© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Κάναμε το έγκλημα της μετάδοσης της μουσικής», ένας ραδιοπειρατής αφηγείται... (ΜΕΡΟΣ Β΄)
Istorima Code
20612
Story URL
Speaker
Βασίλης Μπουζούρης (Β.Μ.)
Interview Date
30/11/2021
Researcher
Γεώργιος Κυριακίδης (Γ.Κ.)
[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα, Γιώργο μου.
Είμαι ο Γιώργος Κυριακίδης, είμαι ερευνητής για το Ιstorima και βρισκόμαστε στο σπίτι του αφηγητή. Πείτε μας και το όνομά σας.
Βασίλης Μπουζούρης.
Για να υπάρχει και για το αρχείο, την ημερομηνία γέννησής σας και το πατρώνυμο σας.
4/12/1961 και ο πατέρας μου λεγόταν Ιωάννης.
Μάλιστα. Κύριε Μπουζούρη, ξεκινάμε από τα απλά. Πείτε μας από πού είστε, από πού κατάγεστε.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα εφτά οχτώ στον Εχίνο. Και μετέπειτα, επειδή δεν υπήρχανε σχολεία για να φοιτήσω στην ορεινή περιοχή, κατέβηκα στην πόλη και μείναμε, το πρώτο διάστημα που κατέβηκα στην πόλη, στην Αγίου Ελευθερίου και πήγα στο 3ο Δημοτικό. Βέβαια, θα πρέπει να πω ότι για μένα το κεφάλαιο Εχίνος, όπως εξελίχθηκε στη ζωή μου, είναι ένα πολύ, έτσι, όμορφο κεφάλαιο, γιατί είναι… Στην παιδική ηλικία, χρειάζεσαι –το ανακαλύπτουμε και σήμερα στα παιδιά– χρειάζεσαι το χώρο σου, χρειάζεσαι τα τοπία σου, τα οποία είναι μοναδικά, γιατί είναι τα πρώτα που βλέπεις στη ζωή ανοίγοντας τα μάτια. Και ο Εχίνος ήταν ένα φανταστικό μέρος για ένα παιδί. Απίστευτα παιχνίδια χωρίς έξοδα. Ποτάμια, βουνά, ξέρω γω, ζώα. Τα πάντα όλα. Τι χρειάζεται ένα παιδί τώρα για να…; Βέβαια, θα πρέπει να πω ότι, τώρα μιλάμε για το ’61-’62-’63-’64-’65, πολύ δύσκολες οι μεταπολεμικές εποχές στην Ελλάδα τότε, έτσι, στο οικονομικό. Αλλά ο Εχίνος ήταν ένα φανταστικό μέρος. Δηλαδή, ήταν κι ο παππούς, ο μπαρμπα-Γιώργος ο Παπαδόπουλος, ο οποίος δούλευε εκεί πέρα, ήτανε δασικός υπάλληλος, ο οποίος ήξερε τα κατατόπια, τα μονοπάτια, τις περιοχές όλες, τα πάντα όλα. Οπότε, έπαιρνε τον εγγονό και τον έκανε σουλάτσα. Πέρα απ’ αυτό όμως, θα πρέπει να πω ότι και ο κόσμος του Εχίνου, δηλαδή οι αμιγώς κάτοικοι του Εχίνου, οι Πομάκοι… Γιατί μην κοιτάτε σήμερα τι γίνεται γεωπολιτικά και συμφέροντα και δε συμμαζεύεται, τότε όλα αυτά ήτανε έξω. Δεν υπήρχανε, ας πούμε. Οι Πομάκοι ήτανε με πολύ ανοιχτή καρδιά για όλα. Δηλαδή, δεν υπήρχε, ξέρεις: «Αυτός είναι μουσουλμάνος, αυτός είναι χριστιανός» και τα λοιπά. Μπαινοβγαίναν στο σπίτι μας και μπαινόβγαινα στα σπίτια τους αέρα πατέρα. Δηλαδή παρέα, πώς το λένε; Και αυτοί μαθαίναν από μένα αλλά κι εγώ μάθαινα από αυτούς πάρα πολλά πράγματα. Ωραία παιδική ηλικία, με τη μόνη κηλίδα τότε, ας πούμε, αν μπορείς να το πεις, η ταλαιπωρία που υπήρχε για να ανεβείς επάνω. Η οποία ήταν μια απόφαση, ξέρω γω, των κυβερνήσεων στην Αθήνα, ότι ο εχθρός είναι από βορρά. Δηλαδή, το Ανατολικό Μπλοκ, ας πούμε, το λεγόμενο. Και υπήρχαν αυτές οι μπάρες οι λεγόμενες, οι οποίες στην ουσία δε φυλούσε κανένας τίποτα. Ήταν οι μπάρες της ταλαιπωρίας. Τώρα, σκέψου, ν’ ανεβείς με ένα φορτηγό Μερσεντές του 1950, ας πούμε, τις ανηφόρες για τα ορεινά, πάνω στην ορεινή Ροδόπη και να κάνεις ώρες ολόκληρες και να σταματάς στην μπάρα και «Τι είναι αυτό;» και «Δώσ’ μας τα χαρτιά» και «Τι εμπορεύματα είναι;» και «Τι…» Ανοησίες δηλαδή, μια τρύπα στο νερό. Πατώντας εκεί, στα παιδικά χρόνια, αυτή η ταλαιπωρία με τις μπάρες μού έχει μείνει πάντα. Εγώ βέβαια ανεβοκατέβαινα με κάθε ευκαιρία, γιατί οι άνθρωποι που μεγάλωσα, οι μουσουλμάνοι, δε διακόπηκε η σχέση μας όταν εμείς ήρθαμε Ξάνθη. Αντιθέτως, εγώ ανέβαινα πυκνά συχνά στον Εχίνο και τους έβλεπα. Κι αυτοί όταν κατεβαίναν Ξάνθη. Το διάστημα που… Θέλω να φτάσω σ’ αυτό, γιατί είναι πολύ πολύ, έτσι, θα έλεγα σημαντικό σαν ιστορία για τη μετεξέλιξη των πραγμάτων. Το διάστημα που γνωρίστηκα με τον Άκη Πάνου και κάναμε πολλή παρέα, πολλή παρέα – όταν λέμε πολλή παρέα βρισκόμασταν… τι να σου πω τώρα; αν δε βρισκόμασταν κάθε μέρα, θα βρισκόμασταν μέρα παρά μέρα σίγουρα. Και στην παρέα ήρθε και ο Ρασούλης απ’ τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε έναν ανιψιό φοιτητή, και βρεθήκαμε, ξέρω γω, να συζητάμε σ’ ένα τραπέζι και να κουτσοπίνουμε Κυριακή πρωί. Και λέει ο Άκης, λέει: «Τόσον καιρό μας λες για τον Εχίνο», γιατί τους έλεγα γι’ αυτούς, «μας λες για τον Εχίνο, για τον Εχίνο, δε μας πήγες στο χωριό σου καμιά φορά». Του λέω: «Ρε συ, Άκη», λέω, «χρειάζεται άδεια». Όταν του είπα άδεια, λέει: «Τι άδεια;» Λέω: «Έτσι κι έτσι. Έχει μπάρες κι αυτά». Δεν είχε ξαναπάει επάνω, δεν ήξερε. Πετάχτηκε κι ο Άκης κι ο Ρασούλης απ’ τις καρέκλες τους: «Στην ελληνική επικράτεια άδεια;» Λέω: «Ναι». «Δεν είναι δυνατόν, αποκλείεται. Κάποιο λάθος κάνεις». Του λέω: «Όχι, ρε Άκη, δεν κάνω λάθος, αλήθεια είναι». Μου λέει: «Πάμε ρε, τώρα… άδειες και χαζομάρες». Μπαίνουμε στα αυτοκίνητα τώρα, είπε ο Άκης «Πάμε», πάμε. Στρατηγός. Φτάνουμε στο [00:05:00]8, βλέπει την μπάρα. Μόλις είδε την μπάρα, του πέσαν τα μαλλιά. Ανέβηκε η πίεσή του, κοκκίνισε, λέει: «Γεια σας», λέει, «θέλουμε να πάμε στον Εχίνο». Λέει: «Άδεια έχετε;» «Όχι». Λέει: «Δεν μπορούμε να σας αφήσουμε να περάσετε». «Τι λες;» του λέει. «Δεν μπορούμε να σας αφήσουμε να περάσετε». Τρελάθηκε, γύρισε πίσω, σ’ όλη τη διαδρομή ήτανε μπαρούτι. Η Αστυνομική Διεύθυνση ήταν 28ης Οκτωβρίου. Πάμε στην Αστυνομική Διεύθυνση, ο σκοπός απ’ έξω. «Γεια σας». «Γεια σας, τι θέλετε;» «Θέλουμε άδεια». «Δε βγάζουμε άδειες Κυριακή, γιατί δε βγαίνουνε. Καθημερινές». «Τι λες, ρε;» του λέει. Πήρε, ξεσήκωσε τον αστυνομικό υπηρεσίας, τους αξιωματικούς, τους διευθυντές, τον πλανήτη ολόκληρο. Εν πάση περιπτώσει, μετά από καμία ωρίτσα, μας έχουν υπογράψει, ας πούμε, μια άδεια για Ε.