© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Πιο πολύ οι Παοτζήδες μάς έκαναν κακό, παρά οι Γερμανοί»: Αναμνήσεις της Κατοχής

Istorima Code
21621
Story URL
Speaker
Ευδοξία Παρανού (Ε.Π.)
Interview Date
13/03/2022
Researcher
Ραφαέλα Νίκα (Ρ.Ν.)
Ρ.Ν.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πείτε το ονοματεπώνυμό σας;

Ε.Π.:

Θα σας πω. Γιατί όχι; Παρανού Ευδοξία.

Ρ.Ν.:

Ωραία. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς; Πότε γεννηθήκατε;

Ε.Π.:

Θα σας πω. Γεννήθηκα το ’27. Εδώ έζησα. Εδώ μεγάλωσα. Εδώ είμαι, του χωριού.

Ρ.Ν.:

Σε ποιο χωριό;

Ε.Π.:

Στη Λητή. Είμαι από τη Λητή, ναι. Εκείνα τα χρόνια πολλή ανέχεια είχε, φτωχοί άνθρωποι είχε. Ήταν και το ’41 τότε, ’42, το ’43. Ο κόσμος δεν έχει να φάει. Πουλούσαν τα χωράφια τους, τα σπίτια τους... Όχι, τα σπίτια δεν τα πουλούσανε, γιατί πού θα ζήσουνε; Τα χωράφια τους, ό,τι είχανε στο σπίτι, όλα τα πουλούσανε! Μηχανές του ραψίματος, όλα τα πουλούσανε για ένα τσουβάλι αλεύρι, γιατί ήταν το ’41 και δεν είχαν. Δεν είχαν ο κόσμος, αλλά εμείς… Ο πατέρας μου έπλεκε καλάθια και λίγο-πολύ είχαμε. Πήγαινε κάτω στη Θεσσαλονίκη, έδινε τα καλάθια, ψώνιζε. Έπαιρνε ελιές, το λάδι, το αλεύρι, όλα τα είχαμε. Δόξα τω Θεώ, περνούσαμε καλά. Αλλά άλλες που δεν είχανε τίποτα, περνούσαν λίγο δύσκολα.

Ρ.Ν.:

Εσείς βοηθούσατε τον πατέρα σας;

Ε.Π.:

Ορίστε;

Ρ.Ν.:

Στα καλάθια;

Ε.Π.:

Ορίστε;

Ρ.Ν.:

Βοηθούσατε τον πατέρα σας;

Ε.Π.:

Ναι, ο πατέρας μου έπλεκε καλάθια. Τον βοηθούσαμε, αλλά είχαμε καλάμια μεγάλα και πήγαιναν κάτω στον μπαχτσέ και τα ’κοβαν δεμάτια- δεμάτια. Ήτανε κι άλλοι μαζί γαλατάδες, δεν ήταν μόνο ο πατέρας μου. Έδιναν ένα ποσό και τα παίρνανε όλοι και κλάδευαν και τα φέρνανε καθένας στο σπίτι του. Εμείς τον πατέρα μου τον βοηθούσαμε στο καλάμι. Τα καλάμια τα καθαρίζαμε. Είχαμε τόσο μεγάλες κόσες -που τις λέγανε- και τα καθαρίζαμε τα καλάμια. Μετά τα έπαιρνε ο πατέρας μου, τα έσκιζε, έβγαζε τους πάτους, έβγαζε και για πάνω και τα έπλεκε καλάθια. Πολύ ωραία καλάθια έπλεκε ο πατέρας μου. Ναι. Μετά έπλεκε τα καλάθια, τα βάζαμε μέσα, μαζεύονταν καμία τριάντα με πενήντα καλάθια -πόσο-, τα πήγαινε Θεσσαλονίκη. Στο καλάθι ο πατέρας μου έβαζε μια ανάποδο το καλάμι, τη βέργα και μετά εμείς με το πινέλο τη βάφαμε γύρω-γύρω και γινότανε πολύ ωραία το καλάθι. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τσάντες ο κόσμος και με τα καλάθια ψωνίζανε. Άλλοι που είχανε πιο πολλά καλάθια τα πήγαιναν με τα κάρα μεγάλα, τα πήγαιναν έξω, προς τη Δράμα, Καβάλα. Ναι. Άλλοι, αυτοί που ήταν πιο μικροί, τα πήγαιναν εδώ στη Θεσσαλονίκη. Είχανε όμως πολύ καλαθάδες είχαμε. Καλαθάδες και -τέτοιο είχαμε- γαλατάδες πολλοί. Κάθε πόρτα και αγελάδα είχε τότε, δεν είχε ΑΓΝΟ. Κάθε πόρτα και γαλατάδες είχε.

Ρ.Ν.:

Εσείς είχατε;

Ε.Π.:

Είχαμε! Αυτό ήταν στάβλος. Δεν είχαμε στάβλο, από δω είχαμε πόρτα. Είχαμε πόρτα. Είχαμε δυο-τρεις αγελαδίτσες είχαμε, γαϊδουράκι είχαμε και πηγαίναμε στους γαλατάδες κάθε ένας που ήθελε. Τα έπαιρναν οι γαλατάδες. Καμιά τέσσερις-πέντε γαλατάδες είχαμε στο χωριό μας. Και πήγαινα με τη σούστα το πρωί, τα πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη σε κάθε διαμέρισμα πουλούσαν. Οι γαλατάδες πουλούσανε. Φωνάζανε και βγαίνανε οι κυρίες παίρνανε. Δεν είχε ΑΓΝΟ τότε. Και προς τα εδώ ερχότανε οι γαλατάδες το μεσημέρι.

Ρ.Ν.:

Είπατε ότι είχατε πολλούς καλαθάδες εδώ. Θυμάστε πόσους περίπου;

Ε.Π.:

Ναι, θυμάμαι. Ήτανε ο θείος μου απάνω, ο Παρανός. Ήτανε ο… Πώς τους λένε καλέ; Ξεχνάω τα ονόματα τώρα.

Ρ.Ν.:

Περίπου σε αριθμό;

Ε.Π.:

Τα ξεχνάω. Ξεχνάω τα ονόματα, τα επίθετα. Ναι, ναι…

Ρ.Ν.:

Σε αριθμό περίπου; Ήτανε δέκα; Ήτανε δεκαπέντε;

Ε.Π.:

Όχι, δεκαπέντε δεν ήτανε. Καμιά -έτσι- δεκαριά ήτανε. Οκτώ; Τόσο, έτσι ήτανε. Αλλά γαλατάδες πάρα πολλοί είχαμε. Το γάλα το μαζεύανε. Πόρτα και αγελάδα είχαμε. Δεν είχε [00:05:00]μεγάλο στάβλο, όπως τώρα έχει. Κάτω τα πηγαίνουμε, με μηχανές τα αρμέγουνε και τα κάνουνε. Τότε, με τα χέρια τα αρμέγανε.

Ρ.Ν.:

Κυρία Ευδοξία, θυμάστε με ποιους άλλους μαζί βάφατε τα καλάθια του μπαμπά;

Ε.Π.:

Εγώ τα έβαφα. Καθεμία -να πούμε-, πότε εγώ, πότε η μαμά μου, πότε η αδερφή μου. Ναι, δεν ήταν τίποτα. Μία σειρά βάφαμε μόνο έτσι γύρω-γύρω για να είναι όμορφα. Ναι, πολλά τραβήξαμε. Και τον χειμώνα ξέρεις τι κρύο που έκανε για να τα καθαρίσουμε τα καλάμια; Παγώνανε τα χέρια μας.

