικό σπίτι, το ξέρεις. Πάρα πολύ νερό, κουβάλημα. Και την γκαζόλαμπα την έζησα. Για λίγο βέβαια, για δυο-τρία χρόνια, αλλά έζησα με την γκαζόλαμπα. Και από κει, μέσα σε μια δεκαετία, βρεθήκαμε στη ντίσκο. Ήτανε πολύ γρήγορο το ανέβασμα. Τώρα ήτανε λόγω της Δ.Ε.Η.; Που ξεκίνησε να υπάρχει… Αλλά γενικά νομίζω σε όλη την Ελλάδα υπήρχε αυτή η άνοδο. Από το ‘74 και μετά, νομίζω ότι ανέβηκε πάρα πολύ. Και εμείς είμαστε μια γενιά που ανεβαίναμε. Από το λίγο που έζησα, το δύσκολο, και τα καπνά το έζησα, το βελόνιασμα ας πούμε που το βαριόμουν ατελείωτα να το…
Κοιμόσουνα πάνω, στο…
Δεν καθόμουνα καθόλου. Έλεγα προτιμώ να κουβαλάω νερό απ’ τη βρύση σε όλη την ανηφόρα, παρά να βελονιάζω καπνό. Δεν το ήθελα καθόλου τον καπνό. Καθόλου όμως. Και τώρα που το σκέφτομαι τρελαίνομαι. Λοιπόν, από τον καπνό, από την γκαζόλαμπα, από το τέτοιο, βρεθήκαμε μέσα σε μια ντίσκο. Ούτε δεκαετία αυτό τώρα που σε λέω. Είχε πολύ γρήγορη άνοδο. Και η ζωή μας ήταν βέβαια, ήμασταν τυχεροί και ανεβήκαμε, ανεβήκαμε, ανεβήκαμε, ανεβήκαμε μέχρι τα καλύτερα ας πούμε. Και σήμερα, τώρα βλέπω ότι φτάσαμε στα καλύτερα και τώρα εσείς μεγαλώσατε σε πολύ καλή εποχή. Πάρα πολύ καλή εποχή, θα ‘λεγα. Και τώρα νομίζω ότι κατεβαίνουμε. Πήραμε έναν κατήφορο. Αλλά λέω ότι εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχαν λεφτά, αλλά ήταν πιο καλά χρονιά.
Να σε ρωτήσω λίγο για τα πρακτικά εκεί πέρα, πώς το βγάζατε. Ας πούμε μου ‘λεγε ο Γιάννης για τον πάγο. Έλεγε κάποιος: «Θέλω πάγο» και…
Πολυτέλεια ο πάγος, που να τον βρεις. Είχαμε ένα «Eskimo» ψυγείο στο σπίτι μας, που παίρναμε τα πλαστικά. Πόσα θα βάλεις μέσα σε μια κατάψυξη ας πούμε; Τον κρατούσαμε τον πάγο για τους μερακλήδες. Για αυτούς που πίνανε ποτό, ουίσκι και… Όχι για τη λεμονάδα και την πορτοκαλάδα. Ήταν πολυτέλεια ο πάγος, πού θα τον βρεις τον πάγο; Είχαμε δυο ψυγειάκια μικρά, που όσα μπορούσαμε να βάλουμε πλακέτες. Και ήταν για τους μερακλήδες, ας πούμε λέγαμε θα ‘ρθουν αυτοί, αυτοί, αυτοί, ο πάγος είναι γι’ αυτούς.
Ήταν κανένας που σου την έσπαγε; Που λες έχει παράλογες απαιτήσεις.
Ναι, πολλοί ήταν. Πολλοί ήταν. Ας πούμε ήθελαν πολύ παγωμένη σαμπάνια. Δεν υπήρχανε τα μέσα τότε. Δεν ήταν αυτά που υπάρχουν σήμερα. Τα ψυγεία. Αυτά τα τεράστια, με τους πάγους, με τα ποτά, με τα... Δεν υπήρχαν αυτά. Εμείς τι… δεν υπήρχε αυτή η τεχνολογία. Υπήρχαν απαιτητικοί πολλοί. Αλλά εντάξει, πάλι τα... Δεν, δεν… Πάλι λέω ότι ο κόσμος ήταν πιο καλός. Απαιτούσαν, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο που είμαστε σήμερα, που δεν μας αρέσει τίποτε, όπου και να πάμε: «Σιγά το φαγητό». Εμείς κοιτούσαμε να περάσουμε καλά. Δηλαδή, και η ταβέρνα ήτανε γλέντι. Και στην ταβέρνα χορεύαμε. Λέγαμε τον ταβερνιάρη: «Βάλε τώρα, φάγαμε, βάλε μουσική να κάνουμε ένα γλεντάκι». Στα σπίτια ρε Θανάση, δεν μπορείς να φανταστείς εγώ στης μάνας μου το σπίτι τι γλέντια έχω ζήσει. Γλέντια μιλάμε! Με ρέγκα, ελιές. Δεν υπήρχανε. Αλλά ήτανε γλέντια, γλέντια! Ή τα Ποντιακά. Μετά από τέτοιο, επικράτησε πολύ το Ποντιακό. Τα κέντρα Ποντιακά, τα οποία… Εδώ στην περιοχή μας. Τώρα μπορεί αλλού να μην ήτανε. Δεν ξέρω. Μια εποχή μετά το ‘85 επικρατούσαν πολύ τα μπουζούκια και τα Ποντιακά. Και αφού κλείσαμε εμείς το μαγαζί, και το κλείσαμε λόγω… Παντρευτήκαμε και οι δυο. Ο μπαμπάς μου πια μεγάλωσε, δεν μπορούσε να το κρατήσει, ο θείος αποχώρησε, και εμείς κάναμε παιδιά. Οι άντρες μας υπάλληλοι και οι δυο, με βάρδιες. Με πόνο ψυχής το κλείσαμε. Με πόνο ψυχής. Αλλά δεν γινόταν. Δεν υπήρχε κάποιος που να μπορεί να το κρατήσει, το μαγαζί.
