© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μνήμες μιας ζωής πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την Κατοχή στο χωριό Χάβαρι Ηλείας
Istorima Code
22030
Story URL
Speaker
Αθανασία Ρέππα (Α.Ρ.)
Interview Date
19/04/2022
Researcher
Δήμητρα Κυβέλη Μπαρμπούδη (Δ.Μ.)
[00:00:00]Το ξεκινάω. Ωραία, λοιπόν, είμαι με την κυρία Αθανασία Ρέππα, είμαι η Δήμητρα Κυβέλη Μπαρμπούδη και είμαι ερευνήτρια στο Ιστόρημα και είμαστε στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Απριλίου του 2022.
Ωραία.
Είπαμε, λοιπόν, κυρία Αθανασία, ότι θα μιλήσουμε λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.
Εντάξει.
Θέλετε να μου πείτε, καταρχάς, πού γεννηθήκατε;
Στο Χάβαρι, κωμόπολις είναι. Χάβαρι, Ηλείας. Είναι στην Αμαλιάδα κοντά.
Και πότε, περίπου, γεννηθήκατε; Θυμάστε;
Α, ναι. Γεννήθηκα το 1900…Τώρα το ήξερα και το ξέχασα.
Μου είχατε πει πριν 1930.
Βέβαια.
Ωραία.
Το ‘07; Πότε ήτανε, δεν...
Δεν πειράζει. Λοιπόν, ας το αφήσουμε αυτό το κομμάτι.
Ναι.
Πάμε λίγο να μιλήσουμε για το χωριό.
Ναι, ναι.
Το θυμάστε καθόλου, πώς ήταν το χωριό σας;
Ναι, βέβαια το θυμάμαι και ακόμα έτσι είναι ωραίο χωριό. Είχε 500, είχε 2.000 κόσμο το χωριό μου. Ήτανε... Είχαμε 3 γιατρούς. Τι άλλο, ας πούμε; Αυτό που έχω… Ήτανε πολλοί και είχε από όλα. Λοιπόν, και είχαμε την εκκλησία μας, η οποία εκεί πηγαίναμε, εκεί είχαμε, όλος ο κόσμος. Ήταν πολύ θρήσκοι, οι χωριανοί. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον και κάναμε τις γιορτές, τι κάναμε, και όλοι μαζί. Καλά ήτανε.
Το χωριό αυτό ήταν από πάντα εκεί; Το χωριό σας ήταν από πάντα-
Ναι-
Σε εκείνη τη θέση;
Εκεί ήτανε.
Δεν είχε γίνει ένας σεισμός;
Το 1911 έγινε σεισμός, σκοτώθηκαν πάρα πολλοί, δεν ξέρω πόσοι όμως. Και μετά ξανά… Μάλιστα, το χωριό ήτανε πιο πέρα από ότι είναι, και έμπαινες σε 3 μεριές μετά: Στο πέρα-πέρα που ήτανε, στο μεσαίο και αυτό, το καινούργιο, και ήταν ένα ολόκληρο μετά.
Και τι δουλειές έκαναν; Τι δουλειές έκαναν συνήθως;
Οι πιο πολλοί αγρότες, αγρότες ήτανε, κτηνοτρόφοι. Προπαντός αγρότες. Καλλιεργούσαν σταφίδα. Τη σταφίδα την έπαιρνε η Αγγλία, το θυμάμαι, δηλαδή, αυτό.
Και οι δικοί σας γονείς ήταν αγρότες;
Ε;
Και οι δικοί σας γονείς ήτανε αγρότες;
Ναι, ναι, ναι είχανε, είχε ο μπαμπάς μου είχε ένα σπίτι, σε εξοχικό, και είχε 30-40 στρέμματα χωράφια, αμπέλια, ελιές, αυτά όλα μαζί, τα οποία υπάρχουν ακόμα.
Πηγαίνατε εσείς καθόλου στο χωράφι;
Βέβαια, δούλευα κιόλας στο χωράφι. Δούλευα, δηλαδή. Η σταφίδα ήθελε, που είχαμε φυτέψει, ήθελε πολύ δουλειά. Κάθε εποχή και άλλη. Ναι, βέβαια.
Τι κάνατε θυμάστε καθόλου; Τι κάνατε με τη σταφίδα;
Βέβαια. Στη σταφίδα πρώτα την καθαρίζανε, τα κλήματα. Ρίχνουμε τα παλιά. Μετά την καθαρίζανε, την περιποιόσαντε τέλος πάντων. Και… Να πω τις δουλειές, που κάναμε επάνω; Στάσου να θυμηθώ. Αυτό δεν… Σαν να τα θυμάμαι, δηλαδή, αλλά…Την άρχισα από την αρχή, που τη φτιάχνουμε, την κλαδεύουνε, την αυτόνανε την σταφίδα, μετά τη σκάβαμε το χώμα της, τη σκαλίζουμε και γινότανε, ας πούμε, στρέμματα πολλά.
Και τα παιδιά, γενικά πήγαιναν και βοηθούσανε;
Ναι, βέβαια, τα παιδιά. Αφού τις, επειδή το «χαράκωμα», που λέμε, χαρακώνουμε το κλήμα, έπρεπε να το χαρακώσεις, μία χαρακιά, δηλαδή, αν είναι δυνατόν να βγει εκείνο το μέρος, για να κάνει σταφύλια και τέτοια. Και αυτό γινόταν κατά το Μάη. Και παίρναμε από το σχολείο άδεια και δεν πηγαίναμε 5 μέρες, τόσο ήταν απαραίτητο.
Σας άρεσε να πηγαίνετε εσάς ή όχι;
Στο κτήμα; Κανένα παιδί δεν θέλει να δουλεύει τόσο πολύ στο κτήμα, αλλά πηγαίναμε. Βέβαια. Έπρεπε να βρεθούμε εκεί, να βοηθήσουμε. Ε, βέβαια. Τελευταία, τον Αύγουστο τρυγάγαμε, αυτόναμε, πουλάγαμε τη σταφίδα και παίρναμε ένα ποσό. Από εκείνα ο μπαμπάς μου βοήθησε, παντρεύτηκαν, 4 κορίτσια είχε, και τα αγόρια, προτού φύγουνε για Αυστραλία... Βέβαια, γιατί δεν είχε άλλες δουλειές. Καλά, όμως, ήτανε. Είμαστε όλοι αγαπημένοι στο χωριό. Η εκκλησία μας… Εμείς, άμα ερχόταν επίσκεψη –αυτό θυμάμαι και γελάω τώρα–, άμα ερχότανε μία φίλη επίσκεψη από ένα άλλο μέρος, η πρώτη μας δουλειά ήταν να τον πάμε στην εκκλησία, να γνωρίσει την εκκλησία.
Πώς ήταν αυτή η εκκλησία;
Όπως όλες οι εκκλησίες. Η Αγία Τριάδα ήτανε, και ήτανε πολύ όμορφη. Εγώ ήμουνα πολύ... Και εμείς τα κορίτσια, παραδείγματος χάρη, πιο πολύ, όταν ήταν η γιορτή ή γιορτές, βγάζαμε και χαρτάκια και έν[00:05:00]α και άλλα και μαζεύαμε λεφτά. Ή το καλοκαίρι που βγάζανε τις σταφίδες, μαζευόταν μία επιτροπή και πηγαίνανε όλοι, σε όλα τα αλώνια, και δίνανε σταφίδα ο κόσμος, για να βγάλουνε λεφτά, να έχουνε για τις ανάγκες τους.
Τώρα μου λέτε για τη γιορτή της Αγίας Τριάδας έτσι, για το πανηγύρι;
Ναι.
Για προσπαθήστε λίγο να το θυμηθείτε πιο καλά, το πανηγύρι, να μου πείτε τι κάνατε;
Στο πανηγύρι; Τίποτα εμείς δεν... Γινόταν στα κέντρα, τα πανηγύρια της... Ερχόσαντε τραγουδιστές και εκεί τραγουδάνε, τα συνηθισμένα. Καλά ήτανε. Για μας, που δεν είχαμε άλλα, εκείνα ήτανε ωραία, «Άντε θα πάμε.». Πηγαίναμε, γλεντάμε, χορεύαμε, τα πάντα, 3-4 μέρες. Ναι, γινότανε ωραίο για τότε και για εμάς, που δεν είχαμε άλλα. Την θάλασσα ήταν λίγο μακριά, όχι πολύ, έξω από την Αμαλιάδα 5 χιλιόμετρα, 10. Δεν είναι παραπάνω. Ή πηγαίναμε το καλοκαίρι, χτίζαμε... πώς τις λέγαμε; Φτιάχναμε σπίτια μόνοι μας με διάφορα. Και εκεί είχαν ο καθένας στο σπίτι του.
Παραθαλάσσιο, ε;
Ναι, είναι παραθαλάσσιο και καλό, ωραίο μέρος. Από την Αθήνα πολλοί κατέβαιναν εκεί, πάρα πολύς κόσμος, γιατί είχε, και τώρα ακόμα έχει κόσμο στην Αθήνα από το χωριό. Ένας-ένας πάει και βρίσκει δουλειά του, να κάνει, και πάει και έρχεται. Έχουν και τα σπίτια τους εκεί κάτω. Καλά είναι, δεν βαριέσαι.
Για πείτε μου λίγο ακόμη για το πανηγύρι. Κρατούσε πολλές μέρες μου είπατε.
Ναι, κρατούσε 2-3-4 μέρες το πανηγύρι. Γινότανε, γινόταν πρώτα-πρώτα στην εκκλησία. Γιορτή στην εκκλησία, δοξολογίες και λοιπά, και μετά γλεντάμε πολύ, πάρα πολύ.
Έρχονταν μικροπωλητές, πουλούσαν πράγματα;
Βέβαια, βέβαια, είχαν, είχαμε μικροπωλητές, που πουλούσαν διάφορα πράγματα. Και έξω είχε, τα καφενεία όλα κέντρα γίνονταν. Καλά ήταν το πανηγύρι το δικό μας. Γλεντάγαμε ο κόσμος και μας φαινόταν ο ουρανός κολοκύθια, δεν ξέραμε άλλα. Κατάλαβες; Και να ξέραμε και να... Πηγαίναμε όμως, γλεντάμε. Εμείς πολύ γλεντάμε στις γιορτές, που είχε ο καθένας τη γιορτή, το όνομα του. Το βράδυ, ας πούμε, είχε καλεσμένους στο σπίτι και γλεντάγανε μέχρι το πρωί.
