© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Αναμνήσεις από τη ναυτική ζωή του Θεόφιλου Λιβάνιου

Istorima Code
20665
Story URL
Speaker
Θεόφιλος Λιβάνιος (Θ.Λ.)
Interview Date
08/12/2021
Researcher
Μιχάλης Χρυσολωράς (Μ.Χ.)
Μ.Χ.:

[00:00:00]Καλημέρα. 

Θ.Λ.:

Καλημέρα.

Μ.Χ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας; 

Θ.Λ.:

Λιβάνιος Θεόφιλος του Σταύρου και της Μαρίνας, γεννηθείς το 1936, 15 Αυγούστου.

Μ.Χ.:

Είναι Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021, είμαι με τον Θεόφιλο Λιβάνιο στο Λιβάδι Σερίφου, εγώ ονομάζομαι Μιχάλης Χρυσολωράς, είμαι ερευνητής στο Istorima. Κύριε Θεόφιλε, να ξεκινήσουμε;

Θ.Λ.:

Πάμε.

Μ.Χ.:

Θέλω να μου πείτε δυο πράγματα, κατ' αρχήν, για τα παιδικά σας χρόνια.

Θ.Λ.:

Τα παιδικά μου χρόνια, το μόνο που θυμάμαι που ήμουνα 6 χρονών, την Κατοχή που περάσαμε, με τους Ιταλούς. Τους Γερμανούς δεν τους πρόφτασα, ήμουνα πολύ μικρός και μετά φύγανε οι Γερμανοί και ήρθαν οι Ιταλοί. Από κει και πέρα ήτανε πείνα, δυστυχία δεν υπήρχανε τρόφιμα και τέτοια, αυτά, ούτε λεφτά να αγοράζουμε. Ζούσαμε με χαρούπια που είχανε βουλιάξει τα καΐκια οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και με κριθάρι λίγο που είχαμε και το αλέθαμε και κάναμε ψωμί. Κάθε Σάββατο βγάζαμε λίγα ψωμιά και τρώγαμε. Το μόνο που θυμάμαι ότι τον πατέρα μου και τον μικρό αδερφό μου, που ήτανε πρησμένοι πάνω στο κρεβάτι και είχαμε μία αγελάδα και την αρμέγαμε πέντε φορές την ημέρα και τους σώσαμε με το γάλα αυτό. Και μετά, σφάξαμε μία κατσίκα, που είχαμε, και τους κάναμε σούπα και αυτά -η μάνα μου- και τους ταΐζαμε και τη γλιτώσαμε, τους γλιτώσαμε. Είχα έναν αδερφό, ο οποίος δεν λογάριαζε -ήταν ενάμιση χρόνο πιο μεγάλος από μένα- και πηγαίναμε στο Λιβάδι -γιατί το σπίτι μας ήτανε λίγο πιο μακριά απ' το Λιβάδι- και ήξερε πού είχανε οι Ιταλοί τα τρία μουλάρια, άλογα και είχανε τροφή χαρουπάλευρο και τα ταΐζανε. Και με άφησε εμένα εκεί στο στενό και μπήκε μέσα στην αποθήκη που είχανε τα άλογα, γέμισε έναν τρουβά χαρουπάλευρο, ο Ιταλός ήταν από πάνω και κοιμότανε και τον είδε που μπήκε μέσα, δεν του μίλησε, τον άφησε, γέμισε τον τρουβά χαρουπάλευρο. Και όταν το 'βαλε στην πλάτη για να φύγουμε, κατέβηκε και του 'δωσε μ' ένα ξύλο δυο στον κώλο και φύγαμε. Μετά από κει, ήξερε ότι πηγαίνανε ψωμιά -γιατί είχε φούρνο στο Λιβάδι- και ήταν οι Ιταλοί, το ΄χανε νοικιασμένο -επιτάξει, όχι νοικιασμένο- και είχαν έναν εκεί Ιταλό, ο οποίος έβγαζε ψωμί και τα πήγαινε στους αξιωματικούς, που μένανε σ' ένα σπίτι πιο μακριά λίγο από το Λιβάδι. Και μ’ άφησε εμένα εκεί με τον τρουβά με το χαρουπάλευρο και πήγε στο σπίτι, εκεί που μένανε οι Ιταλοί, και άνοιξε την πόρτα σαν κύριος, μπήκε μέσα, πήρε ένα διπλό ψωμί και ήρθε και αυτό... Φύγαμε, πήγαμε στο σπίτι, δεν μας πειράξανε καθόλου οι Ιταλοί. Δεν τον είδανε; Δεν ξέρω, εν πάση περιπτώσει, εμείς τα πήραμε και φύγαμε. Δεν είχαμε παπούτσια τότε, ήμαστε ξυπόλητοι, τα πόδια μας πρησμένα τον χειμώνα και τρέχανε πύον τα δάχτυλά μας. Και η συγχωρεμένη η μάνα μου, στο μαγκάλι που βάζαμε, όταν έκανε κρύο, έβαζε λεμόνι. Έκοβε το λεμόνι στη μέση και το 'βαζε πάνω στη φωτιά και το έβαζε πάνω στις πληγές που είχαμε στα πόδια. Από ρούχα; Ένα παντελόνι, χωρίς εσώρουχο -δεν υπήρχε τότε- και είχε απάνω -όταν έλιωνε, τρύπαγε, η μάνα μου έβαζε μπαλώματα- ξέρω 'γω πόσα μπαλώματα είχε επάνω. Αλλά μετά που φύγανε οι Ιταλοί, είχε συνέλθει και ο πατέρας μου και ο μικρός ο αδερφός μου, είχαμε τα κτήματα, σπέρναμε λίγο κριθάρι, σιτάρι και αυτά και την βγάλαμε σιγά σιγά. Μεγαλώσαμε πήγαμε σχολείο [00:05:00]6 χρονών, σ' ένα σχολείο που ήταν 5 επί 4 τετραγωνικά και ήμαστε μέσα 76 παιδιά, όλες οι τάξεις. Και κάναμε από τις 8:00 μέχρι τις 12:00 το μεσημέρι και εκεί είχαμε σύκα και ένα κομμάτι ψωμί, τρώγαμε για μεσημέρι. Και γιατί στις 14:00 η ώρα πάλι άνοιγε το σχολείο μέχρι τις 17:00. 17:00 η ώρα σχολάγαμε, πηγαίναμε σπίτι, διαβάζαμε, γράφαμε, αυτά όλα. Και εν συνεχεία, ο πατέρας μου αγόρασε κάτι ζώα, που είχε, με μεροκάματα. Πήγε και έκανε μεροκάματα και έπαιρνε ένα κατσικάκι και το μεγαλώσαμε σιγά σιγά. Και ζήσαμε μ' αυτά. Μετά κάναμε κάτι γελάδια, πηγαίνανε και οι μεγάλοι -τα δυο αδέρφια μου τα μεγάλα- με την τράτα τότε, που τραβάγανε με τα σχοινιά την τράτα έξω και το μερτικό τους ήτανε να παίρνουν ένα κιλό ψάρια, τους έδινε τότε και τα μαγειρεύαμε. Εντάξει, μετά σιγά σιγά, φυτεύαμε κρεμμύδια, κολοκύθια, ανάλογα την εποχή και την εβγάλαμε. Εγώ μετά, 12 χρονών που έβγαλα το σχολείο, ένας θείος μου και νονός μου, είχε έναν γνωστό που ήτανε μαζί στην Αλεξάνδρεια και είχε μία ταβέρνα στην Καλλιθέα. Και η αδερφή του είχε στου Χαροκόπου ένα μαγαζί άλλο. Και μου λέει: «Θέλεις να πας εκεί»; Εγώ τότε -εδώ δυστυχία- έφυγα. 12 χρονών, με πήρε ένας γνωστός του θείου μου, του νονού μου, και βγήκαμε στον Πειραιά και σ' ένα κάρο, μας πήρε με το άλογο και μας πήγε στην Καλλιθέα, μεσάνυχτα 12:00 η ώρα, μας περίμενε εκεί η νοικοκυρά -ας πούμε- του μαγαζιού, μας έβαλε φάγαμε, θυμάμαι, μπάμιες. Και από εκεί φύγαμε με τα πόδια και πήγαμε στου Χαροκόπου, που ήτανε το σπίτι τους, στην ταβέρνα εκεί.

