© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Πάντα είχα μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό μου»: Ο Χρήστος Ερινέλης αφηγείται

Istorima Code
21945
Story URL
Speaker
Χρήστος Ερινέλης (Χ.Ε.)
Interview Date
05/04/2022
Researcher
Μαρία Βουρλιώτη (Μ.Β.)
Μ.Β.:

[00:00:00]Καλημέρα. Είμαι η Μαρία Boυρλιώτη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Βρίσκομαι στη Μηχανιώνα, Θεσσαλονίκης με τον κύριο Χρήστο Eρινέλη, που είναι ο αφηγητής μας για σήμερα. Καλημέρα, κύριε Ερινέλη.

Χ.Ε.:

Καλημέρα, Μαρία. Σήμερα είναι Τετάρτη 6 Απριλίου, η ώρα 12:00 το μεσημέρι. Καλωσόρισες στο σπίτι μας.

Μ.Β.:

Θα προσπαθήσω να κάνω μια καλή αναφορά για την πορεία της ζωής μου, ξεκινώντας από το όνομα μου. Ονομάζομαι Χρήστος Eρινέλης. Είμαι παιδί του Παρασκευά Ερινέλη και της Άννας Λιλιδέρη. Οι γονείς μου κατάγονται από την Προύσα, απ’ το χωριό Elbizli ή Zelea, όπως αλλιώς το λέγανε, και βρεθήκανε στην Ελλάδα το ’22, τότε με την καταστροφή που πάθαμε και επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου, Παρασκευάς Ερινέλης, ο οποίος ήτανε… υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στο Σαγγάριο, τραυματίστηκε με διαμπερές τραύμα στον θώρακα και μεταφέρθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο το νοσοκομείο. Εισήλθε και εξήλθε, έχοντας εγώ στα χέρια μου και τα ντοκουμέντα, για του λόγου του αληθές. Ο πατέρας μου, όταν ήρθε στην Ελλάδα, και βγήκε απ’ το νοσοκομείο, το Χατζηκυριάκειο, ήρθε στη Θεσσαλονίκη αναζητώντας την αγαπημένη του. Η αγαπημένη του, η Άννα Λιλιδέρη. Ρωτώντας δεξιά και αριστερά, μπόρεσε και εντόπισε το μέρος που βρισκότανε. Βρισκόταν, λοιπόν, στον Σοχό η Άννα Λιλιδέρη, με τον πατέρα της Θεόδωρο και τη μητέρα της Ελένη. Βρισκότανε στον Σοχό, γιατί ο παππούς μου, ο Θεόδωρος Λιλιδέρης, ήταν αγγειοπλάστης και έψαχνε στην περιοχή, στην περιφέρεια, να βρει κατάλληλο χώμα, αυτό που μπορούσε να φτιάξει τα αγγεία του. Οπότε το βρήκε στον Σοχό και εγκαταστάθηκε στον Σοχό. Έτσι βρεθήκαν εκεί. Ο πατέρας μου, λοιπόν, από πληροφορίες δεξιά και αριστερά, μπόρεσε και εντόπισε το μέρος και πήγε και ζήτησε απ’ τον πεθερό του να κάνει γυναίκα του την Άννα Λιλιδέρη, όπως και έγινε, και παντρευτήκανε. Εκεί, με την εγκατάστασή του, έπρεπε να κάνει και κάποιο επάγγελμα. Δεν γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες, αλλά ξέρω ότι φωτογράφος έγινε στον Σοχό, από κάποιον άλλον φωτογράφο, τοπικό. Οπότε έμαθε την τέχνη και αφού έκατσε αρκετά χρόνια στον Σοχό και έκανε και μια… ένα σπίτι διώροφο. Μέσα εκεί, υπήρχαν στον Σοχό επίσης, υπήρχαν κι άλλοι συγγενείς του, οπότε όλοι ήταν μια οικογένεια. Με την εγκατάσταση, λοιπόν, τον πατέρα μου και την ανοικοδόμηση μιας διώροφης κατοικίας που μπορέσαν και κάνανε, άλλαξε τα σχέδια του και κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη σαν φωτογράφος. Ο πατέρας μου, επειδή ήτανε πολύ τυπικός και τίμιος άνθρωπος, ήθελε όπου πάει να έχει και την άδεια του. Ήθελε, λοιπόν, να είναι φωτογράφος στον Λευκό Πύργο. Ήθελε να είναι φωτογράφος στην πλατεία Αριστοτέλους. Ήθελε να είναι φωτογράφος στον Βαρδάρη. Ήθελε να είναι φωτογράφος στο Μπεχ Τσινάρ, εκεί κάτω, στα σφαγεία. Ήτανε περιοχές πολύ ξακουστές εκείνη την εποχή, εξ ου και το τραγούδι του Τσιτσάνη: «Πάμε βάρκα στο Μπαξέ Τσιφλίκι, στο Μπεχτσινάρ» και τα λοιπά. Λοιπόν, εκεί… Γι’ αυτό και έβγαζε… Όπου πήγαινε, είχε την άδεια, την άδεια που του επέτρεπε να είναι πλανόδιος φωτογράφος. Τις οποίες άδειες έχω και εγώ και φυλάω στο αρχείο μου. Όταν ήταν ο πατέρας μου φωτογράφος, καταρχήν, στον Λευκό Πύργο, μ’ έπαιρνε η μητέρα μου εμένα εκεί που θυμάμαι, εκεί που βλέπω και φωτογραφίες. Έχω μια φωτογραφία που με είχε πάει εκεί, στην παραλία, με το καροτσάκι, που ήμουνα ένα-δυο χρονών. Εγώ γεννήθηκα το 1940. Τώρα μεταφερθήκαμε στο 1940, στον πόλεμο. Εγώ γεννήθηκα 16 Οκτωβρίου του 1940, στο «Ρώσικο Νοσοκομείο» της περιοχής εκεί δίπλα στον «Ευκλείδη», στη «Σχολή Μηχανικών «Ευκλείδη», παραδίπλα ήτανε αυτό το νοσοκομείο, που λεγόταν «Ρώσικο». Εκεί με έφερε στον κόσμο η μητέρα μου. Και όπως γράφει ο πατέρας μου στο ημερολόγιο του, εκεί γεννήθηκα και μέναμε τότε στο Καφαντάρη, στην αρχή της Αγίου Δημητρίου. Η κατοικία μας ήτανε εκεί, Καφαντάρη. Ο πατέρας μου εργαζότανε είπαμε σαν φωτογράφος, στον Λευκό Πύργο, στην πλατεία Αριστοτέλους και στην πλατεία Βαρδαρίου. Εκεί, στην πλατεία Βαρδαρίου, τότε υπήρχε το τραμ που κυκλοφορούσε και έκανε τον γύρο της πλατείας για να αλλάζει πορεία και κατεύθυνση. Ερχόταν ας πούμε από την Εγνατία, έμπαινε μέσα στην πλατεία Βαρδαρίου, έκανε τον κύκλο, 360 μοίρες, και ξαναέφευγε για να πάει, για να κάνει την πορεία του. Έκατσε αρκετά χρόνια εκεί, αλλά ο πατέρας μου μετά άρχισε με τον πόλεμο, λόγω του ότι έπρεπε να συντηρήσει, ήμασταν τετραμελής οικογένεια, Η Μελετία, η Μαρίκα και αργότερα μοναχή Μελετία, κατά κόσμο δηλαδή Μαρίκα, η Ελένη, ο Κώστας και ο Χρήστος, εγώ. Τέσσερα αδέλφια και η μητέρα μου πέντε και ο πατέρας μου έξι, εξαμελής οικογένεια, πολύτεκνη. Έπρεπε να μπορέσει να… βιοποριστικά να ανταπεξέλθει. Τότε, λοιπόν, στον πόλεμο, αναγκάστηκε να πηγαίνει με τη φωτογραφική του μηχανή, που δεν αναφέραμε ότι ήτανε μια κάσα ξύλινη, με τρίποδα κάτω. Ας πω χονδρικά ότι ήτανε σαράντα επί πενήντα και ύψος πενήντα εκατοστά. Και είχε πάνω εγκατεστημένη μια φωτογραφική μηχανή. Αξίζει να αναφέρω εδώ ότι η εποχή που ο πατέρας μου έγινε φωτογράφος, σύμφωνα με τα γραφόμενά που έχω κρατημένα στο μουσείο, στο αρχείο μου, ήτανε η αγορά μιας φωτογραφικής μηχανής «Nikon» στις… τον Οκτώβριο του 1928. Είναι η πλέον επίσημη ημερομηνία έναρξης του επαγγέλματος του, φωτογράφου. Απ’ το 1928 λοιπόν -και να κάνω μια παρένθεση- μέχρι σήμερα, είμαστε τρεις γενιές φωτογράφοι. Ο πατέρας μου, ακολούθησα εγώ και εμένα με διαδέχτηκαν τα παιδιά μου, ο Παρασκευάς και ο Γιάννης. Στον πόλεμο, λοιπόν, ο πατέρας μου έπρεπε να μπορέσει να βρει τα απαραίτητα για να ζήσει την οικογένειά του, όπως είπαμε. Έφυγε, λοιπόν, στην επαρχία, προς τη Βέροια. Βρέθηκε στον Γιδά. Δεν ξέρω γιατί πήγε προς τα εκεί, μου είναι άγνωστο. Ξέρω πολύ καλά όμως, ότι εκείνη την περιοχή την είχε οργώσει, όπως λέμε, από χωριό σε χωριό. Η περιοχή εκεί λεγόταν Ρουμλούκι, στον Γιδά, μετέπειτα Αλεξάνδρεια. Λεγότανε Γιδάς και είχε πάρα πολύ μεγάλη περιφέρεια. Πολλά χωριά, λοιπόν, τα οποία ο πατέρας μου πήγαινε από το ένα στο άλλο, βγάζοντας φωτογραφίες και συλλέγοντας τρόφιμα, φασόλια, ρεβίθια, αυγά, κοτόπουλα και ό,τι άλλο μπορούσαn να το δώσουνε από την παραγωγή τους οι άνθ[00:10:00]ρωποι, οι χωρικοί. Έτσι, λοιπόν, δεν μας έλειψε στον πόλεμο τίποτε και είχαμε τα του ζην. Εγώ… ο πατέρας μου, αφού γυρνούσε όλα τα χωριά αυτά, μετά εγκαταστάθηκε σε ένα οίκημα, για να κάνει το φωτογραφείο του, το μόνιμο. Ήτανε μια περιοχή από την πλατεία του Γιδά προς το χωριό Καψοχώρι, σε εκείνον τον δρόμο δηλαδή. Δίπλα… δίπλα στο Χατζηγιάννη και απέναντι, που ήτανε ένας -δεν ξέρω τι ήτανε- αλλά αγόραζε στάρια από τους γεωργούς. Ήτανε… είχε… με τα σιτηρά είχε να κάνει. Και απέναντι απ’ τον πατέρα μου, ήτανε το γραφείο του Βουλκίδη του Γιάννη. Εκεί ήτανε το πρώτο φωτογραφείο. Νοικοκυρά δε σ’ αυτό το σπίτι ήτανε… σε αυτό το οίκημα δηλαδή, που έγινε φωτογραφείο, και έχω και αναμνηστικές φωτογραφίες, ήτανε κάποια κυρία Χρύσα; Κάπως έτσι. Θα το θυμηθώ αργότερα. Έκατσε λίγο καιρό εκεί και μετά άλλαξε το πόστο και πήγε στη γωνία, ακριβώς στην πλατεία, στον δρόμο του Μωραΐτη, στον δρόμο που έβγαζε στον Μωραΐτη και στον δρόμο που έβγαζε προς την άσφαλτο της Κατερίνης. Σε εκείνη τη γωνία εγκαταστάθηκε ο πατέρας μου και έκανε το πρώτο φωτογραφείο στην Αλεξάνδρεια, στον Γιδά. Το φωτογραφείο αυτό ήθελε ο πατέρας μου να το κάνει καλλιτεχνικό και για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να έχει φωτισμό. Φωτισμό, όμως, εκείνη την εποχή δεν είχε στην Αλεξάνδρεια. Είχε μια γεννήτρια που μόνο το βράδυ άναβε, για να φωτίζει λίγο και να έχει ο κόσμος για τις ανάγκες του. Οπότε τη μέρα, που λειτουργούσε, δεν είχε φωτισμό. Έκανε, λοιπόν, επάνω την οροφή του μαγαζιού με τζαμαρία, εγκατέστησε τζάμια, κατάλληλα βαλμένα, για να μην περνάει και νερό βέβαια, να μην περνάει αέρας και τα λοιπά, χιόνια, και τα είχε βάψει. Θυμάμαι ακόμα και το μέγεθός τους, πρέπει να ήτανε είκοσι επί πενήντα, κάτι λωρίδες έτσι γυάλινες που μπαίνανε σε γωνίες μέσα με στόκο και όποτε δεν είχε φόβο να περάσει νερό. Και αυτό το βάφαμε, το έβαφε με ασβέστη άσπρο για να… όταν θα έχει φως απ’ έξω, να μην περνάει ο ήλιος, αλλά να διαχέει το φως και να μπορεί μέσα στο στούντιο που είχε δημιουργήσει, να βγάλει φωτογραφίες και την ημέρα, αφού δεν είχε ηλεκτρικές λαμπτήρες. Αυτά τα θυμάμαι καλά. Τα θυμάμαι καλά, γιατί αργότερα πηγαίναμε βέβαια τα καλοκαίρια και βοηθούσαμε τον πατέρα μου, όλα τα αδέλφια μου, και τον βοηθούσαμε όταν δεν είχαμε σχολείο και τον βοηθούσαμε. Μετά, αργότερα, δεν ξέρω πώς, βρέθηκα να τον κάνω και εγώ παρέα το 1952, όταν ήταν για να πάω στο Γυμνάσιο. Με πήρε κοντά του για να ‘χει κι αυτός την παρέα του. Με πήρε κοντά του, οπότε πήγα στο Γυμνάσιο του Γιδά, στου κυρίου Ψυχούλα, ένας εξαίρετος άνθρωπος και εξαίρετος εκπαιδευτικός, στο ιδιωτικό Γυμνάσιο. Και από τότε θυμάμαι επίσημα, επίσημα από τότε θυμάμαι, ότι είχα πάντα στον λαιμό μου μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη. Ναι. Αυτό θυμάμαι, επειδή ήμουν στο Γυμνάσιο. Αλλά δεν ξέρω αν και πιο μπροστά χρησιμοποιούσα φωτογραφική μηχανή. Αυτή ήταν, λοιπόν, η επίσημη μου έναρξη από 12 ετών στη φωτογραφική τέχνη.

Μ.Β.:

Την αγαπούσα τη δουλειά και δεν δίσταζα να ακολουθώ τον πατέρα μου σε όλα τα πανηγύρια της περιοχής, των χωριών δηλαδή, που γιόρταζαν, σε γάμους, σε βαπτίσια και σε άλλες εκδηλώσεις που γινότανε, ήμουν πάντα με τον πατέρα μου παρών. Εγώ, ενώ εκείνος κουβαλούσε την κάσα, τη μηχανή με τον τρίποδα τον ξύλινο, στην πλάτη του, και ήτανε μεγάλη υπόθεση γιατί έπρεπε να κουβαλάει και ορισμένα πακέτα χαρτί, τα οποία είχαν και εκείνα το βάρος τους, για να βγάζει φωτογραφίες. Είχε, λοιπόν, ο πατέρας μου… η φωτογραφική τέχνη χρειαζόταν να έχει έναν κουβά με νερό για να πλένει τις φωτογραφίες και ένα φόντο. Ένας μουσαμάς δηλαδή, με ένα κάποιο φόντο κατ’ επιλογήν του φωτογράφου, ήταν μια εικόνα φυσική ή κάτι κολώνες που είχε και τα λοιπά. Έχω πολλά στο αρχείο μου από αυτά. Μπορώ να δείξω και κάποια στιγμή. Εγώ, λοιπόν, κουβαλούσα αυτό το φόντο, το οποίο ήτανε μαζεμένο σε δύο στρογγυλά ξύλα. Το μαζεύαμε και γινόταν μια κουλούρα και δεν ήταν και πολύ βαρύ βέβαια. Κουβαλούσα θυμάμαι το φόντο και τον κουβά, χωρίς νερό, αλλά μέσα είχε ένα μπουκάλι εμφάνιση. Η εμφάνιση ήταν ένα υλικό, που το χρησιμοποιούσαν οι φωτογράφοι -εξ ου και η λέξη εμφανίζω-, που βάζανε το φωτογραφικό χαρτί και παρουσιαζότανε η εικόνα, το είδωλο δηλαδή που θα… που είχε φωτογραφίσει. Μόλις έμπαινε σε αυτό το υλικό, δηλαδή στην εμφάνιση, τότε ερχότανε -όπως λέγαμε εμείς οι φωτογράφοι- ερχόταν η εικόνα σιγά-σιγά, και σε κάποιο σημείο, έπρεπε να τη βγάλεις από κει, να τη βγάλεις απ’ την εμφάνιση, να σταματήσει δηλαδή να εμφανίζεται, γιατί αλλιώς θα μαύριζε. Οι φωτογραφίες τότε ήταν ασπρόμαυρες, υπόψη. Να τη βγάλεις και να τη βάλεις σε ένα δεύτερο φάρμακο, που λεγότανε υποσουλφίτ ή αλλιώς στερέωση. Δηλαδή, στερέωνε τη φάση του σκούρου ή του ανοιχτού, όπου ήθελε ο φωτογράφος, της φωτογραφίας. Την έβαζε, λοιπόν, στο υποσουλφίτ, στη στερέωση, σταματούσε να ‘ρχεται, να εμφανίζεται, έτσι ήτανε τα χημικά, και μετά, έπρεπε αυτήν τη φωτογραφία να τη βάλουμε στον κουβά, που τον γεμίζαμε με νερό, και να την πλύνουμε και να την παραδώσουμε. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω κάτι που δεν γνωρίζουνε πολλοί. Οι φωτογραφίες οι παλιές, εκείνες, με τον καιρό, με τα πολλά χρόνια, είκοσι-τριάντα χρόνια μετά, κιτρινίζανε και λιγάκι χαλούσε η εικόνα, χωρίς να χάνεται τελείως, λίγο κιτρινούσανε. Ο λόγος που κιτρίνιζαν οι φωτογραφίες αυτές, ήτανε γιατί δεν πλενόταν πολύ καλά απ’ το υποσουλφίντ, μέσα σε έναν κουβά. Άντε οι πρώτες καθαριζότανε το χημικό, αλλά οι επόμενες φωτογραφίες, δεν ήτανε τόσο καθαρές, οπότε αυτό επιδρούσε στην αλλοίωση της φωτογραφίας. Αυτό σαν μικρή παρένθεση. Εγώ, λοιπόν, -να επιστρέψουμε- κουβαλούσα το κουβαδάκι με την εμφάνιση και το φόντο. Ξεκινούσαμε να πάμε με τα πόδια, δεν είχαμε κάνα μεταφορικό μέσο. Αλλά συνήθως, στον δρόμο, όπως πηγαίναμε, ο πατέρας μου με την κάσα και εγώ με το φόντο και τον κουβά, κάποιο κάρο θα περνούσε και θα μας πάρει να μας πάει. «Πού πάτε πατριώτες;», «Πάμε στην Αγκαθιά», ας πούμε. «Άντε, ελάτε να σας πάω εγώ» και μπαίναμε πάνω, καθόμασταν και πηγαίναμε πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Όταν, λοιπόν, αν τύχαινε να πάμε σε γάμο -έχει σημασία αυτό-, όταν πηγαίναμε σε γάμους, γιατί πηγαίναμε από νωρίτερα, μια-δυο μέρες νωρίτερα. Εκεί δυο μέρες γλεντούσανε, με τους ζουρνάδες και με τα νταούλια. Παναγία μου, τι γινότανε! Ώρες ατελείωτες! Και θυμάμαι ότι αυτό λίγο με [00:20:00]πείραζε έτσι, με στεναχωρούσε, γιατί πολλές ώρες να τα ακούς, να τσιρίζουνε οι ζουρνάδες και να τα αυτιά μου να… να τρελαίνομαι! Αλλά βέβαια, επειδή εγώ είμαι απ’ τη φύση μου ένα υπομονετικό άνθρωπο και έτσι πράος άνθρωπος, δεν διαμαρτυρόμουνα ποτέ στον πατέρα μου, έστω κι αν είχα μια έτσι στεναχώρια. Μια-δυο μέρες λοιπόν, γιατί και μας κοιμίζαν εκεί πέρα! Θυμάμαι πολύ καλά ότι όλα τα σπίτια είχανε έναν φούρνο, που ήτανε κατάλευκος και ήταν πάνω έτσι σαν μισοφέγγαρο έτσι καλυμμένο -πώς να το πω;- σαν μια… Ναι. Λοιπόν, ήτανε στρογγυλεμένος ο φούρνος και κάτασπροι ήταν οι φούρνοι όλοι. Τους ανάβανε και βάζαν μέσα ταψιά μεγάλα, κάτι μαύρα ταψιά, ήταν πενήντα επί εβδομήντα, μπορεί και πιο μεγάλα. Γιατί ο κόσμος κει πέρα έπρεπε να φάει όλο το χωριό στον γάμο. Λοιπόν, γινότανε πάρα πολύ ωραία εκδήλωση και όλοι οι άνθρωποι μονιασμένοι, αγαπημένοι και δώσ’ του χορό και δώσ’ του πιοτό και δώσ’ του φαΐ, ώσπου να ‘ρθει η μέρα του γάμου και μετά πάλι να συνεχίσουμε. Λοιπόν, ιστορίες μεγάλες ας πούμε. Για τα πανηγύρια τώρα, όταν πηγαίναμε στα πανηγύρια, πάντα διαλέγαμε την πλευρά ή και σε κάνα δέντρο να απλώσουμε, να απλώσουμε το φόντο ή στην πλευρά της εκκλησίας, στον τοίχο δηλαδή της εκκλησίας, που ήταν και πιο καθαρά τα μέρη, γιατί πιο πέρα ήτανε μες στα χόρτα και τα λοιπά. Βάζαμε το φόντο και επειδή ερχότανε κι άλλοι φωτογράφοι απ’ τη Θεσσαλονίκη και από τη Βέροια… Τώρα είμαστε στον Γιδά, έτσι; Ερχόταν κι άλλοι φωτογράφοι. Τότε οι φωτογράφοι για να μην… και να μπορούν να βγάζουν τη δουλειά καλύτερα και γρηγορότερα, και για να μη χτυπιούνται μεταξύ τους στις τιμές και τα λοιπά, κάναν συνεταιρισμούς. Και ο ένας, λόγου χάριν, τραβούσε τα αρνητικά, τις πλάκες όπως τις λέμε, και οι άλλοι από το αρνητικό κάναν την αντιγραφή. Είναι κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να τα πούμε. Δεν ξέρω, κάποια άλλη φορά. Κάναν, φωτογραφίζαν δηλαδή το αρνητικό και βγάζαν τη φωτογραφία. Θα τα πω σε κάποια άλλη φάση. Να τα πω τώρα;

Μ.Β.:

Πείτε τα, πείτε τα, ναι.

