© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η εβδομηνταεπτάχρονη blogger, μετανάστρια του έρωτα
Istorima Code
20044
Story URL
Speaker
Βαρβάρα Σμαραγδάκη (Β.Σ.)
Interview Date
11/10/2021
Researcher
Ερμιόνη Δρυγιανάκη (Ε.Δ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Ναι, ονομάζομαι Σμαραγδάκη Βαρβάρα, χαϊδευτικά Ρούλα.
Είναι Τρίτη, 12 Οκτωβρίου του 2021, είμαι με τη Ρούλα Σμαραγδάκη, βρισκόμαστε στην Νέα Αλικαρνασσό. Εγώ ονομάζομαι Ερμιόνη Δρυγιανάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Λοιπόν, εγώ είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Όμως, μένω εξήντα χρόνια στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, που έχει γίνει πια η δεύτερη πατρίδα μου. Μπορείτε να με πείτε και ερωτική μετανάστρια, που ακριβώς είναι αυτός ο λόγος που είμαι εδώ, μετά από εξήντα χρόνια είμαι ακόμα. Και μάλλον εδώ θα μείνω για πάντα. Να σας πω, μια μαμά είμαι και γιαγιά, μια καθημερινή γυναίκα, όπως όλες οι γυναίκες είμαστε εδώ. Τώρα, τι άλλο να σας πω για μένα. Έχω μια οικογένεια με δύο κόρες και τέσσερα εγγονάκια. Ήδη έχω και ένα δισέγγονο, που μας έχει τρελάνει τώρα τελευταία, μας έχει ξανανιώσει, μας έχει ξαναδώσει τη ζωή μας, το χαμόγελό μας, που δεν έλειπε ποτέ από την οικογένειά μας. Πριν από λίγα χρόνια, έτυχε να μπω κι εγώ στον κόσμο του ίντερνετ και αιτία ήτανε ο εγγονός μου, που τώρα είναι ένας λεβέντης τριάντα χρονών. Εγώ έγραφα διάφορα δικά μου πράγματα, τα οποία τα είχα στα μπλοκάκια, συνήθως. Άκουγα πολύ ραδιόφωνο, άκουγα πάρα πολλή κρητική μουσική, πολλές μαντινάδες πριν από χρόνια. Κι έτσι, άρχισα να μπαίνω λίγο στο νόημα πώς μπορούμε να γράψουμε μία μαντινάδα. Αυτό, με ώθησε η αγάπη που είχα για την Κρήτη, γιατί εδώ μεγάλωσα, γίνανε όλα μου, μια πολύ όμορφη ζωή έκανα εδώ στην Κρήτη –που την κάνω ακόμα. Οπότε, άρχισα να γράφω μαντινάδες, στην αρχή απλές, μετά άρχισα να το ψάχνω και λίγο περισσότερο, να ψάχνω λέξεις, οι οποίες πρέπει να έχει μία μαντινάδα επάνω. Συνήθως, μιλούσα με ανθρώπους που γράφουνε μαντινάδες και μου εξηγούσαν κάποια πράγματα. Κι έτσι, ξεκίνησα να γράφω. Δεν ξέρω αν είναι καλές, αν είναι κακές, είναι όμως αυτές που με εκφράζουν εμένα. Συνήθως, και πάρα πολλά χρόνια άκουγα και ακούω και έβλεπα την εκπομπή του κυρίου Βιτώρου. Και στέλναμε μαντινάδες εκεί, στην εκπομπή του, τις οποίες… Βέβαια, με είχαν βγάλει, επειδή δεν είμαι Κρητικιά και είμαι από τη Μακεδονία, με είχανε βγάλει, μου είχαν δώσει ένα επίθετο, «η Μακεδόνισσα», «η Μακεδόνισσα που γράφει μαντινάδες». Και πολλές φορές που λέγανε τις μαντινάδες μου, που τις έστελνα, ο κύριος Βιτώρος τις έλεγε στις εκπομπές του –και μάλιστα και κάποια στιγμή είχε βραβευτεί και μία. Έχω στείλει σε διαγωνισμούς, είχα αρχίσει κι έστελνα μετά σε διαγωνισμούς που κάνουνε οι μαντιναδολόγοι. Βέβαια, ούτε καν να μπορέσω εγώ μαζί τους, ούτε συζήτηση για να φτάσω στο ύψος. Οπότε, προσπαθούσα, όσο γινότανε περισσότερο, να βάζω λέξεις κρητικές, τις οποίες δεν κατανοούσα τη σημασία τους. Ρωτούσα: «Τι εννοεί αυτή η λέξη;» Μου λέγανε: «Αυτό». Και επάνω εκεί, προσπαθούσα να βάλω και τη λέξη αυτή μέσα, που να κάνω μια ουσιαστική κρητική μαντινάδα. Γιατί υπάρχει, απ’ ό,τι έχω διαβάσει, οι νεοελληνικές μαντινάδες και οι πιο γνήσιες μαντινάδες, που πρέπει να έχουν την ντοπιολαλιά της Κρήτης για να είναι σωστές. Έτσι έχω μάθει, δεν ξέρω παραπάνω τι… Οπότε, άρχισα να γράφω κάποια πράγματα, κάποιες μαντινάδες εκεί. Μετά, σιγά σιγά, μπήκα και στον κόσμο του παραμυθιού, των παιδικών παραμυθιών κι όταν ήταν τα εγγονάκια μου μικρά, δεν ήθελα να τους λέω τις ιστορίες αυτές για την Κοκκινοσκουφίτσα, για τον Κακό Λύκο, για τα Γουρουνάκια, αυτά που ξέραμε όλοι, αλλά έφτιαχνα δικές μικρές μου παραμυθοϊστορίες που τους έλεγα εγώ, αλλά που είχανε μέσα, τα περισσότερα, βάση γύρω από την ανακύκλωση, από… είχανε κάτι ουσιαστικό να δώσουν στο παιδί. Και τα εγγονάκια μου, συνέχεια, τους έλεγα αυτά κι είχανε μάθει και λέγανε: «Γιαγιά, πες μου αυτό, “Το παλιό λεωφορείο”» ή «Πες μου αυτό το παραμύθι» και τους κοίμιζα μ’ αυτά τα παραμύθια όσο ήταν μικρά. Τα χρόνια περάσανε, μεγάλωσαν, γίνανε μεγάλα τα παιδιά και μπήκε στη ζωή μου, κάποια στιγμή, και το ίντερνετ. Σε πολύ μεγάλη ηλικία, εννοείται. Πριν από δέκα χρόνια. Τώρα είμαι εβδομήντα εφτά χρονώ. Προχθές έκλεισα μία δεκαετία εκεί. Και άρχισα να ψάχνω για συνταγές, μου ’κανε ο εγγονός μια σελίδα δικιά μου και του ’λεγα: «Παιδί μου, τι είναι η σελίδα αυτή; Τι θα κάνω εγώ εδώ πέρα μέσα; Δεν ξέρω». Μου λέει: «Θα γράφεις, γιαγιά, αυτά που γράφεις στα μπλοκάκια σου, τις ιστορίες σου, που θα μείνουνε εδώ, που θα τα ’χεις πολύ ωραία. Κι άμα θέλεις, τα βάζουμε σε ένα στικάκι». Λέω: «Πού θα τα βάλουμε, παιδί μου; Σε τι στικάκι θα τα βάλουμε;» «Μη σε νοιάζει, θα σε βοηθήσω εγώ», μου έλεγε. Κι έτσι, σιγά σιγά, άρχισα να μπαίνω στον κόσμο των blogger – bloggers. Γίναμε μία πολύ μεγάλη παρέα, με πολλές κυρίες, που κάνανε διάφορα πράγματα με τα χέρια τους, από ανακυκλώσιμα υλικά, οτιδήποτε μπορούσε να γίνει με τα χέρια μας. Τα οποία, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, τα στέλναμε σε ιδρύματα που κάνανε παζάρια –για παιδιά περισσότερο μας ενδιέφερε. Κι έτσι, γίναμε μια πάρα πολύ μεγάλη παρέα από όλη την Ελλάδα. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που έχω μπει σε αυτή την παρέα και σιγά σιγά μάθαμε να κάνουμε –και που ξέρανε κι άλλες, που γράφανε, έτσι, ωραία, πάρα πολύ ωραία– να κάνουμε κάποια παιχνίδια. Τα οποία αυτά –παιχνίδια μνήμης, παιχνίδια ποίησης– τα λέγαμε παιχνίδια, γιατί καμιά μας δεν ήτανε ούτε συγγραφέας ούτε ποιήτρια ούτε τίποτα. Απλά, βγάζαμε αυτά που η καθεμιά είχε μέσα της και δημιουργούσαμε κάποιες ομάδες ανθρώπων που ανταλλάσσουνε τις ιδέες τους, την ποίησή τους, τις ιστορίες τους και έτσι… Δουλεύει και το μυαλό περισσότερο. Φερ’ ειπείν, το παιχνίδι των λέξεων, που κάνουμε τώρα, εδώ και δέκα χρόνια. Μας βάζει μία κοπέλα, μία φίλη μας, πέντε λέξεις. Οι οποίες, αυτές τις πέντε λέξεις, εμείς πρέπει να γράψουμε μία ιστορία. Ένα άλλο, πάλι, δρώμενο –τα λέμε τώρα πια–, μας βάζουνε μία εικόνα, όπου απ’ αυτή την εικόνα, πάλι μπορούμε να δημιουργήσουμε εμείς μια δικιά μας ιστορία ή μπορούμε να γράψουμε ποίηση, να γράψουμε χαϊκού –τι είναι το χαϊκού, που δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό; Κι όμως, διαβάζοντας πώς είναι ένα ποίημα χαϊκού, κάπως άρχισα να γράφω και τέτοια. Πράγματα που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι μπορούσα να τα κάνω. Κι όμως, κάθε φορά μου αρέσει πάρα πολύ να μαθαίνω, συνέχεια. Όταν δεν ξέρω κάτι, ρωτάω, γράφω στα κορίτσια, ας πούμε, στις φίλες: «Αυτό πώς μπορώ να το κάνω; Πώς μπορώ να γράψω το όνομά μου κάτω από μια φωτογραφία;» Μου λένε: «Θα μπεις εκεί, θα κάνεις κλικ αυτό, θα κάνεις εκείνο». Και κάθε φορά που προσπαθώ και κάνω κάτι και τα καταφέρνω, είμαι τόσο χαρούμενη, που νομίζω ότι έχω μάθει όλη την εγκυκλοπαίδεια του κόσμου. Γύρω απ’ αυτά, σιγά σιγά, στα χρόνια αυτά, έγραφα κάποια πράγματα. Έχω κάνει ένα βιβλίο με παιδικά ποιήματα πολύ μικρά, για πολύ μικρά παιδιά, έχω γράψει κάποιο παραμύθι, που το έχω στείλει κι έχει βραβευτεί στον Άγιο Νικόλαο, στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό. Κάνω πάρα πολλά πράγματα με τα χέρια μου, πλέκω, μου αρέσει πάρα πολύ το πλέξιμο, με χαλαρώνει αφάνταστα. Όπως με χαλαρώνει αφάνταστα και το να ζωγραφίζω. Που προσπαθώ, όλα αυτά, κάνω πάρα πολλά πράγματα μαζί, αλλά από λίγο. Κι αυτό με ικανοποιεί πάρα πολύ. Τώρα τι θα θέλατε παραπάνω να σας πω;
Θα σας γυρίσω λίγο πίσω, στη Θεσσαλονίκη, που μας είπατε ότι γεννηθήκατε και μεγαλώσατε.