Άρα ήτανε έθιμο αν τους τραπεζώνει παραδείγματος χάρη-
Ναι-
Αυτός που…
Ναι, τους τραπεζώναμε. Έλεγε ένας θείος μου, δεν είχε κορίτσι, πήγαινα εγώ και βοήθαγα και έλεγε: «Έλα να, γιατί έχω πολύ κόσμο». Και έσφαζε 2 αρνιά, τα ετοιμάζαμε, τα φτιάχναμε, να τα βάζαμε στο φούρνο, και το βράδυ γέμιζε το σπίτι κόσμος. Έτσι κάναμε, τους θέλαμε τους ανθρώπους και γλεντάγαμε, αφού δεν είχαμε άλλα. Και με αυτά, πιο καλά. Τις Απόκριες γλεντάμε πολύ. Έβλεπες, γινόμαστε καρναβάλια, γεροί, νέοι, όλοι μαζί. Και γλεντάγαμε.
Πώς γινόσασταν καρναβάλια;
Τις Απόκριες.
Θυμάστε να κάνετε στολές;
Ναι, βέβαια. Παίρναμε, φτιάχναμε. Τι στολές, τι... Δηλαδή, η αδερφή μου πήγε και έγινε παπάς. Λοιπόν, αυτό απαγορευόταν. Λοιπόν, πάει, πάει μια μετά, της λέει: «Γρήγορα, ντύσου παπάς». Λέει: «Γιατί;». Λέει: «Ντύσου. Ο παπάς δεν με κοινωνάει –λέει– επειδή έγινα καρναβάλι. Είπε, απαγορευόταν, δεν έπρεπε να γίνουν». Και της λέει: «Βάλε τη στολή σου να με κοινωνήσεις». Τα γέλια που κάναμε! Ωραία, καλά περνάγαμε έτσι. Βλέπεις και μαζευόμαστε γειτονιά όλοι, γυναίκες, τα παιδιά και πηγαίναμε από τη μία άκρη του χωριού στην άλλη. Γλεντώντας, χορεύοντας και λέγοντας τραγούδια, φτάναμε στο άλλο μέρος, ας πούμε. Καλά. Βρίσκαμε τρόπο να γλεντήσουμε.
Τρώγατε και κάτι ιδιαίτερο σε αυτές τις γιορτές;
Όχι καλέ, όπως συνήθως. Αλλά, επειδή τους άρεσε, ερχόσανε και άλλοι, που ήταν στην Πάτρα, στην Αθήνα. Ερχόσανε και άλλοι, καλά ήτανε. Έπρεπε να βρούμε ένα τρόπο να γλεντήσουμε. Γλεντάγαμε πάρα πολύ στους γάμους εμείς. Στους γάμους, το κάτι άλλο.
Να μου το περιγράψετε αυτό. Θέλετε να πούμε πρώτα για την προίκα, που μου λέγατε πριν;
Την προίκα. Ετοίμαζε η νύφη την προίκα, έπλενε τα ρούχα. Πηγαίναμε πολλές κοπέλες. Η μαμά ετοίμαζε εκεί τα γλυκά, τα όλα, και κερνάγανε. Ετοιμάζαμε την προίκα, πλένανε, τα απλώνανε, τα σιδέρωναν. Ναι. Όλα-όλα, μια μέρα, δυο, όσο έβγαινε. Και αυτό γινότανε. Την ετοιμάζαμε, την κρεμάγαμε σε σχοινιά μέσα στο σπίτι ή τα βάζαμε σε μέρος και περνούσαν όλοι και ρίχνανε κάτι, λεφτά, ό,τι. Λέγανε: «Πάμε να βαρέσουμε την προίκα, να βαρέσουμε...». Και μάζευε η νύφη πάντοτε από αυτά, λεφτά και συμπλήρωνε κάτι που ήθελε. Καλά ήτανε. Την Παρασκευή γινόταν η προίκα στο σπίτι και το Σάββατο μαζευόμαστε πο[00:10:00]λλοί και πηγαίναμε στο σπίτι της, την παίρναμε, τα παίρναμε όλα τα πράγματά της και τα πηγαίναμε στου γαμπρού, που θα έμενε βέβαια. Τα ρούχα εκεί. Και πετάγανε και ένα μαξιλάρι επάνω στα κεραμίδια, έμενε το μαξιλάρι. Το ρίχνανε έτσι, μια απάνω και έμενε πάνω. Αυτά ήτανε.
Την προίκα, ποιος την έφτιαχνε;
Η νύφη. Η μαμά της, από την ώρα που κάνουνε την κόρη, αρχίζουν και της κάνουνε προίκα. Να της υφάνουνε, χαλιά. Πού…Δεν έχω εγώ κανένα, τα έχω μαζεμένα. Έχω και χάλια, το ένα, το άλλο μετά, και σεντόνια και διάφορα. Όλα με το χέρι. Τα πιο πολλά χρόνια, τα παλιά. Παραδείγματος χάρη, έβλεπες, είχε της κάθε κόρης της ένα μέρος, ένα, τρούμπλα, τρούμπλα το λέγανε, δηλαδή αυτά, που έχει τα δικά της, τα σεντόνια μαζεμένα όλα, κουβέρτες, το ένα, το άλλο. Και είχε, θα γεννήσει την κόρη, να έχει το νου της να της κάνει την προίκα. Βέβαια.
Και οι νιόπαντροι, πώς γνωρίστηκαν; Πώς γνωρίζονταν συνήθως; Ήτανε προξενιό ή γνωρίζονταν από το χωριό;
Προξενιό περισσότερο γινότανε και ήταν πολύ καλοί οι γάμοι, γιατί έτσι έχεις, λίγο-πολύ, γνωρίσει τους ανθρώπους αυτούς. Ήταν καλύτεροι γάμοι, αγαπημένοι πιο πολύ.
Με το προξενιό;
Με το προξενιό πιο καλό. Και τώρα, που το θυμάμαι, ήταν καλύτερο το προξενιό από το… εκείνοι, που είχαν αίσθημα. Γιατί, αν είχε αίσθημα, το έλεγε και τελειώνανε οι άλλοι. Ανακατευόμαστε όλοι.
Πώς γινότανε το προξενιό; Θυμάστε;
Ερχόταν, ας πούμε… Εγώ θέλω να παντρέψω εσένα, θα πάω στον μπαμπά σου, θα καθίσω θα τους πω, ότι: «Η κόρη σου, συζήτησα μαζί της, είναι καλή. Του τάδε ο γιος την θέλει. Εσείς τι λέτε;». Και, αν θέλανε και εκείνοι, γινόταν. Κάνανε πρώτα ένα μικρό γλέντι, ότι γνωρίστηκαν τα παιδιά, και μετά ήτανε αρραβώνας, ας πούμε. Και πολλές φορές παίρναμε και τον παπά και έκανε τον αρραβώνα. Και εκείνος, που έπαιρνε τον παππά, δεν μπορούσε να χαλάσει τον αρραβώνα εύκολα. Κατάλαβες;
Είχανε χαλάσει δηλαδή αρραβώνες;
Πώς; Όπως και τώρα και τότε. Αλλά λίγοι, γιατί ο κόσμος ήτανε αγαθός, δεν είχε, παραδείγματος χάρη, την κοπέλα του αλλουνού αρραβωνιαστικιά και είχε και άλλες. Ήταν πιο, πιο σοβαρά τότε. Ωραία ήτανε. Και ήξερες τι έπαιρνες. Για αυτό και ήταν καλά μέχρι αργά, τα παιδιά τους, όλα. Φυσικά, οι πιο νέοι, εμείς, τα κοροϊδεύουμε όλα. Αλλά και εγώ, πώς έγινε; Έτσι έγινε. Ήταν στο χωριό του Αλέκου ένας δικός μας χωροφύλακας και όταν κατέβηκε για κάτω, λέει: «Εγώ ήρθα να βρω μία κοπέλα εδώ», λέει ο άντρας μου. Του λέει: «Έχω εγώ μία», λέει. Και του έκανε προξενιό εμένα. Ήρθε στην Αμαλιάδα, πήγαμε επίσκεψη σε ένα σπίτι, τάχα μου, και μετά με πήρε και πήγαμε βόλτα και γυρίσαμε και ήμαστε πάρα πολύ ευτυχισμένοι, δεύτερο ζευγάρι δεν ήτανε. Να τος, αυτός είναι.
Άρα ήρθε στην Αμαλιάδα, στο σπίτι, και σας πήρε και κάνατε βόλτα; Έτσι γνωριστήκατε;
Ναι, πήγαμε, πήγαμε. Μετά φύγαμε, πήγαμε βόλτα, πήγαμε σινεμά το βράδυ, ε και γνωρίζεσαι. Άμα δεν σου κάνει, προτού το διαδώσεις, το διαλύεις. Προτού το διαδηλώσεις στον κόσμο.
Δεν τον είχατε ξαναδεί εσείς πιο πριν;
Όχι, τότε. Τον ρώτησα: «Πού;». «Είμαι στη Θεσσαλονίκη, έτσι κι αλλιώς», «Καλά, κανόνισε τα εσύ αυτά, εγώ δεν ξέρω». Ε, μετά, πολύ-πολύ, όσοι μας ξέρανε, δεν το ξεχνάνε ακόμα, τόσο καλός. Η καλοσύνη του πάρα πολλή. Δυστυχώς, ήμουνα άτυχη, στα 50 του πέθανε. Και από τότε τέρμα. Είχε πολύ ηθικό κόσμο. Παραδείγματος χάρη, δεν ήταν εύκολο και μετά, και τώρα ακόμα, να είχε παντρευτεί, να πέθαινε ο άντρας της και να γυρίζει με άλλους. Δεν πηγαίνουν εύκολα. Αν θα παντρευτεί, παντρεύτηκε, αλλιώς είναι μία κοπέλα φρόνιμη, πώς το λένε.
Για πείτε μου, κυρία Αθανασία, λίγο, μου είπατε, ότι την Παρασκευή πηγαίνατε-
Την προίκα.
Να το κρατήσουμε λίγο αυτό;
Έκανα ζημιά;
Όχι, όχι καθόλου, καθόλου. Κάνατε την προίκα την Παρασκευή. Ο γάμος ποια μέρα γινόταν;
Ε;
Ο γάμος ποια μέρα γινόταν;
Την Κυριακή.
Το Σάββατο, μου είπατε όμως, ότι τη προίκα την πηγαίνατε-
Το Σάββατο... Ερχότανε από την Παρασκευή οι συγγενείς της νύφης, του γαμπρού και βλέπανε. Την είχε κρεμάσει την προίκα, εκείνο, που δεν μου άρεσε κιόλα. Την είχε στο σπίτι βάλει, και πέρναγες με το σόι σου και την έβλεπες. Για αυτό δίνανε και λεφτά όλοι.
