© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ιστορίες από τα ράφια του Παλαιοβιβλιοπωλείου Θεσσαλονίκης

Istorima Code
20215
Story URL
Speaker
Δέσποινα Καραμουζά (Δ.Κ.)
Interview Date
21/10/2021
Researcher
Μαρία Μιχαλάκη (Μ.Μ.)

[00:00:00]

Μ.Μ.:

Και ξεκινάμε. Πες μου το όνομά σου.

Δ.Κ.:

Το όνομά μου είναι Δέσποινα Kαραμουζά.

Μ.Μ.:

Λοιπόν, είναι Παρασκευή 22 Οκτωβρίου. Είμαι με την κυρία Δέσποινα Καραμουζά. Βρισκόμαστε στην Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι η Μαρία Μιχαλάκη, είμαι ερευνήτρια από το Istorima και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Δέσποινα, πες μου αρχικά για σένα. Πού γεννήθηκες; Πού μεγάλωσες;

Δ.Κ.:

Εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στο κέντρο και μεγάλωσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή Δημοτικό πήγαινα στην Ικτίνου, και Γυμνάσιο και Λύκειο στην Εθνικής Αμύνης, στο 13ο.

Μ.Μ.:

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;

Δ.Κ.:

Πολύ νορμάλ. Ευτυχισμένα τα θυμάμαι. Οι γονείς μας ήτανε, έχω μία μικρότερη αδερφή δύο χρόνια. Είμαστε πάρα πολύ δεμένες. Οι γονείς μας ήταν πολύ τύποι χαλαροί και κουλ γενικά και δεν είχαμε προβλήματα σοβαρά, ας πούμε, οικογενειακά. Εντάξει ψιλό φτωχικά, μεσαία τάξη, ας πούμε, αλλά όχι βασικά… ό,τι θέλαμε το κάναμε. Ωραία ήτανε. Οι εποχές ήταν και άλλες, η Θεσσαλονίκη ήταν αλλιώς, τα πράγματα όλα ήταν αλλιώς. Μεγάλωσα στα 80s, οπότε, ναι.

Μ.Μ.:

Πες μου λίγο για την Θεσσαλονίκη των 80s κάποιες εικόνες που σου έχουν μείνει.

Δ.Κ.:

H πλατεία Ναυαρίνου με τα πρώτα τα μπαρ με τα… οι ντισκοτέκ. Τώρα θα πω όλο νύχτα βέβαια γιατί σε εκείνες τις ηλικίες τη νύχτα… Η αγορά που ήταν πάντα η Τσιμισκή, η Μητροπόλεως, η Αριστοτέλους, το κέντρο, ήταν πάντα η αγορά έτσι ένα σημείο έλξης για όλους. Είχε πάντα κόσμο η Θεσσαλονίκη, γιατί είχε και το πανεπιστήμιο και θυμάμαι ερχόταν φίλοι μου από άλλα μέρη και μου λέγανε: «Σίγουρα είστε ξέρω γω ένα εκατομμύριο;». Μόνο γιατί κατεβαίναμε κάτω στην παραλία και βλέπανε πανζουρλισμό, πολύ κόσμο. Η παραλία που ήταν πάντα ένα σημείο βόλτας και λοιπά. Ήταν πολύ ωραία. Δεν μπορώ να πω ότι μεγάλωσα σε εποχές με αλάνες και τέτοια, έτσι; Ή ότι ήμασταν αμολητοί στο δρόμο όλη μέρα. Όχι. Υπήρχανε οι κίνδυνοι της πόλης, ας πούμε. Απλά να σου πω την αλήθεια τώρα πιο πολύ έχω το μυαλό μου παραδείγματος χάρη, άμα περπατάω μόνη μου νύχτα παρά τότε. Δεν είχαμε, δεν ακούγαμε πολλά πράγματα, δεν είχαμε internet καταρχήν, δεν είχαμε social media, δεν είχαμε κινητά, μας παίρναν τηλέφωνο στο σπίτι και έλεγε η μαμά μας: «Σε πήρε κάποιος τηλέφωνο» και λέγαμε: «Πώς ήταν η φωνή του; Πώς μιλούσε; Πόσο χρονών ήταν;», για να καταλάβουμε ποιος είναι! Αυτά. Σχολείο, φροντιστήρια. Με τις φίλες, μέναμε όλοι κοντά εν τω μεταξύ στο κέντρο. Αυτά.

Μ.Μ.:

Τι όμορφα!

Δ.Κ.:

Ναι, ωραία ήτανε.

Μ.Μ.:

Και μετά με τι ασχολήθηκες; Μεγαλώνοντας.

Δ.Κ.:

Εγώ μετά το σχολείο κατευθείαν πήγα στο μαγαζί.

Μ.Μ.:

Ποιο μαγαζί;

Δ.Κ.:

Στην Παλαιοβιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης, το βιβλιοπωλείο των μεταχειρισμένων που είχε ανοίξει ο πατέρας μου. Και στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, ήταν χόμπι πιο πολύ και σιγά-σιγά καταλάβαμε ότι, δηλαδή από μόνο του έγινε μαγαζί γιατί αγοράζαμε συνέχεια βιβλία μέχρι που γέμισε, τιγκάρε, και μετά έπρεπε να πουλάμε κιόλας για να... Γιατί ο μπαμπάς μου όντως το άνοιξε από χόμπι. Δηλαδή ήθελε ένα μέρος, αντί να πηγαίνει στο καφενείο για παράδειγμα να πηγαίνει να γράφει. Ο μπαμπάς μου έγραφε, είχε εκδώσει εφημερίδα. Ναι, έκανε κολάζ. Ήταν πολύ καλλιτεχνικός τύπος. Έκοβε ας πούμε από περιοδικά κεφάλια ανθρώπων και τα έβαζε πάνω σε άλλα σώματα, έκανε, έκανε και σατιρικό κολάζ δηλαδή. Βέβαια. Έχω πάρα πολλά του μπαμπά μου πράγματα τέτοια. Έκανε κολάζ, έγραφε, έγραφε ποιήματα, έγραφε πεζά, έχει γράψει ένα ολόκληρο επικό ποίημα και το είχε ονομάσει «Ελληνιάδα», όπως, κατά το «Ιλιάδα» ή το «Αινιάδα», Ελληνιάδα, ναι. Έχει εκδώσει μια εφημερίδα στην πατρίδα του την ιδιαίτερη κάτω στην Εύβοια, την οποία φυσικά την τυπώναμε εδώ, την διπλώναμε εδώ, την, την στέλναμε από δω. Γενικά ήμασταν πάντα μία οικογένεια έτσι πολύ βιβλίο-καλλιτεχνική και μεγάλωσα μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα. Οπότε μετά το σχολείο, να σου πω την αλήθεια δεν ενδιαφέρθηκα πολύ για να περάσω και κάπου, να φύγω ή να αντέξω κάτι τέσσερα χρόνια ώστε να το κάνω επάγγελμα. Δεν είχα εκείνη την εποχή έτσι κάτι πολύ να με τραβάει. Το μόνο που μου άρεσε ήταν τα Αγγλικά και αυτό επειδή είναι η μαμά μου καθηγήτρια αγγλικών, αλλά πήρα το Proficiency και τελικά το εξάσκησα και αυτό το επάγγελμα, από δω και από κει και σε φροντιστήρια και σε ιδιαίτερα, πολλά χρόνια κάνω αγγλικά. Και έτσι που λες, πήγα στο μαγαζί μετά το σχολείο κατευθείαν. Και στην αρχή και για μένα ήταν ένα χόμπι, δηλαδή τα πρώτα, ξέρω γω, απ’ τα 18 μέχρι τα 28 ας πούμε μία δεκαετία, πήγαινα να πιω τον καφέ μου, ερχόταν οι φίλες μου, οι φίλοι μου, παίζαμε τάβλι, γιατί είμαστε σε ένα ωραίο σημείο. Στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα είναι μπροστά πεζόδρομος, δίπλα στο «Φαργκάνη» το σινεμά και έξω το καλοκαίρι –δηλαδή ποιο καλοκαίρι, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο– τραπεζάκι, καφέδες, τάβλι, κόσμος, παρέες, δηλαδή ήταν το μαγαζί μας πάντα στέκι. Ήξερε ο κόσμος ότι είμαστε εκεί και ερχόταν και μας έβλεπε, και τον πατέρα μου και εμένα. Έχει περάσει όλη η Θεσσαλονίκη από κει. Τα πρώτα χρόνια λοιπόν ήταν έτσι πιο χαλαρή κατάσταση, γιατί ήταν και ο μπαμπάς μου, είχαμε κι άτομα, οπότε πήγαινα και εγώ, έκανα 2-3 ώρες τη βάρδια μου, διάβαζα κάνα βιβλίο και αυτά. Αλλά φυσικά, εντάξει, τώρα αυτό μπαίνει μέσα στο DNA σου μετά και δεν μπορείς να απομακρυνθείς και ούτε θέλησα ποτέ, δηλαδή, να απομακρυνθώ. Και όποτε υπήρξε στη ζωή μου δίλημμα – γιατί μου χάρισαν και ένα φροντιστήριο κάποτε. Εκεί που δούλευα πάρα πολλά χρόνια χρειάστηκε να το κλείσουν οι άνθρωποι γιατί διοριστήκανε και μου το έδινε έτσι και το δίλημμα ήτανε ότι θα πρέπει να αφήσω το μαγαζί, ας πούμε. Γιατί δεν μπορείς να, τι να κάνεις, δύο δουλειές εξολοκλήρου, από το πρωί μέχρι το βράδυ; Δεν γίνεται. Και διάλεξα το μαγαζί. Δηλαδή πάντα η πλάστιγγα έγερνε υπέρ του μαγαζιού και δεν μου πήγαινε καρδιά να κάνω κάτι άλλο. Ό,τι έκανα φρόντιζα να το ταιριάζω με το μαγαζί.

Μ.Μ.:

Τι θεωρείς ότι σε συνδέει τόσο πολύ με το μαγαζί και δεν θέλεις να το αφήσεις;

Δ.Κ.:

Πραγματικά δεν ξέρω. Θα πω ο μπαμπάς μου πάλι. Η αγάπη που είναι για τα βιβλία που μας το μετέδωσε και εμάς, που βλέπω βιβλίο και το θεωρώ κάτι πολύτιμο. Δεν είναι δηλαδή ένα συνηθισμένο αντικείμενο για μένα. Ακόμα και τώρα που έχει πλημμυρίσει ο τόπος βιβλία δηλαδή και, τι να σου πω, ότι εντάξει, το βιβλίο βέβαια το κατέστρεψαν οι εφημερίδες, από τότε που άρχισαν να τα δίνουν δωρεάν, έτσι; Να τα λέμε. Να λέμε και μερικές αλήθειες. Που έχει πλημμυρίσει ο κόσμος βιβλία και ακόμα το βλέπω, βλέπω ένα βιβλίο ή τώρα που τα ανεβάζω στο site και λέω: «Όχι ρε παιδί μου κοίτα το, κοίτα το τώρα τι ωραίο είναι, ξέρω γω. Τόσα χρόνια και είναι σε τόσο καλή κατάσταση, που δεν υπάρχει πουθενά και είναι εξαντλημένο», δηλαδή όλα αυτά τα πράγματα με κάνουν και θεωρώ τα βιβλία πολύ σημαντικά. Επίσης, μου έχουνε δώσει πολλά πράγματα τα βιβλία διαβάζοντας τα και τα εκτιμώ ακόμα παραπάνω, σαν αναγνώστρια.

Μ.Μ.:

Θέλω να μου πεις λίγο για το παλαιοβιβλιοπωλείο, για το πώς ξεκίνησε λίγο περισσότερο. Πώς πήρε ο μπαμπάς την απόφαση να το ανοίξει;

Δ.Κ.:

Ο μπαμπάς μου πάντα ασχολιόταν με τα βιβλία. Όταν πρωτοήρθε στη Θεσσαλονίκη δηλαδή σε βιβλιοπωλείο δούλευε μεγάλο στην Τσιμισκή, γιατί και ο νονός μου ήταν εκδότης και έτσι κάνανε μία δουλειά μαζί και το είχε το μικρόβιο και το μεράκι. Του άρεζαν, τελείωσε. Του άρεζε το διά[00:10:00]βασμα. Ήταν πολύ διαβασμένος, δηλαδή έχει διαβάσει τα πάντα. Διάβαζε αρχαίους στα αρχαία, διάβαζε, ξέρω γω θρησκευτικά στη γλώσσα που είναι γραμμένα τα θρησκευτικά βιβλία. Δεν μάσαγε ποτέ από τίποτα. Και ό,τι δεν ήξερε το μάθαινε. Ήταν δηλαδή, είχε μία δίψα για μάθηση. Και ήταν κινητή εγκυκλοπαίδεια. Δηλαδή αυτό μου λείπει πιο πολύ, που ήξερα ότι δεν χρειαζόταν Google, είχαμε τον μπαμπά μας, ας πούμε. Και μπορούσες εκεί που κάθεσαι θα σου ερχόταν οποιαδήποτε απορία στο μυαλό θα ρωτούσες: «Μπαμπά, ξέρω γω, το 1937 ποιος ήταν στην Ελλάδα υπουργός ή κάτι τελείως άσχετο ή ξέρω γω, η Αστυπάλαια πόσο απέχει από τον Πειραιά;». Ήξερε πάρα πολλά πράγματα γιατί διάβαζε πάρα πολύ.

Μ.Μ.:

Εσύ τι –

Δ.Κ.:

Ναι το άνοιξε σαν, από μεράκι, λοιπόν. Όταν γιατί μετά έκανε άλλη δουλειά. Όταν παντρεύτηκε τη μαμά μου ξέρω γω και λοιπά έκανε άλλη δουλειά, αλλά κάποια στιγμή, όπως σου είπα, αντί να πάει στο καφενείο άνοιξε ένα μαγαζί και πήγαινε εκεί και έγραφε, απομονωνότανε, διάβαζε και σιγά-σιγά άρχισε και κουβαλούσε τα βιβλία από το σπίτι, που το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία, για να ξεφορτώσει και λίγο το σπίτι, άρχισε να τα κουβαλάει εκεί. Μετά σιγά-σιγά του ήρθε η ιδέα να αγοράζει βιβλία από κόσμο. Και έτσι ξεκίνησε το αγοράζω και πουλάω βιβλία. Και έτσι το συνεχίζουμε. Βέβαια τώρα δεν αγοράζουμε πια, θα τα πούμε και αργότερα. Άλλα 40 χρόνια και, αυτή τη δουλειά κάναμε.

Μ.Μ.:

Εσύ πώς τον βίωνες μεγαλώνοντας μέσα στο βιβλιοπωλείο;

Δ.Κ.:

Κοίτα, τον βίωνα σαν έναν άνθρωπο που όλοι θέλανε να τον κάνουνε παρέα καταρχήν. Δηλαδή ερχότανε ειδικά για να τον δούνε. Μου έκανε τρομερή εντύπωση και από την άλλη τη δουλειά επειδή ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα, ήτανε, ας πούμε, κάτι σαν αντιπρόσωπος σε γεωργικά μηχανήματα και σπόρους και τέτοια και γυρνούσε όλα τα χωριά και μιλούσε στα καφενεία, είχε πολύ λέγειν ο μπαμπάς μου. Και τους μάζευε στα καφενεία και τους έλεγε. Και μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι κάθε φορά που είχε Αgrotica στη Θεσσαλονίκη, ερχόταν και τον βλέπανε από όλη την Ελλάδα κόσμος. Και δεν τον ξεχνούσανε ποτέ. Και μας περνάνε πορτοκάλια, λάδια, μέλια, δώρα από παντού! Ήταν πολύ αγαπητός ρε παιδί μου ο μπαμπάς μου ένα πράγμα. Θέλαν όλοι να τον κάνουν παρέα. Και το είχε κάνει το μαγαζί στέκι. Και γινόταν εκεί συζητήσεις λογοτεχνικές, συζητήσεις φιλοσοφικές, ποδοσφαιρικές, πολιτικές, ανάλογα την παρέα μπορούσε να μιλήσει για τα πάντα. Δηλαδή θα μιλούσε για τον Πλάτωνα, θα μιλούσε για την ΑΕΚ, γιατί ήταν ΑΕΚτσής, θα μιλούσε για το, για τα πολιτικά, θα μιλούσε για το οτιδήποτε. Και ο κόσμος ευχαριστιόταν να μιλάει με τον μπαμπά μου. Δηλαδή υπήρχαν άνθρωποι που ερχόταν μόνο για να κάτσουν να πιουν καφέ, χωρίς να είναι απαραίτητα πελάτες. Δεν μας ενδιέφερε και ποτέ, δεν τον ενδιέφερε αυτό, δεν έβλεπε τον κόσμο σαν πεντάευρο, να στο πω έτσι, ή δεκάευρο. Έβλεπε τον κόσμο σαν τον άνθρωπο που έχει απέναντί του και από τον καθένα, μου είχε μάθει, ότι μπορείς να πάρεις κάτι. Όποιος και να είναι ο άλλος. Ο πιο, από τον πιο αμόρφωτο, μέχρι το πιο μορφωμένο, γιατί ερχότανε όλοι οι συγγραφείς έχουν περάσει, οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, οι εκδότες, όλοι οι καθηγητές Πανεπιστημίου γιατροί, δικηγόροι, όλη η ελίτ, η πνευματική ελίτ της πόλης έχει περάσει από το μαγαζί, αλλά έχουν περάσει και όλοι οι αγρότες που ερχόταν στην Agrotica. Το ίδιο ήταν για τον μπαμπά μου. Δεν είχε, ας πούμε, δεν ξεχώριζε. Αυτό. Αυτό θυμάμαι πολύ έντονα, ότι θέλαν όλοι να τον κάνουν παρέα και να κάθονται να μιλάνε. Και θυμούνται ακόμα τις συζητήσεις που κάνανε, και μου τα λένε και εμένα.

Μ.Μ.:

Πάρα πολύ ωραία. Θέλω να μου πεις λίγο για το πιο πρακτικό έτσι κομμάτι του βιβλιοπωλείου. Όταν για παράδειγμα παραλαμβάνατε, ερχόταν κάποιος με βιβλία, γιατί αγοράζατε από ιδιώτες, έτσι;

Δ.Κ.:

Αγοράζαμε από ιδιώτες, από βιβλιοπωλεία που κλείνανε, αποθήκες, στοκ, διάφορα πράγματα, ναι. Αλλά και σπίτια ολόκληρα, και πιο λίγα βιβλία, δηλαδή ερχόταν και ο άλλος με μία σακούλα. Τα παίρνε ο μπαμπάς μου. Ένα σπίτι ολόκληρο. Έλεγε ναι, ποτέ δεν είπε όχι. Είχε αυτό το, ένιωθε αυτό το thrill πώς το λένε, την έξαψη του: «Α καινούργια βιβλία, θα δω, να τα ξεφτιλίσω!». Ήτανε η αγαπημένη του ασχολία στο μαγαζί. Δηλαδή μετά δεν τον ενδιέφερε, από τη στιγμή που τα έχει περάσει από το χέρι του μια φορά δεν τον ενδιέφερε να πάει κάτω να το δει πού είναι το βιβλίο και μπορεί και να μην ήξερε πού είναι το βιβλίο. Ήθελε αυτή την πρώτη επαφή, να δει κάτι άγνωστο, να δει κάτι που δεν είχε ξαναδεί, να δει κάτι που υπήρχε μέσα στο βιβλίο, μία καρτ ποστάλ, ένα γράμμα παλιό, ένα παλιό χαρτονόμισμα, ένα γραμματόσημο, ξέρεις, διάφορα, διάφορα, αποξηραμένα λουλούδια, μάζευε. Έχει μαζέψει τα αποξηραμένα λουλούδια που έβρισκε μέσα στα βιβλία και έχω ένα κουτί αποξηραμένα λουλούδια, αν θες το πιστεύεις. Ήτανε όμως μερακλής, σε όλα του. Σε όλα του. Από τα λουλούδια που μάζευε απ' τα βιβλία μέχρι τα σημαιάκια που έβαζε του Αγίου Κωνσταντίνου που γιόρταζε –γιατί να πούμε ότι μιλάμε για τον Κώστα τον Καραμούζα τον παλαιοβιβλιοπώλη– που γέμιζε την πλατεία σημαιάκια, τη σημαία που έβγαζε έξω κάθε μέρα και ήξερε ο κόσμος ότι είναι ανοιχτά και ότι όταν φτιάξανε την περίφραξη του Αγίου Παντελεήμονα ζήτησε από τους σιδεράδες, ποιοι είναι αυτοί που κάνουν τη δουλειά, να του κάνουν θέση στο κάγκελο για τον ιστό. Και έβαζε τη σημαία και είχε πλέον θέση και περνούσε ο κόσμος από την Εγνατία και έλεγαν: «Είδα τη σημαία και είπα ανοιχτά είναι ο Κώστας». Ήταν μερακλής σε όλα τα πράγματα, δηλαδή πώς λένε οι Άγγλοι: «Αν κάτι αξίζει να το κάνεις, αξίζει να το κάνεις καλά». Ήταν αυτής της φιλοσοφίας ότι αφού κάνεις κάτι, θα το κάνεις με μεράκι, με αγάπη, θα δοθείς. Και το αγαπούσε, γι αυτό και το ‘κανε. Αλλά σου λέω, ήταν μερακλής. Μάζευε, δεν πετούσε τίποτα, ήτανε ο μόνος καβγάς μας αυτός. Εγώ ήμουνα του: «Ας πετάξουμε και τίποτα», ας πούμε γιατί δεν χωράμε να κάτσουμε, να γράψουμε πάνω στο γραφείο και λοιπά. Και επίσης ήταν ανοργάνωτος όπως όλες οι μεγαλοφυΐες! Ενώ εγώ έπιανα, ας πούμε, και έλεγα: «Θα βάλω τάξη». Έγραφα χαρτάκια, παραγγελίες εδώ, αυτό, εκείνο το άλλο. Ε, μόλις τα έφτιαχνα θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο που του ζήτησαν πάνω στον καφέ, στο χάρτινο το κυπελάκι του καφέ, ή στο πακέτο τσιγάρα, ή στο δεν ξέρω, και μετά έπρεπε να κόψω εγώ το χαρτάκι αυτό, να θυμόμαστε πού είναι γραμμένο... Αυτό ήταν, το ότι δεν πετούσε τίποτα και ότι δεν μπορούσε να, ενώ του έφτιαχνα, έλεγα: «Εδώ θα γράφουμε τις παραγγελίες, εδώ θα γράφουμε, ξέρω γω, αυτά εδώ εκείνα», δεν το τηρούσε ούτε μία φορά όχι μία μέρα. Δηλαδή έχει γράψει πάνω στα βιβλία των Αγγλικών μου, πάνω στα, ό,τι είχε μπροστά του θα το ‘γραφε! Και τώρα αυτό έχω καιρό να το σκεφτώ, αλλά τώρα που το σκέφτομαι ήταν πολύ έντονο. Δηλαδή έγραφε παντού ό,τι χαρτί, αυτό να είχε, τι να σου πω εδώ στο πωλητήριο, το συμβόλαιο, δεν ξέρω, κάτι πολύ επίσημο, τι να σου πω, εκεί πάνω θα ‘γραφε! Όλα μας τα χαρτιά, και με την αδερφή μου ακόμα, από πίσω είχανε γραμμένα τηλέφωνα και βιβλία.

Μ.Μ.:

Είναι αυτό που είπες, οι ιδιοφυΐες είναι χαοτικές.

Δ.Κ.:

Όντως. Ναι.

Μ.Μ.:

Μου άρεσε τρομερά η εικόνα που μου έδωσες για τον πατέρα σου που ψάχνει μέσα στα βιβλία και βρίσκει τσακισμένες σελίδες, βρίσκει πραγματάκια μέσα. Θυμάσαι κάποια ιστορία που ξεδιπλώθηκε μέσα από τα βιβλία που…

Δ.Κ.:

Καταρχήν να πω ότι αυτό το έκανε γιατί ήθελε τα βιβλία που μπαίνουν μες στο μαγαζί να είναι καταρχήν άρτια, να μη λείπουν σελίδες. Δηλαδή τα ξεφύλλιζε τα βιβλία για να δει σε τι κατάσταση είναι βασικά, έτσι; Και να τα τιμολογήσει ανάλογα. Μη φανταστείς ότι αυτά που έβρισκε τα ‘κανε τίποτα. Γιατί στο τέλο[00:20:00]ς δεν χωρούσαμε και δεν ξέρουν πού είναι, έτσι; Δηλαδή κάπου έχουμε και 10 γραμματόσημα αλλά δεν ξέρουμε που είναι, κάπου έχουμε και 10 παλιά χαρτονομίσματα αλλά δεν ξέρουμε πού είναι. Δηλαδή δεν μπορέσαμε να εμπορευτούμε άλλα πράγματα μες στο μαγαζί λόγω χώρου, έτσι; Γιατί κατά καιρούς μαζεύτηκαν μετάλλια, νομίσματα, χαρτονομίσματα, γραμματόσημα, πολύ ψιλαδούρα την οποία όμως ποτέ δεν μπορέσαμε να εμπορευτούμε για να εκμεταλλευτούμε. Και ούτε και ξέρουμε. Και εγώ τώρα, να σου πω αλήθεια, δεν ξέρω ακριβώς τι έχω και πού είναι. Γιατί λόγω χώρου μείναμε στα βιβλία, δεν μπορούσαμε… Αυτά τα πράγματα, ψιλοπράγματα, θέλουν και κάπου να τα, να τα απλώσεις, να τα δει ο κόσμος, δεν μπορείς να… Άμα δεν μπορεί ο κόσμος να έχει πρόσβαση δεν μπορείς να το πουλήσει κιόλας. Λογικό. Τώρα ιστορία που να έχει προκύψει από αυτό το πράγμα. Προφανώς πολλές. Αυτή τη στιγμή όμως Μαρία πραγματικά δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό συγκεκριμένο. Δηλαδή σίγουρα είχε βρει βιβλία γνωστών του, γιατί ξέρεις, οι κάτοχοι καμιά φορά γράφουν το όνομά τους, έτσι; Έχουμε βρει βιβλία γνωστών μας, έχουμε βρει βιβλία με πολύ ωραίες αφιερώσεις, με πολύ ρομαντικές αφιερώσεις, με πολύ τυπικές αφιερώσεις. Παλιά ο κόσμος δηλαδή έγραφε κιόλας μια αφιέρωση στο βιβλίο όταν κάνανε δώρο γιατί ήταν δώρο σημαντικό. Τα χρόνια τα παλιά τα σπίτια δεν είχαν βιβλιοθήκες. όταν ξεκίνησε το βιβλίο να πουλιέται πόρτα-πόρτα, ξέρω γω, ή που υπήρχαν και πέντε εκδοτικοί και βγάζανε βιβλία, το βιβλίο ήταν είδος πολυτελείας και εγώ σαν έτσι το γνώρισα στην αρχή. Δηλαδή γι αυτό και τα βιβλία μας ήταν από σπίτια πλούσια τα πιο πολλά. Διότι δεν είχαν όλοι βιβλιοθήκες στα σπίτια τους και βιβλία, δεν μπορούσε, δηλαδή, το 1940 και το 1950 να’ χεις, να έχουν όλοι βιβλία μες στο σπίτι τους πολλά ή καλά και γι αυτό έχουμε και πολλά ξενόγλωσσα, γιατί οι παλιές οικογένειες οι αριστοκρατικές ήταν τότε Γερμανομαθείς και Γαλλομαθείς και έχουμε πολλά βιβλία Γερμανικά και Γαλλικά, διότι πηγαίναν σπούδαζαν στη Γερμανία στη Γαλλία και περνάνε βιβλία από το εξωτερικό, αυτοί που μπορούσαν φυσικά. Αλλά η πλειοψηφία των σπιτιών ή των βιβλιοθηκών που αγοράσαμε ήτανε πλούσια σπίτια και αριστοκρατικά σπίτια.

Μ.Μ.:

Πάρα πολύ ενδιαφέρον αυτό. Θυμάσαι ποια είναι ας πούμε η πιο παλιά έκδοση που έχετε στα ράφια; 

Δ.Κ.:

Τώρα, κατά καιρούς έχουν έρθει και έχουν φύγει πάρα πολλά. Δηλαδή έχουν υπάρξει βιβλία και από το 1670, ξέρω γω, το πιο παλιό.

Μ.Μ.:

Τρομερό. 

Δ.Κ.:

Ναι, τρομερό.

Μ.Μ.:

Πώς αντέδρασες όταν το είδες στα χέρια σου; 

Δ.Κ.:

Νιώθεις ένα πολύ μεγάλο δέος. Εγώ βέβαια λίγο το έχω συνηθίσει τώρα. Δηλαδή καμιά φορά έχω μία άλλη οπτική. Βλέπω ένα βιβλίο του ‘40 και μου φαίνεται καινούργιο και όταν σκεφτώ ότι έχουν περάσει από το ‘40 –ξέρω γω, πόσα χρόνια – 80- 81 χρόνια λέω: «Τι καινούργιο είναι;». Όπως για μας λοιπόν το παλιό είναι το πολύ παλιό. Όπως και τα πολλά. Δηλαδή παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Έχω μερικά βιβλία αλλά είναι πολλά», και λέω: «Πόσα πολλά;» και μου λένε: «Είκοσι» και λέω… Ας πούμε, για μένα πολλά είναι τα 1000 δεν είναι τα 20. Τα μεγέθη, ξέρεις, επειδή είμαι μέσα σε χιλιάδες βιβλία τα 20 βιβλία για μένα μπορώ να τα πάρω με το ένα χέρι που λέει ο λόγος δεν είναι πολλά. Λέω: «Φέρτα άμα είναι 20, Okay. Άμα είναι 1.000 μη τα φέρεις, γιατί δεν χωράμε να πατήσουμε». Λοιπόν, οπότε και το παλιό, διαστρεβλώνεται λίγο η αντίληψη όταν βλέπεις τόσο παλιά πράγματα. Δηλαδή είχαμε την εφημερίδα του ‘12 της Απελευθέρωσης, τη «Μακεδονία», του 1912 με την σημαία την ελληνική. Αλλά πουλιούνται αυτά τα πράγματα. Κοίταξε, όταν έχεις ένα μαγαζί, στην αρχή λες: «Αυτό δεν θα το πουλήσω, θα το κρατήσω. Αυτό θα το κρατήσω!». Δεν γίνεται όμως, γιατί άμα τα κρατάς μετά γίνεται το σπίτι σου χειρότερο απ’ το μαγαζί και παίρνεις μία απόφαση σε κάποια φάση της ζωής σου ότι ή πουλάω ή το κλείνω και τα κρατάω όλα και ευχαριστιέμαι τουλάχιστον την υπόλοιπη ζωή μου να τα βλέπω. Δεν γίνεται δηλαδή να λες: «Κρατάω και αυτό, κρατάω και εκείνο, κρατάω και το άλλο». Είχαμε ένα μαγαζί και τα πράγματα πουληθήκανε. Όταν βρίσκουμε, πουλάμε. Βέβαια η Θεσσαλονίκη συλλέκτες δεν έχει, να το πούμε και αυτό. Φτωχομάνα με την κυριολεξία της λέξης, δεν έχει συλλεκτικό κοινό, πάρα πολύ λίγους ανθρώπους γι αυτό και δεν έχουμε ασχοληθεί ποτέ με δημοπρασίες και με τέτοια πράγματα με παλιά βιβλία και λοιπά. Ό,τι υπήρχε πουλήθηκε μεμονωμένα, κυρίως σε ξένους, να το πω και αυτό. Ερχότανε ξένοι, Τούρκοι, Γερμανοί, Αμερικανοί και ξέρανε πιο καλά, καταρχήν τους Αρχαίους. Αυτό είναι κάτι που θα μου κάνει πάντα εντύπωση. Ερχόταν ξένοι και μιλούσανε ελληνικά και μου λέγανε: «Ξέρω Αρχαία και τώρα μαθαίνω και Νεοελληνικά». Και όχι μόνο ξένοι που ερχότανε με Erasmus στο πανεπιστήμιο ή που ερχόταν για σπουδές. Και τουρίστες. Και μου λέγαν όλοι, γιατί πιάναμε κουβέντα με όλους φυσικά, ότι στα πανεπιστήμια εκεί διδάσκονται τους Αρχαίους, τους διδάσκονται. Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι τις καλύτερες, τις καλύτερες συλλογές για Αρχαία Ελληνική λογοτεχνία, για Λατινική λογοτεχνία, τις έχουν γράψει ξένοι. Δηλαδή η Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, έτσι; Από Γερμανό θα την πάρεις ή από Αμερικανό ή από Άγγλο.

Μ.Μ.:

Οι Θεσσαλονικείς ή οι Έλληνες ας πούμε τι ζητάνε;

Δ.Κ.:

Τα πάντα. Δεν έχω, δεν μπορώ να σου πω κάτι ότι υπερτερεί. Το μαγαζί μας έχει πάρα πολύ μεγάλη ποικιλία ακριβώς γιατί ένα σπίτι έχει από όλα τα βιβλία, από σχολικά μέχρι άρλεκιν, μέχρι ξέρω ‘γω εγκυκλοπαίδειες, μέχρι μελέτες, δοκίμια, ανάλογα τον τύπο του κάθε ανθρώπου και τα ενδιαφέροντά του. Οπότε αποκτήσαμε μία ποικιλία, θέλοντας και μη, πολύ μεγάλη και ο κόσμος ξέρει ότι θα ‘ρθει να βρει διάφορα βιβλία. Δηλαδή δεν είναι μόνο η λογοτεχνία, που είναι ένα μεγάλο κομμάτι βέβαια, έτσι, ελληνική και ξένη Λογοτεχνία και πιο παλιά βιβλία λογοτεχνίας, τα πιο παλιά, τα δεμένα, τα χαρτόδετα. Άλλα δεν είναι μόνο η λογοτεχνία, θα το λέω και θα το ξαναλέω. Καταρχήν ζητάνε πάρα πολύ Μαθηματικά, Φυσικές, Χημείες παλιές. Τώρα με το εκπαιδευτικό σύστημα όλο και χαλάει οι γονείς ψάχνουν τα βιβλία που κάνανε αυτοί στο Δημοτικό για να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Γραμματικές του Τζαρτζάνου, του, τα παλιά για να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Έχουμε λοιπόν ιστορικά, έχουμε πολιτικά, έχουμε φιλοσοφικά, έχουμε αυτοβελτίωσης, έχουμε παιδικά, έχουμε εφηβικά, έχουμε αρχαίους πάρα πολλούς, έχουμε μαγειρικές, έχουμε λεξικά, έχουμε ποίηση πάρα πολύ, έχουμε βιογραφίες, έχουμε ιατρικά, νομικά, για πολιτικούς μηχανικούς, αρχιτεκτονικά, αρχαιολογία, ταξιδιωτικούς οδηγούς, έχουμε πάρα πολλά ξενόγλωσσα, μέχρι… τόσο πάρα πάρα πολλά που είναι και αυτά χωρισμένα σε κατηγορίες, δηλαδή, εδώ είναι τα ξενόγλωσσα, τα φιλοσοφικά, εδώ είναι τα… ναι. Πολλά ξενόγλωσσα, έχουμε πολλά περιοδικά, πολλά περιοδικά, πολλούς τίτλους περιοδικών, έχουμε πολλές σειρές, εγκυκλοπαίδειες, ό,τι έχει κυκλοφορήσει γενικά στην Ελλάδα από εκδοτική κίνηση, έχουμε εφημερίδες παλιές, έχουμε το αρχείο της «Μακεδονίας» 40 ετών φύλλο-φύλλο.

Μ.Μ.:

Πώς το βρήκατε αυτό;

Δ.Κ.:

Το βρήκαμε. Το βρήκαμε. Το βρήκαμε όπως τα βρήκαμε όλα, κατά τύχη κατά μη τύχη.

Μ.Μ.:

Μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον το ταξίδι που μπορεί να έχει ένα βιβλίο για να φτάσει σε εσάς.

Δ.Κ.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Σου έχει μείνει κάποια τέτοια περίπτωση; Ας πούμε ένα βιβλίο το οποίο, ας πούμε, του 1670 που μου είπες. Αυτό το βιβλίο πώς έφτασε στα χέρι[00:30:00]α σας;

Δ.Κ.:

Κοίταξε, κάπου το βρήκαμε, μέσα σε μία βιβλιοθήκη το βρήκαμε. Αυτά τα βιβλία τώρα, τι γίνεται. Ο ένας τα κληρονομεί στον άλλον και έρχεται κάποιος που δεν τα θέλει στο τέλος, γιατί δεν τον αφορούν, δεν διαβάζει, ή διαβάζει άλλα. Για παράδειγμα, πολλές ιστορίες είναι ότι ένας πατέρας π.χ. είναι δικηγόρος αλλά τα παιδιά δεν έχουν καμία σχέση με τη δικηγορία και όταν πεθαίνει ο πατέρας, τα παιδιά δεν θέλουν τη βιβλιοθήκη, διότι και τι να την κάνουνε; Ή ιατρικά, ή άμα είναι δάσκαλος κι έχει εκπαιδευτικά, ή πολλές τέτοιες ιστορίες ή κληρονομείς, λες: «Μου άφησε η θεία μου το σπίτι», και τέτοια, και βρίσκεις μέσα και 200 βιβλία και δεν τα θες, τι να τα κάνεις τα βιβλία της θείας σου ας πούμε, γιατί δεν είσαι και βιβλιόφιλος. Τώρα, γιατί άμα είσαι βιβλιόφιλος και βρεις μία βιβλιοθήκη, θα πέσεις με τα μούτρα και θα πάρεις και καμιά 100 στο σπίτι σου. Αλλά ο πιο πολύς κόσμος, να το πούμε κι αυτό, δεν είναι βιβλιόφιλος. Οι βιβλιόφιλοι δηλαδή οι πραγματικά βιβλιόφιλοι είναι πολύ μεγάλη μειοψηφία στην Ελλάδα.  Και επίσης δεν διαβάζουν βιβλία στην Ελλάδα ο κόσμος. Αυτό είναι μία μεγάλη τραγική αλήθεια. Δεν ξέρω βέβαια γιατί υπάρχουν τόσοι εκδοτικοί οίκοι, τόση εκδοτική κίνηση που βγάζουν, ας πούμε, 50 βιβλία κάθε μήνα καινούρια. Δεν ξέρω γιατί υπάρχουν τόσα βιβλιοπωλεία και πώς ζούνε πραγματικά. Που καλό είναι αυτό, αλλά ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία για να διαβάσει. Και σε μας ακόμα, σου λέω, μπορεί να αγοράζουνε για τη δουλειά τους, για να ψάξουν κάτι, για να κάνουν κάτι «το θέλω για το Μεταπτυχιακό μου». Αλλά για ανάγνωση, να είσαι αναγνώστης και να σ’ αρέσει το διάβασμα… Τώρα τελευταία λίγο με τις καραντίνες και τα lockdown που λίγο ψυλλιαστήκανε ότι το διάβασμα μπορεί να σου περάσει ευχάριστα την ώρα, γιατί ο κόσμος νόμιζε ότι το διάβασμα είναι κάτι βαρύ και ασήκωτο και ότι πρέπει να είσαι τουλάχιστον λόγιος για να ανοίξεις ένα βιβλίο να διαβάσεις. Υπήρχε αυτό το misconception, η παρανόηση ότι και εγώ δεν ξέρω τι δύσκολο πράγμα είναι το διάβασμα, ας πούμε. Εντωμεταξύ, υπάρχουν βιβλία που τα νομίζεις, και εγώ μικρή ας πούμε, όταν έπιασα να διαβάσω το Πόλεμος και Ειρήνη με δέος, «τι είναι αυτό»; Και τελικά τι είναι; Ένα ρομαντικό, ένα ερωτικό μυθιστόρημα είναι δηλαδή, δεν είναι και κάτι φοβερό.

Μ.Μ.:

Τι τύπου αναγνώστριας είσαι; 

Δ.Κ.:

Εγώ είμαι δίκαιη αναγνώστρια.

Μ.Μ.:

Δηλαδή;

Δ.Κ.:

Δηλαδή δεν θα πω: «Πώς γράφει έτσι αυτός, δεν μου αρέσει αυτό, δεν μου αρέσει εκείνο, μου αρέσει αυτός και θα διαβάσω όλα τα βιβλία και μου αρέσουν όλα». Όχι. Εμαι δίκαιη αναγνώστρια και δίνω στο συγγραφέα την αβάντα που του αξίζει. Έχει τύχει να διαβάσω από ίδιο συγγραφέα ένα αριστούργημα και μία βλακεία. Τι θα πω; Δεν μου αρέσει ο συγγραφέας, ας πούμε; Όχι. Θα πω ότι στη μία στιγμή του ήρθε η έμπνευση να γράψει αυτό και την άλλη στιγμή έγραψε εκείνο. Μιλάμε τώρα για τους παλιούς γιατί τώρα πλέον και το γράψιμο έχει γίνει λίγο εμπορικό, προθεσμίες, τέτοια, γράψε, βγάλε βιβλίο και λίγο... Δηλαδή μέχρι πριν πέντε-έξι χρόνια δεν διάβαζα καν συγχρόνους. Γιατί έλεγα «Έχει τόσους πολλούς κλασικούς. Γιατί να διαβάσω ας πούμε κάποιον που έγραψε τώρα βιβλίο να μη διαβάσω Τολστόι, δεν κατάλαβα. Γιατί να μην διαβάσω Στάινμπεκ που είναι σίγουρα καλός;». Αλλά γενικά, όταν… διαβάζω με αντικειμενικότητα. Καμιά φορά λέμε: «Αχ πολύ μεγάλες περιγραφές, με κουράζει». Ναι αλλά αυτός έτσι γράφει, ας πούμε. Ή κλεισ’το και μην το διαβάζεις το βιβλίο ή διάβασέ το και προσπάθησε να μπεις μες στο ταξίδι που θέλησε να σε πάει αυτός που το έγραψε. Έτσι διαβάζω. Παλιά ήμουνα πιο ψυχαναγκαστική, άμα άρχιζα κάτι έπρεπε να το τελειώσω οπωσδήποτε. Τώρα στις πρώτες δύο σελίδες αν δω ότι δεν με ιντριγκάρει και δεν με, ας πούμε, προκαλεί το ενδιαφέρον, το κλείνω. Λόγω δουλειάς βέβαια για να είμαι ενημερωμένη τώρα με τα social media και με τα Instagram και τα Bookstagram που κυκλοφορούν μόνο τα καινούργια βιβλία και λοιπά, αναγκάζομαι και διαβάζω και κάποια βιβλία για να δω λίγο τι είναι, να πάρω μία… Δυστυχώς το καλοκαίρι μου το πέρασα διαβάζοντας όλους τους Νορβηγούς αστυνομικούς συγγραφείς ξεκινώντας από τον Nesbo και την Lackberg και τους διάβασα όλους. Έχω πιάσει, τι θες, Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Δανία. Τους βρήκα λίγο υπερτιμημένους. Δηλαδή θα σου πω περίπτωση –δεν θα πω ποια συγγραφέας, ποιος είναι– το βιβλίο για να γίνει 800 σελίδες, μιλάνε μεταξύ τους οι αστυνομικοί, χωρίζονται, βρίσκει ο ένας ένα σούπερ στοιχείο και λέει: «Θα το πω αύριο, όταν θα το δω στον άλλον». Ενώ μπορούν να την λύσουν την υπόθεση σε 200, το πάνε 800. Εγώ αυτό δεν το, δεν μου άρεσε, δηλαδή, δεν τρελάθηκα. Και αποφάσισα ότι όλους αυτούς θα τους βλέπω στο Netflix μόνο. Αυτό που λένε βιβλίο ή ταινία; Αναλόγως το βιβλίο. Διότι το Χιονάνθρωπο του Nesbo ας πούμε που τον είχα δει ταινία μου άρεσε η ταινία. Δεν είχα διαβάσει το βιβλίο και δεν με ενδιαφέρει το βιβλίο να το διαβάσω. Κατάλαβες; Δηλαδή θέλω να πω καμιά φορά μπερδεύουμε, μπερδεύουμε και λίγο τα πράγματα. Διότι όταν λέμε βιβλίο ή ταινία δεν μιλάμε για τα βιβλία του Nesbo προφανώς και τον Καστανάνθρωπο, έτσι; Αυτά είναι βιβλία ευρείας κατανάλωσης. Που προφανώς είναι πιο ωραία άμα είναι γίνουν σειρές ή ταινίες γιατί έχουν τα σασπένς, δείχνουν τα τοπία και λοιπά. Γιατί να μη δω την ταινία δηλαδή, δεν κατάλαβα. Δεν είμαι τόσο σκληροπυρηνική ότι το βιβλίο είναι καλύτερο. Εγώ βαρέθηκα με μερικά τέτοια βιβλία που σου λέω 800 σελίδων. Θα δω την ταινία. Τώρα αν μιλάμε για Ντοστογιέφσκι θα πω το βιβλίο φυσικά. Αν και έχουνε γυριστεί κάτι ρωσικές σειρές που δεν τις πιάνει κανείς, έτσι; Κάτι και ρωσικές και από το BBC, πολύ ωραίες σειρές των κλασικών, ας πούμε, και των Άγγλων, κάτι Jane Eyre, κάτι τέτοια, που και αυτά γιατί να μην τα δεις; Φυσικά θα διαβάσεις όμως και το βιβλίο. Διότι είναι μερικοί που είναι, που είναι συγγραφείς, δεν είναι όλοι συγγραφείς, ασχέτως αν δηλώνουν το ίδιο επάγγελμα. Δυστυχώς. Όπως δεν είναι όλοι δημοσιογράφοι, ασχέτως αν γράφει η ταυτότητα τους δημοσιογράφος, όπως δεν είναι όλοι καθηγητές, ασχέτως αν διδάσκουν. Εγώ αυτής της γνώμης είμαι.

Μ.Μ.:

Συμφωνώ. 

Δ.Κ.:

Ωραία.

Μ.Μ.:

Θέλω να πάμε λίγο στο σήμερα. Θα μπορούσες να μου περιγράψεις λίγο τον χώρο του παλαιοβιβλιοπωλείου για να, να έτσι δώσουμε μία εικόνα;

Δ.Κ.:

Ναι. Το μαγαζί βρίσκεται στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα 5, δίπλα στον κινηματογράφο Φαργκάνη, εδώ και 42 χρόνια. Είναι μία πολύ ωραία τοποθεσία γιατί είναι ακριβώς Εγνατία με Ιασωνίδου, αλλά είναι λίγο χωμένο μέσα. Μπροστά είναι η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Έχουμε πλατάνια, παγκάκια πιο κει, είμαστε σε πεζόδρομο και είναι πάρα πολύ ωραία. Δηλαδή δεν έχουμε μπροστά μας αυτοκίνητα, κάδους, φασαρία, ούτε καν ο κόσμος δεν περνάει ξυστά από το μαγαζί, γιατί είναι μεγάλο το, ο πεζόδρομος. Το μαγαζί μας, μικρό, είναι μικρό πάνω, δηλαδή καμιά φορά μου λένε: «Περνάω τόσο καιρό δεν το έχω δει», αλλά πολύ μεγάλο κάτω. Έχει μία σκάλα έτσι ωραία, απότομη. Κάτω είναι περίπου 150 τετραγωνικά τα οποία είναι γεμάτα από τα ταβάνια, από τα πατώματα μέχρι τα ταβάνια, παντού βιβλία. Δεν έχεις ξαναδεί τόσα βιβλία, πραγματικά. Δηλαδή και μόνο που θα μπει κάποιος εκεί μέσα καταρχήν ζαλίζεται την πρώτη φορά. Δικαιολογώ τους ανθρώπους που έρχονται πρώτη φορά και δεν παίρνουν τίποτα γιατί λέει: «Ζαλίστηκα». Όντως, θέλει εξάσκηση. Να ‘ρθεις, να ξανάρθεις να βρεις που είναι τα ράφια που σε ενδιαφέρουνε. Γιατί οι πελάτες μας αυτό κάνανε. Καταρχήν έχω πελάτες χρόνια που ξέρουν πιο καλά από μένα τι έχει εκεί μέσα. Κατέβαινε κάτω ο πελάτης και έλεγε: «Βλέπω φέρατε καινούργια». Γιατί πήγαινε σε ένα συγκεκριμένο ράφι που τον ενδιέφερε και ήξερε, και τα ήξερε, τα έχε[00:40:00]ι δει και 10-20-30 φορές, μαθαίνει το μάτι. Όταν κατεβαίνεις για πρώτη φορά είναι λίγο χαοτικό. Παρόλα αυτά, τα βιβλία μας είναι ταξινομημένα κατά θέματα, και μάλιστα αλφαβητικά. Τώρα σε έχω στείλει αδιάβαστη, ε; Λοιπόν θα σου δώσω ένα βιβλίο μετά να διαβάσεις.

Μ.Μ.:

Για να μην φύγω αδιάβαστη!

Δ.Κ.:

Ακριβώς!

Μ.Μ.:

Πώς το έκανες αυτό;

Δ.Κ.:

Δεν το έκανα εγώ. Το έκανε το παιδί που έχουμε στο μαγαζί τόσα χρόνια. Στις μεγάλες κατηγορίες μόνο. Αν και θα ήθελε να το κάνει παντού. Δηλαδή και τρία βιβλία να είναι, να τα βάλει αλφαβητικά. Αλλά στις μεγάλες κατηγορίες όπως είναι η Ελληνική λογοτεχνία, η Ξένη λογοτεχνία, που είναι ας πούμε πέντε ράφια, αν δεν είναι, είναι αλφαβητικά με τους συγγραφείς, οπότε περίπου τουλάχιστον να βρίσκουμε εμείς. Ζητάει κάποιος, ξέρω ‘γω: «Έχετε του Νταν Μπράουν;», να πας κάτω να βρεις πού είναι το Μ, τέλος πάντων, να δεις τι έχεις από Νταν Μπράουν. Δεν μπορούμε να τα ξέρουμε και όλα απέξω. Ούτε μπορέσαμε ποτέ να τα καταγράψουμε πουθενά. Διότι μία προσπάθεια καταγραφής θα σήμαινε ότι πρέπει το μαγαζί να κλείσει ένα χρόνο, να μην κουνηθεί τίποτα, να μην μπει τίποτα μέσα καινούριο, να μη βγει τίποτα. Αυτό δεν γινότανε, να καταγράψουμε τα βιβλία δηλαδή. Οπότε από μνήμης, και μας έχει σώσει έτσι η ταξινόμηση. Ξέρουμε σε ποιο ράφι είναι τι, κατευθύνουμε τον κόσμο. Και σε ράφια να μην να μην είναι, και οι στοίβες που υπάρχουν δηλαδή μπροστά από τα ράφια, είναι παντού στοίβες και αυτά είναι χωρισμένα. Δηλαδή δεν είναι χύμα. Αλλού είναι τα περιοδικά τα πολιτικά, αλλού τα περιοδικά τα λογοτεχνικά, αλλού είναι τα θρησκευτικά, αλλού είναι τα εκπαιδευτικά. Έχουμε και πολλά εκπαιδευτικά και βιβλία παιδαγωγικά, γενικά είναι όλα χωρισμένα και τα ξενόγλωσσα. Και μάλιστα χωρισμένα, αυτά είναι από γνωστούς παιδαγωγούς γραμμένα, αυτά είναι από αγνώστους. Έχουμε και έναν ψυχαναγκαστικό εκεί μέσα που, που φροντίζει. Αφού καμιά φορά λέω και εδώ να τον φέρεις, αλφαβητικά θα στα βάλει. Εγώ πάλι θέλω να είναι κατά μέγεθος, να φαίνονται και ωραία, να είναι λίγο, να μην είναι ψηλό, κοντό, ψηλό, κοντό, και λοιπά. Έχουμε και αυτά. Τέλος πάντων. Τα καταφέρνουμε. Αυτό είναι το μαγαζί. Πολύ ράφι. Πολύ στοίβα. Και γεμάτο, παντού γεμάτο βιβλία. Και έχουμε και περιοδικά όπως σου είπα, εφημερίδες και έχουμε διάφορα συλλεκτικά πραγματάκια, cd, dvd, έχουμε πίνακες, έχουμε, βέβαια, έχουμε πορτραίτα, έχουμε μικροαντικείμενα. Τώρα με το site θα τα, σιγά-σιγά, θα τα αξιοποιήσω όλα. Ας πούμε έχω παλιούς σελιδοδείκτες, ο μπαμπάς μου έβρισκε στα βιβλία σελιδοδείκτες παλιούς κεντημένους. Βέβαια, βέβαια! Που γράφανε –όχι γράφανε– με το κέντημα, έκανε σταυροβελονιά κι έγραφε 1967, ας πούμε.

Μ.Μ.:

Και αυτά τα κράτησε;

Δ.Κ.:

Φυσικά τα κράτησε. Τα κράτησε και τώρα και εγώ ό,τι μπορέσω θα αξιοποιήσω για να κάνω στο site και ένα. Έχω κάνει μία κατηγορία gift shop που πάντα ήταν το μεράκι μου. Επειδή είχα ένα μαγαζί που δεν μπορούσα να βάλω ούτε κάτι έτσι πιο κοριτσίστικο, πιο δώρο, πιο τέτοιο, ήταν μονίμως σκόνη και βιβλία και τώρα και εγώ με το site θα κάνω το απωθημένο μου λοιπόν να μπορώ να βάλω, ίσως και να συνεργαστώ με κάποια κοπέλα που να φτιάχνει κάτι. Ακόμα είμαι στην αρχή. Θα δω τι. Προς το παρόν, προς το παρόν ό,τι έχω εγώ. Θα δω τώρα για συνεργασίες στο μέλλον.

Μ.Μ.:

Θέλω πρώτα να μου πεις μία τυπική μέρα στην δουλειά, όταν κατεβαίνεις στο μαγαζί και μετά θα περάσουμε και στο σήμερα και στο site και στο πώς το διαχειρίζεσαι τώρα.

Δ.Κ.:

Κοίταξε, μία τυπική μέρα στη δουλειά είναι ότι σίγουρα ακόμα και εγώ που είμαι τόσα χρόνια εκεί μέσα, κάθε μέρα βλέπω κάτι καινούργιο, που δεν το ξέρω ότι το έχω. Δηλαδή δεν τελειώνει ποτέ η ανακάλυψη εκεί μέσα. Παλιά όταν βαριόμουνα και δεν περνούσε η ώρα, κατέβαινα, έλεγα: «Θα κατέβω στο υπόγειο», και για πλάκα περνούσαν τρεις ώρες και δεν καταλάβαινα πώς περνούσε η ώρα. Να χαζεύεις τα ράφια, να ξεφυλλίζεις βιβλία, να βλέπεις περιοδικά, να βλέπεις πράγματα που δεν έχεις ξαναδεί. Αυτό είναι το καλό ότι εμείς έχουμε χιλιάδες τίτλους από μία φορά. Δεν είμαστε δηλαδή το τυπικό βιβλιοπωλείο που θα δεις που έχουν τις καινούργιες εκδόσεις 30 βιβλία το καθένα και έχουν, ας πούμε, ξέρω γω 50 τίτλους πάνω στο τραπέζι. Εμείς έχουμε ξέρω γω 100.000 τίτλους από μία φορά, γι αυτό η ποικιλία είναι τεράστια. Περνάει η ώρα, δεν το καταλαβαίνεις. Πρώτον λοιπόν αυτό ήταν πάντα τυπικό, ότι ανακάλυπτα συνέχεια καινούργια πράγματα. Ακούς διάφορα. Δηλαδή σου ζητάνε πράγματα, που, ξέρω γω, τηλεφωνικό κατάλογο της Θεσσαλονίκης του 1970 με ’80. Ξέρω γω; Ψάχνουν παλιούς τους… Ναι. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχω ακούσει γενικώς. Πάρα πολλά πράγματα.

Μ.Μ.:

Είναι η αγαπημένη μου κατηγορία πελατών στο βιβλιοπωλείο. Οπότε αν θέλεις, είμαι εδώ για σένα να μου πεις όσους περίεργους πελάτες θυμάσαι.

Δ.Κ.:

Κοίταξε, από το ότι ένα βιβλίο που δεν ξέρω πώς το λένε, που δεν ξέρω ποιος το έχει γράψει, που έλεγε μέσα για δυο ξαδέρφες που ήτανε, που κάνανε, σπούδασαν σκηνοθεσία και λοιπά, λέω: «Συγνώμη δεν μου λέει κάτι, ξέρω γω, πρέπει να το έχω διαβάσει και εγώ για να…». Προσπάθησα. Εν τω μεταξύ εγώ επειδή με πιάνει η περιέργεια γκουγκλάρω την άλλη μέρα, έτσι; Και αρχίζω: «δύο ξαδέρφες που…». Τελικά δεν έβγαλα ποτέ άκρη. Θα θελα όμως να βρίσκω έτσι βιβλία με ένα μαγικό τρόπο. Να μου λες: «Ένα βιβλίο που έλεγε αυτό και εκείνο». Τέτοια πολλά. Ένα καλό, είναι λίγο μεγάλη ιστορία. Δεν ξέρω αν πειράζει.

Μ.Μ.:

Καθόλου.

Δ.Κ.:

Λοιπόν μια καλή είναι αυτή. Έρχεται μία μέρα ένας πελάτης μας που ερχόταν στο μαγαζί και τον ψιλοξέραμε, ας πούμε. Και λέει: «Ήμουνα τώρα κάτω στον Ελευθερουδάκη» –πριν κλείσει, στην παραλία, νομίζω έχει κλείσει–

Μ.Μ.:

Νομίζω ναι.

Δ.Κ.:

Ναι, εκεί Γούναρη με παραλία, που ήταν στη γωνία. «Χτύπησε το τηλέφωνο τους, στον Ελευθερουδάκη, και ήτανε κάποιος κύριος που μιλούσε Αγγλικά και το παιδί που το σήκωσε δεν μιλούσε καλά Αγγλικά και μου λέει :«Συγνώμη κύριε. Μήπως ξέρετε να μιλήσετε αγγλικά;». Και παίρνει ο πελάτης λοιπόν το τηλέφωνο και του λέει ένας κύριος από την Αυστραλία ότι: «Ψάχνω ένα βιβλίο του Πούσκιν, τον Ευγένιο Νέγιν». Λέει ο πελάτης: «Αυτό είναι παλιό αλλά ξέρω ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Θα πάω κι αν το βρω, δώστε μου το τηλέφωνο». Τέλος πάντων έδωσε το τηλέφωνο μας νομίζω, «Πάρτε εκεί σε δύο ώρες, θα πάω από κει μήπως το χουνε». Έρχεται λοιπόν ο πελάτης σε μας και κατά τύχη το είχαμε, εκείνη την ώρα, του λέω: «Να το!». «Αμάν λέει θα πάρει ο Αυστραλός τηλέφωνο». Όντως παίρνει ο Αυστραλός τηλέφωνο. Ευτυχώς εγώ, όπως σου είπα, ξέρω Αγγλικά. Μιλάω με τον Αυστραλό και τι μου λέει; «Θέλω να το κάνω δώρο σε ένα παλιό μου έρωτα από τη Θεσσαλονίκη. Θα την ειδοποιήσω ότι σε περιμένει σε εκείνο το μαγαζί ένα δώρο. Δεν θα ξέρει τι είναι». Γιατί το βιβλίο προφανώς κάτι σήμαινε για τους δύο τους τότε, μιλάμε για πριν 30 χρόνια τώρα. «Δως μου λογαριασμό να σου βάλω τα λεφτά απ’ την Αυστραλία, κάντο δώρο, τύλιξε το να μη φαίνεται, η κυρία είναι η τάδε τάδε». Και όντως μετά από καμιά δεκαριά μέρες έρχεται μια κυρία, ξέρω γω, 70 χρόνων, αλλά παλιά αριστοκράτισσα από αυτές τις, φαινότανε. Και παίρνει το βιβλίο και έχει πάθει πλάκα και της λέω και εγώ την ιστορία και έμεινε. Ότι πώς αυτός ο άνθρωπος από την Αυστραλία, βρήκε το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη. Άμα θέλεις όμως όλα τα κάνεις! Εγώ αυτό, αυτό μου δίδαξε, αυτή η ιστορία. Ότι…

Μ.Μ.:

Η κυρία πώς αντέδρασε; 

Δ.Κ.:

Η κυ[00:50:00]ρία ήταν πάρα πολύ χαρούμενη. Και πάρα πολύ συγκινημένη.

Μ.Μ.:

Το άνοιξε μπροστά σου;

Δ.Κ.:

Νομίζω ναι. Νομίζω ναι, γιατί είχε περιέργεια τι είναι. Δεν ήξερε ποιο είναι. Ήρθε πολύ μαγκωμένη έτσι, ξέρω γω, λέει: «μήπως κάνω και λάθος που με έστειλε ο άλλος εδώ τώρα». Δεν ξέρω πώς την ειδοποίησε και τι της είχε πει ακριβώς. Γιατί προφανώς δεν είχαν επαφές τόσο πολλές. Κάνα τηλέφωνο απλό: «Σε περιμένει ένα δώρο σε εκείνο το μαγαζί», και η κυρία σάστισε, ας πούμε, τι δώρο είναι αυτό;

Μ.Μ.:

Απίστευτο.

Δ.Κ.:

Ναι. Και πολλά τέτοια. Δηλαδή πολλά πράγματα. Μου ζητάνε συμβουλές. Δηλαδή: «Τι να διαβάσω» ή «θέλω να κάνω ένα δώρο σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που διαβάζει». Πάρα πολλά δηλαδή. Και άμα πιάνεις έτσι κουβέντα με τον κόσμο, μαθαίνεις και ακόμα περισσότερα μετά. Γιατί, επειδή σου λέω, ο μπαμπάς μου ήτανε του να μιλάει και να γνωρίζεται, το έχω πάρει και εγώ αυτό θέλω το... Ακόμα και στο Instagram τώρα ας πούμε θέλω να τους γνωρίζω τους ανθρώπους που μου κάνουν like και μου γράφουν σχόλια. Δηλαδή μ’ αρέσει η προσωπική επαφή. Δεν θέλω να χαθώ μέσα στο διαδίκτυο και να είμαι απλά ένα ψηφιακό αποτύπωμα χωρίς ουσία και χωρίς… Γιατί η αλήθεια είναι ότι προηγήθηκε το φυσικό μας κατάστημα, κατά 40 χρόνια οπότε δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Το χειρίζομαι και αυτό σαν να είναι το μαγαζί και ότι μιλάω με τον κόσμο, αυτό κάνω, έτσι το έχω πάρει.

Μ.Μ.:

Πες μου τώρα και για το site. Πώς προέκυψε σαν ιδέα η ψηφιοποίηση του καταστήματος;

Δ.Κ.:

Κοίταξε, σαν ιδέα, καλά το είπες, γιατί για να γίνει πράξη τελειωμένη υπολόγισα, αν ανεβάζω τη μέρα 10 βιβλία θέλω 230 χρόνια! Είναι λίγο, είναι λίγο –πώς να το πω– απογοητευτικό, έτσι λίγο disheartening, discouraging, γιατί λες: «Καλά, εγώ ξέρω γω σε καμιά δεκαριά χρόνια μπορεί να πεθάνω κιόλας, 20. Τι θα γίνει δηλαδή, θα πεθάνω εγώ και θα ζει το site μου; Θα ζουν τα βιβλία μου; Μήπως να τα δώσω μία, να τα χαρίσω όλα κάπου να τελειώνω;». Δηλαδή σε πιάνει και λίγο αυτό το πράγμα γιατί είναι πάρα πολλά και λες: «Έλεος, ας πούμε, γιατί να, γιατί να μπω σε αυτό το λούκι τώρα εγώ; Έτσι; Γιατί;»

Μ.Μ.:

Γιατί μπήκες;

Δ.Κ.:

Δεν ξέρω. Να δεν ξέρω. Έχουμε το σαράκι. Μας τρώει το σαράκι, το μεράκι το, όπως θες πες το. Αυτό το πράγμα ότι... Ήμασταν και οι πρώτοι που έτσι κάναμε το μεταχειρισμένο βιβλίο λίγο πιο κυριλέ, να το πω έτσι. Ανεβάσαμε τα βιβλία από τα καλάθια, στα ράφια. Και το είχαμε πάρει ότι δεν είναι ρε παιδί μου, το μαγαζί μας δεν είναι πεταμένα κάτω στα καλάθια και σε κόβω τη φάτσα σου και σου λέω: «Αυτό κάνει ξέρω γω ένα χιλιάρικο» τότε, ή «Αυτό κάνει δύο χιλιάρικα». Ήτανε τα βιβλία μας με τιμές, στα ράφια τους, καθαρισμένα, από σπίτια, σε καλή κατάσταση. Και η αποστολή μας, ας πούμε, ουσιαστικά ήταν ότι διασώζαμε βιβλία από κάποιους που δεν τα θέλανε για κάποιους άλλους που τα θέλουν. Γιατί όταν έρχεται ο άλλος και λέει: «Ψάχνω ένα βιβλίο αλλά αποκλείεται, πολλά χρόνια» και του λες: «Να το», γιατί έχει τύχει να είναι μπροστά μου εκείνη την ώρα εκεί πάνω και να έχουν πάθει πλάκα και να χαίρονται, χαρά. Αυτή η χαρά που βλέπω στον άλλον όταν βρίσκει ένα βιβλίο που είναι εξαντλημένο, που το έχει ψάξει, που έχει πάρει τηλέφωνα, που του έχουν πει: «Ναι, θα στο βρω, θα στο κάνω» και έχουν περάσει από 5 χρόνια και δεν το βρίσκει και τελικά το βρίσκει, αυτή η χαρά είναι πραγματικά και για μένα τρομερή ικανοποίηση και τρομερή χαρά. Αυτή θεωρώ ότι είναι η αποστολή αυτού του μαγαζιού: να διασώζει βιβλία. Και δεν είναι μόνο τα εξαντλημένα. Προσφέρουμε φθηνά βιβλία στον κόσμο. Γιατί το διάβασμα είναι, είναι και λίγο ακριβό. Δηλαδή όταν διαβάζεις πολύ δεν μπορείς. Εγώ, ας πούμε, να σου πω εγώ για μένα. Εγώ το μήνα διαβάζω πέντε βιβλία, έτσι; Μπορεί και εφτά, ανάλογα τα βιβλία και ανάλογα το χρόνο που έχω. Μπορεί και τέσσερα. Αν έπρεπε να αγοράσω 7 βιβλία το μήνα, εγώ σου λέω από 15 ευρώ να κάνανε, για βάλε πόσα λεφτά είναι. Μπορεί να το κάνει αυτό κάποιος άνθρωπος. Σε εμάς όμως με 20 ευρώ μπορείς να πάρεις 12 βιβλία. Έχουμε χαμηλές τιμές, έχουμε προσφορές, έχουμε τώρα κάνει ένα καινούργιο ράφι προσφορών από 1 ευρώ, 1, 2, 3 και 4 ευρώ, και συνδυασμούς, άμα πάρεις τρία βιβλία των, ξέρω γω, των 2 ευρώ θα τα πάρεις 5. 3 βιβλία 5 ευρώ. Να μπορεί, να μπορούν όλοι να έχουν πρόσβαση στα βιβλία. Αυτό επίσης είναι αποστολή αυτού του μαγαζιού: να δίνεις στον κόσμο φθηνά βιβλία, καλά βιβλία όμως, όχι… Βιβλία, κανονικά βιβλία. Και φυσικά να διασώζει βιβλία που δεν υπάρχουν πουθενά, γιατί έχουνε πολτοποιηθεί, είτε έχουν πεταχτεί, είτε έχουν εξαφανιστεί. Δεν ξανά κυκλοφόρησαν, δεν εκδόθηκαν. Τρίτη αποστολή αυτού του μαγαζιού είναι να βοηθάει τον κόσμο στις δουλειές του. Φυσικές, χημείες, μαθηματικά, ηλεκτρονικά, πολλά τεχνικά βιβλία, πολλά επιστημονικά βιβλία, εκδόσεις του πανεπιστημίου, του ΙΜΧΑ, για μελέτες. Πάρα πολύ υλικό, που χρησιμεύει σε ανθρώπους που κάνουνε μελέτες, που κάνουν διδακτορικά, που κάνουν διατριβές, που το θέλουν για τη δουλειά τους. Τώρα, παραδείγματος χάρη, είχαμε ένα βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε πουθενά και έγινε ένα διαδικτυακό σεμινάριο για μάρκετινγκ και πωλήσεις και χτύπησε αυτό το τηλέφωνο που βλέπεις σε δύο μέρες 45 φορές να μου ζητάνε το ίδιο βιβλίο, γιατί τους το είπε ο καθηγητής που ους έκανε το σεμινάριο, από όλη την Ελλάδα και είχα δύο αντίτυπα. Τι να κάνω; Αλλά πάλι κάποιον εξυπηρέτησα. Και αυτή λοιπόν είναι ακόμα μία αποστολή αυτού του μαγαζιού: να βοηθάει τον κόσμο στις δουλειές του. Επίσης να μπαίνει κάποιος μέσα και να ζει την εμπειρία του να βλέπει τόσες χιλιάδες βιβλία μαζεμένα. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα αλλού. Εγώ δεν το έχω δει δηλαδή στην Ελλάδα. Έχουν γυριστεί ταινίες μες στο μαγαζί, έχουν γίνει φωτο – Ναι, απορείς!

Μ.Μ.:

Αλήθεια;

Δ.Κ.:

Ταινία που πήρε μέρος στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, στο εμπορικό τμήμα, βεβαία όχι στο διαγωνιστικό γιατί. Και μάλιστα έπαιξε και ο μπαμπάς μου ένα μικρό ρόλο, τον βιβλιοπώλη. Κανονικά σκηνοθέτες, ηθοποιοί, κάμερες και λοιπά και ήτανε για έναν αγιογράφο που δεν θυμάμαι το όνομά του. Τον Πανσέληνο.

Μ.Μ.:

Πες μου γι αυτή την εμπειρία. Πώς ήτανε;

Δ.Κ.:

Πολύ ωραία εμπειρία ήτανε. 

Μ.Μ.:

Πού χωρέσατε καταρχάς;

Δ.Κ.:

Χωρέσαμε. Όλοι οι καλοί χωράνε! Και οι τρίποδες, και οι κάμερες, και τα φώτα, και όλα. Και ο σκηνοθέτης και όλοι χωρίσανε. 

Μ.Μ.:

Πώς σε πλησίασε ο σκηνοθέτης για να…

Δ.Κ.:

Όπως με πλησιάζουν όλοι. Τυχαία και λοιπά. Αυτό το μαγαζί που σου λέω έχει γίνει σκηνικό για ταινία, έχει γίνει video clip, έχουν γυριστεί, έχουν γίνει φωτογραφήσεις εκεί μέσα. Μας έχουν βάλει όλοι και μας έχουν καλέσει όλα τα μέσα. Ποτέ δεν έχω πληρώσει διαφήμιση. Αυτό μόνο θα σου πω, ότι μέχρι και στη Διεθνή Έκθεση μας κάλεσαν να πάμε τιμής ένεκεν γιατί έχουμε τον κατάλογο της πρώτης Έκθεσης που δεν τον έχει ούτε η Έκθεση! Αυτό πώς σου φαίνεται τώρα, που θες ιστορίες;

Μ.Μ.:

Τι λες; 

Δ.Κ.:

Ναι. Και τώρα, πάλι κάνω παρένθεση, γιατί θυμήθηκα κι άλλη ιστορία, μία που λέμε ιστορήματα. Έγινε μία χρόνια, τώρα τα έγραφα και πάλι το ξέχασα, το –δεν θυμάμαι– το 2014, ένας διαγωνισμός βιτρίνας έκανε η Helexpo για όλη τη Θεσσαλονίκη, με θέμα, μία βιτρίνα με θέμα τη Διεθνή Έκθεση. Και εγώ φυσικά επειδή είμαι και καλλιτεχνικός τύπος και το μόνο που μπορούσα να στολίζω λίγο είναι η βιτρίνα η μικρή που έχουμε και οι βιτρίνες του Φαργκάνη που μας τις είχαν παραχωρήσει για πολλά χρόνια και έβαζα και εκεί βιβλία κι έκανα χριστουγεννιάτικα δεντράκια και ασχολιόμουνα γενικά, έτσι για να έχει και λίγο ωραία εικόνα το μαγαζί. Λέω: «Θα πάρω μέρος στο διαγωνισμό βιτρίνας». Εμείς έχουμε πολύ υλικό από την έκθεση παλιούς καταλόγους, περιοδικά παλαιών εποχών, που είχ[01:00:00]αν «Αρχίζει η 70η, η 60η έκθεση ξέρω γω, η 50η έκθεση» από όλη την περίοδο στην οποία λειτουργεί. Και, ω της ευτυχίας, έχουμε και τον κατάλογο της πρώτης Διεθνούς Έκθεσης το 1926. Ήταν η πρώτη διοργάνωση της ΔΕΘ, Οκτώβριο έγινε, κράτησε κανένα εικοσαήμερο, εμποροπανήγυρης τότε. Άμα δεις κάτι φωτογραφίες, χωριό! Δεν φαίνεται κάνα… Λοιπόν, τα βάζω και εγώ στη βιτρίνα, τα στολίζω, βρίσκω και κάτι παλιές καρτ-ποστάλ με τον Πύργο του ΟΤΕ, και κάτι παλιές Επιλογές από τη «Μακεδονία» με το αυτά και παλιές. Έρχονται, περνάνε από την Έκθεση δύο άνθρωποι –ο ένας μάλιστα τώρα έχει συνταξιοδοτηθεί– ήτανε, δούλευε, ήταν στις δημόσιες σχέσεις εκεί πέρα τέλος πάντων νομίζω. Τη βλέπουν τη βιτρίνα, παθαίνουν πλάκα φυσικά, παίρνω πρώτο βραβείο εγώ. Πρώτο βραβείο βιτρίνα, να το τέτοιο, και ένα κινητό δώρο το οποίο μου το κλέψανε κάποια χρόνια αργότερα. Και μετά από δύο χρόνια, τέλος πάντων, όταν γιόρταζε η Έκθεση τα 90 της, το ‘16, ‘26 ‘16, 90 χρόνια, όχι 90 διοργανώσεις, γιατί κάποια ενδιάμεσα δεν γίνανε λόγω πολέμου και λοιπά, μου πρότεινε αν θέλω να πάρω ένα stand στο περίπτερο 15 νομίζω που ήτανε τα πανεπιστήμια, που ήτανε τα εκπαιδευτικά κέντρα, του πολιτισμού ας πούμε. Και πήραμε και εμείς ένα stand κοτσάραμε και τον κατάλογο εκεί πέρα να το βλέπει ο κόσμος και είχαμε, και πουλούσαμε ας πούμε κάτι ψιλοπράγματα όμως, γιατί δεν μπορούσες να κουβαλήσεις ούτε να κουβαλήσεις και εκεί μέσα. Πιο πολύ για τον κατάλογο έγινε όλη αυτή η φασαρία για να τον δει ο κόσμος, ας πούμε και να τον χαρεί. Και έτσι ναι έχουμε και αυτό το τέτοιο λοιπόν. Μέχρι και στην Έκθεση πήγαμε. Μόνο στο, θα πω κι ένα παράπονο, μόνο στο Φεστιβάλ Βιβλίου κάτω δεν μας έχουνε πει ποτέ να μας δώσουν ένα stand. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε ότι: «Είμαστε κομμάτι της ιστορίας Θεσσαλονίκης και του βιβλίου» και ότι κανονικά έπρεπε ένα stand στο Φεστιβάλ Βιβλίου στην παραλία, έτσι, κάπου σε μία γωνιά. Εν πάση περιπτώσει, έχω πάρει μέρος… Γενικά έλεγα πάντα: «Ναι» γιατί μου αρέσει και το, η εξωστρέφεια και μου αρέσει και να αν ο άλλος μου 'λεγε: «Σας παρακαλώ ελάτε». Στο Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών, ας πούμε, που κάναν, είχαν και κάτι πάγκους έξω από το συναυλιακό χώρο και μέσα στο συναυλιακό χώρο άλλες χρονιές. Τέσσερις-πέντε φορές έχω πάει εκεί. Δεν σκεφτόμουν δηλαδή το κουβάλημα, τον κόπο που έπρεπε εκτός ωραρίου να πάω, να στήνομαι μέχρι τις 23:00 το βράδυ. Έλεγα πάντα ναι. Στο «Berlin» το bar έχω κάνει bazaar και μία βδομάδα ολόκληρη είχα στήσει βιβλία πάνω τους καναπέδες και πίναμε ποτά και. Ε και το «Berlin» ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι όμως. Οπότε δύο ιστορίες ενωθήκανε. Δηλαδή έλεγα «ναι» σε διάφορα πράγματα. Μας βάλανε όλα τα περιοδικά της Ελλάδας από το «Playboy» που είχε για σελίδα Θεσσαλονίκη, τα πρώτα που βγήκαν και έλεγε «νέα από Θεσσαλονίκη». «Marie Claire», το «Εlle», όλα τα περιοδικά, όλες οι εφημερίδες, όλες οι τηλεοράσεις. Δηλαδή, καλά της Θεσσαλονίκης δεν το συζητώ, ΕΡΤ3, τα βάζουνε και σε επαναλήψεις, TV Μακεδονία, Βεργίνα, δεν ξέρω και πώς τα λένε τώρα, πόσα κανάλια είναι. Ραδιόφωνα, ερχόταν στο μαγαζί με μαγνητοφωνάκια, πάρα πολύ, δεν έχω παράπονο. Δηλαδή από… έτσι, προβολή δεν έχω παράπονο. Οι άνθρωποι που ξέρουν και ψάχνουν θέματα, βλέπουν ότι αυτό το μαγαζί είναι θέμα, δηλαδή θα πουλήσει. Και μάλιστα επειδή ρωτάω εγώ –εμένα μου αρέσει, είμαι νουμεράκιας εγώ– θα ρωτήσω πάντα: «Είχε views; Είχε like;». Κατάλαβες; Δηλαδή στη «Lifo» που μας έβαλαν, έγινε χαμός με αυτό το άρθρο, αλλά κάνει καλό και για αυτούς που το κάνουνε. Αυτό είναι αμοιβαίο. Έχω πάει στον Αρναούτογλου ζωντανά στο στούντιο εγώ που με βλέπεις. Βέβαια. Πολλά χρόνια πριν, όταν ήταν στο ΤV Μακεδονία. Ναι, πολλά χρόνια πριν. Και γενικά είναι ένα μαγαζί προβεβλημένο γιατί μας αγαπούσε ο κόσμος γενικά και όποιος ερχότανε, και αν είχε κάποια σχέση με τέτοια... Εντάξει, και στο τέλος ασχολήθηκα κι εγώ με το ραδιόφωνο και τώρα παίζουμε τη διαφήμιση μας στο «1055 rock». Αυτό. Δεν έχω παράπονο. Και άμα σκεφτώ θα θυμηθώ κι άλλα. Έχω κρατήσει ένα αρχείο όσο μπορώ. Και τώρα θα μας φέρει ο Δημήτρης από μέσα ένα, βρήκαμε κατά τύχη ένα περιοδικό που έχει στο οπισθόφυλλο λέει μία διαφήμιση μας. Και δεν θυμόμαστε καν πότε τη βάλαμε αυτή τη διαφήμιση. Αλλά από ό,τι είδα ο εκδότης είναι φίλος, πελάτης και από αυτούς που ερχόταν και μιλούσε με τον μπαμπά μου και προφανώς κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα είπε ο μπαμπάς: «Δεν βάζεις και μια διαφήμιση πίσω στο…». Κάπως έτσι. Ναι. Το «Ιώδιο». Αυτό είναι από το ‘90. Ποιος ξέρει πόσα τεύχη βγήκανε και από πίσω ξαφνικά είδαμε αυτό.

Μ.Μ.:

Τι ωραίο! Πότε είναι; 

Δ.Κ.:

Το ‘90; 

Μ.Μ.:

Το ’91, 4 Ιανουαρίου.

Δ.Κ.:

Ναι, ’91. Είχα κάνει κάτι διαφημίσεις μόνο, το θυμάμαι σαν τώρα, στο «Φιξ Καρέ» ένα παλιό που μοιραζόταν στους κινηματογράφους και στον «Εξώστη».

Μ.Μ.:

Ο «Εξώστης»!

Δ.Κ.:

Ναι. Που ήτανε τρία φύλλα τότε, ας πούμε, αλλά επειδή τότε έχει πολλά σινεμά η Θεσσαλονίκη, ο κόσμος πήγαινε και επειδή συνήθως οι σινεφίλ διαβάζουν κιόλας, ασχολούνται, είναι λίγο παρεμφερές το χόμπι.

Μ.Μ.:

Ήθελα να σε ρωτήσω για αυτό. Ποιο είναι το προφίλ των ανθρώπων που θα έρθουνε στο παλαιοβιβλιοπωλείο, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και στη Παλαιοβιβλιοθήκη συγκεκριμένα;

Δ.Κ.:

Έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια.

Μ.Μ.:

Πες μου τη διαφορά.

Δ.Κ.:

Ναι. Παλιότερα ήταν άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, μη σου πω συνταξιούχοι κιόλας οι πιο πολλοί, δηλαδή γιατροί δικηγόροι που διαβάζανε, καθηγητές, πολλοί καθηγητές, καθηγητές Πανεπιστημίου. Εντάξει, και όχι μόνο συνταξιούχοι και εν ενέργεια. Είχαμε πολύ κόσμο πελάτες, πολλούς καθηγητές, δικαστικούς, εισαγγελείς, πολύ γνωστό κόσμο πελάτες. Από την οικονομική κρίση από το ‘09 και μετά, που τα εισοδήματα των ανθρώπων μειωθήκανε πάρα πολύ – Καταρχήν εξαφανιστήκανε οι μέσες ηλικίες που έχουν παιδιά και οικογένειες. Δηλαδή οι σαραντάρηδες, οι 40- 50 εξαφανίστηκε αυτή η ηλικία, που έχουν υποχρεώσεις. Εγώ είχα κόσμο που ερχόταν κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα οπωσδήποτε και μετά δεν ξανά ήρθανε καθόλου, ας πούμε. Επίσης μειώθηκαν πάρα πολύ και οι μεγαλύτερες ηλικίες. Γιατί και οι συντάξεις υπέστησαν, ας πούμε, μεγάλη μείωση, και ο κόσμος δύσκολα… Άρχισαν όλο και πιο νέοι. Αυτό από τη μία είναι ενθαρρυντικό πολύ γιατί λόγω της κρίσης, λόγω των πολιτικών, έτσι που ‘χαμε τις αναταράξεις, άρχισαν ψαχνόταν ξανά, άρχισαν ξανά να ζητάν κομμουνιστικά. Ξέρεις, κάθε φορά που ιστορία λίγο πάει να μπερδευτεί, αρχίζει ο κόσμος και ψάχνεται. Λίγο φιλοσοφίες, λίγο αυτά, λίγο εκείνα να δουν τι γίνεται. Βέβαια οι πιο νέοι θα ψωνίσουν από το χαρτζιλίκι τους. Δεν είναι πλέον, κατάλαβες, που ερχόταν ο άλλος και ήξερε μία φορά το μήνα θα πάρει ξέρω ‘γω 100 ευρώ βιβλία. Έχει αλλάξει λοιπόν πολύ το προφίλ των ανθρώπων. Τώρα έχει γίνει και λίγο μόδα λίγο με τον Bookstagram, λίγο θα ‘ρθουν και ζευγάρια, θα ‘ρθουν και οι κοπελίτσες που δεν τα είχαμε παλιά αυτά. Δηλαδή, βασικά ήτανε πιο πολλοί άντρες οι πελάτες μας. Ναι, αυτό είναι τσεκαρισμένο. Τώρα μοιράστηκαν λίγο. Και γενικώς, ναι, έχει αλλάξει το προφίλ του κόσμου που πάει στα βιβλιοπωλεία. Οι μεγαλύτεροι τώρα… πιο πολύ δηλαδή τώρα βλέπω από το internet. Αυτοί που παίρνουν τηλ[01:10:00]έφωνο δεν είναι νέοι, δηλαδή δεν είναι 20 χρονών, γιατί το καταλαβαίνεις κι απ’ τη φωνή, το καταλαβαίνεις, «Στείλτε το στην εταιρεία τάδε», ξέρω γω. Οι νέοι θα βγουν τη βόλτα τους και λοιπά. Οι πιο μεγάλοι τώρα και λόγω της κατάστασης βέβαια που δεν είναι και για βόλτες πολύ-πολύ και φυλάγονται κιόλας, και λόγω των δουλειών που πλέον έχουμε γίνει όλοι πρέπει να κάνουμε 50 δουλειές για να βγάζουμε ένα εισόδημα, όπως παλιά, έκανες μία και το έβγαζες, τώρα κάνεις 50. Δεν μπορεί ο κόσμος. Βλέπω λοιπόν ότι απ’ το τηλέφωνο, δηλαδή η γενιά τώρα που είναι 40-50 εκπαιδεύτηκε με το internet, δεν τους χάλασε καθόλου. Και είχα και πελάτες εγώ θυμάμαι, ένα κύριο μου έλεγε: «Κάνε ένα e-shop να μην έρχομαι, να τα βλέπω» και έλεγα: «Καλά τόση… δεν βαριούνται μέσα σε μια οθόνη να βλέπουν ας πούμε;». Εγώ παλιά έλεγα: «Αμάν, βόλτα, Θεσσαλονίκη, σιγά. Κάνεις μια βόλτα και ψωνίζεις. Πρέπει, δηλαδή αν είσαι Θεσσαλονίκη πρέπει να το πάρεις από το internet;». Κι όμως, δεν έχει χρόνο πλέον ο κόσμος γιατί όπως είπα έχουμε σκορπιστεί σε πολλά, για να βιοποριστούμε κάπως.

Μ.Μ.:

Μου είπες και για το Bookstagram και το Instagram. Πώς προέκυψε αυτή σου η κίνηση και πότε;

Δ.Κ.:

Κοίταξε, ναι. Εγώ γενικά… πάλι ο μπαμπάς μου το έχει πει αυτό. Τον ρώτησα μία φορά: «Μπαμπά, εσύ που είσαι τόσο διαβασμένος και ξέρεις τόσα πράγματα, τι είναι η ευτυχία;» και λέει: «Ευτυχία είναι να συμβαδίζεις με την εποχή σου. Και να μην κάθεσαι να κλαίγεσαι ότι τα παλιά τα χρόνια που ήταν καλύτερα που, που, και να γκρινιάζεις και να μην κάνεις τίποτα και να μένεις στάσιμος. Πρέπει να εξελίσσεσαι μαζί με την εποχή, με το περιβάλλον σου, με τους συνανθρώπους σου, γιατί αλλιώς μένεις πίσω, και μένεις μόνος, και αρχίζεις και μεμψιμοιρείς και κλαίγεσαι». Και επειδή δεν ήταν μίζερος άνθρωπος και γενικά δεν είμαστε, σαν οικογένεια, της μιζέριας και θεωρώ και για τον εαυτό μου ότι με τα μέσα που είχα έχω κάνει πολύ περισσότερα από ό,τι θα έκανε ένας άνθρωπος στη ζωή του μέχρι τώρα, ακριβώς γιατί έλεγα: «Ναι», δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Γιατί και εμπειρίες μάζευα, και το μαγαζί μου διαφήμιζα, και κόσμο γνώριζα, και πέντε κουβέντες έλεγα, και γιατί να μην πάω; Κουραζόμουνα αλλά τα ‘κανα. Λοιπόν, και με την λογική του «συμβαδίζω με την εποχή μου», το Facebook καλά, είχα κάνει τη σελίδα της Παλαιοβιβλιοθήκης από την αρχή σχεδόν. Θεώρησα ότι πρέπει από τη στιγμή που έχω εγώ Facebook να έχει το μαγαζί μου Facebook, δεν το συζητούσα αυτό. Instagram προέκυψε και αυτό, εντάξει, είχαμε μία ατυχία γιατί ξεχάσαμε, δεν ξέραμε να μπούμε μετά, και το είχαμε χάσει κάνα δυο χρόνια, αλλιώς θα ήμασταν πολύ πιο ανεβασμένοι αλλά ουσιαστικά πέρσι το ανέκτησα, έχω ένα χρόνο δηλαδή που το δουλεύω εντατικά. Το είχαμε κάνει πριν τέσσερα χρόνια περίπου, η ανιψιά μου σαν πιο νέα, «να κάνω -μου λέει- Instagram;». «Κάνε», της λέω. Μετά δεν θυμόταν, το password να μπούμε. Και κάτι είχε πάθει το κινητό μου και με πέταξε έξω και δε μπορούσα να ξαναμπώ μετά. Οπότε ένα χρόνο έχω που το δουλεύω. Εκεί ανακάλυψα ότι υπάρχει το Bookstagram, στα γεννοφάσκια του νομίζω το βρήκα και εγώ, κι αμέσως φυσικά είπα: «Γιατί όχι; Θα μπω και εγώ σε αυτή η κοινότητα». Βέβαια εγώ, σαν μαγαζί τώρα, δεν προτείνω βιβλία γιατί καταρχήν δεν έχω χρόνο να κάθομαι να γράφω όλη την αυτή του βιβλίου που διάβασα, όπως κάνουνε, έτσι, έτσι λειτουργεί κάπως το Βookstagram, διαβάζεις ένα βιβλίο ή σου στέλνει ο εκδοτικός μερικά βιβλία, ας πούμε, τα διαβάζεις και λες τη γνώμη σου και λοιπά. Εγώ δεν ακολουθώ αυτή την τακτική. Εγώ ακολουθώ την τακτική του ότι δείχνω στον κόσμο την πληθώρα των βιβλίων που έχω με φωτογραφίες που βγάζουμε στο μαγαζί, με βιντεάκια που κάνουμε στο μαγαζί, μιλάμε για διάφορα βιβλιοφιλικά θέματα, κάνουμε διαγωνισμούς, κάθε εβδομάδα δίνω ένα βιβλίο δώρο. Από τα stories εγώ το κάνω, εγώ είμαι λίγο ανάποδη, εγώ κάνω giveaway στα stories και q&a sessions στα post. Ανάποδα από ό,τι τα κάνουν οι άλλοι Βookstagramers, αλλά γενικώς κάπως πρέπει να ξεχωρίζουμε! Λοιπόν. Μου αρέσει κιόλας, δηλαδή γιατί πάντα είχα μία ευχέρεια και στο λέγειν, εξ ου και το ραδιόφωνο που έκανα εκπομπή λόγου ουσιαστικά, δεν ήταν τόσο πολύ μουσική γιατί με βάλανε το πρωί και το χάραμα και το πιο πρωί και λοιπά. Μουσική βέβαια, μουσικό είναι το ραδιόφωνο αλλά η εκπομπή ήθελε μπλα-μπλα, να τα λέμε έτσι όπως είναι τα πράγματα. Και στο γράψιμο τα καταφέρνω γιατί σου λέω έχω μοιάσει στον μπαμπά μου. Και έχω γράψει και εγώ και τα blog μου και τα τέτοια. Έχει και μπλοκ το site τώρα. Βέβαια! Και μάλιστα τώρα θα σου πω κι άλλη ιστορία τώρα που θυμήθηκα. Έγραφα και στο thinkfree, ένα free press. Ένα όχι free press –πώς το λένε– διαδικτυακό press. Και μου λέει, ο Κισσόπουλος νομίζω, ναι: «Θα πάμε να κάνουμε μία παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού στο βιβλιοπωλείο του Κωνσταντινίδη με τρία διαδικτυακά περιοδικά: ο Εξώστης, ή Parallaxi και εμείς. Εσύ θα είσαι από μας και άλλοι δύο», τώρα η μία κοπέλα δεν ζει πια κιόλας, και είναι λυπηρό τώρα που το θυμήθηκα. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται ο Ζουργός. Εγώ είχα πάρει το κομμάτι των βιβλίων πριν από αυτό που είχε βγάλει, την ιστορία όλη ας πούμε. Τότε είχε βγάλει τον Βίο του Ματίας Αλμοσίνο κάπως, το έχω και υπογεγραμμένο με αφιέρωση. Βέβαια! Λοιπόν και έχω κάνει δηλαδή και παρουσίαση βιβλίου. Καθόμασταν εκεί στον Κωνσταντινίδη, στη Μητροπόλεως όλοι μαζί, ο Ζουργός στη μέση. Και ενώ δεν το είχα ξανακάνει αυτό ποτέ, ήτανε έτσι επιτυχημένη. Τον ρώτησα ένα συνταρακτικό. «Κύριε - λέω- Ζουργέ, εμείς ξέρουμε ότι οι καλοί συγγραφείς, όλοι κάτι είχανε. Αλκοολικοί ήτανε, τρελοί ήτανε, αυτοκτονήσανε στο τέλος, ήτανε ας πούμε ο Μπουκόφσκι, ο Χέμινγουει, ο έτσι, ο ένας, πάμφτωχοι, να πεινάνε, να ζούνε με τις ψείρες ξέρω γω και τα τέτοια». Και του λέω: «Εσείς είστε ένας κανονικός άνθρωπος. Πώς γίνεται να είστε και καλός συγγραφέας;»

Μ.Μ.:

Τι σου απάντησε; 

Δ.Κ.:

Του άρεσε η ερώτηση βασικά πολύ. Γελούσαν όλοι, τι να μου απαντήσει ο άνθρωπος. Είναι δάσκαλος και περνά από το μαγαζί πολύ συχνά, γιατί κάπου εκεί πάνω μένει. 

Μ.Μ.:

Πάρα πολύ μου άρεσε. Οπότε σου έχει μείνει αυτή η εμπειρία της πρώτης παρουσίασης.

Δ.Κ.:

Ναι, μου χει μείνει. Γενικώς όμως το σόι μας είναι… και έχω κι ένα ξάδερφο συγγραφέα, βέβαια. Τον Βαγγέλη τον Ραπτόπουλο. Είναι και γνωστός αυτός.

Μ.Μ.:

Τι έχει κάνει;

Δ.Κ.:

Ε πώς; Τα διόδια, τη Λούλα, το…

Μ.Μ.:

Καστανιώτης δεν είναι;

Δ.Κ.:

Νομίζω ναι; Δεν ξέρω τώρα αν έχει αλλάξει. Γιατί έχει γράψει πολλά, και έχει άλλα γνωστά τώρα που δεν μου έρχονται. Έχει κάνει καταρχήν το σενάριο για την, την ταινία τη Φανέλα με το νούμερο 9, του Κουμανταρέα που έπαιζε ο Τζώρτζογλου. Το σενάριο το ‘κανε ο Βαγγέλης, ναι.

Μ.Μ.:

Πάρα πολύ ωραία. Πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Δ.Κ.:

Ο νονός μου ήταν εκδότης. Ο θείος μου είναι εκδότης κάτω στην Αθήνα. Γενικώς...

Μ.Μ.:

Οπότε δεν μπορούσες κι εσύ να ξεφύγεις από αυτόν τον χώρο.

Δ.Κ.:

Εντάξει.

Μ.Μ.:

Και εντάξει, νομίζω ότι είναι και λίγο εντυπωμένο μετά από ένα σημείο και στο χαρακτήρα σου, στον DNA ενδεχομένως.

Δ.Κ.:

Είναι, εντάξει , ναι, είναι. Ήμασταν πάντα γενικά προς αυτή την πλευρά. Οι γονείς μου ήταν… η μαμά μου ήταν καθηγήτρια αγγλικών, ο μπαμπάς μου είχε σπουδάσει κάτι Εργοδηγών Μεταλλειολόγων, άσχετα. Είχε δουλέψει και σε κάτι μετάλλια στα νιάτα του. Δεν μας πίεσαν ποτέ για να σπουδάσουμε και λοιπά, ήταν πολύ φιλελεύθερα πνεύματα. Εντάξει, και ήμασταν γενικά… Τώρα το Instagram λοιπόν έγινε και αυτό και τώρα έγινε και το s[01:20:00]ite το οποίο ευελπιστούμε να βάζουμε όσο πιο πολλά βιβλία γίνεται, για να μπορεί ο κόσμος να βλέπει γιατί είναι κρίμα να έχουμε στο μαγαζί ας πούμε 100.000 βιβλία και στα site να έχουμε 1.200, τα μετράω ένα-ένα όπως καταλαβαίνεις. Εντάξει κάθε μέρα βάζω, αυτή τη δουλειά κάνω τώρα, έχω πέσει με τα μούτρα. Και προσπαθώ να τα κάνω όλα μόνη μου, πράγμα που δεν γίνεται βέβαια.

Μ.Μ.:

Ο κορονοϊός πώς έχει επηρεάσει τη λειτουργία του βιβλιοπωλείου;

Δ.Κ.:

Πάρα πολύ. Πάρα πολύ, γιατί καταρχήν τα μαγαζιά ήταν κλειστά πόσο καιρό και δεν πήρανε τίποτα, έτσι; Πήραν 800 ευρώ στην αρχή. Πόσα ήταν; 500, ούτε θυμάμαι. Μία φορά, αυτό. Δεν είχε δηλαδή σαν τους υπαλλήλους αναστολές και λοιπά και λοιπά. Οι έμποροι, ως συνήθως, άμα είσαι ελεύθερος επαγγελματίας στην Ελλάδα, είσαι εγκληματίας εξ ορισμού, είσαι φοροδιαφεύγεις εξ ορισμού, είσαι κλέφτης, είσαι απατεώνας και δεν σου αξίζει τίποτα. Θες ας πούμε 50.000 γραφειοκρατικά για να βάλεις ένα ΚΑΔ και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα και καλύτερα μην ανοίγεις δηλαδή μαγαζί, έτσι; Τώρα, μαγαζιά που να έχουν περάσει 40 χρόνια ξέρεις είναι πολύ μικρά τα ποσοστά. Είχε κάνει μία έρευνα το Forbes, δεν θυμάμαι τώρα να σου πω ακριβώς τα ποσοστά, πάντως είναι πολύ μικρά ποσοστά ότι τα μαγαζιά συνήθως 5 με 7 χρόνια ζούνε και μετά κλείνουνε, και όσοι περνάνε τα 20 θεωρείται γεγονός σπουδαίο και τα 40, ακόμα, έτσι; Και δύο, νομίζω 2 στους για να φτάσεις 100 χρόνια, είναι ξέρω γω δύο στους χίλιους, κάτι πολύ περίεργο. Δε ξέρω. Ο κορονοϊός μας γονάτισε, μας γονάτισε. Εμείς έχουμε σταματήσει να αγοράζουμε. Εγώ σταμάτησα τις αγορές. Έχω αλλάξει τη λειτουργία του μαγαζιού λόγω του κορονοϊού. Έχω σταματήσει τις αγορές τελείως. Γιατί, Μαρία, πλέον με τα βιβλία γίνεται χαμός. Από τη μία καλά είναι τα social media, από την άλλη έχουμε γεμίσει μικροπωλητές βιβλίων. Ό,τι έχει ο καθένας σπίτι του, βγαίνει στο internet και το πουλάει. Αυτό τώρα για μένα είναι αθέμιτος ανταγωνισμός όπως καταλαβαίνεις. Διότι αν και εγώ, αν είχα 100 βιβλία εδώ πέρα και τα έβαζα 2 ευρώ το ένα τι με νοιάζει; Ξέρω γω; Ας μη τα πουλήσω. Αφού τα χω που τα χω. Μετά είναι μία παρεξηγημένη… επειδή μπαίνω σε γκρουπ, διαβάζω, ασχολούμαι με τα βιβλιοφιλικά γκρουπ και στο Facebook και στο Instagram διαβάζω τις γνώμες του κόσμου, με ενδιαφέρει και επειδή έχω και μια ικανότητα να σκρολάρω γρήγορα λόγω από το καθηγήτρια που ήμουνα και διάβαζα τις εκθέσεις, έχω μάθει και εντοπίζω πολύ εύκολα τα σημεία που με ενδιαφέρουνε, υπάρχει μία παρανόηση του κόσμου ως προς τα παλαιοβιβλιοπωλεία. Βλέπω και γράφουνε υποτιμητικά κυρίως ότι ξέρω εγώ, «Παιδιά έχω, ξέρω γω, 200 βιβλία που δεν τα θέλω και θέλω να τα ξεφορτωθώ», πρόσεξε με αυτές τις λέξεις τις οποίες μου τις λένε και μένα στο τηλέφωνο. «Πού μπορώ να τα πουλήσω;». Αρχίζει με το πρώτο οξύμωρο. Αφού θες να τα ξεφορτωθείς, ας πούμε, γιατί θες να τα πουλήσεις; Χάρισ' τα κάπου. Πρώτον. Δεύτερον. Άμα θα του πεις: «Δίνω τόσο», θα σου πει «Τι; Θέλω να ξεφορτωθώ αλλά θέλω να βγάλω και ένα μηνιάτικο». Ναι, αλλά αγαπητέ δεν είσαι μόνο εσύ. Εγώ έχω ένα μαγαζί που έχω ζήσει να έρχονται τη μέρα 50 για να πουλήσουν και δύο για να αγοράσουν αυτό το μαγαζί πώς θα σταθεί; Αφού έλεγα στον μπαμπά μου να γράψω ATM από δω έξω, ότι είμαστε ATM. Ειδικά Παρασκευές, να φύγουν Σαββατοκύριακα; Έφεραν φοιτητές αυτά, βιβλία. Ναι, ναι, αλλά επειδή ο μπαμπάς… «Πάρε 10 ευρώ, πάρε 20 ευρώ πάρτε», κατάλαβες; Και τώρα γυρνάν και λένε ότι: «Α στο μοναστηράκι –γιατί για την Αθήνα διάβασα– στο Μοναστηράκι τα αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές». Τι τιμές; Ρώτα και τον άνθρωπο που κάθεται στο Μοναστηράκι όλη τη μέρα, να πω και αυτό, για να πηγαίνει τουρίστας να χαλβαδιάζει στο Μοναστηράκι. Ρώτα τον άνθρωπο αυτόν όλη μέρα πόσοι πάνε να του πουλήσουν. Τι έχει, τράπεζα έχει να βγάζει από την τσέπη του τη μέρα 1.000 ευρώ για να αγοράζει τα βιβλία τα δικά σου που θες να τα ξεφορτωθείς; Τη «σαβούρα» σε εισαγωγικά, διότι τελικά θα σου πει: «Έχω [ΔΑ] εγκυκλοπαίδειες». Κι εγώ τις έχω την καθεμία 10 φορές. Γιατί δεν παίρνεις εσύ από μένα μία ας πούμε; Και γενικώς υπάρχει μία παρανόηση και μία υποτίμηση στα παλαιοβιβλιοπωλεία που εμένα με στεναχωρεί αυτό το πράγμα. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι κάνουνε μία δουλειά που είναι πολύ δύσκολη. Και ο κόσμος έχει απαιτητικός, να πας στο σπίτι τους να τα πάρεις, να μη σου λένε τι είναι. Δηλαδή λέει: «Έστειλα στον τάδε, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, πήρα τηλέφωνο και μου είπε να στείλω mail με τους τίτλους». Φυσικά, ο άνθρωπος. Γιατί; Να μην ξέρει τι θα αγοράσει δηλαδή; Δεν το κατάλαβα. Σαν να τους έχουμε καλομάθει λίγο; Έτσι, γιατί υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις. Δεν είναι όλοι, αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις και είπα και εγώ τώρα με τα social media και τα αστεράκια στην Google και τα σχολιάκια τα κακοπροαίρετα και τα hate comments που λέμε, δεν αγοράζω τίποτα λοιπόν. Σας αρέσει καλύτερα; Εσείς με αναγκάζετε όμως. Διότι όταν σου λέει ένας άνθρωπος ότι –δεν ξέρω πώς θα σου φανεί– φέρνεις εσύ, λες: «Έχω κάτι βιβλία» και σου λέω: «Ένα ευρώ τα 10». Χωρίς να ξέρω μπορεί να είναι σκισμένα, μπορεί να είναι γραμμένα, που μας έχει τύχει, μπορεί. Σου λέω: «Φέρε τα όλα, ό,τι έχεις ένα ευρώ τα 10, ας πούμε. Δεν θες, μην τα φέρεις». Δεν χρειάζεται όμως να πεις ότι: «Ναι, ναι. Εσύ όμως το πουλάς το ένα». Τι σε νοιάζει; Κάτσε και εσύ και πούλα το. Άνοιξε μαγαζί. Κάτσε εδώ πέρα και πούλα το άμα είσαι μάγκας. Και θυμάμαι και τον μπαμπά μου, πάλι θα πω, που όποτε τύχαινε τέτοια περίπτωση δηλαδή, ξέρω γω, έφερνε ένας άνθρωπος μία τσάντα βιβλία και τα κοιτούσε ο μπαμπάς μου, ε να έχει και τίποτα καλό γιατί συγνώμη τώρα, άμα τα έχεις 50 φορές, τα βιβλία είναι κοινά, έτσι, σε όλα τα σπίτια. Άμα σου φέρουν μία τσάντα που έχει μέσα, ας πούμε, βιβλία που δεν σε πολύ ενδιαφέρουν γιατί τα έχεις ή δεν φεύγουνε, άλλη τιμή θα πεις. Άμα είναι μία τσάντα Καζαντζάκης άλλη τιμή θα πεις, που ξέρεις ότι θα τα πουλήσεις και δεν έχεις. Κι αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας. Λοιπόν, έλεγε ο μπαμπάς μου λοιπόν μία τιμή π.χ. έλεγε, ξέρω εγώ, είχε μέσα 10 βιβλία, έλεγε 10 ευρώ. «Τι;». Έλεγε ο μπαμπάς μου: «Λοιπόν, πήγαινε από δω μέχρι το Βαρδάρη. Άμα βρεις δεκάευρο –έλεγε- δεκάευρο δεν πρόκειται να βρεις. Βιβλία θα βρεις στους κάδους πεταμένα». Δηλαδή κατάλαβες; Έχουμε λίγο και την, τα μαγαζιά αυτά, τη φήμη του ότι και καλά εκμεταλλεύονται τον κόσμο –όχι εκμεταλλεύονται– ότι το αγοράζουν πολύ φθηνά και το πουλάν πολύ. Ναι αλλά εγώ για να πουλήσω ένα, αγοράζω 1.000 όμως, αυτό ποιος το ξέρει; Κατάλαβες; Για να πουλήσω ένα, να βρεις ένα καλό ή ένα σημαντικό. Θα βρεις ένα στα 50, για να μην πω χίλια, ένα στα 50 θα είναι πουλήσιμο, να πεις: «Θα πάρω τα λεφτά που έδωσα». Τα άλλα θα σκονίζονται και θα μένουνε χρόνια όπως έχουμε βιβλία μες στο μαγαζί που είναι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Και λέω πια έχω βαρεθεί να το βλέπω αυτό το πράγμα. Δεν το αγόρασε ποτέ κανείς. Γιατί; Γιατί, ξέρω γω; Και αλλά μόλις τα παίρνεις και το μυρίζονται ότι το πήρες, φεύγουνε. Κατάλαβες τι γίνεται; Είναι και αυτή η παράμετρος της δουλειάς, την οποία ο κόσμος δεν την καταλαβαίνει. Νομίζουν όλοι ότι έχουν σπίτια τους θησαυρούς. «Έχω μία Δομή». Εντάξει okay, όλη η Ελλάδα έχει μία Δομή στο σπίτι του. Όμως δεν μπορώ να τις πάρω εγώ όλες τις Δομές και να τις πληρώνω κιόλας. Γι’ αυτό και εγώ σταμάτησα τις αγορές και δεν αγοράζω τίποτα.

Μ.Μ.:

Πες μου, συγγνώμη.

Δ.Κ.:

Ναι ένα συμπλήρωμα, βέβαια είναι και για λόγω του site. Γιατί είπα να ξεκαθαρίσω λίγο και τι έχω, να δούμε, τι έχουμε. Γιατί αν κάθε μέρα μπαίνουν μέσα κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, το έχασα το παιχνίδι και δεν θέλω. Είπαμε λίγο να δούμε τι μας γίνεται. Και γι αυτό το λόγο βασικά.

Μ.Μ.:

Εκτός από αυτή την αλλαγή που έχεις σταματήσει πλέον να αγοράζεις από ανθρώπους τα βιβλία τους, πως έχει αλλάξει η δραστηριότητα του βιβλιοπωλείου αυτά τα 40 χρόνια; Από την ώρα που ξεκίνησε μέχρι τώρα ας πούμε, πώς παρατηρήσεις ότι έχει αλλάξει;

Δ.Κ.:

Κοίταξε, δεν έχει αλλάξει πολύ η αλήθεια είναι γιατί εμείς το φροντίσαμ[01:30:00]ε αυτό. Θέλουμε μία σταθερότητα, το μαγαζί πρέπει να είναι ανοιχτό πολλές ώρες. Δεν κάναμε δηλαδή εκπτώσεις σε ωράρια και σε τέτοια. Ο μπαμπάς μου ήταν όλη μέρα, ήμασταν όλη μέρα ανοιχτά. Δηλαδή θυμάμαι την παλιά διαφήμιση στον «1055» έλεγε: «Ανοιχτό όλη μέρα κάθε μέρα». Κάθε μέρα, ήμασταν 9:00 με 21:00. Ήμασταν από τους πρωτοπόρους του συνεχόμενου ωραρίου. Κι ο μπαμπάς μου πήγαινε και τις Κυριακές, πήγαινε γιορτές. Γιατί, σου λέω, δεν ήθελε να πάει στο καφενείο, του άρεζε να πάει εκεί να πιει τον καφέ θα ερχόταν κανένας γείτονας, θα ερχόταν κι ένας φίλος και προτιμούσε να πάει στο μαγαζί. Λοιπόν, ήμασταν πάντα πολλές ώρες ανοιχτά και τώρα φροντίζουμε όσο μπορούμε περισσότερο. Λίγο το ωράριο άλλαξε, αλλά γενικά, έχει αλλάξει και η ζωή στην πόλη. Δηλαδή τα απογεύματα είναι πιο νεκρά πλέον από ό,τι ήταν. Εγώ κατεβαίνω καμιά φορά 19:00 στις Σβώλου και είναι άδεια. Λες: «Πού είμαι;». Λίγο δηλαδή το απόγευμα έχει χαθεί. Εκτός αν είσαι στην Αριστοτέλους, έτσι; Δεν το συζητώ. Εμείς εκεί που είμαστε έχει λίγο αλλάξει η γειτονιά. Δηλαδή παλιά ήταν μία πολύ ωραία γειτονιά και τώρα έχει γίνει λίγο κάπως. Δεν θέλω να πω λεπτομέρειες για να μη με θεωρήσουν και περίεργη ας πούμε. Γενικά. Ας πούμε παλιά καθόμουνα όλο το μεσημέρι έξω σε μία καρέκλα. Τώρα είναι γύρω-γύρω μου στα παγκάκια γεμάτο κόσμο και δεν αισθάνομαι άνετα μόνη μου να κάτσω έξω και να κοιτάω προς το παγκάκι, γιατί αναγκαστικά πρέπει. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν είναι πλέον ούτε πολύ ασφαλής η γειτονιά ούτε και πολύ ευχάριστη, όπως ήτανε. Δεν λειτουργεί το σινεμά τόσο καιρό. Τι να πω; Έχει αλλάξει λίγο η κατάσταση από αυτή την άποψη. Κατά τα άλλα, προσπαθούμε να μην αλλάξει κάτι βασικό στη λειτουργία μας. Κάνουμε πολλά. Αλλάζει προς το καλύτερο. Τώρα ας πούμε κάνουμε δώρα με κάθε αγορά, ασχέτως ποσού. Και ένα ευρώ να αγοράσεις θα πάρεις σελιδοδείκτη, στυλό, και ταξιδιωτικό οδηγό. Και τώρα θα βάλω και τέταρτο δώρο: dvd. Είτε ταινίες, είτε μαγειρικές, είτε ταξιδιωτικά. Ξέρεις, κανένα «Discovery Channel», διάφορα. Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός πλέον με τα social media, με τα giveaway, με τα δώρα, με τα τέτοια. Πρέπει να δίνεις περισσότερα πράγματα, στον κόσμο. Παλιά ευχαριστιόταν με την έκπτωση. Του έκανες μία έκπτωση. Τώρα θέλουνε πραγματούδια.

Μ.Μ.:

Μάλιστα.

Δ.Κ.:

Αλλά, σου λέω, προσαρμοζόμαστε. Προσαρμοζόμαστε. Δεν μου είναι δύσκολο. Και δώρα δίνω, και giveaway κάνω και δωροεπιταγές έχω δώσει. Τώρα όμως είναι κρίμα όταν ο άλλος είναι από μακριά να μην μπορεί να ‘ρθει στο μαγαζί και να πρέπει να ψάχνει απ’ το site γιατί το έκανα και αυτό μία φορά και δυσκολεύτηκε να διαλέξει προφανώς, οπότε δεν θέλω να δυσκολεύω κανέναν. Και θα δίνω βιβλία. Και μία άλλη ιστορία που μόλις μου ήρθε στο μυαλό. Προχθές, προχθές.

Μ.Μ.:

Μ’ αρέσει που σου ‘ρχονται.

Δ.Κ.:

Ναι γι’ αυτό σου έχω πάρα πολλά, είναι πολλά τα χρόνια και είναι πολλές οι εμπειρίες και σίγουρα θα φύγεις και θα πω «Πω δεν είπα το πιο σημαντικό».

Μ.Μ.:

Θα ξανάρθω άμα θες!

Δ.Κ.:

Όποτε θες. Λοιπόν προχθές. Χτυπάει messenger μήνυμα είναι κάποια κυρία που προφανώς την έχω φίλη στο Facebook και μου γράφει «Καλησπέρα μπορώ να σας ζητήσω μία χάρη;». Λέω: «Καλησπέρα, σας ακούω». Λέει: «Είμαι άνεργη μητέρα δύο παιδιών. Μου αρέσει πολύ το διάβασμα αλλά δεν μπορώ να αγοράσω βιβλία. Μήπως γίνεται να μου χαρίσετε ένα;». Τόσο πολύ με… μαγκώθηκα εκείνη την ώρα και λέω: «Εννοείται. Πού είσαι;». «Στη Λαμία». «Εντάξει, θα το στείλω με δικά μου έξοδα». Φυσικά θα της στείλω δύο-τρία, ξέρω γω. Συμβαίνουν και αυτά. Και έναν άστεγο είχαμε στη… και μια άστεγη κυρία και έναν άστεγο κύριο που περνούσανε και τους έδινε ο μπαμπάς μου βιβλία από αυτά που είχαμε έξω, να διαβάζουνε.

Μ.Μ.:

Τι ωραία!

Δ.Κ.:

Γενικά ο μπαμπάς μου έκανε πάρα πολλά δώρα, πάρα πολλά δώρα. Να και εγώ προχθές πήγα στην ενδοκρινολόγο μου, της πήγα ένα βιβλίο Ο υπερθυρεοειδισμός που το βρήκα του, παλιό, «Για να δείτε παλιά που κάνανε στο Χίλτον στην Αθήνα μόλις είχε πρωτογίνει η ενδοκρινολογική εταιρεία!». Γενικώς όπου θα πάμε, θα πάμε για ένα βιβλίο έτσι για να μας θυμούνται, έτσι; Με αφιέρωση φυσικά. Ήταν ο μπαμπάς μου πολύ του δώρου. Γενικά φεύγαν όλοι από κει με γεμάτα χέρια. Και το έχω πάρει και μου αρέσει και μένα να κάνω δώρα. Και τώρα, εντάξει. Φυσικά σκέφτηκα κιόλας ότι θα στείλω τα βιβλία στην κυρία, κι αν το πει σε 10 γνωστές της και αρχίζουν να μου ζητάνε όλοι; Είναι κάτι που δεν γίνεται να κάνεις, καταλαβαίνεις κιόλας, μία δύο ναι, αλλά. Ελπίζω να μη μου βγει σε κακό. Είπας: «Ας κάνω ένα δώρο». Γιατί να είναι και του Αγίου Δημητρίου του πολιούχου μας, ας είμαστε λίγο έτσι. Όχι. Πώς μαγκώθηκα που σου λέω. Λέω: «Κοίτα να δεις».

Μ.Μ.:

Ναι. Νιώθεις. Σε στιγμές, θέλω να σταθούμε λίγο στο πόσο μπορείς να συνδεθείς με έναν άνθρωπο μέσω αυτής της δουλειάς. Πόσο μπορείς να έρθεις κοντά με έναν άνθρωπο, να τον γνωρίσεις σε ένα δεύτερο επίπεδο, μέσω των βιβλίων.

Δ.Κ.:

Κοίταξε, υπάρχει ένας κώδικας που ενώνει αυτόματα. Δηλαδή αν έχεις κάποιο κοινό αγαπημένο συγγραφέα π.χ., δηλαδή εγώ που είμαι τρελή φαν της Αγκάθα Κρίστι μπορώ και να στείλω καρδούλες σε αγνώστους στην Αγγλία που βάζουνε ας πούμε βιβλία της Αγκάθα Κρίστι και την αγαπάνε και λένε «Christie Fans» γιατί είναι μια συγγραφέας που έχει μιλάμε τρελό –πώς το λένε– κοινό. Δεν ήξερε, δεν υπάρχει τέτοια φαινόμενο σαν την Αγκάθα. Καταρχήν είναι πιο πολυμεταφρασμένη, και είναι η πιο… Ναι, Αγγλικά, Γαλλικά και έχει πουλήσει τα περισσότερα βιβλία μετά τη πρώτη σε πωλήσεις συγγραφέας στον κόσμο είναι. Είναι η μόνη που έχουν γραφτεί βιβλία και λέει Αγκάθα Κρίστι τα έχουν γράψει άλλοι μετά το θάνατο της, με τον Πουαρό ας πούμε χαλαρά. Εγώ είμαι τρελή και παλαβή, δηλαδή κάθομαι και βλέπω κάθε βράδυ στο Ertflix, κοιμάται ο Δημήτρης και κάθομαι και βλέπω Πουαρό που τα έχω δει 200 φορές. 200 όχι 2, 200 αφού λέω θα με περάσει για τρελή στο τέλος. Και λέω τώρα κάθομαι και κοιτάω τις εκφράσεις του, κοιτάω τα σπίτια πώς είναι μέσα, ακριβώς τι έχουν. Και τώρα τι ανακάλυψα; Ότι κάνει θα παίξει το θέατρο στο θέατρο στο Λονδίνο αυτός ο David Suchet νομίζω προφέρεται το όνομα του, που έκανε τον Πουαρό τον βασικό, σε πολλά χρόνια στη σειρά, και θα παίξει τρεις βδομάδες μόνος του, το έργο λέγεται «Poirot and More» τους ρόλους τους βασικούς και θα αλλάζει πάνω στη σκηνή, μία Πουαρό, μία γυναίκα από κάτι άλλο και τώρα είμαι έτοιμη να κλείσω να πάω στο Λονδίνο μόνο για να δω αυτό. Δηλαδή τέτοια τρέλα. Όταν λοιπόν δω κάποιον ο οποίος έχει την ίδια τρέλα με την Αγκάθα Κρίστι, δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο, δεν πα’ να ‘ναι δολοφόνος δεν… Α έχουμε πυροτεχνήματα εδώ στον Εύοσμο. Χαιρόμαστε που είμαστε ζωντανοί. Δεν ξέρω κάποιο λόγο. Γενικώς ναι, μπορείς να συνδεθείς σε ένα δεύτερο επίπεδο. Μπορείς όμως και να χωριστείς. Γιατί τώρα στο Bookstagram ας πούμε, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, γράφουν όλοι για τα ίδια βιβλία γιατί τα παίρνουνε λίγο τζάμπα από τους εκδοτικούς γιατί γι αυτό το λόγο προσπαθούν να κάνουνε followers. Παίρνουν βιβλία τι θα πούνε; Θα πούνε δεν μου άρεσε; Αφού ο εκδοτικός θέλει να το προωθήσει. Είναι το καινούργιο του ας πούμε. Τώρα, ας πούμε, κάθε εβδομάδα βλέπουμε τέσσερα βιβλία μόνο. Εγώ αυτό το πράγμα λίγο με κουράζει, βαριέμαι. Να φανταστείς βαριέμαι εύκολα. Στην εκπομπή μου το πρωί που έκανα 7:00 καθόμουν και έγραφα τι είπα χθες, μην πω, το καλημέρα πώς το είπα χθες, μην το πω με την ίδια, με τον ίδιο τρόπο, γιατί βαριέμαι να με ακούω. Και τώρα λίγο με κουράζει αυτό το πράγμα στο Βookstagram. Δηλαδή τα ίδια βιβλία όλοι και από κάτω όλοι τα ίδια σχόλια, γιατί πρέπει να έχεις engagement και πρέπει να γράφεις σχόλια και λίγο αυτό, και λίγο εκείνο. Δηλαδή και εγώ γράφω σχόλια αλλά τα σχόλιά μου είναι ξέρω γω: «Μου αρέσει ο Τρούμαν Καπότε και εγώ το[01:40:00]ν θεωρώ πολύ μεγάλο συγγραφέα. Δείτε και την ταινία που έπαιζε ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν που ήταν καταπληκτική». Δηλαδή θα κάνω σχόλιο, όταν έχω κάτι να πω, δεν θα γράφω: «Α τι ωραία παρουσίαση, θα το διαβάσω. Μπαίνει στη λίστα μου», απλά για να φανεί το account, ας πούμε. Τώρα θα μου πεις για αυτό δεν έχεις followers ακόμα. Εντάξει, δεν πειράζει.  Τι να κάνω, εγώ θέλω να είμαι αληθινή και να δίνω τις γνώσεις μου και η γνώση πρέπει να μοιράζεται και η πείρα. Αυτό είναι το motto μου. Άμα έχεις πείρα σε κάτι και ξέρεις πέντε πράγματα να τα λες και στους άλλους. Μη τα κρατάς για τον εαυτό σου γιατί αλλιώς δεν έχουν καμία αξία. Η γνώση είναι δύναμη αλλά η δύναμη στη δίνει το να τη μοιράζεσαι. Όχι απλά να την έχεις και να την ξέρεις μόνος σου. Ότι ξέρω, γιατί στο κάτω-κάτω κανείς δεν ξέρει τίποτα. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα, αυτό είναι το βασικό. Και έτσι που λες, λίγο αυτό με τα ίδια βιβλία. Μπορεί δηλαδή να έχεις διαβάσει το βιβλίο αλλά εσύ να πεις ένα τσικ ότι: «Ναι μου αρέσει ένα τσικ πιο πολύ από σένα» και τελικά να μη συνδεθείς ενώ σ ‘άρεσε. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί, κάπως περίεργα. Γενικά τα social media λειτουργούν κάπως περίεργα. Γενικά η εποχή είναι κάπως περίεργη. Οι άνθρωποι είναι αρπαγμένοι, είναι έτοιμοι για καυγά, όλοι έτοιμοι ακόμα και στα βιβλιοφιλικά τα γκρουπ, που υποτίθεται είναι πολιτισμένοι άνθρωποι και που έχουν διαβάσει και δέκα βιβλία και έχει ανοίξει το μυαλό τους. Έτοιμοι για καβγά, είναι όλοι έτοιμοι για καβγά. Εγώ αυτό το πράγμα. Εν τω μεταξύ ήμουνα πάντα κατά του καυγά. Δεν μπορώ να κάθομαι να μαλώνω ούτε στο Facebook, ούτε στο Ιnstagram, βαριέμαι. Έχω καλύτερα πράγματα να κάνω στη ζωή μου και δεν είμαι δηλαδή της ίντριγκας και του αυτού. Κάνω τη δουλειά μου, δεν κοιτάω τι κάνουν οι άλλοι, κοιτάω τι κάνω εγώ. Και η αλήθεια είναι πολλές φορές με έχουν αντιγράψει κιόλας παρά να ‘χω αντιγράψω εγώ άλλους ας πούμε. Γιατί ιδέες, δόξα τω Θεώ, μου κατεβαίνουνε δεν έχω πρόβλημα. Από ιδέες… άμα υπήρχε δουλειά να πουλάω ιδέες θα ήμουνα Bill Gates τώρα. Αλήθεια.

Μ.Μ.:

Και αυτό από το μπαμπά το πήρες;

Δ.Κ.:

Τις ιδέες; Εγώ νομίζω έχω πιο πολλές. Ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς μου βαριόταν και λίγο. Δηλαδή ήθελε να κάνει αυτά που του άρεσαν και δεν… δηλαδή προτιμούσε να κάθεται να γράφει, να κόβει κολάζ και λοιπά και βαριόταν να κάνει κάτι άλλο που δεν το έχει δει. Εγώ δεν βαριέμαι να δοκιμάσω, ούτε φοβάμαι να κάνω κάτι καινούργιο. Γι αυτό και πήγα στο ραδιόφωνο. Εντάξει. Πριν 12 χρόνια ας πούμε. Δεν ήταν κάτι που έκανα από μικρή, ούτε το είχε κανένα τρελό όνειρο. Προέκυψε και πήγα.

Μ.Μ.:

Πώς προέκυψε, ήθελα να σε ρωτήσω.

Δ.Κ.:

Ναι, προέκυψε γιατί άκουγα «1055» και μόλις είχαν γίνει τα Facebook και αυτά και τους είχα κάνει φίλους. Γιατί ποιους θα κάνεις φίλους; Την Αγκάθα Κρίστι πρώτα, like στη σελίδα Αγκάθα Κρίστι, Μάρλον Μπράντο –τα πρώτα μου like ήταν αυτά γιατί και με το Μάρλον έχω έναν έρωτα– λοιπόν και 1055 και τους παραγωγούς που άκουγα, αφού όλη μέρα αυτούς άκουγα. Και μία μέρα ρώτησα τον ιδιοκτήτη, και έτσι που είναι το πρωί τον παραγωγό, ότι άμα θέλω να μιλήσω για διαφήμιση με ποιον θα μιλήσω για διαφήμιση. Και μου λέει: «Θα μιλήσεις με μένα». Και πήγα στα γραφεία και με το που αρχίζουμε να μιλάμε μου λέει: «Α ναι αλλά εσύ έχεις ωραία φωνή». Λέω: «το έχω και αυτό το προσόν έχω ωραία φωνή». Και μου λέει: «Θέλω μία φωνή που να μην είναι καμένη στα ραδιόφωνα, να μην έχει γυρίσει, δηλαδή, και φωνή καινούργια που να μην έχει ακουστεί». Και έτσι ξεκίνησα. «Έλα μου λέει να δούμε αν φοβάσαι το μικρόφωνο». Λέω: «Εγώ δεν φοβάμαι τίποτα αγαπητέ μου, το μικρόφωνο θα φοβηθώ;». Γιατί ξέρεις καμιά φορά στο μικρόφωνο κομπλάρεις. Εγώ λοιπόν δεν κόμπλαρα, το έχω το μπλα-μπλα και με βοήθησε βέβαια πολύ το καθηγητριλίκι τόσα χρόνια που είναι σαν θέατρο, στέκεσαι μπροστά σε 20 παιδιά –στα φροντιστήρια δούλευα εγώ δεν δούλευα σε σχολείο, γιατί Proficiency που είπαμε– αλλά έκανα ενήλικες, έκανα μεγάλες τάξεις και πιο μικρά κυρίως, μεγάλα όμως παιδιά, ενήλικες. Κι όταν έχεις τώρα είκοσι 18άρια, μόλις έχουν περάσει στο πανεπιστήμιο και θέλουν να πάρουν Proficiency και είναι όλο μαγκιά και, αυτό, και είσαι εσύ μπροστά τους, ας πούμε. Και είμαι και επιτυχημένη καθηγήτρια πρέπει να πω, με αγαπάνε όλοι, έχω επαφές με όλους και τα πήγαινα καλά. Τους είχα σε σειρά όλους και παίρνανε και τα πτυχία τους. 

Μ.Μ.:

Ο πρώτος καιρός έτσι στο ραδιόφωνο πώς σου φάνηκε; Τι σε ενθουσίασε;

Δ.Κ.:

Με ενθουσίασε ότι δεν χρειαζόταν πλέον να λέω: «Ας βάλει αυτό το τραγούδι!», το έβαζα μόνη μου! Έκανα πρόγραμμα για πάρτη μου. Έκανα μία εκπομπή και ό,τι τραγούδι έπαιζα…». Ας πούμε έψαχνα γιατί όλα τα βάζα μόνη μου, δεν μπορούσα να βάλω, δηλαδή, κάτι με έπιανε, δεν μπορούσα να παίξω λίστα. Ήθελα να βάλω αφού έχω την επιλογή να βάλω γιατί να μην ακούσω αυτό που μου αρέσει; Και καμιά φορά θες ρε παιδί μου να βγεις και λίγο έξω ξέρω γω και λοιπά, από κάτω πέφτει το αυτόματο, δεν είναι ότι θα μείνεις χωρίς τραγούδι. Και ποτέ δεν τα άφηνα, έλεγα: «Γιατί να ακούσω αυτό αφού προτιμώ να ακούσω το άλλο, ξέρω γω;». Αυτό με ενθουσίασε πολύ. Βέβαια ήταν τρομακτική εμπειρία, διότι τρομακτική με την έννοια του ότι όταν δεν ξέρεις τίποτα και βλέπεις μία κονσόλα με 500.000 κουμπιά και φωτάκια και αυτά και είσαι μόνη σου, γιατί στην αρχή κάτι Κυριακές έκανα μόνη μου και ξαφνικά π.χ. πέφτουν οι κεραίες στον Χορτιάτη και σταματάνε όλα, συγκοπή! Εντάξει, πολύ αγχωτική δουλειά στην αρχή. Πολύ άγχος. Και εγώ ήμουνα και σε μία φάση της ζωής μου και της υγείας μου που δεν έπρεπε να αγχώνομαι. Αυτό βέβαια δεν μπορώ να το αποβάλλω ποτέ γιατί είμαι αγχώδης εκ γεννησιμιού μάλλον. Αλλά ένα παραπάνω το ραδιόφωνο, πολύ αγχωτική δουλειά. Αλλά και το άλλο που με εντυπωσίασε είναι ότι στην αρχή νόμιζα ότι με ακούει μόνο η μαμά μου και καμιά φορά, ας πούμε, έλεγα κάτι και χτύπαγε το τηλέφωνο και έλεγε κάποιος: «Αυτό που είπες είναι πολύ σωστό». Και έμενα έτσι, με το στόμα, δηλαδή τώρα με ακούνε που μιλάω! Και δεν μπορείς να το συνειδητοποιήσεις ότι σε ακούν ας πούμε 10.000 κόσμος περίπου, ξέρω ‘γω, 07:00 η ώρα το πρωί. Ή άμα είσαι στις 12:00 σ’ ακούνε 40.000 άνθρωποι, γιατί είναι πολύς κόσμος αυτός. Και φυσικά μου έχουν τύχει μετά και διάφορα. Μπαίνω στο ταξί και λέει: «Τη φωνή σου κάπου την ξέρω». Λέω: «1055 ακούς;». «Ναι». Δηλαδή έχω γνωριστεί με πολύ κόσμο λόγω φωνής μετά. Εντάξει, ωραίες καταστάσεις. Γνώρισα πολύ κόσμο καταρχάς στο ραδιόφωνο. Γιατί ο καθένας έχει ένα κύκλο άλλων τόσων. Βγήκα πολύ, πήγα σε πολλά μπαρ, πήγα σε πολλά ντιτζειλίκια, πήγα σε πολλά στην αρχή για να τους γνωρίσω. Έκανα πολλά πράγματα. Βέβαια πήγαινα σε συναυλίες εγώ, πήγαινα και πριν το ραδιόφωνο, μου άρεσε η Rock, ήταν η μουσική που άκουγα και αν δεν ήταν ο «1055» δεν θα έκανα ραδιόφωνο. Δηλαδή αν μου λέγανε: «Έλα να μας λες, ξέρω γω, τις ειδήσεις ή να βάζεις Μποφίλιου». Αποκλείεται. Δηλαδή δεν το είχα όνειρο να κάνω ραδιόφωνο. Ήταν όμως η μουσική που ήξερα, ένιωθα άνετα γιατί την ήξερα αυτή μουσική. Και φυσικά ποτέ δεν σταματάς να μαθαίνεις και μελέτησα κιόλας. Δηλαδή εγώ τότε δεν είχα Internet στο σπίτι ακόμα, δεν είχαμε βάλει γιατί και το παιδί της αδερφής μου ήταν μικρό και δεν θέλαμε ξέρεις να, ήταν η εποχή δημοτικό που αρχίζανε να, και δεν είχαμε βάλει ακόμα και. Βάλαμε βέβαια αμέσως μετά γιατί και με το ραδιόφωνο το χρειαζόμουνα. Αλλά στην αρχή θυμάμαι τον πρώτο καιρό, το πρώτο εξάμηνο, πήγαινα στα ίντερνετ καφέ και ξέρεις τι έκανα; Έβαζα τα ακουστικά και άκουγα metal. Γιατί με τη metal από ένα σημείο και πάνω, τα πολύ metal, δεν τα ήξερα, δεν τα άκουγα και δεν είχα, ας πούμε, αυτό που θεωρούσα εγώ τον εαυτό μου με αρκετές γνώσεις. Γιατί είμαι και λίγο τελειομανής έως πολύ. Και πήγαινα στα ίντερνετ καφέ με τα ακουστικά και έγραφα στα γνωστά μου σημειωματάρια, που κάθε φορά κάνω κι ένα καινούργιο σημειωματάριο και δεν ξέρω τι να πρωτογράψω και όλο και κάτι γράφω και το χαλάω. Και άκουγα metal. Και έχω κάνει καταλόγους, γιατί φοβόμουνα θα πάω να κάνω εκπομπή και άμα κολλήσω και δεν μου ‘ρχεται κανένα τραγούδι να βάλω; Να μην έχω και 10 χαρτιά μαζί μου να βλέπω τα συγκροτήματα να παίρνω καμιά ιδέα; Έπαιξα και DJ, σε μαγαζιά βέβαια, μερικές φορές. Δεν ήταν κάτι που με… Ωραίο είναι, αλλά δεν ταίριαξε, δεν μου ταίριαξε πολύ για να το κυνηγήσω. Δηλαδή ήταν πολλές οι ώρες, ήταν πολύ ξενύχτι, ήμουνα στην ηλικία που το είχα περάσει τη φάσ[01:50:00]η μάλλον. Αν ήμουνα δηλαδή, αν με έβρισκε πιο μικρή σίγουρα θα το έκανα, γιατί εμένα δώσε μου νύχτα και μπαρ, πιο παλιά, και τώρα τι πιο καλό, θα δούλευα κιόλας, και λοιπά. Αλλά φαίνεται η εποχή που με βρήκε δεν ήταν, οι αντοχές μου είχανε πέσει λίγο. Τα ‘κανα κι αυτά δηλαδή. 

Μ.Μ.:

Πάρα πολύ ωραία. Τώρα συνεχίζεις; Πώς συνεχίζεις με το ραδιόφωνο;

Δ.Κ.:

Τώρα ηχογραφώ ένα ένθετο από το σπίτι, το οποίο λέγεται «Album of the week». Κάθε εβδομάδα διαλέγουμε ένα άλμπουμ που είναι είτε πάρα πολύ καλό, είτε πολύ ιστορικό, είτε πολύ σημαντικό για την περίοδο που βγήκε ξέρω γω και λοιπά. Και κάθομαι γράφω κείμενα στο χέρι, τα κάνω πέντε parts, ας πούμε, από τρεις παραγράφους το καθένα, και μετά τα ηχογραφώ και τα στέλνω και τα βάζουν μουσική, τα κάνουν παραγωγή, και παίζει κάθε τρίωρο.

Μ.Μ.:

Σου λείπει το ζωντανό;

Δ.Κ.:

Μου λείπει. Μου λείπει, ναι. Πήγα, πήγα πριν κάνα μήνα έλειπε ο ένας ο πρωινός, ο ένας από τους «Άθλιους γιους» γιατί με αυτούς νταλαβεριζόμουν πιο πολύ γενικώς και λοιπά. Και πήγα και έκανα τρεις εκπομπές. Μου λείπει. Μου λείπουν βασικά οι συνεργάτες που ήμασταν μαζί κάθε μέρα, αυτό μου λείπει πιο πολύ και η εκπομπή και οι ακροατές. Μου λείπει να είμαι στο στούντιο, και το μόνη μου μού λείπει, να κάνω μια εκπομπή μόνη μου. Ξέρεις, να είσαι μόνη σου στο στούντιο και να κάνεις μια εκπομπή, να τα βάζεις τέρμα και να τραγουδάς κιόλας, και εκεί που τραγουδάς να λες: «Καλά αυτό το τραγούδι το έχω ακούσει από 500.000 φορές, ακόμα μου αρέσει τόσο πολύ;». Γιατί η μουσική είναι η πιο παλιά μου αγάπη από τα βιβλία, να το πω έτσι. Γιατί μουσική ακούω, ξέρω εγώ, από το Γυμνάσιο ενώ βιβλία δεν διάβαζα τόσο πολύ όταν ήμουνα στα γυμνασιακά μου χρόνια. Δεν ήμουνα το παιδί δηλαδή που θα ξεσκιστεί στο εξωσχολικό διάβασμα. Παίζει να μην έχω διαβάσει Πηνελόπη Δέλτα και αυτά που διαβάζουν όλοι. Δεν διάβαζα εκείνη την περίοδο. Από τα 18 και μετά άρχισα να διαβάζω.

Μ.Μ.:

Μέσα στο μαγαζί.

Δ.Κ.:

Ναι μέσα στο μαγαζί. Αν και το μαγαζί το είχαμε δεν… δεν ξέρω, δεν ήμουνα πολύ της μελέτης γενικώς, ούτε στο σχολείο ούτε αυτό. Απλά τα, ήμουνα του μπλα-μπλα, τα άκουγα κάτι, με σήκωνες στο μάθημα, το έλεγα εγώ το μάθημα με κάποιο τρόπο, έβγαλα 18 και 2 στο απολυτήριο Λυκείου. Εντάξει, όλα μία χαρά.

Μ.Μ.:

Σαν παιδί, πόσο ήσουνα όταν άνοιξε το βιβλιοπωλείο, να γυρίσουμε λίγο πίσω.

Δ.Κ.:

Ακριβώς τώρα δεν θυμάμαι να σου πω. Δηλαδή πρέπει να ήμουνα 15- 14.

Μ.Μ.:

Δεν είχες επαφή τότε με το βιβλιοπωλείο;

Δ.Κ.:

Όχι. Είχε ανοίξει ο μπαμπάς μας ένας μαγαζί και ούτε το ξέραμε ποιο είναι ούτε μας ένοιαζε. Γιατί σου λέω, και στην αρχή κι αυτός σαν χόμπι το ‘κανε. Ξεκίνησε πήρε εκεί, είχε τη γραφομηχανή στο σπίτι, την πήρε στο μαγαζί, μετά είχε το ένα κασετόφωνο στο σπίτι, το πήρε στο μαγαζί, μετα βιβλία σιγά-σιγά τα πήγαινε. έλεγε η μαμά μου: «Τι καλά αδειάσαμε λίγο. Να βάλουμε και τα δικά μας τα βιβλία στη βιβλιοθήκη, ξέρω γω». Αλλά γενικά το σπίτι μας έχει βιβλιοθήκη, είχαμε στον τοίχο τον Παλαμά και τον Καβάφη πορτραίτα. Απλά επειδή ίσως ήταν δεδομένα και έλεγα: «Εντάξει, όποτε θέλω έχω χρόνο». Δεν μου άρεζε πολύ και το διάβασμα στο σχολείο, δεν μπορούσα να κάτσω να διαβάσω. Ας πούμε και στις Πανελλήνιες στην Ιστορία ήτανε που –γιατί ήμουνα Τρίτη δέσμη, φυσικά δήλωσα δύο σχολές μόνο για να μην περάσω μάλλον– και φυσικά η Ιστορία ήταν εκεί, ενώ στην έκθεση διέπρεψα και έγραψα 18 στην Ιστορία έγραψα, ξέρω ‘γω 11; Γιατί, μα αφού δεν είχα διαβάσει, δεν διάβαζα. Δεν μπορούσα, δεν ήταν. Κι έλεγε η μαμά μου: «Αν ήξερες τους στίχους των τραγουδιών σαν, αν ήξερες τα μαθήματά σου όπως ξες τα τραγούδια τα αγγλικά τραγούδια, τόσο καλά πρώτη θα πέρναγες, σε ό,τι σχολή ήθελες!». Αυτά όταν άνοιξε το μαγαζί. Είχα άλλα ενδιαφέροντα.

Μ.Μ.:

Εγώ εν γένει έχω καλυφθεί πλήρως από όλα όσα έχουμε πει σήμερα και μου άρεσε πάρα πολύ, μου άρεσαν πάρα πολύ όλες οι εικόνες που μου δημιούργησες. Θέλω να σε ρωτήσω δυο πράγματα: ποιο είναι, αν ξεχωρίζεις κάποιο βιβλίο εκεί μέσα ή κάποια βιβλία μέσα από αυτά τα χιλιάδες βιβλία που έχετε, αν υπάρχει ας πούμε ένα το οποίο αν έρθει η ώρα να πουληθεί μπορεί και να μην το δώσεις.

Δ.Κ.:

Όχι, Μαρία μου. Δεν ξεχωρίζω, είναι πάρα πολλά. Δηλαδή χάνεσαι, οποιοσδήποτε θα χανότανε. Παλιά, καταρχήν μάζευα τα Αγκάθα Κρίστι στις εκδόσεις Λυχνάρι. Και τα είχα στο σπίτι μου. Κυκλοφορούσα στα περίπτερα με τα χαρτάκια τίτλους Λυχνάρι, τίτλους αγγλικούς μην τυχόν κάνω κάνα λάθος και πάρω άλλο από αυτό που θέλω. Γυρνούσα όλη τη Θεσσαλονίκη σαν τους μανιακούς όπως κάνουν όλοι με τα χαρτάκια και λοιπά. Το βλέπω το κάνουν ακόμα και τώρα. Είχα μαζέψει 80 βιβλία, τα είχα βρει σχεδόν εκτός από 3-4 που δεν βρήκα ποτέ, τέλος πάντων. Τα έχω διαβάσει όλα 500 φορές. Έλεγε ο μπαμπάς μου «Βρε φέρ’ τα στο μαγαζί να τα πουλήσουμε!». Έλεγα: «Τι; Θα πουλήσω εγώ τα Αγκάθα Κρίστι μου;». «Βρε φέρ’ τα στο μαγαζί να τα πουλήσουμε! Φέρ’τα στο μαγαζί, φέρ’τα στο μαγαζί». Δεν είχα πού να τα βάλω, τα χα βάλει στη βιβλιοθήκη στα ντουλάπια μέσα γιατί είναι και μικρά γλιστράνε κιόλας αυτά, εν τω μεταξύ, είναι δεν μπορείς να βάλεις στοίβες το ένα πάνω στο άλλο. Κάποια στιγμή λέω: «Βρε δεν τα πάω;». Δηλαδή αρχίζεις και το απομυθοποιείς λίγο, γιατί βλέπεις ότι μετά: «Ορίστε, το ξαναβρήκα το βιβλίο». Επίσης παλιά, ας πούμε έπιανα να διαβάσω, να τώρα έχω μπροστά μου την Πάπισσα Ιωάννα την οποία είναι το επόμενο μου βιβλίο που θα διαβάσω. Έλεγα, ξέρω ‘γω, καθόμουν στο μαγαζί, έπαιρνα από το ράφι ένα βιβλίο, ας διαβάσω ξέρω γω την Ανθρώπινη Δουλεία του Σόμερσετ Μωμ –λέω τώρα ένα τυχαίο που μου είχε αρέσει πολύ. Το διάβαζα εγώ και έμπαινε ένας πελάτης –έχει τύχει– «Εδώ –λέει- είχατε την Ανθρώπινη Δουλεία προχθές που πέρασα». Έλεγα: «Την πουλήσαμε». Δεν το έδινα δηλαδή το βιβλίο που διάβαζα. Τώρα θα το ‘δινα. Δηλαδή το απομυθοποίησα κι αυτό. Εντάξει, θα το ξαναβρείς σιγά. Το θέλει ο άνθρωπος, ας το πάρει, θα το ξαναβρώ εγώ κάπου και αν δεν το ξαναβρώ θα διαβάσω κάτι άλλο. Δηλαδή όσο είσαι πιο μικρός είσαι πιο ρομαντικός, είσαι πιο συναισθηματικός, μετά λίγο σκληραίνεις. Σε κάνει η κατάσταση. Για αυτό δεν θα, τι να στεναχωρηθώ να πουλήσω τι; Δεν ξέρω αν θα στεναχωρηθώ να πουλήσω κάτι.

Μ.Μ.:

Από τη στιγμή που έδωσες και την Κρίστι νομίζω…

Δ.Κ.:

Ναι, νομίζω δεν υπάρχει κάτι άλλο.

Μ.Μ.:

Και το τελευταίο που θέλω να σε ρωτήσω είναι: θέλω να μου πεις ποιο είναι το μέλλον του βιβλιοπωλείου; Πώς σχεδιάζεις και τι ελπίζεις;

Δ.Κ.:

Λοιπόν, τι ελπίζω. Δεν ξέρω αν είναι αργά για τόσα πολλά που ελπίζω. Εννοώ αργά στη ζωή μου αλλά ποτέ δεν είναι αργά από ό,τι λένε, οπότε θα το πάω έτσι. Ελπίζω, μία που μπήκα στο χορό τώρα με το site και φυσικά χωρίς τη βοήθεια του Δημήτρη, δεν θα μπορούσα να το κάνω όλο αυτό. Αυτός με μπρίζωσε και με έσπρωξε γιατί εγώ μόνη μου τι να, τι να κάνεις μόνη σου τώρα, έτσι; Ένας άνθρωπος μόνος του. Θέλω να γίνει πολύ γρήγορα πολύ μεγάλο αυτό το site. Θέλω δηλαδή όλα αυτά που έκανε ο μπαμπάς μου και που άφησε ο μπαμπάς μου να μην πάνε χαμένα. Θέλω να γίνει κάτι μεγάλο που να υπάρχει εις το διηνεκές. Εντάξει εγώ παιδιά δεν έχω, έχω ένα ανίψι όμως. Ας το έχει να το δουλεύουν άλλοι και ας παίρνει τα λεφτά, ας πούμε. Θέλω να γίνει κάτι μεγάλο. Παλιά ήθελα να ανοίξω ένα δεύτερο μαγαζί κάπου αλλού σε ένα νησί, σε ένα τέτοιο, τώρα δεν το πολυσκέφτομαι γιατί πού να πρωτοπάς και τι να πρωτοκάνεις και η λιανική πεθαίνει σιγά-σιγά, έτσι; Πάλι στο Forbes το διάβασα, ότι το retailing πνέει τα λοίσθια. Δεν είναι καιρός δηλαδή για να ανοίγεις μαγαζιά. Θέλω να έχω μία πολύ ισχυρή παρουσία στα… θέλω το οι σελίδες μου να πάνε πολύ καλά. Τώρα θέλω να κάνω διαφημίσεις, θέλω να κάνω χορηγούμενες δηλαδή στα social media. Κάναμε Tik-tok. Θέλω να κάνω, έχω πάρα πολλές ιδέες, θέλω να κάνω β[02:00:00]ιντεάκια, θέλω να έχω άπειρο χρόνο να κάνω. Εγώ ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Να έχω την οικονομική δυνατότητα να έχω 10 άτομα να μου δουλεύουνε το site, να ανεβάζουν βιβλία για να μην έχω αυτό το άγχος. Να έχω κι άλλους 10 να γράφουνε blog. Λοιπόν το ιδανικό μου και εγώ θα ήθελα να ασχολούμαι μόνο με την καλλιτεχνική επιμέλεια. Να λέω: «Αυτά θα βάλουμε slider, αυτή τη φωτογραφία θα βάλουμε εδώ, αυτό το post θα ανεβάζουμε στο τέτοιο». Κατάλαβες; Να επιμελούμαι καλλιτεχνικά, και να γυρίζω βιντεάκια, και να λέω βλακείες, και να γελάω και να ευχαριστιέμαι γιατί είμαι και άνθρωπος του χιούμορ και οι εκπομπές στο ραδιόφωνο χιουμοριστικές ήταν που κάναμε, μου αρέσουν τα αστεία, μου αρέσουν τα, τα αστεία τα βίντεο, τα, ό,τι έχει σχέση με χιούμορ, γενικά. Αυτό θα ήθελα σε ιδανικό τέτοιο. Αφού δεν γίνεται προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ μόνη μου με το Δημήτρη, αλλά το μέλλον έτσι το θέλω και όσο γίνεται πιο γρήγορα, για να μπορούμε να το χαρούμε και λίγο. Και θα σου πω και ένα ανέκδοτο για το τέλος.

Μ.Μ.:

Για πες! 

Δ.Κ.:

Ήταν ένας που ψάρευε σε ένα ψαροχώρι εκεί στην παραλία. Κάθε μέρα το ίδιο βιολί. Έπιανε δύο ψάρια. Κάθε μέρα δύο ψάρια, κάθε μέρα δύο ψάρια. Πάει ένας συγχωριανός: «Γιατί ρε συ - λέει ξέρω γω- Γιώργο δεν παίρνεις μία βαρκούλα να μπεις μέσα να ψαρεύεις να βγάζεις πιο πολλά ψάρια;». Λέει: αυτός «Και μετά;». «Μετά θα τρώτε, θα δίνεις στις αδερφές σου, θα δίνεις στην οικογένεια όλη και λοιπά ξέρω γω;». «Και μετά;». «Ε μετά- λέει- μπορεί να πουλάς και μερικά στην αγορά, να μαζέψεις λεφτά, να πάρεις και μία δεύτερη βαρκούλα, να βάλεις κανέναν άλλον να τη δουλεύει». Λέει: «Και μετά;». «Μετά- λέει- θα βγάζεις πιο πολλά λεφτά. Θα πηγαίνεις στην ψαραγορά, πιο κει, τη μεγάλη θα τα πουλάς, θα βγάζεις λεφτά». «Και μετά;». «Ε, μετά θα πάρεις ένα ψαροκάικο, ρε Γιώργο, μετά. Θα πάρεις ψαροκάικο, θα βάλεις και δυο-τρεις μέσα να δουλεύουνε». «Ε και μετά;». «Μετά- λέει- θα βγάζεις πολλά, θα βγάζεις τελάρα ψάρια, θα τα πουλάς στις αγορές, θα γίνεις γνωστός και θα βγάζεις πιο πολλά λεφτά». «Και μετά;». «Ε μετά θα πάρεις κι άλλα καΐκια. Θα γίνεις μεγαλέμπορος ψαριών και θα έχεις πάρα πολλά λεφτά». «Και μετά;». «Ε μετά- λέει- θα έχεις λεφτά και θα κάθεσαι». «Γιατί τώρα --λέει- δεν κάθομαι;». Και πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι και τώρα κάθομαι γιατί να τα κάνω, γιατί να τα κάνω όλα αυτά!

Μ.Μ.:

Όμως κάτι σε τροφοδοτεί. Τι είναι αυτό;

Δ.Κ.:

Τι με τροφοδοτεί; Ο χαρακτήρας μου με τροφοδοτεί. Ήμουνα πάντα –πώς να το πω– είχα μία ζωντάνια, ήμουνα η ψυχή της παρέας. Ήμουνα αυτή που έλεγε: «Θα πάμε εδώ, θα πάμε εκεί», που κανόνιζε που έκανε, αρχηγός, που στο σχολείο ήμουν αρχηγός και άμα καμιά μου αντιμίλαγε έφευγε από την ομάδα μου και έκανε άλλη ομάδα δικιά της άμα ήτανε και αυτή αρχηγικός τύπος. Είμαι control freak, θέλω να τα έχω όλα υπό έλεγχο, αλλά γενικά έχω μία όρεξη και παθιάζομαι με τα πράγματα που μου αρέσουνε, ό,τι και να είναι αυτό. Δηλαδή όπως και ο μπαμπάς μου. Έχω, είμαι μερακλού κι εγώ. Θέλω να τα κάνω ωραία τα πράγματα. Δηλαδή και εδώ, ήρθα τώρα τελευταία τα τελευταία τρία χρόνια και συζώ πρώτη φορά και εγώ με άντρα στη ζωή μου και δεν θα βαρεθώ. Θα βάλω και την καρδούλα μου, θα βάλω και το αυτό μου, και το τέτοιο μου, δεν θεωρώ ότι ούτε είμαι πολύ μεγάλη για τέτοια, ούτε ότι είναι χαζομάρες αυτά, ούτε ότι είναι… Και τα σοβαρά μου θα πω, και τα αστεία μου θα πω, και τις ταινίες μας να δούμε, και τις μουσικές μας θα ακούσουμε, και στις συναυλίες μας θα πάμε, και στα θέατρα μας θα πάμε, και τα σοβαρά θα κάνουμε, και τα χαζά θα κάνουμε. Τι είναι η ζωή έτσι κι αλλιώς; Οι στιγμές που ζεις και οι αναμνήσεις που κάνεις, ας πούμε. Τώρα το να κάθεσαι, να βαριέσαι και να μην κάνεις τίποτα, δεν ξέρω, δεν το θεωρώ ζωή αυτό το πράγμα. Δηλαδή πάντα παθιαζόμουνα με τα πράγματα που μου αρέσουνε. Και ένα τελευταίο που θα σου πω και εγώ. Ένα πράγμα που μου αρέσει επίσης είναι η γυμναστική. Εγώ δηλαδή αν θα μπορούσα να μην κάνω τίποτα και να είμαι όλη μέρα σε ένα γυμναστήριο. Παλιά έλεγα ότι ο παράδεισος για μένα πρέπει να έχει όργανα γυμναστικής μέσα.

Μ.Μ.:

Αλήθεια;

Δ.Κ.:

Αλήθεια. Άσε τα βιβλία. Νους υγιής εν σώματι υγιεί. Και βιβλία και γυμναστική. Ο παράδεισος είναι ένα γυμναστήριο με βιβλία γύρω γύρω. Και τώρα το χω κάνει, Μαρία. Εγώ αυτή τη στιγμή που με βλέπεις έτσι, μπορεί το site να είναι ακόμα πολύ καινούργιο και να αγωνίζομαι στα social media και στο internet, γενικά. Αλλά αυτή τη στιγμή ζω το όνειρο που ήθελα. Καταρχήν μέσα το έχω κάνει μισό γυμναστήριο, θα στο δείξω μετά. Και έχω και βιβλία. Έχω το ραδιόφωνο, τη μουσική που είναι η τρίτη μεγάλη αγάπη. Έχω την οικογένειά μου. Εντάξει, ο μπαμπάς μου δυστυχώς μας άφησε αλλά νομίζω θα είναι πολύ ευχαριστημένος με αυτά που γίνονται, με το site που λέγεται «oldbookskaramouzas». Και που το όνομά του αντηχεί καθημερινά και όλη μέρα με τα βιβλία ασχολούμαστε και με τα δικά του πεπραγμένα.

Μ.Μ.:

Μου είπες πριν ξεκινήσουμε ότι τον σκέφτεσαι συνέχεια τον μπαμπά σου, σου έρχεται πολύ συχνά. Ας κλείσουμε με αυτό. 

Δ.Κ.:

Όχι, συνέχεια το σκέφτομαι. Τον σκέφτομαι συνέχεια καταρχήν γιατί ασχολούμαι με τα πράγματα που ασχολιόταν και αυτός. Γιατί όλη μέρα κάθομαι και γράφω «oldbookskaramouzas», γιατί το έκανα Καραμουζάς, δεν το έκανα Καραμουζά ενώ το μαγαζί είναι στο όνομά μου. Επίτηδες το είπα Καραμουζάς, επειδή το μαγαζί μας το λένε «Παλαιοβιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης». Αυτό τώρα για site ήταν δύσκολο. Αν και το έχω κάνει, έχω και δεύτερο domain που λέγεται palaiovivliothiki.gr., αλλά είπα μία ψυχή που είναι να βγει ας βγει. Ας κάνω «oldbookskaramouzas» και δεν ξέρω αν αργότερα το αλλάξω και σε bookskaramouzas σκέτο, δεν ξέρω αν αλλάζουν τα domain. Ναι. Λοιπόν και το έκανα έτσι, και για να τον τιμήσω ας πούμε να το πω έτσι. Και ακόμα παίρνουν τηλέφωνο και ρωτάνε άνθρωποι, ναι. «Ο μπαμπάς πού είναι;». Τον ήξερε πολύς κόσμος. Κι ασχολούμαι όλη μέρα με αυτά τα πράγματα, τι να κάνω; Ένας άνθρωπος δεν πεθαίνει ποτέ αν τον έχεις στην καθημερινότητά σου. Μόνο έτσι κρατιέται ζωντανός. Εγώ θεωρώ ότι θα ήταν περήφανος, και αυτό μόνο μου δίνει ικανοποίηση. 

Μ.Μ.:

Είμαι σίγουρη. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.

Δ.Κ.:

Εγώ ευχαριστώ πολύ.

Μ.Μ.:

Ήταν πολύ ωραία κουβέντα.

Δ.Κ.:

Ήτανε, ναι, κι εμένα μου άρεσε που τα ξαναείπα όλα αυτά. Σίγουρα έχω ξεχάσει αλλά δεν πειράζει.

Μ.Μ.:

Θα με πάρεις τηλέφωνο να ξανάρθω! Το κλείνω! Σε ευχαριστώ!