© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Από την Κατοχή και τον Εμφύλιο θυμάμαι πως υποφέραμε» - Η ζωή του κύριου Γιώργου ανάμεσα σε δύο πολέμους
Istorima Code
21920
Story URL
Speaker
Γιώργος Καζαρίδης (Γ.Κ.)
Interview Date
01/03/2022
Researcher
Δωροθέα Καρούτα (Δ.Κ.)
Βρισκόμαστε στον Πε[00:00:00]ντάλοφο Κοζάνης και ο μήνας έχει 2 Μαρτίου του 2022. Πότε είστε γεννημένος κύριε Γιώργο;
Το 1933, 9 Οκτωβρίου.
Και ήσασταν μεγάλη οικογένεια;
Η οικογένεια τότε που γεννήθηκα εγώ ήταν όλες μεγάλες, γιατί ήταν η συνήθεια κάνανε αρκετά παιδιά. Εμείς ήμασταν πέντε αδέρφια. Τον πρώτο τον χάσαμε στα επτά τα χρόνια του και μείναμε οι τέσσερις. Όλη η οικογένεια ήμασταν τέσσερα αδέρφια, δυο οι γονείς, έξι και ο παππούς μου του πατέρα μου ο πατέρας. Πέθανε, βέβαια, τον θυμάμαι. Πέθανε το ’39, το ‘38.
Και όταν γεννηθήκατε εσείς πώς ήταν η ζωή εδώ στο χωριό;
Όταν γεννήθηκα εγώ το 1933, ήτανε οι άνθρωποι φτωχοί. Αλλά χαρούμενοι. Ήταν όλα τα σπίτια γεμάτα από ανθρώπους και κάνανε γλέντια. Συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ τώρα το χειμώνα ιδίως όλη τη νύχτα όποια ώρα και να θυμάμαι που ήμουν μικρός και σηκωνόμουν έβγαινα στην αυλή, ακουγότανε τραγούδια. Λίγες ταβέρνες που λειτουργούσανε, ξενυχτούσανε. Και τότε είχαν τη συνήθεια οι άνθρωποι πίνανε όλοι κρασί. Η μπύρα εμφανίστηκε από το 1950 και ύστερα. Παλαιότερα κρασί και ντόπιο κρασί. Είχαμε αρκετά αμπέλια εδώ που βγάζαμε και δικό μας κρασί, αλλά μας φέρνανε κι από έξω.
Είχε εδώ το χωριό αμπέλια;
Βέβαια, είχε. Αν θα κατεβείς - ποια μέρα κατεβείς - και φτάσεις αυτού κάτου [Δ.Α.] από το Εκκλησάκι εκεί και κοιτάξεις απέναντι θα δεις όλο ντουβαράκια, ντουβάρια. Εκείνα όλα ήταν αμπέλια. Όλες οι πλαγιές και κάνανε πολλά σταφύλια και καλά. Ωριμάζανε, επειδή ήταν αδύνατο το μέρος, τα σταφύλια ωριμάζανε γρήγορα και γινόταν το κρασί καλό.
Ναι κι εκεί ήταν αμπέλια. Δίπλα από του Καραλώλου την καλύβα ήταν αμπέλια.
Και τι άλλα έβγαζε εδώ το χωριό;
Δυστυχώς, δεν έβγαζε τίποτα. Γενικά, ζούσαν με την οικοδομή, ως οικοδόμοι οι κάτοικοι με τα ταξίδια, φτάνανε μέχρι Πελοπόννησο, Λάρισα και παντού. Δυστυχούσανε! Από ξενιτιά δυστυχούσανε. Βέβαια, και από χρήματα δυσκολευότανε, αλλά επειδή είχαν τη συνήθεια να ταξιδεύουν για έξι μήνες, ένα χρόνο, βγάζανε το ψωμί τους και όλοι ζούσαν, από… Ήμασταν οικοδόμοι. Στην Πελοπόννησο δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Πάντως ήταν ένας παππούς ο Βαγγέλης ο Ζούγουλος εδώ που μου έλεγε τι χτίζανε, εκκλησίες και σχολεία στην Πελοπόννησο, αλλά δεν τα θυμάμαι. Πενταλοφίτικα χέρια. Πηγαίνανε χρονικώς, διότι τότε ήταν ένα σύστημα. Παίρνανε, παράδειγμα, ένα σχολείο ή ένα σπίτι και παίρνανε… Βγάζανε και τις πέτρες. Ήτανε οι πετράδες, ήτανε οι κτιστάδες και είχανε και μουλάρια, κυρατζίδες που κουβαλούσαν τις πέτρες και το χώμα που φτιάχνανε λάσπη και χτίζανε τα σπίτια. Ζωή φτωχιά, αλλά ήταν το χειμώνα που ερχότανε εδώ, ήταν όλο γλέντι. Είχαν εδώ όλοι στο σπίτι τους, κάνανε ένα δυο τρία γουρούνια. Κάθε σπίτι ήταν απαραίτητο το ένα, λίγα μανάρια, μανάρια λέμε τα αρνιά! Τα ταΐζανε και το χειμώνα που μαζευόταν η οικογένεια όλη σφάζανε, μαγειρεύανε, τρώγανε και πίνανε και γλεντούσαν.
Πώς τα αποθήκευαν;
Στα υπόγεια. Στα υπόγεια. Είχαμε ειδικές για τα κρέατα. Τα χοιρινά τα αλατίζαμε στο καδί, σε καδί. Τα πρόβατα τα κρεμούσαμε, είχαμε ειδικές ντουλάπες με σίτα να μην πηγαίνουν έντομα μέσα και κρατούσαν, βέβαια, ανάλογα τι καιρός ήταν. Άμα ήταν χειμώνας κρύος κρατούσαν αρκετό καιρό. Άμα ήταν καλοκαίρι, το ξοδεύανε.
Το αλεύρι που το έβαζαν;
Το αλεύρι είχαμε αυτού στις ντουλάπες αυτές για. Νομίζω η καρουτάδικη πέρα το κάτω το δωμάτιο θα έχει τα αμπάρια. Εκεί μέσα το ρίχναμε. Όλα τα σπίτια είχαν τις μεσάντρες τα λεγόμενα… Λεγόμενες. Πάνω είχαν τα ντουλάπια που βάζαν τις βελέντζες, τα σαΐσματα, οι γυναίκες και κάτω… Από κάτω ήταν αμπάρι που βάζανε το αλεύρι. Κι όταν ζυμώνανε, είχαν ένα σύρτη εκεί κάτω χαμηλά και τραβούσαν με την κουτάλα αλεύρι στο ταψί και παίρνανε μέσα στην κουζίνα και ζυμώνανε, κάνανε το ψωμί.
Τι άλλα φαγητά έφτιαχναν εδώ;
Τον χειμώνα, το φθινόπωρο κάναμε το εφόδιο όλο λάχανα, καρπολάχανα. Ρίχναμε μέσα στο υπόγειο, όχι δυο και τρία, σαράντα, πενήντα λάχανα. Πράσα πολλά.
Δεν θυμάμαι πόσα πράσα, αλλά πολλά. Τα βάζαμε, φέρναμε κόκκινο χώμα, απλώναμε κάτω στο υπόγειο ένα τμήμα και τα τσουφούσαμε εκεί μέσα στο χώμα και κρατούσαν όλο το χειμώνα. Ρίχναμε και λίγο νερό. Πατάτες, κρεμμύδια, από όλα κάνανε εφόδιο για όλο το χειμώνα οι άνθρωποι. Από όλα τα τρόφιμα που κρατάνε αυτό. Εφοδιαζότανε και δεν δυστυχούσανε από τίποτα.
Ποιο ήταν το φαγητό που το είχατε για καλό;
Το φαγητό για καλό τότε ήταν η πολυτέλεια να μαγειρέψουμε κρέας. Ήτανε… Λίγο είχαμε, μια φορά την εβδομάδα τρώγαμε. Λίγοι άνθρωποι τρώγανε δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα, γιατί δεν είχανε, δεν μπορούσανε να το αγοράσουν. Το καλύτερο μαγείρεμα ήταν αυτό. Το κρέας με πράσο, με πατάτες ή με ρύζι στον ταβά. Και το φτιάχναμε επί το πλείστο την Κυριακή. Περιμέναμε την Κυριακή να φάμε ένα κομμάτι κρέας.