Τη μέρα που κλείσατε τη θυμάσαι;
Ναι, τη θυμάμαι. Ήτανε η τελευταία μέρα. Θα το πω και αυτό. Συμμετείχε η αδερφή σου σε καρναβάλι παιδικό. Ήτανε ντυμένη κοκκινοσκουφίτσα, η Κική, η γιαγιά η Κίτσα, διαγωνισμός παιδικός καρναβαλιού, απόγεμα, κριτική επιτροπή, και η θεία η Κίτσα επιμένει ότι πρέπει να βγει πρώτο καρναβάλι η Κική, γιατί είναι το πιο ωραίο καρναβάλι. Η θεία η Βηθανία να λέει: «Μάνα, σε παρακαλώ πολύ. Μην μιλάς. Όποιον βγάλουνε». Δεν βγήκε η Κική, βγήκε ένα άλλο παιδάκι τέλος πάντων κλπ., και η θεία η Κίτσα έφυγε πολύ δυσαρεστημένη γιατί δεν βγήκε η Κική που ήταν το καλύτερο καρναβάλι. Ήταν η τελευταία. Και μετά από πέντε μέρες γέννησα την Άννα.
Ήτανε συνδυασμένο.
Ναι. Και μετά δεν μπορούσα πλέον… Εγώ, βασικά, εγώ ασχολιόμουνα με τον Γιάννη. Έκανα τα παιδιά, ο Γιάννης υπάλληλος βάρδια, ο παππούς αποχώρησε και με πόνο ψυχής το κλείσαμε. Αλλά το κρατούσαμε έτσι πολλά χρόνια. Μας ζητούσαν τα μηχανήματα, μας ζητούσαν να το νοικιάσουμε. Είχαμε πάντα κάτι στο μυαλό μας, ότι μπορεί να το ξαναδουλέψουμε το μαγαζί, να το ξανανοίξουμε. Μέχρι που μας είπανε ότι δεν δίνεται άδεια σε υπόγειο. Αφού πέθανε η μαμά μου και η άδεια ήταν σε αυτήν, δεν μπορούσαμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρουμε άδεια και έτσι αρχίσαμε να τα πουλάμε μετά, να τα δίνουμε. Αλλά για πολλά χρόνια το μαγαζί ήτανε έτσι. Έτσι στημένο, με τα μηχανήματα, με τους δίσκους, με όλα.
Να το πω αυτό, να το γράψει. Με όσους έλεγα ας πούμε ότι κάνουμε αυτό -το έκανα και για την έρευνα, να ακούσω και τη δική τους εκδοχή- γιατί μαζί συζητάμε, αυτοί δεν είναι εδώ, έλεγα: «Πηγαίνατε στην "Αργώ";». Και πάντα στο τέλος μου λέγανε: «Πες τους να το ανοίξουν για ακόμα μία φορά».
Εμένα πάντα μου το λένε.
Ή μου λέγαν ιστορίες όλοι από εδώ. Κάτι μου λέγανε ότι τους έζησε.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να… Σε λέω, ειδικά Πτολεμαΐδα-Αμύνταιο, σε μαγαζιά, εγώ δεν τους γνωρίζω κιόλας τώρα. Μπαίνω ας πούμε και λέει: «Εσύ δεν είσαι η Αργώ; -η Αργώ με λένε- Εσύ δεν είσαι η Αργώ; Πω ρε συ, γιατί δεν το ανοίγετε ρε εκείνο το μαγαζί; Γιατί δεν το ανοίγετε ρε; Υπάρχει εκείνο το μαγαζί ακόμα;». Δηλαδή φαντάσου τώρα πόσο αναμνήσεις είχαν [01:00:00]αυτοί οι άνθρωποι, έτσι; Τι να σε πω τώρα; Σταυρίδης, τα μαγαζιά, ο Κοτρίδης. Τα ξέρεις αυτά τα μαγαζιά ακόμα και σήμερα. Ο Στόγιας με τα χρυσαφικά; Χρυσαφικό έχει δώσει μέσα ο Στόγιας. Έχει κάνει γλέντια από αρραβώνες, από φαντάρος που θα πήγαινε, από γάμους, όλα τα έκανε μέσα στην ντισκοτέκ. Άμα έφευγε φαντάρος κάποιος, ήταν το καλύτερο, γινότανε…
Για πες.
Γινότανε χαμός. Ερχόταν και οι μπαμπάδες βέβαια. Όχι οι μαμάδες, αλλά οι μπαμπάδες ερχότανε για να γίνει το αποχαιρετιστήριο γλέντι. Ήτανε μεγάλη γιορτή τότε. Θα φύγει φαντάρος το παιδί, καλούσε ο μπαμπάς και τους φίλους, συνήθως πιο πολύ άντρες. Τα κορίτσια δεν εμφανιζόταν πολύ, ούτε η κοπέλα του παιδιού, γιατί δεν ήτανε… απαγορευότανε και αυτό. Ήτανε λίγο… Δεν υπάρχει. Και γινότανε γλέντι. Τρισευτυχισμένοι οι μπαμπάδες, ότι θα φύγει ο γιός τους φαντάρος. Κερνούσε, και γινότανε γλέντια τρελά.
