Πήγα σχολείο στο Άγιο Όρος
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια στην Ηλεία, η μετάβαση στο Άγιο Όρος και ζωή εκεί στην Αθωνιάδα Σχολή
00:00:00 - 00:19:08
Partial Transcript
Καλησπέρα σας. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας; Καλησπέρα, ονομάζομαι Κούτρας Παναγιώτης. Εγώ είμαι η Ιωάννα Χριστοπούλου, είμαι Ερ…σίγουρα θα το θυμούνται. Έτσι έγινε και με το Πάσχα. Το Πάσχα, βέβαια, δεκατέσσερις μέρες είχαμε κι εμείς διακοπές κανονικά, δύο εβδομάδες.
Lead to transcriptTags
Segment 2
Η επιστροφή στον Πύργο, το Λύκειο πίσω στην Αθωνιάδα και η περιπέτεια των Πανελλαδικών
00:19:08 - 00:30:19
Partial Transcript
Τελείωσα την πρώτη Γυμνασίου, και, θυμάμαι, εκείνο το καλοκαίρι έμεινα στη μονή που ήμουν γραμμένος, στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου, και συγκεκρι…ίοδο έκαναν μια μεταφύτευση σε αμπέλια και θυμάμαι τα φυτεύαμε μέσα σε θερμοκήπιο σε άμμο για να μπορέσουμε μετά, αργότερα, να τα φυτέψουν.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Οι σπουδές στην Εκκλησιαστική Σχολή Βελλάς Ιωαννίνων σε σύγκριση με την εμπειρία στο μοναστήρι στο Άγιο Όρος
00:30:19 - 00:51:23
Partial Transcript
Έτσι, πέρασε κι αυτό το διάστημα, ήρθε Σεπτέμβριος. Επειδή, όπως σας είχα αναφέρει, δεν ξέρω κιόλας αν το είχαμε πει, δεν θυμάμαι, τα εκκλησ…χ., να παίζουμε μπάλα, είτε να κυνηγιόμαστε, είτε να... Και νομίζω πως αυτό είναι θετικό, δηλαδή, στα παιδιά που πηγαίνουμε στο Άγιο Όρος.
Lead to transcriptLocations
Segment 4
Τα Θεοφάνια για τα Αθωνόπουλα, η διατροφή στη Μονή και η σύνδεση με τις σπουδές στη Βελλάς Ιωαννίνων
00:51:23 - 01:04:09
Partial Transcript
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Παναγιώτη! Θα ήθελα να σε κάνω μία διευκρινιστική ερώτηση. Ναι, ναι ασφαλώς, αν μπορώ να απαντήσω. Ναι. Μου είχε…υ μου μοιράστηκες! Σε ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά! Και έχουμε φτάσει στο τέλος. Ευχαριστώ πάρα πολύ! Να είσαι καλά, να είσαι καλά!
Lead to transcriptTags
Media

Ομαδική Φωτογράφηση
Ομαδική φωτογραφία μπροστά από την Αθωνιάδ ...

Ομαδική Φωτογράφηση
Πηγαίνοντας στο Πρωτάτο (ο καθεδρικός Ιερό ...
Segment 5
Η συνολικότερη εκπαίδευση που λαμβάνουν τα παιδιά στην Αθωνιάδα, η απόφαση της ενασχόλησης με την ψαλτική, το Άγιο Όρος
01:04:09 - 01:08:33
Partial Transcript
Και κάτι που μου ήρθε τώρα και θα ήθελα να το τονίσουμε και να το καταγράψουμε είναι ότι στη Σχολή, εκτός απ’ τα μαθήματα και τα εξτρά που ε…αν καθηγητές, είτε σαν προσωπικό, είτε σαν επιμελητές μέσα στη Σχολή. Τέλεια! Σε ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ! Να είσαι καλά, να είσαι καλά!
Lead to transcriptSegment 1
Τα παιδικά χρόνια στην Ηλεία, η μετάβαση στο Άγιο Όρος και ζωή εκεί στην Αθωνιάδα Σχολή
00:00:00 - 00:19:08
[00:00:00]Καλησπέρα σας. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα, ονομάζομαι Κούτρας Παναγιώτης.
Εγώ είμαι η Ιωάννα Χριστοπούλου, είμαι Ερευνήτρια απ’ το Istorima. Είναι σήμερα Πέμπτη, 7 Απριλίου του 2021, είμαστε εδώ με τον κύριο Παναγιώτη στο σπίτι του στα Γιάννενα για να μας μιλήσει για τη ζωή του. Μπορείτε να μας πείτε!
Ωραία! Να πούμε λίγα κάποια πράγματα για το πού γεννήθηκα κι αυτά: Γεννήθηκα το 1995, Φεβρουάριο συγκεκριμένα, στα μέσα του Φεβρουαρίου, η καταγωγή μου είναι απ’ την Πελοπόννησο, ουσιαστικά από ένα χωριό κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Βρίσκεται γύρω στα δέκα χιλιόμετρα έξω απ’ την Αρχαία Ολυμπία, ονομάζεται Σμίλα, είναι ένα μικρό χωριό, όπως σας είπα, έξω απ’ την Αρχαία Ολυμπία, το οποίο έχει περίπου γύρω στους τριακόσιους κατοίκους. Την ονομασία του το χωριό την πήρε – θέλει η ιστορία να την έχει πάρει απ’ τον Ερμή του Πραξιτέλους, όταν ήρθε να σμιλέψει το άγαλμα του Δία στην Αρχαία Ολυμπία. Υπάρχουν κάποιες αναφορές ότι πέρασε από κει και ξέχασε αυτό, τέλος πάντων, το εργαλείο, το σμιλάρι εκεί, και γι’ αυτό πήρε την ονομασία από αυτό. Εγώ, όπως σας είπα, γεννήθηκα εκεί, την πρώτη μου εκπαίδευση, δηλαδή Δημοτικό, Νηπιαγωγείο, Δημοτικό μέχρι και την πέμπτη τάξη την πήγα εκεί στο χωριό. Δυστυχώς, επειδή ήμασταν λίγα παιδιά, συγκεκριμένα όταν ήμουνα εγώ μέχρι τετάρτη Δημοτικού, είχε έξι άτομα, ήμασταν όλοι κι όλοι, ήτανε μονοθέσιο. Έκλεισε το σχολείο, έμεινε μόνο το Γυμνάσιο και αναγκαστήκαμε να πάμε στην πόλη. Εντωμεταξύ, μπορούσαμε να πάμε και σε ένα χωριό που ήτανε λίγο πιο μεγάλο δίπλα, που ήτανε κεφαλοχώρι και είχε και Γυμνάσιο και Λύκειο, αλλά επειδή βόλευε με τη δουλειά του μπαμπά, κατεβήκαμε κι εμείς στην πόλη, επειδή μας έπαιρνε κάθε πρωί. Τις δύο τάξεις, την πέμπτη και την έκτη Δημοτικού τις έκανα στον Πύργο Ηλείας. Ήταν λίγο για μας, λίγο περίεργο αυτό. Δηλαδή, εκεί που ήμασταν λίγο πιο οικογενειακά, δηλαδή από ένα δημοτικό που ήταν αρχικά μες στο σπίτι μας στο χωριό και είχε έξι άτομα, ήταν παιδιά τα οποία ήμαστε στο σχολείο μαζί, μετά μπορούσαμε να παίξουμε μαζί, πηγαίναμε στα σπίτια μας μαζί, ήμασταν στον ίδιο δρόμο, μπορεί είτε το σπίτι μας να ήταν δίπλα δίπλα –πώς, μπορείτε να φανταστείτε, δηλαδή, πώς είναι η κατάσταση σ’ ένα χωριό;–, ξαφνικά βρεθήκαμε σε μία τάξη, η οποία είχε, το κάθε τμήμα, τριάντα-τριάντα πέντε παιδιά και είχε και παιδιά που ήταν ξένα, όπως είναι όλα τα σχολεία, δηλαδή, μέσα στις πόλεις. Τελείωσα εκεί το Δημοτικό, τις δύο τάξεις, και όταν ήταν να πάω στο Γυμνάσιο, λόγω μιας συχνής επαφής που είχα από πολύ μικρός με το Άγιο Όρος, βρίσκεται στη Χαλκιδική, γράφτηκα στην Αθωνιάδα Σχολή. Εκεί η σχολή αυτή είναι μες στο Άγιο Όρος, στις Καρυές, στο κέντρο δηλαδή, είναι ένα εκκλησιαστικό Λύκειο και Γυμνάσιο, παλαιότερα ήταν και Ακαδημία, το οποίο δέχεται, όπως θα ξέρετε, δέχεται μόνο αγόρια λόγω ότι υπάρχει άβατο για τις γυναίκες, κι εκεί μπορεί να πάνε τα παιδιά με βάση κάποια χαρακτηριστικά, δηλαδή να έχουν κάποιες συστατικές επιστολές από κάπου, απ’ τον οικείο Μητροπολίτη της περιοχής που μένουν, είτε απ’ τον παπά της ενορίας, δηλαδή ουσιαστικά υπάρχει στη διαλογή των παιδιών, έτσι, μια προτίμηση να είναι παιδιά εκκλησιαστικού χώρου, δηλαδή δεν μπορεί να στείλει οποιοσδήποτε τα παιδιά του. Εγώ, λόγω της οικογένειάς μου, έτσι, που ασχολούνται με τη θρησκεία κι αυτά κι εκκλησιάζονται, επέλεξα να πάω εκεί. Ο λόγος που επέλεξα, αρχικά, να πάω εκεί είναι ότι στο Άγιο Όρος πηγαίνω από πολύ μικρός, δηλαδή σχεδόν, απ’ ό,τι θυμάμαι κι έχω και φωτογραφικό υλικό, από 3 χρονών, σε πολλά μοναστήρια, συνήθως πηγαίναμε σε μεγάλες εορτές όπως το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, φεύγαμε, δηλαδή, μαζί με τον πατέρα μου είτε και με άλλους φίλους και πηγαίναμε εκεί. Δηλαδή, αυτό γινόταν σχεδόν κάθε χρόνο, χρόνο πάρα χρόνο. Θυμάμαι, συγκεκριμένα μ’ αυτό, επειδή πήγαινα εκεί, ένα Πάσχα –θα σας γελάσω, δεν θυμάμαι την ημερομηνία, ήμουν πολύ μικρός, νομίζω ήταν το 2004, δηλαδή έχω γεννηθεί το ’95, 2004 ήμουν 9 χρόνων–, συγκεκριμένα ήμαστε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, Μεγάλο Σάββατο ξημερώματα προς την Ανάσταση, μας πήραν τηλέφωνο ότι η γιαγιά μου, επειδή ήταν στο νοσοκομείο έφυγε απ’ τη ζωή, και φύγαμε, συγκεκριμένα, θυμάμαι, με τον πατέρα μου, βγήκαμε έξω με ταχύπλοο, δηλαδή με γρήγορο τρόπο, για να φύγουμε να ’ρθουμε κάτω να προλάβουμε τη γιαγιά, που θα ήτανε το μυστήριο. Τέλος πάντων, στο Όρος, έτσι, πηγαίνω από πολύ μικρός και έτυχε κάποιες χρονιές να πηγαίνω, ανάλογα το μοναστήρι, σε κάποιες μονές οι οποίες μάζευαν και παιδιά, δηλαδή, μικρής ηλικίας, τα οποία πήγαιναν εκεί, κάθονταν το καλοκαίρι, βοηθούσαν στις δουλειές. Μια φάση, δηλαδή, όπως είναι οι κατασκηνώσεις αλλά λίγο πιο περιορισμένα, με την έννοια ότι κάποια πράγματα δεν τα είχαν, δηλαδή όπως στις κατασκηνώσεις έξω τα παιδιά. Έτσι κι εγώ, ξεκίνησα να πηγαίνω στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου, μαζεύονταν παιδιά πηγαίναμε δύο-τρεις φορές, καθόμασταν, βασικά, γύρω στους δύο μήνες, και, συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο, όταν τελείωναν οι διακοπές κι έπρεπε επιστρέψουμε στα σχολεία, βγαίναμε ξανά πάλι έξω στον κόσμο. Εκείνη τη χρονιά, την τελευταία χρόνια, δηλαδή, πριν πάω πρώτη Γυμνασίου, έκτη Δημοτικού, οι υπεύθυνοι που είναι εκεί και ο γέροντας του μοναστηριού μού πρότεινε να δοκιμάσω κι εγώ να πάω σ’ αυτό το εκκλησιαστικό σχολείο, με την έννοια ότι, αφού είχα συνηθίσει και ήδη πήγαινα από μικρός εκεί, να μπορέσω να καθίσω εκεί, να δω, να δοκιμάσω πώς είναι ο τρόπος εκεί της ζωής, γιατί σίγουρα έχει μια ιδιορρυθμία και είναι πιο διαφορετικά από έναν τρόπο που έχουν τα παιδιά έξω, ακόμα και στην εκπαίδευση και στον τρόπο διαβίωσης και όλα αυτά. Εγώ ενθουσιάστηκα, με την έννοια ότι εκεί θα είχε παιδιά και θα ήμασταν όπως, δηλαδή, ήμασταν τα καλοκαίρια και μαζευόμαστε, θα παίζουμε, θα κάνουμε... Εντάξει, κι ένα παιδί σε αυτήν την ηλικία δεν μπορεί να γνωρίζει, δηλαδή, τι το περιμένει, με την έννοια στην εκπαίδευση, πόσο δύσκολο είναι η μετάβαση απ’ το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και αυτά είτε το να μεγαλώνεις μόνος σου, δηλαδή μακριά απ’ τους γονείς σου. Γιατί ακόμα, δηλαδή, και μια δυσκολία που έχεις σε ένα μάθημα, πιστεύω ότι όταν είσαι με τη μαμά και τον μπαμπά, είναι διαφορετικά απ’ ό,τι να πάρεις μια συμβουλή από έναν ξένο τον οποίο δεν τον γνωρίζεις. Κι έτσι έμαθα, έμεινα εκεί, συγκεκριμένα θυμάμαι ότι είχα πάει και απροετοίμαστος στην αρχή, δηλαδή επειδή είχαμε πάει εκεί, είχα κάποια συγκεκριμένα προσωπικά αντικείμενα όπως ρούχα και τέτοια, αλλά δεν είχα προετοιμαστεί κατάλληλα, δηλαδή, για να μείνω εκεί τρεις μήνες, από Σεπτέμβριο μέχρι τα Χριστούγεννα, που έχουμε διακοπές