© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ο Εμφύλιος Πόλεμος και οι μάχες στην Κεραμίτσα Φιλιατών
Istorima Code
20435
Story URL
Speaker
Δημήτρης Κοτσώνης (Δ.Κ.)
Interview Date
17/11/2021
Researcher
ΓΙΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ; (Γ.Α.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομα σας;
Δημήτριος Κοτσώνης.
Είναι Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021, είμαι με τον Δημήτριο Κοτσώνη στο σπίτι του, στην Ηγουμενίτσα. Ονομάζομαι Αποστόλου Γιαννούλα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μου πείτε αρχικά πότε γεννηθήκατε και πού;
Γεννήθηκα 15 Απριλίου του 1940, στο χωριό Κεραμίτσα Θεσπρωτίας, επαρχία Φιλιατών.
Μπορείτε να μου πείτε τι θυμάστε απ’ την παιδική σας ηλικία, πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;
Ναι, από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι ότι περίπου το τέλος του 1947, υπήρχε μια φημολογία ότι θα γίνει εμφύλιος πόλεμος και ότι θα 'ρθουνε κάποιοι σαν εχθρό τον θεωρούσαμε, τον θεωρούσαμε εκείνο εκεί και ότι θα γίνει πόλεμος. Εμείς μικρά παιδιά λέγαμε: «Τι πόλεμος;», δεν ξέραμε. Κάποια ημέρα λοιπόν, που παίζαμε με τα παιδιά εκεί, ακούσαμε ντουφεκιές, φωνές κι αυτά, και ερχόντουσαν οι… ας τους πούμε σαν κατακτητές, αυτό. Κάτι γενειοφόροι, το ντύσιμό τους όχι όπως του στρατού. Διαφορετικές ενδυμασίες, κακοντυμένοι εκεί, με φυσεκαριές στο στήθος τους και φωνάζανε. Λέγανε ότι: «Θα συντρίψουμε τον ελληνικό στρατό και θα δημιουργήσουμε κυβέρνηση». Αυτά τα θυμάμαι σαν όνειρο που τα λέγανε. Εγκατασταθήκαν εκεί στο χωριό και αρχίσαν από την επομένη και καλούσαν στην πλατεία του χωριού τους κατοίκους. Όσοι είχαν απομείνει, γιατί μερικοί είχανε φύγει. Εκεί λέγανε ότι: «Εμείς θα ιδρύσουμε κυβέρνηση καινούρια, την οποία θα τη λέμε ‘Κυβέρνηση του βουνού’. Οι νέοι θα βρούνε δουλειές, θα μπορέσουν να σπουδάσουνε, θα γίνουν δικηγόροι, γιατροί, ό,τι θέλουν, ενώ τώρα είμαστε ταλαιπωρημένοι, φτωχοί άνθρωποι, δεν έχετε τα προς το ζην και θα περάσουμε καλά». Ωστόσο, από την επομένη, αρχίσαν παίρναν τις γυναίκες και τις δίνανε άλευρα και τους λέγανε: «Στο σπίτι σου η καθεμιά θα σου δώσουμε τόσες οκάδες -λέγανε τότε- αλεύρι και στις οκάδες αυτές θα βγάλετε τον άλφα αριθμό ψωμιών». Πράγμα που γινότανε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, έπαιρνε το αλεύρι -ήτανε πολύ έξυπνη γυναίκα- και από το αλεύρι αυτό, έβγαζε με τον τρόπο της και ψωμιά για την οικογένεια, που ήμασταν μικρά παιδιά και δεν είχαμε. Μετά, στη συνέχεια, τις παίρνανε τις γυναίκες αυτές -άντρες πολλοί δεν υπήρχανε- και κουβαλάγανε υλικά προς τα υψώματα γύρω. Υλικά, όταν λέμε υλικά, ξύλα, πέτρες, εκεί και φτιάχνανε πολυβολεία. Δεν ξέρω αν τα πολυβολεία, αυτό. Και τα οποία πολυβολεία αυτά τα σκεπάζανε και με τσίγκους και με πέτρες και χώμα επάνω, να μην τους καταστρέφει ο εχθρός, ο στρατός, ο οποίος αν ποτέ τους επιτεθεί. Αυτό γινότανε αρκετό χρόνο. Σε λίγο καιρό, αρχές πλέον του '48, άρχισε κανονικός πόλεμος. Φοβισμένα εμείς τα μικρά παιδιά, γιατί βλέπαμε τη νύχτα ερχόταν στα σπίτια μας και χτυπάγανε τις πόρτες, φωνάζανε, αγριωπά, εμείς μικρά παιδιά. Εγώ σημειωτέον ότι ήμουν και φοβιτσιάρης και κρυβόμουν, όπως καθόταν ο παππούς μου στο τζάκι, γιατί ήταν χειμώνας πλέον, στο τζάκι. Πήγαινα και κρυβόμουνα πίσω από τις πλάτες του παππού που είχε μια βελέντζα φλοκωτή, και κρυβόμουνα πίσω από τον... Και όλα τα πιτσιρίκια τα άλλα. Αλλά εγώ ήθελα να έχω επαφή με τον παππού. Και τα άλλα τα παιδιά ας ήταν εκτεθειμένα πιο πολύ από εμένα. Υπήρχε μια φοβία, μια φοβία ότι θα κάνουν εγκλήματα, ότι θα μας απαγάγουνε για τα ανατολικά κράτη.
Και πέρασε αρκετός καιρός. Τελικά, άρχισε δυνατός ο πόλεμος. Και θυμάμαι ξεκίνησε από τους Φιλιάτες στρατός. Όταν λέμε στρατός, ήταν τρία-τέσσερα τάγματα, το κάθε τάγμα πρέπει να είχε γύρω στα 500 άτομα, έτσι υπολογίζω εγώ όπως έβλεπα τον στρατό που ερχόταν. Λοιπόν, στις πρώτες επιχειρήσεις πήγαιναν καλά τα πράγματα για τον στρατό, τους κυνηγούσε. Αυτοί οχυρωθήκανε στον ορεινό όγκ[00:05:00]ο της Μουργκάνας. Εκεί είχαν πολυβολεία απ’ ό,τι στην πορεία λέγανε οι μεγάλοι, αλλά και απ’ ό,τι διαπιστώθηκε και στην πορεία. Φτιάχνανε πολυβολεία τέτοια, οχυρωματικά έργα που σκεπαζότανε με τρεις σειρές κορμών έως και πέντε και σκεπασμένα με πέτρες και χώμα, ούτως ώστε η αεροπορία να μη μπορεί να τους εκδιώξει από εκεί. Θυμάμαι ότι είχανε σκοτωθεί πολλοί στρατιώτες και από αυτούς, και από αυτούς. Αυτή η δουλειά συνεχίστηκε μέχρι την άνοιξη, το καλοκαίρι του '48. Σε κάποια φάση όμως σταμάτησε ο πόλεμος και απ’ ό,τι στην πορεία άκουσα, αλλά απ’ ό,τι λέγανε, ότι επειδή δεν μπορεί να τους διώξει ο στρατός από τον ορεινό όγκο και από τα χωριά μας εκεί, έδωσαν εντολή, το κράτος, ποιος έδωσε, να σταματήσει ο πόλεμος και σε άλλο χρόνο να επιτεθούνε ξανά. Υπήρχε μια ηρεμία. Τότε ξαναγύρισαν οι αντάρτες από τα βουνά αυτά και ήρθαν πάλι προς τα χωριά μας. Στη Βελούνα, πάλι αυτό, ο στρατός των ανταρτών. Τι γινόταν όμως; Κατεβαίναν το βράδυ και χτυπάγανε τις πόρτες, μπαίνανε μέσα και ζητάγανε πληροφορίες, από που περνάει ο στρατός και βάζανε νάρκες στα μονοπάτια που κατέβαινε ο στρατός, που ήτανε σε άλλα βουνά δίπλα. Κατεβαίνανε στο χωριό να πάρουνε νερό, να… Τους δίνανε και σαν ελεύθερες ώρες των στρατιωτών να γράψουν γράμματα