Θυμάσαι έναν που έφυγε και έγινε;
Ναι. Τον Κωστή τον Κατσουπάκη, που το κάναμε το μαγαζί θερινό. Θερινό. Έκλεισαν την ταβέρνα, γιατί πηγαίναμε τρώγαμε εμείς ή παίρναμε εδώ. Ο κόσμος πήγαινε έτρωγε πρώτα στον Κατσουπάκη και μετά κατέληγε στην ντισκοτέκ. Αυτό ήτανε… Και αφού έκλεισαν ο Κώστας, είπε ότι: «Τώρα το μαγαζί είναι κλεισμένο από δω και πέρα. Φέρνω τον κόσμο και θα κάνουμε το γλέντι του Κώστα». Ο Γιώργος, ο μπαμπάς, ο συγχωρεμένος. Ο Καραμπάσης ο μεγάλος. Τώρα μιλάμε για ηλικίες μεγάλες, κάλεσε όλους τους φίλους του. Δεν μπορώ να σε πω για γλέντι. Δεν ξέρω πόση σαμπάνια ανοίξαμε. Φέραμε και απ’ τον Κωστή, πήγαμε πήραμε απ’ τον Τόρτοκα τις σαμπάνιες. Πήγαμε… ό,τι μαγαζί υπήρχε ανοιχτό, πήγαμε τα πήραμε όλα. Δεν μπορώ να σε πω για να το καθαρίσω εκείνο το μαγαζί από τη σαμπάνια και απ’ τις καρέκλες τι γινότανε. Αλλά είχε και το άσχημο αυτή η δουλειά. Πολύ εμετό. Πολύ καθάρισμα. Τουαλέτα. Πολύ τρίψιμο. Πολλή βρωμιά. Και αυτά τα έκανα όλα εγώ. Εγώ με τον μπαμπά. Γιατί αλήθεια Θανάση, δεν σήκωναν ποτό ο κόσμος τότε. Με μια μπύρα γινόταν ένα παιδάκι τύφλα και πήγαινε και ξερνούσε.
Ναι.
Δηλαδή τώρα αυτό που βλέπω τώρα, κατανάλωση αλκοόλ που γίνεται, τότε δεν υπήρχαν και λεφτά. Μπορεί γι’ αυτό να μη γινόταν κατανάλωση, δεν ξέρω. Από το οικονομικό. Αλλά δεν έπινε ο κόσμος ρε Θανάση. Δεν το χρειαζόταν. Δεν το είχε ανάγκη. Εγώ νομίζω τώρα, ας πούμε ακούω τα παιδιά, ότι για να χορέψει ένα παιδί, πρέπει να πιεί. Για να βγάλει τον πραγματικό του. Τότε δεν υπήρχε αυτό το πράγμα.
Γιατί είχε κινητά ας πούμε; Που τώρα μπαίνεις σε ένα μαγαζί και όλοι είναι με ένα…
Δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Ούτε... Και γι’ αυτό σε λέω ότι ήταν καλύτερα. Ήταν αυθόρμητα τα πράγματα και όταν έλεγε ότι: «Θα πάμε στη ντίσκο», εννοούσαμε ότι «Θα πάμε να χορέψουμε, να γλεντήσουμε». Όχι θα πάμε να καθίσουμε. Τώρα ας πούμε βλέπω ζευγαράκια ρε παιδί μου, θα πάνε να καθίσουν σε ένα… Ούτε τα ζευγάρια δεν έχει επικοινωνία. Και τα ζευγάρια με ένα κινητό είστε στα… Αυτό που βλέπω τουλάχιστον.
Πες μου για τους έρωτες λίγο.
Έρωτες.
Εκεί.
Λοιπόν-
Γιατί σαν παράνομους μου τους παρουσίασες. Πού να εκδηλωθεί κάτι ας πούμε;
Δεν μπορεί. Τώρα κοίταξε, άμα είχες τότε μια κοπέλα, σήμαινε ότι θα την παντρευτείς. Και εδώ το χωριό μας, όλα τα παιδιά από μικρά, από 17-16, είχανε μια σχέση. Τότε δεν… δεν μπορούσες να έχεις και κοπέλα ρε. Δεν μπορούσες να έχεις επαφές. Είχες κοπέλα, γυναίκα, με… Δεν μπορούσες. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Για να έχεις κοπέλα έπρεπε, σήμαινε, απ’ τη στιγμή που πήγες με την κοπέλα, σήμαινε ότι θα αρραβωνιαστείς και θα παντρευτείς. Δηλαδή, ήτανε δεδομένο αυτό. «Ποιος; Ο τάδε με την τάδε». Τελείωσε. Τώρα, ήτανε έρωτας; Δεν ξέρω Θανάση. Έτσι ήτανε το σχέδιο. Και ο τάδε με τη τάδε, ο τάδε με τη τάδε, υπήρχε σχέση αυτό. Και κατέληγε σε αρραβώνα και γάμο. Δεν ξέρω αν ήταν πραγματική αγάπη ή έρωτας. Ήτανε το σχέδιο αυτό. Όμως όλοι αυτοί έκαναν οικογένειες, παιδιά. Και πολύ ωραίες οικογένειες, και πολύ ωραία… Δεν υπήρχε ούτε αυτό το σχέδιο του χωρισμού με το παραμικρό ας πούμε και τέτοια. Τότε υπήρχε ο δεσμός. «Δεσμό» το λέγαμε. «Δεσμό». Αυτός έχει δεσμό. Αυτή έχει δεσμό. Τελείωσε. Πως λέμε είναι παντρεμένος; Δεσμός.
Εσύ δηλαδή μπήκες ελεύθερη εκεί-
Ναι.
Και βγήκες-
Παντρεμένη με παιδί.
Με τον σερβιτόρο.
Ναι.
Αλλά φαντάζομαι επειδή ήσασταν και συμμαθητές.
Ήμασταν από συμμαθητές. Ναι, από μικρά, στο σχολείο.
Δεν έγινε εκεί το… To κακό, κατάλαβες.
Εκεί έγινε το κακό. Γιατί εγώ τον Γιάννη δεν τον χώνευα. Ήταν τόσο ζωηρός. Τρώγαμε τόσο ξύλο στο σχολείο απ’ τον Γιάννη, που δεν το… Δεν, με τίποτα δεν έλεγα ότι εγώ μπορεί να έχω τον Γιάννη άντρα μια μέρα. Και ύστερα στην ντίσκο, εντάξει, άλλαξαν. Ήμασταν στην εφηβεία. Τρέλα. Ήταν και πολύ ζωηρούλης και πολύ μοντέρνος και πολύ ωραίος στην παρέα. Που συνεχίζει να είναι ακόμα. Ο Γιάννης βασικά είναι ένα παιδί στη ψυχή. Ακόμα και σήμερα. Είναι ένα παιδί. Και εξελίχθηκε σε δεσμό.
Ναι.