Και το Σάββατο αυτή την προίκα τη πηγαίνατε στου γαμπρού;
Ναι, ναι την πηγαίνανε όλοι. Έβλεπες και μαζευόταν το σόι σου ολόκληρο, μικροί-μεγάλοι. Και έβλεπες όλα τα πράγματα, από ρούχα μέχρι, μέχρι έπιπλο, μέχρι αυτό, τα πηγαίνανε, άμα ήταν στο ίδιο χωριό. Και τα πηγαίνανε στου γαμπρού, τα τακτοποιούσαν εκεί. Πηγαίνανε εκεί το σόι, τα βλέπανε, και την άλλη μέρα γινόταν ο γάμος.
Ο γάμος τι γινότανε; Θυμάστε καθόλου να μου πείτε;
Στο γάμο;[00:15:00]
Ναι.
Ναι. Ο γάμος ήτανε ένα ωραίο πανηγύρι, που λένε. Ήτανε τα δυο σόγια και οι καλεσμένοι και γινότανε γλέντι και στο ένα σπίτι και στο άλλο. Μετά σμίγανε και γινόταν πάρα πολύ γλέντι, ο γάμος. Ας πούμε.
Η νύφη τι φόραγε; Τι φόραγε η νύφη;
Η νύφη είχε το, οπωσδήποτε, το δευτεριάτικο, που λέγαν, το φόρεμα. Το νυφικό και το δευτεριάτικο, ήταν ένα άλλο φόρεμα καλό, που θα το είχε, θα το φόραγε σε όλη την υπόθεση.
Είχατε κανένα έθιμο πιο ιδιαίτερο για τον γάμο; Κάτι που τρώγατε ή...
Δεν, δεν θυμάμαι. Μπορεί να ήτανε κάτι και να μην το θυμάμαι. Γιατί και μετά από εμένα τότε ακόμη είχαν αρχίσει και σταματάγανε αυτά τα πολλά. Αλλά, λίγο-πολύ, μένανε. Καλά. Κάνανε δώρα, όπως και τώρα, συνεννοημένοι πρώτα: «Τι θα πάρεις εσύ στη νύφη, να πάρω εγώ το άλλο», ας πούμε. Ήτανε ωραία και κάνανε...
Εσάς η αγαπημένη σας γιορτή, που περιμένατε στο χωριό να γίνει, ποια ήτανε;
Ήτανε ο αρραβώνας, ε, και ο γάμος, ας πούμε. Αλλά ήτανε η γιορτή της εκκλησίας μας, η καλύτερη γιορτή ήτανε. Όταν έλεγε της Αγίας Τριάδος, όλοι γιορτάζανε. Τότε ερχόντουσαν ξένοι στο σπίτι, τραπέζια, κακό. Αφού πάνε πρώτα στην εκκλησία και μετά, όλα θα συνεχίσουν μέχρι το βράδυ.
Τι σας άρεσε πιο πολύ;
Αυτό. Να σμίγουν οι συγγενείς όλοι και να γλεντάνε. Έλεγαν τραγούδια, τα πάντα.
Εσείς μου λέγατε πριν, ότι ήσασταν πολύ δεμένη οικογένεια.
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για την οικογένειά σας;
Η οικογένειά μου, ναι, ήταν ο μπαμπάς μου από κει το χωριό, ο οποίος είχε κάνει στην Αμερική και είχε γυρίσει, και η μάνα μου ήταν από ένα χωριό έξω από την Αμαλιάδα, το Γεράκι το λέγανε. Ε, και έγινε προξενείο και παντρεύτηκαν και κάμανε την οικογένειά τους. Καλά ήτανε. Είχε 9 παιδιά η μάνα μου. Ήμαστε όλοι αγαπημένοι. Μετά φύγανε στην Αυστραλία πολλά, τα αγόρια. Εγώ, δεν με αφήσανε και έκλαιγα συνέχεια: «Μην πάτε, γιατί δεν θα...». «Εμείς θα έρθουμε». «Και θα μείνετε εσείς εκεί». Λέγανε. Δεν τους φαινόταν. Ωραία τα αδέρφια μου, καλά. Να σου δείξω και λίγο.
Περιμένετε, περιμένετε.
Ναι.
Μου λέγατε, πριν διακόψουμε, για τα αδέρφια σας.
Τι;
Που ήσασταν πολλά αδέρφια.
Ναι, 9.
Πώς τα βγάζετε πέρα στο σπίτι, που ήσασταν τόσο αδέρφια;
Πολύ ωραία. Δυο φορές την ημέρα μαγειρεύαμε. Μία το μεσημέρι έκανε η μάνα μας το φαΐ, αλλά και εμείς όλοι μετά, και το βράδυ. Το βράδυ κατσαρόλα πάλι, αφού έπρεπε να βγούνε 11 πιάτα φαΐ. Δεν μπορείς να φας με μία ντομάτα και…όπως κάνουνε τώρα. Όχι. Φαΐ. Μαγειρεύαμε και τρώγαμε και μία χαρά ήμασταν. Πηγαίναμε 2 μήνες, 2,5-3 μήνες στο κτήμα και μέναμε. Είχαμε σπίτι εκεί, με τα κρεβάτια μέσα και απ’ έξω κρεβάτια. Και ήταν ωραία στο κτήμα του μπαμπά μου. Και τώρα είναι ωραία. Τι ωραία παιδιά. Είχαμε συκιές, να κάτι σύκα! Τις καθάριζες, «μέλι». Συκιές, σταφύλια. Και τώρα έχει ακόμα ο αδερφός μου, τα είχε βάλει και είναι ωραίες. Πήγα, πήγα πρόπερσι. Και τα μαζεύαμε. Αυτά.
Εσείς, ως παιδιά, τι κάνατε; Παίζατε καθόλου;
Παίζαμε, παίζαμε. Μέχρι τον πατέρα μου βάζαμε στο παιχνίδι μέσα. Του έλεγα: «Εσύ φύλα εδώ». Πήγαινε σε μία κολώνα «1,2,3,4…». Μετά να ψάξει να τους βρει όλους. Και να βάζουμε τον πατέρα μου, γέρος άνθρωπος. Γέλια εκείνος, χαρά. «Φτου» έλεγε, που «φτύνεις» ότι τον βρίσκεις. Παίζαμε. Πηγαίναμε στο κτήμα και παίζαμε τόσο πολύ οικογενειακώς. Να βλέπεις η μάνα μου, γριά γυναίκα, να τη βάζουμε να παίζει. Δεν ήταν ωραίο; Για αυτό ήσαν και καλά μέχρι τελευταία, ωραία οι γέροι.
Φίλες είχατε καθόλου από τη γειτονιά;
Ναι, είχαμε τις γειτόνισσες. Όχι τίποτα, δεν κάναμε, δεν θέλαμε και πολλές, ήμασταν μόνοι μας πολλοί, αλλά, όταν κάναμε κάποια γιορτή, τους καλούσαμε. Καλά.
Για πείτε μου και λίγο, παιχνιδάκια είχατε;
Παιχνίδια;
Ναι.
Όχι. Μία, που ήτανε φτωχιά, φτωχιά, δεν είχε άντρα η γυναίκα και είχε…Και είχαμε πάει υπηρεσίες στην Αθήνα. Και εκείνοι είχανε, από τα παιδιά που είχαν εκεί παιχνίδια, στέλναν και κάποια. Έτσι τα βλέπαμε τα παιχνίδια. Εύκολο είναι; Ακριβά τα παιχνίδια, τότε ήταν πιο ακριβά τα παιχνίδια.
Εσείς, ως οικογένεια, ήσασταν πλούσια;
Όχι. Ναι, αλλά ήμασταν καλά. Είχε ο πατέρας μου 50 στρέμματα σταφίδα και ένα κτήμα. Άρχιζε από σταφίδα, όλο σταφίδα. Ήταν τα κλήματα αυτά, που βγάζαν την σταφίδα τη μαύρη. Και από δω και από κει σκ[00:20:00]ορπισμένες -πώς τις λέμε- αχλαδιές, διάφορα τέτοια πολλά. Τρώγαμε όσα θέλαμε. Πολλά ήτανε. Ήταν 50 στρέμματα από κάτω και έβγαινε πάνω, απάνω στου σιταριού το, που είχε 5 στρέμματα, που το φύτευε σιτάρι. Όλο εκείνο έβγαζε. Και τι δεν έβγαζε! Είχαμε συκιές τόσο μεγάλες, έχει ακόμα. Για να ανέβεις επάνω, έπρεπε να το σκεφτείς. Ανεβαίναμε εμείς στην κορυφή. Θηρίες. Σύκα, τέτοια τα σύκα. Να ξεφλουδίσεις ένα σύκο και να γεμίζει η κοιλιά σου. Πολλά είχαμε τέτοια. Τα είχε, φύτευε ο μπαμπάς μου, ας πούμε, από μικρός, που ήταν με τον μπαμπά του και τα βρήκαμε όλα εμείς. Ακόμα είναι.
Ήτανε νόστιμα πολύ, ε;
Πολύ, πάρα πολύ. Ερχόντουσαν και από την Αθήνα, και άγνωστοι μπορεί να σου πω, από άλλους γείτονες, ερχόντουσαν, και έβλεπες, ερχόντουσαν στο κτήμα και μαζεύανε σύκα. Μαζεύανε, δίναμε. Και σταφύλια. Πω, πω! Είχαμε τα αμπέλια, και τα αμπέλια είχανε τα σταφύλια, που κάναμε κρασί, αλλά «φιλέρι» το λέγαμε.
«Φιλέρι»;
Το «φιλέρι» το λέγαμε, ήταν ωραίο και έκανε ωραίο κρασί, το «φιλέρι». Αλλά μέσα εκεί διάφορα, είχαμε διάφορα, φαγουλάδικα σταφύλια, ας πούμε, πολύ ωραία. Και ακόμα εκεί είναι. Εκείνα θέλανε περιποίηση. Πηγαίναμε όλοι καμιά φορά, έβλεπες καμιά φορά όλη η παρέα, η οικογένεια, 10 άτομα δουλεύανε. «Πάμε -λέει- να την τελειώσουμε αυτήν.». Και κάναμε, πολύ ωραία ήτανε. Τώρα, άμα πας κάτω, θα σου συστήσω την ανιψιά μου, είναι δασκάλα εκεί, θα σε πάρει να γυρίσετε, άμα έχει το αυτοκίνητο της. Άμα πας, θα μου πεις.
Βεβαίως.
Ναι.
Να σας ρωτήσω κάτι άλλο;
Ναι.