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, να σε ρωτήσω, πόσα μέλη είχε η οικογένειά σου εδώ στη Σέριφο;

Θ.Λ.:

Ήμαστε τέσσερα αγόρια και ο πατέρας μου με τη μάνα μου. Κοιμόμαστε οι τέσσερις σε ένα κρεβάτι, «μούρη-κώλο», να το πούμε έτσι. Και όταν έβρεχε -τότε δεν υπήρχανε μπετά στα σπίτια-, όταν έβρεχε, έτρεχε το νερό, έσταζε, όλα τα σπίτια μέσα και τη βγάζαμε στην καρέκλα, μέχρι να σταματήσει η βροχή, να στεγνώσουμε κλπ.

Μ.Χ.:

Επίσης, ήθελα να σε ρωτήσω, μου είπες ότι στο σχολείο είχατε 76 παιδιά-

Θ.Λ.:

76 παιδιά, όλες οι τάξεις. Από την πρώτη, μέχρι την έκτη.

Μ.Χ.:

Και πώς γινότανε το μάθημα;

Θ.Λ.:

Το μάθημα στην αρχή, όταν ήταν καλός ο καιρός, η δασκάλα μάς έβγαζε την πέμπτη ή την έκτη, ένα παιδί και έκανε μάθημα στην πρώτη και στη δευτέρα έξω απ' το σχολείο, γιατί δεν χωράγαμε, ήταν ο ένας επάνω στον άλλον. Έτσι τη βγάλαμε. Μέχρι που το έβγαλα το σχολείο εγώ και έφυγα, μετά λιγόστευαν τα παιδιά περισσότερο. Την πέμπτη τάξη την έκανα στη Χώρα, με δάσκαλο τον Κοσκινά τότε που ήτανε, γιατί ήμουνα με τον νονό μου εκεί πέρα και έμενα, τον βοήθαγα στο μαγαζί που είχε και σε άλλα πράγματα. Και από κει ξεκινήσαμε, έβγαλα και την έκτη στο Λιβάδι, στο σχολείο. Και μόλις έβγαλα το σχολείο, έφυγα και πήγα στην Καλλιθέα, σ' ένα υπόγειο 16 σκαλοπάτια κάτω. Ήτανε ταβέρνα, μαγειρείο. Είχαμε έναν μάγειρα εκεί, η αφεντικίνα κι εγώ. Εγώ σερβίριζα, πήγαινα..., με πήγανε στη λαϊκή κάτω στην Καλλιθέα και μου είπανε πού θα πάω να αγοράζω τα διάφορα: πατάτες, κρεμμύδια, ντομάτες κλπ. Ερχόμουνα στο μαγαζί φορτωμένος σαν το γαϊδούρι και καθάριζα πατάτες, γεμίζανε ένα ταψί και τις πήγαινα[00:10:00] -δεν ήταν πολλά- γύρω στα 150 μέτρα, ο φούρνος. Και έπαιρνα και το ψωμί από κει και το 'φερνα. Το μεσημέρι που ήταν έτοιμα, πήγαινα πάλι έπαιρνα το ταψί με τις πατάτες, τις έφερνα στο μαγειρείο και από κει κι ύστερα, άρχιζε ο κόσμος και ερχότανε από τα εργοστάσια, από τη σχολή της Καλλιθέας, που ήτανε τότε και αυτή, ερχότανε και τρώγανε εκεί το μεσημέρι. Αυτή η δουλειά μέχρι τις 16:00 η ώρα. Εγώ να κουβαλάω νερά, πιάτα με το φαΐ, να παίρνω παραγγελίες, να κάνω λογαριασμούς εκεί -πόσο ήτανε τα αυτά-, μέχρι τις 14:30-15:00 η ώρα αυτή τη δουλειά. Και καθόμαστε, ξάπλωνα σ' ένα τραπέζι πάνω εγώ, ο μάγειρας έφευγε και θα καθόμαστε μέχρι το βράδυ, ερχότανε ορισμένοι. Άμα ήτανε καλοκαίρι, είχε τραπέζια επάνω, απέξω εκεί, ερχόταν ένας: «Φέρε μας ένα…», δρόμο εγώ, τα σκαλοπάτια κάτω. Γέμιζα το αυτό κρασί, το πήγαινα. Ερχόταν ο άλλος: «Φέρε ένα πιρούνι», «Φέρε...», όλο αυτή τη δουλειά. Εν πάση περιπτώσει, και ύπνο... Εκεί στο σπίτι που με πήγανε, που ήτανε κι εκείνοι, ήτανε το μαγαζί και είχε και δυο δωμάτια. Στο ένα σπίτι έμενε η αδερφή και στο άλλο έμενε ο αδερφός. Και εμένα με είχανε σ’ ένα ράντζο, μουσαμά σκέτο, με μια κουβέρτα. Ντυμένος κοιμόμουνα, ντυμένος σηκωνόμουνα, από το κρύο. Σιγά σιγά μετά, αφού πέρασε ένας χρόνος, μου δίνανε 60 δραχμές τον μήνα, αλλά έπαιρνα και κάτι πουρμπουάρ από τους πελάτες και άρχισα και ντυνόμουνα. Πήρα παπούτσια, πήρα ρούχα και φόραγα και αυτή η δουλειά κράτησε περίπου τρία χρόνια, εκεί πέρα. Αφού πήγα 15 χρονών, κατάλαβα ότι δεν γινότανε να μείνω εκεί. Και αυτοί είχανε γεράσει πολύ, ο μάγειρας πέθανε, ήταν κι εκείνος γέρος, και το κλείσανε κι έφυγα κι εγώ. Ήρθα στη Σέριφο, επάνω εκεί με τους γονείς μου, αλλά ανακατεύτηκα με το ψάρεμα. Με τους ψαράδες. Και πηγαίναμε, βάζαμε δίχτυα, παραγάδια και έβγαζα το μεροκάματο και έπαιρνα και ψάρια και πήγαινα στο σπίτι. Έτσι, μετά από κάνα χρόνο, ήρθε ένας καπετάνιος -τότε ερχόταν εδώ βαπόρια, ήτανε 5-6 τη βδομάδα βαπόρια, που φορτώνανε μεταλλείο για την Ιταλία και διάφορα- και είχαμε έναν πιλότο εδώ, Σεριφιώτη, ο καπετάν Γιώργης ο Στρουμπουλάκης. Είχε ένα καϊκάκι έξι μέτρα και μία βάρκα και όταν ερχόνταν τα βαπόρια, έπαιρνε τέσσερις ανθρώπους από δω για να πάνε να τα δέσουν τα βαπόρια και εγώ ήμουνα μες στο καϊκάκι. Τους πήγαινα στον Κουταλά απέξω, ανέβαινε ο πιλότος επάνω, ο καπετάνιος, κι εγώ τράβαγα τη βάρκα με τους ανθρώπους και τους πήγαινα στο Μέγα Λιβάδι ή Κουταλά, όπου ήτανε να φορτώσουνε.

