© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ταξιδεύοντας στα βουνά του κόσμου

Istorima Code
21719
Story URL
Speaker
Γιώργος Κούκης (Γ.Κ.)
Interview Date
23/03/2022
Researcher
Γιώργος Γεωργούδης (Γ.Γ.)
Γ.Γ.:

[00:00:00]Πέμπτη, σήμερα, 24 Μαρτίου 2022, εγώ είμαι ο Γιώργος Γεωργούδης και βρίσκομαι μαζί με τον Γιώργο Κούκη, στο σπίτι του, στα Μαρούλια, στη Σκύρο. Γιώργη, πες μου, σε παρακαλώ, λίγα πράγματα για σένα, μίλησέ μου για σένα.

Γ.Κ.:

Να μιλήσω για μένα, ναι…  Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Αυλωνάρι Ευβοίας, εδώ, απέναντι απ’ τη Σκύρο, σ’ ένα μικρό χωριό χίλιων κατοίκων, ας πούμε, έκανα τα παιδιά μου χρόνια. Ήμασταν από μεγάλη οικογένεια, έχω άλλα 5 αδέρφια, ήμασταν 6 παιδιά. Γενικά φτωχικά και ψιλοδύσκολα. Δηλαδή αναγκαζόμασταν και δουλεύαμε από πολύ μικροί, για να βοηθήσουμε την οικογένεια. Χρειαζόταν, δηλαδή, να βγάζουμε, χρειάστηκε να βγαίνουμε στο μεροκάματο από πολύ μικρός. Το σχολείο οριακά το τελείωσα, Γυμνάσιο και Λύκειο, γιατί έπρεπε να δουλεύω παράλληλα. Έμενα από απουσίες… Είχε κάνει μια συμφωνία ο πατέρας μου και πήγαινα και έδινα τα μαθήματα, όλα, στο τέλος, γιατί έπρεπε να δουλεύω κι έμενα από απουσίες, και έδινα τα μαθήματα στο τέλος κι, άμα τα πέρναγα, πέρναγα την τάξη. Είχε κάνει μια συμφωνία με τον γυμνασιάρχη και τον λυκειάρχη, οπότε το τελείωσα πολύ οριακά, ούτε λόγος για σπουδές, ούτε λόγος για κάτι, γιατί έπρεπε να δουλέψουμε αρκετά. Φτιάξαμε μια επιχείρηση με τα αδέρφια μου, «Αφοί Κούκη», με αναψυκτικά, μέσα απ’ τη δουλειά δηλαδή, επειδή δουλεύαμε 5-6 άτομα μαζί, σιγά σιγά φτιάχτηκε μια επιχείρηση, αρκετά μεγάλη και δούλεψα 10 χρόνια στο Αλιβέρι, απέναντι απ’ το Αυλωνάρι. Γενικότερα, αισθανόμουνα πολύ εγκλωβισμένος σ’ αυτή τη δουλειά. Και στην οικογενειακή δουλειά και στο αυτό, δεν μπορούσα να βρω στόχο στη ζωή μου και ησυχία… Γιατί δεν ήθελα απλά να δουλεύω και να βγάζω λεφτά, που θέλανε τα αδέρφια μου, ούτε να βγάλω όσα πιο πολλά λεφτά μπορώ, πίστευα ότι είναι κάτι ανώτερο, ρε παιδί μου, η ζωή, οπότε… Είχα μεγάλο πάθος, από πολύ μικρός με τα βουνά και τα ταξίδια κι ευτυχώς, από πολύ μικρός, άρχισα ενασχόληση με τα βουνά. Δηλαδή, γύρω στα 17 μου χρόνια, είχα πάει φαντάρος, 17 χρονών, και πήγα στα «Αλεξίπτωτα» και από τα «Αλεξίπτωτα» μου ανοίχτηκε ένας δρόμος, ας πούμε, ορειβατικός, γιατί πήγα στον Όλυμπο, μετά άρχισα και κατάλαβα ότι αυτό θέλω, χιονισμένα βουνά, μεγάλα, ταλαιπωρίες, κακουχίες, δύναμη… Άρχισα να γυμνάζομαι, γιατί κατάλαβα ότι αυτό θέλει πάρα πολλή γυμναστική, άρχισα να κάνω πάρα πολύ ποδήλατο και να τρέχω αγώνες, Μαραθωνίους και... Στην αρχή, ερασιτεχνικά, έκανα προπόνηση, για τα βουνά, για να αισθάνομαι δυνατός, να μπορώ να πηγαίνω άνετα στα βουνά, αλλά μετά μ’ αρέσανε, κυρίως οι Μαραθώνιοι και οι υπέρ-αποστάσεις κι έχω καμιά 20ετία απ’ τη ζωή μου, που έτρεξα πάρα πολλούς αγώνες και σ’ όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα. Και παράλληλα, ενασχόληση επαγγελματικά, σχεδόν, με τα βουνά. Άρχισα να είμαι σχεδόν σε καθημερινή βάση, οτιδήποτε έβρισκα δουλειές, με τα βουνά, έβρισκα... Άρχισα να τελειώνω… Στην ουσία σπούδασα στη ζωή μου «Ορειβασία», γιατί έχω τελειώσει τις σχολές της Ομοσπονδίας της Ελληνικής της Ορειβασίας, δεν έχω πάρει το ανώτερο δίπλωμα, αλλά είμαι «Βοηθός εκπαιδευτή» και δουλεύω. Ακόμα και τώρα δουλεύω, τους χειμώνες, δουλεύω αρκετά, τα Σαββατοκύριακα δουλεύω σε πάρα πολλές σχολές ορειβασίας και αναρρίχησης. Έχω δουλέψει δηλαδή, γύρω στα 30 χρόνια στη ζωή μου σε σχολές ορειβασίας-αναρρίχησης σ’ όλη την Ελλάδα. Και σε αποστολές στο εξωτερικό, έχω δουλέψει, ορειβατικές. Ναι, γενικότερα, τώρα είμαι 48, τα 30 χρόνια απ’ τη ζωή μου, τα ‘χω περάσει στα βουνά και δεν το ‘χω μετανιώσει καθόλου, θα ‘θελα να ‘χα άλλα 100 χρόνια, όσα ζήσω, όσα πάω, θα ‘θελα να ‘μια συνέχεια στα βουνά. Είναι, νομίζω, το πάθος μου κι αυτό που με ολοκληρώνει, σαν άνθρωπο, βρήκα εκεί την διέξοδό μου.Παράλληλα, τη δουλειά με τ’ αδέρφια μου, πιεζόμουνα, τα ‘χα παρατήσει για ένα διάστημα και ήθελα να απεμπλακώ απ’ τα οικογενειακά κι από το δρόμο, που χάραζε η οικογένειά μου, τέλος πάντων, και τους είχα παρατήσει. Μετά είδα ότι δεν ήθελα να ζήσω κι από τα βουνά, γιατί τα αγαπάω τόσο πολύ, που δεν ήθελα να χαραμίζω πράγματα, για να το κάνω δουλειά αυτό, να βγάζω λεφτά από αυτό. Οπότε σκέφτηκα να βρω μια δουλειά, κάτι, έστω εποχιακή ή κάτι, για να μπορώ να έχω, να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στα βουνά. Κι έτσι, ταίριαξε η Σκύρος, το κεφάλαιο «Σκύρος» στη ζωή μου ήρθε έτσι, γιατί υπήρξε μια πρόταση για μια δουλειά καλοκαιρινή, ας πούμε, υπήρχε ένα κενό εδώ πέρα, στη Σκύρο, σε σχέση με κάβα, σε σχέση μ’ αυτά που δουλεύουμε, τέλος πάντων, και τα αδέρφια μου έχουνε μια τάση επέκτασης κι επέκτασης κι αυτό και μου λένε «Πας να ανοίξεις ένα υποκατάστημα στη Σκύρο; Να δουλεύεις το καλοκαίρι και το χειμώνα θα ‘χεις λεφτά, να πηγαίνεις στα βουνά σου». Λέω «Εντάξει, πάω, με τέτοια λογική» λέω. Και τώρα, τα τελευταία 20-21 χρόνια είμαι στη Σκύρο και δουλεύω, κατά κόρον, το καλοκαίρι, και τον χειμώνα ταξιδεύω και πηγαίνω ορειβασίες, γενικότερα.

Γ.Γ.:

Γιώργη, το πρώτο ταξίδι που έκανες, στα 17, που λες, πού ήταν;

Γ.Κ.:

Ταξίδια στο εξωτερικό, εκτός Ελλάδας;

Γ.Γ.:

Όχι, και στην Ελλάδα…

Γ.Κ.:

Γενικότερα, στην Ελλάδα έχω περπατήσει, όχι μόνο ταξιδέψει οδικώς και τέτοια, σχεδόν σε όλα τα βουνά και σε όλα τα μονοπάτια περίπου. Ή αν δεν έχω πάει σε κάποια, θα ‘θελα να πάω σύντομα, ας πούμε. Άρα από πολύ μικρός, μέσω των ορειβατικών συλλόγων ή μέσω ομάδων και τέτοια, πηγαίναμε εκδρομές, ας πούμε, στον Όλυμπο, στην Πίνδο, στην Πελοπόννησο, σ’ όλα τα βουνά της. Δηλαδή την πρώτη χρονιά, θυμάμαι, που ξεκίνησα πολύ σοβαρά τα βουνά, άρχισα κι είχα γυρίσει όλη την Ελλάδα ξαφνικά, γιατί η ορειβασία προϋποθέτει ότι θα πας σ’ ένα βουνό, «Α, δεν έχεις πάει στον Σμόλικα… Α, θες να πας στον Σμόλικα…», προϋποθέτει ταξίδι συνέχεια. Οπότε κάθε Σαββατοκύριακο, με την παρέα, στις αρχές,  ή πολλές φορές και μόνος μου, έβαζα στόχο «Α, εκεί πέρα δεν έχω πάει, θέλω να πάω, εκεί πέρα δεν έχω πάει, θέλω να πάω», οπότε τα πρώτα 2-3 χρόνια, στην Ελλάδα σχεδόν, έχω πάει σχεδόν σε όλα τα βουνά. Και λόγω δουλειάς και λόγω παρέας. Στο εξωτερικό, ξεκίνησα, είχα πάει κάποιες φορές στην Ευρώπη, πιτσιρικάς, εκεί, 15 με 18-20, κάτι με τραίνα, inter-rail έχω κάνει, Ιταλίες, Γαλλίες, Ισπανίες… Έχω γυρίσει αρκετά. Οδικώς, με τραίνα και με ωτοστόπ και με τέτοια. Αλλά εκτός Ευρώπης, πήγα πρώτη φορά, το ’96, στην Ιορδανία. Ήταν η πρώτη φορά, που κάναμε μια ορειβατική αποστολή, ήμασταν 7 άτομα, 8 και κάναμε μια ορειβατική αποστολή στο Βαντιράμ, είναι ένα φοβερό μέρος, πάρα πολύ όμορφο, μια περιοχή της Ιορδανίας, που είναι όλο βράχια, Βαντιράμ λέγεται. Και κάναμε αποστολή αναρριχητική-ορειβατική, εκεί πέρα. Φοβερή εμπειρία… Φοβερή εμπειρία, γενικότερα, περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Εκεί πέρα είχαμε ένα ατύχημα, ενδιαφέρει;

Γ.Γ.:

Εννοείται, ελεύθερα…

Γ.Κ.:

Στο πρώτο μου ορειβατικό, αναρριχητικό ταξίδι, σοβαρό, είχα και μια τραγική ορειβατική εμπειρία, ας πούμε. Ήμασταν 5, που σκαρφαλώναμε μια πολύ μεγάλη διαδρομή, ήτανε 1.800 μέτρα, κάθετος βράχος, και ήμουνα με την σχοινοσύντροφο στην τελευταία σχοινιά, ήτανε η Έλενα η Σφαέλου, η σχοινοσύντροφος και ήμασταν στην τελευταία σχοινιά, δηλαδή εγώ είχα βγει απάνω στην κορφή και την ασφάλιζα να ανέβει. Και αυτή, ξεκινώντας από ένα πατάρι, ξεκίνησε, λίγο, να ανέβει και γλίστρησε προς τα πίσω, δεν είχα προλάβει να πάρω πολύ τις ελαστικότητες, ίσα ίσα πήρε ελαστικότητα το σχοινί. Αλλά έπεσε σε μια μυτερή πέτρα και της τρύπησε αρτηρία στον αστράγαλο. Πράγμα που σημαίνει ότι πεθαίνεις σε λεπτά, άμα δεν το αντιμετωπίσεις σοβαρά. Γενικότερα, ήμουνα 20 μέτρα από πάνω της και βλέπω ξαφνικά ένα σιντριβάνι αίματος, ας πούμε, ήτανε τραγικό αυτό, ήτανε φοβερό! Από ένστικτο; Από εμπειρία που είχα; Είχα πάει σε κάτι σεμινάρια «Πρώτες βοήθειες», είχα αντιμετωπίσει κι άλλα, παλιότερα, περιστατικά αντέδρασα πάρα πολύ γρήγορα. Κατέβηκα πολύ γρήγορα. Δεν είχα κάτι μαζί μου, γιατί το φαρμακείο το είχανε οι άλλοι τρείς, δεν είχα επιδέσμους, αλλά έκοψα ένα t-shirt, που είχα και το έκανα, σαν επίδεσμο, το έδεσα κόμπους, το έσφιξα όσο πιο σφιχτά μπορούσα και το έβαλα μέσα στην μπότα. Ευτυχώς είχε μπότα, ορειβατικό μποτάκι μαζί. Και έβαλα και ιμάντες έξω από το μποτάκι για να σφίξει, να σταματήσει η αιμορραγία όσο πιο γρήγορα γίνεται… Τα κατάφερα! Ευτυχώς η κοπέλα ζει και είναι μια χαρά[00:10:00]! Και μετά την κατέβασα, σχεδόν στην πλάτη, τα 1.600 μέτρα. Ευτυχώς, κατάφερα να σταματήσω την αιμορραγία, γιατί ήμασταν 3 η ώρα, το μεσημέρι, στην κορφή και πήγε στο νοσοκομείο στις 12:00 η ώρα, τη νύχτα, στις 01:00, δηλαδή, άμα είχε έστω και λίγο αιμορραγία, θα είχε πεθάνει 10 φορές… Αυτό ήτανε ένα τραγικό, αλλά και ευχάριστο, γιατί είχε ευχάριστο τέλος. Αυτό ήταν το πρώτο ταξίδι, ορειβατικό. Λέω για τα ταξίδια τώρα, έτσι; Μετέπειτα, συνέχισα πάλι, με τις σχολές τις ορειβατικές, στα μεγαλύτερα επίπεδα. Πήγα σχολή βοηθών, σχολή στελεχών. Ξεκίνησα να κάνω ορειβατικό σκι και τέτοια, γιατί χρειάζεται, στα ψηλότερα επίπεδα, τα ορειβατικά. Άρα έγινα και σκιέρ, και ορειβατικό και εκτός πίστας. Άρχισα, μερικές φορές, να βγάζω και μερικά λεφτάκια απ’ το σκι σαν δάσκαλος, σε αρχάριο επίπεδο. Οπότε ανοίξανε πόρτες και διάθεση, γιατί άρχισα να αισθάνομαι πολύ πιο δυνατός. Τα βουνά της Ελλάδας δεν με καλύπτανε, αρχίσαμε κάθε χειμώνα, πηγαίναμε στις Άλπεις, κάθε Γενάρη, και κάναμε σοβαρές διαδρομές παγο-αναρρίχησης και μεικτά… και παγο-καταρράκτες, ήτανε ένα φεγγάρι και κυνηγάμε παγο-καταρράκτες και πηγαίναμε σχεδόν κάθε Γενάρη, Άλπεις. Αλλά όλα αυτά ήτανε προπόνηση, προπόνηση, για να ανέβεις σε μεγαλύτερα επίπεδα. Οπότε ξεκίνησα να πηγαίνω, με τις δυνατότητες που είχα, γιατί δεν υπήρχανε ούτε δυνατότητες για σπόνσορες, ούτε οτιδήποτε, άρα όλα σχεδόν τα ταξίδια, που ‘χω κάνει, τα ‘χω χρηματοδοτήσει μόνος μου ή ελάχιστα από σπόνσορες, μερικές φορές σπόνσορες. Πήγα στο Μαρόκο, μόνος μου, ανέβηκα στον Άτλαντα, το ψηλότερο βουνό του Μαρόκο, είναι 4.200. Πήγα στο Κιλιμάντζαρο, που είναι 5.600. Το 2000 πήγαμε ορειβατική, εθνική αποστολή, εκεί είχαμε και λίγο sponsoring, στο Mount Kenya, το οποίο είναι αναρριχητικό, δεν είναι περπάτημα. Εκεί ήμασταν 6 άτομα και κάναμε σοβαρές διαδρομές, δηλαδή και η κλασσική διαδρομή, να ανέβεις στο Mount Kenya, είναι 1.500 μέτρα αναρρίχηση, είναι δύσκολο πράγμα, πολύ δύσκολο βουνό. Μετά ξαναπήγα στο Mount Kenya, την άλλη χρονιά, πήγα για δουλειά, με μια ομάδα 5 ανθρώπων. Κάναμε trekking, εκεί πέρα, περπάτημα. Παράλληλα, άρχισα να κάνω όλον το χειμώνα, όποτε έβρισκα διέξοδο, πήγαινα ταξίδια.  Δηλαδή την ίδια χρονιά, μετά, πήγα στο Ακονκάγκουα, στην Αργεντινή που είναι 7.000 κοντά… Ξαναπήγα στο Ακονκάγκουα. Στο Ακονκάγκουα έχω ανέβει 2 φορές. Την επόμενη χρονιά ξανανέβηκα στο Ακονκάγκουα. Μετά, πήγαμε, εθνική αποστολή, στο Περού, Περού – Βολιβία είχαμε πάει. Στο Περού κάναμε στην Κορδιλιέρα Μπλάνκα, κυρίως, ορειβασίες. Κάναμε αρκετά βουνά, κάναμε το Ουασκαράν, που είναι το ψηλότερο… Ανεβήκαμε με τον Φώντα τον Σπινθάνη, το οποίο είναι σοβαρό εγχείρημα, ακόμα και τώρα, μετά από αυτό, δεν το έχει επιχειρήσει κανένας. Το Ουασκαράν είναι αρκετά τεχνικό βουνό, έχει κι αναρρίχηση λίγο, είναι 6.800, αλλά είναι αρκετά δύσκολο, σε σχέση με το Ακονκάγκουα, που είναι λίγο πιο ψηλό, το Ακονκάγκουα είναι στην Αργεντινή.

Γ.Γ.:

Το πιο ψηλό σημείο, δηλαδή, που έχεις ανεβεί είναι στην Αργεντινή;

Γ.Κ.:

Όχι, έχω πάει και στα Ιμαλάια. Παράλληλα, πιο μετά… Μάλλον, στα Ιμαλάια πήγα πρώτη φορά το 2001…

Γ.Γ.:

Κορυφή;

Γ.Κ.:

Όχι 2001, ψέματα, συγγνώμη. Το ’97, χρονολογία, πήγαμε στα Ιμαλάια, κάναμε το «Island Peak». Αποστολή ήμασταν, 6 άτομα. Είναι 6.200 αυτό, 6.160. Στα Ιμαλάια, γενικότερα, έχω πάει 7 φορές. Έχω κάνει αρκετά πράγματα, αρκετές κορφές. Αλλά, γενικότερα, ό,τι σηκώνει η τσέπη μου, δεν είχα ποτέ, ούτε το επιδίωξα, γιατί δεν είμαι τέτοιος τύπος, να ‘χω sponsoring, δεν μ’ άρεσε όλη αυτή η διαδικασία, να πηγαίνω, να γλείφω κάποιους και να λέω «Θα σου βάλω τη σημαία» και ξέρω ‘γω… Γενικότερα είναι πολύ δύσκολο για ‘μένα αυτό, να το κάνω, οπότε δεν είχα επιλογές να πάω σε δύσκολα βουνά. Σε δύσκολα, όχι δύσκολα, με την έννοια του υψομέτρου, δύσκολα. Γιατί τα βουνά απ’ τα 8.000 μέτρα και πάνω χρειάζονται πάρα πολλά λεφτά. Είχα μια ευκαιρία, πήγα το 2005, με τον Ντιτόπουλο. Θέλαμε… Γιατί όλο αυτό το πράγμα, που γίνεται στα Ιμαλάια με τους «Σέρπα» και με όλο αυτό… Είχα αρχίσει και είχα πάει 3-4 φορές και το ‘βλεπα και με ξένιζε όλο αυτό, με τις αποστολές και πληρώνεις το γραφείο κι είναι όλα έτοιμα, ακόμα και η σκηνή σου είναι στημένη και το τσάι σου, στο φτιάχνουνε κι εσύ απλώς περπατάς ή ζουμάρεις ένα σχοινί και πας μέχρι την κορυφή. Εγώ είμαι κάθετα αντίθετος σ’ αυτό, ούτε το ‘κανα ποτέ, ούτε πρόκειται να το κάνω. Η ορειβασία για ‘μένα είναι κάτι καθαρό και πρέπει να μένει καθαρό! Δηλαδή οποιοδήποτε βουνό έχω ανέβει το ‘χω σκαρφαλώσει επικεφαλής, δεν έχω χρησιμοποιήσει ούτε σταθερά σχοινιά, ούτε Σέρπα, ούτε μου ‘χει  κουβαλήσει κανένας πράγματα. Άρα διαλέξαμε με τον Ντιτόπουλο τον Δημήτρη, οι δυο μας, να πάμε σε μια 8άρα κορφή, το Τσογιού, 8.200 είναι και να πάμε με «αλπικό» στυλ. «Αλπικό» στυλ, δηλαδή σημαίνει οι δυο μας κι ανεβαίνουμε στην κορφή, δεν έχουμε καμιά βοήθεια από κανέναν. Το οποίο είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ίσως και να είχαμε τότε τις δυνάμεις και την τεχνογνωσία, να το καταφέρουμε. Δεν μας βγήκε, πήγαμε μέχρι τα 7.200. Γενικότερα, αρρώστησε κι ο Δημήτρης, μετά έπρεπε να συνεχίσω μόνος μου και δεν το είχα, δεν είχα το θάρρος να το κάνω, ήτανε πολύ… Γενικά τα 8.000 είναι πάρα πολύ, είναι μια ολόκληρη ιστορία στην ορειβασία. Αλλά καταφέραμε και μέχρι εκεί που πήγαμε, φανταστείτε δηλαδή ότι, για να φτάσουμε στην κατασκήνωση «2»… Μάλλον, ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Για να φτάσουμε στο base camp, που είναι 5.500 είχαμε κάνει, από κει που πάει το αμάξι, εγώ είχα κάνει τουλάχιστον 15 δρόμους γιατί έπρεπε να κουβαλήσω τα πράγματά μου, για να τα πάω στο base camp. Που σημαίνει ότι κουβάλησα 700 κιλά από κει, που έφτανε τελευταία το αμάξι, για να τα πάω στο base camp. Σε μια αποστολή, εμπορική, αυτά είναι όλα λυμένα, δεν χρειάζεται να κάνεις τέτοια. Την πρώτη φορά που έφτασα στο base camp, έστησα 5 σκηνές! Ήτανε, γενικότερα, άθλος κι αυτό που καταφέραμε, πιστεύω. Για ανθρώπους, που ξέρουνε από ορειβασία και από υψόμετρο θα το καταλάβουνε. Εντάξει, πολύ ωραία προσπάθεια. Υπήρχε η πιθανότητα να μπω, το 2004, στην εθνική αποστολή, που ανεβήκανε τελικά, οι πρώτοι Έλληνες, που ανεβήκανε το 2004 στο Έβερεστ, στο ψηλότερο βουνό του κόσμου.Αλλά για κάποιους λόγους, ας πούμε, τεχνικούς, ενώ είχα περάσει την επιλογή, είχα πάει και στα τεστ και σ’ αυτά, ήμουνα στην ομάδα. Για κάποιους λόγους, ίσως κι αδιευκρίνιστους, εγώ δεν τους έχω καταλάβει, δεν πήγα τελικά ποτέ, το 2004, στο Έβερεστ. Τα παιδιά πήγαν, ανεβήκανε, όλοι φίλοι μου, μια χαρά. Μετέπειτα ναι, συνεχίζω την ορειβασία, ακόμα και τώρα, δηλαδή σκέφτομαι, πότε θα πάω στο επόμενο, τι θα κάνω… Πολλά ταξίδια, διάφορα μέρη. Θες να ρωτήσεις κάτι, ναι, πες.

Γ.Γ.:

Να σε γυρίσω λίγο πίσω, μιας και το ανέφερες. Στα «Αλεξίπτωτα», είχες πάει αλεξιπτωτιστής;

Γ.Κ.:

Στα «Αλεξίπτωτα», ναι, είχα πάει 17 χρονών, πιτσιρικάς, γιατί είχα πάντα το πάθος με την γυμναστική και με τον κίνδυνο, ας πούμε. Γιατί η αναρρίχηση και η ορειβασία προκύπτει απ’ τον κίνδυνο. Οπότε, δεν θα μπορούσα να πάω κάπου άλλου. Υπήρχε βέβαια και το ΚΕΟΑΧ, το στρατόπεδο, το ‘χα ακούσει εγώ αυτό, όταν πήγα εκεί, στα «Αλεξίπτωτα». Υπάρχει ένα στρατόπεδο στον Όλυμπο, στα 2.000 μέτρα κι λέω «Εγώ θα πάω στρατό και θα πάω εκεί. Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω…». Πήγα στα «Αλεξίπτωτα», πήγα στην Κρήτη, γιατί δεν είχα ούτε βύσμα, ούτε τίποτα. Πολύ δύσκολα. Γενικότερα, ωραία πέρασα. Είχε πάρα πολλή γυμναστική. Εκεί άρχισα να ασχολούμαι σοβαρά και με το τρέξιμο, γιατί κάναμε μια ομάδα στρατιωτών, που συμμετείχαμε σε στρατιωτικούς αγώνες. Είχα μπει σ’ αυτή την ομάδα και συμμετείχαμε σε σοβαρού αγώνες, 50 χιλιόμετρα, 70 χιλιόμετρα. Άρχισα να τρέχω, για πρώτη φορά στη ζωή μου, τόσα πολλά χιλιόμετρα. Και τρέχαμε με αρβύλες! Στρατιωτικό παντελόνι, μακρύ κι αρβύλες και από πάνω, γυμνόστηθοι.