Στο χωριό, γενικά, ήταν ένα πλούσιο χωριό ή ήταν φτωχοί οι άνθρωποι;
Όχι, δεν ήταν πολύ φτωχοί. Και πλούσιοι δεν ήταν, αλλά εκείνοι που δεν είχανε, δουλεύανε αλλού και παίρνανε λεφτά καλά. Γιατί να πας να δουλέψεις, έβρισκες. Καλά ήτανε. Αναλόγως. Άλλα χωριά ήταν καλό. Εμείς είχαμε ωραίο χωριό, και είχε όλο αυτό τον κόσμο, που έκανε τις γιορτές, που έκανε τους γάμους. Αγαπημένοι αναμεταξύ τους. Γινότανε: «Έχουμε –λέει– ένα γάμο την Κυριακή, είμαστε καλεσμένοι όλοι». Και πηγαίναμε και έβλεπες έξω από την εκκλησία πήγαιναν, πήγαιναν όλοι –σκέψου– που γινόταν ο γάμος. Ωραία. Η βάπτιση. Βαφτίζανε παιδάκι, πολύ ωραία.
Τι γινόταν στη βάφτιση; Στη βάφτιση τι γινόταν;
Στη βάπτιση, το πηγαίναμε στην εκκλησία, το βάφτιζε ο παπάς, έβαζε το όνομα. Μετά γυρίσαμε στο σπίτι και τραπέζι είχε. Τους συγγενείς όλους και τους γείτονες. Και έβλεπες και γινότανε γλέντι, όχι αστεία. Βρίσκαμε ευκαιρία.
Κρέας είχατε πολύ, τρώγατε συχνά;
Είχαμε δικά μας. Δηλαδή, είχαμε 2 κατσίκες και 2 προβατίνες και αυτές κάνανε αρνιά, και αυτά θα σφάζαμε. Ήτανε 10, 10 φορές. Και τα τρώγαμε στο σπίτι, δεν το πουλάγαμε. Για αυτό σου λέω, ήμασταν καλά.
Μου λέγατε πριν όμως μία ιστορία και για τον πατέρα σας, που δεν είχε παπούτσια.
Α, ήτανε μες στην Κατοχή, που δεν είχε παπούτσια και πήγε να βάλει, πάει στο... Φόρεσε κάτι παλιά. Και αυτός ήτανε καλομαθημένος, γιατί ήρθε από την Αμερική και έκανε και το σπίτι του ευκατάστατο. Αλλά γίναμε τότε κουρέλια. Παπούτσια; Πού να τα δεις τα παπούτσια; Και εκεί... Θες τα παπούτσια και τα κάναμε μόνοι μας, τα μπαλώναμε, τα κάναμε, όπως τα κάναμε, και τα φόραγες και πήγαινες τουλάχιστον στην εκκλησία, να μη είσαι... Ντρεπόμασταν μέσα να είμαστε ξυπόλητοι. Ο μπαμπάς μου μία φορά πήγε: «Πήγα –λέει– εγώ στο, ένα χωριό, ήτανε όλοι –λέει– με κάτι σκισμένα παπούτσια. Παρουσιάζεται και ένας τελείως ξυπόλυτος, γέλαγε και έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και έκανε έτσι τα δάχτυλά του και γελάγαμε οι άλλοι». Τι να κάνεις; Ήταν η φτώχεια για όλους.
Κυρία Αθανασία, το θυμάστε καθόλου, όταν ξεκίνησε ο Πόλεμος, το είχατε μάθει εσείς;
Τι να μάθουμε; Τη φτώχεια;
Πριν έρθουμε σε εσάς, στο χωριό σας-
Ήρθανε.
Θυμάστε να λένε: «Ξεκίνησε ο πόλεμος;»;
Βέβαια. Την ημέρα, που είπε, ο πόλεμος του ’40, εκεί, βγήκαμε όλοι, πήγαμε στο χωριό στην αγορά. Οι μεγάλοι, που ξέρανε από πολέμους, λέγανε, «Έτσι και έτσι» λέει. «Μαζέψτε τα παιδιά σας, όσο μπορείτε μέσα». Και πηγαίναμε όλοι. Πήγανε όλοι, φύγαμε. Φύγαμε στα κτήματα να είμαστε ήσυχοι, πιο ήσυχοι. Εγώ θυμάμαι μία φορά, ήταν ο αδερφός μου, αυτός που είδες στη φωτογραφία, με άλλα τόσα παιδιά, άλλα, και είχανε πάει στο κτήμα, να μην τα μαζέψουν. Τα παίρνανε οι αντάρτες τότε. Ήτανε και αντάρτες στο βουνό.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Στον Δεύτερο, βέβαια. Και είχανε πάει στο κτήμα και καθότανε και εγώ πηγαινοερχόμουνα, τους πήγαινα φαΐ. Μαγείρευε η μάνα μου και πήγαινα. Ήταν 10 παιδιά μεγάλα. Τα παίρνανε οι αντάρτες στο βουνό [00:25:00]ή ό,τι, και για να μην τους πάρουνε, μένανε στο κτήμα.
Για πείτε, μου είχατε πει, ότι είχαν έρθει και οι Ιταλοί στο χωριό.
Ναι.
Τους θυμάστε καθόλου;
Ποιους;
Τους Ιταλούς, που είχαν έρθει.
Α, βέβαια. Οι Ιταλοί ήταν πάρα πολύ καλοί, τι ωραίοι που ήτανε. Καθόντουσαν στα σπίτια μας εκεί, ήταν καλά. Οι Γερμανοί ήταν λίγο, όχι καλοί, άγριοι. Ο μπαμπάς μου, ήρθανε στο χωριό και μπήκαν στο σπίτι οι Γερμανοί, και εκείνος πήρε τα δυο μεγάλα κορίτσια, τη Σοφία και τη Νικολίτσα, ήτανε κοπέλες 18 χρονών, και τις πήγε στο κτήμα. Και τα μικρά, τα άλλα, μας αφήσαν εκεί. Μας έδιναν εκεί, τρώγαμε. Οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί ήταν ήσυχοι πού; Δεν πειράζαν κοπέλα, δεν κάνανε τέτοια, τίποτα, τίποτα, δεν κλέβανε, δεν κάνανε, αλλά δεν δίνανε τίποτα. Οι Ιταλοί σμίξανε με μας, έγιναν, ένα πράγμα ήμασταν. Το θυμάμαι, βέβαια, τους θυμάμαι. Βέβαια, όλα τα θυμάμαι. Γιατί και στους Ιταλούς ήμουνα 10 χρόνων. Και μετά συνεχίσαμε, πολλά περάσαμε, πάρα πολλά.
Για πείτε μου λίγο από την αρχή-
Τι;
Όταν είχαν έρθει οι Γερμανοί-
Ναι-
Την θυμάστε εκείνη την ημέρα;
Ναι, ήρθαν κάτω, ένα αυτό, Γερμανοί, ένα αυτοκίνητο γεμάτο. Νοίκιασαν σπίτια και τους βάλανε εκεί. Το χωριό ήταν μεγάλο και εκεί, που ήταν η αγορά, που λέμε, ήτανε μεγάλη, ωραία με τα μαγαζιά της, ε και εκεί καθόντουσαν. Άνω-κάτω γίναμε τότε. Τι να γίναμε; Χάλια. Ενώ ήταν ωραία πρώτα, ήτανε το, οι άνθρωποι του χωριού, οι άνθρωποι οι συγγενείς, στις χαρές, στις λύπες. Το καλύτερο δεν σας είπα, για να γελάσετε κιόλας. Άμα πέθαινε κανένας, τι κάναμε εμείς; Μαζευόμασταν όλοι, πηγαίναμε στο σπίτι και πίναμε καφέδες και λέγαμε όλες τις, τα κουτσομπολιά του χωριού εκεί. Ωραία περνάγαμε. Άμα ήταν γέρος, τι να σου πω; Όλη νύχτα δεν κοιμόμασταν, εμείς το κάναμε γλέντι εκείνο. Που λέει, δε γλεντάμε, αλλά γινότανε της τρελής, και μας άρεσε. Καλά μωρέ, δεν βαριέσαι. Άμα είσαι νέος, είναι ωραία παντού. Ο μεγάλος άνθρωπος όμως… Μην κοιτάς εμένα, εγώ κάνω με όλους και με μικρούς και με… Ο Αλέξανδρος, με τον Αλέξανδρο.
Θέλετε να πάμε λίγο πάλι στον πόλεμο-
Και δεν πάμε;
Και να μου πείτε, εσείς είστε ένα παιδάκι 10 χρονών-
Ναι-
Αλλά καταλαβαίνετε, τι γινόταν; Φοβόσασταν;
Ναι, ναι, ναι μας το λέγανε. Έλεγε ο πατέρας μου, που είχε κάνει πολέμους, που είχε όλα, και τα ξέραμε. Σμίγαμε. Παίρναμε στον πόλεμο… Τι να αρπάξουμε, τι να φάμε. Ήταν η πείνα. Είχαμε την μπομπότα. Την ξέρεις;
Όχι, τι είναι η μπομπότα;
Είναι καλαμποκάλευρο και την ζυμώνεις, την φτιάχνεις στο ταψί και την τρως, ψωμί. Καλή. Είναι αλλιώς, μυρίζει ωραία, είναι καλή. Αλλά άμα κρυώσει δεν τρώγεται. Φρέσκια, με λίγο τυράκι από τις κατσίκες, που κάναμε. Η μαμά μου η καημένη, Θεός σχωρέσ' την, έψηνε ψωμί, λαγάνα την έλεγε, την έβαζε στο φούρνο εκεί και την έβγαζε και έβαζε και τυράκι, που είχε φτιάξει από τις κατσίκες. Έπιανε, ήταν τρεις κατσίκες, έβγαζε 10 κιλά γάλα, έβγαινε. Το πήζανε και φώναζε τις γειτόνισσες και τρώγαμε. «Ε, μωρέ νηστικές είναι και αυτές, έλεγε, γιατί είναι και λίγο τεμπέλες». Εκείνη άναβε τον φούρνο, έβαζε ξύλα, είχε ζυμώσει ψωμί, το έκανε έτσι και γινότανε νόστιμο.
Εσείς μου είπατε το χωριό ήταν σχετικά πλούσιο.
Όχι πλούσιοι, αλλά-
Καλά ήσασταν-
Είχανε μια στάλα να φάνε, ναι.
Πότε ξεκινάει η πείνα;
Η πείνα ξεκίνησε αμέσως. Όλοι πεινάσαμε γιατί…
Θέλετε λίγο νεράκι;
Άκου να σου πω γιατί, γιατί δεν είχαμε-
Ωραία. Εντάξει είστε;
Ναι. Ωραία, μου πέρασε.
Για την πείνα λέγαμε.
Η πείνα, η πείνα ήρθε σε όλους, γιατί εμείς δεν είχαμε χωράφια μόνο να βάλουμε σιτάρια, είχαμε χωράφια για άλλα, για, που βάζεις ζαρζαβατικά, το ένα, το άλλο. Δεν είχαμε για σιτάρι, να βγάλεις σιτάρι, να το αλέσεις, να φτιάξεις ψωμί. Είχαμε και από εκείνο λίγο, αλλά όχι πολλά. Γιατί το χωριό ήταν μεγάλο και δεν… Είχαμε ωραία… Βάζαμε μπιζέλια στο χωράφι και μάζευε ένα τσουβάλι, τα καθαρίζαμε και κάναμε φαγητό, ωραία φρέσκα. Πολλά τέτοια είχαμε εμείς. Ο μπαμπάς μου, που είχε, λέει, ήτανε πλούσιος, που είχε χωράφια και μπορούσε και τα έκανε και τα δούλευε μόνος του. Έκανε ωραία. Και περνάγαμε.