Κι όχι όλοι, όλοι δεν μπορούσαν, διότι υπήρχαν κι φτωχοί άνθρωποι. Άνθρωποι με πολλά παιδιά, χήρες, άρρωστοι άνθρωποι που υποφέρνανε. Αλλά βοηθούσανε οι άνθρωποι τότε, βοηθούσε ο ένας τον άλλον κι αυτή η βοήθεια εγώ είδα ότι κόπηκε από το 1980 κι ύστερα. Πρώτα, είχαμε αλληλεγγύη όλοι. Ό, τι να φτιάχναμε! Παράδειγμα, εγώ εδώ στο σπίτι ό, τι να έφτιαχνα, ο παππούς ο Ευριπίδης, άμα άκουγε το σκεπάρνι να το χτυπάω, ερχότανε να βοηθήσει. Είτε εγώ στον Ευριπίδη. Υπήρχε αλληλεγγύη! Τώρα αυτά κοπήκανε, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Τι άλλο;
Ο μπαμπάς σας τι δουλειά έκανε;
Ο μπαμπάς μου ήταν κτίστης. Και επί το πλείστο, ήταν πλακατζής. Πρώτα τα σπίτια εδώ είχανε πέτρες και η αλλαγή έγινε πρόσφ[00:10:00]ατα, τώρα το ‘70, ‘80 που βάλαμε κεραμίδια. Εκείνη η πέτρα, η πλάκα που είχαμε επάνω, ήταν λίγοι οι τεχνίτες. Ήταν ο πατέρας μου εδώ στον Πεντάλοφο, ο Ζήσης ο Κάσσος και ο Μήτσος ο Περβανάς, της Μόρφους ο πεθερός. Ναι. Αυτοί οι τρεις ήταν καλοί μάστοροι. Αλλά από το ‘80 κι ύστερα τις πετάξαμε τις πέτρες, γιατί σπάζανε, σαπίζανε, ήτανε βάρος αρκετό πολύ επάνω στις σκεπές. Βγήκανε τα κεραμίδια και τα αλλάξαμε. Βάλαμε τα κεραμίδια.
Κι η μητέρας σας;
Η μητέρα μας απασχολούνταν με την οικογένεια, το πλύσιμο, το καθάρισμα, αλλά είχαμε και λίγα χωράφια, λίγους κήπους και αμπέλια μέχρι το ’45, μέχρι το 1945, εμείς τουλάχιστον η οικογένεια είχαμε αρκετά αμπέλια, είχαμε κι απασχολούμασταν σχεδόν όλο με τα αμπέλια. Αλλά το ’45, βάρεσε μια φυλλοξέρα και ξεραθήκανε τα αμπέλια. Είχαμε αρχίσει να τα βάζουμε καινούρια, αλλά έγινε… Άρχισε ο Εμφύλιος και τα εγκαταλείψαμε, γιατί δεν μπορούσαμε να βγαίνουμε έξω στα αμπέλια. Μας πιάνανε οι αντάρτες κι άμα σε είχανε και γινάτι, σε κλαδεύανε. Παράδειγμα, όπως τέτοια περίπτωση είχαν πιάσει δυο για τρεις αδερφούς Ψάλτα, δυο: τον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη. Είχανε αμπέλι στον Άγιο Κωνσταντίνο και πηγαίνανε τα παιδιά το σκάβανε, το περιποιότανε το αμπέλι, αλλά οι αντάρτες τους είχαν δει από… Τους βλέπανε από το Δίλοφο που ήταν ανταρτοκρατούμενο και φαίνεται αποφάσισαν να ‘ρθουν σιγά σιγά και να τους συλλάβουν και να τους πάρουνε. Που κατέληξαν; Στην Πολωνία. Τώρα, είχαν έρθει… Είχαν έρθει στην Λάρισα. Δεν ξέρω. Ο ένας πέθανε, ο ένας μπορεί και να ζάει. Και γενικά φοβότανε ο κόσμος, παρατήσανε και τα αμπέλια, παρατήσανε και… Τους κήπους. Στο ποτάμι, λειτουργούσανε τότε πολλοί μύλοι που αλέθανε σιτάρια. Και οι μύλοι αυτοί, για να πάει το νερό στο μύλο, διέσχιζε ένα διακόσια-τριακόσια μέτρα αυλάκι ειδικό κι εκεί στο… Με το αυλάκι, για να τον αφήσω εγώ να περάσει ο μυλωνάς το αυλάκι, να κάνει το αυλάκι του, του ‘κανα συμφωνία ότι θα παίρνω και νερό να ποτίζω τον κήπο μου! Λοιπόν, κι απασχολιόμασταν με τους μπαχτσέδες πολύ. Βγάζαμε αρκετά, ντομάτες και νόστιμες ντομάτες. Μοσχοβολούσε το σπίτι, όταν φέρναμε ντομάτα από τον κήπο. Έμπαινες μέσα στο σπίτι και το αισθανόσουνα.
Και πώς ήταν το σπίτι τότε;
Το σπίτι, βέβαια, δεν είχε περιποίηση. Ήταν φτωχό, φτωχοφτιασμένα τα σπίτια!
Φτωχοφτιασμένα ήτανε. Γιατί ο κόσμος δεν είχε χρήματα να κάνει πολυτέλειες, καινούρια ντουλάπια και ξέρω ‘γώ τι. Έφτιαχναν τότε οι μαραγκοί κάτι μεσάντρες τους λέγαμε, οι οποίες σώζονται ακόμα όπως στο δικό σας στο καρουτάδικο και πολλά άλλα σπίτια.
Τι έπιπλα είχε μέσα;
Έπιπλα, δεν υπήρχαν έπιπλα. Μόνο κάτι ξύλινοι καναπέδες είχαμε, οι οποίοι τις στρώνανε οι γυναίκες με σαΐσματα, με κουβέρτες και κάτι καναπέδες κι αυτοί ξύλινοι από μαραγκούς φτιασμένοι.
Και τα στρώματα που κοιμόμασταν είχαμε άχυρο… Ήταν γεμάτα με άχυρο από βρίζα. Σπέρναμε βρίζα τα χωράφια, τα θερίζαμε μόνοι μας. Εμείς ιδίως, η οικογένεια σπέρναμε μέχρι τελευταία, γιατί ο αδερφός μου ο Παναγιώτης ήταν σαμαράς, σαμαρατοποιός και χρειαζότανε το άχυρο για τα σαμάρια. Και το άχυρο αυτό το φτιάχναμε τα παπλώματα-
Τα στρώματα, τα κρεβάτια και κοιμόμασταν πάνω στο άχυρο.
Και για μαξιλάρια;
Για μαξιλάρια κουρέλια βάζαμε μέσα, ήταν γεμάτα τότε τα μαξιλάρια. Λίγοι είχαν, προμηθεύονταν φτερά. Πόθεν τα προμηθεύονταν; Πολύ λίγα μαξιλάρια-
Επί το πλείστο, ήταν με κουρέλια. Τα παλιά ρούχα που παλιώνανε είτε τα κόβανε κομμάτια και γεμίζανε τα μαξιλάρια και κοιμόμασταν.
Δεν έχουμε τα σημερινά. Τα πούπουλα.
Και τώρα που είπατε ρούχα, πώς ήταν ντυμένος ένας άνδρας τότε πριν τον πόλεμο;
Ήτανε ντυμένοι τότε, πουλούσανε ειδικά πανιά και για τα παντελόνια και για τα πουκάμισα, τα μπακάλικα. Εδώ που ήταν ο Βαγγέλης ο Σαμαράς είχε τέτοιο μαγαζί που είχε όλο τέτοια υφάσματα. Όταν ήθελες να αγοράσεις, να φτιάξεις ένα παντελόνι, πουλούσανε μάλτα λεγότανε. Πηγαίναμε και λέγαμε θέλουμε για ένα παντελόνι μάλτα. Και πηγαίναμε… Υπήρχανε ραφτάδες αρκετοί. Ήτανε ο Βάσως ο Ζιάρας μέχρι τελευταία. Καλός ράφτης, ήταν-
Ο Φώτης ο Γαλάνης, ήτανε ο Βάσως ο Βουίμτας. Κι αυτός. Ήτανε ο Μίχος ο Λότσιος, ο Βάσως ο Καρούτας ήτανε καλός ράφτης κι άλλοι. Ήτανε πολλοί, γιατί όλοι ράβαμε είτε πουκάμισα είτε παντελόνια.
Χ.Κ.: Ποιος το έραβε το από πάνω;
Καλά ράβαμε και άμα είχαμε τη Γκάγκαινα, πηγαίναμε στην Γκάγκαινα και μας τα έραβε. Αλλά όσοι δεν είχαν άνθρωπο να τους τα ράψει, πηγαίνανε στον ράφτη.