όπως τα κοινά παιδιά και πηγαίνουμε στα σπίτια μας. Είχα βγει, θυμάμαι, με τον πατέρα μου στη Θεσσαλονίκη να ψωνίσω κάποια πράγματα, δηλαδή τα απαραίτητα, με είχαν στείλει κιόλας μετά. Πήγαμε, λοιπόν, εκεί στο σχολείο, κάναμε την εγγραφή. Συγκεκριμένα, η σχολή λειτουργούσε, όπως και όλα τα σχολεία, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή. Την Παρασκευή ήταν υποχρεωμένα τα παιδιά, ανάλογα με το μοναστήρι που έχει την κηδεμονία, να φύγουν εκεί και να επιστρέψουν τη Δευτέρα το πρωί που ξεκινάνε τα μαθήματα, είτε την Κυριακή το απόγευμα στο οικοτροφείο. Λέω οικοτροφείο γιατί τα παιδιά μένουν μέσα. Δηλαδή, ο πρώτος όροφος είναι η τραπεζαρία, ο δεύτερος όροφος είναι οι τάξεις και κανονικά οι αίθουσες των καθηγητών και άλλες αίθουσες, όπως αίθουσα γεωγραφίας, αίθουσα βυζαντινής μουσικής, τα γραφεία του σχολάρχη, των διευθυντών, των καθηγητών, τα δωμάτια των καθηγητών. Τρίτος όροφος είναι οι κοιτώνες των μαθητών και μαζί και με την εκκλησία, γιατί υπάρχει ναός μέσα. Και στον τέταρτο πάνω όροφο είναι ένας τεράστιος χώρος, το οποίο το ονομάζουν μελετητήριο κι εκεί γίνεται η μελέτη των παιδιών αλλά και διάφορες, έτσι, εκδηλώσεις, συνέδρια. Και στον ίδιο όροφο, στον τελευταίο όροφο ουσιαστικά, είναι τα δωμάτια που είναι ξεχωριστά, τα οποία είναι προνομιούχοι μόνο αυτοί που είναι της τρίτης Λυκείου, ουσιαστικά, επειδή προετοιμάζονται για να δώσουν εξετάσεις Πανελλαδικές, μένουν εκεί πάνω για να είναι πιο ουσιαστικά αποκομμένοι απ’ τα άλλα παιδιά και απ’ τα άλλα δωμάτια, που είναι είτε τέσσερα και πέντε άτομα μαζί σε ένα δωμάτιο. Ξεκίνησα, λοιπόν, εκεί τη φοίτησή μου. Συγκεκριμένα η πρώτη τάξη που έκανα εκεί, η πρώτη Γυμνασίου, ήμασταν τρία άτομα. Συγκεκριμένα, το ένα παιδί απ’ αυτά ήταν στην καταγωγή Ρουμάνος. Υπήρχαν στη Σχολή πάρα πολλά παιδιά και από Ρουμανία και από Βουλγαρία και από Μολδαβία, από Ρωσία, από Σκόπια, θυμάμαι, συγκεκριμένα, τα οποία είτε γνώριζαν ελληνικά επειδή έμεναν στην Ελλάδα αλλά είχαν εθνικότητα διαφορετική, είτε έρχονταν καθεαυτού απ’ τη χώρα τους, χωρίς να γνωρίζουν τα ελληνικά, κάνοντας κάποιο τμήμα ένταξης, δηλαδή κάποια χρόνια που χρειάζονται, ανάλογα για το παιδί δύο-τρία χρόνια, και επέστρεφαν και έμπαιναν στην ανάλογη τάξη. Δηλαδή, αν κάποιος ερχόταν 16-17 χρονών, θα έκανε δύο χρόνια τμήμα ένταξης και μετά ανάλογα θα έμπαινε είτε στη δευτέρα γυμνασίου, πρώτη Λυκείου, δευτέρα Λυκείου, ανάλογα, δηλαδή, πώς όριζε και το Υπουργείο. Στα μαθήματα εκεί της Σχολής, απ’ ό,τι θυμάμαι, έχει τα βασικά μαθήματα, όπως έχουν και τα παιδιά έξω, από ξένες γλώσσες έχει αγγλικά, και έχει μετά και κάποια μαθήματα εκκλησιαστικού περιεχομένου, τα οποία διαφέρουν από τα άλλα εκκλησιαστικά, δηλαδή όπως είναι Αγία Γραφή, Ερμηνεία Ευαγγελικών Περικοπών, Αγιολόγιο, που σχετίζεται και πιο πολύ με το Τυπικό, που σχετίζεται πιο πολύ με το με τον χώρο του Αγίου Όρου[00:10:00]ς, τα οποία ήταν κανονικά αναγνωρισμένα απ’ το Υπουργείο κι έπαιρνες κανονικά... δηλαδή φαίνονται και στη βαθμολογία αλλά και στον στο ενδεικτικό που παίρνεις μετά. Επίσης, είχε βυζαντινή μουσική και αγιογραφία. Δηλαδή, τα παιδιά ξεκινούσαν μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια, από πρώτη Γυμνασίου μέχρι τρίτη Λυκείου, να κάνουν βυζαντινή μουσική και να κάνουν και αγιογραφία, που στο τέλος υπήρχε η δυνατότητα να δώσεις και πτυχίο να πάρεις, πτυχίο βυζαντινής μουσικής, ιεροψάλτη, δηλαδή, και αγιογραφίας να πάρεις μια πιστοποίηση. Η ζωή στη Σχολή ήταν και περίεργη και πολύ ωραία. Είχε διάφορες φάσεις. Ξεκινούσαμε το πρωί, ξυπνούσαμε συγκεκριμένα στις 06:30. Μέσα σε μισή ώρα έπρεπε να έχουμε ετοιμαστεί και να πάμε στην εκκλησί,α όπου κάναμε την πρωινή προσευχή, συνήθως ήταν Όρθρος εκτός απ’ τις Πέμπτες που είχαμε και Θεία Λειτουργία. Τελειώναμε την ακολουθία μία ώρα μετά, γύρω στις 07:30, 07:30 που τελείωνε η ακολουθία κατευθείαν κατεβαίναμε στον πρώτο όροφο κάτω, το οποίο είχε την τράπεζα και ανάλογα και τις μέρες είχε το ανάλογο πρωινό είτε αρτύσιμο είτε κάτι νηστίσιμο. Μετά, μέχρι τις 08:00 ήμασταν υποχρεωμένοι να έχουμε φάει, να ανέβουμε πάνω, να ετοιμαστούμε, να πάρουμε τα τετράδιά μας και αυτά, ανάλογα ο κάθε φοιτητής και ανάλογα με τη φοίτηση που έκανε, να μπει στην τάξη του και 08:15 ξεκινούσαν τα μαθήματα. Καλά, ντάξει, τα μαθήματα ήταν κανονικά, όπως είναι κι έξω, σαράντα πέντε λεπτά. Τελείωνε το σχολείο στη 13:30, έπρεπε 14:00, αν θυμάμαι καλά, είχαμε τράπεζα, κατεβαίναμε κάτω αφού είχαμε πάει στο δωμάτιο και αυτά να ετοιμαστούμε. Περίπου μισή ώρα ήταν η τράπεζα. Μετά, μέχρι τις 16:30, απ’ τις 14:30 μέχρι τις 16:30 είχαμε υποχρεωτική κατάκλιση, δηλαδή έπρεπε όλοι να πέσουν στα δωμάτιά τους και να ξεκουραστούν. Στις 16:30 χτυπούσε το σήμαντρο, έπρεπε 17:00 να πάμε πάλι για ακολουθία στον ναό, εσπερινό συγκεκριμένα, η οποία κρατούσε μισή ώρα. Μετά απ’ αυτήν τη μισή ώρα, είχαμε και λίγο –μπορεί και λίγο λιγότερο, ανάλογα τις μέρες–, είχαμε μέχρι τις 18:00 ελεύθερο χρόνο, το οποίο παίρναμε κι ένα, έτσι, πρόγευμα, ένα κολατσιό και μπορούσαμε να κατέβουμε κάτω να παίξουμε: είχε και γήπεδο ποδοσφαίρου, γήπεδο μπάσκετ, είχε και πιο μεγάλο γήπεδο ποδοσφαίρου, μπορούσαμε να πάμε ίσως κάποια βόλτα, είτε να πάμε στον χώρο που είχε παιχνίδια, να πάρουμε κάποιο επιτραπέζιο και να καθίσουμε και στα δωμάτιά μας να ξεκουραστούμε. Και θυμάμαι σε μεγαλύτερες τάξεις όταν ήμουν, υπήρχε ένας χώρος με υπολογιστές, που μπορούσαν για κάποιο διάστημα τα παιδιά να χρησιμοποιούν το ίντερνετ, με την παρουσία, βέβαια, κάποιου επιμελητή, κάποιου καθηγητή. Αφού, λοιπόν, μέχρι τις 18:00 είχαμε αυτόν τον ελεύθερο χρόνο, μετά μαζευόμασταν κι έπρεπε να πάμε στο μελετητήριο, έτσι ονομαζόταν αυτός ο χώρος που γινόσανται και οι δεξιώσεις, και να διαβάσουμε μέχρι τις 20:00, δηλαδή όλα τα μαθήματα τα αυριανά, τα οποία θα έπρεπε να κάνουμε τις ασκήσεις κι αυτά, να μελετήσουμε υποχρεωτικά όλα τα παιδιά. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ήσουν εκεί στο μελετητήριο μέχρι τις 20:00 που θα είχε φαγητό. Και μετά το φαγητό, γύρω στις 20:30, είχε το απόδειπνο, δηλαδή την τελευταία ακολουθία που γίνεται. Μετά, απ’ τις 21:00 μέχρι τις 22:30 είχε ελεύθερο χρόνο, μπορούσες μόνο εσωτερικά μέσα στον χώρο της Σχολής είτε να κάνεις κάποιο μπάνιο, είτε να ξεκουραστείς, είτε να διαβάσεις κάτι παραπάνω. 22:30 έπρεπε να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι, δηλαδή να πας στο μπάνιο κι αυτά, και 23:00 υποχρεωτικά έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου – και λέω «υποχρεωτικά», με την έννοια ότι υπήρχαν διάφοροι επιμελητές, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτήν την τάξη, είτε να σε ξυπνάνε το μεσημέρι είτε το πρωί, αλλά και το βράδυ, γιατί, επειδή το Άγιο Όρος δεν υπάρχει δίκτυο όπως έχουμε έξω με τη ΔΕΗ, και όλη η ηλεκτρική ενέργεια είναι από γεννήτριες, στις 23:00 υποχρεωτικά έκλειναν τα φώτα. Υπήρχε μόνο στον κεντρικό διάδρομο που οδηγούσε στην τουαλέτα, είτε στα σκαλιά κι αυτά, το οποίο λειτουργούσαν κάποιες λάμπες με μπαταρία, τα οποία έπαιρναν την ενέργεια, εννοείται, απ’ τη γεννήτρια. Δεν θα ξεχάσω αυτόν τον θόρυβο που μας είχε μείνει σαν παιδιά, δηλαδή να ήμαστε στο δωμάτιο και να ακούγεται αυτός ο συχνός θόρυβος απ’ την γεννήτρια η οποία ήταν έξω, η οποία θύμιζε, έτσι, τον τρόπο που είχαμε το ρεύμα. Δηλαδή, π.χ., δεν υπήρχε 23:00 να φορτίσεις ένα κινητό, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα, ή να έχεις μια λάμπα μες στον χώρο. Και υπήρχε υποχρεωτικά, δηλαδή ήταν και στις αρχές, θυμάμαι, όταν είχα πάει, την πρώτη χρονιά, ήταν και πιο αυστηρά, με την έννοια ότι δεν μπορούσες να πας απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο. Ντάξει, ήταν λίγο πιο πειθαρχημένα. Ωραία, έτσι πέρασε περίπου, με διάφορες άλλες εμπειρίες, δηλαδή, που έζησα, που πήγαινα τα σαββατοκύριακα στα μοναστήρια κι αυτά, ερχόμουν σε συχνή επαφή με τους πατέρες. Με το πρόγραμμα, αυτό που θα ήθελα, έτσι, να πω είναι ότι το πρόγραμμα της Σχολής δεν έχει καμία σχέση να κάνει, δηλαδή, με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ή αυτό που έχω ζήσει συνήθως, άντρες αλλά και κάποιες κυρίες που έρχονται σε επαφή με πατέρες που βγαίνουν απ’ το Άγιο Όρος σε κάποια μοναστήρια έξω. Δηλαδή, δεν υπήρχε καμία σχέση, δηλαδή στις πολύωρες ακολουθίες... Εμείς δεν είχαμε τέτοια πράγματα, ήμασταν, έτσι, πιο προσαρμοσμένα στο νεαρό της ηλικίας μας. Βέβαια, ερχόμασταν συχνά σε αυτήν την επαφή, γιατί όταν πηγαίναμε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στα μοναστήρια ,έπρεπε κι εμείς να ακολουθήσουμε το πρόγραμμα που είχαν οι μοναχοί, το πρωινό ξύπνημα. Θυμάμαι εγώ στο Δοχειάρι που ήμουν γραμμένος, την πρώτη χρονιά ξυπνούσα 01:45 για να πάω στην εκκλησία. Συνήθως, κατεβαίναμε μέχρι τις 06:00 το πρωί στην εκκλησία, κάποιες φορές με έπαιρνε και ο ύπνος στην εκκλησία, και ακολουθούσαμε όλο το πρόγραμμα, είτε μετά βοηθούσαμε στα διακονήματα που είχαν οι πατέρες είτε μπορούσαμε να ήμαστε και πιο ελεύθεροι να παίζουμε. Αυτό. Γενικά, δηλαδή, ήταν διαφορετικός ο τρόπος ουσιαστικά της λειτουργίας της Σχολής με τη λειτουργία που έχουν τα μοναστήρια και ο μοναχικός γενικά βίος. Λοιπόν, έτσι πέρασε περίπου η πρώτη χρονιά. Την πρώτη χρονιά είχα και μια περιπέτεια: Για κάποιο διάστημα, με πονούσε πάρα πολύ η κοιλιά μου και νόμιζαν ότι εκεί, στο Κέντρο Υγείας, ότι έχω σκωληκοειδίτιδα και με έβγαλαν έξω, βγήκα στον Πολύγυρο. Τελικά, η διάγνωση έβγαλε ότι δεν είχα τέτοιο πράγμα, ξαναμπήκα μέσα. Ήταν και αυτό μια μικρή, έτσι, εμπειρία που είχα περάσει, γιατί θυμάμαι συγκεκριμένα, επειδή