Ναι.
Πόσα χρόνια περάσατε εκεί;
Μέχρι τα δεκαέξι μου ήμουν εκεί, όταν έφυγα και παντρεύτηκα τον άντρα μου. Και εκεί, ήτανε πάρα πολύ δύσκολα τα χρόνια, γιατί τότε που γεννήθηκα, το ’44, φεύγανε οι Γερμανοί –εγώ δεν θυμάμαι, ήμουνα πολύ μωρό. Περνούσαμε πάρα πολύ δύσκολα, όλος ο κόσμος εκεί. Και ήτανε η εποχή που φεύγανε πάρα πολλοί άνθρωποι [00:10:00]μετανάστες τότε –το ’62, το ’61 ήτανε τότε; Δεν θυμάμαι καλά. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Τελείωσα το Δημοτικό και μπήκα κατευθείαν στη δουλειά, δώδεκα χρονών τότε. Και δούλεψα κάποια χρόνια, μετά έφυγα και ήρθα –γνώρισα τον σύζυγο– και ήρθαμε εδώ, στην Κρήτη. Γνωριστήκαμε στη Γερμανία, παντρευτήκαμε εκεί, κάναμε το πρώτο μας παιδί και μετά ήρθαμε εδώ, στο Ηράκλειο. Ο σύζυγός μου είναι, μπορώ να πω, ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Είναι τόσο ευγενικός. Όταν πρωτογνωριστήκαμε θυμάμαι –πιτσιρίκια ήμασταν ακόμα– και μου ζωγράφισε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Και όντως, έχουμε κάνει το σπίτι μας κοντά στην θάλασσα. Είμαστε τόσα, εξήντα χρόνια μαζί. Το ζωγράφισε όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι. Οπότε, από κει να σκεφτείς ότι όλα μου τα όνειρα έχουνε ικανοποιηθεί, ότι όλα έχουν… Από δω και πέρα, ζω το υπέρ μου. Γιατί μέχρι τώρα, είμαι πάρα πολύ… νομίζω ότι έκανα μια σωστή οικογένεια και επειδή ήμουνα μόνη, δεν είχα εδώ γονείς, εγώ κι εκείνος ήμασταν, ό,τι κάναμε οι δυο μας και ό,τι μπορέσαμε να δώσουμε, νομίζω αξίες, τις σωστές αξίες που πρέπει να δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους. Χωρίς να έχουμε κάποιον από πίσω μας να μας συμβουλέψει, να μας καθοδηγήσει στο σωστό, ή «Σωστά τα κάνουμε;» ή «Λάθος τα κάνουμε;» Όλα βγήκαν από μόνα τους. Το μόνο που κάνω εγώ, σαν άνθρωπος, προσωπικά, μπορώ να πω ότι… μπορώ να πω ότι πολλές φορές μπαίνω στη θέση του άλλου για να καταλάβω γιατί κάνει κάποιος άνθρωπος αυτό το πράγμα που δεν είναι ωραίο ή… Και δεν μου αρέσει να λέω, να… Βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο, δεν το βλέπω ποτέ μισοάδειο. Πάντα θα βρω μια δικαιολογία για οτιδήποτε γίνεται και πάντα πιστεύω ότι πίσω από κάθε δυσκολία υπάρχει και η λύση της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή αλλιώς, μόνο έτσι έχω βιώσει κι έχω μεγαλώσει μ’ αυτό το τρόπο. Και πολλές φορές, με κοροϊδεύουν καμιά φορά, αλλά δεν έχει σημασία. Εγώ έτσι νιώθω, έτσι πράττω. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, νομίζω ότι αυτό με εκφράζει, αυτό που είμαι. Δεν θα ’θελα να ήμουνα κάτι άλλο. Και είμαι πολύ ικανοποιημένη. Τώρα, αν θέλετε να διαβάσουμε κάτι από αυτά που έχουμε γράψει, που έχω γράψει… θέλετε;
Θα το κάνουμε αυτό, στη συνέχεια.
Ωραία.
Τώρα θα ήθελα λίγο να μου πείτε πώς γνωριστήκατε με τον σύζυγο. Μας είπατε στη Γερμανία.
Ναι, ναι.
Γιατί πήγατε στη Γερμανία;
Λοιπόν, στη Γερμανία ήτανε η μαμά μου, η οποία έχει φύγει πάρα πολλά χρόνια. Και γνωρίστηκε με τον σύζυγό μου, που ήταν κι εκείνος μικρός, οπότε είχε φύγει κι εκείνος μετανάστης στη Γερμανία και γνωριστήκανε οι δυο τους. Η μαμά μου είχε τη φωτογραφία μου μαζί της. Οπότε, ως νεαρός εκείνος, του άρεσε η φωτογραφία, αρχίσαμε να αλληλογραφούμε και σιγά σιγά, σιγά σιγά, αρχίσαμε να έχουμε μία σχέση –από μακριά βέβαια. Και κάποια στιγμή, έπρεπε να γνωριστούμε κι από κοντά. Οπότε, έγινε αυτό, έφυγα και πήγα στη Γερμανία, γνώρισα εκεί τον σύζυγο, γνωριστήκαμε και από την ημέρα εκείνη είμαστε μαζί. Έτσι γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε στη Γερμανία. Και μάλιστα ένα περιστατικό θα σας πω αστείο, να γελάσουμε. Πήγαμε στην εκκλησία –οι λιγοστοί Έλληνες που ήμασταν εκεί, ας πούμε, φίλοι, που συνήθως οι Έλληνες βρίσκονται κι είναι φίλοι– πήγαμε στην εκκλησία, στην Κολωνία συγκεκριμένα, και ήταν ένας –αρχιμανδρίτης θαρρώ– ο οποίος ήτανε λίγο, φαίνεται, πιωμένος, δεν ξέρω τι ήτανε, παιδιά, να σας πω την αλήθεια. Και μας ευλογούσε, ξέρεις, ευλογούσε τον γάμο. Μια στιγμή, είχε μια καρέκλα δίπλα και πήγαινε και καθότανε. Και μετά, άμα θα ήταν η ώρα του για να ψάλει, σηκωνότανε. Κάναμε… δηλαδή, τα γέλια που κάναμε! Λέω: «Πρώτη φορά είδα τέτοιο…» Σαν να κάτι είχε αυτός ο άνθρωπος. Να είχε πιει; Δεν ξέρω τι. Τώρα, αν είναι ο γάμος έγκυρος, δεν ξέρω. Εμείς έγκυρο τον έχουμε πάντως! Ήτανε ένα από τα περιστατικά που καμιά φορά το συζητούσαμε και το λέμε τώρα και γελάμε. Απ’ τα περιστατικά τα πιο, στη ζωή μας… Μετά κατεβήκαμε εδώ, Ηράκλειο. Δεν κάτσαμε πολλά χρόνια Γερμανία, κάτσαμε τρία-τέσσερα χρόνια και κατεβήκαμε κάτω και ξεκινήσαμε από το μηδέν. Χωρίς εγώ τίποτα, φέραμε από κει ένα αυτοκίνητο που είχε όλα μας τα πράγματα κι ένα παιδί μέσα. Κι έτσι, ξεκίνησε η ζωή μας απ’ το μηδέν. Όμως, η εργατικότητα και η αγάπη αυτού του ανθρώπου να κάνει κάτι στη ζωή του και να αφήσει και κάτι στα παιδιά του, να μη φύγει έτσι, είναι αυτό που τον ξεχωρίζει σαν άνθρωπο, με την ευγένειά του και η δοτικότητα που έχει για τον άλλον άνθρωπο. Ίσως αυτό που έμαθε εκείνος να το έμαθε από κείνον, ο ένας, δηλαδή, δίδασκε τον άλλο σ’ αυτή την ζωή. Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά. Κι έτσι, ξεκίνησε και η ζωή μας εδώ σιγά σιγά κι αρχίσαμε –άρχισε εκείνος, έμαθε την οικοδομή κι άρχισε σιγά σιγά να χτίζει το σπίτι μας, μετά να χτίζει κι ένα σπίτι του μιανού παιδιού, να χτίζει ένα σπίτι του αλλουνού παιδιού. Κι έτσι, σιγά σιγά, έγινε ένας απ’ τους καλύτερους εργολάβους της Κρήτης –να μη σου πω και όλης της Ελλάδος! Αφού του ’χανε στείλει… το όνομά του βρίσκεται σ’ ένα βιβλίο απ’ τους καλύτερους κατασκευαστές της Ελλάδας, το οποίο μας το στείλανε. Οπότε, νομίζω ότι είναι μια ζωή πλήρες και είμαι πολύ ικανοποιημένη. Δηλαδή, δεν έχω να πω τίποτα, το παραμικρό, η παραμικρή δυσκολία και κάποιες δυσκολίες κι αν υπήρχανε προσωπικά μ’ εμένα, όχι μ’ εκείνονε, κι αυτές έχουνε ξεπεραστεί, γιατί όπως είπαμε, αυτό, πρέπει να μπαίνεις στη θέση του άλλου για να καταλάβεις γιατί ο άλλος άνθρωπος είναι έτσι ακριβώς όπως είναι. Αυτό νομίζω. Γιατί κανένας δεν είναι τέλειος, όλοι έχουμε τα ελαττώματά μας, τις στιγμές μας, τις καλές μας, τις κακές μας. Αλλά όμως, δεν πρέπει αμέσως, με το που θα ακούσουμε κάτι να κατακρίνουμε τον άλλο. Για να είναι έτσι αυτός ο άνθρωπος ή να πει αυτή την κουβέντα, υπάρχει υπόβαθρο άσκημο από κάτω ή δεν θα είχε τη σωστή οικογενειακή θαλπωρή. Δηλαδή, πάντα υπάρχει κάτι που θα κάνει κάποιον άνθρωπο να μην είναι αυτός που πρέπει να είναι. Και δεν λέμε το «πρέπει» μέσα σε καλούπια. Σαν χαρακτήρας. Να βγάζει έναν χαρακτήρα, ας πούμε, που να μην είναι –για μένα, εγώ μιλάω προσωπικά σ’ εμένα πώς… εγώ πώς νιώθω όταν βλέπω έναν άλλο χαρακτήρα κι είναι έτσι. Δεν μπορώ αλλιώς να σκεφτώ. Έτσι έχω μάθει, δεν ξέρω.
