© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Είδα κομμένα κεφάλια ανταρτών»: Αναμνήσεις ενός δασκάλου από τα παλιά Γιάννινα
Istorima Code
21985
Story URL
Speaker
Γιώργος Σιομπότης (Γ.Σ.)
Interview Date
19/04/2022
Researcher
Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου (Κ.Π.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας, μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Λέγομαι Γιώργος Σιομπότης. Είμαι παλιός Γιαννιώτης, γεννήθηκα στα Γιάννενα τον Μάρτιο του 1939. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, δεν έφυγα καθόλου, δηλαδή, εκτός από τα διαστήματα που υπηρέτησα στον στρατό και σαν δάσκαλος στα χωριά.
Είναι 20 Απριλίου 2022, είμαι με τον κύριο Γιώργο Σιομπότη, βρισκόμαστε στα Ιωάννινα, εγώ ονομάζομαι Παπαβασιλείου Κωνσταντίνος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε.
Κύριε Γιώργο, άλλα αδέρφια έχετε;
Είχα μία αδερφή μεγαλύτερη από μένα, η οποία πέθανε. Δασκάλα ήταν και αυτή, πέθανε, πολύ νέα πέθανε από καρκίνο.
Οι γονείς σας εργάζονταν;
Είχαμε ένα μποστάνι, κάτω από τα Λιθαρίτσια ακριβώς. Ο πατέρας μου, δηλαδή, το είχε και η μάνα μου στα οικιακά, όπως συνήθως οι γυναίκες της εποχής.
Το πατρικό σας σπίτι που βρισκόταν;
Το πατρικό μου σπίτι ακριβώς κάτω από τα Λιθαρίτσια. Εκεί βρισκόταν το πατρικό μου σπίτι. Εκεί που ήταν και το μποστάνι, δηλαδή. Ήμασταν λίγο απόμερα απ' τη γειτονιά της Σιαράβας. Υπαγόμαστε, βέβαια, στην Σιαράβα, αλλά λίγο απόμερα γιατί τα μποστάνια έτσι ήταν τότε, ήταν λίγο μακριά από την κατοικημένη περιοχή.
Για τη γειτονιά του Σιαράβα, τι έχετε να μας πείτε;
Η γειτονιά της Σιαράβας είναι από τις παλιές γειτονιές των Ιωαννίνων. Ονομάστηκε Σιαράβα γιατί ήταν κτήμα ενός άρχοντα του κάστρου του Σιαράβα, ο οποίος με την έξωση των Χριστιανών από το Κάστρο με το Κίνημα του Διονυσίου του Φιλοσόφου, το 1611, δεν είχαν πού να πάνε οι άνθρωποι, αυτός, στους πιο φτωχούς παραχώρησε αυτό το κτήμα, το πιο χειρότερο μέρος, δηλαδή, ήταν, τα οποία έγιναν ταμπάκικα ύστερα, γιατί η λίμνη έφτανε πάρα πολύ έξω. Ήταν το χειρότερο μέρος για κατοικίες αυτό το μέρος που παραχώρησε ο Σιαράβας και από κει πήρε το όνομα Σιαράβα. Το επίθετο δε Σιαράβα υπάρχει και τώρα ακόμα. Ήταν τσιφλικάς, είχε στον κάμπο έξω από το Σταυράκι έχει κτήματα, υπάρχουν και σήμερα αυτής της οικογένειας απόγονοι.
Εσείς παιδικές αναμνήσεις από το μποστάνι του πατέρα σας έχετε;
Πάρα πολλές. Εκεί μεγάλωσα, όταν, όταν… Εκεί μεγάλωσα και έχω πάρα πολλές αναμνήσεις. Το καλοκαίρι, βοηθούσαμε τον πατέρα μου, τον βοηθούσα στο πότισμα του μποστανιού. Το πότισμα τότε το κάναμε με τα ροδάνια τα λεγόμενα, άγνωστα στους σημερινούς. Μαγκάνια τα λένε, εμείς ροδάνι το ξέραμε, ροδάνια. Φέρναμε νερό από τη λίμνη με χαντάκια, μεγάλα χαντάκια, τις «μάνες», έτσι τα λέγαμε, «μάνες» τα λέγαμε εμείς τα χαντάκια, και από εκεί με τα ροδάνια... Πέντε ροδάνια υπήρχαν στο δικό μας το μέρος, γιατί ήταν κι άλλα αδέρφια του πατέρα μου που είχαν και αυτά μποστάνι, και είχαμε πέντε ροδάνια συνολικά. Με αυτό, λοιπόν, ποτίζαμε το μποστάνι μας. Μέχρι κάτω από τα Λιθαρίτσια, ήταν τα μποστάνια, έφταναν τα μποστάνια.
Τα ροδάνια τι ακριβώς ήταν;
Τα ροδάνια ήταν μεγάλες ρόδες ήταν, ξύλινες ρόδες. Εφεύρεση… Δεν ξέρω ποιος το εφεύρε, δηλαδή. Με άλογο έπρεπε να το φέρουμε γύρα, είχε μεγάλο άξονα μία μεγάλη ρόδα που έμπαινε στο χαντάκι με ντενεκέδες που γέμιζαν νερό και, καθώς έφερναν γύρα οι τενεκέδες, άδειαζαν σε μία κάνουλα και η κάνουλα αυτή μετέφερε το νερό ύστερα στα διάφορα μέρη του μποστανιού. Έπρεπε όμως να το φέρει γύρα από έναν άξονα πάλι όρθιο και με ρόδες, όπως είναι οι ρόδες κάτω στο νερόμυλο, έμπλεκαν τα δόντια, έμπλεκε η μία στην άλλη μέσα. Το έχω στο μυαλό μου, βέβαια, αλλά δεν μπορώ διαφορετικά να το περιγράψω. Και έφερναν γύρα με το άλογο αυτό. Έπρεπε κάποιος όμως να χτυπάει το άλογο, διότι το άλογο σε κάποια φάση άμα ένιωθε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος από πίσω σταματούσε το άλογο και δεν πήγαινε νερό για το πότισμα.
Στο μποστάνι εσείς παίζατε, ως μικρό παιδί;
Μα εκεί παίζαμε. Δεν φεύγαμε εκτός. Ευτυχώς, δηλαδή, ήμασταν πολλά ξαδέρφια, πέντε-έξι ξαδέρφια εκεί πέρα, πρώτα ξαδέρφια, και παίζαμε μεταξύ μας. Δεν φεύγαμε εκτός της πατρικής αυλής. Αργότερα, βγήκαμε έξω της αυλής της πατρικής, αργότερα όταν μεγαλώσαμε λίγο. Πρώτα, εκεί ήταν τα πρώτα μας παιχνίδια εκεί παίζαμε εκεί, όλα εκεί.
Τι παιχνίδια παίζατε; Μπορείτε να θυμηθείτε;
Ένα παιχνίδι που παίζαμε ήταν το κρυφτό. Κρυβόμασταν: «Φτου και βγαίνω», έλεγε ο άλλος, αυτός που τα φυλούσε δηλαδή και εμείς κρυβόμασταν πίσω από τις γωνίες, πίσω στα μποστάνια, αν μας βρει, για να φυλάξουμε εμείς έπειτα. Άλλο παιχνίδι ήταν οι μπίλιες, οι γυάλινες, υπήρχαν και σιδερένιες μπίλιες, αυτές από τα ρουλεμάν των αυτοκινήτων λίγο δυσεύρετες για την εποχή εκείνη. Αυτές τις σιδερένιες μπίλιες, έπρεπε να πάμε σε συνεργείο να έχουμε κάποιον γνωστό εκεί από κάνα ρουλεμάν παλιό, να σπάσει το ρουλεμάν για να μας βγάλει τις μπίλιες τις σιδερένιες, αλλά υπήρχαν και γυάλινες οι μπίλιες, με αυτές παίζαμε. Μόνο την Κυριακή βασικά, όταν είχαμε σχολείο μόνο τις Κυριακές παίζαμε. Άλλο παιχνίδι που παίζαμε ήταν «Μούκας». Ο «Μούκας» ήταν ένα σπιρτόκουτο που βάζαμε κέρματα πάνω παλιά: προπολεμικά του 1930, τον Ποσειδώνα, την Δήμητρα, το τάλιρο, το δίφραγκο, τη δραχμή και με άλλο ένα μεγαλύτερο νόμισμα, τούρκικο συνήθως, γιατί ήταν πιο μεγάλα τα χάλκινα τα τούρκικα, τα βρίσκαμε στο μποστάνι, τέτοια βρίσκαμε πολλά γιατί ήταν Τούρκοι εκεί πέρα, σε αυτήν την περιοχή ήταν του Βελή το Σεράι κοντά σε εμάς. Ήταν τουρκικά. Και βρίσκαμε στο μποστάνι τέτοια νομίσματα, τα τουρκικά. Με αυτό ύστερα από μία απόσταση τριών-τεσσάρων μέτρων ρίχναμε, όποιος έριχνε τον «Μούκα», και τα έριχνε κάτω τα νομίσματα που βάζαμε επάνω τα παίρναμε. Αυτό ήτανε ο «Μούκας» ο λεγόμενος. Άλλο ένα παιχνίδι που παίζαμε ήταν το καλάμι. Ένα μεγάλο καλάμι το καβαλούσαμε και παίζαμε το άλογο, παράδειγμα, και με μία άλλη βέργα χτυπούσαμε το καλάμι. Άλλο ένα παιχνίδι ήταν τα «στεφάνια». Τα στεφάνια θα ήταν ή σιδερένια -από βαρέλια θυμάμαι... Τα σιδερένια τα στεφάνια τα βρίσκαμε από σιδερένια βαρέλια, τα είχαν για λόγους ασφαλείας, το βαρέλι, να μην εξογκώνεται το βαρέλι. Αυτά τα στεφάνια ήταν τα πιο καλύτερα, βέβαια, τα σιδερένια τα στεφάνια. Φτιάχναμε ένα σύρμα κατάλληλα και το κυλούσαμε με αυτό το σύρμα επάνω, το ακουμπούσαμε στο στεφάνι και το σέρναμε απάνω σε αυτό το στεφάνι. Άλλο ένα παιχνίδι ήταν η «Σκλέντζα». Η «Σκλέντζα», λίγο επικίνδυνη, βέβαια, η «Σκλέντζα», μπορούσαμε να χτυπήσουμε στο κεφάλι, να μας χτυπήσει και το κεφάλι. Κόβαμε ένα ξύλο μικρό γύρω στα τριάντα εκατοστά... Η Σκλέντζα... Έπρεπε να κάνουμε στο ξύλο αυτό το ένα, να το ξύσουμε και να 'ναι μύτες για να το χτυπάς κάτω και να σηκώνεται πάνω αυτό, να έχει κενό, δηλαδή. Και με το μεγαλύτερο το ξύλο πενήντα-εξήντα εκατοστά το χτυπούσαμε και «παπ» σηκωνόταν στον αέρα το μικρότερο και το χτυπούσαμε όσο μακριά το στείλουμε. Αυτή ήταν η «Σκλέντζα».
Από τη λίμνη των Ιωαννίνων τι αναμνήσεις έχετε, ως μικρό παιδί;
Εκεί, όλη την ημέρα στη λίμνη την περνάγαμε, όλη την μέρα στη λίμνη βρισκόμασταν. Το καλοκαίρι ψάρεμα και μπάνιο. Τότε, η λίμνη ήταν καθαρή. Να σκεφτείτε το νερό το πίναμε της λίμνης. Όταν κάναμε μπάνιο, πηγαίναμε λίγο παραέξω στα ξωκάλαμα, που λέμε, έξω από τα καλάμια δηλαδή, και όταν διψούσαμε πίναμε νερό από τη λίμνη. Τα ψάρια άφθονα, τα ψάρια, άφθονα! Επειδή εκεί κοντά, το μποστάνι του πατέρα μου συνόρευε με τα Σφαγεία τα δημοτικά, όταν έσφαζαν όλα τα απόβλητα των Σφαγείων έπεφταν στη λίμνη. Αίματα, έντερα, πατσάδες -κοιλίες είναι οι πατσάδες, έτσι-, ψόφια, νεκρά, μικρά, όλα. Και έρχονταν κάτω στην λίμνη ύστερα, μαζεύονταν και άγρια... Ήταν ένα αλογόκοκο [κουκάλογο] τον θυμάμαι εγώ, ένα άσπρο, ένα άσπρο που έτρωγε τα ψοφίμια, έτρωγε αυτό. Αυτό ερχόταν εκεί πέρα, αλογόκοκα τα λέγαμε. Κάτι μεγάλα άσπρα ήταν, αυτά έχουν εξαφανιστεί τώρα δεν ξέρω αν υπάρχουν τώρα τέτοια πράγματα.
Για κάλαντα πηγ[00:10:00]αίνατε;
Α! Απαραίτητα, αλλά μόνο στη γειτονιά μας, όχι εκτός της γειτονιάς μας. Ξυπνούσαμε το πρωί 07:00, χαράματα, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο με το κρύο, δεν είχαμε ούτε τζάκετ είχαμε, ούτε μπουφάν, ούτε κουκούλες στο κεφάλι, ξεπαγιάζαμε κυριολεκτικά. Και μόνο στη γειτονιά πηγαίναμε για τα κάλαντα. Όχι όπως τώρα απ' το ένα σημείο της πόλης στο άλλο σημείο της πόλης, πάει μεσημέρι και τα παιδιά φέρνουν γύρα για κάλαντα. Εμείς 08:00-09:00 είχαμε ήδη τελειώσει και πηγαίναμε στο σπίτι να ζεστάνουμε τα χέρια μας που ξεπάγιαζαν, τα χέρια, και, ευτυχώς, η μάνα μας είχε το μαγκάλι αναμμένο με τα κάρβουνα και ζεσταίναμε τα χέρια μας. Ξεπαγιάζαμε κυριολεκτικά στα κάλαντα.
Τα τραγούδια των καλάντων ήταν τα ίδια με τα σημερινά;
Όχι, ένα δεν λέγεται καθόλου... Ένα: «Δόξα Θεό, δόξα Θεό, Θεόν ανυμνούσιν αγγέλων τα πλήθη». Αυτό λεγόταν τα Χριστούγεννα. Αυτό δεν υπάρχει, αυτό δεν λέγεται καν τώρα. Το άλλο, ούτε «Αρχιμηνιά» λέγαμε, λέγαμε -του Αγίου Βασιλείου-, μπαίναμε απευθείας: «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισάρεια», όχι: «Aρχιμηνιά κι αρχιχρονιά και αρχή ψηλός μας…». Όχι, ούτε αυτό το λέγαμε. Απευθείας μπαίναμε στα κάλαντα: «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία»
Από τη φοίτησή σας στο Δημοτικό σχολείο έχετε αναμνήσεις;
Ναι... Μία άσχημη ανάμνηση που την έχω μέχρι σήμερα, ήταν όταν ήμουν Δευτέρα Τάξη Δημοτικού. Πήγαινα στην Ακαδημία εγώ Δημοτικό σχολείο. Στη γωνία, τότε δεν ήταν ο δρόμος όπως είναι τώρα, στη γωνία ακριβώς ήταν η Διοίκηση Χωροφυλακής πίσω από την Διοίκηση Χωροφυλακής -περίοδος ανταρτοπόλεμου τώρα μιλάμε-, η Διοίκηση της Χωροφυλακής από πίσω είχε έναν αύλειο χώρο. Σε μία στιγμή που είμαστε διάλειμμα -Δευτέρα Δημοτικού ήμουν-, σε μία στιγμή βλέπω παιδιά να πλησιάζουν εκεί στην αυλή, είχε δύο σειρές συρματόπλεγμα η αυλή. Τι να γίνει; Τι να γίνει; Ε! Περιέργεια, παιδική περιέργεια, πάω πλησιάζω. Τι είδα; Ένα πράγμα φοβερό, τραγικό, όχι φοβερό. Ένας χωροφύλακας από την Διοίκηση Χωροφυλακής σε δύο γκαζοτενεκέδες -γκαζοτενεκέδες αυτοί που βάζουμε το λάδι, αυτοί είναι οι γκαζοτενεκέδες- είχε κεφάλια ανταρτών, κομμένα με αίματα και τα έβγαζε ένα απ' το δεξί το χέρι και ένα απ' το αριστερό και τα φωτογράφιζε. Να βλέπεις τώρα, παιδί στην ηλικία τη δική μου, να βλέπει αυτά τα πράγματα με τα αίματα, με τα μαλλιά ματωμένα και λοιπά, μου έμεινε αυτό το πράγμα. Ήταν μία τραγική, έτσι, εικόνα έχω στο μυαλό μου.
Από την Κατοχή τι άλλο θυμάστε, από εκείνη την περίοδο;
Από την περίοδο της Κατοχής, θυμάμαι. Από τότε αρχίζω και θυμάμαι. Θυμάμαι, γιατί στα Σφαγεία είχαν έρθει οι Γερμανοί, στα Σφαγεία, και έσφαζαν και αυτοί για το στράτευμα. Λοιπόν, εγώ κάθε μέρα έφευγα από το σπίτι, αφού ήμασταν σπίτι, πήγαινα, από την οδό Μετσόβου, αυτοκίνητα δεν υπήρχαν τότε -ούτε κατά διάνοια-, πήγαινα και χάζευα εκεί πέρα γιατί οι Γερμανοί είχαν κάτι jeap αμφίβια που τα έβαζαν στη λίμνη και πηγαίναμε και χαζεύαμε. Ένα άλλο που θυμάμαι από τους Γερμανούς: θυμάμαι το γερμανικό το υδροπλάνο. Από μακριά ήμουν, βέβαια, ποιος τολμούσε να πλησιάσει; Το υδροπλάνο στην Σκάλα. Αυτό το υδροπλάνο ήρθε στις 24 Μαρτίου του 1944 και έφερε τη διαταγή να μαζέψουν τους Εβραίους των Ιωαννίνων. Το θυμάμαι το υδροπλάνο πάρα πολύ καλά. Στην Σκάλα προσνηώθηκε-
Αυτούς σε ποιο στρατόπεδο τούς πήγαν, αν γνωρίζετε;
Αφού τους συγκέντρωσαν στην Πλατεία Μαβίλη, τους «Εξωκαστρινούς» τους συγκέντρωσαν στην Πλατεία Μαβίλη και τους «Εσωκαστρινούς» τους συνέδωσαν σε ένα άλλο μέρος εκεί πέρα, προς το Ιτς Καλέ υπάρχει ένας χώρος της πλατείας εκεί... Από εκεί, τους μετέφεραν και τους πήγαν στα καμιόνια τα γερμανικά, πού τα καμιόνια ήταν έξω ακριβώς από το σπίτι του Κωσταγκλίναβου, το οποίο υπάρχει και σήμερα ακόμα και είναι καφετέρια, ήταν το ταμπάκικο. Είχε ταμπάκικο πελώριο αυτός. Εκεί τους φόρτωσαν, με έναν μπόγο στα χέρια, υπάρχουν εικόνες, δεν τους είδα εγώ, δεν τολμούσα να πλησιάσω εκεί πέρα, πρώτα-πρώτα. Δεν τολμούσες να πας! Μία δε -όπως μου είπε κάποιος γνωστός μου-, μία Χριστιανή πήγε να χαιρετήσει μία Εβραία φίλη της και βρέθηκε εκεί στον όχλο που ήταν αυτή και όταν πήγε να φύγει δεν την άφηνε ο Γερμανός να φύγει, γιατί νόμιζε ότι είναι Εβραία. Και, ευτυχώς, η κοπέλα τού έδειξε τον σταυρό ότι είναι Χριστιανή, δηλαδή, και έτσι έφυγε. Εάν δε -πάλι αυτός ο ίδιος μου είπε-, αν το πόδι σου το έβγαζες, από το πεζοδρόμιο λίγο να προεξείχε, το χτυπούσε με τον υποκόπανο. Αυτός τα έζησε και μου τα είπε εμένα, προσωπικά δεν τα είδα γιατί δεν μπορούσα να είμαι εγώ εκεί πέρα, σε εκείνο το μέρος.
Μετά από αυτό το περιστατικό, έμειναν κάποιοι Εβραίοι στα Ιωάννινα;
Άλλοι κρύφτηκαν, άλλοι έφυγαν στα χωριά, δεν είχε μείνει κανένας Εβραίος, κανένας. Μετά, φανερώθηκαν αυτοί που είχαν κρυφτεί κατά κάποιον τρόπο. Τους πήγαν… Έριχνε και χιονόνερο εκείνη την ημέρα, 25 Μαρτίου, έριχνε χιονόνερο, 25 Μαρτίου... Κέσκεπα τα καμιόνια με ένα μπουγαλάκι αυτοί, φύρδην μίγδην φορτωμένοι απάνω στα φορτηγά. Και τους πήγαν… Πρώτος σταθμός ήταν η Λάρισα και από εκεί στο «Μπίκερναου». Εκεί ήταν τα γερμανικά κολαστήρια, θανατοστρατόπεδα θανάτου.