οι γονείς μου μένουν στον Πύργο, και μένανε και στον Πύργο κι εκείνη την περίοδο, ήταν λίγο δύσκολο. Φανταστείτε τον πατέρα μου ξαφνικά μέσα σε μία μέρα απ’ τον Πύργο Ηλείας να βρεθεί στη Χαλκιδική, στην Ουρανούπολη συγκεκριμένα και να με περιμένει. Και θυμάμαι τότε ήμουν τυχερός, γιατί ήταν ο θείος μου μέσα, συγκεκριμένα και αυτός πήγαινε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, και είχα πάει με αυτόν, δηλαδή είχα βγει στον Πολύγυρο με αυτόν. Και το θυμάμαι χαρακτηριστικά, γιατί φανταστείτε τώρα ένα παιδί 12 χρονών να παθαίνει κάτι τέτοιο, να ’ναι μόνος του και να πρέπει να βγει με κάποιον έξω συνοδεία, είτε άγνωστο είτε κάποιον καθηγητή, που όσο να το κάνεις είναι λίγο κάπως περίεργο. Τέλος πάντων, δόξα τω Θεώ, ήταν όλα μια χαρά. Χριστούγεννα, όπως σας είπα, πήγαινα στο σπίτι μου, πήγα στο σπίτι μου την πρώτη χρονιά. Εμείς, επειδή το Άγιο Όρος πηγαίνει με το παλιό ημερολόγιο, δεκατρείς μέρες πίσω, τα Χριστούγεννα, μόνο τα Χριστούγεννα, επειδή εορτάζονται δεκατρείς μέρες μετά, δηλαδή όταν εμείς έχουμε Θεοφάνια έξω, αυτοί έχουν Χριστούγεννα –κάπως έτσι, αν δεν κάνω λάθος–, όταν, δηλαδή, είναι τα παιδιά να πάνε σχολείο έξω, εμείς έχουμε ακόμα άλλες δεκα-τόσες μέρες να καθίσουμε. Αυτό γίνεται μόνο τα Χριστούγεννα, γιατί το Πάσχα, όπως γνωρίζετε, γιορτάζεται μαζί. Συγκεκριμένα, μια εμπειρία που θα μου μείνει είναι ότι, ερχόμενοι μέσα στο Άγιο Όρος μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, πηγαίναμε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, και τα παιδιά τα Αθανόπουλα, έτσι όπως είναι ο τίτλος για τα παιδιά που πηγαίνουν εκεί, έπεφταν τα Θεοφάνια στη θάλασσα για να πιάσουν τον σταυρό. Συγκεκριμένα, επιτρεπόταν μόνο στα παιδιά που ήταν τρίτη Λυκείου για να πιάσουν τον σταυρό, ώστε να μαζέψουν χρήματα για να πάνε την εκδρομή την πενταήμερη. Δηλαδή, θυμάμαι ακόμα και παιδιά που τελείωσαν, δηλαδή ήταν από πρώτη Γυμνασίου και πήγαν, τελείωσαν και τις έξι χρονιές στο Άγιο Όρος, θυμάμαι από μικρά να λένε ότι: «Πότε θα φτάσουμε σε αυτήν τη φάση να βουτήξουμε κι εμείς;», πράγμα που όταν βούταγες ήταν εντελώς διαφορετική αίσθηση, γιατί έχει πάρα πολύ κρύο, ήταν ήδη ο καιρός, η θάλασσα, έπρεπε, εντωμεταξύ, να δείτε... Αν δείτε το μοναστήρι, για να ανέβεις αυτήν την ανηφόρα όλο παγωμένος κι αυτά με το μπουρνούζι ήταν... δηλαδή, εμπειρία που όσοι το έχουν κάνει σίγουρα θα το θυμούνται. Έτσι έγινε και με το Πάσχα. Το Πάσχα, βέβαια, δεκατέσσερις μέρες είχαμε κι εμείς διακοπές κανονικά, δύο εβδομάδες.
Segment 2
Η επιστροφή στον Πύργο, το Λύκειο πίσω στην Αθωνιάδα και η περιπέτεια των Πανελλαδικών
00:19:08 - 00:30:19
Τελείωσα την πρώτη Γυμνασίου, και, θυμάμαι, εκείνο το καλοκαίρι έμεινα στη μονή που ήμουν γραμμένος, στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου, και συγκεκριμένα περίμενα να ετοιμαστεί ο πατέρας μου για να ’ρθει να με πάρει να βγω κι εγώ έξω να κάνω τις καλοκαιρινές διακοπές. Βγήκα, τέλος πάντων, έξω, ήρθε ο πατέρας μου μέσα, με πήρε απ’ το μοναστήρι και μετά αισθάνθηκα την ανάγκη, δηλαδή, όλο κι όλο αυτό το διάστημα που έκατσα εκεί το καλοκαίρι να μην ξαναπάω στη Σχολή, είτε επειδή είχα κουραστεί, είτε επειδή μου έλειπαν και οι γονείς μου, είτε πως αισθάνθηκα ότι δεν μου άρεσε. Γι’ αυτά τα δύο χρόνια, λοιπόν, τα επόμενα που ακολούθησαν, δευτέρα Γυμνασίου και τρίτη Γυμνασίου πηγαίνω, ξαναγυρίζω πάλι στην πατρίδα μου, στο Σμίλα, και συγκεκριμένα γράφομαι ξανά πάλι στον Πύργο, στο 2ο Λύκειο του Πύργου και ακολουθώ[00:20:00] πάλι τις δύο τάξεις εκεί. Αυτό τα δύο χρόνια που γύρισα πίσω και συνεχίζω την εκπαίδευσή μου εκεί, την αρχική μου εκπαίδευση στο Γυμνάσιο, τις δύο τάξεις, δεν κόβω επαφές με το Άγιο Όρος, συνεχίζω να πηγαίνω Χριστούγεννα – όχι, Χριστούγεννα δεν είχα πάει, συνεχίζω το Πάσχα να πηγαίνω εκεί, δηλαδή τη Μεγάλη Βδομάδα και μετά κάποιες μέρες από εκεί. Δηλαδή, δεν έκοψα επαφές. Συνεχίζω την εκπαίδευση στον Πύργο κανονικά. Στην αρχή, μου ήταν λίγο δύσκολο, με την έννοια ότι είχα, αρχικά, όπως ξεκίνησε απ’ το Δημοτικό, από τα έξι παιδιά που ήμασταν, να πάω σε μία τάξη η οποία έχει τριάντα άτομα, μετά να φύγω να πάω στο Άγιο Όρος μία χρονιά και να γυρίσω, μετά ήταν τα πράγματα λίγο περίεργα στο να μπορέσω να προσαρμοστώ, δηλαδή άλλος ο ρυθμός της πόλης, άλλος ο ρυθμός του Αγίου Όρους. Τα παιδιά μπορεί να ήτανε λίγο και πιο μπροστά από μας, δηλαδή είτε στην τεχνολογία είτε σε διάφορα πράγματα της ηλικίας, που μαθαίνουν πιο εύκολα τα παιδιά έξω απ’ ό,τι να είσαι σε έναν χώρο τέτοιο. Δεν είχα πρόβλημα, όμως, γιατί έτσι έκανα γρήγορα φίλους. Εντωμεταξύ, υπήρχαν και κάποια παιδιά στο χωριό, τα οποία κάναμε παρέα και τα καλοκαίρια όταν έβγαινα εγώ απ’ το Άγιο Όρος, γι’ αυτό, έτσι, κι αυτό βοήθησε να καθίσω εκεί. Τις δύο χρονιές αυτές που είμαι στον Πύργο συνέχισα να κάνω την αγιογραφία και τη βυζαντινή μουσική που ήδη έκανα και πριν πάω στο Άγιο Όρος, και συγκεκριμένα είχα ασχοληθεί λίγο και με τη γυμναστική και μ’ αυτά, έκανα κάποια πράγματα στον στίβο, συγκεκριμένα έτρεχα κι έκανα και άλμα εις μήκος Ολοκλήρωσα τις δύο χρονιές αυτές, κι όταν ήταν να με γράψουνε στο Λύκειο, με ρώτησε ο πατέρας μου, επειδή εμείς που δεν ήμασταν μόνιμοι κάτοικοι του Πύργου υπήρχαν συγκεκριμένα σχολεία που πηγαίνουν τα παιδιά που έρχονταν απ’ τα γύρω χωριά, και όταν με ρώτησε ο πατέρας μου πού θέλω να πάω, εγώ του είπα ότι, τελικά, θα γυρίσω πίσω και θα ξαναπάω πάλι στην Αθωνιάδα για να ολοκληρώσω εκεί το Λύκειο. Ο πατέρας μου δεν ήταν τόσο, έτσι, δεκτικός σε αυτό το πράγμα, με την έννοια ότι: «Τι θα κάνεις τώρα; Μία χρονιά θα πηγαίνεις μία χρονιά θα φεύγεις;». Εγώ ήμουν πολύ, έτσι, θετικός σε αυτό, και έτσι, και με τη συγκατάθεση, εννοείται, της μητέρας μου έφυγα και ξαναγύρισα πάλι στο Άγιο Όρος. Αυτήν τη φορά, που πήγα ως πρώτη Λυκείου, είτε η εμπειρία που είχα ήδη τη μία χρονιά είτε και αυτά τα δύο χρόνια που ουσιαστικά έζησα και τον κόσμο έξω, τον τρόπο, δηλαδή, που είναι η εκπαίδευση, που μεγαλώνουν τα παιδιά, ήταν πιο εύκολα. Ήδη ήταν οι φίλοι μου εκεί, δεν έπρεπε να γνωριστώ με κάποιον, όλοι με ήξεραν, γιατί οι περισσότεροι, εκτός απ’ τα παιδιά που είχαν έρθει αυτό το διάστημα, ήδη γνώρισα κι αυτούς, δηλαδή πρόλαβα σχεδόν τους ίδιους καθηγητές, τη διοίκηση, τους πατέρες, τους γνώριζα και από πολύ πιο πριν. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι γράφομαι σε άλλο μοναστήρι, φεύγω απ’ την Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Ένας λόγος που το έκανα αυτό ήταν επειδή στο συγκεκριμένο μοναστήρι δεν ήταν κανένα άλλο γραμμένο παιδί, και γράφτηκα στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, ένα μοναστήρι το οποίο ήταν πάρα πολύ –και παραμένει–, πάρα πολύ ζεστό μοναστήρι για όλα τα παιδιά που πηγαίνουν στην Αθωνιάδα. Συγκεκριμένα, εκεί φτάσαμε να ήμαστε και οχτώ άτομα εγγεγραμμένα ταυτόχρονα, με την έννοια ότι ήμασταν παιδιά τα οποία συνεχίζαμε την ίδια τρέλα που είχαμε, δηλαδή, στη Σχολή, να κάνουμε παρέα, να κάνουμε τις ζαβολιές και όλο αυτό της ηλικίας, να το συνεχίζουμε κι εκεί, εννοείται σεβόμενοι κάποια πράγματα στο μοναστήρι, όπως είναι η ησυχία, όπως είναι ο τρόπος διαβίωσης των μοναχών, πηγαίνοντας εκεί κάθε Σαββατοκύριακο. Συνέχισα εκεί κανονικά το πρόγραμμα. Δεν είχαν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα στο πρόγραμμα, όσον αφορά... Κάποιες φορές, στη Σχολή είχαμε φτιάξει κάποιες ομάδες, όπως ποδοσφαίρου κι αυτά, βγαίναμε έξω και στη Θεσσαλονίκη, παίζαμε με άλλα εκκλησιαστικά σχολεία, με άλλα εκάστοτε κολέγια κι αυτά, όπως η Γεωργική Σχολή, το Αμερικάνικο κολλέγιο. Και οι πρώτες δύο χρονιές ήταν λίγο περίεργα, με την έννοια ότι από πρώτη Λυκείου σε δευτέρα έγιναν κάποιες αλλαγές στη Σχολή: άλλαξαν λίγο κάποιοι διευθυντές, ήταν ένας χρόνος, έτσι, προσαρμοστικός. Την τελευταία χρόνια, είναι η καλύτερη χρονιά, δηλαδή που μπορείς να ζήσεις στο Άγιο Όρος, είσαι ουσιαστικά ο παλιός. Εγώ ήμουν μεταξύ των παλαιών, ας είχα φύγει, δηλαδή, τα δύο χρόνια, γιατί είχα ουσιαστικά μια συνέχεια, ας μην είχα κάνει τα δύο χρόνια. Δηλαδή, απ’ τα παιδιά που είχαν κάτσει από πρώτη Γυμνασίου μέχρι την τελευταία χρόνια, δηλαδή έξι χρόνια στο Άγιο Όρος, εγώ είχα κάτσει τέσσερα, αλλά, επειδή είχα τη συνέχεια και ξαναπήγα, μετά ουσιαστικά ήμουν κι εγώ στους παλιούς. Πήραμε το δικό μας δωμάτιο, το οποίο ήταν, όπως σας είπα στην αρχή, στον τελευταίο όροφο και ουσιαστικά κάναμε την προετοιμασία για να μπούμε στις... για να κάνουμε επαναληπτικές εξετάσεις. Οι καθηγητές ήταν πάρα πολύ καλοί. Αυτό που ήθελα, έτσι, να πω και στην αρχή, είναι το ότι είναι ένα πράγμα που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί, όσο συνειδητοποιημένο μπορεί να είναι ένα παιδί στην ηλικία που πηγαίνει εκεί, γιατί έχεις είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο τους καθηγητές, δηλαδή δεν έχεις στη φάση ότι... όπως είναι, π.χ., τη Δευτέρα έχεις έξω Μαθηματικά και θα πρέπει να δεις τον καθηγητή για να σου εξηγήσει μια άσκηση την επόμενη Δευτέρα που θα έχεις, είτε την Παρασκευή, π.χ., που θα έχεις ξανά Μαθηματικά. Εμείς, δηλαδή, μπορούσαμε να κάνουμε την ανάγνωση, να διαβάζουμε τα μαθήματά μας και ταυτόχρονα να μπορούμε να έχουμε και μια επαφή με τους καθηγητές, οι οποίοι έμεναν από κάτω. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαμε να το κάνουμε, να ’ρθουμε σε επαφή και να μας εξηγήσουν. Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε λίγο;
Ναι, ναι, βλέπω ότι είναι το τηλέφωνο. Μισό λεπτό. Λοιπόν, συνεχίζουμε. Και, κύριε Παναγιώτη, είχατε μείνει στο να μας περιγράφετε τη ζωή μέσα στην Αθωνιάδα.