Θ.Λ.:

Και το καλοκαίρι, ήρθε ένας καπετάνιος Σεριφιώτης -ονομαζόμενος Κώστας Γρύμπλας- με τη γυναίκα του, τον πεθερό του και την πεθερά του. Και άμα δεν είχε βαπόρι, τους παίρναμε και τους πηγαίναμε για ψάρεμα. Ήτανε, η γυναίκα του, ειδικά, του καπετάνιου, είχε "λύσσα" με το ψάρεμα και τους παίρναμε, τους πηγαίναμε σε διάφορα μέρη και ψαρεύανε. Εκεί λοιπόν, του 'πα του πιλότου, του καπετάν Γιώργη, του λέω: «Δεν λες στον καπετάν Κώστα να μπορεί να με πάρει σ’ ένα βαπόρι να φύγω;». «Ναι», μου λέει. Του το 'πε, μου λέει «Έχεις φυλλάδιο;». Του λέω: «Όχι». «Να πας να βγάλεις ένα φυλλάδιο -μου λέει- και αν μπορέσεις να βάλεις κάναν μήνα, δύο, υπηρεσίας, σε κάνα καΐκι μεγάλο». Πράγματι, λεφτά δεν είχα εγώ, ούτε οι γονείς μου και πήγα στον νονό μου, του λέω: «Νονέ, έτσι κι έτσι». «Πόσα θέλεις;», μου λέει. Του λέω: «Τι να σου πω, ξέρω 'γω πόσο θα στοιχίσει;». «Φτάνει ένα πεντακοσάρικο;». Λέω: «Φτάνει». Και τότε πηγαίνανε βάρκες από δω στη Σύρα και φέρνανε αλεύρια, λάδια και τέτοια πράγματα.[00:15:00] Και μπήκα μέσα σε μια βάρκα, πήγα στη Σύρα, σε τρεις μέρες μού βγάλανε το φυλλάδιο και ξαναγύρισα πάλι στη Σέριφο. Βρήκα έναν Μηλαίο καπετάνιο, που έφερνε εδώ τούβλα και κάτι πράγματα, τρόφιμα, και του λέω «Καπετάνιε, έτσι και έτσι», γιατί η μάνα μου ήτανε απ' τη Μήλο και την ξέρανε. Και μου λέει: «Εντάξει ρε, φέρ' το». Και το ΄δωσα, το ναυτολόγησε -στο τελωνείο τότε ήτανε, δεν είχαμε Λιμεναρχείο- και μετά, έφυγε, εν τω μεταξύ, ο καπετάν Κώστας και πήγε στην Αθήνα. Από κει έφυγε και πήγε σ' ένα βαπόρι, ένα γκαζάδικο, το «Lord King», του Παπαδάκη η εταιρεία. Και είχε πει στη γυναίκα του -είχαμε ένα τηλέφωνο στη Σέριφο όλο κι όλο που μιλάγαμε- είχε πάρει το τηλέφωνο και μετά από δυο μήνες, μας πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του και λέει: «Ελάτε στον Πειραιά». Ήμαστε πέντε άτομα απ' τη Σέριφο και πήγαμε στην Αθήνα, μας πήρε εκεί στο Φάληρο η γυναίκα, μας τάισε και μετά μας λέει: «Αύριο το πρωί, πηγαίνετε στην εταιρεία. Είναι στο τάδε μέρος στον Πειραιά τα γραφεία». Πήγαμε εκεί, ήταν ένας καπετάνιος απ' την Κάσο, απ' ό,τι θυμάμαι, ένας…, θηρίο. Μόλις μπαίνουμε μέσα λέει: «Τι θέτε ρε;», έτσι μ' αυτόν τον τρόπο. Λέμε: «Ο καπετάν Κώστας μάς έστειλε για να μας στείλεις με τα βαπόρια». «Άντε ρε φύγετε από δω ρε, ο καπετάν Κώστας δεν έχει βαπόρι, τα βαπόρια είναι του Παπαδάκη. Δεν έχετε δουλειά, δρόμο». Και μας έδιωξε. Εμείς φύγαμε, πήγαμε στη γυναίκα του καπετάνιου, τη λέμε έτσι και έτσι. Λέει: «Μη φοβόσαστε, εντάξει». Μετά από τρεις μέρες, ο καπετάνιος είχε πάει Ευρώπη και κατέβαινε με το βαπόρι και είπε ότι σε πέντε μέρες θα έχει περάσει απ' την Κρήτη να μας πάρει. Και μας έβαλε μέσα στο «Αγγέλικα», η γυναίκα και εκείνη μαζί, μας πλήρωσε τα εισιτήρια, όλα αυτά, και πήγαμε κάτσαμε τρεις μέρες στην Κρήτη. Μας τάιζε η γυναίκα, το ξενοδοχείο το πλήρωσε, εμείς δεν είχαμε φράγκο. Και πράγματι σε πέντε μέρες -τρεις μέρες- μετά από τρεις μέρες, ήρθε ο καπετάνιος στην Κρήτη. 

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, στην Κρήτη τότε, εκείνη την εποχή, πήγατε με φεριμπότ;

Θ.Λ.:

Όχι ποστάλι, το «Αγγέλικα».

Μ.Χ.:

Α, ήτανε ποστάλι.

Θ.Λ.:

Δεν υπήρχε τότε φεριμπότ.

Μ.Χ.:

Και αντίστοιχα, από τη Σέριφο στον Πειραιά πώς πηγαίνατε;

Θ.Λ.:

Ήταν ο «Γλάρος», ένα βαποράκι μικρό, που έπιανε όλα τα λιμάνια, έκανε 15 ώρες να πάει στον Πειραιά. Εκεί, στην Κρήτη, πήγαμε με το «Αγγέλικα». Και σε δυο -όπως είπα- τρεις μέρες ήρθε, βγήκε έξω, πήγε η λάντζα τον έφερε έξω και μας πήρε και μας ναυτολόγησε στην Κρήτη και μπήκαμε μέσα και φύγαμε. Από τότε, το βαπόρι κάναμε Περσικό-Ευρώπη, μέχρι Σουηδία θυμάμαι είχαμε πάει. Έκατσα δύο χρόνια. Δύο χρόνια όταν λέμε, γιατί μετά έφυγα γιατί πήγαινα στρατιώτης.

Μ.Χ.:

Αυτά τα δύο χρόνια που πρωτομπάρκαρες πώς ήτανε;

Θ.Λ.:

Εκεί ήτανε για μας, τι να σου πω. Το βαπόρι, τόσο πλούσια τα φαγητά. Το πρωί μας είχανε δύο αυγά τηγανητά, ένα πιάτο «πόλιτς» -αυτό το στάρι που λέμε με γάλα-, μαρμελάδα, βούτυρο. Στις 10:00 η ώρα, είχαμε καφέ, 20 λεπτά. Το μεσημέρι, ανάλογα τις ημέρες, ήτανε τα φαγητά. Με καμαρότους να μας σερβίρουνε και ο καθένας στο δωμάτιό του τότε. Ήτανε πολύ..., δηλαδή τα φαγιά που φάγαμε εκεί, δεν τα 'χαμε -εγώ ειδικά- δεν τα ΄χα δει στον ύπνο μου. Αλλά ήτανε πολύ ωραία. Έφυγα όμως, γιατί ήτανε το στρατιωτικό. Ήρθα εδώ, στη Σέριφο, [00:20:00]πέρασα από περιοδεύων που λέγανε και μετά από τρεις μήνες, με πήρανε στρατιώτη. Ήμαστε τότε 5.000 που παρουσιαστήκαμε στο «Παλάσκα». Εκεί κάναμε τη θητεία, εκεί πέρα, τρεις μήνες και μετά μας πήγανε στα καράβια. Εμένα με πήγανε στον «Ιέρακα», το αντιτορπιλικό, και εκεί επήρα το απολυτήριο, από κει. Έκανα 32 μήνες τότε. Τα καλοκαίρια παίρναμε τους δοκίμους και τους πηγαίναμε Ευρώπη. Και γυρνάγαμε μετά από κει κάτω, πηγαίναμε στην Κύπρο και απ' την Κύπρο στη Θεσσαλονίκη, που γινόταν η έκθεση και μετά τους φέρναμε πάλι στο Παλατάκι, τους βγάζαμε έξω. Αυτό. Και τα δυο χρόνια εγώ ήμουνα μαζί. Όταν -τον δεύτερο χρόνο- είχα πια 30 μήνες και, μέσα, και ο κυβερνήτης, επειδή μάς είχε -ειδικά εμένα- το δεξί του χέρι στις κινήσεις και στο τιμόνι, μου λέει: «Τώρα φύγε κι έλα σ’ έναν μήνα να πάρεις το απολυτήριο». Πράγματι, ήρθα εδώ, έπιασα πάλι εκεί με τα ψαράδικα κι εδώ, τελείωσε, πήγα, πήρα το απολυτήριο και πήγα για δουλειά στην εταιρεία. Και μ' έστειλε μετά μ' ένα βαπόρι, το «Νίκη», πήγα και το πήρα στη Γαλλία. Έκατσα περίπου χρόνο μέσα και μετά έφυγα, ήρθα στην Ελλάδα. 