Ρ.Ν.:

Πηγαίνατε εσείς και τα καθαρίζατε;

Ε.Π.:

Ορίστε;

Ρ.Ν.:

Τα καλάμια τα καθαρίζατε εσείς;

Ε.Π.:

Ναι για. Σου είπα, τα καθαρίζαμε εμείς τα καλάμια. Πηγαίναμε εκεί πέρα απέναντι είχε ήλιο. Προς την Σουλτάνα είχε ήλιο. Έβαζε ο μπαμπάς μου ένα δεμάτι και το καθαρίζαμε. Πότε εγώ, πότε η μαμά μου. Είχαμε τόσο μεγάλες κόσες και τα καθαρίζαμε τα καλάμια, γιατί είχανε τέτοιο… Δεν ήταν καθαρά. Φύλλα είχανε, φύλλα είχανε και τα καθαρίζαμε και τα έπαιρνε ύστερα ο πατέρας μου, τα δούλευε.

Ρ.Ν.:

Αυτές οι κόσες τι ήτανε; Μαχαίρι; Τι ήτανε;

Ε.Π.:

Ήταν -πώς να σου πω;- μαχαίρια μεγάλα, τόσο. Έτσι ήταν και τις λέγαμε κόσες για τα καλάμια τα καθαρίζαμε. Τα καθαρίζουν τα καλάμια. Τα έπαιρνε ύστερα ο πατέρας μου τα δούλευε.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε τι χρώματα βάφατε τα καλάθια σας;

Ε.Π.:

Ε, βέβαια! Ροζ. Να τέτοιο έτσι χρώμα. Όχι! Ροζάκι. Ροζ χρώμα. Ροζ.

Ρ.Ν.:

Και μετά τα έπαιρνε ο μπαμπάς και τα πήγαινε να τα πουλήσει…

Ε.Π.:

Ναι, ναι, τα φορτώναμε εδώ και τα πήγαινε κάτω ύστερα και γύριζε ύστερα. Αλλά ήτανε… Πώς να σε πω; Θυμάμαι -όχι μόνο εμείς, όλες- όταν πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη -ανέχεια ο κόσμος τότε είχε, βρε παιδί μου- θα αγόραζαν άσπρο ψωμί. Άσπρο ψωμί το τρώγαμε - πώς να στο πω- σαν γλυκό το τρώγαμε τ’ άσπρο το ψωμί. Δεν είχε τότε. Από τη Θεσσαλονίκη άσπρο ψωμί είχε. Εδώ εμείς ζυμώναμε όλοι.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε έτσι τα καλάθια πόσο τα πουλούσε ο μπαμπάς;

Ε.Π.:

Κοίταξε τώρα, ο μπαμπάς μου δεν ξέρω εκεί πόσο τα έκανε, πώς τα πουλούσε. Δεν έκανε μόνο μικρά, έκανε και μεγάλα. Πόσο το μεγάλο; Πέντε; Πέντε ευρώ; Τότε δεν είχε ευρώ. Τι ήταν; Κέρματα ήτανε τότες. Πέντε, οκτώ, δέκα… Τόσο. Ναι, τόσο τα πουλούσε.

Ρ.Ν.:

Σας είχε πει πού πήγαινε; Σε ποια περιοχή της Θεσσαλονίκης;

Ε.Π.:

Πώς; Στο Καπάνι. Είχανε επί τούτου μαγαζιά που τα έπαιρναν -να πούμε-. Εκεί στο Καπάνι είχε. Αφεντικοί. Και από εδώ ερχότανε, τα καπαρώνανε. Τα καπαρώνανε και από εδώ πέρα και τα πήγαιναν ύστερα. Ναι.

Ρ.Ν.:

Αυτά εσείς σε τι ηλικία περίπου τα φτιάχνατε τα καλάθια; Θυμάστε περίπου τι ηλικία ήσασταν;

Ε.Π.:

Καμιά… 20 χρόνων; Τόσο. 25; Τόσο. Όχι πιο μικρή, δεν ήμουν τότε. Αλλά από μικρή, όμως, από μωρό ο μπαμπάς μου έπλεκε καλάθια, όχι από 25 χρονών και από 30.

Ρ.Ν.:

Απλώς τότε εσείς βοηθήσατε.

Ε.Π.:

Από την ώρα που γεννηθήκαμε καλάθια έπλεκε. Δεν ήταν γεωργός ο πατέρας μου, είχαμε τα καλάθια. Ναι.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε τι άλλο είχατε; Είχατε -είπατε- γελάδια. Τι άλλο; Είχατε ζωάκια άλλα εδώ πέρα;

Ε.Π.:

Όχι, δεν είχαμε τίποτα άλλο. Τα γελάδια είχαμε μόνο εμείς. Εδώ τα είχαμε. Όλη την ώρα σκουπίζαμε, καθαρίζαμε.

Ρ.Ν.:

Πριν από αυτήν τη δουλειά πήγατε σχολείο;

Ε.Π.:

Βέβαια, πήγα. Ως την πέμπτη τάξη πήγα. Μετά δεν πήγα ύστερα. Ως την πέμπτη τάξη πήγα. Και μετά δεν ξέρω γιατί -έτσι- δεν πήγα στο σχολείο.

Ρ.Ν.:

Εδώ στη Λητή πήγατε;

Ε.Π.:

Ναι, βέβαια. Αυτό το σχολείο δεν ήτανε έτσι. Ακόμα άκτιστο ήτανε. Μετά το χτίσανε. Παλιό σχολείο ήτανε. Όχι εδώ. Δεν πήγα εγώ εδώ. Συγγνώμη. Πήγα εκεί στο ΚΑΠΗ. Το ΚΑΠΗ ήταν σχολείο. Πέμπτη και έκτη κάνανε. Κάτω κάνανε τετάρτη και τρίτη και πάνω κάνανε πέμπτη και έκτη. Εδώ που είναι [00:10:00]τώρα ο γιατρός πηγαίναμε το μεσημέρι. Στο τρίτο διάλειμμα πηγαίναμε εκεί πέρα, κάναμε και μάθημα. Πηγαίναμε... Και εκεί είχε ένα μικρό σχολείο. Πηγαίναμε… Είχε και νηπιαγωγείο εκεί πέρα.

Ρ.Ν.:

Άρα, είχε δύο κτήρια το δημοτικό;

Ε.Π.:

Ναι, ναι ήταν. Δεν ήταν πολύ μεγάλο κτήριο, ήταν μικρό, αλλά και τα νήπια πήγαιναν και η πρώτη εκεί πέρα πήγαινε. Πηγαίναμε και εμείς μία ώρα εκεί πέρα και μας έκανε μάθημα.

Ρ.Ν.:

Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια στο σχολείο; Θυμάστε τίποτα;

Ε.Π.:

Ε, πώς; Πηγαίναμε πάνω στο δάσος, φυτεύαμε όλα τα ... Το δάσος εμείς το φυτέψαμε. Το σχολείο… Το σχολείο... Ναι, πηγαίναμε επάνω και φυτεύαμε δέντρα.

Ρ.Ν.:

Για ποιο λόγο όμως το κάνατε αυτό;

Ε.Π.:

Το σχολείο. Μας έπαιρνε ο δάσκαλος και πηγαίναμε και φυτεύαμε δέντρα. Δεν βλέπεις στην τηλεόραση που πηγαίνουν και τους παίρνουν και φυτεύουν δέντρα; Έτσι κι εμείς. Ναι, κι εδώ κάτω στο σχολείο, ύστερα, κάναμε και τη γυμναστική. Μας έπαιρνε κάναμε γυμναστική πότε εκεί πέρα έξω από το ΚΑΠΗ κάναμε γυμναστική. Μετά είχαμε και μια ώρα κεντούσαμε στο σχολείο. Και για γυμναστική μια ώρα. Το απόγευμα αυτά τα κάναμε. Ναι. Τι άλλο; Να… Αυτά.

Ρ.Ν.:

Κυρία Ευδοξία, κεντούσατε μόνο τα κορίτσια ή και τα αγόρια;

Ε.Π.:

Τα αγόρια δεν ξέρω τι κάνανε. Όχι, τα αγόρια δεν κεντούσανε. Εμείς κεντούσαμε στο σχολείο. Μας έκαναν και κεντούσαμε στο σχολείο. Ναι.