Ζ. Περιοχή, Ελεγχόμενη Ζώνη. Και μας την έκανε σ’ ένα χαρτί, την οποία προσπάθησα να τη βρω να σας τη δώσω, γιατί είναι πολύ σημαντική, σαν ντοκουμέντο, γιατί έμεινε μες στο αυτοκίνητο όταν ανεβαίναμε και δεν τη βρήκα. Σε δεύτερο χρόνο, μπορεί να… θα ξαναψάξω άλλη μία στο αρχείο, να δούμε τι γίνεται. Εν πάση περιπτώσει, παίρνουμε την άδεια, γυρνάμε με τ’ αμάξι, περνάμε το 8, περνάμε το 21, δεύτερο έλεγχο, φτάνουμε στον Εχίνο. Γυρνάμε την περιοχή, τους πάω στα μέρη, πάμε στις Θέρμες, περάσαμε πολύ ωραία. Κάναμε μια μικρή συναυλιούλα στο καφενείο του χωριού, σ’ ένα από τα καφενεία, μία κιθάρα και ένα μπουζούκι και ένα τουμπερλέκι εγώ, ο άσχετος. Λοιπόν, γυρίσαμε πίσω. Κλείνει το κεφάλαιο, όσον αφορά τον Εχίνο, την εκδρομή. Ναι, έλα ντε, που την επόμενη μέρα είναι το θέμα συζήτησης πάλι στο τραπέζι μας. Γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν, ο ένας απ’ την Κρήτη κι ο άλλος απ’ την Αθήνα, τι δουλειά έχουν οι μπάρες εν έτει… δηλαδή μεσαιωνικό το πράμα, ας πούμε. Πού ήταν ο κίνδυνος; Τι φυλάνε οι μπάρες; Ο Άκης είχε… Ο Μανώλης τότε αρθρογραφούσε σε τρεις τέσσερις εφημερίδες και σε κάνα δυο περιοδικά. Ο Άκης δεν αρθρογραφούσε, αλλά είχε κουμπάρο τον Θοδωρή τον Μανίκα επί ΠΑΣΟΚ – του βάφτισε τα δίδυμα. Λοιπόν, και σήκωσε τα τηλέφωνα, τους έκανε άνω κάτω, ας πούμε. Τα ίδια που έκανε στην Αστυνομική Διεύθυνση, έκανε και στα υπουργικά γραφεία. Μετά από μερικές μέρες, πήρε τον Ρασούλη και κατεβήκαν κάτω, Αθήνα. Βρεθήκανε σ’ ένα… ποιοι πολιτικοί ήταν δεν ξέρω, και δρομολογήθηκε από εκεί και πέρα, μετά απ’ αυτή τη φασαρία που έγινε, δρομολογήθηκε η ιστορία να φύγουν οι μπάρες, οι οποίες δεν εξυπηρετούσαν τίποτα. Ήτανε κακόγουστο αστείο, διακοσμητικού χαρακτήρα, έτσι. «Να ’χαμε να λέγαμε», που λέμε σήμερα. Και έφυγαν οι μπάρες και άνοιξε η περιοχή, για την ορεινή περιοχή. Αυτό είναι ένα μικρό παρασκήνιο, το οποίο δεν… Θεώρησε ο Άκης ότι δε χρειαζόταν να γίνει ευρύτερα γνωστό. «Άλλωστε, δεν έκανα», λέει, «και τίποτα. Είπα αυτά τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κάποιος έπρεπε να τα πει». Αυτό όσον αφορά τον Εχίνο και τις μπάρες. Τώρα, η παιδική μου ηλικία, εδώ στην Αγίου Ελευθερίου, πάλι ανέμελη, έτσι. Πολλή ανεμελιά. Να σκεφτείς ότι στην πρώτη πολυκατοικία που χτίστηκε στην πόλη έπαιζα σαν παιδί εγώ, μέσα στο γιαπί, ας πούμε, μαζί με την υπόλοιπη συμμορία. Και απέναντί μας ήτανε, απέναντι ήταν το ΙΚΑ, σαν κτήριο, η πρώτη πολυκατοικία ήτανε του Γιαννακόπουλου –στη γωνία εκεί που είναι ο φούρνος–, και ακριβώς απέναντι είχε «τα σπίτια των Αμερικάνων» τα λέγαμε εμείς, αλλά ήτανε, ουσιαστικά ήτανε σπίτια καπνεμπόρων, μεγαλεμπόρων καπνού, ας πούμε, στα οποία μέναν αυτοί, παίρναν προσφορές, ξέρω γω, πήγαιναν βλέπαν εμπορεύματα και τα λοιπά, μαζί με τις οικογένειές τους. Και παθαίναμε πλάκα, ας πούμε, γιατί όταν μας καλούσαν τα Αμερικανάκια μέσα να δούμε, φέρναν κάτι παιχνίδια απίστευτα. Δηλαδή, τα μάτια μας γουρλώνανε. Ξέρω γω, τώρα στη δεκαετία του ’70, ας πούμε, να βλέπεις τρενάκια με γραμμές ολόκληρες, να πηγαίνουν ατμομηχανές και να ’ρχονται, για μας ήταν εξωγήινα, εξωγήινα πράγματα αυτά. Για μας, το παιχνίδι μας ήτανε, περιμέναμε να βρούμε κάνα ξύλο, έτσι; και να βρούμε ένα μάστορα, να βρούμε ρουλεμάν, παλιά ρουλεμάν, και να φτιάξουμε αυτοσχέδια πατίνια, ας πούμε. Ρουλεμάν απ’ το Μουχτάρη, εκεί μπροστά στη γωνία ένα γκαράζ, και ένα σανίδι απ’ το μαραγκό και πάμε να δούμε τι θα κάνουμε, κάνα πατίνι για να πηγαίνουμε την Αγίου Ελευθερίου, να την κάνουμε βόλτα, γρρρ γρρρ γρρρ. Δηλαδή, όταν ένα παιδί –γι’ αυτό σου λέω φτωχά τα χρόνια– όταν ένα παιδί βλέπει ξαφνικά, ας πούμε, μηχανικά τρενάκια, ελικοπτεράκια, κουκλάκια απίστευτα μηχανικά, αμερικάνικα όλα, παθαίνει πλάκα, [00:10:00]προφανώς. Για να μη μακρηγορώ με αυτό το θέμα, πολύ ωραία χρόνια. Φτωχά, αλλά δε μας ένοιαζε τίποτα. Ξέραμε όλα τα οπωροφόρα δέντρα της γειτονιάς, εννοείται. Ποια εποχή έχουν καρπούς και το παιχνίδι μας ήταν αυτό. Να χτυπάμε κουδούνια, να ξυπνάμε ανθρώπους και να μαζεύουμε φρούτα απ’ τα οπωροφόρα, ας πούμε. Αυτές οι σκανδαλιές μας οι μικρές. Φεύγοντας από εκεί, 3ο Δημοτικό, ήρθαμε εδώ, στο Γυμναστήριο, για κάποια, δυο τρία, χρόνια, και μετέπειτα ήρθαμε εδώ που είμαστε εμείς τώρα, Σαμακώβ. Η οποία, πάλι, περιοχή, ας πούμε, είναι θα ’λεγα, από τότε και μέχρι και σήμερα, μικρές αλλαγές έχει, πολύ μικρές. Είναι ένα χωριό μες στην πόλη, αυτό χαίρομαι τώρα που είμαι εδώ. Ένα χωριό μες στην πόλη, οπότε δεν έχει πολλή φασαρία, δεν έχει πολλή κίνηση, έχει πολύ καλό περιβάλλον στο βουνό. Μια χαρά, μια χαρά. Αυτό. Και τα χρόνια περνούν.
Θα σας ξαναπάω λίγο στον Εχίνο, στο κεφάλαιο Εχίνος.
Όπου θέλεις θα με πας.
Για αρχή, να πούμε ποιο ήταν αυτό το στο 8 που είπαμε, γιατί κάποιοι δεν ξέρουνε τα χιλιόμετρα της Ξάνθης, απλά, κάπου να το τοποθετήσουμε.
Ναι, ναι. Το 8 ήταν το 8ο χιλιόμετρο. Δεξιά ήτανε, λίγο πιο κάτω απ’ το σημερινό δρόμο ήταν ο παλιός δρόμος – υψομετρικά κάνα δυο τρία μέτρα ίσως να έχει διαφορά σήμερα. Και απ’ την μπάρα, ακριβώς απ’ την απέναντι πλευρά, ήταν ένας λόφος που ακόμα και σήμερα νομίζω ότι υπάρχουν οι προσκοπικές κατασκηνώσεις. Εκεί έχω κάνει πολλές φορές, πολλά χρόνια έχω κάνει εκεί. Ήτανε, για μένα ήτανε ένα σημείο κόμβος το 8, γιατί μετά μας άνοιξε ο δρόμος για τη Σταυρούπολη και τα λοιπά, ας πούμε. Και το 21 που είπα ήτανε επίσης χιλιόμετρο. Τώρα, επειδή δεν είχαν ονόματα οι μπάρες, τα βαφτίσανε με τα χιλιόμετρά τους.
Ναι. Επίσης αναφερθήκατε, θα το πω με λίγο… αυτές τις κακές λέξεις που λέμε, εντός εισαγωγικών, την είπατε κηλίδα, τις είπατε μπάρες ταλαιπωρίας. Στα μάτια ενός μικρού παιδιού έμοιαζαν όντως έτσι ή αυτές είναι απόψεις που ήτανε μεταγενέστερες;
Όχι, όχι, όχι, έτσι ήταν, έτσι ήταν. Γιατί, τώρα, σου λέω φαντάσου ένα Μερσεντές, ας πούμε, της κακιάς ώρας, τα πράσινα, να αγκομαχάει φορτωμένο, υπέρβαρο από φορτία και ανθρώπους, να μην έχει χιλιοστό μέσα και να είναι αναγκασμένο να σταματήσει δυο φορές στου διαόλου τη μάνα, για να γίνει έλεγχος τώρα. Σε τι να γίνει έλεγχος, ας πούμε; Εν πάση περιπτώσει. Ήτανε, δηλαδή από παιδί αγανακτούσα. Έλεγα στον παππού, ας πούμε: «Καλά, ρε παππού, δε θα φύγουμε;» Αυτό.
Για να υπάρχει κι αυτό, οι μπάρες, γενικότερα, κι απ’ το 8ο κι απ’ το 21ο, πότε περίπου φύγανε;
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δε θυμάμαι ακριβώς, αλλά έγινε μετά το νταβαντούρι που έκανε ο Άκης στην Αθήνα.
Μάλιστα.
Επειδή τον ξέρω, επειδή τον ξέρω καλά, λυπάμαι τους υπουργούς που είχε απέναντι. Τον ξέρω πολύ καλά. Δηλαδή ένας άνθρωπος ο οποίος την ελληνική γλώσσα την έπαιζε στα δάχτυλα. Ήτανε… απ’ τα τραγούδια του φαίνεται πόσο καλά ήξερε την ελληνική γλώσσα. Λοιπόν, δεν μπορείς τώρα με συνομιλητή τον Άκη αν δεν έχεις επιχειρήματα τρανταχτά να πας παραπέρα.
Θα μπορούσε να πει κανείς είναι η δύναμη της μουσικής πώς φάνηκε και στο πολιτικό προσκήνιο.
Ναι, βέβαια, βέβαια, βέβαια. Γιατί το θεωρούσε, την ιστορία επάνω στον Εχίνο, τη θεωρούσε ξαφνικά, ας πούμε, έναν άφθαρτο, αμιγώς ελληνικό πολιτισμό μ’ αυτά που είδε επάνω.
Και λογικό.
Και ενδιαφέρθηκε και για τη δικιά τους παραδοσιακή πομάκικη μουσική, έτσι; τότε.