Μας είπατε ότι και οι δύο ξεκινήσατε από το μηδέν. Τι εννοείτε μ’ αυτό;
Όταν λέμε απ’ το μηδέν, εννοούμε μπορεί να είχα εγώ ένα φουστάνι κι εκείνος ένα παντελόνι, αυτό είναι το μηδέν, του μηδενός, έτσι, αυτό. Όταν ήρθαμε από τη Γερμανία, φέραμε ένα αυτοκίνητο, ένα ψυγείο μικρό, ένα στερεοφωνικό. Αυτά ήτανε όλη μας η οικοσυσκευή, να πούμε. Και τα πράγματά μας και τα ρούχα που φορούσαμε. Αυτά.
Προίκα δεν είχατε από τον γάμο;
Προίκα; Πού να τη βρούμε την προίκα τότε; Δεν έχει, ούτε προίκες είχε τότε ούτε τίποτα. Όταν σμίξαμε με τον σύζυγο, δεν είπαμε, τώρα, ούτε να μου δώσει ούτε να του δώσω, γιατί ήξερε ότι δεν είχα κι εγώ τίποτα, ήξερα κι εκείνος ότι δεν είχε τίποτα, οπότε να ζητήσεις τι από πού; Ούτε καν έχει… αυτή η λέξη ούτε καν έχει ειπωθεί τόσα χρόνια ανάμεσά μας, ούτε καν το συζητάμε. Και τότε… γιατί εδώ στην Κρήτη, αν δεν είχανε οι νύφες σπίτια –μετά που ήρθα και τα έμαθα–, δεν παντρευότανε. Γι’ αυτό κάναμε κι εμείς στα παιδιά μας σπίτια, είναι αυτό το έθιμο που υπάρχει εδώ στην Κρήτη. Οπότε, ακολουθήσαμε κι εμείς το έθιμο. Όχι προς εμάς, προς τα παιδιά μας.
Και όταν ήρθατε στην Κρήτη, έχοντας ήδη ζήσει στη Θεσσαλονίκη και στην Κολωνία, τι σας έκανε εντύπωση;
Εδώ στην Κρήτη, όταν ήρθαμε, ήτανε τα πράγματα για μένα λίγο δύσκολα για να μάθω τη νοοτροπία των ανθρώπων. Εντάξει, στη Θεσσαλονίκη ήτανε πιο ελεύθερα τα πράγματα, ένα κορίτσι μπορούσε να κυκλοφορήσει έξω, να πάει τη βόλτα του –κι εκείνα τα χρόνια ακόμα. Και ακόμα, στη Γερμανία, που ήτανε τα πράγματα κάπως πιο… ακόμα πιο ελεύθερα. [00:20:00]Όταν ήρθα εδώ, η αλήθεια, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να μάθω τη νοοτροπία των ανθρώπων. Και νομίζω ότι κι ακόμα υπάρχουνε αυτά τα –πώς να πω; Όντως, έτσι, που να μη δουν την κοπέλα να –καλά, τώρα αυτά έχουνε ξεπεραστεί πια, πολύ. Αλλά ακόμα υπάρχουνε, νομίζω, στα χωριά ανθρώποι που θεωρούν ότι έτσι πρέπει να είναι η γυναίκα, έτσι πρέπει να είναι ο άνδρας. Όχι. Νομίζω –εγώ, δεν ξέρω, προσωπικά, δεν το ένιωσα αυτό από τον σύζυγό μου, γιατί δεν είναι και Κρητικός Κρητικός, γιατί είναι πρόσφυγας, η καταγωγή του είναι από τη Μικρά Ασία, η μαμά του. Οπότε, είναι εδώ στην Αλικαρνασσό, τότε, οι πρόσφυγες, το ’22, που έγινε η ανταλλαγή του πληθυσμού που λέγανε και τους δώσαν αυτό τον χώρο εδώ, στη Νέα Αλικαρνασσό και χτίσανε τον οικισμό αυτόν. Που εδώ η Αλικαρνασσό έχει γίνει πια μία πόλη. Οι άνθρωποι είναι αρκετά εργατικοί πολλοί, αλλά είναι οι περισσότεροι κτίστες και έτσι, κάνανε ένα πολύ ωραίο προάστιο. Αλλά, όμως, η νοοτροπία υπήρχε, έτσι, αυτή η παλιά, να μη βγει η γυναίκα μόνη της, να μην κυκλοφορήσει, γιατί: «Πού πάει εκείνη; Δες την τώρα! Πού πάει κάθε μέρα κάτω στο Ηράκλειο; Τι πάει να…» Όμως, εγώ προσαρμόστηκα σ’ αυτά τα δεδομένα, γιατί εκτός ότι δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά –δεν είναι αυτό–, το ήθελα να προσαρμοστώ και να αφομοιωθώ εδώ, να κάνω αυτό που… Και δεν μετάνιωσα, δηλαδή έκανα μία… δεν ήταν τόσο δύσκολη η προσπάθειά μου, γιατί δεν είχα κάποιον συγγενή μου εδώ, δεν είχα, ήμουνα μόνη μου και για μένα, ο σύζυγος ήταν ο πατέρας, η αδερφή, η μαμά. Οπότε, με κάλυβε με τον τρόπο του. Αυτό. Δηλαδή, το να πηγαίνω να βγω βόλτα, να κάνω –πηγαίναμε μαζί. Οτιδήποτε και να κάνουμε –κι ακόμα, μπορείτε να μας πείτε και αυτοκολλητάκια, μέχρι τώρα. Τόσο πολύ. Αλλά είναι αυτό, που με καλύβει εμένα συναισθηματικά, νομίζω. Όχι νομίζω, έτσι είναι, ακριβώς. Και μέχρι τώρα, είμαι πολύ ικανοποιημένη. Δεν ξέρω, αν θα είχα άλλο σύζυγο, αν θα ήμουν έτσι όπως είμαι τώρα, αλλά μέχρι τώρα είμαι οκέι.
Μας είπατε, λοιπόν, ότι έχετε το ραδιόφωνό σας. Όπου εκεί τι ακούγατε;
Κι ακόμα το ’χω! Κι ακόμα το ’χω στ’ αυτί μου. Περισσότερο άκουγα κρητικά. Στην αρχή, άκουγα πάρα πολλά. Και τώρα ακούω, τα πρωινά, ακούω κρητικά. Και κάναμε, παίρναμε τηλέφωνα τότε και λέγαμε μαντινάδες.
Πού;
Στο ραδιόφωνο, στις εκπομπές που κάνανε. Τα πρωινά κάνανε εκπομπές με μαντινάδες –δεν θυμάμαι τώρα, είναι πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια– και παίρναμε τηλέφωνα και λέγαμε, ας πούμε, μια μαντινάδα. Και όλοι άνθρωποι που γράφανε εδώ μαντινάδες, τις λέγανε στο ραδιόφωνο. Κι έτσι, ξεκίνησα κι εγώ το γράψιμο της μαντινάδας. Βέβαια, στην αρχή, ξεκίνησα με απλές, με εύκολες. Και μετά, άρχισα να το ψάχνω περισσότερο το θέμα και να γράφω αυτές τις μαντινάδες που, εντάξει, δεν είναι και… άλλες είναι καλές, άλλες είναι, εντάξει, πρόχειρες. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι καλές όλες, κάποιες μπορεί να είναι.