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, το πρώτο ταξίδι που έκανες που πήγες στην Ευρώπη, τι είδους ήταν το καράβι που ήσουνα μέσα;

Θ.Λ.:

Το πρώτο ήτανε γκαζάδικο.

Μ.Χ.:

Και το δεύτερο τώρα;

Θ.Λ.:

Το δεύτερο ήτανε φορτηγό, που φορτώναμε από Ευρώπη σόγια, διάφορα έτσι, και τα πηγαίναμε στη Βραζιλία. Και απ' τη Βραζιλία ξεφορτώναμε, βάζανε -όχι όλο το φορτίο- καφέδες και τέτοια και τα πηγαίναμε πάλι στην Ευρώπη και από κει ξανά. Αυτά τα ταξίδια ήτανε Ευρώπη-Βραζιλία. Μετά, μας στείλανε στη Νέα Ορλεάνη στην Αμερική και φορτώσαμε παλιοσίδερα και τα πήγαμε στην Ιαπωνία. Γυρνώντας στην Αμερική πάλι στάρι και το φέρναμε στην Ιταλία, στην Ισπανία, ανάλογα. Ε, στον χρόνο απάνω έφυγα, όμως, από κει και ήρθα στην Ελλάδα. Μετά από δύο μήνες περίπου, με ειδοποιήσανε πάλι, το γραφείο, να πάω με άλλο βαπόρι. Είχε παραγγείλει δύο καινούρια στην Ιαπωνία. Και φύγαμε αεροπορικώς από δω και πήγαμε εκεί πέρα, καθίσαμε κάνα μήνα μέχρι να παραδώσουνε και να κάνουνε. Πήρα το βαπόρι από κει και ήρθαμε στη Νέα Ορλεάνη και μας φορτώσανε καλαμπόκι και στάρι, ήτανε 16.000 τόνοι τότε το βαπόρι αυτό, καινούριο. Εκεί στη Νέα Ορλεάνη -ειδικά στην Αμερική- έβρεχε κάθε 2 ώρες, σταμάταγε μισή ώρα και κλείναμε τα αμπάρια. Και έπιασε η βροχή -ή το 'χαμε ανοιχτό και φόρτωνε-, έπιασε η βροχή, ανεβαίνει ο λοστρόμος επάνω στα μαγαζιά -που λέγαμε- που ήτανε τα βίντσια, να βιράρει. Την ώρα που βιράρισε, κάπου έπιασε το σύρμα σε μια σφήνα -να πω εγώ- που βάζαμε στα καπάκια και του λέω: «Σταμάτα, να το…». Ανεβαίνω πάνω και δεν προφταίνω να τραβήξω το σύρμα, βιράρει αυτός και με παίρνει το σύρμα εδώ στο σαγόνι και πέφτω μες στ’ αμπάρι με το καλαμπόκι. Αμέσως οι εργάτες που ήταν εκεί με βγάλανε έξω. Μέχρι να με βγάλουν απ' το αμπάρι, είχε έρθει το ασθενοφόρο. Μ’ είχε πιάσει εδώ στη λεκάνη και με πήγανε σ' ένα νοσοκομείο, μου βγάλανε ακτινογραφίες και τέτοια και με πήγανε σ' έναν θάλαμο μέσα που ήτανε -ή 60 ή 70[00:25:00] κρεβάτια- όλο γέροι, όσοι ήταν έτοιμοι για πεθαμό. Δηλαδή κάθε βράδυ έπρεπε να φύγουνε 4, 5, 6 άτομα. Εγώ... Γελάω που τα λέω, ε; Λοιπόν,  ερχόταν κάθε πρωί μία νοσοκόμα, μου γέμιζε μία σύριγγα αίμα κι έφευγε. Την άλλη μέρα το ίδιο, την άλλη μέρα ξανά. Ήταν ένα παιδί από τη Χίο -είχε κάνει κήλη εγχείρηση εκεί-, μου λέει: «Μην είσαι ρε κουτός, μην τους αφήνεις, αυτοί θα σου πιούνε το αίμα όλο», μου λέει. Και απ' την άλλη μέρα, ήρθε, της λέω: «Φύγε μωρέ -της λέω-, δε θέλω να μου πάρεις αίμα». «Μα...». «Δεν θέλω -της λέω- τελεία». Και από τότε σταματήσανε. Έμεινα έναν μήνα, έτρωγα απ' το ψυγείο, είχα βαρεθεί να τρώω -πώς τη λένε;- γαλοπούλα και κότα, με μαρούλι και γάλα, αν θυμάμαι καλά. Δεν ήρθε ένας γιατρός μια μέρα να μου πει: «Τι κάνεις;» και «Πώς είσαι;». Στον μήνα απάνω λοιπόν, ήρθε ένα παιδί απ' το Προξενείο, το ελληνικό. Του τα 'πα αυτά, μου λέει: «Καλά, θα το μεριμνήσουμε», αλλά πέρασαν κάνα δυο μέρες, δεν ήρθε. Τα μαζεύω κι εγώ, ντύθηκα και κατεβαίνω κάτω, σηκώθηκα κι έφυγα. Χωρίς να πάρω ούτε χαρτί ούτε τίποτα. Ερωτώντας με τα "σπασμένα" εγγλέζικα τότε για το Προξενείο, μου είπανε πού είναι, πήγα στο Προξενείο, εκεί. Μου λέει: «Τι έγινε;». «Τίποτα -του λέω-, ούτε πέρασε κανένας κι έφυγα». Με παίρνουνε, με πάνε στο Προξενείο, μου βγάλανε ταυτότητες, δακτυλικά αποτυπώματα κλπ. και με αφήσανε 8 μέρες. Η εταιρεία είχε ειδοποιήσει και πήγαινα σ' ένα ξενοδοχείο και έμενα, έτρωγα κι εκεί. Και σε 8 μέρες, μόλις έληξε η αυτή, έφυγα. Αεροπορικώς, απ' τη Νέα Ορλεάνη -τώρα δεν θυμάμαι σε ποιο λιμάνι, νύχτα είχαμε πάει, Νέα Υόρκη πήγαμε; δεν ξέρω- και πήραμε άλλο αεροπλάνο και πήγαμε στην Ιταλία. Απ' την Ιταλία πάλι, σκαντζάρισα άλλο αεροπλάνο και ήρθα στην Ελλάδα. Πήγα στο γραφείο, με στείλανε εκεί στους γιατρούς, μου κάνανε κάτι -πώς το λένε;- φυσιοθεραπείες. Ε, εντάξει, κάνα μήνα. Από κει κι ύστερα έφυγα, ήρθα στη Σέριφο. Είχα μια αδερφή στην Αθήνα τότε επάνω -με την πρώην τη γυναίκα του πατέρα μου- και πήγαινα εκεί κι εμένα. Κατέβαινα κάτω για δουλειά, εκεί στην εταιρεία δεν είχε. Και συγκεκριμένα, βρήκα έναν πατριώτη, που ήταν πρώτος μηχανικός στου Λιβανού. Μου λέει; «Τι κάνεις εδώ;». Του λέω: «Έτσι κι έτσι». «Έλα εδώ ρε -μου λέει-, θες δουλειά;». Λέω: «Ναι». Και πήγαμε πάνω στα γραφεία του Λιβανού, μου λέει: «Τι πας;». Λέω: «Ναύτης ή λοστρόμος». Λοστρόμο -λέει- έχει το βαπόρι. Πας ναύτης;». «Πάω». Κι έφυγα.

