© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Αρχίζω και θυμάμαι από 3 χρονών κοριτσάκι. Είχε ξεκινήσει ο πόλεμος»: Μνήμες της Φιλάνθης Τζιώρα από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και έπειτα, στην Λεπτοκαρυά Ζαγορίου

Istorima Code
21995
Story URL
Speaker
Φιλάνθη Τζιώρα (Φ.Τ.)
Interview Date
23/04/2022
Researcher
Ουρανία Ευτέρπη Φανίτσιου (Ο.Φ.)
Ο.Φ.:

[00:00:00]Πώς ονομάζεστε;

Φ.Τ.:

Φιλάνθη... Το πατρικό;

Ο.Φ.:

Ναι, ναι, ναι.

Φ.Τ.:

Μητσιμάρη, του Βασιλείου.

Ο.Φ.:

Και του ανδρός σας;

Φ.Τ.:

Τιμολέων Τζιώρας.

Ο.Φ.:

Τιμολέων Τζιώρας.

Φ.Τ.:

Του Κωσταντίνου Τζιώρα.

Ο.Φ.:

Υπέροχα. Είμαστε σήμερα, 24 Απριλίου του 2022, με την κυρία Φιλάνθη Τζιώρα στο σπίτι της στην Λεπτοκαρυά Ζαγορίου και εγώ είμαι η Ράνια Φανίτσιου, ερευνήτρια για το Ιstorima και θα ξεκινήσουμε. Πότε γεννηθήκατε, κυρία Φιλάνθη;

Φ.Τ.:

Το 1940 τον Νοέμβριο.

Ο.Φ.:

Πού;

Φ.Τ.:

Στην Λεπτοκαρυά Ζαγορίου.

Ο.Φ.:

Για πείτε μου κάποια πράγματα που θυμάστε από την παιδική σας ηλικία.

Φ.Τ.:

Αρχίζω και θυμάμαι από 3 χρονών κοριτσάκι που ήμουνα μικρό. Είχε ξεκινήσει ο πόλεμος και το πρώτο που θυμάμαι είναι ότι με άφηνε η μαμά μου στη σκάλα. Το σπίτι μου ανέβαινε επάνω και είχε σκαλιά μεγάλα, και καθόμουν στη σκάλα. Και ερχόταν οι Ιταλοί και μου ζητούσαν την μπαλάντζα. Η μπαλάντζα λέμε αυτή που ζυγίζουμε, τη ζυγαριά, ένα στρογγυλό τόσο, την κρατούσε στο χέρι και βάζαμε και ζυγίζαμε. Και είχαμε στη μία τη βρύση, ήμασταν κοντά στη μια τη βρύση, και στη μία τη βρύση είχανε εκεί... είχανε στήσει την κατσαρόλα τους, τα μαγειρεία τους, τα πάντα τους για να βράζουν τα φαγητά τους, να μαγειρεύουν για να τρώνε. Και οτιδήποτε ερχόταν και μας ζητούσαν. Και εγώ μικρή καθόμουν στη σκάλα. Και το θυμάμαι αυτό και το 'λεγαν και οι δικοί μου μετά: «Όλο εδώ έρχεστε, όλο εδώ έρχεστε να ζητήσετε. Δεν πάτε και πουθενά άλλου;». Ήμουν μικρό κοριτσάκι. Τέλος πάντων, αυτοί ερχόνταν κάθε μέρα. Στα 4 μου χρόνια χάθηκε ο πατέρας μου. Όταν χάθηκε ο πατέρας μου... Τον σκότωσαν στον πόλεμο. Το 1940, ημέρα Πρωτοχρονιά ήταν η γιορτή του και εμείς είχαμε φύγει, γιατί είχανε κάψει τα σπίτια και φύγαμε, και πήγαμε στον Άγιο Δημήτριο, ένα παρεκκλήσι που είναι έξω από το χωριό, πολύ χαμηλά, είναι μέσα σε δέντρα κλεισμένο και δεν φαίνεται τίποτα, και εκεί πήγαμε. Αλλά τα αδέρφια μου τα άλλα, τα τρία τα αδέρφια μου, που ήταν άντρες μεγαλύτεροι πολύ από έμενα, φεύγανε και πήγαιναν από την απέναντι μεριά στο βουνό, για να κρυφτούν για να μην τους πιάσουν οι αντάρτες και τους πάρουν αιχμάλωτους. Τον έναν τον αδερφό μου τελικά τον πήραν, στο τέλος τον πήραν αιχμάλωτο, τον Λευτέρη. Δεν κοιμόταν στο σπίτι, δεν κοιμόταν ούτε πουθενά, ούτε στην εκκλησία ερχόταν να κοιμηθούν. Εμείς μαζευτήκαμε οι οικογένειες του παπα-Γιώργη του Πεζοδρόμου, με τα παιδιά του, η γυναίκα του και τα παιδιά του -η Ελπίδα με τον Τάσο-, μικρά εμείς και η αδερφή μου η Κούλα -που έχει την Βασιλεία, και αυτή του γαμπρού μου του Αρμένη η κοπέλα, που ήταν η κοπέλα του- και ήμασταν όλοι μαζεμένοι εκεί. Ήμασταν κάπου είκοσι άτομα μες στην εκκλησία και στρώναμε κάτω, κουβέρτες, βελέντζες κάτω, και κοιμόμασταν στην πέτρα, να ξημερώσουμε. Και ανάβανε... έξω μεριά ήταν ένα τότε που λέγαμε τα χαγιάτια, ένα προαύλιο της εκκλησίας με κλειστή σκεπή από πάνω μεριά, σαν χαγιάτια τα λέγαμε τότε, γιατί εκεί ξεφόρτωναν τα μουλάρια άμα ήταν για να μη βρέχονται, να μην κάνουν. Και αφήναμε τα πράγματα, ό,τι τροφές μπορούσαν και μαζεύαν ο κόσμος, τα φέρναν εκεί και τα αφήναν για να μαγειρεύουμε και απέξω βάζαν την κατσαρόλα στη φωτιά με ξύλα από το βουνό, για να κάνουν ό,τι μπορούσε να βράσουν. Να βρουν λάχανα απέξω, να βρουν οτιδήποτε, κάτι λίγες πατάτες που μένανε απ' τα χωράφια και λίγα φρούτα που ήταν από τα χωράφια και αυτά να τα βράσουνε, λίγα κάστανα, λίγα... για να περάσει ο κόσμος. Γιατί τα παίρναν όλα, τους τα παίρναν οι αντάρτες, τους τα 'παιρνε ο στρατός! Είχαν και γίδια και τους τα παίρναν! Kαι εμείς μικρά πεινάγαμε. Κάποια στιγμή, η αδερφή μου είχε ανέβει στη γειτόνισσα, εκείνη εκεί δεν είχε παιδιά, της είχε χαθεί η κοπέλα της, και της είχε δώσει ένα κομματάκι ψωμάκι. Και το έκρυβε πίσω από την πλάτη της για να μην της το πάρουμε εμείς και το φάμε, τα άλλα τα παιδιά, για να το φάει. Η Λίτσα. Και το έκρυβε πίσω. Και της λέει η μαμά: «Τι είναι αυτό που έχεις;». «Τσωμί, τσωμί!», έλεγε και το κρύβε εκεί πίσω. Και της λέει: «Έλα να το κόψουμε τώρα, να πάρουν όλα τα παιδιά από ένα κομμάτι αντίδωρο, να φτιάξει το στομαχάκι μας». Τόσο δηλαδή πεινούσαμε και κάναμε, γιατί δεν είχαμε τίποτε. Και πέρασαν μερικά χρόνια, το '47 ξεκινήσαμε να μας πάνε στα Γιάννενα, γιατί είχε αρχίσει ο Εμφύλιος και ο πόλεμος, και αυτά, και μαζεύαν τα παιδιά, το παιδομάζωμα. Και η μαμά φοβήθηκε να μη μας πάρουν που ήμασταν τα πιο μικρότερα, και τα αδέρφια μου ήταν έξω στα βουνά κρυμμένα, γύρα γύρα στο χωριό βέβαια. Και τους πήγαιναν κρυφά, ποτέ μία η μαμά μου, πότε η μαμά της Ελπίδας, πότε του Θανασάκη η μαμά, που ήταν και αυτηνής το παιδί της κρυμμένο. Και η καθεμιά πήγαινε με τη σειρά ό,τι φτιάχνανε, ό,τι μπορούσαν και κάναν. Μάλιστα, η γιαγιά της Σεβαστής, η μάνα της Μήλας του παπα-Γιώργη, καθόμασταν στο σπίτι του Παρλαπά όλες οι οικογένειες. Η οικογένεια της Σώμενας, η οικογένεια του Πεζοδρόμου του παπα-Γιώργη, η οικογένεια του Μεγγλίδη, εμείς με τον Γιάννη που είχε παντρευτεί... ο Αρμένης είχε παντρευτεί την αδερφή μου και είχε κάνει την Βασιλεία τη μικρή, που την είχαμε και αυτή. Και ήμασταν όλοι. Η Θεολογία του Παπαβασιλείου ήταν και αυτή στον κάτω όροφο… Και δίπλα από τον κάτω όροφο είχαμε ένα ματζάτο. Δίπλα μέσα, βάζαμε τα ζώα. Είχαν τα γίδια όλοι από λίγα που είχαμε, είχαμε από ένα γαϊδουράκι για τη δουλειά, είχαμε αγελάδα που μπορούσαμε πόσο γάλα δεν ερχόταν να μας το πάρουν οι στρατιώτες, να μπορέσουμε φάμε κατιτίς γάλα και αυτά. Και αυτά όλα ήταν. Και ένα ξένο σπίτι γιατί τα δικά μας είχαν καεί! Και απάνω που κάηκε το σπίτι, εκεί που καθόμασταν ένα πρωί στον Άγιο Δημήτριο, ήρθε το μήνυμα στη μάνα μου ότι σκότωσαν τον πατέρα. Και εκείνη την ώρα η μαμά είχε πάει να ανάψει το καντήλι και μόλις πάει να ανάψει το καντήλι, της έπεσε το καντήλι κάτω. Και είπε: «Μωρές κοπέλες, τα παιδιά μας!». Φοβήθηκαν ας πούμε που είναι έξω, μην μας πάθουν τίποτα τα παιδιά. Και μετά ήρθε το μήνυμα, φύγανε από τον Άγιο Δημήτριο και ήρθαν εδώ, γιατί την ημέρα ερχόταν στο χωριό να κάνουν καμία δουλειά, να βρουν κατιτίς να μαζέψουν, οτιδήποτε μπορέσουν για φαγητό κι αυτά. Και η γιαγιά η Σεβαστή αν έβρισκαν λίγο αλεύρι, αν ήταν από τον μύλο τίποτα, ο Τζιώρας ο μελλοντικός πεθερός μου είχε μύλο και αυτός άλεθε. Και όταν πήγαιναν, αν έβρισκαν λίγο καλαμπόκι, σιτάρι, αυτά, οικονομούσε κανένας να πάει, το άλεθαν. Και μόλις οικονομούσαν η γιαγιά της Σεβαστής λίγο αλεύρι έλεγε στις κοπέλες να κάνουν καμία τηγανιτά, για να φάνε να τα μοιράσουν. Πώς μοίραζε ο Χριστός προχθές, τη Μεγάλη Παρασκευή, το ψωμάκι να φάνε όλοι; Έτσι κάναν και τότε στον πόλεμο. Και εκεί ήρθε το μήνυμα ότι σκοτώθηκε ο Βασίλης… Ο πατέρας μου ήταν ταχυδρόμος στους Κήπους. Και έπαιρνε το ταχυδρομείο από τους Κήπους πήγαινε Νεγάδες, Φραγκάδες, Λεπτοκαρυά και καμιά φορά έπαιρνε και το Διπόταμο, από την απέναντι μεριά, τον στέλναν και στο Διπόταμο. Και καμιά φορά όταν είχε τίποτα έγγραφα και αυτά, θα το πήγαινε και στην Δόλιανη, του δίναν από τους Κήπους, έφτανε μέχρι εκεί, αυτή ήταν η περιοχή που ήταν ο πατέρας μου. Και ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε... Η μαμά μου δεν μπορούσε να δουλέψει  και τα χωράφια για να βγάλουν οτιδήποτε ή κριθάρι ή καλαμπόκι, αυτά που μπορούσαν για να τραφεί ο κόσμος και να κάνει. Γιατί είχε τα παιδιά μικρά όλα, δεν μπορούσε να δουλέψει. Ενώ οι άλλοι μπορούσαν ας πούμε να πάνε να βάλουν ένα κριθάρι, ένα καλαμπόκι για να φάνε, να ψωμοζήσουν ο κόσμος. Τέλος πάντων. Ήρθαν εδώ και τους ήρθε το μήνυμα από το Καστανώνα: «Σκότωσαν τον Βασίλη τον Μητσιμάρη». Βάλανε από την πέρα μεριά από το Γρεβενίτι ριπή τότε και ήταν κάποιος Κουλούρης, που έριξαν από το απέναντι βουνό. Και ήταν ο πατέρας μου και πήγε να τους πει ότι... σήκωσε το χέρι του να τους πει ότι: «Είμαστε Έλληνες!», να φωνάξει ότι: «Είμαστε Έλληνες!». Και τον πήρε… Ήταν δίπλα του ένας Εγγλέζος, γιατί αυτός τελείωσε το ταχυδρομείο -έκλεισαν τα ταχυδρομεία- και τον πήραν οι Εγγλέζοι, επειδή ήξερε γράμματα και μπορούσε να συνεννοείται. Και τον πήραν οι Εγγλέζοι και τον έκαναν σαν σύνδεσμο, σαν ταχυδρόμο στη δουλειά τους. Και του έδιναν ένα έγγραφο, ας πούμε, να το πάει από το σπίτι μου να το πάει σε σένα ή σε άλλο χωριό ή να βρει κάποιον μυστικό να του δώσει, να κάνει. Ήταν μυστική δουλειά του, δηλαδή έπαιρνε ένα έγγραφο να μην το πει πουθενά, να μην το μάθει κανένας. Και δεν πήγαινε από τον δρόμο τον ίσιο που έπρεπε να πάει, τον κανονικό τον δρόμο. Θα πήγαινε να πάρει τα βουνά. Όταν ερχόταν από τον Καστανώνα, δεν ερχόταν από τον Καστανώνα να πάρει απ' τον Άγιο Χριστόφορο να κατεβεί στο χωριό. Πήγαινε από τα πάνω απ' τα χωράφια, τα ρουτζάλια, και γύριζε όλο τον δρόμο. Υποτίθεται ότι έρχεται από τα χωράφια για να μην τον βρει κανένας. Και του είχαν πει τότε ότι: «Αν σε περίπτωση θα δεις κανέναν και θα καταλάβεις ότι είναι ύποπτος, το χαρτάκι που σου δίνουμε δεν θα το σκίσεις. Γιατί αυτοί θα μπορούσαν να κολλήσουν τα κομμάτια και να καταλάβουν τι γίνεται -την απόδειξη που ήθελαν αυτοί-. Θα το φας! -του έλεγαν- Μόλις δεις ότι αυτό, θα το μασήσεις. Δεν θα τ' αφήσεις χαρτάκι, κομματάκι να πέσει κάτω!». Κι αυτό του έτυχε του πατέρα μου. Αυτό το μονολογούσαν τα αδέρφια μου τα άλλα, που ήταν μεγαλύτερα, γιατί ερχόταν ο πατέρας και έλεγε στα αδέρφια: «Βρήκα μέρα δύσκολη σήμερα». Και σκοτώθηκε τέλος πάντων ο πατέρας μετά πάνω σε αυτό, το αυτό. [00:10:00]Και ήταν ένας Εγγλέζος δίπλα του, ο λεγόμενος Peter τον έλεγαν. Και αυτός τραυματίστηκε στο χέρι και έμεινε σαν μάρτυρας τώρα του πατέρα μου. Οι άλλοι σκοτώθηκαν όλοι και έμεινε αυτός σαν μάρτυρας μετά τον πατέρα μου. Και όταν μετά φύγαν αυτοί και καταλάγιασε ο πόλεμος, και φύγαν στην Αγγλία, στείλαν στον αδερφό μου τον Τάκη -είχαμε φτάσει εμείς στα Γιάννενα- και έστειλαν στον αδερφό μου τον Τάκη ένα χαρτί και του είπαν ότι: «Μπορούμε να σας βοηθήσουμε, να στείλουμε κατιτίς για τις αδερφές». Ήμασταν οι πιο μικρότερες και οι πιο ανήλικες εγώ και η Λίτσα. Αλλά «να σας στείλουμε μέχρι να γίνουν 18 χρονών». Και έστειλαν στη μαμά, τότε ήταν 60 δραχμές, στα Γιάννενα που ήμασταν. Και όταν ήρθαμε εδώ, γίναμε 17-18, κοπήκαν τα λεφτά. Και είπαν μετά: «Αφού αρραβωνιάζετε και τις κοπέλες, θα σας δώσουμε ένα ποσό» και μετά κόβουνε τα χρήματα από εκεί, δεν ματαέχουμε τίποτε. Και μας έδωσαν τότε από 40 λίρες στην καθεμία, εμένα 40 και στην Λίτσα 40. Η Λίτσα καλά τις χρησιμοποίησε, εγώ χρησιμοποίησα τις 10 να πάρω τα ρούχα για προίκα και αυτά. Γιατί εδώ το σπίτι που ήρθα δεν είχε... ήταν καμένο και αυτό, εδώ στου Τζιώρα και δεν είχαμε... ξεκινήσαμε με έξι ποτήρια, έξι κουτάλια, έξι πιάτα, από μία εξάδα. Μία αυτή... γκιούμια τα λέγαμε τότε για νερό. Ένα γάστρο για να μαγειρεύουμε, να κάνουμε τα ψητά μας, τα φαγητά μας, το ψωμί μας. Γιατί δεν είχαμε φούρνο, είχαν καεί, τα πάντα είχαν καεί. Και τις άλλες τις 30, τις έφερα εδώ, τις έβαλα στο μπαούλο.

Ο.Φ.:

Θα σας πάω λίγο πίσω.

Φ.Τ.:

Ναι, αυτή ήταν η συνέχεια από τον πόλεμο, απ' τον πατέρα μου, που βρέθηκαν τα λεφτά και φτάσαμε μέχρι αυτού.

Ο.Φ.:

Ναι, τρομερό. Ο πατέρας σας πέθανε κατά λάθος από ό,τι κατάλαβα;

Φ.Τ.:

Ναι, σήκωσε... Ναι, τον πήρε η ριπή. Σήκωσε το χέρι να πει: «Είμαστε Έλληνες», ας πούμε ότι είναι Έλληνες, να μη ρίξουν. Αντάρτες έριξαν από πέρα μεριά. Από το Γρεβενίτι ήταν αυτοί, γιατί ήταν από δω, από τα βουνά του Καστανώνα, και αυτοί από την απέναντι μεριά. Δηλαδή όταν λέμε όχι από το Γρεβενίτι και τον Καστανώνα το χωριό, απλώς τα βουνά που κάναν σύνορα το ένα με το άλλο

Ο.Φ.:

Και τον σκότωσαν κατά λάθος.

Φ.Τ.:

Ήθελαν τότε... Τον κυνηγούσαν τότε να τον σκοτώσουν τον πατέρα μου, γιατί ήταν εθνικιστής και ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση. Τον είχαν βάλει στο μάτι από καιρό τότε.

Ο.Φ.:

Και εκεί που μένατε στον Άγιο Δημήτριο πόσες μέρες ήσασταν;

Φ.Τ.:

Εκεί μείναμε κοντά στα δύο χρόνια. Κρυβόμασταν. Μετά πήραμε αυτό το σπίτι του Παρλαπά, αλλά φεύγαμε τη νύχτα να μην είμαστε εδώ. Ερχόταν, μας άφηναν εμάς εκεί πολλές φορές και ερχόταν οι μαμάδες μας εδώ να κάνουν δουλειές και να γυρίσουν πάλι.