Μας έχετε πει για μαντινάδες, μας έχετε πει για χαϊκού, μας έχετε πει για παραμύθια. Ποιο ήτανε το πρώτο είδος που γράψατε ποτέ;
Λοιπόν, το πρώτο είδος που έγραψα ποτέ ήτανε η μαντινάδα. Γιατί πολύ πριν αρχίσω και γράφω τα υπόλοιπα, ήτανε, πρώτα άρχισα να γράφω μαντινάδα, σ’ αυτό το στυλ. Μετά, σιγά σιγά, ακούγοντας το ραδιόφωνο, αποκτήσαμε φίλες ραδιοφωνικές, έτσι. Όπως έχω αποκτήσει και πολλές φίλες ιντερνετικές. Μετά, μία κοπέλα που ήταν νηπιαγωγός, μου είπε αν μπορούσα να γράψω δυο μικρά ποιηματάκια για να τα βάλει στο νηπιαγωγείο στα παιδιά, «Γιατί συνήθως», λέει, «αυτά που βάζουμε είναι τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια» –μήπως θα μπορούσα να γράψω κάτι. Αυτό που μπόρεσα να κάνω, ήτανε δυο μικρά ποιηματάκια που της έστειλα και της άρεσαν πάρα πολύ, μου λέει: «Γράψε κι άλλο». Και αυτό το: «Γράψε κι άλλο», ήτανε αυτό το πρώτο έναυσμα, που μπόρεσα να αρχίσω να γράφω. Εγώ, βέβαια, ήξερα να ράβω. Πάρα πολλά χρόνια ήμουνα –μοδίστρα δεν ήμουνα, αλλά ασχολιόμουνα με το ράψιμο, οτιδήποτε περνούσε απ’ τα χέρια, πλέξιμο, ράψιμο. Και πάντα είχα ένα μπλοκάκι δίπλα στη ραπτομηχανή που δούλευα και ενώ δούλευα, αυτό το τικ-τακ, τικ-τακ της μηχανής, μου κατέβαζε ιδέες, οι οποίες, είχα σε μια χαρτοπετσέτα, ένα μπλοκάκι, κάτι πάντα είχα δίπλα μου κι έγραφα τις λέξεις ή τον στίχο ή οτιδήποτε μου ερχότανε εκείνη την ώρα. Και νομίζω ότι αυτό ακόμα το έχω, πρέπει να κάνω κάτι με τα χέρια μου για να μπορώ να γράφω, να συγκεντρώνομαι να γράφω. Ακόμα και τώρα, αυτό κάνω. Θα πλέκω, για να μου κατέβει μια ιδέα, τα χέρια μου δουλεύουνε στο πλέξιμο και το μυαλό μου δουλεύει αλλού. Στο πλέξιμο των λέξεων, που λέμε. Κι έτσι, άρχισα να γράφω. Άρχισα να γράφω, μετά ήρθαν τα εγγονάκια, άρχισα να γράφω τις ιστορίες τις παιδικές που λέμε τώρα, μικρά παραμυθάκια, που να είναι εύκολα να ακουστούν και να μην κουράζουν το παιδί. Αυτά, βέβαια, τα είχα στείλει και σ’ έναν εκδοτικό οίκο στην Αθήνα, ο οποίος τα έβαλε σ’ ένα βιβλίο που ήτανε για νηπιαγωγούς, που ήτανε ανά τρίμηνο –ανά τρίμηνο έβγαινε ένα τεύχος, το μοιράζαν στους νηπιαγωγούς– και είχε μέσα και κάποια παιδικά δικά μου ποιηματάκια. Ξέχασα να πω ότι κάποια στιγμή, μου είπαν να τα κάνω όλα αυτά ένα βιβλίο. Έψαξα να δω μήπως μπορούνε να μου το κάνουνε, τέλος πάντων. Το θέμα ήτανε ότι ήτανε λίγο άγονες όλες αυτές οι προσπάθειες, μέχρι που αποφάσισα να κάνω τα ποιηματάκια αυτά ένα μικρό βιβλιαράκι, μόνη μου, να το αυτοεκδώσω. Και πήγα εδώ, στη Βιομηχανική –δεν θυμάμαι τώρα ποιος ήτανε ο εκδοτικός οίκος– κι έκανα ένα μικρό βιβλίο με εκατόν δεκαπέντε παιδικά ποιηματάκια. Τα οποία γραφτήκανε το ένα πίσω από το άλλο, μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα που ξεκίνησαν, με τις γιορτές, με τα επαγγέλματα. Και υπάρχει αυτό, σαν δικό μου παιδί, να το πούμε έτσι. Από κει και πέρα, ύστερα, εξελίχθηκα σε πιο… Από κει και πέρα, άρχισα να ασχολούμαι και πιο… να το ψάχνω περισσότερο, να γράφω στίχους. Με βοήθησαν –αυτά έχουνε γίνει πριν ίντερνετ, πριν το ίντερνετ. Τα οποία έχουν μελοποιηθεί ένα-δυο, έτσι, και σε παιδικό, υπάρχει και στο –έχω και κανάλι στο Youtube δικό μου. Το οποίο, έχουμε βάλει εκεί τα γεμιστά της Κρήτης, έχουμε βάλει το αρνάκι με το κατσικάκι και το σταμναγκάθι. Κάτι που να έχει σχέση με την Κρήτη, αυτό. Και κάνω μικρές προσπάθειες να μαθαίνω, αυτό. Είναι το πάθος μου, θέλω να μαθαίνω. Κάθε φορά και κάτι περισσότερο. Νομίζω ότι ο άνθρωπος δεν σταματάει, αν θέλει, να μαθαίνει μέχρι να φύγει απ’ αυτή τη ζωή.
Πώς πήρατε την απόφαση να αυτοεκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο και δεν πήγατε σε κάποιον εκδοτικό οίκο;
Το θέμα είναι, τώρα, ότι έχω έναν σύζυγο που δεν προλαβαίνω να πω τίποτα, τι θέλω, και ήδη έχει γίνει. Αυτό, πήγαμε σ’ έναν εκδοτικό οίκο στην αρχή. Μας είπε: «Σε δύο χρόνια θα το βγάλουμε, θα το κάνουμε», όλα αυτά. Και μου λέει «Έλα, βρε Ρουλάκι, σιγά που θα περιμένουμε δυο χρόνια. Πάμε και θα το κάνουμε εμείς μόνοι μας». Είχα σκοπό, εντάξει, αυτό. Όμως, έτυχε και μία φορά που, επειδή άκουγα ραδιόφωνο πολύ και τα ζώδια και λένε μία μέρα, ακούω το ζώδιό μου και λέει: «Αυτοί οι αριθμοί τάδε, τάδε, τάδε» και λέει κάποιους αριθμούς. Τυχαία, τους γράφω και λέω του συζύγου: «Θα γράψουμε ένα λόττο που να έχει αυτούς τους αριθμούς». Λέει: «Εντάξει, και δεν τους γράφεις; Τι χάνουμε;» Τους γράφω. Και την εβδομάδα που έριξαμε το λόττο, βγαίνουνε, αντί για οι έξι αριθμοί, βγήκανε οι πέντε! Οπότε, ήτανε ένα πολύ καλό χρηματικό ποσό που κέρδισα, εντελώς τυχαία. Και έτσι, ήτανε η βάση για να κάνω αυτό το βιβλίο. Δηλαδή, ήταν τα χρήματα αυτά που με βοήθησαν και έκανα το βιβλίο αυτό. Τώρα, [00:30:00]σύμπτωση να είναι; Τύχη να είναι; Επειδή το ήθελα πολύ να είναι; Δεν ξέρει κανείς. Όμως, αυτό το βιβλίο έχει αυτή την ιστορία από πίσω του.
Έχετε εκδώσει άλλα πράγματα;
Όχι, δεν έχω εκδώσει τίποτα. Και είναι αρκετά δύσκολο, έχω απευθυνθεί πάρα πολλές φορές σε εκδοτικούς οίκους και όλα αυτά. Χρειάζονται χρήματα. Και είναι το μόνο ανασταλτικό πράγμα, που νομίζω ότι κρατάει και πολλούς συγγραφείς ή θέλουν να κάνουν κάτι οι άνθρωποι. Δεν έχω, δηλαδή, γνωριμίες… πρέπει να τρέξεις και αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο, τον οποίο εγώ δεν είχα. Οπότε, τα έχω στο συρτάρι μου. Αλλά τώρα, με την ευκαιρία της σελίδας που έχω, το blog κι όλα αυτά, επειδή άρχισα λίγο και ζωγραφίζω, μπορώ να βάλω εκεί τα παραμύθια μου ή τις ιστορίες, ό,τι γράφουμε και να ζωγραφίσω κάποια πράγματα. Που συνήθως, έτσι κάνω. Θα βάλω μια ιστοριούλα, θα ζωγραφίσω κάτι από κάτω. Οπότε, υπάρχουνε κάποια πράγματα δικά μου στη σελίδα μου, στο blog μου μέσα. Κι έτσι, σταδιακά… δεν ξέρω στο μέλλον τι θα κάνω, θα δείξει.