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, από την εταιρεία που ήσουνα μέχρι το ατύχημα, πώς και δεν σε ξαναπήρανε για δουλειά;

Θ.Λ.:

Γιατί δεν είχανε βαπόρια να με στείλουνε, γιατί τότε βέβαια είχε δουλειά καλή, πολλά… Αλλά άμα ήταν συμπληρωμένο, τι να σε κάνουνε εσένανε; Να περιμένεις; Βρήκα εκείνο κι έφυγα. Και πήγα και το πήρα στη Γερμανία, ένα βαπόρι, το «Atlantic Falcon», 16.000 τόνοι, φορτηγό. Kαι πήγαμε Αμερική, φορτώσαμε στάρι και πήγαμε στην Ιαπωνία. Kαι μετά, μάς στέλνανε απ' την Ιαπωνία στο Βανκούβερ και φορτώναμε καλαμπόκια και ξύλα, κορμούς ολόκληρους και συσκευασμένα ξύλα, παλέτες. Εκάναμε 42 μερόνυχτα ταξίδι. Ουρανό και θάλασσα. Δεν έβλεπες..., δεν υπάρχει στεριά στον Ειρηνικό. Και κάθισα -καλό βαπόρι κι αυτό- και πήγαμε[00:30:00]… Εκάθισα δυο χρόνια και; Δυόμισι; Μετά ήρθα εδώ στη Σέριφο, είχα πάρει ένα οικόπεδο -με το δεύτερο βαπόρι- εδώ κάτω στο Λιβάδι και έχω χτίσει το σπίτι τώρα εδώ που μένουμε. Είχα ξεκινήσει, αλλά μετά ήρθε η ώρα για να παντρευτούμε. Είχαμε γνωρίσει τη γυναίκα και…

Μ.Χ.:

Πώς γνωριστήκατε με τη γυναίκα σου; Θυμάσαι; 

Θ.Λ.:

Με τη γυναίκα γνωριστήκαμε, με έναν πρώτο μου ξάδερφο που ήταν φίλοι με την οικογένεια εκεί και πήγαμε… Δεν ήθελε πολύ. Πριν 2 χρόνια είχαμε κάτι σχέσεις έτσι, εγώ ταξίδευα κι ερχόμουνα, πήγαινα, ανταμώναμε κλπ. Μετά, όμως, που ήτανε για να παντρευτούμε λέω: «Τώρα εγώ να ταξιδεύω και να παρατήσω γυναίκα με παιδιά;», ακόμα βέβαια δεν είχαμε κάνει. Εβρήκα έναν πατριώτη που ήταν και αυτός ναυτικός και του λέω: «Ρε Μήτσο, δεν πάμε να πάρουμε ένα καΐκι;» μαζί με τον αδερφό του, τον Διαμαντή. Και μας λέει ο Διαμαντής, που ήτανε πιο μεγάλος από μας, «Ρε 'σεις, είναι η καλύτερη λύση αυτή, έχει δουλειά». Τότε δεν υπήρχαν φεριμπότ, τα πάντα κουβαλάγανε με τα καΐκια, σε όλα τα νησιά. Κουβέντα στην κουβέντα, πήραμε το καΐκι. Το 'χουμε πάρει δυο χρόνια πριν την…, πραξικόπημα και κάναμε ταξίδια Πειραιά, Θερμιά, Σέριφο, Σίφνο, Κίμωλο, μέχρι Φολέγανδρο. Και γυρνάγαμε πάλι και πήγαινε πάλι και ξαναμαζεύαμε τα κενά όλα από δω, κουβαλάγαμε μέχρι καρφίτσες εδώ πέρα. Δεν υπήρχε άλλο μέσο.

Μ.Χ.:

Τι είχε μέσα το καΐκι, ήταν εμπορικό;

Θ.Λ.:

Ήτανε 32 μέτρα μάκρος και 9 μέτρα φάρδος. Μεγάλο. Βάζαμε 120 τόνους φορτίο μέσα. Λοιπόν, μια μέρα πάμε στον Πειραιά, Κυριακή θα παντρευόμουνα εγώ και έρχεται Τέταρτη μέρα -το θυμάμαι- το Λιμεναρχείο και λέει: «Το ναυτολόγιο, επίταξη». «Ρε παιδιά...». «Δεν γίνεται -λέει- διαταγή, επίταξη». Εγώ ήμουνα καπετάνιος στα χαρτιά. Του λέω του συνάδελφου, του συνέταιρου: «Ρε Μήτσο…». Μου λέει: «Θα μπω εγώ και πήγαινε εσύ να παντρευτείς». Και πράγματι, έτσι έγινε. Το πλήρωμα το βγάλαμε από μέσα, που είχαμε δυο ανθρώπους κι εγώ. Εκείνοι θέλανε μόνο τον καπετάνιο. Και βάλανε -το πήγανε στο Παλατάκι- βάλανε ναύτες μέσα, δυο-τρεις -δεν θυμάμαι πόσους είχαν- και το στείλανε στη Σύρα. Και έκανε περιπολίες, μια βδομάδα στη Φολέγανδρο, γύρω βόλτα το νησί, για να ελέγχουνε μην αυτό… Και μετά, ερχότανε στη Σύρα, καθότανε δυο μέρες και μετά στα Γιούρα. Αλλά ήτανε πολλά τα καΐκια, ήταν 7-8, δεν ήμαστε μόνο εμείς. Ε, άδεια τα καΐκια τότε, με τη θάλασσα, έκανε νερά, άνοιξε. Και σε 7 μήνες -ή 7 ή 6 μήνες-, τους λέει ο καπετάνιος ο δικός μου, λέει: «Το καΐκι κάνει νερά, δεν είναι να ταξιδεύω να μη βουλιάξουμε». Του λέει ένας, που ήταν επιστάτης στη Σύρα εκεί και τα έλεγχε, λέει: «Μην τα βγάλεις τα νερά. Άσ' τα και το πρωί θα 'ρθω εγώ να μπούμε μέσα να ιδούμε». Πράγματι, πήγε, είδε, ήτανε φουλ τα νερά μέσα, του λέει: «Εντάξει, πάρ’ το  και πηγαίντε καρνάγιο, φύγετε. Τελείωσε». Και το ξαναπήραμε πάλι το καΐκι, το βγάλαμε στο καρνάγιο, το φτιάξαμε στη Σύρα. Λεφτά δεν πήραμε τίποτα, δεν μας δώσανε. Και συνεχίσαμε τη δουλειά αυτή.