Χ.Ε.:

Λοιπόν, το αρνητικό, που ήταν χάρτινο, το τραβούσε ο φωτογράφος -είπαμε για έναν φωτογράφο- και ήτανε -όπως λέει και η λέξη- αρνητικό. Ήτανε το μέγεθος δέκα επί δεκαπέντε το χαρτί. Και εκεί απεικονιζότανε τα άτομα που φωτογράφιζε, αν ήτανε… που ήταν λευκοί, φαινότανε μαύροι. Φορούσανε μαύρο ρούχο, φαινότανε άσπρο, και πάει λέγοντας. Αρνητικό, λοιπόν, αυτό σημαίνει και το ξέρουμε όλοι. Ο άλλος ο φωτογράφος λοιπόν -τώρα μιλάμε για τα πανηγύρια- ο άλλος ο φωτογράφος έπαιρνε αυτό το αρνητικό, το έβαζε σε ένα σημείο της δικής του μηχανής, σε ένα σασί, την κολλούσε με νερό, και από την άλλη πλευρά, φωτογράφιζε το αρνητικό. Τώρα λοιπόν, αυτός ο φωτογράφος δεν χρησιμοποιούσε το χαρτί του προηγούμενου που έβγαλε το αρνητικό. Έβγαζε άλλο χαρτί, που ήταν ειδικό για το θετικό, για τη φωτογραφία δηλαδή. Οπότε φωτογράφιζε το αρνητικό με το ειδικό χαρτί, το θετικό, και έβγαινε η φωτογραφία. Έτσι, λοιπόν, είχαμε και μια πετσέτα, τη βάζαμε στο γόνατο, σκουπίζαμε τη φωτογραφία να φύγουν τα νερά και την παραδίδαμε στον πελάτη. Στα πανηγύρια που πηγαίναμε, εγώ ήμουνα παιδάκι βέβαια, και ήθελα να πάω και να παίξω, να ψυχαγωγηθώ. Ο πατέρας μου μ’ άφηνε, δεν ήταν αυστηρός μαζί μου, γιατί και εκείνος με σεβότανε και εγώ ήμουνα πάντα τυπικός. Οπότε, τις ελεύθερες ώρες που με άφηνε και δεν είχαμε δουλειά, γιατί και εγώ προσέφερα υπηρεσία, λόγου χάρη… Τώρα θυμήθηκα, τώρα θυμήθηκα ότι κόβαμε τις φωτογραφίες με ένα ψαλίδι με δοντάκια. Υπήρχαν, λοιπόν, ψαλίδια ειδικά, που είχαν δοντάκια, και περιφερειακά τη φωτογραφία, από τις τέσσερις πλευρές, την κόβαμε για να έχουμε έτσι, να έχει ένα design, ένα… μια ομορφιά. Δεν υπήρχε ανάγκη να το κάνουμε, αλλά οι μερακλήδες, οι καλλιτέχνες φωτογράφοι, φαινότανε το κάνανε. Και κόβαμε τη φωτογραφία περιφερειακά και είχε τα δοντάκια. Γιατί το λέω αυτό όμως; Προσέφερα και εγώ μια εργασία, ή έκοβα τις φωτογραφίες ή τις σκούπιζα τις φωτογραφίες. Όταν δεν είχα… δεν είχε δουλειά, πήγαινα και εγώ στο πανηγύρι να σεργιανίσω. Από τις πολλές μέρες, γιατί στον Γιδά γινότανε το πανηγύρι δεκαπέντε μέρες. Η Αλεξάνδρεια γιόρταζε δεκαπενταύγουστο την πανήγυρη της και την έκανε δεκαπέντε μέρες ήτανε, γιατί ήταν και ζωοπανήγυρη και εμποροπανήγυρη. Πολύ, πολύ, πολλά εμπορεύματα, υφάσματα, ρούχα, ζώα. Ναι. Οπότε πήγαινα, και εκεί άρχισαν να με γνωρίζουν αυτοί που πηγαίναμε από πανηγύρι σε πανηγύρι και μου αναθέτανε, με χρησιμοποιούσαν εμένα οι… αυτοί που είχαν λόγου χάριν τους κρίκους και είχαν τα μπουκάλια απέναντι και ο κόσμος πήγαινε, έπαιρνε δέκα κρίκους και προσπαθούσε, έριχνε τον κρίκο και σε όποιο μπουκάλι έμπαινε στον λαιμό επάνω του μπουκαλιού, σε όποιον λαιμό έπαιρνε, εκείνο το μπουκάλι το κέρδιζε. Ναι. Λοιπόν, εμένα με χρησιμοποιούσανε σαν αβανταδόρο. Οπότε ενώ έπαιζα κιόλας, έκανα το παιχνίδι μου, αλλά και για τους άλλους φαινότανε ότι: «Υπάρχουνε πελάτες και ελάτε και εσείς». Και είχαμε να πούμε, ήμουν ένας αβανταδόρος. Δεν ξέρω αν ακούγεται αυτή η λέξη βαριά, αλλά εγώ έτσι. Και μια φορά, θυμάμαι ότι με είχανε πάρει και στο θέατρο, γιατί στα πανηγύρια αυτά πηγαίναν και θέατρα, παίζαν θέατρα, βέβαια! Καλλιτέχνες. Λοιπόν, κι άμα θέλανε κάνα παιδάκι στο έργο έτσι, με παίρνανε και μέσα και με χώνανε και, ήθελα δεν ήθελα που λέει, έκανα και τον κομπάρσο. Στις άλλες τις κούνιες, που ήτανε με τις βάρκες ανεβαίναμε, αλλά εμένα θυμάμαι ότι με πείραζε, με έπιανε ναυτία. Όπως αργότερα, που πήγα και στο ναυτικό, είχα πολλά προβλήματα με τη ναυτία. Θα σας πω κάποιες ιστορίες, θα γελάτε κιόλας. Λοιπόν, οπότε δεν το χαιρόμουνα πολύ, τις βάρκες, τις κούνιες, πέρα δώθε. Επίσης, στηνότανε και πάρα πολλά καφενεία, εστιατόρια, καφενεία, γιατί πολύς κόσμος απ’ όλη την περιοχή ερχότανε στο πανηγύρι. Ο κόσμος… αυτή ήτανε και η ψυχαγωγία του κόσμου. Λοιπόν, κι έτσι περνούσαμε. Σε μια πανήγυρη, ίσως να ήμασταν στο Βρυσάκι. Αν το Βρυσάκι -αν θυμάμαι καλά- ήτανε μετά από τον Γιδά προς τη Βέροια το πρώτο χωριό, μου φαίνεται πως λεγόταν Βρυσάκι. Εκεί, αργότερα στον ανταρτοπόλεμο, επειδή εγώ βέβαια ήμουνα μικρό παιδάκι στον ανταρτοπόλεμο. Ανταρτοπόλεμος. Έχουμε φωτογραφίες από… με τ’ άλογα που ερχότανε και καβαλάρηδες με τα όπλα. Έχω φωτογραφίες, έχει ο πατέρας μου δηλαδή φωτογραφίες, βγαλμένες απ’ τον ανταρτοπόλεμο πάρα πολλές, που δείχνουνε την εποχή εκείνη πώς ήτανε, σχεδόν ζωντανά. Σε αυτό το πανηγύρι λοιπόν, εγώ πρέπει να ήμουνα 7-8 χρονών, γιατί θυμάμαι ότι χωρούσα μέσα στα σκέλια του πατέρα μου. Θυμάμαι ότι χωρίς να μου πει κανένας τίποτε, αλλά είχα δει ότι θέλανε να κάνουν κακό στον πατέρα μου, να τον σκοτώσουνε. Και εγώ κάτι είχα αντιληφθεί και πήγα και χώθηκα μέσα… μέσα στα σκέλια του πατέρα μου, και αυτοί μου λέγανε, μου δίνανε εντολή να φύγω: «[00:30:00]Φύγε από κει! Φύγε από κει!», να μην τυχόν με… να είναι ελεύθερο το… ο στόχος τους. Και εγώ δεν… και εγώ κουλουριαζόμουνα μέσα στα σκέλια του πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ήταν και ψηλός άνθρωπος, ήταν και κοντός. Λοιπόν, και θυμάμαι ότι τον είχα σώσει. Και όταν σε μια στιγμή αυτοί απομακρυνθήκανε και μπόρεσε ο πατέρας μου να… μπορούσε να ξεφύγει, τότε λέει στη μητέρα μου -γιατί ήταν και η μητέρα μου, η Άννα- λέει ο πατέρας μου: «Άννα, εγώ θα φύγω. Εσύ πρόσεξε το παιδί, παρ’ τη μηχανή και να πάτε στον Γιδα». Κι έφυγε θυμάμαι ο πατέρας μου. Πιο έξω ήταν ένα ανάχωμα και πήγε και χώθηκε μέσα στο ανάχωμα και ανάχωμα, ανάχωμα, ανάχωμα, μπόρεσε να πάει στον Γιδά. Ναι, οπότε εγώ… Εμένα η μητέρα μου με φρόντισε και μαζέψαμε τη μηχανή και το φόντο και ό,τι είχαμε, και φύγαμε και εμείς. Έτσι ένα συμβάν τέτοιο απ’ τον ανταρτοπόλεμο. Ο πατέρας μου, μετά από την περιοδεία αυτή που έκανε σε όλα τα χωριά εκεί πέρα που πήγαινε, και έχουμε πάρα πολλές ιστορίες, εγώ είχα κάνει και πολλούς και καλούς φίλους. Οι συμμαθηταί μου όλοι, που ήταν εκεί στην Αλεξάνδρεια, κάποιος Μακρής Χρήστος, κάποιος… κάποιος Γιώργος μικροπαντρεμένος, ο Πέτρος ο Βουρκίδης, ο Αντώνης, ο Αντωνάκης που δούλευε στο σαράβαλο, έτσι λεγόταν ένα παντοπωλείο, ένας καλός μου φίλος μου. Με αυτόνα θυμάμαι -θα σας πω τώρα- κάναμε καντάδες. Είχε μια κοπέλα που την αγαπούσε πάρα πολύ και μ’ έπαιρνε και εμένα, γιατί και αυτή είχε μια φιλενάδα, δίπλα, μια γειτόνισσα, και μ’ έπαιρνε και μένα μαζί και πηγαίναμε και καθόμασταν κάτω απ’ το μπαλκόνι της και της κάναμε καντάδες. Και παίρναμε και κάνα τσιπουράκι, και καμιά ελιά και λίγο τουρσί, και καθόμασταν κάτω απ’ το μπαλκόνι και είχαμε, είχε την έννοια του αυτός, ότι η αγαπημένη του τον νοιάζεται και τον σκέφτεται. Έτσι τα παιδικά μας… Λοιπόν, και είχα φίλους, είχα φίλους πολλούς, τους οποίους μετά είχαμε κάνει, και θα σας πω και για περισσότερες παρέες. Εκεί, στον Γιδά λοιπόν -τώρα δεν ξέρω πόσο απαραίτητα είναι αυτά, αλλά επειδή τα θυμάμαι, μου είχανε κάνει εντύπωση- είχε καβάκια, ψηλά καβάκια και πάνω είχε γεμάτο κάργιες, «Κρα! Κρα! Κρα!» φωνάζαν οι κάργιες, επάνω στα καβάκια, πολλά καβάκια. Ήτανε… το καβάκι είναι ένα δέντρο που είναι στενό και πολύ ψηλό. Και ήταν αυτό γεμάτο από κάργιες και «Κρα! Κρα! Κρα!» οι κάργιες και έκαναν μεγάλη εντύπωση δηλαδή, έναν θόρυβο που δεν μπορείς να το ξεχάσεις, γι’ αυτό και τα θυμάμαι ακόμα. Όπως επίσης, πιο πέρα απ’ τον φίλο μου, τον Πέτρο τον Βουλκίδη, το σπίτι πίσω, επειδή πηγαίναμε και καθόμασταν στο σπίτι του και διαβάζαμε και γράφαμε. Δίπλα, λοιπόν, είχε μια μικρή λιμνούλα, μικρή, μικρούλα, πολύ μικρή λίμνη, έναν χώρο δηλαδή που… και είχε βατράχια, και «Κουάξ! Κουάξ! Κουάξ!» τα βατράχια, ακόμα τα θυμάμαι ρε. Αυτά, να μη σας κουράζω με τέτοια.  Και τα θυμάμαι όμως. Κι έτσι, μετά από το… από τον Γιδά, ο πατέρας μου πήγαινε, πήγαινε και, όπως είπαμε, στη Θεσσαλονίκη και είχε τις άδειές του, τις οποίες έχω κι εγώ στο αρχείο μου. Όλα αυτά που ήτανε, ήτανε πριν από τον πόλεμο, γιατί μετά που άνοιξε το μαγαζί στον Γιδά απ’ τον πόλεμο και μετά, εγκαταστάθηκε εκεί πέρα στον Γιδά και είχε το μαγαζί, είχε και πίσω ένα δωμάτιο και εκεί κοιμόμασταν. Θυμάμαι ότι για να ζεσταίνομαι, μου είχε μια προβιά ενός πρόβατου, που μου την έβαζε από κάτω για να ζεσταίνομαι το βράδυ που κοιμόμουνα, να με ζεσταίνει το δέρμα που είχε πάνω το τρίχωμά του. Ναι.

Χ.Ε.:

Λοιπόν, μετά όμως εγώ δεν ήμουνα παιδί των γραμμάτων, ήμουνα παιδί των τεχνών. Και ήθελα πολύ να γίνω μηχανικός, να γίνω μουντζούρης δηλαδή. Και πάντα με συγκινούσε μια φόρμα λερωμένη και τα μουτζουρωμένα χέρια, όπως ήταν και τα τραγούδια του Καζαντζίδη τότε. Λοιπόν, και είπα τον πατέρα μου ότι θέλω να πάω στον «Ευκλείδη». Δεν μου αρνήθηκε ο πατέρας μου, δεν θυμάμαι να ήταν αρνητικός. Μου λέει: «Καλά παιδί μου, εφόσον θέλεις να πας στον «Ευκλείδη», να πας». Και όντως πήγα. Εγώ όμως, όπως είπα, δεν ήμουνα των γραμμάτων, και θυμάμαι ότι στο Γυμνάσιο που πήγαινα, στα αγγλικά, ότι είχα το βιβλίο και αντέγραφα και είχα πάρει και είκοσι, γιατί είχα κάνει αντιγραφή απ’ το βιβλίο και ο πατέρας μου -Θεός συγχωρέσ’ τον- καμαρώνε ότι εγώ θα μάθω αγγλικά. Εγώ, όμως, το εικοσάρι το είχα πάρει γιατί… γιατί ήτανε κλεμμένα. Είχα ένα βιβλίο κάτω απ’ το θρανίο και όταν δεν έβλεπε ο δάσκαλος, εγώ αντίγραφα. Τέλος πάντων.  Επίσης, επίσης θυμάμαι -και είναι και αυτό αξιόλογο για την παιδεία-, ότι στα τετράδιά μου, όταν τα έδινα για διόρθωση, για τα ορθογραφικά λάθη, ήμουν τελείως ανορθόγραφος και θυμάμαι ότι τα τετράδια μου, όταν τα ‘βλεπα, ήτανε κατακόκκινα απ’ την κόκκινη, το κόκκινο στυλό που χρησιμοποιούσε και υπογράμμιζε τα λάθη μου. Και όταν τα ‘βλεπα εγώ, το τετράδιό μου από μπλε στυλό που είχα εγώ, να γίνεται κατακόκκινο, στεναχωριόμουν και λυπόμουνα ότι δεν είμαι για γράμματα. Τέλος πάντων, αλλά τα θυμάμαι αυτά που με πίκραναν. Επίσης, το βράδυ που έγραφα, είχαμε τις γκαζόλαμπες -και αυτό το θυμάμαι-, είχαμε γκαζόλαμπες και -αυτά βέβαια για το Δημοτικό- οι γκαζόλαμπες, και η μελάνη που χρησιμοποιούσαμε ήτανε μια χρυσαφένια μελάνη, ασημένια, χρυσαφένια, έτσι είχε μια αυτή. Και την οποία εγώ όταν έγραφα, πάθαινα μια αλλεργία. Αλλά ούτε ήξερα τότε ότι αυτό είναι αλλεργία, αργότερα το κατάλαβα. Αλλά μου χαλούσε τη διάθεση το χρώμα της μελάνης, δεν μου έκανε όρεξη να γράψω και να κάνω τα γραπτά μου. Αλλά ποιος ποιος τα πρόσεχε αυτά από τότε; Λοιπόν, με τη γκαζόλαμπα και με τη μελάνη αυτή. Οπότε, πήγα στο… πήγα στη Θεσσαλονίκη, γύρισα πίσω στη μητέρα μου, που ήτανε… Μέναμε εντωμεταξύ, φύγαμε από το Καφαντάρη και πήγαμε στην Ξηροκρήνη, σε ένα εβραίικο σπίτι, το οποίο ήτανε κατεστραμμένο και ο πατέρας μου είχε κάνει μια ψευτοσκεπή και θυμάμαι ότι όταν έβρεχε, βάζαμε μέσα στο σπίτι όλα τα ταψιά που είχε η μητέρα μου, που έκανε πίτες, φαγητά, τα βάζαμε για να μαζεύουμε τα νερά και να μην πλημμυρίζουμε. Αργότερα, το σπίτι αυτό το έχτισε η πρόνοια, η πρόνοια, αλλά θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή, μπροστά από το σπίτι μας εκεί, ήταν μια πλατεία που ήτανε, που έπαιζε μπάλα ο «ΠΟΞ», «Ποδοσφαιρική Ομάς Ξηροκρήνης», έτσι λεγότανε, «ΠΟΞ», και έκανε προπονήσεις εκεί πέρα. Εκεί λοιπόν, στην πλατεία, είχε απομεινάρια από βόμβες. Αυτές τις βόμβες πηγαίναμε εμείς και ανεβαίναμε πάνω τις καβαλούσαμε και τις κάναμε σαν να ήταν άλογα, «τίκι-τακ, τίκι-τακ, τίκι-τακ» κάναμε, τάχα ήμασταν καβαλάρηδες, αλλά ήταν μπόμπες. Μπόμπες, μεγάλες μπόμπες, που τα σκέλια μας δεν τις κλείνανε. Δεν τις… Βέβαια, πολύ μεγάλες μπόμπες, που ρίχναν στον πόλεμο. Και θυμάμαι, επίσης, ότι εκεί κοντά στη γειτονιά μας, [00:40:00]είχε κάτι τάφους μαρμάρινους, που δεν ήξερα ότι ήταν τάφοι, αλλά βλέπαμε εμείς κάτι μαρμάρινα ένα επί δυόμισι. Κάπως έτσι ήτανε, δυόμισι μέτρα. Και δεν ξέραμε πώς βρεθήκαν εκεί πέρα αυτά τα… Αργότερα, καταλάβαμε ότι ήτανε τάφοι, τάφοι και δεν ξέρω τίποτα άλλο. Μετά, για λίγο να πούμε, τι να πούμε τώρα; Να πούμε… Πού να συνεχίσουμε; Να συνεχίσουμε για τον «Ευκλείδη»; Να πάμε πάλι στη φωτογραφία; Τι;

Μ.Β.:

Θα θέλατε να μου πείτε όσο ήσασταν στον «Ευκλείδη», που γυρίσατε στη Θεσσαλονίκη, τι κάνατε με τη φωτογραφία; Φωτογραφίζατε τότε;

Χ.Ε.:

Βέβαια, βέβαια. Είπαμε ότι η μηχανή… Να, εντάξει, θα πω κάτι. Στις παρελάσεις που γινότανε στον Γιδά όταν ήμουνα και μετά που πήγαινα και… γιατί όταν… τα καλοκαίρια, Κυριακές δηλαδή όταν λέμε καλοκαίρια, που δεν είχαμε σχολείο και δεν είχαμε τίποτε, πηγαίναμε και βοηθούσαμε τον πατέρα μου σε κάποιες εκδηλώσεις που γινότανε. Εγώ, λοιπόν, έπαιρνα τη φωτογραφική μηχανή και έβγαζα τις παρελάσεις, έβγαζα τον κόσμο. Επάνω εκεί στου Μωραΐτη γινότανε η βόλτα, η λεγόμενη, στα χωριά. Όλος ο κόσμος έβγαινε εκεί πέρα έξω για να βρούνε και γαμπρίζανε η νεολαία, λοιπόν να βρούνε το ταίρι τους. Και πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, και εγώ με τη μηχανή κρεμασμένη, προσπαθούσα να βγάλω φωτογραφίες ή τα κρυφοζευγαράκια, ή τα αρραβωνιασμένα, ή τα νεοπαντρεμένα, ή τις οικογένειες που κάνανε βόλτα και μαζευόταν όλη η οικογένεια μαζί κι έβγαζα φωτογραφίες. Και βέβαια, και δεν μου έμενε καιρός για να γαμπρίζω, και ήταν έτσι μια στεναχώρια για μένα, σαν παλικαράκι που ήμουνα, και ομολογουμένως σου λέω Μαρία ότι ντρεπόμουνα, ντρεπόμουνα και λίγο, αλλά την ντροπή την ξεπερνούσε η… Ήμουνα το καλό παιδί δηλαδή, που δεν ήθελα να στεναχωρήσω και τον πατέρα μου. Ήμουνα το καλό παιδί πράγμα, γιατί όλοι μου λέγανε, στον πατέρα μου: «Τι καλό παιδί, καλό παιδί!» και εκείνος απαντούσε: «Για τον εαυτό του να είναι». Κι έτσι, ο κόσμος ήτανε εκεί και περπατούσε και γάμπριζε, και εγώ αποθανάτιζα τα ενθύμια του κόσμου να πούμε. Nαι, κι έτσι... Αυτό βέβαια με διέπλασε και τον χαρακτήρα μου και είμαι έτσι ευχαριστημένος μέχρι σήμερα που είμαι 82 ετών, να χαίρομαι για την πορεία μου, όχι ότι ήμουνα και αναμάρτητος. Και αμαρτίες έχω κάνει και πολλές και μεγάλες, αλλά σαν άνθρωπος θνητός, ήθελα πάντα να είμαι έτσι κάτω από τη σκεπή του Χριστού, της εκκλησίας, στα κατηχητικά σχολεία πάντα πήγαινα. Εκεί στην Ξηροκρήνη είχα την αδελφή μου τη Μαρίκα, που μετά όταν έγινε καλογριά, τη λέγαν Μελετία. Αυτή έπρεπε κάθε Κυριακή που θα πήγαινα στην εκκλησία, στους Άγιους Πάντες εκεί, να φέρω από το κατηχητικό την εικονίτσα. Μας δίναν μια εικονίτσα και ήτανε σαν αμοιβή δηλαδή, ένα ενθύμιο από την παρακολούθηση των μαθημάτων. Και την έφερνα στο σπίτι με ικανοποίηση και η αδελφή μου, η μετέπειτα καλογριά, η Μαρίκα, ήταν πάντα χαρούμενη, γιατί ήταν δέκα χρόνια πιο μεγάλη από μένα και αυτή με προστάτευε. Όταν πήγαινε στις αγρυπνίες, μ’ έπαιρνε μαζί της για σύντροφο και γιατί βράδυ, γυρνούσε 00:00-01:00 από την αγρυπνία και πήγαινε σε όλες τις αγρυπνίες της περιοχής της Ξηροκρήνης εκεί πέρα. Οπότε μ’ έπαιρνε και μένα μαζί της για να ‘χει παρέα να γυρίζει τα μεσάνυχτα πίσω. Και θυμάμαι πολύ καλά ότι με έβαζε σε ένα στασίδι και εγώ δεν άντεχα και κοιμόμουνα πάνω στο στασίδι, αλλά και δεν διαμαρτυρόμουνα, να την πω ότι: «Ξέρεις, δεν έρχομαι άλλη φορά» ή «Δεν πάμε» ή «Πάμε να φύγουμε». Ήμουνα της υπομονής, όπως είπα. Κι έτσι, έκανα και αυτήν τη δουλειά. Η Μελετία δε, η Μαρίκα δηλαδή, εγώ ήθελα να πάω στα μπάνια. Αλλά μπάνια εκεί πέρα έπρεπε να κάνουμε… τα πιο κοντινά, που ήταν πολύ μακριά δηλαδή, ήτανε τα σφαγεία, εκεί που ήταν το Μπέξιναρ. Και πόση ώρα; Να πω ότι ήτανε πέντε-έξι χιλιόμετρα; Εφτά χιλιόμετρα; Δεν θυμάμαι. Πολύ μακριά ήτανε για εκείνη την εποχή και πηγαίναμε με τα πόδια. Κάναμε το μπάνιο, θυμάμαι μέσα εκεί ότι οι γεωργοί βάζανε τα δεμάτια απ’ άχυρα μέσα στην αλμύρα για να το τρώνε, φαίνεται ήτανε πιο εύγεστο το χόρτο, και εμείς ανεβαίναμε αυτά και τα κάναμε σαν σχεδίες και σαν βάρκες, τις μπάλες από άχυρο, που ήτανε κάτι κύβοι δηλαδή, παραλληλόγραμμα έτσι, κάπως. Λοιπόν, και όταν γυρίζαμε λοιπόν στο σπίτι, εμένα με έκαιγε ο ήλιος. Φαινόταν ότι πήγα στη θάλασσα. Κρυφά από το σπίτι, δεν ξέρανε. Γιατί δεν μας αφήναν. Δεν ξέρω γιατί. Δεν μας αφήναν. Και θυμάμαι ότι η καλογριά, η Μελετία, μ’ έγλειφε εδώ το χέρι μου, ότι έχω αλμύρα. Και καταλάβαινε, ήταν σίγουρη πλέον, ότι ο ήλιος δεν ήτανε ότι ήμουνα στην πλατεία κι έπαιζα μπάλα, αλλά ότι ήμουνα στη θάλασσα. Έγλειφε, λοιπόν, το χέρι μου, τον καρπό από δω, και η αλμύρα ήτανε πάνω. Και να, δώσ’ του ξύλο! «Πού ήσουνα;», «Να, εδώ, έπαιζα μπάλα». Εγώ όμως… Και τις έτρωγα βέβαια. Ήμουνα… με είχε υπό την επιτήρηση της, ώρα της καλή. Στην Ξηροκρήνη εκεί, τώρα μια που βρεθήκαμε εκεί, είχαμε μια πλατεία που λέγαμε και παίζαμε ξυπόλητοι μπάλα. Λοιπόν, δεν ήμουνα μπαλαδόρος, αλλά έπαιζα μπάλα. Είχαμε κάτι μπαλαδόρους. Θυμάμαι κάποιον Χαρίλαο… Πω πω πω! Όλο τρίπλες ήτανε. Λοιπόν, παίζαμε ξυπόλυτοι μπάλα επάνω στα πετραδάκια και τα πόδια μας, τα γόνατά μας ήτανε μονίμως με σπυριά, γιατί πέφταμε όλο και ματώνανε. Ποτέ δεν γιατρεύοτανε τα γόνατα. Όλο, όλο… Μονίμως ήταν σπυριά. Με τα κοντά παντελονάκια ήμασταν. Και η ιστορία μου τώρα, που πήγα… εγώ που πήγα στον «Ευκλείδη» να πω; Πώς δούλεψα; Πώς έκανα;

Μ.Β.:

Πριν μου πείτε αυτά, θέλω να μου πείτε στην Ξηροκρήνη όσο ήσασταν, ο πατέρας σας ήταν στο Γιδά ακόμη από ότι κατάλαβα. Εσείς τι φωτογραφίζατε εκεί πέρα; Φωτογραφίζατε…

Χ.Ε.:

Τον κόσμο. Τον κόσμο. Ερχόταν στο σπίτι και λέγαν: «Θέλουμε φωτογραφίες».

Μ.Β.:

Στο σπίτι.

Χ.Ε.:

Δεν είχαμε φωτογραφείο στη Θεσσαλονίκη. Στην Ξηροκρήνη υπήρχε ένας φωτογράφος που λεγότανε «Φώτο Ανέστη» πιο πέρα, εκεί κοντά στους Άγιους Πάντες, πώς λεγότανε. Δεν θυμάμαι. Χαρίλαος, στον Χαρίλαο, μια περιοχή που λεγόταν «Χαρίλαος» μου φαίνεται. Τέλος πάντων. Εμείς δεν είχαμε φωτογραφείο στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο κόσμος ερχότανε και τον βγάζαμε φωτογραφίες, και αυτές. Γιατί και εγώ, εκεί στην Ξηροκρήνη, πάλι κουβαλούσα τη μηχανή. Εμένα η μηχανή δεν έλειψε ποτέ απ’ τον λαιμό μου. Ποτέ, ποτέ. 