Γ.Γ.:

50 χιλιόμετρα έτσι;

Γ.Κ.:

100 χιλιόμετρα έχω τρέξει έτσι! Ήμασταν μια πολύ δυνατή ομάδα. Είχαμε δυνατή ομάδα εκεί, στην Κρήτη κι ήτανε τιμή μου, που ήμουνα σ’ αυτήν! Αλλά επειδή ήμουνα σ’ αυτήν την ομάδα, έρχεται η ώρα να πάνε για τον Όλυμπο, να φύγουνε κάποιοι απ’ το στρατόπεδο για τον Όλυμπο. Θα πηγαίνανε ένας υπαξιωματικός… Ήμουνα και υπαξιωματικός, ήμουνα «Λοχίας» στον στρατό. Θα πήγαινε ένας υπαξιωματικός και 5 «οπλίτες» απ’ την Κρήτη. Και το μαθαίνω και δεν είμαι στην επιλογή, για να πάω για τον Όλυμπο και αιτούμαι ακρόαση στον Διοικητή. Πάω στον Διοικητή μπροστά του, «κλαρίνο», του λέω «Εγώ ήρθα στα Αλεξίπτωτα…», του μίλησα… Ευτυχώς ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, «Ήρθ[00:20:00]α στα Αλεξίπτωτα, γιατί θέλω να πάω στον Όλυμπο, γιατί είμαι ορειβάτης…», δεν ήμουνα ακόμα ορειβάτης σοβαρός, αλλά ήθελα να είμαι, ήξερα ότι θα γίνω, τέλος πάντων, «Και θα πρέπει να πάω. Άμα δεν πάω, τώρα είμαι ο καλύτερος φαντάρος, θα γίνω ο χειρότερος φαντάρος» και μου λέει «Θα σε στείλω». Και με έστειλε, ευτυχώς, ήτανε ένας καλός άνθρωπος. Βασικά ευτυχώς, γιατί ο άλλος ο Υπαξιωματικός, που ‘χε κληθεί να πάει, αυτός δεν ήθελε να πάει, με τίποτα, στο Όλυμπο. Και ήτανε ο Κοντογεωργακόπουλος, το θυμάμαι το όνομα, ήτανε ο τύπος, που ‘χε σκοτώσει την Αιγύπτια. Το Αιγύπτιο το μοντέλο, που ήτανε ένα πολύ διάσημο story στην Ελλάδα. Ένας τύπος που ‘χε σκοτώσει μια μοντέλα, τέλος πάντων, αυτός ο Κοντογεωργακόπουλος. Τον άλλαξα εγώ και πήγα στον Όλυμπο. Στον Όλυμπο κάτσαμε 4 μήνες, εκεί, εγώ ήμουνα η καλύτερή μου, να πούμε, γιατί ήμουνα κάθε μέρα μες στα χιόνια, στα 2.000 μέτρα, αποκλεισμένοι, με κακουχίες, δεν είχαμε νερό, δεν είχαμε φαγητό, αυτό… Εμένα ήταν η καλύτερή μου!Εκεί άρχισα να πρωτοκάνω και σκι, στον Όλυμπο. Πρώτη φορά έβαλα πέδιλα στα πόδια μου, εκεί, κατάλαβα τι είναι και απευθείας έβαλα στα πόδια μου ορειβατικό σκι, ορειβατικά πέδιλα που σημαίνει ότι δεν έχει σχέση με το χιονοδρομικά. Βάζεις κάτι «φώκιες» από κάτω και πηγαίνεις οπουδήποτε έχει χιόνι. Αυτά με το στρατό…

Γ.Γ.:

Μετέπειτα, μου ‘πες, ασχολήθηκες και με το ποδήλατο, κατεβαίνοντας σε αγώνες…

Γ.Κ.:

Όχι, με το ποδήλατο, όχι αγώνες. Με το ποδήλατο, δεν έχω κάνει ποτέ αγώνες, κάτι λίγους ερασιτεχνικούς αγώνες έχω κάνει. Έχω κάνει πολλούς αγώνες τρεξίματος, από τότε, δηλαδή, από το ’90 μέχρι και το 2010, που έσπασα την σπονδυλική μου στήλη και μετά δεν μπορώ να τρέχω. Είχα ένα ατύχημα σοβαρό. Άρα είναι αυτό, 30 χρόνια… Όχι, 20 χρόνια. 20 χρόνια απ’ τη ζωή μου, τα ‘χα αφιερώσει πολύ στο τρέξιμο.

Γ.Γ.:

Κάτσε να σε ρωτήσω πρώτα για το τρέξιμο…

Γ.Κ.:

Το τρέξιμο όχι, έχω τρέξει και σε αγώνες του εξωτερικού, πολλούς.

Γ.Γ.:

Μαραθωνίους;

Γ.Κ.:

Μαραθωνίους, ναι. Και ημιμαραθωνίους. Γενικότερα, άρχισα το τρέξιμο, προπόνηση για τα βουνά, ένιωθα δηλαδή ότι δυναμώνουν τα πόδια μου, δυναμώνει το σώμα μου για να ‘μαι πιο δυνατός, στις κακουχίες των βουνών. Αλλά μετά από λίγο, μ’ άρεσε και ίσως πήγαινα και καλά, ήμουνα καλός δηλαδή. Έχω κερδίσει και κάποιους αγώνες, έχω πάρει και κάποια μετάλλια. Αλλά δεν το ‘βλεπα ποτέ αθλητικά – αθλητικά, χρονόμετρο και μετράω και αυτά, διατροφές… Ποτέ δεν έκανα, ούτε κοίταζα χρονόμετρο. Έτρεχα, άμα ήμουνα καλά, πήγαινα με τους πρώτους, άμα δεν ήμουνα καλά, πήγαινα με τους τελευταίους. Αλλά πάντα τερμάτιζα, αυτό ήτανε ο στόχος μου. Δεν τερμάτισα τον πρώτο αγώνα, που συμμετείχα, μεγάλο αγώνα. Ήμουνα τότε, 17 χρονών και με πείθει ο Κοτρωνάρος ο Παναγιώτης, ένας πολύ διάσημος ορειβάτης και φίλος και δρομέας φοβερός, έχει τερματίσει και «Σπάρταθλους», έχει τερματίσει… Με πείθει ότι έχω τα προσόντα, να πάω να τρέξω 100 χιλιόμετρα! Δεν είχα τρέξει ακόμα τίποτα, ούτε 5-10 χιλιόμετρα! Και ξεκινάω, να τρέξω στο Καλλιμάρμαρο… Εγώ, γενικώς, έχω πολύ μεγάλα μπούτια, έχω πολύ δυνατούς τετρακέφαλους, επειδή έκανα ποδήλατο από πολύ μικρός και τέτοια. Άρα στο τρέξιμο, έπρεπε να τρέχω με κολάν. Εγώ τότε δεν ήξερα Χριστό, δεν καταλάβαινα τι ήτανε, με κάτι παπούτσια, δανεικά, του αδερφού μου, κάνα - δυο νούμερα μεγαλύτερα, ξέρω ‘γω, ό,τι να ‘ναι, κι ένα σορτσάκι, που είχα, μακρύ, μια βερμούδα, πάω να τρέξω 100 χιλιόμετρα… Γίνεται ακόμα αυτός ο αγώνας, ξεκινάει απ’ το Καλλιμάρμαρο και κάνει μια γύρα κάτω, μέχρι το Σούνιο και πιο κάτω και ξαναγυρνάει, κάνει μια πολύ μεγάλη γύρα μες στην Αττική, τέλος πάντων, και είναι 100 χιλιόμετρα. Ξεκινάω, πάω να τρέξω… Έχει πολλή πλάκα, γιατί ήμουνα ανίδεος. Σ’ αυτόν τον αγώνα είναι ο μοναδικός που δεν τερμάτισα, σε όσους αγώνες συμμετείχα μετέπειτα, τερμάτιζα, ακόμα κι αν ήτανε πολλά χιλιόμετρα. Και βέβαια δεν μπορούσα να τερματίσω, δηλαδή, από το πείσμα μου κι αυτά, με πήρανε με το φορείο στα 60, νομίζω πήγα μέχρι τα 60. Είχαν ματώσει τα πόδια μου και τα αίματα πηγαίναν μέχρι τους αστραγάλους, είχα συγκαεί, όχι δεν είχα συγκαεί, είχα πληγές, πληγές κανονικές και τα αίματα τρέχανε, μέχρι τους αστραγάλους! Με σταματήσανε από τον αγώνα…  Αυτός ήτανε ο πρώτος αγώνας, που έτρεξα, σοβαρός, και που δεν τερμάτισα. Μετέπειτα, πείσμωσα και μέτραγα τι γίνεται, τις δυνάμεις μου, κι έμπαινα σε αγώνες, που τερμάτιζα. Άρχισα να κάνω ορειβατικούς μαραθώνιους και ορειβατικά, τότε ήτανε στα Σπάργανα το trail running, υπήρχε μόνο ο ορειβατικός μαραθώνιος του Ολύμπου. Θυμάμαι πρώτο Μαραθώνιο του Ολύμπου, έχω τρέξει το ’91. Ήμουνα 18 χρονών. Πήγα το ’91 εκεί πέρα, τότε ήτανε ορειβατικός μαραθώνιος, δεν ήτανε μαραθώνιος, όπως πάνε τώρα τα «Olympus Running» και τα αυτά, που πάνε με σορτσάκια, με τζελ και μ’ αυτά, πηγαίναμε με μποτάκι, σακιδιάκι, μπατόν και κάναμε ορειβατικό μαραθώνιο, το ’91. Με κακοκαιρίες, μ’ αυτά. Πολύ ωραίες εμπειρίες!

Γ.Γ.:

Συναισθήματα, έτσι, από τις ολοκληρώσεις και του συγκεκριμένου μαραθωνίου και, γενικότερα, όλων των άλλων;

Γ.Κ.:

Γενικότερα, ναι, έχω πολύ δυνατές εμπειρίες αποκομίσει, από τα τρεξίματα, γιατί έχω καταφέρει κάποιους άθλους, ας πούμε. Ας πούμε, ο «Ευχίδειος άθλος» που είναι 107 χιλιόμετρα άσφαλτο, το «Trail Running» στη Ροδόπη, που είναι 120 χιλιόμετρα μονοπάτι, δηλαδή τα πιο δύσκολα και πιο μεγάλα, που ‘χω κάνει. Είναι, εντάξει… Όταν τερματίζεις αυτούς τους αγώνες, αισθάνεσαι πολύ δυνατός μετά, για να αντιμετωπίσεις καταστάσεις στη ζωή σου. Αλλά εγώ, όλα αυτά τα ‘κανα στα πλαίσια ότι «Α, προπονούμαι» και οπότε μου βγαίνανε και πιο πώς να πω…

Γ.Γ.:

Χωρίς άγχος;

Γ.Κ.:

Δεν είχα άγχος, ήξερα ότι θα πάω και θα τερματίσω, ας πούμε. Μπορεί να τερμάτιζα τελευταίος, σε κάποιους αγώνες τερμάτισα τελευταίος, γιατί ήταν τόσο δύσκολοι. Δηλαδή στον «Ευχίδα», θυμάμαι, το 2000 κάτι, 2004-2005, είναι ο αγώνας «Πλαταιές – Δελφούς», είναι, και καλά, ότι ο Ευχίδας, αυτό είναι ιστορικό, ότι το ‘χε τρέξει. Ο Ευχίδας ήτανε ημεριδοδρόμος, ήταν άνθρωποι που τρέχανε και στέλνανε μηνύματα, οπότε μπορούσαν να διανύσουν μια απόσταση, σε μια μέρα, γι’ αυτό τους λέγανε ημεριδοδρόμους, δηλαδή τρέχανε μια μέρα, αυτή την απόσταση. Οπότε υπάρχει ιστορική καταγραφή ότι ο Ευχίδας αυτό το ‘χει κάνει, 14 ώρες, τα 107 χιλιόμετρα, για όποιους ξέρουνε, είναι πολύ σκληρό. Κι από μονοπάτια, βέβαια, ο Ευχίδας, δεν υπήρχαν άσφαλτοι, δεν υπήρχαν δρόμοι τότε και τέτοια. Άρα, τώρα εμείς, που είμαστε στο 2000, πρέπει να το κάνουμε σε 14 ώρες. Είχαμε πάει το 2005 και νομίζω γίνεται Μάιο, αρχές Μαΐου, εκεί πέρα. Ακόμα γίνεται ο αγώνας αυτός, μια χαρά γίνεται. Και είχε καύσωνα, τυχαίνει τώρα, εκείνο το Σαββατοκύριακο κι έχει 40 βαθμούς, δεν ξέρω πόσο έχει. Ήμαστε καμιά 70αριά, στην εκκίνηση και ξεκινάμε και πέφταμε, δηλαδή λιποθυμάγανε άνθρωποι, στους δρόμους! Ήτανε τρομερό πράγμα αυτό, πάρα πολύ επικίνδυνο και πάρα πολύ δύσκολο! Εγώ στο «60», άρχισα και είχα σκοτοδίνη, ας πούμε, δεν έβλεπα. Ήμουνα μ’ έναν φίλο μαζί, πολύ δυνατό δρομέα, τον Βασίλη, που τρέχαμε και σταματάμε σε μια στάση κα του λέω «Μαλάκα, δεν γίνεται, έχω πάθει εγκεφαλικό, νομίζω ότι θα κάνω ζημιά στον εαυτό μου. Άρα τα παρατάω, δεν μπορώ». Και σταμάτησα στη στάση. Έχω κάτσει σε μια καρέκλα και ο Βασίλης, τον βλέπω, που τρώει. Βασικά, δεν τον έβλεπα, τον έβλεπα πολύ θαμπά. Φορούσε ένα κόκκινο. Τρώει, εκεί πέρα, κάτι, στη στάση, σ’ αυτά πρέπει να τρως πάρα πολύ, σ’ αυτά, τα πολύ μεγάλα, τα «ultra», τα λένε «ultra», ο,τι είναι πάνω από μαραθώνιο, είναι «ultra». Εκεί στα 3-4 λεπτά, που έτρωγε, τον έβλεπα, έτσι, λίγο θαμπά και τον βλέπω να φεύγει. Του λέω «Φύγε», «Σίγουρος;» μου λέει, «Φύγε, φύγε…». Ήμουνα λιπόθυμος σχεδόν. Κι αποφασίζω ότι ή θα σηκωθώ τώρα, που βλέπω το κόκκινο του Βασίλη, λίγο θαμπά, για να ξαναμπώ στον αγώνα ή τον έχασα τον αγώνα. Και σηκώνομαι όρθιος κι αρχίζω να περπατάω, όχι να τρέχω. Κι έβλεπα λίγο, από μακριά, το κόκκινο του Βασίλη κι έλεγα «Να μην το χάσω, να μην τον χάσω!». Και στα 2 χιλιόμετρα, είχε φύγει από πάνω μου αυτό και τον έφτασα τον Βασίλη και τερματίσαμε μαζί, εκείνη τη χρονιά, φοβερή εμπειρία! Τέτοια πράγματα, στα «Ultra», έχεις τέτοιες ιστορίες πολλές.

Γ.Γ.:

Εκεί νομίζω, δεν το ‘χω ζήσει, αλλά βάσει αυτών, που λες, ρε παιδί μου…

Γ.Κ.:

Δοκιμάζεις τις δυνάμεις σου.

Γ.Γ.:

Δοκιμάζεσαι, μπράβο.

Γ.Κ.:

Φτάνεις, δηλαδή, στα όρια τελείως, της λιποθυμίας, ας πούμε, και τα ξεπερνάς και λίγο, κάθε φορά, ή δεν τα καταφέρνεις. Κάποιες φορές δεν τα καταφέρνεις, αλλά πολεμάς, ας πούμε. Δηλαδή στη Ροδόπη, ας πούμε, μια άλλη ιστορία με τέτοια, με τρεξίματα, «Ροδόπη Trail Running», είναι ακόμα, γίνεται ο αγώνας, είναι τον Οκτώβρη. Είχα πάει στον πρώτο, στον πρώτο βέβαια, πού θα πήγαινα; Στον πρώτο, που ‘χε γίνει. Είχα βοηθήσει και τον Λάζαρο τον Ρίγο, που είναι φοβερός φίλος και αυτός διοργανώνει ακόμα όλους τους σοβαρούς αγώνες στην Ελλάδα. Είχα βοηθήσει, δουλεύαμε στο μονοπάτι, είχα πάει μια βδομάδα πιο πριν. Μ’ άρεσε αυτό, η παρέα, κι έχω αποκομίσει, δηλαδή, φοβερές εμπειρίες και φοβερούς φίλους απ’ όλο αυτό! Και στο πρώτο «Ροδόπη Run», ας πούμε, ήταν 120 χιλιόμετρα. Εγώ δεν είχα κανένα άγχος, βασικά, ήμουνα πολύ προπονημένος, αλλά δεν με ένοιαζε και να τρέχω, να σκοτώνομαι, οπότε το καλαμπούριζα, γενικότερα. Και φτάνω σε μια στάση στο 60, 60 χιλιόμετρα, μες στο δάσος, τώρα, ας πούμε, είχε νυχτώσει, είχε ξημερώσει, ξανανυχτώνει… Θυμάμαι έκανα 25 ώρες, δεν θυ[00:30:00]μάμαι, 24 ώρες, όλος ο αγώνας, συνεχόμενο τρέξιμο. Και φτάνω σε μια στάση, στο 60 κι έχουνε μπιφτέκια, με πατάτες. Τρως πολύ! Κι έφαγα 4 μερίδες, μπιφτέκια με πατάτες! Τρως πάρα πολύ σ’ αυτούς τους αγώνες, δηλαδή οι θερμίδες, που καις, είναι απίστευτες. Και είναι νύχτα, ήμαστε νύχτα, τώρα κι έχει μπροστά μας τη Ζαρκαδιά, μετέπειτα τα ξέρω, αλλά τούτο δεν ήξερα τίποτα, δεν είχα δώσει και πολλή βάση στον αγώνα. Κι έρχεται ο διοργανωτής και λέει, όχι διοργανωτής, αυτοί, που ενημερώνανε εκεί, υπήρχανε στους σταθμούς, που σε ενημερώνουνε, γιατί είχε ξανά στάση μετά στα 10 χιλιόμετρα. Δεν είχε τίποτα άλλο, δηλαδή για 10 χιλιόμετρα ήσουνα αυτόνομος, μες στη νύχτα, στο μονοπάτι με ομίχλη και άστα, δύσκολα πράγματα! Και να ‘σαι κι εξαντλημένος! Άμα χάσεις το μονοπάτι, άμα χαθείς απ’ τον αγώνα, πέθανες! Και λέει «Παιδιά μπροστά μας είναι το βουνό, είναι ο δύσκολος…» κι εγώ είχα φάει 4 μπιφτέκια με πατάτες και λέω «Τώρα το λες;». Κι οπότε, ξεκινάω την Ζαρκαδιά κι όσο ανεβαίναμε πύκνωνε η ομίχλη και υπήρχανε άνθρωποι μπροστά, που είναι σταματημένοι και ρωτάγανε «Ποιος έχει ορειβατική εμπειρία;». Ενώ ξεκίνησα τελευταίος, επειδή είχα φάει τα μπιφτέκια και ήμουνα αραχτός, είχα αράξει να χωνέψω λίγο, όταν βγήκα απάνω στην Ζαρκαδιά, στην κορφή, είχα καμιά 25αριά άτομα, από πίσω, γιατί εγώ μπορούσα να βρω τον δρόμο! Όταν φτάσαμε στην κορυφή, μετά, εξαφανιστήκανε, μετά ήτανε όλοι πιο δυνατοί από ‘μένα! Φοβερή εμπειρία κι αυτό, το «Ροδόπη Trail»!Πήγα πέρυσι και το κάναμε μ’ έναν φίλο, με σακίδιο, 3 μέρες! Και ξεπατωθήκαμε, λιώσαμε, ας πούμε, στο περπάτημα! Κι εγώ το ‘χα κάνει 22-23 ώρες, πόσο είχα κάνει ας πούμε, συνεχόμενες.

Γ.Γ.:

Τώρα με παύσεις όμως;

Γ.Κ.:

3 ημέρες, με διανυκτερεύσεις, με φαγητό, να κουβαλάς, ναι… Αλλά 3 μέρες, είχαμε ξεπατωθεί στο περπάτημα!

Γ.Γ.:

Αποκατάσταση, μετά από τέτοιους αγώνες 25 ώρες, να τρέχεις…

Γ.Κ.:

Ανάλογα πόσο προπονημένος είσαι. Εγώ, γενικότερα, επειδή είχα μια φυσική κατάσταση σταθερή, ας πούμ,ε μου ‘παιρνε πολύ λίγο χρόνο, να έχω αποκατάσταση, δηλαδή εντάξει, σε μια βδομάδα ήμουνα ξανά… Πήγαινα από αγώνα σε αγώνα! Κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινα σε αγώνες. Δηλαδή είχε αγώνα μερικές φορές το Σάββατο, μερικές φορές την Κυριακή, πήγαινα και τον Σάββατο, μαραθώνιο και την Κυριακή, μαραθώνιο! Λέγανε, ας πούμε, τότε κάποιοι «Α, είναι, να τρέξεις 3 μαραθώνιους, τη σεζόν», ας πούμε, αλλά, εντάξει, εγώ δεν έτρεχα επαγγελματικά, δηλαδή πήγαινα… Ο καλύτερος μου χρόνος είναι 3,5 ώρες, ας πούμε, στην Κλασική, που έχω κάνει. Ά, όχι, έχω κάνει και 3,20 στο Ρότερνταμ, στο εξωτερικό. Αλλά δεν ήμουνα, δηλαδή, δρομέας «αθλητής». Αλλά το 3,20 είναι σοβαρός χρόνος, δηλαδή πρέπει να τρέχεις δυνατά για 3-3,5 ώρες, ας πούμε! Αλλά πήγαινα εκεί 3,30-3,40, 4 το πολύ, ας πούμε.

Γ.Γ.:

Και στα βουνά, αναλόγως τους αγώνες, έτσι ορειβατικούς ή… υπάρχουνε κι εκεί που έχεις λάβει μέρος ή στα βουνά μόνο;

Γ.Κ.:

Αυτό το «Ροδόπη Trail Running» είναι απ’ τους πιο δύσκολους, αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα, είναι 120 χιλιόμετρα σε μονοπάτι. Στο «Olympus Marathon» έχω πάρει μέρος πάνω από 10-12 φορές, πολλά χρόνια, πήγαινα κάθε χρονιά, κάθε χρονιά… Είναι γιορτή αυτό. Πήγα και τώρα, μετά το ατύχημα, σε trail running μπορώ να πηγαίνω, με μπατονάκια, περπατώντας. Πήγα και πριν 4 χρόνια στο «Olympus Marathon».

Γ.Γ.:

Αυτό, για την σπονδυλική στήλη, που είπες ότι χτύπησες, το ατύχημα, από ορειβατικό το έπαθες;

Γ.Κ.:

Όχι, στα ορειβατικά δεν έχω πάθει. Έχω πάθει κάποια ατυχήματα ψιλά και τέτοια. Έπεσα από ελιά, γιατί η οικογένειά μου έχει πολλές ελιές. Έπεσα από 5 μέτρα και έπεσα με την πλάτη. Κινδύνεψα, γενικότερα, να μείνω παράλυτος. Ευτυχώς, επειδή έχω πολλή γνώση από πρώτες βοήθειες, ήξερα πώς να με χειριστούν. Δεν έχασα τις αισθήσεις μου αρχικά, καθόλου, παρόλο που ήμουνα οριακά, να τις χάσω και δεν επέτρεψα σε κανέναν να με κουνήσει, ας πούμε, και πήγα στο ΚΑΤ με τα δίχτυα, με τα ‘λιόπανα, με πιάσανε. Είχα 2 εργάτες και με πιάσανε, με βάλανε στο αμάξι με τα ‘λιόπανα και δεν επέτρεψα σε κανέναν, να με ακουμπήσει, παρά στο ΚΑΤ σε γιατρό, χειρούργο… Ευτυχώς είναι ένας φοβερός γιατρός, ο Πνευματικός και με ανέλαβε και με έφτιαξε. Γιατί γενικότερα είχα χοντρό κάταγμα, συντριπτικό κάταγμα, εκρηκτικό, όχι συντριπτικό. Εκρηκτικό σημαίνει ότι είχε γίνει ο σπόνδυλος, κομμάτια, τελείως κι έπρεπε να χειρουργηθεί. Το 2010 αυτό.

Γ.Γ.:

Πρόσφατα…

Γ.Κ.:

Πρόσφατα, σχετικά, ναι.

Γ.Γ.:

Γιώργη, για να ασχοληθεί κανένας με την ορειβασία, κι εσύ και γενικά, φαντάζομαι ότι θέλει έναν σοβαρό εξοπλισμό, έτσι;

Γ.Κ.:

Βέβαια, πολλά λεφτά σε εξοπλισμούς, πάρα πολλά λεφτά… Έχω ξοδέψει πάρα πολλά λεφτά σε εξοπλισμούς. Αλλά εντάξει, τα χαίρεσαι, γιατί βλέπεις ότι τα παπούτσια, δηλαδή, τα λιώνεις, γιατί έχεις πάει σε όλη την Ελλάδα, τα σχοινιά τα χρησιμοποιείς και τα λιώνεις και τα ευχαριστιέσαι, ας πούμε. Εντάξει, γενικότερα, υπάρχουν … Στην Ελλάδα είμαστε πολύ πίσω στο sponsoring και σε οτιδήποτε, στην εύρεση χρημάτων, είναι πάρα πολύ δύσκολο, είναι ελάχιστοι στην Ελλάδα, που ζουν με sponsoring κι απ’ αυτά. Εγώ δεν το ‘χω, δεν το ‘χω και σαν χαρακτήρας, να ασχολούμαι μ’ αυτά. Εντάξει, γενικότερα, ό,τι χρειάζομαι, το παίρνω, το αγοράζω μόνος μου, θέλω να πω. Εντάξει, μερικές φορές, η αλήθεια είναι, ότι έχουμε εκπτώσεις, σαν εκπαιδευτές απ’ τα μαγαζιά κι αυτά, μας κάνουνε καλύτερες τιμές, σίγουρα.

Γ.Γ.:

Βάλε με λίγο μέσα στο κομμάτι, γιατί δεν ξέρω. Είναι, να πας να κάνεις ορειβασία, να ανέβεις στον Όλυμπο, για παράδειγμα, πώς προετοιμάζεσαι, δηλαδή τι πρέπει να πάρεις μαζί σου κι αν δεν το πάρεις δεν μπορείς και να προχωρήσεις, ας πούμε; Ή να βάλεις την ευρηματικότητά σου μετά, δεν ξέρω…

Γ.Κ.:

Κοίταξε, εντάξει, η ορειβασία έχει ένα τεράστιο κεφάλαιο, έχει πάρα πολλούς παραμέτρους, πάρα πολλά πράγματα κι οπότε, ανάλογα με τον χαρακτήρα σου και με το τι θες να κάνεις, δηλαδή, αν είσαι πολύ εγωιστής, αν πιστεύεις ότι, θες να κατακτήσεις τα πάντα, ξέρω ‘γω, αλαζόνας κι αυτά, έχει διάφορα πράγματα, να κάνεις. Εγώ ταίριαξα πάρα πολύ στα βουνά, μεγάλα, του υψομέτρου, γιατί είχα και ίσως έχω ακόμα, αρκετή αντοχή στην ταλαιπωρία και στα πολυήμερα και σ’ αυτά και στις διασχίσεις, πάρα πολύ μεγάλες οι διασχίσεις, πάρα πολλές οι μέρες. Δηλαδή έχω πάει σε πάρα πολλά μέρη στον πλανήτη, πολλές ημέρες, μ’ έναν σάκο στην πλάτη και να πας απ’ τη μια πλευρά του νησιού στην άλλη, απ’ τη μια πλευρά της Τουρκίας στην άλλη, ή μια τεράστια διάσχιση στο Νεπάλ, ξέρω ‘γω, 20-30 μέρες. Γενικότερα, μ’ αρέσουν αυτά, τα επικά, οι άθλοι. Οπότε ο καθένας ταιριάζει στον εαυτό του, αυτό που με ρώτησες, δηλαδή. Το να ανέβεις μιαν ανάβαση στον Όλυμπο, συγκεκριμένα ο Όλυμπος είναι δύσκολος, ας πούμε. Εγώ δεν θα πρότεινα σε κανέναν, υπάρχουν άσχετοι, που πάνε στο Όλυμπο, αλλά είναι λάθος, γι’ αυτό γίνονται και τόσα πολλά ατυχήματα στον Όλυμπο, κάθε φορά ακούμε, κάθε χρονιά. Ο Όλυμπος είναι σχετικά περπάτημα, μέχρι το οροπέδιο των Μουσών, αλλά τα τελευταία 200 μέτρα είναι αναρρίχηση. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση πια, ότι αυτό είναι αναρρίχηση! Μπορεί να είναι εύκολη αναρρίχηση, αλλά είναι αναρρίχηση! Οπότε στην αναρρίχηση, πρέπει να έχεις κράνος, πρέπει να έχεις μποτρέ, πρέπει να έχεις σχοινιά και πρέπει να έχεις άνθρωπο, που ξέρει να τα χειρίζεται αυτά. Δεν μπορεί να πάει στον Όλυμπο κάποιος, που δεν έχει αυτές τις γνώσεις. Ή να πάει με κάποιον, που έχει τις γνώσεις και να μπορεί να τον ανεβάσει με ασφάλεια. Μέχρι το οροπέδιο των Μουσών, το καλοκαίρι, ναι. Το χειμώνα είναι άλλο κεφάλαιο, ούτε καν μέχρι το οροπέδιο των Μουσών, έτσι; Γιατί ο Όλυμπος είναι ένα μεγάλο βουνό κι έχει και μικροκλίμα, επειδή είναι κοντά στην θάλασσα και δημιουργείται, δηλαδή αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα, τα καιρικά φαινόμενα, μέσα σε μισή ώρα από κει που ‘χεις ήλιο, μπορεί να γίνει καταιγίδα! Απίστευτο πράγμα στην Ελλάδα…

Γ.Γ.:

Απ’ όλα τα μέρη που ‘χεις γυρίσει, βασικά, τα θυμάσαι όλα αυτά, που ‘χεις γυρίσει;

Γ.Κ.:

Εντάξει, ναι, τα θυμάμαι, γιατί τα αγαπάω, έχω ζήσει περιπέτειες, τα θυμάμαι, ναι. Θυμάμαι δηλαδή, αναπολώ καμιά φορά έτσι, αλλά λέω «Α, πότε θα ξαναπάω πίσω, στο Μαρόκο; Πότε θα ξαναπάω πίσω, στο Νεπάλ;». Το Νεπάλ είναι ένα αγαπημένο μέρος πια, έχω πάει 7 φορές, έχω φίλους… Έχω ζήσει τόσα πολλά πράγματα εκεί κι εντάξει, είναι η πιο ορεινή χώρα στον πλανήτη, ας πούμε, και είναι τρομερό αυτό. Να ζεις εκεί πέρα είναι πάρα πολύ δύσκολο! Και σαν επισκέπτης, που θα πας 1-2-3 μήνες, ας πούμε είναι φοβερό, παίρνεις μια απίστευτη εμπειρία απ’ αυτούς τους ανθρώπους κι αυτά τα μέρη.

Γ.Γ.:

Πώς αποτυπώνονται μέσα σου όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Δηλαδή γνωρίζεις και τον πολιτισμό τους λίγο ρε παιδί μου…

Γ.Κ.:

Ναι. Συγκεκριμένα, οι Νεπαλέζοι είναι απίστευτοι, είναι βουδιστές και είναι οι πιο ευγενικοί άνθρωποι στον πλανήτη! Σέβονται και το μυρμήγκι, ας πούμε, όχι τους ανθρώπους, γενικότερα. Εντάξει, το Νεπάλ είναι κεφάλαιο. Άμα είσαι ορειβάτης, πρέπει να πας στο Νεπάλ, έστω μια φορά στη ζωή σου, δεν γίνεται. Εγώ αναπολώ, πότε θα ξαναπάω! Όταν είχα έρθει στη δουλειά, στη Σκύρο, που ήρθα το ’99, για δουλειά, εδώ, έλεγα «Τώρα που ‘χω λεφτά, κάθε φθινόπωρο, θα ‘μαι στο Νεπάλ!». Κι εντάξει, σε 20 χρόνια έχω πάει 7 φορές, δεν ήμουνα κάθε χρόνο, αλλά κάθε 3 χρόνια πάω.

Γ.Γ.:

Άρα από τους προορισμούς, που έχεις πάει, το Νεπάλ είναι απ’ τους αγαπημένους σου;

Γ.Κ.:

Σίγουρα, σίγουρα… Ναι, είναι μες στην καρδιά μου. Είναι σαν πατρίδα, σα να γυρνάω, να επιστρέφω εκεί πέρα, όχι να ταξιδεύω! Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις!

Γ.Γ.:

Η πιο ωραία ανάμνηση από το Νεπάλ, που σου μένει;

Γ.Κ.:

Εντάξει, είναι τα βουνά μωρέ… Τα βουνά. Είναι, βέβαια και οι άνθρωποι που είναι τρομεροί, που είναι πολύ φιλήσυχοι και πολύ φιλόξενοι, τρομεροί άνθρωποι! Μπορεί να μην μπορείς να επικοινωνήσεις, σε μερικά μέρη δεν μπορείς να επικοινωνήσεις καν, μόνο με νοήματα, με τέτοια. Αλλά οι άνθρωποι είναι απίστευτοι! Απίστευτα φιλ[00:40:00]όξενοι και απίστευτα δοτικοί, δηλαδή ό,τι έχουνε, ρύζι έχουνε; Θα σου δώσουνε, να φας, ας πούμε.

Γ.Γ.:

Έτσι, από άλλες χώρες, εμπειρίες και αναμνήσεις που έχεις;

Γ.Κ.:

Εντάξει, γενικότερα, έχω ταξιδέψει αρκετά. Με αφορμή τα βουνά δηλαδή, επειδή έχει βουνά σε όλον τον πλανήτη έλεγα «Α, ωραία, έχει βουνό στην Αργεντινή. Να πάμε και στην Αργεντινή! Α, έχει βουνά και στη Βολιβία. Να πάμε και στη Βολιβία!». Όπου έχει βουνό, σχεδόν, έχω πάει ή θέλω να πάω, άμα δεν έχω πάει, είναι στους στόχους!

Γ.Γ.:

Και απ’ τις πιο αξιοσημείωτες ιστορίες ή αστείες, ή επικίνδυνες, που σου ‘χουνε μείνει απ’ τα ταξίδια σου;

Γ.Κ.:

Εντάξει, γενικότερα… Στις Άνδεις έχω πάει αρκετά, γιατί οι Άνδεις είναι πιο προσβάσιμες οικονομικά, σε σχέση με τα Ιμαλάια. Οι Άνδεις είναι η μεγαλύτερη οροσειρά του πλανήτη, η υψηλότερη κορυφή είναι το Ακονκάγκουα που είναι στην Αργεντινή και εκτείνεται από τον βορρά μέχρι κάτω, την Παταγονία, ας πούμε. Είναι πολύ όμορφα και είναι και προσβάσιμα, είναι εύκολο. Δηλαδή στις Άνδεις, είναι δύσκολο το αεροπορικό εισιτήριο, γιατί πρέπει να διασχίσεις ωκεανό, ας πούμε, είναι μακριά απ’ την Ελλάδα, οπότε γύρω στο χιλιάρικο, 800-700 ας πούμε, μπορεί να βρεις, ένα καλό εισιτήριο. Μετά εκεί, δεν χρειάζονται άδειες, όπως στα Ιμαλάια και σ’ αυτά, ούτε αποστολή, γραφεία, αυτά. Πας μόνος σου κι ανεβαίνεις σε βουνά, στις Άνδεις. Οπότε έχω πάει πάρα πολλές φορές. Έχω πάει από πάνω, άμα πάρεις κι εκτός κι από Κεντρική Αμερική έχω πάει στο Μεξικό, στα βουνά του, που έχει σοβαρά βουνά και το Μεξικό, έχει το Πίκο Ντε Οριζάμπα, έχει το Ποποκατεπέλτ, που είναι 5.600… 5.000. Ωραία βουνά. Όχι πολύ δύσκολα, είναι ηφαίστεια. Στην Κεντρική Αμερική και στην Βόρεια Αμερική, τα βουνά είναι ηφαιστειογενή, είναι ηφαίστεια, ενεργά ή ανενεργά. Οπότε από τεχνικές δυσκολίες, δεν έχουνε πάρα πολλές. Έχω πάει στα ηφαίστεια του Εκουαδόρ, που κι εκεί είναι μεγάλα βουνά, είναι το Τσιμποράζο και το Κοτοπάξι. Αρκετά δύσκολα, μπορείς να πεις, γιατί κι αυτά έχουνε μικροκλίμα πολύ και πολύ κρύο. Τεχνικές δυσκολίες, όχι πάρα πολλές, αλλά κρύο και παγετώνες και χιόνια αρκετά. Έχω πάει στην Κεντρική Αμερική, στο Ταχαμούλκο, λέγεται, είναι το ψηλότερο της Κεντρικής Αμερικής, είναι στη Γουατεμάλα. Έχω πάει προς τον νότο… Τα ‘χω πάρει απ’ τον βορρά, προς το νότο… Δεν έχω πάει στη Βόρειο Αμερική, θα ‘θελα να πάω στο Μακ Κίνλεϊ και στα Βραχώδη Όρη κι εντάξει, στο Μοντ Ρενιέρ ή στο Γκερσέμιτι. Η Αμερική είναι ένα μέρος, που μου ‘χει ξεφύγει και ο Καναδάς, αλλά είναι και πιο ακριβά τα μεγέθη, εκεί πέρα. Δηλαδή το να πας 2-3 μήνες, στην Αμερική, θες 5χίλιαρο, τουλάχιστον. Μετά, στη Νότιο Αμερική, έχω πάει αρκετά. Νότιο Αμερική, γιατί έχω μάθει και τη γλώσσα… Είχα πολλές ιστορίες στη Νότιο Αμερική, έχω περάσει πολύ ωραία. Γενικότερα, μ’ αρέσουν κι οι άνθρωποι, ταιριάζουν πάρα πολύ σε ‘μας τους Μεσόγειους, γιατί είναι και Μεσόγειοι, η Αργεντινή, το 70% είναι Ιταλοί, ας πούμε, ή απόγονοι Ιταλών. Κι έχω πάει 3-4 φορές, 3 φορές στην Αργεντινή, μια φορά στη Βραζιλία, έχω πάει στη Βολιβία, στο Περού, 2 φορές.

Γ.Γ.:

Έτσι, κάποια ανάμνηση που να σου ‘ναι πιο έντονη από όλα αυτά;

Γ.Κ.:

Ορειβατική;

Γ.Γ.:

Οτιδήποτε, όχι μόνο ορειβατική. Και ορειβατική και γενικότερα.

Γ.Κ.:

Ορειβατική… Στο Ακονκάγκουα, ας πούμε, τη μια φορά έπαθα snow-blind. Ναι, έχω ανέβει 2 φορές στο Ακονκάγκουα. Έπαθα snow-blind. Το snow-blind είναι τύφλωση απ’ το χιόνι, λέγεται. Στο μεγάλο υψόμετρο πρέπει να φοράς γυαλιά, ακόμα κι 1 λεπτό αρκεί, για να σου κάψει το αμφιβληστροειδή. Έτσι όπως ανέβαινα, μες στη νύχτα, ξεκινάει η ανάβαση 1:00 η ώρα, τη νύχτα, στο Ακονκάγκουα, -25 είχε θερμοκρασία, ήμουνα μ’ έναν Γιαπωνέζο, είχα βρει έναν Γιαπωνέζο εκεί και πηγαίναμε. Ήμουνα με τον Νίκο τον Μαγκίτση μαζί, αλλά ο Νίκος ο Μαγκίτσης, για κάποιο λόγο, είχε γίνει ένα περίεργο κι είχαμε χωριστεί κι ήτανε στο πιο ψηλό camp. Είχαμε διαφωνήσει, αν θα φύγουμε απ’ το Μπερλίν ή απ’ το Νίντο, εγώ του ‘λεγα ότι αισθάνομαι πολύ δυνατά και τέτοια κι ότι θα φύγω απ’ το Νίντο, είχαμε ανέβει στο Μπερλίν, για εγκλιματισμό, που είναι στα 6.300-6.400. Του λέω «Καλύτερα να κοιμηθώ καλά, να φάω καλά στο Νίντο και να πάω στην κορυφή και να γυρίσω. Νομίζω ότι είναι πολύ εφικτό».Είχαμε διαφωνήσει σ’ αυτό, ο Νίκος είχε ξεκινήσει απ’ το Μπερλίν. Του λέω «Εγώ θα ξεκινήσω απ’ το Νίντο…», απ’ την κατασκήνωση, την προηγούμενη, δηλαδή, «Και θα έρθω να σε ξυπνήσω. Βάλε το ρολόι σου 2 ώρες πιο μετά. Εγώ θα κοιμηθώ λιγότερο.». Άρα είχα ξεκινήσει στη 1:00 η ώρα, τη νύχτα. Ο Νίκος είχε βάλει το ρολόι του, όντως, στις 3, αλλά εγώ στο Μπερλίν έφτασα στις 2, αντί να κάνω 2 ώρες την ανάβαση την έκανα 1, μ’ έναν Γιαπωνέζο, τον Τομογιούκι. Και επειδή είχε -25, ο Νίκος ήτανε μες στο αντίσκηνο, μ’ έναν Αμερικάνο, είχε βρει κι αυτός έναν Αμερικάνο, εκεί κι είχε τακιμιάσει, δεν μπορούσα να περιμένω, γιατί άμα σταματήσεις στα -25, να κινείσαι, παγώνεις, με τη μια, παθαίνεις υποθερμία. Και του λέω «Φεύγω» και ξεκινάω. Όλη την ανάβαση, την έκανα με τον Γιαπωνέζο, με τον Τομογιούκι. Η ανάβαση στο Ακονκάγκουα είναι πολύ περίεργη, γιατί ξεκινάς από δυτικά, άρα φτάνοντας στην κορφή, βλέπεις τον ήλιο. Όταν φτάναμε λοιπόν στην κορφή, γιατί έχει και λίγο τεχνικό κομμάτι, εκεί προς το τέλος, είδαμε τον ήλιο κι από την συγκίνηση απ’ αυτό «Α, φτάσαμε στην κορυφή!», δεν έβαλα τα γυαλιά εγώ… Μέσα σε 5 λεπτά, δεν χρειάστηκε παραπάνω! 5 λεπτά και συνειδητοποιώ «Ω, μαλάκα, δεν έβαλα τα γυαλιά!». Βάζω τα γυαλιά, αλλά είχε γίνε η ζημιά, άρχισα να βλέπω περίεργα, άρχισαν τα μάτια μου να πεταρίζουνε και να βλέπω περίεργα. Του λέω του Γιαπωνέζου… Σ’ αυτό το διάστημα, στη 1 ώρα, είχε έρθει κι ο Μαγκίτσης, από πίσω. Του λέω «Νίκο, δεν είμαι καλά. Πρέπει να φύγω γρήγορα, γιατί νομίζω έχω πάθει εγκεφαλικό!». Νόμιζα ότι είχα πάθει εγκεφαλικό οίδημα, που είναι πολύ σύνηθες στα μεγάλα υψόμετρα. Του λέω «Θα φύγω γρήγορα, κάτω, πριν αρχίσω και λιποθυμάω και θα με βρείτε στο δρόμο». Και φεύγω γρήγορα, πολύ γρήγορα, κάτω και φτάνω στο Νίντο, εκεί που ‘χα ξεκινήσει, σε άλλες 3-4 ώρες, ξέρω ‘γω. Πολύ γρήγορα, σχετικά μέχρι το μεσημέρι. Δηλαδή, απ’ τη 1:00 η ώρα το βράδυ, νομίζω στις 11:00, ήμουνα ξανά πίσω, είχα πάει στην κορφή κι είχα γυρίσει τρέχοντας! Εκεί είχε ένα γκουανταλα-παρκ… Γκουανταλα-παρκ είναι υπεύθυνος του πάρκου, τέλος πάντων, που είναι και γιατρός, έχει και γιατρό εκεί. Και πάω στον γιατρό, τρέχοντας και του λέω «Έχω πάθει εγκεφαλικό, δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν βλέπω. Αρχίζω και δεν βλέπω καλά» και με βάζει στο οξύμετρο, είχαμε οξύμετρο τότε μαζί. Και μου μετράει το οξύμετρο, ότι είχα γυρίσει απ’ την κορφή, και είχα 96-97 και μου λέει «Τι λες; Πας καλά; Εσύ είσαι τούμπανο, δεν έχεις τίποτα. Έχεις πάθει, στα μάτια σου, κάτι. Ε και ηρεμώ εγώ, κατάλαβα… Αλλά δεν ήτανε να ηρεμήσω, γιατί άρχισα και δεν έβλεπα καθόλου, τίποτα! Κι ήμουνα στα 5.400 μόνος μου, γιατί οι άλλοι κατεβαίνοντας προσεκτικά απ’ την κορυφή, και ο Ιάπωνας και ο Μαγκίτσης, είχανε μείνει πίσω. Με βάλανε, τέλος πάντων, στο αντίσκηνο μου, μέσα, για να ξεκουραστώ επιτέλους, να φάω κάτι και αποκοιμιέμαι λίγο. Και ξυπνάω και δεν ξαναείδα τίποτα, για 10-15 μέρες!

Γ.Γ.:

Δεν έβλεπες τίποτα;

Γ.Κ.:

Δεν έβλεπα τίποτα! Και το ζητούμενο είναι, πώς θα φύγω απ’ τα 5.400, που έχει αναρρίχηση, που θα πας στο base camp, ας πούμε; Την άλλη μέρα, λοιπόν, κατεβαίνανε δυο παιδιά, νομίζω Βέλγοι ήτανε, και τους λέω «Εγώ πρέπει να κατέβω!». Οπωσδήποτε έπρεπε να κατέβω, να πάω σε νοσοκομείο, η ανάγκη ήτανε άμεση, δηλαδή έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο, γιατί, αν ο αμφιβληστροειδής έχει πάθει μεγάλο έγκαυμα, μπορεί να τυφλωθείς και για πάντα, ας πούμε, ανάλογα, τι έγκαυμα έχει πάθει. Κι επειδή, τώρα, αυτό είχε γίνει σε ώρες, φοβόμουνα ότι είχα πάθει τρελό έγκαυμα, ας πούμε, οπότε έπρεπε να πάω γρήγορα στο νοσοκομείο! Άρα το άλλο πρωί, ενώ ήταν πίσω μου η παρέα μου, ο Μαγκίτσης και οι άλλοι, κάτι Κρητικοί... Αλλά ήτανε 1 μέρα πίσω από ‘μένα, οπότε έπρεπε να περιμένω άλλη 1 μέρα. Λέω στους Βέλγους «Βλέπω λίγο θαμπά…», είχα κλείσει το ένα μάτι που ήτανε χειρότερα και έβλεπα μια κοκκινίλα, ας πούμε, έτσι, κάπως, του λέω «Θα με βάλεις short-rope…», είναι μια τεχνική, ένα κοντό σκοινί, να κρατάω «Και θα ‘ρθω πίσω σου. Πρέπει να κατέβω!». Και εντάξει ευτυχώς, να ‘ναι καλά τα παιδιά, γιατί δεν κράτησα ούτε διεύθυνση, ούτε τίποτα, με βοηθήσανε και με κατεβάσανε στο base camp, που μετά με πήρε ελικόπτερο, βέβαια και πήγα κάτω, στο νοσοκομείο, απ’ το base camp. Περίμενε δηλαδή το ελικόπτερο, τους είχανε ειδοποιήσει ότι υπάρχει τραυματίας και κατέβηκα με το ελικόπτερο μετά, στο νοσοκομείο.

Γ.Γ.:

Φαντάζομαι, όταν επανήλθε το…

Γ.Κ.:

Μετά από 15 μέρες, άρχισα απ’ το ένα μάτι, να βλέπω θαμπά… Το ένα μάτι έπρεπε να το ‘χω κλειστό για μήνες, νομίζω 2 μήνες. Απαγορευότανε να το ανοίξω, έκανα κάτι θεραπείες και το ξανάκλεινα, πήγαινα και μου το βάζανε. Κάνα 6μηνο είχα ταλαιπωρηθεί φοβερά μ’ αυτό το πράγμα, δεν μπορούσα ούτε να δω. Το ένα μάτι έβλεπα, μετά τον πρώτο μήνα, έβλεπα λίγο θαμπά.

Γ.Γ.:

Λόγω του υψομέτρου λοιπόν, που είδες τον ήλιο!

Γ.Κ.:

Ναι. Παθαίνει έγκαυμα ο αμφιβληστροειδής. Κι αυτό, μετά, βέβαια, αποκτά ευαισθησία. Δηλαδή τα μάτια μου μετά, και τώρα, είναι ευαίσθητα, το καλοκαίρι δηλαδή, μερικές φορές πρέπει να φοράω γυαλιά σοβαρά, εντάξει, δεν προσέχω κι εγώ πολύ κι έχω ιστορίες…

Γ.Γ.:

Έτσι άλλες ιστορίες από ταξίδια, που να σου ‘χουνε μείνει έντονα χαραγμέν[00:50:00]ες στο μυαλό σου υπάρχουν, ε, Γιώργο;

Γ.Κ.:

Πολλές… Ορειβατικές, κυρίως, ιστορίες γενικότερα, γιατί σου λέω, τα ταξίδια για ‘μένα ήταν πάντα συνυφασμένα με τις ορειβασίες. Δηλαδή είχα λεφτά μια χρονιά και λέω «Τι θα κάνω τώρα, φέτος; Πήγαμε εδώ, πήγαμε εκεί. Κάτι διαφορετικό…» και κάτι βρίσκω, κάτι φωτογραφίες, κάτι βουνά, Νέα Ζηλανδία. Λέω «Πω ρε φίλε, θα πάω στη Νέα Ζηλανδία»! Το αποφασίζω… Δεν είπα ποτέ σε κανέναν τίποτα, αν θα ‘ρθει μαζί μου ή τέτοια, ήθελα να πάω μόνος μου, τελείως και δεν το μετάνιωσα τελικά, γιατί πέρασα πάρα πολύ ωραία. Ξεκίνησα, λοιπόν, έναν Γενάρη, γέμισα έναν σάκο, είχα αναρριχητικά, ορειβατικά και λίγα πολιτικά ρούχα, για να περάσω 3 μήνες στη Νέα Ζηλανδία, ας πούμε. Κι έφυγα απ’ την Ελλάδα… Η Νέα Ζηλανδία είναι ο πιο μακρινός προορισμός, που μπορείς να πας απ’ την Ελλάδα, γυρνάς, μετά, τη Γη κι αρχίζει και μικραίνει ο προορισμός, είναι 24 ώρες πτήση, φαντάσου, πας 10 ώρες στην Ταϋλάνδη και μετά, απ’ την Ταϋλάνδη, άλλες 14 ώρες. Στη Νέα Ζηλανδία, επειδή είμαι Κούκης, το επίθετό μου, το μεγαλύτερο βουνό είναι το Mount Cook, οπότε λέω «Πρέπει να ανέβω στο Mount Cook!». Είναι 3.200, αλλά είναι πολύ δύσκολο βουνό, είναι τεχνικό βουνό, που λέμε εμείς οι ορειβάτες, δηλαδή έχει αναρρίχηση, έχει παγετώνες… Πολύ επικίνδυνο βουνό, σκοτώνεται πολύς κόσμος, κάθε χρόνο. Εγώ πήγα, ο παλικαράς να πάω μόνος μου, τελείως! Εντάξει, κινδύνεψα, η αλήθεια είναι, στη Νέα Ζηλανδία, αρκετά. Είχα πάει προς το τέλος της σεζόν, δεν τα ‘χα μελετήσει πολύ καλά, γιατί γενικότερα στον προγραμματισμό κάπως υστερώ, μετά στον ενθουσιασμό, το καλύπτω με τον ενθουσιασμό τον προγραμματισμό.Δεν τα ‘χα προγραμματίσει αρκετά καλά και πήγα προς το τέλος της σεζόν, γιατί το βουνό εκεί κλείνει αυστηρά! Δηλαδή, όταν λέμε κλείνει, αρχίζουν καταιγίδες τρελές και τέτοια, οπότε δεν πας! Ξεκίνησα λοιπόν, δεν ήξερα πώς δουλεύουν τα συστήματα εκεί, δεν ήξερα τίποτα. Μπαίνω σε ένα τραίνο, φτάνω στο Oakland, καλοκαίρι… Όταν φεύγεις απ’ τον Γενάρη, απ’ την καρδιά του χειμώνα, εκεί είναι Αύγουστος, στη Νέα Ζηλανδία! Γρήγορα, γιατί ήξερα ότι ήμουν προς το τέλος της σεζόν, φεύγω και πάω στο βουνό. Δεν είχα καταλάβει ούτε καν πώς δουλεύει το σύστημα, στη Νέα Ζηλανδία, ούτε τι γίνεται. Κι έφτασα στη βάση του βουνού, λοιπόν. Παίρνω προμήθειες για 4-5 μέρες και τρέχω-τρέχω, να φύγω, να πάω στο βουνό. Ρωτάω «Είναι κανένας;», μου λέγανε ότι το βουνό είναι κλειστό, εγώ δεν καταλάβαινα, «Τι κλειστό, τι θα πει κλειστό το βουνό; Εγώ θα πάω!». Γεμίζω το σακίδιο, λοιπόν και φεύγω πάω στο καταφύγιο, στο πρώτο καταφύγιο. Άνθρωπος! Ούτε άνθρωπος εκεί, ούτε άνθρωπος να κατεβαίνει, ούτε άνθρωπος να ανεβαίνει. Άρχιζα να ψυλλιάζομαι, λέω «Τι διάολο;». Πετάγανε ελικόπτερα από πάνω συνέχεια. Σε κάποια φάση βλέπω ελικόπτερο και πτώμα. Λέω «Ώπα, κάτι έχει γίνει, ατύχημα». Αυτοί είναι τόσο οργανωμένοι λοιπόν που, η Νέα Ζηλανδία είναι φοβερή χώρα, αλλά και χώρα τη οργάνωσης, δηλαδή το οτιδήποτε πρέπει να το ‘χεις προγραμματίσει πιο πριν! Δηλαδή, εγώ, κανονικά, θα ‘πρεπε να ‘χα προγραμματίσει απ’ την Ελλάδα, 6 μήνες πριν και να ‘χω βγάλει άδεια, για το βουνό, ότι θα πάω στη Νέα Ζηλανδία και θα ανέβω και θα περπατήσω τα μονοπάτια… Τρίχες, εγώ είχα πάρει το σακίδιο και πήγα να ανέβω! Λοιπόν, αυτοί μ’ είχανε δει όμως, οι  γκουανταλα-παρκ εκεί, οι φύλακες του πάρκου, ότι είχα περάσει μέσα, χωρίς άδεια βέβαια, δεν είχα βγάλει άδεια, αλλά μ’ είχανε δει ότι είχα περάσει μέσα στο βουνό.  Και τι είχε γίνει; Εκεί, στο βουνό είχε γίνει ένα μεγάλο ατύχημα, είχαν σκοτωθεί 4 άνθρωποι, η πιο καλή Νεοζηλανδέζα, τότε, οδηγός, με 3 Γιαπωνέζους, πελάτες. 4, μαζί, δεμένοι σ’ ένα σκοινί κι είχαν σκοτωθεί . Είχε πέσει ένα σεράκ από πάνω και τους είχε παρασύρει κι είχαν σκοτωθεί κι οι 4. Και γι’ αυτό, έβλεπα εγώ ότι τους μαζεύανε μετά ελικόπτερα, να πούμε. Και μετά το βουνό κλεισμένο, «Τέλος. Δεν μπαίνει κανένας, όσοι είναι μέσα, να φύγουνε». Έλα που μ’ είχανε δει εμένα, ότι είχα περάσει μέσα, χωρίς άδεια βέβαια. Εγώ κάθομαι εκεί περίμενα, περίμενα, «Κάποιος θα ‘ρθει, κάποιος θα ‘ρθει, να πάω προς τα πάνω στο βουνό…». Δηλαδή εκεί, που ήμουνα, το καταφύγιο, ήτανε στη ρίζα της ορθο-πλαγιάς, στην τελική προσπάθεια. Δηλαδή το βουνό είναι 3.200, εγώ είχα πάει 2 κάτι, δεν θυμάμαι, 2.200-2.300. Δηλαδή, από κει έφευγες, για να πας στην κορυφή του βουνού. Αλλά ήθελα σχοινοσύντροφο, ήθελα κάποιον να δεθεί μαζί μου στο σκοινί, ας ήταν αρχάριος, δεν με πείραζε, είχα την εμπειρία, να πάω απάνω. Άνθρωπος δεν πέρασε, για 3 μέρες, λοιπόν! Την τρίτη μέρα λέω: «Θα πάω κάτω, στο χωριό, να δω τι γίνεται, να ρωτήσω». Εγώ όταν βγήκα απ’ το πάρκο, με συλλαμβάνουνε οι Νεοζηλανδοί, οι φύλακες, εκεί και με πάνε στο γραφείο, για ανάκριση, γιατί δεν είχα βγάλει άδεια, πρώτα. Και μετά έπρεπε… Στη Νέα Ζηλανδία, όταν μπεις στο βουνό δηλώνεις και λες ότι «Θα βγω σε 3 μέρες», την τέταρτη μέρα, έρχεται ελικόπτερο το πρωί και σε ψάχνει, άμα δεν έχεις βγει. Άρα, λοιπόν, ένα απ’ τα ελικόπτερα, που έβλεπα εγώ, από πάνω, ήταν ένα, που με ψάχνανε εμένα, γιατί νομίζανε ότι είχα πάθει κι εγώ κάτι. Κι εγώ, βέβαια, έκανα το «ελληνικό στυλ», εκεί πέρα, ότι ξαφνικά δε μιλάω αγγλικά Χριστό! «Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε», άρχισα να μιλάω ελληνικά, γιατί βέβαια έπρεπε να πληρώσω κάτι χιλιάρικα εκεί πέρα, γιατί είχε σηκωθεί το ελικόπτερο, να με ψάχνει. Και σε κάποια φάση, τους λέω «Μισό λεπτό, πάω λίγο μέχρι την καφετέρια, να φάω κάτι», βουτάω το σακίδιο μου κι εξαφανίστηκα! Αυτοί παίζει να με ψάχνουνε ακόμα, εκεί… Αυτό ήτανε τις πρώτες 5 μέρες, που ‘μουνα στη Νέα Ζηλανδία, καταλαβαίνω ότι «Μαλάκα, αυτό το μέρος δεν είναι για ‘μένα! Δεν μπορώ τώρα τόση οργάνωση, να ‘χω προγραμματίσει, να ‘χω κάνει…». Στο βουνό δεν μπορούσα να ξαναπάω, θα με χώνανε φυλακή. Είχα πάει για το Mount Cook, δηλαδή επί τούτου. «Πω ρε! Τι θα κάνω, τώρα;». Τέλος πάντων, σκέφτομαι από ‘δώ, σκέφτομαι από κει, βλέπω ένα βιβλίο και λέει «The best walks», περπατήματα δηλαδή, της Νέας Ζηλανδίας, «Nine best walks of New Zealand», δηλαδή ήτανε 9 περπατήματα, από τις 3 ημέρες, μέχρι 15 μέρες το καθένα, ας πούμε. Εγώ είχα 3 μήνες! Ε, τα ‘κανα και τα 9… Όχι τα 9, τα 8 τα ‘κανα μες, στους μήνες που μου μείνανε και πέρασα υπέροχα, χωρίς να ‘χω προγραμματίσει τίποτα, χωρίς να ‘χω βγάλει άδεια για κανένα απ’ αυτά. Πλήρωνα εκεί, όταν έφτανα, μερικές φορές ή δεν πλήρωνα καθόλου.

Γ.Γ.:

Η πιο μεγάλη δυσκολία, που ‘χεις βιώσει σ’ όλα αυτά τα ταξίδια, που έχεις κάνει, Γιώργη;

Γ.Κ.:

Εντάξει, μεγάλη δυσκολία… Όλα έχουν τη δυσκολία τους και την ταλαιπωρία τους.

Γ.Γ.:

Και σε επικινδυνότητα δηλαδή…

Γ.Κ.:

Σε επικινδυνότητα…

Γ.Γ.:

Σε όλα εννοώ, ακόμα και να κινδυνέψεις, μέχρι δεν ξέρω ‘γω να σου κάνουνε «πέσιμο», σε μια χώρα άλλη, οτιδήποτε.

Γ.Κ.:

Θυμάμαι αρκετές ιστορίες, ας πούμε, επικίνδυνες… Ας πούμε, μια φορά στα Ιμαλάια είχα πάει… Τότε ήμουνα στα πλαίσια, πριν το 2004, που προπονιόμουνα, υποτίθεται, για να πάω, το 2004, με την ομάδα του Έβερεστ. Και είχα πάει το φθινόπωρο, τον Οκτώβρη της σεζόν, είχα κάνει ένα βουνό, το Μεραπίκ, ας πούμε, μόνος μου κι εγώ έλεγα ότι θα κάτσω, είχα πει στην ομάδα ότι «Θα κάτσω να προπονηθώ εδώ, στα Ιμαλάια και την άνοιξη θα σας περιμένω εδώ, δεν θέλω να γυρίσω πίσω, να πάμε για το Έβερεστ». Οπότε, στα πλαίσια αυτού κι εκτός σεζόν, γιατί η σεζόν η ορειβατική στα Ιμαλάια, στο Νεπάλ είναι Οκτώβρης-Νοέμβρης κι Απρίλης- Μάης, ας πούμε, αυτοί οι 4 μήνες, είναι λίγο πιο καλή η θερμοκρασία, για να ανεβαίνεις σε υψόμετρα. Οπότε είχε πάει Νοέμβρης ή αρχές Δεκέμβρη, δεν θυμάμαι, και σ’ ένα μπαρ εκεί πέρα, της Κατμαντού, βρίσκω έναν Εγγλέζο. Στις μπύρες απάνω του λέω εγώ «Έχω εμπειρία να πάω μια 6.5άρα, θες να πάμε μαζί;». Τέλος πάντων, εκεί στη μπέκρα απάνω, το αποφασίζουμε, την άλλη μέρα να πάμε στο Τσου Λουήστ, λέγεται, είναι στην περιοχή του Ναπούδ, είναι ένα βουνό 6.500, που είναι τεχνικό! Πολύ τεχνικό, δηλαδή αναρριχήσεις, σκοινιά, δύσκολο βουνό. Ο Εγγλέζος δεν έχει καμιά εμπειρία, ενώ στη μπύρα είχε εμπειρία, πολλή, στο βουνό δεν είχε εμπειρία. Ευτυχώς είχα, έχω έναν φίλο πια, τόσα χρόνια στο Νεπάλ, τον Τσουλντίν, και τον πήρα κι αυτόν μαζί βέβαια, για να βοηθήσει και στα κουβαλήματα, στις κατασκηνώσεις και σ’ αυτά. Και πήγαμε στο Τσου Λουήστ οι 3 μας, εγώ, ο Τσουλντίν κι ο Μάικλ, πώς τον λέγανε, Μάικ… Ο Εγγλέζος μας εγκατέλειψε νωρίς, σχετικά, της προσπάθειας, ούτε βοηθούσε να στήσουμε την προωθημένη κατασκήνωση, ούτε αυτό. Αυτός νόμιζε ότι θα πάμε καμιά βόλτα κι εγώ τον είχα πάει σ’ ένα τεχνικό βουνό, να ανέβουμε. Το επικίνδυνο σ’ εκείνη τη φάση ήτανε ο Εγγλέζος, βασικά, γιατί, ενώ τον έβλεπα ότι δεν είχε ούτε εμπειρία, τον πήρα μαζί στην τελική προσπάθεια. Και ξεκινήσαμε 12:00 η ώρα, τη νύχτα οι 3 μας. Δεν υπήρχε κανένας στο βουνό, άνθρωπος! Μάλλον υπήρχανε δύο Γάλλοι, που αυτοί σώσανε τον Εγγλέζο, βασικά, δύο Γάλλοι που κατεβαίνανε. Αυτοί δεν πήγανε κορφή, είχανε στήσει την προωθημένη κατασκήνωση κι είχανε πάει λίγο πιο πάνω, στα 100 μέτρα δηλαδή, εκεί που έμεινε ο Εγγλέζος μέσα στη νύχτα… Βασικά, απ’ την προωθημένη κατασκήνωση ξεκινάει η ορθοπλαγιά από πάνω, ξεκινάει η αναρρίχηση. Ο Εγγλέζος είχε υψοφοβία, μάλλον ή κάτι τέτοιο και μες στη νύχτα, στην πρώτη σχοινιά, μου λέει «Εγώ δεν μπορώ, δεν θα ‘ρθω. Φοβάμαι». Οπότε τον κατεβάζω, «κουβά», είναι μια τεχνική για να ‘ναι ασφαλής, τον κατέβασα στην βάση της ορθοπλαγιάς και του λέω «Λύσου», λύθηκε. Η κατασκήνωση μας ήτανε στη 1 ώρα περπάτημα, ας π[01:00:00]ούμε, να πάει για να ‘ναι ασφαλής. Εγώ θεώρησα ότι αυτός πια θα περπατήσει και θα πάει μέχρι την κατασκήνωση. Εγώ ξεκίνησα, εκείνη την στιγμή ξεκίνησε μια επική ανάβαση με τον Τσουλντίν, γιατί είχαμε ξεκινήσει 12:00 η ώρα τη νύχτα, είχαμε αργήσει, δεν είχαμε πολλά φαγητά, είχαμε φάει λίγο τραχανά, ξέρω ‘γω και ξεκινήσαμε 12 η ώρα τη νύχτα και η προσπάθεια τελείωσε μετά από 35 ώρες, ξέρω ‘γω, όταν βγήκαμε στο χωριό, εγώ με τον Τσουλντίν, ας πούμε, και φάγαμε κάτι μετά από 35 ώρες. Βέβαια είχαμε πάει και στην κορφή. Στην φάση αυτή, λοιπόν, ο Εγγλέζος έμεινε εκεί που τον έλυσα εγώ, απ’ το σκοινί, που λύθηκε, μπήκε σε μια τρύπα, εκεί πέρα είχε -10, -15, και είχε κοκαλώσει τελείως. Για καλή του τύχη, απ’ την κατασκήνωση, οι δύο Γάλλοι κάνανε μια βόλτα και τον βλέπουνε εκεί πέρα το απόγευμα, το άλλο απόγευμα, γιατί εμείς σκαρφαλώναμε απάνω, ήμασταν πάνω στο βουνό, κοκαλωμένο μες στην τρύπα, ας πούμε, και τον διασώζουνε! Εγώ δεν τον είδα ποτέ ξανά αυτόν τον άνθρωπο. Αυτός έφτασε στην κατασκήνωση, κοιμήθηκε λίγο, ξύπνησε κι όπου φύγει φύγει, πήγε στην Αγγλία, δεν πρέπει να ξαναπήγε σε βουνό ποτέ! Φτάνουμε κάτω, δεν είχαμε τρόφιμα, είχαμε κάνει φοβερή προσπάθεια, γιατί έχει πολλή αναρρίχηση, θυμάμαι σκοινιές με σκοινιές αναρριχητικές, πάρα πολλές ώρες. Και δεν είχαμε τρόφιμα, του λέω του Τσουλντίν «Τα μαζεύουμε και πάμε στο χωριό». Το κοντινότερο χωριό ήτανε καμιά 10ριά ώρες, ξέρω ‘γω, κι είχαμε κάνει συνολικά 2 μέρες σχεδόν, 36-38 ώρες προσπάθεια, φοβερή… Αυτό, μια περιπέτεια στα Ιμαλάια.

Γ.Γ.:

Έτσι να σε ρωτήσω ακόμα θέλω 2-3 πράγματα. Η πιο γλυκιά ανάμνηση απ’ όλα αυτά τα ταξίδια, η πιο ωραία ανάμνηση;

Γ.Κ.:

Εντάξει μωρέ, πάντα όλα είναι ωραία, γιατί όλα τα αναπολείς κι όλα τα αγαπάς… Έχει ηλιοβασιλέματα, πρωινά… Όλα αυτά, έχεις μια ταλαιπωρία, αλλά μετέπειτα, όταν τα θυμάσαι μένει κάτι γλυκό, ας πούμε, και κάτι… Έχει πολύ ωραίες αναμνήσεις, το βουνό έχει δυνατές εμπειρίες, πάντα! Εντάξει και παρόλα αυτά, πάντα ήταν το σκέλος του ταξιδιού του βουνού και μετά ήθελα να ταξιδέψω και στη χώρα, δηλαδή στις χώρες που έχω πάει, τις έχω αγαπήσει, ας πούμε, γιατί πήγαινα και στα μουσεία, πήγαινα και σ’ αυτά, πήγαινα και στα γλέντια, έψαχνα τις μουσικές… Μ’ άρεσε δηλαδή, να σκαλίζω στην κάθε χώρα που ‘χω πάει, οπότε έχω και δυνατές εμπειρίες, ταξιδιωτικές, όχι μόνο ορειβατικές. Εντάξει, περνώντας τα χρόνια, μετά κατάλαβα «Ωραία, ο Ιμαλαϊσμός, δηλαδή τα πολύ ψηλά βουνά χρειάζονται αρκετά λεφτά» τα οποία, εντάξει, μερικές φορές δεν θες και να τα διαθέσεις. Δηλαδή τώρα ξαφνικά να λες «Α, 5 χιλιάρικα. Δεν θα κάνω τίποτα άλλο όλο το χρόνο κι έχω 4-5 χιλιάρικα, θα τα δώσω εκεί» ή δεν τα ‘χεις, οπότε είναι μια συγκυρία πραγμάτων, για να πας μια αποστολή, σοβαρή, στο εξωτερικό. Και στράφηκα σε διασχίσεις, μεγάλες διασχίσεις, περπατήματα κυρίως, μονοπάτια και στην Ευρώπη και σε όλες τις χώρες, και στην Ασία και στην Αφρική έχω κάνει και στην Λατινική Αμερική.Πολυήμερες διασχίσεις, δηλαδή σε χαμηλότερα υψόμετρα, αλλά σε δάση, σε παγετώνες. Ας πούμε έχω κάνει μια διάσχιση μεγάλη στην Παταγονία, φοβερή εκεί πέρα, στους παγετώνες και σ’ αυτά, πολύ ωραία. Θα ‘θελα, να ‘χα πάει να σκαρφαλώσω και στη Παταγονία, αλλά είναι συγκυρία, είναι πολύ δύσκολα. Πρέπει να ‘σαι… πια εκεί είναι αναρριχητικά τα πράγματα, δεν είναι ορειβατικά, είναι δύσκολη αναρρίχηση βράχου και σε σκληρές συνθήκες, με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Αλλά εντάξει κι απ’ την Παταγονία, που ‘χω πάει 2 φορές, τα trekking κι αυτά με έχουν ανταμείψει, δεν είναι ότι δεν έχω κάνει κάτι.  

Γ.Γ.:

Άρα λοιπόν στα… Πόσων χρονών ήρθες Σκύρο;

Γ.Κ.:

Στα 25; Εκεί πέρα ήρθα στη Σκύρο, το ’99. 26.

Γ.Γ.:

Μ’ ένα σακίδιο, όπως μου πες…

Γ.Κ.:

Μ’ ένα σακίδιο ήρθα, με μια δουλειά, που μπορεί να έχει προοπτική, μπορεί να μην έχει… Τα βλέπαμε… Την 1η χρονιά έμενα στην παραλία, δεν είχα νοικιάσει ούτε καν σπίτι, γιατί δεν ήξερα τι θα γίνει με τη δουλειά, αν θα πάει καλά, αν… Τελικά πήγε καλά η δουλειά, μ’ άρεσε κι η Σκύρος. Η Σκύρος είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για ‘μένα, μ’ αρέσουν κι οι άνθρωποι και η παράδοση, η κουλτούρα της, γενικότερα. Και τα τοπία μ’ αρέσουν στη Σκύρο. Πια θεωρώ τον εαυτό μου Σκυριανό κι όχι απ’ το Αυλωνάρι, δηλαδή απ’ το Αυλωνάρι δεν έχω τίποτα πια, να με κρατάει εκεί. Εντάξει, ζει η μάνα μου και πάω καμιά φορά κι αυτό, έχω και 2 χωράφια με ελιές. Άμα καμιά φορά μαζεύω ελιές, πάω στο Αυλωνάρι, αλλιώς δε. Δεν μ’ αρέσει, γιατί πολιτισμικά είναι νεκρό, δεν έχει ανθρώπους, που να είναι ενεργοί, έχει ανθρώπους που κοιτάνε να επιβιώνουνε, ας πούμε, και να κάνουνε. Η Σκύρος πολιτισμικά είναι ενεργή και είναι ένα νησί, που έρχονται άνθρωποι, αλληλεπιδράς με ανθρώπους, παίρνεις, δίνεις, έχει τζόγο, είναι ζωντανό ακόμα, ας πούμε. Κι έχει βαθιές ρίζες μες στην παράδοση. Και ο «Γέρος», που υπάρχει εδώ και, γενικότερα, τα παραδοσιακά, όλα τα έθιμα της Σκύρου είναι φοβερά, ας πούμε, και οι άνθρωποι. Μ’ έχει κρατήσει ο τόπος εδώ πέρα, ας πούμε, και τον έχω αγαπήσει.

Γ.Γ.:

Κι όπως είπες αισθάνεσαι και Σκυριανός.

Γ.Κ.:

Ε ναι! Μ’ αρέσει να είμαι ενταγμένος σ’ αυτή την κοινωνία, αισθάνομαι περήφανος που είμαι σ’ αυτή την κοινωνία! Και με τα καλά της και με τα κακά της. Μερικές φορές έχει και μερικά κακά, εντάξει, δεν είναι όλα ρόδινα, υπάρχουνε, είναι μια κλειστή κοινωνία, αλλά, εντάξει, αυτό εγώ το ‘χω ζήσει, πάντα σε κλειστή κοινωνία ήμουνα, δεν έχω πρόβλημα. Απ’ τη στιγμή, που σε αποδέχονται, ότι είσαι λίγο διαφορετικός και είσαι σωστός μετά όλα εντάξει. Το θέμα είναι να μη κάνεις κάτι παραβατικό, σε σχέση μ’ αυτή την κοινωνία και να σε απορρίψει για κάποιο λόγο, εκεί έχεις θέμα.

Γ.Γ.:

Στο μέλλον, Γιώργη, σε τι ελπίζεις;

Γ.Κ.:

Εντάξει, στο μέλλον θέλω να πηγαίνω στα βουνά, δεν έχει σταματήσει ποτέ η δίψα μου για ορειβασίες και για τέτοια, ποτέ, ούτε νομίζω θα σταματήσει. Δηλαδή είμαστε πια τόσο αφιερωμένοι σ’ αυτό το πράγμα, που όταν δεν πηγαίνω, για κάποιο λόγο, έχω ένα διάστημα να πάω στο βουνό, δεν μπορώ να κοιμηθώ, το βλέπω συνέχεια στον ύπνο μου… Δεν γίνεται, πρέπει να είμαι ανά τακτά διαστήματα στη φύση, γενικότερα.Εντάξει και βλέπουμε. Γενικότερα θα ‘θελα να απεμπλακώ λίγο απ’ τη χοντρή δουλειά, αυτό πασχίζω τα τελευταία χρόνια, δηλαδή με την κάβα και μ’ αυτά. Προσπαθώ να απεμπλακώ κι έχω φτιάξει κάποια δωμάτια μες στη Σκύρο, λίγο μου δίνουνε ένα εισόδημα άλλο. Θα φτιάξω μερικά ακόμα δωμάτια, νομίζω, και μετά θα ηρεμήσω απ’ το θέμα το βιοποριστικό.

Γ.Γ.:

Σαν τελευταία ερώτηση θα ήθελα να σε ρωτήσω για τα βουνά της Σκύρου, που πρέπει να αναφερθούμε νομίζω.

Γ.Κ.:

Τα βουνά της Σκύρου, εντάξει, η Σκύρος δεν έχει μεγάλα βουνά, έχει τον Κόχυλα, που είναι 700 κάτι, αλλά έχει ωραία μονοπάτια. Μια χαρά, η φύση της είναι ωραία. Έχει δάση το βόρειο νησί, είναι Κυκλαδίτικο το νότιο, έχει ομορφιές. Έχει ομορφιές που σε εκπλήσσουν και όσες φορές και να πας δεν το βαριέσαι, δηλαδή έχει ομορφιές, έχει εναλλαγές. Το νότιο νησί, για ‘μένα είναι, πιο όμορφο δηλαδή, παρόλο που θεωρείται έτσι ξερότοπος, είναι σκληρός τόπος κι είναι πολύ όμορφος.

Γ.Γ.:

Και σε σχέση με τις ανεμογεννήτριες, έτσι για το βουνό, θα ‘θελα να σε ρωτήσω…

Γ.Κ.:

Οι ανεμογεννήτριες είναι ένα κεφάλαιο εδώ πέρα, στη Σκύρο. Κάνουμε αγώνα κι εγώ είμαι ταγμένος πολύ σ’ αυτόν τον αγώνα, εναντιώνομαι δηλαδή πάρα πολύ, να καταστραφεί η Σκύρος και γενικότερα υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων, ευτυχώς, που κάνουμε δράση σοβαρή. Εντάξει, ελπίζουμε… Είναι δύσκολα τα πράγματα, γιατί έχουμε μπλέξει με μεγαλο-καρχαρίες και οι συγκυρίες τώρα, οι οικονομικές και οι ενεργειακές κι όλες αυτές οι τρίχες, να πούμε, το παραμύθι αυτό, που μας πουλάνε, είναι κατά μας, αλλά γενικότερα εγώ είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και θα γίνει ο αγώνας, όπως και να ‘χει, και θα κερδίσουμε στο τέλος, γιατί αυτό το μέρος πρέπει να προστατευτεί και να πάει στις επόμενες γενιές, έτσι όπως είναι τώρα, δεν χρειάζεται να γίνει τίποτα άλλο, απολύτως τίποτα! Να φτιαχτούνε 2 μονοπάτια, για να πηγαίνει να περπατάει ο κόσμος!

Γ.Γ.:

Ωραία, Γιώργη, είναι κάτι άλλο που θα ‘θελες να προσθέσουμε;

Γ.Κ.:

Είπαμε και πολλά…

Γ.Γ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ, για τον χρόνο και την συνέντευξη και να μου είσαι καλά.

Γ.Κ.:

Πολλή ώρα, ε;

Γ.Γ.:

Και να μου είσαι καλά.