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, εσύ αυτό το διάστημα που ήτανε το καΐκι επιταγμένο, εσύ τι έκανες;

Θ.Λ.:

Εγώ εσυνέχισα το εμπόριο με τους πελάτες που είχα εδώ στη Σέριφο και φόρτωνα ξένο καΐκι, ή απ' την Πάρο ή από τα Θερμιά και τους πήγαινα τα εμπορεύματα, δεν τους παράτησα. Και μετά, αφού πήραμε το δικό μας, πάλι συνεχίσαμε αυτήν τη δουλειά. Αυτή η δουλειά [00:35:00]κράτησε μέχρι το ’82, που κουβαλάγαμε όλα αυτά τα υλικά, γιατί δεν υπήρχαν φεριμπότ. Το ‘82 που βγήκανε το «Μήλος», το «Κίμωλος» τα φεριμπότ, διάφορα άλλα, το «Ιόνιο» και Σία…, εμείς πεθάναμε, μόνο τούβλα πήγαμε κάνα δυο φορές στη Χαλκίδα και στην Κάρυστο και φορτώναμε και ερχόμαστε [Δ.Α.]. Και αναγκαστήκαμε το πουλήσαμε.

Μ.Χ.:

Ο γάμος έγινε τελικά;

Θ.Λ.:

Ο γάμος έγινε, αφού έμεινα έξω, παντρεύτηκα, εντάξει όλα καλά. Από κει κι ύστερα, το ’82, δεν είχε… πού να πάω; Είχα ένα καϊκάκι μικρό, ψαράδικο, πηγαίναμε για παραγάδι, δεν έβγαινε. Τον χειμώνα πηγαίναμε Αθήνα -γιατί τα παιδιά πηγαίνανε στο σχολείο στην Αθήνα-, ήταν ένας φίλος, παλιά που γνωριζόμαστε εκεί με τα καΐκια και μου λέει «Ρε συ -εν τω μεταξύ, είχα πάρει το πρακτικό του ανθυποπλοιάρχου-, θέμε έναν υποπλοίαρχο -λέει- να πάει μέσα, θα πας σ' ένα βαπόρι 3.000 τόνοι;», που είχε αυτός και κουβαλάγαμε χώμα από την Κρήτη και από τη Μήλο, στα τσιμεντάδικα «ΤΙΤΑΝ». Πήγα, έκανα έναν χρόνο. Μετά, το πουλήσανε αυτοί και ξαναβγήκα πάλι έξω. Με βρίσκει ένας πατριώτης, ο Τάσος ο Χαρτοφύλακας, ο οποίος ήτανε πρώτος μηχανικός σε μία εταιρεία εκεί. «Ρε συ -μου λέει- θέλεις να μπαρκάρεις;». Τα συζητήσαμε με τη γυναίκα, εκείνη αυτό… Της λέω: «Έτσι κι αλλιώς… Άσε να πάμε εκεί να δούμε», της λέω. Και έφυγα με το βαπόρι, πήγα σαν λοστρόμος, μου λέει: « Τι θες;». Λέω: «Λοστρόμος». Το πήραμε απ' το Γαλαξίδι και πήγαμε στη Μάλτα, επισκευή, καθαρισμό, βάψιμο, όλα και από εκεί μας στείλανε στην Αμερική στο Άλμπανι και φορτώσαμε στάρι. Πήγαμε το βράδυ, απόγευμα. Το πρωί σηκωθήκαμε και δεν περνάγαμε στους διαδρόμους, όλα, ήταν γεμάτο χιόνι. Και με τα φτυάρια το πετάγαμε στη θάλασσα κι ανοίγαμε… Εν πάση περιπτώσει, φορτώσαμε, κατεβήκαμε και πήγαμε στο Σάφι, στην Καζαμπλάνκα, να ξεφορτώσουμε. Εκεί κάναμε 15 μέρες, 17, να ξεφορτώσουμε. Ερχόντανε μ’ ένα αυτοκίνητο με το σιλό και ξανά. Από κει μας στέλνουν πάλι στην Αμερική και κατεβήκαμε στην Ιταλία. Αλλά στο δεύτερο ταξίδι, έβλεπα το βαπόρι και πήγαινε όλο με την πλώρη. Λέω του καπετάνιου: «Ρε καπετάν Γιώργη, δεν σου φαίνεται ότι το βαπόρι είναι με την πλώρη;». «Ε, ρε...», μου λέει. «Ρε δεν πάμε ν’ ανοίξουμε τ' αμπάρι να ιδούμε», του λέω. Είχε μισιάσει νερά, το φορτίο ήταν όλο… Αφού φτάσαμε στην Ιταλία, του λέω: «Γεια σας. Δεν πνίγηκα -λέω- με τα καΐκια τόσα χρόνια που 'μουν φορτωμένος, θα πνιγούμε τώρα εδώ;». Και έφυγα και ήρθα εδώ, από κάτω -που είναι το μαγαζί τώρα- είχα τη συγχωρεμένη τη μάνα μου. Ο πατέρας μου πέθανε και είχε μείνει η μάνα μου. Και της έλεγα: «Ρε μάνα, ανέβα πάνω σε ένα δωμάτιο και να καθίσω να φτιάξω από κάτω το μαγαζί, να κάνω ένα καφέ». «Όχι». Γιατί εκεί είχε την παρέα της. Πέρναγε ο ένας, πέρναγε ο άλλος, «καλημέρα» και τέτοια. Και δεν έκανα τίποτα. Πάλι με το ψαράδικο.

Μ.Χ.:

Είχες...;

Θ.Λ.:

Εν τω μεταξύ, είχα πάρει και τη σύνταξη. Είχα πάρει και τη σύνταξη και την εβγάζαμε. Ε, όταν πέθανε η συγχωρεμένη η μάνα μου, έφτιαξα εδώ το μαγαζί από κάτω κι έκανα καφενείο, 15-16 χρόνια μέχρι να συμπληρώσω την υπηρεσία, γιατί ήτανε στο όνομα της γυναίκας μου και πήρε τη σύνταξη του Ο.Γ.Α. κι εκείνη. Και από κει και πέρα, τελειώσαμε. Μόλις πήρε τη σύνταξη, το κλείσαμε και το καφενείο κι ήμαστε μια χαρά. Αλλά ο Θεός δεν την[00:40:00] άφησε. Το ‘16 ή το ‘15; ‘16; Ή το ’16 ή το ’15, έχω τα χαρτιά. Είχε το "θηρίο", τον καρκίνο και πέθανε. Και είμαι μόνος μου τώρα, όπως βλέπεις εδώ.

Μ.Χ.:

Έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια.

Θ.Λ.:

Έχω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και φίλους και ξαδέρφια και αυτά, όλα. Τα δυο μου αδέρφια τα μεγάλα έχουνε πεθάνει και είμαι εγώ με τον τέταρτο, ο οποίος είναι στον Καναδά κι αυτός. Μπήκε σ' ένα βαπόρι και τρακάρανε στις δεξαμενές εκεί του Καναδά, που σκαντζάρουνε από τη μία στην άλλη για να πάνε κι έμεινε εκεί. Ήταν κάτι ανίψια της μάνας μου εκεί, τους γνώρισε κι έμεινε εκεί. Είναι τώρα 45 χρόνια εκεί κάτω, στον Καναδά. Τώρα δεν τους αφήνουν. Κάθε καλοκαίρι ερχόταν εδώ με τη γυναίκα του, τώρα δεν τους αφήνουν να φύγουνε, ούτε στον Καναδά ούτε στην Αυστραλία, λόγω κορωνοϊού -πώς το λέτε;-, δεν τους αφήνουνε να ΄ρθουνε. Και έτσι τη βγάλαμε.