Μιλήσαμε, λοιπόν, και για το κεφάλαιο Εχίνος. Να σας πάω, πάλι θα μείνουμε στην παιδική ηλικία, να σας πάω –επειδή το αναφέρατε– στα παιχνίδια που παίζατε. Θυμάστε κάποιο, εντός εισαγωγικών επίσημο παιχνίδι. Δηλαδή, που να χρειαζόταν, για παράδειγμα, κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, μια μπάλα, ας πούμε, ή κάτι άλλο; Πώς τα θυμάστε τα παιχνίδια;
Ναι, βέβαια. Δηλαδή, ήταν τα μηλάκια, ήτανε το τζαμί, ήτανε το κρυφτό, ήτανε η τσαταλίνα ματαλίνα.
Συγκεκριμένα, τα δύο –επειδή μάλλον δε θα τα ξέρει ο κόσμος–, το τζαμί και η τσαταλίνα ματαλίνα, που λέτε, αν μπορείτε να μας τα περιγράψετε.
Η τσαταλίνα ματαλίνα ήτανε η μετέπειτα μακριά γαϊδούρα. Χωριζόμασταν σε δυο ομάδες στην τσαταλίνα ματαλίνα και γινόταν ο χαμός. Στηνότανε ένας απ’ την αντίπαλη ομάδα σ’ έναν τοίχο και οι υπόλοιποι γινόντουσαν, σε ορθή γωνία, γάμμα στα πόδια τους, ο ένας κοντά στον άλλον. Και η ομάδα η άλλη, κάθε φορά έπαιρνε φόρα κάποιος και πηδούσε πάνω σ’ αυτές τις ράχες, σ’ αυτό το πάλκο από ανθρώπους, [00:15:00]έτσι, όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα, με την προϋπόθεση ότι δε θα πέσει κάτω. Και μετά ρωτούσε τους από κάτω πόσα δάχτυλα δείχνει. Αν απαντούσαν λάθος, συνέχιζε το παιχνίδι. Μέχρι κάποια στιγμή που γονατούσαν αυτοί που ήταν από κάτω. Ναι. Κάπως έτσι πήγαινε. Δηλαδή, όταν τα κιλά γινόντουσαν αθροιστικά σωστές απαντήσεις και τα λοιπά, οι υπόλοιποι γονατούσαν, τελείωνε το παιχνίδι. Φτου κι απ’ την αρχή. Αυτά. Αυτό ήτανε ένα απ’ τα παιχνίδια. Και δεν ανέφερα και το τσιλίκι. Το τσιλίκι, το οποίο παίζαμε και μ’ αυτό. Αλλά το τζαμί, το τζαμί ήταν με μπάλα και με κεραμίδια. Κεραμίδια τώρα… Σου λέω υλικά τα οποία, ρε παιδί μου, σαν παιδιά τα βρίσκαμε εύκολα. Τι ήτανε; Μαζεύαμε τέσσερα πέντε κεραμίδια, τα σπάγαμε, τα κάναμε πετρούλες και βάζαμε πάνω σε ένα. Και έπρεπε, ας πούμε, από μία απόσταση να χτυπήσεις με την μπάλα, με το χέρι, τα κεραμίδια και πόσα θα ρίξεις και θα πρέπει να κρυφτείς για να τα ξαναμαζέψεις και να τα ξαναβάλεις. Δηλαδή, εντάξει, σου λέω, ρε παιδί μου, απλά παιχνίδια, τα οποία περνούσαμε την ώρα μας και δημιουργικά και ευχάριστα. Δηλαδή, δεν ήμασταν καθιστικοί. Δηλαδή, έπρεπε, σε όλα αυτά έπρεπε να έχεις κίνηση. Κάτι που λείπει σήμερα, έτσι;
Σίγουρα. Όπως είπαμε και στη συνάντησή μας, όμως, αυτή η παιδική ηλικία που μοιάζει τώρα να είναι η τέλεια, ας το πούμε, εντός εισαγωγικών, είχε και πολλές δουλειές. Περάσατε, δηλαδή, κι από μικρή ηλικία, από πολλές δουλειές. Συγκεκριμένα, θα σας πάω στο χαμάμ. Μιλήστε μας γι’ αυτό. Πώς τη θυμάστε εκείνη την περίοδο και ποια ήταν η δουλειά σας εκεί;
Βλέποντας η μάνα μου ότι εγώ έχω ενέργεια παραπανίσια, σαν παιδί κι εγώ… Ακάθιστος κώλος, έπαιρνα τα ποτάμια και τα βουνά και τα λαγκάδια εδώ που ήμουνα. Αυτά είχα, αυτά έκανα. Και ήμουνα και με όλες τις παρέες. Γιατί είχαμε κάνει τις συμμορίες μας εδώ πέρα, τις παιδικές. Σου λέει: «Αυτός έχει χρόνο. Θα πρέπει να του γεμίσω το χρόνο». Και λέει στο θειο μας, ας πούμε, θείο μου, τον μπαρμπα-Θόδωρο τον Κερουκτσή, να πάω για δουλειά στο χαμάμ. Ξέρεις, δουλειά σημαίνει: Πηγαίνω την τάδε ώρα, φεύγω την τάδε ώρα και κάνω κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Η αλήθεια ήτανε ότι η ιδέα μού άρεσε, γιατί είμαστε στη δεκαετία που, ’70-’80, εκεί που και αρχίζω να μεγαλώνω αλλά και βλέπω πράγματα τα οποία, δραστηριότητες οι οποίες πιο πριν, ας πούμε, δεν τις έβλεπα, γιατί ήμουνα κλεισμένος σε άλλα πράγματα, σε άλλα κουτιά, παιδικά. Καταρχήν, πάω στον μπαρμπα-Θόδωρο και ανακαλύπτω τι είναι το χρήμα, ας πούμε. Εκεί ανακαλύπτω τι είναι το χρήμα, την αξία να βγάζεις χρήμα μόνος σου. Και μιλάμε τώρα για ένα παιδάκι, τώρα να παίρνει από δεκάρες μέχρι δύο δραχμές, μία δραχμή μπουρμπουάρ, έτσι; Εγώ ήμουνα εκεί περισσότερο για τα μπουρμπουάρ τους. Και ποια ήταν η δουλειά μου; Χώρια με πλήρωνε ο μπαρμπα-Θόδωρος βέβαια, μου ’δινε κάτι κι εκείνος. Η δουλειά μου ήτανε να τροφοδοτώ μία τεράστια σόμπα, ίσαμε δύο βαρέλια σήμερα, τετρακόσια λίτρα σόμπα, η οποία ήταν στο κέντρο του χαμάμ, στο κέντρο του ορόφου. Καταρχήν, το χαμάμ να σου πω ότι ήτανε τρία επίπεδα. Ήτανε με σκάλα ξύλινη από την πλευρά της Βασιλέως Κωνσταντίνου, η είσοδός του, και ήτανε το πρώτο επίπεδο, δεξιά κι αριστερά, ήτανε κάτι σαν ημιώροφος σήμερα, έτσι; Στον ημιώροφο ήταν τα ευρωπαϊκά, τα οποία τι ήτανε; Ήτανε ατομικά μπάνια, σήμερα έτσι μπορούμε να τα ονομάσουμε, ατομικά μπάνια, με τον πάγκο του, τη μπανιέρα τη μεγάλη, ζεστό κρύο, με μία ντουλάπα, μία καρέκλα. Εκεί η ιεροτελεστία είχε ως εξής: Πήγαινες και καθόσουν με τις ώρες. Τα σημερινά σπα. Χαλαρώνω, λιώνω και τα λοιπά. Με τη μόνη διαφορά ότι τα ευρωπαϊκά ήτανε απομονωμένα, από τη φύση τους. Δεν ήτανε, τα ευρωπαϊκά δεν ήτανε ίδια με το χαμάμ. Το χαμάμ ήταν άλλη φάση. Το χαμάμ σαν χαμάμ ήταν άλλη φάση. Ανεβαίνεις τα σκαλιά, ακριβώς ανοίγει μπροστά σου ένας μεγάλος χώρος, τεράστιος. Πόσο να σου πω; Τριακόσια, τετρακόσια τετραγωνικά; Μπορεί και να σε γελάσω. Ο οποίος πάλι είναι χωρισμένος σε δύο επίπεδα: Ένα το ισόγειο, ο χώρος που βλέπουμε, και ακριβώς περιμετρικά ένα πατάρι, το οποίο στο κέντρο είχε ένα άνοιγμα που επικοινωνεί με το ισόγειο, βλέπει στο ισόγειο δηλαδή, πάνω κάτω φαίνονται τα πάντα όλα. Και στο κέντρο αυτού του χώρου ήτανε μία τεράστια σόμπα. Η δικιά μου δουλειά ήταν να καθαρίζω τη σόμπα και να βάζω ξύλα. Να μαζεύω τις πετσέτες και τα σεντόνια. Δηλαδή, κάθε φορά που ερχόταν κάποιος, αλλάζαμε σεντόνι, μαξιλαροθήκη, πετσέτες. Τα έπαιρνα αυτά, τα πήγαινα στα άπλυτα, έβαζα καινούρια. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Τώρα, σκέψου [00:20:00]όμως, αυτό το πράμα σε μέγεθος όλο αυτό που είπα, το οποίο ήταν, μπορεί να ήταν, ξέρω γω, και διακόσια κρεβάτια, αν θυμάμαι καλά – χώρια τα ευρωπαϊκά κάτω, στα οποία επίσης έπρεπε να κατεβαίνω. Σημαίνει, ο μικρός Θανάσης Βέγγος της εποχής.
Φαντάζομαι. Ή προσπαθώ τουλάχιστον να φανταστώ. Περιγράψαμε περίπου πώς έμοιαζε και το χαμάμ μέσα. Επειδή αναφέρθηκε μόνο η μία οδός, πού περίπου ήτανε το χαμάμ;
Το χαμάμ ξεκινούσε απ’ τη Βασιλέως Κωνσταντίνου, στη γωνία εκεί που ήταν η «Πυξίδα», σήμερα το προποτζίδικο, και έφτανε μέχρι την Πλατεία Αντίκα. Σήμερα σώζεται ένα μικρό μικρό μέρος απ’ την έξοδο, απ’ τη δεύτερη έξοδο που είχε. Γιατί είχε δύο: Η κεντρική ήτανε Βασιλέως Κωνσταντίνου, Βασιλέως Κωνσταντίνου, ναι, και δίπλα ήταν… δε θυμάμαι την πάροδο δίπλα, αλλά είναι στην Πλατεία Αντίκα στο ανατολικό μέρος. Σώζεται η είσοδος.