Έτσι ήταν τότε. Δηλαδή, δεν τολμούσες να πειράξεις μια κοπέλα. Όταν εσύ είχες την κοπέλα, ας πούμε την Αναστασία, δεν τολμούσε κανείς να την πειράξει. Έλεγαν ότι η Αναστασία είναι του Θανάση, τελείωσε. Δεν τη φλέρταρε κανείς, δεν την πείραζε κανείς, το σεβόταν όλοι. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Ήταν δεσμευμένη, τελείωσε.
Όχι πες, ξέρεις τι θέλω να μου πεις; Επειδή ήταν και ο παππούς ο Ζαφείρης εκεί. Μήπως, ξέρεις, δεν σας κόμπλαρε;
Όχι. Κοίτα στην αρχή, ρε παιδί μου, εντάξει, υπήρχε σε είπα ένα κλίμα… Ήταν μεγάλος! Ήταν εκεί… ξέρεις, και εμφανισιακά ήταν μεγάλοι ρε Θανάση. Δηλαδή δεν ντύνονταν τώρα η μάνα μου, όπως ντύνομαι εγώ με το τζιν και με τη μπλουζίτσα και με τα ωραία μου. Με το [Δ.Α.] κλπ. Ήτανε η γυναίκα η οποία θα φορούσε τη φούστα, το ταγέρ. Και εμφανισιακά, παρόλο που δεν ήταν μεγάλη σε λέω η μάνα μου, ήταν 40 χρονών όταν το άνοιξε. Είχαν με τον μπαμπά μου αρκετή διαφορά, 11-12 χρόνια διαφορά, ήταν κοπελίτσα σημερινή. Αλλά το στυλ του ντυσίματος ήτανε…
Όχι, εγώ το λέω για σένα και τον Γιάννη με τον παππού τον Ζαφείρη.
Όχι δεν… Τίποτε. Ήτανε…
Δεν ντρεπόσουν ας πούμε;
Όχι, όχι. Καταρχήν ήταν… ενέκριναν πάρα πολύ γιατί τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Πάρα πολύ τον αγαπούσαν. Αλλά κοίταξε Θανάση, δεν υπήρχε όμως αυτό το πράγμα. Δηλαδή, δεν υπήρχε περίπτωση εγώ να κάτσω με τον Γιάννη σε μια καρέκλα και να τον ακουμπάω το χέρι ή ας πούμε να με φιλήσει. Αυτά δεν υπήρχαν. Υπήρχε η σχέση ας πούμε. Εγώ με τον Γιάννη έχω σχέση. Τώρα αν υπήρχαν στιγμές, θα υπήρχαν κάπου αλλού. Μέσα στον χώρο αυτό, η παρέα, δεν υπήρχαν ζευγάρια. Δηλαδή, να κάτσεις δίπλα και να σε αγκαλιάσει. Ή να σε πιάσει το χέρι. Αυτά ήτανε λίγο παράνομα πράγματα. Πώς να σε το πω;
Και όμως πολλοί ερωτεύτηκαν εκεί εγώ πιστεύω.
Βρε ερωτεύτηκαν, αλλά δεν υπήρχαν κινήσεις. Θέλω να σε πω, προσωπικές στιγμές θα υπήρχαν κάπου αλλού έξω. Θα ‘βγαιναν ξέρω ‘γω κάπου αλλού. Μέσα όμως στον χώρο ήτανε ανεπίτρεπτο να αγκαλιάσεις μια κοπέλα. Την κοπέλα σ’ ακόμη. Ασέβεια ας πούμε προς τους άλλους ρε παιδί μου. Δεν υπήρχαν εκδηλώσεις τέτοιες. Να τον αγκαλιάσω, ή να σε φιλήσει, ή να πιάσει το χέρι και ξέρω ‘γω. Όχι, αυτά ήτανε… Οπότε δεν έβλεπε και ο μπαμπάς μου κάτι. Κατάλαβες; Δεν υπήρχαν αυτά και δεν έβλεπαν κάτι το οποίο ήτανε… Γενικά, υπήρχαν κάποια πράγματα που έλεγαν είναι θέμα σεβασμού. Υπήρχε ας πούμε η ηθική. Δεν ξέρω αν ήταν καλά ή κακά, δεν ξέρω. Δεν το κρίνω τώρα. Αλλά ναι, όταν ήταν ας πούμε ο Ζαφείρης απέναντι, δεν θα υπήρχε ένα ζευγάρι που θα είναι αγκαλιασμένο. Υπήρχε ένας σεβασμός ας πούμε, να σ’ το πω σεβασμό; Σεβασμό ας το πούμε. Ξέρω ‘γω; Δεν ξέρω πώς να σ’ το πω. Ντροπή; Ντρεπόμασταν; Δεν υπήρχαν. Οπότε δεν έβλεπαν και αυτοί κάτι μέσα στην ντίσκο. Κάτι που δεν θα τους άρεσε. Έκτος απ’ το τσιγάρο σε λέω, που ήτανε…
Ναι. Απαγορευμένο.
Απαγορευμένο, ειδικά στις γυναίκες. Δηλαδή, η γυναίκα κάπνιζε, η κοπέλα κάπνιζε, ήτανε… Άσ’ το.
Θυμάσαι -επειδή τώρα είπαμε πολλές ιστορίες ας πούμε, με τη γέννα, με, με, με, είπαμε πολλά- καμία που την αδικούμε, που την αγαπάς πολύ, αλλά δεν την είπαμε. Που σου κάνει πολύ εντύπωση. Αστεία, δεν ξέρω.
Τώρα κόλλησα. Μόνο αν μ’ έρθει έτσι αυθόρμητα. Δεν…
Ναι, ναι. Εντάξει. Εγώ πρέπει να σε βοηθήσω να το κάνουμε αυτό. Αλλά εντάξει, λέω μήπως σου έρθει καμιά.
Αστείο είναι ότι όλοι οι σερβιτόροι μας είχαν ας πούμε μια κοπέλα, την οποία την έβαζαν μες στο τζόκεϊ, την έκρυβαν μέσα και εμείς χτυπούσαμε την πόρτα απ’ έξω, και λέγαμε ας πούμε… Ήταν αστεία αυτά τα πράγματα. Τώρα αστεία, τι να σε πω; Δεν μου έρχεται τώρα κάτι για να σε πω.