Ασφαλώς, είχαμε μείνει, αν θυμάμαι καλά, στην περίοδο αυτήν της τρίτης Λυκείου, δηλαδή, ουσιαστικά που είναι η τελευταία χρονιά που είσαι στην Αθωνιάδα Σχολή, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και μια προνομιούχος χρόνια, η οποία... τα παιδιά, αρχικά, μένουν μόνα τους, δηλαδή αυτοί που έχουν από πρώτη Γυμνασίου περιμένουν αυτήν τη χρονιά, γιατί μένουν μόνα τους τα δωμάτια, είναι πιο παλιοί μέσα στη Σχολή, γνωρίζουν πιο καλά και το πρόγραμμα, ουσιαστικά δεν τους ενοχλεί και κάνεις. Και γι’ αυτό αυτή η χρονιά, η τελευταία χρόνια ουσιαστικά, πρέπει, όπως και τα παιδιά έξω, να διαβάσουμε, να μελετήσουμε για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα σημείο να δώσουμε Πανελλήνιες. Παλιότερα, απ’ ό,τι θυμάμαι, το Άγιο Όρος ήταν εξεταστικό κέντρο, δηλαδή έρχονταν καθηγητές απ’ το Υπουργείο και κάποια εξεταστική επιτροπή, και έδιναν τα παιδιά μέσα στον χώρο της Σχολής εξετάσεις, αλλά, τα τελευταία χρόνια, λόγω ότι δεν ήταν μεγάλος ο αριθμός –φανταστείτε εμείς ήμασταν οχτώ ή εννιά άτομα που παρακολουθούσαμε την τρίτη Λυκείου και απ’ αυτά τα άτομα δώσαμε μόνο τρία άτομα Πανελλήνιες Εξετάσεις–, γι’ αυτό δεν μας έδινε το δικαίωμα το Υπουργείο να κάνουμε εξεταστικό κέντρο μες στη Σχολή. Τα παιδιά που ήθελαν να δώσουν Πανελλαδικές Εξετάσεις έβγαιναν, συγκεκριμένα, σε εξεταστικό κέντρο στην Αρναία, είναι μια πόλη της Χαλκιδικής, όπως και έγινε. Βγήκαμε έξω, πήγαμε εκεί, μείναμε τις μέρες αυτές, ουσιαστικά τις δέκα μέρες που χρειάζεται για να δώσεις τα μαθήματα κανονικά σε ενιαίο Λύκειο. Εγώ είχα και μια περιπέτεια: Έδωσα συγκεκριμένα, θυμάμαι, τα δύο μαθήματα τα πρώτα και μαζί με το ένα παιδί που ήμασταν εκεί πήγαμε σε ένα γυμναστήριο τοπικό που είχε εκεί και κάναμε γυμναστική απότομα; Δεν ξέρω τι έγινε, και γυρίσαμε ξανά πάλι στο δωμάτιο εκεί που μέναμε, και το πρωί θα δίναμε ένα μάθημα, αν θυμάμαι Ιστορία, νομίζω, συγκεκριμένα, και ενώ ήμαστε στο δωμάτιο, από κει βλέπω... Συγκεκριμένα, εκείνη την ημέρα εγώ αρρώστησα, δηλαδή με έπιασε ο λαιμός μου κι αυτά, έκανα πυρετό και πήγα σε ένα Κέντρο Υγείας, δεν θυμάμαι την περιοχή, για να κάνω εξετάσεις τυπικές. Βέβαια, έκανα και αιματολογικές εξετάσεις. Και γυρίζοντας στο ξενοδοχείο εκεί στον χώρο που μέναμε, μετά από δέκα λεπτά με πήραν τηλέφωνο και ήρθε ασθενοφόρο από κάτω από το τέτοιο. Αγχώθηκα λίγο στην αρχή, γιατί δεν ήξερα τι είχε γίνει. Μου είχαν βρει, αν το θυμάμαι καλά επειδή πάνε και χρόνια, ένα ένζυμο της καρδιάς, νομίζω CP, CPK; Κάπως έτσι ονομάζεται. Ενώ είναι τα εφτακόσια που πρέπει να είναι σε αυτήν την ηλικία στον άντρα, εμένα ήταν τεσσερισήμισι χιλιάδες! Αυτό δημιουργείται, αυτό το ένζυμο δημιουργείται, αν δεν κάνω λάθος, απ’ αυτές τις ουσίες, δηλαδή αν παίρνεις κάποια αναβολικά, άμα παίρνεις πρωτεΐνες και τέτοια. Εγώ –τι είχε γίνει;–, επειδή είχα κάνει απότομα γυμναστική, αυτό είχε αυξηθεί λογικά. Και είχα μια πολύ μεγάλη ταλαιπωρία. Έφυγα απ’ την Αρναία συγκεκριμένα, με πήγαν στον Πολύγυρο. Απ’ την Πολύγυρο εννοείται στο νοσοκομείο εκεί δεν με δέχτηκαν και πέρασα και απ’ το Λοιμωδών, δεν μπορούσαν να βρουν ακριβώς τι είναι, και η ουσία είναι ότι έμεινα σχεδόν οχτώ μέρες στο Ιπποκράτειο στη Θεσσαλονίκη, γιατί φοβόντουσαν μην πάθω μυοκαρδίτιδα. Αυτή, μια μικρή περιπέτεια... Μετά, συγκεκριμένα, έδωσα τα υπόλοιπα μαθήματα σε επαναληπτικές εξετάσεις, μετά από δέκα-δεκαπέντε μέρες, αν θυμάμαι καλά στην Τούμπα, σε ένα σχολείο της Τούμπας. Τελείωσε όλα αυτά, πήγαν όλα καλά. Ξαναμπήκαμε μέσα για να δώσουμε τις εξετάσεις. Τότε, τα παιδιά έδιναν και εξετάσεις στα μαθήματα τα ενδοσχολικά. Κι έτσι, πέρασε και αυτή η τελευταία χρονιά. Συγκεκριμένα, θυμάμαι όταν τελείωσα την τρίτη Λυκείου, έμεινα μέσα στο Άγιο Όρος για να δουλέψω, σε συνεννόηση με τους πατέρες, στο μοναστήρι που ήμουνα γραμμένος. Συγκεκριμένα, είχαμε αναλάβει –δεν ήταν ακριβώς δουλειά– ένα διακόνημα, το οποίο ήμασταν μαζί με έναν μοναχό, ο οπ[00:30:00]οίος ασχολείται με τον κήπο, κάνει τα είδη κηπουρικής, και κάναμε διάφορες δουλειές. Δηλαδή, είτε καθαρίζαμε τα χωράφια είτε, θυμάμαι, μας είχαν βάλει... εκείνη την περίοδο έκαναν μια μεταφύτευση σε αμπέλια και θυμάμαι τα φυτεύαμε μέσα σε θερμοκήπιο σε άμμο για να μπορέσουμε μετά, αργότερα, να τα φυτέψουν.
Segment 3
Οι σπουδές στην Εκκλησιαστική Σχολή Βελλάς Ιωαννίνων σε σύγκριση με την εμπειρία στο μοναστήρι στο Άγιο Όρος
00:30:19 - 00:51:23
Έτσι, πέρασε κι αυτό το διάστημα, ήρθε Σεπτέμβριος. Επειδή, όπως σας είχα αναφέρει, δεν ξέρω κιόλας αν το είχαμε πει, δεν θυμάμαι, τα εκκλησιαστικά σχολεία, εκτός απ’ της Γενικής τα παιδιά που παίρνουν, δηλαδή, περνώντας σε μια σχολή την πρώτη φάση στις Πανελλήνιες, υπάρχει κι αυτό που λέμε το 10%, που είναι κάποια συγκεκριμένα παιδιά, τα οποία τα παίρνουν σε κάποιες σχολές, συγκεκριμένα σε εκκλησιαστικές σχολές, σαν δεύτερη φάση. Εγώ επειδή δεν είχα ενημερωθεί γι’ αυτό το πράγμα, δεν το γνώριζα καν, είτε σε ασυνεννοησία με τη Σχολή είτε κι εγώ δεν ενδιαφέρθηκα, βγήκα έξω στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησα να κάνω κάποια μαθήματα μουσικής –να μου κάνουν, βασικά, κάποια μαθήματα μουσικής–, και ήμουν σε μια φάση αναζήτησης εργασίας. Θυμάμαι, πέρασε και ο Σεπτέμβριος, πέρασε και σχεδόν ολόκληρος ο Οκτώβριος, μέχρι τις 25 περίπου του Οκτωβρίου, μέχρι που ένα πρωινό μου έκαναν ένα τηλέφωνο απ’ το Υπουργείο και μου είπαν: «Συγχαρητήρια! Περάσατε στη Σχολή , στην Εκκλησιαστική Σχολή στα Γιάννενα, στη Βελλάς Ιωαννίνων». Εγώ το πρώτο πράγμα θυμάμαι, επειδή μου άρεσε η φάση εκεί στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή που έμενα μόνος μου κι αυτά, ότι είχα βγει απ’ το Άγιο Όρος που ουσιαστικά είναι πιο κλειστά τα πράγματα κι αυτά –μετά, στη Θεσσαλονίκη είχες πιο ελευθέρια να κάνεις ό,τι ήθελες–, το πρώτο πράγμα, θυμάμαι, που τους είπα είναι: «Μόνο εμένα ενημερώσατε ή έχετε ενημερώσει και στην οικογένειά μου;». Μου λέει: «Ασφαλώς σας πήραμε και στο πατρικό στο σπίτι, στο Σμίλα. Συγχαρητήρια και αναμένετε! Έχουμε μιλήσει με το Πανεπιστήμιο, επειδή ήδη έχουν περάσει οι εγγραφές». Οι εγγραφές έκλειναν το Σεπτέμβρη, ήδη ήταν 25 του μηνός του Οκτωβρίου. Πήγαμε, συνεννοήθηκα με τον πατέρα μου, ανέβηκε ο πατέρας μου στα Γιάννενα. Εγώ, στην αρχή, δεν ήθελα. Εντωμεταξύ, στην έννοια της... τα παιδιά που έχουν τελειώσει σε ένα οικοτροφείο, δηλαδή, όσο και να τους αρέσει το οικοτροφείο, η σχέση αυτή με τα παιδιά, όσο μεγαλώνει –τουλάχιστον από προσωπική εμπειρία– θέλεις λίγο, έτσι, είναι αποκοπείς κι απ’ αυτό. Όταν άκουσα ότι έχει οικοτροφείο εδώ και τα παιδιά μπορούν να μένουν και μέσα, εγώ στην ιδέα αυτή δεν ήθελα με τίποτα. Σκεπτόμενος, όμως, κι επειδή είχα δει πώς είναι η ζωή στη Θεσσαλονίκη ενάμιση μήνα περίπου, έμεινα την πρώτη χρονιά, ήρθα εδώ, έκανα την εγγραφή την πρώτη χρονιά, έμεινα στο οικοτροφείο μέσα και πηγαινοερχόμουν τα Σαββατοκύριακα που έκλεινε το οικοτροφείο – γιατί κι αυτό το εκτροφείο εδώ στη Σχολή έκλεινε το Σαββατοκύριακο κι ήμασταν υποχρεωμένοι να πάμε είτε στα σπίτια μας, είτε εκεί που έπρεπε να φιλοξενηθούμε. Εγώ, συγκεκριμένα, έφευγα και πήγαινα στη Θεσσαλονίκη. Αυτό έγινε σχεδόν για τα δύο πρώτα χρόνια, ώσπου μετά νοίκιασα εδώ στα Γιάννενα, άφησα το σπίτι Θεσσαλονίκη και έμεινα κι εγώ ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια, έτσι που ασχολήθηκα πιο πολύ με τη Σχολή. Η σχολή αυτή έχει δύο τμήματα εδώ στα Γιάννενα, η Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς Ιωαννίνων. Έχει ένα Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, που ασχολείται καθαρά για τα παιδιά αυτά που θέλουν να πλαισιώσουν τον κλήρο και είναι καθεαυτού μόνο για αγόρια, και έχει και το Πρόγραμμα Εκκλησιαστικής και Ψαλτικής Μουσικής, που είναι μεικτό, μπορούν να έρθουν και κορίτσια και αγόρια. Εγώ αυτό συγκεκριμένα τελείωσα. Είναι τέσσερα χρόνια η φοίτηση εκεί. Στην αρχή, θυμάμαι όταν ήρθα στο οικοτροφείο εδώ, είχα τα μούτρα, εντωμεταξύ, κατεβασμένα μέχρι κάτω, γιατί όσο μεγαλώνεις θέλεις, εντάξει, να αποκοπείς από αυτό το πράγμα. Θυμάμαι λίγο εκεί και οι επιμελητές και οι φύλακες και αυτά ήταν λίγο ψαρωμένοι, με την έννοια ότι προσπαθούσαν λίγο τα παιδιά, έτσι, να τα... Εγώ δεν τα υπολόγισα αυτά, με την έννοια ότι ήδη είχα κάνει οικοτροφείο, είχα κάνει οικοτροφείο από 12 χρονών μέχρι τα 18 μου, ήξερα πώς είναι και πώς να αντιμετωπίσεις άλλα παιδιά, πώς να μπορείς να έχεις μια επικοινωνία, να κοιμάσαι στον ίδιο χώρο, με τη διαφορετικότητα που έχει ο κάθε άνθρωπος. Μπορώ να πω ότι δεν είχε καμία σχέση το ένα οικοτροφείο με το άλλο. Δηλαδή, αυτό το οικοτροφείο στο Άγιο Όρος ήταν πολύ πιο οικογενειακά, δηλαδή μπορούσες πιο άνετα να κάνεις φιλίες, μέναμε πάρα πολύ διάστημα μαζί, δηλαδή αναγκαζόσουν με τον άλλο να ξυπνάς μαζί, να τρως μαζί, να... Θυμάμαι, π.