Είπαμε και τη χωρητικότητα, αλλά η επισκεψιμότητα ποια ήτανε; Ο κόσμος γιατί χρησιμοποιούσε τόσο πολύ το χαμάμ;
Θα σου πω, θα σου πω. Γιατί, καταρχήν, στα σπίτια δεν υπήρχαν μπάνια, τα περισσότερα. Ήτανε οι τουαλέτες έξω απ’ τα σπίτια –η τεχνοτροπία της εποχής– και το μπάνιο γινόταν μέσα σε σκάφες. Λοιπόν, το χαμάμ πέρα απ’ το ότι ήταν ένας χώρος ο οποίος ήτανε κάτι σαν σπα, αυτό που είπα, –καθαριότητα, ευεξία και δε συμμαζεύεται–, ήτανε κι ένας χώρος κοινής συνάθροισης των ανθρώπων, έτσι; Το χαρακτηριστικό στην ιστορία ήτανε… Και πάλι βλέπεις, από τότε, ας πούμε, και μια ζωή, τα πράγματα έχουν μοιρασμένα. Δηλαδή, επειδή η εβδομάδα έχει εφτά μέρες, οι τρεις μέρες ήταν για γυναίκες και οι τέσσερις μέρες για άντρες. Πάλι τις ρίξαμε μία μέρα τις γυναίκες. Δε θυμάμαι ποιες μέρες, νομίζω Κυριακή, Τρίτη, Πέμπτη για γυναίκες και οι υπόλοιπες για τους άντρες. Το δε χαμάμ σαν χώρος, το χαμάμ χαμάμ – καλά εκεί ήταν εκπληκτικό, δηλαδή μιλάμε για… Μέσα είχε μαρμάρινες γούρνες, καμιά έξι εφτά μεγάλες μαρμάρινες, σκαλιστές γούρνες στο χέρι. Να τρέχουν νερά, ας πούμε, από ένα σαν καταρράκτη ένα πράμα και η ορατότητα να είναι σχεδόν μηδέν μέσα απ’ τον ατμό. Μπήκες μέσα, λιώνεις – ποια σπα και… Λιώνεις, λιώνεις, σε μισή ώρα ήσουνα βραστός. Και μετά απ’ αυτό το λιώσιμο που κάναν, βγαίναν έξω, αφού είχαν φύγει όλα τα υγρά από πάνω τους, και την πέφταν στο κρεβάτι για ύπνο, ας πούμε, και, ναι. Και όταν ξυπνούσαν, ντυνόντουσαν και φεύγαν Αυτό ήταν το χαμάμ σε γενικές γραμμές, σ’ το παρουσιάζω. Τώρα, τα καλλυντικά της εποχής –γιατί είχε και καλλυντικά η εποχή, έτσι;– πέρα απ’ το πράσινο σαπούνι –γιατί δεν υπήρχαν αφρόλουτρα, σαμπουάν και τέτοια, ξέχνα τα αυτά· αυτά είναι μετέπειτα πολιτισμός– πράσινο σαπούνι, αλλά οι άντρες βάζανε το must καλλυντικό της εποχής –το οποίο ανακάλυψα κι εγώ βέβαια–, ήτανε το μπριγιόλ.
Πώς το είπατε, συγνώμη;
Μπριγιόλ, μπριγιόλ, μπριγιαντίνη. Η οποία μπριγιαντίνη ήταν σ’ ένα μπουκαλάκι, μονίμως δίπλα στο ταμείο. Όταν πλήρωναν για να φύγουν και τους έβαζε ο θείος μου, έβλεπα, έβαζε κάτι στα χέρια τους. Αλλά δεν έγραφε έξω τίποτα. Τι είναι αυτό; Οπότε, αφού βάζει σ’ αυτούς όλους, είναι καλό, θα πάρω κι εγώ. Κάνω μία έτσι, μου ’φυγε παραπάνω. Ό,τι κάνουν αυτοί, κάνω κι εγώ. Κάνω τα μαλλιά μου έτσι, κοιτάζομαι στον καθρέφτη, λέω: Μια χαρά. Αλλά επειδή μου ’φυγε πολύ, ήμουνα σαν λαδωμένος ποντικός, ας πούμε. Βγαίνει ο μπαρμπα-Θόδωρος από το φούρνο του χαμάμ, γιατί τροφοδοτούσε με ξύλα για τα ζεστά νερά, με κοιτάει, μου λέει: «Έλα εδώ εσύ. Τι έβαλες στα μαλλιά σου;» Λέω: «Τίποτα, αυτό το μπουκαλάκι». «Έλα εδώ, ρε», λέει, «πήγαινε πλύσου, σαν το λαδωμένο ποντικό είσαι», λέει, «λίγο βάζουν απ’ αυτό». Αυτό όσον αφορά το χαμάμ. Τώρα, οι τιμές θυμάμαι ήτανε δύο δραχμές στο χαμάμ και πέντε το ευρωπαϊκό, το ατομικό. Τι άλλο;
Επειδή θα σας ρωτούσα και σε κάποια φάση για… Το είπατε βέβαια ήδη, ότι είπατε οι γυναίκες ξεχωριστές μέρες, οι άντρες ξεχωριστές μέρες, ήτανε must αυτό.
Ναι, ναι, βέβαια.
Δεν υπήρχε, για παράδειγμα, η δεξιά πλευρά του χαμάμ θα είναι για τις γυναίκες–
Όχι, όχι.
…και η αριστερή για τους άντρες. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Ξεχωριστό εντελώς.
Τα ήθη της εποχής ήτανε, ξέρεις…
Σ’ αυτό το σημείο, να σας πω, άμα θυμάστε –και είπατε ένα περιστατικό με το θείο σας– άμα θυμάστε είτε από το θείο σας είτε από κάποιον πελάτη που να σας έκανε εντύπωση κάποιο περιστατικό, κάτι που, έτσι, να θυμάστε;
Κοίταξε, επειδή το χαμάμ σαν χαμάμ ήτανε ουσιαστικά ένα χώρος μουσειακός και ήταν κάτι που δεν υπήρχε στις μεγαλουπόλεις –Αθήνα, Θεσσαλονίκη–, όποιοι μεγάλοι περάσαν από την πόλη, [00:25:00]περάσαν απ’ το χαμάμ όλοι, άπαντες. Πώς έχουμε σήμερα: Κάπου θα πας συγκεκριμένα να πάρεις γλυκά. Εκεί. Τότε ήταν: Θα πας Ξάνθη, θα περάσεις απ’ το χαμάμ, τελείωσε. Και δεν… Αυτοί που ερχόντουσαν, δηλαδή, θυμάμαι σαν θολή εικόνα Κατράκη, ας πούμε. Πέρασε ο Κατράκης απ’ το χαμάμ. Εκείνον τον θυμάμαι, ξερακιανός όπως ήταν. Αλλά τότε, παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω και πολλά πράγματα, ποιος είναι αυτός; τι είναι αυτός; Καταλάβαινα ότι είναι κάποιος, ας πούμε, ξεχωριστός, κάποιος ιδιαίτερος, κάποιος σπουδαίος. Μετά μου είπε, απ’ τον μπαρμπα-Θόδωρα άκουγα τις συζητήσεις ότι πέρασε ο τάδε, ή ήταν ο τάδε αυτός. Σαν παιδί, δεν μπορούσα να τους ξεχωρίσω. Αλλά περάσαν κάποιες μορφές οι οποίες ήτανε… ειδικά από θέατρα και τέτοια. Πάρα πολύς κόσμος. Τώρα, συγκεκριμένα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιοι ήταν αυτοί, γιατί ήμουνα και μικρός σε ηλικία. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να βγει στην επαρχία κάποιος από το κέντρο, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, και να μην περάσει απ’ το χαμάμ. Ήτανε το must της περιοχής.
Ατραξιόν θα ’λεγε κανείς.
Ατραξιόν, ναι.
Θυμάστε ο θείος σας ο Θόδωρος από πού το πήρε, από πού το ανέλαβε ή πότε το έκλεισε; Ήτανε ο τελευταίος, δηλαδή, ιδιοκτήτης του χαμάμ;
Ναι, ναι, ήταν ο τελευταίος, ο τελευταίος.
Θυμάστε από πού το πήρε ή πότε έκλεισε το χαμάμ;
Το από πού το πήρε δεν το θυμάμαι. Νομίζω, απ’ ό,τι μου είχε πει ο πατέρας μου, ήτανε μια επιχείρηση κληρονομική απ’ τον πατέρα του. Αλλά θυμάμαι, θυμάμαι πολύ καλά, πότε έκλεισε: ήταν 1985.
Ήτανε, είχε ξεπέσει το έθιμο, εντός εισαγωγικών ή ήτανε–
Όχι, όχι. Ο Θόδωρος είχε από πολλή δουλειά, ας πούμε, γιατί η δουλειά του ήταν μόνο αυτό, έτσι, τίποτα άλλο. Αλλά τα περιουσιακά του στοιχεία λόγω του ότι πήγαινε πολύ καλά η δουλειά, ήταν πολλά. Οπότε, όταν βγήκε στη σύνταξη, τελείωσε, συμπλήρωσε τα χρόνια, είχε δύο κόρες. Οι κόρες δε θα μπορούσαν να το κρατήσουν, ήδη είχαν τραβήξει τις καριέρες τους και οι δύο. Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άνθρωπος για να συνεχίσει το έργο. Οπότε, επειδή και το ακίνητο ήταν τεράστιο, συνεννοηθήκαν οι κόρες, ήταν τότε… Δηλαδή, η Βασιλέως Κωνσταντίνου είναι τα όρια της Παλιάς Πόλης, εκτός αν χαρακτηριστεί έξω απ’ τα όρια κάποιος χώρος. Τότε δεν είχαν προλάβει να χαρακτηριστούν οι χώροι, το ’85, με αποτέλεσμα να έρθουν οι αντιπαροχές και όλα αυτά και να γίνει αυτό το σύμπλεγμα πολυκατοικιών, κακώς κατ’ εμέ, από τη μία γωνία μέχρι την άλλη.
Δηλαδή είναι εντελώς διαφορετικό το τοπίο;
Ναι, ναι.
Καμία σχέση.
Καμία σχέση.