στους γονείς τους. Εκεί και δημιουργούντανε θυμάμαι και κάτι ψευτοταβέρνες ας πούμε, με φτέρες -δεν ξέρω ποιες είναι οι φτέρες, αν ξέρεις- φτέρες και έφτιαχναν και υπόστεγο με αυτό. Ήταν και καλοκαιράκι και κατεβαίναν οι στρατιώτες τώρα και γράφανε γράμματα στους γονείς τους κι αυτά. Το ρίχνανε και στο πιοτό, γιατί δεν ξέρανε αν θα ζήσουνε στην πορεία εκεί και πολλές φορές στα μονοπάτια που κατεβαίναν οι στρατιώτες πατούσανε νάρκες. Θυμάμαι μικρό παιδί, πήγαινα στη γιαγιά μου και είδα φαντάρο που κατέβαινε, πατάει νάρκη και είδα στον αέρα το πόδι του με την αρβύλα. Εκεί, φοβισμένος στα σπίτια πάλι. Ερχόταν η αεροπορία έριχνε, αλλά φυλαγόταν η αεροπορία μη μας σκοτώσει εμάς που ήμασταν πεζοί. Μας έλεγε ο παππούς μου, η γιαγιά μου, αυτά, η μάνα μου ότι: «Άμα βλέπετε αεροπλάνο, θα ξαπλώνετε κάτω να μην σας βλέπουνε και ρίχνουνε». Δηλαδή, ήτανε μια φάση που ακόμα και τώρα, μεγάλος που είμαι, βλέπω κανένα όνειρο. Βλέπω όνειρο ότι μας ρίχνανε. Στη διάρκεια αυτή που ξαναξεκίνησε η επιχείρηση να τους διώξουνε, μας είχανε μαζέψει στην πλατεία, και λέγανε: «Παιδιά, βλέπετε τι ταλαιπωρίες έχετε, αυτά. Θα φύγουμε». Μας λέγανε ότι: «Θα σπουδάσετε όλοι, θα πηγαίνετε σε θέατρα, σε σινεμά, αυτά, και θα είναι η ζωή σας όχι ετούτη η ταλαιπωρία που τραβάτε» και τέτοια. Εμείς χαιρόμασταν, ότι θα γίνουμε δικηγόροι και γιατροί. Οι μανάδες μας όπως κλαίγανε, λέγανε: «Πού τα πάνε;». Ένα πρωί λοιπόν, αφού είχε πληροφορίες απ’ ό,τι φαίνεται ο στρατός, ήτανε το αρχηγείο των ανταρτών στο τέλος του χωριού, ήταν ένα μεγάλο σπίτι και εκεί διανυκτέρευε ο… Ο Βάιος Πετρίτης ήταν δάσκαλος και ήταν αρχηγός στο τμήμα αυτό, των ανταρτών. Και κοιμόντουσαν εκεί με απώτερο σκοπό σε λίγες μέρες να μας απαγάγουν. Φαίνεται ότι ο στρατός είχε πληροφορίες και στέλνει από Παραμυθιά, μέσω Νεράιδας, λοκατζήδες. Οι λοκατζήδες είναι ειδικές δυνάμεις, τώρα που το ερμηνεύω. Άκουγα τότε «λοκατζήδες», αλλά δεν ήξερα ότι είναι επίλεκτοι, ότι είναι δυνατοί, ότι, ότι, ότι, ότι. Και ήρθανε προς το χωριό. Στο πρώτο εκκλησάκι του χωριού, ανατολικά του χωριού, ήταν οι αντάρτες σε αυτό, μες στο εκκλησάκι, καμιά σαρανταριά και κοιμόταν, έκαναν και σκοπιά έξω, μην αυτό, για να προστατευθεί ο αρχηγός τους που ήταν... Και πήγανε λοκατζήδες τη νύχτα, τους αφοπλίσανε όλους. Είχαμε ακούσει όμως ότι εκεί στο εκκλησάκι μέσα, τους πιάσαν στον ύπνο και οι λοκατζήδες πρέπει και έτσι είναι -από φήμες, τώρα γραπτά δεν [00:10:00]έχω δει πουθενά- ότι σφάξανε αρκετούς από αυτούς. Και ένας αντάρτης κατόρθωσε, όπως ήταν η πόρτα της εκκλησίας ανοιχτή, κάνει βουτιά ένας απ’ αυτούς κάτω απ’ τα πόδια του φαντάρου και πήγε και ειδοποίησε τον αρχηγό τους, τον Πετρίτη. Και φύγανε και μας εγκαταλείψανε πλέον. Έγινε μια μάχη όμως, γιατί επάνω στο βουνό ήταν το συγκρότημα Φωκά που είπα προηγουμένως, επίθεση. Είναι ένα βουνό, πρόποδες της Βελούνας, είναι ένα βουναλάκι το οποίο λέγεται Παιγνίδα. Εκεί έγινε φοβερή μάχη και εμείς μικρά παιδιά παρακολουθούσαμε. Εκεί σκοτωθήκανε αρκετοί στρατιώτες, μεταξύ αυτών και ένας αξιωματικός. Άκουγα από τους χωρικούς μετά που λέγανε, από τους χωριανούς μου, ότι αυτοί οι σκοτωμένοι, καθένας είχε ένα μπουκαλάκι, ένα αυτό στις τσέπες του με τα στοιχεία του, ούτως ώστε στην πορεία, άμα βρεθεί, να βρεθούν τα στοιχεία του. Είχα ακούσει στην πορεία ότι ο αξιωματικός αυτός και άλλοι δυο τραυματίες, οδηγηθήκανε σε ένα χωριό, στο Μαλούνι, γιατί ήταν αντάρτες από δω. Στο Μαλούνι εκεί, λέγεται ότι στο ληξιαρχείο του χωριού φαίνονται γραμμένα τα στοιχεία του αξιωματικού αυτουνού, υπολοχαγός ήτανε, που σκοτώθηκε εκεί. Οι άλλοι οι στρατιώτες, οι φονεμένοι, τα άφησαν εκεί, στο βουναλάκι αυτό, και έγινε μάχη φοβερή εκεί. Όταν λέμε φοβερή, διήρκησε δυο μέρες η μάχη. Επίθεση. Ήρθε και ενίσχυση από στρατό, άλλο τάγμα, για να βοηθήσει τους καταδρομείς αυτούς. Η επίθεση διήρκησε δυο μέρες στα βουνά επάνω, στήθος με στήθος. Αυτό. Φονευτήκαν πολλοί. Πάλι στρατιώτες, τραυματίες, τους οποίους τους παίρναν και τους πηγαίναν στους Φιλιάτες ο στρατός. Οι άλλοι, οι αντάρτες, τους θάψαν επιτόπου. Και για να μη φαίνονται ότι είναι πολλά τα θύματά τους, τους κάναν σε ομαδικό τάφο. Είναι επάνω είναι σαν οροπέδιο το βουνό, έχει χωράφια, αλώνια που αλωνίζανε τα σιτάρια τους και τα αυτά, και έβλεπες τρία ονόματα όπως τους είχανε θάψει, ενώ στην πορεία ήτανε κατά βάθος κι άλλοι. Τώρα πόσοι ήταν… Αυτό. Ύστερα από χρόνια, ήρθανε ενδιαφερόμενοι από αυτούς και πήραν μερικούς από εκεί. Όταν λέμε ήρθαν, κατά το 1990; Ήρθαν στο χωριό και πήγαν στο βουνό με πληροφορίες ξέραν που ήταν οι τάφοι, πήραν τα οστά και τα μεταφέραν στους τόπους τους εκεί. Άλλο... Αυτή η μάχη όμως ήτανε… Διήρκησε δύο μέρες. Τους εκπορθήσαν από κει και πήγανε ξανά προς τη Μουργκάνα. Τέλος του '48 έγινε η τελευταία επιχείρηση, διήρκησε γύρω στις δέκα μέρες; Δώδεκα μέρες; Θυμάμαι απ’ ό,τι λέγανε ότι βοήθησε λέει -ήτανε του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου '48- και απ’ ό,τι λέγανε ότι βοήθησε λέει ο Θεός λόγω της εορτής, ότι από εκεί που ξεκίνησε λέει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, από δω ξεκίνησε και ο εθνικός στρατός λέει με τη βοήθεια του Θεού και απελευθερώθηκε η οροσειρά της Μουργκάνας. Τι άλλο θέλετε να ρωτήσετε;
Να σας ρωτήσω. Αυτή που λένε, που υπάρχει ως μάχη της Κεραμίτσας.