Η πείνα, πώς έρχεται όμως; Η πείνα γιατί έρχεται όμως; Είχανε πάρει τα ζώα;
Η πείνα, αφού δεν φέρναν απέξω τίποτα, τίποτα. Ζάχαρη δεν την ξέρεις καθόλου. Αρρώστησε ο ένας ο αδερφός μου, ο Πάνος, και λέει ο γιατρός: «Το παιδί αυτό θέλει ζάχαρη πολλή». Κάποια αρρώστια έτσι και τέτοια. Τι να κάνουν. Πήγε ο μπαμπάς μου σε έναν και του έφερε 5 κιλά και την πλήρωσε ακριβά. Δεν την πειράξαμε τα άλλα, δεν πήραμε μία κουταλιά. Μεγάλο πράγμα, ε; Τα παιδιά να είναι τό[00:30:00]σο φρόνιμα, πολύ φρόνιμα, μες στο σπίτι. Ε, και τα τρώγαμε. Ας πούμε. Δεν είχαμε γλυκά καθόλου. Εμείς, όμως, φτιάχναμε, πώς το λέμε, ρε συ... πετιμέζι. Το ξέρεις; Πετιμέζι κάναμε, κουλουράκια κάναμε, κάναμε ένα σωρό, ραβανί, πολλά. Αφού ήτανε δικά μας, λάδι δικό μας, όλα δικά μας εκείνα. Το έβαζε έτσι και έκανε ένα ταψί, δύο, και τα έβγαζε. Έκανε μπακαλιάρο, τον ξαρμύριζε καλά και έκανε στο φούρνο, ωραίο. Γιορτές! Η μαμά μου με τη θεία μου εκεί πέρα, όλοι, και καίγαν ένα φούρνο καλά και βάζαμε ταψιά. Ήτανε ωραιότερα τα φαγητά, πιο ωραία.
Στον Πόλεμο οι άντρες είχανε μείνει στο χωριό ή είχανε φύγει;
Φύγανε όλοι και πήγανε στον πόλεμο. Το ξέρεις; Τότε δεν θα το ξεχάσω. Και εμείς κάτω στο λεωφορείο, να πάρει τους στρατιώτες και να σκοτωνόμαστε στο κλάμα. Σκοτώθηκαν πολλοί. Εμείς στο χωριό 15 άτομα σκοτώθηκαν. Έμειναν ορφανά τα παιδιά. Δύσκολα. Αλλά τι καλό χωριό! Όλοι κοίταγαν αυτούς μετά, όλοι. Οι άνθρωποι αγαπάγανε τους ανθρώπους. Κάπως, δεν τους εγκατέλειπαν τελείως. Εδώ πεθαίνει ένας και δεν πατάει ο άλλος, ο γείτονας, που λέει. Εγώ, εδώ, πέθανε ο άντρας μου και ήτανε δίπλα μία γειτόνισσα, οι άλλες απάνω, εδώ, που έχω ακόμη και σήμερα, και δεν είχαμε φαΐ. Δεν έπρεπε να φέρουν; Εγώ, άμα αρρώσταινε κανένας και στο άλλο σπίτι, που έμενα, και εδώ, όταν είχαν έναν τέτοιο, τα αναλάμβανα όλα. Για ένα μήνα, ψωμί, φαΐ, όλα. Γιατί έτσι είμαστε μαθημένοι εκεί, μεγάλο πράγμα.
Άρα τα ορφανά του πολέμου τα φροντίζετε όλοι μαζί και τις οικογένειές τους;
Ναι, ναι. Τα ορφανά τα έπαιρνε και το κράτος. Τότε η βασίλισσα είχε κάνει σχολές, βγήκαν οι καλύτεροι, αυτοί, που γίνονται διάφορα, τότε, Μην ακούς τι λέγανε.
Μου είπατε, ότι θυμάστε πολλά από την Κατοχή-
Ε, βέβαια-
Περιστατικά, που έχουνε γίνει.
Πέθανε ένας, δεν είχε να φάνε οι άλλοι, πέφταμε η γειτονιά. Έλεγε ο παπάς στην εκκλησία: «Την άλλη Κυριακή δεν θα ‘ρθείτε στην εκκλησία». Ποιος παπάς το λέει; Και όμως λέει: «Δεν θα ‘ρθείτε στην εκκλησία, θα πάτε στο τάδε το κτήμα να το δουλέψουμε». Πόσο... Τότε όλο το χωριό πήγαινε, έπαιρνε ψωμί, τυρί, όλες τέτοια πράγματα, ο καθένας τα δικά του, και πηγαίνανε στο κτήμα αυτό. Πηγαίνανε όλοι. Και έβλεπες, μέχρι τις 11:00 τελειώνανε τη δουλειά, δούλευαν τζάμπα. Την μία Κυριακή σκάβανε, την άλλη σκαλίζανε, ώσπου τελείωνε ο χρόνος, τελειώνανε και οι δουλειές. Τέσσερις ώρες πηγαίνανε. Αφού πηγαίνανε 50 άτομα και δουλεύανε, δεν θα τελείωναν; Όλοι, όλοι, όλοι πηγαίνανε. «Είναι –σου λέγανε– στου Παύλου το κτήμα σήμερα». Είχε πεθάνει ο άντρας της. Πηγαίνανε και παίρνανε το ψωμί δικό τους, όλα, για να μην τους ταΐσει η γυναίκα και τους πάει φαΐ. Τι να σου πω; Το ξέρεις, αυτό μέχρι πρόπερσι, το λέμε παρηγοριά. Ναι. Μέχρι, άμα πεθαίνει κάποιος, ακόμα μπορώ να σου πω και τώρα, κάνεις στο σπίτι σου εσύ φαγητό με μία άλλη γειτόνισσα ή συγγενείς τους, κάποιος, κάνεις και πάτε στο σπίτι και τρώτε, εκείνων. Δικά σας όλα, μέχρι και το τραπεζομάντιλο δικό σας. Όλα, όλα, όλα. Ωραίο δεν είναι; Και, αφού φάνε όλοι, λένε καλαμπούρια, γελάνε, περνάει η Κυριακή πολύ καλή. Προπαντός, όταν είναι νέοι άνθρωποι, τι να σου πω; Ένα χρόνο έχουνε ξένους, κάθε Κυριακή. Αλλά το σπίτι δεν κουνιέται καθόλου. Και το τραπεζομάντηλο. Είναι εκείνη, που πάει το φαΐ και τα κουταλοπίρουνα και όλα, όλα, όλα. Φεύγοντας τα αφήνει γυαλί όλα. Ακόμη το κάνουνε. Λέει, «Πού ήσουνα;». «Στην παρηγοριά» λέει. Ήτανε, παρηγοριά ήτανε. Ωραίο δεν είναι αυτό; Εγώ αυτό ακόμη μου αρέσει. Γιατί έπαιρνε το σπίτι σου 10 άτομα, πόσα ήτανε, πήγαινε στο σπίτι. Στο σπίτι βάζανε τραπέζια, τα στρώνανε και τρώγανε όλοι παρέα, τα φαγιά από το σπίτι. Τις κατσαρόλες τις περνάνε μετά, τα πιάτα τα πλένανε. Δεν αφήνανε τίποτα. Δεν άφηναν όλη τη φασαρία.
Θυμάστε να βλέπετε στρατιώτες μέσα στο χωριό;
Τι;
Στρατιώτες θυμάστε να βλέπετε μες στο χωριό;
Όχι, είχε καμιά φορά, όταν γινόταν κάτι, ερχόντουσαν στρατιώτες.
Μου είπατε, ότι οι Γερμανοί ήταν σκληροί, χειρότεροι από τους Ιταλούς.
Οι Γερμανοί ήτανε.
Γιατί όμως;
Έτσι.
Τι είχαν κάνει οι Γερμανοί;
Κοίταξε, δεν κάνανε, δεν κλέβανε, δεν κάνανε τέτοια, αλλά πάνω σε όλα τα άλλα ήταν σκληροί. Οι Ιταλοί ήταν σαν εμάς, ήσυχοι.
Κυρία Αθανασία, μου είπατε ότι κάποια στιγμή σας είχανε βάλει μέσα στην εκκλησία.
Α, το καλύτερο δεν σας είπα. Λέει, μαζέψανε μία μέρα, κάτι έγινε, σκότωσαν Γερμανούς οι Έλληνες, σε κάτι χωριά πιο πάνω σκοτώσανε κάνα 2-3 Γερμανούς, κάτι έγινε, και κάψανε 2 χωριά ολόκληρα. Το[00:35:00]ν κόσμο, τον μαζεύανε στην εκκλησία και βάζανε φωτιά στην εκκλησία και τους καίγανε οι Γερμανοί πια. Αχ, τι ήταν και εκείνο. Έρχονται σε μας και λένε: «Θα γίνει έτσι και έτσι. Φεύγουμε». Μας μαζεύουνε στην εκκλησία, ήταν κοντά στο σπίτι μας. Και εκεί που ήτανε, πάει, είχε… Να σκεφτώ τι κάνανε. Ναι, τους παίρνανε, πηγαίνανε, στην εκκλησία μέσα τους πηγαίνανε και τους κάνανε κακό, ας πούμε. Δεν είναι, δεν...
Εσείς τι θυμάστε; Είχε συμβεί το ίδιο και στο χωριό σας;
Πολλές φορές. Όταν κάνανε κάτι, βέβαια, τους πήγαιναν στην εκκλησία και τους τιμωρούσαν, τους άφηναν εκεί. Θυμάμαι μία φορά μας είχανε πάει μέσα και ήτανε οι Ιταλοί και μας είχανε για... Είχανε κάνει παλιοδουλειές από... Λοιπόν, ήταν Ιταλοί. Πω, πω, δεν μπορώ να τα θυμηθώ. Τα θυμάμαι δηλαδή, αλλά, πώς τα θυμάμαι. Αυτοί τους μας είχαν εκεί και μας βάζανε εκεί και να έχεις το φόβο ότι θα σε κάψουν, ξέρεις, με το φόβο αυτό. Μετά μας αφήνανε. Αυτό γινότανε κάθε 15 μέρες, 10. Έβλεπες και μάζευαν το χωριό εκεί, και τις γυναίκες, κλαίγανε γυναίκες, κλαίγανε τα παιδιά, γκρινιάζανε. Γινόταν, τι γινόταν. Τελευταία λέει: «Φύγετε». Έτρεχαν στην Αθήνα. Είχαμε καλό κόσμο, που δούλευε στην Αθήνα, και τρέχανε και τρέχαμε πάνω στο... Το σταματήσανε, αλλιώς άλλους τους σκότωναν εκεί πέρα.