Μιλήσαμε και την προηγούμενη φορά για προσωπικότητες που συναντήσατε και λόγω της δουλειά σας και λόγω του χόμπι σας. Όχι ακριβώς χόμπι, ας πούμε, της μουσικής σκηνής, για να το κλείσω κάπως έτσι. Σίγουρα, κάποιες απ’ αυτές, για εσάς ή και για τον κόσμο που τις άκουγε, ξεχωρίσανε. Αν μπορείτε εσείς να μας ξεχωρίσετε τώρα κάποια απ’ αυτές, μία δύο. Κάποια που να έκανε καλή εντύπωση ή κακή εντύπωση. Όπως θέλετε πείτε το.
Δηλαδή, τώρα, θα αδικήσω κάποιους, αλλά νομίζω ότι… Κατ’ εμέ, λόγω συνθηκών και λόγω συγκυρίας, οι άνθρωποι που με ταρακούνησαν –χωρίς να είναι κλισέ αυτό το πράμα–, οι άνθρωποι που ενδιαφέρθηκα μετά να μάθω και την ιστορία τους, πέρα απ’ την πρώτη μας, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη συνάντηση, να δω τον τρόπο που σκέφτηκαν, τον τρόπο που… –σε βάθος χρόνου, έτσι;– ήτανε: ο Άκης Πάνου, ο Ζαμπέτας, ο Χατζιδάκις κι ο Ρασούλης. Μ’ αυτούς τους τέσσερις, απ’ αυτούς τους τέσσερις, πήρα πολλά πράγματα. Άλλα υιοθέτησα, άλλα… στην πορεία άλλα δικά μου αναθεώρησα. Αλλά ο καθένας από αυτούς είχε κάτι να μου πει για τον τρόπο που θα βαδίσω στην πορεία της ζωής μου. Βέβαια, όλα αυτά εναπόκεινται και στο ίδιο το άτομο που τα δέχεται ή όχι, έτσι; Τι μαθαίνεις από αυτά. Δεν είναι ο δάσκαλος μόνο, είναι και ο μαθητής. Θεωρώ ότι μπόρεσα και σήκωσα πολλά καλά σημεία απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Δηλαδή, αυτός ο τεράστιος αυτοσαρκασμός του Χατζιδάκι και το χιούμορ του δεν παλευόταν, ρε παιδιά. Ή το καυστικό, ας πούμε, χιούμορ και η οξυδέρκεια του Ρασούλη, η οποία ήτανε αφαιρετική… απίστευτο. Η λαϊκότητα του Ζαμπέτα; Ο άνθρωπος, ρε παιδί μου, ό,τι πιο λαϊκό υπήρχε, δηλαδή λαός κανονικά. Δεν αλλάζανε επίπεδα αυτοί οι άνθρωποι να ξεχωρίσουν. Οι άλλοι τούς θεωρούσαν ξεχωριστούς, οι ίδιοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ίσα κι όμοια. Ο Άκης Πάνου, μέγας φιλόσοφος.
Μιας και αναφέραμε δυο τρεις έτσι προσωπικότητες της μουσικής σκηνής, θα σας πάω στο περιστατικό με τον κύριο Χατζιδάκι [00:30:00]και την ιδιαίτερη σχέση, θα έλεγε κανείς, που είχε και με τις κόρες σας. Αν θυμάστε, δηλαδή, και το δώρο του.
Ναι, ναι. Είναι 1991. Έχουμε να βρεθούμε πάρα πολλά χρόνια, από τότε που έφυγε απ’ την πρώτη είσοδό του στην πόλη. Δεν ξαναήρθε ποτέ, ήτανε θυμωμένος και με το δίκιο του. Βρισκόμαστε λίγο πριν τη συναυλία που έχει να δώσει ενάντια στα ναρκωτικά: Μίκης Θεοδωράκης-Μάνος Χατζιδάκις. Πρέπει να ήταν ή ’91 ή ’92, δεν είμαι σίγουρος. Και βρισκόμαστε μέσα στην πόλη, στην κεντρική πλατεία. Χαρές, αγκαλιές, αυτά. Ο Χατζιδάκις ήτανε ένα μικρό παιδί, ρε παιδί μου, μονίμως. «Μεγάλωσες», «έκανες» κι αυτά. Του εξηγώ την ιστορία, ότι, ξέρεις, παντρεύτηκα, έχω παιδιά και τα λοιπά. Τον είδα, κοντοστάθηκε λίγο. Μου λέει: «Καλά, θα βρεθούμε αύριο στη συναυλία» και τα λοιπά. Και μετά του ’κανα μια συνέντευξη η οποία έπαιξε στο Δεύτερο Πρόγραμμα τότε και μετά εξαφανίστηκε. Κι ευτυχώς εξαφανίστηκε και δεν υπάρχει πουθενά, ούτε… δεν την έχω δει πουθενά ούτε στα σόσιαλ ούτε πουθενά. Έχω μία κόπια κάπου απ’ αυτή τη συνέντευξη, η οποία είναι εντυπωσιακή. Ο Χατζιδάκις ήταν απολαυστικός και μόνο να τον ακούς. Οπότε, μετά την συνέντευξη, μου λέει: «Μη φύγεις, έχω κάτι να σου δώσω». Και λέω: Τώρα, τι θα ’ναι, ας πούμε. Σκεφτόμουνα τι μπορεί να ’ναι. Μου λέει: «Πόσα παιδιά έχεις;» και τραβάει μια σακούλα. Του λέω: «Δύο». Βγάζει δύο φακέλους από δίσκους, τους λευκούς, λευκό χρώμα, στους οποίους στον κάθε φάκελο είχε οχτώ δίσκους μέσα και μέσα σ’ αυτούς τους φακέλους είχε περιορισμένη έκδοση με υπογραφή: Μάνος Χατζιδάκις, πάνω με πένα, με την προσωπική του πένα και serial number. Tώρα αυτά είναι, ανήκουν στα κορίτσια μου. Το ένα οχτάδικο είναι στη Λάρισα και το άλλο είναι στο Μόναχο. Αυτό. Είναι η προίκα τους.
Δεν είναι μόνο αυτό, είναι κάτι σημαντικό. Δεν είναι κάτι απλό δηλαδή.
Δεν είναι αυτό, δεν είναι κάτι απλό. Βέβαια, τα κορίτσια μου με ακολουθούσαν σε όλες, σχεδόν σε όλες τις δραστηριότητες. Επειδή τους άρεσε που είχε κόσμο, που είχε έτσι, που είχε αλλιώς, «μπαμπά» κι αυτά και με ακολουθούσαν πάρα πολύ. Μέχρι κάποια ηλικία βέβαια, μέχρι που κάποια στιγμή χαράξαν τη δικιά τους πορεία.
Πάνω σ’ αυτήν την πορεία, σε αυτή την καριέρα που κάνατε και σαν μουσικός παραγωγός και σαν dj και σαν ραδιοφωνικός παραγωγός μπορώ να πω, υπάρχουνε κάποια σημεία στα οποία θα μπορούσε να έχει αλλάξει η καριέρα σας ή κάποια σημεία που να μετανιώσατε στην καριέρα σας;
Κοίτα να σου πω. Καριέρα; εντάξει. Δε θα άλλαζα τίποτα. Γιατί όλα γίνανε σε βάθος χρόνου. Δηλαδή δεν πίεσα, εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου, αυτό το πράμα που λες καριέρα. Μετέπειτα, τώρα που μιλάμε, μετά από σαράντα χρόνια, ας πούμε, σαράντα-και χρόνια, τα βλέπω από απόσταση και χαμογελάω. Τελικά, ήταν μακρύς ο δρόμος. Και ποιος ξέρει πόσο έχει ακόμη από πίσω. Αλλά κάποια σημεία στην πορεία αυτής της διαδρομής που θα μπορούσαν να αλλάξουν όλο το ρου της ζωής της δικιάς μου, ναι, σαφώς υπάρχουν. Δηλαδή, νομίζω ότι ένα κομβικό σημείο είναι αυτό με τον… στη δεκαετία του ’80, εκεί που ανοίγουν τα ελεύθερα ραδιόφωνα –τρομάρα τους!– και βγαίνει το κέντρο για να αναζητήσει παραγωγούς ιδιαίτερους και ανθρώπους που μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά και να κόψουν ένα κομμάτι της ραδιοφωνικής πίτας στις μεγαλουπόλεις. Βγαίνουν, ξαμολιούνται να δουν τι γίνεται στην επαρχία, μέχρι τότε δεν είχαν εικόνα. Πειρατικά κι αυτά. Ξέραν ότι κάτι υπάρχει, αλλά δεν είχαν εικόνα. Και τότε, θυμάμαι, ήμουνα στα πρώτα βήματα, έκανα την πρωινή ζώνη στο ραδιόφωνο της ΦΕΞ. Και μετέπειτα, στο δημοσιογραφικό τμήμα, πίσω από εμένα, δηλαδή κάτι ειδήσεις, κάτι αυτά, ήτανε ο… πες τονε…
Ο κύριος Τζανετάκος ήτανε ή…
Όχι, όχι.
Μήπως… δεν ξέρω–
Όχι, ο Τζανετάκος ήρθε σαν, ήτανε, ήρθε σαν εισηγητής, σε κάποιες… Οργανώναν κάποιες ημερίδες μέσω πανεπιστημίων και βλέπαν ποιοι ενδιαφέρονται και μέσα από τους ενδιαφερόμενους βγάζαν άκρη για να δουν τι γίνεται για παραπέρα, για να επιλέξουν άτομα. Ο Τζανετάκος βγήκε στην επαρχία με σκοπό να ανιχνεύσει κόσμο για τον 984 στην Αθήνα, που στηνόταν τότε το Δημοτικό Ραδιόφωνο. Αλλά ήτανε ο δικός μας, ο Ξανθιώτης, στα κανάλια, πες τονε… μου φεύγει τώρα, στο Μέγκα.
Δεν πειράζει, συνεχίστε.
Ο Ιορδάνης ο Χασαπόπουλος.
Ιορδάνης Χασαπόπουλος, μάλιστα.