Από την περίοδο του Ελληνικού Εμφυλίου έχετε αναμνήσεις;
Έχω δύο αναμνήσεις από τον εμφύλιο. Η μία ήταν ένα βράδυ, γιατί στο ΕΛΑΣ υπήρχαν και ενταγμένες γυναίκες… Ένα βράδυ ήρθαν στο σπίτι μας αυτές, εμείς τότε κοιμόμασταν γρήγορα πού να που τολμούσαμε, με τη λάμπα, τι καιρός ήταν τότε! Και ήρθαν, μας ξύπνησαν βέβαια, και ζητούσαν οι δύο ή τρεις ήταν, νομίζω, κάτι ψηλές γυναίκες με δίκοκκα, γυναικάρες με μαλλιά προς τα κάτω... Τις έχω στο πρόσωπό μου αυτές. δηλαδή. τη φυσιογνωμία τους έτσι όπως ήταν. Τους είπαμε δεν έχουμε εμείς να σας βάλουμε, δεν μας ενόχλησαν, άλλο έφυγαν. Από τον Εμφύλιο, την περίοδο του ανταρτοπολέμου, δίπλα από το πατρικό μου το σπίτι ήταν το χάνι του Καρακώστα. Αυτό επιτάχθηκε από τους αντάρτες, δεν ήταν ξενώνας-χάνι ούτε πανδοχείο, μόνο χάνι στάθμευσης. Έρχονταν οι Καμποχωρίτες εδώ πέρα, με τις σούστες έφερναν καρπούζια, πατάτες, πεπόνια το καλοκαίρι, τα πουλούσαν και έφευγαν. Τέτοιου είδους χάνι ήτανε, δεν ήταν για τίποτα άλλο το χάνι και είχε και ένα καφενείο εκεί κυλικείο στην είσοδο, το χάνι αυτό. Την περίοδο, λοιπόν, του ανταρτοπόλεμου, ήρθε ο ΕΛΑΣ στα Γιάννενα, μετά τον Ζέρβα μπήκε ο ΕΛΑΣ. Και ήρθαν στο χάνι αυτό και κατέλυσαν οι αντάρτες, με τα άλογα τους και τα λοιπά. Από κάτω είχε άλλη πόρτα το χάνι που έβγαινε ακριβώς δίπλα από την αυλή μου, γιατί είχαμε και εμείς έξοδο από αυτήν τη μεριά από το πατρικό μου το σπίτι. Εκεί που έκαναν αυτοί, καθάριζαν τα όπλα τους, για μία στιγμή, έφυγαν και άφησαν, τα φυσεκλίκια με τις σφαίρες τα άφησαν επάνω στα σαμάρια. Τις σέλες, όχι σαμάρια, σέλες, γιατί σαμάρια, άλλο το σαμάρι, η σέλα ήταν αυτό. Εγώ βλέπω τις σφαίρες, πάω και παίρνω δύο φυσιγγιοθήκες μεγάλες -τις έβαζαν σταυρωτά μπροστά αυτοί στο στήθος, τις φυσιγγιοθήκες τις έβαζαν σταυρωτά- παίρνω δύο φυσιγγιοθήκες τις πάω στο σπίτι στο κατώγι της έχωσα -κατώγι ήταν το υπόγειο. Πάω την άλλη μέρα να τις πάρω, πουθενά οι φυσιγγιοθήκες! Φαίνεται ο πατέρας μου τις πήρε είδηση και τις πέταξε ή στη λίμνη ή στο χαντάκι, γιατί αν μας έπιαναν οι αντάρτες με τις... Ήμασταν η μόνοι ύποπτοι, ήμασταν δίπλα, δεν μπορούσε ο άλλος να τις πάρει, θα μας εκτελούσαν, και είχαν δίκιο! Τι τις ήθελα εγώ; Εγώ έκανα, δηλαδή, τ[00:20:00]η ζαβολιά αυτή. Τι τις ήθελα τις σφαίρες; Χτυπούσαμε το βλήμα, να το βγάλουμε το βλήμα, το χτυπούσαμε σε μία πλάκα -λίγο ψιλή- να ξελασκάρει λίγο το βλήμα, να το βγάλουμε το βλήμα, να αδειάσουμε το μπαρούτι της σφαίρας σε μία πλάκα άλλη και να βάλουμε φωτιά. Για παιχνίδι, δηλαδή, όχι για τίποτα άλλο. Το ίδιο έκανα και με τις ιταλικές σφαίρες. Οι ιταλικές σφαίρες είχαν ένα άλλο είδος μπαρούτι, είχαν μπαρούτι μακαρόνι -οι ιταλικές σφαίρες- και το βλήμα της σφαίρας της ιταλικής ήταν καμπύλο μπροστά δεν ήταν οξεία γωνία όπως ήταν ετούτες οι σφαίρες των ανταρτών, ήταν καμπύλο. Και εκείνες τις ίδιες έκαναν, εκείνες βρίσκαμε πληθώρα τέτοιες σφαίρες τις βρίσκαμε στη λίμνη, γιατί όταν έφυγαν οι Ιταλοί τα πέταξαν στη λίμνη: όπλα, σφαίρες, φυσιγγιοθήκες, και λίγο να κάναμε εμείς με το πόδι στην μπάρα στη λίμνη -η μπάρα ήταν ένα μαύρο που ήταν ο πυθμένας της λίμνης, μπάρα ήταν αυτή-, εύκολα με το πόδι μας μπορούσαμε να το κάνουμε και να βγάλουμε σφαίρες, όπλα. Αυτά έχω από την περίοδο αυτής της Κατοχής. Ένα άλλο τώρα -αυτό ήταν από την περίοδο του ανταρτοπολέμου με τις σφαίρες-, ένα άλλο από την Κατοχή, πάλι την περίοδο των Γερμανών -τώρα μου ήρθε στο μυαλό μου αυτό. Όπως είπα και γρηγορότερα, πήγαινα κάθε μέρα στα Σφαγεία για να χαζέψω αυτά τα αμφίβια τα jeap που έμπαιναν στη λίμνη. Aφού έφυγαν οι Γερμανοί και μπήκαν στα Σφαγεία μέσα, σε ένα καμιόνι που ήταν απ' έξω, θυμάμαι ακριβώς και το μέρος που ήταν το καμιόνι, το θυμάμαι, ήταν η πόρτα γυρισμένη, με τις αλυσίδες δεξιά και αριστερά και απάνω σε μία άκρη της πόρτας ήταν μία τανάλια. Βλέποντας την τανάλια εγώ αυτή τη ζήλεψα. Την παίρνω την τανάλια, λοιπόν, και τροχάδην στο σπίτι, την πήρα την τανάλια. Η οποία τανάλια σώζεται και την έδωσα στον εγγονό μου να την έχει για ενθύμιο, τη γερμανική τανάλια, το λάφυρο από του Γερμανούς αυτό. Ένα άλλο γεγονός απ' τους Γερμανούς που μου το διηγήθηκε μία γειτόνισσα... Όχι γειτόνισσα, αυτή που είχε το κυλικείο στα Σφαγεία, η κυρα-Μαρία η Βούλγαρη. Το παιδί της δούλευε στα Σφαγεία, ήταν σφαγέας και εκδορέας, έγδερνε, δηλαδή -τα έγδερναν τότε οι ίδιοι που έφερναν, πολλοί χασάπηδες. Ένας Γερμανός αξιωματικός είχε βγάλει στο λαιμό του κάτι τσιρίτσες, οιδήματα, δεν ξέρω τι ήταν αυτές, είχαν πύον, αίμα και πονούσαν φοβερά, δηλαδή, και στις μασχάλες. Πονούσαν, φοβερά πονούσαν, θυμάμαι είχε και ο πατέρας μου, θυμάμαι. Πονούσαν φοβερά. Τι να κάνει, τι να κάνει η κυρα-Μαρία... Λέει στο παιδί της: «Πού να τον παραπέμψουμε -όπως μου τα 'λεγε η ίδια-, πού να τον παραπέμψουμε τώρα τον άνθρωπο, να τον στείλουμε εκεί στον Ζαϊκό;». Ο Ζαϊκός ήταν ο αλλάδελφος του πατέρα μου, πρακτικός γιατρός, ο Ζαϊκός. Αυτός ήταν ο Ζαϊκός. Παρατσουκλι το «Ζαϊκός». «Τον πάμε». Τον πήγαν. Ο Ζαϊκός έφτιαχνε κάτι αλοιφές φοβερές. Είχε κάτι -θυμάμαι, γιατί τα θυμάμαι εγώ αυτά, τις αλοιφές τις έβραζε, τις έφτιαχνε σε χαλκοματένιες κατσαρόλες, με βάση το λίπος και το λάδι και το κερί. Τώρα θυμήθηκα και κερί έβαζε, ήταν κηραλοιφή. Οι αλοιφές αυτές ήταν θαυματουργές. Πολύς κόσμος θεραπεύτηκε απ' αυτές τις αλοιφές, σε πληγές και τα λοιπά, οτιδήποτε. Πήγε ο Γερμανός στον μπαρμπα-Γιώργο, του έδωσε μία αλοιφή μία-δύο φορές, τρεις, έγινε καλά ο Γερμανός ο αξιωματικός, απαλλάχτηκε. Και πήρε εντολή: «Να σε πληρώσω», του λέει του μπαρμπα-Γιώργου. Φοβήθηκε ο μπαρμπα-Γιώργος να πάρει λεφτά από Γερμανό, φοβήθηκε, δεν ήξερε... «Όχι -του λέει-, δεν θέλω λεφτά, όταν σφάζετε θέλω έναν γκαζοτενεκέ λίπος να μου στείλεις, τίποτα άλλο». Και του έστειλε ο Γερμανός, το οποίο αυτός το χρησιμοποίησε για τις αλοιφές το λίπος αυτό, ο μπαρμπα-Γιώργος. Αυτά έχω ως ενθυμήματα από την Γερμανική Κατοχή.
Εσείς μέσα από τα παιδικά σας μάτια, τους φοβόσασταν τους Γερμανούς και τους Ιταλούς;
Αυτοί... Τους Γερμανούς, όχι. Αυτοί οι Γερμανοί δεν ήταν, όχι, όχι. Δεν ήταν, δεν ήταν της «Γκεστάπο», δεν ήταν αυτοί που φορούσαν τα μαύρα, δεν ήταν αυτοί οι Γερμανοί, ήταν απλοί, δεν... Θυμάμαι δε και τους Ιταλούς, οι οποίοι Ιταλοί είχαν έρθει δίπλα από το σπίτι μας, ήταν η γεωργική καλλιέργεια δίπλα από το σπίτι μας και την καλλιεργούσαν οι Ιταλοί, λαχανικά. Έρχονταν στον πατέρα μου, του ζητούσαν βασιλικό, ο πατέρας μου έβαζε -αυτοί τον θέλουν τον βασιλικό, για τα μακαρόνια, κάπου τον χρειάζονται τον βασιλικό- ζητούσαν, και έκαναν ανταλλαγή προϊόντων ο πατέρας μου, τους δίναμε βασιλικό, μας έφερναν λίγο ρύζι, λίγο ζάχαρη, πράγματα δυσεύρετα στην αγορά. Μία μέρα, εκεί που ήρθαν οι Ιταλοί στο σπίτι, δύο Ιταλοί ήταν κιόλας, παίρνω εγώ το δίκοκκο μιανού [ενός] και το έριξα στο καζάνι με το νερό -είχαμε ένα καζάνι πελώριο έξω από την πόρτα με τον τσίγκο που έρχονταν και μαζεύαμε το βρόχινο το νερό. «Τακ»! Το έριξα μέσα στο βρόχινο το νερό. Δεν, ο άνθρωπος δεν... Γέλασε, τίποτα. Αυτό και από τους Ιταλούς τους διπλανούς.
Δηλαδή, η σχέση μεταξύ Γιαννιωτών και Γερμανών-Ιταλών, από την άλλη, ήταν ομαλές, ας πούμε; Δεν ήταν τόσο σκληρές;
Ε! Είχαν επιτάξει, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει σπίτια. Έμεναν μέσα τώρα αυτοί που... Εμάς δεν μας το επέταξαν σαν γιατί δεν είχαμε, δεν είχαμε. Τα πλουσιόσπιτα οι Γερμανοί τα επέτασσαν και έβαζαν αξιωματικούς μέσα και τα λοιπά.
Στο Γυμνάσιο, κύριε Γιώργο, ποια χρονιά πήγατε;
Το '52. Σχολικό έτος 51'-52.' Πήγα στη «Ζωσιμαία Σχολή». Τότε, η «Ζωσιμαία Σχολή» στεγάζονταν σε ένα παλιό κτίριο της οδού Μιχαήλ Αγγέλου, απέναντι από το «Λαογραφικό Μουσείο Φρόντζος». Εκεί ήταν το «Γυμνάσιο Αρρένων». Τέσσερα -επί τη ευκαιρία-, τέσσερα γυμνάσια είχαν τότε τα Γιάννενα: την «Ζωσιμαία Σχολή», το «Γυμνάσιο Αρρένων» και την «Εμπορική Σχολή». Όχι τρία, λάθος δεν είχε τέσσερα. Ναι, τρία: «Ζωσιμαία Σχολή», «Γυμνάσιο Αρρένων» και «Εμπορική Σχολή». Η δε «Εμπορική Σχολή» έκανε το απόγευμα στο ίδιο διδακτήριο με μας. Πρωί εμείς, απόγευμα η «Εμπορική Σχολή». Δεν υπήρχε τότε... Υπήρχε διδακτηριακό πρόβλημα, δεν υπήρχαν κτίρια για σχολεία. Ήταν και το «Γυμνάσιο Θηλέων», λάθος. Δεν το είπα το «Γυμνάσιο Θηλέων», νομίζω. «Ζωσιμαία», «Αρρένων», «Εμπορική» και «Γυμνάσιο Θηλέων», το οποίο στεγαζόταν εκεί που είναι το κέντρο υγείας σήμερα κάτω στην Ανεξαρτησίας, στο οίκημα Μολυβά. Το είχε παραχωρήσει μία Γιαννιώτισσα ντόπια και εκεί λειτουργούσε το «Γυμνάσιο Θηλέων». Αυτά τα τέσσερα ήταν στα Γιάννενα τότε.
Ποια ήταν η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος τότε; Δηλαδή, πόσες τάξεις είχε το Γυμνάσιο;
Έξι, αλλά δεν λεγόμασταν... Οχτατάξιο λεγόμαστε. Έξι τάξεις. Η πρώτη τάξη που είναι τώρα δεν άρχιζε πρώτη, την λέγαμε Τρίτη Γυμνασίου, Τετάρτη Γυμνασίου, Πέμπτη, ήταν οι τρεις πρώτες και ύστερα Πέμπτη, Έκτη, Εβδόμη, Ογδόη, ύστερα. Ναι, αλλά οχταταξίου, έτσι ήταν από τα παλιά που κρατούσαν αυτό. Αλλά έξι ήταν οι τάξεις. Κατόπιν εξετάσεως μπαίναμε στο Γυμνάσιο. Δύο φορές τον χρόνο δίναμε: μία το καλοκαίρι και μία το φθινόπωρο. Δύο φορές. Ο δε δάσκαλος έλεγε στους γονείς μας ότι: «Το παιδί σας θα δώσει τον Ιούνιο εξετάσεις για το Γυμνάσιο». Όσοι δεν ήταν και τόσο καλοί, ήθελαν λίγο πιο διάβασμα: «Θα δώσουν τον Σεπτέμβριο», τα ξεχώριζε, βέβαια.
Τα εξεταζόμενα μαθήματα ποια ήταν;
Δεν θυμάμαι να σου πω τώρα τι, αυτό δεν το θυμάμαι, τι δίναμε, δεν θυμάμαι τι. Τι μαθήματα, δεν το θυμάμαι. Τι μαθήματα δίναμε, δυστυχώς .δεν θυμάμαι.
Ποια ήταν η τυπική ενδυμασία των μαθητών, εκείνη την εποχή;
Στο Δημοτικό, φορούσαμε ποδιές. Εμείς στην «Ακαδημία», απαραιτήτως πόδια και εδώ μία κονκάρδα που έγραφε «Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία». Απαραιτήτως πόδια. Τα άλλα τα σχολεία όχι, αλλά η «Ακαδημία» ήθελε γιακαδάκι άσπρο και πόδια, η «Ακαδημία». Στο Γυμνάσιο δε, υποχρεωτικώς πηλήκιο και κούρεμα, και κούρεμα! Και αυτό... Γιατί εγώ μία φορά έτυχε να μην τα έχω, όχι ότι ήμουν ακο[00:30:00]ύρευτος, δηλαδή, λίγο-λίγο τα μαλλιά στην πρωινή προσευχή με είδε ο γυμνασιάρχης από πάνω, έβγαινε στον απάνω τον όροφο ο γυμνασιάρχης. Ωπ! Με μπάνισε: «Να πας να κουρευτείς και να 'ρθεις». Αυστηρότητα πάρα πολύ, πολύ αυστηρότητα υπήρχε στο Γυμνάσιο, πολύ αυστηρότητα. Αλλά κινηματογράφο δεν τολμούσαμε να πάμε, αλλά και να πηγαίναμε, όχι σε ακατάλληλα έργα. Πα-πα-πα-πα! Τι ακατάλληλα έργα! Να είναι κατάλληλο το έργο. Στο διάλειμμα, τι κάναμε; Σκύβαμε και κρυβόμασταν στα καθίσματα να μην είναι κανένας καθηγητής μέσα και μας δει. Σκύβαμε. Όταν είχε διάλειμμα, εμείς σκυφτοί, όλο το διάλειμμα.
Αν σας έβρισκαν, δηλαδή, θα είχατε κάποια τιμωρία;
Ε;
Θα είχατε τιμωρία αν σας έβρισκαν;
Ε, βέβαια! Αποβολή. Αποβολή, βέβαια, ναι. Μας απέβαλαν. Η ίδια αυστηρότητα επικρατούσε και στην «Ακαδημία» που ήμουν. Πέραν της ενάτης της νυχτερινής απαγορευόταν να κυκλοφορούμε έξω. Μεγάλα παιδιά τώρα, ε! Το 1958-59, δηλαδή μιλάω τώρα. Πέραν της ενάτης της νυχτερινής απαγορευόταν. Επίσης, κάθε πρωί προσευχή -απαραιτήτως προσευχή- και μάλιστα εγώ διεύθυνα κιόλας: «Εσύ που κόσμους κυβερνάς…», με έβαζε ο μουσικός και διεύθυνα εγώ, σαν καλλίφωνος, κατάλαβες; Ναι. Και γραβάτα! Και γραβάτα στην «Ακαδημία»! Εγώ, ευτυχώς, είχα του πατέρα μου μία ωραία μία μπλε και του τη φόραγα, ευτυχώς, είχα τον πατέρα μου. Θυμάμαι δε ένα περιστατικό ενός συμμαθητού μας από την Καρδίτσα, τον Δανιήλ τον Βενέδικτο. Ο καημένος φτωχός, δεν είχε χρήματα να 'ρθει στα Γιάννενα για την «Ακαδημία» και ξεκίνησε με τα πόδια. Το διανοείσαι αυτό να ξεκινήσεις με τα πόδια από την Θεσσαλία να έρθεις στα Γιάννενα. Τον βρήκε ένα φορτηγό στον δρόμο και τον συμμάζεψε.
Εσείς ξύλο φάγατε πότε στο σχολείο, όπως λέμε;
Το αυτί, κάποιος μου τράβηξε το αυτί. Ναι, ήταν ένας δάσκαλος, ένας, θυμάμαι. Όχι... Τράβηγμα το αυτί, όχι για άλλο, όχι, το θυμάμαι αυτό. Ποιος ήταν δεν μπορώ να τον θυμηθώ ποιος ήταν. Ήταν κάνα-δυο στριμμένοι, ας το πούμε. Ναι, υπήρχε αυστηρότητα γενικά ήταν αυστηρό το σύστημα έτσι ήταν το σύστημα, αλλού ξυλόδερναν φοβερά. Ε, ήταν το σύστημα αυτό. Αλλά κάποιον τον θυμάμαι και εγώ, κάποιος μου τράβηξε το αυτί, κάποιος. Δεν θυμάμαι ακριβώς.
Στο Γυμνάσιο τι μαθήματα διδασκόσασταν;
Όλα! Όλα! Αρχαία... Καλά, τα Αρχαία... Μαθηματικά, Ζωγραφική, Καλλιγραφία, είχαμε και δάσκαλο των Καλών Τεχνών στο Γυμνάσιο. Έχω ακόμα το μπλοκ ζωγραφικής από το Γυμνάσιο. Ναι, είχαμε δε έναν καλό αγιογράφο: αγιογράφος Καζάκος Γιώργος αυτός, τέλειος! Τέλειος καθηγητής! Αυτόν τον είχαμε Καλών Τεχνών αυτόν. Ιστορία, όλα τα μαθήματα διδασκόμαστε στο Γυμνάσιο... Λατινικά… Τι άλλα μαθήματα; Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ…
Παιδιά κομμουνιστών είχατε συμμαθητές στο Γυμνάσιο και είχαν διαφορετική αντιμετώπιση;
Όχι. Μπορεί να υπήρχαν. Όχι δεν είχαν αντιμετώπιση. Είχαμε μεν, ναι, δεν είχαν αντιμετώπιση διαφορετική, όχι, όχι, δεν είχαμε τέτοια πράγματα, όχι.
Στο σχολείο σας, στο Γυμνάσιο δηλαδή, φοιτούσαν και κορίτσια;
Όχι! Μόνο το... Το «Γυμνάσιο Θηλέων» ήταν θηλέων και η «Εμπορική Σχολή» ήταν μικτή. Αγόρια-κορίτσια η «Εμπορική Σχολή», ναι. Α-πα-πα-πα-πα! Και στην «Ακαδημία» που ήμουν χωριστά οι αρένες, χωριστά οι θήλεις. Είχαμε ένα μάθημα, είχαμε συνδιδασκαλία μόνο, ένα μάθημα. Τα άλλα όλα χωριστά.
Βρίσκατε ευκαιρίες έτσι να συνάψετε σχέσεις μαζί τους; Φιλικές, ερωτικές, οτιδήποτε.
Δεν βρίσκαμε, όχι. Και στο προαύλιο τώρα έτσι, χασκόγελα, που λέμε δηλαδή, τίποτα, τίποτα! Δεν υπήρχαν τέτοιες ευκαιρίες, όχι. Να σκεφτείς δε, ότι στην «Ακαδημία» άφηναν και στην ίδια τάξη. Βέβαια. Εγώ βρήκα στη δική μου την χρόνια τέσσερεις νομίζω, ή τέσσερεις ή πέντε, βρήκα που τους είχαν αφήσει στην ίδια την τάξη. Τόση αυστηρότητα επικρατούσε και στην «Ακαδημία». Ήταν δε, μάλιστα, ένας καθηγητής από την Ναύπακτο -θυμάμαι- που στις σκάλες της «Ακαδημίας» είχε βάλει μικρούλα χαρτιά: «Ανέρχεσθαι και κατέρχεσθαι ταχέως ησύχως και αξιοπρεπώς». Τέτοια αυστηρότητα υπήρχε και στην «Ακαδημία». Αφού σου λέω: πέραν της ενάτης μας απαγορεύονταν να κυκλοφορούμε έξω.
Εκδρομές εκπαιδευτικές πηγαίνατε με το σχολείο;
Πηγαίναμε και με τη «Ζωσιμαία», πηγαίναμε. Δεν είχαμε τότε τα μέσα. Εγώ μία εκδρομή με τη -«Ζωσιμαία»- πήγαμε στην Κέρκυρα θυμάμαι στην τελευταία τάξη. Πού χρήματα τότε; Καλά με την «Ακαδημία» πουθενά. Πήγαμε συγγνώμη, όχι, όχι, λάθος. Πήγαμε Λαμία, ναι, ναι, ναι... Λαμία, κάναμε τον κύκλο, ναι.
Όταν ήσασταν στο Γυμνάσιο, σε ποια σχολή θέλατε να φοιτήσετε. Τι όνειρο είχατε;
Εγώ γεωπονικά ήθελα, αλλά δη δει χρημάτων δεν μπορούσα να πάω στην Αθήνα, δεν είχε χρήματα ο πατέρας μου να με στείλει στην Αθήνα και έτσι αναγκαστικά, ευτυχώς, ευτυχώς, που ήταν εδώ και αυτό το ίδρυμα της «Ζωσιμαίας» της «Ακαδημίας» και βγήκαμε δάσκαλοι. Για αυτό είναι και δασκαλομάνα τα Γιάννενα και γενικά η Ήπειρος. Μας έσωσε η «Ακαδημία». Ήταν το αποκούμπι, που λέμε, δηλαδή. Το λιμάνι μας!
Οι γονείς σας σάς πίεζαν, γενικότερα, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση σας, για να διαβάζετε ή για να επιλέξετε κάποια συγκεκριμένη σχολή;
Όχι. Όχι. Δεν επενέβαιναν όχι.
Και τελικά μπήκατε στην «Ακαδημία», στη σχολή στην Παιδαγωγική;
Ναι. Για δάσκαλος.
Εκεί ποια κριτήρια υπήρχαν για να γίνει κάποιος δεκτός;
Το ύψος, πρώτα-πρώτα. Να είσαι αρτιμελής, όχι κουτσός, γκαβός και τα λοιπά. Όχι τέτοια πράγματα. Και καλλίφωνος. Βασικό αυτό, για να περάσεις να δώσεις τα μαθήματα. Αυτό ήταν το βασικό. Πρώτα, θα περνούσες από τον μουσικό, να σε δουν στο ύψος, να σου κόψουν την φάτσα, που λέμε, δηλαδή, και έπειτα προχωρούσαμε στις γραπτές εξετάσεις
Καλλίφωνος για ποιον λόγο χρειαζόταν να είναι ένας δάσκαλος της εποχής;
Γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι να μαθαίνουμε τραγούδια στα παιδιά. Και μαθαίναμε και υποχρεωτικά όργανο στην Ακαδημία, το μαντολίνο ήταν το βασικό όργανο. Οποίος ήξερε άλλο έφερνε το δικό του. Οι περισσότεροι είχαμε τον μαντολίνο, απαραίτητα.
Επομένως, δεν υπήρχαν ειδικότητες;
Όχι ειδικότητες. Όλα εμείς τα κάναμε, όλα εμείς ήμασταν και γυμναστές και μουσικοί, όλα, όλα, τον καιρό που ήμουν εγώ. Αυτά μετά εισήχθησαν, όταν έγιναν τα πανεπιστήμια και τα λοιπά, έγιναν οι ειδικότητες. Όχι, εμείς ήμασταν παντός καιρού, που λέμε, δηλαδή, για όλα. Μέχρι και τον κουρέα έκανα στο Δημοτικό σχολείο, εγώ τα κούρευα τα παιδιά στα διαλείμματα.
Όταν καταφέρατε και μπήκατε στη σχολή, γίνατε δεκτός, πώς αισθανθήκατε; Θυμάστε;
Ε, βέβαια! Χάρηκα δεν υπήρχε... Που να... Ήμουν κατεστραμμένος, δηλαδή, αν δεν έμπαινα κάπου, χάρηκα πολύ. Και μάλιστα μπήκα και με καλή σειρά.
Τι εννοείτε ότι θα ήσασταν κατεστραμμένος αν δεν μπαίνατε κάπου;
Τι θα έκανα! Τι θα έκανα! Θα καθόμουν στο μποστάνι του πατέρα μου; Δεν είχε... Ούτε κάνα μεγάλο ήταν για να πω ότι θα είχαμε κανένα εισόδημα. Τι άλ[00:40:00]λο θα... Δεν υπήρχε, δεν υπήρχε άλλη... Ή θα πήγαινα πουθενά... Πού να πήγαινα, να δούλευα σαν υπάλληλος, σαν τέτοιο πράγμα. Δεν υπήρχαν και ούτε ήταν και δουλειές τότε, ούτε και δουλειές υπήρχαν τότε εκείνον τον καιρό για να πω ότι θα μπορούσα να βρω άνετα δουλειά. Και έτσι σώθηκα, δηλαδή, βασικά με την «Ακαδημία» και μου άρεσε το επάγγελμα. Γιατί αν δεν σου αρέσει ένα επάγγελμα δεν προκόβεις. Αυτό γενικός κανόνας. Τελείωσε.
Η φοίτηση στην «Ακαδημία» πόσα χρόνια διαρκούσε;
Διετής, πρωί και απόγευμα όμως μάθημα. Κάναμε και το πρωί και το απόγευμα, βέβαια. Διετής η φοίτηση στην «Ακαδημία». Αλλά, το λέω αυτό, βγήκαμε οι καλύτεροι δάσκαλοι, πανέτοιμοι να πάμε στα σχολεία χωρίς να έχουμε το άγχος: «Πώς θα κάνω μάθημα;» Δεν ξέρω, τι να πω, δηλαδή; Γιατί παίρνω παράδειγμα από το πανεπιστήμιο, μπορεί να έχει πολλά μαθήματα ειδικότητες, «παρά-ειδικότητες», το ένα, το άλλο, και τι έγινε; Η ουσία είναι να πας να κάνεις μάθημα και να ξέρεις πώς θα διδάξεις το μάθημα. Αυτό μαθαίναμε στην «Ακαδημία»: πώς θα διδάξουμε το κάθε μάθημα ξεχωριστά, που δεν τα διδάσκουν τώρα.
Την περίοδο εκείνη διδασκόσασταν στην Καθαρεύουσα ή στη Δημοτική γλώσσα;
Όχι και Καθαρεύουσα ούτε Δημοτική, αλλά την ενδιάμεση, όχι, όχι, Καθαρεύουσα. Όχι, βέβαια, Καθαρεύουσα!