χ., σε πολλές περιπτώσεις στο Άγιο Όρος –γυρίζω λίγο πίσω–, στην τράπεζα, δηλαδή, που είχαμε φαγητά και αυτά, γινόταν κάποιες φορές πανζουρλισμός. Μπορεί να είχαμε ένα φαγητό, ένας να πετάει στον άλλον πράγματα και αυτά, που αυτά, εννοείται, σε ένα οικοτροφείο έξω εδώ στον κόσμο δεν μπορείς να τα κάνεις, με την έννοια ότι τα περισσότερα παιδιά έφευγαν με το που τελείωνε η Σχολή δεν έμεναν μέσα, έμεναν συγκεκριμένα παιδιά, είσαι πλέον και σε πιο μεγάλη ηλικία και επιλέγεις και πιο πολύ την παρέα σου. Δηλαδή, στο Άγιο Όρος, η διαφορά του οικοτροφείου εκεί με το οικοτροφείο εδώ έξω είναι ότι εδώ είσαι πιο άνετα να επιλέξεις την παρέα σου. Εκεί αναγκάζεσαι, δηλαδή, εν μέρει, να δεχτείς και παιδιά που είτε είναι από άλλη χώρα, είτε παιδιά που έχουν μεγαλώσει διαφορετικά κι έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες, γιατί τους έχεις καθημερινά. Δηλαδή, δεν μπορείς να αποφύγεις κάποιον, δηλαδή, μαθαίνεις να ζεις και να δέχεσαι. Ένα καλό, δηλαδή, θετικό που έχει το Άγιο Όρος, ότι μπορείς να συνυπάρχεις και με παιδάκια απ’ τη Ρουμανία και απ’ τη Ρωσία και απ’ την Αλβανία ίσως. και δεν ξέρω κι εγώ... και απ’ τα Σκόπια είχαμε και απ’ τη Σερβία άτομα. Δηλαδή, αυτό είναι ένα καλό, ένα εφόδιο το οποίο μπορείς να αναγνωρίζεις και να δέχεσαι και τους άλλους ανθρώπους, ένα πράγμα, δηλαδή, που δεν το έχει ένα οικοτροφείο που θα κάνεις σε μεγαλύτερη ηλικία, με την έννοια ότι μπορεί να είσαι πιο επιλεκτικός, να μην έχεις σχέση τόσο με παιδιά. Περάσαν αυτά τα τέσσερα χρόνια εδώ στη Σχολή, περάσαν πολύ όμορφα, έκανα παρέες κι εδώ. Εννοείται, όμως, ότι ποτέ δεν ξέχασα, δηλαδή, και τη σχέση που είχα με το Άγιο Όρος. Συγκεκριμένα, πηγαίνω και συνεχίζω να πηγαίνω συχνά, είτε και λόγω της δουλειάς που έχω ακολουθήσει, του επαγγέλματος, δηλαδή, να ψάλλω, είτε σε αγρυπνίες με κάποιες χορωδίες και αυτά που συμμετέχω είτε και απλά για να επισκεφτώ τους πατέρες, γιατί για εμάς το Άγιο Όρος, δηλαδή για τα παιδιά που έχουν ζήσει εκεί, νομίζω –πάλι βάζοντας τον εαυτό μου πρώτα– ότι είναι... το βλέπουμε, δεν θα έλεγα σαν δεύτερο σπίτι, γιατί θεωρώ ότι ένα παιδί, ένα αγόρι, τις εικόνες που έχει στην εφηβική του ηλικία, δηλαδή απ’ την ηλικία 12 μέχρι 18, είναι οι μεγαλύτερες εικόνες, δηλαδή, που μπορούν να το διαμορφώσουν. Κι εμείς αυτά τα χρόνια τα περάσαμε εκεί. Φανταστείτε, π.χ., Καθαρά Δευτέρα, που τα παιδιά μπορεί να είναι οικογενειακά, με την οικογένειά τους έξω, να πηγαίνουν από δω... εμείς, θυμάμαι, είχαμε ζητήσει και είχαμε πάρει άδεια να αγοράσουμε χαρταετό απέξω, είχαμε ένα συγκεκριμένο μέρος που πηγαίναμε εκεί βόλτες τα παιδιά τα οποία είναι στη θάλασσα, και μας επέτρεψαν, θυμάμαι, να πάρουμε τους χαρταετούς αυτούς, με μεγάλη προσοχή, βέβαια, γιατί το Άγιο Όρος είναι ένας ιερός χώρος και δεν μπορούμε, σε καμία περίπτωση δεν συμβαδίζει με τέτοια κοσμικά πράγματα, αλλά μας είχαν επιτρέψει λόγω και της ηλικίας μας να κάνουμε τέτοια πράγματα. Ή πηγαίναμε και κάναμε κάποια πράγματα σαν πικ-νικ, είτε ψήναμε, είτε ψαρεύαμε, και θυμάμαι, κάποιες φορές την Καθαρά Δευτέρα, πηγαίναμε και σηκώναμε χαρταετό. Δηλαδή, ένα πράγμα που κάποιος αν ακούσει για το Άγιο Όρος θα πει: «Αποκλείεται. Γίνεται αυτό το πράγμα; Είναι ένας χώρος... υπάρχουν μοναστήρια». Εννοείται πως σε κάποια πράγματα και οι πατέρες αλλά και το προσωπικό του Αγίου Όρους, εννοώντας της Σχολής, είναι πιο ελαστικό στα παιδιά. Π.χ., είχαμε τις νηστείες στο πρόγραμμα της Σχολής, ακολουθούσαμε τις νηστείες Τετάρτη, Παρασκευή και Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τη νηστεία των Χριστουγέννων είτε και κάποιες φορές αλάδωτο. Βέβαια, τα φαγητά δεν είχαν καμία σχέση με τα μοναστήρια, με την έννοια ότι εμείς τρώγαμε και κρέας τις ημέρες που επιτρέπεται. Θυμάμαι μια περίπτωση: Μέχρι τη Δευτέρα, νομίζω, Λυκείου το φαγητό ήταν ένα συγκεκριμένο μενού, δεν θυμάμαι ακριβώς τι έχει γίνει, κι εμείς είχαμε, έτσι, λίγο γκρινιάξει και θέλαμε κι άλλα φαγητά, δηλαδή όπως πατάτες τηγανιτές, όπως κοτόπουλο, όπως σουβλάκι και τέτοια, και είχαμε ζητήσει απ’ τους πατέρες και είχε γίνει δεκτό το αίτημά μας και είχαν κάνει μια προκήρυξη για να αλλάξουν μάγειρα, συγκεκριμένα, και τον είχαν αλλάξει. Και θυμάμαι ήταν και νέο παιδί και ήταν πολύ δεκτικός στο να αλλάζει το μενού, στο να φτιάχνει πράγματα διαφορετικά όπως, π.χ., παστίτσιο, κάτι, δηλαδή, που δεν το είχαμε όσο ήμασταν πιο μικροί. Εδώ τώρα, με αυτά που σας περιγράφω, θυμήθηκα: Είχαμε έναν οικονόμο ο οποίος ήταν πολλά χρόνια εκεί – οικονόμος στο Άγιο Όρος ονομάζεται αυτός ο οποίος είναι υπεύθυνος για το δοχειό, δηλαδή την αποθήκη, και στο να κάνει την κατανομή, δηλαδή είτε σε κάποιο μοναστήρι είτε σε κάποιον χώρο όπως είναι Αθωνιάδα, να παραγγέλνει τα τρόφιμα, να βγάζει το πρόγραμμα, με την έννοια ότι: «Αυτό έχουμε, αυτό θα κάνουμε, αυτό θα μαγειρέψουμε». Ήταν ένας κύριος... ήταν λίγο περίεργος, θυμάμαι, κι εμείς, ντάξει, και με τις ζαβολιές μας κι αυτά, κάποιες φορές κατεβαίναμε τα βράδια, όταν έκλεινε το ρεύμα, μετά τις 23:00, και πηγαίναμε εκεί στα ψυγεία είτε να τον πειράξουμε κι αυτά... Και θυμάμαι έβγαινε έξω, φώναζε! Είτε τότε, επειδή για να πας στα μπάνια, επειδή ήταν κάτω απ’ την τράπεζα, την τραπεζαρία, εκεί ήταν τα μπάνια και ο χώρος που είχε τα πλυντήρια, θυμάμαι κάποιες φορές που περνούσαμε και ήταν ακατάλληλη ώρα ή του φωνάζαμε κι αυτά, έβγαινε κι αυτά... Πολύ καλός άνθρωπος, αγαπούσε πάρα πολύ τα παιδιά. Δεν ξέρω αν συνεχίζει, αν είναι εκεί. Νομίζω την τελευταία χρόνια που ήμασταν κι εμείς βγήκε στη σύνταξη, γιατί ήταν τριάντα πέντε-σαράντα χρόνια στο Άγιο Όρος, αν δεν κάνω λάθος, στην Αθωνιάδα. Δηλαδή, είχαν περάσει παιδιά και παιδιά από εκεί. Ακόμα και τώρα, δηλαδή, που έχω βγει έξω, που τ[00:40:00]ελείωσα μια σχολή, ένα πανεπιστήμιο, που έχει να κάνει, δηλαδή, και με τον χώρο του Αγίου Όρους, που είναι η ψαλτική, συνεχίζω να έχω πάρα πολλές σχέση με το Όρος. Φανταστείτε το μεταπτυχιακό που έκανα ήταν πάνω στο Άγιο Όρος, δηλαδή πάλι ήρθα σε επαφή με τους πατέρες, βοήθησε η γνωριμία αυτή που είχα, αυτή η τριβή με τους πατέρες και λόγω της Αθωνιάδας αλλά και της επαφής που είχα και πιο μικρός –συγκεκριμένα, στο Άγιο Όρος πήγα από 3 χρονών–, δηλαδή ένα παιδί, μια κοπέλα που θα μπει σε ένα μεταπτυχιακό που σχετίζεται με το Άγιο Όρος, εννοείται θα είναι πιο δύσκολο και στην εύρεση του υλικού, αλλά εννοείται πως δεν μπορεί κιόλας να πάει για να ολοκληρώσει ένα τέτοιο θέμα σχετικά με το Άγιο Όρος. Είναι ένας χώρος ο οποίος σου αφήνει πάρα πολλές εμπειρίες, δηλαδή, πέρα το πνευματικό που μπορείς να αποκομίσεις. Δηλαδή, αρχικά, είχαμε εξομολόγηση μία φορά την εβδομάδα σε υποχρεωτικό – ακριβώς υποχρεωτικό δεν ήταν, αλλά επειδή όλα τα άτομα που ήμασταν εκεί ήμασταν από οικογένειες με εκκλησιαστικά πρότυπα, εννοείται πως όλα τα παιδιά... δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να μην να μην πάει. Ειδικά στις αρχές, όταν είχαμε πρωτοπάει, ήταν αυστηρά, όπως σας είχα πει ότι ήθελε και κάποιες συστατικές επιστολές απ’ τον οικείο επίσκοπο, είτε απ’ τον εφημέριο, είτε από κάποια κατηχητικά, αν πήγαιναν τα παιδιά σε πιο μικρή ηλικία. Ήταν ένας χώρος, δηλαδή, που σε στιγματίζει στη ζωή σου, μπορείς κάποια πράγματα και κάποιες καταστάσεις όταν βγαίνεις έξω να τις αντιμετωπίζεις διαφορετικά, μαθαίνεις να συμμετέχεις ενεργά μέσα στην εκκλησία. Δηλαδή, θυμάμαι συγκεκριμένα είχαμε τις μεγάλες εορτές, λειτουργούσαμε κάθε Πέμπτη, είχαμε Λειτουργία τα Σαββατοκύριακα για κάποια παιδιά που έμειναν στη Σχολή, συνήθως αυτό γινόταν στην τρίτη Λυκείου και καλά για να διαβάσουμε. Απλά, εμάς μας άρεσε κάποιες φορές να μένουμε, επειδή έφευγαν όλα τα παιδιά για το μοναστήρι, επειδή ήταν υποχρεωτικά, έκλεινε το οικοτροφείο, ήμασταν έξι-εφτά παιδιά σε ολόκληρο το κτίριο μόνοι μας και, ναι, ήτανε, έτσι, πιο ωραία η κατάσταση απ’ το... πιο ήσυχα, με την έννοια έφυγαν τα άλλα παιδιά, έρχονταν την Κυριακή, είχαμε λίγο πιο ελεύθερο το πρόγραμμα. Γινόταν κάθε Κυριακή η Εκκλησία, όπως σας είπα, και τις Πέμπτες, άρα είχαμε τη δυνατότητα και να εκκλησιαστούμε, να κοινωνήσουμε, αλλά και να συμμετέχουμε ενεργά στις ακολουθίες. Τώρα, η ζωή στο μοναστήρι –να πούμε λίγο κάποια πράγματα γι’ αυτό το πράγμα–, όταν φεύγαμε, τις Παρασκευές συγκεκριμένα, όποια παιδιά ασχολούνταν με την αγιογραφία έφευγαν το Σάββατο πρωί, όποια παιδιά δεν έκαναν αγιογραφία και είχαν ασχοληθεί με τη βυζαντινή μουσική, μετά την τράπεζα την Παρασκευή και τα μαθήματα, μπορούσαν να φύγουν και να αναχωρήσουν για το μοναστήρι που ήταν γραμμένος ο κάθε μαθητής είτε σε συνοδεία με κάποιο άλλο παιδί να επισκεφτεί κάποιο άλλο μοναστήρι. Εννοείται πως όλα τα μοναστήρια ήταν δεκτικά στο να δέχονται τα παιδιά της Σχολής, όπως και τόσες χιλιάδες κόσμος που πηγαίνει κάθε χρόνο. Φεύγαμε, πηγαίναμε στα μοναστήρια, ανάλογα το μοναστήρι, εγώ συγκεκριμένα, την πρώτη χρονιά που ήμουν στο Δοχειάρι, έπρεπε να πάω μέχρι τις Καρυές, η οποία είναι το κέντρο του Αγίου Όρους, της μοναστικής πολιτείας, από κει να πάρουμε λεωφορείο να κατεβούμε στη Δάφνη, η οποία είναι το λιμάνι, και από κει να πάρουμε το καράβι – το καράβι αυτό που βγάζει και στην Ουρανούπολη, δηλαδή, τους