Ρ.Ν.:

Αλλά στην τάξη ήταν και αγόρια ή μόνο κορίτσια ήσασταν;

Ε.Π.:

Όχι, όχι και αγόρια. Είχε και αγόρια, είχε. Πώς; Είχε και αγόρια. Τι άλλο να σας πω; Καλά πέρασα στα παιδικά μου χρόνια εδώ με τα κορίτσια. Είχαμε εδώ στη γειτονιά πάρα πολλά κορίτσια και παίζαμε τα βράδια, κάναμε... Πολύ ωραία ήτανε. Ξενυχτούσαμε… Όχι ξενυχτούσαμε, δηλαδή παίζαμε. Ναι. Οι μάνες μας: «Άντε καλέ, ακόμη θα παίζετε;», μας φώναζαν.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε -έτσι- παιχνίδια;

Ε.Π.:

Είχαμε πολύ καλή γειτονία, είχαμε πάρα πολύ καλή γειτονία, είχαμε... Τα βράδια καθόμασταν -τώρα πιο μεγάλες που ήμασταν- καθόμασταν εκεί πέρα. Είχαμε εδώ έναν γείτονα. Δεν ξέρω αν τον ξέρεις. Προύτση τον έλεγαν. Της Γίτσας ο πεθερός. Την Γίτσα την ξέρεις. Και μας έλεγε πολλά παραμύθια. Πολλά αστεία μας έλεγε. Καθόμασταν εκεί όλα τα κορίτσια, γελούσαμε, ωραία περνούσαμε. Ωραία περνούσαμε εκείνα τα χρόνια. Δεν είχαμε άγχος, ούτε και οι γονείς μας είχανε άγχος να πληρώνουν, όπως τώρα εδώ πέρα. Έρχεται το φως, έρχεται το τηλέφωνο, έρχονται όλα.

Ρ.Ν.:

Τότε όμως, δεν είπατε ότι είχε φτώχεια;

Ε.Π.:

Ορίστε;

Ρ.Ν.:

Δεν είπατε ότι είχε φτώχεια τότε;

Ε.Π.:

Ναι, είχε φτώχεια, αλλά πάλι κάναμε... Τι; Δεν καθόμασταν έτσι.

Ρ.Ν.:

Τα βγάζατε πέρα;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, τα βγάζαμε. Άλλες δούλευαν κάτω. Άλλες… Δούλεψα και εγώ κάτω. Ύστερα, πήγα για κανένα … Εδώ στον Λαγκαδά ήμουνα, στο φαρμακείο, στου Λίγδα. Δεν ξέρω αν ακούσεις... Με έφεραν εδώ στον Λαγκαδά στο φαρμακείο του Λίγδα. Και πάνω ήταν το σπίτι, έκανα το σπίτι και κατέβαινα κάτω ύστερα και στο φαρμακείο -έτσι- λίγο δούλεψα. Λίγο δούλεψα και ύστερα έφυγα, δεν ήθελα...

Ρ.Ν.:

Εκεί τι κάνατε στο φαρμακείο;

Ε.Π.:

Εγώ στο φαρμακείο δεν έκανα τίποτα. Επάνω ήμουνα, δούλεψα. Μετά κατέβαινα κάτω το μεσημέρι. Πήγαιναν αυτές, τρώγανε και όποιος έρθει κανένας, καμιά ασπιρίνη, κανένα -ξέρω γω- τους έδινα. Κατάλαβες; Και εκεί ωραία ήτανε.

Ρ.Ν.:

Και μετά που λέτε πήγατε κάτω; Στη Θεσσαλονίκη;

Ε.Π.:

Πήγα και στη Θεσσαλονίκη κανένα χρόνο, πήγα, δούλεψα. Ναι. Πήγα.

Ρ.Ν.:

Σε τι;

Ε.Π.:

Πού κορίτσι μου; Σε σπίτι δούλεψα. Πού θα πάμε τότε; Εδώ στη Λητή όλα τα κορίτσια έπρεπε να πάνε Θεσσαλονίκη. Άμα δεν πήγαινες, κορόιδευαν. «Κοίταξέ την καλέ τώρα, κάθεται αυτή. Δεν πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει». Τα περισσότερα κορίτσια στο χωριό μας στη Θεσσαλονίκη πήγαιναν και δούλευαν, τα περισσότερα κορίτσια. Ναι.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε -έτσι- τι δουλειές κάνανε τα κορίτσια τότε;

Ε.Π.:

Δουλειές του σπιτιού, του σπιτιού δουλειέ[00:15:00]ς. Σφουγγάρισμα, καθάρισμα, αυτά. Όπως κάνανε σπίτι, έτσι κάνανε.

Ρ.Ν.:

Πηγαίνετε άρα σε πλούσιες οικογένειες;

Ε.Π.:

Ε, βέβαια, βέβαια! Τότε ήταν οι Εβραίοι. Ήταν πλούσιες οι Εβραίες τότε. Βέβαια, σε πλούσια σπίτια. Τώρα πηγαίνουν οι Αλβανοί πηγαίνουν δυο ώρες-τρεις παίρνουν ένα σωρό λεφτά. Τότε όλη την ημέρα δουλεύαμε για τίποτα. Δεν θυμάμαι πόσο. Αλλά κάθε σπίτι έπρεπε να πάει η κοπέλα. Δούλευε κάτω. Τους έστελναν οι γονείς. Από εδώ έρχονταν, έπαιρναν κορίτσια απ’ τη Λητή. Ήμασταν... Δεν ξέρω, έτσι απ’ τον Δρυμό δεν πήγαιναν τόσο ούτε απ’ το... Από εδώ από την Λητή όλοι περνούσαν, πήγαιναν. Μετά στην παραλία βρισκόμασταν, κάναμε βόλτες

Ρ.Ν.:

Με τι πηγαίνατε στη Θεσσαλονίκη;

Ε.Π.:

Με κάρα. Είχε κάρα και πηγαίναμε. Είχε -να πούμε-, κάθε μέρα πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη κάρα. Με κάρα πηγαίναμε.

Ρ.Ν.:

Και πληρώνατε σ’ αυτά τα κάρα;

Ε.Π.:

Μπα, δικοί μας ήτανε. Δικοί μας ήτανε. Αυτοκίνητο δεν είχε τότε. Μετά άρχισαν τα αυτοκίνητα. Δεν είχε εκείνα τα χρόνια αυτοκίνητα.

Ε.Π.:

Τώρα να σας πω για τους Παοτζήδες, ε;

Ρ.Ν.:

Για τους Παοτζήδες; Ναι, να μας πείτε.

Ε.Π.:

Αυτοί οι Παοτζήδες, όταν ερχόταν, ειδοποιούσαν. «Μπουμ, μπουμ, μπουμ, μπουμ». Άρχιζαν να πυροβολούν. «Αμάν έρχονται!». Και κρυβόμασταν. Μας έκρυβαν οι γονείς μας να μη μας πάρουν. Χτυπούσαν τις πόρτες, έπαιρναν κορίτσια, παιδιά. Κρυβόμασταν. Και έκαναν και ζημιές. Ξέρω γω; Πήγαιναν και στο μπακάλικο. Όπως έλεγαν το πρωί που σηκωνόμασταν: «Αμάν! Οι Παοτζήδες ήρθαν εψές το βράδυ!». Κι εμείς τρομάρα είχαμε, οι γονείς μας να μη μας πάρουν. Και έφευγαν ύστερα. Αλλά μια άλλη φορά -Αγίου Χαραλάμπους- ήρθαν ένα βράδυ. Πάλι έτσι «μπουμ, μπουμ, μπουμ» χτυπούσανε. Πήραν τρία κορίτσια απ’ το χωριό μου. Πήρανε τη θεία σου τη Στέλλα, Δημητρούλα Γαβότση -ήταν ελεύθερες ακόμα- και Δάφνη Καμάρη. Αυτά τα τρία τα κορίτσια τα πήρανε, αλλά δεν πρόφτασαν να τα πάρουνε πάνω στο βουνό. Πήγανε ως το Δερβένι. Τα γαϊδούρια δεν πήγαιναν -με συγχωρείς-, δεν προχωρούσανε. Και αυτοί τα χτυπούσαν. Και τα κορίτσια μόλις είδαν έτσι και γυρίσανε τα κορίτσια ευτυχώς. Δεν πήγαν πάνω στο βουνό. Και μετά σηκωθήκαμε το πρωί, λέμε: «Αμάν! Τρία κορίτσια πήρανε απ’ το χωριό». Μετά μάθαμε ότι γύρισαν τα κορίτσια.