Εσείς θυμάστε να είστε μες στην εκκλησία δηλαδή; Είχατε μπει και εσείς;
Ναι, μες στην εκκλησία. Μετά ήρθανε, μας διώξανε, άντε. Πάνε για να μας σκοτώσουν, θέλανε. Βέβαια. Φόβο ότι «τώρα θα μας σκοτώσουν, τώρα θα μας σκοτώσουν» μέχρι το βράδυ. Και το βράδυ νηστικά, συφοριασμένα, που λέω εγώ και, και γέλαγαν. Μου λέγανε, τα έλεγα συφοριασμένα. Αφού ήτανε. Ψωμάκι να φάμε... Το ψωμί δεν το ξέραμε. Κάναμε εκείνη την μπομπότα, που σου λέω, και μαζευόμαστε να την φάμε, γιατί λίγο, άμα ξεραθεί, δεν τρωγόταν, δεν μασιόταν πια.
Και, άμα προσπαθήσετε να θυμηθείτε μία εικόνα, ήσασταν και άντρες και γυναίκες και παιδιά μες στην εκκλησία;
Ναι, ναι, όλοι κλαίγαμε. Νομίζεις, ότι καθόντουσαν έτσι; Κλαίγανε, τι να κάνουνε; Βλέπω μία φορά, η μάνα μου είχε ζυμώσει και έβγαλε το ψωμί και πήρε δυο ψωμιά, τα σκέπασε με ένα αυτό, εκεί, και πήρε. «Πού πας;» «Εκεί που πάω, νηστικοί θα είναι» λέει. Πήρε το ψωμί, μετά το έκοψε κομμάτια και τους το έδωσε και φάγανε.
Πήγε στην εκκλησία;
Ναι. Στην εκκλησία μαζευόμασταν πιο κοντά, μεγάλη εκκλησία. Αλλιώς τι; Πολύ χάλια. Τώρα ούτε θα το καταλάβεις, αν πας. Είναι ωραία πάλι.
Όταν σας μάζευαν όμως οι Γερμανοί στην εκκλησία;
Α, ναι, οι Γερμανοί μας φύλαγαν εκεί. Λέει, πήγαινε, η μάνα μου μία φορά, έφευγε, ήταν στην εκκλησία, πήγαινε ο Γερμανός την γύρναγε πάλι. «Come, come» της έλεγε. «Come, come». «Τι come και come, ρε;» του λέει. «Θα μου φάει, θα μου χύσει το γουρούνι το λάδι». «Τι λες ρε;» στην μάνα μου, της λέει. «Εγώ θα πάω εδώ, λέει –ανοιχτή ήταν η πόρτα, ήταν απέναντι το σπίτι μας– η πόρτα ανοιχτή –λέει–, θα πάει το γουρούνι θα χύσει το λάδι, τουμπώσει το λάδι. Θυμάμαι και έλεγε: «Θα πάω» έλεγε εκείνη, η καημένη. «Τι θα ταΐσω τα παιδιά –λέει– αργότερα;»
Μου είχατε πει χθες-
Ε;
Μου είπατε λέω, ότι τις γυναίκες με τα μωρά τις άφηναν να φύγουνε;
Ναι. Και τότε έλεγε! «Πάρε τα μωρά σου. Όσοι έχετε μωρά, πάρτε τα να φύγετε» Όποιοι, περνάνε παιδιά. Ήτανε άλλοι είχανε 2-3, εκείνες, που, κοπέλες, ας πούμε, τα αρπάξανε στην αγκαλιά και φεύγανε και αυτές. Και γελάγαμε μετά, τις κοροϊδεύαμε. Τι θα κάνουμε; Πολλά περάσαμε, αλλά ήτανε διαστήματα. Διαστήματα και μας πέρναγε. Μετά συνηθίσαμε όμως, συνηθίσαμε. Λέγαμε: «Θα ‘ρθουνε τώρα οι Ιταλοί, μπορεί να μας κάνουνε μάζεμα, τον κόσμο». Περιμέναμε. Ό,τι μας έβρισκε, τι να κάνεις; Θα πας στην Αμαλιάδα, να κάνεις τι; Πολιτειούλα ήτανε. Άστα, ήταν πολύ άσχημα τότε. Ο Πόλεμος ήταν άσχημος. Τώρα δεν ξέρω, έτσι δεν γίνεται, γιατί είναι άλλα, αλλιώς τα πράγματα. Και δεν ήταν και ένας χρόνος, δυο. Πολλά χρόνια. Μετά μείναμε με τους αντάρτες, ήταν ακόμα χειρότερα. Τότε ήταν το δράμα το μεγάλο.
Τι έγινε;
Ε, τι; Στο βουνό αυτοί, είχανε μαζέψει και τις οικογένειές τους, κλέβανε τα άλλα σπίτια και τα παίρνανε και τα πηγαίνανε και τρώγανε εκείνοι, και οι άλλοι νηστικοί. Ξέρεις, αναμεταξύ τους. Εμφύλιος πόλεμος δεν λένε; Χάλια, χάλια, χάλια. Εκείνος ήταν χειρότερος. Πω, πω τι τραβάγαμε... «Μην πας κάτω στην αγορά. Πρόσεξε μην πας». Λέω, «Γιατί;». «Γιατί μαζεύονται –λέει– να μαζέψουν πάλι και θα μας πάνε στην Ανδραβίδα. Θα μας πάνε κάτω». Τους παίρνανε 30 άτομα, 40, σαν τα πρόβατα και τα πηγαίνανε, όπου θέ[00:40:00]λανε. Άστα. Τι χάλια! Να δεις, ότι κάποια εποχή δεν είχαμε αλάτι. Πιο δύσκολο το αλάτι. Ναι, δεν είχαμε αλάτι. Χωρίς αλάτι δεν μπορείς να ζήσεις, θες να βάλεις κάπου αλάτι. Και έβλεπες, έλεγε: «Τι θα κάνεις; Τι βάζεις;». Το αλάτι ρε, μέσα στο, πώς το λένε, στο... Ήτανε… Ωχ, Παναγία μου. Δεν περνάνε όμως. Είδες; Τα θυμάμαι και νιώθω χάλια, γιατί ήταν χάλια, ήταν χάλια. Τώρα, όταν εμείς τα θυμόμαστε, έτσι. Αλλά να είσαι σε εκείνη την κατάσταση, τα παιδιά να κλαίνε, να τα κρατάς αγκαλιά και να σπαρταράν. Γιατί, όταν ερχόταν κοντά και «τακ», τους δίνανε μία. Τα δέρνανε οι ξένοι. Άσ' τα.
Ποιοι το έκαναν αυτό τώρα;
Οι ξένοι, οι-
Στο Δεύτερο Παγκόσμιο;
Οι Ιταλοί, οι Ιταλοί, όλο. Οι στρατιώτες. Κατάλαβες; Όπου κρυφτούμε, κρυφτούμε. Κρυβόμασταν. Είχαμε μάθει που θα κρυφτούμε.
Εσείς θυμάστε, που πηγαίνατε; Που πηγαίνατε εσείς, θυμάστε;
Στα αχούρια. Στα αχούρια εκεί, στα μέρη, που κρυβόμαστε, πίσω από τα βαρέλια, πίσω... Άστα, μην τα συζητάς. Όταν δουλεύανε στο κτήμα, δουλεύαν οι άνθρωποι. Δράμα, δράμα η υπόθεση. Είναι δικό σου το κτήμα, δικά σου όλα, και πάλι όλο έχεις μία ιστορία. Αλλά για να δεις τι γινόταν. «Είσαστε», αυτό είπε η κόρη μου... «Είμαστε πολύ ευτυχισμένοι μέχρι τώρα –λέει– που δεν είχαμε πόλεμο. Τώρα, που έχουμε πόλεμο, είδες τι γίνεται;». Λέει: «Δεν είχαμε τίποτα –λέει– από αυτά, που είχε η μαμά. Δεν είχαμε». «Δεν είχατε –της λέω– γιατί είμαστε καλά». Ναι, να βλέπεις, άλλοι έχουν το ψωμάκι να τρώνε, και άλλοι να μην έχουν και ψωμάκι, βέβαια, καθόλου. Να στέκεται το παιδάκι και να βλέπει, να βλέπει, να βλέπει και να φεύγει έτσι. Εκείνος, που είχε, είχε. Δεν ξέρω, έβρισκε κάτι. Θα βρεις. Να το βρεις που; Νομίζεις, θα έρχονταν να σου δώσουνε; Άστα, μην το συζητάς. Αλλά, για να το θυμηθείς αυτά, είναι πολύ δύσκολα. Δεν μπορείς να πιστέψεις τώρα. Σκέψου τότε. Δεν πεθαίναμε όμως από την πείνα, κανείς δεν πέθανε. Κατάλαβες; Βολευόμαστε με οτιδήποτε. Ψήναμε καλαμπόκια, τρώγαμε, κάναμε εκείνο, τρώγαμε. Κάτι βάζαμε στο στόμα. Εμείς, εδώ το τραγουδάκι μας, τα παιδάκια: « Ρίξε, Χριστέ μου, μία ματιά να δεις τα βάσανά μας μακριά από σένα φύγαμε χάσαμε τα καλά μας. Ας χαρούμε αδερφωμένα όλα τα παιδιά και ο χρόνος θα μας φέρει ομόνοια και χαρά» Θα μας ξαναφέρει ο χρόνος. Κατηχητικό, ε; Να λέμε όλο τέτοια τραγούδια. Πηγαίναμε ένα τσουβάλι σταφίδα για να πάρουμε ένα καρούλι, να μπαλώσουμε. Κλωστή. Τι να σου πω. Και έλεγα στον Θανάση, τον αδερφό μου: «Θανάση, μη στεναχωριέσαι. Τώρα, που πάμε, λέω, πηγαίνουμε τη σταφίδα, είναι βαριά. Όταν γυρίζουμε, λέει, είναι ελαφριά». Να χαρεί. Να μπαλώνουμε παντελόνια, να κόβει την ποδιά και να την κάνει μπαλώματα μεγάλα, να μη φαίνεται ο κώλος τους τουλάχιστον. Χάλια. Είχανε οι μαμάδες, είχανε ρούχα αυτές, που ήμασταν μπροστά από την Κατοχή, είχαν πολλά ρούχα, ήτανε καλά ο κόσμος εδώ τότε. Τότε είχαν, είχαν τις σταφίδες τους, τα αμπέλια τους, βγάζανε τα… και τα έφτιαχνες και τα είχες. Μετά γίναμε χάλια, κουβάρια. Δεν θέλαμε... Δεν βαριέσαι, περάσανε.