Ο.Φ.:

Για να κρυφτείτε από τους Γερμανούς;

Φ.Τ.:

Να κρυφτούμε από τους αντάρτες, από όλους.

Ο.Φ.:

Αυτά πριν τον Εμφύλιο έτσι; Όσο υπήρχε πόλεμος εδώ.

Φ.Τ.:

Ναι.

Ο.Φ.:

Θυμάστε κάτι άλλο πολύ έντονα τότε από αυτήν την ηλικία; Πώς ήτανε τότε; Ήταν και άλλος κόσμος στον Άγιο Δημήτριο;

Φ.Τ.:

Ναι ήμασταν η οικογένεια η δική μας όλη. Η αδερφή μου η Κούλα που η μεγαλύτερη και παντρεμένη, και ο Αρμένης ο Γιάννης ήταν και αυτός με τα παιδιά, έφευγε και κρυβόταν. Αυτός ήταν στη χωροφυλακή τότε, αλλά μετά επειδή παντρεύτηκε και δεν δίναν άδεια τότε να παντρευτούν οι χωροφυλάκοι πριν τα 30 τους. Έπρεπε να γίνουν 30-31 χρόνων για να παντρευτούν. Ναι, ήταν απαγορευμένο! Και παντρεύτηκε κρυφά αυτός. Οπότε, όταν έμαθε η χωροφυλακή ότι παντρεύτηκε πριν να πάει στα 31 του, τον βγάλαν, τον κόψαν από τη χωροφυλακή και έμεινε ρέστος. Και έμεινε πια μετά να πάει να ανοίξει χωράφια στα ρουτζάλια πάνω, να ανοίξει βουνό να το κάνει χωράφι. Έκοβε δέντρα και με την τσάπα έσκαβε, έσκαβε για να βγάλει χωράφια να... Γιατί δεν είχε και η μαμά μου. Ένα χωράφι που είχε δώσει εδώ στου Σωτήρα, το είχε πάρει προίκα από τη γιαγιά την Ουρανίτσα και το είχε δώσει μετά στην Κούλα για να δουλέψουν. Γιατί ξεκίνησε η Κούλα να πάρει έναν χωροφύλακα, να ζήσει με τον μισθό που παίρναν τότε. Μικρός, μεγάλος, αυτός ήταν, κάπως θα επιζούσε. Αλλά μετά που τον βγάλανε, έμεινε με το δάχτυλο που το λένε στο στόμα, με τίποτα.

Ο.Φ.:

Εσείς ήσασταν μεγαλωμένη εκεί πέρα; Τα παιδικά σας χρόνια ήταν στον Άγιο Δημήτριο;

Φ.Τ.:

Τελειώσαμε με τον Άγιο Δημήτριο, καθίσαμε στη συνέχεια στο σπίτι του Παρλαπά, μέχρι που φύγαμε στα Γιάννενα. Και γυρίσαμε μετά, ξαναμείναμε ξανά στο σπίτι του Παρλαπά. Μπήκε η χωροφυλακή μετά όμως και έπρεπε να φύγουμε. Κι αναγκαστήκαμε... Μετά βγήκε η Στέγαση να κάνει τα σπίτια. Κι έκανε αυτό το ένα το κομμάτι, το κάτω κομμάτι που έχουμε, με δύο δωμάτια. Ένα δωμάτιο έδινε η Στέγαση. Και ήταν κάποιος Τσεκούρης από τους Φραγκάδες, ήταν μηχανικός. Και έβαλε και έκανε, έρχονταν να κάνουν τα σχέδια που θα κάνει στο σπίτι. Αλλά δεν κάναν τα σπίτια επάνω στα ίδια τα θεμέλια τα παλιά. Γιατί; Γιατί εκεί θα τους κόστιζε πολύ να χαλάσουν τα θεμέλια, να χαλάσουν τα χαλάσματα που ήταν όλα μέσα να τα καθαρίσουν και ήθελαν δουλειά πολλή. Και για να κερδίσουν τότε -γιατί αυτοί κέρδιζαν πάρα πολλά από αυτήν την υπόθεση που δίναν τότε το κράτος για να γίνουν σπίτια-... και έλεγε το σπίτι να το κάνουν στην αυλή. Και τα σπίτια τα καινούργια που χτίστηκαν, αυτά με τη Στέγαση που λέμε με τότε, χτίστηκαν στις αυλές. Δεν χτίστηκαν στα παλιά. Και είπαν: «Αργότερα θα σας τα χτίσουμε αυτά». Οπότε δεν τα χτίσανε ποτέ. Αυτά τα καμένα τα σπίτια και ποτέ δεν επιδοτήθηκαν να πάρουμε, ας πούμε... Αυτό εδώ ήρθαν και το κάψαν, γιατί ήταν κάποια θεια και καθόταν εδώ. Αυτή ήξερε έξι-εφτά γλώσσες, μίλαγε με τους Γερμανούς, μίλαγε με τους Ιταλούς, μίλαγε με τους αντάρτες, μίλαγε με τους πάντες! Και του λέει του πεθερού μου: «Μη βγάλεις τίποτα από μέσα». Γιατί τα παίρναν και τα κρύβαν... είχαν χτίσει κάτι μπίμτσες, σαν γεφυράκια κρυμμένα, και βάζαν τα πράγματα κάτω από τα υπόγεια για να μην τα βρίσκουν τα πράγματα. Και του είπε: «Εσύ μη βγάζεις τίποτε», του πεθερού μου, του Κώστα του Τζιώρα. Και φύλαγε αυτή τρία σπίτια, αυτή. Φύλαγε εδώ, να προσέξει αυτό το δικό μας -το υπάρχον- και δύο του Καραβασίλη κάτω. Και της λέει ένας Γερμανός, της λέει: «Ένα από τα τρία θα κάψουμε». Και του είπε αυτή: «Μην κάψετε αυτό που είναι μόνο, μένει αυτή η οικογένεια, ο άλλος που έχει δυο, μπορείτε να κάψετε ένα». Πήγανε και βάλανε, και πήγαν του παπα-Τάσου οι κοπέλες και γλίτωσαν τη φωτιά. Είχαν βάλει κάτω από την πόρτα. Και αυτές είδαν από την κάτω μεριά που ήταν, είδαν τη φωτιά και πήγαν και τη σβήσανε. Και αυτοί θύμωσαν και ήρθαν μετά και βάλαν εδώ. Κι ο πεθερός μου ήταν πέρα στα γκιλμάρια, εκεί στο αμπέλι του και είδε τη φωτιά, κι ώσπου να έρθει εδώ… Και δεν είχαν κουβέρτα να κοιμηθούν, κουτάλι να φάνε! Τίποτα, τίποτα! Όλο το βιός τους είχε καεί μέσα, γιατί ήταν μυλωνάς. Κάηκαν και τα καλαμπόκια τους και οι τροφές, ό,τι είχαν και δεν είχαν! Και μείναν με το δάχτυλο στο στόμα. Αυτός συνέχεια μετά, ξανά, πήγαινε στον μύλο και με αυτήν την αυτήν μπόρεσε και τα κατάφερε να ζήσει. Και αυτά μείναν μόνο σε εκείνη εκεί την κουζινούλα. Κάναν πρόχειρη εκείνη την κουζινούλα και μείναν αναγκαστικά εκεί, ώσπου να ξαναφτιάξει το σπίτι εδώ. Η Στέγαση δεν έδινε λεφτά, έδινε ένα δωμάτιο και έναν διάδρομο που να περνάς. Και όταν κάναν το δικό μας πέρα στο Μητσιμαράτικο, λέει η μαμά... «Ένα σπίτι δικαιούστε», της λέει ο Τσεκούρας και γυρνάει και του λέει: «Έλα να σου πω, Φάνη». Φάνη τον λέγαν, δεν λέγαν τότε ούτε κύριος ούτε τίποτε, είχαν γνωριμίες χωριό με χωριό, ήταν γνωστοί. Και του είπε: «Έλα να σου πω, Φάνη. Εγώ έχω εφτά παιδιά και εγώ οχτώ. Και τον γαμπρό, εννιά. Και έφυγε ο άντρας μου, θα ήμασταν δέκα. Έφυγε ο άντρας μου. Αλλά είμαστε εννιά άτομα. Ένα δωμάτιο, πού θα μπούμε εμείς; Πού θα μπει το ζευγάρι που έχω παντρεμένη την κοπέλα μου; Πού θα κοιμηθούμε;». Και λέει αυτός: «Αυτά μας δίνουν, κυρία Θεανώ, αυτό θα σας κάνουμε». Και αναγκάστηκε αυτά τα λεφτά μετά που μπορούσε να τα καταφέρει… Είχε πάει ο Τάκης στα Γιάννενα και άρχισε μετά με βοήθεια, με τον κόσμο, άλλος έκανε τα θεμέλια, άλλος ήρθε να σκάψει, να κάνει. Και έβαλε έναν από δω, απ' το χωριό, τον Μπίντα, να κάνει ένα δωμάτιο και του είπε: «Όποτε θα μπορέσω να σ' τα δίνω τα λεφτά ή να σου δίνω όταν θα έχουμε τροφή και αυτά». Γιατί και αυτός είχε δυστυχία, είχε πείνα στο σπίτι του, δεν είχε ο άνθρωπος... Και λίγα λίγα λίγα μετά… Πότε του έδινε λίγο ό,τι έβγαζαν από κήπο κι αυτά, ένα πράσο, μια ντομάτα, ένα αυτό… Να κλείσουμε το χτίσμα που έκανε ο άνθρωπος. Και έτσι κάναμε ακόμα ένα δωμάτιο και έγιναν δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόμαστε όλοι εμείς και στο άλλο βάζαμε την Κούλα που ήταν παντρεμένη και τα πράγματα του σπιτιού. Ας πούμε, ό,τι ρούχα και αυτά τα στοιβάζαμε εκεί. Και αυτό δεν το είχε τελειώσει, με το χώμα ήταν κάτω. Είχε βάλει ένα κρεβάτι, μόνο που ήταν η σκεπή και τα παράθυρα κλεισμένα, γιατί ήταν χειμώνας και είχε κρύο. Και είχαμε κάνει και ένα τζάκι στο ένα το δωμάτιο για να ζεσταινόμαστε όλοι! Εκεί ερχόταν και η Κούλα και ζεσταίνοταν, και όταν ήταν για ύπνο… Κάτω είχε χώμα, γιατί δεν είχαμε τη δυνατότητα ούτε να το πατώσουμε ούτε να το ταβανώσουμε. Μόνο είχαν προλάβει και είχαν βάλει δύο παράθυρα για να μην μπαίνει το κρύο και η βροχή. Και πάνω στο χώμα βάλαν το κρεβάτι και να κοιμούνται ο κόσμος.

Ο.Φ.:

Και μένατε εφτά σε ένα δωμάτιο;

Φ.Τ.:

Ε[00:20:00]μείς σε ένα δωμάτιο, εφτά άτομα. Είχαμε πέρα πέρα... Το κάναμε σαν τόσο δα έτσι σανίδες κούφιες, πέρα πέρα, και αφήκαμε ένα Π, πώς είναι το τζάκι εδώ τώρα αυτό; Από δω και από κει αυτό το κομμάτι και από δω και από κει ήταν όλο στρωμένο σε ξύλο πάνω τόσο και με τα αυτά για να κοιμόμαστε. Και βγαίναμε έξω να πλυθούμε στη βροχή και αυτά. Και αναγκάστηκε η μαμά να κάνει και ένα μπάνιο πέτρινο με ξύλο επάνω. Ήμασταν κοντά στον λάκκο και μπορούσε να κάνει ένα λαγούμι να βγει κάτω, ας πούμε, να μην έχει... Γιατί ήμασταν και κοντά στη βρύση και έπρεπε να είναι... πώς να βγει; Στον δρόμο; Δεν είχαμε τότε ευκολίες που είναι τώρα, σωλήνες, και ένα και άλλο. Ήταν δύσκολα. Και προσπαθούσαμε να το φτάσουμε στον λάκκο, σκάβοντας και βοηθώντας τα παιδιά με πέτρες για να κάνουν το λαγούμι, να το κλείσουμε εκεί μπροστά γιατί ήταν μες στον δρόμο. Ήταν απέναντι η εκκλησία, το σχολείο, εμείς ήμασταν απέναντι. Έπρεπε κάπου να είναι καθαρό. Πού να βγουν στον δρόμο; Και αναγκάστηκαν τότε τα παιδιά, έσκαψαν με πέτρες από τα πλάγια και το καπάκωσαν και από δω, λαγούμι κανονικό. Όπως είναι όλο το χωριό. Είχε λαγούμια. Όλο το χωρίο. Εμείς εδώ τον καιρό που χτίστηκε το σπίτι, τα σοκάκια που κάναν οι παλιοί τα έχουν... είναι ανά 50 πόντους τα λαγούμια, γιατί ήταν όλη η σειρά από πάνω που κατεβαίνει μέχρι κάτω, και κατεβαίνει κάτω στον λάκκο, με λαγούμια τετράγωνα. Και όταν έβρεχε, βάζαν το νερό μέσα και τα καθάριζαν, έφευγαν. Γιατί δεν υπήρχαν τότε νερά για να ρίξουμε όπως ρίχνουμε τώρα νερό. Δεν υπήρχαν τα νερά. Και περίμενε τότε ο κόσμος στη βροχή. Είχαν ένα άνοιγμα πάνω που ερχόταν το νερό κι έμπαινε. Ό,τι δηλαδή από τον δρόμο μαζευόταν στο σοκάκι, είχε ένα άνοιγμα όταν ήταν αυτό... άνοιγαν ένα καπάκι μεγάλο και έφευγε το νερό, το μάζευε εκεί πέρα και τα καθάριζε μέχρι κάτω, τα 'φτανε κάτω στον λάκκο για να είναι καθαρό. Όλο το χωριό είχε λαγούμια.

Ο.Φ.:

Και αυτό ήταν το μπάνιο. Τρομερό!

Φ.Τ.:

Ναι, αυτό ήταν το τρομερό, το μπάνιο! Και όταν ήθελε να πλυθεί κανένας, έβαζε στην κατσαρόλα, στο καζάνι νερό από τη βρύση που κουβαλάγαμε ή από το βρόχινο το νερό που μαζεύαμε τότε και με μία κανάτα παίρναμε από το καζάνι που ζεσταινόταν το νερό με ξύλα και πλενόμασταν. Δεν καθόμασταν άπλυτοι. Πλενόμασταν με βροχινό νερό, το μαζεύαμε σε καζάνια απ' τη βροχή, βάζαμε στα σταλάματα που λέμε.

Ο.Φ.:

Από τις βρύσες;

Φ.Τ.:

Από τις βρύσες παίρναμε. Εμείς ήμασταν κοντά στη βρύση, παίρναμε. Εδώ αυτοί από τον από εδώ τον μαχαλά είχαν λιγοστό το νερό, δεν ήταν σαν και εμάς εκεί πέρα. Εμείς είχαμε δυο βρύσες, τις τρεις και τη μία. Εμείς ήμασταν και πολύ κοντά στη βρύση. Τα άλλα τα σπίτια ήταν πολύ μακριά, είχαν ανηφόρα. Ο απάνω μαχαλάς είχε ανηφόρα να ανεβάσει το νερό. Αυτοί εδώ είχαν πολύ λίγο νερό, ήταν η φαΐστα και η άλλη μια βρύση κάτω που τη λέμε σόποτο, από την κάτω μεριά. Αλλά και νερό λίγο είχαν αυτές και μακριά ήταν. Εγώ όταν παντρεύτηκα και ήρθα εδώ, για να πάω να παίρνω νερό από τη φαΐστα, για να 'ρθώ να πλύνω ρούχα εδώ, να γεμίσω το καζάνι, δυσκολευόμουν. Και πήγαμε μετά, όταν έφερνε νερό πολύ ο λάκκος και έβρεχε, ήταν καθαρό βέβαια το νερό, δεν είχε πουθενά να μπει τίποτα μέσα... γιατί από εκεί μεριά ήταν καθαρός. Και κατεβαίναμε, βάζαμε εκεί καζάνι στη φαΐστα και πλέναμε τα ρούχα εκεί. Για να βολευόμαστε. Και βάζαμε και το καζάνι να μαζεύουμε το σταλαξίσιο. Τότε ήταν καθαρό νερό το σταλαξίσιο, γιατί έκανε και ωραίο λούσιμο. Γλυφερό, ωραίο λούσιμο. Πώς λέμε τώρα είναι καθαρό το μαλλί, μαλακό που το μαλακώνουν τα μαλακτικά και τα σαμπουάν; Τότε ήταν το βρόχινο το νερό καλό. Και όταν πλέναμε τα ρούχα βάζαμε αλισίβα, τη στάχτη που βγάζαμε από τη φωτιά. Τη βάζαμε σε μία σακούλα και τη βάζαμε μέσα στο καζάνι και το καζάνι έβραζε το νερό που πλένουμε τα ρούχα. Και αυτή έκανε πώς κάνει η χλωρίνη αυτήν τη γλυφάδα; Και καθάριζε τα ρούχα, τα άσπρα τα έκανε ασπρότερα. Κάθε εποχή έχει τον τρόπο για να ζήσει ο άνθρωπος, για να επιζήσει. Τότε είχαν αυτήν την αυτήν για να επιζήσουν, και να έχουν καθαριότητα, γιατί το Ζαγόρι έχει πολλή καθαριότητα. Από άλλα μέρη που ακούμε και πήγαιναν τότε οι παλιοί σκια τα αυτά που πήγαιναν στα χωριά και αλλάζαν πατάτες, μετά, όταν γυρίσαμε από τα Γιάννενα. Είχε διαφορά το Ζαγόρι με τα καμποχώρια, είχε μεγάλη διαφορά.

Ο.Φ.:

Μου είπατε προηγουμένως κάποια στιγμή ότι ο πατέρας σας τον είχανε πιάσει μία φορά και κατάπιε κάποιο γράμμα;

Φ.Τ.:

Ναι.

Ο.Φ.:

Πώς έγινε αυτό, γνωρίζετε;

Φ.Τ.:

Αυτό μου το έχει πει ο Τάκης και ο Απόλλωνας. Κατάλαβε ότι ερχόταν, τον είχαν πάρει χαμπέρι. Έμαθαν ότι θα πάει από κει και κάποιος θα τον είχε προδώσει, τώρα πώς είχε γίνει δεν ξέρω. Και όταν τους είδε, του είχαν στήσει καρτέρι πίσω από δέντρα. Και το κατάλαβε, και πριν φτάσει εκεί, το μάσησε. Και όταν έφτασε εκεί, τον βασάνισαν κιόλας για να τους πει πού πάει και τι κάνει. Και τους λέει: «Ρε παιδιά, εγώ γύριζα από τα ρουτζάλια προς το χωριό μας». Και είχαμε κι εμείς ένα χωράφι εκεί, το οποίο το έχει δώσει στον Απόλλωνα, είχε μηλιές, είχε... Και «ήμουν στο χωράφι», τους είπε. «Δεν βλέπετε τα ρούχα και τα πόδια μου;». Ήταν μέσα στη λάσπη από τον δρόμο. «Δεν με βλέπετε ήμουν στο χωράφι». «Πού έχεις χωράφι εσύ;». Ήθελαν να το εξακριβώσουν. Και τους είπε: «Έχω στα Ρουτζάλια. Οποίον θέλετε ρωτήστε, έχω χωράφι στα Ρουτζάλια. Δεν ήμουν πουθενά». Και τον άφησαν. «Δουλεύεις εκεί;», «Δεν δουλεύω». «Κάνεις εκείνο;», «Δεν κάνω». «Κάνεις το άλλο;», «Δεν κάνω». Και ήταν συνέχεια αρνητικός. Και λέει ένας: «Μη χάνετε τον καιρό σας, αφήστε τον άνθρωπο να φύγει». Αυτά τα μολόγαγε ο πατέρας μου στα αδέρφια μου. Εγώ δεν θυμάμαι. Τον πατέρα μου τον θυμάμαι σε εικόνες, γιατί 4 χρονών δεν πρόλαβα. Εγώ γεννήθηκα τέλος Νοεμβρίου, 21-22 του μηνός Νοεμβρίου και ο πατέρας μου έφυγε το '44, οπότε εγώ ήμουν στα 3.