Τους καθηγητές στην «Ακαδημία» πώς θα τους χαρακτηρίζατε; Ήταν συντηρητικοί άνθρωποι;
Πάρα πολύ! Όχι πολύ, πάρα πολύ συντηρητικοί! Πάρα πολύ συντηρητικοί! Ναι, δεν ξέρω αν τα πίστευαν αυτά όλα, που δεν νομίζω εγώ δηλαδή. Ιησουίτες εγώ τους ονόμαζα, έτσι [Δ.Α.]. Πάρα πολύ συντηρητικοί.
Παρά τις απαγορεύσεις που υπήρχαν, που μου είπατε πριν στο να βγείτε έξω, βρίσκατε καθόλου χρόνο να κάνετε κάτι, μία εξωσχολική δραστηριότητα;
Όχι. Τίποτα... Τίποτα... Τίποτα απολύτως.
Και ποια χρονιά αποφοιτήσατε;
Από την «Ακαδημία», το 1960 τελείωσα. Ευτυχώς, τότε εγώ διορίστηκα γρήγορα επειδή ήμουν αριστούχος... Όταν ήταν ο Γιώργος ο Παπανδρέου -ο παππούς Γιώργος Παπανδρέου όχι ετούτος εδώ ο νέος-, διόρισε μία φουρνιά χίλιους δασκάλους, ενώ πρώτα διορίζονταν κάθε χρόνο διακόσιοι πενήντα, διακόσιοι τριάντα. Έκανες δηλαδή για να διοριστείς επτά χρόνια, οκτώ χρόνια. Εγώ, μετά τον στρατό, έναν χρόνο κάθισα και διορίστηκα αμέσως.
Στον στρατό, αφού αποφοιτήσατε, μετά από πόσο καιρό...
Δύο χρόνια υπηρέτησα. Δύο χρόνια ήταν ο στρατός τότε και, μάλιστα, ήμουν έφεδρος αξιωματικός πυροβολικού. Πήγα... Έξι μήνες ήμουν στην Σχολή Πυροβολικού στο Μεγάλο Πεύκο και ύστερα στο Σιδηρόκαστρο απευθείας. Ούτε άδειες ούτε τίποτα, στον στρατό. Ούτε άδεια. Και εκεί το ίδιο αυστηρότητα. Να σκεφτείς ότι κάθε Τρίτη και Πέμπτη κάναμε νυχτερινή άσκηση στον στρατό, κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Άντε πάλι ύστερα υπηρεσίες και τα λοιπά, όλη η εβδομάδα ήσουν στο στρατόπεδο.
Εξόδους δηλαδή δεν είχατε;
Όχι. Εμένα ο διοικητής που μου είχε βάλει τότε να κάνω και... Με είχε βάλει στο σχολείο αγράμματων να κάνω και μάθημα στους αγράμματους φαντάρους, είχα πελαγώσει κυριολεκτικά. Γι' αυτό και όταν μου έκανε πρόταση ο διοικητής μου, επειδή ήμουν καλός και αξιωματικός, να με κρατήσει στη μονάδα, του λέω: «Όχι, δεν κάθομαι, θα απολυθώ, θα φύγω». Δεν μπορούσα... Τι προσωπική ζωή; Δεν... Τίποτα, ούτε σχέσεις, πουθενά, δεν προλαβαίναμε.
Οι συνθήκες μέσα στο στρατό πώς ήταν, δηλαδή, εκείνη την περίοδο, πιο συγκεκριμένα;
Κοίταξε, ήτανε, αυστηρότητα υπήρχε, ο στρατός ήταν στρατός, τελείωσε. Με την άκρα αυστηρότητα. Ένα θα σου πω μόνο: είχαμε έναν διοικητή στο Σιδηρόκαστρο -Θεοδωρακόπουλος λεγόταν τώρα, δεν θυμάμαι, νομίζω, νομίζω-, έλεγχε και εμάς τους αξιωματικούς ακόμα, πώς πάμε στη μονάδα. Εγώ είχα μία ζωστήρα πού η αγκράφα μπροστά γυάλιζε και ήταν καθρέφτης. Καθρέφτης! Καθρεφτιζόσουν, δηλαδή. Την έκανα με μπράσο, πάντα. Σε έναν μόνιμο, υπολοχαγό ήταν, ναι, θυμάμαι τον Μιχαηλίδη τον λέγανε στο επίθετο, του λέει: «Τον βλέπεις τον κύριο Σιομπότη;» Του έκανε παρατήρηση, στον υπολοχαγό τον μόνιμο έκανε. «Τον βλέπεις τον κύριο Σιομπότη πώς είναι; Βλέπεις τι έχει...». Και στο τέλος του έδωσα την αγκράφα του ανθρώπου: «Δώσε μου σε παρακαλώ την αγκράφα, γιατί κάθε μέρα είμαι με τον διοικητή». «Πάρ΄ τη του λέω!».
Κομμουνιστές φαντάρους είχατε στο στρατόπεδο;
Ναι είχαμε... Είχαμε... Δεν τους έδιναν όπλο, τους έβαζαν σε βοηθητικές εργασίες, όχι, χωρίς άλλα δηλαδή παρατράγουδα, όχι. Και, παρόλο, που εκείνη την περίοδο που ήμουν εγώ, που υπηρετούσα, οι σχέσεις μας ήταν τεταμένες, κυρίως με την Βουλγαρία, ήμασταν πάνω στα βουλγαρικά σύνορα, ε; Εγώ πήγα και σε φυλάκιο απάνω, στο Μπέλες, να παρατηρώ τις κινήσεις των Βουλγάρων, από έναν μήνα, δύο μήνες πήγα, ως αξιωματικός εκεί πέρα φυλακίου. Πήγα αξιωματικός φυλακίου και παρακολουθούσα με διόπτρες μεγάλες, βλέπαμε όλη την κίνηση κάτω που γινόταν στα σύνορα. Ήταν άσχημες οι συνθήκες τότε. Ένα βράδυ δε... Άλλη εμπειρία τώρα από την περιπολία που κάναμε, δεν ξέρω αν είναι απαραίτητη να την πω.
Πείτε ελεύθερα.
Κατέβηκα με μερικούς στρατιώτες μου προς τη μεριά των βουλγαρικών συνόρων, εκεί που είναι η Κούλα η λεγομένη τώρα, και στήσαμε ένα καρτέρι εκεί πέρα, γιατί περνούσαν το βράδυ, ε; Για μία στιγμή ακούμε ένα σούρσουμο [σύρσιμο] στα χόρτα, στεγνά χόρτα, σέρνονταν: «Ησυχία -λέω στα παιδιά-, να δούμε τι είναι αυτό». Πάει ένας στρατιώτης και με τον υποκόπανο άρχισε να χτυπάει αυτό το πράγμα που κινιόταν. Και τι ήταν λες εσύ; Ασβός! Τον σκότωσε τον ασβό. Κατάλαβες; Ασβός ήταν και τον σκότωσε!
Δηλαδή, εκεί στο Μπέλες νιώσατε ποτέ κίνδυνο ή να απειλήστε;
Ναι, ναι, ναι! Γιατί ένα φυλάκιο που ήταν πιο πέρα από εμάς παρακάτω... Είχαν ανέβει οι Βούλγαροι και σκότωσαν τους στρατιώτες μας. Νιώθαμε κίνδυνο, βέβαια, νιώθαμε κίνδυνο. Και ένα άλλο χωριό που ήταν από κάτω πάλι από εμάς, το είχαν καταστρέψει οι Βούλγαροι. Ναι, ήταν επικίνδυνα. Και εγώ... Απόρησαν όλοι πώς εγώ πήγα... Εγώ τι πήγα; Να γίνω αξιωματικός φυλακίου και πήγα για να αποφύγω το στρατόπεδο, κυρίως, που είχα υπηρεσία όλη την εβδομάδα σχεδόν. Αλλά δεν με ένοιαζε, ήμουν νέος τότε, δεν με ένοιαζε και πολύ. Ναι, ναι.
Εσείς θεωρηθήκατε ποτέ ύποπτος για τα πολιτικά σας φρονήματα, όσο ήσασταν στον στρατό;
Στο στρατό, όχι, βέβαια. Δεν θα με έκαναν αξιωματικό εν πρώτης. Μία δε ερώτηση που μου έκανε ο ψυχολόγος στην Κόρινθο να δεις τώρα -να σ' την πω και αυτή την ερώτηση που μου έκανε ο ψυχολόγος στην Κόρινθο, αξιωματικός, για να περάσουμε να γίνουμε υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί. «Τι θα έκανες -μου λέει- αν ένας στρατιώτης αρνιόταν να πάει στον εχθρό να σκοτώσει τον εχθρό». «Θα τον σκότωνα -του λέω- εγώ ο ίδιος» Αυτό, τίποτα άλλο. Άκουσον δηλαδή τώρα, ε! «Θα τον σκότωνα».
Οι ανώτεροι αξιωματικοί, στον στρατό, είχαν πληροφορίες για τους φαντάρους, για τις ζωές τους έξω; Δηλαδή, ίσως, υπήρχαν πληροφοριοδότες;
Υπήρχε το Α2, υπήρχε, υπήρχε στον στρατό το Α2. Όσοι ήταν αριστεροί, έρχονταν φάκελοι από την Ασφάλεια, έρχονταν όλοι. Ήξεραν... Η υπηρεσία του Α2 στον στρατό ήξερε τι είναι ο κάθε στρατιώτης. Να σκεφτείς δε, ότι εγώ όταν έβγαινα ως αξιωματικός ώνιον να ψωνίσουμε, όταν ήταν η σειρά μας να πάμε εμείς, γιατί ήμασταν υποστήριξη του πεζικού εμείς, δεν πηγαίναμε πάντα, πήγαινε και το πεζικό, αλλά τύχαινε και σε μας η σειρά να πάμε να ψωνίσουμε για το στρατόπεδο. Μας έδιναν μία κατάσταση, με τα [00:50:00]ονόματα των κομμουνιστών, μία κατάσταση, κάπου την έχω στην γραφομηχανή όλα τα ονόματα, σε ποια μαγαζιά δεν θα πηγαίναμε να ψωνίσουμε.
Τελικά, ποια χρόνια απολυθήκατε από τον στρατό;
Το 1962. Και, μάλιστα, όταν ήρθε ο Κώστας ο Καραμανλής -ο μεγάλος τώρα μιλάμε, ε-, μας απέλυσε με έναν μήνα άδεια. Δεν πήραμε απολυτήριο, έναν μήνα άδεια, χωρίς απολυτήριο όμως. Έναν μήνα γρηγορότερα μας απέλυσαν, ναι. Χωρίς απολυτήριο αυτή η άδεια.
Και διοριστήκατε ως δάσκαλος έναν χρόνο αργότερα;
Ναι. Το 1963, διορίστηκα... Διορίστηκα το 1963, της Αγίας Βαρβάρας, τότε ορκίστηκα.
Μπορείτε να μου πείτε ποια ήταν η σταδιοδρομία, δηλαδή, σε ποιες περιοχές υπηρετήσατε και από ποτέ μέχρι πότε, μέχρι τη στιγμή, δηλαδή, που βγήκατε σε σύνταξη;
Στο Βαθύπεδο... Στο Βαθύπεδο ήταν δραματική κατάσταση, ε; Σαν δάσκαλος. Μη κοιτάς που ήμουν νέος εγώ και δεν τα λογάριαζα αυτά τα πράγματα. Πέντε ώρες με τα πόδια, έξι ώρες με τα πόδια για να φτάσω στο Βαθύπεδο. Τα παιδάκια πολύ άσχημα, πολύ φτώχεια επικρατούσε στα παιδάκια, πάρα πολύ, είναι να τα λυπάται κανένας τα παιδάκια αυτά. Απ' το 1963 μέχρι το 1967, ήμουν στο Βαθύπεδο. Απ' το Βαθύπεδο ύστερα έφυγα το 1967 και ήρθα στις Καρυές Ζαγορίου, πίσω από το Μιτσικέλι και εκεί πάλι με τα πόδια, και εκεί πρόβλημα: ποδαρόδρομο, που λέμε, δηλαδή. Εκεί υπηρέτησα από το 1967 μέχρι το 1973. Και εκεί είχαμε πρόβλημα πεζοπορίας, με τα πόδια και εκτός φωτισμού, μόνο με λάμπα το μάθημα. Μέχρι το απόγευμα που κάναμε μάθημα, με λάμπες πολλές φορές, όταν έβρεχε και είχε συννεφιά δεν βλέπαμε, ανάβαμε... Δύο λάμπες άναβα εγώ. Μετά από εκεί στις Καρυές, ήρθα με συνυπηρέτηση στην Ελεούσα για δεκαεφτά χρόνια, από το 1973 έως το 1990, επειδή ήταν και η γυναίκα μου εκεί πέρα, με συνυπηρέτησε εδώ στην Ελεούσα. Και μετά στα Γιάννενα, απ' όπου και πήρα σύνταξη από τα Γιάννενα μέσα. Πρώτα στο κάστρο και μετά στην «Ακαδημία».
Ποια χρόνια δηλαδή βγήκατε σε σύνταξη;
Το 1995, αν θυμάμαι καλά. '95, ναι. Συμπληρώνοντας το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας. Είχα δικαίωμα... Όχι με τριάντα πέντε χρόνια υπηρεσίας όμως, με τριάντα χρόνια υπηρεσίας έφυγα.
Ως δάσκαλος, δηλαδή, πού μένατε και μου λέτε ότι πηγαίνατε με τα πόδια;
Στο σχολείο. Το σχολείο είχε δωμάτιο. Είχε οικεία δασκάλου. Όλα τα σχολεία τότε, μονοθέσια αυτά τα σχολεία, ε; Μονοθέσια τα σχολεία, όλες οι τάξεις, με έναν δάσκαλο. Αυτά είναι τα σχολεία τα μονοθέσια, μονοτάξια τα έλεγαν τότε. Τότε τα έλεγαν μονοτάξια. Έπειτα λεγόταν μονοθέσια. Είχε οικία διδασκάλου, βέβαια.
Αναφέρατε ότι γινόταν μάθημα και το απόγευμα, αυτό γιατί;
Ναι, και το απόγευμα, έτσι ήταν το πρόγραμμα. Ιδέ στο Βαθύπεδο με την καμπάνα καλούσαν τους μαθητές, με την καμπάνα της εκκλησίας, χτυπούσαν την καμπάνα το πρωί και ξεκίναγαν τα παιδιά. Με την καμπάνα!
Και ήσασταν ο μοναδικός δάσκαλος που δουλεύατε και το πρωί και το απόγευμα;
Όχι, όλοι δάσκαλοι έτσι. Έτσι ήταν, ήταν το σύστημα, όχι εγώ, όχι μόνο εγώ, όχι, έτσι ήταν το σύστημα.
Όχι, θέλω να πω ήταν διπλή η βάρδια, δηλαδή; Και το πρωί και το απόγευμα ή πήγαινε άλλος δάσκαλος;
Όχι βέβαια, εγώ ο ίδιος. Τι άλλος; Πού να βρεθεί άλλος δάσκαλος; Πού να βρεθεί άλλος δάσκαλος; Εγώ ο ίδιος: πρωί-απόγευμα.
Όταν πρωτοξεκινήσατε να εργάζεστε ως δάσκαλος, αντιμετωπίσατε δυσκολίες;
Σου είπα: από απόψεως διδασκαλίας καμία. Καμία μα καμία! Ήμουν έτοιμος δάσκαλος, δηλαδή. Είχαμε τέτοια εκπαίδευση στην «Ακαδημία» που ήσουνα έτοιμος δάσκαλος πια. Να διδάξεις χωρίς να δυσκολεύεσαι πουθενά. Καμία δυσκολία, όχι.
Με τους μαθητές σας τις σχέσεις είχατε;
Μα, βέβαια... Εμένα να σκεφτείς ότι από τους μαθητές μου έχω δύο τιμητικές πλακέτες εγώ αυτήν την ώρα. Από κει και μόνο να καταλάβεις, δηλαδή. Και από το Βαθύπεδο έχω μία τιμητική πλακέτα κι από το Δημοτικό Σχολείο Ελεούσας, άλλη τιμητική πλακέτα. Μου έκαναν εκδήλωση ολόκληρη στην Ελεούσα, και στο Βαθύπεδο στον ετήσιο χορό που έκαναν, μου παρέδωσαν τιμητική πλακέτα.
Αυτές οι διακρίσεις τι σήμαιναν για εσάς τότε;
Συγκινείσαι, τίποτα άλλο. Συγκίνηση. Δηλαδή, γίνεται μία αναγνώριση στο έργο. Έγινε αναγνώριση του έργου. Εν ζωή, γιατί άμα πεθάνεις «τρεχαγυρευόπουλε» που λέμε, δηλαδή!
Είχατε συγκεκριμένες μεθόδους διδασκαλίας;
Τι να 'χω;
Μεθόδους διδασκαλίας.
Α, βέβαια! Δεν μπορούσα χωρίς μέθοδο... Ακριβώς αυτό είναι το θέμα που μαθαίναμε στην «Ακαδημία», ακριβώς αυτό είναι, αυτό έγκειται: η μέθοδος διδασκαλίας. Δεν λέγαμε... Όχι κουτουράδα, αν μπεις μες στην αίθουσα τι να κάνεις; Να φέρεις γύρα με τα χέρια στην τσέπη και να σκέφτεσαι εκείνη την ώρα; Όχι, είχαμε πορεία διδασκαλίας: πώς θα ξεκινήσουμε το μάθημα, τι ερωτήσεις θα κάνουμε. Όλα αυτά τα είχαμε γραμμένα, όλα αυτά, γιατί εκείνη την ώρα μπορεί να σου διαφύγει κιόλας. Δηλαδή, για να είσαι δάσκαλος καλός πρέπει να κάνεις προετοιμασία στο σπίτι. Εγώ πήγαινα προετοιμασμένος στο σχολείο δεν πήγαινα στο σχολείο «άρτσι, μπούρτσι και λουλάς». Είχα τσάντα με λυμένα τα προβλήματα, με όλα, στο αναγνωστικό. Είχα χαρτάκια μέσα κομμένα να επισημάνω ορισμένα πράγματα που πιθανώς εκείνη την ώρα, δεν μπορείς εκείνη την ώρα, να σου ξεφύγει κάποιο πράγμα, τα είχα σημειωμένα όλα αυτά τα πράγματα
Το νιώθατε, δηλαδή, χρέος σας, ότι ήταν λειτούργημα-
Α, βέβαια, τελείωσε.
Όχι μόνο για οικονομικούς λόγους;
Όχι. Δεν το χα πάρει ποτέ... Εγώ δεν το είχα σκεφτεί, να σου πω την αλήθεια, ποτέ δεν το είχα σκεφτεί έτσι οικονομικό. Το είχα πάρει στα ζεστά, δηλαδή. Δεν το σκέφτηκα το οικονομικό σκέλος.
Θυμάστε κάποιο περιστατικό, κυρίως με τους συμμαθητές σας, που να σας έφτασε στα όρια να παραιτηθείτε;
Ναι, να παραιτηθώ βέβαια. Εδώ στην «Ακαδημία» συνέβη αυτό. Ήταν ένας μαθητής μου -ο οποίος με αγκαλιάζει τώρα, ο οποίος με αγκαλιάζει τώρα όταν με βλέπει έξω! Αυτός ήταν βελζεβούλης, που λέω εγώ, δηλαδή, την ώρα της διδασκαλίας ήταν λίγο ενοχλητικός, δεν καθόταν στο θρανίο, μετακινούνταν από δω και από κει, μία φορά του δίνω έναν κατακέφαλο, του έδωσα έναν κατακέφαλο βέβαια. Και αυτό το παιδί ήταν παιδί αστυνομικού, παρακαλώ. Ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και αυτός ο ίδιος τώρα είναι αστυνομικός, είναι υπαστυνόμος τώρα αυτή την ώρα. Του έδωσα τον κατακέφαλο... Από τον κατακέφαλο και δώθε, ηρέμησαν τα πράγματα, ε; Ύστερα από τρεις-τέσσερεις μέρες έρχεται ο πατέρας του στο σχολείο. Αξιωματικός αστυνομίας ο πατέρας του, ήταν διοικητής της Τροχαίας, κιόλας, συγκεκριμένα. Λέω και εγώ τώρα: «Άντε τώρα -λέω-, τι θα γίνει -λέω-, θα παραιτηθώ δεν έγινε και τίποτα. Θα παραιτηθώ και τελείωσε η δουλειά». «Πώς πας με τον Γρηγοράκη, κύριε Σιομπότη;». «Καλά -του λέω-, αλλά προχθές του έδωσα...». Και τι μου απάντησε; «Πολύ καλά έκανες, έτσι μεγαλώσαμε και εμείς» -μου λέει ο πατέρας του. Πολύ καλά έκανες!». Άλλη μία φορά, επειδή εγώ τα τετράδια τα έλεγχα στο σχολείο των μαθητών. Όλες τις εργασίες που έβαζα στα παιδιά, εγώ τις έλεγχα αυτές δεν: «Άντε γράψτε και…». Όχι, εγώ διόρθωνα κάθε μέρα εβδομήντα πέντε τετράδια. Κάθε μέρα. Με παρατηρήσεις κάτω, με τα λάθη υπογραμμισμένα, όλα αυτά τα 'χα, ναι.... Όταν βγήκαν τα φυλλάδια ύστερα, που μας έστελνε το Υπουργείο κάτι φυλλάδια για να συμπληρώσουμε οι μαθητές και τα λοιπά, αφού... Εγώ πάντοτε έβαζα έναν μαθητή όχι καλό στον πίνακα, για να κάνει λάθη και να γίνεται η διόρθωση ταυτόχρονα. «Για φέρτε τώρα -τους λέω- εδώ να τα διορθώσω, να δω τι γράψατε». Τα παίρνω εκεί, τα περισσότερα δεν είχαν γράψει. Τα παίρνω και εγώ και τα πετάω στα κεφάλια τους: «Άντε από εκεί -τους λέω-, δεν θέλετε δάσκαλο, εσείς. Τραβάτε βρείτε δάσκαλο να μάθετε γράμματα -τους λέω-, δεν θέλετε δάσκαλο εσείς». Και τε[01:00:00]λείωσα, έφυγα το μεσημέρι, λέω στη γυναίκα μου: «Θα παραιτηθώ -της λέω. Θα υποβάλω την παραίτηση -της λέω. Δεν έχουν προκοπή τούτα εδώ -της λέω. Δεν έχουν προκοπή εδώ, δεν θέλουν, δεν θέλουν γράμματα», της λέω. Είχα το δικαίωμα να παραιτηθώ, εννοείται ότι είχα το δικαίωμα. Όταν καθίσαμε με τη γυναίκα μου να φάμε το μεσημέρι, γιατί είμαι κοντά στην «Ακαδημία» καθόμουν, ακούω ένα ποδοβολητό στις σκάλες της πολυκατοικίας. Λέω και εγώ τι συμβαίνει! Tι είναι αυτό το ποδοβολητό! Ήταν αυτοί οι μαθητές μου που ήρθαν να μου ζητήσουν συγνώμη. Ναι, ήρθαν να μου ζητήσουν συγνώμη: «Δεν το ξανακάνουμε άλλη φορά»
Αισθανθήκατε υπερηφάνεια.
Ε, βέβαια. Ε, πώς να το πούμε, βέβαια.
Να σας ρωτήσω, κύριε Γιώργο, ο εξοπλισμός και η γραφική ύλη του δασκάλου ποιος ήταν τότε;
Ποιος;
Ο εξοπλισμός, τα στυλό, οι γόμες που έχουμε σήμερα, φωτοτυπίες, τι...
Δεν υπήρχαν τέτοια, άσε. Στο Βαθύπεδο, βέβαια, δεν... Στο Βαθύπεδο, η κατάσταση ήταν τραγική. Να σκεφτείς ότι δεν έφταναν τα χρήματα να αγοράσουμε φακέλους αλληλογραφίας, αλλά γυρίζαμε τον φάκελο ανάποδα για να απαντήσουμε στον επιθεωρητή, στα έγγραφα που μας έστελνε ο επιθεωρητής. Σιγά-σιγά... Ούτε και στις Καρυές, δεν υπήρχε. Στην Ελεούσα υπήρχε μεγάλος εξοπλισμός στο σχολείο, όχι φωτοτυπίες, δεν υπήρχαν τότε φωτοτυπικά μηχανήματα, βέβαια, αλλά είχαμε έναν πολύγραφο οινοπνεύματος. Εκεί έγραφα εγώ σε μεμβράνες περιλήψεις των μαθημάτων, γιατί τα παιδάκια δεν... Δύο σελίδες μάθημα; Δυόμιση σελίδες; Δεν τα κατάφερναν και αναγκαζόμουν στο σπίτι να γράφω μεμβράνες, οι οποίες αποτελούσαν μήτρα αυτές οι μεμβράνες για τον πολύγραφο, και την άλλη μέρα τις μοίραζα στα παιδιά. Και το επόμενο μάθημα, και το επόμενο, για να διαβάζουν.
Γόμες; Μολύβια;
Οι γόμες τότε ήταν, όχι οι σημερινές, ήταν χύμα. Χύμα η γόμα, σε μπουκαλάκια, έπαιρνες και... Υπήρχαν κάτι... Δεν υπάρχουν τώρα τέτοιες γόμες, που λέμε, δεν υπήρχαν τότε, μόνο η γομολάστιχα, η σβηστήρα υπήρχε. Και στο σχολείο να σκεφτείς τώρα τι είχαμε για σφουγγάρι να σβήνουμε τον πίνακα; Λαγοπόδαρο.