Ρ.Ν.:

Τα κορίτσια αυτά πώς γυρίσανε πίσω;

Ε.Π.:

Ε, πώς; Δεν είναι πολύ μακριά. Κάνανε βόλτες εκεί πέρα στο Δερβένι λίγο πιο πάνω -το ξέρεις το Δερβένι;- λίγο πιο απάνω από τον Αργύρη. Τότε εκεί κάναμε βόλτα επάνω-κάτω, επάνω-κάτω.  Δεν ήταν μακριά. Για αυτό. Κοντά στο χωριό ήταν. Ευτυχώς δεν πήγαιναν τα γαϊδούρια. Θαρρείς και ο Θεός τους τιμώρησε. Μόλις ξημέρωσε, αυτοί φύγανε. Τα χτυπούσαν τα γαϊδούρια για να φύγουνε και δεν τα είδαν τα κορίτσια -να πούμε- όταν φύγανε. Τώρα και η Στέλλα τα ξέρει πιο καλά. Ναι, και ύστερα ήρθαν τα κορίτσια. Παίρνανε... Και εδώ είχαμε κάτι πρόσφυγες. Μας βάζανε και πρόσφυγες κάτω απ’ το Κιλκίς από αυτή... Μας βάζανε και πρόσφυγες. Γιατί ήταν αυτοί οι αντάρτες και κρύβονταν και τους έφερναν εδώ στο χωριό μας, έφερναν...

Ρ.Ν.:

Ποιος τους έφερε εδώ στο χωριό;

Ε.Π.:

Ο δήμαρχος. Ξέρω γω; Ο δήμαρχος τους έφερνε. Να σε εμάς μας βάλανε εδώ πέρα μια πρόσφυγα με τον άντρα της σε εκείνο το δωμάτιο. Με το έτσι θέλω! Και παντού και σε ένα άλλο σπίτι και παντού βάλανε πρόσφυγες. Πάρα πολλοί πρόσφυγες ήρθανε.

Ρ.Ν.:

Πόσο καιρό έμειναν αυτοί οι πρόσφυγες στο σπίτι σας;

Ε.Π.:

Φοβούνταν, φοβούνταν τους αντάρτες και τους φέρνανε εδώ πέρα. Πόσο καιρό να μείνουν; Μείνανε πολύ. Ήταν πάρα πολλοί πρόσφυγες εδώ στο χωριό μας. Κάθε σπίτι και πρόσφυγες είχε. Με το ζόρι. Αυτό το δικό μας το σπίτι και τι δεν πέρασε. Τι πρόσφυγες, τι Γερμανοί, τι Παοτζήδες. Έβλεπαν μεγάλο σπίτι, μας έβαζαν.

Ρ.Ν.:

Αυτοί οι πρόσφυγες που ήρθαν θυμάστε από ποιο χωριό απ’ το Κιλκίς ήταν;

Ε.Π.:

Από χωριό δεν θυμάμαι, αλλά ξέρω από εκείνα τα χωριά ήτανε, από εκείνα τα χωριά. Πόντιοι ήταν οι περισσότεροι, νομίζω. Πόντιοι ήτανε. Ναι.

Ρ.Ν.:

Ξυπνούσατε όλοι μαζί; [00:20:00]Τρώγατε όλοι μαζί;

Ε.Π.:

Όχι, καλέ. Εμείς ήμασταν επάνω, καθόμασταν. Αυτοί ήταν ένα ανδρόγυνο. Ήταν σε εκείνο το δωμάτιο, το είχανε. Σε εκείνο το δωμάτιο κοιμότανε, εκεί καθότανε. Όταν ήθελε να πάει να κάνει μπάνιο, πήγαινε εδώ πέρα σε μια γειτόνισσα που ήταν και αυτή πρόσφυγας και πήγαινε εκεί πέρα. Αφού τους είπαμε: «Εμείς δεν έχουμε ούτε μπάνιο ούτε τίποτα. Πού θα πλένεστε;». Αλλά δεν άκουσαν.

Ρ.Ν.:

Άρα, δεν είχατε επικοινωνία εσείς με αυτούς τους πρόσφυγες;

Ε.Π.:

Τι επικοινωνία; Μιλούσαμε, πώς; Πώς; Μιλούσαμε. Ήμασταν καλά -να πούμε-, δεν είχαμε διχόνοια. Αφού τους έβαλαν, δεν είχαμε -να πούμε- έτσι... Ήταν καλοί άνθρωποι. Ναι

Ρ.Ν.:

Εσείς δεν μπορούσατε να πείτε στον δήμαρχο ότι «Δεν θέλουμε τους πρόσφυγες στο σπίτι»;

Ε.Π.:

Πώς! Πώς δεν τους λέγαμε! Πώς! Αλλά δεν σε άκουγαν. Ποιος θέλει να βάλει στο σπίτι του τους πρόσφυγες; Αυτή είχε μια γκαζιέρα, βρωμούσε όταν μαγείρευε. Μύριζε σαν πετρέλαιο.

Ρ.Ν.:

Είχαν φέρει και δικά τους πράγματα, δηλαδή, εδώ;

Ε.Π.:

Εκεί στο δωμάτιο. Μπα, δεν είχε τέτοια. Κρεβάτι είχε, κουβέρτες, αυτά. Δεν είχε πράγματα. Μόνο εκείνο το δωμάτιο. Άλλο δωμάτιο δεν… Και εδώ που περνούσε από εδώ. Σε άλλους βάζανε πιο πολλές πρόσφυγες, όταν είχαν πιο πολλά δωμάτια. Αυτά.

Ρ.Ν.:

Κυρία Ευδοξία, είπατε ότι ήρθαν και οι Γερμανοί εδώ;

Ε.Π.:

Είχαμε και Γερμανοί. Ήταν και οι Γερμανοί. Ήταν εκεί πέρα στις αποθήκες. Ξέρεις οι αποθήκες που είναι; Κάτω απ’ το τέτοιο που παίρνεις Γκούντα.

Ρ.Ν.:

Στο σχολείο κοντά;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, στο σχολείο. Δεν έχει έτσι κάτι σπίτια χαμένα, σπασμένα; Δεν ξέρω, αν τα έχεις προσέξει. Εκεί ήταν ο στρατός, εκεί πέρα ήταν οι Γερμανοί. Όλοι εκεί πέρα ήταν. Αλλά δεν θυμάμαι... Καλοί άνθρωποι ήταν, δεν ήταν έτσι σαν και αυτοί. Και εδώ μας βάλανε δυο Γερμανοί. Ύστερα ερχότανε το μεσημέρι, έτρωγαν και κοιμόταν και φεύγανε ύστερα.