Ο.Φ.:

Μικρή.

Φ.Τ.:

Μπορεί να γεννήθηκα το '40, αλλά ήμουν τέλος το '40 και ήμουν μικρή εγώ. Αυτό που θυμάμαι από τον πατέρα είναι ότι είχε έρθει και του είχαν δώσει οι Εγγλέζοι γαλέτα, και μας την έφερε να τη φάμε με την Λίτσα. Και θυμάμαι τη γαλέτα που μας είχε κάνει εντύπωση. Άλλη μία φορά που μας είχε φέρει καραμέλες και παπούτσια άσπρα, πεδιλάκια! Είχε πάει στους Κήπους και μας είχε φέρει. Κάπου τα είχε παραγγείλει αυτός να τα φτιάξουν σε τσαγκάρη. Αυτός στα χωριά πέρα που αράδιαζε, ήταν ένας τσαγκάρης και του είχε πει: «Θα μου κάνεις δύο πέδιλα», με άσπρο λουράκι απάνω κι αυτά. Και κάτω ήταν πετσί που κόβαν από ρόδες. Πώς είναι η ρόδα; Και κόβαν κάτω το χοντρό το κόμματι και τα ράβανε με το τσαγκαρσούλι και τα κάναν πεδιλάκια. Αυτά μου είχε κάνει εντύπωση εμένα τότε. Και την αγκαλιά στα πόδια του, στα γόνατά που μας έβαζε. Αυτό το θυμάμαι σαν να το βλέπω, δηλαδή και το ακούω στα αυτιά τώρα και έλεγε: «Νταχτιρντί και βοβοβό. Τι κοπέλες που έχω εγώ!». Αυτό το έχω συνέχεια στα αυτιά μου! Αυτά τα θυμάμαι. Αυτά τα τρία-τέσσερα πράγματα θυμάμαι από τον πατέρα μου. Ήμουν πολύ μικρή. Αυτό και τη σκάλα που καθόμουν εκεί και ερχόταν. Αυτό, βέβαια, μου το έλεγαν ύστερα τα αδέρφια μου. Και τους έλεγα: «Όλο εδώ θα έρχεστε να παίρνετε την μπαλάντζα;». Αυτό μου το έλεγαν τα αδέρφια μου. Αλλά αυτό που θυμάμαι ήταν αυτό το τελευταίο, τρία πράγματα θυμάμαι έτσι χαρακτηριστικά τη γαλέτα, τα πόδια που μας χόρευε και τα πέδιλα. Έτσι έχω μία εικόνα από τη φυσιογνωμία του πολύ αχνή, έτσι... Αυτό που θυμάμαι ήταν που κάναμε εκείνα με το καπέλο που φορούσε και κάναμε εκεί να τον δούμε, να τον... ήταν ψηλός…

Ο.Φ.:

Πώς ήρθε το μήνυμα στη μητέρα σας ότι πέθανε τότε;

Φ.Τ.:

Είχαν έρθει από τον Άγιο Δημήτριο για να κάνουν δουλειά. Και είχε έρθει το μήνυμα και η νονά μου η Ροδόκλεια, του Χρήστου η γυναίκα του Τσιμή... Ήταν θεία της, αδερφή της ήταν... ο Χρήστος ήταν αδερφός της μάνας της γιαγιάς της Ουρανίτσας. Και η νουνά η Ροδόκλεια πήγε και την περίμενε στη μία τη βρύση, που θα ερχόταν από το... κάποια στιγμή θα ερχόταν από τον Άγιο Δημήτριο. Και έστησε καρτέρι έξω από το σπίτι της για να της πει το άσχημο το μήνυμα. Αλλά η μαμά εκείνη την ημέρα, επειδή της είχε πέσει το καντήλι, είχε αλλάξει την όψη της, είχε αλλάξει το αυτό και είπε στις κοπέλες για «τα παιδιά μας». Δεν πήγε στο νου για τον άντρα της. «Τα παιδιά μας μωρέ κοπέλες, μου έπεσε το καντήλι!». Και της λέει η Έλλη: «Να το ξανανάψουμε -η Έλλη του Μεγγλίδη-, να το ξανανάψουμε, Θεανώ». «Εμένα κοπέλες μού κόπηκαν τα χέρια, ανάψτε το εσείς». Και το άναψε η Μήλα μετά, η Μήλα του παπα-Γιώργη η γυναίκα. Το ανάψαν το καντήλι βέβαια, αλλά της μαμάς μου της κόπηκαν τα χέρια και λέει: «Δεν μπορώ να το ανάψω». Είχαν το καντήλι που το κατεβάζεις από πάνω, τα κρεμαστά καντηλάκια, πώς είναι στα εξωκλήσια.

Ο.Φ.:

Τα αδέρφια σας πόσο καιρό ήταν στα βουνά;

Φ.Τ.:

Όλο τον καιρό έφευγαν στα βουνά. Δεν καθόταν. Πήγαιναν τη μέρα... Τα χωράφια μας ήταν από το πίσω μέρος, οι Ρωμιές που λέμε, ήταν πολύ μακριά και ήταν μέσα κρυμμένα στα δέντρα και τα φυτά, και από κει δεν είχαν πρόσβαση να περάσουν ούτε οι αντάρτες ούτε οι Γερμανοί. Φεύγαν από πέρα μεριά, από τα Λαρούσκα, από τις [Δ.Α.], από τα απέναντι, οι τοποθεσίες ας πούμε που έχουμε, και πηγαίναν στις Ρωμιές και δούλευαν την ημέρα και ξαναφεύγαν. [00:30:00]Και εκεί ό,τι μπορούσαν ας πούμε να τους πάνε φαγητό, τους βρίσκαν στα μισά. Ό,τι να μάζευαν από χορταρικά, ό,τι να έβρισκαν προσπαθούσαν να τους δώσουν κάτι να φάνε. Με δυσκολία μεγάλη.

Ο.Φ.:

Και τον αδερφό σας ποιοι τον πιάσανε αιχμάλωτο που είπατε;

Φ.Τ.:

Οι αντάρτες τον Λευτέρη. Τον πιάσανε εδώ, τον πήραν τον τυραννήσαν πάρα πολύ, πάρα πολύ και μετά τον πήγαν στα Γιάννενα, και τον κλείσανε στη φυλακή στο ΦΙΞ. Και του έλεγαν: «Να μας ομολογήσεις τι έκανες και τι δεν έκανες». Και έλεγε: «Δεν έκανα τίποτα. Δεν ξέρω τίποτα. Εγώ έφευγα, πήγαινα, κοιμόμασταν έξω και γύριζα στο χωριό, δεν ξέρω τίποτα». Και του έλεγαν: «Δεν μπλέχτηκες εσύ με καμία συμμορία; Δεν μπλέχτηκες με τα αυτά;». Και αυτός να αρνείται, να τους λέει όχι. Και τον κράτησαν πόσο καιρό στο ΦΙΞ, πέντε-έξι μήνες. Και μετά τον βγάλανε. Ποιος επενέβη και αυτό δεν ξέρω να σου πω. Είχαμε μία θεία στα Γιάννενα, αυτή που υποτίθεται θα φύλαγε τα σπίτια εδώ, που έτρεχε για να μπορέσει να πει ότι: «Δεν έχει τίποτε, δεν έχει κάνει τίποτε, αφήστε τον ελεύθερο. Δεν έχει κάνει τίποτα ο άνθρωπος. Δεν έχει κάνει τίποτε». Και μετά από πέντε-έξι μήνες τον αφήσαν. Αλλά τον τυραννήσαν πάρα πολύ, δηλαδή του είχαν κάνει νευρικό ψυχολογικό πόλεμο τότε. Και είχε πάθει μετά τα νεύρα του ο Λευτέρης. Έπαθε τόσο καιρό μετά, τα νεύρα του, δεν μπορούσαν να το κάνουν καλά εδώ τα αδέρφια του. Τον φέραμε μετά και όταν είχαν γίνει τα σπίτια εδώ στο από κάτω σπίτι, υπόφερε, πάλευε η μαμά μου να τον φέρει στον λογαριασμό του. Γιατί έχει πάθει ψυχολογικό. Τον τυράννησαν πολύ-

Ο.Φ.:

Τα βασανιστήρια.

Φ.Τ.:

Τον βασάνισαν πάρα πολύ. Ξύλο και πάρα πολλά του κάνανε.

Ο.Φ.:

Εσείς όταν ήταν ο Εμφύλιος, ήσασταν στα Γιάννενα;

Φ.Τ.:

Φύγαμε το ‘47. Εγώ πες ήμουν 6, στα 7, όταν φύγαμε στα Γιάννενα. Και όταν φύγαμε στα Γιάννενα, ξεκινήσαμε από εδώ, είχαμε ένα γαϊδουράκι μόνο. Σε αυτό το γαϊδουράκι τι να πρωτοβάλεις, τα ρούχα; Τα αυτά για να μας πάρουν από δω; Γιατί στον Μανασσή, είχε ειδοποιήσει η θεία η Γιόλα, στον Μανασσή, ότι τα παιδιά τους τα πήραν παιδομάζωμα. Είχε μείνει παραπίσω, είχε το αμπέλι για να το μαζέψει. Με αυτά ζούσαν ο κόσμος, με τα μήλα… Αυτά, όσα μπορούσαν να κρατήσουν δικά τους. Πήγαιναν οι άλλοι και τα μάζευαν και τους τα παίρναν. Δηλαδή τα άφηνες εσύ τα σταφύλια στο σπίτι και ερχόσουνα εσύ και τα έπαιρνες. Ερχόταν ο άλλος σου τα 'παιρνε, τα μήλα, τα κάστανα, τα καρύδια. Με αυτά μπορούσαν να φάνε να σωθεί ο κόσμος. Τα λευτόκαρα, που ήταν αρκετά τότε. Και αυτά ήταν σαν τροφή. Και πήγαιναν και τους τα έπαιρναν. Και η θεία η Γιόλα λέει: «Θα μείνω να μασώ το αμπέλι και μετά θα κατεβώ στα Γιάννενα». Και μάζεψε το αμπέλι και το έφερε. Εμείς μόλις είχαμε φτάσει στα Γιάννενα. Και μας έβαλαν στον Μάτσικα κάτω, στο παραλίμνιο, και καθίσαμε εμείς. Ήταν από την απέναντι μεριά η κυρά Φροσύνη και από δω μεριά μας είχαν επιτάξει κάτι σπίτια. Και πάλι εκεί βρεθήκαμε σε ένα σπίτι με δύο δωματιάκια πάλι, να καθίσουμε όλοι εμείς σε αυτά και είχε έρθει μία ξαδέρφη με τον άντρα της, γιατί δεν είχαν πού να πάει και αυτή. Κάθισε και αυτή εκεί μέσα μαζί μας να κοιμηθούν. Και είχε φέρει σταφύλια και ο θείος ο Αγγελής στη μαμά μου, στο σπίτι. Είχε έρθει από τον Μανασσή ο θείος ο Αγγελής και είπε: «Δεν θέλει αυτή η γυναίκα, της είπα να αφήσει το αμπέλι και να φύγει, να σηκωθεί να φύγει». Και μας έφεραν τα σταφύλια, γιατί θυμάμαι τα άδειασαν σε μια κοπάνα μεγάλη τα σταφύλια εκεί στα Γιάννενα. Και έπρεπε να ξαναφύγει πάλι, κρυφά βέβαια, από το βουνό περπατώντας, να φύγει από τα Γιάννενα, να 'ρθεί στον Μανασσή να απομάσει τα υπόλοιπα. Και εκεί την πάτησε και της πήραν τα παιδιά και τα πήγαν στο παιδομάζωμα.

Ο.Φ.:

Τι λέτε!

Φ.Τ.:

Και από εδώ είχαν ειδοποιήσει από τα αλλά χωριά ότι γίνεται παιδομάζωμα, και λέει η μάνα μου: «Θα τα πάρω τα παιδιά και θα φύγω». Και μας παίρνει η μάνα μου από εδώ, μας πάει στα Γιάννενα και φόρτωσε το ζώο, εγώ μαζί με την Λίτσα. Η Λίτσα ενάμιση χρόνο μεγαλύτερη από μένα και εγώ μικρότερη. Σαν μικρά παιδιά περπατήσαμε 18 ώρες από δω να φτάσουμε στα Γιάννενα. Παιδάκια εμείς κουραζόμασταν και έλεγε η μαμά: «Τώρα λίγο να βάλω τη μία καβάλα», πάνω από το φορτίο που είχε. Τι να κάνει και αυτό το γαϊδουράκι; Όπου ήταν λίγο ίσωμα μας έβαζε, οπού ήταν κατηφόρα και ανηφόρα κουραζόταν, γιατί ήταν βαριά φορτωμένο. Και μας έβαζε ένα τέταρτο την καθεμία λίγο να ξεκουραστούμε, άντε πάλι κατέβαινε η μία, έβαζε την άλλη. Μετά άντε ξαναπερπατούσαμε κάμποσο, ξανά μετά κλαίγαμε: «Δεν μπορούμε να περπατήσουμε άλλο. Δεν μπορούμε να περπατήσουμε». Και ξανά πάλι μας έβαζαν, άντε λίγο λίγο, λίγο λίγο μέχρι να μας φτάσουν στα Γιάννενα. Kαι όταν φτάσαμε στα Γιάννενα ήρθε αυτή η θεία η Μερόπη και της λέει: «Θεανώ, πώς θα τα βγάλεις πέρα; Δεν μπορούν να βγουν. Πώς θα τα ταΐσεις όλα αυτά; Είναι οι σχολές που... Είναι το ορφανοτροφείο -γιατί ήμασταν και ορφανά και μπορούσαμε να πάμε στο ορφανοτροφείο-, να κάνουμε χαρτιά να τα βάλουμε στο ορφανοτροφείο», εγώ μαζί με την Λίτσα. Κι έκανε τα χαρτιά να μας βάλουν και τις δύο στο ορφανοτροφείο. Και λέει το ορφανοτροφείο: «Έχουμε και από άλλου να πάρουμε πιο δυστυχισμένα παιδιά που δεν έχουν προστάτη κανέναν». Εμείς είχαμε προστάτες τα αδέλφια, υποτίθεται ότι θα μας προστάτευαν τα αδέρφια. Τα αδέρφια δεν είχαν δουλειά. Ο Τάκης μόλις πήγαμε στα Γιάννενα πήρε το ταχυδρομείο του πατέρα, μπόρεσε ας πούμε και φρόντισε αυτή η θεία. Και πάει από δω, πάει από κει και λέει: «Είναι θύμα πολέμου και ο πατέρας του ήταν ταχυδρόμος» και τα κατάφεραν και έβαλαν τον Τάκη στο ταχυδρομείο, σε κάνα πέντε-έξι μήνες τον έβαλαν στο ταχυδρομείο. Ο Λευτέρης πάει να μάθει τσαγκάρης για να ζήσει και ο Απόλλωνας, τον ζήτησαν τότες στον Σεπετά να πάει στα ουζοπωλείο. Ήταν τα ουζοπωλεία τότε και ζητούσαν παιδιά, βοηθούς για να τους βάλουν εκεί στα μηχανήματα να δουλεύουν, να βοηθάνε. Και έτσι ξεκίνησαν. Και όταν ήρθε η ώρα για να πάμε αυτά, μας είπαν αυτοί ότι δεν μπορούμε, έχουμε προστάτες, «μόνο μία θα πάρουμε». Και γράφουν εμένα να πάω εκεί και λέει η θεία: «Θα φροντίσουμε, αφού δεν τα παίρνουν στο ορφανοτροφείο, να βάλουμε και στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην παιδούπολη». Η παιδούπολη Άγιος Κωνσταντίνος, είναι αυτό που είναι το «Ξενία» τώρα. Ήταν ο Άγιος Κωνσταντίνος τότε που μάζευε τα παιδιά όλα από τα δίπλα τα χωριά. Και έκαναν τα χαρτιά. Και αρρωσταίνει η αδερφή μου η Λίτσα με τύφο και την πήγαν στο υπάρχον... που υπήρχε αυτό το νοσοκομείο, ήταν τότε το «Χατζηκώστα», ένα κομμάτι μικρό, και ήταν ο Κουραμπάς απάνω, αυτό στο «Ξενία» δίπλα, απ' το «Ξενία», τώρα είναι γραφεία διάφορα. Εκεί ήταν το δεύτερο νοσοκομείο των Ιωαννίνων, το Κουραμπά. Και αρρωσταίνει η Λίτσα με τύφο και την πήγανε εκεί σε αυτό το νοσοκομείο, το Κουραμπά επάνω. Και βγήκαν τα χαρτιά της Λίτσας, που ήταν να πάει στην παιδούπολη. Βγήκαν τα χαρτιά της Λίτσας. Και λένε: «Τώρα τι να κάνουμε; για να μη χάσουμε -λέει η θεία αυτή- το ίδιο είναι... Άμα γίνει καλά η Λίτσα τη βάζουμε στο ορφανοτροφείο και ας πάει η Φιλάνθη... Ένα όνομα θα αλλάξουμε, το επίθετο είναι το ίδιο». Και αλλάξαν το όνομα και πήγα εγώ στην παιδούπολη στον Άγιο Κωνσταντίνο. Και έμεινα στον Άγιο Κωσταντίνο. Είχαμε θάλαμο με παιδιά, σαράντα παιδιά μέσα, διπλά κρεβάτια, από τη μια πλευρά. Ξαι από την άλλη πλευρά ήταν τα αγόρια. Και εκεί μέσα, πήγαμε από εδώ από το χωριό εγώ, η Μαίρη του Ταφέκα, η αδερφή της η Ρηνούλα του Ταφέκα, ο Κούλης τώρα που λέμε, Ιωάννης Κατσούπης, ο Κωστάκης ο γιατρός, ο [Δ.Α.], και αυτός εκεί μέσα. Ο Θανασάκης και αυτός εκεί μέσα. Και ο Αντώνης ο Ζαφείρης -αυτός που χάθηκε προχθές- και αυτός εκεί μέσα. Και αυτός το '40 γεννημένος. Ο Άδμητος ο Αποστόλου και αυτός μέσα στην παιδούπολη. Ήταν από εκεί τα αγόρια και από εδώ σαν κορίτσια εγώ και η Αγγελικούλα η Μπισμπέλω -μία κοπέλα που είναι τώρα στο Καλπάκι παντρεμένη αυτή, είναι παντρεμένη εκεί. Από δω ήμασταν τόσα παιδιά μέσα σε αυτήν την παιδούπολη. Και εγώ όταν έκλαιγα, ήμουν μικρή, και ήταν ο πατέρας της Μαίρης και της Ρηνούλας του Ταφέκα, τον είχαν βάλει σαν εργάτη εκεί μέσα κάπου. Και πήγαινε αυτός από δω και από κει, ό,τι χρειαζόταν, όποιο τμήμα τον ήθελε του έλεγε: «Κάνε μας αυτό, κάνε μας εκείνο». Σαν βοηθό όλοι τον είχαν. Και αυτός ερχότανε όταν έκλαιγα εγώ και μου 'λεγε: «Μη στεναχωριέσαι, είμαι και εγώ εδώ, μη στεναχωριέσαι». Και όταν ήταν η Κυριακή που θα ερχότανε επισκέψεις για να μας δουν, έβγαινα στα κάγκελα, κάρφωνα τα χέρια στα κάγκελα, για να μην έρθει η μάνα. Και έλεγα: «Αν θα περάσει καμιά που να έχει κόσες μέχρι κάτω...». Γιατί η μαμά μου, οι κόσες ήταν μέχρι κάτω στα γοφά, είχε ωραίο μαλλί η μαμά και το είχε κόσα, δυο κόσες κάτω κάτω. Και έλεγα: «Αυτή θα είναι η μαμά η δική μου και με μαύρο μαντήλι, θα είναι η μαμά η δική μου». Και κάποια Κυριακή δεν ήρθε η μαμά, κάτι είχε αδιαθετήσει και έρχεται η θεία Λένγκω, η αδερφή της μαμάς μου. Και εγώ μόλις την είδα, λέω: «Η μαμά μου γιατί δεν ήρθε;». Και μου λέει: «Θα έρθει άλλη μέρα». Δεν μου είπε που ήταν άρρωστη για να μη με στεναχωρέσει. «Εγώ θέλω τη μαμά μου, θέλω τη μαμά μου!». Και έκλαιγα απεριόριστα βέβαια. Και ήρθε αυτός ο Τάσος ο Ταφέκας, και μου λέει: «Έλα εδώ μωρέ κοπέλα, να κάτσουμε εδώ να τα πούμε. Να πας να κάνεις λίγο παρέα με την Ειρηνούλα και με την Μαίρη». Εγώ ήθελα τη μαμά, ήμουν μικρή. Κοιμόμουν τα βράδια και έκλαιγα, γιατί δεν είχα τη μαμά μου, ήμουν πολύ μικρή. Και κάποια στιγμή μου είπε εκεί... είχαμε φύλακα τη νύχτα μία γυναίκα, που ότι επειδή ένα παιδάκι να αρρωστήσει, αυτό… Αυτή έφερνε γύρα τον θάλαμο. «Πού θες να σε βάλουμε -μου είπαν- την πρώτη φορά να κοιμηθείς;», [00:40:00]«Εγώ θέλω τα πάνω», είπα. Μικρό. Μου είπαν: «Είσαι μικρή για τα πάνω. Καλύτερα να κάτσεις στο κάτω». «Όχι, εγώ θέλω τα πάνω!». Τέλος, μη με χαλάσουν το χατίρι, επειδή έκλαιγα κιόλας, με έβαλαν στα πάνω. Πέρασε καμιά εβδομάδα, τούμπα εγώ με τα... όπως κάναμε το στρώμα κάτω, τούμπα. Μου είπαν: «Είσαι μικρή, δεν σε ξαναφήνουμε να κοιμηθείς επάνω». Και έμεινα στο κάτω. Σε πέντε μέρες όμως… Όταν πήγα, με πήγε ο αδερφός μου ο Τάκης να με παραδώσει στην παιδούπολη. Όταν πήγα και με πήραν μέσα, η κυρία Ευθαλία, που ήταν προϊσταμένη, με κοίταξε, μου έκανε μια φορά τα μαλλιά μου, τα γύρισε και λέει: «Α! Αυτό το παιδάκι είναι το μόνο που μας ήρθε καθαρό». Γιατί η μαμά μου, τότε που είχαμε πιάσει ψείρες, μας έβαζε τα ρούχα στον κλίβανο. Είχαμε ένα ψηλό βαρέλι, 2 μέτρα κοντά, 1,5 μέτρο, ψηλό. Και εκεί έβαζε νερό και το έβραζε, και έβαζε τα ρούχα και τα ζεματούσε. Και ό,τι ψείρες ήταν και ό,τι κόνιδες ήταν τις κατέστρεφε. Και δεν μας είχε βάλει ποτέ αλοιφή στα μαλλιά δηλαδή, ούτε DDT ούτε τίποτα, πετρέλαια και χαμπέρια. Εμάς δεν μας είχε βάλει ποτέ τίποτα η μαμά μου, γιατί μας πρόσεχε και μας έπλενε. Σε πέντε μέρες... Εγώ είχα πάει καθαρή. Σε πέντε μέρες ψείριασε το κεφάλι μου. Και είχα και κόσες, είχα μακριά μαλλιά, και μου τα 'πλεκαν κόσες. Και ήρθε η θεία η Λένγκω και τα πήρε ο αέρας τα μαλλιά, «Ωχ μωρέ κοπέλα, εσύ γέμισες ψείρα!». Η ψείρα περπατούσε από το κάτω το κρεβάτι, στον επάνω τον όροφο, στο απάνω το κρεβάτι, ήταν γεμάτα τα ξύλα, έβλεπες την ψείρα. Δηλαδή, τόση πολλή ψείρα είχε γεμίσει η παιδούπολη. Γιατί όσα παιδιά φέρναν από τον κάμπο ήταν όλα με ψείρα, όλα γεμάτα με ψείρα. Εκεί ήταν και μία κοπέλα από τον Καστανώνα, η... να τη θυμηθώ τώρα...