προσκυνητές, και να κατέβω στο μοναστήρι εκεί στο Δοχειάρι. Όταν μετά επέστρεψα στο Άγιο Όρος τις δύο χρονιές που έλειψα κι έκανα την εγγραφή μου στο Κουτλουμούσιο, με δέχτηκαν οι πατέρες εκεί. Το Κουτλουμούσιο είναι ένα μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του Αγίου Όρους, δηλαδή δίπλα στις Καρυές. Είναι περίπου ένα τέταρτο με τα πόδια απ’ τη Σχολή, αλλά, δηλαδή, ανά πάσα στιγμή μπορούσες να πας, όπως και κάποιες φορές κι εμείς επιλέγαμε να πηγαίνουμε απ’ την Παρασκευή. Είχαμε συγκεκριμένο δωμάτιο δικό μας, με το που μπαίνεις μέσα στο μοναστήρι ήτανε στον πύργο, θυμάμαι, στον τελευταίο όροφο του πύργου, και ακριβώς μέσα απ’ το δωμάτιό μας ανέβαινε ο μοναχός από μια εξωτερική πόρτα, για να ανέβει όπου ήταν το κωδωνοστάσιο, δηλαδή ήταν οι καμπάνες εκεί. Είχαμε εμείς τις Κυριακές, επειδή δεν ξυπνούσαμε με τις ακολουθίες –γενικά, οι ακολουθίες ξεκινάν στο Άγιο Όρος από πολύ νωρίς, δηλαδή 03:00 παρά ξεκινάνε οι πατέρες–, κι εμείς επειδή ήμασταν και πιο μικροί, μας έλεγαν οι πατέρες να πηγαίνουμε στη Θεία Λειτουργία, δηλαδή κατά τις 06:30 περίπου. Αλλά κι εμείς και πάλι δεν σηκωνόμασταν να συμμετέχουμε στις ακολουθίες κάποιες φορές ή κάποια παιδιά, και θυμάμαι συγκεκριμένα ίσως μας είχαν βάλει κι εκεί για να ακούμε τις καμπάνες τόσες φορές που χτυπάνε –μιλάμε για τον θόρυβο από κάτω απ’ τις καμπάνες–, και περνούσε και ο μοναχός ο οποίος ήταν υπεύθυνος, γιατί κάθε μοναστήρι έχει έναν μοναχό ο οποίος είναι υπεύθυνος για τα παιδιά αν χρειάζονται κάτι, το πώς μεγαλώνουν, αν διαβάζουν, ακόμα και για την πνευματική τους, έτσι, καλλιέργεια, με την έννοια να εξομολογηθούν, αν έχουν κάποιο πρόβλημα να το αναφέρουν. Συνήθως, τα παιδιά όσο είναι σε πιο μικρή ηλικία, είτε βοηθούν εκεί που πηγαίνουν τους πατέρες στα διακονήματα, δηλαδή είτε πηγαίναμε, θυμάμαι, στην τράπεζα, είτε βοηθούσαμε στην εκκλησία να καθαρίσουμε όταν είχε καθαριότητα, όποιοι ασχολούμασταν με την ψαλτική μπορούσαμε να πλαισιώσουμε και κάποιο ψαλτήρι την ώρα της ακολουθίας ή μπορούσαμε να πάμε σε κάποιο άλλο μοναστήρι. Συγκεκριμένα, κοντά εκεί στο Κουτλουμούσι είναι κι η Ιερά Μονή Ιβήρων, είτε και το προσκύνημα του Οσίου Παϊσίου στην Παναγούδα είτε σε κάποιο άλλο κελί, να πάμε στο κέντρο να ψωνίσουμε κάτι που ίσως –και εννοείται– δεν θα μπορούσαμε να βρούμε στο μοναστήρι. Συγκεκριμένα, μας άρεσε πιο πολύ η Κυριακή, γιατί η Κυριακή στο μοναστήρι, εκτός ότι το απόγευμα θα έπρεπε να φύγουμε για να πάμε στη Σχολή, είχε και πιο πολλά, έτσι... τελείωνε η ακολουθία, μετά είχε τράπεζα, μετά την τράπεζα είχε... στην τράπεζα είχαν και πιο καλό φαγητό, τις ημέρες δηλαδή που επιτρεπόταν να φάνε είτε ψάρι είτε λάδι, και μετά είχε ένα είδος σαν κέρασμα, το οποίο πήγαιναν οι μοναχοί εκεί, υπήρχε κάποιο κέρασμα, κάποιο λικέρ, ανάλογα πάλι με την εποχή και τι είχαν οι πατέρες να προσφέρουν. Πριν φύγουμε για τη Σχολή, θυμάμαι συγκεκριμένα, περνούσαμε από αυτό το γραφειάκι που ήταν ο οικονόμος, συγκεκριμένα σε αυτό το μοναστήρι οικονόμος ήταν και αυτός που ήταν υπεύθυνος για τα παιδιά της Αθωνιάδας, και μας έδινε, έτσι, κάποιο μικρό χαρτζιλίκι, με την έννοια αν χρειαστούμε κάτι μες στην εβδομάδα να πάμε στο κέντρο να ψωνίσουμε, κάποιες σοκολάτες, για να πιούμε κάτι, για κάποιο γλυκό είτε για φαγητό. Πιο πολύ ήταν, έτσι, για να μην έχουμε την αίσθηση ότι δεν έχουμε χρήματα κι αυτά, γιατί πραγματικά είτε στη Σχολή, στην Αθωνιάδα, αλλά και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μέσα στα μοναστήρια –και το τονίζω αυτό–, σε όλα τα μοναστήρια δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει κάποιο παιδί ή να έχει περάσει που να του έχει λείψει κάτι. Δηλαδή, σε κάποιες περιπτώσεις, εγώ που θυμάμαι και παιδιά που είχαν έρθει από κάποιες οικογένειες οι οποίες δεν ήταν και τόσο ευκατάστατες, περνούσαν, δηλαδή, και καλύτερα, θα μπορούσα να πω, απ’ ό,τι και στην οικογένειά τους, με τη έννοια ό,τι ήθελαν... Θυμάμαι συγκεκριμένα, μια χρονιά στο Κουτλουμούσι, είχαν κάνει δωρεά –δεν ξέρω, απ’ τη Θεσσαλονίκη; Δεν θυμάμαι– παγωτά, και αυτά τα παγωτά ήταν σε σχήμα καρύδας, δηλαδή ήταν μισή καρύδα κομμένη και είχε μέσα παγωτά βανίλια. Δεν θα ξεχάσω, δηλαδή, ποτέ πως μας είχε, δηλαδή, κάνει τόσο πολλή εντύπωση αυτό! Μπορούσαμε να είχαμε φάει, δεν ξέρω, ο καθένας τη μέρα δεκαπέντε παγωτά! Δεν καταλαβαίναμε τίποτα! Δηλαδή, μας έκανε τόσο πολλή εντύπωση, που αν μας έλεγαν οι πατέρες: «Θέλω να μου κάνεις αυτό», δηλαδή, «να με βοηθήσεις σε αυτό» ή «να πάμε να κουβαλήσουμε κάτι αυτό», το μεταφράζαμε να πάμε και στην αποθήκη να πάρουμε ένα παγωτό! Τέτοια, τέτοια φάση, δηλαδή, και πράγματα που μπορεί ένα παιδί να είναι δεδομένο ότι θα πάει σε ένα μαγαζί έξω να πάρει ένα παγωτό, αλλά για το Άγιο Όρος που είναι ένας χώρος ιερός και ένας χώρος άσκησης, για τους μοναχούς είναι πράγματα τα οποία είναι περιττά, με την έννοια ότι δεν χρειάζεται ο άνθρωπος, δηλαδή, τόσα πράγματα για να ανταπεξέλθει και για τον σκοπό αυτό που πηγαίνουν οι μοναχοί, να σώσουν την ψυχή τους. Πολλά πράγματα... Δηλαδή, θυμάμαι όσο μεγαλώναμε κιόλας κι εμείς και διαμορφώνουμε ο καθένας τον χαρακτήρα του, είτε παραγγέλναμε και κάποια πράγματα, είτε ηλεκτρονικά και αυτά, κάποιον υπολογιστή που πιο πολύ επιτρεπόταν στη Σχολή, δηλαδή δεν θέλαμε κι εμείς, με την έννοια του σκανδαλισμού, να φέρουμε σε δύσκολη θέση κάποιον μοναχό, ο οποίος – οι περισσότεροι δεν έχουν και σχέση με την τεχνολογία και με τα πράγματα του έξω κόσμου. Είναι ένας χώρος, το Άγιο Όρος, όπως σας είπα, πολύ, έτσι, περίεργος. Δηλαδή, για κάποιον που θα τον ζήσει, δηλαδή που θα ζήσει και τη μοναχική ζωή, δηλαδή πώς είναι οι πατέρες μέσα, πώς, δηλαδή... Έχω ακούσει περιπτώσεις, π.χ., να λένε ότι: «Πώς θα στείλεις ένα παιδί εκεί σε έναν καλόγερο», π.χ., «να το διευθύνει, ο οποίος δεν έχει κάνει παιδιά, δεν έχει ζήσει πώς είναι;». Κι εγώ μπορώ να σας πω, επειδή είμαι πολύ δεμένος με την οικογένειά μου, δηλαδή ακόμα και αν είχα φύγει, έρχονταν οι γονείς μου, έβγαινα εγώ τα Χριστούγεννα, το καλοκαίρι, το Πάσχα, κι άλλες φορές, δηλαδή, που πήγαινα όσο μεγάλωνα και ήμουν και εγώ πιο άνετα στο να ταξιδεύω μόνος μου, οι πατέρες, δηλαδή, στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν, μπορώ να σας πω, ανώτερα και απ’ την οικογένειά μας, με την έννοια ότι και αυτοί ένιωθαν αυτήν την υποχρέωση, ότι εμείς πάμε εκεί να τους τιμήσουμε, πηγαίνουμε εκεί, φεύγουμε... Φανταστείτε, εγώ απ’ την περιοχή μου είχα εφτακόσια χιλιόμετρα απόσταση; Δηλαδή, ήθελα μία μέρα να ταξιδεύω με λεωφορεία για να γυρίσω να πάω σπίτι μου. Και αυτοί προσπαθούσαν, δηλαδή, ό,τι ζητούσαμε κι εμείς, στα πλαίσια του λογικού –που δεν ήταν τις περισσότερες φορές στα πλαίσια του λογικού–, σαν παιδιά, να μας το δίνουν και να κάνουν και αυτοί ό,τι καλύτερο μπορούσανε. Αυτό ισχύει και ακόμα και τώρα, δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις, στη ζωή μου, δηλαδή, που έχω χρειαστεί κάτι και μπορούν οι πατέρες να μας βοηθήσουν –είτε κάποια συμβουλή, δεν είναι πάντα κάποιο αγαθό, είτε κάποια συμβουλή είτε για κάποια ζητήματα και αυτά–, είναι πάντα δεκτικοί, δηλαδή, και ιδια[00:50:00]ίτερα στα παιδιά, και σε όλο τον κόσμο αλλά και ιδιαίτερα στα παιδιά που έχουν πάει στο Άγιο Όρος κι έχουν περάσει από εκεί. Αυτό, νομίζω, που είναι το πιο θετικό είναι ότι αν κάποιος έχει κάνει στο Άγιο Όρος, εκτός ότι βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, δηλαδή και τα νιώθει και με βάση της θρησκείας κι αυτά, νιώθει αυτό, δηλαδή, αυτό το πράγμα: ότι ένα κομμάτι του, ακόμα και αυτά τα έξι χρόνια, ακόμα και τέσσερα, ακόμα και κάποιος έναν χρόνο να καθίσει, το νιώθει αυτό, δηλαδή, το κουβαλάει στη ζωή του αυτό το πράγμα, ότι είναι εκεί, δηλαδή, που λέω ένα μέρος μεγάλο απ’ τη ζωή του, και δη η εφηβική ηλικία, η παιδική ηλικία, αυτή που διαμορφώνεται ένα παιδί, είναι μέσα εκεί. Νομίζω αυτό το αναγνωρίζουν και οι πατέρες και γι’ αυτό είναι πάντα δεκτικοί στο να... Παίζει ρόλο, βέβαια, και εννοείται πως υπάρχουν και οι πατέρες που είναι πιο αυστηροί, πατέρες που έχουν πάει για τον σκοπό να σώσουν την ψυχή τους –όλοι γι’ αυτό τον σκοπό έχουν πάει, άλλα είναι που είναι πιο αφοσιωμένοι σε αυτό το πράγμα–, υπάρχουν, όμως, και πατέρες οι οποίοι είναι μεγάλοι σε ηλικία, δηλαδή τύπου 60-70 χρόνων, και στα πρόσωπα τα δικά μας βλέπουν τη δικιά τους ζωή. Δηλαδή, αν ένας μοναχός έχει φύγει 18-20 χρόνων από κει, από τον τόπο, δηλαδή, που μεγάλωνε για να μονάσει, εννοείται πως στα πρόσωπα τα δικά μας βλέπει και το δικό του πρόσωπο, που ίσως δεν έζησε κάποια πράγματα που εμείς έβλεπε να τα κάνουμε, όπως, π.χ., να παίζουμε μπάλα, είτε να κυνηγιόμαστε, είτε να... Και νομίζω πως αυτό είναι θετικό, δηλαδή, στα παιδιά που πηγαίνουμε στο Άγιο Όρος.
Segment 4
Τα Θεοφάνια για τα Αθωνόπουλα, η διατροφή στη Μονή και η σύνδεση με τις σπουδές στη Βελλάς Ιωαννίνων
00:51:23 - 01:04:09
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Παναγιώτη! Θα ήθελα να σε κάνω μία διευκρινιστική ερώτηση.