Μ.Χ.:

Το καφενείο πώς ήτανε σαν δουλειά; Πώς περάσατε εκεί;

Θ.Λ.:

Να σου πω ότι κάθε πρωί σηκωνόμουνα στις 6:00 η ώρα, 7:00 η ώρα ερχότανε όλοι. Τότε είχε όλη η Σέριφος δουλειά, εργατιά και 30-35 άτομα κάθε πρωί, πίνανε καφέδες και φεύγανε. 10:30-11:00 μαζευότανε και ερχότανε και παίζανε κουμ καν ή πρέφα, μέχρι τις 14:00. Και στις 17:00 πάλι, μέχρι τις 22:00 το βράδυ, 22:30, ανάλογα. Είχαμε δουλίτσα καλή. Δόξα τω Θεώ, δεν με αφήσανε οι πατριώτες. Κι έτσι, έγινε όλη η ιστορία αυτή. Τώρα είμαι μόνος 6 χρόνια, 7 πάει. Ε, πάω κάπου κάπου στην Αθήνα, μένω με τα παιδιά γιορτές. Τώρα όμως δεν πάω λόγω της αρρώστιας αυτηνής, δεν πάω.

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, εδώ μία μέρα δικιά σου εδώ στο νησί πώς είναι;

Θ.Λ.:

Κοίταξε να δεις. Η μέρα είναι ευχάριστη. Έχω μία βάρκα, άμα είναι καλός ο καιρός πηγαίνω για ψάρεμα, κάνα χταπόδι. Περνάει. Το βράδυ, όταν έρθεις σπίτι και κλείσεις την πόρτα, λες... Ωχ να πεις, δεν σε ακούει κανείς. Αυτό είναι το άσχημο μόνο. Κατά τ’ άλλα, δεν έχω πρόβλημα. Μαγειρεύω, πλένω, σκουπίζω, σφουγγαρίζω, τα πάντα. Είχα μάθει από μικρός και τα 'φτιαχνα. Και ειδικά μες στα καΐκια είχαμε γίνει και μάγειροι. Δόξα τω Θεώ. Εντάξει, μια χαρά είμαι. Τα παιδιά μου έρχονται, κάθε μέρα με παίρνουν τηλέφωνο, πάντα. Ε, το καλοκαίρι έρχονται εδώ χάμω και κάθονται ανάλογα την άδεια που έχουνε, γιατί δουλεύουνε. Αλλά δεν μ’ αφήνουνε. Αυτή είναι η ζωή εδώ τώρα. Τώρα σηκώνομαι το πρωί, πίνω εδώ το γάλα μου -ξέρω 'γω-, τον καφέ μου, κατεβαίνω κάτω 8 η ώρα, βρίσκω κάτι φίλους, κάτι ψαράδες, που πάνε…, περνάει. Το μεσημέρι έρχομαι εδώ, μαγειρεύω, κάνω. Το βράδυ πάλι, κατεβαίνω, παίζουμε την πρέφα μας στο καφενείο, πίνουμε το τσιπουράκι μας και σπίτι. Αυτή είναι η ζωή. 

Μ.Χ.:

Ακόμα έχεις φίλους από τα καράβια και αυτά;

Θ.Λ.:

Κοίταξε να δεις, τότε ήμαστε όλο Έλληνες μες στα βαπόρια. Δεν υπήρχανε… Τώρα τελευταία, σ’ αυτό που σου λέω, που έφυγα που έκανε…, δεν μπόραγα να συνεννοηθώ με κανέναν που ήταν στην κουβέρτα. Εκτός τους τρεις καπεταναίους που ήτανε πάνω στη γέφυρα, όλοι οι άλλοι -και εγώ και ο μάγειρας- ήμαστε Έλληνες. Όλοι οι άλλοι, Φιλιππινέζοι, Κινέζοι, από κει πάνω, από την αυτήνα, δεν ξέρω, δεν συνεννοούσουνα. Λέω: «Προκειμένου τώρα, να βρω κάνα μπελά εγώ…» και σηκώθηκα και έφυγα.

Μ.Χ.:

Εδώ παρέα με ποιους κάνεις τώρα;

Θ.Λ.:

Εδώ με τους ψαράδες και με τους… Έχω τα παιδιά εκεί, τον Τάσο, τον Μουστάκα, είμαστε πολλοί, ο Γιάννης, ο Σταύρος. Έχω μπόλικα [00:45:00]παιδιά που παίζουμε πρέφα, τον παππού σου. Ναι, εντάξει. Αλλά τώρα με την αρρώστια αυτή, δεν έρχεται κανένας στο καφενείο. Δεν έρχονται. Εν τω μεταξύ, δεν μας αφήνουν να καπνίσουμε μέσα στο καφενείο, γιατί εγώ καπνίζω από 17 χρονών που ΄φυγα, δεν το 'χω κόψει, καθόλου. Και όπως καταλαβαίνεις, άμα δεν κάνεις τσιγάρο, να τώρα που ήρθες, κάπνιζα. Είχα καπνίσει και άλλα δυο κάτω και ένα εδώ, τρία. Εντάξει. Δόξα τω Θεώ. Να ΄μαστε καλά. Τώρα φτάσαμε, 86 χρονών πάμε, και έχει...

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, σαν συμπέρασμα, η ζωή σου όλη, από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι τώρα, πώς θα έλεγες ότι ήτανε;

Θ.Λ.:

Η Κατοχή ήτανε πολύ δύσκολη. Πέθανε πολύς κόσμος, πολύς. Εάν δεν ήτανε αυτά, τα χαρούπια και τα σύκα, ελιές μαζεύαμε, πράσινες. Τις βάζαμε πάνω στην πλάκα, τις κάναμε με μία πέτρα και τις ρίχναμε αλάτι, την άλλη μέρα τις τρώγαμε. Καταλαβαίνεις. Λεμονόκουπα κάτω δεν κυκλοφορούσε. Την πιάναμε, την πλέναμε στη θάλασσα και την τρώγαμε. Είχε όμως -δεν ξέρω, ο Θεός τα 'δωκε τότε αυτά;- φρούτα, μήλα, κυδώνια, πορτοκάλια, μανταρίνια, αχλάδια. Εδώ ο κάμπος -τώρα έχουνε χτιστεί όλα- ήτανε γεμάτα.

Μ.Χ.:

Γενικά η ζωή σου, πώς πέρασες; Όλη σου τη ζωή;

Θ.Λ.:

Όλη μου τη ζωή που ταξίδευα πέρασα πολύ καλά. Ειδικά στη Βραζιλία και στην Ιαπωνία. Η Αμερική δεν μ' άρεσε καθόλου, με τίποτα. Γιατί ήτανε όλο..., όπου γύρναγες όλο μαύρους έβλεπες, δεν έβλεπες έναν άσπρο. Αλλά η Βραζιλία και η Ιαπωνία… Αυτές -ας τις πούμε τώρα- οι κοπέλες που είχαν, βλέπανε, «Atlantic Falcon», έρχεται τη Δευτέρα. Πιάναμε από Τόκιο. Τόκιο, Γιοκοχάμα, Κόμπε, Μόζι, Οσάκα, Καβασάκι, Ναγκασάκι, όλα τα λιμάνια και ξεφορτώναμε. Και τα ξαναπαίρναμε πάλι μπάλα και φορτώναμε σίδερα κατεργασμένα, βέργες μεγάλες 40 μέτρα, 30 μέτρα και τα πηγαίναμε Λος Άντζελες, Λονγκ Μπιτς. Και από κει , ανεβαίναμε Βανκούβερ και φορτώναμε και ξαναπηγαίναμε πάλι κάτω. Αλλά ήτανε ωραία χρόνια, ωραία. Οι μαγείροι, οι καμαρότοι, τα δωμάτιά μας, ο καθένας το δικό του, καπνιστήρια. Τάβλι, χαρτιά παίζαμε, να περνάει, μέχρι να 'ρθει η ώρα να κάνουμε την βάρδιά μας, γιατί τότε ήτανε υποχρεωτικά και ήμαστε πάνω στη γέφυρα δύο ναύτες και ο ανθυποπλοίαρχος ή ο γραμματικός. Ήτανε δυο ανθυποπλοιάρχοι κι ένας γραμματικός. Και κάναμε τη βάρδιά μας, ήτανε δηλαδή είχε και… Τώρα είναι όλα ένας απάνω στη γέφυρα -απ' ό,τι ακούω, που λένε-, μόνο ο αξιωματικός απάνω, τα άλλα όλα δουλεύουν αυτόματα. Τότε το μεσημέρι έπρεπε να πάνε, να πάρουνε το στίγμα, να δούνε πού βρισκόμαστε με τον ήλιο, με το φεγγάρι, με όλα αυτά. Τώρα έχουν καταργηθεί όλα τώρα. Αλλά ήτανε πολύ ωραία, ήμαστε όλο Έλληνες και ξέραμε, κάναμε την πλάκα μας, καλαμπούρια, τι έκανε ο ένας, τι έκανε ο άλλος, τα συνηθισμένα. Ωραία χρόνια.