Ο.Φ.:

Δεν πειράζει.

Φ.Τ.:

Ναι, και ήταν και ο Ηλίας ο Καραγιάννης και η... Μπορεί να τη θυμηθείς εσύ τώρα.

Ο.Φ.:

Αργότερα. 

Φ.Τ.:

Αργότερα, καλά. 

Ο.Φ.:

Από τον Καστανώνα, εδώ συγγενής;

Φ.Τ.:

Αυτή είναι μπροστά εκεί, μπορεί να την ξέρεις, είναι μπροστά στο Μεσοχώρι, που έχει το σπίτι της εκεί και όποιος περνούσε... Το όνομά της δεν το θυμάμαι. Τέλος πάντων, θα το θυμηθώ. Ήταν στην παιδούπολη και αυτή η κοπέλα από τον Καστανώνα.

Ο.Φ.:

Δεν πειράζει.

Φ.Τ.:

Ναι, ναι. Ήταν δηλαδή παιδιά και από τον Καστανώνα. Και όλα αυτά που ήμασταν από το Ζαγόρι τα παιδιά είχαμε πάει όλα πεντακάθαρα. Μετά, εκεί πιάσαμε ψείρες. Ναι.

Ο.Φ.:

Ήσασταν καθαροί εδώ στο Ζαγόρι μου είπατε.

Φ.Τ.:

Ναι, γιατί δεν μας άφηναν οι γονείς μας να ψειριάσουμε. Ήταν και εδώ ψείρα. Είχε ξεκινήσει και εδώ η ψείρα. Από την ανέχεια, ο κόσμος αυτά... Αλλά βάζαν τα ρούχα και τα ζεματούσαν, και δεν την άφηναν να κυκλοφορήσει την ψείρα εκεί. Και όταν πήγαμε στα Γιάννενα, στο σπίτι δεν είχαμε ψείρα, τα διπλανά τα σπίτια είχαν γεμίσει όλα ψείρες. Εμείς δεν είχαμε. Η μαμά μου συνέχεια έβραζε νερό και τα κοπανούσε μέσα τα ρούχα, μέσα στον κλίβανο για να μην έχουμε...

Ο.Φ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω...

Φ.Τ.:

Και πράσινο σαπούνι.

Ο.Φ.:

Βομβάρδισαν καθόλου τα Ζαγοροχώρια όσο ήσασταν εσείς εδώ;

Φ.Τ.:

Ναι. Το βομβάρδισμα το θυμάμαι. Είχε παντρευτεί η αδερφή μου η Λουκία και εδώ στου Τσέτση το σπίτι. Τον Χριστόδουλο, τον Τσέτση, τον είχε πεθερό. Και ο Γιώργος ο Τσέτσης τον είχε πάρει... Μικρή παντρεύτηκε και μας έστειλε η μαμά εδώ, για να δούμε την αδερφή μας. Και κάποια στιγμή εδώ, σε αυτό το σπίτι του Τσέτση, έχει μία μεγάλη αυλή και εκεί βράζανε ό,τι σφαχτά παίρναν από τον κόσμο, ο στρατός και οι αντάρτες. Τα πήγαιναν σε αυτό το σπίτι και τα βράζανε σε καζάνια. Και δεν τολμούσες ας πούμε, να πας εσύ και να πεις: «Να πάρω κρέας. Να φάω κρέας». Δεν μπορούσες να πας. Και κάποια στιγμή, η πεθερά της αδερφής μου της Λουκίας, η Κατερίνα η Τσέτση όπως τα 'βραζαν εκεί ήταν γεννημένες τότε, ήταν η Ανθούλα του [Δ.Α.] είχε τον Παναγιώτη που είχε γεννήσει, λεχώνα, η Λουκία η αδερφή μου που είχε γεννήσει ακριβώς τότε, η Βαλεντίνη του Καραβασίλη, τρεις. Η Μαρία του Πεζοδρόμου;, τέσσερις. Ήταν όλες γεννημένες μια κοντά, τα άλλα τα παιδιά τότε και δεν είχαν να φάνε, δεν είχαν για να φέρουν γάλα. Και είχαν μαζευτεί σε αυτό το σπίτι εκεί. Και για να μαζευτούν όλες να έχουν τα παιδιά σε μία μεριά, να τα προστατέψουν. Και τους έβαζε η Κατερίνα, τους έβαζε από μία κουτάλα σε ένα μικρό μπολ να ρουφήξουν λίγο και κρυφά να μην τους δει κανένας. Κρέας δεν τολμούσε να τους δώσει! Και τους έλεγε: «Ρουφάτε λίγο ζωμό κοπέλες για να φέρετε γάλα». Και ρουφούσαν ζωμό για να μπορέσουν να κρατηθούν και να θηλάσουν τα παιδιά τους. Και μαζεύονταν όλες οι λεχώνες εκεί στην Λουκία, και τις έβαζε στο μαντζάτο να κοιμηθούν εκεί η Κατερίνα. Τις μάζευε εκεί για να κοιμηθούν, να είναι όλες, να μην τους πάρουν και τα μικρά και να μην τις πειράξουν κι αυτές, και αυτά, να μην τις κακοποιήσουν. Και τις μάζευε εκεί, τις μάζευε εκεί τις λεχώνες. Ναι. Ναι.

Ο.Φ.:

Και όλες εκεί πέρα-

Φ.Τ.:

Και τότε, έκαναν τον βομβαρδισμό. Ήμασταν στην αυλή, είχα πάει και εγώ στην αδερφή μου την Λουκία και μας πήρε η Κατερίνα: «Γρήγορα κοπέλες, -λέει- γιατί έπεσαν από πάνω μεριά -όπως έριχναν τις αυτές- και έπεσαν στην αυλή!», στην άκρη στον οβορό. Πήραν μεριά... από κει μεριά τα καλύβια και τα κατέστρεψαν. «Γρήγορα κοπέλες!», λέει αυτή. Ακούγαμε μετά τα αεροπλάνα που περνούσαν, που βομβάρδιζαν, που έκαναν. Τα ακούγαμε. Τα θυμάμαι αυτά, τα θυμάμαι καλά.

Ο.Φ.:

Ήσασταν κρυμμένες;

Φ.Τ.:

Ναι, μας έβαζε η Κατερίνα μέσα να κρυφτούμε στα μαντζάτα να μην είμαστε έξω…

Ο.Φ.:

Τι είναι τα μαντζάτα;

Φ.Τ.:

Τα μαντζάτα, είναι τα χειμωνιάτικα τα σπίτια, που ήταν τα τζάκια και αυτά τα είχαν κάτω, με χαμηλό πάτωμα, και είχαν τα μπάσια που λέμε. Τα μπάσια ήταν τόσο μικρά, μια πιθαμή το καθένα. Και από τη γωνία γύρα γύρα είχαν το Π. Ξεχώριζαν τη γωνία, το Π. Αυτό το είχατε και εσείς εδώ, η γιαγιά η Ουρανίτσα στο σπίτι σας. Τώρα έχετε κρεβάτια. Τότε είχαμε αυτό, όταν πηγαίναμε στη γιαγιά την Ουρανίτσα, για να κοιμηθούμε εκεί τα βράδια και να... ερχόταν τέσσερα παιδιά από δω και τέσσερα από κει. Εγώ, η Ευτέρπη, ο Σπύρος, ο Τάκης και η γιαγιά η Ουρανίτσα. Με έστελνε η μάνα μου: «Πάνε σε αυτό» και κοιμόμουν πολλές φορές εκεί. Και από την άλλη μεριά τα Τσιμοπουλάκια. Χαρίκλεια, Αθανασία, Κωστάκης και Θανασάκης. Ο πατέρας τους, ο παπα-Τάσος, ήταν στην Βοβούσα, ήταν παπάς. Και αυτά ήταν εδώ τα τέσσερα μόνα τους. Και τα μάζευε τότε η νουνά η Ροδόκλεια, γιατί ήμασταν συγγενείς με της παπα-Τασούλης. Ήταν πρώτα ξαδέρφια η γιαγιά Ουρανίτσα με τον παπα-Τάσο, ήταν ξαδέρφια, δύο αδερφών παιδιά. Και τα μάζευε και η γιαγιά η Ουρανία γιατί δεν είχαν ψωμί να φάνε και αυτά,  τραβησαν πάρα πολύ πείνα αυτά. Αυτά και αν τράβησαν πείνα! Και τα μάζευε πάρα πολύ η γιαγιά η Ουρανίτσα, η μάνα μου και η νουνά η Ροδόκλεια. Και τα έβγαλαν πέρα με την πείνα, αυτά τα παιδιά.

Ο.Φ.:

Πείνα, ε;

Φ.Τ.:

Πολλή πείνα.

Ο.Φ.:

Γιατί;

Φ.Τ.:

Όλα περάσαν πείνα, αλλά αυτά ήταν μόνα τους. Η μάνα τους είχε πεθάνει από κρυοπαγήματα, ο πατέρας τους ήταν επάνω στην Βοβούσα και δεν μπορούσε να έρχεται να τους φέρει και κάνα πρόσφορο όταν έκανε ο κόσμος κανένα εκεί, μπορούσε να πάει στην εκκλησία. Όταν ερχόταν εδώ, μετά από πέντε-έξι μήνες, έφερνε τα πρόσφορα, ό,τι πρόσφορα μπορούσε να 'ταν, κόκκαλο. Αλλά τα έβαζε στον αέρα να μη μουχλιάζουν. Και όταν ερχόταν εδώ, τα μουσκεύαν, για να τα βάλουν για να τα φάνε. Δεν είχαν ψωμί αυτά καθόλου. Υπόφεραν πάρα πολύ τα Τσιμοπουλάκια. Πολύ πολύ. Δηλαδή, απ' όλους υπόφεραν και αυτά πάρα πολύ. Γιατί δεν είχαν και κανένα στήριγμα από πουθενά και αυτοί… Μετά, μετά εντάξει, τα κατάφερε ο Τσιμόπουλος, τα κατάφερε και πήγε σχολείο. Και τα κατάφερε και όταν ο Θανασάκης μπήκε μετά αυτός στην Βελλά και τα κατάφερε να γίνει δάσκαλος, αλλά δεν τα κατάφερε μετά στη ζωή του αυτός, έφυγε, σκοτώθηκε.

Ο.Φ.:

Και όταν βομβάρδισαν για πόση ώρα, θυμάστε να ακούτε;

Φ.Τ.:

Όταν περνούσαν, περνούσαν οι ριπές, μια από την άλλη, η μια από την άλλη. Και μια μέρα δεν μας άφησαν να βγούμε καθόλου από το πρωί μέχρι το απόγευμα, μέχρι την άλλη μέρα. Περνούσαν συνέχεια τα αεροπλάνα και περνούσαν πάρα πολύ χαμηλά…

Ο.Φ.:

Ήθελαν να κάνουν κακό;

Φ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι. 

Ο.Φ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω, όταν φύγατε πώς σας ειδοποιήσαν ότι θα μπούνε οι Γερμανοί;

Φ.Τ.:

Αυτό ακριβώς δεν το θυμάμαι, γιατί-

Ο.Φ.:

Ήσασταν μικρή.

Φ.Τ.:

Ήμουν μικρή και δεν μου την είπαν την ιστορία αυτή… Πώς φύγαμε, γιατί φύγαμε. Πάντως, αυτό που θυμάμαι ήταν που μας ξύπνησε η μάνα μου και μας είπε: «Άντε κοπέλες, να σας φορέσω ό,τι είναι και να φύγουμε». Δεν είχαμε και ρούχα να φορέσουμε. Μας είχαν κάνει από ένα φορεματάκι ρετσινένιο και δεν είχαμε και ζακέτες. Δεν είχαμε τίποτε… Είχε κόψει η μαμά μου μια κουβέρτα και μας είχε βάλει, έκανε σαν μπέρτες. Α, τώρα που είπα μπέρτα. Και αυτό που θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, γιατί η Κούλα παντρεύτηκε το '43 τον Φλεβάρη, στον χρόνο πάνω έφυγε πατέρας μου, δεν είχε χρονίσει ακόμα η Κούλα όταν έφυγε ο πατέρας μου. Και η Κούλα γέννησε τον Φλεβάρη, 20 Φλεβάρη έκανε την Βασιλεία. Όταν έφυγε ο πατέρας μου, ήταν έγκυος η Κούλα. Και είχε γίνει ο γάμος της Κούλας, σε χώρο κλειστό βέβαια και αυτά. Την είχαν στεφανώσει στο σπίτι, γιατί πού να τρέχουν να πάνε σε εκκλησίες με πόλεμο και με χαμπέρια… Και είχανε μαζευτεί εκεί ποιοι είχαν μαζευτεί, αυτό δεν το θυμάμαι καθόλου. Το μόνο που θυμάμαι, αφού τελείωσε το φαγητό και τα αυτά, μας είχαν βάλει εκεί...[00:50:00] κάτι μας έβαλαν σε ένα μπολάκι, κάτι τσίγκινα που είχαμε, κάτι τσίγκινα αυτά, σε μπολάκια τόσα και μας είπαν -σαν σούπα, τι ήταν αυτό-: «Nα φάτε, αυτό είναι από τον γάμο της αδερφής σας». Και το μόνο που θυμάμαι καλά, είχαμε την κουζίνα με χώμα κάτω. Γιατί το σπίτι μας ήταν διώροφο. Είχαμε τρία δωμάτια, την κουζίνα τη μεγάλη και μία κρεβάτα μεγάλη που λέμε τώρα τα σαλόνια. Τις λέγαμε κρεβάτες και γύρω γύρω τις είχαμε με ξύλα, να ακουμπάμε, σαν μπάσα, ή τώρα που είναι πολυθρόνες και τα σαλόνια, τότε ήταν τα ξύλινα και τα στρώναμε αυτά πάνω με διαφορά, ό,τι είχε ο καθένας. Και εκεί μαζεύονταν, εκεί κάναμε και τις επισκέψεις, εκεί και ο κόσμος, εκεί και αυτά. Αυτά ήταν τα σαλόνια, τα υπάρχον τότε. Και θυμάμαι που μας πήρε η μαμά να μας πάει μέσα στο δωμάτιό της Κούλας να μας δείξει. Κι εμείς γελάγαμε, εγώ και η Λίτσα, αυτό το θυμάμαι που γελάγαμε, μας είχε φανεί παράξενο που είχαμε δει την Κούλα να κοιμάται με κάποιον. Και μέσα στην κουζίνα, μας είχε κάνει η μαμά μου... μας είχε κόψει μία κουβέρτα και μας τις είχε κάνει μπέρτες. Και στον γάμο φορούσαμε τις μπέρτες και έλεγε η μαμά: «Τώρα θα φορέσετε τις μπέρτες για να δείτε και την αδερφή σας νύφη». Αυτό πάλι μου είχε κάνει εντύπωση, ας πούμε η μπέρτα και το ρίξιμο που μας είχε κάνει... τυλίξει να μην κρυώνουμε. Από μία κουβέρτα, είχε κόψει η μαμά μία κουβέρτα. Και αυτά τα είχανε κάψει όλα, δεν είχαμε τίποτε. Και από την Ούντρα είχαν δώσει κάτι χακί κουβέρτες και τις έκοψε να μας τυλίξει, [Δ.Α.], από μια μπλούζα, από ένα αυτό να μας κρατήσει από το κρύο.