Μ.Β.:

Και πληρωνόσασταν-

Χ.Ε.:

Ναι. Ε;

Μ.Β.:

Σας πληρώνανε για να…

Χ.Ε.:

Ναι, βέβαια, βέβαια. Ναι, πληρωνόμουνα. Πληρωνόμουνα, βέβαια. Τις πουλούσαμε τις φωτογραφίες, βέβαια. Λοιπόν…

Μ.Β.:

Και βγάζατε και πλανόδια;

Χ.Ε.:

Και;

Μ.Β.:

Ερχόντουσαν στο σπίτι, αλλά ήσασταν και πλανόδιος φωτογράφος στη Θεσσαλονίκη; 

Χ.Ε.:

Ποιος;

Μ.Β.:

Εσείς. Ήσασταν…

Χ.Ε.:

Όχι, όχι, όχι.

Μ.Β.:

Όχι.

Χ.Ε.:

Μόνο στη γειτονιά μου. Μόνο στη γειτονιά μου φωτογράφιζα εγώ εκείνη την εποχή. Γιατί εγώ δούλευα, πήγαινα στον «Ευκλείδη». Τη μέρα δούλευα στο μηχανουργείο. Από 14 χρονών παιδί έχω βιβλιάριο ενσήμων. Ώρα του καλή ή Θεός συγχωρέσ’ τον, δεν ξέρω, κάποιος Δεσποτάκης Μιχάλης, ο οποίος με πήρε στο μηχανουργείο του, γιατί εγώ καταρχήν ε[00:50:00]ίχα πάει σαν… Να ξεκινήσω, να πάω πιο πίσω. Στη γειτονιά, λοιπόν, που ήμουνα εγώ, στην Ξηροκρήνη, Γρηγορίου Κολωνιάρη 29, εκεί δίπλα είχε ένα κουρείο. Και εγώ ήθελα να πάω, ήμουνα δουλευτάρικο παιδί, ξέρω ‘γω; Δεν ξέρω. Άξιο παιδί. Και πήγαινα και ξεσκόνιζα τα ρούχα των αυτών που κουρευότανε. Έπλενα τα φλυτζάνια εκεί πέρα που είχανε, τα δοχεία με τις σαπουνάδες και έβγαζα ένα χαρτζιλικάκι. Πρώτη-πρώτη δουλειά, λοιπόν, που έκανα έξω από το σπίτι, εκτός τη φωτογραφική, ήταν στο κουρείο.

Χ.Ε.:

Μετά, όταν πήγα στον «Ευκλείδη», βρήκα δουλειά εκεί, Αγίου Δημητρίου. Όχι -συγνώμη- Διοικητηρίου, Διοικητηρίου, απ’ τον Βαρδάρη περίπου 200 μέτρα σε έναν δρόμο, σε ένα… σε μια γωνιά που είχε. Είχε… ήτανε ένα γκαράζ και ήταν μέσα ένας ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων. Πήγα, λοιπόν, εκεί μέσα και δούλεψα. Θυμάμαι ότι έτρεμα απ’ το κρύο, όλα τα τζάμια ήταν σπασμένα και εγώ κρύωνα και φορούσα μάλλινα ρούχα. Και τα ρούχα μου λιώνανε απ’ τα υγρά από τις μπαταρίες. Και κρύωνα κιόλας, ήμουνα παιδάκι 14 χρονών, γιατί μια τάξη πήγα στο Γυμνάσιο, στην Αλεξάνδρεια, στον Γιδά. Δεν πήγα άλλο στο Γυμνάσιο. Πήγα, λοιπόν… Πήγαινα και σε έναν τορναδόρο και έκαμνα τα δαχτυλίδια από τις μίζες, τα δυναμό που θέλανε να αλλάξουμε δαχτυλίδια, έτσι λεγότανε. Πηγαίναμε σε αυτό το μηχανουργείο. Και ήταν κλειστό με τζαμαρία μέσα, είχε και ένα καμίνι, που άναβε φωτιά. Καμίνι, εκεί που ζεσταίνουν τα σίδερα δηλαδή, οπότε ήτανε ζεστό και τον λέω: «Μάστορα -λέω- θέλεις να ‘ρθω εδώ πέρα να δουλέψω;». Μόνος μου δηλαδή βρήκα τη δουλειά, και την πρώτη μόνος μου βρήκα και τη δεύτερη. «Ναι -μου λέει-, να ‘ρθεις» φαίνεται γιατί με ήξερε που πηγαινοερχόμουνα με τα εξαρτήματα και με είχε συμπαθήσει προφανώς και με πήρε. Έκατσα εκεί δύο χρόνια, γιατί μετά αυτός έφυγε και πήγε στην Αυστραλία, είχε κάποιους συγγενείς, και πήγε δυστυχώς. Ήταν ο μεγαλύτερος μάστορας, όχι της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας! Μεγαλομάστορας, καταπληκτικός μάστορας! Το λέω και σήμερα που έχω γνώση, γνώσεις μηχανικής και τόρνου πολύ μεγάλες. Ήτανε πολύ μεγάλος μάστορας. Και έμαθα πάρα πολλά πράγματα, αλλά ποτέ δεν μ’ άφηνε να δουλέψω επάνω στον τόρνο. Μόνο τον καθάριζα, τον τόρνο μόνο τον καθάριζα. Θα σας πω και ένα ευτράπελο τώρα εδώ πέρα. Μα λάμπα, λοιπόν, κρεμαζότανε επάνω από τον τόρνο. Στην περιφέρεια, λοιπόν, της λάμπας αυτής, όταν περνούσε, ήξερα ποια ώρα θα περάσει μια κοπέλα που μ’ άρεζε, ας πούμε η ώρα 12:00 που θα πάει για ψωμί, εγώ εκείνη την ώρα δεν ήμουνα στο μηχανουργείο. Τα μάτια μου ήτανε στη λάμπα και έβλεπα τη φιγούρα της, τη διέκρινα μέσα απ’ το γλόμπο της λάμπας και για να μη γυρίζω συνέχεια και βλέπω έξω. Μόλις, λοιπόν, έβλεπα ότι περνάει, τότε γύριζα το κεφάλι μου έξω για να τη δω, και ήμουνα χαρούμενος. Εκεί έχω κι άλλες λεπτομέρειες αλλά να μην τα πω τώρα. Ας μιλήσω για… Αφού έφυγε τ’ αφεντικό αυτό και πήγε στην Αυστραλία, εγώ βρήκα ένα μηχανουργείο στην οδό Ειρήνης και όλα αυτά που είχα μάθει, που είχα δει, είχα διδαχθεί, όλα τα είχα συγκρατήσει και άρχισα να τα εφαρμόζω σ’ αυτό το μηχανουργείο που πήγα. Ήμουν, λοιπόν, ένα καλό χέρι για την ηλικία μου. Τότε δηλαδή θα ήμουνα 17 χρονών; 16; Σ’ αυτό το μηχανουργείο που πήγα, αυτός κατασκεύαζε μηχανήματα για τους λευκοσιδηρουργούς. Κορδονιέρες, κυλίνδρους, κι άλλα τέτοια, που κάναν τα μπουριά δηλαδή οι λευκοσιδηρουργοί και κατασκεύαζε τέτοια μηχανήματα. Για να τα κατασκευάσεις αυτά τα μηχανήματα, είχε μέσα τόρνο, φρέζα, για να κάνετε γρανάζια, πλάνια, για να πλανιάρει, δράπανο, τροχό και δεν θυμάμαι. Πριόνι είπα; Και πριόνι. Λοιπόν, όλα αυτά είχαν μέσα εγκατάσταση με λουριά, με λουριά. Υπήρχε ένα μοτέρ κάπου σε μια γωνία, που έδινε την κίνηση επάνω στους άξονες, και με ιμάντες όλα τα μηχανήματα αυτά εκινούντο με… από αυτόν, από την κίνηση του ενός μοτέρ, που υπήρχε στην άκρη. Οπότε εγώ, μου ήτανε πολύτιμο αυτό, γιατί μέσα εκεί έμαθα να… και για τα άλλα εργαλεία. Και ήτανε σπουδαία μάθηση και για μένα. Αλλά κι εγώ έκανα τις δουλειές όλες, χωρίς να υπάρχει άλλος μέσα, εκτός απ’ τ’ αφεντικό. Ανέλαβα, λοιπόν, όλη αυτή τη δουλειά να τη βγάζω μόνος μου, και την έβγαζα μόνος μου. Από το χυτήριο που πήγαινα κι έπαιρνα τις βάσεις για τις τσάκες. Και τσάκες κάναμε, εκεί που κάναν τις γωνιές δηλαδή, ήταν ένα μεγάλο, μεγάλο εργαλείο. Ενάμιση μέτρο ήτανε. Λοιπόν, οι τσάκες αυτές. Οι βάσεις δεξιά και αριστερά ήτανε κομμάτια που τα παίρναμε απ’ το χυτήριο. Αυτό, όμως, είχε πάνω κάτι αφαλούς, που έπρεπε να αφαιρεθούνε με το κοπίδι, με το πριόνι, με…. Πω πω πω! Όλες τις δουλειές. Μετά να τα σπατουλάρω, να τα βάψω, να τα μοντάρω. Όλη τη δουλειά την έβγαζα εγώ από μόνος μου. Αλλά ήτανε το πίσω μέρος, στο πίσω μέρος του μηχανουργείου είναι τα κάστρα. Τα κάστρα της οδού Ειρήνης ήτανε ο τοίχος από το μηχανουργείο που δούλευα εγώ. Τα βλέπαμε δηλαδή ότι ήταν οι πέτρες φαγωμένες και παλιές, φθαρμένες και τα λοιπά. Πιο κάτω απ’ το μηχανουργείο ήτανε όλη η οδός Ειρήνης, είχε τότε… ήταν ένας οίκος ανοχής. Δεξιά κι αριστερά είχε σπίτια είτε διώροφα, κατεβαίνοντας την οδόν Ειρήνης για τον Βαρδάρη δεξιά, ήταν διώροφα σπίτια που ήταν οι γυναίκες, οι πόρνες ας πούμε. Και αριστερά που ήτανε το τείχος, το τοιχίο, τα αρχαία τείχη δηλαδή, εκεί είχε καφενεδάκια και πήγαινε ο κόσμος και εκεί έπινε και γλεντούσανε, και με τις γυναίκες και, δεν θυμάμαι. Εγώ δεν έχω πάει καμιά φορά, αλλά περνούσα και τα ’βλεπα να πούμε. Βέβαια, το να μεγαλώνεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι το καλυτερότερο, αλλά εμένα αυτό δεν με άγγιζε καθόλου. Καλά, για εκείνη την ηλικία έχουμε αρκετά να πούμε.

Μ.Β.:

Τέλεια.

Χ.Ε.:

Λοιπόν.

Μ.Β.:

Πείτε μου ό,τι θέλετε.

Χ.Ε.:

Οπότε, που δούλευα εκεί στην οδό Ειρήνης, για να το τελειώσουμε-

Μ.Β.:

Φυσικά, εννοείται.

Χ.Ε.:

Στην οδό Ειρήνης ήτανε όλο οίκοι ανοχής. Επομένως, κανείς έπρεπε να περνάει… Και περνούσε χιλιάδες κόσμος, γιατί όλη επάνω η Καλλιθέα, για να κατεβείς στον Βαρδάρη, από εκείνον τον δρόμο περνούσε. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Οπότε δεν ήτανε, αποκλειστικά ας πούμε, ήτανε οίκοι ανοχής, αλλά ήτανε… υπήρχανε πολύς κόσμος διερχόμενος. Αναγκαστικά περνούσαμε από κει όλοι. Λοιπόν, μετά δεν θυμάμαι γιατί έφυγα από τον Αποστολίδη. Α! Εγώ ήμουνα… Εμένα με είχε βαπτίσει κάποιος Λαμπίρης Χρήστος, ο οποίος είχε στον Βαρδάρη, εκεί που είναι σήμερα ο ΟΤΕ, οι εγκαταστάσεις του ΟΤΕ, πριν τα δικαστήρια δηλαδή, εκείνη η γωνία, ήτανε του νονού μου καφενείο. Ναι, που λεγότανε Λαμπίρης Χρήστος. Ήτα[01:00:00]ν ένας πολύ αρχοντάνθρωπος, ο οποίος έμενε και κοντά επάνω στην Αγίου Δημητρίου που σας είπα -που σου είπα- ότι μέναμε στο Καφαντάρη. Έμενε εκεί κοντά. Και προφανώς από κει γνωριστήκανε ή επειδή ο πατέρας μου ήτανε φωτογράφος στον Βαρδάρη. Και αυτό είναι μια εκδοχή, την οποία δεν γνωρίζω. Λοιπόν, και του δώσανε… Δώσαν το παιδί τους οι γονείς μου σε αυτόν τον Λαμπίρη. Αυτός δεν έκανε… δεν είχε παιδιά, αλλά είχε υιοθετήσει κάποιον Πρόδρομο, τον λέγαν Πρόδρομο. Λαμπίρης. Αυτός ήταν από μένα πέντε-έξι χρόνια μεγαλύτερος, εφτά, κάπου εκεί ήταν, μικρό παιδί ήταν. Ναι, και με βάπτισε αυτός. Γιατί το λέω αυτό; Εντωμεταξύ, έχω και… Α! Το καφενείο του δε ήτανε πολύ αρχοντικό, πηγαίνανε όλο αρχοντάνθρωπες. Να διαβάσουν εφημερίδα τους, να πιούν τον καφέ τους, τον ναργιλέ τους, ναι. Ήτανε πολύ έτσι αριστοκρατικό, κάτι έτσι το θυμάμαι. Και πολύ μεγάλο ήτανε. Τις εφημερίδες, μάλιστα, τις βάζανε σε κάτι πλαίσια που ήτανε ξύλινα, για να μπορούν να τη γυρίζουνε κατάλληλα. Ήταν έτσι μια τεράστια… Οι εφημερίδες ήταν τότε διπλές απ’ ό,τι είναι σήμερα και τις… Αυτοί μπορούσαν και τη βάζανε μέσα εκεί και δεν την πιάναν στα χέρια τους. Και τη διάβαζανε πιάνοντας το τελάρο, που ήταν τελαρισμένη η εφημερίδα. Το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί πήγαινα κι έλεγα τα κάλαντα εκεί Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, για να πάρω το χαρτζιλίκι, κατάλαβες; Πήγαινα στη νονά μου, πήγαινα και στον νονό μου. Βέβαια! Να μη χάσω κι από κει το χαρτζιλίκι. Κι έχω μια φωτογραφία που είμαι μαζί με τον αδερφό μου, τον Κώστα. Εκείνος με πήγαινε, γιατί εγώ ήμουνα πέντε χρονών παιδάκι, αυτό που σου λέω τώρα, και… Τώρα γιατί το είπα. Γιατί είχα πει τον νονό μου αν μπορεί να με βρει κάπου δουλειά, γιατί στο άλλο το μηχανουργείο κρύωνα πολύ, και σε κείνο. Ήταν ανοιχτό, δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Ο τοίχος ήτανε -σου είπα- τα τείχη, αυτά και κρύωνα κιόλας και ήθελα να πάω να εξελιχθώ κιόλας. Και τον είπα τον νονό μου και ο νονός μου γνώριζε τον Αποστολίδη που έκανε τις πετρελαιομηχανές. Έκανε πετρελαιομηχανές, κατασκεύαζαν πετρελαιομηχανές, ντίζελ μηχανές. Λοιπόν, και λέει: «Θα τον πάρουμε εκεί πέρα, στον Αποστολίδη». Και πράγματι, με πήρανε. Και πήγα και δούλεψα από την πρώτη μέρα σε ένα μηχάνημα τελείως αυτόματο που λεγότανε «revolver» κι έβγαζε τη δουλειά πολύ γρήγορα! Ήτανε -για την εποχή εκείνη- πώς λέμε τώρα τα αυτόματα; Το βάζεις… Και εκεί πέρα είχε τα μαχαίρια αλλάζαν εύκολα, οι ταχύτητες… Το σφίξε, το λύσε, δέσε. Ενώ εγώ ήμουνα μαθημένος με το ξύλο και με τα λουριά, να βάζω μπρος και να σταματάω, πήγα εκεί και ήτανε… Έπρεπε να κατεβάζω τον μοχλό και να τον σηκώνω. Να ανεβάζω, να κατεβάζω και να παίρνει μπρος. Στην αρχή, θυμάμαι Μαρία, ότι όταν ήθελα να σταματήσω αυτό το revolver, έκαμνα το χέρι μου, το σήκωνα επάνω, γιατί μου είχε μείνει η κίνηση από το μεγάλο το μηχανουργείο, να σταματήσω τον τόρνο. Και μετά θυμόμουν ότι έχει λεβιέ και σταματούσα. Αξίζει να σου πω ότι μέσα εκεί, στον Αποστολίδη, ο τόρνος ο δικός μου ήταν εδώ ας πούμε, ήτανε στη μέση είχαμε μια θερμάστρα και αμέσως μετά ήταν άλλος τόρνος. Εκεί δούλευε ο Νίκος… Νίκος, αλλά… Θα το θυμηθώ. Ο Νίκος, τον οποίο εμείς είχαμε δώσει και το παρατσούκλι «Φελλός». «Φελλός». Έχει σημασία. Κράτησε το αυτό να δεις τι θα πεις, τι θα ακούσεις γι’ αυτόν τον «Φελλό», τον Νίκο. Λοιπόν, και δούλευα εκεί μέσα, έκανα μέχρι που πήγα φαντάρος. Στην ηλικία των 17 ετών, εκεί σε αυτήν την περιοχή, είχα γνωρίσει και την πρώτη μου αγάπη. Ναι. Μια κοπελίτσα έτσι ψηλή, με δυο -πώς τις λένε;- πλεξούδες. Ναι μια ωραία κοπελίτσα, και την είχα ερωτευτεί. Και θυμάμαι ότι όταν την πρωτοέβγαλα -όταν πρωτοβγήκαμε έξω, όχι την πρωτοέβγαλα- και έβαλε το χέρι της… Εγώ φορούσα μια καμπαρντίνα και έβαλε το χέρι της και μ’ έπιασε το χέρι μου μέσα στην καπαρντίνα. Ακόμα θυμάμαι την ομορφιά και τη γλύκα που ένιωσα όταν της έπιασα και μ’ έπιασε το χέρι. Ήταν η πρώτη μας επαφή ας πούμε, έτσι με τα χέρια και τα λοιπά. Και εγώ σ’ εκείνο το ραντεβού φορούσα έναν ασημένιο σταυρό και έβγαλα και της τον έδωσα, γιατί το είχα ευχαριστηθεί πάρα πολύ το… αυτήν την… τη βόλτα αυτή που κάναμε. Εκεί, λοιπόν, είχα γνωρίσει την πρώτη μου αγάπη. Λοιπόν, και πήγαινα στον «Ευκλείδη». Στον «Ευκλείδη», Μαρία, Σαββάτο δεν είχαμε μάθημα, γιατί το Σάββατο ήταν η μέρα που θα λουζόμασταν. Και πηγαίναμε την Κυριακή, κάναμε σχέδιο. Πηγαίναμε -αν θυμάμαι καλά- στις 10:00 η ώρα, μετά την εκκλησία, και πηγαίναμε και είχαμε τρεις ώρες σχέδιο Κυριακή. Σαββάτο δεν είχαμε μάθημα, πηγαίναμε Κυριακή. Ήτανε πάρα πολύ δύσκολα. Τη μέρα από τις 08:00 η ώρα να πηγαίνω στη δουλειά, να σχολάω η ώρα 17:30-18:00, πόσο ήτανε, και έπρεπε να πάω στον «Ευκλείδη» εκεί. Απ’ τον Βαρδάρη να πάω στον «Ευκλείδη» με το ποδήλατο ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Και μετά να σχολάσω απ’ τον «Ευκλείδη» κατά τις 11:00-11:30 και να κάνω τη διαδρομή απ’ τον «Ευκλείδη» μέχρι την Ξηροκρήνη. Στην Ξηροκρήνη, εκεί που είναι σήμερα ο Άγιος Νικόλαος. Στο ύψος του Αγίου Νικολάου, εκεί ήτανε Γρηγορίου Κολωνιάρη 29 που έμενα. Και η φωτογραφική, φωτογραφική. Όταν, λοιπόν, είχε πανηγύρια… Και ένα από αυτό ήτανε της Αγίας Κυριακής, έξω απ’ τον Γιδά, σε έναν χώρο που ήτανε μοναστήρι, η Αγία Κυριακή ήτανε μοναστήρι, αλλά ήτανε σε μια πεδιάδα και δίπλα ήτανε ο Αλιάκμων ο ποταμός. Λοιπόν, και μεγάλη έκταση, αρκετά μεγάλη έκταση. Μπορώ έτσι να την εκτιμήσω δεκαπέντε, είκοσι στρέμματα, τέτοια έκταση μεγάλη, και είχε όλο δέντρα αιωνόβια, αιωνόβια. Πλατάνια και άλλα πολλά. Δεν θυμάμαι τι, άλλα ήταν όλα αιωνόβια δέντρα. Και πήγαινε πολύς κόσμος, γιατί ήταν μεγάλη η έκταση, με τα κάρα ο κόσμος μεταφερότανε και πήγαινε και στο πανηγύρι να ψωνιστεί, να κάνει. Εκεί, λοιπόν, μια μέρα, όπως εγώ ήμουνα και εγώ σαν φωτογράφος εκεί, έσπασε ένας κορμός, ένα κλαδί, ο οποίος τι κλαδί; Κλαδί ήτανε σαν να ήταν ένα μέτρο. Ένα αιωνόβιο δέντρο δεν έχει κλαδί κλαδάκι, είναι πενήντα, εξήντα, εβδομήντα πόντους κλαδιά, δέντρα ολόκληρα. Έσπασε, λοιπόν, αυτό κι έπεσε κάτω. Και από κάτω που είχε τον κόσμο, ο κόσμος σκοτώθηκε, σκότωσε αρκετά άτομα. Λοιπόν, εγώ εκείνη την ώρα είμαι πάντα ψύχραιμος σε αυτά, σαν φωτογράφος που ήμουνα από χρόνια. Χρόνια δηλαδή, αλλά είχα την εμπειρία. Λοιπόν, τραβάω φωτογραφίες και φεύγω αμέσως. Λέω: «Μπαμπά -λέω- θα φύγω, θα πάω στη Θεσσαλονίκη, στην εφημερίδα, να δώσω το ρεπορτάζ». Πράγματι πηγαίνω, μπαίνω στο τρένο, πάω στον Γιδά, γιατί εκεί ήμασταν στην Αγία Κυριακή, πηγαίνω στον Γιδά, παίρνω το τρένο και [01:10:00]κατευθύνομαι για Θεσσαλονίκη. Στον δρόμο, Μαρία, μου ‘ρθαν οι εικόνες των πολτοποιημένων σωμάτων και κεφαλών και τα λοιπά, που ήτανε πολτοποιημένα. Λιποθύμησα από αναγούλα δηλαδή, που θυμήθηκα τις εικόνες εκείνες. Ενώ όταν τα τραβούσα, δεν είχα πάθει τίποτε, μετά… ήμουν και παιδάκι βέβαια και πρώτη φορά μου τύχαινε τέτοιο πράγμα. Και πήγα και… πήγα στην εφημερίδα και έδωσα το ρεπορτάζ και ήμουνα ικανοποιημένος ας πούμε, γιατί έπαιρνα και από κει, μου δίναν και από κει κάνα χαρτζιλικάκι. Δειλά-δειλά άρχισαν να μου δίνουν κάτι τι. Έτσι συνέχισα και με τις άλλες εφημερίδες, με τη «Μακεδονία» καταρχήν, και όταν εκδόθηκε και η «Θεσσαλονίκη», και στη «Θεσσαλονίκη». Έχω και από τις δυό εφημερίδες ταυτότητα ότι ήμουν ανταποκριτής της «Μακεδονίας» και της «Θεσσαλονίκης». Και στα αθλητικά ήμουνα στα «Σπορ του Βορρά», αν θυμάμαι καλά. Ναι, στα «Σπορ του Βορρά», και από κει έχω την ταυτότητα, που έστελνα ανταποκρίσεις όσο ήμουνα στον Γιδά, έστελνα ανταποκρίσεις για την ομάδα. Λοιπόν, ανταποκρίσεις πήγαινα πολλές, γιατί πήγαινα στα γήπεδα. Πήγαινα, έχω φωτογραφίσει -τι να σου πω τώρα;- πρέπει να πιάσουμε πολλά ονόματα, αλλά να πω έτσι λίγα για να καταλάβεις για την εποχή. Τον Κούδα, τον Σαράφη, τον Ιωσηφίδη, τον Τερζανίδη, τον Φουντουκίδη. Από το μπάσκετ είχα τον Φιλίππου. Όχι Φιλίππου, τον Φιλίππου δεν τους θυμάμαι γιατί ήτανε και Αριανήδες. Δεν τους θυμάμαι, μόνο τους Παοκτσήδες θυμάμαι. Τέλος πάντων, από αθλητές. Εκδηλώσεις, είχα πάει στα καλλιστεία. Στα καλλιστεία που γινόταν στη Θεσσαλονικιά. Γιατί τότε βγάζαμε καλλιστεία την ομορφότερη και μετά πήγαινε στα καλλιστεία στην Αθήνα. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι που πήγαινε. Λοιπόν, εκεί… Και εκεί ήταν μεγάλη εμπειρία γιατί είδα τις γυναίκες να εξαρτώνται για το τίποτα. Δηλαδή, ένας φωτογράφος, επειδή θα τις έβαζε στην εφημερίδα, οι γυναίκες ήτανε πολύ εύκολες ρε παιδί μου και θα μπορούσε κανείς ας πούμε να… έτσι να παρασυρθεί και να... Λοιπόν, τα κορίτσια, όμως, δεν είχανε και τόσο γνώση τι τα περιμένει. Δεν ξέρουν κιόλας. Λοιπόν, και το ‘βλεπα εγώ αυτό, ξεχώριζε ότι ήταν εύκολη λεία για έναν κυνηγό ας πούμε, άντρα. Λοιπόν, έχω μεγάλη ας πούμε έτσι επιτυχία και εκεί, απ’ τα καλλιστεία. Επίσης, φεστιβάλ που δοθήκανε για την Κύπρο, για τη σκλαβωμένη Κύπρο, που δοθήκανε στα στάδια και μέσα ήτανε Μαρινέλλα, τραγουδιστές ας πούμε. Ο Χατζηνάσιος συνθέτης, ο Θεοδωράκης, ο Νικολάου, ο Φίλιππος Νικολάου, η Άννα Βίσση, πολλές, πολλά, πολλά ονόματα. Αυτήν τη στιγμή όλα τα ‘χω γραμμένα για να τα πω, αλλά αυτήν τη στιγμή καταλαβαίνεις ότι ήτανε όλοι, ο Βοσκόπουλος, ο Πάριος. Ναι, όλοι ήτανε νεαρά παιδιά. Η Ζωή Λάσκαρη μαζί με τον άντρα της, τον δικηγόρο, τον… Λοιπόν, ο Μπιθικώτσης. Και ναι, δηλαδή ναι. Και τα ‘χω, τους έχω φωτογραφία αυτά, σ’ όλους τους καλλιτέχνες. Πολιτικοί επίσης. Είχα φωτογραφίσει από βασιλείς, τον βασιλιά τον Παύλο, τον Κωνσταντίνο αργότερα, τον Πλαστήρα, τον Νικόλαο Πλαστήρα, που ήμουν ακόμα παιδάκι. Στον Γιδά είχε έρθει και τον είχα φωτογραφίσει παιδάκι, τον Πλαστήρα. Τον Παπανδρέου σε παρελάσεις που κάνανε στην Εγνατία, στην Εγνατία, ναι. Στο ύψος… πού είναι τώρα του Ελευθερίου Βενιζέλου το άγαλμα; Εκεί ήτανε στημένα τα… οι επίσημοι, πώς λεγότανε. Η εξέδρα των επισήμων, η εξέδρα των επισήμων. Βασιλιάς Κωνσταντίνος και υπουργοί, πρωθυπουργοί και τα λοιπά. Λοιπόν, επίσης μεγάλες εκδηλώσεις, έχω φωτογραφίσει τον καρνάβαλο της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε καρναβάλι που γινόταν στη Θεσσαλονίκη, στην Εγνατία οδό, βέβαια! Διάφορα φεστιβάλ, τα «Ανθεστήρια» στην Έδεσσα. Στα «Ανθεστήρια». Πολλές εκδηλώσεις, δεν τα θυμάμαι κιόλας τώρα όλα. Στα γήπεδα, όπως σου είπα, με την Εθνική Ελλάδος που είχαμε βγάλει με τη Ρωσία, την Εθνική Ελλάδος με τη Ρωσία είχαμε παίξει. Πρέπει να ήτανε στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Κι άλλα πολλά δηλαδή. Α! Ήμουνα σε ένα περιοδικό συνεργάτης -τώρα το θυμήθηκα-, συνεργάτης σε… Είχε πρωτοβγεί ένα περιοδικό, που λεγόταν ο τίτλος του «Οκτώ με οκτώ», 20:00 το βράδυ με 08:00 το πρωί. Η νύχτα δηλαδή, για τους για τους νυκτερινούς. Λοιπόν, και ό,τι γινόταν μέσα εκεί, εγώ πήγαινα και τα φωτογράφιζα. Πήγαινα δηλαδή στα μπαράκια, στα κεντράκια, στα κουτουκάκια και έβλεπα ποιος είναι μέσα; Είναι η Μαρία, η οποία είναι διάσημη και έτσι κι αλλιώς. Είναι αθλητές, είναι τραγουδιστές. Και έβγαζα και έδινα τις φωτογραφίες σε αυτό το περιοδικό, 08:00 με 20:00 τη νύχτα. Τότε ήμουνα στη Μηχανιώνα και είχα τη βέσπα, είχα βέσπα, την οποία είχα φέρει από τη Γερμανία. Λοιπόν, και πηγαινοερχόμουνα κι έκαμνα αυτό το ρεπορτάζ με τη βέσπα. Μεγάλη… Μεγάλος αγώνας. 