Ναι.
Είναι μια συγκεκριμένη; Ή είναι όλη αυτή η σειρά ας πούμε συγκρούσεων;
Απ’ όσους ρώτησα και εγώ στο χωριό, σε συζήτηση, υπάρχουνε κι άλλοι αυτό αλλά συγκεχυμένα. Δεν ξέρει κανένας λεπτομέρειες, πώς ακριβώς. Το ιστορικό πάντως είναι χοντρικά όπως σας το είπα, ότι ήρθαν ειδικές δυνάμεις από την Νεράιδα τη νύχτα, κάνανε έφοδο στο εκκλησάκι αυτό της Αγίας Παρασκευής, πιάσανε τους αυτούς που κοιμότανε μέσα. Αθόρυβα, για να μην πάρει είδηση ο αρχηγός τους που ήταν στο τελευταίο σπίτι του χωριού. Και ένας που έφυγε δεν του ρίξανε να ακουστεί θόρυβος, για να μη προδοθεί η επιχείρηση που θα κάνανε. Έγινε η επιχείρηση, τη θυμάμαι την επιχείρηση ζωντανά. Θυμάμαι τον πόλεμο και φοβόμασταν κιόλας τι γινότανε. Κουρνιαχτός, κουρνιαχτός, στήθος με στήθος. Ή[00:15:00]ταν λυσσαλέα η άμυνα αυτωνών, που περιμένανε να πάνε οι στρατιώτες πλησίον αυτών και να μη χρησιμοποιήσουνε πολεμοφόδια, γιατί είχανε μετρημένα αυτά και τους λιθοβολούσαν με πέτρες. Και να φανταστείτε, ότι να είναι το βουνό έτσι, να ανεβαίνουν κουρασμένοι οι στρατιώτες και να σε περιμένει ο άλλος και να ρίχνει αυτό και να ξεκινάς από την αρχή. Μου έχει μείνει ζωηρά αυτό. Και η άλλη η μάχη που σας είπα στην αρχή, του Κόκορη αυτό, και εκεί πάλι ζωηρά. Και μέναμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, γιατί στο χωριό το βόρειο τμήμα ήταν επικίνδυνο, γιατί κατεβαίναν αυτοί, ενώ κάτω από τον δρόμο, από την άσφαλτο ήταν τα σπίτια πιο ασφαλή. Δεν κατεβαίναν χαμηλά. Και κοιμόμασταν όλοι σε σπίτια συγγενών. Και κατά προτίμηση, κάτι σπίτια που είχαν γεφυράκι, όπως είναι η βεράντα ας πούμε, από κάτω έχουν λιθόκτιστο σαν κατώι, και εκεί διανυκτερεύαμε, με τον φόβο και μας λαχταρούσαν τη νύχτα. Μετά συνέβαινε και το εξής. Είχανε και πληροφοριοδότες αυτοί, τι πρεσβεύει εδώ ο τάδε, ο γείτονας. Τώρα άλλοι από φόβο, από αυτά, δίναν πληροφορίες. Θυμάμαι ζωηρά ότι απαγάγανε τρεις γυναίκες από εκεί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Δηλαδή, το ένα περιστατικό ήτανε και γειτόνισσά μας, η οποία ήταν και λεχώνα, γεννημένη και δεν είχε… Ήτανε λεχώνα. Και βάλανε μια αντάρτισσα ο στρατός αυτός να κάνει ότι θέλει να παραδοθεί στον εχθρό, στον στρατό. Η γυναίκα αυτή λέει: «Τι να ξέρω εγώ ρε κοπέλα μου; Σε λυπάμαι. Είμαι από τη Θεσσαλονίκη, με πήρανε δια της βίας, τούτο, εκείνο. Και άμα θέλεις σώσε με, κάνε με, ράνε με». Ξεγελάστηκε εκείνη και ούτε λίγο ούτε πολύ, της λέει: «Σε λυπάμαι, δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Πού είναι ο στρατός για να πας; Αλλά μην σε πιάσουν» και της κρύβει το όπλο στον κήπο. Το ‘θαψε. Αυτά σκηνοθετημένα. Της λέει όμως ότι: «Στο τάδε σπίτι -έδειξε που- διανυκτερεύουν γυναίκες, άνδρες εκεί. Θα σου πούνε πού είναι αυτός» και της έδειξε. Και ξεκινάει αυτή και πήγε στο άλλο το σπίτι. Εκεί ήταν γυναίκες μαζεμένες. Ψήστηκαν κι εκείνες εκεί, πείστηκαν ότι θέλει να φύγει αλήθεια. Μόλις ξεκινήσανε προς το εκκλησάκι αυτό που λέω, τη νύχτα τις πιάσαν. Αγνοείται η τύχη τους ακόμα. Λέγεται ότι περάσαν σε λαϊκό δικαστήριο στον Λιά Φιλιάτων, ήτανε λαϊκό δικαστήριο. Και θυμάμαι από τότε που λέει ότι τους δίκαζε ένας δικαστής που λεγόταν Κατής το ψευδώνυμο του. Κατής και ότι ήταν από την Κόνιτσα ο δικαστής αυτός. Και τους δίκαζαν στην πλατεία στον Λιά. Αυτές αγνοούνται μέχρι τώρα. Τα παιδιά της, άφησε τρία παιδιά, το ένα ήτανε μωρό. Τις πήραν τις γυναίκες αυτές και αυτή τη λεχώνα που λέμε, ήταν το σπίτι της λίγο έξω από το χωριό και λέει: «Να αφήσω τα παιδιά στη μάνα μου» τους είπε. Της είπαν: «Ναι, πήγαινε στη μάνα σου εκεί, αλλά μην κοιτάξεις και της πεις τίποτε». Και όπως είχε το μικρό το κοριτσάκι και τα άλλα τα παιδιά, βγαίνει η μάνα της και λέει: «Αμάν ρε παιδιά -λέει- πάρτε εμένα. Τι να τα κάνω εγώ και τα τρία;». Της λέει ο αρχισυμμορίτης: «Ρίχ’ τα στον λάκκο. Ρίχ’ τα στο λάκκο» της λέει. Την πήραν, παρατήσαν τα παιδιά εκεί και αγνοείται ακόμα, και οι άλλες οι γυναίκες. Γινόταν τέτοιες φρικαλεότητες. Τώρα από πλευράς στρατού, δεν θυμάμαι. Λένε πολλοί ότι και ο στρατός έκανε τα ίδια. Σας μιλάω με πάση ειλικρίνεια, δεν έγινε περιστατικό. Στρατός εκεί να απαγάγει ή να σκοτώσει ή να... Δεν υπήρχε τέτοιο περιστατικό. Αυτή είναι η άποψή μου. Ήταν ένας πόλεμος που ποτέ να μη συμβεί, να μη συμβεί τέτοιο, γιατί τύχαινε αδερφός να πολεμάει με τον αδερφό. Και για να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό, τον έναν αδερφό τον έπαιρνε στρατιώτη το κράτος, ο τακτικός στρατός. Ο άλλος ήταν εθελοντής απ’ την άλλη μεριά. Και αναγκαστικά αφού ήταν στρατιώτης ο ένας, ο άλλος αυτό, [00:20:00]πολεμούσανε αδερφός με αδερφό. Να μην συμβούν αυτά. Ναρκοπέδια τώρα. Να βλέπεις πήγαινε ένα κοριτσάκι, που είχε κάτι κατσικάκια, γίδες και πήγαινε να τις πάρει και πατάει σε νάρκη. Ένα ωραίο κορίτσι, το θυμάμαι τώρα σαν όνειρο, σαν όνειρο. Το διέλυσε. Θυμάμαι άλλον αυτόν που είπα που είχε το καφενείο εκεί με φτέρες, ήταν στη βρύση του χωριού, δεν ξέρω αν περάσατε από τη βρύση του χωριού. Ακριβώς από πάνω από τη βρύση ήταν σαν χωραφάκι και καθόταν τώρα ο καφετζής και περίμενε να κατέβουν οι στρατιώτες, να γράψουν τα γράμματά τους, αυτά. Και όπως καθόταν, έπινε καφέ ο καφετζής, πάει να σηκωθεί και πατάει τη νάρκη. Και τα δυο τα πόδια! Δεν πρόλαβε, από αιμορραγία πέθανε κι αυτός. Πολλά περιστατικά. Θυμάμαι στρατιώτες που κατεβαίναν από το βουνό, πατάγαν νάρκες. Όλα αυτά όμως λέγεται ότι ήταν και κάτοικοι, οι οποίοι δίναν πληροφορίες. Τώρα πώς τις δίνανε; Εσκεμμένα; Πιεσμένοι; Πρέπει να δίναν πληροφορίες. Φρικαλεότητες. Δηλαδή, μπορώ να σας πω ότι ακόμα και τελευταία, μου ‘ρχονται στο μυαλό, όνειρα βλέπω. Πραγματικά. Τώρα τι άλλο να σας πω; Βγάλτε συμπεράσματα. Έχω διαβάσει μετά στην πορεία και του Γενικού Επιτελείου Στρατού βιβλία, τα οποία κρατούσαν ημερολόγια, για να ‘ναι ψέματα δεν νομίζω. Περιγράφουν τις μάχες με λεπτομέρειες. Συμπίπτουν αυτά που έχω ζήσει εγώ στις μάχες αυτές της Μουργκάνας. Συμπίπτουν ακριβώς. Λένε αυτό, μνημονεύει ιστορικούς στα βιβλία αυτά ιστορικός τάδε, σελίδα τάδε. Και αν θέλετε να σας δείξω τέτοια, θα δεις ότι παραπέμπει σε πολλούς ιστορικούς. Όχι ένας αυτό, τάδε, τάδε, τάδε, σελίδα τάδε στα βιβλία που έχουν βγάλει ιστορικοί. Γι' αυτό σας είπα από που αν έχετε, από πηγές άλλες πληροφορίες.