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, θέλεις να συμπληρώσεις κάτι άλλο να πούμε;

Θ.Λ.:

Να σας πω ότι είμαι καλά, πέρασα καλά τη ζωή μου και με τη γυναίκα μου 55 χρόνια μαζί. Και τα παιδιά μου όλοι, είμαστε Δόξα τω Θεώ αγαπημένοι και όλα τα έχουμε βρει. Εδώ ό,τι έχω τους τα 'χω δώσει όλα των παιδιών και εγώ μένω ή εδώ ή στην…, έχω και στην Αθήνα σπίτι. Και όποτε αυτώσω και θέλω να πάω να δω τα εγγόνια, την κοπανάω και φεύγω. Αλλά τώρα έχουμε μέσα. Ειδικά το καλοκαίρι, έχουμε πέντε βαπόρια, έξι την ημέρα[00:50:00]. Τώρα τον χειμώνα έχουμε ένα. Έχω κάνει δε, με τα καΐκια, που έχω σώσει κόσμο πολύ, αρρώστους, στη Σύρα. Πολλά ταξίδια, πολύ...

Μ.Χ.:

Για πες μας γι’ αυτό.

Θ.Λ.:

Αυτό... Αρρώσταινε ένας άνθρωπος και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Εδώ δεν υπήρχε γιατρός, είχαμε τον Λυκούργο μόνο. Και με ειδοποιούσε το Λιμεναρχείο, όταν ήμουνα εδώ. Πολλές φορές φορτώναμε άμμο κι έρχεται ο τελώνης με τη βάρκα, με τον Κοτσαρίκο και μου λέει: «Έλα μέσα, γιατί είναι μια γυναίκα άρρωστη». Τα παράταγα, ερχόμουνα, την έπαιρνα και την πήγαινα στη Σύρα. Δεν πήρα ποτέ μία δραχμή σε κανέναν, όσους έχω πάει, γιατί έχω πάει πολλούς. Και στο Λαύριο και στον Πειραιά τότε που δεν είχε, τους έβαζα μέσα και πηγαίνανε. Ειδικά ο Γιώργης ο Κατσούλης -Λιβάνιος δεν είναι και αυτός;- είχε παντρευτεί ο -πώς τον λένε, που είναι εδώ τώρα, τον γιο του τον μεγάλο;- Θοδωρής, και ήταν αυτός ήταν στο ναυτικό και έπρεπε την ημέρα αυτή -να πούμε Δευτέρα, ξέρω 'γω- να ήτανε στην υπηρεσία. Βαπόρι δεν υπήρχε. Ήρθε, λοιπόν, ο συγχωρεμένος ο Γιώργος, μου λέει: «Σώσε με». Βράδυ, έτσι απόγευμα. «Τι έγινε, ρε Γιώργη;». «Δεν ξέρω τι θα κάνεις -μου λέει-, πρέπει οπωσδήποτε να είναι το πρωί στη δουλειά του. Έτσι και δεν πάει, έχασε τη δουλειά του». «Ρε γέρο, θέλω να...». «Δεν ξέρω, τι θες;». Τι να του πω τώρα αυτού του ανθρώπου; Το λέμε με τον Μήτσο, μου λέει: «Τι να κάνουμε, θα τον πάμε». Και φύγαμε νύχτα από δω, ξημερωθήκαμε στον Πειραιά, τον έβαλα και στο κρεβάτι, κοιμηθήκανε, βγήκανε το πρωί, πήγανε στη δουλειά τους, εντάξει. Θέλω να σου πω ότι έχω κάνει πολλά καλά.

Μ.Χ.:

Υπήρχε κάποιο περιστατικό δύσκολο με φουρτούνες; 

Θ.Λ.:

Δόξα τω Θεώ -αυτό λέω- όλα τα χρόνια αυτά, έπιανε καιρός; Πηγαίναμε στο Σούνιο, καθόμαστε, πέρναγε και φεύγαμε. Δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε με 6 και 5 και 7 μποφόρια, γιατί ήτανε το καΐκι… Έχω κουβαλήσει αυτοκίνητα, το λεωφορείο του Θοδωράκη, το ‘φερα με το καΐκι, αμάξια της εταιρείας, μπουλντόζες. Στη Σίφνο τα ίδια, στην Κίμωλο. Και δεν ήταν…, ήταν επικίνδυνα φορτία και δεν ρισκάριζα. Έβγαινα στα μισά το μπουγάζι κι έκανε τον γαρμπή, στην Τζια, στο λιμάνι μέσα στο Βουρκάρι. Πέρναγε και φεύγαμε. Ήτανε… Γιατί η θάλασσα πρέπει να τη σέβεσαι και όχι να λες: «Θα περάσω», δεν περνάς. Μία θα περάσεις, τη δεύτερη δε… Και το φυλάγαμε πάντα. Δόξα τω Θεώ, δεν πάθαμε ποτέ αβαρία, τίποτα. Όλα καλά. Αυτά, Μιχαλάκη είναι τα νέα, σου 'πα πώς περάσαμε, όλα. Αλλά εκείνο που υποφέραμε ήτανε η Κατοχή, από κει κι ύστερα δεν μας πείραζε τίποτα. Κάναμε και ζώα μετά, ο πατέρας μου, και μουλάρια και γαϊδούρια και κατσίκια και αυτά, μέχρι που πριν φύγω με τα βαπόρια, τον βοήθαγα, όλα. Ήτανε νοικοκύρηδες ανθρώποι, τα φυλάγαν όλα, χοιρινά, πόσα είχαμε; Ούτε κι εγώ θυμάμαι. Έτσι, μοσχάρια είχαμε, κάπου 6-7 αγελάδες και μοσχάρια. Τότε, έχω κουβαλήσει από δω μοσχάρια στις Σπέτσες και στον Πειραιά 40 κομμάτια μέσα στο καΐκι, 30, ανάλογα.

Μ.Χ.:

Τότε η Σέριφος είχε κτηνοτροφία;

Θ.Λ.:

Τότε πολλά ζώα. Πολλά. Ερχόντανε οι χασάπηδες απ' τις Σπέτσες, τα αγοράζανε και τα κατεβάζανε κάτω αυτοί που τα 'χανε και τα βάζαμε μες στο καΐκι εμείς και τους τα πηγαίναμε στις Σπέτσες.

Μ.Χ.:

Κύριε Θεόφιλε, ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Θ.Λ.:

Τίποτα, Μιχαλάκη.