Εγώ κρατούσα, ήμουνα ο γαλατάς, ας πούμε, κρατούσα την πρωινή ζώνη, εφτά με δέκα, ξ[00:35:00]έρω γω, και ο Ιορδάνης εμβόλιμα έμπαινε και έλεγε ειδήσεις και τέτοια πράγματα, και νέα και ξέρω γω. Δεκαλεπτάκια, πενταλεπτάκια. Και θυμάμαι ότι ο Τζανετάκος, επειδή έμενε κάποιες μέρες σε κάθε περιοχή που πήγαινε και άκουγε ιδίοις… ζήτησε εμένα και τον Ιορδάνη να μιλήσουμε. Κι όταν φτάσαμε να μιλήσουμε κατ’ ιδίαν με τον Τζανετάκο, του λέω ότι: «Εγώ δεν μπορώ να φύγω απ’ την Ξάνθη», –γι’ αυτό που λες καριέρα εσύ– γιατί ήδη τα παιδιά μου ήτανε μιας ηλικίας, έτσι; Ήτανε τρία και δυο, τέσσερα και δύο, ξέρω γω. Είναι αδύνατον να μετακινήσω αυτή την οικογένεια, να την πάω στην Αθήνα και να… ξανά φτου κι απ’ την αρχή, να στήσω. Βέβαια, τελικά τίποτα δεν είναι αδύνατο αλλά εγώ δεν το έκανα. Με αποτέλεσμα να πάει ο Ιορδάνης, ας πούμε, ο Χασαπόπουλος και είναι αυτός που βλέπουμε τώρα στο Μέγκα κι αυτό. Το γυαλί, ξέρεις, τα μεγαλώνει τα πράγματα, μεγεθυντικός φακός.
Είναι κι αυτό μια αλήθεια. Δηλαδή, δεν έχετε, δεν έχετε όντως μετανιώσει τίποτα. Δηλαδή δε θα αλλάζατε τίποτα–
Απολύτως τίποτα.
…σε αυτήν την πορεία;
Απολύτως τίποτα. Ακόμη και οι αποτυχίες μου, ήτανε αποτυχίες λογιστικά, έτσι; Γιατί για το καλλιτεχνικό δε συζητάμε. Δηλαδή ό,τι και αν έκανα, το πρώτο μου μέλημα ήτανε να βγει ψυχούλα, να βγει καλλιτεχνία. Τώρα από εκεί και πέρα, αν αυτό δεν αρέσει σε ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων γιατί δεν αρέσει, τα γούστα τους είναι αυτά και δεν το πληρώνουν, πολλές φορές αυτό το πολύ καλό καλλιτεχνικά δεν έβγαινε λογιστικά. Εγώ θυμάμαι τότε, με τον Παντελή Θαλασσινό, ας πούμε, στα πρώτα του βήματα, που κάναμε συναυλία με τριάντα άτομα στο Θεατράκι, τριάντα άτομα. Ποιος; Ο Θαλασσινός. Ο οποίος μετά από τρία χρόνια γέμιζε γήπεδα. Κατάλαβες; Μέχρι τότε δεν τον είχαν ανακαλύψει όταν εγώ τον έπαιζα στην Ξάνθη, ας πούμε. Πότε ήτανε κιόλα; Πρέπει να ’ταν ’87’-88; Κάπου εκεί μέσα. Τριάντα άτομα στον Παντελή Θαλασσινό. Αυτό. Δηλαδή σε ποιον να το πεις τώρα και να το πιστέψει; Και όμως, έγινε κι αυτό. Αντίθετα, έχουμε κάνει, ας πούμε, κάποιες καταστάσεις, οι οποίες από το τίποτα απολύτως, χιλιάδες κόσμου. Ένα μυστήριο πράμα ο κόσμος, ας πούμε, σε ό,τι έχει να κάνει μ’ αυτό που λέμε, ξέρω γω, τέχνη και ποιότητα. Βέβαια, είτε για τριάντα είτε για δέκα χιλιάδες κόσμο, το μέλημα ήταν η ποιότητα, με όποιο τρόπο. Η ποιότητα έτσι όπως την έβλεπα εγώ, απ’ τη δικιά μου οπτική, έτσι; Θα μπορούσα, για να σου δώσω να καταλάβεις… Ήταν ένα διάστημα που είχα ένα χώρο στην παραλία και ήτανε το διάστημα… αυτή η ιστορία με τους τρελούς που είχε μαζέψει η Πάνια, Βας Βας Παρασκευάς και δε συμμαζεύεται. Λοιπόν, το πριόνι… και βγήκαν και σε CD… θα τρελαθούμε τελείως σ’ αυτή τη χώρα. Λοιπόν, και είχα να επιλέξω: Να κάνω με τους τρελούς που βλέπω ότι θα τους πληρώσουν όλοι, θα κάνω ένα ταμείο λεφτά, ή να κάνω Αpurimac-Martha Moreleón, ας πούμε; Η Martha Moreleón είναι, για να σου δώσω να καταλάβεις το μέγεθός της, είναι η Μεξικάνα Πρωτοψάλτη, αυτό το μέγεθος. Έκανα Αpurimac-Martha Moreleón μες στο καλοκαίρι και χορεύανε, χορέψανε και τα ψάρια. Λοιπόν, ήμουνα, δε θα μπορούσα να… ενώ ήξερα ότι θα γεμίσω ένα ταμείο, ένα ταμείο λεφτά θα κάνω. Θα κάνω έναν κουβά λεφτά, ο οποίος κουβάς λεφτά δεν ξεπλένει την ιστορία που έχουμε μέχρι σήμερα οι δυο μας. Σήμερα θα με ρωτούσες τι, αν «μετάνιωσες για κάτι», θα σου ’λεγα αυτό, μετάνιωσα γι’ αυτό που έκανα. Αλλά δε μετανιώνω γιατί είχα αυτό το φίλτρο στην πορεία, το οποίο στάθμιζε τα πράγματα. Δε μου έλεγε τίποτα. Άντε κι είχα κι ένα γυαλιστερό αμάξι παραπάνω απ’ έξω. Θα γυαλίσω το παλιό μου, να φαίνεται σαν καινούριο.
Μιας και πιάσαμε και τους Αpurimac, έχουμε κι εδώ μπροστά μας κάποια… να τα πούμε σαν διαφημιστικά/αφιερώσεις, δηλαδή με το πέρασμα του χρόνου γίναν πιο πολύ σαν αφιέρωση αυτό το υλικό που βλέπω, τέλος πάντων. Είναι κάτι σαν έκδοση; Δηλαδή, αυτό το κάνατε πιο πολύ για να διαφημίσετε κάποια συναυλία ή–
Αυτό γινόταν για να έχουνε την πρώτη εικόνα οι άνθρωποι που θα μπαίναν μέσα. Δηλαδή, κάποιοι μπορεί να μην ξέραν κάποια στοιχεία. Τους είχαν ακουστά σαν όνομα, δεν ξέραν ο καθένας λεπτομερώς, χοντρικά έτσι, τι μπορεί να κάνει αυτός ο άνθρωπος ή από πού ξεκίνησε και πού πάει. Εδώ μέσα περιγράφονται στοιχεία τα οποία εγώ πίστεψα ότι ήταν απαραίτητα για να… σαν ενημερωτικό για κάποιον που θα το… πριν μπει μέσα.
Αν[00:40:00] πιάσουμε το φυλλάδιο, ας το ονομάσω, των Αpurimac, βλέπω μέσα στοιχεία από, για παράδειγμα, τι κάναν το ’83, τι κάναν το ’85, μέσα στις δεκαετίες, ποιος παίζει όργανα. Πολύ καλή δουλειά. Και είπατε ότι ήταν και στο χέρι απ’ ό,τι κατάλαβα.
Ναι, ναι, αναλογική εποχή, έτσι; Τώρα αυτά τα φυλλαδιάκια ήτανε εποχή της αναλογικής, δεν υπήρχε το ψηφιακό σκάνερ, το σκανάρω και πάμε, βγάζουμε αντίγραφα και… Αυτά όλα έπρεπε να μπούνε σε τυπογραφείο, γράμμα γράμμα, για να βγούνε έτσι όπως βγήκαν.
Και βλέπω ότι η φόρμουλα έπιασε. Δηλαδή, μπροστά έχει μια εικόνα ή ένα σκίτσο–
Ναι, ναι.
…της μπάντας και–
Ναι.
Αν μπορείτε να μας περιγράψετε, δηλαδή, πώς θυμάστε τη διαδικασία όταν το φτιάχνατε, όταν το στήνατε και μέσα στο μυαλό σας;
Καταρχήν, το πρώτο πράγμα που, λόγω αποστάσεων από τα μεγάλα κέντρα… είχαμε να αντιμετωπίσουμε δεκάδες προβλήματα, τα οποία ήτανε από τη μεταφορά των ανθρώπων που θα ερχόντουσαν, τη διαμονή τους, μέχρι το απόλυτο τέλειο στη συναυλία. Δηλαδή, η συναυλία, τα ζωντανά, τα λάιβ έχουν να κάνουν με κάτι το οποίο γίνεται real time και δεν επαναλαμβάνεται ποτέ το ίδιο. Αυτό είναι το μαγικό της συναυλίας. Δηλαδή, μπορεί να βγει, λόγω ιδιαιτέρων συνθηκών, λόγω συναισθημάτων των οποίων έχουν οι μουσικοί, λόγω του ότι το κοινό είναι έτσι, λόγω ότι ο χώρος είναι υπέροχος, λόγω… Για όλους αυτούς τους λόγους, έπρεπε να τους πάρω εγώ, όλες αυτές τις… να τους προσθέσω, να τους κάνω προσθετικούς για το αποτέλεσμα. Δηλαδή, και ο ήχος να είναι σωστός και η διαμονή τους να είναι χωρίς ταλαιπωρία και οι μετακινήσεις τους. Εδώ, θα πρέπει να σου πω ότι είχα ένα κιβώτιο εκτάκτων αναγκών, σε κάθε περίπτωση ανάλογα με ποιους είχα να κάνω, το οποίο περιείχε από πένες κιθάρας μέχρι χορδές, μέχρι μπαγκέτες, μέχρι… τα οποία σπάζαν ενδεχομένως μες στη συναυλία και δεν είχαν, έτσι; Τώρα μιλάμε για απίστευτα πράγματα. Δηλαδή, έπρεπε να είσαι όχι απλά προνοητικός, να κοιτάς δυο μήνες μετά. Αυτό. Όσο πιο οργανωτικός είσαι σαν άνθρωπος, τόσο πιο καλό βγαίνει το αποτέλεσμα. Βέβαια, μετά από μία, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε εμφανίσεις ζωντανών στη Βόρεια Ελλάδα, η Αθήνα ήξερε πολύ καλά ποιος είμαι εγώ και τι δουλειά κάνω. Γιατί ήδη αυτοί που ήρθαν και παίξαμε ήδη είχαν μιλήσει. Άρα, υπήρχε μια σχέση εμπιστοσύνης περισσότερο. Εγώ όταν σήκωνα το τηλέφωνο και ήτανε να κλείσω με κάποια γκρουπ, καλλιτέχνες, το τελευταίο πράγμα που θα μου μιλούσαν ήταν το χρήμα. Δηλαδή, ήταν τόσο σίγουροι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φύγουνε χωρίς χρήματα –αυτά που θα συμφωνήσουμε, εν πάση περιπτώσει–, αλλά ήταν πάρα πολύ σίγουροι ότι δε θα έχουν πονοκέφαλο. Θα ’ρθούνε με τα όργανά τους, θα κουμπώσουν, θα αφουγκραστούν τον κόσμο και θα παίξουν και θα πληρωθούν και θα φύγουν. Όλο το υπόλοιπο, το οποίο ήτανε πάρα πολύ μεγάλος κόπος, το ’κανα εγώ και μια συμμορία που είχα οργανώσει τότε για να με βοηθάει.