Ρ.Ν.:

Μ’ αυτούς τους Γερμανούς είχατε επικοινωνία εσείς;

Ε.Π.:

Μιλούσαμε -να πούμε-, μιλούσαμε. Η μαμά μου μιλούσε. Κοιμότανε. Καλοί άνθρωποι ήτανε οι Γερμανοί. Οι Βούλγαροι πάλι και αυτοί καλοί ήτανε. Δεν τους θυμάμαι πολύ τους Βούλγαρους. Δεν ξέρω… Δεν τους θυμάμαι πολύ τους Βουλγάρους. Τους Γερμανούς -έτσι- τους θυμάμαι που ήταν εδώ κάτω στις αποθήκες.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε μήπως την πρώτη μέρα που σας είπαν ότι έρχονται οι Γερμανοί στο χωριό;

Ε.Π.:

Μας είπανε -ναι- και πήγαμε κάτω στην αγορά όλες με λουλούδια οι γυναίκες. Με λουλούδια και τα χέρια ψηλά. Και τους δεχτήκαμε να μη μας κάνουν τίποτα. Τους ρίχναμε λουλούδια και τους δεχτήκαμε καλά και αυτοί χαρήκανε εκεί. Εμείς το χωριό μας ήταν φιλότιμο για τέτοια πράγματα. Ο δήμαρχος, αυτοί -ξέρω γω- ήταν φιλότιμοι, όταν ερχότανε... Και μετά καθίσανε εδώ πέρα οι Γερμανοί. Καλοί ήτανε. Είχανε ιππικό. Είχανε… Πώς το λένε; 

Ρ.Ν.:

Άλογα;

Ε.Π.:

Άλογα και τα πότιζαν κάθε μεσημέρι. Από εδώ περνούσαν «τρουκ τρουκ τρουκ». Περνούσανε και τα ποτίζανε. Είχαμε γούρνες μεγάλες τότες, γιατί κάθε σπίτι… Είχαμε και εμείς αγελάδες. Κάθε σπίτι είχε αγελάδες και τα ποτίζαμε. Όλες το μεσημέρι τα ποτίζαμε, πρωί και βράδυ τα ποτίζαμε στη βρύση. Και αυτοί τα πότιζαν. Τραγουδούσαν και τα πότιζαν. Δεν θυμάμαι να κάνανε κακό αυτοί οι Γερμανοί.

Ρ.Ν.:

Δεν θυμάστε κανένα περιστατικό -έτσι- βίας που να είδατε; Όχι; Τίποτα;

Ε.Π.:

Ναι. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην πλατεία εκεί πέρα, κάποιος από το χωριό μας χτύπησε όπλο. Έριξε «μπαμ μπαμ», έριξε όπλο. Αυτοί τι τους θέλεις έτρεξαν να τον δουν ποιος είναι αυτός. Εκεί προς τον [00:25:00]Τηλέμαχο πέρα. Ξέρεις τον Τηλέμαχο; Σε εκείνη τη γειτονιά. Από εκεί κάποιος έριξε και δεν τον βρήκαν. Ύστερα, η γιαγιά μου είχε το παράθυρο ανοιχτό και είχε πάει στην κόρη της. Απ’ το παράθυρο έριξαν τέτοιο... Όπλο έριξαν τη γιαγιά μου, όπλο, γιατί από εκεί ήρθε η σφαίρα αυτή. Μετά τι έκαναν δεν ξέρω.

Ρ.Ν.:

Τρόμαξε η γιαγιά; Τι σας έλεγε;

Ε.Π.:

Δεν ήταν η γιαγιά μου, ήταν στην κόρη της κάτω. Ναι, δεν ήταν εκεί. Και το παράθυρο λίγο ανοιχτό, χαμηλό σπίτι και κοίταζαν μέσα και σου λέει «Μπορεί να είναι κανένας κρυμμένος», γιατί από εκεί ήρθε η σφαίρα αυτή. Αυτοί κατάλαβαν από πού ήρθε. Αυτά. Τι να σε πω τώρα;

Ρ.Ν.:

Κάποια άλλη μέρα -έτσι- που να θυμάστε-

Ε.Π.:

Ρώτα με, ναι.

Ρ.Ν.:

Από τότε με τους Γερμανούς; Θυμάστε; Είτε καλή είτε κακή.

Ε.Π.:

Κακή δεν είχαμε. Δε μας έκαναν κανένα κακό οι Γερμανοί. Πιο πολύ οι Παοτζήδες μας έκαναν κακό, παρά οι Γερμανοί. Ναι.

Ρ.Ν.:

Οι Παοτζήδες που είπατε είναι οι αντάρτες;

Ε.Π.:

Οι αντάρτες είναι… Όχι, οι Παοτζήδες είναι τέτοιο... Όχι, οι αντάρτες είναι κομμουνισταί. Αυτοί τι είναι; Δε ξέρω τι είναι. Πού να θυμηθώ;

Ρ.Ν.:

Τι σας έκαναν αυτοί;

Ε.Π.:

Αυτοί; Ερχόταν εδώ τη νύχτα και πυροβολούσαν και παίρνανε κορίτσια και αγόρια οι Παοτζήδες επάνω στα βουνά και φοβόμασταν. Αυτό έκαναν όλο και φοβόμασταν. Και αντάρτες ερχότανε. Ελεύθεροι εκείνοι ερχότανε την ημέρα. Δεν έκαναν κακό.

Ρ.Ν.:

Τα αγόρια και τα κορίτσια που τα παίρνανε τι τα κάνανε;

Ε.Π.:

Δεν πήραν πολλά. Να, τη Στέλλα την πήρανε. Μόνο αυτούς τους πήρανε πάνω και φύγανε. Τώρα επάνω στο βουνό -ναι- πήραν δύο άνδρες απ’ το χωριό μας οι Παοτζήδες και τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν! Ήταν αυτοί… Βούλγαροι ήτανε και τους σκότωσαν. Βούλγαροι ήταν; Όχι, βασιλικοί ήτανε και τους σκότωσαν. Νύχτα πήγαν, τους πήραν και τους σκότωσαν.

Ρ.Ν.:

Εσείς πώς μάθατε ότι τους σκότωσαν;

Ε.Π.:

Ακούστηκε. Ο ένας ήταν εδώ στη γειτονιά μας, ο άλλος ήταν κάτω στην άλλη τη γειτονιά. Πήγαν νύχτα, τους πήρανε.

Ρ.Ν.:

Αυτοί οι Παοτζήδες -που λέτε- τι άλλο κακό κάνανε πέραν ότι παίρνανε παιδιά;

Ε.Π.:

Αυτοί όλο έρχονταν τη νύχτα. Έρχονταν -ξέρω γω-, άνοιγαν τα μαγαζιά, έπαιρναν ρύζι, έπαιρναν τι… Στα σπίτια πήγαιναν να γυρεύουν κοπέλες και αγόρια να τα παίρνουνε πάνω να πολεμάνε. Δεν ξέρω γιατί.

Ρ.Ν.:

Έκλεβαν δηλαδή κιόλας;

Ε.Π.:

Ορίστε;

Ρ.Ν.:

Έκλεβαν κιόλας;

Ε.Π.:

Έκλεβαν, όπως έλεγαν, έκλεβαν. Άνοιγαν κανένα- δυο μαγαζιά, νομίζω, όπως άκουσα. Δεν τα είδα εγώ. Άκουσα. Οι γυναίκες μετά βγαίνανε το πρωί, ύστερα μιλούσαν και λέγανε: «Εκείνον έτσι, εκείνον έτσι τον έκαναν».

Ρ.Ν.:

Το βράδυ τα κορίτσια -να φανταστώ- κλείνονταν στο σπίτι;

Ε.Π.:

Ναι, βέβαια στο σπίτι. Πού θα πάμε; Οι Βούλγαροι όταν ήταν, θυμάμαι, δεν μας άφηναν έτσι. Νωρίς μας άφηναν να μπαίνουμε μέσα στα σπίτια. Δεν μας άφηναν νύχτα και να μην είχαμε φως, όλα κλειστά να ήτανε. «Μέσα, μέσα». «Δ.Α.», φώναζαν. «Πιο μέσα, πιο μέσα». Αυτοί οι Παοτζήδες όταν ήρθαν πήγαιναν και στα σπίτια -θυμάμαι- και γύρευαν στα μπαούλα μήπως είχαμε όπλα. Εγώ θυμάμαι η μαμά μου έβγαζε τα καλύτερα τα ρούχα, τα έβαζε κάτω απ’ το κρεβάτι να μη μας τα πάρουν. Πήγαιναν και άνοιγαν τα μπαούλα για να μην έχουν κανένα όπλο οι Παοτζήδες όταν ερχότανε. Αλλά οι δικοί μας τους καλοδέχονταν για να μην κάνουν κακό εκεί στην αγορά την ημέρα, όταν ερχότανε.

Ρ.Ν.:

Αυτοί κατέβαιναν άρα και το πρωί, όχι μόνο το βράδυ; Οι Παοτζήδες.