Πώς άλλαξε η ζωή σας από τότε που ανοίξατε αυτή τη σελίδα στο ίντερνετ;
Πραγματικά, μπορώ να πω ότι άλλαξε στο να ανοίξει το πνεύμα μου περισσότερο, άλλαξε στο να δω πράγματα. Βέβαια, την απορία την έχω πάντα, πόσο η τεχνολογία – εμείς που είμαστε πολύ παλιοί, της πρώτης γενιάς, που έχουμε ξεκινήσει με το ραδιόφωνο που ακούγαμε και να έχει φτάσει η τεχνολογία εδώ που έχει φτάσει, είναι ένα εκπληκτικό πράγμα, που το μυαλό μας, πολλές φορές, εμάς τώρα, μπορεί να μην το… Τώρα, τα παιδιά τα καινούρια, βέβαια, εντάξει, είναι αυτονόητο να έχουνε… Όμως, εμείς, για να μάθουμε όλα αυτά, περάσαμε τη βάσανο της μαθήσεως, που λέμε. Πραγματικά, μου έχει ανοίξει αφάνταστους ορίζοντες, μας έχει διευκολύνει και τη ζωή, μέχρι άυλες συνταγές κι όλα αυτά τα έχουμε μάθει. Δηλαδή, προσπαθώ, όσο γίνεται να μη μένουμε πίσω. Η ζωή προοδεύει, πρέπει κι εμείς να ακολουθούμε, να μην έχουμε παρωπίδες, να ανοίγουμε τα μυαλά μας και να βλέπουμε λίγο περισσότερο. Γιατί διευκολύνεται και η δική μας η ζωή έτσι. Δεν είναι μόνο να κάθεσαι μέσα στο σπίτι –και προπαντός οι μεγάλοι ανθρώποι, σαν κι εμάς, που δεν βγαίνουμε τώρα πια έξω, δεν πολυκυκλοφορούμε, βοηθάει πάρα πολύ αυτό. Απλά, και το ίντερνετ είναι ένα κομμάτι που πρέπει να το κοντρολάρεις και να ξέρεις. Εμείς τώρα, που η πείρα περισσότερο, οι μεγάλοι, το χρειαζόμαστε για να μας εξυπηρετεί εμάς, όχι να εξυπηρετούμε εμείς εκείνο, νομίζω ότι είναι αυτό. Αλλά αυτό που έχουμε… Δεν έχω facebook από επιλογή, δεν με ενδιαφέρει. Τίποτα, κανένα άλλο μέσο μαζικής επικοινωνίας δεν έχω, μόνο το blog. Αυτό το θεωρώ σαν να είναι το σπίτι μου. Εκεί, είναι ο δικός μου ο χώρος, γράφω τα δικά μου πράγματα, τις δικές μου σκέψεις, που αφήνω στον κόσμο να διαβάσει αυτά που σκέφτομαι εγώ, δεν έχω… Και τα παιδιά μου πολλές φορές, που γράφω κάτι και τους το διαβάζω πρώτα, τον σύζυγο και μου λέει: «Α, τι ωραίο αυτό!» «Δες αυτό που έγραψα, σου αρέσει;» «Πάρα πολύ ωραία γράφεις». Είναι τα εύσημα που μου δίνουν οι δικοί μου πρώτα και μετά… Δεν ξέρω αν το κάνουν αληθινά ή ψεύτικα, αλλά όμως δεν έχει σημασία, σου δίνουνε μια πολύ ωραία ώθηση να πας παρακάτω, να κάνεις κάτι άλλο, να μάθεις λίγο περισσότερο. Δεν πειράζει. Στην αρχή, όταν το πρωτόκανα υπήρχαν πάρα πολλές bloggers. Μετά βγήκε το facebook κι έχουνε λιγοστέψει, αλλά έχουμε μείνει κάποιες που κρατάμε –που καμία φορά, τους λέω: «Εγώ θα αφήσω τελευταία το blog, θα κρατώ Θερμοπύλες. Πηγαίνετε, κάντε εσείς ό,τι θέλετε, πηγαίνετε στα facebook» και τις βλέπεις τώρα μια μια και ξαναγυρίζουν πίσω στα blog κι έρχονται, που έχουμε, δηλαδή σταθερές. Και έχουμε μία παρέα, τη λέμε «e-γειτονιά», τη λέμε. Ναι, η μπλογκογειτονιά μας, η οποία κάνουμε αυτά τα πράγματα όλες μαζί. Η αλήθεια να λέγεται, ότι θέλω δυο-τρεις ώρες κάθε βράδυ εκεί να κάτσω. Είναι ο δικός μου χρόνος και αυτό που θέλω εγώ και μ’ ευχαριστεί να κάνω.
Σας γυρνάω τώρα πάλι πίσω στη μαντινάδα. Όπως είπατε κι εσείς, σας είπε ο Βιτώρος «η Μακεδόνισσα». Πώς αποφασίσατε να στείλετε εκείνη την πρώτη μαντινάδα στο ραδιόφωνο;
Έχω και λίγο θράσος, αυτό να το ξέρουμε, ε; Γιατί δεν είμαι δειλή, προσπαθώ, λέω: «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το μάθουνε κι άλλοι. Το γράφω εγώ, αλλά πώς θα μάθω αν είναι καλό αυτό που κάνω ή όχι;» Οπότε, έστειλα εκεί. Άρχισα να στέλνω μαντινάδες, οι οποίες, τις διάβαζε ο Βιτώρος και λέει: «Η Μακεδόνισσα στέλνει αυτό» –είχε ένα θέμα νομίζω, δεν θυμάμαι τότε και την εκπομπή του, πάρα πολλά χρόνια, ναι. Και: «Τι ωραία που γράφει», ναι. Κι αυτό, το: «Τι ωραία», με έβαζε να κάνω ένα βήμα παραπάνω, να ψάξω να βρω. Γιατί εδώ οι άνθρωποι είναι, από τη φύση τους το ’χουν αυτό, οι μαντιναδολόγοι. Και έχω ακούσει και μαντινάδες αντικριστές, που λένε, κι αυτές που μπορούν να απαντήσουν αμέσως –δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο, αλλά απλά, όταν μία λέξη μου κάνει εντύπωση, μπορεί εκεί να γράψω κάτι. Αλλά προσπαθώ να έχει και κρητικό ιδίωμα μέσα όταν θέλω να γράψω σαν μαντινάδα κάτι.
Και το πρώτο βραβείο πότε ήρθε;
Το πρώτο βραβείο από τη μαντινάδα πάρα πολλά χρόνια πίσω. Μπορεί και είκοσι να ήτανε, δεκαπέντε; Εκεί, δεν θυμάμαι και πάρα πολύ καλά. Και μάλιστα θυμάμαι ότι είχαμε κερδίσει και κάποιο τραπέζι για όλη την οικογένεια τότε και είχε βγει στην εκπομπή του κυρίου Βιτώρου μία μαντινάδα μου πρώτη και ήταν πάρα πολύ μεγάλη η έκπληξή μας, η χαρά μας, όλοι. Και γνωρίστηκα με τον κύριο Βιτώρο, όλη η οικογένεια, ήτανε καταπληκτικά. Δεν τη θυμάμαι τώρα εκείνη την πρώτη μαντινάδα, αλλά συνήθως έβαζε ο κύριος Βιτώρος μία μαντινάδα και πάνω σ’ αυτό το θέμα γράφανε οι ακροατές ή οι θεατές που ακούγανε και που βλέπανε. Έτσι ξεκίνησε.
Και γενικότερα, από πού εμπνέεστε για να γράψετε;
Ακριβώς την ίδια ερώτηση μου είχε κάνει μια δημοσιογράφος, η οποία μου πήρε συνέντευξη στο KritiTV, τότε που είχε πρωτοανοίξει, και είχα πάρει το βραβείο στον Άγιο Νικόλαο για ένα παραμύθι που είχα στείλει –το δεύτερο βραβείο τότε. Ήτανε το ’93, το θυμάμαι συγκεκριμένα. Και μου έκανε ακριβώς την ίδια ερώτηση, από πού… Λοιπόν, η έμπνευσή μου είναι, μπορώ να σου πω, από μία λέξη. Μία λέξη, η οποία θα μου κάνει εντύπωση και πάνω σ’ αυτή τη λέξη θα γράψω αυτό που θα έρθει εκείνη τη στιγμή, που θα το δουλέψω. Ναι. Όπως και το βραβείο που πήρε το παιδικό παραμύθι, που πήρε το δεύτερο βραβείο στον Άγιο Νικόλαο, είχα διαβάσει ένα βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη, που είναι η αγαπημένη μου συγγραφέας, που λεγόταν «Το χρώμα του φεγγαριού». Αυτό, όταν το πρωτοδιάβασα –γιατί δεν είχα χρόνο να διαβάζω όλα αυτά τα χρόνια, τώρα όμως έχω καταβροχθίσει τα βιβλία, δεν το συζητάμε. Όποτε βρω χρόνο, ένα βιβλίο είναι απαραίτητο να μην το διαβάσω. Και είναι ένα πάρα πολύ ωραίο δώρο για κάποιον που θέλεις να κάνεις ή να μου κάνουνε, εγώ ευχαριστιέμαι υπέροχα αυτό το δώρο. Τέλος πάντων, κι αυτό, ξεκίνησα κι έγραψα ένα παραμύθι που ο τίτλος του είναι «Το ταξίδι του φεγγαριού». Και από μια λέξη, από τη λέξη φεγγάρι, τόσο, από εκεί, από μία λέξη, αυτό είναι. Τώρα, πώς εμπνέομαι δεν μπορώ να σ’ το εξηγήσω, είναι κάτι που έρχεται από μόνο του.
Μας αναφέρατε και τη ζωγραφική.
