© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η τέχνη του αργαλειού στη Σίφνο
Istorima Code
20350
Story URL
Speaker
Ελευθερία Ναδάλη (Ε.Ν.)
Interview Date
09/11/2021
Researcher
Λουκία Λουρέζου (Λ.Λ.)
[00:00:00]Καλησπέρα κυρία Ελευθερία.
Καλησπέρα Λουκία.
Είμαι η Λουκία από το Istorima, βρισκόμαστε εδώ στο Πετάλι, στη Σίφνο και ήρθα σε σας για να μάθω κάποιες πληροφορίες τόσο για το επάγγελμά σας που είναι η ενασχόληση με τον αργαλειό και γενικά με τη μοδιστρική και κάποιες πληροφορίες που αφορούν εσάς. Θέλετε να ξεκινήσουμε να μου πείτε πού γεννηθήκατε, την οικογένειά σας και κάποιες πληροφορίες για σας;
Βεβαίως. Γεννήθηκα το 1945 στη Σίφνο. Δεν έφυγα ποτέ από τη Σίφνο, έζησα τα παιδικά μου χρόνια, μεγάλωσα και παντρεύτηκα εδώ κι εδώ ζω μέχρι τώρα και μέχρι το τέλος της ζωής μου, ελπίζω. Οπότε τα παιδικά μου χρόνια ήτανε, εντάξει, ανέμελα, γιατί τότε όλα τα παιδιά έτσι ανέμελα ήτανε. Αλλά είχα μια μητέρα πολύ αυστηρή, με την καλή έννοια αυστηρότητα. Επειδή ήταν υπηρέτρια όλα της τα χρόνια, ήθελε τα παιδιά της να μηn γίνουνε υπηρέτριες και αυτά και μας έμαθε τέχνες, όλα τα παιδιά, και τα κορίτσια και τα αγόρια. Είμαστε έξι παιδιά, τέσσερις κόρες και δύο αγόρια. Οπότε από μικροί μάθαμε τη δουλειά και το νοικοκυριό συνάμα. Οπότε έτσι άρχισα κι εγώ τη μοδιστρική. Άρχισα εδώ με κάποια μοδίστρα ν΄ αρχίζω να κάνω τα πρώτα βήματα και μετά είχε έρθει μια εταιρεία της Singer εδώ κι έμαθα κοπτική-ραπτική και κέντημα της μηχανής. Το συνέχισα αρκετά αλλά μετά, επειδή η αδερφή μου ήτανε πολύ στον αργαλειό, ήτανε η δουλειά της αυτή, δεν ήξερε τίποτα άλλο, έκανε μόνο αργαλειό, μ΄ άρεσε και ασχολήθηκα κι εγώ μετά, αλλά μετά από αρκετά χρόνια άρχισα τον αργαλειό.
Να σας κάνω μία ερώτηση για τη μητέρα σας. Γιατί θεωρείτε ότι ήθελε να σας μάθει σ΄ όλα τα αδέρφια τέχνες εκείνη την εποχή; Τι ιδιαίτερο είχε η κάθε τέχνη-
Γιατί εκείνη την εποχή τα κορίτσια, όταν είχες και πολλά παιδιά, έπρεπε να σε πάρουνε σ΄ ένα σπίτι να δίνεις τις υπηρεσίες σου, δηλαδή υπερέτρια όπως λέγαμε εμείς παλιά. Τώρα τσι λένε οικιακοί βοηθοί. Τότε τσι λέγαν υπερέτριες. Η μάνα μου ήτανε πολλά χρόνια στην Αθήνα μικρή, από πολύ μικρή, και μάλιστα συγκεκριμένα είχε πάει στου Μεταξά το σπίτι -εκεί αυτός που είπε το «Όχι» τότε- και ήτανε μέσα στο σπίτι. Από κει έμαθε και τα γράμματά της, γιατί δεν πήγε σχολείο καθόλου και επειδή είχανε δασκάλες στα παιδιά τους, είχε την αντίληψη και κρυφά κάθισε και κρυφάκουγε κι έμαθε και γράμματα, όχι καλά, αλλά έγραφε, διάβαζε και αυτό ήτανε λόγω της ευφυΐας της που τα αρπούσε εύκολα. Και είχε πάει και σε άλλα σπίτια και δεν πέρασε καλά και δεν το 'θελε αυτό, να διαλυθεί η οικογένεια. Παρόλο που ήμαστε τόσα παιδιά δεν πήγε καμιά οικιακή βοηθός.
Κατάλαβα.
Γι΄ αυτό μάθαμε τέχνες, ναι.