Ναι, ναι ασφαλώς, αν μπορώ να απαντήσω.
Ναι. Μου είχες αναφέρει για την τρίτη Λυκείου που πέφτατε να πιάσετε τον σταυρό...
Ναι. Αυτό συγκεκριμένα θυμάμαι από μικρός, δηλαδή, το... μικρός εννοώντας όταν είχα πάει... το πρώτο πράγμα που ενημερώνουμε τα παιδιά, δηλαδή οι πιο παλιοί λέμε μέσα στο πρόγραμμα, μέσα σε όλο το έτος τι είναι να κάνουμε. Οπότε, δύο πράγματα έχουν τα Αθωνόπουλα: την ημέρα που θα πέσουν στο τέτοιο και τις ημέρες της προηγούμενης... την προηγούμενη μέρα απ’ αυτή που θα φύγουν, δηλαδή, να πάνε στις οικογένειές τους. Θυμάμαι συγκεκριμένα, αρχικά για την ημέρα που είναι να φύγουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας ο καθένας, εκείνο το βράδυ δεν κοιμόμασταν! Δηλαδή, γινόταν ένας πανζουρλισμός λες και θα διαλυθεί η σχολή! Κάποιες φορές, είχαμε και αγρυπνία, ανάλογα την εορτή που έπεφτε, είτε των αγιορειτών πατέρων, και την επόμενη μέρα φεύγαμε, δηλαδή μαζεύαμε τα πράγματά μας, είτε για Χριστούγεννα – Πάσχα γινόταν, θυμάμαι, μια φασαρία να μαζέψουμε τα πράγματα, τι θα αφήσουμε εκεί, κάποια δώρα, κάποια αναμνηστικά που παίρναμε εκεί για τους δικούς μας. Όσον αφορά, τώρα, και τα Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα, όπως το γνωρίζετε, γιορτάζονται με το παλαιό ημερολόγιο εκεί. Άρα, εμείς είχαμε παραπάνω ημέρες, δηλαδή την ημέρα της επιστροφής των παιδιών στο σχολείο εμείς είχαμε ακόμα δεκατρείς μέρες να καθίσουμε. Συγκεκριμένα, όταν μπαίναμε μέσα ήταν δύο-τρεις μέρες πριν τα Θεοφάνια, και μόνο τα παιδιά της τρίτης Λυκείου κανονικά στην Ιερά Μονή Ιβήρων κατά την εορτή των Θεοφανίων, όπως και έξω στον κόσμο, ρίχνουν οι πατέρες εκεί τον σταυρό. Γίνεται σε πολλά μοναστήρια αυτό, αλλά έχει καθιερωθεί στην Ιβήρων να βουτάν τα παιδιά της Αθωνιάδος για να πιάσουν τον σταυρό, ουσιαστικά και για ευλογία και επειδή είναι οι μεγαλύτεροι και, ντάξει, εννοείται ασφαλώς, όποια παιδιά γνωρίζουν και από κολύμβηση, και να βγαίνουν μετά να πηγαίνουν σε όλο το Όρος, δηλαδή στα μοναστήρια, στις κοίτες, στα κελιά, για να μαζεύουν κάποια χρήματα για την εκδρομή την πενταήμερη, την τελευταία που πηγαίνουν όλα τα παιδιά, συνήθως –και λόγω της σχέσης του Αγίου Όρους με το Πατριαρχείο– στην Κωνσταντινούπολη και στα πέριξ της Τουρκίας. Θυμάμαι, στη δική μου χρόνια, το περιμέναμε αυτό πώς και πώς. Εγώ θυμάμαι με γύρισε ο πατέρας μου τότε στην Ουρανούπολη απ’ τον Πύργο, και μπήκα τρεις μέρες νωρίτερα από των Θεοφανίων, πήγα στη Σχολή κανονικά και περιμέναμε την ημέρα που θα κατεβαίναμε κάτω. Συγκεκριμένα, τα περισσότερα παιδιά από την τάξη μου θα μπαίναν την προτελευταία ημέρα, η οποία, θυμάμαι, λόγω κακοκαιρίας είχε απαγορευτικό και δεν μπορούσαν να μπουν τα καράβια κι έτσι έχασαν τη μέρα αυτή. Δηλαδή, των Θεοφανίων, θυμάμαι, αντιπρόσωπος μόνο εκεί ήμουνα εγώ. Είχα βουτήξει κακήν κακώς, με την έννοια ότι ήταν και παγωμένα τα νερά, είχε κι ένα άλφα βάθος, ντάξει, και με την ντροπή που να έχεις τώρα, να είσαι μπροστά στους πατέρες με ένα σορτσάκι και αυτά! Συγκεκριμένα, είχα πέσει μέσα, θυμάμαι, είχα πάθει και κράμπα, δεν έπιασα τον σταυρό, γιατί είχαν βουτήξει κι άλλα άτομα, όμως οι πατέρες μάς έδωσαν τον σταυρό, θυμάμαι, πήραμε τον σταυρό, γυρίσαμε στα μοναστήρια κανονικά. Δεν θα ξεχάσω το κρύο αυτό που έχει να ανεβαίνεις απ’ την ανηφόρα αυτή που είναι το μοναστήρι, απ’ τη θάλασσα, για να πας να ντυθείς με το μπουρνούζι και την πετσέτα. Μιλάμε για Ιανουάριο μήνα! Μας έδωσε τον σταυρό. Το Τυπικό λέει ότι γυρίζεις και σ’ αυτό το μοναστήρι με τον δίσκο, ψέλνεις κάποια συγκεκριμένα τροπάρια και μετά πηγαίνουν τα παιδιά της τρίτης Λυκείου, η εκάστοτε, παίρνει τον δίσκο το κάθε παιδί και το πηγαίνει στο μοναστήρι του για να μαζέψουν κάποια χρήματα. Όπως κι έγινε, μαζέψαμε κάποια χρήματα και κανονίσαμε να πάμε την εκδρομή, δηλαδή κανόνισαν οι πατέρες να πάμε να επισκεφτούμε και τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, στο Φανάρι, και μετά από εκεί να κάνουμε μια περιήγηση στην Κωνσταντινούπολη, στα μνημεία, και με τελευταίο προορισμό στην Καισάρεια. Ήταν μια εκδρομή απίστευτη! Ναι, ήταν μια εκδρομή που δεν θα ξεχάσω ποτέ! Απ’ τις καλύτερες εκδρομές που έχω κάνει μέχρι στιγμής στη ζωή μου! Πήγαμε στην Καισάρεια, πήγαμε, συγκεκριμένα θυμάμαι, και προσκυνήσαμε και στον... εκεί που έμενε, που ήταν ουσιαστικά σκλάβος ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, εκεί που έμενε κάτω στον στάβλο, στην αποθήκη, δεν θυμάμαι. Εντωμεταξύ, αυτό που μας είχε κάνει εντύπωση, επειδή κι άλλες φορές είχαμε πάει στην Κωνσταντινούπολη, ο τρόπος ζωής στην Καππαδοκία, στην Καισάρεια, δεν έχει καμία σχέση, δηλαδή, με τα παράλια της Σμύρνης, την Προύσα, το Αϊβαλί είτε και την Κωνσταντινούπολη, που έχουν λίγο ευρωπαϊστεί. Δεν έχει καμία σχέση. Πήγαμε με αεροπλάνο. Θυμάμαι φύγαμε απ’ τη Θεσσαλονίκη, πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη, καθίσαμε στην Κωνσταντινούπολη, και από κει πετάξαμε πάλι ξανά για την Καισάρεια, όπου μείναμε, αν θυμάμαι καλά, τρεις ημέρες, και μετά επιστρέψαμε πάλι όπου και μπήκαμε στη Σχολή στην Αθωνιάδα.
Τέλεια! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτήν την εμπειρία που μου μοιράστηκες! Κάτι ακόμη που θέλω να σε ρωτήσω: Επειδή μου είχες αναφέρει ότι αλλάξατε μάγειρα και μπήκανε καινούργια πιάτα στο μενού, που ήτανε τηγανιτές πατάτες, δηλαδή, πριν από αυτόν τον μάγειρα, θυμάσαι τι φαγητά τρώγατε;
Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι κάποιες μέρες, π.χ., όπως Παρασκευή ή Σάββατο είχε ή σπανακόρυζο, ανάλογα, την Τετάρτη είχε ή σπανακόρυζο ή πρασόρυζο, που ο μάγειρας ο παλιός ήταν λίγο, έτσι, περίεργος –ή εμένα μου φαινόταν αυτό– και δεν μας άρεσε, έτσι, λίγο το φαγητό. Ήταν ότι εμείς αυτό που ζητήσαμε, σαν παιδιά της τρίτης Λυκείου, δεν ήταν να αλλάξει τόσο το φαγητό, δηλαδή ποιοτικά, γιατί πάλι είχε ποιότητα, ήταν να βάλουμε και κάποια πράγματα, δηλαδή να αλλάζει βδομάδα στη βδομάδα, δηλαδή να ξέρουμε, π.χ., ότι Τετάρτη και Παρασκευή, δεν έχει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή φασόλια ή φακές. Δηλαδή, θα έχει και αρακά, θα έχει και φασολάκια, θα έχει τις αλλαγές, είτε κάποιο γλυκό, είτε ζητήσαμε, επειδή συγκεκριμένα είχε και δύο δεκατιανά, δηλαδή 10:00 το πρωί μας έδιναν κάποιο κολατσιό και πάλι αυτό γινόταν στις 17:00 το απόγευμα, ζητήσαμε, δηλαδή, εκτός από ψωμί με τυρί να έχει, π.χ., κάποιο σνακ, κάποιο κρουασάν, κάποια σοκολάτα, τέτοιου είδους πράγματα, είτε, π.χ., θυμάμαι είχαμε ζητήσει να έχει κορν φλέικς το πρωί με γάλα. Ναι, τέτοιου είδους αλλαγές, είτε, π.χ., να έχει, ναι, όπως σας είπα, πιο συχνά πατάτες τηγανιτές, είτε να έχει μακαρόνια με κιμά, είτε παστίτσιο. Θυμάμαι, και τις ημέρες που ήταν και νηστεία δεν τρώγαμε κρέας, δηλαδή, όπως την περίοδο που είναι της Τυρινής, μας έκαναν παστίτσιο, π.χ., μόνο με τυρί. Είχε τέτοια πράγματα. Βέβαια, τα πιο ωραία φαγητά και που τα περιμέναμε κι εμείς ήταν όταν είχαμε κάποια επίσκεψη ή κάποια εορτή της σχολής, όταν γιόρταζαν οι άγιοι της σχολής, που, ντάξει, ήταν και οι επίσημοι, ήταν πιο προσεγμένα τα φαγητά εννοείται, και γινόταν κι ένας πόλεμος από μας στην τράπεζα, με την έννοια ότι έχουμε καλό φαγητό. Δηλαδή, αυτό που ουσιαστικά μπορεί να λείπει σε ένα παιδί, η οικογένειά του, προσπαθεί όλο αυτό να το διοχετεύσει είτε στα παιχνίδια, είτε στο φαγητό, είτε στη συμπεριφορά του απέναντι... όλο αυτό, δηλαδή, που του λείπει απ’ την οικογένεια, με την έννοια η μάνα του, ο πατέρας του, τα αδέρφια του μπορεί να αναλωθεί σε κάποιο άλλο πράγμα, δηλαδή που κάποιο άλλο παιδί έξω να μην το θεωρεί τόσο σοβαρό, δηλαδή το θεωρεί κάτι δεδομένο. Εμείς προσπαθούσαμε αυτό το πράγμα να τραβήξουμε πάνω σε αυτό, με την έννοια να καλύψουμε όποιο κενό είχαμε. Θυμάμαι και συγκεκριμένα, την πρώτη χρονιά που πήγα, ήταν κι ένα παιδί μεγαλύτερο σε μένα στην ηλικία και πολύ, έτσι, αδύνατο, και πήγαινε και στη δικιά μας τράπεζα, δηλαδή κανονικά, και κάποιες φορές πήγαινε και απέναντι στο μοναστήρι, όταν είχε τράπεζα, να τρώει και από κει – όχι ότι δεν το έφτανε το φαγητό, αλλά, εντάξει, σαν παιδιά κάναμε και τέτοια, με την έννοια μήπως είχε καλύτερο φαγητό, μήπως είχε κάποιο γλυκό, και εννοείται πάντα οι πατέρες ήταν δεκτικοί και μας αγαπούσαν και μας πρόσφεραν και αυτοί, κατά το δυνατό, ό,τι μπορούσαν.