Ο.Φ.:

Η Ούντρα σας βοήθησε;

Φ.Τ.:

Ποιος;

Ο.Φ.:

Η Ούντρα σας βοήθησε;

Φ.Τ.:

Μετά. Mετά. Άργησε να έρθει… Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσε να έρθει. Μετά, μετά, όταν πήγαμε στα Γιάννενα ξεκίνησε η Ούντρα να δίνει και εκεί μετά όσοι είχαν μεγάλη κουτάλα φάγανε αρκετά. Ήταν ο πρόεδρος από δω του χωριού, αυτή όλη η ομάδα του προέδρου και τα αυτά που είναι… Και πηγαίναμε εμείς ας πούμε στη μαμά μου τότε, θα μπορούσαν να δώσουν παραπάνω. Αν ήταν να πάρει μία οκά, τότε που ήτανε οκάδες, της δίνανε μισή οκά. Κρατούσαν άλλη μισή στην άκρα. Κατάλαβες;

Ο.Φ.:

Τρομερό!

Φ.Τ.:

Και δώσανε τότε, όταν ήταν για να γυρίσουμε στο χωριό, είπαν θα δώσουν μουλάρια, θα δώσουν γαϊδάρους, θα δώσουν πρόβατα, θα δώσουν αυτά. Και πήραν όλοι αυτοί που ήταν μέσα στο μέρος στην υπηρεσία, στο προεδριλίκι, όλοι στο συμβούλιο και όλοι αυτοί, αυτοί πήραν όλοι από ένα παλτό γούνινο που δίναν η Ούντρα. Σε άλλους δώσαν πιο κατώτερα και πήραν τα καλύτερα τα μουλάρια, και στους άλλους δεν δίναν χαρτί για να πάρουν μουλάρι! Ας πούμε, αν είχες χάσει το μουλάρι σου στον πόλεμο, έπρεπε να σ' το αντικαταστήσουν όταν θα γύριζες στο χωριό και δεν το αντικατέστησαν. Εδώ ο πεθερός μου είχε μία φοράδα που την παίρναν για να πάνε στα χωριά τα διάφορα που κουβαλούσαν τα πολεμοφόδια. Και είχε κάνει τόσο αγώνα και δεν του έδωσαν του πεθερού μου μουλάρι, που είχε χάσει και τη φοράδα του! Και η μάνα μου, επειδή δεν είχε ζώο, για να πάει με ζώο την έπαιρναν την ίδια. Και είχε τον Τάκη τότε 12-13 χρονών και την ταλαιπωρούσαν. Γιατί η μαμά μου φοβόταν να πάει μόνη της από τον στρατό, από τους αντάρτες να μην την κακοποιήσουν, να μην κάνουν. Και έπαιρνε τον Τάκη, που ήταν και μικρός, και τον έπαιρνε να τον έχει σαν θάρρος για να μην την πλησιάσει κανένας ας πούμε και τη βιάσει. Και η μαμά, πάρα πολλές φορές τη φόρτωναν από δω πολεμοφόδια και τα πήγαινε -πού είναι τώρα η μάνα; Στους Ασπραγγέλους-, από δω φορτωμένη με τα πολεμοφόδια να φτάσει πέρα εκεί, στον Άγιο Αθανάσιο, που θα 'βρισκαν ας πούμε το τμήμα που περίμεναν τα πολεμοφόδια, να τα μεταφέρουν από δω να τα πάνε εκεί. Φορτωμένες οι γυναίκες… Και η μαμά μου δεν την υπολόγιζαν αν είχε παιδιά πίσω, αν είχε μικρά παιδιά, αν είχε αυτά. «Δεν έχεις ζώο; Θα πας εσύ η ίδια». Και πήγαινε φορτωμένη η μαμά μου, πολλές φορές, αλλά έπαιρνε τον Τάκη για να μην τη βιάσει κανένας από αυτούς που ήταν, γιατί είχε χηρέψει πια η μαμά μου. Σε αυτό το διάστημα είχε χηρέψει η μαμά μου και την τραβούσαν από εδώ και από εκεί.

Ο.Φ.:

Ήταν επικίνδυνα να είσαι στα Ζαγοροχώρια τότε.

Φ.Τ.:

Όταν χάθηκε ο πατέρας μου, η μαμά μου δεν μπόρεσε να φορέσει ένα μαύρο ρούχο, πώς κάνουν το πένθος, να δείξει το πένθος. Γιατί δεν είχε τίποτα να βάψει, τίποτε να... ρούχο να έχει. Ούτε βαφή δεν είχαν, που το λέει να βρουν βαφή να βάψουν τα ρούχα τότε, πώς κάναμε.

Ο.Φ.:

Τι εννοείτε «να βάψει τα ρούχα»;

Φ.Τ.:

Τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα, που πας στην πόλη στο μαγαζί, σε ένα αυτό και αγοράζεις ένα έτοιμο μαύρο. Δεν υπήρχε τότε το μαύρο στην αγορά τόσο, όπως είναι τώρα κυκλοφορούν. Τότε ήταν το ρετσινένιο το ύφασμα. Ένα ύφασμα πολύ σκληρό, το παίρναν επειδή ήταν στα χωριά και στην πόλη τότε ακόμα δεν ήταν αυτό που υπάρχει τώρα, δεν το θέλω αυτό το πετάω, πάω την άλλη μέρα παίρνω άλλο. Έπαιρνες ένα και το είχες για χρόνια, γιατί δεν υπήρχε αυτή η αφθονία του ρούχου. Ήταν πολύ μετρημένα τότε. Κι ήταν τα υφάσματα σε τόπια. Πακέτα, πακέτα. Το έπαιρνες και το 'ραβες μόνη σου. Δεν έβρισκες πολύ έτοιμο τότε εύκολα, πολύ σπάνια να βρεις έτοιμο τότε ρούχο στα Γιάννενα, να πας να φορέσεις. Τα έπαιρναν και τα έραβαν. Και έπαιρναν εδώ στα χωριά, έπαιρναν περισσότερο το ρετσινένιο το ύφασμα, για να κρατήσει περισσότερο. Και αυτό είναι σκληρό, δεν κρατάει ζέστα το ρετσινένιο που ήταν τότε, δεν κρατάει ζεστά. Αλλά το 'παιρναν για πιο σκληρό, να αντέξει! Η μαμά τότε, όταν θα πήγαινε... είχε μεγαλώσει η Κούλα πια, η Λουκία, -αυτές ήταν πολύ πιο μεγαλύτερες από μένα. Η Αθανασία ήταν μαζί με την Λουκία σε ηλικία, η Κούλα μαζί με την Χαρίκλεια σε ηλικία-... Και η μαμά μου είχε ράψει από ένα φόρεμα, για να μπορούν να πάνε στην εκκλησία. Και μία Κυριακή πήγαινε η Χαρίκλεια, μία πήγαινε η Κούλα, μία Κυριακή πήγαινε η Λουκία, μία πήγαινε η Αθανασία. Δηλαδή, εμείς οι παπα-Τασούλες μέχρι και στο ντύσιμο τις βοήθησαν τότε η μαμά μου, μαζί με την Ουρανίτσα και την Ροδόκλεια. Για να μπορούν και αυτές να βγαίνουν έξω στον κόσμο. Φόραγε τα παπούτσια της Κούλας η Χαρίκλεια και το φόρεμα να πάει στην εκκλησία. Την άλλη Κυριακή θα πήγαινε η Κούλα μαζί με την Αθανασία! Δεν πήγαιναν οι δύο αδερφές μαζί μία φορά! Η μία η αδερφή με την άλλη αδερφή ας πούμε. Η Χαρίκλεια θα πήγαινε με τη δική μου την αδερφή, την Κούλα. Η Αθανασία μία θα πήγαινε η Αθανασία, μία η Λουκία.

Ο.Φ.:

Τρομερό.

Φ.Τ.:

Τρομερό. Για να τα βγάλουν πέρα. Και να μην τις αφήσουν και κλεισμένες, γιατί είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν οι κοπέλες.

Ο.Φ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω, την εποχή του Εμφυλίου ήταν επικίνδυνο να είστε στην Λεπτοκαρυά;

Φ.Τ.:

Ναι, για αυτό μας πήραν και φύγαμε στα Γιάννενα. Από όλες τις απόψεις. Γιατί ερχόταν κακοποιούσαν τις γυναίκες, κάνανε… Κι από όλες τις μεριές! Μετά δεν ήταν τίποτα να φας. Τα είχαν μαζέψει όλα. Θα μπορούσαμε να φάμε το λευτόκαρο, θα μπορούσαμε να φάμε το μήλο, το καρύδι που υπήρχε ας πούμε, να τα μαζέψουμε εμείς. Τα μαζεύαμε και μας τα παίρναν, δεν μας αφήναν να τα βάλουμε στο σπίτι... Το καρύδι αντί του ψωμιού σε κρατάει, το λευτόκαρο επίσης, και το μήλο.

Ο.Φ.:

Ποιος τα έπαιρνε;

Φ.Τ.:

Οι αντάρτες, ο στρατός, γιατί και αυτοί πείναγαν, δεν είχαν τον πλούτο και αυτοί να φάνε όπως ήθελαν.

Ο.Φ.:

Απείλησαν κανένα από την οικογένεια σας;

Φ.Τ.:

Όχι, δεν έχουν εκβιάσει κανέναν δηλαδή… Άλλο από τον Λευτέρη, δεν εκβίασαν κανέναν άλλον, δεν εκβίασαν.

Ο.Φ.:

Και μετά, στην παιδούπολη πόσο καιρό μείνατε;

Φ.Τ.:

Εγώ στην παιδούπολη έμεινα τρία χρόνια. Και μετά, μας μαζέψαν από εκεί, γιατί πάθανε ψώρα τα παιδιά. Και μας κάναν κατανομή. Μας διαλέξαν ποια ήταν καθαρά. Και ποια δεν ήταν τα πήραν κάτω και τα πήγαν κάτω στην Αμφιλοχία, στην Φιλιππιάδα. Τα φορτώσαν σε φορτηγό. Τότε δεν είχαμε λεωφορεία. Τα φορτώσαν αυτά που είχαν πάθει ψώρα. Ψώρα. Η ψωρίαση δεν κολλάει. Η ψώρα είναι αυτή που κολλάει. Ένα με το άλλο τα παιδιά και είχαν κάτι παιδιά που ήταν άρρωστα, και ένα κοντά το άλλο είχαν αρχίσει να γεμίζουν. Και μας έκαναν κατάταξη μετά, μας έκαναν εξετάσεις και αυτά. Κι όσα παιδιά είχαν πάθει την ψώρα και τα πήγαν κάτω Φιλιάτες. Κάναν εκεί άλλο κομμάτι, τα βάλαμε, μέχρι να τα κάνουν καλά να μην κολλήσει όλη η ομάδα από τον Άγιο Κωσταντίνο. Και μετά από έναν χρόνο που φύγαν αυτά, κάναν την Αγία Ελένη. Τη σχολή την Αγία Ελένη. Ο Άγιος Κωσταντίνος ήταν κτίριο, ήταν πώς είναι τώρα η κυρία είσοδος; Την έχουν αφήσει την κύρια είσοδο, τα δωμάτια έχουν κάνει διαφορετικά και τα έχουν διαφέρει. Ήταν όλο πέτρινο στον Άγιο Κωνσταντίνο. Είχαν τις βρύσες από δω μεριά για τα αγόρια και από την άλλη για τα κορίτσια. Μπαίναμε δέκα-δέκα να πλυθούμε, να λουστούμε, να κάνουμε μπάνιο, αυτά και μπαίναμε δέκα-δέκα σειρές. Είχαμε τραπεζαρίες κάτω, είχαμε πιο καλά. Όταν πήγαμε στην Αγία Ελένη είχε λαμαρίνα. Με λαμαρίνα είχαν τα στρόγγυλα τα σπιτάκια και κάτω είχαν ρίξει τσιμέντο. Και μας είχαν βάλει και εκεί διπλά κρεβάτια και τα αυτά. [01:00:00]Στον Άγιο Κωνσταντίνο είχε έρθει και η βασίλισσα η Φρειδερίκη τότε να μας δει, και τρέξαμε να την αγκαλιάσουμε. Και θυμάμαι μας είχε φέρει μπίλιες γυάλινες να μας μοιράσει όλα τα παιδιά και γλυκά, και κάτι μπισκοτάκια, κάτι τέτοια. Και όταν πήγαμε στην Αγία Ελένη, ξαναήρθε την άλλη χρόνια πάλι και μας έφερε μπίλιες χωματένιες μετά, για να παίζουμε, εκεί που βγαίναμε για να παίζουμε. Αλλά ήταν πιο καλά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Δηλαδή, σε όλα και στην τραπεζαρία ήταν πιο περιποιημένα, και ήταν το κτίριο καλό! Εδώ, στην Αγία Ελένη, το κάναν με λαμαρίνα. Πώς είναι εδώ στο αεροδρόμιο που περνάμε τα στρόγγυλα; Αυτά ήτανε στην Αγία Ελένη. Εντάξει, μας είχαν το συσσίτιο και το τρώγαμε, πηγαίναμε σχολείο. Όταν ήμασταν στον Άγιο Κωνσταντίνο, πηγαίναμε στην Ακαδημία σχολείο. Μας έστελναν στην Ακαδημία σχολείο. Είχα πάει εκεί τρία χρόνια. Και μετά, στην Αγία Ελένη έναν χρόνο, ενάμιση κοντά πήγα.

Ο.Φ.:

Τα Γιάννενα πώς ήταν όταν τα είδατε πρώτη φορά;

Φ.Τ.:

Τα Γιάννενα ήταν πολύ μικρά, σαν ένα χωριό τότε, όταν πήγαμε εμείς. Ήταν τα σπιτάκια μονώροφα, διώροφα, αυτά τα πιο παλιά. Ήταν όμως και τα πιο αρχοντικά που ήταν μέσα στην πόλη, όπως ήταν στην πλατεία, όπως ήταν το Δημαρχείο, ήταν από τότε, που ήταν χτισμένο αρχοντικά. Όπως ήταν ο Άγιος Κωνσταντίνος ήταν... από τότε χτισμένος αρχοντικά, ήταν κρατικό αυτό το ίδρυμα. Όπως είναι... Το πανεπιστήμιο δεν ήταν αυτό που είναι τώρα, ήταν ένα μικρό κομμάτι, δεν είναι... Η Περίβλεπτο πηγαίναμε εκκλησία κάθε Κυριακή, μας πήγαιναν από τον Άγιο Κωνσταντίνο, όπως ήταν τότε σε αυτό το στυλ το παλιό και τώρα που έχω πάει τα τελευταία χρόνια σε αυτό το στυλ το παλιό είναι η Περίβλεπτος. Και μας πήγαιναν και εκκλησία στην Αγία Μαρίνα, έχει κάνει διορθώσεις η Αγία Μαρίνα στις αυλές και σε αυτά όλα. Αλλά τότε ήτανε όπως είναι το εκκλησάκι η Αγία Μαρίνα, έχει διαφορά τώρα. Από τότε έχουν κάνει διαφορές αρκετές από τότε. Και στη μητρόπολη που πηγαίναμε, ήταν όπως είναι τώρα έτσι το χτίσμα, αυτά όλα, έχουν κάνει διορθώσεις στα έξω, στη μητρόπολη που πηγαίναμε. Μας έβαζαν γραμμή και η δασκάλα από δίπλα μας και μας πήγαιναν κάθε Κυριακή. Κάθε Κυριακή μας είχαν μια φουστίτσα και ένα μπλουζάκι που φορούσαμε, χειμώνα-καλοκαίρι αυτά. Και έγραφε «Φ.Μ.» εδώ, για να ξεχωρίζει ο καθένας την μπλούζα του να την παίρνει. Το όνομά του, για παράδειγμα εγώ Φιλάνθη Μητσιμάρη, Φ.Μ. Τα χρώματα ήταν όλων ίδια. Μπλε οι φουστίτσες και λίγο προς το σιέλ έτσι, λίγο ανοιχτότερες οι μπλουζίτσες σε αυτό το στυλ, με μανίκι εδώ και τέτοια. Αυτά ήταν τα ντυσίματά μας στην σχολή και από ένα ζευγάρι παπούτσια που μας δίναν. Δεν είχαμε ούτε παντόφλες τότε να μας δώσουν και εκεί, ούτε τίποτα. Το βράδυ μας έλεγαν τότε: «Πάτε πηγαίντε να πλύνετε τα ποδαράκια σας στη βρύση». Πάναμε, ανοίγαμε τη βρύση, πλενόμασταν, πάλι τα παπούτσια φοράγαμε, δεν είχαμε... βάζαμε τα παπούτσια και  πηγαίναμε μέσα να κοιμηθούμε. Ούτε νυχτικά ούτε τίποτα.

Ο.Φ.:

Τα ίδια ρούχα.

Φ.Τ.:

Τα ίδια ρούχα.

Ο.Φ.:

Και πριν, επί πολέμου, πάλι τα ίδια ρούχα φορούσατε εδώ;

Φ.Τ.:

Εδώ, ναι.

Ο.Φ.:

Φορούσατε παπούτσια;

Φ.Τ.:

Όταν ήταν φορούσαμε και όταν ήταν περπατήσαμε και ξυπόλητα.

Ο.Φ.:

Για να πάτε στα Γιάννενα;

Φ.Τ.:

Για να πάμε στα Γιάννενα μας είχαν φορέσει παπούτσια, είχαν κάνει από αυτό το πετσί σου λέω, από τις...

Ο.Φ.:

Τα σανδάλια.