Είχατε φόβο; Είχατε φόβο, κυρία Αθανασία;
Πολύ, πολύ. Καραούλι. Παιδάκια δεν κοιμόντουσαν, πεταγόντουσαν να κρυφτούν, δεν άκουγες τίποτα: «Πάμε να κρυφτούμε.». Πολύ φόβο, φόβο άλλο πράγμα. Δεν ήτανε συνέχεια. Πήγαινε να μη συμβαίνει, ας πούμε, να είμαστε καλά. Αλλά φόβο, φόβο. Μα δεν τον είχαμε τον φόβο ένα χρόνο και δυο. Μετά, αφού έγινε Εμφύλιος πόλεμος... Ο Εμφύλιος πόλεμος ήταν τρισχειρότερος από τον άλλον. Εκεί κρυβόσουνα από τους ξένους, εδώ κρυβόσουν και τους δικούς σου, άλλο πράγμα. Θυμάμαι ένα παιδί, μία φορά ήταν οι αντάρτες στο βουνό και ήταν ένα γειτονόπουλο με τις αδερφές του, που κάναμε, και πήγε στο βουνό, πήγε στους αντάρτες, Και κυνήγαγε τους αστυνομικούς, άλλους μέσα από την πόλη. Πολλά. Μετά τους πιάνανε και τους χτυπάγανε, καλέ, τους σκοτώνανε, αναμεταξύ τους. Έβλεπες και ερχότανε και σκότωνε τον αδερφό του. Εκείνο ήταν το χειρότερο. Να σκοτώνει ο αδερφός τον αδερφό. Πω, πω. Μπορεί να μη γινόταν κάθε μέρα, αλλά γίνονταν αυτά συνέχεια. Να φοβάσαι. Τώρα γίνεται μία φορά εδώ κάπου και φοβόμαστε. Είδες; Και λέμε, «Πρόσεξε αυτός...». Είναι δράμα. Αχ Θεέ μου. Κάναμε δικαστήρια. Τι δικαστήρια λέει; Λαϊκά. Ήτανε ένας εκεί στη γειτονιά μου, θυμάμαι, Μελιγκώνης, δάσκαλος, τι ήτανε, και έκανε τον δικαστή[00:45:00] και, όταν έγινε κάτι, τους φέρναν εκεί και τους δίκαζαν, αναμεταξύ τους. Ξέρεις. Εκεί είναι, που φαγώθηκαν όλοι. Λέγανε: «Λαϊκά δικαστήρια». Πω, πω, δεν ήξερες, σε ποιον μιλάς και τι λες. Δεν ήξερες. Αν τα σκεφτείς όλα, δεν υπήρχε λύση για τίποτα, δεν υπήρχε λύση. Αχ, τι κακό. Να λες: «Δόξα σοι ο Θεός να μείνουμε έτσι.». Και τώρα, που έγινε λίγο φασαρία, λέγαμε: «Όχι τα παιδιά». Λέει η Τζίνα η κόρη μου: «Μαμά –λέει– εμείς καλά περάσαμε, όπως βλέπω. Τώρα θα περάσουμε ακόμα; Τώρα, που γίνονται όλα αυτά;» «Δεν ξέρω –της λέω–, το σταυρό σας κάνετε, τίποτα άλλο. Για να μην ανακατευτεί το ίδιο το κράτος, τότε είναι χειρότερα»
Κυρία Αθανασία, τα λαϊκά δικαστήρια αυτά, τα κάνατε στο χωριό;
Αμέ. Ο δάσκαλος, ο ψάλτης, ο κάθε ανώτερος από τους άλλους γινόταν δικαστής. Ήτανε ο Πρόεδρος. Ήταν αυτά. Και γινόταν δικαστήρια, και ό,τι θέλαν, κάνανε. Άμα μισούσες... Λαϊκά δικαστήρια τα λέγαμε. Πηγαίνανε στο σχολείο, σε μία αίθουσα και κάνανε… κάνανε, δικάζανε. Τι δικάζανε; Ε, ό,τι έκανε κάτι. Και να κλέψεις και ό,τι να κάνεις, όλα καλά καμωμένα, άμα είναι έτσι τα πράγματα. Μετά θα πας, θα φύγεις, θα πας επάνω στο βουνό, θα βρεις μία σπηλιά να κάτσεις, να κουτσοζήσεις. Μα πώς θα ζήσεις; Θέλεις να φας, θέλεις να πιείς, θέλεις να ζυμώσεις, θέλεις να κάνεις. Γίνεται; Και όμως, όλα γίνανε. Όλα γίνανε. Οι άνθρωποι, άνθρωποι. Πολλά, πολλά γινόντουσαν. Εγώ, που γίνεται κάτι και αρπάζονται εδώ, πολύ το φοβάμαι.
Ποιοι δικάζονταν σε αυτά τα δικαστήρια;
Εκείνοι που κλέβανε, παραδείγματος χάρη. Θα πήγαινες εσύ τον κλέφτη, και ό,τι θέλανε τον κάνανε. Ή τον αφήνανε ή... Είχε δικαστές, έναν αγροφύλακα είχε, έναν ξέρω τι, όποιον πήγαινε, είχε. Και έλεγε ο πατέρας μου: «Μακριά από εκεί, από όλα αυτά». Ο καημένος, είχε ζήσει, ήτανε στην Αμερική, ήτανε κάπου.
Μου είπατε ότι κρυβόσασταν, όταν έρχονταν οι αντάρτες.
Ε;
Όταν έρχονταν οι αντάρτες.
Εκείνο ήτανε, που ήτανε το δράμα. Μαζεύανε τα κορίτσια και τα πηγαίνανε να βολεύουν τους αντάρτες στο βουνό. Βέβαια. Αυτό ήταν το χειρότερο. Και εμείς, μας είχανε στο κτήμα πάει και μας είχανε κρύψει, κάπου ένα χρόνο. Εγώ μικρή ήμουνα τότε, που γινόταν το κακό το μεγάλο, 15-17, η χειρότερη ηλικία. Αλλά και τι γινόταν! Και οι καημένες οι μανάδες κοίταγαν, τι να μαγειρέψουν, να ταΐσουν τα κορίτσια τους και τα αγόρια τους τα μικρά. Κατάλαβες; Εκείνο ήτανε δράμα. Δεν υπήρχε παιδί μου οικογένεια, δεν υπήρχε τίποτα, όλοι κρυβόμαστε. «Έχετε περάσει ωραία». Αυτό λέει η Τζίνα. Βλέπω τον Αλέξανδρο: «Γιαγιά, θα πάω στη φίλη μου την τάδε». «Χαίρομαι» εγώ. Μου λέει: «Χαίρεσαι;», «Ναι, μάνα μου. Να είσαι αγαπημένος και να τους αγαπάς. Και τα κορίτσια και τα αγόρια, να είσαστε καλά παιδιά και είναι ωραία. Θα σας κάνω και εγώ πίτες». Ό,τι θα τους έκανα, για να είναι συμμαζευμένα. Ναι, αλλά μπορούσες να κάνεις. Τότε τι να κάναμε; Τι θα κάναμε; Πες μου. Άσε, μη συζητάς. Για αυτό εγώ έγινα έτσι, γιατί ήθελα να είναι συμμαζεμένα. Φοβόμουνα εκείνα, που είχα ζήσει. Θυμάμαι μία θεία μου είχε το κτήμα της επάνω σε ένα βουναλάκι και είχε το... Και εκείνη πήρε ένα τσουβάλι με σιτάρι 100 κιλά μόνη της, να το κρύψει, να μην το πάρουν οι Ιταλοί. Πήγε και το έκρυψε. Πώς το σήκωσε; Μετά για να το πάμε στο σπίτι της, πήγανε 10 άτομα να τα πάρουν. Και θα λέγαμε: Τόσο σου έδινε δύναμη ο φόβος». Φόβος. Άσ' τα.
Λίγο νεράκι θέλετε ακόμα;
Όχι, έχω τον λαιμό μου. Έχω κρυώσει.
Όταν έφυγαν οι στρατιώτες και μάθετε ότι τελείωσε ο πόλεμος, το θυμάστε;
Τι γλέντι έγινε! Μαζευτήκαμε όλοι στην αγορά και χορεύανε, και τι γινότανε, όταν τέλειωσε ο πόλεμος μετά. Μα δεν ήτανε ο πόλεμος. Μείνανε, πήγανε στα βουνά αντάρτες οι μισοί, και άλλοι μισοί είναι δεξιοί και οι άλλοι μισοί αριστεροί, κομμουνιστές. Εκείνοι ήταν θηρία, θηρία ανήμερα. Σκότωναν ο ένας τον άλλον τότε. Δράμα, δράμα. Έμεινε αυτό, στις πόλεις, στα χωριά. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Ξέρεις, τι πράγμα; Τον πατέρα σου, να τον κυνηγάει ο αδερφός του να τον σκοτώσει. Χάλια. Πολλά χρόνια μετά και μετά. Δράμα η υπόθεση. Τι να κάνουμε; Πες έτσι γεννηθήκαμε εκεί. Και δεν ήτανε μόνο το χωριό μου, ας πούμε. Η Αμαλιάδα ολόκληρη, η Αμαλιάδα ήτανε, μεγάλη ήτανε, 20.000 κάτοικοι, όλοι άνω-κάτω είχαμε γίνει, όλοι. Τι θες να κάνουμε; Δόξα, Δόξα στο... Μεγαλώσατε, να γνωρίζετε τις φίλες[00:50:00], τους φίλους με αγάπη. Και να είναι ωραία. Αλλά ούτε μπορείτε να το καταλάβετε, τι συμφορά είχαμε ζήσει εμείς.
Είχαμε και το κουτσομπολιό. Παραδείγματος χάρη, άμα έσμιγες και αυτά: «Αυτήν έχει τον τάδε και κάνει, ράνει». Και η κοπέλα, άμα τις βγάζανε το όνομα, έμενε ανύπαντρη. Αυτό άλλο δράμα. Δράμα. Τώρα όπως μιλάτε εσείς με τα αγόρια, δεν υπήρχε. Δεν κοτάγαμε να μιλήσουμε. «Τον είχαμε γκόμενο». Και άμα τον είχαμε τι την ένοιαζε εκείνη; Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω παιδάκι μου. Είχαμε και κάτι καλά. Εμείς, εμείς είχαμε, πώς το λένε μωρέ; Τα έχεις εδώ και γράφει αυτό, ξέρεις. Εμείς, μας κάνανε και καντάδες. Είχαμε και τα καλά.
Αχ, πείτε μου λίγο για αυτό, για-
Α;
Πείτε μου λίγο για τις καντάδες.