Μ.Β.:

Είχανε προσπαθήσει ποτέ να σας εμποδίσουνε-

Χ.Ε.:

Πώς;

Μ.Β.:

Να βγάλετε φωτογραφίες; 

Χ.Ε.:

Τι;

Μ.Β.:

Είχαν προσπαθήσει ποτέ να σας εμποδίσουν να βγάλετε;

Χ.Ε.:

Θα σου πω τώρα. Ναι, ναι. Αφορμή μου έδωσες. Είχα πάει, είχα πάει στο Πολύκαστρο. Να, τι μου θύμισες κοίταξε! Είχα πάει στο Πολύκαστρο για κάποιος που με γνώρισε φωτογράφο και αυτός δεν ήξερε τη δουλειά. Και μου λέει: «Χρήστο -λέει- θα ‘ρθεις -λέει- να μου δείξεις;» λέει αυτός. Ήξερε το μεράκι μου εμένα και την αγάπη μου για τη φωτογραφία. «Να ‘ρθω -του λέω- να ‘ρθω να σε δείξω -τον λέω- ορισμένα πράγματα». Πήγα, λοιπόν, στο Πολύκαστρο και κοιμόμουνα μες στο μαγαζί. Είχαμε… με είχε πάρει ένα κρεβάτι και κοιμόμουνα μες στο μαγαζί. Και τον έστρωσα το μαγαζί, τον έβαλα σε ρέγουλα το μαγαζί του. Εκεί, λοιπόν, είχα πάει σε έναν γάμο και ο παπάς -δεν με ήξερε εμένα- και ο παπάς δεν μ’ άφηνε να βγάλω φωτογραφίες μες στην εκκλησία. Υπήρχανε τέτοια συμβάντα, που δεν αφήναν τους φωτογράφους να βγάζουν φωτογραφίες, γιατί και οι φωτογράφοι ήταν άτακτοι και θρασείς, οι φωτογράφοι. Εγώ ξέρω ποιος είμαι και δεν θα λυπόμουνα ούτε θα χαριζόμουνα στον εαυτό μου, να έλεγα τον εαυτό μου θρασύ. Θρασύς δεν ήμουνα, αλλά γινόμουνα θρασύς, γιατί έπρεπε να βγάλω τη φωτογραφία που θέλω να βγάλω. Κατάλαβες, Μαρία μου; Άλλο να γίνεσαι και άλλο να είσαι. Εγώ δεν ήμουν θρασύς, γινόμουν θρασύς, γιατί έπρεπε να βγάλω τη φωτογραφία οπωσδήποτε! Έτσι και με τους μεγάλους. Όταν τους έστηνα: «Πηγαίντε εκεί! Εσύ δεν φαίνεσαι, έλα πιο εδώ, πάνω, αριστερά. Έλα πίσω! Έλα εσύ μπροστά! Κάτσε καλά! Μην κουνιέστε! Μην κάνετε». Δηλαδή είχα αποκτήσει αυτό το θάρρος και την οικειότητα να μπορώ να κάνω αυτό που θέλω. Ο φωτογράφος πρέπει να βγάλει αυτήν που θέλει, όχι να βγάζει πλάτες και… Λοιπόν, οπότε ο ιερέας μου ‘λεγε: «Δεν θα βγάλεις», εγώ δεν θα βγάλω. Άρχισα εγώ να βγάζω. Έρχεται που λες, μου αρπάζει το φλας απ’ τη μηχανή, [01:20:00]χωρίς εγώ να υποψιαστώ και μου έσπασε το φλας. Ναι. Ναι, κοίταξε, είναι αλήθεια ότι εδώ τώρα λέω, θα μιλήσω για τον χαρακτήρα μου. Εγώ όταν ήμουν μέσα στις εκκλησιές και έβγαζα φωτογραφίες γάμους και βαφτίσια, δεν αισθανόμουνα και τόσο άνετα, έτσι; Να λέμε την αλήθεια. Δηλαδή, είχα έτσι και μια ντροπή και μια συστολή, γιατί καταλάβαινα ότι χαλούσα το μυστήριο, γιατί όντως το χαλούσα. Ο κόσμος πρόσεχε τον φωτογράφο και όχι τον ιερέα που έλεγε τα θεία λόγια ας πούμε και τα ιερά, κατάλαβες; Δεν ήτανε και τόσο πρέπον αυτό, αλλά έλα που ας πούμε η δουλειά το… αλλά εγώ το καταλάβαινα όμως και το ομολογώ τώρα, ότι δεν ήμουνα… ας πούμε έφερνα μια αταξία μες στην εκκλησία. Λοιπόν, όπως σου είπα και για το θαύμα που έγινε στη Μηχανιώνα, το θαύμα. Ήταν μια κυρία η οποία ερχότανε κάθε χρόνο, ονόματι Ελένη, δεν θυμάμαι το επίθετό της. Μια κάποια κυρία Ελένη με τον σύζυγό της και με ένα καροτσάκι, ερχότανε για αρκετά χρόνια στη Μηχανιώνα, στην πανήγυρη και προσευχόταν οι άνθρωποι και προσέφεραν υπηρεσίες. Ειδικά ο άντρας της και αυτή καθήμενη, ούτε μπορούσε να προσφέρει. Αυτή τη γυναίκα όμως, πρέπει να πω εδώ, ότι η πεθερά μου, η Μαρίκα, η Μαρίτσα, η πεθερούλα μου, τη φρόντιζε. Πήγε της έπλενε τα πόδια, της πήγαινε κάνα φαγάκι, της έπλενε, γιατί και η πεθερά μου ήτανε άνθρωπος της προσφοράς. Ήτανε αλτρουίστρια, όπως λέμε αλτρουισμός. Ήτανε αλτρουίστρια και προσέφερε ας πούμε τις υπηρεσίες της. Εγώ όταν ήρθα, είχα έρθει απ’ τη Γερμανία το ‘69 και μετά το ‘70 άνοιξα φωτογραφείο εκεί κοντά στην εκκλησία, για να μπορούν οι γάμοι να ‘ρχονται εύκολα να φωτογραφίζονται μέσα στο στούντιο. Οπότε ήμουν δίπλα στην εκκλησία. Μια μέρα, λοιπόν, άκουσα κουδουνοκρουσίες. Και αμέσως πήγε το μυαλό μου ότι κάτι συνέβη, κάτι έκτακτο για την Ελένη, γιατί την ξέραμε πλέον. Πράγματι, παίρνω τη μηχανή, πάω στην εκκλησία. Βλέπω τον κόσμο έκθαμβο εκεί μέσα, να σταυροκοπιέται, να αγκαλιάζει, να φιλάει, να συγχαίρει την κυρία Ελένη που σηκώθηκε. Αυτή, όταν είχε πει ο ιερέας: «Τα σα εκ των σων», τότε ένιωσε αυτήν τη ζεστασιά στα πόδια της και τη δύναμη να σηκωθεί και σηκώθηκε και περπάτησε! Λοιπόν, και αυτά όλα εγώ τα έχω φωτογραφίσει και τα ‘χω μέσα στο αρχείο μου σαν ιστορικά γεγονότα βέβαια, αδιάψευστα, που δείχνουνε και τον κόσμο πώς ήτανε, τις εκφράσεις του κόσμου, αλλά και η ίδια η Ελένη πώς είναι το πρόσωπό της, έτσι ευχαριστημένο απ’ τη θεία ευλογία που υπέστη στην Παναγία. Οφείλω να σου πω εδώ ότι εγώ όταν ήμουνα μικρός Μαρία -τώρα θυμήθηκα κάτι δικό μου, προσωπικό-, ήμουνα βραδύγλωσσος. Και ήταν κι ένας λόγος που δεν ήθελα να πάω σχολείο, γιατί ντρεπόμουνα. Η μητέρα μου, λοιπόν, με είχε τάξει στην Παναγία και μετά στον Άγιο Αντώνιο της Βεροίας, για να ιαθώ, να μου περάσει αυτή η πάθηση. Μ’ έφερε λοιπόν, επειδή ερχόμασταν εδώ στο πανηγύρι, μ’ έφερε λοιπόν η μητέρα μου εδώ στην Παναγία, στην εκκλησία, που ήταν μέσα με σιδεριές ένας χώρους, που ήταν κλειστός με σιδεριές, με στρόγγυλα σίδερα και είχαν μέσα την εικόνα για να μην την κλέψουν, να μην την… για λόγους ασφαλείας. Λέγανε ότι όταν επιδράσει η Παναγία, ότι έριχνε τους ασθενείς κάτω. Αυτούς που πιάνανε την εικόνα στην αγκαλιά τους, ότι τους έριχνε κάτω ορισμένους. Δεν ξέρω ποιους, αλλά ορισμένους. Τότε, λοιπόν, όταν είχαμε πάει εμείς, εμένα με είχε ρίξει κάτω η Παναγία και ίσως ήτανε και το θαύμα που έγινε σε μένα, γιατί μετά άρχισα να διορθώνεται η φρασεολογία μου, που ήμουν κεκές δηλαδή «κα κα κα κα κα, κε, κε, κε, κε». Δεν μπορούσα να αρθρώσω τις λέξεις και πάντα ντρεπόμουνα και είχα πρόβλημα και με… στον αισθηματικό δηλαδή. Και εκεί ντρεπόμουνα, είχα ντροπή. Όπως καταλαβαίνεις, παλικαράκι να έχεις αυτό το μειονέκτημα, δεν είναι και τόσο ευχάριστο. Λοιπόν, οπότε είχα και εγώ μια έτσι μικρός, μια αυτή τη γνωριμία μου με την εικόνα της Παναγίας. Το συμβάν, όχι γνωριμία. Και όταν γύρισα, όταν γύρισα, Μαρία, από τη Γερμανία, στη Γερμανία είναι άλλο κεφάλαιο. Θα τα πούμε σε κάποια άλλη στιγμή. Αλλά να πω για τη σχολή, όταν προσελήφθην στη σχολή. Εγώ πήγαινα… πήγαινα και έβγαζα φωτογραφίες στις ορκωμοσίες που κάνανε, έβγαζα φωτογραφίες. Μια μέρα, λοιπόν, ένας φίλος μου, μού λέει: «Ρε Χρήστο, στη σχολή ζητάνε καθηγητές, τεχνικούς δασκάλους. Μήπως -εσύ είσαι του ‘Ευκλείδη’- μήπως είναι κάτι που…». Του λέω: «Δεν ξέρω ρε Σωτήρη». «Ναι, ναι είδα -λέει- μια δημοσίευση. Πάνε ρώτησε» λέει. Η σχολή ήταν καινούργια η σχολή τότε. Τρία-τέσσερα χρόνια; Κάτι τέτοιο. Να πω εδώ ότι στα εγκαίνια της… τα εγκαίνια της σχολής όταν γίνανε απ’ τον Χολέβα, τον Υπουργό, επί Χούντας μου φαίνεται, τα είχα φωτογραφίσει εγώ. Ήτανε χωράφι εκεί η περιοχή και είχα φωτογραφίσει ένα άλλο ας πούμε έτσι φωτογραφικό μου, αποκλειστικότητα. Λοιπόν, είχα φωτογραφίσει τον θεμέλιο λίθο της σχολής. Και άλλο μετά τα εγκαίνια που βγάλαμε και τα λοιπά. Καθώς, επίσης, και τον θεμέλιο λίθος της Παναγίας Φανερωμένης. Βέβαια! Έχω τον θεμέλιο λίθο της και θα σου πω γιατί να… έχω πολλά να πω.

Χ.Ε.:

Λοιπόν, στη σχολή που πήγα… Όχι που πήγα, που μου είπε ο φίλος ότι υπάρχει αυτή. Λέω: «Για να πάω να ρωτήσω τον διοικητή μέσα, να κάνω μια ερώτηση». Πράγματι πήγα. Του λέω… τον οποίο ήξερα δηλαδή, και τον είπα, λέω: «Είμαι ο φωτογράφος που φωτογραφίζει εδώ πέρα, αλλά έχω -του λέω- και ένα πτυχίο απ’ τον ‘Ευκλείδη και έχω και εμπειρία στη Γερμανία, που δούλεψα μηχανικός πέντε χρόνια. Και δούλεψα στην «Deutz», δούλεψα στην «Deutz», στον… σε μεγάλες εταιρείες». Είχα, δηλαδή, σπουδαία ονόματα, εμπειρίες, χαρτιά από τις εταιρείες οι οποίες, η όποια εταιρεία όταν έφυγα, όταν έφυγα, μου έγραψαν ένα πιστοποιητικό εργασίας, έτσι να το πω, το οποίο εγώ δεν ήξερα και τι γράφει. Τώρα ξεφεύγω λίγο, αλλά θα επανέλθω. Και όταν ήρθα εδώ για να πάω στο… να πάω στη σχολή, το πήγα σε έναν διερμηνέα, σε ένα γραφείο να το μεταφράσουνε. Και τότε διάβασα τι έγραφε μέσα. Και έγραφε το χαρτί αυτό: «Ο κύριος Ερινέλης, που εργάστηκε σε εμάς από τότε μέχρι τότε και φέρει την τιμή μας έκανε, την τιμή και την ευχαρίστηση να φέρει εις πέρας όλας τα εις αυτόν αναθεσείσας εργασίας». Ό,τι μου δώσαν δηλαδή, εγώ το είχα κάνει, το είχα φέρει εις πέρας. Και αυτό το γράφανε μέσα στο πιστοποιητικό αυτό εργασίας. Και ότι είμαστε, ότι εάν κάποια… εάν θελήσει να επανέλθει, η εταιρεία θα τον προσλάβει και πάλι. Δηλαδή, μεγάλη τιμή. Και αυτό το χαρτί το πήγα εγώ στη σχολή και άλλα, το πτυχίο μου από τον «Ευκλείδη» και ό,τι αλλά είχα χαρτιά απ’ τις εμπειρίες που είχα, και όταν μου λέει: «Καλά, εσύ φωτογράφος δεν είσαι;», «Ναι αλλά εγώ έχω και κάποια άλλα» και είδε τότε τα χαρτιά που και με προσέλαβαν. Πρέπει να πω αυτήν τη στιγμή Μαρία κάτι πολύ σπουδαίο, ότι [01:30:00]όταν με προσέλαβαν στη σχολή, εγώ είχα κάνει μια προσευχή ευχαριστίας στον Χριστό και τον είχα πει, είχα υποσχεθεί στον Χριστό ότι θα προσπαθώ στη ζωή μου να είμαι καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω πόσο το τήρησα αυτό και πόσο όχι. Αλλά πάντα το προσπαθώ, το προσπαθούσα και το προσπαθώ ακόμα Μαρία.  Έτσι λοιπόν, βρέθηκα μέσα στη σχολή. Τις πρώτες μέρες που ανέλαβα καθήκοντα δασκάλου, καθηγητού, στα εργαστήρια έτσι; Γιατί εγώ δεν είμαι πανεπιστημιακός, είμαι το τεχνικό προσωπικό. Η σχολή που ήμουνα ήταν η σχολή μηχανικών, γιατί υπήρχε και η σχολή πλοιάρχων. Άλλο κεφάλαιο το ένα, άλλο το άλλο. Στη σχολή μηχανικών. Τις πρώτες μέρες, λοιπόν, που είχα πάει εκεί, τα παιδιά με αποκαλούσαν «Καθηγητή». Και θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη, γύρισα το κεφάλι να δω ποιος μπήκε μέσα, σε ποιον το λένε. Γιατί δεν ήμουν μαθημένος να με αποκαλούν «Καθηγητή». Τέλος πάντων, και τώρα εδώ να πω ότι όταν βγήκα συνταξιούχος, μετά από 33 χρόνια συνεχούς εργασίας στη σχολή, που περάσανε τέσσερις με τεσσεράμισι χιλιάδες σπουδασταί, τέσσερις με τεσσεράμισι χιλιάδες σπουδασταί, χιλιάδες ώρες διδασκαλίας, χιλιάδες ώρες διδασκαλίας στα εργαστήρια. Αλλά τα εργαστήρια δεν ήταν μόνο ένας χώρος μάθησης, ήταν και ένας χώρος διάπλασης χαρακτήρων, γιατί ήταν όλοι τους νέοι από 18 και πάνω και όλοι αυτοί ήτανε πάνω στην τρέλα τους και πάνω στην ανάγκη τους για να μάθουν όχι μόνο την τέχνη, αλλά και τη ζωή. Εγώ, λοιπόν, που μου άρεζε πολύ αυτός ο ρόλος, μπορώ να πω ότι τον εκμεταλλευόμουνα, με την έννοια ότι προσπαθούσα να βοηθήσω έναν αδύνατο μαθητή, έναν αδύνατο άνθρωπο, έναν έτσι… έναν χαρακτήρα δύσκολο και ποτέ δεν δίστασα να τον πλησιάζω και να τον κάνω δικό μου, δείχνοντας του πρωτίστως την αγάπη, όποια αγάπη είχα ας πούμε. Πολλά απ’ τα παιδιά όταν φεύγαν απ’ τη σχολή, μου στέλναν κάρτες και είχαμε έτσι μια επαφή, ενώ αυτοί βρισκόταν στα καράβια και μου έλεγαν: «Ρε δάσκαλε, δεν θα ξεχάσω εκείνο που μου είπες» ή «Καλά μου είπες ρε δάσκαλε εκείνο τότε». Και γιατί ερχόταν καμιά φορά και στη σχολή μέσα να πάρουν κάποια χαρτιά και ερχότανε στα εργαστήρια να δούνε και τους δασκάλους. Και μας λέγανε, μου λέγανε έτσι μένα -δεν ξέρω τι κάνανε με τους άλλους- αλλά μου λέγαν έτσι λόγια που με συγκινούσανε και το ευχαριστιόμουν κιόλας. Όταν, λοιπόν, όσο ήμουν στη σχολή, φωτογράφιζα τα πάντα! Ακόμα και μια κατάληψη που είχανε, ένα άλλο πάλι -να αυτό, το είχα ξεχάσει-, μια κατάληψη που είχανε κάνει οι σπουδασταί, εγώ τα είχα φωτογραφίσει. Άκου τι θα σου πω τώρα Μαρία! Καταλήψεις και ό,τι… γενικά ό,τι γινότανε μέσα στη σχολή, τα έχω φωτογραφίσει. Χιλιάδες φωτογραφίες! Από ορκωμοσίες, από εκδηλώσεις, από παρελάσεις από… Διοικηταί ερχότανε, φεύγανε. Εγώ εκεί, φωτογράφιζα τα πάντα. Λοιπόν, επειδή είμαι άνθρωπος που συλλέγω, είμαι συλλέκτης δηλαδή, συλλέγω και μ’ αρέσει η ιστορία, μ’ αρέσει η ιστορία, σου λέω ότι… Ή μάλλον δεν θα σ’ το πω τώρα, να ‘ρθει στην ώρα του. Όταν τα παιδιά φεύγανε απ’ τη σχολή, κάναν διάφορες εκδηλώσεις. Ή μέσα στη σχολή, στα δέκα χρόνια δηλαδή μέσα στη σχολή ή έξω απ’ τη σχολή κάνανε την εκδήλωση μέσα στη σχολή, για να συναντηθούνε, και μετά πηγαίναν έξω. Μέσα σε αυτές, λοιπόν, τις εκδηλώσεις τους ήμουνα πάντα καλεσμένος. Ναι. Μια χρονιά… Αυτοί τώρα ξέρεις ότι οι πρώτοι που είχαν έρθει, ήτανε περίπου του ‘73 αν θυμάμαι καλά. Ναι. Και μέχρι το 2010 ήτανε πόσο; Τριάντα χρόνια; Αυτοί, λοιπόν, ήταν πενηντάρηδες, άλλοι είχανε βγει και συνταξιούχοι, είχαν ασπρίσει τα μαλλιά τους. Βγάζανε έτσι, κάθε τέσσερα χρόνια κάναν συναντήσεις και έχω και τα αναμνηστικά τους βέβαια, που μας δίνανε τα αναμνηστικά ή που έγραφε την ημερομηνία συνάντησης και τα λοιπά, και τα λοιπά. Φωτογραφίες πάλι, άλλο κεφάλαιο και εκείνο πάλι. Και την τελευταία φορά μου, φαίνεται ότι ήταν η τελευταία, γιατί μετά είχε… ο αρχηγός αυτής της ομάδας είχε πεθάνει, είχε… Ναι, είχε συγχωρεθεί και δεν ξανάγινε άλλη συνάντηση. Εγώ λες και με είχε φωτίσει, όπως με φωτίζει πάντα, ο Θεός, να βγάλω φωτοτυπίες από τη βαθμολογία που είχα όταν ήταν αυτοί στη σχολή, πριν τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα χρόνια. Και έβγαλα φωτοτυπίες για να δώσω στον καθένα μέσα σε ένα ντοσιέ, να δώσω εις ανάμνηση της συνάντησης, θα τους έχω αυτήν την έκπληξη. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ωραία συγκίνηση ήτανε όταν παίρνανε τη βαθμολογία στα χέρια τους, που αυτή ήτανε… είχανε… ζυγώνανε στη σύνταξη, επειδή βγαίνανε και μικροί στο ναυτικό. Αυτοί βγαίνανε πενηντάρηδες, πενηνταπεντάρηδες βγαίναν στη σύνταξη. Λοιπόν, ήταν μια πολύ ωραία έκπληξη που και εγώ τη χαιρόμουνα που την έκαμνα, και αυτοί την απολάμβαναν που την δεχότανε. Λοιπόν, και αυτά έτσι μέσα απ’ τη… Α! Όταν δε βγήκα -αυτό ήθελα να σου πω, κόντευα να το ξεχάσω- όταν πήρα τη σύνταξη, ζήτησα από τον διοικητή να μου δοθεί ο λόγος, τον οποίο έχω και αυτόν, επειδή όπως σου είπα και από χθες, την άλλη φορά, ότι ό,τι σου λέω, έχω ντοκουμέντα. Μα τίποτε δεν είναι χωρίς ντοκουμέντο, είτε φωτογραφία, είτε γραπτό, είτε… κάτι υπάρχει για να αποδεικνύεται. Ζήτησα τον λόγο λοιπόν, και αποχαιρετώντας όλους, όλους, σπουδαστές, διοικητές, συναδέλφους -ναι- δήλωσα ότι η ωραιότερη λέξη που άκουσα στη σχολή και με άγγιζε ήταν όταν με αποκαλούσαν «Δάσκαλε». «Α ρε δάσκαλε!», «Καλημέρα δάσκαλε, τι κάνεις;». Ακόμα και σήμερα Μαρία, σήμερα, σήμερα που μιλάμε, άμα θα ανοίξεις στο facebook, που έγινα 82 χρονών, υπάρχουν μαθητές μου που με λένε: «Δάσκαλε, είσαι πολύ ωραίος. Ωραίος ρε δάσκαλε!» από τις δημοσιεύσεις που βάζω στο facebook ακόμα και σήμερα. Υπάρχουν απομεινάρια που είναι εδώ στην περιοχή μας, γιατί άλλοι είναι απ’ όλη την Ελλάδα. Ήταν απ’ την Κύπρο, απ’ τον Λίβανο, είχαμε και παιδιά απ’ την Αίγυπτο. Βέβαια! Είχαμε παιδιά κι από άλλες χώρες, Κύπρο σου είπα; Ναι. Παλαιστίνη. Βέβαια, βέβαια! Ερχότανε πολλά παιδιά. Λοιπόν, κι έτσι όταν πήρα τη σύνταξη και ήταν μια πολύ έτσι δύσκολη μέρα για μένα να αποχωριστώ όλο αυτό το βίωμα, το οποίο πολύ το αγάπησα και θέλω να πιστεύω ότι το υπηρέτησα έτσι με αγάπη πρωτίστως και με πάθος, γιατί έβγαλα μέσα από κει πολλούς μαστόρους, γιατί ήξερα πολλά πράγματα επάνω την τέχνη. Είχα μάθει από τον Δεσποτάκη, όπως σου είπα, είχα μάθει απ’ τον Τζαλή και τον Χρήστο, είχα μάθει απ’ τη Γερμανία πέντε χρόνια σε εργοστάσια σπουδαία, στην «Deutz», «Volkswagen», στην… [01:40:00]Δηλαδή και άλλες εταιρείες, ο «Ertley», που κατασκευάζαμε… Εγώ δούλεψα σε ένα εργοστάσιο, που κατασκευάζαμε, Μαρία, τα μοντέλα από τη «Volkswagen», απ’ τη «Mercedes», από την «Deutz», τα μοντέλα για να γίνουν μετά… να τα πάρουν τα χυτήρια και να τα δουλέψουνε. Τέτοιες δουλειές ακριβείας. Με ρολόγια μόνο δούλευα, όχι με παχύμετρο και με μέτρο. Με ρολόγια μόνο δουλεύαμε, μεγάλης ακρίβειας. Χιλιοστό του χιλιοστού, εκατοστό του δεκάτου δηλαδή.  Λοιπόν, και ήμουνα πάντα… Δηλαδή, μου άρεζε. Και η δουλειά η μια μου άρεσε, σαν μηχανικός, και η άλλη δουλειά, που ήμουνα σαν φωτογράφος. Γι’ αυτό και σήμερα ας πούμε ακόμα δεν έχω εγκαταλείψει τη μηχανή. Όταν θα γυρίσω όπου πάω, ό,τι γίνεται γύρω μου το φωτογραφίζω. Μια παρέα που θα μου έρθει, είδες και εσένα μόλις ήρθες, σε φωτογράφισα. Μόνο εδώ πέρα, στη συνέντευξη, δεν βγήκαμε, αλλά θα βγούμε, δεν θα γλιτώσουμε. Θα βρεθεί ένα τρίτο πρόσωπο να μας βγάλει μια και εδώ. Μα έχουμε ανάγκη να το βγάλουμε! Είναι απαραίτητο στοιχείο. Και τώρα πού θέλεις, Μαρία μου, να πάμε; Γιατί ξέφυγα πολύ. 