Και οι γυναίκες πώς ήτανε ντυμένες;
Οι ντυμένες ήταν με κάτι στολές χωριάτικες. Έτσι, πολλές ήταν αυτά τα φουστάνια της υφαντά, τα υφαίνανε στους αργαλειούς.
Υπήρχαν κάτι αργαλειοί που υφαίνανε οι γυναίκες. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω αυτό και από εκεί κάνανε φούστες, κάνανε ζακέτες. Κι αυτές στις ειδικές μοδίστρες, οι οποίες ήταν-
Χ.Κ.: Του Πασή-
Λίγες και από αυτές καλές. Ήταν η θεία σου η Καλιρρόη έραβε, η Πασή του Καραβελιά κι άλλες παλιότερες με διάφορα υφαντά και τα κεντούσανε με κάτι ειδικές κορδέλες που δίνανε ομορφιά. Ντυμένοι χωριάτικα το λέγαμε.
Ποια χρονολογία ντύθηκαν οι γυναίκες έτσι με πιο ευρωπαϊκά ρούχα, πολιτικά;
Η εξέλιξη ήρθε από το 1950 και μετέπειτα. Άρχισε να ανοίγουνε αρκετές δουλειές το κράτος, γιατί ήταν εμπόλεμη, από το ‘40 που κηρύχθηκε ο πόλεμος μέχρι το ’49 που τελείωσε. Το ‘46 άρχισε ο Εμφύλιος, το ‘49 τελείωσε, τον Αύγουστο. Ήτανε φτώχεια, υφαίνανε και φτιάχνανε φούστες, φτιάχνανε ζακέτες. Φτιάχνανε πολλοί άνδρες και παντ[00:20:00]ελόνια υφαντά.
Σακάκια. Εγώ δεν έβαλα υφαντά, γιατί η μάνα μας δεν είχε τον καιρό να καθίσει να υφάνει τέτοια πράγματα, αλλά αγόραζα έτοιμο πανί και έραβα παντελόνια και πουκάμισα.
Και στο σχολείο μέχρι ποια τάξη πήγατε;
Το σχολείο έβγαλα το Δημοτικό. Το 1944 μέσα σε πολέμους. Ερχόταν τα αεροπλάνα τα ιταλικά και βομβαρδίζανε. Το πρωί που πηγαίναμε σχολείο μας έπαιρνε ο δάσκαλος και μας έφερνε πότε στην Αγία Βαρβάρα. Μέσα στην Αγία Βαρβάρα κάναμε το μάθημα, πότε στον Άγιο Αθανάσιο και πολλές φορές και πέρα εκεί στις Καστανιές, στο Κουρί.
Γιατί ερχόταν τα αεροπλάνα και βομβαρδίζανε.
Ποιον είχατε δάσκαλο;
Δασκάλοι τότε ήμασταν πολλά παιδιά. Ήμασταν… Εγώ θυμάμαι, όταν πήγαινα σχολείο, ήμασταν 360 παιδιά στο σχολείο. Ήταν το παλιό το σχολείο που το είχαν κάνει οι Πενταλοφίτες, ο Σύλλογος της Αμερικής. Μεγάλο σχολείο, Δημοτικό και ημιγυμνάσιο μαζί. Είχε δέκα αίθουσες, πολύ μεγάλο, δεν θυμάμαι πόσες αίθουσες. Αλλά ήταν μεγάλο, ήταν πολυτελές σχολείο. Ήμασταν 360 παιδιά.
Δασκαλαί είχαμε τον Μιλτιάδη τον Παπακώστα, είχαμε τον Στέφανο τον Τζιούφα, ο οποίος ήταν από το Δίλοφο, αλλά ήταν η γυναίκα του από εδώ του Κόγιου, του Χρήστου του Κόγιου το κορίτσι και καθότανε εδώ. Ήτανε η γυναίκα του Μιλτιάδη του Παπακώστα δασκάλα-
Ήταν η Ανδρομάχη του Λαμπανάρη. Ήταν ο Κοσμάς ο Τζουρέλας.
Ήταν πιο παλιά ο Παπασυργκόπουλος εγώ δεν τον πρόκανα, ήταν πιο παλιά. Ποιος άλλος δάσκαλος ήταν;
Ο δάσκαλος ο Γιώργος ο Τζημόπουλος έκανε κι αυτός τώρα τελευταία,
Η Μαρίκα του Καμπέρου, ο Μιχάλης ο Καμπέρης. Τον Πανταζιάκο τον είπα; Ο Θανάσης ο Πανταζιάκος, καθώς και ο γιος του ο Πάνος κι αυτός έκανε λίγο.
Όχι, εγώ δεν τον έκανα. Ήμασταν ίσα με τον Χείλη.
Και τότε στο σχολείο πηγαίνατε δυο φορές την ημέρα;
Πηγαίναμε δυο φορές την ημέρα. Πηγαίναμε το πρωί και πηγαίναμε και το απόγευμα, καθώς και τα Σάββατα. Τελευταία, καταργήθηκαν τα Σάββατα και τα απογεύματα. Εγώ τα πρόκανα όλη μου τη σχολική θητεία έκανα σχολείο το απόγευμα και το απόγευμα ασχολούμασταν επί το πλείστο με χορούς, με τραγούδια, με ζωγραφιά, με τέτοια πράγματα.
Και πηγαίνατε και τις Κυριακές στην εκκλησία;
Και τις Κυριακές ήταν υποχρεωτικό, συγκεντρωνόμασταν στο σχολείο και πηγαίναμε στη γραμμή όλοι στην Εκκλησία.
Καλά υπήρχε και κατηχητικό, το ‘καμναν. Τώρα δεν υπάρχει κατηχητικό.
Εκείνη την περίοδο στο σχολείο σας υπήρχε και μαγείρισσα;
Τότε στην Κατοχή ναι, στον Εμφύλιο Πόλεμο, το κράτος μαγείρευε και φαγητό και γάλα. Το πρωί έδινε γάλα στους μαθητές και για το μεσημέρι και απόγευμα... Τώρα, οι φτωχοί καθότανε; Δεν το ξέρω κι εγώ! Όλοι όσοι, όσοι θέλανε καθότανε; Δεν το θυμάμαι. Πάντως, έφτιαχναν και φαγητό μέχρι τελευταία. Η Θυμία του Μπινέλα ήταν, πότε έφυγε στην Αμερική; Αργά το ‘60, το ’50; Το ’60, το ‘65.
Από την Κατοχή τι θυμάστε;
Από την Κατοχή θυμάμαι πως υποφέρομε! Ερχότανε λίγες φορές οι Ιταλοί που ήτανε κατακτηταί, ήρθανε και στον Πεντάλοφο. Ανεβήκανε! Θυμάμαι που ερχόταν και όλοι οι μεγάλοι άνδρες αποφεύγανε, αλλά και άμα δεν παρουσιαζόσουνα τους μαζεύανε στο σχολείο και ζητούσανε όπλα, τουφέκια. Είχανε και προδότες που μαρτυρούσανε. Ξέρανε οι Ιταλοί ότι ο Γιώργος ο Καζαρίδης έχει τουφέκι. Άμα πήγαινα και με βλέπανε μέσα στην αίθουσα και με ρωτούσαν γιατί δεν έφερες το τουφέκι και τους έλεγα «Δεν έχω», έπεφτε ξύλο. Και πολλοί αναγκαζότανε ερχόταν, το παίρνανε και το πηγαίνανε. Τι άλλο;
Για νταλέκο;
Για νταλέκο, ο κόσμος υπέφερε. Από το 1941 που ήρθαν οι Γερμανοί και μαζέψανε τα στάρια από τους ανθρώπους, από τους γεωργούς πιο κάτω, πεινάσαμε. Όλοι εδώ τουλάχιστον στον Πεντάλοφο, οι περισσότεροι, σηκωνότανε από εδώ με τα πόδια και φτάνανε Κοζάνη, φτάνανε Αμύνταιο, Φλώρινα και μαζεύανε-
Σπίτι σε σπίτι λίγο σιτάρι φορτωνόνταν κι ερχότανε εδώ. Πηγαίνανε στους νερόμυλους τότε που ήτανε στο ποτάμι, το αλέθανε και ψευτοζούσανε. Δυστυχία ήτανε. Εγώ… Εμείς η οικογένεια-
Δεν υπέφερε, γιατί είχαμε χωράφια κάτω στο Γιδά και με παρόλο όλους τους κινδύνους έπαιρνε το μουλάρι ο πατέρας μου και πήγαινε με το μουλάρι και φόρτωνε σιτάρι. Τα νοικιάζαμε τα χωράφια. Και το σιτάρι που το δικαιούμασταν, 500 οκάδες, 1000 οκάδες πόσο δικαιούμασταν το άφηνε σε κάποιον εκεί και πήγαινε σιγά σιγά και το έφερνε. Και δεν πεινάσαμε, η αλήθεια είναι αυτή. Αλλά πολλές οικογένειες πεινάσανε. Γιατί είχανε πολλά παιδιά, παραγωγή καμία, δουλειά καμία. Πολλές ήταν οι άντρες της στο εξωτερικό, στην Αμερική, στην Αυστραλία, οι οποίοι ήταν αποκλεισμένοι από το ‘40 μέχρι το ‘45, δεν είχαν καμία επαφή. Κι αυτές ήταν εδώ με τα παιδιά, μεγαλώνανε τα παιδιά.