Είχε μια κοπέλα, που ήταν πιο ελεύθερη.
Πιο ελεύθερη, η οποία πλέον ας πούμε, την είχαμε: «Ποια; Η Ραφαέλα». Δεν είναι το όνομα της αυτό, το πραγματικό, γι’ αυτό και το λέω. Η Ραφαέλα. Η Ραφαέλα είχε ζήσει στη Γερμανία, ήτανε πιο εξελιγμένη, είχε άλλο μυαλό όταν ήρθε. Το ντύσιμο τελείως διαφορετικό της Ραφαέλας, έξω η κοιλιά και ξέρω ‘γω, γιατί ήρθε απ’ έξω. Εμείς δεν μπορούσαμε να ντυθούμε έτσι. Και ήταν -τώρα, δεν ξέρω πως να σ’ το πω- πιο ελεύθερη η κοπέλα.
Και ψάχνατε τους σερβιτόρους.
Και ψάχναμε τους σερβιτόρους, ψάχναμε το τζόκεϊ, πού να είναι, πού να είναι, μέσα. Και συνήθως ήταν μες στο τζόκεϊ, γιατί ήταν πολύ ψηλό το τζόκεϊ. Έκλειναν την πόρτα με σύρμα τότε και εμείς απ’ έξω χτυπούσαμε: «Άντε, άντε ρε παιδιά! Βάλτε μουσική, φτάνει τόσο» ξέρω ‘γω. Τώρα ποιος, τι, δεν μου ‘ρχεται κάτι.
Όχι αστεία, έτσι ξέρεις, που λες…
Ας πούμε το σπάσιμο τις πόρτες με τις γροθιές. Τέτοια θυμάμαι, πιο πολύ…
Μου είπες έσπασε χέρι-
Είναι, είναι, η γροθιά είναι ακόμα στην πόρτα.
Την έβγαλα φωτογραφία.
Την έβγαλες; Είναι. Και αυτό ήταν… Κυνηγούσαν το Γιάννη που είχε όλα τα λεφτά, περίπου ένα εκατομμύριο, το είχε μέσα στη τσέπη του, φαντάρος. Και έφυγε, και ο θείος μου ο Αφεντούλης έλεγε: «Τώρα πού πήγε ο Γιάννης με τόσα λεφτά; Και άμα τον εβρεί κανένας και πάνε όλα τα λεφτά;». Αλλά έπρεπε να φύγει γιατί ήταν φαντάρος και άμα ήτανε σε καβγά… Και τώρα ισχύει νομίζω αυτό. Δεν ισχύει;
[01:10:00]Ήταν σε καβγά και τον κυνηγούσανε…
Ναι. Και έπρεπε να φύγει για να μην ‘ρθει η αστυνομία και τον δει φαντάρο, γιατί θα είχε μετά, θα περνούσε στρατονομία, τι, πώς τα λέτε ξέρω ‘γω. Και έπρεπε να φύγει ο Γιάννης, να μην τον βρει η αστυνομία. Ήρθε το 100 εκείνο το βράδυ, γιατί ήταν… Κάναμε με ζωντανή μουσική βραδιές. Οι οποίες πολλή επιτυχία. Πάρα πολλή. Καταρχήν, χόρευε και παραδοσιακούς χορούς ο κόσμος. Τώρα τα παιδιά δεν ξέρουν σήμερα να χορεύουν. Δηλαδή, μες στο πρόγραμμα υπήρχε καλαματιανό, υπήρχαν ποντιακά, υπήρχε το τσάμικο, υπήρχε… Κατάλαβες; Χόρευε παραδοσιακούς χορούς, και πολύ έντονα κιόλας η νεολαία. Το «Στέλιο», το… Τώρα ας πούμε δεν νομίζω σε κλαμπ να χορεύουν τέτοιους χορούς, παραδοσιακά. Βάζουν;
Βάζουν, εντάξει. Αλλά δεν έχει τη ντίσκο που λέμε. Που ήτανε, ξέρεις ντίσκο, που έβαζαν…
Δεν υπάρχει πίστα καταρχήν. Τότε χόρευε ομαδικά ο κόσμος. Τώρα, και να χορέψεις σε ένα κλαμπ, θα χορέψεις μεμονωμένα εκεί που κάθεσαι, έτσι δεν είναι; Αυτά που ξέρω, γιατί έχασα την επαφή. Τότε υπήρχε η πίστα ρε παιδί μου, σε όλα τα μαγαζιά. Είτε ποντιακό ήτανε, ή μπουζούκια, ή ξέρω ‘γω, υπήρχε η πίστα. Θα πας να χορέψεις εκεί. Χορεύαμε πάρα πολύ παραδοσιακούς χορούς. Και μετά και τα ζεμπέκικα και τα τσιφτετέλια, υπήρχε λαϊκό πρόγραμμα ας πούμε εκεί. Η φωτεινή επιγραφή, «Λαϊκό», «Ντίσκο», «Μπλουζ». Πατούσαμε τη φωτεινή επιγραφή, πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία.
Έβαζε δηλαδή Boney M., και μετά έβαζε καλαματιανό.
Και μετά έβαζε καλαματιανό. Και ο κόσμος χόρευε, ό,τι και να ‘βαζε, ήταν επάνω.
Μικροί, μεγάλοι.