Οι αδερφές σας εκτός από σας, πριν καταλήξουμε σε σας, με τι τέχνη ασχολήθηκαν;
Η πρώτη μου αδερφή, που είναι τώρα πολύ μεγάλη, ασχολήθηκε κι εκείνη με ραπτική και κέντημα. Μετά άρχισε την ψαθοπλεκτική που παράλληλα μαζί μ΄ αυτή την αδερφή μου έμαθα και την ψαθοπλεκτική και βοηθούσα αρκετά, από πολύ μικρή, του σχολείου, του δημοτικού σχολείου, άρχισα να πλέκω ψαθοπλεκτική. Η δεύτερή μου αδελφή, η οποία έχει φύγει, έμαθε τον αργαλειό το οποίο είχε μάθει μόνον αργαλειό. Η τρίτη μου αδερφή είχε μάθει κι εκείνη μόνο αργαλειό. Εγώ, όπως σου 'πα, έμαθα κέντημα, πλέξιμο, μοδιστρική, κέντημα της μηχανής, της χειρός, αργαλειό μετά, ψαθοπλεκτική και στα τελευταία άνοιξα το μαγαζί με τα χρώματα και εκεί τελείωσα, από κει πήρα τη σύνταξή μου.
Τι ήτανε αυτό που σας κέρδισε στον αργαλειό και το προτιμήσατε σε σχέση μ΄ όλα τ΄ άλλα;
Καταρχήν μου άρεσε πάρα πολύ η ραπτική, την οποία δεν την παρατώ ποτέ, δηλαδή ασχολούμαι στο σπίτι μου ακόμα και τώρα με τα δικά μας, δηλαδή να διορθώνω, να συντηρώ τα ρούχα μας κι αυτά, αλλά στον αργαλειό μού άρεσε πάρα πολύ η κίνηση.
Είχαμε μείνει, κυρία Ελευ[00:05:00]θερία, εκεί που μου λέγατε ότι ασχολείστε μέχρι και τώρα με τη ραπτική...
Ναι.
Αλλά τελικά;
Τα δικά μας ρούχα, δηλαδή των παιδιών μου, των εγγονών μου, να τα συντηρώ. Τον αργαλειό τον αγάπησα γιατί πάντα ήμουν αεικίνητη! Ήμουνε πολύ αεικίνητη και το αργαλειό είναι κάτι που κινείσαι σε όλο σου το σώμα, χέρια, πόδια, μέση, τα πάντα! Και μου άρεσε πάντα και κατέληξα εκεί τελευταία πριν να ανοίξω το μαγαζί, οπότε το αγάπησα πολύ.
Σας κέρδισε δηλαδή η κίνηση που είχε σε σχέση με τα υπόλοιπα που ήτανε πολύ σταθερά και πολύ σ΄ ένα σημείο;
Το ράψιμο τρελαινόμουνα και τρελαίνομαι. Όταν πιάσω βελόνα στα χέρια μου τρελαίνομαι! Κέντημα και ράψιμο. Δεν με βοηθούνε βέβαια τα μάτια μου πια για κέντημα, αλλά το ράψιμο το συνεχίζω. Το πρόβλημά μου ήτανε ότι ήτανε πιο επικερδής ο αργαλειός και νομίζω με λιγότερο κόπο, γιατί το ράψιμο ήθελε τη λεπτομέρεια, ήθελε όλα αυτά. Παρόλο που μ΄ άρεσε, με κέρδισε ο αργαλειός.
Ο αργαλειός ήτανε δραστηριότητα της εποχής τότε που ήσασταν εσείς νέα, δηλαδή το έκαναν πολλές κοπέλες ή ήταν κάτι το ιδιαίτερο;
Όχι, τότε ήταν η αδερφή μου, που ήτανε πρώτη, κι ήτανε και δασκάλα που είχανε φέρει αργαλειά εδώ κάποιος σύλλογος, «Σύλλογος Κυριών». Είχε φέρει αργαλειά εδώ και μάθαινε πολλές κοπέλες τότε, αλλά δυστυχώς τα παρατήσανε μετά κι έμεινε μόνο η αδερφή μου και μία κοπέλα που την έμαθε η αδερφή μου και εγώ, η οποία νομίζω ότι συνεχίζει ακόμα, δεν είμαι σίγουρη όμως.
Ποιες είναι οι δυσκολίες που έχει ο αργαλειός;
Οι δυσκολίες είναι η αρχή του αργαλειού. Δηλαδή θα σ΄ τα πω, δεν θα τα καταλάβεις, αλλά εγώ θα σ΄ τα πω πώς αρχίζει η όλη διαδικασία του αργαλειού. Δεν είναι ότι κάθεσαι στο αργαλειό κι αρχίζεις και υφαίνεις. Αυτό είναι το μόνο εύκολο, όταν το ξέρεις φυσικά. Αρχίζεις να βάζεις την κλωστή πάνω σε καλαμάκια, να τα γεμίζεις πολύ, να τα κάνεις ένα μικρό όγκο. Αυτά θα κάνεις περίπου 55 τέτοια. Θα τα βάλεις στη διάστρα, που λέμε, είναι ένα τεράστιο πράγμα που έχει κάτι σιδεράκια που περνάς αυτά τα καλαμάκια και θα περαστούνε σ΄ ένα κτένι. Το κτένι είναι ένα κομμάτι μακρύ με σειρές από σιδεράκια το οποίο θα περνούνε ένα ένα, μία μία κλωστή. Αυτά θα δεθούνε όλα μαζί και θ΄ αρχίσουνε να γυρίζει άλλος ρολός, πολύ μεγάλος, ο οποίος έχει ένα ρολόι και θα το βάζεις από το 1 μέχρι -ας πούμε- το 30. Αυτό θα το κάνεις, τις κινήσεις αυτές θα τις κάνεις 7 φορές, δηλαδή 7 λωρίδες θα βάλεις πάνω σ΄ αυτόν τον τροχό. Μετά απ’ αυτόν τον τροχό θα πάνε στον ήδη τροχό που έχει ο αργαλειός απάνω, που τόνε λέμε ρόλο. Απάνω σ΄ αυτό τον ρόλο θα τυλιχτούνε όλα αυτά, όλες οι κλωστές ίσα πέρα και μετά θα πάνε στον αργαλειό. Από τον αργαλειό που θα τον ακουμπήσεις πρέπει να περαστούνε ένα ένα -δύο άτομα να 'ναι- μ΄ ένα βελονάκι που πλέκομε, να περαστούνε στα μυτάρια τα οποία τα μυτάρια είναι δύο που δένονται με πατήθρες κάτω στα πόδια, ούτως ώστε πατάς τη μια πατήθρα ανεβαίνει το ένα, πατάς τη δεύτερη πατήθρα ανεβαίνει το άλλο, για να γίνει ένα άνοιγμα, ένα στόμα που λέμε, για να περάσεις την κλωστή για να υφάνεις. Μετά από τα μυτάρια θα περαστούνε σε δεύτερο κτένι πάνω στον αργαλειό. Από κει τα δένεις σ΄ ένα άλλο ρολό, σ΄ ένα άλλο τροχό κι αρχίζεις την ύφανση.
Ποια είναι η κίνηση της ύφανσης; Αυτό με το πετάλι που μου είπατε;
Ακριβώς, αυτό είναι. Αποτελείται από τον ρολό, από τα μυτάρια, τα οποία είναι δύο με δύο τροχούς από πάνω με σχοινάκι, τα οποία πατάς κι οι πατήθρες, [00:10:00]που τα 'χεις δέσει χιαστί με τις πατήθρες, τα μυτάρια. Αυτό πατώντας τη μία πατήθρα -γι’ αυτό σου λέω, όλο το σώμα κινείται- πατάς τη μία πατήθρα, ανοίγει το στόμα και περνάς τη σαΐτα για να περάσει -ας πούμε- η κλωστή. Πατάς το άλλο, σταυρώνουνε, σταυρώνουν οι κλωστές άμα πατήσεις την άλλη πατήθρα και ξαναπερνάς τη σαΐτα και χτυπάς το κτένι και ξανά το περνάς και χτυπάς το κτένι για να 'ρθει να στοιβιαστεί η ύφανση και μετά το τυλίγεις, τραβάς τον ρολό, την κλωστή λίγο όταν το γεμίσεις αυτό το πράγμα, το τραβάς πίσω, το τυλίγεις και αρχίζεις πάλι να υφαίνεις κι αυτό γίνεται και γίνονται πήχες, πήχες, γιατί στον αργαλειό έχεις πήχη, δεν έχεις μέτρο. Έχεις μια πήχη η οποία η πήχη είναι ένα ξύλινο με ένα μέτρο, ένα μέτρο είναι από ξύλο. Όμως δεν το βάλουμε αυτό πάνω στον αργαλειό. Μετρούμε έναν σπάγκο, έναν χοντρουλό σπάγκο και με μια παραμάνα το βάζομε απάνω στην ύφανση και κάνουμε μια πήχη. Το μπήομε πιο πάνω και το γυρίζομε, γιατί κάποιος που σου φέρνει μαλλιά και θέλει ένα χαλάκι τρεις πήχες, εσύ πρέπει να το μετρήσεις πάνω στον αργαλειό και το μετράς έτσι και το σταματάς. Ναι.
Κατάλαβα. Εσείς τι θυμάστε από την τότε εποχή, από τα τότε χρόνια που υφαίνατε στον αργαλειό;
Κοίταξε να δεις, θυμάμαι ήτανε δύσκολα. Πιο εύκολα ήτανε τότε που άρχισα εγώ. Για την αδερφή μου ήτανε πολύ δύσκολα γιατί φέρνανε ο κόσμος μαλλιά, κουρέλια, κουβάρια ολόκληρα και έπρεπε να πάμε να τα πάρομε και να τα πάμε μετά που υφανθήκανε. Το πρόβλημα ήτανε ότι αυτό ημπορούσαμε να το κάνομε, να πάμε με τα πόδια στα Ξάμπελα, να πάμε στο Κάστρο -στο Κάστρο που είχαμε πολλούς πελάτες- με τα πόδια και με τα πόδια ν΄ ανεβαίνομε φορτωμένοι. Φορτωμένοι να πηγαίνομε χράμια, κουρελούδες και τέτοια, φορτωμένοι ν΄ ανεβαίνομε γιατί βοηθούσαμε την αδερφή μου που ήτανε μόνη της. Αυτό νομίζω ήταν η πιο δυσκολία και η δυσκολία ήτανε μετά που φτιάξαμε το μαγαζί για να πουλάμε στους τουρίστες, ήτανε πάλι η αρχή το να κόβεις το κουρέλι, το να το ράβεις, γιατί έπρεπε να ράβομε. Κόβαμε -ας πούμε- κόκκινο, άσπρο, κίτρινο, μπλε, μαύρο κι έπρεπε να τα βάλομε σε μια σειρά, ένα ένα κομμάτι, να το ράβομε και να κάνομε κουβάρια. Αυτό ήτανε λίγο δύσκολο και λίγο κούραση στα χέρια βέβαια, το να κόψεις τα κουρέλια, το να τα ράψεις κι όλα αυτά.
Κατάλαβα. Τι απαιτήσεις είχε αυτό το επάγγελμα, δηλαδή έπρεπε να έχεις πολύ γερά χέρια, να έχεις γερή μέση, έπρεπε το μαλλί να ήτανε συγκεκριμένο ή δεν είχε κάποια απαίτηση, είχε ευκολία στη χρήση;
Όχι, νομίζω δεν ήτανε κούραση, ήμαστε βέβαια και νέοι, αλλά εγώ το νόμιζα σαν γυμναστική ότι ήτανε, μια ωραία γυμναστική ήτανε. Δεν ήτανε κούραση καθόλου γιατί το 'χαμε συνηθίσει βέβαια και ούτε πιανόνταν οι ώμοι, τα πόδια. Και η αδερφή μου που δούλευε πάρα πολλά χρόνια, πολλά χρόνια, δεν είχε κάτι τέτοια προβλήματα ποτέ. Το κάναμε μ΄ ευχαρίστηση. Εγώ όταν ήμπαινα στο αργαλειό, γιατί παλιά -αυτό λέω και λυπάμαι τώρα, πολύ λυπάμαι- μερικά χρόνια πρίνα και τώρα ακόμα, που τα παιδιά δεν τραγουδάνε. Δεν έχω ακούσει παιδιά να τραγουδάνε. Εγώ μες στο σπίτι κι όχι μόνο εγώ, όλα τα κορίτσια, απ΄ όποιο σπίτι κι αν περνούσες, τραγουδούσαμε. Εγώ έκανα αργαλειό και τι να σου πω, θα νόμιζε κανείς που επερνούσε ότι είχα τρελαθεί. Είχαμε τέτοια χαρά! Το κάναμε μ΄ ευχαρίστηση... Γιατί ακόμα κι ο παππούς σου, νομίζω, τουλάχιστον στο τραγούδι, επειδή έβγαζε και τραγούδια κι αυτά, κι εκείνος το ευχαριστιόνταν αυτό το πράγμα. Τώρα δεν το βλέπω στα παιδιά και λυπάμαι πολλά χρόνια που δεν το βλέπω.
Θεωρείτε ότι έχει χαθεί λίγο αυτή η χαρά;
Ναι. Όχι θεωρώ, έχει χαθεί η χαρά. Έ[00:15:00]χει χαθεί. Δικαιολογημένα; Μπορεί, δεν ξέρω. Εμείς δουλεύαμε και τραγουδούσαμε, ήμαστε χαρούμενοι. Και τώρα τα παιδιά ίσως έχουν άλλου είδους χαρά, δεν ξέρω, δεν μπορώ δηλαδή να καταλάβω, αλλά δεν το βλέπω αυτό που είχαμε εμείς. Ξέγνοιαστα χρόνια, δουλειά πολλή, γιατί εγώ πριν αρχίσω τη δουλειά το πρωί, έπρεπε -με συγχωρείς- να πάω και στα ζωντανά. Να σηκωθώ πολύ πρωί, να πάω ν΄ αρμέξω, να ποτίσω, να ταΐσω. Με τα πόδια ολ΄ αυτά και μακριά, όχι κοντά. Να γυρίσω, να μας έχει ετοιμάσει η μάνα μου το πρωινό, να φάμε και να πάμε κατευθείαν στη δουλειά. Και πάλι ήμαστε χαρούμενοι.
Τι θεωρείτε ότι έχει αλλάξει τώρα και δεν είναι τα παιδιά-
Δεν θεωρώ υπεύθυνα τα παιδιά καταρχήν. Δεν θεωρώ τη νεολαία υπεύθυνη. Θεωρώ το σύστημα όλο που έχει κάνει τα παιδιά έτσι. Κι εγώ το λέω καμιά φορά στα εγγόνια μου, στα παιδιά μου: «Βρε παιδιά έχετε, φαίνεται, πολλές έγνοιες στο κεφάλι σας και δεν μπορείτε να βγάλετε αυτό από μέσα σας». Εγώ πάντα χαρούμενη ήμουνα και δεν λέω τώρα που είμαι τόσο χρονών γυναίκα, αλλά στην ηλικία των παιδιών εννοώ. Καταρχήν τα παιδιά δεν περπατούνε. Εγώ πήγαινα στα ζωντανά κι έκανα όνειρα στο δρόμο, πολλά όνειρα. Περπατούσα κι ονειρευόμουνα! Τώρα θα σου λέω πράγματα που θα πεις: «Μήπως είχες τρέλα;». Μπορεί να 'χα και τρέλα.
Όχι, δεν θα πω τίποτα.
Εγώ ακόμη και με τα μυρμηγκάκια που τα 'βλεπα και που δεν ήθελα να τα πατήσω, μιλούσα και με τα μυρμηγκάκια. Δηλαδή τέτοιο πράγμα.
Τι ονειρευόσασταν έτσι όταν προχωρούσατε στον δρόμο;
Ονειρευόμουνα πώς θα ζήσω τη ζωή μου, πώς θα καλυτερέψω τη ζωή μου. Ήμουν ευτυχισμένη όπως ήμουνε, αλλά κάνεις όνειρα για κάτι καλύτερο, γιατί υπήρχε μια ανέχεια, υπήρχε τότε, στα χρόνια αυτά. Στερούμαστε τα ρούχα καταρχήν. Το φαγητό δεν τους στερούμαστε γιατί είχαμε ζωντανά, είχαμε το λάδι μας, είχαμε το γάλα μας, το τυρί μας, αλλά στερούμαστε τα ρούχα, το να βγαίνεις. Αυτά που γίνονται τώρα εμείς δεν τα 'χαμε. Είχαμε την αυστηρότητα των γονιών, δεν μπορούσαμε μετά δηλαδή με το αγόρι μας να κάνουμε ό,τι γίνεται τώρα. Δηλαδή πήγαινες κάπου -αν πήγαινες- πολύ σφιχτά, δηλαδή δεν έβλεπες τον άνθρωπό σου.
Κατάλαβα.
Εγώ αρρεβωνιασμένη ήμουνα και έμεινα στην Καταβατή κάποια στιγμή, που δεν ξέρω αν σ΄ ενδιαφέρουνε αυτά...
Όχι, πείτε μου.
Έμεινα στην Καταβατή κάποια στιγμή και βράδιασε, σκοτείνιασε λίγο και μου λέει η πεθερά μου, δεν είχανε τηλέφωνα: «Θα κάτσεις να φάμε». Εγώ εφοβόμουνα τη μάνα μου, λέω: «Δεν κάθομαι -λέω- πρέπει να φύγω» «Όχι, θα κάτσεις θα φάμε κι εγώ θα της εξηγήσω». Ερχόμαστε... Εγώ βέβαια ήμουνα στο μονοπωλείο κι ο Μανώλης ήτανε στο ιατρείο για να μην τύχει και με πιάσει από το χέρι και με δει κάποιος... Αρρεβωνιασμένοι, θα παντρευόμαστε τον Φεβρουάριο... Και ερχόμαστε, δεν είπε τίποτα μπροστά στον άντρα μου, κι όταν έφυγε, μου λέει: «Αυτό δεν θα ξαναγίνει. Θα παντρευτείτε και πηγαίνετε όπου θέλετε μόνοι σας». Και χαίρομαι τα παιδιά τώρα -ειλικρινά το λέω- χαιρόμουνα τα παιδιά μου που ήτανε στην Αθήνα να 'χουν έναν σύντροφο... Για ποιο λόγο; Θα σου πω. Για τον λόγο που κάτι τους τυχαίνει, να ξέρω ότι έχουν έναν άνθρωπο δίπλα τους.
Ναι.
Έχουν αλλάξει τα χρόνια πολύ.
Σίγουρα. Πάντως μου λέτε ότι ακόμα και με τις δυσκολίες τής τότε εποχής ήσασταν ευτυχισμένη.
Πάρα πολύ, πάρα πολύ!
Και για να σας επαναφέρω λίγο στο...
Θέμα μας-
Επαγγελματικό, δεν σκεφτήκατε, φαντάζομαι, να αφήσετε ποτέ τον αργαλειό; Απ΄ αυτά που μου λέτε δηλαδή, καταλαβαίνω ότι, επειδή ήταν ένα δύσκολο επάγγελμα -γι’ αυτό το αναφέρω- δεν σκεφτήκατε ποτέ μήπως «Να έκανα κάτι άλλο; Μήπως να έψαχνα αλλού μια άλλη λύση;». Μου λέτε ότι ήσασταν ευτυχισμένη έτσι όπως ήσασταν και σας άρεσε.
Ήμουνα πάρα πολύ ευτυχισμένη, πάρα πολύ χαρούμενη, γιατί ακόμα και παντρεμένη που ήμουνα, που ο άντρας μου δεν ήθελε να δουλεύω, εγώ δούλεψα τον αργαλειό. Τόνε δούλευα για ποιο λόγο; Και έραβα τότε ξένα και δούλευα αργαλειό, επειδή ο άντρας μου ήτανε ναυτικός κι εγώ δεν ήθελα ποτέ, ήτανε και τ΄ αδέρφια μου ναυτικοί, δεν ήθελα ποτέ τη θάλασσα, δεν μ’ άρεσε και ήθελα ο άντρας μου να βγει[00:20:00] έξω κάποια στιγμή και ήθελα αυτό να το καταφέρω και το κατάφερα! Γιατί με την οικονομία μου ούτε πεινούσαμε, ούτε διψούσαμε, ούτε γυμνοί ήμαστε, αλλά προσπαθούσα με λίγη οικονομία, να 'χει ο άντρας μου, να βρει χρήματα που να μπορέσουμε να κάνουμε μια δουλειά για κείνον να μείνει έξω και το καταφέραμε, δόξα σοι ο Θέος. Κι έμεινε έξω από τη θάλασσα! Οπότε έπρεπε να το συνεχίσω, αλλά το 'κανα με χαρά, όχι ότι ήταν αναγκαστικά, να το κάνω αναγκαστικά. Το 'κανα με χαρά!
Ο αργαλειός ήταν κάτι που σας έφερε κέρδος ή όχι τόσο;
Δεν θα το 'λεγα. Κερδίζαμε, αλλά βγάζαμε το έξοδό μας, αλλά δεν ήτανε πολύ επικερδής. Για τη δουλειά που προσφέραμε δεν ήτανε πολύ επικερδής. Να βγάλεις -ας πούμε- χρήματα όπως είχα μετά το μαγαζί με τα χρώματα. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Το μαγαζί με τα χρώματα είχε πονοκέφαλο, είχε τα τιμολόγια, είχε πολλά πράγματα, κούραση βέβαια κι εκεί, αλλά δεν είχε την κούραση του αργαλειού, δεν είχε ότι πρέπει ν΄ αγωνιστείς για να βγάλεις το μεροκάματο τόσο πολύ. Αλλά ήτανε ευχάριστες ώρες πάνω στον αργαλειό, ήταν ευχάριστες.
Πλέον είναι ένα επάγγελμα, μια ενασχόληση που τείνει να χαθεί σιγά σιγά.
Δυστυχώς.
Γιατί θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό σήμερα;
Θεωρώ, γιατί κάποτε τους είχα πει να κάνουμε έναν συνεταιρισμό οι γυναίκες, να βάλομε κέντημα, πλέξιμο, αργαλειό, να κάνομε έναν συνεταιρισμό να τα πουλάμε, όπως είναι και σε άλλα νησιά, αλλά στην αρχή κάποιες θελήσανε, όμως εγώ νομίζω ότι είναι το εύκολο κέρδος, όπως σου 'πα στην αρχή. Δηλαδή τώρα το καλοκαίρι τα κορίτσια μπορεί να πάνε σ’ ένα μαγαζί να δουλέψουνε να βγάλουνε το χρονιάτικο -ας πούμε- να περάσουνε τον χρόνο τους. Το επόμενο θα ξαναπάνε σε δωμάτια, σε μαγαζιά... Γιατί να καθίσουνε στον αργαλειό και να κάνουν τόσο κόπο; Έτσι φεύγει η παράδοση δυστυχώς, δυστυχώς, γιατί μπορούσανε τον χειμώνα που δεν έχουνε κάτι να κάνουνε, μπορούσαν ν΄ ασχοληθούνε μ΄ αυτό, αλλά δεν το κάνουνε. Δεν έχουν ανάγκη; Δεν ξέρω.
Ναι, κατάλαβα. Πώς νιώθετε εσείς γι’ αυτό;
Άσχημα, πολύ άσχημα. Άσχημα γιατί καλά που έχουνε πάει στα Φυρόγια αλλά βλέπω κι εκεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν βλέπω... Ίσως μας βρήκε κι ο κορονοϊός κι εκεί κάπου τα κατσελάραμε όλα -να το πω μ΄ αυτή την έκφραση- αλλά να μην τα δίχτομε όλα και στον κορονοϊό, γιατί-
Όταν λέτε: «Έχουνε πάει στα Φυρόγια»;
Τα αργαλειά. Και-
Τι κάνουν εκεί;
Και το δικό μου κι έχουνε βάλει αυτή την ύφανση που σου λέω απάνω, έχουνε κάνει όλη τη διαδικασία. Στην αρχή γιατί οι Σιφνιοί έτσι είμαστε, μάλλον οι Σιφνιές, και κάποτε που είχανε κάνει μια συγκέντρωση την ημέρα της γυναίκας και τους έβγαλα δυο τρία στιχάκια και τους το 'πα στο «Στέκι», ότι: «Να μην μας παίρνει η χαρά στην αρχή και το τέλος να 'ναι άσχημο». Έτσι έχει γίνει. Στην αρχή πήγαινε κόσμος, πηγαίνανε κοπέλες, πηγαίνανε για πλέξιμο, για κέντημα, είχα πάει κι εγώ πολλές φορές να δείξω ορισμένα πράγματα απ΄ ό,τι ξέρω δηλαδή, όχι σαν δασκάλα, απ΄ ό,τι ξέρω να τους δείξω τον αργαλειό, όλα αυτά. Το ζήτημα είναι ήταν ένα «πουφ», δηλαδή αρχίσαμε καλά, τελειώσαμε άσχημα. Εγώ παρόλη την ηλικία μου έχω πλέξει ένα συρτάρι πορτοφολάκια, ντρουβαδάκια έχω ράψει, έχω κάνει διάφορα τέτοια πράγματα, τα οποία τα δίνω στο «Σμάρι» -αφιλοκερδώς, δεν θέλω τίποτε, εγώ περνώ την ώρα μου έτσι τον χειμώνα-, τα δίνω στο «Σμάρι» και να τα πουλήσουνε, αλλά κι αυτοί τώρα δεν μπορούνε ν΄ ανοίξουνε κάτι. Χριστούγεννα δεν γίνεται τίποτα στην Απολλωνία πια για να τα πουλήσουνε. Τους μένουν αυτά τα πράγματα. Δεν ξέρω τι να πω, είναι οι περιστάσεις τώρα; Θα το συνεχίσουνε αν περάσει αυτό το πράγμα; Αυτό δεν το ξέρω.
Πείτε μου τι είναι το «Σμάρι».
Το «Σμάρι» είναι ένας σύλλογος γυναικών, το οποίο πήγαινε καλά και νομίζω ότι πάει καλά, νομίζω, δεν ξέρω όμως, γιατί εγώ πια δεν ασχολούμαι. Δεν μπορώ ν΄ αφήκω τον άντρα μου να πάω να χάσω... Όχι να χάσω![00:25:00] Αυτές οι ώρες είναι ωραίες και η επικοινωνία με τα κορίτσια, αλλά δεν μπορώ ν΄ αφήνω πια τον άντρα μου έτσι μόνο του πολλές ώρες, οπότε δεν μπορώ να το κάνω, αλλά εύχομαι και το ελπίζω να πηγαίνουνε και να... Γιατί μαθαίνουνε απ’ όλα αυτά, πλέξιμο, ράψιμο, κέντημα, τα πάντα κι είναι ωραίο.
Και μου λέτε ότι έχετε δώσει και τον δικό σας αργαλειό εκεί σ’ αυτό τον σύλλογο;
Εκεί, εκεί είναι, ναι, ναι. Και τον έχουμε στήσει -εγώ με τον άντρα μου πήγαμε και τον στήσαμε- βάλαμε κλωστή απάνω, εβιαστήκαμε που λέμε, έτσι λέγεται, βιάσημο, που βάλαμε την κλωστή πάνω στον αργαλειό κι έχουμε αρχίσει ήδη και ύφανση, αλλά δεν ξέρω πού βρίσκονται. Έχω να πάω πολύν καιρό.
Ναι.
Εν τω μεταξύ αυτό ασχολείται η Κατερίνα η Κοντού η οποία κι αυτή έχει τώρα ασχοληθεί με το μαγαζί του γιου της και δεν ξέρω αν συνεχίζουνε, η Κλεονίκη, όλες αυτές.
Κυρία Ελευθέρια πώς αισθάνεστε που είστε απ΄ τις τελευταίες γυναίκες στο νησί που ξέρουν αργαλειό;
Δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι κάτι, αλλά απλώς μια ικανοποίηση ότι το έμαθα κι αυτό, γιατί ό,τι έχω πιάσει στα χέρια μου το 'χω μάθει και στο μόνο που έχω μείνει πίσω πολύ είναι στην οδήγηση. γιατί έχω πάρει το δίπλωμα -πάθανε τα μάτια μου τότε, δυστυχώς- και δεν συνέχισα και λέω: «Όλα τα 'χω κάνει στη ζωή μου -δεν είμαι υπερβολική, όχι όλα, αυτά που πήγα να μάθω, τα 'μαθα- αλλά στην οδήγηση δεν τα κατάφερα», το μόνο.
Το παράπονό σας.
Ναι, ναι, ναι.
Κατάλαβα. Έχετε κάτι συγκεκριμένο που σας λέω εγώ για τον αργαλειό και σας έρχεται σαν ανάμνηση να μου πείτε; Από το τότε, από τώρα, από όποτε θέλετε να μου αναφέρετε.
Δεν έχω έτσι κάτι... Η δουλειά. Σαν ανάμνηση δηλαδή έτσι να μου μένει είναι όταν σήκωσα το αργαλειό.
Δηλαδή πώς το σηκώσατε;
Όταν το βγάλαμε από τη θέση του εκεί, εκείνη την ώρα λίγο, ναι, ήτανε μια δύσκολη στιγμή, πολύ δύσκολη γιατί είχα δεθεί με τα χρόνια, είχα δεθεί και αυτό ήτανε η δυσκολότερη στιγμή από τον αργαλειό, όταν το σήκωνα κι έλεγα: «Δυστυχώς τέλος, αυτό ήτανε».
Ήτανε το τέλος για μια καινούρια αρχή για να ανοίξετε το μαγαζί-
Ναι, γιατί μετά άνοιξα το μαγαζί, εντάξει. Δεν νομίζω... Αλλά εμένα ο γιος μου ήθελε τον αργαλειό να μην τόνε δώσω επειδή ήθελε να κτίσει το σπίτι του κι όντως στην Αθήνα έκτισε το σπίτι του, ήθελε να τον βάλει σ΄ ένα χώρο να τον έχει, να τόνε περιποιηθεί και να τον έχει, αλλά του λέω: «Βρε παιδί μου αυτό θέλει πολύ χώρο. Πού να το πάω;». Γιατί είναι μεγάλα τα ξύλα, δεν μπορείς να το βάλεις σ΄ έναν χώρο στο σπίτι σου. Καταρχήν για να υφάνεις στο σπίτι σου είναι μια βρωμιά. Βρωμιά από ποια άποψη; Σκόνη! Έχει πολλή σκόνη. Λοιπόν, δεν μπορείς, πρέπει οπωσδήποτε να 'χεις ένα δωμάτιο αποκλειστικά γι’ αυτό, γιατί το να το βάψεις ωραία, να το περιποιηθείς, να 'χεις ένα δωμάτιο να το βάλεις, δεν υπάρχει πιο ωραίο έπιπλο για μένα, να 'ναι ένα περιποιημένο πράγμα. Αλλά εμένα το σπιτάκι μου εδώ είναι πολύ μικρό, πού να το βάλω; Και νομίζω θα το 'βλεπα, θα 'θελα κάτι να κάνω, δεν θα μπορούσα και θα στεναχωριόμουν ακόμα περισσότερο οπότε...
Θέλετε να μου περιγράψετε εκείνη την τελευταία μέρα που τον μετακινήσατε;
Ήτανε δύσκολη μέρα, πολύ δύσκολη, γιατί μου λέει ο άντρας μου: «Τώρα πρέπει να βγάλουμε και τον αργαλειό, να φτιάξουμε το μαγαζί, να το κάνουμε για τα χρώματα», αλλά για μένα ήτανε πολύ δύσκολη ώρα, την ώρα που χτυπούσαμε να βγάλουμε γιατί αυτό έχει κάτι σφήνες που πρέπει να τις βγάλεις, να τις ανοίξεις, να φύγουνε όλα αυτά και την ώρα που το παίρνανε ήτανε -ξέρεις- σαν να σου ξεριζώνουνε κάτι, κάτι που το 'χες ζήσει χρόνια, πολλά χρόνια, και δεν ήτανε κάτι που το 'κανες επειδή ήπρεπε να βγάλω χρήματα, δεν το 'κανα για το συμφέρον μου. Μ΄ άρεσε, μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά δυστυχώς έφυγε. Το ωραίο είναι που άμα το 'βλεπα στα Φυρόγια, εντάξει. Λέω οτι στήθηκε εκεί και δεν πετάχτηκε, δεν κάηκε όπως καήκανε πολλών αργαλειά. Τα κάψανε κι ήτανε κρίμα, κρίμα δεν καί[00:30:00]γονται αυτά τα πράγματα. Δεν καίγονται-
Δεν έχουν μείνει και πολλά.
Δυστυχώς, δυστυχώς.
Ωραία. Κάτι άλλο πριν κλείσουμε που θέλετε να μου πείτε σαν μήνυμα, σαν ευχή, οτιδήποτε σκέφτεστε αυτή τη στιγμή.
Εγώ θα 'θελα να σ΄ ευχαριστήσω καταρχήν που με επανέφερες όλη αυτή την ανάμνηση, την ωραία ανάμνηση. Να 'σαι καλά, να κάνεις πάντα τέτοια και να βρίσκεις ανταπόκριση, σ΄ το εύχομαι μ΄ όλη μου την ψυχή και θα 'θελα να κάνω την ευχή κάποια στιγμή -εγώ μπορεί να μην είμαι εδώ- να επανέρθουνε αυτά τα πράγματα στη Σίφνο.
Μακάρι! Να 'στε καλά κι εγώ σας-
Το εύχομαι-
Ευχαριστώ.
Και ορισμένα, η ψαθοπλεκτική, το αργαλειό είναι πράγματα που πρέπει να ξανάρθουνε στη Σίφνο.
Είναι πολύ σημαντικά.
Ακριβώς.
Και για την ιστορία και για τη Σίφνο και για...
Ακριβώς, ναι.
Και για να μάθουν οι νέοι.
Μακάρι!
Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ελευθέρια-
Παρακαλώ! Κι εγώ ευχαριστώ, να 'σαι καλά.