Γενικά, μου μιλήσατε για μια περίοδο, η οποία ήτανε ταραγμένη περίοδος.
Ταραγμένη περίοδος. Λέγανε όμως ότι μετά απ’ την αντίσταση -όταν λέμε αντίσταση, εναντίον των Γερμανών- υπήρχαν αντάρτικες ομάδες, οι οποίες στην πορεία κομματικοποιήθηκαν. Οι μεν μια ομάδα ήταν των αριστερών, μια ήταν των συντηρητικών. Οι ομάδες αυτές πήγαν να πολεμήσουν τον κατακτητή όντως, ο αρχικός τους σκοπός. Στην πορεία όμως, όταν φύγαν οι Γερμανοί, η ελληνική κυβέρνηση ήτανε στον Λίβανο. Και αφού τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η κυβέρνηση. Αμφισβήτησαν οι ομάδες αυτές μετά την κυβέρνηση, η οποία ήταν εξόριστη, θεωρείτο ότι είναι στην εξορία. Και θέλανε από την αρχή να φύγει η αστυνομία, ότι δήθεν βοηθούσε τους Γερμανούς, γιατί η αστυνομία και αυτό, δεν είχαν φύγει από δω, μόνο η κυβέρνηση είχε φύγει. Και λέγανε: «Δεν αναγνωρίζουμε εμείς, πρέπει από την αρχή». Απ’ ό,τι διάβασα στην πορεία, ότι πρωθυπουργός ήταν τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο πατέρας του Ανδρέα Παπανδρέου. Και κάνανε ένα κίνημα σαν εργαζόμενοι οι αριστεροί και με την πρόφαση ότι το δίκαιο των εργαζομένων, κάναν επεισόδια στην Αθήνα. Απήγαγαν γυναικόπαιδα, εν καιρώ πολέμου -χειμώνα συγγνώμη, εν καιρώ χειμώνα- από την Αθήνα μέσω Κωπαΐδας, της λίμνης κάτω. Πολλοί πεθάνανε από κρυοπαγήματα, πολλοί αυτό και από εκεί τους κάλεσε η κυβέρνηση και τους λέει: «Ελάτε εδώ να συμβιβαστούμε, να παραδώσετε τα όπλα και εσείς και να κάνουμε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας και θα σας δώσω και μερικά υπουργεία». Είπαν αυτοί: «Ναι». Μεταξύ αυτών όμως, η κυβέρνηση σου λέει: «Αφού για τους εργάτες είναι, να τους δώσουμε και το υπουργείο εργασίας». Δεν το δεχτήκανε. Σου λέει: «Είναι το στοιχείο το[00:25:00]υς, να τους δώσουμε εκείνα», δεν το δεχτήκανε. Μόνο θεωρήσαν σκόπιμο ότι πρέπει να ξεκινήσουν ένοπλο αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας απ’ την αρχή. Και γι' αυτό λέγαν ότι: «Θα κάνουμε την κυβέρνηση του βουνού». Επιχειρήσαν να πάρουνε… Για να αναγνωριστεί σαν εμφύλιος, έπρεπε να πάρουν μια πόλη, να κατακτήσουν μια πόλη, για να δημιουργηθεί δίκαιο, ότι όντως είναι εμφύλιος πόλεμος και αναγνωρίζεστε σαν αυτό και όποιος αυτό, θα επικρατήσει». Δηλαδή, δεν ήταν αδίκημα των… αυτό. Επιχειρήσαν να πάρουν το Μέτσοβο, επιχειρήσαν να πάρουν την Κόνιτσα. Δεν μπορέσανε. Και άλλες πόλεις. Τα Γρεβενά, ούτε εκεί. Τελικά, κάναν την κυβέρνηση του βουνού στη Μουργκάνα. Εκεί είπαν ότι η κυβέρνηση του βουνού, χωρίς να πάρουνε πόλη. Και γι’ αυτό εθεωρήθη ότι είναι πόλεμος, ο οποίος δεν δικαιολογείται αυτός. Αν επικρατήσετε σαν κυβέρνηση σε πόλη και ο λαός αυτό, αναγνωρίζεται και βλέπουμε τι κάνουμε. Αυτοί, όμως, κάναν την κυβέρνηση από μόνοι τους και στοίχισε ο πόλεμος αυτός των τριών ετών, δεκαπλάσια απ’ ό,τι ο ιταλικός πόλεμος, γερμανοϊταλικός τότε, ελληνογερμανικός. Τόσο στοίχισε, δεκαπλάσια. Με στοιχεία απ’ ό,τι λένε και απ’ ό,τι έχω διαβάσει και απ’ ό,τι ακούω. Ποτέ να μη συμβεί στην Ελλάδα τέτοιο πράγμα. Είναι όπως λέμε τώρα που γίνονται κάτω Συρίες και τέτοια. Έτσι είναι η πραγματικότητα. Τι άλλο θέλετε να σας πω;
Θα ήθελα λίγο να μου περιγράψετε -όπως μια χαρά μου περιγράψετε όλες αυτές τις πολεμικές συγκρούσεις- θέλω λίγο να μου περιγράψετε πώς ήταν η καθημερινότητά σας, σαν παιδί και εσείς.