Θέλω να μου πεις, αν θέλεις και συ φυσικά να μου μοιραστείς, μετά, αφότου έφυγες απ’ τη Σχολή και πήγες εδώ στη Βελλά, που είπες ότι δεν ήθελες να μείνεις στο οικοτροφείο, θες να μου πεις τι μαθήματα είχατε εκεί στη Βελλά και πώς συνδεόταν με την ψαλτική που έκανες στη Σχολή;
Ουσιαστικά, το τμήμα της Βελλάς, το Τμήμα Ψαλτικής και Μουσικής, είναι καθαρά ένα μουσικολογικό τμήμα, δηλαδή που ξεκινάει από πρώτο εξάμηνο με θεωρία της βυζαν[01:00:00]τινής μουσικής αλλά και της ευρωπαϊκής μουσικής, και ανεβαίνει σταδιακά μέχρι το όγδοο εξάμηνο, στα πιο, έτσι, δύσκολα θεωρητικά της μουσικής, ανώτερα θεωρητικά, και εννοείται και στο θέμα της πρακτικής, στα κομμάτια. Εκτός απ’ την πρακτική, δηλαδή, στο να ψέλνουμε, τα πρώτα δύο χρόνια έχει και υποχρεωτική φοίτηση σε κάποιο όργανο που θα επιλέξεις, είτε φλογέρα, ούτι, κανονάκι, είχε υποχρεωτικά πιάνο όταν κάναμε στα μαθήματα της ευρωπαϊκής μουσικής σολφέζ. Επίσης, αυτό που έμοιαζε λίγο η Σχολή με το Άγιο Όρος ήταν ότι στις αρχές, και γενικά σε όλη τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων, ήταν υποχρεωτικό όποια παιδιά έμεναν μέσα στο οικοτροφείο να συμμετέχουν στις ακολουθίες, επειδή είχαμε εκκλησία εκεί και, π.χ., εσπερινό, απόδειπνο και κάποιες λειτουργίες κάποιες μέρες ήταν υποχρεωτικά τα παιδιά να παρακολουθούν αλλά και να συμμετέχουν. Δηλαδή, ήταν ένα τμήμα που βγάζει ψάλτες, εννοείται πως συμμετείχαν τα παιδιά ώστε να βγαίνουν πέρα οι ακολουθίες. Αυτό ήταν ένα πράγμα λίγο, έτσι, που έμοιαζε σχετικά με το Άγιο Όρος, παρόμοιο πράγμα, ναι. Και, όπως σας είπα, τελείωσα αυτήν τη σχολή, μετά συνέχισα κάποια... τη μουσική, δηλαδή, και σε ένα ωδείο εδώ στα Ιωάννινα και έκανα και ένα μεταπτυχιακό που ήταν πάνω στο Άγιο Όρος, δηλαδή ήταν ένα θέμα που μ’ άρεσε πάρα πολύ. Το μεταπτυχιακό αυτό ήταν πάνω στο Άγιο Όρος, αλλά και το θέμα που επέλεξε ήτανε για το Άγιο Όρος. Ασχολήθηκα με ένα θέμα με βάση τα χειρόγραφα που σώζονται στο Άγιο Όρος για την κοσμική μουσική. Δηλαδή, εκτός απ’ την ψαλτική μουσική, ψάξαμε με τον επιβλέποντα καθηγητή και βρήκαμε μέσα στα χειρόγραφα, σε διάφορες μονές, τραγούδια είτε δημοτικά τραγούδια, είτε λόγια μουσική, είτε παραδοσιακή μουσική, να καταγράψουμε όλα αυτά τα τραγούδια, είτε κάποια που είχαν καταγραφεί από καταλόγους άλλα και άλλα που δεν είχαν καταγράφει, και να τα μαζέψουμε για να βγει, έτσι, μια εργασία για να δείξουμε και το Άγιο Όρος, δηλαδή, εκτός απ’ την πνευματική ζωή που έχει, δηλαδή, και τη ροή, το οποίο να βγάζει αγίους, να βγάζει πατέρες που αγωνίζονται και να κρατάει ουσιαστικά την ορθοδοξία αναμμένη. Ασχολήθηκε και με πράγματα όπως στις τέχνες να διαφυλάξει –πάρα πολλά πράγματα–, να διαφυλάξει βιβλία, να διαφυλάξει κειμήλια, να διαφυλάξει κάποια πράγματα που ίσως ανά καιρούς μέσα στους αιώνες έξω στον κόσμο είχαν ίσως φθείρει, και ένα πράγμα από αυτά είναι και η ψαλτική τέχνη, η οποία εννοείται πως έχει παράλληλες σχέσεις με το Άγιο Όρος, γιατί κι εκεί οι πατέρες έχουν πολύ ωραίες ακολουθίες, ψέλνουν αργά κείμενα, αργά μαθήματα και εννοείται πως θα έκαναν ό,τι μπορούσαν ανά τους αιώνες για να διαφυλάξουν αυτήν τη μουσική. Και επίσης, υπήρχαν πατέρες οι οποίοι, με τον δικό τους κόπο, μπόρεσαν κι έφεραν και τη μουσική, δηλαδή πήγαν και παρακάτω, εξέλιξαν και τη μουσική, πέρα απ’ το να διαφυλάξουν, δηλαδή ήταν ουσιαστικά ενεργοί κι αυτοί στο να πάει παρακάτω η μουσική, η βυζαντινή μουσική είτε η ψαλτική τέχνη.
Τέλεια! Θα ήθελες εσύ να προσθέσεις οτιδήποτε άλλο πάνω στις σπουδές σου, πάνω στην Αθωνιάδα, εδώ στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη;
Αυτό που θα ήθελα, δεν θυμάμαι αν το είπαμε, είναι ότι στην Αθωνιάδα, εκτός, δηλαδή, απ’ τη δυνατότητα που είχαν τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με τους καθηγητές είτε να κάνουν και κάποιου είδους μάθημα φροντιστηριακό, εγώ θυμάμαι στην τρίτη Λυκείου, συγκεκριμένα στα Λατινικά και στα Αρχαία, είχαμε μαθήματα και τα απογεύματα, δηλαδή οι καθηγητές μάς έκαναν μαθήματα ιδιαίτερα το απόγευμα, γιατί κι αυτοί έμπαιναν μέσα στη Σχολή. Συγκεκριμένα, κατεβαίναμε στη βιβλιοθήκη και κάναμε εκεί τα μαθήματα, η οποία έχει μια πολύ ωραία βιβλιοθήκη με πολύ, έτσι, ενδιαφέροντα βιβλία, στην Αθωνιάδα η βιβλιοθήκη της Σχολής, οι οποίοι, βέβαια, τα παιδιά είχαν και τη δυνατότητα να δανειστούν και να μελετήσουν.
Αν δεν έχεις κάτι άλλο, εγώ είμαι υπερκαλυμμένη! Θα σε ευχαριστήσω πολύ για τον χρόνο σου και για τα ενδιαφέροντα πράγματα που μου μοιράστηκες!
Σε ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά!
Και έχουμε φτάσει στο τέλος. Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Να είσαι καλά, να είσαι καλά!
Segment 5
Η συνολικότερη εκπαίδευση που λαμβάνουν τα παιδιά στην Αθωνιάδα, η απόφαση της ενασχόλησης με την ψαλτική, το Άγιο Όρος
01:04:09 - 01:08:33
Και κάτι που μου ήρθε τώρα και θα ήθελα να το τονίσουμε και να το καταγράψουμε είναι ότι στη Σχολή, εκτός απ’ τα μαθήματα και τα εξτρά που είχαν τα παιδιά λόγω του εκκλησιαστικού περιεχομένου της Σχολής, δηλαδή κάποια μαθήματα όπως αγιολογία, πατρολογία, που δεν τα έχουν έξω τα παιδιά, αυτά τα έξι χρόνια τα παιδιά μπορούσαν να ασχοληθούν και είτε με την αγιογραφία είτε με τη βυζαντινή μουσική. Συγκεκριμένα, μπορούσαν τα έξι χρόνια να ασχοληθούν με μία απ’ τις δύο αυτές τέχνες η οποία είχε και... μπορούσαν να την εξασκούν μέσα στη Σχολή με τις καθημερινές ακολουθίες, και, στο τέλος, έδιναν και για πιστοποίηση, δηλαδή τα παιδιά έπαιρναν κι ένα εφόδιο εκεί, κάποιο πτυχίο είτε αγιογραφίας είτε βυζαντινής μουσικής. Θυμάμαι συγκεκριμένα και στα μοναστήρια, επειδή οι πατέρες είναι πάρα πολύ δεκτικοί και εννοείται πως οι περισσότεροι πατέρες είναι μορφωμένοι και είτε γνωρίζουν κάποια τέχνη, όπως η αγιογραφία, είτε η ψαλτική, είτε ψηφιδωτό, συγκεκριμένα εμείς στο μοναστήρι, κάποιο διάστημα, κάναμε και ψηφιδωτό, δηλαδή μαθαίναμε, και γενικά οι πατέρες σε ό,τι γνωρίζουν, είναι ενδεικτικό, με την έννοια αυτό, δηλαδή, που διδάσκει η ορθοδοξία, κι όταν έχεις κάτι μπορείς και πρέπει, οφείλεις να το παρέχεις και στον άλλον απλόχερα.
Να σε ρωτήσω κάτι ακόμη: Εσύ, βρε Παναγιώτη, την ψαλτική πώς την αποφάσισες;
Την ψαλτική, εκτός απ’ τη σχέση που είχε... δηλαδή πρέπει να έχεις και μια σχέση με την εκκλησία απ’ την οικογένειά σου. Συγκεκριμένα, ασχολούνταν χρόνια ο πατέρας μου. Θυμάμαι, πολύ πριν πάω στο Άγιο Όρος, σε μικρή ηλικία, 4-5 χρόνων, όταν πήγαινε στο ωδείο να κάνει μαθήματα – να του κάνουν μαθήματα βασικά, θυμάμαι με έπαιρνε κι εμένα συγκεκριμένα, και επειδή ήταν αργά με έπαιρνε και ο ύπνος μέσα στο ωδείο εκεί, μέχρι να τελειώσει ο πατέρας μου. Μετά, ξεκίνησε και η αδερφή μου η μεγάλη – η μεσαία να ασχολείται με τη μουσική, κι εγώ ουσιαστικά άκουγα και από αυτούς, δηλαδή, και απ’ την εκκλησία και ήδη κάποια πράγματα τα γνώριζα όσον αφορά αυτά που λέμε τα πρώτα τροπάρια, κάποια πράγματα να τα ψέλνεις, είτε από κάποιες προσευχές που λέγαμε οικογενειακά, στην οικογένεια, κι έτσι κάπως ξεκίνησε. Δηλαδή, ξεκίνησα να πηγαίνω εκεί στο ωδείο, συγκεκριμένα στη Μητρόπολη Ηλείας, και μετά στο Άγιο Όρος, και όταν βγήκα παράλληλα και μετά εδώ στη Σχολή, έκανα πιο συστηματικά τα πράγματα, δηλαδή και κάποια κενά που είχα είτε στη θεωρία είτε στα κομμάτια, και μετά τελείωσα στο ωδείο εδώ της Μητροπόλεως Ιωαννίνων.
Μετά τη Βελλά, είχες κάποια συνέχεια, συνέχισες να το εξασκείς;
Ναι, εκτός από κάποια ψαλτήρια που πλαισιώνω εδώ στα Ιωάννινα σαν ιεροψάλτης και διακονώ τη Μητρόπολη, όταν τελείωσα τη σχολή εδώ στο ωδείο, συγκεκριμένα την επόμενη χρονιά με απορρόφησε η ίδια η σχολή και ως δάσκαλο, δηλαδή συνεχίζω έχω τώρα κάπως... είναι η τρίτη χρονιά, αν θυμάμαι καλά, που συνεχίζω κι εγώ έχω, σιγά σιγά, κάποια τάξη με μικρά παιδάκια και προσπαθώ έτσι κι εγώ αυτά τα πράγματα, σιγά σιγά, να μπω σε μια νοοτροπία να τα διδάσκω.
Θα ήθελες να γυρίσεις στο Άγιο Όρος;
Να γυρίσω, αυτό είναι πολύ μεγάλη κουβέντα... Να γυρίσω στο Άγιο Όρος, με την έννοια σαν καθηγητής στη Σχολή; Να μείνω, δηλαδή, εκεί σαν μοναχός και αυτά, το έχω σκεφτεί κάποιες φορές, βέβαια δεν είναι κάτι που με έχει τραβήξει τόσο πολύ, αλλά ίσως κάποια στιγμή, δεν ξέρω κι εγώ και πώς τα φέρνει η ζωή καμιά φορά, αλλά στη Σχολή εκεί, είτε σαν μουσικός, είτε σαν καθηγητής, ναι, εννοείται δεν θα είχα κάποιο πρόβλημα μελλοντικά, με την έννοια ότι έχω ζήσει τον χώρο, γνωρίζω πώς είναι να μένεις μέσα, γνωρίζω, δηλαδή, πώς μεγαλώνουν τα παιδιά εκεί επειδή κι εγώ τα έχω ζήσει. Και πολλές φορές, θυμάμαι, είναι και πολλοί καθηγητές και πάνω στη μουσική που έχουν τελειώσει, είτε ψάλτες που έχουν τελειώσει στην Αθωνιάδα κι έχουν κάνει και μετά σαν καθηγητές, είτε σαν προσωπικό, είτε σαν επιμελητές μέσα στη Σχολή.
Τέλεια! Σε ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ!
Να είσαι καλά, να είσαι καλά!
Photos

Ομαδική Φωτογράφηση
Ομαδική φωτογραφία μπροστά από την Αθωνιάδ ...

Ομαδική Φωτογράφηση
Πηγαίνοντας στο Πρωτάτο (ο καθεδρικός Ιερό ...

Φωτογραφία Αφηγητή
Ο Παναγιώτης Κούτρας στην Ιερά Μονή Αγίου ...

Τοπίο στο Άγιο Όρος
Το ελικοδρόμιο Καρυών. Στο βάθος άποψη της ...

Τοπίο στο Άγιο Όρος
Διακρίνεται η Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου
Summary
Ο Αφηγητής μας, Παναγιώτης Κούτρας, διακονεί ως ψάλτης στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Η καταγωγή του, όμως, είναι από ένα χωριό στην Ηλεία, που ονομάζεται Σμίλα. Από 3 χρονών βρέθηκε σε μοναστήρια του Αγίου Όρους και, εντέλει, φοίτησε στην ιστορική Αθωνιάδα Σχολή, εφτακόσια χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του. Ανατρέχοντας σε όλο αυτό το ταξίδι, μας διηγείται τις εμπειρίες του από το Όρος, τη ζωή μέσα στο οικοτροφείο, τις περιπέτειες που έζησε εκεί σαν παιδί, και πώς κατέληξε να φοιτήσει στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς Ιωαννίνων.
Narrators
Παναγιώτης Κούτρας
Field Reporters
Ιωάννα Χριστοπούλου
Tags
Locations
Interview Date
06/04/2022
Duration
68'
Summary
Ο Αφηγητής μας, Παναγιώτης Κούτρας, διακονεί ως ψάλτης στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Η καταγωγή του, όμως, είναι από ένα χωριό στην Ηλεία, που ονομάζεται Σμίλα. Από 3 χρονών βρέθηκε σε μοναστήρια του Αγίου Όρους και, εντέλει, φοίτησε στην ιστορική Αθωνιάδα Σχολή, εφτακόσια χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του. Ανατρέχοντας σε όλο αυτό το ταξίδι, μας διηγείται τις εμπειρίες του από το Όρος, τη ζωή μέσα στο οικοτροφείο, τις περιπέτειες που έζησε εκεί σαν παιδί, και πώς κατέληξε να φοιτήσει στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς Ιωαννίνων.
Narrators
Παναγιώτης Κούτρας
Field Reporters
Ιωάννα Χριστοπούλου
Tags
Locations
Interview Date
06/04/2022
Duration
68'