Φ.Τ.:

Είχαν δώσει εδώ στα χωριά πέρα ήταν τσαγκάρηδες. Εμείς είχαμε έναν τσαγκάρη εδώ, τον Κώστα τον Παπαβασιλείου, τον πατέρα του Χρυσοστόμου που ήταν πρόεδρος. Αυτός ήταν από το Δίκορφο και έκανε παπούτσια, έραβε. Και τα έραβε με το τσαγκαρσούλι, δεν είχε μηχάνημα να τα περάσει τη μηχανή, πώς είναι μετά που βγήκαν αργότερα τα μηχανήματα. Και τα έβαζε στο τσαγκαρσούλι του. Τρυπούσε το τσαγκαρσούλι και έβαζε το ράμμα και το ξανάβγαζε και αυτά, και έκανε... Κρατούσαν όμως αρκετό καιρό. Και τα άλλα τα χωριά πάλι, όπου άλλα έκανε αυτός εδώ, άλλα... Όπου μπορούσαν ας πούμε, γιατί είχαν και δουλειά αυτοί. Δούλευαν να φτιάξουν τα παπούτσια για όλο τον κόσμο τότε! Δεν υπήρχε έτοιμο παπούτσι να πας στην αγορά να πάρεις. Πού να πας; Πού να βρεθείς; Πού να πας να πάρεις;

Ο.Φ.:

Πώς νιώθατε, θυμάστε τότε, στην παιδούπολη που ήσασταν εκεί μόνη σας;

Φ.Τ.:

Στην αρχή ήμουν πάρα πολύ στενοχωρημένη γιατί μου έλειπε η μάνα μου. Πατέρα δεν είχα, αλλά μου έλειπε η μάνα μου. Άκουγα τα άλλα τα παιδιά που φωνάζαν «πατέρα» και τα αυτά, εγώ στεναχωριόμουν. Και το κακό όμως ήταν ότι και στην παιδούπολη και μετά που ήρθαμε εδώ αυτό είναι... είδες τώρα που λέμε bullying; Αυτό υπήρχε και σε μας τότε. Καλά, και θα σου πω και μία ιστορία. Στην παιδούπολη, εκεί που είχαν αρχίσει τα παιδιά που ερχόντουσαν οι γονείς τους και αυτά, και σου λέγανε εσένα: «Εσύ δεν έχεις πατέρα, κάτσε στην άκρα». Και ήταν αυτό ένα πολύ... μια πληγή σου άνοιγε. Και κλαίγαμε… Γιατί εμείς να μην έχουμε τον πατέρα μας και να έχουν αυτά και να μπορούν να λένε «πατέρα» και εμείς να μη λέμε; Για ποιο; Αναρρωτιόμασταν τι ήταν αυτό, δεν ξέραμε ότι για ποιο λόγο εμείς να χαθεί ο πατέρας μας και αυτωνών να υπάρχει ο πατέρας. Εμείς δεν λέγαμε όμως... δεν τα λέγαμε ας πούμε να τα κακίσουμε αυτά τα παιδιά, αλλά μας στενοχωρούσαν πάρα πολύ. Όταν ήρθαμε εδώ μετά, -η μια κουβέντα φέρνει την άλλη τώρα- και ανταμώσαμε όλα τα κορίτσια εδώ του χωρίου, αυτές ακόμα είχαν τον πατέρα τους. Ακόμα. Και όταν πήγαινα εγώ ας πούμε να παίξουμε, εκεί στο σχολείο που βγαίναμε δεν με παίζανε γιατί ήμουν ορφανό. Και κάποια στιγμή είπε η Ελπίδα ότι: «Θα 'ρθείτε να παίξουμε στην αυλή μου». Με την Ελπίδα κάναμε πολλή παρέα. Και δεν έλεγε η Ελπίδα ότι: «Εσύ δεν έχεις πατέρα». Γιατί με τη μάνα της ερχόταν στο σπίτι της μαμάς μου που είχαμε γυρίσει, δεν είχαν φούρνο, ερχόταν να ψήσουν το ψωμί στον φούρνο, στην κουζίνα τη δική μας που μπόρεσε η μαμά μου να την κάνει. Και ήμασταν από μικρές μαζί και δεν έλεγε: «Εσύ δεν έχεις πατέρα», δεν μου το έλεγε αυτό η Ελπίδα. Δεν μπορώ να πω. Οι άλλες όμως είχαν κάνει μία κλίκα. Και πήγαινα εγώ για να παίξουμε, μου λέει η Ελπίδα: «Θα πάμε τώρα, σήμερα θα παίξουμε στην αυλή τη δική μου. Θα 'ρθείς», «Ναι, θα 'ρθώ». Παίζαμε διάφορα. Ερχόταν αυτές, δεν με έπαιζαν πολύ εμένα με αφήναν στην άκρη. Κάποια στιγμή είπαν στην Ελπίδα ότι: «Έλα στο σπίτι της Ρηνούλας, έλα αύριο στο σπίτι». Και είπε να φέρει και μένα. Και με πήρε και εμένα. Και της λέει: «Τι την έφερες αυτή; -η Μαίρη και η Ρηνούλα- Τι την έφερες αυτή; Αυτή είναι ορφανή». Και με έδιωξαν εμένα. Τέλος πάντων, έκλαιγα. «Γιατί εγώ να με αφήσουν στην άκρη, να μην με παίρνουν στο σπίτι τους;». Και εμένα μου έλεγαν: «Είσαι ορφανό, δεν σε παίζουμε». Να μη σ' τα πολυλογώ δεν με παίζαν. Γενικά, δε με παίζαν. Μόνο η Ελπίδα με έπαιζε. Και δεν θέλω να την πω αυτήν την κουβέντα, αλλά ο καιρός έχει γυρίσματα… Όταν ήρθε η ώρα μετά, η Αγγελικούλα έχασε τον πατέρα της και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ, ήρθε να με αγκαλιάσει. Και μετά ήρθαν και μου είπανε: «Φιλάνθη, τώρα καταλάβαμε εμείς ότι εσύ ήσουν αυτό και πονούσες, και εμείς σε κοροϊδεύαμε». Αλλά μου κάνανε πόλεμο. Γιατί ήμουν ορφανή! Όπως κάνουν τώρα. Τι είναι αυτό το πράγμα; Δηλαδή όπως κάνουν τώρα τα παιδιά, βρίσκουν έναν λίγο ανήμπορο, τον χτυπάν, τον βάζουν στην άκρα. Αυτό υπήρχε και τότε.

Ο.Φ.:

Υπήρχε και από το χωριό;

Φ.Τ.:

Ε;

Ο.Φ.:

Σας έδειχναν και από το χωριό;

Φ.Τ.:

Από το χωριό ήταν αυτές οι κοπέλες.

Ο.Φ.:

Οι μεγαλύτεροι… Ας πούμε στους γάμους ξέρω ότι-

Φ.Τ.:

Α, στον γάμο! Καλά, που είπες «στον γάμο» και θυμήθηκα, ναι. Τότε παντρευόταν η αδερφή του Χρυσόστομου και θα έφευγε από εδώ με ψίκι. Όταν λέμε ψίκι, μία άλογα, να μπουν καβάλα ο κόσμος, να φορτώσουν την προίκα, τα μουλάρια... Δεν ήταν τότε τα αυτοκίνητα, να τα πάνε και αυτά. Και θα ερχόταν από το Μακρίνο, να πάρουν τη νύφη καβάλα, να την πάνε στο Μακρίνο να στεφανωθεί και να φορτώσουν την προίκα τους, την προίκα της κοπελούδας να την πάνε στο Μακρίνο. Και θα γινόταν ο γάμος, όλα τα παιδιά πήγαν να πάρουν τα μαξιλάρια από μέσα, να τα κουβαλήσουν, να τα βγάλουν έξω και πήγα και εγώ να πάρω. Όλα τα παιδιά πήγαν και εγώ, γιατί μας είχαν καλεσμένους στον γάμο… Στο ξεκίνημα, όχι να πάμε στο Μακρίνο εμείς, στο ξεκίνημα εκεί, να πάμε να δούμε τη νύφη, γιατί ήταν και η Χρυσούλα η αδερφή της η μικρότερη και ήμασταν συνομήλικες, έναν χρόνο μικρότερη αυτή από μένα, αλλά πηγαίναμε πέμπτη-έκτη μαζί στο σχολείο. Και πήγα εγώ να πάρω μαξιλάρι και να το βγάλω έξω. Και ήρθαν οι κοπέλες εκεί και μου είπαν εμένα -και η συγχωρεμένη η Μήλα-: «Μην παίρνεις εσύ μαξιλάρι!». Και μου το πήραν από τα χέρια. «Εσύ δεν κάνει γιατί εσύ είσαι ορφανό». Να το πάω να το βάλω και εγώ στο μουλάρι, πώς το πήρα για να το χαρώ ας πούμε, όπως πήγαν όλα τα παιδιά πήγα και εγώ να το πάρω. Και μου πήρανε από το χέρια και μου είπαν: «Εσύ είσαι ορφανό, δεν κάνει να πάρεις μαξιλάρι». Τι πάει να πει είναι ορφανό ένα παιδάκι; Να μην είσαι μία χαρά; Τι πάει να πει αυτό; Δεν είναι άσχημο; Αλλά και πού μυαλό να παρεξηγήσεις τον κόσμο τώρα. Τόσα ήξεραν, τόσα έκαναν. Τώρα που ξέρουμε τόσα πολλά πράγματα, που μάθαμε, μας έμαθε η ζωή και πάλι υπάρχει το bullying. Πάλι υπάρχει.

Ο.Φ.:

Ναι, δεν έχει σταματήσει. Μετά, ήθελα να σας ρωτήσω κάτι ακόμα για τα Γιάννενα, στην παλιά αγορά, τη θυμάστε;

Φ.Τ.:

[01:10:00]Η παλιά η αγορά ήταν… Βγάζαν τα... Ναι, γιατί δούλεψε η μαμά μου στα μποστάνια, γιατί επειδή πήγαμε στον Μάτσικα, δίπλα εκεί, στον Μάτσικα ήταν τα μποστάνια… Και τότε για να τα ποτίσουν τα μποστάνια, είχανε βγάζει... με το κάρο φέρναν γύρα το μουλάρι για να βγάλουν το νερό κάτω, που περνούσε από τη λίμνη και περνούσε σε στενά μέσα, να κάνουν... το γύριζαν, να το βγάλουν με μία ρόδα πάνω, το ανεβάζαν, για να το βγάλουν να ποτίσουν στο αυλάκι και να ποτίσουν τα χωράφια τους. Και η μαμά μου πήγαινε εκεί και βάζαν μελιτζάνες, πιπεριές την άνοιξη, ντομάτες, το ένα, το άλλο. Και έπαιρνε το ζαρζαβάτι και έφερνε ζαρζαβάτι στο σπίτι για να βολέψει την οικογένεια. Δηλαδή μόνο ζαρζαβάτι, δεν της δίναν λεπτά. Να βγάλει το ζαρζαβάτι της! Και το βλέπαμε, το ζούσαμε το ζαρζαβάτι. Ήταν με τα κάρα, πώς είναι τώρα τα τρόλεϊ πίσω από τα αυτοκίνητα; Είχαν ρόδες ξύλινες, τα μουλάρια μπροστά με τα καπίστρια το στόμα, για να μην κάνουν από δω και από κει και τα ρίξουν κάτω. Και στο κάρο φόρτωναν στα σεπέτια τότε. Δεν υπήρχε αυτό το πλαστικό, τα καφάσια που λέμε. Ήταν σεπέτες πλεκτές. Πώς είναι τα κοφίνια αυτά τώρα;

Ο.Φ.:

Καλάθια.

Φ.Τ.:

Ναι. Τότε ήταν τα καφάσια αυτά που τα είχανε γύρα γύρα πλεγμένα. Eίχαν καλάμια στη λίμνη πολλά από το νερό και πλέκανε με αυτά τα καλάμια. Και βάζαν και βάζαν εκεί τα ζαρζαβάτια εκεί και τα πήγαν στο Κουρμανιό. Στην Αβέρωφ που είναι κάτω, πολύ πριν πάμε μέσα για το κάστρο, εκεί μαζεύαν όλα τα ζαρζαβάτια. Και εκεί ήταν η αγορά για τα ζαρζαβάτια. Περπατούσε ο κόσμος. Bέβαια, δεν ήταν τόσο απλωμένα τα Γιάννενα, το τέλος ήταν η εκκλησία της Περίβλεπτου πάνω το τέλος της πόλεως τότε. Γύρα γύρα από την Λούτσα δεν υπήρχε άλλα πιο πέρα. Γύρα γύρα κάτι εκεί που είναι ο λάκκος που λένε στην Λούτσα, κάτω εκεί που είναι από τον Άγιο Κωσταντίνο, αυτό το κτίριο. Ήταν μικρή πόλη, δηλαδή την περπατούσες, δεν ήταν απλωμένη τόσο η πόλη καθόλου. Ναι. Και το θυμάμαι αυτό. Στο μανάβικο γινόταν της κακομοίρας, για να πάει ο κόσμος να πάει να αγοράσει. Και άμα περίσσευε τίποτα προς το τέλος, το βάζαν και λίγο παρακάτω, κάνα λεπτό παρακάτω. Ήταν με τα λεπτά τότε. Ήταν οι δεκάρες που είχαμε. Και με αυτά ας πούμε... Και βολεύοταν ο κόσμος. Και εκεί γινόταν, όλο το ζαρζαβάτι ήταν από τα Γιάννενα, δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Δεν είχε ο κόσμος τότε όπως είναι σήμερα που έχουμε την μπανάνα, που έχουμε αυτά όλα που έρχονται από τα ξένα κράτη, το αβγοκάτο. Aυτά δεν τα ήξεραν ο κόσμος τότε. Ή ξέρανε μόνο το απλό ζαρζαβάτι που έβγαζε το μποστάνι.

Ο.Φ.:

Από την παιδούπολη της Αγίας Ελένης πότε φύγατε;

Φ.Τ.:

Το '50, αρχές του '50 ήρθαν και με πήραν, και συνέχισα εδώ το σχολείο, πέμπτη και έκτη συνέχισα εδώ.

Ο.Φ.:

Είχατε γυμνάσιο κανονικά;

Φ.Τ.:

Εκεί άμα μέναμε, θα μας στέλνανε στο γυμνάσιο. Είχανε αρχίσει μετά να ξεκινάνε για να στείλουμε. Την Λίτσα είχανε ξεχωρίσει, είχανε κάνει... Γιατί η Λίτσα είχε πάει στο ορφανοτροφείο και έμαθε ράψιμο. Έβγαλε το δημοτικό και ξεχωρίζαν τα παιδιά. Η Λίτσα τα έπαιρνε πολύ τα γράμματα, αλλά ήταν πάρα πολύ αδύνατη και της είπε η προϊσταμένη στη μαμά μου: «Δεν την βάζω στα γράμματα, γιατί είναι πολύ αδύνατη και δεν θα τα καταφέρει». Και την έβαλαν στο ράψιμο την Λίτσα. Εγώ έφυγα, ήρθα εδώ. Συνέχισα το δημοτικό εδώ στον Δούκα. Τελειώσαμε... Κάναμε γιορτές εδώ, κάναμε θέατρο στο σχολείο, παίξαμε τον χορό του Ζαλόγγου. Ο Τσιμόπουλος είχε τελειώσει το σχολείο το δημοτικό και έδωσε μια χρονιά στο γυμνάσιο και δεν πέρασε. Τον διάβαζε ο Δούκας εδώ και του έλεγε: «Εσύ θα κάνεις ορθογραφία στα παιδιά -δεν του έπαιρνε λεφτά-, θα κάνεις ορθογραφία στα παιδιά...», για να του περισσεύει λίγη ώρα του Δούκα. Τότε κάναμε πρωί απόγευμα σχολείο. Το πρωί πηγαίναμε 8:00, γυρνάγαμε η ώρα 13:00. 15:00 ξαναγυρίζαμε σχολείο, μέχρι ώρα 17:30-18:00. Πρωί απόγευμα, σχολείο τότε. Βέβαια, στον γυναικωνίτη. Δεν είχαμε σχολείο. Το σχολείο είχε καεί. Και μας μάζευε στον γυναικωνίτη ο δάσκαλος. Είχαμε χωρίσει το ένα κομμάτι, είδες, πού είναι επάνω; Ένα, δύο τρία που είναι πάνω στον γυναικωνίτη, έχει τις γριντές στη μέση που κάνει τις καμάρες. Και το ένα το κομμάτι προς το νεκροταφείο που έχει τα παράθυρα, το χωρίσαμε και για να μην κρυώνουμε, το κλείσαμε με πισσόχαρτο. Το πισσόχαρτο είναι ένα κομμάτι που το βάζαν στις σκεπές τότε, που είχαν έρθει και σκέπασαν τα σπίτια. Το πρώτο που τα σκεπάσαν, τα σκεπάσαν με ξύλο κάτω και το πισσόχαρτο επάνω. Και μετά από χρόνια, έφεραν το τσίγκο επάνω και το βάλαν πάνω από το πισσόχαρτο. Και είχε περισσέψει πισσόχαρτο και είχε πει ο Δούκας: «Αυτό θα το κρατήσουμε να κλείσουμε το σχολείο, για να μην κρυώνουν τα παιδιά». Και για να έχουμε ξύλα είχαμε πάρει μια σόμπα, που είχε αγοράσει ο Δούκας και παίρναμε από ένα ξύλο τα παιδιά το πρωί από το σπίτι μας, για να συμπληρώσουμε της μέρας τα ξύλα. Όλα τα παιδάκια από ένα ξύλο παραμάσχαλα και πηγαίναμε να το βάλουμε στη σόμπα για να έχουμε ζέστα. Και είχαμε για μέρος, είχαμε αυτά που υπάρχουν τώρα που είναι και για την εκκλησία και για το σχολείο, αυτό το μέρος που είχαμε τότε που ήταν την έξω μεριά, ήταν και κοντά στη βρύση και μπορούσες να πάρεις και νερό να το ρίξεις να καθαρίσεις. Πηγαίναμε όχι από την κύρια είσοδο της εκκλησίας. Πηγαίναμε, έχει μια πορτοπούλα, έχει μια πορτοπούλα εδώ στην άκρη από τον νάρθηκα. Από εκεί πηγαίναμε σχολείο και ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια κατευθείαν στον γυναικωνίτη και κάναμε μάθημα. Και κάναμε διακοπή, άμα αν ήταν μέρα, είχε καμία κηδεία, κάνα αυτό, μας σταματούσε ο Δούκας να μην είμαστε εκείνη την ώρα μέσα, αλλά μας κατέβαζε να πάμε σε κηδείες.

Ο.Φ.:

Ήσασταν ξεχωριστά κορίτσια αγόρια;

Φ.Τ.:

Όχι δεν ήμασταν δεν είχαμε χώρο, μαζί όλα ήμασταν. Ήμασταν τότε κοντά 30 παιδιά, όταν γυρίσαμε από τα Γιάννενα. Και όταν κάναμε θέατρο, κάναμε στον υπόλοιπο τον γυναικωνίτη που είχαμε. Στο μεσαίο βάλαμε τον κόσμο να καθίσει σε πάγκους, όχι καρέκλες και τέτοια. Είχαν καρφώσει ξύλα και τα 'χανε κάνει πάγκους για καθίσματα, για να μπει ο κόσμος να καθίσει εκεί. Και εμείς... και το άλλο το κομμάτι το τρίτο του γυναικωνίτη, κάναμε τη σκηνή και παίξαμε τον χορό του Ζαλόγγου. Όπως πετάμε τα παιδιά, κάναμε, ρίχναμε σανίδια κάτω από τον γυναικωνίτη απάνω, γιατί στην εκκλησία κάτω είναι οι πέτρες, το υπάρχον της εκκλησίας και ρίχναμε εκεί πετραδάκια, ξυλαράκια, ότι πέφτουν τα παιδιά. Κάναμε αυτό. Ναι. Είχαμε νοσοκόμα την Τούλα του Γκολογκάνη εδώ, την κάναμε νοσοκόμα. Του Γιαννάκη τη μαμά. Είχαμε όλο αυτό. Και είχε παιχτεί ωραίο έργο και λέγαμε και τα ποιήματα, και τα αυτά. Παίζαμε διάφορους ρόλους, αλλά αυτό ήταν το μεγαλύτερο έργο που είχαμε παίξει τότε. Και είχαμε επιτυχία, γιατί ήταν τότε τα ΤΕΑ εδώ. Ήταν ακόμα στρατός που ήταν ας πούμε... επικρατούσε που ερχότανε, είχανε έδρες συνέχεια και είχαμε μετά, τα παιδιά, όλοι οι άντρες μας μετά που παντρευτήκαμε, δηλαδή από κοπέλα που ήμουν, τα αδέρφια μου όλα είχαν όπλο πολεμικό στο σπίτι. Ο Λευτέρης, ο Απόλλωνας -ο Τάκης όχι, γιατί είχε πάει ταχυδρομείο και δεν του είχαν δώσει. Αλλά τα άλλα τα παιδιά ήταν όλα στα ΤΕΑ. Ερχόταν τη νύχτα και κάναν συναγερμό. Έβαζαν ριπές πέρα από τον Διπόταμο και ειδοποιούσαν εδώ με καμπάνα. Από τον Διπόταμο με καμπάνα και από δω και με ριπή από τον Διπόταμο, για να μαζευτούν… Ερχόταν ένας τώρα και έλεγε: «Τώρα θα πάμε εκεί». Φορούσαν χλαίνες, στρατιωτικές χλαίνες τους είχαν δώσει για να βγαίνουν έξω, αν σε περίπτωση χρειαστεί να κοιμηθούν. Εμένα πόσες φορές, έφευγε ο άντρας μου -μετά που παντρεύτηκα- πολλές φορές. Και όταν ήμουν αυτό, έφευγαν τα παιδιά τη νύχτα. Και έλεγαν: «Απόψε θα βγούμε στον Άγιο Αθανάσιο, θα πάμε στον Άγιο Χριστόφορο», έδρα, τους έβαζαν εκεί. Και τους πήγαιναν σε διάφορα μέρη.

Ο.Φ.:

Και τι έκαναν εκεί;

Φ.Τ.:

Υποτίθεται ότι υπήρχε κάποιος κίνδυνος και ότι θα περάσουν από κει, και «πρέπει να βρίσκεστε εκεί». Και είχαν τα τουφέκια, τους είχαν δώσει δεσμίδες με τις σφαίρες που ήτανε με τα αυτά τότε… Και όταν παντρεύτηκα εγώ και ήρθα εδώ, συνεχιζόταν ακόμα τα ΤΕΑ και είχαν ανθυπολοχαγό εδώ… Στα ΤΕΑ καθόταν κάτω στης Γκούμενας το σπίτι, αυτά που υπάρχουν, καήκαν τώρα, πέσανε αυτά, δεν κάηκαν αυτά, αυτά πέσανε. Τα μισά είχαν κάψει από αυτά και τα άλλα μισά, του Τσέτση που βράζανε τα φαγητά του... και της Γκούμενας δεν τα κάψανε. Και σε αυτό είχαν έρθει και είχαν βάλει... τη χωροφυλακή τη βάλανε πέρα στου Παρλαπά το σπίτι, μετά που φύγαμε από εκεί γιατί καθόμασταν εκεί, και βάλαν τη χωροφυλακή εκεί πέρα. Κι εδώ, στης Γκούμενας, βάλαν τα ΤΕΑ. Βάλανε τον ανθυπολοχαγό με την ομάδα του. Και μετά από χρόνια έφυγε και έμεινε μόνο ένα άτομο, μόνο ο ανθυπολοχαγός. Και μετά τους είχαμε νοικιάσει, εδώ κάτω είχε του Καραβασίλη που είχε ένα κομμάτι η πεθερά μου, το κάτω μέρος και το είχαν νοικιάσει τα παιδιά και καθόταν ο ανθυπολοχαγός. Μετά, έφυγαν τα παιδιά και τους μάζεψαν. [01:20:00]Είχαμε απάνω τη χωροφυλακή στου Καραβασίλη το σπίτι και κάτω τα ΤΕΑ μετά.

Ο.Φ.:

Οι αντάρτες ακόμα κρυβόντουσαν;

Φ.Τ.:

Ακόμα ναι. Γιατί ήταν αυτός ο Βασιλάρας από το Γρεβενίτι, που ήταν και τον παραφύλαγαν, γιατί ήταν αυτός μέσα στο κόμμα με τους αντάρτες και με τα αυτά, για να μην κάνει κακό. Και στέλναν τα ΤΕΑ να κάνουν περιπολίες τη νύχτα, να φέρουν γύρα, δεν κοιμόταν.

Ο.Φ.:

Είχατε φυλακή κανονικά εδώ πέρα;

Φ.Τ.:

Φυλακή... δεν μπορώ να πω ήταν φυλακή. Αλλά με τα παιδιά... ήταν σε επιφυλακή κάθε βράδυ. Ένα βράδυ τον πήραν τον άντρα μου από εδώ και τον πήγαν απάνω στην Κόνιτσα με το μουλάρι. Τον υποχρέωσαν. Τη νύχτα ήρθε εδώ ο υπολοχαγός και του λέει: «Θα βρεθείς την τάδε ώρα, επάνω». «Μα είναι νύχτα, είναι 1:00 η ώρα». «Τώρα θα πάρεις το μουλάρι και θα βρεθείς στην Κόνιτσα». Δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε και υπήρχε αγωνία τι έγινε και τι δεν έγινε… Χανόσουν τότε… Δεν ήταν η επικοινωνία που είναι τώρα, όπου και να πας, όπου και να γυρίσεις, ξέρεις πού βρίσκεται ο καθένας.

Ο.Φ.:

Ισχύει. Τρομερό!

Φ.Τ.:

Και άλλη μια φορά πάλι, χτύπησε η καμπάνα να μαζευτούν πάνω στον Άγιο Αθανάσιο. Και από δω τους πήραν και τους πήγαν στο Διπόταμο πέρα, γιατί ήθελε ο ανθυπολοχαγός να τους κάνει καψόνι. Δηλαδή, τον είχαν υποχρεώσει και αυτόν, όχι ότι θα το έκανε από μόνος του για πλάκα. Τον είχαν υποχρεώσει άλλες αρχές από τα Γιάννενα που ήταν. Και είχαν ασύρματο και ο στρατός και οι αντάρτες είχαν ασύρματο. Άλλοι ήταν κρυφοί, άλλοι φανεροί, με ασύρματο ήταν τότε τα...

Ο.Φ.:

Πώς ήταν το χωριό μετά τον Εμφύλιο;

Φ.Τ.:

Το πιο χάλια. Είχε αρχίσει να ερημώνει, είχε αρχίσει να καταρρέουν τα σπίτια που ήταν καμένα εκεί. Ο κόσμος δεν ήξερε τι να κάνει, πού να κάνει αρχή και τι να φτιάξει; Και ζορίστηκε ο κόσμος πολύ.

Ο.Φ.:

Εσείς τι κάνατε τότε;

Φ.Τ.:

Εμείς ήρθαμε, πήρανε σου λέω, που πήραν να κάνουν με τη Στέγαση και με αυτά. Συνέχισε η μαμά μου να κάνει... με τα παιδιά, να βοηθήσουν τα παιδιά, να κουβαλήσουν πέτρα και να κάνουν, πήραν από το καμένο το σπίτι να μεταφέρουν στην αυλή στην αυλή για να το χτίσουν. Βάλαν αυτόν τον Μπίντα για να το χτίσει. Ζορίζονταν ο κόσμος πολύ.

Ο.Φ.:

Μέχρι το '70, ήσασταν είκοσι χρόνια εδώ πέρα; Μείνατε στο χωριό ή φύγατε;

Φ.Τ.:

Όχι, εγώ συνέχισα. Όπως γύρισα από την παιδούπολη, δεν ξανάφυγα. Έμεινα εδώ μετά. Έμεινα στο σπίτι μέχρι 17 χρονών. 17 χρονών αρραβώνιασα και παντρεύτηκα.

Ο.Φ.:

Όταν έγινε το... Βασικά, επί δικτατορίας πού ήσασταν;

Φ.Τ.:

Εδώ.

Ο.Φ.:

Πώς ήταν τότε η χούντα;

Φ.Τ.:

Εδώ δεν ζορίστηκε πολύ ο κόσμος από τη Χούντα. Δεν μπορώ να πω ότι ζορίστηκε ο κόσμος από τη χούντα. Εδώ. Παρακάτω, ζορίστηκαν. Εδώ δεν ζορίστηκαν, το χωριό δεν ζορίστηκε πολύ, δεν υπήρχε λόγος να ζοριστεί. Ήταν όμως τα ΤΕΑ. Συνεχιζόταν τα ΤΕΑ ακόμα.

Ο.Φ.:

Α, υπήρχανε!

Φ.Τ.:

Ναι! Και τότε τους είχαν επιφυλακή.

Ο.Φ.:

Άλλοι.

Φ.Τ.:

Βέβαια.

Ο.Φ.:

Μάλιστα. Ωραία. Πάρα πολύ ωραία.

Φ.Τ.:

Τα ΤΕΑ σχεδόν το '80, '87-'88 τα σταμάτησαν, δηλαδή τους πήραν τα τουφέκια. Μέχρι τότε είχαν τουφέκια όλα τα παιδιά στα σπίτια. Ήταν ομάδα.

Ο.Φ.:

Πείτε μου.

Φ.Τ.:

Υπήρχε ομάδα, ήταν ο ανθυπολοχαγός αυτός το κύριο άτομο που ήταν από τα Γιάννενα, που ήταν εδώ. Και μετά, όταν είχε έρθει ο Παπαϊωαννίδης, ήτανε στον στρατό αξιωματικός ο Παπαϊωαννίδης. Αυτός ήταν στον στρατό, δεν είχε απολυθεί, είχε παραμείνει λοχαγός στον στρατό. Και όταν ήρθε εδώ, δεν τον άφησαν να απολυθεί. Τον κατατάξαν εδώ λοχαγό, στα ΤΕΑ. Και τους έκανε μάθημα κάθε Κυριακή με τα τουφέκια, τους πήγαινε να κάνουν σκοποβολή πέρα στον Άγιο Κωνσταντίνο, στους Αγίους Αργυρούς, στον Άη Θανάση, έξω στα χωράφια. Οπουδήποτε. Χρόνια εδώ ο Παπαϊωαννίδης εδώ. Και ήταν από το ίδιο χωριό και τον είχα βάλει. Και μετά τον σταματήσαν. Σταμάτησαν... μετά τον σταματήσαν και δούλεψε στα χωράφια μετά.

Ο.Φ.:

Υπήρχε μία ασφάλεια για εσάς εδώ που ζούσατε τα ΤΕΑ. Ήταν μια ασφάλεια ή όχι;

Φ.Τ.:

Ναι, για αυτό τα είχαν τα ΤΕΑ, για να έχουν ασφάλεια τα χωριά. Για να μην έχουν φόβο τα χωριά.

Ο.Φ.:

Εσείς εδώ, δουλεύατε μετά;

Φ.Τ.:

Εγώ κοίταξε... στη μαμά μου... τελείωσα το δημοτικό και με έπαιρναν στα χωράφια και δούλευα. Γιατί η μαμά μου, κοίταξε, είχε εφτά παιδιά, ήθελε να μας σπουδάσει… Η Λίτσα παρέμενε στο ορφανοτροφείο, συνέχισε το ράψιμο. Εγώ ήθελα να πάω σχολείο και είχα καημό να γινώ προϊστάμενη, αυτή ήταν η μανία μου. Και αυτή... Μέχρι τώρα δηλαδή, που βρέθηκα στο νοσοκομείο με όλα αυτά, βοήθαγα τα παιδιά στην εντατική μέσα. Πάντα βοήθαγα τα παιδιά! Με την μπόρα που πέρασε ο άντρας μου τότε και έμεινε τρεις μήνες στην εντατική-

Ο.Φ.:

Γιατί;

Φ.Τ.:

Μου είχε βγει εμένα ο καημός μου, που ήθελα να γινώ προϊστάμενη. Γιατί έφευγαν ο κόσμος, τελείωνε το επισκεπτήριο και στην αρχή με έβαζαν στην αρχή και εμένα, όπως όλος ο κόσμος, αυτό το δεκάλεπτο να πας να δεις με μάσκα μέσα, ντυμένη να μπεις για την εντατική… Αλλά μετά ο καθηγητής ο Γκόγκος, Μακεδόνας αυτός, πολύ κάλος άνθρωπος, φτωχός ξεκίνησε, έκατσε ένα βράδυ και μου είχε πει την ιστορία του. Γιατί με φώναξε... είχε πάθει κρίση ο άντρας μου ένα βράδυ -τέλος πάντων, η μία κουβέντα φέρνει την άλλη- και με πήρε στο γραφείο του. Και μιλήσαμε. Μου μίλησε πολύ απλά, πολύ αυτό. Μου είπε: «Και εγώ με γίδια... ο πατέρας μου είχε γίδια, που μεγάλωσα και σπούδαξα και έκανα, και σε καταλαβαίνω…». Γιατί με είπε: «Τι έχεις στο χωριό; Τι βίος έχετε; Πώς δουλεύετε; Τι κάνετε;». Και του είπα την ιστορία. Και την άλλη την ημέρα μου είπε: «Θα μπαίνεις μέσα στα κορίτσια που δουλεύουν στο εργαστήριο, δίπλα από την εντατική…». Ετοιμάζαμε γάζες, ετοιμάζαμε… Γιατί όλη μέρα ήμουν εκεί εγώ, τέσσερις μήνες ήμουν στα Γιάννενα, στην εντατική την παλιά, του «Χατζηκώστα», την παλιά την εντατική. Και με έβαζε μέσα και βοηθούσα τα κορίτσια. Και με είχαν οι κοπέλες εκεί, και κοιμόμουν μετά στο νοσοκομείο μέσα. Πότε κοιμόμουν στο καρδιολογικό, όπου ήταν άδειο κρεβάτι δηλαδή εκεί στον ίδιο όροφο, να είμαι δίπλα να με φωνάζουν. Και καμιά φορά στο σαλόνι. Αφού οι εφημερίες που ερχόντουσαν ήταν επάνω την άλλη και τέλειωναν τα κρεβάτια… Και ένα βράδυ έπαθε ο άντρας μου μία κρίση και με έψαχναν οι νοσοκόμες, γιατί μου είχαν πει: «Θα είσαι στο 3 -στο δωμάτιο ας πούμε 3- να σε βρίσκουμε», οτιδήποτε ας πούμε κοιμόμουν εκεί. Και δεν με βρήκαν, εγώ είχα πάει στο σαλόνι, είχαν γεμίσει γιατί ήταν εφημερία, είχαν γεμίσει τα κρεβάτια. Και φώναζαν: «Τζιώρα, Τζιώρα! Πού είναι;». Και ακούω καμιά φορά, δεν είχα κοιμηθεί αλλά άκουσα στο σαλόνι που ήμουν εκεί και πετάχτηκα. Και μου λένε: «Γρηγορά έλα! Δεν είναι πολύ καλά». Και με πήρε ξανά πάλι ο Γκόγκος μέσα στο αυτό, όσο αυτό, όσο να συνέλθω [Δ.Α.] να κάνω τη διαφορά που ήταν. Και τον ξεπέρασαν τότε, τον ξεπέταξαν, τα κατάφεραν. Και ύστερα από δέκα μέρες, μου λέει: «Εγώ, Φιλάνθη θα φύγω να πάω στο... -όπως κουβεντιάζουμε εμείς τώρα- θα πάω Γερμανία για έξι-εφτά μέρες για εκπαίδευση. Και είναι ένα μηχάνημα που θα βγει για το αναπνευστικό. Αυτό θα το φέρω τώρα για να κάνουμε στο νοσοκομείο και μόλις θα το φέρω θα ξεκινήσουμε να παραγγείλουμε αμέσως αμέσως. Για να φύγεις να μπεις στο σπίτι θα σου δώσουμε αυτό το μηχάνημα, να τον πάρεις», όχι μόνο το οξυγόνο που είχε, τον μηχανισμό από το οξυγόνο και τα αυτά. Εγώ εδώ είχα φέρει το σπίτι και το είχα κάνει γύρα γύρα εντατική. «Θα σου δώσουμε -μου είπε- για να μπορέσεις να τον πάρεις στο σπίτι, να πάρεις μηχανήματα για να τα βάλεις εκεί. Ξέρεις να τα δουλέψεις εσύ. Θα τα καταφέρεις», μου έλεγε. Ναι. Και όταν φύγαμε από το νοσοκομείο, μας έστειλε έναν μήνα μετά κάτω στον Δουρούτη, για να το πάρουν οι πνευμονολόγοι γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει, του έκαναν φυσιοθεραπείες. Και όταν γυρίσαμε εδώ, μας έδωσε ο Γκόγκος με την αυτήν από το νοσοκομείο που τα δικαιούταν και από τον ΟΓΑ, ας πούμε. Ένα μοναχά είχαμε πληρώσει τότε, γιατί δεν δικαιούμασταν αυτό, ήταν ακριβό και δεν το δικαιούμασταν αυτό από τον ΟΓΑ, και μου είπε: «Αυτό θα το πληρώσεις». Και το πλήρωσα, και όταν τελείωσε ο άντρας, το πήγα και το έκανα δώρο στο «Χατζηκώστα». Το δώρισα, τι να το έκανα εγώ; Το έκανα δωρεά. Και πήγα πάνω στα παιδιά και τους λέω: «Πού να το δώσω αυτό;». Μου είπαν: «Πήγαινε, κάνε ένα χαρτί κάτω ότι το παραδίνεις» και αυτά. Πήγα πάνω, με ευχαρίστησαν και αυτά!

Ο.Φ.:

Μπράβο. Πολύ όμορφο αυτό που κάνατε. Την κόρη σας πότε τη γεννήσατε;

Φ.Τ.:

Το '58, τον Νοέμβριο. 4 Νοεμβρίου που '58.

Ο.Φ.:

Μεγάλωσε εδώ πέρα;

Φ.Τ.:

Μεγάλωσε εδώ πέρα, πήγε στο δημοτικό το σχολείο. Τελείωσε το δημοτικό το σχολείο, πήγαινε εδώ στα Γιάννενα και δεν πέρασε στα μαθηματικά για μία φορά. Και τη δεύτερη χρονιά, και μετά δεν θέλησε να ξαναπάει να δώσει. Και την πήραμε πήγαμε στη Σχολή του Μονοδενδρίου. 

Ο.Φ.:

Στο Μονοδένδρι.

Φ.Τ.:

[01:30:00]Ναι, ήταν η χειροτεχνική σχολή εκεί, έβγαζε για κεντήματα για κορίτσια, τότε ήταν τα κεντήματα του χεριού που κάναν. Και αργαλειό, κάναν τότε αργαλειό για χοντρά ρούχα, για κουρτίνες, για διάφορα, υφάσματα... ψιλά, ψιλή δουλειά και αυτά. Η Τζένη προσπάθησε, είχε μανία να μάθει αγγλικά, δηλαδή της άρεσαν. Εγώ τόσα βιβλία που της αγοράσαμε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά της έχω, ιταλικά και μια άλλη τώρα, δεν τη θυμάμαι. Τα έχω τα βιβλία μέσα. Και είχε μανία και τη γράψαμε στο Linguaphone, μέσω Σόλων τότε. Μας είπε ο Σόλων: «Μπορώ να τη γράψω εγώ». Γιατί λέγαμε: «Πώς να κάνουμε, τι να κάνουμε;». Και πήρε για δύο χρόνια, είχε αλληλογραφία με την Linguaphone. Της είχαν στείλει από εκεί, είχαμε πληρώσει 4.000 και της είχαν στείλει από εκεί κασέτες σε ένα κουτί τόσο, μια θήκη. Μαγνητόφωνο είχαμε εμείς, που βάζαμε τις κασέτες για να ακούς, και τα βιβλία και τη γραφική ύλη που έπρεπε να είναι στα αγγλικά. Και ήταν διά αλληλογραφίας αυτή να μάθει τ' αγγλικά. Και έγραφε εκθέσεις. Δηλαδή της έλεγαν ας πούμε: «Αυτό να εξηγηθεί με τη λέξη από τα ελληνικά στα αγγλικά και από τα αγγλικά στα ελληνικά» και την προφορά να τη λέει στο μαγνητόφωνο, εκεί που την έπαιρνε, για να... Και τα έστελνε μετά, αυτά γραπτά. Και της έλεγαν ότι είναι καλή. Πώς το λένε το good;

Ο.Φ.:

Πολύ καλή. Πολύ καλό. Καλό.