Από την περίοδο που ήταν οι Εγγλέζοι εδώ;
Οι Εγγλέζοι εμφανιστήκανε εδώ το 1943. Ήταν το ΕΛΑΣ εδώ, οι αντάρτες που πολεμούσαν τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, λοιπόν και ήρθαν και οι Εγγλέζοι, οι οποίοι είχαν πόλεμο με τους Γερμανούς και είχαν έρθει εδώ Εγγλέζοι σαμποτέρ. Πέσανε με τα αλεξίπτωτα. Ερχόταν νύχτα τα αεροπλάνα και τους ρίχνανε, πρώτα τους ρίχνανε εδώ πάνω στο Παλιοκριμήνι, αλλά είχε ορατότητα το Παλιοκριμήνι φαινότανε, γιατί ανάβανε φωτιά, φως να δει το αεροπ[00:30:00]λάνο και το καταργήσανε και πήγανε στην Σμίξη. Κάνανε… Βρήκανε ένα κατάλληλο μέρος στην Σμίξη και πέφτανε εκεί και εκεί ρίχνανε ύστερα οι Εγγλέζοι και τρόφιμα και λίρες.
Πολλοί βαρέλια κλέβανε. Και προσωπικό, οι οποίοι εγκαταστήσανε το στρατηγείο τους, οι Εγγλέζοι πέρα εδώ στου Κοντρολώλου του Λεωνίδα το σπίτι, ήταν το αρχηγείο των Άγγλων. Εγώ το θυμάμαι. Μια φορά οι αντάρτες εδώ, οι αντάρτες ήταν εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών, έκαναν διαδήλωση στους Άγγλους, για να τους ρίξουν περισσότερα ντουφέκια, κανόνια, πολεμοφόδια και χρήματα, λίρες. Ήμουνα κι εγώ πιτσιρικάς και μας είχαν φωνάξει, μας είχαν καλέσει να πάμε για δύναμη, να φανούμε για δύναμη. Κάτω από του Φάνη του Χασάπη το σπίτι θυμάμαι ήμουνα και ήταν όλη η πλαγιά εκεί γεμάτη άνθρωποι και φωνάζαμε: «Θέλουμε όπλα, θέλουμε κανόνια» και βγήκε ένας, ο Μπρέντις, ένας Άγγλος συνταγματάρχης και λέει: «Ό, τι έχουμε κι ό, τι μπορούμε σας δίνουμε -λέει- περισσότερα δεν έχουμε - λέει και - δεν μπορούμε -λέει - να εφοδιαστούμε - λέει. Είμαστε το θυμάμαι αυτή τη λέξη - είμαστε 17 Εγγλέζοι εδώ -λέει- σε αυτό το σπίτι – λέει - αν θέλετε να μας σκοτώσετε -λέει- σκοτώστε μας», λέει. Έτσι επί λέξη τα είπε. Κι από τότε, βέβαια, ζητούσαν πάντα οι αντάρτες, κλαιγότανε να ρίξουν περισσότερα τουφέκια. Προσπαθούσαν και οι Εγγλέζοι, αλλά δεν μπορούσαν για περισσότερα, ερχόταν νύχτα τα αεροπλάνα από την Αγγλία, διασχίζανε όλη την Ευρώπη, ερχότανε εδώ, ρίχνανε τα και γυρίζανε. Και πολλά μπορεί να μην γυρίζανε να τα αντιλαμβάνονταν οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί και να τα γκρεμίζανε.
Πότε έφυγαν από εδώ;
Οι Γερμανοί έφυγαν… Οι Ιταλοί παρέδωσαν… Ήταν με τους Γερμανούς. Το 1943 γύρισαν και πήγαν με τους Εγγλέζους. Οι Γερμανοί έφυγαν από εδώ το 1945 τον Οκτώβριο. Τότε, τελείωσε ο Παγκόσμιος Πόλεμος που είχαμε εμπλακεί όλοι οι άνθρωποι. Το 1945 έφυγαν τον Οκτώβριο έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα.
Τη μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί από εδώ από το χωριό τη θυμάστε;
Εδώ στον Πεντάλοφο δεν ήταν, επικρατούσαν οι αντάρτες και οι Εγγλέζοι. Μόνο μια φορά ήρθαν οι Γερμανοί έκαναν μια επιχείρηση, την οποία τότε σε αυτήν την επιχείρηση υποφέραμε.
Φύγαμε, μας ειδοποίησαν το ΕΛΑΣ να φύγουμε από το χωριό, να κρυφτούμε και που να πάμε πίσω από το Ρμαν, σε μια χαράδρα εκεί. Πήραμε τα γελάδια, πήραμε τα πρόβατα, τα γουρούνια και πήγαμε να κρυφτούμε. Γερμανοί, την άλλη μέρα γέμισε ο τόπος Γερμανούς. Εμείς μια ομάδα τους πιάσανε όλους σχεδόν. Μια ομάδα 37 άνθρωποι η γειτονιά εδώ, εμείς τα τέσσερα τα αδέρφια και η μάνα μας φεύγαμε από πίσω εδώ από του Γερασόπουλου τις καλύβες να φύγουμε πίσω προς την Σαμαρίνα. Πάνω εκεί στην κορυφή στου Τσιτσικλή το Καραούλι που το λέμε, μας περιμένανε οι Γερμανοί, μας είχαν δει. Μας… Τους… Βγήκανε με τα αυτόματα και τους μισούς και τους μισούς, τη μισή φάλαγγα την πιάσανε. Αλλά φαίνεται πετύχαμε σε καλούς ανθρώπους και δεν ρίξανε ούτε ντουφεκιά. Οι μισοί φύγαμε. Τη μάνα μου την πιάσανε. Εμείς τα τέσσερα τα αδέρφια με άλλους τριάντα – τριάντα πέντε ανθρώπους από εδώ από τη γειτονιά φύγαμε μια κατηφόρα και κρυφτήκαμε, τρεις μέρες ήμασταν κρυμμένοι σε μια χαράδρα. Μετά, οι άνδρες οι μεγάλοι, τη μάνα μας την πιάσανε, καθώς και άλλους καμιά εικοσαριά ανθρώπους και πολλούς άλλους Πενταλοφίτες, πολλούς πιάσανε και τους είπανε: «Θα φύγετε, θα πάτε στα σπίτια σας, ό, τι και να δείτε στο δρόμο, δεν θα φύγετε από τον δρόμο, θα συνεχίζετε την πορεία σας». Και αυτό έκαναν. Κανένας δε τους πείραξε, ήρθαν στα σπίτια τους και κανείς δεν τους πείραξε. Εμείς καθίσαμε δυο - τρεις μέρες κρυμμένοι σε μια χαράδρα. Μετά πήγαμε σε ένα μαντρί του Σαμαρνιώτη, έναν Κολούσια. Είχε ένα… Τον ξέρανε οι άντρες εδώ της γειτονιάς που είχε το μαντρί. Πήγανε και του μιλήσανε να μας ζυμώσει ψωμί και να μας ταΐσει. Ο άνθρωπος δέχτηκε, αλλά με την υπόσχεση ότι θα του μαζέψουμε σιτάρι και θα του στείλουμε. Κι όπως έγινε. Μαζέψαμε. Πήγαμε στο μαντρί του, μας δέχτηκε η οικογένεια του, βράσανε γάλατα, τυριά, ψωμί, φάγαμε κι αφού είδαμε ησυχία, το μαζέψαμε κι εμείς η φάλαγγα αυτοί που ήμασταν και ήρθαμε στο χωριό χωρίς... Δεν βρήκαμε ούτε Γερμανούς, ούτε αυτό. Αλλά στην επιδρομή που κάνανε, όταν κάνανε οι Γερμανοί, τέλος Ιουνίου ήτανε – ναι Ιούνιος - το 1945 που φύγαμε έξω, σκοτωθήκανε έξι για εφτά Πενταλοφίτες. Επι το πλείστον, πολλοί όταν μας πλησιάζανε Γερμανοί, προσπαθούσανε να φύγουνε. Κι έλεγαν οι Γερμανοί: «Άμα δεν καθίσετε και προσπαθήσετε να φύγετε, θα εκτελείστε». Κι όπως το έκαναν. Είχαν… Τότε, όπως θυμάμαι, είχαν σκοτώσει τον Χρήστο το Ρούκα, τον Λέτση τον Μακρή, τον Λούκα τον Γκατζούλη, έναν Ζιάρα, μια Ασπασία του Μηλιώνα, ο άντρας της ήταν στην Αφρική.
Όχι, την Θόλου τη σκότωσαν οι ΕΛΑΣιτες.
Αυτό τώρα που λέτε είναι τότε που έκαψαν το σχολείο;
Τότε που έκαψαν το σχολείο, ναι. Μια φορά ήρθαν οι Γερμανοί εδώ, ήταν τέλος… Τέλος Ιουνίου του 1945. Οι Ιταλοί ήρθαν αρκετές φορές. Αλλά οι Γερμανοί μια φορά.
Όσες φορές-
Αυτό τώρα που έχουμε συνέντευξη θα αστοχούμε.
Τη μέρα εκείνη που έκαψαν το σχολείο, τι άλλα κτίρια είχαν κάψει;
Εδώ στον Πεντάλοφο, ο Πεντάλοφος ήταν τυχερός και ουδέποτες, καμιά φορά δεν έμαθα τι βοήθησε που δεν κάψανε τον Πεντάλοφο. Ενώ τον Βυθό τον κάψανε.
Σιγά. Στον Πεντάλοφο κάψανε μόνον το Δημοτικό Σχολείο που ήταν μεγάλο ατύχημα τέτοιο σχολείο να καεί, γιατί το είχαν οι ΕΛΑΣιτες αποθήκη. Μαζεύανε τα δέρματα από τα πρόβατα, τα κρεμνούσανε μέσα και ξεραίνονταν. Κάψανε της Τασούλινας το σπίτι, γιατί το είχ[00:40:00]ανε αρχηγείο και νοσοκομείο. Κάψανε του Αλέκου του Κούστα το… Ή δεν το είχανε κάψει, δεν είχε γίνει; Αυτό που έχει ο Γκατζούλης σήμερα, ναι, ναι το κάψανε. Αυτό που το έχει ξενοδοχείο ο Παναγιώτης ο Γκατζούλης σήμερα, το είχε ο Αλέκος ο Κούστας αγορασμένο.
Τι ήταν εκεί;
Το έχτιζε για καφενείο, για μπίζνες, αλλά δεν πρόκανε να το χειριστεί, το κάψανε οι Γερμανοί. Σχολείο, Τασούλινας, του Φαρμακαίου το σπίτι πήγαν να το κάψουν, αλλά δεν κάηκε, λίγο, γιατί τον Φαρμακαίο τον είχαν πιάσει, δεν ξέρω που ήτανε κρυμμένος και τους έφυγε από πάνω από την πλατεία, έφυγε και ήρθε εδώ πέρα προς το Κουρί και κρύφτηκε. Και για πείσμα πήγαν να του κάψουν το σπίτι, αλλά δεν πήρε φωτιά. Είχε φαρμακείο ο Χαράλαμπος ο Τσώτσης στον Πεντάλοφο, λειτουργούσε φαρμακείο.
Τι άλλα μαγαζιά ήτανε τότε;
Τότε ήτανε μαγαζιά, μπακάλικα. Εκεί πέρα στην Αγία Βαρβάρα υπήρχε το συνοικιακό του Αχιλλέα Καραλώλου μπακάλικο. Μέχρι τελευταία, μέχρι το 1980 θα λειτουργούσε. Όταν ήρθαμε από την Αμερική, το είχε η Όλγα.
Πάνω στην πλατεία ήταν αρκετά μπακάλικα. Είχε ο Πανταζής, είχε ο Βαγγέλης ο Σαμαράς, είχε υφάσματα. Είχε, όμως, και τρόφιμα.
Ο Βαγγέλης ο Τριανταφύλλου, ο οποίος ήταν από τον Αυγερινό, αλλά ήρθε εδώ και πήρε την Ελπινίκη του Λότσιου, η οποία είχε αυτό το μαγαζί το παλιό, δίπλα από του Καραβελιά το καφενείο και το είχε ανοίξει μπακάλικο. Κι έβγαλε, όπως ξέρω, έβγαλε πολλά χρήματα, γιατί ήταν ειδικός στο εμπόριο. Ήταν ο Μιχάλης ο Παναζιάκος είχε μπακάλικο-
Ο Μιχαλής ο Πανταζάκος, ο Βάσως ο Τακαλιός είχε ένα ψιλικατζίδικο και τελευταία μπακάλικο και μετά μεταφέρθηκε Τσοτύλι, μετακόμισε Τσοτύλι η οικογένειά του.
Θυμάστε καθόλου την περίοδο το ‘47 που είχανε φέρει καταφυγόντες;
Πώς δεν θυμάμαι! Το 1947 το φθινόπωρο, ήρθε ο Εθνικός Στρατός εδώ, ένα τάγμα. Λοιπόν, και κατοχύρωσε τον Πεντάλοφο, βέβαια, από τους αντάρτες, τον φύλαγε. Αλλά οι αντάρτες βρίσκανε εφόδια στο Δίλοφο, στην Αγία Σωτήρα, στον Βυθό, στο Επταχώρι, στην Ζούζουλη και σκέφτηκε το κράτος τότε και ο στρατός εδώ να μαζέψουν αυτά τα χωριά και να τα φέρουνε στον Πεντάλοφο, τα οποία εύκολα μετακόμισε, έφερε την Αγία Σωτήρα την έφερε στον Πεντάλοφο, το Δίλοφο στον Πεντάλοφο, τον Βυθό στον Πεντάλοφο, το Επταχώρι στον Πεντάλοφο, είχε μείνει η Ζούζουλη, η οποία είχαν καταφύγιο οι αντάρτες. Αυτό δεν άρεζε στο τάγμα που είχε εγκατασταθεί εδώ, στον Μαραγκό τον ταγματάρχη. Κι αποφάσισε να οργανώσει μια επιχείρηση ένα βράδυ με τοπικούς οπλισμένους εδώ Πενταλοφίτες και άλλους και στρατό, μια ομάδα άνθρωποι επίλεκτοι, δηλαδή τσακάλια θα ήταν. Ξεκινήσανε νύχτα και πήγανε στην Ζούζουλη, κυκλώσανε την Ζούζουλη και, όταν δόθηκε το σύνθημα με πυροβολισμό τι σύνθημα είχανε, βάλανε όλα τα πολυβόλα από γύρω γύρω από την Ζούζουλη. Οι λίγοι αντάρτες που ήταν τότε στην Ζούζουλη φοβηθήκανε και κρυφτήκανε, δεν έριξαν ούτε ντουφεκιά, αλλά οι κάτοικοι είχαν συνεννοηθεί ανά μεταξύ τους εν ολίγοις. Όταν… Ήξεραν ότι κάποια μέρα θα έρθει ο στρατός, μάλλον μαζί τους ήταν και ο παπάς από την Ζούζουλη με τον στρατό, να βγουν έξω να συγκεντρωθούν και να έρθουν στον Πεντάλοφο. Όπως έγινε! Βγήκαν όλοι οι Ζουζουλιώτες, βέβαια, θα έμεινε και κανένας ανήμπορος σίγουρα. Τους πήρε ο στρατός και τους έφερε εδώ κι αυτούς. Και ήταν στο χωριό Ζούζουλη, Επταχώρι, Βυθός, Δίλοφο, Αγία Σωτήρα.
Η Μόρφη;
Η Μόρφη ήταν στο Τσοτύλι.
Το Δασύλλιο εδώ ήτανε, αλλά ήτανε και πολλοί προς τα Γρεβενά. Αλλά ήτανε… Εμείς στο Καζαράδικο πέρα είχαμε από το Δασύλλιο μια οικογένεια και από την Σβόλιανη. Δυο οικογένειες ήτανε.
Και πόσα άτομα ήσασταν μέσα σε ένα σπίτι;
Πολλά! Ήμασταν εμείς η οικογένεια έξι-εφτά άτομα, τώρα αυτοί από την Σβόλιανη άλλα πέντε-έξι, από το Δασύλλιο ήτανε τρεις, μια μάνα χήρα με δυο κορίτσια, Φωτεινή Τζιούγρα λεγότανε.
Είχατε δυσκολίες εδώ με αυτήν τη συμβίωση; Υπήρχαν δηλαδή άνθρωποι που δεν τους ήθελαν;
Υπήρχαν! Υπήρξαν και δυσαρέσκειες που δεν τους θέλανε και μαλώνανε βέβαια, αλλά κάνανε υπομονή, το βλέπανε επεμβένανε οι έξω. Δεν γινότανε διαφορετικά. Έπρεπε αφού οι άνθρωποι, έπρεπε να επιζήσουν κι αυτοί. Αλλά υποστηριζότανε από το κράτος πολύ!
Τι βοήθεια είχαν;
Τους δίνανε τρόφιμα, ίσως και χρήματα να τους δίνανε, δεν το θυμάμαι καλά. Αλλά τρόφιμα τους δίνανε τόσα που μπορούσαν να ζήσουνε, ρούχα. Περνούσαν πολύ καλά!
Γινόταν τότε εκδηλώσεις εδώ στο χωριό; Θέατρο;
Γινότανε, έφτιαχνε ο στρατός κάτι θέατρα, χοροεσπερίδες κάνανε. Όχι μόνον ο στρατός, αλλά το χωριό, η κοινότητα. Γιατί ήμασταν πολλοί κάτοικοι, περνούσαμε χίλια άτομα, 1500 τότε. Μαζί με τους ξένους ήμασταν πάρα πολλοί, δεν ξέρω ακριβώς, αλλά ήμασταν πολλοί άνθρωποι. Πρώτα στρατός ήταν τριακόσιοι – πεντακόσιοι άνθρωποι. Ήταν τα φυλάκια, οι κορυφές όλες γεμάτες. Εδώ πάνω φυλάκιο, πέρα στης Ντράνας τα δέντρα φυλάκιο με στρατό. Είχαν και κτίρια, είχαν φτιάξει πέτρινα κτίρια. Που παν αυτές οι πέτρες; Ποιος τις πήρε; Εξαφανίστηκαν! Ένα χαλίκι να πα να θελήσεις να βρεις, δεν θα βρεις! Αλλά ήτανε δυστυχία! Κάθε φορά που ξεκινούσε που είχαμε επαφή με το Τσοτύλι που φέρνανε τα τρόφιμα οι πολίτες και ο Στρατός, ξεκινούσε φάλαγγα στρατός πρώτα, καταλάμβανε τα υψώματα, πολλές φορές έρχονταν σε, πολεμούσαν με τους αντάρτες για να καταλάβουν τα υψώματα, να ανοίξουν διάδρομο, σκοτωνότανε και στρατιώτες και από όλους. Γινόταν πολλά! Χρόνια δύστυχα!
Αυτό το περιστατικό με τα τρία τα κορίτσια που είχαν πατήσει νάρκη και σκοτώθηκαν;
Αυτό το περιστ[00:50:00]ατικό ήταν, όταν… Τότες στα σπίτια μας είχαμε όλοι λίγα πρόβατα ή λίγα γίδια και μαζεύαμε για το χειμώνα κλαδί. Ο στρατός τότε, όταν πήγαινε φάλαγγα, φώναζαν με τον τηλεβόα και ειδοποιούσαν αύριο θα πάει φάλαγγα, θα είναι στρατός στην Αγία Σωτήρα, όσοι θέλουνε να πάνε για κλαδί στο Ριάκοβο, στο Σβολιανίτικο απέναντι που λέμε, μπορούν να πάνε. Και τότε είχαν πάει… Πηγαίνανε πολλοί, όπως η μάνα μου και ο παππούς σου ο Ευριπίδης. Είχαν μαζέψει κλαδί εδώ στο… Στη Τσιμτσηδές το λέμε, ήταν ο δρόμος περνούσε από το ποτάμι πρώτα διαφορετικά, ήταν μια γέφυρα. Και το μαζεύανε εκεί και περιμένανε το βράδυ να έρθουν τα «James» να φορτώσουνε. Τα κορίτσια αυτά ήταν πάνω σε ένα «James» και κατεβήκανε από το «James», για να είχαν το κλαδί εκεί και πάτησε ποια το πάτησε; Δεν θυμάμαι. Πάτησε τη νάρκα και σκοτωθήκανε τρεις. Η Ελένη του Βελέντζα, η Στάθου του Λάλου και του Ζούγουλου, η Θωμαή του Ζούγουλου. Η μάνα μου ήτανε, όταν πατήσανε τη νάρκα, ήτανε πιο πέρα και ως ότου πέθανε, υπόφερε από τα αυτιά. Από τη βοή της νάρκας. Καθώς και ο Ευριπίδης τον είχαν πάρει τα αέρια και χώματα εδώ πίσω τον είχαν πληγώσει και υπόφερε αρκετά κι αυτός.
Επίσης, το περιστατικό με τα κομμένα κεφάλια από τους αντάρτες στην πλατεία το θυμάστε;
Αυτό. Το θυμάμαι λέει... Ήμουν αυτοπροσώπως! Τρέχαμε πιτσιρικάδες και κάναμε γούστο. Δεν λυπόμασταν, δεν φοβόμασταν! Δεν ξέρω τι μανία μας είχε πιάσει. Πιτσιρικάδες, όχι τόσο μεγάλους. Όταν κόψανε τα κεφάλια, εδώ ήτανε αστυνομία. Μια Κυριακή ήρθαν οι αντάρτες, ο Γιαννούλης το οργάνωσε το πρώτο το ΕΛΑΣ κι από εδώ ο Αχιλλέας ο Προυτσάλης και ο Σδούκος ο Βάσως και ήρθανε μια Κυριακή. Αλλά η αστυνομία είχε πληροφορηθεί ότι θα ‘ρθουν και σηκώθηκε κι έφυγε πήγε στον Αυγερινό, συμπτύχθηκε με τον σταθμό του Αυγερινού. Ήρθανε οι αντάρτες εδώ, εμείς βγήκαμε όλοι. Λεηλατήσανε μόνο τον σταθμό, δεν πειράξανε κανένα. Μόνο πήρανε τον Αλέκο τον Αλιαπούλιο, αλλά για εμένα εξομολογούμαι, δηλαδή ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ήταν ο Αλιαπούλιος ήταν αριστερός. Και στο πρώτο το ΕΛΑΣ ήτανε φουστανελοφόρος, αντάρτης. Είχαν κάποια συνεννόηση να έρθει ένας αντάρτης, ένας καπετάνιος μάλλον από το Τσοτύλι, Σιδερόπουλος λεγότανε, σαν να τους βλέπω τώρα, στο Καραγάτσι εκεί ήταν περίπτερα, δεν ήταν τα μαγαζιά. Καθόταν εκεί ο Αλιαπούλιος κι άλλοι πολλοί καθόμασταν και ήρθε και λέει πως τον είπε δεν θυμάμαι, «Να ακολουθήσεις με τα ζώα -λέει - μέχρι το Επταχώρι και θα γυρίσεις πάλι», λέει. Αυτός αρνήθηκε, αλλά τον τράβηξε ο Σιδερόπουλος και τον πήρε με το ζόρι. Ενώ άλλους τέσσερις - πέντε που πήρανε τους πήγανε μέχρι το Επταχώρι με ζώα και τους διώξανε, γυρίσανε. Ο Αλιαπούλιος δεν γύρισε. Είμαι σίγουρος, επειδής ήτανε αριστερός, θεληματικά, σε συνεννόηση, αλλά για να μη δείξει στο κοινό ότι έφυγε και πήγε αντάρτης, συνεννοήθηκαν να τον πάρουν να λένε ότι τον πήρανε με το ζόρι. Την άλλη Κυριακή, ήρθανε πάλι οι αντάρτες, κυκλώσανε τον Πεντάλοφο να πιάσουνε τον σταθμό, το είχαν βάλει πείσμα, γιατί είχαν πιάσει, είχαν διαλύσει το σταθμό του Λιτοχώρου, είχαν διαλύσει, όχι σταθμό, υποδιοίκηση το Λιτόχωρο, την υποδιοίκηση Δεσκάτης και τρίτο. Μετά την Κοτύλη, πιάσανε τους χωροφύλακες και τους έχουνε εκτελεσμένους εκεί στην Κοτύλη. Μετά είχε σειρά ο Πεντάλοφος, αλλά το αντιλήφθηκε – όχι, ναι - ο σταθμός το αντιλήφθηκε. Την πρώτη φορά, έφυγε και πήγε, πρώτη Κυριακή πήγε στον Αυγερινό. Τη δεύτερη φορά ήρθανε πάλι, αλλά ο σταθμός ήτανε μέσα, αμέριμνος. Καλή τύχη, όμως, και για το σταθμό, ίσως και για τον Πεντάλοφο ήτανε κι ένα απόσπασμα του Παντελή με τριάντα πέντε ανθρώπους εθελονταί, σαν χωροφύλακες ήτανε εδώ. Κοιμόταν στον Άγιο Αθανάσιο. Και όταν οι αντάρτες είχανε σύνθημα, όταν μπούνε το πρωί μέσα στον Πεντάλοφο, να ρίξουν ένα ντουφέκι. Δεν πρόκαναν, όμως, να μπουν μέσα στο καμένο σχολείο. Και κοντά στον σταθμό, βιαστήκανε και ρίξανε το ντουφέκι και άκουσε ο σταθμός, ο οποίος ήταν εδώ στου Πατούρια εκεί δίπλα από του Πανταζή το μαγαζί αυτό, έτρεξε ο σταθμός, οι χωροφύλακες. Αλλά και καλή μας τύχη που ήταν το απόσπασμα στον Άγιο Αθανάσιο, βγήκανε έξω στο καμπαναριό και τρέξανε και στο σχολείο. Στο σχολείο, τους βλέπω τώρα μπροστά στα μάτια μου τους αντάρτες, καμιά τριάντα – σαράντα μπορεί να ήταν. Είχαν πλησιάσει όξω από τα παράθυρα από το σχολείο. Καμένο το σχολείο. Οι χωροφύλακες είχαν πάει μέσα στο σχολείο, αλλά ήταν καμένο το σχολείο, τα πατώματα καμένα και δεν μπορούσαν να σταθούν. Δεν έφταναν καλά στα παράθυρα, ήταν ψηλά. Εάν έφταναν, θα σκοτωνόταν πολλοί αντάρτες. Το θυμάμαι που είχαν φτάσει. Τους βλέπαμε εδώ με τον πατέρα μου-
Που φεύγανε. Λοιπόν! Μηχάνημα...
Και τους βλέπατε που είχανε φτάσει στο σχολείο;
Ναι, ναι, ναι. Ήρθαν ενισχύσεις, στρατός το βράδυ, ήλθαν στον Αχίλλη, τέτοια ώρα, λίγο νωρίτερα, μόλις που είχε αρχίσει να… Είχε βασιλέψει ο ήλιος. Ο στρατός είχε έρθει από το Τσοτύλι μέσω Αυγερινού και ήλθαν στον Άγιο Αχίλλειο και στην Γκραντίσκα. Οι αντάρτες είχαν φύγει, είχαν οπισθοχωρήσει, είχαν χάσει τη μάχη. Αλλά οι τρεις που τους κόψανε τα κεφάλια, τον Γιώργο τον Καλαμά, τον Τόλη τον Κούτσο και τον Χρήστο τον Γκάσταρη από τον Βυθό, αυτοί δουλεύανε ως κτιστάδες κάτω προς τον Όλυμπο. Αλλά φαίνεται είχαν ενταχθεί στο αντάρτικο εκεί στον Όλυμπο είχαν οργανωθεί πιο γρήγορα. Και παρουσιαστήκανε στον Άγιο Αχίλλειο με ντουφέκια. Τους είδε ο στρατός από τον Άγιο Αχίλλειο κάτω στη βρύση εκεί, κατεβαίνανε από πάνω. Τους φώναξε: «Αλτ, τι είστε;», κι αυτοί απήντησαν: «Κόκκινος Στρατός». Με το «Κόκκινος Στρατός» άρχισαν να τους πυροβολούν οι στρατιώτες. Τρέξανε αυτοί να φύγουνε πίσω προς τα σφαγεία. Ο Γκάσταρης σκοτώθηκε εκεί στις πλαγιές που έτ[01:00:00]ρεχε προς τα σφαγεία, ο Καλαμάς τραυματίστηκε στο πόδι και δεν μπορούσε να φύγει. Ζάρωξε κάτω από μια μπιστεριά και το πρωί, όταν έφεξε, ψάξανε ο στρατός και τον βρήκανε. Τον φέρανε πάνω στο ίσιωμα, φωνάξανε όλους τους κατοίκους, μαζευτήκαμε εκεί. Εκεί τους κόψανε τα κεφάλια. Αυτούς τους τρεις και είχανε σκοτωθεί και τέσσερι γύρω στο σχολείο από τη μάχη και τους φορτώσανε σε κοσιόρες που βάζαμε… Που βάναμε τα σταφύλια σε ένα γάιδαρο της Βάσιενας και επιστρατεύσανε τον Σωτήρη τον Πατσαλιά και τον Θανάση τον Σπάχο και τα πήγανε στο Τσοτύλι. Αυτό δεν ήταν καλό πράγμα. Για να τα δείξουνε στον κόσμο ότι πιάσανε αντάρτες και τους κόψανε… Κόψανε τα κεφάλια. Δεν ήταν σωστά αυτά τα πράγματα που κάνανε, αλλά ανακατωσιές. Όπως να πεις, δίκιο δεν βρίσκεις!
Μετά τα πράγματα ηρέμησαν το 1950;
Μετά το 1949 τα πράγματα ηρέμησαν. Γινότανε μάχες με τους αντάρτες, με τον Εμφύλιο από το ΄46 τον Μάρτη μέχρι το ‘49, τέλος Αυγούστου. Υπήρχε Εμφύλιος στην Ελλάδα παντού, αντάρτες, αποσπάσματα το ένα, αποσπάσματα από τον άλλον, σκοτωμοί. Ο Γράμμος όλος από εδώ και πάνω ήταν ανταρτοκρατούμενος, αλλά το ‘48 αποφάσισαν ο στρατός κι έκαναν επιχείρηση, κατέλαβαν τον Γράμμο, αλλά πάλι τον εγκατέλειψαν. Μετά το ’49, ανέλαβε ο Παπάγος, ο στρατάρχης Παπάγος ένας ήταν έκανε και πρωθυπουργός το ‘50- ‘52, δεν θυμάμαι καλά. Λοιπόν και έδωσε εντολή στο στρατό γενική εκκαθάριση και άρχισαν οι επιχειρήσεις. Τις θυμάμαι εγώ, το στρατό που ερχόταν εδώ, χιλιάδες στρατός που ξεκινούσε πάνω. Κατέλαβε τον Τάλιαρο, το Επταχώρι.
Το είπαμε αυτό, το είπαμε αυτό.
Αυτό ήταν στο πρώτο το ΕΛΑΣ, το ’43. Να έρθουμε κι αυτού. Το ‘43 το ΕΛΑΣ το πρώτο έκανε εγκλήματα κι αυτό. Εδώ εκάτω στου Μηλιώνα το χωράφι, μπορεί να είναι και καμιά σαράντα εκτελεσμένοι άνθρωποι.
Στου Καλόγερου το πηγάδι.
Από ποιους;
Από τους ΕΛΑΣιτες, τους κομμουνισταί, οι οποίοι ήταν εδώ στον Πεντάλοφο και είχαν το στρατοδικείο, πάνω στο ειρηνοδικείο εκεί που είναι τώρα το ΚΗΦΗ. Εκεί τους δικάζανε. Θυμάμαι ήμουν πιτσιρικάς και πήγαινα. Μια φορά είχαν έλθει πέντε αξιωματικοί από την Θεσσαλονίκη να καταταγούν και ήταν επιθυμία τους να πάνε στον Ζέρβα. Ο Ζέρβας ήταν ένας στρατηγός, είχε την Ήπειρο, είχε χωριστές… Είχαν επαφές με το ΕΛΑΣ, αλλά ελάχιστες. Και οι αξιωματικοί αυτοί ζήτηξαν… «Ξεκίνησαμε από την Θεσσαλονίκη -λέει- για να πάμε στον Ζέρβα. Τους λέει, τους είπαν οι ΕΛΑΣιτες εδώ να καταταγείτε εδώ, είναι το ίδιο κι εμείς τους Γερμανούς χτυπάμε. Αυτοί είχαν επιθυμία εκεί κι αφού είχαν επιθυμία τους πήγαν κάτω εδώ στις καστανιές, ήμουν κι εγώ από δίπλα και τους εκτελέσανε τους ανθρώπους, αξιωματικοί.