Και αν μου επιτρέπετε, πάλι μένοντας στο ίδιο θέμα, μιλήστε μας για το Πρότυπο Κέντρο Μουσικών Εκδηλώσεων.
Ναι, ναι, εντάξει.
Βλέπω ένα σύμβολο επάνω. Αν μπορείτε να μας το περιγράψετε κι εσείς.
Ναι, ήτανε ένα λογότυπο το οποίο χρησιμοποιούσα τότε, ας πούμε, απ’ το Πρότυπο Ραδιόφωνο που είχαμε κάνει. Μετέπειτα εξελίχθηκε σε Πρότυπο Κέντρο Μουσικών Εκδηλώσεων. Η μελισσούλα είναι η συνεργασία, η οποία είναι απαραίτητη σε δουλειές που απευθύνονται σε ευρύ κοινό. Η αρμονική συνεργασία σε δουλειές που απευθύνονται σε ευρύ κοινό. Όσο πιο αρμονική είναι η συνεργασία αυτή τόσο πιο καλό είναι το αποτέλεσμα. Βέβαια, όταν έχεις και να κάνεις με πολλούς ανθρώπους, ξέρεις… Ο καθένας το μακρύ του, το κοντό του, το χοντρό του και τα λοιπά. Αλλά αν όλους αυτούς βρεις ένα τρόπο να μην έχουν τριβές μεταξύ τους και να παράγουνε…
Συνεχίζοντας, είχαμε μείνει στο σημείο που είχαμε εξηγήσει και το σύμβολο, τέλος πάντων, του Πρότυπου στην αρχή και Πρότυπου Κέντρου Μουσικών Εκδηλώσεων που έγινε μετά, του Πρότυπου ραδιοφώνου στην αρχή, κι είχαμε πει ότι ο καθένας είτε θα βάλει το λιθαράκι του είτε και η γνώμη του θα επηρεάσει, όπως το είπατε εσείς βασικά, «ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του», για να χρησιμοποιήσω αυτό που είπατε. Μιλήσαμε και για ότι… απ’ αυτές τις συναυλίες περισσεύει, εντός εισαγωγικών, ή έχει και κάποιο υλικό σαν απόρροια. Μιλήσαμε και για τα demo. Aν μπορείτε να μας εξηγήσετε πάνω κάτω τι συμβαίνει μ’ αυτό το κομμάτι.
Να σας πω τώρα. Δεν είναι μόνο η ημερομηνία της συναυλίας ή το κοινό είτε… Eίναι ακόμα ακόμα, αν θες, και –επειδή και κάποιος θα μας δει σε ανοιχτό χώρο– και οι καιρικές συνθήκες. Δηλαδή, βροχές, αέρας, ξέρω γω. Θα πρέπει να πω ότι όλα αυτά επηρεάζανε τις παραστάσεις. Και όχι μόνο,[00:45:00] δεν τις επηρέαζαν μόνο στο ταμείο τους, τις επηρέαζαν και σαν παραγωγή, ας πούμε. Κρατώντας, όμως, demo από αυτές τις ιστορίες… Το αρχείο μου της εποχής εκείνης ήτανε γραμμένο σε μία, σε ταινίες βίντεο, στο Match Line ήταν γραμμένο. Ήτανε ο μοναδικός χώρος που θα μπορούσες να γράψεις μία τετράωρη κατάσταση, σε πολύ καλή ποιότητα, χωρίς διακοπές, τότε. Ήτανε αναλογικός ο τρόπος, έτσι; Τα οποία, βέβαια, μπορείς να τα επεξεργαστείς, εκ των υστέρων τώρα, και να τα κάνεις ό,τι θες. Οι μουσικοί. Οι μουσικοί δεν είναι ποτέ οι ίδιοι στη σκηνή. Οι μουσικοί μπορεί να κάνουν από ένα λάθος, τρία, πέντε λάθη, μέχρι να φτιάξουν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Μία κόντρα μεταξύ τους, ανάμεσα σε ένα τραγούδι, και να το τραβήξουν και κάνα δυο λεπτά παραπέρα. Εκεί είναι τα μοναδικά πράγματα σε ένα ζωντανό. Ή οι τραγουδιστές μεταξύ τους. Δηλαδή, είχα φτιάξει μία φοβερή παράσταση για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, τη Δήμητρα τη Γαλάνη, την Τάνια την Τσανακλίδου και τον, τότε νεοεισερχόμενο στο χώρο, Μανώλη Λιδάκη. Ένα τρίο αχτύπητο και μία μπάντα από οχτώ εννιά μουσικούς, ας πούμε, σε μια πολύ ακριβή παραγωγή, για τα δεδομένα εκείνα, στη δεκαετία του ’90. Kαι το τι –την άκουσα στο demo μετά την όλη παραγωγή– το τι απίστευτα πράγματα βγήκανε εκείνο το βράδυ, δεν μπορείς να τα περιγράψεις. Δηλαδή, ένας κοινός μέσος ακροατής αντιλαμβάνεται το συναίσθημα μέσα στη συναυλία, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Εγώ που τα άκουσα με την ησυχία μου μετά και τα ανέλυσα σε χρόνο όχι συμπιεσμένο αλλά σε απαλό χρόνο, και ακούγοντας και μια και δυo και τρεις φορές, ακόμη και σήμερα ανακαλύπτω φωνές ή όργανα τα οποία με το πρώτο άκουσμα δεν περνάει. Αλλά περνάει το συναίσθημα. Θέλω να πω ότι όλες αυτές οι παραγωγές εγώ πιστεύω ότι άξιζαν τον κόπο. Και απ’ τον τρόπο που έγιναν και απ’ το σεβασμό στο κοινό. Σου λέω, δε θα μπορούσα να κάνω ποτέ, ας πούμε… Eνώ θα μπορούσα να πάρω τους χάλια της Πάνια και να κάνω ένα τσίρκο, ας πούμε, και να γεμίσω ένα γήπεδο, δεν το έκανα σε καμία περίπτωση. Θα ερχόντουσαν λόγω των ημερών, ας πούμε, που τους έδειχνε η τηλεόραση, θα γέμιζε, είμαι σίγουρος. Αλλά θα έφτυνα τον εαυτό μου την επόμενη βδομάδα, να μη σου πω και από πριν. Βέβαια, εντάξει, το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς.
Μιλήσαμε και για τον κόπο του μάστορα, να μιλήσουμε και για τα εργαλεία του. Βλέπουμε ο καθένας που έχει μπει στο σπίτι σας, βλέπει έναν οργανωμένο πανικό, θα το λέγαμε, από εξοπλισμό, από υλικό, απ’ τα πάντα όλα. Κρατήσατε για κάποιους συγκεκριμένους λόγους, υποθέτω, τα συγκεκριμένα μηχανήματα που βλέπουμε έξω. Αν μπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτά, γιατί το ένα είναι και λίγο–
Ιδιαίτερο.
…συγκεκριμένο, θα έλεγα, και ιδιαίτερο.
Ναι. Όλα είναι ιδιαίτερα θα έλεγα, γι’ αυτό τα κρατάω. Τα ιδιαίτερα μηχανήματα τα κρατάω για καθημερινή χρήση γιατί νομίζω ότι είναι… Με σωστή συντήρηση και χρήση, έτσι όπως την κάνω εγώ, θα τα δουν και τα δισέγγονά μου. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, επειδή το κάθε ένα από αυτά τα μηχανήματα είναι το κορυφαίο της εποχής του. Δηλαδή, το συλλεκτικό το serial number ΜΚ2 [SL-1210 MK2] είναι φτιαγμένο από έβενο κι από χρυσό. Δίπλα, ο Boss ο ενισχυτής είναι ένα θηρίο μιας εποχής η οποία δε θα ξανάρθει, δε θα ξανάρθει ποτέ. Ένας αναλογικός ενισχυτής ο οποίος παράγει, ξέρω γω, 400 βατ, εάν το βάλεις με τα σημερινά δεδομένα και το υλικό που έχει, πρέπει να παράγει 5 κιλοβάτ. Αλλά αυτός, ο 400 βατ, θα ζήσει τετρακόσια χρόνια, ενώ των 5 κιλοβάτ δε θα ζήσει ούτε δέκα. Το διπλοκάσετο της AIWA, τι να πούμε γι αυτό; Είναι ένας θρύλος. Το πιο μακρύ μηχάνημα παραγωγής ήχου στη δεκαετία του ’90, του ’80-’90. Γινότανε χαμός με αυτά. Ψάχνανε όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί πού θα βρουν κάτι μακρύ. Πήραν το διπλοκάσετο το οποίο βγάζει auto reverse. Δηλαδή, εσαεί, γεια σας. Το ίδιο πράγμα μέχρι να το ξανασταματήσεις. Βέβαια, αυτό, από ένα σημείο και μετά, έγινε βαρετό. Είναι σαν να παίζεις μία λίστα repeat, ας πούμε, στον υπολογιστή. Μετέπειτα, ανακαλύψαν το Match Line, το οποίο Match Line μας έσωσε. Το Match Line έκανε απόλυτη εγγραφή 92-93 db [Δ.Α.] σε διαχωρισμούς, στη γρήγορη ταχύτητα. Και κατέβαινε -3, -4 db στην αργή. Δηλαδή, ένα βίντεο δύο ταχυτήτων. Δεν είναι σαν τα απλά βίντεο τα εικόνας, μία ταχύτητα. Αυτό παίζει δύο ταχύτητες: μία high και μία low.[00:50:00] Στη low έχει λίγο πιο χαμηλή ανάλυση, για αναλογικό πράγμα. Αλλά, στη low τι κάνει; Διπλασιάζει το χρόνο της κασέτας. Δηλαδή αυτή που παίζει, ας πούμε, τέσσερις ώρες θα παίξει οχτώ. Άρα αυτό μας έλυνε το πρόβλημα της νύχτας. Ποιος κάθεται μες στη νύχτα να βάζει οχτώ ώρες μουσική, κάθε νύχτα; Αν όμως κάνεις σαράντα πενήντα έτοιμα προγράμματα οχτάωρα, σε χρόνο που εσύ επιλέξεις, και τα έχεις έτοιμα, σιγά μην καταλάβει αυτός που θα ακούσει τη νύχτα, ποιο νούμερο κασέτα παίζει μπερδεμένα! Για να το καταλάβει θα φάει μια δεκαετία. Εντάξει, εκεί προσθέτουμε άλλες δέκα. Όλα αυτά, με τον τρόπο τον αναλογικό, έτσι;
Θα σας πάω τώρα στο δεύτερο σημείο της ερώτησης, στο υλικό. Στο πάνω μέρος του σπιτιού έχετε μόνο ένα μικρό–
Ναι, ναι, γιατί θα με κυνηγήσει η Τούλα και θα έχει και δίκιο.