Μ.Β.:

Όχι, όχι. Μην ανησυχείτε καθόλου. Όλα που λέτε είναι πάρα πολύ όμορφα.

Χ.Ε.:

Ναι.

Μ.Β.:

Θα ήθελα να σας ρωτήσω, είπατε… Αναφέρατε ότι πήγατε στη Γερμανία. Θέλετε να μου πείτε πώς αποφασίσατε να πάτε στη Γερμανία;

Χ.Ε.:

Πώς μου 'ρθε;

Μ.Β.:

Ναι, πώς αποφασίσατε;

Χ.Ε.:

Θα σου πω.

Μ.Β.:

Αν εξυπηρετούσε και τη φωτογραφία. 

Χ.Ε.:

Ναι, ναι, ναι. Ναι, ναι, ναι. Βεβαίως!

Χ.Ε.:

Από νεαρός, απ’ τον στρατό ακόμα, το Ναυτικό, υπηρέτησα στο Ναυτικό, έκανα είκοσι εφτά μήνες στο ναυτικό. Έκανα πολύ καλούς φίλους στο ναυτικό, αξιόλογους και καλούς, και φτωχούς και πολύ πλούσιους. Ένας απ’ αυτούς ήτανε ο Καρύγιαννης ο Νίκος, ο οποίος -πρέπει να πω ορισμένα πράγματα- ο οποίος ήταν από αρχοντική οικογένεια από… ήταν από τη Σπάρτη, από τις… απ’ το χωριό Καρυάτες, απ’ το μέρος δηλαδή που ήταν οι Καρυάτιδες, που υπάρχουνε πάνω στην Ακρόπολη, οι Καρυάτιδες. Να σου πω Μαρία, ότι ένα ομοίωμα των Καρυάτιδων υπάρχει και στο χωριό του, μπαίνοντας μέσα, είναι κοντά στη Σπάρτη. Οι Καρυάτιδες ήταν και αυτός λέγεται Καρύγιαννης Νίκος. Έμενε στον Κορυδαλλό. Ο Κορυδαλλός είναι ένας μεγάλος δήμος. Έτσι θυμάμαι ότι μου λέγανε ότι είχε εκατό χιλιάδες κόσμο. Ο πατέρας του ήτανε δήμαρχος στον Κορυδαλλό. Μ’ αυτόν είχαμε πάει μαζί στο Ναυτικό, είχαμε καταταγεί μαζί και μέναμε και κοντά. Όταν, λοιπόν, στο πρώτο επισκεπτήριο θα ερχότανε οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γονείς και ποιοι άλλοι; Να δούνε τους ναύτες, γιατί τότε δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Ήταν οι μέρες που έπρεπε να ‘μαστε μέσα. Εγώ δεν πήγα στον χώρο εκεί, της υποδοχής, γιατί δεν με περίμενε κανένας. Αυτός, λοιπόν, ο νέος με είδε εμένα που έμενα μέσα και μου λέει: «Χρήστο, δεν ήρθες». Ήταν τότε αυτός και αρραβωνιασμένος. «Ήρθε η αρραβωνιαστικιά μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου». Ήταν μοναχοπαίδι και ο πατέρας του ήταν δήμαρχος στον Κορυδαλλό, όπως σου είπα. Μου λέει: «Την άλλη Κυριακή που θα έρθει, θα ‘ρθεις μαζί μου, γιατί έφερε η μαμά μου έναν σωρό πράγματα, να περάσουμε ωραία», «Καλά ρε Νίκο» «Και να σου δώσω -λέει- και αυτά που μου φέρανε». Ναι, με κέρασε λοιπόν. Την άλλη φορά, πήγα και εγώ μαζί. Σου είπα, ήμουνα έτσι γλυκό παιδί, καλό παιδί και ήμουνα… εύκολα με συμπαθούσανε. Όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε έξω, μου λέει: «Η μαμά μου είπε να ‘ρθεις στο σπίτι, να βγαίνεις». Γιατί εγώ δεν έβγαινα έξω, γιατί δεν είχα χρήματα να πάω. Και θα σου πω γιατί δεν είχα χρήματα, ακόμα και στην αρχή, σε άλλο κεφάλαιο. Όταν θα σου πω για αυτόν που έκανε τον γύρο του θανάτου, τον Λιάκο τον Διαμαντόπουλο, θα σου πω μια ιστορία. Γράψε «Διαμαντόπουλος Λιάκος, γύρος του θανάτου». Λοιπόν, δεν είχα χρήματα, να… ενώ όλοι είχανε λεφτά, γιατί ήταν αρχές και όλοι είχαν το χαρτζιλίκι απ’ τα σπίτια τους. Εγώ δεν είχα ούτε στην αρχή και δεν μπορούσα να βγαίνω έξω όταν μας επιτρεπότανε. Αυτός μου λέει: «Όχι -λέει- θα ‘ρχεσαι μαζί μου -λέει- να πηγαίνουμε». Πράγματι πήγαινα. Παροιμιώδης φιλοξενία, Μαρία μου. Δεν θα τα ξεχάσω. Ακόμα και τα άρβυλα του η μάνα του, όχι η υπηρέτρια, η μάνα του μου έβαφε. Με είχε σε τόση μεγάλη αγάπη! Για όσα χρόνια έζησε και κράτησε αυτό, μέχρι πρόσφατα. Όταν πήγαινα μέσα στην μπανιέρα, για να κάνω μπάνιο, με ‘δινε δυο-τρεις πετσέτες, μου έβαζε τα ξυριστικά, μου έβαζε τις κρέμες μου, τις κολόνιες μου. Καλά, για τα φαγητά τι να πω τώρα; «Να σου δώσω ρούχα του Νίκου να βάλεις» και τι να σου πω; Ήταν η αγαπημένη μου δεύτερη οικογένεια. Όντως δεύτερη οικογένεια! Άμα θα σου πω λεπτομέρειες, θα πεις: «Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι». Λοιπόν, στο Ναυτικό -και κλείνει τώρα το Ναυτικό- για να σου πω ότι, από το όσο υπηρετούσα, σκεφτόμουνα τι θα κάνω όταν απολυθώ. Καταρχήν, με έναν φίλο μου, λέγαμε να φύγουμε, να πάμε στη Βραζιλία, γιατί τότε ζητούσανε στη Βραζιλία. Αλλά δεν με πολυάρεζε και μένα, δεν άρεζε και στον φίλο μου και δεν πήγαμε. Μετά λέω να πάω στη Γερμανία. Στη Γερμανία να πάω, χαρτιά δεν μπορούσα να κάνω. Δεν είχα καμιά πρόσκληση. Τότε είχε πρωτοβγεί η έγχρωμη φωτογραφία Μαρία, και σκέφτηκα να… αμέσως έκανα τα σχέδια μου, ότι να πάω στη Γερμανία, να μάθω, παρόλο που είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη η έγχρωμη, αλλά να πάω στη Γερμανία που ήταν η πηγή και να μάθω την έγχρωμη φωτογραφία, γιατί έβλεπα ότι θα είχε πέραση. Πράγματι, όταν απολύθηκα, ενώ μπορούσα να φύγω αμέσως για να πάω στη Γερμανία, ήμουνα δεσμευμένος Μαρία, γιατί εγώ στο Ναυτικό έκανα κρυπτοαποκρυπτογράφος του ΝΑΤΟ, γνωρίζοντας κλείδες, κλείδες. Κλείδες ήτανε οι τρόποι, ο τρόπος που μπορούσες ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα, σήμα, να το αποκρυπτογραφήσεις και να το διαβάσεις. Αυτό είναι κάποιες κλείδες για να το πετύχεις. Εγώ, λοιπόν, επειδή ήμουνα κρυπτοαποκρυπτογράφος του ΝΑΤΟ, γνώριζα και τα εθνικά συστήματα, ήταν μεγάλη υπόθεση δηλαδή. Η υπηρεσία που ήμουνα εγώ ήταν πάρα πολύ αυστηρή, μυστική και… Τώρα πώς με είχαν επιλέξει, δεν ξέρω, για να ‘μαι ειλικρινής. Ήξερα, λοιπόν, κλείδες εθνικές για την Ελλάδα που ήτανε, και του ΝΑΤΟ αυτές που ήτανε για να συνεννοούνται τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, γιατί έχουν άλλο τρόπο που συνεννοούνται. Όταν, λοιπόν, απολύθηκα και ζήτησα εγώ να φύγω, μου απαγορεύτηκε. Γιατί μου απαγορεύτηκε; Γιατί ήτανε σε ισχύ οι κλείδες που εγώ είχα μάθει και έπρεπε να πάψουν να ισχύουν οι κλείδες, για να μπορέσω να βγω στο εξωτερικό, όταν θα μπαίναν καινούργια συστήματα, κατάλαβες; Όπερ και εγένετο και έμεινα. Εγώ, όμως, για να πάω στη Γερμανία έπρεπε να κάνω οικογένεια, γιατί σου είχα πει μου φαίνεται την άλλη φορά, ότι είχα βάλει στόχο στη ζωή μου στα 30 μου χρόνια [01:50:00]να έχω οικογένεια -μ’ άρεζε να έχω παιδιά, οικογένεια- να ‘χω δουλειά και να ‘χω και σπίτι δικό μου, γιατί είχα ταλαιπωρηθεί πολύ από σπίτι σε όλη μου τη ζωή. Μια φορά μας κάναν έξωση, μας πετάξαν εξαμελή οικογένεια έξω απ’ το σπίτι που μέναμε σε ένα εβραίικο και το διεκδικούσε μετά κι ένας άλλος, που είχε τον τρόπο του και τα λεφτά να πληρώνει σε δικηγόρους. Και ενώ κερδίζαμε όλα τα δικαστήρια, χάσαμε ένα και μας κάναν έξωση! Τέλος πάντων. Από σπίτι σε σπίτι στα ενοίκια και ήθελα να κάνω, να ‘χω ένα δικό μου σπίτι στην υπόλοιπη ζωή μου, γι’ αυτό ήταν λαχτάρα μου. Ήθελα, λοιπόν, αυτά όλα να τ’ αποκτήσω μέχρι την ηλικία των 30 χρόνων. Οπότε έπρεπε να κάνω… να βρω μια γυναίκα, εφόσον θα πάω στη Γερμανία. Όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη και έκανα γνωστό σε συγγενείς και φίλους ότι έτσι κι έτσι, θα βρω μια γυναίκα να παντρευτώ για να… μου λέει η νύφη μου, του αδερφού μου η γυναίκα: «Έχω μια ξαδερφούλα που στο σπίτι -έμενε στην Κρήνη- που στο σπίτι έρχεται και μερεμετάει δίχτυα, άμα θέλεις να το πούμε». Και λέω: «Δεν έχω και τίποτα να χάσω, να το πούμε». Πράγματι, πήγαμε την είδαμε, ήταν η γυναίκα μου. Η σημερινή μου η γυναίκα και από τότε. Αυτό γίνεται το ‘64, ναι, όταν ήμουνα 24 χρονών. Τότε είπα και εγώ τη γυναίκα μου, ότι: «Ξέρεις, σκοπός της ζωής μου είναι αυτός. Θέλεις να ‘ρθεις μαζί μου στη Γερμανία; Γιατί εγώ θέλω να πάω στη Γερμανία». Το είπε, μίλησε με το σπίτι της, είπε ότι: «Βρήκα ένα καλό παιδί που μιλάει πολύ ωραία, που θέλει να κάνει οικογένεια και έχει ένα όνειρο έτσι κι αλλιώς, έτσι κι έτσι, και θέλω να πάω. Μου άρεσε και θέλω να πάω». Δεν ήθελε ο πατέρας της στην αρχή, αλλά μετά, αφού το παιδί του το ήθελε, συμφώνησε και εκείνος, κι έτσι έγινε η αρραβώνα. Εγώ έπρεπε να πάω όμως να κάνω σίγουρες δουλειές. Αν πήγαινα παντρεμένος δεν θα ήταν εύκολο να βρω σπίτι και δουλειά. Ενώ αν ήμουνα μόνος μου, θα μπορούσα να πάω να παιδευτώ, να τυραννιστώ, να κάνω… ενώ με γυναίκα είναι πιο δύσκολα. Οπότε υποσχέθηκα ότι θα πάω στη Γερμανία να τακτοποιηθώ, να βρω δουλειά και σπίτι και μετά να γυρίσω -χωρίς να ξέρω βέβαια σε πόσους μήνες- να γυρίσω να παντρευτούμε, για να πάμε μετά με τη γυναίκα μου. Και να κάνω και τα χαρτιά της γυναίκας μου εντωμεταξύ. Όπως το σκεφτόμουν, έτσι κι έγινε Μαρία. Πήγα στη Γερμανία, πήγα στο Memmingen μετά από περιπέτειες τέλος πάντων, σύντομες όμως, βρήκα τη δουλειά αυτή, τους είπα ότι θα θέλω να φέρω και τη γυναίκα μου απ’ την Ελλάδα, ότι θα πάω να παντρευτώ, το δεχτήκανε, μου ετοιμάσανε και τα χαρτιά της γυναίκας μου. Οπότε ήρθα εγώ στην Ελλάδα, παντρεύτηκα και με όνομα «Ερινέλη Γεωργία» πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι μας, στη δουλειά μας, για να… Εκείνο το διάστημα, είχα γνωρίσει μια Γιουγκοσλάβα, πάνω στην έγχρωμη φωτογραφία. Αλλά δεν μπορούσα να συνεννοηθώ, γιατί δεν ήξερα καθόλου εγώ τη γλώσσα, και δυσκολευόμουνα. Μια… όχι ελεύθερη, παντρεμένη ήταν μου φαίνεται, ούτε με ενδιέφερε δηλαδή. Αλλά δεν θυμάμαι τι, πώς βρέθηκε αυτή στη Γερμανία. Και ήξερα μόνο ότι ήταν Γιουγκοσλάβα και ήξερε την έγχρωμη φωτογραφία. Λοιπόν, δεν έγινε τίποτε από κει και φύγαμε από το Memmingen για λόγους που ήτανε δύσκολη η δουλειά, όπως σου είπα την άλλη φορά, και πολύ βαριά, και πήγαμε στην Κολωνία που ήταν η αδερφή μου. Εκεί πήγα και τακτοποιήθηκα από δουλειά και από σπίτι. Ο νους μου ήταν βέβαια στη φωτογραφία. Γνώρισα έναν φωτογράφο, ονόματι Max Wete, στην Κολωνία, ο οποίος ήτανε και διαφημιστής. Και πήγαινα στο εργαστήριο του και παρακολουθούσα πώς φωτογράφιζε γυάλινα είδη. Το γυαλί είναι δύσκολο να φωτογραφηθεί, γιατί κάνει ανακλάσεις. Και είχε… ο άνθρωπος ήτανε πολύ μεγάλος τεχνίτης. Να θυμηθείς να επανέλθω εδώ. Θα σου… θα ξεφύγω τώρα και θα σου πω ότι αυτός ο άνθρωπος, όταν ήταν να φύγω -να θυμάσαι Max Wete, Max Wete, φωτογράφος, Κολωνία- όταν ήταν Μαρία για να φύγω, αφού είχαμε δεθεί αρκετά καλά, μου πρότεινε να μου πάρει τα μηχανήματα, αυτά που ήθελα όλα, και μου υπέδειξε και ποια να πάρω, με μια έκπτωση 30% που θα το κάναν αυτουνού και να την ωφεληθώ εγώ. Ώρα του καλή! Δεν ξέρω. Ζει; Πέθανε; Πράγματι, όταν έφυγα, πήρα όλα τα φωτογραφικά μου εργαλεία. Ό,τι υπήρχε ανάγκη να πάρω, το πήρα. Από φωτόμετρο, μέχρι μηχανές στούντιο και μηχανές για εξωτερικά και εσωτερικά και προβολείς, τα πάντα! Τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Λοιπόν, και όλα με 30% φθηνότερα απ’ ό,τι αξίζανε, λόγω του ότι ήταν ο κύριος αυτός. Αυτός ο κύριος, μετά από καμιά πενταετία, μπαίνει μες στο μαγαζί. Γι’ αυτό σου λέω -κι αυτά ξέχασα να τα γράψω- γι’ αυτό σου λέω είσαι πολύ τυχερή που ακούς όλες τις ιστορίες μου. Μετά από πέντε χρόνια, έτσι δεν τα θυμάμαι και καλά πόσα, άλλα πολλά χρόνια, μπαίνει ένας κύριος μες στο μαγαζί και μου δίνει, γιατί τον είχα ξεχάσει κιόλας, τη φυσιογνωμία του, είχαν περάσει πιο πολλά χρόνια μάλλον από πέντε. Και αυτός είχε γεράσει και ήτανε ο Max Wete, ο οποίος είχε έρθει, Μαρία, εκδρομή στην Αθήνα και για να ‘ρθει να δει εμένα, έκανε το ταξίδι από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Και ήρθε και με βρήκε. Και καταλαβαίνεις τι όμορφα που ήτανε όταν συναντηθήκαμε μετά από τόσα χρόνια. Και είδε το μαγαζί στημένο και οργανωμένο και έναν νέο τρελό, που λέω. Λοιπόν, έτσι αυτή ήτανε το ιστορικό μου στη Γερμανία, όσον αφορά τη φωτογραφία. Που πήγα και ήρθα εδώ πέρα. Εμείς, όταν ήμασταν στη Γερμανία, μόλις πήγαμε, τους πρώτους μήνες, είχα τόσο θάρρος και τόση σιγουριά στη ζωή μου! Δεν ξέρω, έτσι… είχα τη φώτιση απ’ τον Χριστό. Όταν να θελήσω να πάρω ένα σπίτι, αμέσως! Δηλαδή, να βάλω σε ενέργεια αμέσως. Και ξέρεις, αυτό ήτανε… είχε και ρίσκο, γιατί εγώ δεν ήξερα άμα θα μπορώ να έχω δουλειά, για να ‘ρθω να βάλω χρέος και να πάρω ένα σπίτι και θα μπορέσω να… ούτε που το σκεφτόμουνα Μαρία. Σαν να ήμουν σίγουρος ότι θα πάνε όλα καλά. Είχα μέσα στην ψυχή μου δηλαδή μια τέτοια πίστη να πούμε που δεν λογάριαζα ότι μπορεί κάτι να μου συμβεί, ακόμα και να πάθω ένα ατύχημα, να πάθω… Πολλά γίνονται στη ζωή. Τίποτα. Εγώ δεν ήξερα απ’ αυτά, δεν τα ‘ξερα. Λοιπόν, και μόλις είδα ότι αυτό, έρχομαι εδώ πέρα να πάρω σπίτι. Παίρνουμε λοιπόν, βρίσκω ένα σπίτι στη Μαρτίου, απέναντι απ’ το Πυροσβεστείο. Πού είναι το Πυροσβεστείο σήμερα; Απέναντι ακριβώς, σε εκείνη την πολυκατοικία. Αυτή τότε χτιζότανε. Πήγα το είδα εγώ. Πήραμε ένα στο πίσω μέρος, δηλαδή δεν πήραμε κάτι αξιόλογο. Δεν είχαμε και λεφτά πολλά. Λοιπόν, πήραμε να ‘χουμε ένα σπιτάκι μικρό. Που έπρεπε όμως, όπως έπρεπε παράδοση και εξόφληση. Ζόρικα τα πράγματα, θα μπορέσουμε; Το είδα από δω, το είδα από κει, λέω: «Εντάξει. Θα δουλέψουμε -λέω-, θα κάνουμε και δεύτερη δουλειά». Όπως σου είπα και την άλλη φορά, μέσα στα χρόνια που είμαστε Γερμανία, ποτέ δεν έκανα μια δουλειά. Και δυο και τρεις δουλειές. Δ[02:00:00]ηλαδή, κουβαλούσα πατάτες σε σπίτια. Ήταν εταιρείες που πουλούσαν πατάτες τσουβάλια και εγώ πήγαινα κι έπαιρνα τις πατάτες στον ώμο, χαμάλης δηλαδή, και τις πήγαινα στις αποθήκες τους, και… για να ‘χω εκτός από τη δουλειά μου, την κυρία δουλειά μου που έκανα, έκανα κι αυτό. Δούλεψα σερβιτόρος στο ελληνικό κέντρο, ναι. Υπήρχε το «Ελληνικό Σπίτι» όπως το λέγανε και δούλευα μέσα εκεί πέρα σερβιτόρος, Σαββατοκύριακα. Παρασκευή και Σάββατο μου φαίνεται, Κυριακή όχι, γιατί Κυριακή δεν γλεντάν εκεί πέρα. Δεν θυμάμαι. Τα ‘χω ξεχάσει κιόλας. Τέλος πάντων, δούλεψα δεύτερη δουλειά σε έναν μπογιατζή, που έξυνα τα αυτοκίνητα για να τα βάψει. Και επειδή εκεί έκανε κρύο, δεν άντεχα τα χέρια μου να ξυλιάζαν από το κρύο και δεν έκατσα πολύ. Έκατσα κάνα εξάμηνο ας πούμε και μετά έφυγα. Μετά, μετά πήγα.. μετά πηγαίναμε μαζί με τη Γεωργίτσα, πηγαίναμε σε γραφεία και καθαρίζαμε. Σε μια εταιρεία και καθαρίζαμε γραφεία, δύο-τρεις ώρες σκουπίζαμε τα γραφεία, πετούσαμε τα σκουπίδια τους, αυτές τις δουλειές που κάνουνε. Και μετά, μετά, Μαρία, βρήκαμε μια δουλειά σε έναν αγιογράφο, ζωγράφο διάσημου, της Γερμανίας διάσημου. Λοιπόν, αυτός πήγαινε η γυναίκα μου και τους σιδέρωνε τα ρούχα τα πλυμένα ξέρω ‘γω, έτσι δουλειές του σπιτιού έκαμνε. Και εγώ… αυτός είχε ανάγκη να… έκαμνε κάτι πράγματα, κάτι χυτευτά, γιατί είχε και χυτήριο στο Düsseldorf. Αυτός ήταν στην Κολωνία όμως, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό -Weinert, αν θυμάμαι καλά το όνομα του-, και μου λέει: «Να ‘ρθεις, όσο θα ‘ναι η γυναίκα σου εδώ πέρα, εσύ να κάνεις μια δουλειά έχει», «Ναι εγώ έρχομαι» λέω. Γιατί είχαμε ποδήλατο και πηγαίναμε με το ποδήλατο, το κάναμε για οικονομία. Και έκατσα και λογάριασα στα πέντε χρόνια πόσα εισιτήρια γλίτωσα από τα λεωφορεία χρησιμοποιώντας το ποδήλατο. Με τέτοιους λογαριασμούς και με τέτοιες λεπτομέρειες δημιούργησα τη ζωή μου. Γι’ αυτό σου λέω, έχω μεγάλη ιστορία. Λοιπόν, οπότε την πήγαινα με το ποδήλατο και εγώ εκείνες τις ώρες, πήγαινα στο υπόγειο του κάτω και έκαμνα κάτι… ήτανε… έκαμνε κάτι σταυρούς, οι οποίοι βγαίναν απ’ το χυτήριο και έπρεπε αυτούς να τους τροχίσω, να τους τρυπήσω, γιατί τους κρεμούσαν μετά τα παιδιά όταν γινόταν -αν θυμάμαι καλά- όταν γινόταν 11 χρονών. Και μου φαίνεται πως από πίσω, πίσω απ’ τον σταυρό αυτό, ο οποίος ήτανε αρκετά φαρδύς, δυο πόντους φάρδος είχε, αλλά το μέγεθος του ήτανε περίπου εφτά, έξι-εφτά πόντους, τόσο… αυτό το μέγεθος ήτανε. Και πίσω είχε το «Πάτερ ημών» γραμμένο, ήτανε γραμμένο το «Πάτερ ημών». Και όταν μου… όταν τα παιδιά ερχόταν σε κάποια ηλικία -μου φαίνεται 10 χρονών;- τότε τον χαρίζανε αυτόν τον σταυρό στα παιδάκια. Λοιπόν, αυτός λοιπόν έκαμνε… είχε σύμβαση μάλλον από… με την Ισπανία τότε, επί Φράγκο, με τη χούντα του Φράγκου, του στρατηγού, που ήτανε πολύ με τη θρησκεία και είχε αναλάβει εκκλησίες και εκκλησίες στην Ισπανία με βιτρώ. Τα βρήκα τη λέξη; Αυτή είναι βιτρώ; Βιτρώ, βιτρώ. Αυτό είναι. Είδες που μου ήρθε; Βιτρώ. Βιτρώ είναι αυτή τεχνολογία του τζαμιού που το βλέπεις απ’ το πίσω μέρος. Έκανε βιτρώ, οι εκκλησίες όλες είναι με βιτρώ. Εγώ πήγα και είδα την Παναγία των Παρισίων στο Παρίσι και μέσα γεμάτο με βιτρώ. Λοιπόν, εικόνες που ήταν περίπου είκοσι επί είκοσι πέντε, περίπου το μέγεθος αυτό, που τις κατασκευάζαμε εμείς με σμάλτο. Έμπαινε δηλαδή, είναι μεγάλη ιστορία τώρα. Πως να το πω με δυο λόγια; Το σχήμα της αγιογραφίας δινόταν με ένα πάφυλλο, το οποίο είχε πάχος πολύ λίγο, σαν μια εφημερίδα, έτσι τόσο ψιλό και ύψος ήτανε κάνα δυο χιλιοστά και μήκος αυτό ήταν τρεχούμενο μέτρο. Το έκοβε, λοιπόν, αυτό, το κόβαμε δίναμε το σχήμα που ήτανε ζωγραφισμένο στην εικόνα. Ήταν ας πούμε ένα λουλουδάκι. Το λουλουδάκι αυτό με τσιμπιδάκια το κάναμε και το βάζαμε πάνω. Αφού προηγουμένως στην εικόνα αυτή, που θα γινόταν εικόνα, βάζαμε ένα υλικό που το λιώναμε απ’ το κάτω μέρος, βάζαμε φωτιά και το λιώναμε και αυτό ενσωματωνότανε με το… Ήταν μπακιρένια, χάλκινα ήτανε η λαμαρίνα αυτή από κάτω, που γινόταν η εικόνα. Και όταν βάζαμε εμείς επάνω το λαμαρινάκι, αυτό το ξαναζεσταίναμε και έλιωνε και βούλιαζε μέσα το μισό, το λαμαρινάκι αυτό, βούλιαζε μέσα και έμενε το μισό απ’ έξω. Σε αυτό το μισό λοιπόν, Μαρία, που ήτανε και σχημάτιζε ας πούμε που σου είπα τη μαργαρίτα, τι σου είπα, βάζαν μέσα σμάλτο, σκόνη, υγροποιημένο όμως. Και όταν τελειώναμε, αυτό γινότανε, έλιωνε και ενσωματωνότανε με τη βάση. Μετά, αυτήν την εικόνα, αφού τελείωνε όλη και ήτανε τελειωμένη με το σμάλτο, τότε την παίρναμε και την τροχίζαμε σε έναν τροχό και φεύγανε λαμαρινίτσες αλλά μένανε τα διαστήματα, που μπορούσες να ξεχωρίζεις την εικόνα. Πολύ σπουδαία τεχνολογία! Δεν ξέρω αν είναι εύκολο να το μεταδώσω με λόγια και αν το μετέδωσα. Λοιπόν, κάναμε τέτοιες εικόνες, κάναμε ζωγραφική, κάναμε με υγρό σμάλτο, με διάφανο σμάλτο, εικόνες κι άλλα πράγματα που δεν τα θυμάμαι αυτή τη στιγμή.