Τώρα τι φέρετρο, τίποτα. Η γκούβα σκαμμένη. Τους εκτελέσανε και πάνε. Όπως γινόταν και πολλά τέτοια εγκλήματα-
Είναι καμία αυτού κάτω σίγουρα καμιά σαρανταριά είχαν εκτελέσει έναν δάσκαλο από την Δαμασκηνιά και φώναζε μέχρι τελευταία ο καημένος «Είμαι αθώος». Θυμάμαι είχα πάει στην εκτέλεση και τους ζήτηξε τελευταία του επιθυμία, λέει: «Μπορώ -λέει- να δέσω τα μάτια μου;», λέει. Και του είπε αυτός ο φρούραρχος ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ «Μπορείς», λέει. Έβγαλε ένα μαντίλι ο καημένος, έδεσε τα μάτια και τον θερίσανε τον καημένο με το αυτόματο.
Κι αυτόν ο ΕΛΑΣ τον σκότωσε;
Ο ΕΛΑΣ, το ΕΛΑΣ. Αυτόν όπως λένε τον έφαγαν τζάμπα, άλλοι εχθροί το χωριό, χωριανοί του.
Ναι. Του είχαν βρει ένα ντουφέκι μέσα στην αχυρώνα. Φαίνεται το ντουφέκι σε είχα γινάτι εγώ, το πήρα, ήρθα το έβαλα μέσα στην αχυρώνα σου και πώς βρέθηκε δεν θυμάμαι, δεν είμαι καλός στην ιστορία και τον δίκασαν εδώ εις θάνατο, γιατί είχε ντουφέκι ως Γερμανόφιλο και πάει ο άνθρωπος.
Τελευταία ερώτηση. Από όλες αυτές τις σκηνές του πολέμου που βλέπατε εδώ πέρα στο χωριό να εκτυλίσσεται και ο Β’ Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος, άμα μπορούσατε να φύγετε από το χωριό, θα φεύγατε, για να μη τα δείτε όλα αυτά;
Εκείνο τον καιρό; Θα φεύγαμε γιατί είχαμε… Ήμασταν λαχταρισμένοι. Αλλά δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά, γιατί δεν υπήρχαν εργασίες. Κι ούτε υποστήριξη από το κράτος, δεν υπήρχε. Ήμασταν καταδικασμένοι να μείνουμε εδώ και να ψευτοδουλεύουμε είτε σε κανέναν που είχε κανένα κτήμα. Τότε ήταν αρκετοί που είχαν κάτι αμπέλια κάτι... Παράδειγμα, ο πεθερός μου εδώ κάτω είχε κι αμπέλι με ελιές. Έπαιρνε αρκετούς ανθρώπους και τους πλήρωνε.
Τότε δεν βρίσκαμε εύκολα μεροκάματο. Ύστερα που άρχισαν οι επιχειρήσεις το ’48, ήρθανε και συνεργεία του στρατού, το Μηχανικό που λέγανε, τάγματα του Μηχανικού που φτιάχνανε δρόμους, έργα και αρχίσανε τον δρόμο από την Κορακοφωλιά, το Σύραχο. Εγώ δούλεψα, μικρός ήμουνα έντεκα χρονών και έπαιρνα έντεκα δραχμές μεροκάματο.
Τι κάνατε εκεί;
Έσκαβα με το φτυάρι-
Με τον γκασμά, ανοίγαμε δρόμο. Τον παλιό τον δρόμο αυτού από το Σιουτς, ανέβαινε πάνω στην Κορακοφωλιά, στο Σύρραχο και προχωράει το Σύρραχο Σύρραχο μέχρι το Επταχώρι. Εγώ δεν πήγα μέσα στο Επταχώρι, αλλά απέναντι από το Επταχώρι μέχρι εκεί έφτασα με τον γκασμά στον ώμο. Να ανοίγω δρόμο δηλαδή να πάνε τα αυτοκίνητα.
Δούλευαν και οι γυναίκες εκεί;
Και οι γυναίκες και τα κορίτσια. Κορίτσια, βέβαια-
Όλα.
Άλλοι άντρες ήτανε;
Ήτανε πολλοί, βέβαια. Όσοι θέλανε, μάλλον τους εξαντλούσανε. Τους περισσότερους τους είχε επιστρατευμένους ο στρατός, άλλους με μουλάρια, άλλους με γαϊδούρια, να κουβαλάνε πολεμοφόδια. Κι όσοι ήτανε ελεύθεροι δουλεύαμε στον δρόμο. Εγώ από το σχολείο μόλις είχα τελειώσει, πηγαίναμε και δουλεύαμε.
Υπήρχαν επιστάτες;
Υπήρχαν. Επιστάτη εγώ επί τω πλείστον είχα τον Ανδρέα τον Τσιουβάκα. Ήταν ο στρατός, βέβαια, ήταν λοχαγός ή ταγματάρχης, ήταν του Μηχανικού ένας ταγματάρχης Κομπλής λεγότανε, καθότανε εδώ στης Χαρίκλας του Κάσσου… Στης Χαρίκλας του Κάσσου το σπίτι το τάγμα, ο ταγματάρχης. Και είχαν φέρει κι ένα τάγμα[01:10:00]… Ο Κομπλής αυτός νομίζω ήταν στο τάγμα των Μακρονησιωτών. Τότε πολλά παιδιά που ήταν αριστεροί, τους στέλνανε στην Μακρόνησο, δεν τους παίρνανε στρατιώτες, γιατί ήταν φιλοαριστεροί, τους στέλνανε στα νησιά, σαν εξορία. Και μετά δεν ξέρω, δεν θυμάμαι από ποια χρονιά το σκέφτηκε διαφορετικά το κράτος κι έκανε τάγμα Μηχανικού, σκαπανέων, δηλαδή να δουλεύουνε, να ανοίγουνε δρόμους, τέτοια πράγματα, επί τω πλείστο δρόμους. Αυτό το τάγμα που ήταν εδώ πληρώνανε και ανθρώπους όσοι θέλανε να είχανε όρεξη για δουλειά, όλοι μαζί ξεκινούσανε. Και θυμάμαι ένα λοχαγό, δουλεύαμε κάτω από τον… Στον Τσιιλτζμένο το λάκκο από πάνω μεριά, βράχια και χτυπούσαμε στα βράχια να βγάλουμε, τι να βγάλουμε; Καν τίποτα! Πέρασε ένας λοχαγός μία δόση, μία μέρα και λέει: «Μη στεναχωρείστε -λέει- και μια οκά βράχο να μας βγάλετε -λέει- να βγάλετε -λέει- είναι -λέει- το συμφέρον μας -λέει- αξίζει -λέει- να μη στεναχωριέστε που δεν μπορείτε να σκάψετε περισσότερο».
Ε;
Ήταν στην Μακρόνησο. Ήταν αριστερός και τον είχαν-
Αυτό το τάγμα των Μακρονησιωτών πού έμενε;
Έμενε η διοίκηση στης Χαρίκλας του Κάσσου το σπίτι και το τάγμα διάσπαρτα σε όλα σπίτια, παντού-
Τους είχατε μέσα στα σπίτια;-
Πάνω εκεί που έχει… Τέλη του Κάσσου το σπίτι, σε πολλά σπίτια. Μένανε τμηματικά.
Όπως ήτανε και οι καταφυγόντες; Έτσι είχατε κι αυτούς;
Ναι, ναι, ναι. Παράδειγμα, θυμάμαι από εδώ ήταν ένας-
Ένας Κολοκύθας Κοσμάς, η οποία η οικογένειά του είναι αυτό το σπίτι που μένουνε η Κατερίνα ήταν του Κολοκύθα και το αγόρασε ο πατέρας μου από τον Κολοκύθα, ο οποίος μένει σε ένα χωριό κάτω στο Γιδά. Πέθανε τώρα ο Κολοκύθας, δεν ξέρω τα παιδιά του. Και ήταν ένα παιδί του εδώ υπηρετούσε στους Μακρονησιώτες, φαίνεται ήταν αριστερή οικογένεια.
Και αυτός έμεινε εδώ;
Ναι έμενε εδώ και είχε συγγενή την Σιάνα την Αγορίτσα, εκεί που έχετε τα πρόβατα. Εκεί καθόταν. Και ως στρατιώτης εκεί ήτανε σχεδόν.
Κι αυτός έμεινε εδώ; Παντρεύτηκε εδώ;
Όχι, όχι, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος πήγε στο Γιδά, κάτω στο Παλιοχώρι.
Ωραία. Αυτά είχα να ρωτήσω. Ευχαριστώ!
Άλλη μέρα άμα θυμηθούμε κι άλλα...
Θα ‘ρθω πάλι!
Να έρθεις!
Θα ‘ρθω πάλι! Ευχαριστώ πάλι!