Ναι, ναι. Η καθημερινότητα. Οι άντρες έχουνε φύγει απ’ το χωριό. Οι γυναίκες μοιραίως καθόταν εκεί γιατί είχαν μικρά παιδιά. Όσοι όμως είχαν συγγενείς στην Ηγουμενίτσα, Φιλιάτες, Αθήνα, κατορθώνανε και φεύγανε κρυφά. Εάν όμως γινόταν αντιληπτό ότι φυγάδευσε μια γυναίκα τα παιδιά της, θα περνούσε δικαστήριο. Και εκεί ήταν ο φόβος των γυναικών, να διώξουν τα παιδιά και καθόμασταν μαζεμένα εκεί στο χωριό, με τον φόβο μήπως ξαναγυρίσουν και μας πάρουνε για ανατολικά κράτη. Αλβανία και εκεί ήτανε ανατολικά κράτη. Σχολεία δεν υπήρχανε, τέρμα. Και αρχίσαμε, εγώ πήγα σχολείο 9 χρονών. Αφού ήτανε ο πόλεμος, δεν υπήρχε τίποτα. 9 χρονών και τα πρώτα χρόνια δεν ερχόταν και οι δάσκαλοι με τον φόβο -δεν ξέρω τι- και μας κάνανε μαθήματα ο παππάς του χωριού, ο παππάς. Και εγώ πήγα 9 χρονών στο σχολείο. Μετά το '50 ήρθε δάσκαλος -ήρθε δασκάλα συγκεκριμένα- απ’ τα Γιάννενα. Δύσκολα. Και όταν λέμε δύσκολα, ερημιά, ερημιά. Τίποτα, δεν κινιόταν τίποτα. Ζούσαμε από τα λίγα χωραφάκια που είχαμε, λίγα γίδια. Ωστόσο, παρέλειψα να σας πω προηγουμένως ότι κάνανε και επιδρομές σε ζώα. Όποιος είχε ζώα, του λέγανε: «Έλα εδώ» και διαλέγανε τα καλύτερα. Δίπλα από το σπίτι το δικό μου που έχω τώρα, λίγο πιο χαμηλά είχαν ένα σπίτι το οποίο το θεωρούσαν σαν κρεοπωλείο, τρόφιμα, σφάζανε, αυτό και θυμάμαι ενώ εμείς όλοι πεινούσαμε, τα συκώτια και τα έντερα από τα ζώα τα πετάγανε και οι μανάδες μας λέγαν εμάς να πάμε να τα πάρουμε. Δεν μας πειράζανε, μας λέγανε: «Πάρτε τα» άμα πήγαινες εκεί μικρό παιδί, αλλά από τον φόβο δεν πλησιάζαμε εμείς. Και μαζεύανε, όσα ήταν πιο ψύχραιμα ή λίγο πιο μεγάλα από μένα, πήγαιναν και μαζεύανε για να φάει η υπόλοιπη η οικογένεια. Καλά περνούσανε, και αυτοί όμως είχαν δυσκολίες. Μη νομίζετε ότι ήταν κι αυτοί… Μένανε άπλυτοι, χωρίς ρούχα. Παίρνανε άμα σκοτωνόταν κανένας φαντάρος, τον ξεγυμνώναν και του παίρναν τα ρούχα. Φρικαλεότητες γινότανε. Ξεθάβανε τους στρατιώτες για να τους πάρουνε τα ρούχα. Δεν ξέρω τι όνειρο είχανε. Μου κάνει εντύπωση δηλαδή -πώς να σ’ το πω;- φοβερό πράγμα. Δυσκολευτήκαμε. Μετά το '50 όμως ήρθαν αυτά τα ιδρύματα, οι παιδουπόλεις οι λεγόμενες, τα Σπίτια του Παιδιού. Πολλά παιδιά φύγανε απ[00:30:00]ό το χωριό μου και πήγανε σε παιδουπόλεις. Άλλοι στην Κέρκυρα, άλλοι Φιλιππιάδα εδώ που ήταν, άλλοι προς την Πάτρα. Πολλά παιδιά έχουν φύγει από το χωριό με τον φόβο μήπως τα πάρουν κιόλας. Αλλά εμείς που ήμασταν μικρά, δεν τολμούσαν να μας πάρουν, να μας πάνε πού εμάς, χωρίς μανάδες κοντά; Και την βολέψαμε εμείς τα πιο μικρά. Ζωή δύσκολη, δύσκολη εκεί και όταν φύγανε αυτό, σταμάτησε ο πόλεμος, αρχίσαν οι χωρικοί τώρα στα χωριά να οργώνουν τα χωράφια τους με βόδια και αυτά, ξέρεις. Πολύ δύσκολα. Δηλαδή ο πλουσιότερος έκανε τότες 300 οκάδες σιτάρι -δεν ήταν κιλά τότε, ήταν οκάδες- ή καλαμπόκι, το ίδιο. Αυτά ήταν τα εφόδια να μεγαλώσουν παιδιά, να... Δεν πήγαινε κανένας για σπουδές μετά, γιατί δεν υπήρχανε. Πού να πάει ο άλλος; Και εγώ που πήγα, πήγα στο οικοτροφείο της Παραμυθιάς. Ναι, σαν ορφανό ας πούμε, πήγα και έβγαλα το Γυμνάσιο Παραμυθιάς. Στην πορεία βρέθηκα στην Αθήνα.
Ο αδερφός μου ο μεγαλύτερος, όταν έγινε ο πόλεμος και σκοτώθηκε ο πατέρας μου, έφυγε 12 χρονών απ’ το χωριό και αγνοούσαμε πού είναι. Κατέβηκε Φιλιάτες, από Φιλιάτες εδώ, στη Βρυσέλλα, ένα χωριό, και εκεί κάποιο φορτηγό πήγαινε για Αθήνα και τον πήρε και τον αδερφό μου και αγνοούντανε. Και πήγε στην Αθήνα και εκεί τον ρωτήσανε: «Πες κανένα…» και θυμήθηκε μια θειά μου, αδερφή του πατέρα μου, που έμενε στην Άνω Δάφνη. Και πήγε και τους μάζεψε η θειά μου. Ταλαιπωρήθηκε. Πήγαινε και έκανε τον καφετζή, ξέρεις, 12 χρονών και τι ψίχουλα, τι να πάρει; Από εκεί σε κάποιο υπουργείο, είχε κυλικείο το υπουργείο, και τον είχανε πάρει σαν βοηθό εκεί που είχε το κυλικείο. Και όπως σερβίριζε καφέδες, πήγε σε κάποιον μεγάλο ας πούμε διευθυντή, εκεί στους ορόφους που ήταν στο υπουργείο αυτό και τον ρώτησε: «Από πού είσαι;», του είπε το ιστορικό και τον συνέστησε, του λέει: «Παιδί μου, θα σε στείλω στον στρατό» του είπε. Και πήγε στη σχολή μονίμων υπαξιωματικών ο αδερφός μου. Τον αγάπησε τον στρατό. Μου ‘γραφε γράμματα εμένα. Μου ‘στελνε σε γράμματα του Γενικού Επιτελείου Στρατού: «Να τα μελετήσεις» για τον πόλεμο αυτόν, τα οποία έχω. Αλλά ο αδερφός μου δυστυχώς πέθανε 57 χρονών από καρδιά. Μόλις πήρε σύνταξη, πέθανε και άφησε δύο κοπέλες, αυτά και την γυναίκα του. Αυτά είναι τα αποτελέσματα των πολέμων.
Αυτό που μου αναφέρατε για τον θάνατο του πατέρα σας, μπορείτε να μου το περιγράψετε; Συνέβη πάνω, την περίοδο εκείνη του Εμφυλίου.
Ναι, ναι. Ήτανε ακριβώς όταν ξεκίνησε η επιχείρηση να φύγουν οι κατακτητές να τους πούμε; Αντάρτες να τους πούμε; Έκανε ο στρατός σχεδιασμούς, πώς θα απελευθερωθεί ο ορεινός όγκος αυτός, οι πόλεις, παιδομαζώματα, κι αυτό. Και ξεκίνησε με σχέδιο της Μεραρχίας των Ιωαννίνων, πώς θα εκδιωχθούν αυτοί και με ποιο σχέδιο θα εκδιωχθούν. Αποφασίσανε, λοιπόν, από Φιλιάτες να ξεκινήσει ένα τάγμα στρατιωτών προς τη μεριά των Αγίων Πάντων, Πόβλα, από κει. Ένα άλλο τάγμα, που ήταν και ο πατέρας μου, στο κέντρο από Γηρομέρι. Ξέρετε που είναι το… το βουνό αυτό του Γηρομερίου, να πέσει από δω και να ‘ρθει προς την Κεραμίτσα επάνω. Και ένα τρίτο, να βοηθεί επικουρικά τους άλλους. Μόλις φτάσανε στους Αγίους Πάντες, αυτοί ήτανε οχυρωμένοι. Και πέφτουνε, το πρώτο τάγμα πέφτει σε ναρκοπέδιο. Σκοτωθήκαν πάρα πολλοί στρατιώτες. Αιφνιδιάσανε ένα τάγμα αυτοί τη νύχτα. Αιφνιδιάσανε που λες το τάγμα το ένα, συλλάβανε αρκετούς στρατιώτες, τους οποίους καθαρίσανε. Αγνοούτανε και ένας λόχος από αυτούς, τους οποίους τους βρήκανε το 1971 σκελετούς στον Τσαμαντά σε μια ασβεσταριά. Βρήκανε οστά και εκεί ξεθάψανε και ήταν ολόκληρος ο λόχος που αγνοείτο. Πριν από αυτό λοιπόν, πριν την επιχείρηση, ο πατέρας μου ακολουθούσε το ένα τάγμα από αυτά. Και εκεί, σας είπα προηγουμένως, ότι ζήτησε άδεια α[00:35:00]πό τον διοικητή να 'ρθει στο χωριό, αφού ήταν κοντά και να κάνει Χριστούγεννα και να ξαναπάει. Λοιπόν, παραμονή Χριστουγέννων ήρθε, μέναμε στη γιαγιά μου σαν χαμηλότερα σπίτια, φοβόμαστε στην κορυφή του βουνού και πηγαίναμε εκεί. Ήρθε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, χαρές εμείς, αυτά και λέει η γιαγιά μου: «Γιώργο -του λέει του πατέρα μου, Γιώργο τον λέγανε-, να σφάξεις ένα αρνί». Είχε κάτι μανάρια η γιαγιά. Το ‘σφαξε το αρνί, με σκοπό να το φάμε την ημέρα των Χριστουγέννων. Την ημέρα των Χριστουγέννων έγινε αυτό που είπα. Ο στρατός που ήταν στην πλατεία του χωριού πλέον, που ήταν ενισχυτικός των άλλων, κάτι είχε αδυνατίσει το ένα τμήμα, δεν είχε τρόφιμα να φάνε και κάποιο σχέδιο που κάνανε για την επίθεση, πώς θα γίνει να πάει κάποιο απόρρητο έγγραφο στην μονάδα του που είχε επιστρατευθεί ο πατέρας μου. Πήρε το… Ωστόσο, έπρεπε να πάνε και τρόφιμα. Για τα τρόφιμα είχαν επιστρατεύσει έναν από Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου επάνω, ο οποίος είχε μουλάρι. Και του λένε του εκείνου, του Πωγωνίσου: «Θα πας με τον φαντάρο -με τον πατέρα μου δηλαδή- θα πας και εσύ κοντά του για… με τα ζώα σου, να δώσεις τα τρόφιμα». Ο πατέρας μου νευρίασε. Νευρίασε γιατί κάποιος είπε ότι είναι με άδεια. Και ενώ ήτανε στην πλατεία, ήτανε κι άλλοι άντρες κι αυτά, μπορούσε να πάει κάποιος άλλος. Και νευρίασε ο πατέρας μου, σου λέει: «Εγώ ήρθα να δω τα παιδιά μου και με προδώσατε, ότι είναι στο σπίτι ο τάδε». Και έβγαιναν και του λέει του… αυτουνού που είχε το μουλάρι, του λέει: «Κάθισε εδώ. Θα το πάρω εγώ το ζώο, τουλάχιστον να σκοτωθώ εγώ» του είπε. Πράγμα το οποίο έγινε. Πήρε και το μουλάρι με τα τρόφιμα, που αν δεν το είχε πάρει, πιθανόν να ζούσε, γιατί μπορούσε να κάνει ελιγμούς μόνος του στο δάσος, αυτό, ενώ πήγαινε εκεί. Και του ρίξανε από απόσταση 400 μέτρα; Ήτανε… είχανε σε ένα υψωματάκι αυτοί ταμπουρωμένοι, καταλάβανε ότι… είδαν και φαντάρο. Του ρίξανε εκεί και έζησε όλη τη νύχτα. Φώναζε: «Βοήθεια!». Δεν πηγαίναν να τον πάρουν ούτε οι αντάρτες αλλά ούτε ο στρατός, ήταν νύχτα. Και φώναζε όλη τη νύχτα: «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!». Δεν γύρισε στο σπίτι, γιατί είπε θα γυρίσει, εκεί και αρχίσανε και ψάχνανε. Εκεί και τον βρήκε ένας αδερφός της μάνας μου. Ψάχνανε πολλοί. Εκεί εγώ μικρός δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έγινε, γιατί με… μας παραμερίσανε εμάς να μην τύχουμε σε... Και ναι, και όταν πήγαν να το κηδέψουν, μακριά από δω, στο νεκροταφείο του χωριού, δεν αφήναν οι αντάρτες, ρίχνανε από το βουνό και σχεδόν δεν τον σκεπάσαμε κανονικά από φόβο. Και μείναμε εμείς ορφανά. Αυτό είναι. Συμμετείχε δηλαδή με την εκστρατεία που έκανε ο στρατός να απελευθερώσει το τοπίο, τους... Έγινε αυτό. Στοίχησε πολλά κορμιά ο πόλεμος αυτός, ειδικά προς τη Μουργκάνα. Εάν δείτε, αν αληθεύουν οι αριθμοί, που αληθεύουν δεν έχω να αμφιβάλλω τίποτες. Και από αυτούς πολλοί. Μπορώ να σου πω ότι αυτοί σκοτωθήκαν περισσότεροι. Γιατί ο στρατιώτης ερχότανε όχι με τη θέλησή του. Τον έπαιρναν να υπηρετήσει την θητεία του. Άγνωστα τα μέρη. Αφού λέγεται ότι αντιστοιχούσε ένα αντάρτης πολεμιστής με τριάντα στρατιώτες. Φανταστείτε τώρα τι μίσος και τι πάθος είχανε, σε αντίθεση με τον στρατό, ο οποίος έκανε αγγαρεία τη θητεία του. Παρά ταύτα όμως, σκοτωθήκαν. Έχω διαβάσει σε κάποιο σύγγραμμα πάλι ότι η δύναμη του στρατού ήταν 90.000, το σύνολο των στρατευμένων, και αυτοί ήτανε 8.000. Φανταστείτε, 90.000 με οχτώ. Και σε πολλές περιπτώσεις, νικητές βγαίνανε οι... Τέτοια μανία. Ισοδυναμούσε ή σαν να παλεύανε για κάποιο ιδανικό αυτοί οι άνθρωποι, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Τόσο... Φοβερό πράγμα, φοβερό! Δηλαδή, ξέρετε τι θα πει είχε απώλειες ο στρατός του 10%; Το 90.000, το 10% ήταν[00:40:00]ε σκοτωμένοι. Εκτός τραυματίες και αγνοούμενοι που πήγαν, και άλλοι παραδοθέντες. Μετά μου έκανε εντύπωση ότι και ο στρατός στην απελπισία του επάνω, τιμώρησε. Ένα περιστατικό, το έχω διαβάσει και αληθεύει. Πάνω, προς την Καστοριά, είχε πάθει μια ήττα φοβερή ο στρατός, που λιποτάκτησαν οι στρατιώτες και φύγανε. Με αποτέλεσμα, να γίνουνε, να ‘χουν πολλά θέματα και αυτοί που λιποτακτήσανε και φεύγανε, συνελήφθησαν απ’ τον ίδιο τον στρατό και περάσαν έκτακτο στρατοδικείο στην Κοζάνη και εκτελεστήκανε 78 στρατιώτες για λιποταξία. Αυτό δεν μου άρεσε. Οι άνθρωποι πάνω σε αυτό, στον φόβο τους, σε αυτό, να τους πιάσουν και να τους σφάξουνε, δεν έπρεπε να έχουν την ποινή του θανάτου. Τους πιάσανε σε λιποτάκτες; Βάλ’ τους φυλακή, ξέρω ‘γω, κάτι. Αυτό μου έκανε φοβερή εντύπωση και από το στρατό, που ήταν του στρατού. Καταλάβατε. Δηλαδή, γιατί τους φαντάρους αυτούς; Αυτοί αγωνιζόταν τώρα, πάνω στην πανωλεθρία και στον φόβο τους, δικαιολογείται και μια οπισθοχώρηση, λιποταξία. Ναι. Μετά την πρώτη φάση αυτή του πολέμου, διήρκησε κάπου έναν μήνα, που ήτανε και ο πατέρας μου που σκοτώθηκε. Δεν μπόρεσαν να πάρουν το ύψωμα της Μουργκάνας. Ανακωχή πάλι, γιατί έπιανε χειμώνας. Ανακωχή. Την άνοιξη πάλι, το ερχόμενο έτος, το ΄48. Και τελικά το '49 τελείωσε, οι πρώτες της Μουργκάνας και γενικά, ο Εμφύλιος τον Αύγουστο το '49 με την πτώση αυτού, του Γράμμου και του Βίτσι. Πάνε οι ορεινοί όγκοι αυτοί που ήτανε κάστρα, κάστρα απόρθητα. Εκεί και δυστυχώς, και δίχασε και τον ελληνικό πληθυσμό η ιστορία αυτή. Και όταν λέμε δίχασε, να έχουν γίνει καφενεία κόκκινα, μπλε και δεν συμμαζεύεται. Χωριανοί να μη θέλουν να αυτώσουν ο ένας τον άλλον, γιατί τύχαινε αυτό. Ήτανε στην περιοχή Μουργκάνας, δύο αδέρφια, δάσκαλοι, οι Σκεύηδες οι λεγόμενοι, οι οποίοι κάναν όργια στον τόπο τους. Αδέρφια Σκεύη. Και να φανταστείτε ότι είχανε πάει στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς. Τους είχε πάρει τότε ο δεσπότης Ιωαννίνων τότες δωρεάν, σπουδάσανε, γινήκανε δάσκαλοι και στην πορεία αντί δάσκαλοι, βρεθήκαν καπεταναίοι στα βουνά. Όπως ο Πετρίτης αυτός που σας λέω, δάσκαλος στο χωριό μου αυτός, Βάιος Πετρίτης. Δάσκαλος στο χωριό μου και είχε βαφτίσει ένα παιδί ενός πολύτεκνου. Είχε δώδεκα παιδιά εκεί ένας εκεί, το ένα το είχε βαφτίσει ο Πετρίτης. Δεν δίστασε να πάρει την κουμπάρα του, τη μάνα του παιδιού, για κάτι σαν προδοσία κι αυτή και βρέθηκε στη Μουργκάνα. Εκεί τις έδωσε δυο κλωτσιές, απ’ ό,τι έλεγε η ίδια όταν γύρισε, και της είπε ότι: «Έχε χάρη που έβαλα λάδι στο παιδί σου 300 δράμια», όχι γραμμάρια, δράμια. Και της έδωσε κλωτσιές και της λέει: «Φύγε», ο Πετρίτης ο Βάιος. Μετά από όλα αυτά, βρέθηκα μια δόση με μια παρέα στη Ζίτσα, στη γιορτή του κρασιού. Ήτανε και η γυναίκα μου. Εκεί με μια παρέα. Ένας ηλικιωμένος, εγώ πιο νέος τότες και ένας γέρος με τη γυναίκα του, κι αυτός ήτανε πρόεδρος στην εργατική κατοικία, στην Αθήνα. Πάμε στην γιορτή του κρασιού, πάμε, πάμε, δεν βρίσκαμε να καθίσουμε εκεί. Βλέπουμε ένα ζευγάρι, γέρος με τη γυναίκα του, ένας γέρος με τη γυναίκα του και ήταν ελεύθερο: «Μπορούμε να καθίσουμε;», «Μπράβο, γιατί όχι παιδιά;». Καθίσαμε εκεί, ήπιαμε το κρασί δωρεάν, ξέρεις, αυτά, πίτες δωρεάν, αγόραζες ψητά και αυτά. Σε μια δόση, ο γέρος αγρίεψε και έλεγε: «Θα πάω τον σκοτώσω τώρα!» έλεγε στη γυναίκα του. Εμείς παραξενευτήκαμε τώρα, μέθυσε, τι; Του λέει εκείνος που ήταν στην εργατική κατοικία, του λέει: «Τι έγινε;». «Άσε με -λέει- θα σηκωθώ τώρα να τον σφάξω!». Μας είπε: «Τον βλέπετε αυτόν που κάθεται εκεί πίσω μας;», «Τον βλέπω. Τι είναι αυτός;», «Αυτός με τη μύτη τη μεγάλη», είχε όντως ο Πετρίτης μια μύτη... «Αυτόν -λέει- με τη μύτη. Ξέρετε ποιος είναι αυτός;» «Όχι». «Αυτός είναι -λέει- ο αρχισυμμορίτης, ο Πετρίτης, ο δάσκαλος». «Γιατί να τον σφάξεις;» «Γιατί -λέει- ο άτιμος [00:45:00]ήρθε στη Ζίτσα, στο χωριό του, έδιωξε τις αδερφές του πρώτα στην Αθήνα και πήρε όλες τις κοπέλες του χωριού στο παιδομάζωμα. Και δύο αδερφές δικές μου -λέει- αγνοούνται ακόμα». Άρα, διασταυρώνονται ορισμένα πράγματα. Ύστερα από τόσα χρόνια, δεν είχε λόγους ο γέρος να εκφράζεται έτσι για τον… Πήγε ο γιος, ποιος… Αυτηνής που… της λεχώνας που είπαμε πριν, μετά που επανήλθαν Και τον βρήκανε και τον ρωτήσανε: «Τη μάνα μου», «Αφού είμαστε σίγουροι ότι αυτό». «Δεν γνωρίζω τίποτα παιδιά -τους λέει- και αυτά που λέτε δεν τα πιστεύω εγώ ότι έγιναν τέτοια» τους έλεγε ο Πετρίτης. Τώρα αλήθεια ή ψέματα… Μου το ‘λεγε ο γιος της γυναίκας αυτής, ότι: «Πήγαμε, τον βρήκαμε -λέει- αυτό, αφού έτσι μου ερχόταν -λέει- να τον σκοτώσω». Γινόταν τέτοια. Τώρα για ποιο σκοπό... Αυτοί θέλανε να πάρουνε… να οργανώσουν στρατό. Οι γυναίκες και άντρες και παιδιά να τα κάνουνε… τους εκπαιδεύανε μέσα, πηγαίνανε Αλβανία και ίσως Γιουγκοσλαβία, στο Μπούλκες που λέγανε, εκεί είχανε αυτό, που τους εκπαιδεύανε τους νέους από δω και τους βγάζανε στην πρώτη γραμμή να πολεμήσουν εναντίον της πατρίδας πάλι. Αυτός ήταν ο πόλεμος αυτός. Κυρία Αποστόλου, αυτά ήτανε.
Να σας ρωτήσω.
Ναι, ναι.
Επειδή αναφερθήκατε κάποια στιγμή -δεν ξέρω αν θέλετε να μου πείτε- πώς βρεθήκατε στο οικοτροφείο;
Στο οικοτροφείο. Όταν τελείωσα το Δημοτικό, πλέον 14 χρονών, δεν είχε η μάνα μου, δεν είχε... Τέσσερα παιδιά. Καλά, ο αδερφός μου είχε φύγει, είχε πάει στην Αθήνα. Εγώ με τις αδερφές μου, δύο αδερφές και εγώ. Δεν είχαμε τα προς το ζην. Προς τιμήν τους όμως μετά από χρόνια, το Γενικό Επιτελείο Στρατού έβγαλε σύνταξη με στοιχεία τα οποία είχε, που είχε σκοτωθεί ο πατέρας μου, και βγήκε σύνταξη στην μητέρα μου, η οποία μητέρα μου τότε έπαιρνε… Η σύνταξη της ήταν 100 δραχμές, 150, κάτι εκεί. Τελείωσα το Δημοτικό εγώ, καλός μαθητής, λέει ο δάσκαλος στη μάνα μου ότι: «Είναι κρίμα -λέει- το παιδί, κάπου πρέπει να...». «Δεν έχουμε. Με τι;». Και κάποιος μας άνοιξε τα μάτια, λέει ότι: «Θα μεσολαβήσουμε στον δεσπότη Παραμυθιάς, να το πάρει στο οικοτροφείο». Είχε ορφανοτροφείο, οικοτροφείο λεγόταν γιατί ήταν και παιδιά που είχαν τους γονείς τους φτωχά κι αυτά. Μεταξύ αυτών, με καλέσαν και εμένα, με είδε ο δεσπότης, μου λέει: «Θα σε πάρουμε, αλλά να είσαι επιμελής, να είσαι τούτο, να είσαι εκείνο». Και πράγματι έτσι έγινε και τελείωσα το Γυμνάσιο εκεί, εξατάξιο Γυμνάσιο εκεί, και μετά βρέθηκα και εγώ στην Αθήνα, χωρίς πόρους κι αυτά. Ταλαιπωρήθηκα και εγώ, δούλεψα σε άσχετες δουλειές, χωρίς να ξέρω, και τελικά πήγα στην Αστυνομία. Έδωσα στη σχολή υπαξιωματικών, έγινα ανθυπασπιστής, μετά αξιωματικός και αποστρατεύτηκα από δω, απ’ την Ηγουμενίτσα. Εκεί έκανα την οικογένειά μου. Δεν -πώς να σας το πω;- δεν εξοκείλαμε σαν μικρά παιδιά. Να βρεθείς τώρα στην Αθήνα, μικρό παιδί, πειρασμοί πολλοί. Ευτυχώς δηλαδή, δεν… δεν ξεσαλέψαμε. Βγάζαμε μερικά λεφτά, στέλναμε και στη μάνα. Τώρα στέλνουν οι γονείς στα παιδιά. Αυτό είναι.
Θέλετε να μου πείτε λίγο πώς ήτανε η ζωή στο οικοτροφείο;
Στο οικοτροφείο. Θα σας πω αμέσως. Τρόφιμα είχαμε… Έστελνε βοήθεια η Αμερική τότε, η «Ούντρα» που λέγανε, «Σχέδιο Μάρσαλ», πώς τα λέγανε, και έστελνε δέματα από ρούχα, έστελνε μακαρόνια, ρύζια, βούτυρα, τυριά, τέτοια πράγματα και όσπρια. Και ήτανε καζάνι κάθε μέρα. Είχαν έναν μάγειρα από δω, απ’ την Σίδερη ήταν, ένα χωριό, καλός ο κυρ-Βασίλης, και όταν έβλεπε κανέναν που αυτό, του ‘βαζε παραπάνω φαγητό. Καλή του ώρα εκεί που είναι. Δυσκολία! Θυμάμαι τα παιδιά έξω του Γυμνασίου, πηγαίναν στου Λάμπρου Μίχου, στην Παραμυθιά, ήταν ένας φούρνος. Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει, στην Παραμυθιά, ο οποίος έφτιαχνε το περίφημο πλαστάρι τότε, ένα ψωμί σαν λαγάνα, αλλά νόστιμο μας φαινόταν εμάς. Αυτά τα παιδιά που είχανε τους πόρους, πηγαίναν στα διαλείμματα, αγοράζανε ψωμί απ’ τον φούρνο, τυρί, χαλβάδες, αυτά. Εμείς να κοιτάζουμε τα υπόλοιπα, δεν είχαμε. Και ό,τι ήτανε, στο οικοτροφείο εκεί. Πηγαίναμε, άμα είχε πατάτες στον φούρνο ας πούμε, τις πηγαίναμε τις λαμαρίνες εμείς στον φούρνο, γιατί ήταν παραέξω το οικοτροφείο, σε ένα βουναλάκι. Πήγαμε, και όταν πηγαίναμε να τις πάρουμε απ’ τον φούρνο, κλέβαμε καμία πατάτα και τρώγαμε, και τρ[00:50:00]ώγαμε. Δύσκολα. Αλλά διαπαιδαγώγηση καλή είχαμε. Μας προσέχανε. Πώς να σ’ το πω; Αν έκανες παράπτωμα, σε τιμωρούσαν κιόλας. Αλλά φυλαγόμαστε, δεν... Καλά περάσαμε. Γιατί αν δεν ήταν και το οικοτροφείο αυτό, πού θα ήμασταν; Ποιος ξέρει. Δεν θα χανόμαστε, αλλά αλλάζει η ζωή. Όταν έχεις κάποια γράμματα ξέρεις και τότε που τελείωσα εγώ το Γυμνάσιο ήταν περιζήτητες… Ό,τι δουλειά έβρισκες. Εμείς δεν ξέραμε σε τι πόστο να πάμε. Σε τι πόστο να πάμε δεν καταλαβαίναμε. Αν πήγαινες στο τελωνείο τότε, γινόσουν διευθυντής του τελωνείου σε μηδέν χρόνο. Υπήρχε έλλειψη. Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι, και ήταν αυτό. Δεν διαλέξαμε -πώς να σ’ το πω- δηλαδή, δεν είχαμε δυνάμεις να φοιτήσουμε σε πανεπιστήμιο. Με τι; Και προτιμήσαμε εκεί, που ήτανε δωρεάν. Γιατί όταν πήγα εγώ στην αστυνομία, από την πρώτη μέρα πληρωνόμουνα, ας ήμουν εκπαιδευόμενος. Από την πρώτη ημέρα και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψή μας και το φαγητό μας και την υπηρεσία μας την είχαμε. Και γι' αυτό προτιμήσαμε στρατούς. Θα μου πείτε τώρα αν είμαι ικανοποιημένος απ’ την αστυνομία. Θα σας πω καθαρά ότι είμαι ευχαριστημένος. Γιατί; Ίσως να έχει παρεξηγηθεί η έννοια του αστυνομικού. Βέβαια, υπάρχουν και στοιχεία κακά και στην αστυνομία, σε κάθε κλάδο. Ένα ποντίκι τρώει το ψωμί, τα ποντίκια τρώνε. Τυχαίνουν και στην αστυνομία, αλλά η αποστολή της είναι ιερή. Ό,τι να συμβεί στον πολίτη, με τον γείτονα θα τσακωθεί; Ποιον θα φωνάξει; «Θα σε πάω στην αστυνομία». Θα βρει το δίκιο του. Ό,τι άλλο. Ληστεία είναι να του συμβεί; Θα τον φωνάξει. Είναι η αποστολή του ιερή. Ας λένε τώρα ότι: «Οι μπάτσοι, οι τούτοι, εκείνο», ας λένε ό,τι θέλουνε. Εγώ που την έζησα, όμως, ξέρω ποια είναι η αποστολή της. Ξέρω τι κόσμο έχουμε σώσει, τι συμβουλές έχουμε δώσει. Πώς να σ’ το πω; Δεν έχει γραφτεί όμως η αποστολή της. Τώρα γιατί και πώς; Επειδή είχε κακό όνομα παλαιότερα, πώς λέμε απ’ τον Εμφύλιο. Που στον Εμφύλιο αν πιάνανε αστυνομικό, τον σφάζανε κατευθείαν, γιατί σου λέει αυτός είναι εθελοντής ο στρατιώτης. Τον πήρε η πατρίδα, ενώ ο αστυνομικός έχει πάει για επάγγελμα. Μόλις πιάνανε αστυνομικό, ζήτω που κάηκε! Στο χωριό μου έχουνε κάψει τρία σπίτια αστυνομικών, στην Κεραμίτσα. Φωτιά, ρίχνανε βενζίνη και φοβερό αυτό. Και από εκεί έμεινε, γιατί υπήρχαν τα μίση. Τότε: «Η ζωή μου, ο θάνατός σου». Ναι και λέγανε για τους αστυνομικούς, αγράμματοι ήταν οι περισσότεροι, κάνανε και λάθη, άλλος αυτά. Πιστεύω όμως ότι είναι ιερή αποστολή. Τώρα αν ήτανε και μερικοί... Εντάξει. Σε όλους τους κλάδους υπάρχουν. Και παπάδες ακόμα υπάρχουν, άλλος κλέφτης, άλλος βιαστής, άλλος... Έτσι δεν είναι; Είμαι ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου αυτή. Και η γυναίκα μου, και οικογένεια έκανα, την διαπαιδαγώγησα όπως έπρεπε. Η μάνα τους μεγάλωσε τα παιδιά καθώς πρέπει. Άλλα παράπονα τι να ‘χω; Δυσκολευτήκαμε τότες, τώρα είμαστε καλά. Και τα παιδιά μας καλά είναι. Οτιδήποτε άλλο θέλετε και μου έρθει στο μυαλό, όποτε θέλετε ελάτε στο χωριό να σας φιλοξενήσουμε εκεί. Καλό σπίτι έχουμε, έχουμε και το σπίτι της γιαγιάς, το οποίο σπιτάκι αυτό ήταν μικρό, γιατί όταν σκοτώθηκε ο πατέρας μου, δεν πρόλαβαν να το τελειώσουν το χτίσιμο και το είχαν οι αντάρτες για πολυβολείο.