Η ζωγραφική έχει παίξει κι αυτή στη ζωή μου –ήταν ένα απωθημένο, να το πούμε, παιδικό. Ζωγράφιζα από πάντα –από πάντα… Στο Δημοτικό, πριν από πολλά χρόνια. Απ’ ό,τι μου έλεγε η μαμά μου, σαν παιδί, ζωγράφιζα πάντα ωραία. Αυτό τελείωσε όταν άφησα το Δημοτικό και έμεινε. Όμως, ό,τι αφήνουμε, δεν μας αφήνει εκείνο. Έρχεται κάποια στιγμή, με τα χρόνια, που βγαίνει από μέσα μας, όπως βγήκε το γράψιμο. Το γράψιμο, ξέχασα να σου πω ότι είχα γράψει και ένα παιδικό ποίημα στο Δημοτικό, τότε, για την Κύπρο, που την είχανε καταλάβει, που ήτανε οι Άγγλοι τότε –δεν θυμάμαι τώρα τι ακριβώς, με την επανάσταση. Αυτό τώρα μου ήρθε στον νου. Οπότε, υπήρχε ένα υπόβαθρο τότε, που τ’ αφήσαμε όλα και κοιμηθήκανε όλα αυτά τα χρόνια. Και τώρα, σιγά σιγά, ένα ένα, βγαίνει στην επιφάνεια. Και κάνω… τι μου αρέσει; [00:40:00]Αυτό θα κάνω. Έχω φτάσει πια σ’ αυτό το σημείο, που κάνω αυτά που μου αρέσουνε. Και η ζωγραφική ξεκίνησε τώρα τελευταία, από μία φίλη που γνώρισα μέσω ίντερνετ και ήρθε και γνωριστήκαμε και προσωπικά, η οποία είναι δασκάλα ζωγραφικής. Κι έτσι, σιγά σιγά, μέσω εκείνης, που μου έδειξε κάποια πράγματα, άρχισα να βελτιώνω και τη ζωγραφική μου. Και εξάλλου, να μην ξεχάσουμε τώρα ότι υπάρχει και το Youtube, που μπορούμε να μάθουμε πάρα πολλά από εκεί και να δούμε μια εικόνα, να τη ζωγραφίσουμε, όποιος μπορεί να το κάνει, τόσο απλά.
Ασχολείστε με τόσες πολλές τέχνες, έχετε βραβευτεί κιόλας, σκεφτήκατε ποτέ κάποια απ’ αυτές να την εξελίξετε επαγγελματικά;
Επαγγελματικά όχι, ούτε ποτέ το σκέφτηκα, γιατί έχουνε περάσει τώρα πια τα χρόνια. Θα μπορούσα –θα ήθελα– τη συγγραφή περισσότερο, θα μου άρεσε. Αλλά αυτό, όχι για να βγάλεις χρήματα, απλά για να έχεις κάτι δικό σου, να υπάρχει εκεί. Όχι, επαγγελματικά ποτέ, ξέρω τι, έχω το γνώθι σεαυτόν, μέχρι πού μπορώ να φτάσω και είμαι του ερασιτεχνικού και μ’ αρέσει.
Και πάνω σ’ όλα αυτά που μας λέτε, έχετε λάβει ποτέ εκπαίδευση;
Όχι, εκπαίδευση όχι, είμαι του Δημοτικού. Η εκπαίδευση, τώρα, μπορώ να πω ότι είναι… από μόνη της ήρθε; Νομίζω ότι διαβάζοντας νομίζω ότι εκπαιδεύεται ο νους περισσότερο και ότι ανοίγει, βλέπει πράγματα που μπορεί να φανταστεί ή… Νομίζω ότι το διάβασμα είναι το καλύτερο πράγμα που μας μορφώνει για πιο πέρα, δηλαδή να ανοίγουμε τους ορίζοντές μας. Και μ’ αρέσει, δηλαδή αυτό μ’ αρέσει πάρα πολύ. Δεν έχω, όχι, γνώσεις δεν έχω καθόλου γραμματικές, περισσότερο εμπειρικές.
Κι όταν αρχίσατε, έτσι, να γράφετε τις πρώτες μαντινάδες, ποια ήταν η αντίδραση του συζύγου;
Εκεί, τώρα, που τον είχα σύμμαχο! Αυτό ακριβώς. Και ακόμα και τώρα, ό,τι γράψω, θα του το διαβάσω, θα το εγκρίνει. Μου λέει: «Τι ωραίο που είναι αυτό που έγραψες! Μπράβο!» και «Πώς το σκέφτηκες», ναι, «πώς σου ήρθε!» Και αυτό είναι μια ώθηση και για μένα, γιατί άλλο είναι να έχεις έναν σύντροφο που να μη σου δίνει σημασία σ’ αυτό που κάνεις σαν γυναίκα –και σαν άνθρωπος, δεν έχει σημασία, άντρας ή γυναίκα, σαν άνθρωπος. Άμα έχεις ένα στήριγμα και κάποιον που στέκεται δίπλα σου, και ο άντρας και η γυναίκα ή οποιοσδήποτε άνθρωπος, αδελφή, μάνα, δεν έχει σημασία, κάποιον να σε στηρίζει, είναι αυτό που σου δίνει και την ώθηση να πας παραπέρα και να προσπαθήσεις και για κάτι άλλο. Και μέχρι εκεί να φτάσεις και είσαι ικανοποιημένος, νομίζω ότι είναι μια χαρά, δεν υπάρχει, δεν… Η ζωή είναι τόσο μικρή και τόσο ωραία, που πρέπει να βρίσκουμε τα μικρά πραγματάκια να τα κάνουμε στιγμές μας.
Θέλετε τώρα να μας μιλήσετε για κάποιο απ’ τα έργα σας που ’χουνε ιδιαίτερη σημασία για εσάς;
Ιδιαίτερη σημασία… Θα μπορούσα να σας διαβάσω κάτι. Ιδιαίτερη σημασία για μένα είναι και το ότι προσπάθησα να γράψω χαϊκού. Αυτό ούτε καν ήξερα τι ακριβώς εννοεί, είτε η λέξη χαϊκού, ούτε και τι είναι, πώς είναι αυτή η ποίηση. Όμως, μέσα από τις φίλες, απ’ τα παιχνίδια και από τα δρώμενα που κάνουνε, έγραφε μία πάρα πολύ ωραία –μία φίλη–, καταπληκτικά χαϊκού. Που όταν τα διάβαζα, στην αρχή, της έλεγα: «Συγγνώμη», της έγραφα στα σχόλια, «δεν μπορώ να καταλάβω αυτά που γράφεις, αλλά μ’ αρέσουν τόσο πολύ. Τι είναι αυτό; Τι είναι;» Μου λέει: «Ποίηση, λέγεται χαϊκού, είναι ότι πρέπει να βάζεις μέσα σε τρεις στίχους –είναι κινέζικη η ποίηση αυτή– πρέπει να βάλεις μέσα στη λέξη σου κάποιο… ας πούμε, ένα σύννεφο, έναν ήλιο, να ’χει κάτι να υπάρχει, από τη γη, δηλαδή να υπάρχει και μετά να βάλεις κάτι άλλο. Πρέπει να υπάρχει ο αέρας, ο ήλιος, το χορτάρι, το χώμα, οτιδήποτε φυσικό, από τη φύση. Και μετά, πάνω σ’ αυτό, γράφεις εσύ το δικό σου». Αυτό ήταν το πιο περίεργο που μπόρεσα να κάνω και το πιο δύσκολο. Και το ξεκίνησα όταν η εγγονή μου έμεινε έγκυος και ήθελα να γράψω κάτι για το μωρό τους πριν να γεννηθεί. Θα θέλατε να σας το διαβάσω;
Φυσικά.
Λοιπόν, μισό λεπτάκι, λοιπόν.
Πότε περίπου το γράψατε, λοιπόν, αυτό;
Το έγραψα στις 10/11 του ’20. Τότε ήταν η εγγονή μου έξι-εφτά μηνών έγκυος. Και γράφω: «Μοσχομύρισες, ψυχή μου αγέννητη, σαν την ανεμώνη. Φτερουγίσματα, αθώρητος άγγελος, ανθρώπων σπορά. Πλεγμένη κλωστή, η λεβάντα μύρισε χαμόγελα. Φθινοπώριασε, τα φτερά διπλώθηκαν να ξαποστάσουν. Στιγμές σιωπής ετοιμάζει ο χρόνος, ανάσα καμιά. Αυτό ήτανε όταν μπήκαμε στον κορωνοϊό, στην εποχή αυτή. Ψάχνουν τα μάτια τις λέξεις που χάθηκαν στον ορίζοντα. Στο θολό τοπίο εμποδίζεται η φωνή των μασκοφόρων». Επειδή φορούσαμε όλοι μάσκες. Είναι λίγο δύσκολη ποίηση, και να την καταλάβει κάποιος και να τη γράψει. Όμως, ήθελα να το προσπαθήσω να το κάνω κι αυτό.
Έχετε κάποιο άλλο χαϊκού που θα θέλατε να μας αφηγηθείτε;
Αυτή τη στιγμή όχι. Έχω, αλλά για τα Χριστούγεννα ήταν αυτό που είχα γράψει. Μπορούμε να πούμε ένα για τα Χριστούγεννα. Ωραία. Μας είχανε βάλει να γράψουμε για το πνεύμα των Χριστουγέννων σ’ ένα Συμπόσιο Ποίησης που γινότανε. Λοιπόν, και έγραψα τότε: «Άστρο λαμπρό, ποιμένες οδήγησε φωτοβολώντας. Άγγιγμα θείο, νιφάδα χιονιού περιέβαλε. Αγγέλων ύμνοι, ουράνια πνεύματα μελωδούντων. Ξύλινο λίκνο, ανάσες προβάτων, Θεού γέννηση. Πνοή Θεϊκή, σπήλαιο φώτισε, ταπεινότητα». Ήτανε από τα δύο-τρία που έχω προσπαθήσει να γράψω. Είναι αρκετά δύσκολη, αλλά μοιάζει λίγο, νομίζω, με τη μαντινάδα την κρητική, γιατί κι αυτό, μέσα σε τρεις γραμμές, δίνει όλο το νόημα, όπως το δίνει και η μαντινάδα. Έχει κάποια μακρινή συγγένεια μήπως; Γιατί πάντα η Κρήτη, η Ελλάδα, ας πούμε, με την Ιαπωνία, τα κινέζικα, αυτά, έχουμε μία παράδοση χιλιάδων ετών Ιστορίας και όλα αυτά. Γιατί κι αυτοί μ’ αρέσει πάρα πολύ η κουλτούρα τους, είναι πολύ… εξαιρετική.