Μικροί, μεγάλοι. Το μπλουζ είχε μεγάλη πέραση σαν χορός. Που σήμερα δεν χορεύεται νομίζω. Το τανγκό. Το βαλς. Ήταν όλα μέσα στο πρόγραμμα αυτά. Και τα χόρευε η νεολαία Θανάση, τα χόρευε. Τώρα ας πούμε δεν νομίζω να υπάρχει κανένας να χορεύει τανγκό. Που ήταν ένας πάρα πολύ ωραίος χορός. Και εγώ ας πούμε με τον μπαμπά μου το χορεύαμε πάρα πολύ. Βαλς και τανγκό. Τώρα δεν τα χορεύουν. Ούτε τους ξέρουν αυτούς τους χορούς σήμερα. Για ντίσκο ας πούμε ήτανε… Το λαϊκό πρόγραμμα, αλλά έτσι… Δεν ήτανε μόνο σε εμάς. Νομίζω σε όλα τα μαγαζιά αυτά επικρατούσε αυτό το πρόγραμμα. Έτσι ήτανε. Και αργότερα εγώ ας πούμε που πήγα στη Θεσσαλονίκη και υπήρχαν ντίσκο, έτσι ήταν τα προγράμματα. Με τραπέζια, δεν ήταν καθιστικά καταρχήν, τώρα είναι όρθια, δεν είναι όρθια; Υπήρχαν τραπέζια και καρέκλα. Και εκεί που πήγαινα.
Και τσιγάρο. Γιατί τώρα δεν γίνεται.
Τσιγάρο ατελείωτο. Μετά απελευθερώθηκαν πλέον, μετά από μια εποχή. Έφτασε το 90’ ρε Θανάση, ύστερα ο κόσμος άλλαξε πάρα πολύ.
Αλλά θέλω να πω, κάπνα, σκόνη…
Κάπνα να πνιγείς. Να μην βλέπεις, τι να σε πω; Ειδικά στη Θεσσαλονίκη μια ντίσκο, πάρα πολύ μεγάλη -δεν θυμάμαι το όνομα τώρα να σ’ το πω- μιλάμε ότι δεν έβλεπες απ’ τον καπνό. Υπήρχαν και μηχανήματα, τώρα δε υπάρχουν πολύ πιο σύγχρονα, εντάξει. Χίλια άτομα μέσα. Χίλια άτομα με ένα τσιγάρο όλοι όμως, γιατί τότε απελευθερώθηκαν όλοι και κάπνιζαν άντρες-γυναίκες. Όλοι με ένα τσιγάρο, 1000 τσιγάρα μαζί, πόσο μπορεί να τραβήξει ένα μηχάνημα ας πούμε; Και ποτό. Μετά άρχισε να πίνει και ο κόσμος ποτό.
Στην ντίσκο είχε γλίστρες; Στην πίστα είχε γλίστρες;
Πολύ, πάρα πολύ. Αφού έριχναν ποτά συνέχεια σε λέω. Καθάρισμα, Σοφία. «Overlay», διαφήμιση. Κόψ’ το αν δεν… Δεν υπάρχει το «Overlay» σήμερα οπότε μη στεναχωριέσαι. Ναι. Τι άλλο θες να σε πω; Θυμάμαι ότι είχα… έφερναν τα μωρά μέσα. Τα ζευγάρια έφερναν τα μωρά. Δηλαδή η δικιά μου ανιψιά, η Μαρία, μεγάλωσε μες στη ντίσκο. 02:00-03:00 η ώρα την πηγαίναμε στο σπίτι. Υπήρχε ζευγάρι, αυτός ο πολιτικός μηχανικός που σε λέω, έφερνε το μωρό, το είχαν στο αυτοκίνητο με κουβέρτα και μαξιλάρι, μονίμως. Το μπιμπερό. Αραγμένο εδώ μπροστά στον δρόμο, και συνήθως με έλεγε εμένα: «Πάνε να δεις λίγο μήπως ξύπνησε το μωρό». Άμα ξυπνούσε, τον έλεγα: «Ξύπνησε». Πήγαινε, το έδινε το μπιμπερό, το ξανακοίμιζε, την μπιμπίλα και ξανακατέβαινε στην ντίσκο.
Δεν έκανε θόρυβο στη γειτονιά;
Όχι, όχι. Δεν είχε καθόλου. Καθόλου. Γι’ αυτό και ίσως, και γι’ αυτό γινόταν υπόγεια. Δεν ξέρω. Δηλαδή, εμείς με τον Κατσουπάκη είχαμε πρόβλημα αργότερα, με τη ζωντανή μουσική, γιατί ακουγόταν. Η ντίσκο δεν ακουγότανε, ούτε εμείς εδώ πάνω. Δεν ακουγότανε.
Ξέρεις τι θέλω να μου πεις; Όταν κλείνει, στεναχωριέστε ξέρω ‘γω. Πώς τη θυμάστε τώρα ας πούμε; Και εσύ και ο παππούς καμιά φορά άμα σου λέω.
Ο παππούς νομίζω ότι κλαίει κάθε φορά που το λέμε. Δακρύζει. Γιατί μαζί με εμάς, πέρασε πάρα πολύ ωραία χρόνια. Γλέντησε. Κουράστηκε, αλλά γλέντησε και διασκέδασε. Με τους φίλους του, με τις παρέες του, ερχόταν όλοι. Και ο παππούς δακρύζει. Και εγώ. Εγώ ας πούμε συγκινούμαι, δεν μπορείς να φανταστείς Θανάση πόσο. Δεν έχω περάσει καλύτερα χρόνια από κείνα. Ήτανε τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Ήμασταν στη Θεσσαλονίκη με την Τασούλα, και κάθε Παρασκευή παίρναμε το τρένο, ερχόμασταν στην ντίσκο Σαββατοκύριακο, και την Κυριακή το βράδυ μάς πήγαινε ο μπαμπάς μου στο Αμύνταιο και φεύγαμε στη Θεσσαλονίκη. Για να είμαστε το Σαββατοκύριακο στην ντίσκο. Δεν υπήρχε και άνεση οικονομική. Δεν είχαμε ρε Θανάση οικονομική άνεση. Δηλαδή εγώ θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη ας πούμε, τον έλεγα: «Ρε μπαμπά, δώσε και κάτι παραπάνω, γιατί είπαμε ας πούμε Σαββατοκύριακο, θα πάμε σε μια ντίσκο». Πορτοκαλάδα πάλι λέω. Και έλεγε: «Κορίτσι μου, δεν είναι απαραίτητο, τώρα να πας και… πληρώνουμε ενοίκια, τέτοια, τέτοια, και να πας να πιείς, και να πας και στη ντίσκο». Δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν χρήματα.
Σοφία, άμα… Πες ότι γινόταν ένα θαύμα τώρα, και ήταν όλη στημένη κάτω και ανοιχτή και δούλευε κανονικά, τι θα έκανες; Το πρώτο πράγμα;
Θα χόρευα όλη νύχτα. Θα έβαζα τους Boney M. όλη τη μουσική και θα χόρευα όλη νύχτα. Και όχι νομίζω εγώ μονάχα. Δηλαδή, αν έβγαινα και έλεγα… Έπαιρνα τηλέφωνο και έλεγα: «Κορίτσια, ανοίγει η ντίσκο απόψε»… Έγινε στην Πτολεμαΐδα αυτό. Πριν δυο-τρία χρόνια, η «Τοπ Τεν» η ντισκοτέκ, που είχε τα πράγματα μέσα, έκανε βραδιά «Τοπ Τεν». Δεν μπόρεσα να πάω, δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν το θυμάμαι τώρα, αλλά όσοι πήγαν, τρελάθηκαν. Λέει: «Δεν καθίσαμε όλη νύχτα καθόλου. Δεν κατεβήκαμε απ’ την πίστα». Η μουσική, και όπου ακούω εγώ, αυτή τη μουσική, οι Boney M., ειδικά, είναι το χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης. Και άλλα συγκροτήματα, έτσι; Τώρα δεν τα θυμάμαι να σε πω. Όπου και να τα ακούω, ανατριχιάζω. Και τα ακούω μέχρι σήμερα, εγώ κάθε μέρα τα ακούω αυτά. Άμα ρωτήσεις τον Γιάννη, θα σε πει: «Daddy cool». Είναι το τραγούδι του. Θα χόρευα όλη νύχτα Θανάση. Δηλαδή, ρε Θανάση τώρα για να χορέψουμε -εγώ το λέω σε όλους- πρέπει να γίνει ένας γάμος. Πάμε στην ταβέρνα, η διασκέδαση είναι ταβέρνα. Εντάξει, τώρα δεν έχουμε και έλλειψη φαγητού. Πας για να πας και να πιείς ένα ποτήρι κρασί τέλος πάντων. Πέραν αυτού, δεν υπάρχει τίποτα. Εγώ ας πούμε λέω ότι θα ήθελα να πάω μια βραδιά σε μπουζούκια. Στα παλιά μπουζούκια όμως, όχι στα σημερινά, στα μπουζούκια. Τα «σκυλάδικα» που έλεγαν ας πούμε. Ήταν πάρα πολύ ωραίο γλέντι και διασκέδαση. Δεν υπάρχουνε, για να πεις ότι θα πα' να κάνεις μια τέτοια βραδιά. Θα βγεις να πας σε μια ταβέρνα. Δεν το θεωρώ διασκέδαση εγώ πλέον τώρα αυτό. Δεν μου λέει κάτι ας πούμε. Βαριέμαι και να ντυθώ και να πάω. Βαριέμαι. Γιατί διασκέδαση ήταν… Άλλο νόημα είχε για μας η διασκέδαση. Δεν κατηγορώ. Σήμερα μπορεί να είναι και πιο ωραία, να περνάει η νεολαία και πιο ωραία. Εγώ έχασα την επαφή με αυτά τα πράγματα και δεν μ’ αρέσουν γιατί δεν έμαθα, δεν μεγάλωσα έτσι. Μου λείπουν αυτά τα πράγματα, πολύ. Ας πούμε τον Γιάννη τον λέω πάρα πολλές φορές ας πούμε, Ανάσταση και τέτοια, τον έλεγα: «Ρε Γιάννη -και φέτος του το είπα-, άμα είχε μπουζούκια, ντυνόμουνα τώρα να πάμε κάπου. Και οι δυο μας». Δεν έχει όμως. Δεν ξέρω, τώρα στη Θεσσαλονίκη έχει. Εδώ λέμε, στην περιοχή, έτσι;
Και με τον κορονοϊό, με αυτά, πάνε όλα.
Ναι. Εντάξει. Εγώ έχασα την επαφή. Εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος βγαίνει και γλεντάει. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουνε.
Λοιπόν, κάποιες σκέψεις για το μέλλον και μια ευχή θέλω.
Θέλω τα παιδιά μου -η ευχή- να μπορούσαν να ζήσουνε -αλήθεια σ’ το λέω αυτό- το 1/3 από αυτό που διασκεδάσαμε και γλεντήσαμε εμείς. Δεν το ζούνε και στεναχωριέμαι πάρα πολύ. Και εύχομαι να παν καλύτερα τα πράγματα και να ζήσουν τα παιδιά μου αυτά τα πράγματα, τα μισά απ’ αυτά που έζησα εγώ. Γιατί εγώ βλέπω ας πούμε την Άννα ότι έκανε δυο παιδιά, όλη η ηλικία αυτή, και η διασκέδαση είναι αν θα πάνε μια φορά σε μια ταβέρνα. Γιατί εγώ γλέντησα πάρα πολύ στη ζωή μου, ξενύχτησα πάρα πολύ και θα ‘θελα τα παιδιά μου, το εύχομαι… Χαίρομαι πάρα πολύ, να έχετε παρέες καταρχήν. Η παρέα είναι το πιο σημαντικό πράγμα Θανάση. Η παρέα. Φίλους. Και όπου και να φτάσετε, όπου και να φτάσετε, οι παιδικοί φίλοι είναι οι φίλοι. Δεν αλλάζονται Θανάση. Θα κάνεις πάρα πολλούς φίλους, θα κάνετε. Εγώ το λέω στα παιδιά μου, πάρα πολλούς. Θα γνωρίσετε, θα ανεβείτε λόγω δουλειάς, γνωριμίες. Είστε παιδιά που είστε πολύ πιο εξωστρεφείς, που είστε έξω, πανεπιστήμια, σχολεία, δουλειές. Οι παιδικοί φίλοι είναι θησαυρός. Και να μην τη χάσετε την επαφή ποτέ αυτή και το εύχομαι στα παιδιά μου. Και τα δυο έχουν πάρα πολύ λίγους φίλους, και καλούς, και λέω και στα δυο: «Να μην χάσετε ποτέ αυτό». Εμείς το χάσαμε λόγω πολιτικής. Και το ‘χω μετανιώσει πάρα πολύ. Δεν άξιζε. Αυτό εύχομαι στα παιδιά μου. Να ‘χουνε φίλους, παρέες, γιατί κάποια στιγμή, οι μεγαλύτεροι, οι γονείς, φεύγουνε, εύλογο, και οι φίλοι είναι ένας θησαυρός. Να μπορείς να ξέρεις, να σηκώσεις το τηλέφωνο, και να πεις: «Θανάση, έχω πρόβλημα». Ας είναι στη Θεσσαλονίκη, ας είσαι στην Αθήνα. Αυτό που είδα χθες, το μάζεμα εδώ, δεν αλλάζει ρε Θανάση με τίποτα. [01:20:00]Ο αυθορμητισμός, το γέλιο, να είσαι αυτός που είσαι, γιατί όταν θα είσαι στη δουλειά σου, θα είσαι κάποιος άλλος, έτσι; Μεθαύριο θα μπεις σε έναν χώρο, οποιοδήποτε, σε μια εταιρία, σε ένα… Θα είσαι ο κύριος τάδε. Αυτός ο Θανάσης, ο αληθινός, είσαι εδώ. Εκεί είσαι αυτός που πρέπει να είσαι, o προσποιητός, αυτός που πρέπει. Άλλο πρέπει και άλλο τι θέλω να είμαι. Εγώ, ας πούμε, αυτό που με είπε προχθές ότι: «Ωραία είναι Ολλανδία Σοφία, αλλά δεν είναι αυτό το πράγμα». Κάτι λέει αυτό.
Ένα παιδί που μετανάστευσε.
Ένα παιδί που μετανάστευσε.
Γιατί το χωριό δεν τα πάει και πολύ καλά.
Το χωριό δεν τα πάει… Γιατί σου λέω, όπου και να είσαι, να έχεις φίλους ρε Θανάση. Όπου και να είσαι. Άμα έχεις φίλους, μια καλή παρέα, περνάς καλά παντού. Εγώ σου το λέω το έζησα 40 χρόνια αυτό, μέρα-νύχτα με την παρέα, Χριστούγεννα, θάλασσα κλπ., και το έχασα λόγω πολιτικής. Το λέω και το λέω με πόνο ψυχής αυτό που σε λέω, που δεν άξιζε τον κόπο να χάσω αυτό το πράγμα. Και κάθε Πάσχα, Χριστούγεννα κλπ., μου λείπουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Αυτό εύχομαι στα παιδιά μου. Να έχουν φίλους και να περνάνε όσο καλύτερα… γιατί τα χρόνια περνάν πολύ γρήγορα. Πάρα πολύ γρήγορα. Εγώ νομίζω τώρα ότι αυτά που σε είπα, ότι ήτανε χθες. Και προσγειώνομαι και λέω: «Ωπ, προσγειώσου Σοφία», αυτά ήτανε πριν 30 χρόνια ας πούμε.
Αλλά έχεις μια ζωηράδα και με πήγες και εμένα εκεί πέρα, να ξέρεις.
Ναι ε;
Ένιωθα ότι είμαι μέσα.
Μακάρι να τα κατάφερα.
Θα το κλείσω.
Photos

Σκηνές από τη ντίσκο
Πελάτες του μαγαζιού στην πίστα.

Σκηνές από τη ντίσκο
Ο Γιάννης, ο μετέπειτα σύζυγος της Σοφίας, ...

Σκηνές από τη ντίσκο
Η Σοφία με το Γιάννη στην "Καλύβα", χώρο τ ...

Σκηνές από τη ντίσκο
Η Σοφία με το Γιάννη στις σκάλες που οδηγο ...

Σκηνές από τη ντίσκο
Σερβιτόροι. Ο Γιάννης (αριστερά) και ο ένα ...
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Το 1978 η ντισκοτέκ «Αργώ» θα ανοίξει τις πόρτες της για τους κατοίκους του Φιλώτα Φλώρινας και για τη γύρω περιοχή. Η ζωή της ντίσκο μέσα από τις αναμνήσεις της αφηγήτριας, της Σοφίας, κόρης της οικογένειας των ιδιοκτητών και εργαζόμενης: οι χοροί, οι διαγωνισμοί και τα γλέντια, η διακόσμηση, οι ιστορίες με τους καβγάδες, οι συνήθειες της διασκέδασης και η ζωή των κατοίκων πριν και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ντίσκο. Η Σοφία θυμάται την ιστορία της θρυλικής ντίσκο του χωριού που ένωσε τους κατοίκους και σημάδεψε την προσωπική της ζωή, πριν κλείσει τις πόρτες της για τελευταία φορά μέσα στη δεκαετία του '90.
Narrators
Σοφία Αναγνωστοπούλου
Field Reporters
Αθανάσιος Στρατάκης
Tags
Interview Date
26/04/2022
Duration
82'
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Το 1978 η ντισκοτέκ «Αργώ» θα ανοίξει τις πόρτες της για τους κατοίκους του Φιλώτα Φλώρινας και για τη γύρω περιοχή. Η ζωή της ντίσκο μέσα από τις αναμνήσεις της αφηγήτριας, της Σοφίας, κόρης της οικογένειας των ιδιοκτητών και εργαζόμενης: οι χοροί, οι διαγωνισμοί και τα γλέντια, η διακόσμηση, οι ιστορίες με τους καβγάδες, οι συνήθειες της διασκέδασης και η ζωή των κατοίκων πριν και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ντίσκο. Η Σοφία θυμάται την ιστορία της θρυλικής ντίσκο του χωριού που ένωσε τους κατοίκους και σημάδεψε την προσωπική της ζωή, πριν κλείσει τις πόρτες της για τελευταία φορά μέσα στη δεκαετία του '90.
Narrators
Σοφία Αναγνωστοπούλου
Field Reporters
Αθανάσιος Στρατάκης
Tags
Interview Date
26/04/2022
Duration
82'