Άσ' τα. Εμείς κοιμόμασταν πάνω και από κάτω περνάγανε μία παρέα αγόρια και λέγανε τραγούδι, καντάδα.
Είχανε όργανα;
Ναι. Είχανε μπουζούκια, και το στόμα. Εμένα, ήμουνα και, μου είχανε βγάλει ένα τραγούδι: «Δεν θέλω εγώ παράδεισο, ούτε ψυχή να αγιάσω, Εσύ με τρέλανες Θανάσω -Αθανασία με λέγανε- Παρ’ θέλω το κορμάκι σου δύο φορές να το αγκαλιάσω, Εσύ με τρέλανες Θανάσω.» Έβγαινε ο πατέρας μου, λέει, «Ακούς τι λένε;» μου λέει. «Και εγώ τους έβαλα;» του λέω. «Πες τους να μην πούνε». «Τι να τους πω;» « Άντε ρε, φύγετε από δω», έκανε και εκείνος, τι να πει; Είχαμε τα καλά μας. Τι πλάκα είχε.
Είχατε μνηστήρες δηλαδή; Είχατε μνηστήρες; Σας ήθελαν στο χωριό;
Ναι, δεν είχαμε. Έτσι περνάγανε και «όπου φύγει, φύγει» ήταν πάλι. «Ξέραμε, είχε κορίτσια εδώ, θα πούμε το τραγούδι». Σαχλαμάρες. Μα τι…
Μου είπατε, όταν τελείωσε ο πόλεμος-
Ναι-
Ότι είχατε κάνει γλέντι.
Τι;
Όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος και οι ξένοι έφυγαν, ότι είχατε κάνει γλέντι.
Βέβαια, γλέντι. Δεν έχουμε, δεν είχαμε. Μόνο έμειναν οι αντάρτες στο βουνό και δεν τελειώσαμε.
Ξεκίνησαν αμέσως, δηλαδή;
Αμέσως οι αντάρτες. Εκείνοι ήταν πολύ άτιμοι. Ήτανε, οι κατώτερες οικογένειες είχανε πάει εκεί. Έπαιρνες, ας πούμε, την οικογένεια, δύο αγόρια, δύο κορίτσια, ας πούμε, και έκανε και δικό του στο βουνό επάνω και… Άσ' τα. Σαν τους… Τα διαβάζαμε τα παλιά, τα θυμάσαι; Που διαβάζαμε τους, τους αντάρτες, που πηγαίνανε στα βουνά; Πήγαιναν στα βουνά και ζούσανε. Πολλά είχαν κάνει οι παλιοί. Και κοντά με τους παλιούς, άρχισαν οι άλλοι. Κινδύνεψε να τελειώσει αυτό το πράγμα. Όταν τελείωσε, τελείωσε όμως. Αρχίσαμε, ήταν αγαπημένος ο κόσμος, και ακόμα, καλός και τώρα είναι. Στο χωριό μου ακόμη αγαπημένοι, ωραίοι.
Να σας ρωτήσω κάτι άλλο;
Ναι.
Τα αδέρφια σας μου είπατε, ότι φύγανε στην Αυστραλία.
Ναι.
Γιατί έφυγαν;
Για τη φτώχεια. Δεν έβρισκες μεροκάματο παιδάκι μου εδώ, για να πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα, κάτι, τίποτα. Και φύγανε στην Αυστραλία. Πολύ καλά περάσανε, πολλά λεφτά βγάλανε, σπίτια πήραν εδώ, παντρεύτηκαν, έχουν τα παιδιά τους όλα. Πεθάνανε. Και μου κακοφάνηκε, γιατί πήγα και εγώ στην Αυστραλία.
Ελάτε.
Άσ' το καλέ, δεν θέλω.
Είστε εντάξει;
Εντάξει. Πήγαινα... Καλά περνάγανε στην Αυστραλία. Ξέρεις τι καλά; Περνάνε πολλά λεφτά. Κάμανε σπίτια, πήραν ένα εδώ… Εδώ-
Πάρτε μία ανάσα-
Σπίτια. Τα παιδιά τους εκεί. Είναι καλά. Εντάξει, μεγάλωσε, πέθανε. Πήγε 90-τόσο χρονών, πέθανε.
Πότε είχανε πάει περίπου;
Μετά από όλα αυτά της Κατοχής, φεύγανε έξω. Που θα κάνουν εδώ; Όπως ερχόσασταν… Όπως έρχεται αυτήν από το χωριό της και πιάνει δουλειά εδώ.
Είχανε φύγει πολλοί από το χωριό;
Πολλοί, πάρα πολλοί. Αυτό λέω, μιλάει ο Αλέξανδρος, παίρνει τηλέφωνο, τον βλέπουμε, μιλάμε, του τα λέμε όλα. «Αλέξανδρε, άμα ξαναπάρεις να μου πεις και εμένα, για να σε βλέπω». «Ναι», μου λέει. Ε, τότε εμείς, πω, πω, έπρεπε να πάμε στο ταχυδρομείο, να στείλουμε ένα γράμμα. Γράμμα, τι χάλια. Δεν είχαμε. Ξέρεις τι χάλια; Μέχρι να φτάσω εδώ, ξέρεις τι περάσαμε; Τώρα όλοι καλά, ας πούμε. Και αυτές είναι, που είναι έξω, το τηλέφωνο. Αμέσως συνεννοούνται με τις κόρες τους, με τα εγγόνια, με τα όλα. Και τα αστεία τους λένε, και τα γέλια κάνουνε. Τότε εμείς τίποτα, δεν είχαμε τίποτα. Ήμουνα εδώ και στην πατρίδα μου, στην Πελοπόννησο, στο χωριό μου δεν έπαιρνα τηλέφωνο. Πού να πάρω; Περίμενα να ‘ρθει καλοκαίρι, να πάμε, να... Θυμάμαι, ο καημένος ο πατέρας μου ήτανε... Δεν έκλαιγε, δεν ήταν από τους ανθρώπους... Ήσυχος άνθρωπος, ωραίος. Και όταν τον χαιρέτησα: «Άντε, φεύγω, θα ξαναέρθω, πατερούλη, του χρόνου». Με ήθελε πολύ. Πήγαινα εγώ, κάπνιζα κανένα τσιγάρο και κάπνιζε και αυτός. Του πήγαινα, καθόμασταν, κάναμε καφέ. Του ‘δινε χαρά. Κατάλαβες; Έλεγα: «Μη στεναχωριέσαι, θα έρθω». Έκλαιγε, και του λέω: «Τι έγινε; Γιατί το κάνεις αυτό;». «[00:55:00]Να -λέει- τώρα θα φύγεις», «Θα έρθω πάλι, μην κάνεις έτσι». Ήθελε να κλάψει και δεν μπορούσε. Τώρα όμως τι, τα παιδιά μας... Ήρθε προχθές ο Αλέξανδρος, εκεί που καθόμαστε εμείς. Ήρθε, πήρε τη μάνα του και τη φίλαγε, και εκείνη πετάχτηκε, τον είδε: «Που βρέθηκες εσύ εδώ;». Τα χάσανε εκεί πέρα. Τώρα, αεροπλάνα, αυτά. Δεν είναι και πολύ ακριβά, ρε παιδί μου. Τι καλά είναι.
Να σας ρωτήσω κάτι; Τα αδέρφια σας, όταν είχανε φύγει στην Αυστραλία, πόσο καιρό κάνατε να τα δείτε μετά;
Και χρόνια. Ένα χρόνο, δύο. Όποτε μπορούσαν να ‘ρθουνε. Άμα ερχότανε και κανένα, σαν τρελοί. Φτιάχναμε γλυκά, πράγματα, έρχονταν από το χωριό όλο να τον δούνε. Τι να σου πω; Βρίσκαμε ευκαιρία. Άμα θες να μάθεις όλα, αλλά να δεις, είναι πολλά, που δεν μπορείς να σου… Αχ, τα αδέρφια χαθήκαμε. Αδέρφια.
Και εσείς θέλατε να πάτε, ε;
Ήθελα, γιατί ήτανε ωραία. Γιατί να μην πάω; «Όχι –λέει– γιατί, άμα έρθεις εσύ, θα μείνεις, θα παντρευτείς, θα μείνεις εδώ. Εμείς θα φύγουμε. Δεν θα μπορέσεις να ‘ρθεις». Νόμιζαν. Έτσι νόμιζαν, θα ‘ρθουν εδώ. Αμ’ δε. Άμα φύγεις, δεν έρχεσαι, γιατί δεν τα βρίσκεις εδώ. Εκεί όλα.
Κυρία Αθανασία, λέω να μη σας κουράσω άλλο.
Όχι, δεν με πειράζει, ρώτα με ό,τι θες,
Εγώ είμαι εντάξει. Εγώ είμαι εντάξει με όσα σας ρώτησα. Θέλω όμως να μου πείτε, υπάρχει κάποια ιστορία ακόμα, που εσείς την έχετε στο μυαλό σας και δεν προέκυψε να την πούμε και θέλετε να την πείτε;
Άμα θα βρω εγώ, θα σε ειδοποιήσω. Μία καλή-καλή, να τη γράψεις, ε.
Μου είπατε, μου είπατε κάτι χθες.
Ναι, τι;
Δεν ξέρω, αν μπορείτε να το θυμηθείτε. Όταν είχαν έρθει οι Γερμανοί, ήτανε Πάσχα, μου είχατε πει, και βάφανε τα αυγά...
Άσ' τα. Ήτανε ένα, μία μέρα, ακόμα δεν είχαμε αυτό, μεγάλες ιστορίες, και πήρε η αδερφή μου και πήρε να βάψει τα αυγά. Τα έβαψε τα αυγά και τρία αυγά δεν βάψανε καθόλου. Καθόλου. Γίνονταν και θαύματα. Ξέρεις γιατί; Εκεί τα ξαναέβαψε, τα ξαναέβαψε, δεν γίνανε. Σε 3 μέρες τότε, μας βάλανε να μας κάψουν. Κατάλαβες; Στις 3 μέρες ήρθαν οι... Και μας μαζέψανε όλους για να μας... Κατάλαβες; Και το είδαμε στα αυγά. Να βάψει τα αυγά και να μη βάφουν; «Ξανά» λέει, τα έβαλε πάλι. Έβαλε μπογιά, που έβαφε μαλλιά, που είναι δυνατή, και η άλλη, τίποτα. Δεν βάφανε. Τα 3 αυγά, 3 μέρες. Και μετά είχαμε συνέχεια. Ο φόβος ζούσε. Ζούσαμε με τον φόβο. Μα δεν υπήρχε χειρότερο. Κατάλαβες;
Κατάλαβα. Λοιπόν, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τι, σ' αρέσανε;
Πάρα πολύ.
Ναι;
Θα το κλείσω τώρα να ξέρετε.
Ναι.