Ε.Π.:

Οι Παοτζήδες ήτανε ή οι αντάρτες ήτανε; [00:30:00]Οι Παοτζήδες ήτανε. Βέβαια, και την ημέρα τους καλοδεχότανε. Τι άλλο να σας πω;

Ρ.Ν.:

Εσείς θυμάστε να έχετε συναντήσει κανέναν απ’ τους αντάρτες, απ’ τους Παοτζήδες από κοντά;

Ε.Π.:

Όχι, εμάς μας βάζανε όλο εδώ πέρα. Αντάρτες μας είχανε βάλει πάλι εδώ πέρα. Ένα μεσημέρι ήρθαν και μας βάλανε εδώ απάνω. Γεμάτο ψείρες ήτανε αυτοί οι αντάρτες. Θυμάμαι, εδώ στο σαλονάκι επάνω τους είχαμε βάλει μια κουβέρτα για να ξεκουραστούν. Μας τους έβαλαν έτσι, με το ζόρι μας τους βάλανε. Καθίσανε και μετά δεν θυμάμαι. Φύγανε ύστερα. Οι αντάρτες ήταν. Κοιμήθηκαν εδώ, νομίζω; Εδώ κοιμήθηκαν, αλλά από ψείρα δεν φαινότανε. Γεμάτο ψείρες ήταν. Επάνω στο βουνό τι θα έχουνε;

Ρ.Ν.:

Ποιος σας τους έβαλε αυτούς στο σπίτι, θυμάστε;

Ε.Π.:

Αυτοί οι μεγάλοι ή με το έτσι θέλω μπήκαν; Δεν ξέρω. Αυτό δεν το ξέρω. Με το έτσι θέλω.

Ρ.Ν.:

Εσείς τότε, εκείνα τα χρόνια, δεν ανεβαίνατε στο βουνό;

Ε.Π.:

Όχι, τι θα κάνουμε στο βουνό; Δεν είχαμε καμιά δουλειά στο βουνό. Εδώ ήμασταν εμείς. Καλά περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια και ήμασταν… Γιατί οι γονείς μας είχαν το τέτοιο... Εμείς τι να έχουμε; Είχανε να μας ταΐσουνε, να μας φροντίσουνε. Εμείς παιχνίδια!

Ρ.Ν.:

Μετά, που ήρθε έτσι όλη η κατοχή αυτή με τη φτώχεια, πώς ήταν εδώ πέρα το χωριό;

Ε.Π.:

Δύσκολα ήταν, λίγο δύσκολα. Όχι μόνο για εμάς. Όλη η Ελλάδα ήτανε δύσκολη. Δεν κλέβαμε -να πούμε-, να κλέψουν ο ένας τον άλλον. Δεν κλέβαμε. Πωλούσαν, αλλά δεν κλέβανε. Ανέχεια, τι; Πέρασε και εκείνο ύστερα. Ύστερα από κει πέρα δεν θυμάμαι τι έγινε ύστερα.

Ρ.Ν.:

Εσείς τότε δουλεύατε; Εκείνα τα χρόνια δουλεύατε μετά;

Ε.Π.:

Εγώ δεν πήγα πολύ και στη Θεσσαλονίκη, γιατί δεν ήθελα. Πήγα για λίγο. Πήγα και ήρθα ύστερα εδώ. Τι άλλο να σας πω;

Ρ.Ν.:

Την εποχή της δικτατορίας ζούσατε εδώ στο χωριό;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, ναι και μετά για λίγο καιρό η μαμά μου με έστειλε κάτω στη Θεσσαλονίκη για να μη με πάρουνε. Φοβότανε, όταν ήταν οι αντάρτες. Για λίγο καιρό -ναι, θυμάμαι- κάθισα λίγο καιρό κάτω σε μια θεία μου, για να μη μας πάρουν. Κρύβονταν τα κορίτσια εκεί.

Ρ.Ν.:

Εκεί την εποχή της χούντας θυμάστε πώς ήταν εδώ στο χωριό; Αν, για παράδειγμα, υπήρχαν νόμοι συγκεκριμένοι; Θυμάστε καθόλου;

Ε.Π.:

Ποιος νόμοι; Τότε δεν είχε νόμοι, νομίζω. Δεν είχε νόμοι τότες. Τότε ό,τι ήθελαν έκαναν. Α! Στη χούντα! Στη χούντα λες! Στο πανεπιστήμιο; Εγώ θυμάμαι εκείνη την ημέρα είχα κατέβει κάτω και τότες έγινε το… Πες το.

Ρ.Ν.:

Το Πολυτεχνείο;

Ε.Π.:

Όχι, κάτω είχα κατέβει στη Θεσσαλονίκη και ακριβώς όταν κατεβήκαμε στο πρακτορείο ακούμε… Πώς λέγεται; «Πραξικόπημα».

Ρ.Ν.:

Για το πραξικόπημα. Ναι, ναι, ναι.

Ε.Π.:

«Αμάν; Τώρα τι θα κάνουμε;». Άλλοι φύγανε, γύρισαν πίσω. Εγώ πήγα σε μια θεία μου, κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, γιατί δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Πήγα ύστερα σε μια θεία μου. Με τα πόδια -θυμάμαι- πήγα. Όχι, ταξί πήρα και πήγα στη θεία μου και κοιμήθηκα εκεί πέρα εκείνο το βράδυ και το πρωί ύστερα έφυγα. Και από τότε ύστερα μας είχαν σφίξει αυτοί… Πες τους.

Ρ.Ν.:

Οι συνταγματάρχες; Ο Παπαδόπουλος;

Ε.Π.:

Ο Παπαδόπουλος, αυτοί. Μας είχαν σφίξει να μη μιλούσαμε, να μην πούμε τίποτα. Όχι, όπως τώρα ελεύθερα είναι, λέμε… Ό,τι θέλουν λένε. Τότε σφιχτά! Δεν μιλούσαν. Τίποτα. Δεν μπορούσαν να πουν τίποτα τότε. Αυτοί είχαν τον νόμο τότε, ο Παπαδόπουλος και ο άλλος. Ναι.

Ρ.Ν.:

Εκείνη την εποχή πώς ήταν το χωριό; Λέτε, δεν μιλούσατε. Τι άλλο; Θυμάστε καθόλου;

Ε.Π.:

Το χωριό όπως ήτανε, είναι. Όπως είναι, ήτανε. Είχαμε και χα[00:35:00]ρές και γάμοι είχε και τα κάναμε όλα. Ναι. Μετά τις Κυριακές το σχολείο κάτω είχε τέτοιο στο υπόγειο. Πήγαιναν και χόρευαν τα κορίτσια. Πολλές πρόσφυγες είχαμε και χόρευαν και αυτοί εκεί πέρα στο σχολείο κάτω. Αυτό το σχολείο ήταν κοντό, δεν ήταν τόσο ψηλό. Είχε κάτω το υπόγειο και επάνω ήταν τα δωμάτια. Και μετά το φτιάξανε λίγο. Τώρα ακόμη πιο πολύ το φτιάξανε ωραίο.

Ρ.Ν.:

Οι πρόσφυγες που λέτε ήταν αυτοί που λέγαμε πριν από το Κιλκίς;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, ναι, ναι. Αυτοί, αυτοί!

Ρ.Ν.:

Και πήγαιναν εκεί και χορεύανε;

Ε.Π.:

Ναι, έπαιρναν το μεγάφωνο -ξέρω γω τι- και χορεύανε. Αυτοί μαζευόταν και χορεύανε. Ήταν πόντιοι όλοι. Πόντιοι ήταν αυτοί απ’ το Κιλκίς πέρα. Όλο Πόντιοι ήτανε. Εμείς βόλτες κάναμε.