Τι άλλο θα θέλατε να μας αφηγηθείτε;
Ναι, θα ήθελα να σας διαβάσω ένα-δυο μαντινάδες. Ωραία. Οπότε, θα πούμε… θα πούμε μερικές –μισό λεπτάκι. Λοιπόν, ξεκινάμε μ’ αυτή. Λέω: «Κακοτερένιο μου κορμί, Που ’σαι γιομάτο πόνο, Είναι μπελί πως κυνηγά Η μοίρα εσένα μόνο». Η λέξη «μπελί» είναι αυτό που βάζουμε μέσα στην κρητική λέξη –στη μαντινάδα. Έτσι νομίζω εγώ. «Μην πανωγράφεις, μοίρα μου, Βάσανα στο τεφτέρι, Για δεν αντέχει το κορμί Μπλιό του να υποφέρει». «Ό,τι θωρούν τα μάτια μου Ποθεί το η ψυχή μου. Μα δεν μπορείς να το χαρείς, Ανήμπορο κορμί μου». Αυτές είναι για τον πόνο οι μαντινάδες. Λοιπόν, θα πούμε και ερωτικές, έτσι; «Λιόγερμα η αγάπη σου Κι εγώ έχω βασιλέψει, Σαν ήλιος στσι αγκάλες σου Που πά’ να γαληνέψει». «Γαλήνεμα του φεγγαριού Τα δυο σου μάτια, φως μου. Κι εγώ μες στην αγκάλη σου Είμ’ άρχοντας του κόσμου». «Προσκυνητής της σκέψης σου Ήρθα και γονατίζω. Τα’ αγάπης βάλε μου φτερά Ν’ αρχίσω να ελπίζω». «Απανεμιά η αγκάλη σου Κι εγώ έχω κουρνιάσει, Σαν το πουλάκι που βροχή Και μπόρα έχει περάσει». Και κάποιες νοσταλγικές, που έχουνε σχέση και με την Κρήτη και τη Μακεδονία. Αυτές δεν μπορεί να ’χουνε και κρητικές λέξεις μέσα, θα δούμε. «Μια μαντινάδα έστειλα να ’ρθει να σ’ ανταμώσει, από τση Κρήτης το [00:50:00]νησί μήνυμα να σου δώσει. Και να σου πει μες στην καρδιά πως σ’ έχω φυλαγμένη, Μακεδονία, αγάπη μου, χιλιοτραγουδισμένη. Μην πεις ότι σε ξέχασα στο πέρασμα των χρόνων, μέσα στις χούφτες μου κρατώ χώμα των Μακεδόνων. Πάνω στον χάρτη τράβηξα μια χαρακιά ευθεία κι η μολυβιά μου ένωσε Κρήτη-Μακεδονία». Έχω κάτι ζωγραφιές.
Ήταν όλα υπέροχα. Πραγματικά, ευχαριστούμε. Θέλετε να μας πείτε κι ένα παραμύθι;
Παραμύθι… Ευχαρίστως, να σας διαβάσω ένα που είναι… Α, έχω γράψει κι ένα ποίημα και το οποίο λέει την ζωή μου όλη. Λοιπόν, μισό λεπτάκι, θα διαβάσουμε πρώτα το ποιηματάκι και μετά διαβάζουμε κι ένα παραμύθι. Να το βρούμε πρώτα. Λοιπόν, εδώ είμαστε. Λοιπόν: «Σαν να ’ταν χθες που η πρώτη μέρα στο σχολειό στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ωραία, Με μια λαχτάρα στη μικρή μου την καρδιά να μάθω γράμματα, που λέγαν είν’ ωραία. Σαν να ’ταν χθες που με κρατούσες αγκαλιά κι εγώ μ’ εσένανε τρελά ερωτευμένη. Εκεί μπροστά στης εκκλησίας τα σκαλιά, σου ’πα το “ναι” και γίναμε κι οι δυο ευτυχισμένοι. Σαν να ’ταν χθες που ’χε γεμίσει η αγκαλιά μ’ ένα και δυο και τρία αγγελούδια. Κι εκείνα μοιάζανε στα μάτια μου τα δυο μ’ όλου του κόσμου τα πανέμορφα λουλούδια. Σαν να ’ταν χθες Που μεγαλώσαν ξαφνικά, και σαν πουλιά πετάξαν μακριά μας Κι εγώ ευχόμουνα σε κάθε προσευχή: “Ευτυχισμένα, Θεέ μου, να ’ναι τα παιδιά μας”. Σαν να ’ταν χθες που ένα χεράκι τρυφερό μ’ εμπιστοσύνη με κρατούσε, είν’ αλήθεια, και μια φωνούλα στο αυτί μου μαγική: “Πες μου, γιαγιά μου, παραμύθια”. Σαν να ’ταν χθες που γίναν όλα αυτά. Κι όμως, περάσαν τόσα και τόσα χρόνια κι από παιδούλα με κατάξανθα μαλλιά, τώρα μπροστά σας στέκω με μαλλιά γεμάτα χιόνια».
Πραγματικά, ήταν υπέροχο.
Θα ήθελα, αφού ξεκινήσαμε, να σου διαβάσω και κάποιο στίχο. Λοιπόν, λέγεται «Η μοναξιά του…» –αυτοί είναι στίχοι που μπορούν να μελοποιηθούν και ίσως κάποια στιγμή γίνουν, δεν ξέρω, θα δούμε. «Η νύχτα απλώνει καρδιά και κορμί κι εσύ είσαι μόνη στου μπαρ το σκαμνί. Ανθρώπινα χνώτα και γύρω φωνές, μισοσκότεινα φώτα, δεν ακούω τι λες. Απ’ το άδειο ποτήρι η ζωή σου περνά, για δικό της χατίρι η μοναξιά σε κερνά. Στους καπνούς των τσιγάρων των ανθρώπων οσμές σε τυλίγουν σαν δίχτυ, δίχως αναπνοές». Το τζουκμπόξ: «Στη γωνία τους δίσκους μετράει κι ένα νέγρικο μπλουζ τις νότες σκορπάει. Μια ανάμνηση φέρνει στου μυαλού σου την άκρη, στην καρδιά σου κυλά σιωπηλά ένα δάκρυ».
Δημιουργείτε καταπληκτικές εικόνες.
Όπως θα σας διαβάσω κι ένα που έχει σχέση με τη Θεσσαλονίκη, που είναι η πατρίδα μου, εννοείται. Λοιπόν: «Θυμάμαι κάποια γειτονιά στη Σαλονίκη Με τα γεράνια της και τ’ άσπρα γιασεμιά. Τότε που πείραζα τη φίλη μου τη Νίκη Για τα σγουρά της κατακόκκινα μαλλιά. Θυμάμαι τις μπλε ποδιές Και τα παπούτσια μας τα τρύπια Κι οι αναμνήσεις πλημμυρίζουν στην καρδιά. Τότε που αρχίσανε τα πρώτα καρδιοχτύπια Και σταματήσαμε να είμαστε παιδιά. Μπρος στο περίπτερο εκείνης της γωνίας Νοσταλγικά η θύμησή μου ξαναζεί, Όρκους πως κάναμε αιώνιας φιλίας, “Ό,τι κι αν γίνει, πάντα θα ’μαστε μαζί”. Τα χρόνια πέρασαν και φύγανε και πάνε, Μα η φιλία μένει πάντα στην καρδιά. Στη Σαλονίκη όπως τώρα θα θυμάμαι Πάντα τη Νίκη με τα κόκκινα μαλλιά». Αυτά. Οπότε, να ξελαργάρουμε λίγο και να πούμε δυο μαντινάδες για τα λουλούδια. Ωραία. «Βιόλα μου αραχνοΰφαντη, Πώς να σ’ αγγίξω, πε μου. Φοβάμαι μη μου σκορπιστείς Στο φύσημα τ’ ανέμου». «Αέρα πήρε πάλι ο νους Και τα φτερά του απλώνει Κι έρχεται, βιόλα, να σε βρει Για να μην είσαι μόνη». «Αγριομανουσάκι μου Κι αμυγδαλιάς ανθέ μου Κι ανάσα του βασιλικού, Να ’σουνα στον μπαξέ μου». «Μην ξεραθείς, βιολάκι μου, Κι εγώ θα σε ποτίζω, Σαν το μωρό στην αγκαλιά Θε να σε κανακίζω». Αυτές ήταν κάποιες σκέψεις μου.
Αναρωτιέμαι αν έχετε γράψει και για την περίοδο της καραντίνας.
Το περίεργο, ότι δεν έχω γράψει τίποτα στην περίοδο της καραντίνας.
Καθόλου περίεργο.