Θα σας πάω όμως, συγκεκριμένα, επειδή είχαμε μιλήσει για μία έκδοση που μου τη δείξατε κιόλας, ένα βινύλιο, το οποίο για κάποιο λόγο άγγιζε ένα υπέρογκο ποσό, το οποίο δεν μπορούσα να χωνέψω εκείνη την ώρα. Υπάρχουνε πολλά τέτοια κομμάτια στη συλλογή σας, τα οποία είναι αξίας ή και υπεραξίας, ας το πούμε;
Θα έλεγα πως ναι, θα έλεγα πως ναι, γιατί–
Θυμάστε συγκεκριμένα να μας πείτε κάποια από αυτά; Άμα τα έχετε στο μυαλό σας.
Θα σου πω. Αυτό που κάνει ένα βινύλιο να έχει αξία είναι: η έκδοσή του, η κατάσταση την οποία βρίσκεται σήμερα και τα τυχαία γεγονότα πληροφοριακά που βρίσκονται επάνω, γραμμένα σε δεύτερο χρόνο. Δηλαδή, έχω κάποια βινύλια, ας πούμε, που έχουν υπογραφές – αυτό που είπα του Χατζιδάκι. Ο Άκης Πάνου δεν είχε, ας πούμε, πένα σαν τον Χατζιδάκι, αλλά είχε ένα μαρκαδόρο ανεξίτηλο. Όταν μου έκανε δώρο το άλμπουμ «Οι Αλήθειες», υπέγραψε με την υπογραφή του. Αυτό το άλμπουμ τώρα έχει τεράστια συλλεκτική αξία, την οποία δεν μπορώ κι εγώ να προσδιορίσω πόσο είναι. Σαν κι αυτό υπάρχουν κι άλλα πολλά. Δηλαδή, έχω το νούμερο 001 του «Νύχτα από Σεντέφι» του Φραντζολά, ας πούμε, το οποίο, ναι. Είναι πράγματα το οποίο δεν μπορείς… έχουν μεγάλη αξία. Βέβαια, η κόρη μου που ασχολείται, καμιά φορά βάζει, μπαίνει στο ίντερνετ και ρωτάει για κάποιες εκδόσεις και μου στέλνει και μηνύματα: «Μπαμπά αυτό κάνει τόσο». «Έλα, ρε παιδάκι μου. Όταν θα κλείσω τα μάτια μου, πούλα τα και πάρε δυο Πόρσε». Και γελάει, γιατί δεν πρόκειται να το κάνει και το ξέρω. Αλλά, ναι, η αξία τους είναι μεγάλη. Και τα 45άρια που έχω επίσης είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Αλλά σε καθετί απ’ όλα αυτά που λέμε, ρε παιδί μου, τα ’χω σαν παιδιά μου. Προχθές έφυγε απ’ τη ζωή η Χριστιάνα Σταμάτη. Βγήκαν, βογκήξαν τα κανάλια, οι τηλεοράσεις κι αυτά. Εγώ πήρα τρία βινύλια της Χριστιάνας, τα ’βαλα, έβαλα κι ένα ουισκάκι, της έκανα ένα πολύ ωραίο μνημόσυνο εδώ. Θα μπορούσα να τα δώσω, σου λέω, και να πάρουμε δυο Πόρσε. Να τις κάνουμε τι; Να πάμε πού; Ο Χατζιδάκις μού ’λεγε –για να φτάσουμε… σε πάω και πάλι πίσω, για να δεις τι πήρα απ’ αυτούς–, ο Χατζιδάκις μού ’λεγε –ποιος; ο Χατζιδάκις, ο των Όσκαρ, ο μεγάλος συνθέτης κινηματογράφου, θεάτρων και δε συμμαζεύεται–, λοιπόν, ο Χατζιδάκις μού ’λεγε, λέει: «Βασίλη, εμένα με ενδιαφέγει», το ρο δεν μπορούσε να το πει, «να με γνωγίζει ο μπακάλης της γειτονιάς μου, γιατί αυτός θα μου δώσει τα καλά πγοϊόντα. Για τον μπακάλη της άλλης γειτονιάς, γιατί θα πγέπει να με ξέγει; Ο μπακάλης της άλλης γειτονιάς γιατί θα πγέπει να με ξέγει;» Άκου τι είπε ο άνθρωπος! Εξηγούσε και το γιατί θα έπρεπε να τον ξέρει ο μπακάλης της γειτονιάς του. Λοιπόν, σε γύρισα λίγο πίσω, αλλά θέλω να σου δείξω ότι όταν κάνεις κουβέντα με τέτοιους ανθρώπους και μπορείς και συναναστρέφεσαι όσο σου το επιτρέπουν, είναι στο χέρι σου να πάρεις τα καλά πράγματα και να πορευτείς μ’ αυτά στη ζωή. Τώρα αυτά τα βινύλια, που λες, ή τα μηχανήματα, ντάξει, ξέρω ότι έχουν μία αξία. Δεν κάθομαι να ασχοληθώ μ’ αυτό, γιατί; Γιατί δεν το χρειάζομαι. Καταρχήν, θα πρέπει να πω ότι σαν άνθρωπος είμαι ολιγαρκής, δεν είμαι… είμαι περισσότερο της περιπέτειας παρά του… είμαι της γύρας της ανέξοδης, δηλαδή του ταξιδιού του ανέξοδου, παρά άνθρωπος της πολυτέλειας. Δηλαδή, ρε παιδί μου, δεν τα μπορώ τα πεντάστερα, με κουράζουν[00:55:00]. Θα μπορούσα να δω μία πεντάστερη παραλία σ’ ένα ερημονήσι με μία σκηνή και με μία μοτοσυκλέτα ή το φουσκωτό. Οπότε, πες ότι έχω και χρήματα, εδώ πέρα, απ’ τα βινύλια, έτσι; Ή τα κάνω μετρητά και τα έχω σε μία τράπεζα και τα βλέπω. Δε μου λέει τίποτα, δε μου λέει τίποτα. Εντάξει, ας το κάνει κάποιος άλλος, όχι εγώ. Άμα θέλουν να το κάνουν, ας το κάνουν. Αυτό.
Σ’ αυτό το σημείο δεν έχω να σας ρωτήσω και κάτι άλλο, εκτός άμα θέλετε εσείς να προσθέσετε κάτι.
Θα σου πω. Στη ζωή προσθέτεις πάντα. Δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι τελειώνει εδώ το πράγμα μ’ εμένα. Δηλαδή, μπορεί να βρεθούμε, γεροί να είμαστε, μετά από δέκα χρόνια και να πούμε κι άλλα. Αλλά νιώθω ότι άμα δε φτιάχνεις πράγματα σ’ αυτή τη ζωή, δεν περνάει κι η ώρα. Κι εγώ, επειδή τόσα χρόνια έμαθα να φτιάχνω, θα συνεχίσω. Βέβαια, επειδή βιολογικά δεν είσαι, ξέρω γω, αυτός που ήσουν στα 30 και μοιραία, «ου γαρ έρχεται μόνον», περιορίζεσαι ελαφρώς, μέχρι εκεί που φτάνουν τα βιολογικά σου. Αλλά συνεχίζεις να φτιάχνεις. Δηλαδή, αυτό που σου είπα, με τις είκοσι παραστάσεις που φιλοδοξώ να κλείσουμε φέτος. Πολλοί νέοι άνθρωποι. Εγώ με τους νέους ανθρώπους τα πάω πάρα πολύ καλά, δηλαδή η πόρτα μου είναι ανοιχτή πάντα, όποιος μου ζητήσει βοήθεια και μπορώ να τη δώσω θα τη δώσω, ή μου ζητάνε γνώμες ή μου φέρνουν κι ακούω πράγματα. Ή μια φορά μου λένε: «Κύριε Βασίλη, να ’ρθετε κάποια στιγμή στο πανεπιστήμιο και να παίξουμε μία βράδια με τραγούδια της γενιάς του Πολυτεχνείου» και ξέρω γω. Λέω: «Πολύ ευχαρίστως», λέω. Είμαι ανοιχτός σε τέτοια πράγματα, δηλαδή αν μου πούνε οι άνθρωποι και εγώ μπορώ να το κάνω, υπό συνθήκες, θα το κάνω. Και ακόμη και σήμερα που μιλάμε, το τελευταίο που θα έβαζα σαν φραγμό είναι το οικονομικό. Δε με περιορίζει εμένα το οικονομικό. Τα λεφτά δε σου λένε καλημέρα, οι άνθρωποι σου λένε. Άσε που δεν τα τρώει ούτε ο σκύλος μου. Χαριτολογώντας του λέω: «Χάρη, πάρε» και γυρνάει την πλάτη. Οπότε, θα κάνω πράγματα. Είναι στις επιδιώξεις μου να κάνω πράγματα και αν οι άνθρωποι τα εκτιμήσουν ετεροχρονισμένα, πάλι δε με πειράζει, το ’χω μάθει πια το έργο. Ας είναι καλά όλος ο κόσμος, ας παίρνει αυτό που πρέπει να πάρει. Ό,τι σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτόν τον πλανήτη ανεβαίνει γρήγορα, να έχεις στα υπ’ όψιν σου ότι υπάγεται στους νόμους της βαρύτητος: Πέφτει κιόλας.
Αφού κλείσαμε με αυτό, να σας πω και ένα ευχαριστώ που μας εμπιστευτήκατε ξανά.
Εγώ ευχαριστώ που με επιλέξατε να μιλήσω για ορισμένα πράγματα και για τη ζωή μου. Και θα ήθελα να πω στους νέους ανθρώπους, είναι η συμβουλή που έδωσα στα παιδιά μου, είναι δυο λέξεις: Ζήστε τώρα. Ευχαριστώ.
Ευχαριστώ.