Ρ.Ν.:

Εσείς δεν πηγαίνατε στον χορό;

Ε.Π.:

Πώς! Πηγαίναμε, τους βλέπαμε. Ναι, ήταν πολλά κορίτσια και αγόρια ήταν εδώ πέρα πρόσφυγες, αλλά δεν είχαμε να πούμε -έτσι- τίποτα, έτσι να μαλώσουμε. Καλά, ήμασταν και πιο μικρές, δεν μας έκαναν τόσο έτσι πολύ να [Δ.Α.]. Γυναίκες καθότανε εδώ τα βράδια, τα απογεύματα, καθότανε, έπλεκαν. Κλωστή έκαναν.

Ρ.Ν.:

Εσείς τι άλλες ασχολίες είχατε; Πλέκατε;

Ε.Π.:

Ορίστε;

Ρ.Ν.:

Πλέκατε;

Ε.Π.:

Δεν πλέκαμε. Νομίζω κεντούσαμε. Δεν πλέκαμε. Πλέκαμε; Δεν θυμάμαι. Κεντούσαμε νομίζω. Η πέμπτη και η έκτη έπλεκε, εμείς η τετάρτη κεντούσαμε, τραγουδούσαμε. Μας έβαζε τραγούδια. Εγώ με άρεσε πάρα πολύ το σχολείο να πήγαινα. Με άρεσε πολύ.

Ρ.Ν.:

Μετά γιατί το σταματήσατε;

Ε.Π.:

Ανέχεια ύστερα. Ήμασταν τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι, πέντε. Ύστερα πήγα στον Λαγκαδά. Πήγα στον Λαγκαδά να δουλέψω, πιο μεγάλη εγώ. Κάθισα και εκεί λίγο. Μετά ήρθα. Δεν ήθελα εγώ να πάω ούτε εδώ ούτε εκεί. Μου άρεσε το χωριό εδώ να κάθομαι. Πολύ με άρεσε το χωριό,  με τις φιλενάδες μου. Είχα πολλές φιλενάδες και καλές. Βγαίναμε, κάναμε βόλτες. Εδώ ερχότανε, επάνω πηγαίναμε, ερχότανε, χορεύαμε τα κορίτσια, οι φιλενάδες μου. Τι σας έλεγα άλλο προχθές;

Ρ.Ν.:

Εχθές;

Ε.Π.:

Προχθές, εχθές.

Ρ.Ν.:

Λέγαμε και για τους Παοτζήδες και αυτά κυρίως. Που μου λέγατε και τις ιστορίες κάτι άλλες και για τις κάλτσες που λέγατε...

Ε.Π.:

Ναι, για τις κάλτσες που τους πλέκαμε. Είχαν βάλει εδώ πέρα σε μια γειτόνισσα εκεί κάτω ένα καζάνι και μας έστελναν να πάμε να τα πλένουμε τα ρούχα. Απ’ τους αντάρτες ήτανε. Ναι. Τώρα εγώ ούτε πήγα. Λίγο πήγα. Άλλες πιο μεγάλες πήγανε εκεί πέρα και έπλεναν τα ρούχα για τους αντάρτες. Μας έφερναν να κάνουμε, να πλέκουμε κάλτσες να τους πλέκουμε, να τους κάνουμε... Μας έδιναν… Ναι, τους στέλναμε επάνω. Αυτά.

Ρ.Ν.:

Εσείς, όμως, γιατί το κάνατε; Φοβόσασταν;

Ε.Π.:

Όχι, το κάναμε. Μας τα έδιναν να τα κάνουμε. Μας τα έδιναν. Δεν ξέρω γιατί. Βάλανε εκεί πέρα καζάνια. Πλένανε. Θυμάμαι, το καζάνι έκαιγε και πλένανε μερικές γυναίκες εκεί πέρα. Πολλά, πολλά έχει, αλλά πού να τα θυμηθώ.

Ρ.Ν.:

Όταν γυρίσατε από τη Θεσσαλονίκη, μετά δεν κάνατε άλλες δουλειές εδώ πέρα;

Ε.Π.:

Όχι, εδώ στον μπαμπά μου ήμασταν. Εδώ δουλεύαμε. Εγώ στα δικά μου τα χωράφια πήγαινα. Πηγαίναμε. Εγώ δεν δούλεψα έξω, στα ξένα τα χωράφια, όπως εδώ πήγαιναν στα ξένα τα χωράφια. Πήγαιναν οι δικοί μας, δούλευαν. Εγώ δεν πήγα πουθενά. Εδώ ήμουν εγώ, στο σπίτι.

Ρ.Ν.:

Εσείς στα χωράφια σας τι κάνατε;

Ε.Π.:

Θερίζαμε. Καλαμπόκια τότε βάζανε. Τα Μαζεύαμε για της Παναγίας. Το χωριό δεν βάζανε πολλά, μόνο σιτάρια, κριθάρια, τέτοια. Αλλά εκείνα τα χρόνια τα παλιά βάζανε και [00:40:00]κουκιά βαζανε και καλαμπόκια βάζανε. Τώρα δε βάζουνε. Τώρα μόνο σιτάρι, κριθάρι. Τέτοια βάζουν τώρα. Και τώρα με τις μηχανές. Τότε με το δρεπάνι θερίζαμε, τα δέναμε. Ερχότανε. Είχαμε τέτοιο... Στα αλώνια ύστερα τα πηγαίναμε τα δεμάτια, τα αλωνίζαμε με τα άλογα. Τα αλώνιζε ο μπαμπάς μου και ο θείος μου. Μαζί τα αλωνίζανε. Είχαμε αλώνια όλοι στο χωριό και στα αλώνια τα αλώνιζαν. Δεν είχε μηχανές εκείνα τα χρόνια. Τα αλώνιζαν, τα έμαζαν, τα λυχνάριζαν, τα μάζευαν -χωριστά το άχυρο, χωριστά το σιτάρι- και τα φέρνανε στο σπίτι.

Ρ.Ν.:

Το χωράφι που ήσασταν ήταν και γυναίκες και άνδρες;

Ε.Π.:

Ό καθένας στο δικό τους. Αυτές που πηγαίναν σε έναν νοικοκύρη -να πούμε-... Ήταν και γυναίκες και τραγουδούσανε. Και τα κορίτσια, όταν θέριζαν, τραγουδούσαν. Ήταν ωραία.

Ρ.Ν.:

Τα χωράφια αυτά πού ήτανε περίπου; Στη Λητή, εδώ;

Ε.Π.:

Εδώ, εδώ έχουμε εμείς χωράφια, στη Λητή. Ναι, τώρα περισσότερα εδώ κοντά αυτά όλα έγιναν αγελάδες. Στάβλοι έγιναν τώρα, σπίτια πιο κοντά έγιναν. Τα αλώνια έγιναν όλα σπίτια. Εδώ το Σκουτ -το ξέρεις εσύ το Σκουτ- αυτά ήταν όλα αμπέλια. Είχαμε και εμείς εκεί πέρα αμπέλι και στο δικό μας το αμπέλι ήταν οι Γερμανοί.

Ε.Π.:

Ήταν οι Γερμανοί. Έχτισαν σπίτι, ένα μεγάλο σπίτι και έβαλαν μέσα καζάνια και έκαναν φαγητά. Στράτο ήταν. Στρατώνες ήτανε. Μετά οι Γερμανοί το έκαναν στρατώνες αυτό και έβαζαν καζάνια, γούρνες να πλένουν τα καζάνια, στο δικό μας. Ώσπου να το συνεφέρουμε ύστερα, βάλαμε άνθρωπο. Και το σπίτι ως προχθές στέκονταν εδώ πέρα αυτό το σπίτι. Και όταν φύγανε ύστερα οι Γερμανοί… Πω πω! Κόσμος εδώ, κόσμος! Το ξήλωσαν το σπίτι, το ξήλωσαν. Άλλος κεραμίδια πήρε, άλλος ξύλα πήρε, άλλος κουβαλούσε.

Ρ.Ν.:

Αυτό το κτήριο των Γερμανών;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, ναι, ναι.

Ρ.Ν.:

Και ποιοι ήταν αυτοί που τα ξήλωσαν;

Ε.Π.:

Οι δικοί μας ήτανε; Μάλλον δικοί μας ήτανε εδώ στο στρατό. Στρατώνες ήταν αυτό. Το Σκουτ ήταν όλο στρατώνες, ναι. Ποιοι τα ξήλωσαν; Έφυγαν οι στρατιώτες, όλοι το ρήμαξαν το τέτοιο και άρχισαν να κουβαλάνε κόσμο, πράγματα. Άρχισαν να κλέβουν, να παίρνουν.  Είχαμε στρατό εδώ τις Κυριακές. Κάνανε κι αυτοί για το Πάσχα. Κάνανε γλέντια οι στρατιώτες, πηγαίναμε, βλέπαμε εμείς πώς χορεύανε εκεί απάνω. Θέατρα κάνανε, πηγαίναμε. Ναι.

Ρ.Ν.:

Άρα, συμβιώνατε καλά όλοι μαζί.

Ε.Π.:

Καλά, καλά, ναι, ναι. Καλά, δεν πείραζαν. Δεν πηγαίναμε και μόνοι μας -να πούμε-. Είχαμε και κάποιον -να πούμε- γνωστό μας τότε. Πηγαίναμε στο θέατρο. Έκαναν λίγα θέατρα οι Γερμανοί. Καλά ήμασταν. Καλά περάσαμε. Δεν πειράζανε. Έτσι να πω ότι πείραζαν, έπιασαν μια κοπέλα. Αλλά -ναι- οι Παοτζήδες σκότωναν πολύ. Οι Παοτζήδες πολλές κοπέλες σκότωναν. Και θυμάμαι εδώ προς το Δερβένι είχαν σκοτώσει πέντε-έξι κοπέλες. Και τις πήρανε με το κάρο και τις περνούσανε από εδώ αυτοί οι Παοτζήδες. Στο δρόμο σκότωναν και τις πηγαίνανε πάνω στα νεκροταφεία τα δικά μας.

Ρ.Ν.:

Γιατί τις πήγαιναν εκεί, όμως;

Ε.Π.:

Για να τους θάψουν, να τους θάψουν! Πεθαμένες. Τους έβρισκαν στο ρέμα μέσα και τους έπαιρναν. Διαταγή, δηλαδή, ήταν να πάνε αυτοί που έχουν κάρα να τα πάρουν. Τα έπαιρναν με τα κάρα και τα πήγαιναν επάνω στα νεκροταφεία.

Ρ.Ν.:

Πριν είπατε, πηγαίνατε στα θέατρα που έπαιζαν οι Γερμανοί.

Ε.Π.:

Ορίστε;

Ρ.Ν.:

Πριν -λέω- είπατε ότι πηγαίνατε στο θέατρο που έπαιζαν οι Γερμανοί.

Ε.Π.:

Όχι οι Γερμανοί. Οι δικοί μας έπαιζαν.

Ρ.Ν.:

Οι Έλληνες;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, ναι. Οι δικοί μας. Οι δικοί μας έπαιζαν. Ναι. Είχε στρατώνα. Μεγάλη στρατώνα είχε εκεί πέρα.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε καμία [00:45:00]θεατρική παράσταση που είδατε;

Ε.Π.:

Πού να θυμηθώ εγώ; Άμα θυμηθώ… Εγώ δεν είμαι πολύ… Δεν θυμάμαι πολύ από εκείνα το χρόνια. Παράσταση… Πού να θυμηθώ, κορίτσι μου, τα παιδικά μας τα χρόνια. Τι θέλεις άλλο να σου πω;

Ρ.Ν.:

Μετά τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σας ζήσατε εδώ, στη Λητή;

Ε.Π.:

Εδώ, ναι, εδώ. Πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, στις αδερφές μου πιο πολύ έμενα. Και εδώ ερχόμουν και εκεί πήγαινα. Είχα πολύ καλοί γαμπροί και πολύ καλές αδερφές. Πήγαινα εκεί πέρα, έπλεκα πολύ. Έπλεκα πάρα πολύ. Και στα τέσσερα τα κορίτσια τα έκανα προίκες. Και οι αδερφές μου τα έκαναν, αλλά και εγώ πλεκτά. Έπλεξα τέσσερις κουβέρτες για όλα τα κορίτσια και χωριστά κεντήματα τα έκανα. Εκεί καθόμουνα και δούλευα, έπλεκα, κεντούσα για τα κορίτσια. Η μια είχε δύο και η άλλη δυο, τέσσερα κορίτσια. Τις έκανα προίκα. Και οι μαμάδες τους έκαναν. Εγώ τα πλεκτά, τα έκανα. Είχα και μια άλλη αδερφή που πέθανε. Και εκείνη πάρα πολύ έμπλεκε και κεντούσε. Και εκείνη έκανε πολλή προίκα.

Ρ.Ν.:

Εσείς ήσασταν η μεγαλύτερη αδερφή;

Ε.Π.:

Όχι, εγώ ήμουν η πιο μεγαλύτερη από όλες. Ναι. Πέθανε και εκείνη. Μόνο μια έμεινε τώρα, η Σταυρούλα. Είχαμε δυο άλλα παιδιά. Πέθαναν εκείνα. Το ένα η Αλεξάνδρα το βάφτισε, το άλλο η Δάφνη.

Ρ.Ν.:

Εσείς δεν παντρευτήκατε ποτέ;

Ε.Π.:

Όχι, όχι, δεν παντρεύτηκα. Δεν ήθελα να παντρευτώ, αφού ζούσα -λέω- καλά, γιατί να παντρευτώ; Δεν ήθελα.

Ρ.Ν.:

Εσάς δεν σας έκαναν κανένα προξενιό που έκαναν εκείνα τα χρόνια;

Ε.Π.:

Πώς δεν με κάνανε; Και προξενιό με κάνανε και απ’ όλα.

Ρ.Ν.:

Θυμάστε κανένα αστείο γεγονός από αυτό το προξενιό; Χωρίς να πείτε ονόματα.

Ε.Π.:

Όχι, ονόματα. Και ερωτεύτηκα και έκανα. Με έλεγαν, αλλά δεν αποφάσιζα εγώ. Πέρα κοίταζα.

Ρ.Ν.:

Σας πήγαν να σας γνωρίσουν σε κανέναν;

Ε.Π.:

Όχι, όχι. Δεν ήθελα.

Ρ.Ν.:

Απλά στα λόγια;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, ναι.

Ρ.Ν.:

Και τώρα ζείτε εδώ στο χωριό;

Ε.Π.:

Πού θα πάω; Εδώ είναι το σπίτι μου, εδώ είναι οι γονείς μου, εδώ γεννήθηκα, εδώ θα πεθάνω, που λένε. Ναι.

Ρ.Ν.:

Και πώς περνάτε κάθε μέρα;

Ρ.Ν.:

Πώς να περνάω κορίτσι μου; Μόνη μου εδώ πέρα κάθομαι. Πότε έρχεται η κοπέλα... Έρχεται. Να τώρα, η μαμά σου αύριο θα ’ρθει. Η άλλη δεν έρχεται. Όλο η καημένη η μαμά σου. Πολύ καλέ δουλεύει. Της λέω: «Μην κάνεις έτσι, θα αρρωστήσεις». Λέω: «Τι να κάνω, δεν θέλει [Δ.Α.] κανέναν». Καθόμαστε εδώ λίγο, μου κάνει παρέα η μαμά σου και το βράδυ ύστερα έρχεται αυτή η κοπέλα καμιά ωρίτσα. Το μεσημέρι ήρθε, τώρα το βράδυ πάλι θα ’ρθει λίγο να καθίσουμε. Με κάνει λίγο παρέα.

Ρ.Ν.:

Αυτά, κυρία Ευδοξία. Δεν θέλω να σας ρωτήσω κάτι άλλο. Ευχαριστώ πολύ.

Ε.Π.:

Ναι;

Ρ.Ν.:

Ναι.

Ε.Π.:

Και εγώ ευχαριστώ. Χάρηκα πολύ που σε είδα και σε γνώρισα.

Ρ.Ν.:

Και εγώ.

Ε.Π.:

Πάλι να ’ρθεις.