Φ.Τ.:

Ναι, πολύ καλή! Πολύ καλό, καλό. Και μετά τη βαθμολογούσαν. Έχω τα χαρτιά, τα έχω κρατήσει, θα 'ρθείς κάποια στιγμή θα σ' τα δείξω. Και είχε πάρει το... πώς το παίρνουν το πρώτο το πτυχίο; Πώς το λένε; Πες το.

Ο.Φ.:

Το lower.

Φ.Τ.:

Το lower. Ναι, έχω το χαρτί που της είχαν στείλει! Είχε κάνει τρία χρόνια και τα είχε μάθει άψογα. Και όταν ήταν στην σχολή εκεί, δεν φτάνει που δούλευε και έκανε και κέντημα και άλλο που μάθαιναν. Την είχαν και μετά για όσους ξένους -αυτά που φτιάχνανε τα πουλούσαν- και την είχαν ας πούμε με τους ξένους. Σαν ξεναγό να μιλάει, να δουλεύει. Αλλά δεν θέλησε μετά να καθίσει, να συνεχίσει εκεί. Δεν θέλησε και ήρθε εδώ. Και συνέχισε εδώ. Αλλά όταν ερχόταν κανένας εδώ, τρελαινόταν να μιλάει… Είχε μανία από μικρή. Είχαμε κάποια γιατρίνα εδώ, που είχε έρθει ο άντρας της, ήταν Κυπραίος, αυτός Χριστοδούλου λέγονταν και είχε κάνει το αγροτικό εδώ. Ηλικιωμένος κύριος ήταν, πολύ καλός γιατρός. Είχαν νοικιάσει κάτω. Αυτή είχε αρχίσει να θέλει τον πολιτισμό εδώ στο χωριό. Δεν είχαμε νερό στα σπίτια. Αυτή μόλις είδε τη βρύση του Μεσοχωριού λέει στον άντρα μου, γιατί ήξερε που μαραγκός ήταν ο άντρας μου, ήξερε πιανόταν από όλα... Και της λέει: «Εμείς θα φέρουμε το νερό από εδώ, θα το πάμε σπίτι». Και την κοίταξέ και της λέει: «Πώς θα το πάμε;». «Θα φέρω ένα λάστιχο, θα το ανεβάσουμε πάνω και εκεί θα βάλουμε ένα βαρέλι. Και θα έρχεται νερό μέσα στο σπίτι. Και θα κάνουμε και μπάνιο, να τραβάω το καζανάκι, να αδειάζει το νερό να καθαρίζει το μπάνιο». Κι αναγκάστηκε και έκανε ένα ξεχωριστό, ένα ξεπέταγμα -φαίνεται και τώρα που το έχει ο Καραβασίλης, κατά την παιδική χαρά- και έκανε ένα ξεχωριστό πέταγμα εκεί που το έχτισαν. Και έκανε το μπάνιο και έφερε νερό τότε από την πλατεία, απ' το Μεσοχώρι, που ήταν το νερό του Μεσοχωριού, και το πήγε και είχε νερό στο σπίτι. Και από εκεί, αρχίσαμε μετά ύστερα όλοι να εξοικειώνονται. Και η Μπακόλα εδώ, που ερχόταν εδώ στου Μπακόλα το σπίτι, ξεκίνησε και έφερε και αυτή το νερό από πάνω από το μπακολάτικο που υπήρχε μια βρυσούλα. Το κατέβασε -μετά το πήρε ο Τσιμής, μετά το νερό αυτό- και το κατέβασε με λάστιχο και το έφτασε 600-700 μέτρα για το σπίτι της αυτή. Πολύ μακριά από πάνω από του Μπακόλα να το κατεβάσι πίσω στον Τσίτη εκεί. Έτσι ξεκίνησε. Η Πέπα έδωσε! Η γυναίκα του έδωσε! Αυτή ήξερε ράψιμο, ήξερε τα γαλλικά άψογα. Ήταν από την Γαλλία βέβαια και είχε τον πολιτισμό, το άνοιγμα του κόσμου. Να φοράει το παντελόνι της, να φοράει το αυτό! Να είναι πιο αλέγρα! Να κουβεντιάζει με άντρες, να κάνει. Εμείς ήμασταν φυλαγμένες, πιο μαζεμένες πάντα. Οπότε, εγώ πήγαινα και μεγάλωσα εκεί την Τζένη. Γιατί αυτοί ήρθαν τη χρονιά που έκανα εγώ το παιδί το δεύτερο, που πήγαμε στα Γιάννενα και μας έπιασε... μου είπε ο γιατρός, ξεκίνησε ο γιατρός και μου λέει: «Μετά από είκοσι μέρες θα αποκτήσεις». Και λέω εγώ: «Είκοσι μέρες τι να κάνω εγώ στα Γιάννενα; Να φύγω, να πάω την Τζένη -γιατί ήταν η Τζένη ενός χρονών-, να πάω την Τζένη στο χωριό, να την αφήσω με τη μαμά μου και να ξαναγυρίσω εγώ». Αλλά έπρεπε να βγούμε από τα Γιάννενα, να πάμε μέχρι στους Κήπους με το λεωφορείο και από τους Κήπους να έρθουμε με ζώο εδώ. Δεν υπήρχε ο δρόμος τότε. Και μας έβαλε ένα χιόνι στον Άγιο Χριστόφορο, μια δυνατή βροχή. Και ξεκινήσαμε από τα Γιάννενα με βροχή, αλλά εδώ μας έβαλε και χιόνι και βροχή. Και εγώ είχα την Τζένη καβάλα και το παιδί ξέρεις απάνω στην κοιλιά που είχα, το είχα το παιδί καβάλα, φαίνεται κάποια ζημιά θα είχε μέσα… Και ήρθα εδώ, και μετά από λίγες μέρες το βράδυ… Ήταν ο γιατρός, είχε έρθει ο γιατρός, ήταν το φθινόπωρο, είχε έρθει ο γιατρός. Εγώ τον Δεκέμβριο, 7 Δεκεμβρίου θα γεννούσα. Αυτός είχε έρθει απ' τον φθινόπωρο και ήταν εδώ. Αλλά ώσπου να πάνε να φωνάξουνε τον γιατρό, το παιδί βγήκε ανάποδα και είχε πεθάνει μέσα το παιδί. Όπως έκανε το γύρισμα είχε πεθάνει μέσα. Ερχόταν ανάποδα όμως, γιατί μου είχε πει ο Μπακόλας: «Το παιδί είναι ανάποδα, να μπορέσουμε να το γυρίσουμε, πριν να γεννήσεις. Θα φας και θα γυρίσει -μου λέγε- και θα καταφέρουμε να το φέρουμε στον λογαριασμό». Αλλά δεν το καταφέραμε. Εκείνο το βράδυ έπεσε 1 μέτρο χιόνι. Όταν λέμε να 1 μέτρο χιόνι, 1 μέτρο χιόνι! Είχαμε μία μηλιά στην αυλή και αυτή σκίστηκε στα δύο η μηλιά από το πολύ το βάρος. Και έτσι το έχασα. Ώσπου να πάει ο Λούσιας, να φωνάξει τη μάνα μου και να πάει να φωνάξει τον γιατρό… Ήταν η πεθερά μου εδώ, η οποία ήταν η μαμή του χωριού μαμή, πραχτικιά. Είχε βγάλει 90 παιδιά εδώ στο χωριό! Και από 90 παιδιά δεν της είχε πεθάνει κανένα. Και της πέθανε το εγγόνι. Δηλαδή, κράτησε νεκρό το εγγόνι. Είχα την Τζένη μικρή.

Ο.Φ.:

Τρομερό.

Φ.Τ.:

Είχα την Τζένη μικρή, ήταν χρονιάρα η Τζένη.

Ο.Φ.:

Έπρεπε να γυρίσετε, ήτανε πολύ λογικό. Μάλιστα, κυρία Φιλάνθη. Μία ακόμα ερώτηση να σας κάνω, μιας που-

Φ.Τ.:

Ναι. Και για αυτό σου λέω για αυτήν τη γυναίκα. Και ερχόταν εδώ, κάθε μέρα ερχόταν εδώ. Μου έπαιρνε την Τζένη που ήταν μικρή και με βοηθούσε, έκανε καφέ εδώ με τον άντρα μου, με τα αυτά, έκανε καμιά πάστα φλώρα, την ανέβαζε. Από εκείνη είχα μάθει εγώ πάστα φλώρες να κάνω. Μας έλεγε κουβέντες, ορμίνιες, το ένα, το άλλο. Ήταν η πιο εξελιγμένη… Και από κει και πέρα, αρχίσαμε εμείς να φοράμε και παντελόνι, να φοράμε και το ένα, να φοράμε και το άλλο. Από την Πέπα ξεκινήσαμε. Από αυτή ήταν η αρχή να πάρει άλλη μορφή το χωριό…

Ο.Φ.:

Μέχρι τότε μόνο φούστες μακριές;

Φ.Τ.:

Μόνο φούστες. Εγώ μια χρονιά είχα την Τζένη στα 2, στα 3 και ήταν η χωροφυλακή εδώ. Ήταν ένας αστυνόμος και είχε το κοριτσάκι και αυτός, την Αρετούλα. Και ερχότανε και παίζανε μαζί με την Τζένη. Και μία φορά ήθελα να πάω κάτω στον κήπο μου, στο Καπρί κάτω, πιο πέρα από του Τσιμόπουλου το σπίτι. Και όπως πήγα, ήταν τα τσάκνα από το πεζούλι πώς τα βάζαμε στα γίδια για φράχτες. Και επειδή φορούσαμε φούστες, κάπου σκάλωσε το πουρνάρι και ήμουν φορτωμένη. Με το σκαλιστήρι δίπλα, θα έβαζα κρεμμύδι, και με το σακί που είχα φορτωμένο την κοπριά για να το ρίξω στο κρεμμύδι. Και τα κορίτσια μπροστά. Πέρασαν τα κορίτσια, κατέβηκαν τη σκάλα, που 'χαμε το αμπελάκι κάτω εκεί μεριά να βάλω το κρεμμύδι. Και όπως έκανα να γυρίσω, σκάλωσε η φούστα μου και με 3 μέτρα κάτω! Και πέφτω σε πέτρες. Αλλά ευτυχώς το μισό το πόδι... από εκεί έχω το ξεκίνημα το πρώτο. Ευτυχώς, που ήταν... το σακί έπεσε δίπλα και δεν έπεσε ακριβώς μέσα στις πέτρες. Θα σκοτωνόμουν. Και χτύπησε ο γοφός και έκανα σαράντα μέρες, δεν μπόρεγα σηκωθώ, δεν μπόρεγα από το πόδι μου να σηκωθώ, γιατί είχα πέσει. Είχα τα κορίτσια μικρά και έτρεξαν να φωνάξουν, είχαν τρομάξει, έτρεξαν να γωνάξουν για να έρθουν να με σηκώσουν. Είχα τραβήξει νίλα.

Ο.Φ.:

Τρομερό. Τρομερό. Ήταν ωραία τα χρόνια, εκείνα εκτός από αυτά τα συμβάντα, περάσατε όμορφα στο χωριό, ε; Ήταν όλη σας η ζωή, ε;

Φ.Τ.:

Κοίταξε, κατά τα άλλα, παρόλο που ήμασταν... ζούσαμε πιο… Το μόνο από το καιρό που παντρεύτηκα εγώ... Καλά, [Δ.Α.] να έχουμε να ανεβαίνουμε. Με τα χωράφια λίγο, Λευτέρη με την μαραγκοσύνη που ξεκίνησε, ο αδερφός μου στα χωράφια. Είχαμε αρχίσει να πουλάμε κατιτίς το φθινόπωρο, λίγο φασόλι, λίγο... [01:40:00]Οι πατάτες τις αλλάζαμε, τις πηγαίναμε από δω με τα φορτώματα. Φορτώναμε τα μουλάρια, πόσο θα έπαιρνε το μουλάρι; 90-100 κιλά; Οκάδες ήταν τότε. Και τις πηγαίναμε στον κάμπο και δίναμε οκά πατάτα, οκά καλαμπόκι ή κριθάρι ή σιτάρι, οτιδήποτε. Τα οποία τα φέρναν εδώ και τα πήγαιναν στον μύλο και τα αλέθαν, και τα κάναν ψωμί. Δεν υπήρχε το ψωμί τόσο όπως είναι σήμερα άφθονο στην αγορά και τα αλεύρια άφθονα. Ήταν δυσκολία. Αλλά με αυτό όμως μπορούσε ο κόσμος και επιζούσε. Και αυτό ήταν μια ευχαρίστηση για το χωριό όλο. Μαζεύονταν οι άντρες όλοι και φορτώναν τα μουλάρια από εδώ… Αλλά τι κούραση όμως; Δύο μέρες να δώσεις ένα φόρτωμα πατάτες, 100 κιλά παράδειγμα, 90. Οκάδες ήταν τότε, αλλά τα μουλάρια άντεχαν, ήταν να τα φορτώσεις τόσο. Να τα πάνε στον κάμπο κάτω, να κοιμηθούν το βράδυ στα καμποχώρια και να γυρίσουν όλη την ημέρα. Πότε κοιμόταν όταν τους έβαζε κανένας στο σπίτι και πότε κοιμόταν εκεί που ήταν τα άλογα. Γιατί είχαν χλαίνες και τις παίρναν μαζί τους. Τους ετοιμάζαμε εμείς φαγητό, οτιδήποτε, ό,τι είχε το σπίτι. Πότε καμιά πίτα, πότε βραστό φαγητό, τα βάζαμε σε κλειδοπινάκα. Είχαμε τότε κάτι ξύλινα που καπάκωναν και τα δέναμε με την πετσέτα για να μην ανοίξουν. Δεν είχαμε το πλαστικό, τώρα πώς είναι τα τάπερ… Και τα δέναμε. Προσπαθούσαμε όμως να μην έχουν ζουμιά ό,τι φαγητό να 'ναι, να 'ναι φασόλι βραστό με χόρτα, να 'ναι που να μη βγάζει υγρά πολλά, φαγητό που να είναι πιο αυτό. Και τα δέναμε με πετσέτες, είχαμε πετσέτες τετράγωνες, τις ράβαμε. Το δέναμε για ένα έχουν φαγητό και ψωμί για να 'χουν να τρώνε. Γιατί πού θα πήγαιναν να φάνε; Εκεί να τους έβαζε κανένας να κοιμηθούν, πού θα τους ταΐζαν; Πολύ σπάνια να βρεθεί κάνεις να τους ταΐσει. Και δίναν τις πατάτες και την άλλη μέρα γυρίζαν. 16 ώρες να πάνε 16 ώρες να γυρίσουν. Αυτοί με τα πόδια και τα μουλάρια φορτωμένα.

Ο.Φ.:

Τρομερό.

Φ.Τ.:

Και ξεκίνησαν ύστερα άντε λίγο να ανεβαίνουν τα ζώα, λίγο τα χωράφια πάνε εδώ, λίγο σταμάτησαν οι πατάτες και μετά να δίνουν. Άρχισαν λίγο να ξεκινάνε να φτιάχνουν ο καθένας κάνα πάτωμα, κάνα ταβάνι, κάνα αυτό και είχε ξεκινήσει τη μαραγκοσύνη ο άντρας μου και πήγαινε εκεί, έκανε μαραγκοσύνη μες στον οίκο του Μητσιμάρη που πήγαινε μαζί. Αλλά ήξερε, απ' τον πατέρα του είχε αρπάξει, είχε πάρει πολλές... όπως δούλευε ο πατέρας του πρακτικά, έκανε εδώ στο χωριό παράθυρα, πόρτες τότε, το ένα, το άλλο ο πατέρας του, και είχε πάρει τα εργαλεία αυτός. Δηλαδή μια πλάνη χειροποίητη, ένα σφυρί, ένα σκεπάρνι, ένα αυτό, όλα αυτά ήταν χειροποίητα, που βγάζαν... ξύναν το ξύλο, το κάναν, το πλανίζαν με το χέρι. Δεν ήταν μηχανήματα, με το χέρι. Ήταν πολύ κουραστικό τότε να κάνεις ένα παράθυρο, μια πόρτα, ένα αυτό. Πολύ κουραστικό και λίγα τα λεφτά τότε. Άντε άντε ξεκίνησε, δεν μας έλειψε το ψωμί μετά, δεν μας έλειψε το λάδι. Καλά, μπορεί να μην είχαμε πολύ... πώς είναι αργότερα, ερχόταν το ένα ρούχο μετά το άλλο. Ήταν ακόμα και λίγο που ίσως ο κόσμος ο ένας με τον άλλο, που είχαν πιο πολλοί οικογένειες από τα Γιάννενα, στέλναν κάνα παλτό, κάνα αυτό. Ήταν αυτή η Πέπα, είχε αδερφές στην Αθήνα και έφερνε πράγματα από την Αθήνα και τα μοίραζε στο χωριό. Βρέθηκε πολύ δηλαδή σαν δωρήτρια αυτή στο χωριό. Έφερε πολύ πράγμα από τις αδερφές της, ήτανε εφτά αδερφές αυτές. Είχανε τα παιδιά τους, αυτά και έφερνε πράγματα για τα παιδιά, να ντύσουν τα παιδιά εδώ, όπως ντύθηκαν όλα τα παιδιά από τον Παρλαπά, από πέρα, από τα παιδιά, τα εγγόνια απ' τον Παρλαπά. Ντύθηκαν τα παιδιά τότε όλα από Ελισάβετ, όλα τα παιδάκια είχαν βρει βοήθεια. Γιατί αυτή ερχόταν από το Κάιρο έναν μήνα το καλοκαίρι και όταν έφευγε δεν τα έπαιρνε μαζί τα ρούχα, τα μοίραζε στα παιδιά! Έτσι έκανε και η Πέπα, ό,τι είχε η αδερφή της από τα παιδιά και αυτά, και από αυτές δηλαδή, τα φορέματα και τα αυτά όλα, τα έστελναν εδώ και τα μοίραζε η Πέπα στο χωριό. Δηλαδή βολεύτηκε ο κόσμος από πολύ ρουχισμό, αρχικά. Και κοντά στην Πέπα, η Τζένη πήρε άλλη τροπή η ζωή! Η Τζένη ήταν πιο εξελιγμένη, πώς να σου πω, σε όλα! Γιατί την καθοδηγούσε η Πέπα. Την έπαιρνε μαζί της, την κουβέντιαζε, την έκανε και είχε πάρει άλλο είδος θάρρος. Αυτό που είχε να σου πει η Τζένη θα σ' το έλεγε ξεκάθαρα. Δηλαδή, δεν σου κρατούσε να σ' το πει... ούτε κακία ούτε... να σ' το πει πίσω από την πλάτη. Το έλεγε αυτό που ήταν να σ' το πει: «Ράνια, κάνεις αυτό, δεν το κάνεις καλά», θα σ' το έλεγε. Αυτό τη μάθαμε και εμείς, αλλά την είχε μάθει και η Πέπα.

Ο.Φ.:

Το θυμάμαι, το θυμάμαι. Μάλιστα. Κυρία Φιλάνθη, πώς σας φάνηκε η διαδικασία της συνέντευξης; Εντάξει; 

Φ.Τ.:

Κι άλλα έχω να σου πω εγώ!

Ο.Φ.:

Αλήθεια; Ευχαριστούμε πάρα πολύ την κυρία Φιλάνθη, για τη συνέντευξη που μας έδωσε και την αφήγησή της. Νιώθουμε πολύ γεμάτοι με αυτά που μας είπατε για το Istorima. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Φ.Τ.:

Να ΄στε καλά. Κι εγώ ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε.

Ο.Φ.:

Ελπίζω να σας γέμισα μνήμες αυτήν τη στιγμή, ε;

Φ.Τ.:

Ναι, εντάξει.

Ο.Φ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.