Όταν λέτε λαγοπόδαρο;
Ε, πόδι από λαγό, ναι. Το τρίχωμα του λαγού να σβήνουμε τον πίνακα, σκέψου, ναι. Στο Βαθύπεδο, δηλαδή. Τίποτα, η κατάσταση ήταν τραγική, τραγική. Δεν υπήρχαν τότε τα πλαστικά τα σφουγγάρια και τα λοιπά. Από κανέναν κυνηγό το λαγοπόδαρο, εγώ το ποδάρι ζητούσα από κανέναν κυνηγό που σκότωνε, εγώ: «Το πόδι του», έλεγα, κάτω στο τέλος, είναι μαλλιαρό, κατάλαβες;
Και για να γράφετε, φαντάζομαι, δεν είχατε τα στυλό που…
Όχι. Κοίταξε να δεις, όχι, στυλό διαρκείας δυσεύρετα και αυτά... Μελάνη, η οποία και αυτή πουλιόταν χύμα. Ήταν η μελάνη «Μενούνος» θυμάμαι πολύ καλά τη μελάνη. Από το Δημοτικό ακόμα την μελάνη «Μενούνος» στο Γυμνάσιο, μελάνι «Μενούνος». Πολύ αργά βγήκαν τα στυλό διαρκείας και... Στυλομαρκαδόροι και τέτοια ούτε στον ύπνο μας αυτά τα πράγματα.
Επιθεωρητή είχατε στο σχολείο;
Ω! Επιθεωρητή, πώς δεν είχαμε επιθεωρητή! Αλίμονο. Στο Βαθύπεδο δε, ήταν δύσκολη... Η πρόσβαση στο Βαθύπεδο ήταν δύσκολη, πολύ δύσκολη. Περνούσαμε από έναν βράχο που έσκαψαν και περνούσαμε σκυφτοί και από κάτω ήταν γκρεμός, όπως η χαράδρα του Βίκου, να σκεφτείς. Ο επιθεωρητής ήρθε στο διπλανό το χωριό την Ανατολική, την Ανατολική Κράψη, και με ειδοποίησε να κατεβάσω τα παιδιά σε άλλο σχολείο να μας επιθεωρήσει. Αυτό δεν επιτρέπεται, να πάμε σε άλλον τόπο τώρα, δηλαδή, να μας επιθεωρήσει ο επιθεωρητής, αλλά μπορούσες να πεις τίποτα; Δεν μπορούσες να πεις τίποτα. Και τα πήγα τα παιδιά, βέβαια, με ευλάβεια, μη μου πέσει κανένα παιδί και σκοτωθεί. Αυτός φοβήθηκε ο ίδιος, δεν λογάριαζε όμως τα παιδάκια τα μικρά. Πήγαμε κάτω, μας επιθεώρησε, όπως είπα, κάναμε πρωί-απόγευμα σχολείο, κόντεψε να νυχτώσει. Ήρθαν οι γονείς προς τα κάτω να δουν τι γίνεται. Κατέβηκαν οι γονείς από το Βαθύπεδο για τα παιδιά τους. Ανησύχησαν οι άνθρωποι, και καλά που ήρθαν, δηλαδή. Για μένα πολύ καλά που ήρθαν. Αυτά, λοιπόν, με την επιθεώρηση. Τραβήξαμε πολλά με τους επιθεωρητές, βρέθηκαν και άνθρωποι πολύ αυστηροί, πάρα πολύ, τι να πω, δηλαδή, για τους επιθεωρητές; Ένας δε επιθεωρητής μας ζητούσε τι ώρα φεύγουμε από το σχολείο το Σάββατο και τι ώρα γυρίζουμε την Δευτέρα το πρωί, να κάνουμε αναφορά, και τι περιοδικά θρησκευτικού περιεχομένου διαβάζουμε. Τα ζητούσε σε αναφορά αυτά τα πράγματα. Σκέψου, δηλαδή, κάτι συνθήκες που περάσαμε, ούτε στον ύπνο μου τώρα οι σημερινοί. Άσ' το δεν υπάρχουν επιθεωρητές τώρα και τα λοιπά. Υπήρχαν τάχα οι σχολικοί σύμβουλοι, που οι δάσκαλοι δεν δέχονταν σχολικό σύμβουλο μέσα. Θα μου πεις καλό; Ναι, γιατί ξέραμε ότι πολλοί σχολικοί σύμβουλοι έγιναν έτσι κομματικοί, ας το πω έτσι. Τους ξέραμε τι είδους δάσκαλοι ήταν και πώς έγιναν σχολικοί σύμβουλοι.
Ο επιθεωρητής που μου είπατε, που ζητούσε συγκεκριμένα στοιχεία, ήταν υποχρεωμένος από το κράτος να το κάνει αυτό;
Όχι. Όχι, δικό του, όχι. Ήταν βλαμμένος! Και ευτυχώς, ευτυχώς, δηλαδή, είχε έδρα την Κόνιτσα. Εις δε την Κόνιτσα, ένας βοηθός του, ο οποίος ζει ακόμα -Χούντα μιλάμε τώρα έτσι-, τον είδε ότι δεν ήταν αυτά... Κάποιο μέσο είχε, κάποιον Στρατηγό, έφυγε, πήρε μετάθεση. Τον έδιωξε τον επιθεωρητή, ναι. Γλιτώσαμε! Γλιτώσαμε! Ένα στριμμένο άντερο, στριμμένο άντερο! Δεν έβρισκε πουθενά άκρη και πάτο, δηλαδή.
Κύριε Γιώργο, το Υπουργείο Παιδείας εκείνη την εποχή στήριζε με κάποιον τρόπο τους εκπαιδευτικούς, για να τους βοηθήσει για την επιμόρφωση τους; Με δελτία….
Ναι, ήταν η μετεκπαίδευση αυτή. Ήταν μετεκπαίδευση. Αυτό ήταν, τίποτε άλλο, μετεκπαίδευση, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Μετεκπαίδευση, υπήρχε στην Αθήνα. Έπρεπε να δώσεις εξετάσεις και να πας στην Αθήνα. Δύο χρόνια. Δύο χρόνια, νομίζω, ναι, ναι, δύο χρόνια. Μετά, έγινε κάτι εδώ μονοετή, κάτι... Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν ήμουν εγώ ήδη στο τέλος, δηλαδή, της διδασκαλικής μου πορείας.
Έχω διαβάσει ότι σε ορισμένα σχολεία τουλάχιστον δινόντουσαν κάποιου είδους δελτία, για να μπορούν να αγοράζουν βιβλία οι εκπαιδευτικοί.
Κοίταξε, ναι. Μας έδιναν ένα επίδομα βιβλιοθήκης. Αυτό το επίδομα βιβλιοθήκης εμένα με έσωσε, γιατί αγόραζα όντως βιβλία. Άλλοι δάσκαλοι, από τσιγκουνιά, δεν ξέρω από τι, πώς τα κατάφερναν έδιναν τάχα ότι αγόραζαν βιβλία και δεν αγόραζαν βιβλία, αγόραζαν χαρτιά υγείας, τέτοια πράγματα. Εγώ από τότε άρχισα να πλουτίζω τη βιβλιοθήκη μου με αυτό το επίπεδο επίδομα βιβλιοθήκης.
Τι είδους βιβλία αγοράζατε;
Κυρίως, για τα Γιάννενα, κυρίως, για τα Γιάννενα. Αυτό ήταν το μεράκι το δικό μου, ιστορικά για τα Γιάννενα. Αυτό ήταν το μεράκι το δικό μου. Και έχω πολλά βιβλία από τότε. Από τότε έχω πάρα πολλά βιβλία. Και συνέχεια, ύστερα, όταν μας το έκοψαν το επίδομα συνέχιζα να... Γιατί μπήκα σε αυτό το... Την αγάπη της εξερεύνησης της ιστορίας των Ιωαννίνων, και αγόραζα, οτιδήποτε βιβλίο κυκλοφορούσε για τα Γιάννενα, εγώ το αγόραζα.
Έχετε γράψει και δικά σας βιβλία;
Βιβλία κοίταξε, ένα έχω γράψει για τους Εβραίους των Γιαννίνων, το οποίο δεν το εκτύπωσα εγώ κιόλας, δεν το εξέδωσα εγώ, το εξέδωσε το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο. Ήταν το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε: «Οι Ρωμανιώτες Εβραίοι των Γιαννίνων». Ύστερα, έχω κάνει μελέτες τις οποίες δεν τις εξέδωσα, τις έβγαζα, σε CD τις έγραφα και τα λοιπά, δεν τις... Στοιχίζει να εκδώσεις βιβλίο.
Μπορείτε να μου αναφέρετε κάποια έργα που έχετε…
Ένα είναι το «Δεσποτάτο της Ηπείρου». Το έγραψε η εγγονή μου σε CD. Δασκαλίστικο, κατατοπιστικό, να ξέρει ο άλλος, γιατί τρόμαξα εγώ ο ίδιος να ξεμπερδέψω εκεί μέσα τις οικογένειες. Τα έβρισκα, αγόραζα του κόσμου τα βιβλία, για να μπορέσω να βρω, να ξεδιαλύνω τις οικογένειες. [01:20:00]Έγραψα για το Δεσποτάτο, ένα. «Γιάννενα Πορεία μέσα στον Χρόνο» άλλο ένα πάλι έτσι, ιστορία των Ιωαννίνων. Άλλο που έγραψα «Αλή Πασάς, κυρα-Φροσύνη, κυρα-Βασιλική». Έχω γράψει και για αυτό ένα πόνημα. Και έκανα δημοσιεύσεις ύστερα στον τοπικό Τύπο. Εδώ πέρα ήμουν τακτικός συνεργάτης στον «Πρωινό Λόγο». Μέχρι πριν δύο χρόνια, ήμουν τακτικότατος συνεργάτης.
Σας πήρε πολλά χρόνια να κάνετε αυτές τις μελέτες και τις έρευνες;
Ναι, ναι, πολλά χρόνια, βέβαια. Για να γράψεις κάτι... Έψαχνα από δω, γιατί δεν τα έβρισκα, έγραφα δύο σειρές εδώ, δύο σειρές... Εκτός τις επισκέψεις που πήγαινα εγώ ο ίδιος, για να βγάλω τις φωτογραφίες και τα λοιπά. Βέβαια, δεν μπορείς να... Δύο σειρές εδώ, δύο εκεί, μία εκεί, και τα όλα αυτά τα καταχωρούσα εγώ, τα έγραφα. Ούτε Ιστορικός είμαι ούτε... Από αγάπη και μόνο, από χόμπι τα έκανα όλα.
Να επιστρέψουμε λίγο σε εκείνη την περίοδο, κυρίως τη δεκαετία του '60. Τότε που είχε γίνει ο μεγάλος σεισμός, το '67, στα Ιωάννινα, πού σας είχε βρει;
Εγώ στο Βαθύπεδο υπηρετούσα και έκανα μάθημα σε σκηνή. Δεν κοιμόμουνα στο σχολείο, όχι εγώ κοιμόμουν λάθος, κοιμόμουν στο σχολείο μέσα με ανοιχτή την πόρτα, πού θα κοιμόμουν; Τα παιδάκια πήγαιναν στο σπίτι και είχαμε σκηνή, μας έριξαν τα ελικόπτερα... Με ελικόπτερο. Δεν ερχόταν μεταφορικό μέσο, δεν υπήρχε δρόμος. Μη κοιτάς τώρα υπάρχει δρόμος για το Βαθύπεδο, τότε δεν υπήρχε, από τον αέρα μόνο.
Και πόσο καιρό συνεχίστηκε το μάθημα μέσα στη σκηνή;
Έφυγα εγώ ύστερα, αφού σταμάτησαν οι δονήσεις και τα λοιπά, έφυγα εγώ ύστερα. Το '67, όπως είπα, έφυγα εγώ από το Βαθύπεδο.
Κάνατε μάθημα, δηλαδή; Προλάβατε να κάνετε μάθημα μέσα στη σκηνή;
Βεβαίως, βεβαίως, πρόλαβα στη σκηνή και έκανα μάθημα. Και, βέβαια, πρόλαβα, μέσα σε μεγάλη σκηνή, ναι, πρόλαβα. Μα ήταν μετά το Πάσχα, κάναμε αμέσως, κάναμε σχολείο στη σκηνή. Ναι, Πάσχα ήταν, θυμάμαι, νομίζω Πάσχα ήταν. Έγινε, μεγάλη εγκατακρήμνιση έγινε από πάνω από το βουνό, πολύ μεγάλη.
Και πώς ήταν οι συνθήκες; Δηλαδή, το να κάνετε μάθημα μέσα σε μία σκηνή;
Μη ρωτάς τώρα τι... Μη ρωτάς, μη ρωτάς τι τραβούσαμε, άντε να στέκεται ο πίνακας σε τρίποδα πάνω. Μη ρωτάς τι τραβούσαμε, μη ρωτάς. Να έχουμε τα θρανία μέσα στη σκηνή... Αν είναι δυνατόν, δηλαδή, αλλά τι να κάνουμε;
Στα Ιωάννινα ή και στην ύπαιθρο γύρω-γύρω, υπήρχαν περιπτώσεις σπιτιών που γκρεμίστηκαν εκείνη την εποχή;
Σπίτια στα Γιάννενα;
Πού να γκρεμίστηκαν, λόγω του σεισμού.
Αν έγιναν τίποτα, δεν έχω ακούσει έτσι κάτι σοβαρό. Αν έγινε κάτι, γιατί έγιναν κι άλλες φορές στα Γιάννενα, έγιναν καλοί σεισμοί στα Γιάννενα, δηλαδή. Βγήκαν ο κόσμος, εκτός από εμένα, εγώ καθόμουν μέσα, βγήκαν έξω στο δρόμο κόσμος. Έγιναν σεισμοί φοβεροί και στα Γιάννενα, βέβαια. Είχαμε σεισμούς δυνατούς.
Την ίδια χρονιά, έγινε και το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Εκείνη την περίοδο βρισκόσασταν στον Βαθύλακκο;
Στο Βαθύπεδο;
Στο Βαθύπεδο.
Ναι. Πασχαλιά έγινε, έτσι δεν είναι; Ναι, και ξέρεις τι φόβο είχαμε αν θα 'ρθει αυτοκίνητο να μας πάρει; Είχαμε και αυτόν τον φόβο. Φεύγαμε για διακοπές το Πάσχα, ερχόταν φορτηγό αυτοκίνητο τότε, με φορτηγά αυτοκίνητα, όχι λεωφορεία. Πήγαινα σε άλλο χωριό για να πάρω αυτό το φορτηγό το... Έξω από την Ανατολική, στο Λιερούσκο. Ήταν ένας από κει που είχε βγάλει ένα φορτηγό αυτοκίνητο, το είχε μετατρέψει με πάγκους μέσα, με τέτοια, το είχε σαν φορτοταξί, ας το πούμε, κατά κάποιον τρόπο, Mercedes. Με αυτό βολευόμαστε. Kαι φοβόμασταν μήπως απαγορευτεί να 'ρθει κιόλας, είχαμε και αυτόν τον φόβο.
Όταν μάθετε τα νέα πώς αισθανθήκατε;
Κοίτα, οι μόνοι οι οποίοι υπέφεραν ήταν οι δάσκαλοι. Αυτό έχω να πω, τίποτα άλλο.
Αυτό για ποιον λόγο, δηλαδή;
Εμείς υπεστήκαμε τα... Φοβόμαστε το ένα... Είχαμε... Γιατί πολλοί δάσκαλοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα πρώτα-πρώτα. Πολλοί δάσκαλοι. Οι οποίοι ήταν αριστεροί χωρίς πολλές, έτσι, με μόνο ότι ήταν αριστερός. Χωρίς να έχει κάποια άλλη δράση. Πολλοί δάσκαλοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα.
Μερικοί από αυτούς ήταν και γνωστοί σας, δηλαδή;
Βεβαίως ήταν και γνωστοί μου. Ήταν ένας δάσκαλος από την Κρυόβρυση. Πω, τον έπαιρναν με το μηχανάκι τον καημένο. Κινδύνευσα και εγώ να τεθώ σε διαθεσιμότητα, γιατί είχα κατέβει στα Γιάννενα να ψωνίσω και δεν ήμουν την Κυριακή στο χωριό, πώς θα ήμουν την Κυριακή στο χωριό αφού κατέβηκα στα Γιάννενα να ψωνίσω; Δεν είχαμε να φάμε. Δεν υπήρχε τίποτα δηλαδή. Έπρεπε να κατέβεις στα Γιάννενα να κάνεις προμήθειες. Και επειδή δεν πήγα την Κυριακή στην εκκλησία, παίρνει ο παπάς τηλέφωνο τον Σταθμό Γοτίστης -εκεί υπαγόμαστε- και τους λέει: «Ο Σιομπότης είναι κομμουνιστής, γιατί δεν ήρθε την Κυριακή στην εκκλησία». Αυτό του είπε, γιατί δεν πήγα την Κυριακή στην εκκλησία. Κατά τύχη, όμως, στον Σταθμό Γοτίστης εκείνη την ώρα, βρισκόταν, ως αγροτικός γιατρός, ένας συμμαθητής μου από την «Ζωσιμαία Σχολή». Ακούει το όνομα το δικό μου, το παιδί. Και λέει:« Τι συνέβη με τον Σιομπότη; Τον ξέρω, τον είχα συμμαθητή -τους λέει. Τι λέτε; Τι είναι αυτά τα πράγματα που σας λέει ο παπάς; Τι είναι αυτά τα πράγματα που σας λέει ο παπάς; Εγώ τον ξέρω -τους λέει-, τον άνθρωπο, τον ξέρω, τον βλέπω στα Γιάννενα, στη βόλτα -και πραγματικά, δηλαδή. Και τι είναι αυτά τα πράγματα που σας λέει ο παπάς;». Και γλίτωσα. Και γλίτωσα από αυτόν τον... Πέθανε το καημένο, ένα καλό παιδί.
Ανθρώπους που γνωρίζατε, που να βασανίστηκαν εκείνη την περίοδο;
Όχι, όχι. Δεν είχα εγώ... Δεν... Απέφευγα να... Δηλαδή, καλύτερα γιατί έπρεπε πάλι ύστερα... Απέφευγα να έρχομαι σε επαφή με... Τίποτα άλλο.
Κάποιο περιστατικό, ίσως, που να μπορεί να είδατε στους δρόμους με κάποιον συμπολίτη σας, να τον συνέλαβαν, οτιδήποτε;
Όχι, εγώ είχα τον κουνιάδο μου ο οποίος ήταν πρόεδρος της Πανηπειρωτικής στην Αθήνα. Σπούδαζε δικηγόρος, ήταν ο πρώτος που συνελήφθη στην «Όαση». Aυτό έχω να πω μόνο: ο πρώτος που συνελήφθη στην «Όαση», που καθόταν.
Ήσασταν παρών σε αυτό το περιστατικό;
Εγώ δεν ήμουν παρών, όχι, αλλά... Δεν ήμουν εγώ στην παρέα, τον συνέλαβαν στην «Όαση». Τον έχω αδερφό της γυναίκας μου. Και τράβηξε ύστερα εξορίες στην Αίγινα, τον πήγαν από δω, στρατοδικεία πέρασε, το ένα, τ' άλλο, στις φυλακές Τρικάλων πήγε... Στα Τρίκαλα, πήγα και εγώ με τη γυναίκα μου και τον είδαμε στα Τρίκαλα. Πήγα στα Τρίκαλα, βέβαια.
Εκεί οι συνθήκες πώς ήταν θυμάστε, που πήγατε και τον επισκεφτήκατε;
Όχι. Την πρώτη φορά που τον έπιασαν τον είχαν εδώ πέρα απέναντι από την Στρατολογία, δεν ξέρω, Καποδιστρίου λέγεται αυτός ο δρόμος; Νομίζω, δεν θυμάμαι καλά. Την πρώτη φορά, αυτό τώρα μιλάω πριν μεταφερθεί, πριν τον διώξουν από τα Γιάννενα... Λίγο πιο πέρα δεξιά, υπήρχε ένα κτίριο μεγάλο τούρκικο. Εκεί ήταν και σαν κρατητήρια, και πήγα εγώ με τη γυναίκα μου εκεί και τον είδαμε, γιατί ο φύλακας, που ήταν εκεί μέσα, ήταν γείτονάς μου από την Σιαράβα και μας άφησε να τον δούμε. Ναι... Πριν τον πάρουν από τα Γιάννενα και τα λοιπά.
Θυμάστε τι είχατε πει;
Ε;
Θυμάστε τι είχατε είπε; Τι σας είπε.
Όχι, τίποτα, τίποτα, πού τολμούσαν να πουν; Πού τολμούσαν να πουν; Τώρα, είναι ο μόνος επιζών, νομίζω, από αυτούς που είχαν συλλάβει τότε. Προχθές, πέθανε κι άλλος ένας προχθές, καθηγητής πανεπιστημίου, ο Παπαϊωάννου ο Λάκης, δεν ξέρω, το έμαθες; Ήταν και αυτός, φίλος με τον κουνιάδο μου, πρώτος φίλος, κολλητός του, ναι.
Γενικότερα, οι άνθρωποι φοβόντουσαν εκείνη την περίοδο εδώ στα Ιωάννινα, υπήρχε αυτή η αίσθηση ότι…
Α, βέβαια, βέβαια. Πώς; Υπήρχε φόβος. Υπήρχε φόβος, πώς να το κάνουμε, δηλαδή; Φοβόμαστε, όπως τώρα φοβόμαστε τον ιό, φοβόμασταν και τότε το ίδιο πράγμα.
Και πώς άλλαξε η καθημερινότητα εκείνη την Επταετία;
Εγώ την πέρασα στα χωριά, συνήθως, ερχόμουν εδώ, δεν πολύ έβγαινα έξω, δεν...
Στο σχολείο, υποχρεωθήκατε, κατά κάποιον τρόπο, να ακολουθούσατε κάποια συγκεκριμένη γραμμή;
Βέβαια, είχαμε συγκεκριμένη γραμμή. Κυρίως, στις ομιλίες. Έπρεπε στο τέλος να αναφέρουμε οπωσδήποτε -δεν ξέρω αν έχω καμία ομιλία- για επανάσταση. Και όλα αυτά τα οφείλουμε... Πολλές δε φορές μας έστειλαν και έντυπες ομιλίες, τυπωμένες. Θυμάμαι μία, για τις 25 Μαρτίου, για τον Κολοκοτρώνη. Μας την έστειλαν από το Υπουργείο έντυπη. Γι' αυτό σου λέω ότι οι δάσκαλοι τράβηξαν τα περισσότερα, όχι οι καθηγητές. Εμείς ήμασταν στο στόχαστρο. Τι θα πούμε στις ομιλίες μας, τι θα κάνουμε...
Αυτό γιατί πιστεύετε ότι γινόταν;
Φοβούνταν... Φοβούνταν τώρα το καθεστώς... Χαμένα πράγματα, δηλαδή, εδώ που τα λέμε! Τι φοβούνταν; Τέλος πάντων, έτσι νόμιζαν, δηλαδή, ότι θα μπορέσουμε εμείς να τους ανατρέψουμε, αν ήταν δυνατόν, μα δεν τους βάλαμε εμείς για... Τους έβαλαν άλλοι οι οποίοι...
Και ύστερα με την πτώση του καθεστώτος, τι κατάσταση επικράτησε στα Γιάννενα; Πανηγυρίστηκε το νέο αυτό;
Οπωσδήποτε πανηγυρίστηκε, βεβαίως, πήραμε μία ανάσα, κατά κάποιον τρόπο, πώς να το κάνουμε; Έφυγε δηλαδή ένα βάρος από πάνω μας. Ήταν βάρος, πώς να το κάνουμε; Δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε... Δεν είχε σημασία τι πρέσβευες, μιλούσες, έκρινες τον έναν, έκρινες τον άλλον, τον κατέκρινες, ασχέτως εάν εσύ ήσουν με το μέρος του, είχες το δικαίωμα της κρίσης, να κάνεις κριτική, η οποία δεν μπορούσες να κάνεις κριτική.
Τα επόμενα χρόνια σας μετά, μέχρι που συνταξιοδοτηθήκατε, τα θυμάστε έτσι; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που να έχει χαραχτεί στη μνήμη σας;
Δεν έχω τίποτα μέχρι που... Ύστερα, ασχολήθηκα εγώ, με τη φωτογραφία ασχολήθηκα και με την περισυλλογή για τα Γιάννενα ασχολήθηκα, δεν... Έστρεψα εκεί τα ενδιαφέροντά μου, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην κυρα-Φροσύνη, στην κυρα-Βασιλική, στον Αλή Πασά, τα έστρεψα εκεί τα ενδιαφέροντα μου, ας πούμε.
Ωραία. Κύριε Γιώργο, ας μιλήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα τώρα για τα παλιά Γιάννενα της δεκαετίας του '50 και του '60.
Ναι, ναι, ναι.
Λοιπόν, τι εικόνα συναντούσε ένας ξένος ταξιδιώτης, επισκέπτοντας την περιοχή των Ιωαννίνων εκείνη την περίοδο; Δηλαδή δεκαετία '50 και '60.
Δεν ήταν τα Γιάννενα πού είναι, πρώτα-πρώτα. Δεν ήταν τα Γιάννενα που είναι. Τα Γιάννενα ήταν πολύ διαφορετικά: με αυλές στα σπίτια, ωραία, με μπαχτσέδες, με... Ήταν ωραία, ωραία, τα λουλούδια, τριανταφυλλιές, ήταν ωραία. Τώρα, εξαφανίστηκαν όλα αυτά, χάθηκαν τα Γιάννενα τώρα, δεν ξαναγυρίζουν πια. Αυτό είναι το ρεζουμέ.
Υπήρχαν πολυκατοικίες;
Ε;
Πολυκατοικίες υπήρχαν;
Οι πολυκατοικίες άρχισαν πολύ αργά, μετά το '60. Δεν υπήρχαν τότε, όχι, κάτι... Τα αρχοντόσπιτα ήταν διώροφα, δεν υπήρχαν... Και το ηλεκτρικό το ρεύμα παλιά, υπήρχε ηλεκτρική εταιρεία παλιά, δεν είχαν όλοι να βάλουν ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν ηλεκτρική, με μηχανές diesel, που δούλευαν οι μηχανές και έδιναν ρεύμα στην πόλη. Έπειτα, ήρθε η ΔΕΗ και τα λοιπά. Και πάλι λίγα σπίτια είχαν. Εγώ παράδειγμα με λάμπες μεγάλωσα. Αργά, πολύ αργά βάλαμε το ηλεκτρικό το ρεύμα.
Τα όρια της πόλης ποια ήταν και ποιες ήταν έτσι οι πιο γνωστές γειτονιές, οι πιο περίφημες;
Ήταν η Σιαράβα, το Κάστρο, η Καλούτσα, η Καραβατιά, παλιές συνοικίες αυτές. Αυτές είναι παλιές συνοικίες των Γιαννίνων. Δεν υπήρχαν... Κάτω στην πλατεία Μαβίλη τώρα, ήταν ερημιά και ο χάρος εκεί κάτω. Εκεί ήταν τα, μόνο τα προσφυγικά σπίτια τότε ήταν, τα γκρέμισαν τώρα δεν ξέρω αν σώζονται, τα έχω φωτογραφίσει εγώ. Έβαλαν τους πρόσφυγες εκεί πέρα, ναι. Το βράδυ ήταν ερημιά και ο χάρος. Ο Μώλος ερημιά και ο χάρος το βράδυ τον χειμώνα. Μόνο το καλοκαίρι είχε ζωή ο Μώλος, δύο μήνες. Τον άλλον τον καιρό, ερημιά ο Μώλος, όχι όπως τώρα, όχι.
Σε ποιους πρόσφυγες αναφέρεστε; Στους...
Μικρασία. Μικρασία, ναι, ναι.
Μικρασιάτες.
Ναι, Μικρασιάτες αυτοί. Και, επίσης, καθόταν -πρόσεξε- εδώ στον συνοικισμό που λέμε, συνοικισμό τον λέγαμε. Οδός Σουλίου είναι τώρα, νομίζω, ναι. Δεν υπάρχουν τα σπίτια, εγώ πρόλαβα και φωτογράφησα αυτά όλα, φωτογράφησα και από τον συνοικισμό σπίτι. Αυτό ήταν, είχαν κάτι καμαρούλες, αυτοί έμεναν, μία κοιμόταν ιδιοκτήτης και στην άλλη τη νοίκιαζαν στους σπουδαστές της «Ακαδημίας», παρακαλώ. Χωρίς φωτιά, χωρίς τίποτα οι σπουδαστές της Ακαδημίας. Χωρίς φωτιά! Ξέρεις τι θα πει χωρίς φωτιά! Στα κρύα!
Μιας και αναφερθήκατε και στους πρόσφυγες, για τους συμμοριόπληκτους έχετε να μου πείτε κάτι; Τους ανταρτόπληκτους διαφορετικά.
Ναι. ανταρτόπληκτους τους λέγαμε, ενώ δεν είναι ανταρτόπληκτοι, συμμοριόπληκτοι κανονικά, διότι αυτοί δεν μάχονταν, υπήρχε κυβέρνηση στο κράτος, υπήρχε κράτος, ήθελαν να εγκαταστήσουν ένα άλλο καθεστώς άσχετο. Από τότε άδειασαν τα χωριά, αυτή η ζημιά έγινε. Από τότε τα χωριά μας πήραν κατηφόρα, άδειασαν. Τα χωριά μας ήταν γεμάτα και από τότε τα χωριά άδειασαν. Ήρθαν εδώ στα Γιάννενα ύστερα, με όλα τα επακόλουθα, ας πούμε, που κουβάλησαν... Στην αρχή, κατοίκησαν... Θυμάμαι, τα θυμάμαι τα τολ εγώ: Μεγάλου Αλεξάνδρου τέρμα αριστερά, από πάνω εκεί που είναι οι Άγιοι Απόστολοι, εκεί ήταν ένα οικόπεδο πρώτα, και τους είχαν εκεί πέρα, τολ τους είχαν; Κάτι τέτοια. Πήγα εγώ μία φορά. Τους είδα. Ήταν πολλοί. Άλλοι ήταν σε σπίτια, ήταν άνθρωποι... Ζούσαν σε άσχημη... Να πούμε την αλήθεια. Και, μάλιστα, πολλοί έρχονταν και δούλευαν στο μποστάνι, αυτήν την περίοδο. Τι να 'καναν οι άνθρωποι; Το καλοκαίρι... Το μποστάνι μόνο το καλοκαίρι είχε δουλειά, τον χειμώνα δεν είχε δουλειά, τίποτα. Δεν έβγαζε τίποτα το χειμώνα. Δεν είναι όπως τώρα υπάρχουν θερμοκήπια και τα λοιπά. Τότε γινόταν όλα στον καιρό τους: ντομάτες, σαλάτες, κολοκυθάκια, όλα στον καιρό τους, χωρίς λιπάσματα, χωρίς τίποτα.
Αυτοί γιατί ονομάστηκαν συμμοριόπληκτοι; Δηλαδή, ποια είναι η ιστορία σε αυτό;
Γιατί συμμορίτες τους λένε. Άλλοι ονομάζουν τους αντάρτες συμμορίτες, δεν τους λένε αντάρτες, γι' αυτό τους λένε συμμοριόπληκτους.
Είναι άνθρωποι δηλαδή που διώχτηκαν από τα χωριά, από τους;
Ναι. Γιατί αυτοί που πολεμούσαν το καθεστώς και έγινε ο Εμφύλιος, άλλοι τους αποκαλούν συμμορίτες, όχι αντάρτες. Εγώ αντάρτες έλεγα, άκουγα όμως και τη λέξη: «Αυτός είναι συμμορίτης», το άκουγα και αυτό.
Κύριε Γιώργο, το 1944 και για πέντε-έξι χρόνια ακόμα μετά, υπήρξαν κάποια μεταναστευτικά κύματα Βορειοηπειρωτών, τους θυμάστε γενικότερα τους πρώτους που είχαν έρθει στα Ιωάννινα;
Ήρθαν Βορειοηπειρώτες πολλοί στα Γιάννενα. Δεν θυμάμαι, επακριβώς δεν μπορώ να πω. Αλλά ξέρω ότι ήρθαν πολλοί στα Γιάννενα, ήρθαν πάρα πολλοί. Εγώ είχα συμμαθητές και στο Γυμνάσιο και στην «Ακαδημία». Οι οποίοι είχαν και τα πλεονεκτήματα να μπαίνουν άνευ εξετάσεων. Παντού άνευ εξετάσεων και στα πανεπιστήμια παντού, άνευ εξετάσεων.
Είχαν καλή σχέση με τους ντόπιους, οι Βορειοηπειρώτες;
Όχι, να σου πω, όχι. Είχαν μέσα τους λίγο την πονηράδα των Αλβανών, να λέμε και την αλήθεια. Τώρα κόλλησαν δεν ξέρω τι, πάντως είχαν[01:30:00] την πονηράδα.
Εβραίοι υπήρχαν εκείνες τις δεκαετίες, του '50 και του '60;
Οι εναπομείναντες υπήρχαν, γιατί το 90% της εβραϊκής κοινότητας εξαφανίστηκε στα γερμανικά στρατόπεδα θανάτου, το 90%. Όσοι γλίτωσαν... Επέστρεψαν εκατόν εξήντα τρεις... Σήμερα είναι μία επιζώσα, νομίζω, ναι, μία είναι ακόμη επιζώσα των γερμανικών στρατοπέδων, μία υπάρχει. Εγώ τις έχω φωτογραφίσει όλες αυτές, οι οποίες τιμήθηκαν από την εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων, με αναμνηστικά ως οι διασωθείσες, ήταν αρκετούτσικες Γιαννιώτισσες. Και μια-μία πέθαναν. Ήταν κοριτσάκια, τώρα, πέθαναν τώρα, ναι, ναι. Τότε, ήταν κοριτσάκια. Τώρα, μόνο μία σώζεται, νομίζω μία.
Όταν επέστρεψαν στα Γιάννενα έφτιαξαν πάλι κάποια γειτονιά ή έμειναν διάσπαρτοι μετά;
Όπου τα σπίτια δεν τα κατέλαβαν -γιατί τα σπίτια τους, ξέρεις, κατελήφθησαν και παρανόμως τα σπίτια τους κατελήφθησαν, ναι-, πολλοί βρήκαν τα σπίτια, πήγαν στα σπίτια τους, οι υπόλοιποι... Εκεί είχαν πάντως στις ίδιες γειτονιές που κατοικούσαν, τους τραβούσε το μέρος αυτό. Εκεί, εκεί πάλι εγκαταστάθηκαν. Στις ίδιες... Στους μαχαλάδες που υπήρχαν τότε, οι ρούγες που λέμε.
Ρομά ή Τσιγγάνοι, υπήρχαν εκείνη την εποχή στα Ιωάννινα;
Όχι. Είχαμε τους γύφτους. Δύο συνοικίες γύφτων έχουμε στα Γιάννενα: τα Ζευγάρια και την Καλούτσα. Δεν ήταν Ρομά όμως αυτοί. Πώς βρέθηκαν, δεν ξέρω. Όπως γύφτους είχαμε και στην Ελεούσα πολλούς, που υπηρετούσα εγώ. Πάρα πολλούς, όχι πολλούς, πάρα πολλούς! Λέγεται ότι είναι από τότε που έφερε ο Ιμπραήμ Αιγύπτιους και αυτοί ονομάστηκαν «Αιγύφτιοι», «γύφτοι». Λέγεται
Αυτοί κυρίως τι δουλειές είχαν;
Εκεί με... Λίγα χωραφάκια, δεν είχαν οι περισσότεροι... Έτσι, δηλαδή με το διακονιό, δηλαδή πέρασαν ζωή κακομοίρη μωρέ ήταν. Αργότερα, εξελίχθηκαν λίγο, που υπηρέτησα εγώ, αργότερα. Ήταν πολλοί οργανοπαίχτες, πάρα πολλοί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Οι άλλοι, ε, έτσι τα γυρόφερναν φτωχικά. Τώρα, όμως, όλοι έχουν σπίτια πολυτελείας, παρακαλώ, στην Ελεούσα. Τζάκια μέσα, χαμπέρια.
Οι Καστρινοί, οι κάτοικοι του Κάστρου, τι θέση είχαν στην γιαννιώτικη κοινωνία;
Οι Καστρινοί, κοίταξε να σου πω. Αυτό με τους Καστρινούς έγινε μία, ας πούμε, όχι καλή... Είπαν για τα καστρινά, για την καστρινή διάλεκτο, δεν υπήρχε καστρινή διάλεκτος. Μία ήταν η γιαννιώτικη ντοπιολαλιά. Η καστρινή, από όταν το Κάστρο άδειασε από τους άρχοντες τους νοικοκυραίους, κατοίκησαν στο Κάστρο επυλίδες από χωριά. Ο καθένας έφερε τα δικά του ήθη και έθιμα. Δηλαδή, τα καστρινά είναι οι βωμολοχίες, δεν υπάρχει γλώσσα καστρινή. Οι άρχοντες του κάστρου που ήταν, δεν μιλούσαν αυτήν τη γλώσσα που μιλάνε οι σημερινοί και μερικοί ήρθαν σε μένα να μου πουν... «Όχι -τους λέω-, οι νοικοκυραίοι στο παζάρι των Ιωαννίνων δεν μιλούσαν αυτήν τη γλώσσα που λέτε εσείς τώρα», βωμολοχίες. Οι άνθρωποι δεν μιλούσαν με βωμολοχίες οι άνθρωποι, ήταν νοικοκύρηδες οι άνθρωποι. Γιατί ήρθε κάποια κοπέλα για να μου κάνει εμένα εργασία, της έδωσα εγώ λεξιλόγιο -έχω μεγάλο λεξιλόγιο-, και της το είπα. «Για τα καστρινά», μου λέει. «Δεν υπάρχει ξεχωριστά καστρινά, είναι βωμολοχίες -της είπα. Είναι η αργκό. Δεν υπάρχει, δεν είναι η γλώσσα η γιαννιώτικη -της είπα- αυτή που λεν. Μερικοί υποστηρίζουν τάχα για να αναδείξουν το Κάστρο». Το κάστρο ήταν άρχοντες. Δεν υπάρχει κανένας απόγονος των Καστρινών. Στο κάστρο δεν μιλούσαν αυτήν τη γλώσσα, τώρα ήρθαν από τα χωριά Μέτσοβο, Κράψη, κάτι άλλα... Και Αρβανίτες υπήρχαν, υπήρχαν και Αρβανίτες στο κάστρο μέσα θυμάμαι, τους θυμάμαι. Ήταν δυο-τρεις, δεν ξέρω αν σώζεται κανένας, δεν ξέρω αν σώζεται τώρα κανένας. Όχι Αλβανοί, Αρβανίτες αυτοί. Και αυτοί ήταν μέσα, οι οποίοι άλλαξαν και επίθετα στα Γιάννενα. Έναν που ήξερα εγώ άλλαξε το όνομα και έγινε Στεφάνου, ενώ ήταν αρβανίτικης καταγωγής. Ναι.
Ωραία, να αναφερθούμε λίγο στη διασκέδαση.
Αφήσαμε πολλά, όμως.
Ορίστε;
Αφήσαμε πολλά.
Υπάρχουν κι άλλα, πάντως, που... Έχω αρκετά και για τα επαγγέλματα και για τις γιορτές-
Γι' αυτό θέλω να πω κι εγώ-
Τα έχουμε αυτά. Όχι, είναι στα επόμενα.
Ναι;
Ναι.
Γιατί... Τώρα, πες μου.
Ναι. Οι νέοι της εποχής εκείνης πώς διασκέδαζαν;
Εγώ θυμάμαι κάτι ταβέρνες... Οι περισσότερες ταβέρνες ήταν στην Καλούτσα, σε τέτοια ταβερνάκια πήγαιναν, λίγο κρασάκι, λίγο έτσι, αυτή ήταν η διασκέδαση. Οι εχούμενοι, βέβαια, είχαν λεφτά, υπήρχαν ταβέρνες άλλες που μπορούσες... Με ορχήστρες, ερχόταν και ορχήστρες πολλές στα Γιάννενα, πάρα πολλές ορχήστρες ερχόταν στα Γιάννενα, ωραίες. Και στον Μώλο το καλοκαίρι, πολλές ορχήστρες ήταν. Η γιαννιώτικη ορχήστρα ήταν η ανώτερη όλων. Ανώτερη όλων η γιαννιώτικη ορχήστρα. Έπαιζε το καλοκαίρι με τραγουδιστές, ερχόταν από την Αθήνα τραγουδιστές, βέβαια. Αλλά υπήρχαν ταβέρνες στα Γιάννενα πού διασκέδαζαν κυρίως στις Απόκριες, κυρίως. Αυτές, τα Πασχαλόγιορτα, που λέμε, τότε κυρίως. Αλλά ήταν και ταβέρνες που έτρωγες και διασκεδάζεις και τα λοιπά.
Κινηματογράφοι υπήρχαν;
Υπήρχαν, βεβαίως, στα Γιάννενα... Υπήρχαν: ένας, δύο, τρεις θερινοί. Δύο χειμερινοί, όταν ήμουν εγώ ακόμα τώρα σου λέω, ε! Αργότερα έγινε το «Παλλάδιο» πιο πολυτελείας. Το «Παλλάδιο» ήταν και θερινός κινηματογράφος στον αύλειο χώρο, και ο πολυτελής. Αργότερα, πολύ αργότερα έγινε αυτό. Αλλά στα χρόνια τα δικά μου τα παιδικά υπήρχαν κινηματογράφοι, ναι. Υπήρχαν δύο χειμερινοί, όπως είπα, δύο χειμερινοί: η «Τιτανία»... «Τιτάν» ήταν στην αρχή, γιατί πολλοί μου λένε εμένα: «''Τιτάνια''!». Εγώ, κατά τύχη, βρήκα φωτογραφία που γράφει «Τιτάν». Εκεί που είναι τώρα οι μπουγάτσες «Select», απέναντι από το ρολόι. Bρήκα φωτογραφία που λέει από πάνω «Τιτάν». Και εγώ έτσι το θυμάμαι, «Τιτάν» τον θυμάμαι. Έπειτα έγινε «Τιτανία». Μία αίθουσα ήταν αυτή, όχι πολύ μεγάλη... Ο «Ορφέας»... Και ο «Ορφέας». Αυτές ήταν οι δύο και τις Κυριακές συνήθως στριμωξίδι για να μπεις μέσα, η μόνη διέξοδος, η μόνη φτηνή διέξοδος. Τέσσερεις δραχμές το εισιτήριο, πέντε τώρα...
Λειτουργούσαν δηλαδή μόνο τις Κυριακές;
Οι κινηματογράφοι;
Ναι.
Όχι. Αλλά ο κόσμος, τότε πήγαινε ο κόσμος. Όχι οι κινηματογράφοι όλοι εβδομαδιαία. Πολλές φορές, έπαιζαν και πρωινή Κυριακή και την πρωινή. Έφερναν μάλιστα και κάτι έργα δίποχα τα έλεγαν, τα οποία ήταν σε συνέχειες. Τα έβλεπες τη μία Κυριακή τη μία συνέχεια, την άλλη Κυριακή έβλεπες... Και τα λέγαμε δίποχα, έτσι τα λέγαμε: δίποχα. Όχι πάντοτε... Τότε, πηγαίναμε. Τότε, ο κόσμος έναν κινηματογράφο ήταν διασκέδαση, για να πας σε έναν κινηματογράφο, τι έκανες εσύ!
Πήγαιναν άνθρωποι όλων των ηλικιών;
Όλων, όλων, βέβαια, ναι, όλων.
Δηλαδή, ήταν και για τους πιο φτωχούς ανθρώπους πάλι ήταν ένας τρόπος διασκέδασης;
Ε, ή τέσσερεις δραχμές είχε, τόσο είχε, ναι, ή πέντε ή τέσσερεις, νομίζω.
Εκδρομές πηγαίνατε στην ύπαιθρο, για πικ-νικ, για κάποιες έτσι...
Όχι, όχι τέτοια πράγματα, όχι. Τέτοια πράγματα όχι. [01:40:00]Άγνωστα σε εμάς τα πικ-νικ, ξένη λέξη.
Μπάνιο στην λίμνη;
Το μπάνιο, το κάναμε το μπάνιο. Α! Αγαλλιασμός το μπάνιο στη λίμνη, αγαλλιασμός, εκεί. Όλη την ημέρα εκεί ασχολούμαστε.
Σε ποια σημεία της λίμνης;
Εγώ έκανα κάτω από το μποστάνι του πατέρα μου, έκανα. Δεν πηγαίναμε και μακριά, δεν ξεφεύγαμε -είπαμε- μακριά από τη γειτονιά μας. Εκεί γύρω-τριγύρω. Υπήρχε και η Λιμνοπούλα στην οποία έκανα, εκεί υπήρχε και πλαζ, την πρόλαβα, όταν τελείωνα το Γυμνάσιο την πρόλαβα αυτή την πλαζ. Στη Λιμνοπούλα που είναι τώρα το... Πώς το λένε τώρα, πώς το λένε τώρα...
Στην καφετέρια «Όμιλος»;
Ε;
Στην καφετέρια τον «Όμιλο»;
Μπράβο. Εκεί, στον «Όμιλο». Εκεί ήταν η πλαζ της Λιμνοπούλας εκεί. Μέσα από τα μποστάνια πέρναγα, ούτε θυμάμαι από που πέρναγα και έφτανα εκεί πέρα. Δεν πήγαινα από τον δημόσιο δρόμο, από τα μποστάνια κάπου, από την πλατεία Μαβίλη, κάπου κόβαμε εκεί πέρα, αλλά σου λέω δεν υπήρχαν Γιάννενα εκεί, δεν υπήρχαν. Όλα ήταν, μποστάνια ήταν και εκεί. Μποστάνια είχε η πλατεία Μαβίλη, πολλά μποστάνια.
Οι γυναίκες εκείνη την περίοδο πήγαιναν για μπάνιο στη λίμνη ή ντρεπόντουσαν;
Α, βέβαια. Εκεί που κάναμε εμείς, το σόι μου έρχονταν οι αδερφές μου οι ξαδέρφες μου, με τα φουστάνια μέσα. Με φουστάνια μπάνιο, βέβαια, έκαναν, ναι.
Την Λίμνη Λαψίστα την προλάβατε εσείς;
Την πρόλαβα έτσι εκ του μακρόθεν την είδα, τη Λαψίστα την είδα... Είχα έναν φίλο κυνηγό και πήγαμε κάποτε να κυνηγήσει προς εκείνα τα μέρη. Γιατί ήταν πολύ μακριά για να... Με πήρε με το μηχανάκι αυτός εμένα, δεν μπορούσα εγώ να πάω εκεί πέρα, δεν μπορούσα να πάω. Είχε πάρει αυτός ένα μηχανάκι, μία φλορέτα, και με έβαλε καβάλα στο μηχανάκι και πήγαμε γιατί ήθελε να κυνηγήσει. Και πήγαμε προς τη λίμνη της Λαψίστας, η οποία είχε και αυτή κυνήγι αρκετά. Έχουν γραφτεί πολλά για την λίμνη της Λαψίστας, από κει έφευγαν τα νερά της λίμνης, η διαδρομή των χελιών, από κει ήταν όλα, έφευγαν και πήγαιναν.
Εσείς κυνηγούσατε εκείνη την εποχή;
Εγώ όχι, δεν ήθελα να σκοτώσω τίποτα εγώ. Εγώ με το δίκανο του πατέρα μου μία φορά έριξα μόνο, μία φορά έριξα. Δεν τα 'θελα εγώ να... Τα λυπόμουν τα πουλάκια εγώ. Και παλιά που είχαμε και σφεντόνες, είχαμε και τη σφεντόνες παλιά, δεν ξέρω αν τις ξέρεις τις σφεντόνες: μία διχάλα, τα λάστιχα, έτσι; Κυνηγούσα καμιά φορά εγώ στο μποστάνι του πατέρα μου. Εκεί στις ντομάτες πήγαιναν κάτι πουλάκια μικρούλικα, πρασινωπά, και μία φορά σκότωσα ένα. Το βλέπω, το λυπήθηκα. Έκτοτε, τελείωσα! Δεν ξανακυνήγησα άλλη φορά με τη σφεντόνα. Να πω και το άλλο ότι παίζαμε πετροπόλεμο στη γειτονιά; Έχω δύο σημάδια εγώ από τον πετροπόλεμο: ένα στο κεφάλι, ένα εδώ στο χείλος. Στη γειτονιά μας, πετροπόλεμο. Βέβαια, δύο σημάδια έχω απ' τον πετροπόλεμο.
Μεταξύ σας παίζατε ή με άλλες γειτονιές, ας πούμε, υπήρχε έχθρα;
Μεταξύ μας, μεταξύ μας, τα ίδια τα γειτονόπουλα.
Οι κυνηγοί στην λίμνη κυνηγούσαν, δηλαδή, με βάρκες ή…
Με βάρκες, με βάρκες. Κοίταξε, ο πατέρας μου, είχαμε βάρκα έπιασε και ο μπάρμπας μου ο Γιώργος ο Ζαϊκός, έφτιαξε καινούργια βάρκα μεγάλη, αλλά κάθε Κυριακή οι βυρσοδέψες, οι ταμπάκοι νοίκιαζαν μία βενζίνα και με αυτήν πήγαιναν για κυνήγι και γύριζαν το απόγευμα. Τρέχαμε εμείς το απόγευμα να δούμε εκεί πέρα την πλώρη, τα είχαν τα παπιά σωρό απάνω, σωρός.
Αθλητικές δραστηριότητες υπήρχαν τότε, κωπηλασία, ποδόσφαιρο;
Όχι. Α, το ποδόσφαιρο, υπήρχε ποδόσφαιρο, ναι, ποδόσφαιρο μόνο. Ήταν δύο ομάδες παλιά: ο Ατρόμητος και ο Αβέρωφ, στα Γιάννενα. Παλιές ομάδες, παλιές ομάδες αυτές, που πρόλαβα εγώ δηλαδή: Ατρόμητος και Αβέρωφ. Εγώ όμως δεν ήμουν ποδοσφαιρόφιλος, μία φορά πήγα στη ζωή μου στο γήπεδο, να σκεφτείς. Μία φορά.
Τα νεαρά παιδιά δεν ήταν συνηθισμένο να κάνουν κάποιο άθλημα, όπως σήμερα;
Ποια;
Τα νεαρά τα παιδιά.
Ναι.
Ήταν συνηθισμένο να κάνουν κάποιο άθλημα;
Όχι, όχι, δεν υπήρχε διέξοδος σε τέτοιες δραστηριότητες. Όλα αυτά είναι πολύ αργότερα, εισήλθαν στη ζωή μας.
Μοτοσακό και ποδήλατα χρησιμοποιούσατε;
Το μοτοσακό τώρα, ποιο είναι το μοτοσακό. Άλλο το μοτοσακό, άλλο το μοτοποδήλατο. Ποιο λέγαμε μοτοσακό εμείς; Το οποίο το νοίκιαζα και εγώ... Τα μοτοσακό ήταν, τα ποδήλατα ήταν, αλλά απάνω στον σκελετό του ποδηλάτου έβαζαν, μία μηχανή έβαζαν με αλυσίδα, πήγαινε πίσω και τα πετάλια μέχρι να πάρει μπροστά είχε, ένα χειρόγκαζο είχε στο τιμόνι, ένα χειρόγκαζο, το κάναμε λίγο με το πετάλι έπαιρνε μπροστά, τελείωσε. Αυτά ήταν τα μοτοσακό, ήταν τα ποδήλατα, διασκευασμένα ειδικά... Έβαζαν μία μηχανή, που τις έβρισκαν τώρα, από πού τις έπαιρναν, και τα λέγαμε μοτοσακό. Τα μοτοποδήλατα ήρθαν αργότερα. Τα μοντέρνα τα μοτοποδήλατα που ήταν αποκλειστικά. Αλλά είχαν και πετάλι και αυτά, είχαν πετάλι, για να δίνεις μία ώθηση, ναι είχαν πετάλι τα πρώτα... Εγώ αγόρασα όταν ήμουν δάσκαλος που αγόρασα ένα «Sachs» πεντάρι, πέντε ταχυτήτων δηλαδή. Είχαν ακριβά, αλλά λίγοι είχαν στα Γιάννενα μοτοποδήλατα. Πανάκριβα για την εποχή μας, πού να έπαιρνες τότε, πού να φτάσουν τα λεφτά; Τα «Jundapp», α! Θυμάμαι τη μάρκα τα «Jundapp», «Jundapp» μάρκα. Ωραία! Πολύ ωραία, τα ζήλευα!
Υπήρχαν δηλαδή καταστήματα στα Ιωάννινα που πουλούσαν;
Υπήρχαν καταστήματα ενοικίασης ποδηλάτων, επισκευής ποδηλάτων και πώλησης... Μηχανάκια. Ναι, υπήρχαν καταστήματα, αρκετά. Ο κόσμος είχε ποδήλατα και πήγαινε να τα φτιάξει, τρυπούσε το λάστιχο να το φτιάξει, η σαμπρέλα, όχι χτύπησες το στεφάνι, να σου κάνει το στεφάνι, να το κάνει ο ποδηλατάς, να το ακτινολογήσει το στεφάνι... Είχα ποδήλατο εγώ. Εγώ ποδήλατο, πήρα πότε το πήρα εγώ το ποδήλατο; Όταν πήγα από τα χαρτζιλίκια μου πήρα μεταχειρισμένο ποδήλατο, στο Γυμνάσιο, στις δύο τελευταίες τάξεις νομίζω. Μεταχειρισμένο, όχι καινούργιο! Πού να πάρεις καινούργιο ποδήλατο; Παλιά ποδήλατα αυτά, βαριά, πω, πω, βαριά ποδήλατα!
Ήταν όνειρο για κάθε παιδί δηλαδή να πάρει ένα ποδήλατο;
Όποιος είχε ποδήλατο εθεωρείτο άρχοντας, κατά κάποιον τρόπο. Τόσο πολύ ήταν το ποδήλατο, ε; Θυμάμαι δε στο Γυμνάσιο -τώρα το θυμήθηκα-, ένας συμμαθητής ήταν, πήγαινε στο άλλο τμήμα, εγώ ήμουν στο πρακτικό, αυτός στο κλασικό. Αυτός είχε πατέρα επιθεωρητή, αυτός είχε φέρει ένα «Lambretta», καλά το λέω «Lambretta», ιταλικό, έπαιρνε με χειρόγκαζο, έπαιρνε μπροστά με μίζα. Για την εποχή εκείνη ήταν, εδώ στα Γιάννενα εκείνο ήταν, τι να πω δηλαδή! «Lambretta», ιταλικά αυτά. Σαν τις βέσπες ήταν. «Lambretta» ήταν το εργοστάσιο. Θυμήθηκα τώρα το όνομα «Lambretta», που το θυμήθηκα δεν ξέρω! Γιατί το ζήλευα, όχι τίποτα άλλο δηλαδή, το ζήλευα μου άρεσε, τι να πω. Αλλά αυτό το παιδί ήταν ο πατέρας του επιθεωρητής, «Ντόρη» Γιαννακόπουλο τον λέγανε; Θυμάμαι και το όνομα, «Ντόρη». Θόδωρο θα τον έλεγαν και τον λέγανε «Ντόρη».
Οι δρόμοι στην πόλη ήταν ασφαλτωμένοι;
Όχι, όχι, όχι. Πέρναγε καταβρεχτήρας του Δήμου, πέρναγε για τα... Σκόνη, ο χαμός. Πέρναγε καταβρεχτήρας του Δήμου για να κατακάθεται η σκόνη, ο χαμός, σκονίζονταν, βέβαια. Αργότερα, αργότερα έγιναν. Θυμάμαι κάτι παλιούς οδοστρωτήρες εγώ, σιδερένιους, πελώριους, να τους δεις! Άλλος να σπάει το χαλίκι για να βάλει χαλίκι και να περνάει ο οδοστρωτήρας ύστερα από πάνω. Κάτι πελώριους οδοστρωτήρες.... Σίδερο... Τώρα είναι, τώρα έχουν κάτι μικρούς, δεν ξέρω, τότε ο οδοστρωτήρας ήταν τανκ! Τανκ, ήταν ο οδοστρωτήρας. Βλέπαμε και λέγαμε: «Τι είναι αυτό το πράγμα!».
Αυτοκίνητα υπήρχαν τη δεκαετία '50 και '60;
Λιγοστά, λιγοστά, πολύ λιγοστά, πάρα πολύ λιγοστά. Λίγοι είχαν στα Γιάννενα, πολύ λίγα, μετρημένα, αφού κάναμε βόλτα στην πλατεία και δεν πέρναγε αυτοκίνητο, κάναμε βόλτα στην πλατεία. Δεν πέρναγε αυτοκίνητο, τελείωσε, μετρημένα τα αυτοκίνητα, μετρημένα.
Λεωφορεία και αστικά, που λέμε, πότε ήρθαν;
Υπήρχαν τα λεωφορεία: είκοσι τεσσάρων θέσεων μικρά, με τη σχάρα πάνω. Η σχάρα ήταν επάνω, η σχάρα, στο[01:50:00] λεωφορείο, φόρτωναν τις βαλίτσες επάνω. Είκοσι τεσσάρων θέσεων. Αυτά ήταν τα πρώτα λεωφορεία που πηγαίναμε στην Αθήνα, είκοσι τεσσάρων θέσεων. Δώδεκα ώρες, δεκατέσσερεις ώρες για να πάμε στην Αθήνα, ο χαμός.
Το μεγαλύτερο ταξίδι που είχατε κάνει τότε ποιο ήταν, έτσι να κράτησε πολλές ώρες;
Στην Αθήνα. Ήταν μία αδερφή της μάνας μου στην Αθήνα, είχε αδερφές η μάνα μου, δύο αδερφές στην Αθήνα και πηγαίναμε με το λεωφορείο αυτό, το λεωφορείο το πράσινο. Και τα είχε, το πρακτορείο ήταν στην Βερατζέλου κάτω ήταν ή Ψαρών, κάπου εκεί κάτω χαμηλά ήταν, το πρακτορείο Ιωαννίνων. Εδώ στα Γιάννενα, το πρακτορείο ήταν, που ήταν παλιά ΔΕΥΑΙ, δεν ξέρω αν ξέρεις πού είναι η ΔΕΥΑΙ, απ' το Δημαρχείο απέναντι ο δρόμος αυτός, εδώ είναι το Δημαρχείο, εδώ είναι... Τώρα είναι το ΚΕΠ, νομίζω είναι τα ΚΕΠ τώρα, αν υπάρχουν ΚΕΠ εδώ, είναι αυτό το πρακτορείο Αθηνών, το λεγόμενο. Το δε πρακτορείο Αγρινίου -το θυμήθηκα και αυτό τώρα-, είχε έναν πράκτορα στο καφενείο «Ιλίσια», έρχονταν το αυτοκίνητο και άραζε απέναντι από το Ρολόι, κάθετα στον δρόμο άραζε. Από το Αγρίνιο λεωφορείο, πράκτορας [Δ.Α.]. Δύο αεροπλάνα είχαμε στα Γιάννενα, δύο συγκοινωνίες αεροπορικές: την TAE και την ΕΛΛΑΣ. Τον καιρό εκείνον. Δύο αεροπορικές συγκοινωνίες. Μικρά αεροπλάνα, βέβαια.
Το αεροδρόμιο πού βρισκόταν;
Αυτού, στην ίδια θέση. Εγώ για πρώτη φορά μπήκα σε αεροπλάνο την ημέρα που γιορτάζει η αεροπορία, σε «Dakota». Δηλαδή, έβαλα το μισό το σώμα μέσα και τραβηχτικά μέσα και μας έφερε η «Dakota» μία βόλτα γύρω από τα Γιάννενα. Πρώτη φορά μπήκα στη ζωή μου σε αεροπλάνο, την ημέρα που γιορτάζει Μιχαήλ και Γαβριήλ, νομίζω. Τότε γιορτάζει, των Ταξιαρχών, γιορτάζει η αεροπορία. Ήρθε «Dakota», στρατιωτική «Dakota», όχι πολιτική, δεν είχε σκάλα, δεν ανεβήκαμε με σκάλα. Ωπ! Πιαστήκαμε έτσι να ανέβουμε... Όπως κάναμε στα αμάξια παλιά, τα αμάξια, τα παϊτόνια που λέμε στα Γιάννενα, δεν υπήρχαν ταξί ήταν τα παϊτόνια με τους αμαξάδες. Λοιπόν, τι κάναμε εμείς τα παιδιά; Αν πέρναγε κάνα αμάξι από τη γειτονιά, στον άξονα πίσω εμείς πηγαίναμε και καθόμασταν στον άξονα πίσω του αμαξιού, απ' τις ρόδες τις πισίνες καθόμαστε. Ο αμαξάς το έπαιρνε χαμπάρι, «τακ» χτύπαγε με το καμουτσίκι ο αμαξάς. Κατάλαβες; Μας έριχνε με το καμουτσίκι.
Όταν ανεβήκατε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο πώς είχατε αισθανθεί;
Ξέρω εγώ πώς... Ήμουν μαθητής Γυμνασίου ούτε και θυμάμαι, κατάλαβες; Δεν ξέρω ποιος με τράβηξε μέσα εγώ δεν ξέρω, πώς κατάφερα και μπήκα, γιατί καλά πάτησα εγώ και μπήκα, έβαλα το μισό κορμί έβαλα, αλλά το άλλο πώς με τράβηξαν από μέσα, δεν ξέρω, δεν το θυμάμαι. Μεγάλο πράγμα τότε για να μπεις σε αεροπλάνο, ε; Σου λέω «Dakota» στρατιωτική ήταν.
Για τα Σφαγεία, τι έχετε να μου πείτε;
Τα Σφαγεία, στην ίδια θέση που ήταν παλιά, τώρα είναι το «Πολυχώρος Χατζής» τώρα. Η κατάσταση των Σφαγείων ήταν απελπιστική, είχε, κρέατα έσφαζαν μία φορά την εβδομάδα τότε, σε κάτι παλιοκάρα. Όλα μέσα έπεφταν στη λίμνη τα απόβλητα, πω, πω, τι γινόταν εκεί! Μύριζε άσχημα ο τόπος πρώτα-πρώτα, βρωμούσαν τα Σφαγεία. Άκουγες να μουγκρίζουν τα γελάδια μέσα, να βελάζουν τα πρόβατα, όταν τα έσφαζαν. Δηλαδή, ήταν και λίγο η κατάσταση όχι καλή.
Τα κρέατα που αγόραζαν, πώς τα συντηρούσαν;
Τα κρέατα... Το αγόραζες το Σάββατο το κρέας, το τσιγάριζε λίγο η μάνα -το τσιγάριζε, ξέρεις τη λέξη τσιγαρίζω; Πώς το λέμε σήμερα; Σότα, το σοτάριζε, έτσι; Αλλά για να το έχουμε για την Κυριακή να το μαγειρέψει, η μάνα μου έφτιαχνε έναν ωραίο καπαμά από αρνάκι -καπαμάς άλλο πράγμα πω, πω, τον θυμάμαι αυτόν τον καπαμά. Με αλεύρι τον έφτιαχνε, δεν θυμάμαι με τι τον έφτιαχνε τον καπαμά. Αρνάκι μικρό, καπαμά. Δεν ξέρω αν τον ξέρουν σήμερα τον καπαμά τι είναι, δεν ξέρω. Σαν σούπα ζέστη ήταν πάντως, ωραιότατη. Άλλο πράγμα, μοσχοβολούσε, ήταν τα κρέατα τότε, ε! Λοιπόν, πώς τα φυλούσαμε τώρα. Είχαμε... Υπήρχαν κάτι ορθογώνια, όχι κουτιά, στα πλευρά, στα πλευρά είχαν σίτα, σίτα είχαν στα πλευρά να αερίζονται. Είχαμε τέτοιους στο σπίτι μου το πατρικό. Μουσκέτο το λέγαμε εμείς, μουσκέτο. Το κρεμούσαμε στο πιο δροσερό μέρος του σπιτιού εκεί που γινόταν ρεύμα. Αν δεν είχες τέτοιο μέρος το κρέμαγες στο πηγάδι μέσα που ήταν πιο δροσερό, το πηγάδι, για να το μαγειρέψεις οπωσδήποτε την Κυριακή. Μία φορά την εβδομάδα τρώγαμε κρέας, όποιος έτρωγε κρέας.
Γιατί είναι τόσο γνωστά τα Σφαγεία στους παλιούς Γιαννιώτες, γιατί ακούω συνέχεια για τα Σφαγεία, τι σήμαινε...
Είναι επί Τουρκοκρατίας τα Σφαγεία, είναι παλιά τα Σφαγεία. Δεν υπήρχε κι άλλος τόπος σφαγής, πρώτα-πρώτα. Έσφαζαν και στα χωριά, έσφαζαν παρανόμως, αλλά στα Σφαγεία ελεγχόταν η κατάσταση. Υπήρχε γιατρός, κτηνίατρος και τα λοιπά, σφραγίζονταν το κρέας, βέβαια, με τη σφραγίδα. Εκεί στα Σφαγεία τώρα, στη γωνία της Μετσόβου, αυτός ο μπάρμπας μου ο Ζαϊκός, που λέω εγώ, επί Τουρκοκρατίας είχε έναν ταμπακόμυλο: άλεθε βελανιδιά για τους ταμπάκους. Με νερό κινούταν, είχε λαγούμι που έρχονταν το νερό απ' τη λίμνη -κοντά στη λίμνη ήταν, η λίμνη ήταν πολύ απάνω, δεν είναι όπως είναι τώρα η λίμνη-, και έφερναν... Αυτός ήταν ενταγμένος στο Κομιτάτο για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, μου τα έλεγε ο πατέρας μου, βέβαια, αλλά είναι γραμμένος και σε βιβλίο, είναι γραμμένος. Το όνομά του είναι γραμμένο. Όλοι οι βυρσοδέψες ήταν ενταγμένοι στο Κομιτάτο για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Έφεραν τα όπλα απ' τα καμποχώρια, με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, βέβαια, να μην γίνονται αντιληπτοί, γιατί οι Καλαρρύτες είχαν ελευθερωθεί γρηγορότερα οι Καλαρρύτες. Νομίζω το 1880-87, δεν θυμάμαι ακριβώς. Και από κει ερχόταν τα όπλα φορτωμένα, τα ξεφόρτωναν στο χάνι του Λεύκα -στο χάνι του Λεύκα καλά το λέω-, έξω από τη Γιάννιστα και από εκεί με τις βάρκες, οι Νησιώτες και οι δικοί μας, τα προωθούσαν στους ταμπάκους, οι οποίοι ταμπάκοι τα έκρυβαν στα δέρματα, τα τύλιγαν και τα προωθούσαν στο εσωτερικό της χώρας για την απελευθέρωση.
Κύριε Γιώργο, να σας ρωτήσω κάτι άλλο: κακόφημα στέκια και περιοχές υπήρχαν εκείνη την περίοδο;
Υπήρχαν. Ναι, βέβαια, υπήρχαν. Mία ήταν η κακόφημη περιοχή των Ιωαννίνων, που σήμερα... Ο τεκές τους Γαζή Εβερνός. Από την πλατεία Μαβίλη, λίγο παραπέρα εκεί αρχή της οδού που είναι οι καφετέριες, αρχή ... Πού ήταν ο «Σταθμός» παλιά, σώζεται μάλιστα ένα τείχος, εκεί ήταν το μπορντέλο, το πορνείο, εκεί ήταν. Εκεί δεν... Ερημιά, σε μέρος που να μη βλέπουν νοικοκύρηδες και τα λοιπά, ακατοίκητο εκεί πέρα. Ήταν ερημιά, σκοτάδι. Εκεί ήταν εγκατεστημένο το μπουρδέλο, το λεγόμενο.
Οι Γιαννιώτες τι έλεγαν για αυτήν την περιοχή, για αυτό το στέκι, μάλλον, καλύτερα;
Α, δεν... Τίποτα, τίποτα απολύτως, τίποτα. Δεν ενοχλούνταν, δεν ενοχλούνταν γιατί δεν ήταν στον κατοικημένο ιστό της πόλης. Δεν τους ενοχλούσε, όποιος ήθελε πήγαινε, τελείωσε.
Μαγαζιά με τους λεγόμενους μάγκες-
Με;
Με τους λεγόμενους μάγκες, με ρεμπέτες, δεν υπήρχαν στα Γιάννενα εκείνη την εποχή;
Όχι, όχι. Δεν είχαμε τέτοια πράγματα, όχι. Σου είπα, ήταν νοικοκυρεμένα τα Γιάννενα. Εγώ αυτά τα Γιάννενα πρόλαβα, τα νοικοκυρεμένα. Για αυτό επιμένω για τη γλώσσα την καστρινή που λένε αυτοί!
Εγκληματικότητα υπή[02:00:00]ρχε;
Όχι, όχι. Εγώ τι θυμάμαι τώρα από την παιδική μου ζωή έναν που σκότωσε εδώ... Σκότωσαν έναν Παναγιώτη, ποιον σκότωσαν αυτού στα φανάρια του «Ακροπόλ» τον σκότωσαν, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Αυτόν τον φόνο θυμάμαι εγώ, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Με κάτι δοσοληψίες πάντως ήταν η υπόθεση. Αυτό το θυμάμαι, ακουστά, και το μέρος το θυμάμαι. Αλλά δεν ξέρω πολλά πράγματα για αυτόν τον φόνο. Γιατί τον σκότωσε αυτός... Εβραίος τον σκότωσε; Τι ήταν αυτός; Πάντως για οικονομικές τέτοιο τον σκότωσε, για οικονομικά θέματα, κάτι με χρωστικά, κάτι τέτοια πράγματα. Όχι δεν είχαμε αυτήν την παραβατικότητα. Δεν υπήρχε μεγάλη παραβατικότητα, όχι.
Ούτε κλοπές, δηλαδή; Δεν φοβόσασταν μην μπει κάποιος στο σπίτι;
Όχι μάνα μου, ανοιχτές οι πόρτες ήταν. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές των σπιτιών, δεν κλειδαμπαρώναμε, όπως τώρα και στο διαμέρισμα που είσαι βάζεις μπάρες από πίσω το ένα, το άλλο.
Να περάσουμε λίγο στα επαγγέλματα.
Ναι, ναι.
Από την παλιά αγορά των Ιωαννίνων, έχετε αναμνήσεις ή εικόνες;
Το παζάρι των Ιωαννίνων ήταν η οδός Ανεξαρτησίας και η ΚΑ Φεβρουαρίου. Οι δύο αυτοί οι δρόμοι ήταν η αγορά, ας πούμε, αλλά κυρίως η Ανεξαρτησίας ήταν σε εμπορικά καταστήματα. Όλα τα εμπορικά ήταν Ανεξαρτησίας, όλα τα μεγάλα ονόματα: Καππάς Μαρνέλης Ασπρούδης, κι άλλοι, Χουλιάρας, ήταν στην οδό Ανεξαρτησίας όλοι αυτοί. Μπούντας παραπέρα... Ήταν όλοι στην οδό Ανεξαρτησίας αυτοί. Η Καλούτσα είχε αγορά από τα χωριά, εκείνα τα χωριά, Κατσανοχώρια, από κείνη τη μεριά τα χωριά. Εδώ ήταν πολλά χωριά, πλούσια όμως, Πωγώνια, Ζαγόρια, έπεφταν στην οδό Ανεξαρτησίας, για αυτό είχε και τα καλύτερα χάνια η οδός Ανεξαρτησίας. Πολλή κίνηση στα χάνια αυτά, πάρα πολλή κίνηση.
Στην αγορά κυριαρχούσαν κυρίως ντόπια προϊόντα ή δυτικόφερτα, δηλαδή-
Έρχονταν και δυτικόφερτα εδώ, και, βεβαίως, έρχονταν και δυτικόφερτα. Πρώτοι που έφεραν δυτικόφερτα στην πόλη ήταν παλιά, και οι Εβραίοι έφερναν δυτικόφερτα πράγματα. Βέβαια, έφεραν παλιά. Ήταν και έμποροι που έφερναν από το εξωτερικό.
Εσείς τι προτιμούσατε τα ντόπια προϊόντα ή τα άλλα;
Εγώ να σου πω. Στην αρχή, έπαιρνα εγγλέζικα κοστούμια, ύφασμα εγγλέζικο, πιο καλύτερα. Έπειτα, όμως βγήκε ο Δημητριάδης Λαναράς απάνω από τα Άνω Πεδινά, ωραία υφάσματα έμπαιναν. Έβγαλαν και οι δικοί μας έπειτα καλά υφάσματα και έπαιρναν Δημητριάδη παράδειγμα, και ήταν ραφτά τότε όλα, ε! Δεν υπήρχαν έτοιμα, όλα τα έραβες, δεν υπήρχαν έτοιμα τότε.
Δηλαδή, υπήρχε το ευρωπαϊκό ντύσιμο, που λέμε; Στους δρόμους έβλεπες-
Ναι, το ευρωπαϊκό, το φράγκικο που το λέγανε παλιά. Φράγκικο, όταν λέμε φραγκικό τι σημαίνει αυτό; Το ευρωπαϊκό ντύσιμο, το φράγκικο το ντύσιμο, βέβαια.
Υπήρχε λίγο ανάγκη του κόσμου να φαίνεται ότι είναι «Ευρωπαίος» και ότι εξελίσσεται;
Ναι. Και ρεπούμπλικες του εξωτερικού, όλα ρεπούμπλικες να... Έχω μια φωτογραφία του πατέρα μου εγώ με ρεπούμπλικα, με ρεπούμπλικα, προπολεμική φωτογραφία.
Αυτό θέλετε να μου πείτε τι ήταν; Η ρεπούμπλικα.
Η ρεπούμπλικα είναι τα καπέλα τα... Τώρα, πώς το λέμε τώρα σήμερα, που είναι ψηλό απάνω, γύρω πλατύγυρο, πώς το λένε; Τότε, το 'λεγαν ρεπούμπλικα, τώρα εν υπάρχουν τώρα μου φαίνεται, τώρα δεν υπάρχουν. Σπάνια, αν πάρει κανένας από την Αθήνα. Υπάρχουν, βέβαια, στην Αθήνα, εδώ δεν υπάρχουν. Πρώτα, υπήρχε κατάστημα εδώ που πουλούσε αυτά τα είδη νεωτερισμών. Ένας Τσαμπαλίκας στην οδό Αβέρωφ πουλούσε τέτοιες ρεπούμπλικες, πουλούσε είδη νεωτερισμών. Υπήρχε κατάστημα τέτοιο.
Ήταν δείγμα κύρους, ας πούμε, και καλής οικονομικής κατάστασης;
Όχι, αλλά ήταν ντύσιμο της εποχής, ήταν ντύσιμο της εποχής. Ξενόφερτο ήταν, αλλά ήταν ντύσιμο τις εποχής. Ναι, είχες το κοστούμι σου και το ρεπούμπλικο. Όχι η τραγιάσκα, το κασκέτο. Την τραγιάσκα τη λένε και κασκέτο, την τραγιάσκα. Αυτή η ρεπούμπλικα ήταν εξάρτημα της ενδυμασίας. Δεν ξέρω τώρα πώς τα λένε αυτά τα καπέλα. Δεν ξέρω, για να σου δώσω πιο καλύτερα να αντιληφθείς.
Ρολόγια και κοσμήματα φορούσατε, και εσείς προσωπικά και γενικότερα.
Εγώ ρολόι για πρώτη φορά έβαλα όταν πήγα στην «Ακαδημία». Δεν είχα λεφτά να αγοράσουμε ρολόι. Τότε, μου πήρε η θεια μου η δασκάλα, ένα ρολόι μου πήρε, ένα πανωφόρι, και δεν ξέρω τι άλλο μου πήρε που πέρασα στην «Ακαδημία». Τότε πρωτόβαλα ρολόι χειρός. Δεν είχαμε χρήματα. Υπήρχαν μεν, αλλά δεν είχαμε χρήματα δε. Υπήρχαν κοσμηματοπωλεία στα Γιάννενα, υπήρχαν. Αλλά και στο Γυμνάσιο που πήγαινα ούτε τα άλλα τα παιδιά είδα εγώ να έχουν ρολόι, δεν είχαν ρολόγια, όχι.
Πλανόδιους πωλητές θυμάστε;
Πλανόδιοι πωληταί είχαμε. Έναν πλανόδιο πωλητή, είχαμε τον εμποράκο, έτσι τον λέγαμε εμποράκος. Αυτός είχε ένα τρίκυκλο ποδήλατο και περνούσε τις γειτονιές και πουλούσε πετσέτες προσώπου, σεντόνια, τραπεζομάντηλα, είδη προικός, ας τα πούμε έτσι, με δόσεις. Πέρναγε το Σάββατο, το άλλο το Σάββατο θα ερχόταν να πάρει τη δόση, να πάρει κι άλλη μία δόση, αν είχες να του δώσεις. Επίσης, είχαμε και τον γαλατά τον πλανόδιο. Έφερνε γάλα εδώ απ' τα χωριά, με μηχανάκια, με ποδήλατα. Τα πήγαιναν στα σπίτια το γάλα. Τώρα τον θυμήθηκα και αυτόν τον γαλατά, από το Στρούνι. Εμείς είχαμε έναν Θόδωρο από το Στρούνι, τον θυμάμαι και τον Θόδωρο. Άλλος πλανόδιος πωλητής ήταν ένας... Εφευρετικό μυαλό να δεις: είχε μετατρέψει τη χαμάλα -η χαμάλα ήταν τα φορτηγάκια της εποχής, δεν υπήρχαν τότε φορτηγάκια μικρά, όπως είναι τώρα τα μεταφορών που λέμε μεταφορές, όχι, αυτές οι χαμάλες, τετράτροχα με τέσσερις ρόδες, που... Με άλογο. Αυτός τι είχε κάνει; Είχε βάλει, όχι λαμαρίνα, ελάσματα μεταλλικά σαν σκέπη και από πάνω με τσίγκο το είχε από πάνω, αν θυμάμαι καλά με τσίγκο, και την χαμάλα την έκανε μπακάλικο. Τον θυμάμαι και αυτόν τον ίδιο τον θυμάμαι. Φώναζε αυτός: «Έχουμε λάδι τσάμικο, ρύζι φαναρίσιο!». Έφερνε από την Θεσπρωτία -το τσάμικο είναι η Θεσπρωτία το τσάμικο, και το φαναρίσιο, το Φανάρι πάλι. Αυτός περνούσε, είχε διάφορα εκεί ψώνιζαν οι γυναικούλες λάδι, λίγο σαπούνι, γιατί τότε το σαπούνι ήταν κομμάτια το σαπούνι, δεν ήταν τυποποιημένο σαπούνι, το έφτιαχνε με το λάδι εκεί κάτω στην εμπορία για να... Έτσι ήταν το σαπούνι τότε, κομμάτια ήταν το σαπούνι, όπως το έφτιαχναν στο σπίτι οι άνθρωποι. Αυτά ήταν... Και μανάβηδες ήταν, με τις σούστες. Δεν υπήρχαν τότε μανάβικα, περνούσε κάτω από τη γειτονιά ο μανάβης, μέχρι το μεσημέρι όλα τα Γιάννενα με τη σούστα. Αυτός είχε σούστα, με δύο ρόδες, αλλά είπαμε η σούστα είναι... Είχε ελάσματα καμπύλα που είχε ένα σισπασιόν η καρότσα του. Ωραία το άλογο... Γιατί είχαμε και τους σαγματοποιούς τότε που έφτιαχναν τα χαϊμαλιά για τα άλογα, έφτιαχναν τα σαμάρια, έφτιαχναν λεμαργιές, τα εξαρτήματα δηλαδή του αλόγου. Αυτά τα επαγγέλματα εξέλιπον πια. Ναι, οι σαγματοποιοί ήταν... Έφτιαχναν ωραίες χάντρες, έβαζαν στα άλογα εδώ... Τώρα, τέτοιες χάντρες δεν ξέρω αυτοί που έχουν τα αμάξια τώρα κάτω στον Μώλο πού τα βρίσκουν αυτά τα εξαρτήματα και τα παίρνουν. Έχουν στον Μώλο, κάπου είδα εγώ έναν τέτοιον άμαξα με το άλογο, με ουρά χαϊμαλιά το άλογο. Τότε, υπήρχαν πολλά μαγαζιά στα Γιάννενα. Και η Καλούτσα είχε πολλά και η Ανεξαρτησίας, πάρα πολλά σαγματοποιία, αυτά.
Άλλοι πλανόδιοι που να πουλούσαν γλυκίσματα, τυροκομικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα χαλβατζήδες, πωλητές γιαουρτιού;
Α! Κάτσε τώρα. Χαλβατζή, καλά που μου τον θύμισες τον χαλβατζή και με την μέντα, να δεις η μέντα τώρα! Ο χαλβατζής, είχα στην γειτονιά μου τον κυρ-Πάνο τον Νούσια, ερχόταν[02:10:00] εκεί στην Λεύκα με ένα καροτσάκι τρίκυκλο, έφερνε χαλβά, ένα είδος χαλβά ήταν καρυδάτος σκούρος, αυτός κόβονταν εύκολα αυτός. Ο άλλος όμως, έφτιαχνε και έναν σκληρό, σαν μαντολάτο, χειρότερο από μαντολάτο. Να σκεφτείς αυτόν τον χαλβά τον έκοβε με σκεπάρνι, τόσο σκληρό τον έφτιαχνε, τον είχε σε σκαφίδια ξύλινα και καθόταν εκεί στη γωνία. Πού τότε κόσμος; Πήγαινα εγώ καμιά φορά τον βοηθούσα, μου έδινε καμία λεμονάδα έπινα, αυτό ήταν η πληρωμή μου δηλαδή. Καθόμουν εγώ λίγο, για λίγο που πήγαινε αυτός σπίτι γιατί καθόταν εκεί κοντά, πήγαινε να φάει λίγο ο άνθρωπος, μου έδινε λίγο χαλβά και λίγο χαλβά. Ο χαλβάς δε ο καρυδάτος ήταν το κάτι άλλο, ο χαλβάς ο καρυδάτος. Επίσης, ένας άλλος που περνούσε από τη γειτονιά μας -τα χρόνια εκείνα πάλι, ε- ήταν ο κυρ-Τάκης ο Σακλής. Αυτός πουλούσε μέντα, μυρωδάτη μέντα. Τι ήταν η μέντα; Σε ένα κοντάρι μεγάλο, πολτό είχε, την μέντα την έπιανε, την είχε σκεπασμένη με... Μυρωδάτη μέντα.. Πώς την έφτιαχνε δεν ξέρω! Αυτός νοικοκυρεμένος με άσπρη μπλούζα, τέλειος. Τώρα να δεις το άλλο, για να κόψεις τη μέντα όμως και να μη σου κολλήσει στα χέρια, αυτός έφτυνε εδώ. Έφτυνε τα χέρια του, «τακ» και έπιανε τη μέντα με το δικό του το σάλιο, δηλαδή. Σου έκοβε τη μέντα. Δεν έπαθε κανένας τίποτα, αυτό έχει σημασία. Ένας άλλος πάλι, πάλι στο Δημοτικό, ήταν ο παγωτατζής. Τώρα τον θυμήθηκα και τον παγωτατζή τον κυρ-Βασίλη. Και επειδή δεν ξέραμε το επίθετο, τον λέγαμε «Παγωτό», ο κυρ-Βασίλης «ο Παγωτός» τον λέγαμε. Δεν ξέραμε το επίθετο του ποιο είναι. Πέρναγε και αυτός με ένα τρίκυκλο καροτσάκι, είχε τον πάγο τότε, είχε γίνει και το παγοποιείο, το έφτιαχνε αυτό στο παγωτό τότε σε κασάτο. Το κασάτο ήταν τόσο μικρούλικο έβαζε λίγο, δεν ξέρω αυτά που βάζουνε πάνω, είχε μία θήκη αυτός ειδικά σε τενεκτσή φτιαγμένη, το κασάτο και χωνάκι -μικρό το χωνάκι, όχι μεγάλο. Για να πάρουμε ένα χωνάκι τότε ήταν μεγάλο πράγμα. Αυτό, λίγο που τρώγαμε το παγωτό μας ευχαριστούσε.
Για τους ταμπάκους τι έχετε να μου πείτε, τους προλάβατε;
Τους πρόλαβα, βέβαια, γιατί εκεί κάτω παίζαμε εμείς. Εκεί παίζαμε, όλη την ημέρα τους έβλεπες μέσα στα νερά αυτοί. Τα «Ταμπακαριά» ήταν με δύο... Η είσοδος του σπιτιού ήταν από τη Σιαράβα, στην οδό Ζαλοκώστα, και η έξοδος ήταν στη λίμνη, των ταμπάκων. Τα εργαστήρια, οι ταμπάκοι, τα είχαν από κάτω μεριά, είχαν κάτι μεγάλες ξύλινες σταφίδες πελώριες, ξύλινες, που έβαζαν τα δέρματα εκεί πέρα, τα μούλιαζαν που λέμε, λίγο να μουσκέψουν και τα λοιπά, και έπειτα τα έπαιρναν τα δέρματα στην λίμνη, τα έβαζαν επάνω στο καβαλέτο -το καβαλέτο είναι ένα ξύλινο από κορμό ήταν αυτό, κυρτό-, το άπλωνε επάνω το δέρμα και ύστερα με την κόδρα -η κόδρα είναι ένα, μαχαίρα, ας την πούμε, και αυτή καμπύλη, και αυτή καμπύλη, με δύο λαβές ξύλινες- και το έξυναν απάνω στο καβαλέτο και έπεφταν όλα στη λίμνη. Και η λίμνη βρωμούσε εκεί πέρα, μέχρι που έναν του είχε βγει το όνομα «Βρωμούζης», ενώ δεν ήταν το επίθετο «Βρωμούζης», ήταν επειδή βρώμαγε εκεί πέρα. Εγώ μεγάλος έμαθα πώς λέγεται, ποιο ήταν το επίθετό του. Δεν ήξερα και εγώ ποιο... Έτσι τον λέγαμε: «Ο ''Βρωμούζης'' -και-, ο ''Βρωμούζης''», λέγαμε. Το επίθετο όμως ήταν Αλεξίου, δεν ήταν αυτό το επίθετο. Aπό το επάγγελμα του τον έβγαλαν «Βρωμούζη».
Για τους γανωτές και τους τενεκτσήδες, μπορείτε να μου μιλήσετε;
Για τους;
Γανωτές και τους τενεκτσήδες.
Οι γανωτές... Ο καλατζής, ο γανωτής ήταν ο καλατζής ο λεγόμενος. Αυτοί πέρναγαν από κάθε γειτονιά. «Καλαντζής» φώναζε αυτός. «Καλαντζής»! Τον πρόλαβα και μεγάλο, εκτός στην παιδική μου ηλικία, αλλά και εδώ που μεταφέρθηκα τώρα που ήμουνα παντρεμένος, γιατί δεν υπήρχαν τότε ταψιά ανοξείδωτα, πηγαίναμε στον φούρνο το φαγητό. Έπρεπε σε χαλκοματένιο. Και για να πας στο χαλκωματένιο πρέπει να το έχεις καλαλισμένο, καλαλισμένο αυτό που λέμε το γανωμένο, να έχει καλαλισμένο, να γυαλίζει. Υπήρχαν καλατζήδες. Ένας τέτοιος, υπήρχε το γανωτήριο το καλατζήδικο, το είχε απέναντι ακριβώς από την κεντρική πύλη του Κάστρου, στην γωνία, ακριβώς απέναντι. Αυτά ήταν δύο αδέρφια, Μπέλλος στο επίθετο -θυμήθηκα και το επίθετο. Πέρναγε ο ένας ο αδερφός, τα μάζευε, τα έβαζε σε μία ζάκα, εδώ στον ώμο, τα μάζευε... Σήμερα: «Καλατζής», φώναζε αυτός, τον άκουγαν οι γυναίκες, έβγαιναν στην πόρτα του τα έδιναν. Και ξαναματάρχονταν ύστερα από μία εβδομάδα... Αυτοί ήταν... Άλλοι οι καλατζήδες, άλλοι οι τενεκτσήδες. Οι τενεκτσήδες ήταν εκείνοι που έφτιαχναν τα δοχεία για το γάλα, τα τενεκεδένια. Έτσι ήταν τα δοχεία για το γάλα, έφτιαχναν ειδικά που πέρναγε η τριχιά για να το κρεμάν στο σαμάρι, έφτιαχναν τέτοια, σωλήνες για σόμπα. Οι τενεκτσήδες... Μικροπράγματα: λαδοτύρια, λαδοτύρι, καπνολάμπες -η καπνολάμπα ήταν μία λάμπα τόσο και πέρναγες απ' το φυτίλι και το βράδυ αν ήθελες να πας στην αποθήκη, επειδή κάπνιζε, την έλεγαν καπνολάμπα, με πετρέλαιο. Επειδή κάπνιζε γι' αυτό και την έλεγαν και καπνολάμπα αυτήν τη λάμπα. Στα χωριά, είχαν και μπρούτζινες τέτοιες καπνολάμπες, υπήρχαν και μπρούτζινες καπνολάμπες. Εδώ όποιος είχε μπρούτζινες έχει καλώς, αλλιώς έβγαινες στον τενεκτσή, μία χαρά.
Παλιατζήδες υπήρχαν;
Άλλη η έννοια του παλιατζή της εποχής εκείνης, άλλη η σημερινή η έννοια. Ο παλιατζής τότε, άμα πέθαινε κανένας από την οικογένεια, να σου πω, ότι ήταν σε καλή κατάσταση παλιό το πούλαγαν στον παλιατζή. Δύο δραχμές, τρεις δραχμές όπου τον έπιανε ο... Αυτός ήταν ο παλιατζής. Αγόραζε τότε ο παλιατζής. Αυτοί τα διοχέτευαν αλλού, τα πουλούσαν αλλού, δεν ξέρω πού. Και υπήρχαν, επίσης, και τα μαγαζιά τα παλιατζίδικα, δεν υπήρχε μόνο ο γυρολόγος. Υπήρχε ο γυρολόγος ο παλιατζής, όπως υπήρχε και διακονιάρης γυρολόγος -υπήρχε και διακονιάρης τώρα που τον θυμήθηκα και τη διακονάρα που μιλάμε για τον γυρολόγο, να θυμηθούμε να το πούμε για την διακονάρα. Λοιπόν, ο παλιατζής... Τα Γιάννενα είχαν πολλά κυρίως το επάγγελμα του παλιατζή το είχαν οι Εβραίοι στα χέρια. Αυτοί το είχαν το επάγγελμα του καταστήματος του παλιατζή, όχι γυρολόγοι ήταν άλλοι, οι γυρολόγοι. Αλλά, κυρίως, έπαιρναν ρούχα από όποιον πέθαινε δηλαδή, βασικά τα πουλούσαν οι άνθρωποι δεν είχαν, τα πουλούσαν τι να έκαναν; Ο άλλος πουλούσε... Σε ένα ελληνικό, μάλιστα, έργο αν θυμάμαι καλά ο άλλος πούλησε τη στρατιωτική του τη στολή, ήταν απόστρατος και την πούλησε στον παλιατζή. Δεν έφταναν τα λεφτά. Επίσης είπαμε για τις διακονάρες. Μέχρι πολύ μεγάλος πρόλαβα, μια διακονάρα είχε μείνει στα Γιάννενα, μία είχε μείνει τελικά. Κυρίως, περνούσε αυτή από την οδό Αβέρωφ, τη θυμάμαι μία έτσι καμπούρα, πέρναγε..., Της έδιναν, την είχαν καλομαθημένη εκεί οι μαγαζάτορες της οδού Αβέρωφ, παλιότερα ήταν πιο πολλοί οι διακονάρηδες στα Γιάννενα, έδιναν οι νοικοκυρές, έδιναν χρήματα. Και μία τελευταία, τελευταία που πέθανε, μια διακονάρα ήταν, καθόταν απέναντι από το Ρολόι. Εκεί το είχε πιάσει, απ' έξω από εκεί που είναι τώρα ο «Γερμανός», εκεί το έπιανε αυτή, μέχρι τελευταία. Αυτή και τα παιδιά. Πήγαινε ύστερα και έπαιρνε με τα λεφτά, έπαιρνε φαγητά από τα μαγειρεία για να ταΐσει τα παιδιά.
Αυτοί τι πουλούσαν δηλαδή, οι διακονάρηδες;
Τίποτα, τι να πουλάνε; Τίποτα διακόνευαν.
Ζητιάνοι;
Ε, ζητιάνοι αυτοί είναι οι διακονάρες.
Αυτό δεν κατάλαβα.
Ναι. Ο διακονάρης είναι ο ζητιάνος. Γι' αυτό και τη συνοικία που κάθομαι εγώ την λεν -παλιά το όνομά της ήταν- Διακονοβίτσα. Περνούσαν πολλοί διακονάρηδες από αυτού. Μία, μία [02:20:00]εκδοχή είναι ότι περνούσανε. Άλλη εκδοχή είναι από έναν διάκο πού ηράσθη -αγάπησε μία Τουρκάλα που ήταν εκεί, γιατί ήταν τουρκομαχαλάς-, αγόρασε... Αγόρασε λέω! Αγάπησε αυτήν την Τουρκάλα, τον έβαλαν μέσα, τον σκότωσαν τον διάκο, τελείωσε, οι Τούρκοι, τον πήραν χαμπάρι. Κατάλαβες; Και ονομάστηκε ή από τον διάκο ή από τους διακονάρηδες. Δύο εκδοχές υπάρχουν.
Περιφερόμενοι φωτογράφοι υπήρχαν;
Πάρα πολλοί. Έχω ακόμα φωτογραφίες έχω εγώ από τότε. Φωτογράφοι περιφερόμενοι, ναι. Πάρα πολλοί, όχι και πάρα πολλοί... Ερχόταν από τη γειτονιά σήμερα, μας έβγαζε φωτογραφία Σαββατοκύριακο κυρίως τότε, και μας την έφερναν την άλλη. Αυτές οι φωτογραφίες που έχω εγώ τώρα, που είναι μικρούλες φωτογραφίες, οι μισές είναι φωτογραφία και η άλλη είναι χαρτί, είναι από αυτούς τους φωτογράφους και μερικές δεν... Υπάρχει και σφραγίδα, είχαν και σφραγίδα. Ένας Γιοξάρης υπήρχε, ένας Γιοξάρης, νομίζω. Πολλοί υπήρχαν, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους τώρα, πολλοί. Και εκτός από αυτούς που ήταν στο Ιερό Μπιζανομάχων με τους τρίποδες. Άλλες οι φωτογραφικές εκεί που βάζεις το χέρι μέσα με την πλάκα «τακ». Σου έβαζε στον φακό, έβγαζε. Εξαφανίστηκαν αυτά τα επαγγέλματα τώρα πια.
Κυρίως, πότε βγάζατε φωτογραφίες τότε; Για ποιους λόγους, ας πούμε, έβγαζε κάποιος φωτογραφίες;
Έτσι. Μας άρεγε, μας άρεσε, τίποτα άλλο, όχι για άλλον λόγο, χωρίς να υπάρχει άλλος λόγος. Μας άρεσε να μας βγάλει μία φωτογραφία, ο φωτογράφος. Τον περιμέναμε τον φωτογράφο πώς και πώς δηλαδή εμείς, τον περιμέναμε τον φωτογράφο να μας βγάλει μία φωτογραφία. Μεγάλο πράγμα και να βγάλεις και μία φωτογραφία, κι όμως εκείνο το μεγάλο πράγμα σήμερα, οι φωτογραφίες αυτές αποτελούν ιστορία. Δείχνουν τη ζωή της εποχής, το τοπωνύμιο, όλα αυτά. Όσες έχω εγώ δείχνουν τα Λιθαρίτσια, εκεί πέρα, που έχω κάτι φωτογραφίες παλιές, πώς ήταν τα Λιθαρίτσια πάνω. Τα ερείπια από τον ταμπακόμυλο, αυτόν που λέω εγώ του μπάρμπα μου του Ζαϊκού, υπήρχαν... Τα πρόλαβα αυτά τα ερείπια ακόμη. Εγώ τα πρόλαβα κιόλας τα ερείπια.
Οι φωτογράφοι αυτοί πήγαιναν και στα ιερά μυστήρια, σε γάμους, σε βαφτίσεις;
Όχι αυτοί. Άλλοι οι φωτογράφοι των γάμων, άλλοι αυτοί, άλλοι οι φωτογράφοι των γάμων;
Τέτοιους φωτογράφους έπαιρναν όλες οι οικογένειες, όλα τα ζευγάρια που παντρευόντουσαν σαν ή μόνο οι πιο πλούσιοι; Ήταν κάτι συνηθισμένο δηλαδή να παίρνεις φωτογράφο;
Όχι, δεν ήταν συνηθισμένο, δεν είχαν λεφτά. Ήταν ακριβή η φωτογραφία, ήταν ακριβή, όχι. Να μη ξεχάσουμε να πούμε για τους βιολιτζήδες, για τα γιορτάσια.
Έχω κάποιες ερωτήσεις που είναι για τις γιορτές τώρα. Είναι οι επόμενες δηλαδή ερωτήσεις που θα κάνουμε. Μία ερώτηση μόνο τελευταία για τα επαγγέλματα, που θέλω να κάνω, υπήρχαν γυναίκες οι οποίες δούλευαν, πέρα από οικιακά δηλαδή; Πέρα από τις δουλειές του σπιτιού, να έχουν επαγγέλματα;
Ναι. Υπήρχαν οι μοδίστρες. Υπήρχαν οι μοδίστρες οι οποίες τις έπαιρνε μία οικογένεια που είχε χρήματα... Έπαιρνε τη μοδίστρα μία εβδομάδα για να ράψει της οικογένειας. Ναι, υπήρχαν μοδίστρες οι οποίες πήγαιναν στα σπίτια και έραβαν μία εβδομάδα, τις έπαιρναν. Τίποτα άλλο. Άλλες γυναίκες έξω σε άλλες δουλειές, όχι. Οι μοδίστρες όμως, τις θυμάμαι καλά, γιατί οι πρώτες οι πιτζάμες που φόρεσα ήταν από μοδίστρα. Πού πιτζάμες εκείνον τον καιρό; Με τα πανταλόνια κοιμόμασταν, τι πιτζάμες; Στα μαθητικά μας τα χρόνια τώρα μιλάμε, στο Δημοτικό σχολείο, νομίζω, ναι.
Ωραία, να μιλήσουμε για τις γιορτές και τα έθιμα της περιοχής. Τις ονομαστικές εορτές με ποιον τρόπο τις γιορτάζατε;
Εδώ είχαν μία ιδιάζουσα οι ονομαστικές γιορτές. Καλά εκείνη την ημέρα βέβαια το σπίτι ήταν... Μόνο ο άντρας γιόρταζε, ε! Μόνο ο άντρας. Και εκείνη την ημέρα, ο εορτάζων άφηνε την πόρτα από την αυλή του σπιτιού ανοιχτή. Είπαμε δεν υπήρχε τότε παραβατικότητα, δεν υπήρχαν... Τα σπίτια ήταν «μπάτε σκύλοι και αλέστε«, που λέμε δηλαδή. Οι οργανοπαίκτες όμως που πέρναγαν τις ημέρες των γιορτών, περνούσαν από κάθε μαχαλά, ήξεραν αυτοί από που θα περάσουν. Όπου έβλεπαν την πόρτα «παπ» ο κλαρινιτζής. Έδινε το σύνθημα ο κλαρινιτζής, ότι ήρθαν. Τους έβαζε ο ιδιοκτήτης μέσα, έδινε παραγγελία ποια τραγούδια ήθελε να ακούσει ή και να χορέψει κιόλας, τους πλήρωνε και έφευγαν. Βέβαια, τους θυμάμαι και αυτούς τους οργανοπαίχτες εγώ ακόμη στα Γιάννενα. Και αυτούς τους θυμάμαι. Είναι βίωμα δηλαδή αυτό.
Οι γυναίκες γιατί δεν γιόρταζαν;
Ε, τότε τις είχαν τις γυναίκες... Είδες, όπως οι γυναίκες δεν είχαν και δικαίωμα ψήφου, όπως ξέρουμε. Τις είχαν πιο κατώτερες τις γυναίκες οι άντρες, οι άντρες! Είχαν πιο κατώτερη τη γυναίκα.
Όσον αφορά τις Απόκριες, οι άνθρωποι της εποχής εκείνης συνήθιζαν να μεταμφιέζονται, όπως γίνεται σήμερα;
Ναι, πώς μεταμφιεζόμασταν όμως, α; Ό,τι παλιό είχαμε στο σπίτι. Ό,τι παλιό βρίσκαμε, ό,τι παλιορούχο, ό,τι να 'ναι, γυρισμένα σακάκια με τα μανίκια προς τα έξω τα γυρίζαμε τα σακάκια, παλιές τραγιάσκες, όλα παλιά, πού λεφτά; Που χρήματα να βρούμε; Με αυτά φτιάχναμε και μάσκες φτιάχναμε μόνοι μας, βάζαμε και κάνα μουστάκι με γανωμένο... Καίγαμε, από δάφνη καίγαμε ξύλο, από δάφνη κυρίως και βάζαμε μουστάκια με ξύλο δάφνης, Έτσι ντυνόμασταν τις Απόκριες εκ των ενόντων ότι είχε το σπίτι ή από τους συγγενείς και μόνο συγγενείς, γιατί συγγενικές παρέες βγαίναμε. Δεν υπεισέρχετο δηλαδή ξένος στην παρέα που θα έβγαινες έξω. Ή συγγενείς ή αδέρφια, τίποτα άλλο.
Αυτό γιατί συνέβαινε;
Ε;
Αυτό γιατί συνέβαινε;
Ήταν της εποχής, προστασία! Η προστασία των κοριτσιών! Στην πλατεία δε, όταν βγαίναμε βόλτα, θυμάμαι πολύ καλά, έβλεπες κοπέλες: μπροστά οι κοπέλες και από πίσω το ανδρόγυνο, μην τις πειράξει κανένας στην πλατεία, μην τους πει καμιά κουβέντα. Τι πείραγμα δηλαδή, να πετάξει έτσι μία κουβέντα, αυτό ήταν το πείραγμα ή ένα χαμόγελο. Αυτό ήταν το πείραγμα, δηλαδή, βασικά. Οι γονείς από πίσω. Το 'χω στο μυαλό μου εγώ τώρα, έχω ένα ζευγάρι δε χαρακτηριστικό, πίσω απ' τα κορίτσια!
Οι στολές αυτές που φτιάχνατε ήταν συγκεκριμένες, είχαν κάποια έμπνευση ή-
Όχι. Εκείνη την ώρα, όπως έρχονταν εκείνη την ώρα. Εμείς είχαμε μία ξαδέρφη μοδίστρα και εκείνη κάπως μας τα σουρόμπλιαζε, το λέμε εμείς, δηλαδή λίγο από, δω λίγο από κει μας έφτιαχνε στολές. Όχι συγκεκριμένα, όχι, τίποτα, ό,τι βρίσκαμε.
Θυμάστε κάποια συγκεκριμένη που φορέσατε;
Μία φορά με είχανε ντύσει απάχη. Μαύρος... Πουκάμισο μαύρο, παντελόνι, μαύρη τραγιάσκα, μαύρη μάσκα. Ήμουν μικρότερος εγώ και ό,τι με έντυναν οι αδερφές και οι ξαδέρφες, κατάλαβες; Ναι. Άλλη μία φορά είχα μία ρόμπα, με ρόμπα. Έχω και φωτογραφία με ρόμπα, της μάνας μου ήταν; Δεν θυμάμαι. Ρόμπες. Φορούσαν ρόμπες τότε στο σπίτι μέσα για να κάνουν δουλειές, ρόμπες. Έβαλα μία ρόμπα εγώ, μία μάσκα και τα λοιπά και τελείωσε.
Οι μεγαλύτεροι ντυνόντουσαν; Μεταμφιέζονταν και εκείνοι ή μόνο τα παιδιά;
Μόνο παιδιά, όχι μεγάλοι, όχι. Εμείς τα παιδιά. Όχι, γονείς, όχι, ούτε κατά διάνοια! Μόνο εμείς τα παιδιά.
Και κάθε χρόνο τις περιμένατε πώς και πώς τις Απόκριες;
Ε, βέβαια, μα ήτανε διέξοδος. Και όχι μόνον αυτό περιμέναμε δηλαδή να μην συμπέσουν οι Απόκριες με τους διαγωνισμούς του πρώτου εξαμήνου, τον Φεβρουάριο, και χάσουμε τις Απόκριες. Είχαμε και αυτό το χάλι.
Το έθιμο με τις «Τζαμάλες» από πότε έχει ξεκινήσει;
Επί Τουρκοκρατίας. Και, μάλιστα, δόθηκε προνόμιο στους Ιωαννίτες, επειδή τα Γιάννινα παραδόθηκαν, δεν προέβαλαν αντίσταση, και έτσι ανάμεσα στο προνόμιο που δόθηκε τους επέτρεψαν να ντύνονται και μασκαράδες, τις Απόκριες. Ανάμεσα στα προνόμια που δόθηκαν. Και είχε και ένα, εξυπηρετούσε και έναν άλλο σκοπό, το ντύσιμο, το μασκάρεμα, δηλαδή, όσοι ήταν [02:30:00]λιποτάκτες, φυγόδικοι, δεν ήθελαν δηλαδή να υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό, Έλληνες που είχαν πάει στο ελεύθερο μέσα, στο ελληνικό που λεγόταν τότε, ντύνονταν μασκαράδες και έρχονταν και έβλεπαν την οικογένειά τους. Χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από κανέναν. Έρχονταν το βράδυ ντυμένοι μασκαράδες, υπήρχαν τότε περάσματα για να περάσεις. Ακατοίκητα ήταν, έβρισκαν περάσματα και έρχονταν και έβλεπαν τους δικούς τους, μασκαρεμένοι.
Την εποχή που ήσασταν μικρό παιδί, σε ποιες γειτονιές γινόντουσαν «Τζαμάλες»;
Σε πολλές έκαναν, σε πολλές, σε πάρα πολλές γειτονιές γίνονταν. Εγώ ξέρω της Σιαράβας, δεν πηγαίναμε σε άλλη γειτονιά. Δεν ήξερα άλλη, δεν είχα πάει ποτέ σε άλλη «Τζαμάλα», μόνο της δικής μου γειτονιάς. Δεν φεύγαμε από τον κύκλο μας, δεν φεύγαμε. Έτσι ήταν τότε στο δικό μας το μέρος μόνο. «Στην Καραβατιά», έλεγαν. Εγώ δεν ήξερα πού είναι η Καραβατιά να σκεφτείς. Άκουγα Καραβατιά και δεν ήξερα πού είναι η Καραβατιά. Για αυτό σου λέω, όλα ότι γίνονταν στο δικό μας μικρό μέρος. Εκεί όλες οι δραστηριότητές μας, όχι εκτός γειτονιάς.
Να πούμε λίγο και τι ήταν οι «Τζαμάλες» και πώς προετοιμάζονταν το έθιμο αυτό.
Οι «Τζαμάλες» είναι φωτιές που ανάβουμε, μαζεύουμε ξύλα μία εβδομάδα γρηγορότερα, άλλα μας έδιναν, άλλα κλέβαμε, κυρίως από τα ταμπάκικα που είχαν ανοιχτές τις πόρτες, τα ταμπάκικα. Από πίσω μεριά τα ταμπάκικα ήταν διαμπερή -είπαμε-, τα εργαστήρια ήταν από πίσω μεριά και είχαν ξύλα -εκεί τα έβαζαν τα ξύλα οι άνθρωποι-, είχαν και αύλειο χώρο εκεί πέρα, ανοίγαμε την πόρτα «τακ», παίρναμε από κάνα ξύλο και από αυτούς. Δεν ανάβαμε τίποτα «Τζαμάλες» όπως ανάβουν τώρα που δόθηκε επιδότηση στα ξύλα, όχι. Επίσης, είχαμε και την λίμνη που μας τροφοδοτούσε: πηγαίναμε στη λίμνη και από τα καμποχώρια που είχανε γύρω-γύρω ιτιές και άλλα τέτοια δέντρα, με τα κύματα έσπαζαν τα δέντρα, τα κλωνάρια, και με τα κύματα τα έφερναν προς τα εδώ, τα κύματα, οπότε εμείς πηγαίναμε και στη λίμνη, βρίσκαμε κανέναν κορμό τον παίρναμε και αυτόν. Αυτά ήταν τα ξύλα που μαζεύαμε. Όχι, ούτε αγοραστά ούτε τίποτα, δεν είχαμε χρήματα. Αν είχαν τίποτα νοικοκυραίοι να μας δώσουν, μας έδιναν, αλλιώς κλέβαμε κιόλας.
Τις «Τζαμάλες» τότε, τις διοργάνωναν σύλλογοι όπως σήμερα ή απλά παρέες;
Όχι δεν υπήρχαν σύλλογοι. Ένας, δύο... Ένας κυρίως, ένας ήταν σε κάθε «Τζαμάλα». Εμείς στην γειτονιά μας είχαμε τον κυρ-Χαρίση, αυτός ήταν που φρόντιζε για όλα, αυτός ήταν μπροστάρης και στον χορό, να λέει τα αποκριάτικα τα τραγούδια, τα ακατάλληλα αποκριάτικα τραγούδια. Έβαζε από την τσέπη του ένα βαρελάκι κρασί, τηγάνιζε τζιμπόχειλα και όποιος περνούσε... Λιγοστοί, είπαμε δεν πήγαιναν τότε από την μία «Τζαμάλα» στην άλλη. Τα τζιμπόχειλα ήταν χέλια μικρά αλμυρά, αυτά είναι τα τζιμπόχειλα. Τζιμπόχειλα τα λέγαμε τότε. Πώς λέγονται τώρα, ούτε ξέρω. Από την τσέπη τα 'βαζε όλα και κρασάκι και, όλα από την τσέπη του ο μπαρμπα-Χαρίσης. Ήταν παλιός ταμπάκος ο μπαρμπα-Χαρίσης.
Και οι «Τζαμάλες» κρατούσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, όπως σήμερα;
Ναι, μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. Κατάφεραν μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, οπότε Δευτέρα το πρωί γινόταν το «χάσκο» το λεγόμενο, ή «χάψα». Ο μπαρμπα-Χαρίσης, λοιπόν, σε μία βέργα -κυρίως σε αυτήν την βέργα που ανοίγουμε τα φύλλα την ουκλαί, που την έλεγαν στα Γιάννινα-, με σπάγκο έδενε ένα αυγό βρασμένο σφιχτό. Το βουτούσε μέσα στο γιαούρτι, είχε και ένα κεσεδάκι γιαούρτι -τότε τα γιαούρτια δεν ήταν όπως τώρα τυποποιημένα, έφτιαχναν πολύς κόσμος, είχαμε και τον γαλατά εμείς στη γειτονιά, δικό μας που έφτιαχνε γιαούρτια-, και εμείς τα παιδιά ανοίγαμε το στόμα, που ήμασταν εκεί πέρα, Δευτέρα το πρωί, και αυτός τάχα: «Aνοίξτε το στόμα», μας έλεγε, για να πιάσουμε το αυγό. Δεν μας το έβαζε στο στόμα, μία στο μέτωπο μας το 'βαζε, μια... Και μας έκανε όλο γιαούρτι στο μέτωπο, στο πρόσωπο και τα λοιπά. Αυτό είναι το «χάσκο» ή «χάψα», με τον μπαρμπα-Χαρίση. Και για να δεις τι φτώχεια υπήρχε, ό,τι κάρβουνα έμεναν από το βράδυ της Κυριακής της Αποκριάς, οι νοικοκυρές έρχονταν και τα μάζευαν με φτυάρες σε τενεκέδες, για να τα βάλουν στα μαγκάλια τους να ζεσταθούν. Τέτοια φτώχεια υπήρχε. Με τα κάρβουνα, αυτά τα απομεινάρια.
Άλλα έθιμα εκείνες τις μέρες των Αποκριών, που δεν υπάρχουν σήμερα, τα οποία κάνατε;
Όταν ντυνόμασταν σε συγγενικά σπίτια, πηγαίναμε να μας αναγνωρίσουν, σε συγγενικά, όχι σε ξένα σε συγγενικά. Πηγαίναμε για να μας αναγνωρίσουν, τίποτα άλλο. Δεν είχαμε τίποτα άλλο έθιμα, εμείς. Και η βόλτα στην πλατεία που κάναμε, με τον χαρτοπόλεμο που ρίχναμε, σερπαντίνες και τα λοιπά, και ύστερα κατεβαίνουμε στην «Τζαμάλα». Πηγαίναμε πρώτα ντυμένοι στην πλατεία, δίναμε το παρόν στην πλατεία ντυμένοι και ύστερα κατεβαίναμε στη γειτονιά μας.
Οι αντίστοιχες Απόκριες των Εβραίων, το Πουρίμ, διοργανώνονταν τότε;
Ναι, βέβαια. Έκαναν και αυτοί τη δική τους γιορτή της άνοιξης: Πουρίμ την έλεγαν οι Εβραίοι, την αποκριάτικη γιορτή τους. Έχω φωτογραφίες εγώ από το Πουρίμ και τις πρόλαβα και τώρα... Βέβαια, σαν μεγάλος, δεν ντύνονταν γιατί δεν υπήρχε νεολαία, αλλά στο γραφείο της κοινότητας μαζευόμαστε, στόλιζαν το γραφείο με σερπαντίνες, με γιρλάντες και τα λοιπά, μοίραζαν δώρα, ναι, έτσι. Το γιόρταζαν το Πουρίμ, όσο ήταν πολλοί ακόμα τώρα, γιατί τώρα λιγόστεψαν: τριάντα έξι άνθρωποι έμειναν μόνο. Πέθαναν όλοι οι παλιοί που πρόλαβα εγώ. Δεν υπάρχει κανένας παλιός που πρόλαβα. Μόνο αυτή η μία, σώζεται από τα στρατόπεδα, κανένας άλλος.
Υπήρχαν διαφορές σε σχέση με τις Απόκριες;
Τι να υπάρχουν;
Υπήρχαν διαφορές, υπάρχουν διαφορές, μάλλον, καλύτερα, μεταξύ Πουρίμ και Αποκριών, στον τρόπο εορτασμού;
Κοίταξε να δεις, άλλο το Πουρίμ, άλλο η «Τζαμάλα» η δικιά μας. Δεν άναβαν φωτιές και τέτοια πράγματα. Άλλο το Πουρίμ, άλλο η δική μας η αποκριά.
Ιδιαίτερα έθιμα κατά τις εορτές των Χριστουγέννων είχατε;
Όλα τα φαγητά τότε, ως προς τα φαγητά: «Χριστός γεννάται, γιαπράκια φάτε». Τα γιαπράκια ξέρεις, ποια είναι τα γιαπράκια; Έτσι μπράβο. Υπήρχε πάντα όταν τα φτιάχναμε γιαπράκια από το κουμπορλάχανο και έπρεπε το κουμπορλάχανο, για να κάνει καλά γιαπράκια, έπρεπε να είναι τσαφισμένο, δηλαδή να έχει πέσει παγωνιά, το «τσαφ» το λεγόμενο, η πάχνη, για να είναι νόστιμο το γιαπράκι. Αυτά... Από το μαγείρεμα δεν... Τίποτα ιδιαίτερα. Δεν είχαμε τίποτα ιδιαίτερα, δεν υπήρχε αυτά τα πράγματα που βρίσκεις τώρα στην αγορά να αγοράσεις του κόσμου τα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, που λέω εγώ, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Ό,τι έφτιαχναν οι νοικοκυρές στο σπίτι: είτε γλυκά σπιτικά, μπακλαβά, κανταΐφι. Αυτά ήταν τα σπιτιακά τα γλυκά. Τον μπακλαβά, αργότερα, μπήκανε εδώ κάτι εργαστήρια που πουλούσαν κανταΐφι και φύλλα, αλλιώς τα έπλαθαν οι γυναίκες. Κανταΐφι δεν έφτιαχναν ύστερα. Τον μπακλαβά εύκολα, άπλωναν φύλλα και έφτιαχναν χειροποίητο μπακλαβά. Αργότερα, έγιναν τα εργαστήρια αυτά.
Και σε ό,τι αφορά το Πάσχα;
Και το Πάσχα, όλες οι νοικοκυρές. Τώρα αυτήν την εβδομάδα ήταν σε ατμό. Να φτιάξουν κουλούρια. Μοσχοβόλαγε το σπίτι από το κουλούρι. Και την Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τα αυγά, Μεγάλη Πέμπτη. Ναι.
Την Μεγάλη Παρασκευή-
Την Μεγάλη Παρασκευή όλοι βρισκόμασταν... Μεγάλη Παρασκευή, ένα άλλο έθιμο στα Γιάννενα, δεν υπάρχει τώρα, η πλατεία Νεομάρτυρος Γεωργίου, το Κουρμανιό που λέμε, ήταν κρεατοπάζαρο. Αμνοερίφια από όλα τα χωριά. Εκεί γινόταν, γιατί ο καθένας το έπαιρνε και το έσφαζε στην αυλή του. Το διάλεγες εκεί και το έσφαζες, έπαιρνες έναν χασάπη, και εμείς [02:40:00]περνάμε κάτω έπαιρνε ο πατέρας μου, είχαμε ένα δέντρο εκεί στην αυλή, ένα δαφλάνι, το κρεμούσε, καλούσαμε έναν από τα Σφαγεία, αυτός έπαιρνε το δέρμα και την πυτιά, αυτή ήταν η πληρωμή του: το δέρμα και η πυτιά. Τα δέρματα τα επεξεργάζονταν και τα είχαν για τάπετα, τα δέρματα απ' τα μικρά τα αρνιά κυρίως. Αυτά είναι χνουδωτά και ωραία. Ο μπαρμπα-Χαρίσης ήταν τέτοιος. Δέρματα προβάτων επεξεργάζονταν ο μπαρμπα-Χαρίσης, που λες, και τα έφτιαχνε ταπετάκια.
Η περιφορά των επιταφίων γινόταν όπως σήμερα;
Ω, βέβαια. Αυτή είναι παλιά, παλιό έθιμο αυτό. Θα περνούσαμε όλοι από τους επιτάφιους πρώτα, όσοι ήταν κοντά μας, και το βράδυ όλοι στην κεντρική πλατεία. Μάλιστα, έξω από την Λέσχη Αξιωματικών στάθμευε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, με έναν προβολέα με ασετιλίνη, και ήταν ειδικός αυτός που το μεταχειρίζονταν. Δικός μας υπάλληλος από τον «Ορφέα» τον κινηματογράφο. Αυτός τον μεταχειρίζονταν αυτόν τον προβολέα και φώτιζε όλους τους επιταφίους. Κάτω γινόταν η συγκέντρωση, και τους φώτιζε όλους και πρώτος πάντα έβγαινε της Αγίας Μαρίνης. Μερακλίδικος ο επιτάφιος της Αγίας Μαρίνας, μερακλίδικος!
Ωραία, κύριε Σιομπότη πριν κλείσουμε θα ήθελα να μου απαντήσετε και την εξής ερώτηση: τι σημαίνει για εσάς να είστε κάτοικος αυτής της πόλης;
Α, εγώ... Δεν θα το πάρω έτσι εγωιστικό, εγώ είμαι υπερήφανος. Την αγαπάω, μπορώ να πω, περισσότερο από τον καθένα; Έχει ιστορία μάνα μου εδώ. Τα Γιάννενα έχουν ιστορία, δεν είναι μία πόλη έτσι τυχαία, ας πούμε. Είναι με μύθους, με θρύλους, με παραδόσεις, με τι, με τι θέλεις εσύ! Εδώ έρχονται ξένοι μελετητές. Τα Γιάννενα να σκεφτείς και ένα άλλο, επί Αλή Πασά ήταν γνωστά στην Ευρώπη, από τους περιηγητές που ερχόταν στα Γιάννενα να επισκεφτούν τον Αλή Πασά. Ήταν γνωστά από τότε στην Ευρώπη τα Γιάννενα. Σκέψου... Τίποτα άλλο, τι να πούμε άλλο-
Ωραία.
Και άλλα αφήσαμε, κι άλλα, δεν μας παίρνει ο χρόνος, έτσι;
Ωραία κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας, να είστε καλά.
Εγώ ευχαριστώ πολύ που σας εξυπηρέτησα... Για τον γιαουρτά θα σου πω τώρα, επειδή άνοιξα το βιβλίο-
Ναι, πείτε μου.
Βρήκα το όνομά του, δεν το ήξερα, Αλέξη τον λέγανε. Το επίθετο του ήταν Αλέξης Λαχανάς, αυτός είχε ένα εργαστήριο νοικιασμένο εκεί στην Σιαράβα, προς το τέλος. Παίρναμε γιαούρτι από αυτόν γι' αυτό. Μας τα έφερνε στο σπίτι δηλαδή, όχι τα παίρναμε. Και νομίζω έχω και σινιά. Από τότε πρέπει να σώζονται σινιά δικά του, πήλινα. Νομίζω. Αυτά που έχω εγώ στο σπίτι μου νομίζω είναι από την μάνα μού, δεν τα επέστρεφε όλα η μάνα μου, δεν τα γύριζε, κατάλαβες; Και από τότε, νομίζω, έχω σινιά από τον μπαρμπα-Αλέξη. Αυτός λοιπόν τι είχε; Είχε ένα ξύλο εδώ, όπως είναι κάτω που βλέπουμε Ινδονησίες εκεί -είδες-, αυτοί οι πλανόδιοι που έχουνε το ξύλο εδώ στην πλάτη και δεξιά και αριστερά, και αυτός είχε δεξιά και αριστερά δύο σαν μουσκέτα. Ορθογώνια και αυτά με μπροστά -πώς το λένε- προστατευτικό... Σίτα! Τα έβαζε μέσα, για να μην πάνε μύγες στον δρόμο που πάει αυτός. Αυτός ο μπαρμπα-Αλέξης και είχε και μία βοηθό γυναίκα, Αθήνα την ξέρω εγώ. Πώς την έλεγαν παρακάτω, δεν ξέρω.
Ωραία, κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ και πάλι.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Την εποχή εκείνη τα στρωσίδια πώς πλένονταν;
Α! Μεγάλη διαδικασία στην εποχή εκείνη. Άλλος τα κουβαλούσε με γαϊδουράκια στη λίμνη όλα, όλα στη λίμνη! Με γαϊδουράκια από απάνω, από μακρινές αποστάσεις, από τα Ζευγάρια κουβαλούσαν με τα γαϊδουράκια, ή με χαμάλες ή με κάρα. Τα πλέναμε στην λίμνη. Η λίμνη μας δεν είναι έτσι όπως είναι τώρα, ρε παιδί μου, έχει αλλάξει εδώ πέρα. Είχε πέτρες μεγάλες, απάνω, λοιπόν, σε αυτές τις πέτρες αφού τα βάλαμε -αυτά τα πρόλαβα όλα εγώ-, αφού τα βάζαμε και μούσκευαν λίγο, όχι απορρυπαντικά, χωρίς απορρυπαντικά, με τον κόπανο τον ξύλινο. Ήταν ένα ξύλο έτσι σαν πυραμίδα και είχε ένα χερούλι και τα χτύπαγαν οι γυναίκες. Όσα ήθελαν δε βράσιμο έφερναν και καζάνι από το σπίτι, κουβαλούσαν καζάνια, και έβαζαν και φωτιά, άμα ήθελαν μερικά να τα απολυμάνουν πιο καλύτερα. Μία δε περιοχή που εδώ στα Γιάννενα λέγεται Άγιος Νικόλας Κοπάνων, είναι στην έξοδο της πόλης, που είναι το νεκροταφείο το δημοτικό, από κει πήρε το όνομα: Άγιος Νικόλαος Κοπάνων, πού έπλεναν οι γυναίκες τα στρωσίδια τους για να τα έχουν καθαρά αυτές τις μέρες τις γιορτινές. Μεγάλη διαδικασία αυτή.
Πιλοποιία υπήρχαν εκείνη την εποχή;
Α! Βέβαια. Τα πηλίκια που πηγαίναμε στο Γυμνάσιο, παραγγελία γινόταν όλα αυτά παραγγελία. Δεν υπήρχαν έτοιμα, τίποτα έτοιμα. Τίποτα απολύτως. Και τραγιάσκες, όλα, όλα, όλα παραγγελία. Υπήρχαν τρία πιλοποιία στα Γιάννενα, αν θυμάμαι εγώ καλά: υπήρχε ένας που φτιάχναμε τα πηλίκια εμείς και υπήρχαν και δύο γυναίκες πάλι καπελούδες. Νομίζω ήταν και οι δύο από τους Καλαρρύτες και οι δυο. Και αργότερα άνοιξε και ένας Εβραίος ο Αλβέρτος Γαμπάης, ο οποίος έφτιαχνε ωραίες τραγιάσκες αυτός. Εγώ τραγιάσκα θυμάμαι και ο πατέρας μου έφτιαχνε τραγιάσκες σε αυτόν τον άνθρωπο. Δεν υπήρχαν τότε τίποτα έτοιμα, όλα ήταν παραγγελία. Εκτός αυτών, παραγγελία ήταν και τα παπούτσια, στους τσαγκάρηδες. Σε ένα μεγάλο βιβλίο, βάζαμε την πατούσα πάνω και ο τσαγκάρης μας έπαιρνε με το μολύβι γύρω-γύρω, σχεδίαζε το πόδι μας. Και βάσει αυτού του σχεδίου, μας έφτιαχνε το παπούτσι. Άσχετα ύστερα αν μας χτύπαγε στη φτέρνα, τι τραβούσαμε, άλλο πράγμα ύστερα. Ένα ζευγάρι παπούτσια είχαμε: χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ζευγάρι, ούτε καλοκαιρινά... Ένα ζευγάρι είχαμε.
Τα καπέλα τα έφτιαχναν συγκεκριμένα για κάποιο κεφάλι ή ήταν όπως είναι σήμερα κάποια συγκεκριμένα μεγέθη;
Τα καπέλα ήταν για κάθε κεφάλι ξεχωριστά, σου έπαιρνε μετρό. Μετρούσε την περίμετρο του κεφαλιού σου. Όχι όπως τώρα πας δοκιμάζεις και τα λοιπά. Δεν υπήρχαν τότε τέτοια πράγματα, αυτά που θυμάμαι εγώ, δηλαδή, λέω.