Μ.Β.:

Όλα αυτά τα κάνατε στη Γερμανία με αυτόν τον κύριο που λέτε;

Χ.Ε.:

Τι είπες;

Μ.Β.:

Όλα αυτά τα κάνατε στη Γερμανία.

Χ.Ε.:

Όλα αυτά στη Γερμανία με αυτόν τον άνθρωπο που βρήκαμε τυχαία δουλειά και βγάλαμε πάρα πολλά λεφτά. Γιατί βγάλαμε πολλά λεφτά; Γιατί αυτός, για να κάνουμε εμείς έναν σταυρό εκείνη τη δουλειά, οι Γερμανοί έχουν έναν χρόνο. Μέσα σε αυτόν το χρόνο είναι να καπνίσεις, να πιείς την coca-cola σου, να πας την τουαλέτα σου, να βήξεις, να αναπνεύσεις. Θέλω να πω, ενώ εμείς αυτά τα βγάζαμε, ούτε καπνίζαμε, ούτε τρώγαμε, ούτε πίναμε, ούτε ξυνόμασταν, ούτε στην τουαλέτα πηγαίναμε. Το βγάζαμε στο λιγότερο από μισό χρόνο. Και καταλαβαίνεις… Και αυτός βέβαια, δεν τα ‘ξερε αυτός. Δεν ήξερε ότι εμείς συντομεύουμε, γιατί δεν ξέρω αν θα είχε τη διάθεση να μας κόψει την ώρα και να το κάνει λιγότερο. Κατάλαβες; Σου λέει: «Αυτοί βγάζουνε τόσα λεφτά» γιατί αυτός δεν ήξερε πόσο δουλεύουμε εμείς. Κατάλαβες; Εμείς φεύγαμε, αυτοί κοιμόταν κι εμείς φεύγαμε μετά, φεύγαμε 00:00, 01:00 τα μεσάνυχτα. Τελείωνε η Γεωργίτσα από πάνω και κατέβαινε κάτω και με βοηθούσε, και φεύγαμε εμείς… Δεν κοιμόμασταν ποτέ δηλαδή. Κατάλαβες; Τέτοιες δουλειές. Άλλο τη μέρα που θα πηγαίναμε στη δουλειά, έτσι; Χώρια εκείνο. Λοιπόν, γι’ αυτό ξέρω, έμαθα πολλά πράγματα πάνω σε αυτή… σε αυτές τις καλές τέχνες. Και όταν γύρισα από τη Γερμανία μάλιστα, εθέλησα να εξασκήσω αυτή, αυτό το είδος της καλλιτεχνικής, και απευθύνθηκα [02:10:00]σε διακοσμητές. Ναι, βέβαια! Πήγα σε διακοσμητές και ζήτησα να κάνουμε, να αναπτύξουμε αυτήν την τέχνη, γιατί είχε πολύ ας πούμε… Αλλά εγώ δεν είχα και πολλές βάσεις και ήθελα να έχω ένα στήριγμα, γι’ αυτό αναζήτησα διακοσμητές, για να μπορέσουν να με βοηθήσουν, να κάνουμε πράξη αυτά που ξέρω. Δεν έγινε τίποτε. Εντάξει, δεν επέμεινα και πολύ. Είχα και τη δουλειά μου εγώ, το φωτογραφείο το είχα ανοίξει αμέσως. 

Μ.Β.:

Ήθελα να σας ρωτήσω επίσης, πριν που είπαμε για τον Max Wete.

Χ.Ε.:

Ναι.

Μ.Β.:

Εσείς πώς τον προσεγγίσατε αυτόν στην αρχή; Θέλω να πω, δεν ξέρατε γερμανικά.

Χ.Ε.:

Όχι. Κοίταξε να δεις, δεν ήτανε στην αρχή. Καλά εγώ δεν έμαθα ποτέ καλά γερμανικά, γιατί στο σπίτι είχα τα αδέλφια μου. Ο αδερφός μου, ήταν η αδερφή μου, ο γαμπρός μου, η νύφη μου, η γυναίκα μου, δεν… Δηλαδή, οι παρέες μου ήταν όλες, όλοι Έλληνες. Στη δουλειά δεν χρειαζόταν πολλά, επειδή δούλευα σαν τορναδόρος. Και ξέχασα να σου πω ότι με προσέλαβε η εταιρεία που πήγα, γιατί ήξερα σχέδιο. Ήξερα πολύ καλό σχέδιο. Στον «Ευκλείδη» είχα τον καλύτερο βαθμό, ήταν το σχέδιο που είχα. Κατάλαβες; Και αυτό τους ενδιέφερε, να μου δώσουν ένα σχέδιο και ένα παλιοσίδερο και να το κάνω εγώ αυτό… Κατάλαβες; Οπότε δεν υπήρχε… Μου δίναν το σχέδιο, μου δίνανε και το μέταλλο και εγώ έφτιαχνα αυτό που θέλανε. Αυτό θέλανε, αυτό γινότανε. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε. Κατάλαβες; Εκεί γνώρισα και τον Ισπανό που σου είπα προχθές, με το παιδάκι που δώσαμε το αίμα και μας δώσαν και το βαφτίσαμε και τα λοιπά. Λοιπόν, τον Max Wete δεν θυμάμαι πώς τον γνώρισα, Μαρία. Ήτανε πάντως, θυμάμαι ότι ήτανε στη [Δ.Α.] στον κεντρικό δρόμο, γιατί εμείς μέναμε επάνω [Δ.Α.] στο… Όχι Düsseldorf. Düsseldorf, λέω. Τέλος πάντων, δεν θυμάμαι τον οικισμό εκεί πέρα, αλλά η [Δ.Α.] ξεκινούσε από πολύ ψηλά και κατέβαινε μέχρι το κέντρο, εκεί που ήτανε ο αγιογράφος, αυτός που σου περιέγραψα. Και μου φαίνεται πως στον ίδιο δρόμο, εκεί στη [Δ.Α.], που περνούσε και το τραμ, ήτανε αυτός ο Max Wete. Τον τρόπο που τον γνώρισα δεν τον θυμάμαι, τι έγινε αφορμή.

Χ.Ε.:

Και πιο μπροστά σου είπα ότι είχα μια σιγουριά στη ζωή μου, λες και δεν υπάρχουν κίνδυνοι και δεν υπάρχουν απρόοπτα, άλλα ό,τι ήξερα, εκείνο έκανα. Είχαμε κάνει το πρώτο μας παιδί, τον Παρασκευά, γιατί μας είπε η πεθερά μου ότι: «Κάντε ένα παιδάκι και εγώ θα το κοιτάξω». Εμείς δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε παιδί. Πού θα… Ποιος θα το ‘βλεπε εκεί πέρα με τόσες δουλειές που κάναμε; Επειδή και εγώ αγαπούσα τα παιδιά και λέω: «Αφού είναι έτσι, να κάνουμε ένα παιδάκι». Κάναμε το πρώτο παιδί. Ήρθε εδώ πέρα η γυναίκα μου. Εκεί το συνέλαβε, εδώ το γέννησε. Στο τέλος της πενταετίας, που λογάριαζα να φύγω οπωσδήποτε για… λόγω του ότι θα παίρναμε τα χρήματα της ασφάλειας μας πίσω, τα δίνανε, και ήτανε σεβαστό ποσό και τα ‘χαμε ανάγκη εκείνη την εποχή. Ήταν να φύγουμε Απρίλιο. Συμπληρώναμε τα πέντε χρόνια. Έκατσα εγώ, λοιπόν, μολύβι και χαρτί, λέω: «Εννιά μήνες είναι να μείνει έγκυος, τόσες βδομάδες μετά είναι… δικαιούται μετά την εγκυμοσύνη να μείνει στη Γερμανία, τόσες βδομάδες είναι πριν να σταματήσει τη δουλειά της» λες και θα έκαμνα κάνα σχέδιο σε κάνα χαρτί, χωρίς να σκέφτομαι ότι: «Άραγε το παιδί θα ‘ρθει όποτε το θέλεις;». Ούτε καν περνούσε απ’ το μυαλό μου, Μαρία. Σαν να το είχα στην τσέπη μου, δεν ξέρω. Σου είπα πώς, έτοιμο, έτσι ήμουνα. Λοιπόν, λέω: «Την τάδε του μηνός θα βάλουμε μπρος». Βάλαμε μπρος και όλα ήρθανε καλά. Και ενώ εμείς έπρεπε να φύγουμε Απρίλιο, που κλείναμε τα πέντε χρόνια, γιατί έξι βδομάδες μετά τη γέννα, εμείς φύγαμε απ’ τη Γερμανία. Δεν χρειαζόταν να μείνουμε εκεί. Οπότε στις 15 Φεβρουαρίου γεννήθηκε ο Γιάννης και σε δεκαπέντε μέρες φύγαμε. Δεκαπέντε ημερών ο Γιάννης, τον έβαλα σε ένα αυτόματο μέσα σε ένα σούπερ μάρκετ, τον έβγαλα φωτογραφία που έχει και το διαβατήριό του. Ο Γιάννης ο φωτογράφος φωτογραφήθηκε όταν ήταν δεκαπέντε ήμερων σε ένα αυτόματο στούντιο που λέει, σε σούπερ μάρκετ. Λοιπόν, ήρθαμε εδώ πέρα, αφού είχαμε πάρει όλα τα εργαλεία μας, όπως σου είπα, με τον Max Wete. Αφού είχαμε πάρει όλα τα έπιπλά μας, σαλόνι, σαλοτραπεζαρία, κρεβατοκάμαρα, για τα παιδιά βοηθητικά, τραπεζαρίες, τα πάντα! Πλυντήρια, σκούπες, μέχρι ηλεκτρική οδοντόβουρτσα, μέχρι ηλεκτρική οδοντόβουρτσα. Που εμείς εκεί πέρα δεν είχαμε ούτε τηλεόραση που να ‘ναι δική μας. Και την τηλεόραση μας την πήραμε μεταχειρισμένη, για πέντε χρόνια που ήμασταν εκεί. Βλέπαμε, είχαμε πάρει ραδιοτηλεόραση για να ακούμε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ελλάδας και να βλέπουμε ό,τι καταλαβαίναμε από την τηλεόραση. Οπότε τα φέραμε όλα εδώ, ακόμα και το ποδήλατό μας, γιατί νοικιάσαμε ένα βαγόνι, ένα βαγόνι ολόκληρο, και τα βάλαμε μαζί μ’ έναν άλλο, ένα τεράστιο βαγόνι, ένα τεράστιο βαγόνι, που τα ‘παιρνε τα δικά μας, τα δικά του και άλλα τόσα, πολύ μεγάλο βαγόνι. Τέλος πάντων, το κλειδώσαμε, το κλειδώσανε στη Γερμανία και το ανοίξαμε εδώ στην Ελλάδα όταν ήρθε. Πήγαμε, λοιπόν, στο αυτό, πήραμε τα πράγματα μας όλα μετά από περιπέτεια, γιατί μέσα εκεί φέραμε και ορισμένα πράγματα που τα φέραμε κρυφά, για να τα περάσουμε, να μην πληρώσουμε πολύ τελωνείο. Είχαμε και αυτήν την αγωνία. Και το ποδήλατό μας το διπλό, το οποίο το έχουμε ακόμα εδώ και το καμαρώνουμε. Λοιπόν, και ήρθαμε εδώ πέρα, στη Μηχανιώνα. Όπως σου είπα, είχαμε πάρει σπίτι στη Μαρτίου, γιατί θα μέναμε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι Θεσσαλονικιός και η γυναίκα μου είναι απ’ τη Μηχανιώνα. Θα μέναμε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, θ’ ανοίγαμε το μαγαζί που… όπως είχα πει και παλαιότερα. Αγίας Σοφίας με Φιλίππου, το «Photo Brazil» που σου είπα. Λοιπόν, ήρθαμε εδώ, εγκατασταθήκαμε στο σπίτι της Γεωργίτσας και ο κόσμος άρχισε να ‘ρχεται στο σπίτι, να λέει: «Θέλω μια φωτογραφία να με βγάλεις». Εγώ: «Τι να κάνω τώρα;» λέω. Ερχόταν ο ένας, ερχόταν ο άλλος. Είχα κάνει ένα δωμάτιο, το είχα κάνει ψευτοστούντιο και έβγαζα φωτογραφίες, για να μη φεύγει ο κόσμος και γιατί έπαιρνα και λεφτά. Λοιπόν, αυτό με είχε κολακεύσει. Ο κόσμος με προτιμούσε, είχανε πολλά παράπονα από τον άλλον τον φωτογράφο, γιατί ήταν ένας έτσι ακατάλληλος δηλαδή για τη φωτογραφική τέχνη, για καλλιτέχνης, ήταν έτσι ένας χοντράνθρωπος, που λέμε. Τέλος πάντων, δεν τον κακίζουμε τον άνθρωπο. Και είχανε παράπονα πολλά. Κι όλοι μου λέγανε να μείνω εδώ, να ανοίξω το μαγαζί, να μείνω εδώ. Οπότε και ο τόπος μ’ άρεσε και λέω: «Δεν ανοίγω ένα μαγαζί εδώ;». Λεφτά δεν είχα καθόλου, γιατί τα είχαμε αναλώσει όλα στα έπιπλα μας και στα εργαλεία μας. Καθόλου λεφτά. Με βοήθησε ο κουνιάδος μου, ο Ηλίας. Μου έδωσε κάποια χρήματα που ήθελα, και δεν ήθελα πολλά, γιατί τα είχα τα εργαλεία όλα. Αλλά μέσα, τη διακόσμηση την ψεύτο… ακόμα και το γραφείο του μαγαζιού, το είχα φέρει απ’ τη Γερμανία. Ακόμα και την καρέκλα μου απ’ το γραφείο μου την είχα φέρει απ’ τη Γερμανία, γιατί είχαμε μεγάλη άνεση χώρου να βάλω ό,τι θέλω. Έτσι ξεκίνησα το πρώτο μαγαζί. Οπότε μετά ήθελα να κάνω λίγο μεγαλύτερο, να έχω μεγαλύτερη άνεση. Ήτανε πολύ πρόχειρο το μαγαζί αυτό.[02:20:00] Και μου φαίνεται πως το ζητήσαν κιόλας; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Βρήκα, όμως, πιο κάτω ένα άλλο μαγαζί γωνιακό, με τζαμαρίες πολλές, όπως το ήθελα. Α! Να μην ξεχάσω να σου πω, Μαρία, ότι το πρώτο κατάστημα που έκανε βιτρίνα στο μαγαζί του, ήμασταν εμείς. Εμείς πρωτοκάναμε βιτρίνα και παρουσιάσαμε το είδος μας, φωτογραφίες δηλαδή, και πολύ εντυπωσιακή βιτρίνα! Ήταν η εποχή που είχα πάρει το πρώτο βραβείο ασπρόμαυρης φωτογραφίας με τη φωτογραφία που είχα βγάλει το κουπί. Την ώρα που βγαίνει από τη θάλασσα, δημιουργείται μια μεμβράνη νερού. Αυτή φωτογράφισα με τον τηλεφακό, γιατί είχα πολύ καλή μηχανή, όπως σου είπα, μια «Mamiya» έξι επί έξι, με τηλεφακούς με ευρυγώνιο φακό και με νορμάλ φακό. Με τρεις φακούς είχα πάρει, βέβαια! Λοιπόν, είχα φωτογραφίσει αυτήν τη μεμβράνη. Όταν την έστειλα λοιπόν, όταν την έστειλα τη φωτογραφία Μαρία, είπα: «Ή θα πάρει το πρώτο βραβείο ή θα την απορρίψουν». Γιατί ήτανε δύσκολο το θέμα να το κατανοήσουνε. Λέω: «Αν την καταλάβουνε, θα πάρει πρώτο βραβείο» είπα εγώ, χωρίς να ξέρω τίποτα άλλο. Έτσι, απ’ τη δική μου εκτίμηση. Ή δεν θα την καταλάβουν και δεν θα την… θα την αφήσουν στην μπάντα. Σημείωσε, για να σου θυμίσω, έκθεση ζωγραφικής ένα συμβάν που θα πρέπει να σου πω, λόγω της… αυτής της περίπτωσης. Λοιπόν, στέλνω τη φωτογραφία και πηγαίνω μια μέρα, κατεβαίνω που κατέβαινα στην αγορά Θεσσαλονίκη να ψωνίσω. Πήγα, λοιπόν, στο κατάστημα που ψώνιζα, στον έμπορά μου, και τα κορίτσια αμέσως: «Κύριε Ερινέλη, συγχαρητήρια!», λέω «Τι έγινε;», λέει «Ακούσαμε στο ραδιόφωνο -λέει- ότι βγήκατε -λέει- πήρατε το βραβείο ασπρόμαυρης φωτογραφίας σε πανελλήνιο διαγωνισμό». Ναι, το χάρηκα πάρα πολύ! Μετά από λίγες μέρες τύπωσα και εγώ μια φωτογραφία τριάντα σαράντα και έγραψα από κάτω: «Φωτογραφία βραβευμένη απ’ τον Χρήστο Ερινέλη» και τα λοιπά, με καμάρι και με αυτό και τη βάζω στη βιτρίνα μου. Λοιπόν, όποιος περνούσε σχολίαζε με δυσμένεια και με… και: «Τι πράμα είναι αυτό;» λέει. Δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να καταλάβουνε τι είναι η φωτογραφία. Δεν ξέρανε οι άνθρωποι εδώ πέρα τι είναι μια καλλιτεχνική φωτογραφία και μια δύσκολη φωτογραφία. Ήταν δηλαδή… τους δικαιολογούσα. Πού να ξέρουν τώρα εδώ πέρα χωρικοί και ψαράδες και… Δεν ξέραν. Δεν πειράζει. Οπότε μετά από λίγες μέρες, την έβγαλα. Την έβγαλα και τη μάζεψα. Λέω: «Δεν μπορώ να ακούω τέτοια πράγματα». Λοιπόν, και να σου πω τώρα ότι αυτό που έγραψες εκεί, «έκθεση». Μετά από χρόνια, εμένα με είχαν επιλέξει να μπω σε… στην επιτροπή για έναν διαγωνισμό ζωγραφικής στο σχολείο. Βάλαν εμένα, τον διευθυντή του σχολείου, έναν εικαστικό από τον ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης, «ΕΡΤ» λεγόταν; Δεν θυμάμαι. «ΕΙΡΤ»; Πώς λεγότανε; Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. Έναν κύριο και δεν θυμάμαι αν ήταν και κάνας άλλος. Και βραβεύσαμε κάποιες φωτογραφίες, ποιες θα βγούνε πρώτες και τα λοιπά. Όταν τελείωσε αυτή η δουλειά και αρχίσαμε να μιλάμε εκεί πέρα η επιτροπή, τότε μάθαμε και τα ονόματα ο ένας του άλλου. Αυτός ο κύριος που ήτανε από την «ΕΡΤ», «ΕΙΡΤ», μου λέει: «Ερινέλης -λέει-, πού ξέρω -λέει- το όνομά σας;» λέει «Πού το ξέρω -λέει- το όνομά σας;». Λοιπόν, ναι. Λέει: «Το όνομά σας -λέει- γνωστό μου είναι». Προσπαθήσαμε να θυμηθούμε. Δεν γνωριζόμασταν πουθενά. Λέει: «Πώς δεν θυμάμαι πώς προέκυψε; Α! -μου λέει- Ερινέλης -λέει-, μήπως -λέει- στον διαγωνισμό;» ξέρω ‘γω. Λέω: «Ναι -λέω-, έλαβα μέρος». Τέλος πάντων, θυμηθήκαμε, θυμήθηκε, θυμηθήκαμε, δεν ξέρω πώς έγινε, λεπτομέρειες. Ήτανε μέλος της επιτροπής, άκουσον άκουσον! Γι’ αυτό σου λέω ότι χτύπησες φλέβα! Ήταν μέλος της επιτροπής στη βράβευση των φωτογραφιών και μου είπε τι έγινε. Ναι. Μου λέει: «Κύριε Ερινέλη, ήμουνα -μου λέει- από αυτούς που είχαν πιστέψει και είχαν επιλέξει τη φωτογραφική, είχαν υποστηρίξει τη φωτογραφία σου. Είχαμε -λέει- και άλλους που την απορρίπτανε. Αλλά, ναι. Αλλά νικήσαμε δηλαδή εμείς που ήμασταν οι περισσότεροι που βγάλαμε τη φωτογραφία σας». Και δεν μπορείς να φανταστείς τώρα τι μεγάλη ικανοποίηση, να συναντιέσαι τώρα με έναν άνθρωπο που έτυχε να είναι ένας απ’ την επιτροπή που βράβευσαν τη φωτογραφία σου! Τα όσα συμβαίνουν στη ζωή…

Χ.Ε.:

Και να σου πω ένα ευτράπελο, τώρα έτσι. Είμαστε στο Λονδίνο και προερχόμεθα απ’ το Παρίσι. Στο Παρίσι η τιμή του… της δραχμής το 1997 πήγαμε. Ήτανε 30 Δεκεμβρίου και μείναμε και το ’98 πέντε μέρες. Λοιπόν, πρώτα πήγαμε στο Παρίσι και ήτανε ένα προς τόσο το… Ναι, πιο φθηνό, με τη λίρα ήτανε πιο ακριβό. Εμείς, λοιπόν, επειδή την επομένη πήγαμε στο Λονδίνο, πήγαμε στο αυτό το διάσημο το κατάστημα, το «Lafayette» -δεν θυμάμαι πώς λέγεται-, στο Λονδίνο και ψωνίσαμε. Και ήθελα να πάρω, να πάρω και τα παιδιά μου από ένα πουκάμισο. Τα είδα πολύ ωραία, λέω: «Πολύ ωραία», τα οποία τα είχαν κρεμασμένα έτσι, όχι σε πακέτο πολυτελείας. Οπότε λέω: «Καλό είναι. Πόσο έχει;» «Τόσο». Με τη σκέψη του Παρισιού, ήτανε φθηνό. Με την αξία όμως της λίρας, ήταν πάρα πολύ ακριβό. Αλλά εγώ, επειδή ήταν κρεμασμένο έτσι, και δεν ήταν κάπου έτσι αμπαλαρισμένο και να φαίνεται η ακρίβεια του, δεν ξέρω γιατί το είχαν έτσι, τέλος πάντων, το πήρα. Μετά από λίγο θέλω να πάω να πάρω και κάτι άλλο και βλέπω ότι δεν έχω λεφτά. «Μπα -λέω-, τι έγιναν τα λεφτά μου; Πού τα ‘δωσα; Εγώ ξεκίνησα με τόσα λεφτά! Τι τα…». Κάθομαι και σκέφτομαι να πούμε ότι τα ‘δωσα εκεί, στο πουκάμισο, που πήρα τα πουκάμισα. Και κάθομαι έτσι και πιάνω το κεφάλι μου και λέω: «Θεέ μου! Τι θα κάνω τώρα; Πάνε τα λεφτά μου όλα!» και δεν πήρα τίποτε. Πλήρωσα την... Εκείνη την ώρα, ένας κύριος μ’ αγκαλιάζει και μου λέει: «Κύριε Ερινέλη, γεια σας! Χρόνια πολλά! Καλή χρονιά!». Είναι ο διοικητής της σχολής μας που είναι ναυτικός ακόλουθος στο Λονδίνο. Και με βλέπει, γιατί με ξέρει απ’ τη σχολή, και τρελαίνεται ο άνθρωπος και μ’ αγκαλιάζει και στο εξωτερικό είναι πιο ένθερμα αυτά και πιο αναγκαία. Και με ήξερε και καλά ας πούμε, είχαμε καλές σχέσεις. Και εκείνη την ώρα μου λέει: «Γιατί είσαι… Τι έχεις;». Του λέω: «Έτσι κι έτσι -του λέω- κύριε Διοικητά» τον είπα κι εγώ. «Κύριε Διοικητά -του λέω- έτσι κι έτσι» του λέω. «Έκανα μια αγορά χωρίς να ξέρω» «Μη στεναχωριέσαι -μου λέει- κύριε Ερινέλη. Εδώ -λέει- τα δίνουν τα λεφτά πίσω -λέει-, την έχεις την απόδειξη;» «Την έχω» «Έλα εδώ -λέει- μαζί μου». Πάμε λοιπόν και πήραμε τα λεφτά πίσω και τα δώσαμε. Το λέω τώρα δηλαδή, τι φέρνουνε στη ζωή, τι μπορεί να συναντήσεις. Τώρα, το φωτογραφείο. Το φωτογραφείο της Μηχανιώνας, που από δω ξεκινούσα και πήγαινα εγώ στις δεξιώσεις, στις επιδείξεις, στα φεστιβάλ. Όλα γίνανε με έδρα τη Μηχανιώνα. Και στην αρχή είχα τη βέσπα και μετά [02:30:00]αξιώθηκα να πάρω ένα αυτοκίνητο, το οποίο θα είναι πολύ φιγουράτο, για να μπορώ… και να έχει τέσσερις πόρτες για να μπορώ… και να έχει πίσω μεγάλο παράθυρο, για να μπορώ να βγάζω τις νύφες φωτογραφίες. Γιατί όταν ήμουν εγώ εδώ πέρα, είχα μεγάλο πόλεμο με τα ταξί. Τα ταξί, όταν γινόταν γάμοι, παίρναν τους γάμους, τους πηγαίναν στη Θεσσαλονίκη και παίρνανε μίζα. Ήτανε αρκετά λεφτά μίζα απ’ τα φωτογραφεία της Θεσσαλονίκης. Βέβαια, υπήρχαν κάποια -όχι όλα, αλλά κάποια- κάποιοι έτσι τσαρλατάνοι φωτογράφοι, αλλά κάναν πολλή δουλειά, επειδή είχαν αυτόν τον τρόπο. Τα ταξί όλα παίρναν αμοιβή. Παίρναν ας πούμε εκατό, διακόσιες δραχμές αμοιβή. Μεγάλη υπόθεση! Λοιπόν, και έπρεπε εγώ να βρω όπλο να πολεμήσω αυτήν την κατάσταση. Γι’ αυτό, λοιπόν, πήρα ένα τέτοιο αυτοκινητάκι, μικρό μεν, ένα Toyota Corolla, και το οποίο για να το παραλάβω, άλλη ιστορία και με αυτό. Δεν μου το φέρνανε έξι μήνες. Και μέχρι που τους είχα απειλήσει ότι θα τους χτυπήσω άμα δεν μου το φέρουν, γιατί με γελούσανε, επειδή ερχότανε τα αυτοκίνητα από την Ιαπωνία, τότε ήταν φθηνά, αλλά είχαν πέσει πολλοί επάνω στα γιαπωνέζικα τα αυτοκίνητα και τα δίνανε… συνέχεια ανέβαινε η τιμή τους. Αυτοί, λοιπόν, φέρναν το αυτοκίνητό μου, το πουλούσαν αλλού, οι μπαγαπόντηδες αυτοί, το πουλούσαν αλλού και εμένα με βάζανε να το πάρω την άλλη καραβιά. Ερχόταν πάλι το άλλο καράβι. Πάλι είχε αναπροσαρμογή το αυτοκίνητο, το ξαναπουλούσανε και εμένα… Εγώ το είχα αντιληφθεί αυτό και πήγαινα… Εγώ νταής δεν είμαι ούτε φασαριατζής, αλλά προκειμένου να το χρησιμοποιήσω το… αυτήν την απειλή σαν λύση, τους έλεγα: «Θα σας σκοτώσω άμα δεν μου φέρετε το αυτοκίνητο» γιατί πραγματικά το είχα ανάγκη, ήταν επαγγελματική εξυπηρέτηση να πούμε, κατάλαβες; Θα έπαιρνα γάμους και εγώ δεν έπαιρνα τις δουλειές γιατί δεν είχα αυτοκίνητο. Και μετά ήρθε βέβαια και πράγματι βάζαμε τους γάμους και οι ταξιτζήδες με είχανε σε κακή μοίρα, κακή λίστα. Λοιπόν, οπότε κάναμε τον αγώνα μας. Τα παιδιά μου μετά, ο Γιάννης ήθελε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Πήγε εθελοντής στο πολεμικό ναυτικό, για να μπορέσει να ‘ρθει γρηγορότερα και να αρχίσει τη ζωή του. Άνοιξε ένα μαγαζί στην Επανομή. Είπαμε να ανοίξει ένα μαγαζί, να ‘ναι κοντά, γιατί δεν είχαμε και τη δυνατότητα να πάρουμε καινούργια εργαλεία, αλλά με τα ίδια εργαλεία να εξυπηρετείται και το ένα μαγαζί και το άλλο μαγαζί. Σου είπα ότι ποτέ δεν πέρασαν πολλά λεφτά απ’ τα χέρια μας, ποτέ. Και το σπίτι αυτό που χτίσαμε ακόμα, πήραμε δάνειο μετά από πολύ αγώνα, για να πάρουμε 500.000 δάνειο, το οποίο δώσαμε 1.100, 1.100.000 δώσαμε, γιατί το ξεχρεώναμε με δόσεις και πήραμε αυτό το… χτίσαμε αυτό το σπίτι. Τέλος πάντων, και οπότε και ο Γιάννης βολευόταν με τα μηχανήματα του εδώ καταστήματος. Και μετά προχώρησε και ο Γιάννης στη δουλειά αυτή, όπως ο Παρασκευάς, αποχώρησα εγώ και σκέφτηκα να οργανώσω το μουσείο, γιατί εντωμεταξύ κάθε τόσο, όταν έψαχνα τα πράγματα του πατέρα μου, έβλεπα μέσα χαρτονομίσματα, έναν σωρό χαρτονομίσματα που είχανε βγει άκυρα από την εποχή που τα είχε και ήτανε κατάλληλα για να εκτεθούνε σαν… Είχα νομίσματα, εκτός απ’ τα χαρτονομίσματα, είχα και μεταλλικά νομίσματα, είχα κάτι γραπτά του, είχα κάτι εικόνες, είχα κάποια… Πολλά πράγματα ήταν δικά του, τα οποία με βοήθησαν για να οργανώσω και να φέρω εις πέρας το μουσείο. Εντωμεταξύ, ξέχασα να σου πω ότι όταν είχα το μαγαζί στη Μηχανιώνα, είχα γνωρίσει έναν φωτογράφο από την Αυστρία. Κι όταν του είπα ότι έχω ενδιαφέρον και θέλω, τον ρώτησα αν έχει καμιά παλιά φωτογραφική μηχανή δηλαδή, τον ρώτησα, μου είπε: «Ναι, έχω και θα σου τις δώσω, θα σου τις φέρω». Και εγώ τρελάθηκα όταν άκουσα… Ναι, πολύ, πολύ το χάρηκα! Και πράγματι, μετά κάποια χρόνια, δεν θυμάμαι αν ήταν η επόμενη ή όχι, αλλά μου τα ‘φερε ο άνθρωπος και τ’ αγόρασα, αλλά δεν τα πλήρωσα και πολύ ακριβά ας πούμε. Δεν θυμάμαι να έδωσα πολλά λεφτά. Ούτε και αυτός είχε δηλαδή αξιώσεις. Έτσι, σαν να μου τα χάρισε δηλαδή στην ουσία. Ναι, κι έτσι άρχισα να μαζεύω λίγα-λίγα. Τα δικά μου τα παλιά τα κρατούσα, δεν τα πετούσα, άρχισε ο κόσμος να μου φέρνει φωτογραφικές μηχανές. Ο ένας με τον άλλον αρεστήκαμε και καταλήξαμε να κάνουμε… Αμέσως κάναμε τον χώρο πρώτα, τον το μισό απ’ ό,τι είναι τώρα. Τον μισό χώρο αξιοποιήσαμε, γιατί ήταν κάτω μια αποθήκη ελεεινή. Δεν είχαμε… Είχαμε… όλα τα πράγματα μας ήταν πεταμένα. Είχα χίλια δυο πράγματα πεταμένα, τα οποία ήταν όλα χρήσιμα για το μουσείο. Σίδερα, αυτά, το νοικοκυριό της μητέρας μου. Ξέχασα να σου πω ότι ήτανε… είχα και το νοικοκυριό της μητέρας μου. Τους μπουφέδες, την τραπεζαρία, τον καθρέφτη της, την ντουλάπα της με τον καθρέφτη, κάτι κεντήματα της, κάτι… Πολλά πράγματα και όλα αυτά λέω: «Να τα κάνουμε». Κάναμε το μισό, λοιπόν, αυτό το φωτογραφικό πρώτα και μετά μαζεύαμε, φέρε ο ένας, φέρε ο άλλος, κάναμε όλα αυτά τα πραγματάκια. Βέβαια, κάποια στιγμή σκέφτομαι να τιμήσω, αν κάνουμε κάτι μεγαλύτερο και κάτι σπουδαιότερο, να τιμήσω όλους αυτούς τους δωρητές ονομαστικά και να τους αναρτήσω μέσα στο μελλοντικό μουσείο, που αν μας αξιώσει ο Θεός να κάνουμε, να αναρτήσω τα ονόματά τους, έτσι για λόγους ευχαριστίας και καλής διάθεσης. Κι έτσι έγινε και το μουσείο, το οποίο το είχα πάντα το όνειρο να κάνουμε και τα εγκαίνια του, γιατί δεν είχαμε κάνει. Το λειτουργούσαμε χωρίς να έχουμε έτσι άλλες επίσημες… Οπότε είχα προταθεί στους δημάρχους και στον κύριο… στον Γιάννη που ήταν δήμαρχος της Μηχανιώνας, του Μαυρομάτη και στον κύριο Τσαμασλή που ήρθε μετά. Τους ζήτησα τη βοήθειά τους να… και μου ‘παν: «Αυτή η δουλειά είναι δική σας. Εμείς δεν μπορούμε να φέρουμε κανέναν εδώ πέρα». Βρέθηκε όμως ένας καλός φίλος με γνωριμίες που όταν του είπα ότι: «Ξέρεις, εγώ θέλω να κάνω εγκαίνια και πώς να φέρουμε κάναν έτσι… ένα όνομα, λίγο έτσι ναι, να… εντυπωσιακό για να αναδείξουμε και το μουσείο δηλαδή, όχι ότι έχουμε άλλη ανάγκη, για το μουσείο να γίνει κάτι καλύτερο» «Μην στεναχωριέσαι -λέει-, τον Υπουργό θέλεις;» λέω: «Άμα μπορούμε» «Τον υπουργό θα φέρουμε» λέει. Μπα! Ο Θεός τον έστειλε! Ο Θεός βοηθός. Εγώ μόλις χάσω κάτι, επικαλούμαι τον Χριστό: «Χριστέ μου βοήθησέ με να το βρω». Όσο δεν τον επικαλούμαι, δεν το βρίσκω. Και μόλις τον επικαλεστώ, το βρίσκω. Εκατοντάδες φορές! Και τώρα, όταν καμιά φορά το ξεχνάω, λέω: «Αμάν! Ξεχάστηκα! Να επικαλεστώ τον Χριστό να μου το φανερώσει». Αλήθεια σου λέω Μαρία. Και ενώ δεν το βρίσκω, λέω: «Αμάν! Ξεχάστηκα! Χριστέ μου βοήθησέ με να το βρω» και το βρίσκω αμέσως. Θαύματα που γίνονται καθημερινά, κάθε μέρα θαύματα γίνονται. Θα πάμε τώρα να πάρουμε το αυγουλάκι απ’ την κότα που έφαγε στάρι και χόρτο και θα βγάλει εκείνο το αυγό, το ωφέλιμο, το θρεπτικό, γιατί είναι ένα θαύμα! Και εμείς δεν το εκτιμάμε αυτό το θαύμα, να πούμε ότι κάποιος το ‘κανε. Ο Χριστός, όπως σου είπα και την [02:40:00]πρώτη μέρα Μαρία, μας έδωσε ό,τι υπάρχει στη χλωρίδα και στην πανίδα. Όταν έψαξα να βρω πόσα είναι σε αριθμό αυτά όλα τα πράγματα, πήρα την απάντηση: «Ουκ έστιν αριθμός». Δεν υπάρχει αριθμός που να προσδιορίζει τον αριθμό και όλα αυτά Μαρία μου, πιστεύω ακράδαντα έμμεσα ή άμεσα είναι αναγκαία για τον άνθρωπο. Όλα αποβλέπουνε στο να ζήσει ο άνθρωπος καλύτερα. Γι’ αυτό το φίδι παίρνουμε το δηλητήριο του και είδαμε ότι είναι φάρμακο. Βλέπουμε την τσουκνίδα και λέμε: «Είναι φάρμακο για κει». Αλλά ακόμα δεν τα έχουμε ερευνήσει όλα, για να τα βρούμε. Γι’ αυτό δεν βρήκαμε ακόμα και τον καρκίνο και δεν βρήκαμε κι άλλα. Γιατί ακόμα ψάχνουμε. Η λύση είναι ή στη θάλασσα ή στον ουρανό ή στη γη. Για όλα υπάρχουνε, νοιάστηκε κι έδωσε, εμείς δεν τα έχουμε βρει ακόμα. Και ο Χριστός μετά από αυτά τα «ουκ έστιν αριθμός» δώρα προς τον άνθρωπο, ζητάει μόνο ένα και τόσο εύκολο! Μα τόσο εύκολο Μαρία! Την αγάπη. Μη μου πεις ότι είναι δύσκολο να αγαπάς, θα επαναστατήσω, να το ξέρεις. Η αγάπη, Μαρία μου, είναι από τα πιο εύκολα πράγματα. Το πιο εύκολο πράγμα! Που εμείς το θεωρούμε πολύ δύσκολο, γιατί έχουμε τον σατανά μέσα μας. Δηλαδή, πού είναι η δυσκολία από το να αγαπάς έναν άνθρωπο, να αγαπάς κάτι, τι; Πού είναι η δυσκολία; Άμα αρχίσεις να μου λες, να μου λένε, ότι: «Να αυτός έκανε αυτό, έκανε εκείνο». Και τι έγινε που έκανε αυτό κι έκανε εκείνο; Εμείς… Αν ήταν ο Χριστός, τι θα ‘καμνε; Αν παίρνουμε σαν παράδειγμα και καθόμαστε και αναλογιζόμαστε… Έχουμε ένα πρόβλημα και λέμε τώρα ότι: «Ξέρεις, τι να κάνουμε;» και αρχίζουμε να θυμώνουμε, να νευριάζουμε, να βρίζουμε και να καταριόμαστε και να… Αναρωτηθήκαμε εμείς οι χριστιανοί τι θα ‘κανε ο Χριστός αν ήτανε τώρα εδώ πέρα και τον ρωτούσαμε; Τι θα έλεγε; Σίγουρα δεν θα καταριότανε και δεν θα καταδίκαζε κανέναν, είναι το πλέον σίγουρο. Γιατί θέλει αγάπη για να το πεις αυτό, αγάπη. Να καταλάβεις και τον άλλον και τη… Όπως είπαμε και την άλλη φορά, ότι όλοι έχουν τη χρησιμότητα. Και αυτοί οι έτσι ή αλλιώς που τους δίνουμε εμείς ονόματα και κοσμητικά επίθετα και χαρακτηρισμούς, και αυτοί έχουν τη χρησιμότητα. Τίποτα δεν είναι άχρηστο. Μα τίποτα! Κάπου υπάρχει κάτι καλό. Εμείς δεν το βλέπουμε. Δεν έχω μάθει. Μόνο ο Χριστός μπορεί να τα δει. Και εμείς δεν το βλέπουμε, όχι γιατί δεν μπορούμε, δεν θέλουμε. Δεν θέλουμε να δούμε το καθαρό και το ωραίο. Γιατί δεν μπορούμε, δεν μάθαμε να αγαπάμε. Μέσα στη ζωή όλα είναι μάθηση, όλα τα μαθαίνεις! Όλα τα πράγματα μπορούμε να τα μάθουμε. Αλλά πρέπει να θέλουμε να τα μάθουμε. Εγώ όταν πέρασα ένα σεμινάριο, το σεμινάριο των δασκάλων, τρελάθηκα! Εγώ… Πήγαμε στην Αθήνα απ’ τη σχολή μας στείλανε να περάσουμε το σεμινάριο των διδασκάλων. Και λέω: «Καλά, υπάρχει… Και πρέπει να μάθουμε εμείς κι άλλα πράγματα;» και πήγαμε εκεί και μάθαμε έναν σωρό πράγματα. Όλα πρέπει να… είναι μάθηση. Τι άλλο έχουμε να πούμε;

Μ.Β.:

Μου λέγατε για τα εγκαίνια ότι έγιναν, του μουσείου. Με αυτήν την αφορμή μιλήσαμε, αλλά εγώ ήθελα να σας ρωτήσω και κάτι ώρα τώρα. Είναι σχετικό με το φωτογραφείο και αυτό. Μου έλεγε ο πατέρας μου μια ιστορία, ότι σας θυμάται που πηγαίνατε στις γυμναστικές επιδείξεις.

Χ.Ε.:

Ναι. 

Μ.Β.:

Και τους βγάζατε φωτογραφίες και μετά τους παίρνατε με τη βέσπα και πηγαίνατε…

Χ.Ε.:

Ναι. Ναι, Μαρία. Όσο ήμουνα αυτά είναι… Ναι εντάξει, είναι βέβαια πολλά τέτοια. Εδώ στην περιφέρεια δεν υπήρχανε φωτογράφοι. Περαία, Μπαξέ, Αγία Τριάδα. Ήμουνα εγώ και αυτός ο άλλος, ο φωτογράφος. Εγώ λοιπόν, επειδή όπως κατάλαβες, κυνηγούσα πάρα πολύ τη δουλειά μου και παντού τα ‘φτανα όλα, πήγαινα και εκεί. Και μάλιστα, όταν οι δάσκαλοι βάζανε μια ημερομηνία και συνέπιπτε μαζί και ένα άλλο σχολείο, παρακαλούσα τους δασκάλους αν μπορούνε να μεταφέρουνε ή την ώρα ή τη μέρα. Τι σου λέω τώρα Μαρία μου! Δεν τα έχω πει αυτά πουθενά και τα ‘χω ξεχασμένα και τώρα τα θυμάμαι. Μεταφέραμε, τους παρακαλούσα να μεταφέρουν ή την ώρα, αν ήταν να το κάνουνε 13:00 η ώρα, να το κάναν 12:00, ή τη μέρα ξέρω ‘γω, για να προλάβω να πάω εκεί. Και πολλές φορές μου κάναν το χατίρι Μαρία μου οι δάσκαλοι και προλάβαινα και εδώ και προλάβαινα και στην Περαία. Γιατί θα μου πεις έπρεπε να ήταν και σύμπτωση. Πήγαινα, λοιπόν, και στην Περαία και έβγαζα φωτογραφίες. Έβγαζα φωτογραφίες, και αυτές που μου λέγανε και αυτές που δεν μου λέγανε, μετά η εξέλιξη ήταν αυτή, γιατί όλοι θέλαν φωτογραφία, όλοι είχαν την ανάγκη της φωτογραφίας. Οπότε έβγαζα εγώ. Κι επειδή έβγαζα καλές φωτογραφίες και μοναδικές. Τα στιγμιότυπα δηλαδή δεν ήταν έτσι, μια χαζομάρα. Ήτανε σε μια άσκηση, προσπαθούσα να τραβήξω την ώρα που θα ήτανε… Θα παρουσίαζε έτσι μια ομορφιά, ένα ενδιαφέρον η φωτογραφία και όχι να στέκεται προσοχή το παιδί και να την πουλήσω. Βέβαια, και τέτοια τυχαίνανε, αλλά όταν γινόταν ασκήσεις, εγώ πάντα κοίταζα πάρα πολύ γρήγορο. Ήμουνα πολύ γρήγορος και πήγαινα πάντα με δύο μηχανές. Βέβαια! Τελείωνε η μια, δεν θα περίμενα να αλλάξω φιλμ. Έπαιρνα την άλλη μηχανή, να μη χάσω κανένα στιγμιότυπο. Κι έτσι, τραβούσα πολλές φωτογραφίες. Και μετά τις τύπωνα, τις τύπωνα εγώ τις φωτογραφίες Μαρία -ούτε αυτό στο ‘χω πει-, τις τύπωνα με το χέρι μου, μόνος μου, χωρίς μηχάνημα. Όπως, όπως εμφάνιζα τις ασπρόμαυρες, έτσι εμφάνιζα έγχρωμες. Θα σου πω όμως άλλη στιγμή, γράψ’ το μου αν θες κάπου να σου κάνω μια μικρή αναφορά και γι’ αυτά. Λοιπόν, τύπωνα τις φωτογραφίες Μαρία και πήγαινα -τότε είχα βέσπα- και πήγαινα στην Περαία ας πούμε, Μπαξέ, Αγία Τριάδα, παντού πήγαινα, αλλά στην Περαία είχαμε πιο πολλή συμπάθεια. Δεν ξέρω. Ήταν ο κόσμος πιο έτσι καλός, πιο έτσι χουβαρντάς, ήτανε καλύτερος ο κόσμος, δεν ξέρω. Αυτό είχα καταλάβει. Λοιπόν, πήγαινα και όταν πήγαινα στην πλατεία κι έβλεπα κανένα παιδάκι να παίζει μπάλα, τον έλεγα: «Θα ‘ρθεις μαζί μου να πάμε να μοιράσουμε τις φωτογραφίες;». Κανένα δεν έλεγε: «Όχι». Όλοι θέλαν και τη βόλτα τους. Τα έδινα και εγώ κάνα χαρτζιλικάκι τα παιδάκια. Λοιπόν, τα ‘βαζα, του λέω: «Έλα -του λέω- εδώ πέρα, βρες τις φωτογραφίες». Διάλεγε τις φωτογραφίες, τις έβαζε με σειρά. Αυτός είναι… Αυτή είναι η Μαρία, κάθεται εκεί. Δίπλα στη Μαρία είναι η άλλη, βάλ’ την δίπλα. Η άλλη ξέρω ‘γω τη Χρυσούλα. Μετά κατεβαίνουμε κάτω, στην κάτω Περαία. Αυτός είναι πάνω, αυτός είναι κάτω. Χωρίζαμε τις φωτογραφίες και ανέβα πάνω τώρα. Πηγαίναμε και γυρνούσαμε και πήγαινα από πόρτα σε πόρτα και πουλούσα τις φωτογραφίες. Και έβγαζα καλά λεφτά είναι αλήθεια, αλλά ήτανε αγώνας βέβαια, αλλά εγώ τον αγώνα δεν τον υπολόγιζα. Ποτέ δεν υπολόγισα και ποτέ δεν είπα: «Κουράστηκα». Ακόμα και τώρα, άμα ακούω τον άλλον να λέει: «Κουράστηκα», παραξενεύομαι. Κουράστηκες; Τι… κούραση. Εγώ ποτέ, ποτέ δεν είπα τη λέξη: «Κουράστηκα» κι έκανα χίλια δυο πράγματα, παντού έφερα. Είμαστε στο αεροδρόμιο, έρχεται ο Giscard d' Estaing με τον Καραμανλή. Kι έρχεται το αεροπλάνο. Είμαστε όλοι οι φωτογράφοι, φωτορεπόρτερ δηλαδή, όλοι στημένοι, μας έχει βάλει η αστυνομία, εδώ θα… Δεν θα πάει κανένας στη σκάλα επάνω. Ο Κυριακίδης ο Γιάννης… Ο Κυριακίδης ο Γιάννης ήταν ένας χοντρομπαλάς φωτογράφος, σε όλα του χοντρός, και στο σώμα του και στην… Δεν [02:50:00]σεβόταν ούτε εμάς, τους συναδέλφους. Ήταν ο Φουρκαλάς, ήταν ο Παππούς, φωτορεπόρτερ δηλαδή όλοι αναγνωρισμένοι. Και αυτός ο κύριος, εκεί που μας είχανε, σηκωνόταν έφευγε, πήγαινε κοντά για να βγάλει μια μοναδική φωτογραφία. Αλλά όταν έμπαινε μπροστά, μας έκοβε εμάς τη θέα, κατάλαβες; Αυτό το… συγχωρέθηκε τώρα, δεν πρέπει να τον… να πω κάτι, αλλά κατάλαβες, δεν ήταν πρέπον να πούμε. Και εγώ μπορούσα να πάω. Και εγώ είπαμε ότι ήμουν θρασύς και εγώ στη δουλειά, αλλά όταν είμαι με τους συναδέρφους όχι. Όχι εις βάρος των συναδέλφων και να βγάζουν οι άλλοι τον κώλο μου -συγνώμη Μαρία-, κατάλαβες; Και ήρθε που λες ο Giscard d' Estaing, κόσμος, κακό. Όλα αυτά ήταν μέσα στις δραστηριότητες μου. Πήρε ο ΠΑΟΚ το κύπελλο! Άλλο συμβάν πάλι! Στο αεροδρόμιο ο Ερινέλης, στο αεροδρόμιο που θα ‘ρθουνε με το κύπελλο, ξέχασα να σ’ το πω. Πήγα που λες στο αεροδρόμιο. Ο Αποστολίδης το κρατούσε το κύπελλο. Απ’ το αεροδρόμιο ο Φασούλας με το κύπελλο στο μπάσκετ. Εκεί τον έχω στα σκαλιά του αεροπλάνου, μας είχαν επιτρέψει και πήγαμε. Αυτό ήτανε για το ποδόσφαιρο, που σου είπα για τον Αποστολίδη, αλλά το άλλο ήτανε για το μπάσκετ, όταν ο Φασούλας είχε το κύπελλο. Τι θυμήθηκα! Κάτι πάλι έτσι που έλεγα για τα… τις φωτογραφίσεις. Τέλος πάντων, παντού, παντού πηγαίναμε. Προλαβαίναμε τα πάντα. Εντάξει.

Μ.Β.:

Ωραία. 

Χ.Ε.:

Πριν σου πω για την έγχρωμη φωτογραφία, να σου πω ότι εμείς, οι προηγούμενοι, παλιοί φωτογράφοι, ζωγραφίζαμε τις φωτογραφίες με το χέρι. Γινόμασταν δηλαδή ζωγράφοι. Είχαμε το φωτογραφικό χαρτί που ήταν ασπρόμαυρο και μετά παίρναμε τις διάφορες μπογιές. Εδώ θυμάμαι ότι ο πατέρας μου ακόμα, απ’ την εποχή τη δική του, είχε τις μπογιές ανελίνη, αν θυμάμαι καλά το όνομα. Έτσι λεγόταν οι μπογιές που χρησιμοποιούσαν τότε, ανελίνη. Εμείς, λοιπόν, είχαμε τις… τα μολύβια, είχαμε τις κηρομπογιές, είχαμε τις πούδρες, είχαμε τα λάδια, είχαμε διάφορα. Κάθε τόσο έβγαινε και κάτι διαφορετικό. Παίρναμε, λοιπόν, την ασπρόμαυρη φωτογραφία και σύμφωνα με τα γούστα μας, βάζαμε τα χρώματα στα φορέματα, στις κορδέλες, στα… ως επί το πλείστον όμως, ως επί το πλείστον τις αποκριάτικες φωτογραφίες, γιατί είχε να βάψεις περισσότερο πράγμα, τη στολή. Οπότε εγώ κάνοντας κάποια μοναδικά τρικ… Τι θέλω να πω; Τώρα θυμήθηκα και τα τρικ που έκανα όταν ήμουνα 17 χρονών. Θα τα πω πρώτα κείνα και μετά θα πω. Όταν ήμουνα, λοιπόν, 17 χρονών και έμπαινα Μαρία εγώ μέσα στον σκοτεινό θάλαμο, ήτανε σαν να έμπαινα μέσα στον παράδεισο. Σκοτάδι μέσα με λίγο κόκκινο φως, για μένα όμως ήταν όλα φωτεινά και όλα ωραία. Τι τραγούδια έχω πει μέσα εκεί, στον σκοτεινό θάλαμο! Τι τραγούδι, τι χαρά, τι ευτυχία ένιωθα μέσα εκεί! Να τραγουδάω και να δουλεύω, και να κρατάω και χρόνους, να πω ότι: «Πέντε δευτερόλεπτα» κι εγώ έβρισκα τον τρόπο να μετράω κιόλας και να τραγουδάω, να μη σταματάω το τραγούδι. Δεν το πιστεύεις, αλλά εγώ αυτά δεν μπορώ να τα βγάζω απ’ τη φαντασία μου παιδί μου.

Μ.Β.:

Γιατί μετρούσατε;

Χ.Ε.:

Θέλω να πω ότι δηλαδή είναι πράγματα που δεν τα πιστεύει ο άλλος. Τραγουδούσα και δούλευα, ήμουν τόσο χαρούμενο παιδί. Του Καζαντζίδη τραγούδια, όλα τα τραγούδια του Καζαντζίδη τα ξέρω, κι άλλων τραγουδιστών ας πούμε. Λοιπόν, είχα κάνει λοιπόν, ήθελα πάντα έτσι κάτι να δημιουργώ. Και καθόμουνα, επειδή μου άρεζε το στούντιο μέσα, μου άρεσε πολύ, σαν να ήταν ο παράδεισος μου. Είχα κάνει λοιπόν το πρώτο τρικ, ένα τρικ, που από τη μια μεριά θα καπνίζω και από την άλλη θα… με το τσακμάκι θα ανάβω το τσιγάρο μου, εγώ ο ίδιος. Το ‘κανα. Έκατσα σκέφτηκα πώς θα τυραννιστώ, τυρρανίστηκα, σχέδια, πειράματα, αυτό, το ‘κανα! Όταν βρήκα τον τρόπο, μετά άλλο, τι άλλο να κάνω; «Να κάνω -λέω- ένα που πίνω γάλα». Έπινα λοιπόν, έβαλα το στόμα μου έτσι και από την άλλη ένα μπουκάλι με καλαμάκι και έδινα στον εαυτό μου γάλα. Φαινόμουνα και στη μια εικόνα και στην άλλη εικόνα, διαφορετικά, με άλλο… από άλλη θέση, όχι ότι ήμουν στην ίδια διάθεση, αλλά φαινότανε ότι ήτανε δυο άνθρωποι δηλαδή. Αυτό, όμως, εγώ το δημιουργούσα. Έκανα μετά… είχα την έμπνευση να κάνω… Πω πω πω! Πού τα θυμάμαι τώρα αυτά; Θα μου το δώσεις και εμένα αυτό, έτσι; Είχα τη σκέψη να κάνω μετά ένα… ότι είμαι εγώ γίγαντας και είχα στα χέρια μου τον εαυτό μου και το φυσούσα, έβαλα τον εαυτό μου μέσα στη χούφτα μου, στα δυο μου χέρια έτσι καθόμουνα και φυσούσα, έκανα πως φυσάω, και αυτόν τον άνθρωπο που είχα, τον Χρήστο, που είχα μέσα στη χούφτα μου, έκαμνε τα χέρια ότι τον έπαιρνε ο αέρας. Έκαμνε έτσι δηλαδή, που φυσούσε ο γίγαντας. Φυσούσε και η μικρογραφία του Χρήστου ήτανε πίσω, παρασυρόταν απ’ τον αέρα του γίγαντα.

Μ.Β.:

Βγάζατε δηλαδή δύο φωτογραφίες;

Χ.Ε.:

Όχι, μια φωτογραφία. Όλα αυτά ήταν μια φωτογραφία.

Μ.Β.:

Πώς γινόταν αυτό;

Χ.Ε.:

Είναι άλλη ιστορία για να τα πούμε. Το πώς γινότανε είναι άλλη ιστορία. Δεν έχω κανέναν λόγο να…. να σ’ τα πω, αλλά είναι… πρέπει να σου αποκαλύψω λεπτομέρειες που ίσως δεν είναι και της ώρας. 

Μ.Β.:

Όπως θέλετε.

Χ.Ε.:

Ναι, ναι. Όχι, είναι πολύχρονα, κατάλαβες; Θέλει πολύ ώρα. Επίσης, επίσης, όταν ανοίξαμε το φωτογραφείο μας, το «Brazil» αυτό, το… που δεν ήμουνα ποτέ, δεν μου άρεσε η επωνυμία «Brazil». Τι θα πει «Brazil»; Χαμένο όνομα. Αλλά ο αδερφός μου το ήθελε, ήταν μεγαλύτερος από μένα και είχε λόγο μεγαλύτερο, παρόλο που δεν ήταν φωτογράφος, ούτε έκανε φωτογράφος ούτε έκατσε στο μαγαζί. Λοιπόν, -Θεός συγχωρέσ’ τον- και στις πολυκατοικίες που μένανε εκεί πέρα ο κόσμος γύρω-γύρω, Αγίας Σοφίας, περνούσα επάνω και το... επάνω στην Αίγλη, στην Αγίου Δημητρίου μέχρι τον Άγιο… όλες αυτές τις πολυκατοικίες, από την Παναγία Φανερωμένη μέχρι… Δηλαδή απ’ την Εγνατία και πάνω, ένα πολύ μεγάλο τετράγωνο, όλες τις πολυκατοικίες τις γύριζε με χαρτιά φέιγ βολάν που τα λέγαμε, με φέιγ βολάν, έντυπα χαρτιά, τυπωμένα, η επωνυμία μου, το είδος μου, τι πουλάω, τι κάνω, όλα. Ανέβαινα επάνω με το ασανσέρ, όσα είχαν ασανσέρ, γιατί δεν είχαν όλα, σε εκείνα πήγαινα με τα πόδια. Ανέβαινα επάνω, έβαζα σε όλες τις πόρτες το φέιγ βολάν. Κατέβαινα μετά με τα πόδια. Δεν κατέβαινα με το ασανσέρ, ανέβαινα μόνο. Την κατηφόρα κάτω… Μετά κατέβαινα στο… πήγαινα στον έκτο, πέμπτο, τέταρτο, τρίτο, δεύτερο, ισόγεια, έβαζα σε όλες τις πολυκατοικίες να κάνω διαφήμιση, για να σταθεί το μαγαζί. Αγώνας! Αγώνας μεγάλος.

Μ.Β.:

Τρομερό. Πολύ ωραία.

Χ.Ε.:

Κι έτσι, έτσι στάθηκε και εκείνο το μαγαζί, με τέτοια… με τέτοιον κόπο. Όταν πήγαινα δίπλα, στο Γυμνάσιο το πειραματικό, την πειραματική σχολή, ήτανε ο -πώς λεγόταν;- ένας σπουδαίος εκπαιδευτικός, ο διευθυντής. Ξηροτύρης! Ο κύριος Ξηροτύρης. Δεν ξέρω άμα ζει ο κύριος Ξηροτύρης. Έκανα γνωριμία με τον κύριο Ξηροτύρη και μου επέτρεπε και έμπαινα μέσα στο σχολείο, στο [03:00:00]πειραματικό σχολείο, και έβγαζα φωτογραφίες Μαρία μου. Είχα κατορθώσει, ήταν κατόρθωμα μεγάλο! Λόγω έτσι συμπάθειας που μου είχανε, που… στα ώπα-ώπα που λέει. Και δεν ήμουνα… ήμουνα ένας φωτογράφος που έτυχε να ‘χω εκεί πέρα, το μαγαζί δίπλα. Κι όμως, με έβαζε, μου επέτρεπε μέσα να βγάζω ο κύριος Ξηροτύρης, αυτή η μεγάλη φυσιογνωμία στην εκπαίδευση, έβγαλε χιλιάδες επιστήμονες, βγήκανε…

Μ.Β.:

Τι φωτογραφίες βγάζατε;

Χ.Ε.:

Ε;

Μ.Β.:

Τι φωτογραφίες βγάζατε;

Χ.Ε.:

Μέσα, το σχολείο, το σχολείο. Αυτά γίνονται το ‘58, ‘59, το ‘60 πριν πάω φαντάρος. Εγώ πήγα το ‘61 φαντάρος. Ναι.

Μ.Β.:

Πολύ ωραία.

Χ.Ε.:

Ναι.

Μ.Β.:

Και θέλετε να μου τελειώσετε, γιατί ξεκινήσατε να μου λέτε για την… Πώς ζωγραφίζατε τις φωτογραφίες, κάτι τρικ που κάνατε μοναδικά.

Χ.Ε.:

Ναι. Μπράβο, ναι. Είδες; Ξέφυγα. Τις φωτογραφίες, λοιπόν, τις έγχρωμες τις κάναμε στο χέρι. Και έκανα εγώ τα τρικ, τα τρικ ήταν που με παρέσυραν. Έκανα τρικ. Τι τρικ έκανα στις αποκριάτικε; Γι’ αυτό ξέφυγα. Έβαζα πίσω μια γεφυρούλα με λουλούδια. Έβαζα μια βρύση που… με νερό και με ανθοδοχεία, έβαζα έναν κήπο, έβαζα… Ούτε θυμάμαι. Χίλια δυο που έπαιρνα -συγγνώμη- που έπαιρνα από καρτ ποστάλ. Αντέγραφα από καρτ ποστάλ τοπία και ενώ το παιδί ήταν βγαλμένο μέσα στο στούντιο, στο πίσω μέρος, στο βάθος, φαινότανε αυτός ο κήπος, ο οποίος ήταν βαμμένος. Έχω κάτω φωτογραφίες, θα σου δείξω. Ήτανε βαμμένοι και το άτομο και πίσω το φόντο που είχα βάλει εγώ, το ψεύτικο φόντο. Δεν υπήρχε πουθενά αυτό. Ήταν τρικ δικό μου, κατασκευασμένο από μένα. Ώρες μέσα, ώρες ατελείωτες στον σκοτεινό θάλαμο όλα αυτά βγαίνανε! Δεν βγαίνανε έξω, μες στον σκοτεινό θάλαμο βγαίνανε όλα. Λοιπόν, έτσι ήτανε η φωτογραφία η έγχρωμη τότε. Μετά άρχισε να εμφανίζεται η έγχρωμη φωτογραφία που σου είπα. Το πρώτο μηχάνημα… Α! Τα πρώτα… η φωτογραφία η έγχρωμη για να βγει, ήθελε τον πρώτο καιρό δώδεκα φάρμακα, δώδεκα χημικά απ’ το ένα στο άλλο, απ’ το ένα στο άλλο, απ’ το ένα στο… με χρόνους, με χρόνους και με χημικό, σε αυτό το χημικό τόσο, στο άλλο τόσο, στο άλλο τόσο. Δώδεκα χημικά ήθελε το μηχάνημα. Έτσι θυμάμαι. Έτσι θυμάμαι, μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά κάπου εκεί κοντά είμαι. Δώδεκα χημικά περνούσε για να βγει μια φωτογραφία έγχρωμη. Αργότερα… Και την πηγαίναμε εμείς σε κάποια, ένα κεντρικό που είχε φέρει μηχάνημα και όλοι οι φωτογράφοι πηγαίναμε εκεί πέρα και βγάζαμε τις… πηγαίναμε τα φιλμ, τα εμφάνιζε, ειδικά φιλμ, είχαν βγει τα έγχρωμα τα φιλμ, και βγάζαμε τις φωτογραφίες εκεί πέρα. Μετά, όταν ανοίξαμε εδώ πέρα το μαγαζί, όταν ήρθα εδώ, στη Μηχανιώνα, βγήκανε χημικά λιγότερα, λιγότερα χημικά. Ήτανε δηλαδή δύο ή τρία χημικά. Πέσαμε από τα δώδεκα, η τεχνολογία προχώρησε και βγήκανε τα μηχανήματα αυτά. Όχι όχι μηχανήματα, τα χημικά αυτά. Μηχανήματα δεν υπήρχαν. Τυπώναμε, λοιπόν, την έγχρωμη φωτογραφία στη μεγεθυντική μηχανή και υπήρχανε τέτοια, τόσο δα φιλτράκια. Όχι φίλτρα, φίλτρα πλαστικά, πλαστικά με χρώματα, με τα τρία κύρια χρώματα, και βάζαμε τη ματζέντα, το yellow, το κίτρινο και σε αναλογία σε έντονο χρώμα ή όχι -δεν το περιγράφω καλά αλλά τέλος πάντων-, άλλο ανοιχτό άλλο σκούρο και έπρεπε να βρούμε εμείς, Μαρία, ποιο είναι αυτό που θα αποδώσει κάτω. Στο ένα χρώμα, στο δεύτερο χρώμα, στο τρίτο χρώμα. Ήθελε πολύ μεγάλη μαστοριά και πολλές σημειώσεις κρατούσα εγώ, γιατί εγώ δεν… ήμουν αυτοδίδακτος. Δεν είχα πάει σε κανένα στούντιο, κάνα χημικό να μου τα δείξει, πήρα τα μηχανήματα και προσπαθούσα μόνος. Τώρα έκανα καλά ή λάθος… Εγώ πάντως έτσι τις τύπωνα. Όταν, λοιπόν, έβρισκα τα φιλτράκια που έπρεπε να μείνουνε, τότε όλο το φιλμ είχε… βοηθούσε όταν ήταν σε γυμναστικές επιδείξεις -λέω- άλλο γιατί θέλω… άλλα φίλτρα βάζαμε όταν θα βγάζουμε έναν γάμο ή μια αρραβώνα σε σπίτι. Ο γάμος ήτανε σε ανοιχτό μέρος, η εκκλησία σκοτεινή, άλλο. Άλλο το γήπεδο, άλλο η παρέλαση, άλλα χρώματα δηλαδή, κατάλαβες; Και δεν… Και ήθελε σε κάθε φιλμ να βάλεις τις ανάλογες. Όταν, λοιπόν, εγώ έβγαζα επιδείξεις -λέω παράδειγμα-, έβρισκα τα φιλτράκια τα οποία ήξερα ότι για όλα τα φιλμ που έβγαλα στις επιδείξεις είναι αυτό. Λίγο-πολύ, δεν ήταν και τέλειες φωτογραφίες, αλλά ήτανε αρκετά… Έχω φωτογραφίες να σου δείξω πολύ καλές και με καλή απόδοση. Τότε, λοιπόν, μέσα στο χημικό έβαζα… τύπωνα τις φωτογραφίες πρώτα, εκατό φωτογραφίες. Ένα πακέτο είχε εκατό χαρτιά, εκατό χαρτιά. Όχι, εντάξει είχε και εκατό είχε και διακόσια πενήντα. Τέλος πάντων, τύπωνα εκατό φωτογραφίες, έβαζα σε μια μεγάλη λεκάνη το χημικό και σε δύο δόσεις, Μαρία μου, τις έπαιρνα από κάτω, επάνω. Την έπαιρνα από κάτω, την έβαζα επάνω, από κάτω πάνω. Αυτό έπρεπε να γίνεται πάρα πολύ γρήγορα, γιατί η φωτογραφία δεν αντέχει πολύ με τα χημικά ή και άμα δεν βραχεί καλά, κάνει λεκέδες. Έπρεπε η επιφάνεια της να βραχεί αμέσως και όταν θα την ξαναφέρεις, γιατί δεν την έφερνα και πάρα πολλές φορές, όταν με έπιανε νταμάχι και έκανα πολλές φωτογραφίες… Και δεν ήτανε δέκα οι φωτογραφίες. Στις δέκα ήταν πιο εύκολο. Ερχότανε βαπτιζότανε πιο πολλές φορές μέσα στο χημικό και ήτανε πιο καλή φωτογραφία. Όταν, όμως, ήτανε πολλές φωτογραφίες, εγώ πρέπει να κάνω πάρα πολύ γρήγορα για να τις περνάω, για να βγουν όλες σωστές, να μη χάσω φωτογραφίες, και τα κατάφερνα. Ναι, έτσι. Και μετά αυτές τις έπλενα, τις στέγνωνα, άπλωνα μέσα το στούντιο όλο φωτογραφίες! Όλο το πάτωμα είχε φωτογραφίες! Χιλιάδες φωτογραφίες, εκατοντάδες μάλλον. Λοιπόν, κι έτσι τυπώναμε τις φωτογραφίες έγχρωμες. Η εξέλιξη αυτής της φάσης για τις μεγεθύνσεις ήτανε -το οποίο το ‘χω το μηχάνημα-, ήταν ένας κύλινδρος, Μαρία -έτσι, όσο σου δείχνω-, τριάντα πόντους περίπου, για να γίνονται οι τριάντα επί σαράντα το μέγεθος. Τριάντα ήταν το φάρδος. Αυτό, λοιπόν, είχε πάνω ένας κύλινδρος σε μια διάμετρο -σου τα λέω τώρα, γιατί και εσύ δεν τα βλέπεις- περίπου είκοσι πέντε εκατοστά διάμετρο κύλινδρος και φάρδος γύρω στα τριάντα πέντε εκατοστά. Πάνω από αυτόν τον κύλινδρο ήταν ένα δίχτυ, ένα δίχτυ, το οποίο δίχτυ θα βοηθούσε… Η φωτογραφία έπρεπε να μπει στον κύλινδρο απ’ την καλή του πλευρά. Δηλαδή η ανάποδη πλευρά της φωτογραφίας να κολλήσει επάνω στον κύλινδρο. Οπότε, εφόσον κολλούσε η φωτογραφία επάνω στον κύλινδρο, γυρνούσε ο κύλινδρος και πάνω απ’ τη φωτογραφία στην επιφάνεια την… που βλέπαμε. Όχι στην πίσω πλευρά τις φωτογραφίας, στην καλή πλευρά, εκεί που τυπωνόταν η φωτογραφία, γιατί τυπώνεται μόνο από μια πλευρά, εκεί εφαπτότανε το διχτάκι, το οποίο βρεχότανε, επειδή η φωτογραφία από κάτω είχε ένα δοχείο με την εμφάνιση και περνούσε η φωτογραφία και βρεχότανε και με το διχτάκι επάνω στρωνότανε, κατάλαβες; Και δεν με άφηνε λεκέδες. Το δίχτυ έστρωνε σε όλη την επιφάνεια της φωτογραφίας όπως γύριζε επάνω, κατάλαβες; Έτσι, την έγλειφε τη φωτογραφία και ναι. Και μόλις ερχότανε στον [03:10:00]τάδε χρόνο… Αλλά αυτό βέβαια θερμαινότανε. Έπρεπε να έχει την κατάλληλη θερμοκρασία. Είχε μέσα την αντίσταση του και ζέσταινε την εμφάνιση, γιατί έπρεπε… Ήθελε τον χειμώνα, το καλοκαίρι να έχει σταθερή θερμοκρασία. Λεπτομέρειες τώρα αυτά. Όταν, λοιπόν, εκτιμούσαμε ότι πρέπει να βγει η φωτογραφία, τότε από κάτω, όπως ήτανε ο κύλινδρος, που ήταν η εμφάνιση, ήτανε με έναν τρόπο κατασκευής τέτοιο, γιατί ήτανε δοχείο, το σηκώναμε το δοχείο και έπεφτε η εμφάνιση, χυνότανε μέσα στις λεκάνες του νερού, χυνότανε και βάζαμε άλλο χημικό, το δεύτερο χημικό. Γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Μέσα στην ίδια λεκανίτσα που θα λουζότανε, θα βαπτιζότανε πάλι η φωτογραφία με το διχτάκι και τα λοιπά, όπως είπαμε, θα ήταν με το δεύτερο φάρμακο. Και έτσι, εμφανίζαμε με αυτό τον τυραννικό τρόπο της μεγεθύνσεις, Μαρία. Ήτανε δηλαδή πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα, γι’ αυτό λέω καμιά φορά: «Ιστορία ολόκληρη, ιστορία για αγρίους» είναι να διηγείται κανείς λεπτομέρειες από τόσα και πόσα άλλα έχουμε ξεχασμένα και θα θυμηθώ να σου πω, να ‘μαστε γεροί μόνο. Μαρία μου, σε ευχαριστώ πολύ.

Μ.Β.:

Και εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα αυτά που μοιραστήκατε μαζί μας και θα συνεχίσουμε τις εξιστορήσεις-

Χ.Ε.:

Ναι.

Μ.Β.:

Την επόμενη φορά.