Καθόλου, ούτε καν, γιατί δεν την ένιωσα… Όντως, δηλαδή, το μόνο –στην καραντίνα– το μόνο ήτανε που δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε έξω, που ούτως ή άλλως, στην ηλικία τη δικιά μας δεν πολυκυκλοφορούμε. Οπότε, δεν ήτανε και τόσο επιβαρυντική, να πούμε, προσωπικά, δηλαδή για μένα. Εντάξει, τα παιδιά, στους νέους, η νεολαία φυσικό είναι. Αλλά εμάς δεν μας πολυενόχλησε αυτό. Γιατί όλα τα άλλα τα έχουμε κάνει στα νιάτα μας, οπότε είμαστε χορτάτοι, καλυμμένοι, που λέμε, τώρα. Εντάξει, ο άνθρωπος πάντα θέλει να βγει τη βόλτα του, να κάνει ένα περίπατο, αυτό δεν νομίζω ότι το ’χουνε… έχει στερηθεί κάποιος, να βγει να κάνει έναν περίπατο, το περπάτημά του, να απολαύσει μια ωραία θέα, ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, να κάτσει σ’ ένα παγκάκι να ρεμβάσει. Αυτά είναι πολύ ωραία πράγματα που, προς το παρόν, γεμίζουν εμάς, τη δική μας ηλικία τώρα.
Παραμύθι δεν είπαμε.
Α, να πούμε κι ένα παραμύθι; Ωραία, θα πούμε κι ένα παραμυθάκι. Παραμύθι… Να πούμε. Λοιπόν, έχω γράψει ένα παραμύθι –κοίταξε, τώρα, να δεις μία περίπτωση– για τον χιονάνθρωπο που δεν έλιωσε ποτέ. Και όταν έβαλα αυτόν τον τίτλο, «Ο χιονάνθρωπος που δεν έλιωσε ποτέ», ακριβώς ένα παρόμοιο τίτλο έχει γράψει ένα παραμύθι κι ο πασίγνωστος, ο τεράστιος Τριβιζάς, που γράφει τα παιδικά παραμύθια. Και όταν το διάβασα, προσπάθησα να βρω να διαβάσω αυτό που έχει γράψει –ήδη είχα γράψει εγώ το δικό μου στο τετράδιο. Και όταν διάβασα, όταν είδα τον τίτλο, «Κοίταξε να δεις», λέω, «έναν τίτλο που τον σκέφτηκα εγώ και το έχει γράψει και αυτός ο μεγάλος άνθρωπος, μεγάλος συγγραφέας», γιατί είναι από τους σπουδαιότερους των παιδικών παραμυθιών και μ’ αρέσει πάρα πολύ. Βέβαια, μ’ αρέσει και πάρα πολύ ο τρόπος που παρομοιάζει τα πράγματα. Έχω γράψει κι ένα limerick, το οποίο έχει γίνει και έχει μπει και μουσική κα έχει μελοποιηθεί και αυτό βρίσκεται στο Youtube. Λοιπόν, διαβάζουμε το παραμυθάκι; «Ήταν χειμώνας. Το χιόνι είχε κάνει κάτασπρα τα δέντρα, τα σπίτια, τους δρόμους. Χαρούμενα τα παιδιά, βγήκαν έξω να παίξουν. "Εγώ λέω, αν συμφωνείτε κι εσείς, παιδιά, να κάνουμε έναν χιονάνθρωπο", είπε η Έρικα. "Ναι, ναι!" φώναξαν όλα μαζί. Κι αμέσως, χωρίς να χάσουν καιρό, άρχισαν να μαζώνουνε χιόνι και να φτιάχνουνε το σώμα του. "Κοιτάξτε! Έκανα μία στρογγυλή μπάλα για να γίνει το κεφάλι του". Με την βοήθεια όλων των παιδιών, μέσα σε λίγη ώρα, ο χιονάνθρωπος ήταν έτοιμος. Όμως, του έλειπε κάτι. "Του λείπει, παιδιά, ένας σκούφος», είπε ο Γιάννης. "Κι ένα κασκόλ", είπε ο Νίκος. "Και μία σκούπα". Αφού βάλανε για μάτια δυο κάρβουνα και για μύτη ένα καρότο, έφτασε η Μαρία, κρατώντας στα χέρια της ένα κατακόκκινο σκούφο, που τον έβαλε στο κεφάλι του χιονάνθρωπου. Σε λίγο, τύλιξε και τον λαιμό του μ’ ένα πολύχρωμο κασκόλ. Όταν τελείωσαν, όλα τα παιδιά στάθηκαν να τον καμαρώσουν. «Τι όμορφος που είναι!" είπαν όλα μαζί χαρούμενα. "Εγώ λέω ότι είναι ο πιο όμορφος χιονάνθρωπος του κόσμου», είπε ο Λεωνίδας, "Όμως, είναι κρίμα". "Γιατί;» «Γιατί θα λιώσει, παιδιά, μόλις βγει ο ήλιος". "Όχι, όχι, δεν θέλω να λιώσω!" σκεφτόταν ο χιονάνθρωπος. Όμως, θα δεχτεί… –μισό– "Θέλω να μείνω έτσι όμορφος για πάντα". Σαν να διάβασαν τη σκέψη του τα παιδιά, άρχισαν να σκέφτονται κάποιον τρόπο για να μη λιώσει ο χιονάνθρωπός τους. "Έχω μια ιδέα!" φώναξε ξαφνικά η Ελένη. "Αν τον βάλουμε μέσα σ’ ένα ψυγείο;" "Μα τι λες;" είπανε τα άλλα παιδιά, "Χωράει στο ψυγείο;" "Μα δεν εννοούσα το ψυγείο του σπιτιού μας, αλλά ένα μεγάλο ψυγείο, να χωράει έναν χιονάνθρωπο». Τότε, πετάχτηκε ο Δημήτρης και είπε: "Να το πούμε στον πατέρα μου, που είναι καπετάνιος, να τον βάλει σ’ ένα μεγάλο ψυγείο, απ’ αυτά που βάζουνε τα κατεψυγμένα, και να τον πάει με το καράβι να τον αφήσει στον Βόρειο Πόλο. Εκεί έχει πάντα χιόνια και πάγους κι έτσι δεν θα λιώσει ποτέ ο χιονάνθρωπός μας". "Η ιδέα σου είναι πολύ ωραία", είπαν τα παιδιά. "Όμως, θα δεχτεί ο πατέρας σου να τον [01:00:00]μεταφέρει και να τον πάει στον Βόρειο Πόλο;", "Θα τον ρωτήσουμε και νομίζω ότι θα συμφωνήσει μαζί μας, παιδιά». Και δεν θα το πιστέψετε! Έτσι κι έγινε! Ο πατέρας του Δημήτρη πήρε στο καράβι του τον χιονάνθρωπο και τον άφησε στον παγωμένο Βόρειο Πόλο. Έτσι, όποιος περάσει από κείνο το μέρος, θα δει έναν ευτυχισμένο χιονάνθρωπο, με κόκκινο σκούφο και πολύχρωμο κασκόλ. Αυτός είναι ο μοναδικός χιονάνθρωπος που δεν έλιωσε ποτέ.»
Κλείνοντας τώρα, με τις τόσες τέχνες που ασχολείστε, πώς σκοπεύετε να τις εξελίξετε στο μέλλον;
Να τις εξελίξω… Απλά, εγώ προσωπικά, ευχαριστιέμαι γι’ αυτό που κάνω κι όσο πιο πολύ βελτιώνομαι στη ζωγραφική μου, στη γραφή μου, στην έμπνευσή μου, κάνει εμένα χαρούμενη πρώτα και μετά τους άλλους. Υπάρχει και το διαδίκτυο, το blog μου, που βάζω εκεί τις σκέψεις μου, που υπάρχουν εκεί, μέχρι εκεί. Νομίζω ότι… δεν ξέρω αν θα μπορώ να εξελιχθώ κι άλλο, θα το προσπαθήσω και θέλω πάντα να βελτιώνω αυτό που κάνω. Γιατί ξέρω ότι έχει και τα λάθη του, αλλά όμως δεν με απασχολεί. Είναι αυτά τα δικά μου πράγματα, λάθη ή σωστά, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει τ’ αγαπώ, αγαπώ αυτό που κάνω κι αυτό με ικανοποιεί, προσωπικά εμένα.
Μήπως υπάρχει κάτι τελευταίο που θέλετε να προσθέσετε, που δεν είπαμε, έτσι, για να κλείνουμε;
Θα μπορούσα… τελευταίο είναι που συνεχίζω ακόμα να πλέκω, που γίνομαι πολύ χαρούμενη όταν κάνω δώρα σ’ ανθρώπους –δεν έχει σημασία αν τους γνωρίζω ή όχι–, στους δικούς μου, στις φίλες μου. Και κάθε φορά που τελειώνω κάτι, γίνομαι πολύ χαρούμενη. Και το μότο μου εμένα, νομίζω ότι είμαι ευλογημένη από τη μοίρα μου και από τη ζωή μου. Και νομίζω ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από αυτό. Να μπορώ να είμαι ένας άνθρωπος σωστός κι ευτυχισμένος.
Τέλος, αν, σε πολλά χρόνια από τώρα, τα παιδιά σας, τα εγγόνια και τα δισέγγονα ακούνε αυτή τη συνέντευξη, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί τους;
Την αγάπη μου μόνο, αυτό. Που προσπάθησα να τους δώσω όσο περισσότερο μπορούσα και με τον τρόπο μου, με τις πράξεις μου, γιατί μόνο αυτά νομίζω ότι έχουνε αξία. Και μια μεγάλη αγκαλιά για όλους.
Εντάξει. Σας ευχαριστούμε, λοιπόν, πάρα πολύ για όλα όσα μας είπατε.
Εγώ ευχαριστώ, που μου δώσατε την ευκαιρία να πω κάπου κάτι από τη ζωή μου και θα χαρώ πολύ να διαβάσουνε ή να ακούσουνε κι άλλοι αυτά που έχω πει. Ίσως πάρουνε ένα μικρό πετραδάκι από αυτό και βοηθηθεί και κάποιος άλλος άνθρωπος ή κάτι αφομοιώσει. Νομίζω ότι αυτό ήτανε το «ευχαριστώ» μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εμείς ευχαριστούμε, πραγματικά. Και ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε.