Παίκτης και προπονητής: Πενήντα πέντε χρόνια αγάπης και αφοσίωσης στο μπάσκετ
Segment 1
Η παιδική ηλικία, η αρχή της ενασχόλησης με το μπάσκετ και οι δύσκολες συνθήκες της εποχής
00:00:00 - 00:20:53
Partial Transcript
Καλησπέρα. Πώς ονομάζεστε; Εγώ είμαι ο Χαράλαμπος, αλλά με φωνάζουν Άκη Χονδρόπουλο, έτσι με ξέρουν δηλαδή μες στην πόλη και αλλού. Εγώ… πάντα ένα κλικ πάνω από εμάς, πάντα. Δράμα, Καβάλα, Σέρρες, δηλαδή εδώ μπορεί να τους κερδίζαμε, εκεί χάναμε σίγουρα. Ήτανε καταδικασμένο.
Lead to transcriptSegment 2
Οι σχολικοί αγώνες, οι θυσίες, η εξέλιξη στις υποδομές και η προπόνηση
00:20:53 - 00:37:18
Partial Transcript
Πείτε μου και για τους σχολικούς αγώνες. Ναι, στους σχολικούς αγώνες ήτανε πολύ δύσκολο να περάσεις. Πολύ δύσκολο, γιατί άλλοι τα παιδιά εί…ια διαφορά, και το τελευταίο, ώστε, αν ενδιάμεσα χανόταν η διαφορά, να ξαναπαίξουν. Παίζανε δύο δεκάλεπτα αυτοί. Οι άλλοι παίζανε ένα μόνο.
Lead to transcriptSegment 3
Ο σημαντικότερος αγώνας, διαφορές μεταξύ επαγγελματιών και ερασιτεχνών, αγώνας παλαιμάχων και ο ανασταλτικός παράγοντας του βόλεϊ
00:37:18 - 00:59:08
Partial Transcript
Συνεχίζουμε. Μιλήστε μου και για μερικούς αγώνες που θυμάστε πολύ έντονα. Ο αγώνας που θυμάμαι πιο έντονα, και γιατί ήμουνα κατά κάποιον τρ…ω διάκριση, να βγεις πρώτος σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Δεν λέω κατευθείαν να πάρεις το πανελλήνιο. Εντάξει; Σιγά-σιγά να ξεκινήσει.
Lead to transcriptSegment 4
Αναμνήσεις από αγώνες και αποστολές, ένα ατύχημα και τα κλειστά γυμναστήρια
00:59:08 - 01:11:49
Partial Transcript
Ναι. Εμείς που πήγαμε στο πανελλήνιο δηλαδή το σχολικό ήτανε μία πολύ μεγάλη εξαίρεση, δηλαδή δεν γίνεται αυτό. Απ’ τις αλάνες μας μαζέψανε,…άββατο, Κυριακή, θα βρεις ώρες να κάνεις. Δηλαδή έχουμε δέκα ομάδες, δέκα αγώνες μπορείς να κάνεις, πέντε το Σάββατο και πέντε την Κυριακή.
Lead to transcriptSegment 5
Σκέψεις για τους προπονητές, αναμνήσεις και προβληματισμοί
01:11:49 - 01:37:27
Partial Transcript
Αν παίζουμε όλοι εντός έδρας. Αλλά προπονήσεις δεν μπορείς να κάνεις. Ολόκληρες προπονήσεις, κανονικές. Και βέβαια καταρτισμένοι και ενημερω…τα κάνεις. Αυτά είχα να σου πω. Ευχαριστώ πολύ, κύριε Άκη. Να ’σαι καλά. Να ’στε καλά. Και συγγνώμη, αν το τράβηξα λίγο, αλλά δεν… Όχι.
Lead to transcriptSegment 1
Η παιδική ηλικία, η αρχή της ενασχόλησης με το μπάσκετ και οι δύσκολες συνθήκες της εποχής
00:00:00 - 00:20:53
[00:00:00]Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεστε;
Εγώ είμαι ο Χαράλαμπος, αλλά με φωνάζουν Άκη Χονδρόπουλο, έτσι με ξέρουν δηλαδή μες στην πόλη και αλλού.
Εγώ είμαι ο Θεμιστοκλής Χαρπαντίδης, βρισκόμαστε στην Αλεξανδρούπολη, η μέρα είναι Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021, είμαι ερευνητής για το Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μου μερικά πράγματα για τον εαυτό σας μεγαλώνοντας στην Αλεξανδρούπολη.
Κοίταξε, εγώ είμαι βέρος Αλεξανδρουπολίτης, δηλαδή και οι γονείς μου έχουν γεννηθεί εδώ. Οι παππούδες μου ήρθανε βέβαια με τη μετανάστευση το ’22, αλλά ο μπαμπάς μου, η μητέρα μου, όλοι έχουν γεννηθεί εδώ πέρα και είμαστε Αλεξανδρουπολίτες βέροι. Ζούσαμε σε μια περιοχή, τα «Τσιμεντένια», που ήταν προσφυγικά σπίτια αυτά, όπου εκεί μεγαλώσαμε. Ξέρεις, το τσιμέντο είναι δύσκολο, γιατί το καλοκαίρι ζεσταίνεται πολύ και δεν μπορεί, ναι, και τον χειμώνα κρυώνει πολύ, ήτανε περίεργα τα σπίτια, από μασίφ τσιμέντο, και όχι μόνο σοβά δηλαδή, όλο τσιμέντο. Σαν προκάτ ήτανε, και όλα ίδια, σαν εργατικές κατοικίες, και μεγαλώσαμε εκεί. Μια γειτονιά, μια παρέα, πολύ καλά.
Πείτε μου λίγο και για την έννοια της γειτονιάς. Ήτανε διαφορετική απ’ ό,τι σήμερα.
Διαφορετική σίγουρα, τώρα δεν υπάρχουν γειτονιές. Μπορεί να μένεις με κάποιον σε μια πολυκατοικία πάνω-κάτω και να μην γνωρίζεσαι, ούτε γεια να λέτε. Εμείς εκεί ήτανε γειτονιά, όσο θυμάμαι τη μαμά μου, ας πούμε, και τον μπαμπά μου να συνεργάζονται μεταξύ τους, ξέρεις: «Φέρανε ξύλα, να τα κουβαλήσουμε όλοι μαζί». Η μαμά μου, ξέρω γω: «Πάνε στην κυρα-Μαρίκα απέναντι και πάρε ζάχαρη», μας έφερνε η κυρία Μαρίκα, αν είχαν στο αμπέλι τους, σταφύλια. Ήτανε γειτονιά. Μας μαλώνανε οι γειτόνισσες σαν ήταν δικά τους παιδιά, δηλαδή είχαμε άλλη σχέση. Και βέβαια με τα παιδιά, τα οποία μεγαλώσαμε μαζί, συνδεθήκαμε πάρα πολύ από μικρά στο σχολείο και τα λοιπά. Εμένα και ο πατέρας μου είχε πάει στο Πρώτο Δημοτικό, εξάλλου δεν είχε και πολλά Δημοτικά τότε, Πρώτο, Δεύτερο και Τρίτο ήτανε. Και ο πατέρας μου είχε πάει στο Πρώτο Δημοτικό και εγώ πήγα στο ίδιο, ήταν κοντά στο σπίτι μου, εκεί, είναι κοντά. Το πιο παλιό σχολείο, για αυτό λέγεται και Πρώτο,και πηγαίναμε όλοι μαζί, φεύγαμε από το σπίτι όλοι μαζί, μαζευόμασταν σε ένα σταυροδρόμι εκεί πέρα και όλη η γειτονιά μαζί πηγαίναμε στο σχολείο. Ήτανε πολύ διαφορετικά.
Ποια ήτανε τα παιχνίδια σας εκείνη την εποχή;
Παιχνίδια…
Σαν παιδιά.
Κοίταξε, τα πιο πολλά παιχνίδια δεν τα παίζουν τώρα τα παιδιά. Τώρα, άσε, τα παιδιά, εγώ βλέπω τα δικά μου τα παιδιά, έρχονται, ας πούμε, στο σπίτι ο ένας με τον άλλον, παίρνουν από ένα κινητό ή πιο παλιά ένα Game Boy, ξέρω γω, και δεν μιλάνε καθόλου. Εμείς είχαμε παιχνίδια, που είχαμε και καυγάδες, είχαμε και γδαρσίματα, είχαμε και πεσίματα. Γενικά εγώ… παίζαμε δηλαδή κυνηγητό, κρυφτό, όπως τα λέμε αυτά. Τσιλίκ-τσομάκ… Το τσιλίκ-τσομάκ ήτανε με ένα… περίπου σαν το μπέιζμπολ, αλλά το μπαλάκι ήτανε ένα κομματάκι ξύλο και το οποίο το πετούσες και έπρεπε να το βάλεις μέσα και σε κλωτσούσαν οι άλλοι. Άγρια πράγματα, αλαμάντα, να δερνόμαστε και να κάνουμε, ήμασταν σκληρά παιδιά, με τα χώματα, με τις πέτρες, δεν είχε ούτε άσφαλτο… Εγώ έχω φωτογραφίες που όχι δεν έχει άσφαλτο, τίποτα δεν έχει, ούτε πεζοδρόμια ούτε τίποτα. Παίζαμε έξω στο χώμα. Εξάλλου, μην ξεχνάς ότι η Αλεξανδρούπολη ήτανε… τότε έλεγε το βιβλίο της Γεωγραφίας του Δημοτικού έλεγε 16.000 και τώρα αγγίζει τους 100.000 κατοίκους. Κατοίκους, δεν λέω για τέτοιο… γιατί είναι στρατιωτικοί, είναι αυτοί που δεν είναι απογεγραμμένοι εδώ πέρα, αλλά όμως είναι κάτοικοι Αλεξανδρούπολης. Έχουν αδειάσει όλος ο βόρειος Έβρος, που γκρινιάζουνε. Γκρινιάζουν για τον βόρειο Έβρο, όλοι έχουν κατεβεί κάτω. Δηλαδή το ’πα και ξανά και άλλη φορά ότι υπάρχουν δύο σύλλογοι Σουφλιωτών στην Αλεξανδρούπολη, σύλλογος Λαβαριωτών, σύλλογος Σαμοθρακιτών, Σύλλογος… Δηλαδή δεν υπάρχουν Αλεξανδρουπολίτες. Κανένας. Εγώ είμαι σε ένα Λύκειο που δουλεύω σαράντα καθηγητές και είμαι ο μόνος Αλεξανδρουπολίτης. Κανένας άλλος δεν είναι από την Αλεξανδρούπολη.
Γέμισε δηλαδή η πόλη.
Γέμισε από άλλους, υπάρχει αυτή η αστυφιλία, όπως μεγάλωσε και η Αθήνα και από 1.000.000 που την έλεγαν τα βιβλία τώρα είναι πέντε. Πενταπλασιάστηκε, το ίδιο και εμάς, από 16.000 έγινε 80.000, 100.000. Αλλά δεν είναι Αλεξανδρουπολίτες, αυτοί δεν τα έχουν ζήσει αυτά που ζούσαμε εμείς.
Πώς είδατε την πόλη να αλλάζει μέσα στα χρόνια; Κάποιες διαφορές με το τότε…
Μεγάλες διαφορές και ακόμη γίνονται οι διαφορές. Όταν σηκώθηκε η πρώτη πολυκατοικία. πηγαίναμε και κοιτάζαμε πώς είναι δυνατόν δηλαδή πέντε όροφοι και τα λοιπά, γιατί εμείς αυτά τα βλέπαμε στις ταινίες, στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη. Και μετά βέβαια εκεί ξεκίνησαν οι πρώτες πολυκατοικίες, εκεί, περίπου απέναντι από τη Ζαρίφειο Ακαδημία, εκεί στη Σκρα. Γέμισε μετά σιγά-σιγά και περνούσαμε και χαζεύαμε τις πολυκατοικίες, αυτό ήταν, και πώς ζουν αυτοί εκεί πάνω και πώς ανεβαίνουν και πώς κατεβαίνουν. Δηλαδή, εντάξει, εμείς είμαστε μαθημένοι στα τσιμεντένια τα σπίτια. Όσον αφορά τη γειτονιά, υπήρχε ένα δέσιμο μεταξύ των παιδιών. Ας πούμε, αρρώσταιναν, πήγαινε ο άλλος στα μαθήματα, καθόταν δίπλα, έκανε, συμπαραστεκότανε. Οι γονείς ο ένας τον άλλον σε βοήθεια για τις δουλειές, για τα αυτά. Όλοι ήμασταν μια παρέα. Αλλά συγκεκριμένα για τα τσιμεντένια το λέω και, άμα μπεις και στο Facebook και πας να τα δεις, ήτανε μια γειτονιά των πρωταθλητών. Δηλαδή εμείς είχαμε παλιούς αθλητές στη γειτονιά μας. Να σου πω ονόματα; Ο Φώτης ο Κεχαγιόγλου, ο οποίος ήταν πρωταθλητής Ελλάδος σε μεγάλες αποστάσεις 10 χιλιόμετρα, 20 χιλιόμετρα και λοιπά, δρομέας. Τον ίδιον δρόμο ακολουθεί και ο γιος του που είναι μικρότερος. Ήταν ο Βασίλης ο Γεροντόπουλος, ο οποίος ήτανε πρωταθλητής Ελλάδος στο μήκος. Αυτά μιλάμε τώρα σε μια απόσταση, σε μια ακτίνα δηλαδή 50 μέτρων. Ο Βασίλης ο Γεροντόπουλος είναι θείος του Θωμά Θωμά, ο μεγάλος Θωμάς Θωμάς, ο οποίος είναι βαλκανιονίκης, μεσογειονίκης, τώρα είναι στον Ολυμπιακό μασέρ, πρωταθλητής Ελλάδος και αυτός επί χρόνια. Αυτοί λοιπόν μας βάζανε εμάς τους λίγο μικρότερους και κάναμε αθλήματα. Δηλαδή ποιος θα πάει απ’ τη μια μεριά του τετραγώνου μέχρι την άλλη. Πώς λέμε 100 μέτρα, αυτό ήταν γύρω στα 60 μέτρα. Ποιος θα κάνει τρία τετράγωνα πρώτος, και τον τελευταίο τον κορόιδευαν και κάνανε, είχαμε συναγωνισμό, δεν ήτανε αστεία. Και βέβαια μας παρέσυραν και πηγαίναμε στο γήπεδο. Και εκεί τώρα, ανάλογα με το ταλέντο, με το χάρισμα που είχε ο καθένας, έβγαινε. Να σου πω άλλους πρωταθλητές; Στη γειτονιά μας είναι η Πηγή Δεβετζή. Δηλαδή μιλάμε 50 μέτρα από το σπίτι μου. Στη γειτονιά μας είναι ο Βασιλάκης ο Αναγνωστόπουλος ο οποίος κέρδισε τον Παπαγεωργόπουλο τότε στα 100 μέτρα, μεγάλος αθλητής. Στη γειτονιά μας είναι ο Βασιλάκης ο Μακρής, ο οποίος υπήρξε τερματοφύλακας στον Εθνικό επί χρόνια και μπασκετμπολίστας. Ο αδερφός του ο Παναγιώτης που έκανε επί κοντό, του Θωμά ο αδερφός, ο Παναγιώτης ο Θωμάς, που έκανε μπάσκετ, κάναμε μαζί μπάσκετ. Είχαμε τον Σάκη τον Δελχανίδη που ήταν τερματοφύλακας, αυτοί τώρα που σου λέω, οι αυλές μας επικοινωνούσαν όλοι μαζί, δηλαδή πώς να σου πω, μαζί μεγαλώσαμε. Και είναι λίγοι αυτοί που σου λέω, αλλά τώρα, ας πούμε, μορφή σαν τη Δεβετζή, σαν τον Θωμά, σαν τον Γεροντόπουλο, τον Κεχαγιόγλου, είναι μεγάλη. Και εμείς κάτι κάναμε σε άλλα αθλήματα οι άλλοι.
Υπήρχε πολύ έντονο το αθλητικό στοιχείο δηλαδή.
Πολύ έντονο, δηλαδή…
Και σας τράβηξε αυτό.
Ναι, δεν υπήρχε… Και τα κορίτσια. Του Γεροντόπουλου η αδερφή, η Κούλα, η οποία ήταν πρωταθλήτρια στα 100 μέτρα. Εδώ, πανβορειοελλαδικούς και λοιπά. Δηλαδή οι άλλοι δεν ασχολιόντουσαν. Όχι ότι ήμασταν τόσο πολύ καλοί, αλλά ήμασταν καλοί για εκείνη την εποχή. Γιατί ασχολούμασταν από μικροί, δηλαδή εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου να πηγαίνω 10-12 χρονών στο γήπεδο. Κατάλαβες; Γιατί; Γιατί ήταν ο Θωμάς πιο μπροστά, ήταν ο Βασιλάκης ο Μακρής, ο Παναγιώτης ο Μακρής, μας παίρνανε αυτοί μαζί τους «Πάμε εκεί πέρα». Όταν έβλεπες τους άλλους να κλωτσάνε, να τρέχουν, να πηδάνε, την Κυριακή να τους βλέπεις στο γήπεδο με τον κόσμο και τα λοιπά, είναι ένα δέλεαρ, είναι ένα κίνητρο, ένα πρότυπο για να ασχοληθείς και εσύ με κάτι ανάλογο. Και ανάλογα έβλεπες το τι σου άρεσε, το τι σου πήγαινε, το σώμα σου, η σωματοδομή σου. Με τι μπορούσες να ασχοληθείς, δηλαδή τώρα… Δεν είχαμε εδώ μία, ας πούμε, εγώ με το 1,80 να γίνω, ξέρω γω, βολεϊμπολίστας, ας πούμε.
Είμαστε και πόλη του βόλεϊ, υποτίθεται.
Άσε αυτό, εντάξει, εμείς αυτό το είχαμε χρόνια, το αντιμετωπίζαμε. Δηλαδή η Αλεξανδρούπολη έναν χρόνο πριν τελειώσω εγώ, το ’75, πήρε πανελλήνιο βόλεϊ. Σχολικό. Βέβαια, ήταν αυτή η φουρνιά η καλή με τον Κασαμπαλή, τον Σωτηρίου τον Σάκη, τον Τεκτονίδη, τον Αρχοντίδη, αυτοί ήταν μια φουρνιά πολύ καλή.
Και ήσασταν όλοι παρέα δηλαδή.
Παρέα, οι αθλητές ήμασταν παρέα και είμαστε παρέα. Να, προχθές ήπιαμε καφέ με τον Γιώργο τον Τεκτονίδη, με τον Μουστακίδη, με αυτούς, με τον Σουσουρίδη, όλοι αυτοί παρέα.
Αυτό το δέσιμο δηλαδή κράτησε μέχρι και σήμερα.
Ναι, και κρατάει. Τι «κράτησε»;. Κρατάει. Τώρα βέβαια μέσα από τις διεκδικήσεις τις εργασιακές, κυρίως του βόλεϊ, υπάρχουν κάποιες αντιζηλίες, εμείς δεν έχουμε τέτοια θέματα, επειδή, για να καταλάβεις οι προπονητές που βγήκαν απ’ το βόλεϊ από εκείνη τη γενιά, είναι όλοι προπονητές, όλοι περάσανε ΤΕΦΑΑ χωρίς εξετάσεις τότε, στο ΕΑΣΑ ήταν τότε, Εθνική Σωματικής Αγωγής, λοιπόν, όλοι περάσανε τότε Γυμναστική Ακαδημία και όλοι γίνανε προπονητές του βόλεϊ, γιατί, όταν περνάς με ένα άθλημα, αποκτάς την ειδικότητα του αθλήματος, δηλαδή, αν πέρασαν μέσω βόλεϊ, επειδή πήρανε το πανελλήνιο πρωτάθλημα, έπρεπε να πάρουνε ειδικότητα βόλεϊ. Αν περάσεις για το μπάσκετ, έπρεπε να πάρεις ειδικότητα μπάσκετ. Και πήρανε του βόλεϊ. Αυτοί όλοι τώρα διεκδικούν περίπου τα ίδια πράγματα. Οπότε μερικοί απ’ αυτ[00:10:00]ούς μπορεί να είναι λίγο, όσον αφορά τη δουλειά, λίγο εναντιωμένοι ο ένας με τον άλλον. Εμείς δεν είχαμε, στο μπάσκετ δεν είχαμε. Εγώ δηλαδή απ’ τη φουρνιά μου είμαι ο μόνος που έγινα προπονητής και έκανα 20-25 χρόνια προπονητής μετά στον Εθνικό, έκανα στον Θρακικό, μια ομάδα των σιδηροδρομικών, έκανα και στην Ολυμπιάδα. Και στις τρεις ομάδες που είχε η πόλη έκανα, αλλά τα πολλά μου χρόνια, σχεδόν 17-18 χρόνια, έκανα στον Εθνικό. Πήρα παιδιά από μικρά και φτάσανε μέχρι μεγάλα.
Ποια ήτανε η πρώτη φορά που θυμάστε να πιάνετε έτσι μια μπάλα του μπάσκετ;
Μπάλα του μπάσκετ δεν είχαμε, με την μπάλα του ποδοσφαίρου που ήτανε παίζαμε στους τοίχους, δηλαδή υπήρχαν κάτι σαν ρολόγια της ΔΕΗ, κάτι στημένα, κάτι τετράγωνα πάνω στους τοίχους, και προσπαθούσαμε να βάλουμε την μπάλα μέσα σε εκείνο το τετράγωνο με τα χέρια. Παίζαμε ρολογάκι, είχαμε κάνει κυκλάκια πέντε θέσεις εκεί πέρα. και ποιος θα βάλει πιο πολλά, ας πούμε, ποιος θα κάνει δύο κύκλους πιο μπροστά. Και έβλεπα ότι το θεωρούσα σχετικά εύκολο να βάλω την μπάλα εκεί. Για αυτό και στράφηκα προς τα εκεί. Άλλοι στραφήκανε στο ποδόσφαιρο απ’ τη γειτονιά μου, σου είπα, είχαμε δυο-τρεις τερματοφύλακες που έπαιζαν στον Εθνικό, είχαμε άλλους που έκανε στίβο. Ο Θωμάς, ο Μπαρμπαγιάννης ο Γιάννης, που είναι ακόμα γυμναστής και ασχολείται με τους παλαίμαχους και τα λοιπά, αυτοί ήτανε σχετικά πιο ψηλοί από εμάς και είχανε μακριά πόδια, καλά άλματα, στεγνά σώματα και ασχοληθήκανε άλλος με δρόμους, άλλος με ταχύτητες, άλλος με δρόμους αντοχής δηλαδή και άλλος με ταχύτητες, άλλος, όπως ο Θωμάς, ήταν με άλματα, έκανε 16,24 στο τριπλούν τότε πανελλήνιο ρεκόρ και τα λοιπά. Ο Θωμάς έκανε και 7,59 στο μήκος. Είναι μεγάλα, ακόμα και για τώρα δηλαδή, είναι πολύ μεγάλα νούμερα αυτά. Και όμως τότε τα ’κανε με το ταλέντο και με τη δουλειά.
Πείτε μου, για ποιες χρονιές μιλάμε, ποιες δεκαετίες;
Κοίταξε, εγώ είμαι γεννημένος το 1958. Το ’70 εγώ άρχισα να πηγαίνω στο γήπεδο. ’68-’70, εκεί πέρα. Πήγα πρώτη φορά στο γήπεδο του μπάσκετ, παίζανε κάποιοι, που ακόμα υπάρχουν, δεν είναι θέμα. Και μου λένε: «Παίζεις και εσύ;», κάπως έτσι καθόμουν έξω και κοιτούσα ή, πριν ξεκινήσουν να παίζουν, εγώ έκανα σουτάκια και με βλέπανε, μου λένε: «Θες να παίξεις μαζί μας;». «Θα παίξω». Και, επειδή τα κατάφερνα, ας το πούμε έτσι, μου λένε: «Γιατί δεν κάνεις ένα δελτίο στον Εθνικό;». Ήταν ο Φουτσιτζίδης, ο συγχωρεμένος, ο γυμναστής, εκείνη την ώρα τακ-τακ ούτε τέτοιο, μια φωτογραφία και γινόσουνα αθλητής του Εθνικού. Βέβαια οι άλλοι ήταν μεγαλύτεροι από μένα, εγώ είμαι του ’58, αυτοί ήταν γύρω στο ’52 με ’53 γεννημένοι, και τα πέντε-έξι χρόνια στις μικρές ηλικίες είναι φανερά. Τώρα εγώ, όταν είμαι 10 και οι άλλοι είναι 16-17, τελειώναν το Λύκειο και εγώ ακόμα πήγαινα Δημοτικό, μου φαινόντουσαν τεράστιοι αυτοί και μεγάλοι. Με τους οποίους συνυπήρξα, συνυπήρξαμε παίχτες μαζί, υπήρξαμε συμπαίκτες δηλαδή με ανθρώπους μεγάλους, όπως ο Γιάννης ο Ντόνιας, που είναι του ’48 γεννημένος και ο οποίος έπαιξε μέχρι τα 40 του. Τον πρόλαβα τον Γιάννη, πολλά χρόνια, παίξαμε μαζί και αποστολές και τα λοιπά. Ο Αλέκος ο Σταυρίδης, ο Πασχάλης ο Χριστοδούλου και ακόμα φυσικά μιλάμε. Μιλάμε έξω, βρισκόμαστε και τα λοιπά. Εντάξει, εγώ όμως το τράβηξα πολύ, εγώ συνέχισα πολύ, έκατσα πολλά χρόνια. Σύμφωνα με το βιβλίο του Εθνικού, τουλάχιστον τα στατιστικά είναι ότι είμαι ο πρώτος σκόρερ του Εθνικού όλων των εποχών. Έτσι λένε τα στατιστικά, τώρα δεν ξέρω εγώ. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι που ήταν καλύτεροι, δεν ξέρω, αλλά δεν παίξανε τόσο πολλά χρόνια. Δηλαδή ο Πασχάλης ο Ψύλλας ήταν πολύ καλός παίκτης. Αλλά έπαιξε πέντε-έξι χρόνια, εγώ έπαιξα είκοσι χρόνια. Κατάλαβες; Οπότε έβαζα κιόλας, αλλά, εντάξει. Ήταν αλλιώτικο το μπάσκετ, μην φανταστείς τώρα αυτές οι πιέσεις, οι άμυνες. Μια ζωνάρα πίσω κλεισμένοι. Άμα έβαζε το σουτ: «Έβαλε σουτ», ας πούμε.
Πιο απλά ήταν τα πράγματα δηλαδή.
Ναι, πιο απλά, δεν είχε... Και τα ρούχα μας ήταν περίεργα, δηλαδή εγώ, θυμάμαι, μια φορά τρύπησε από κάτω το παπούτσι μου, είχαμε ελβιέλες, είχαμε αλυσίδα ελβιέλα, δηλαδή ελληνική… κάτι παπούτσια περίεργα. Και από κάτω τρύπησε το παπούτσι μου την ώρα του αγώνα και έβγαλε ο Φουτσιτζίδης το πακέτο με τα τσιγάρα, είχε έναν άσσο πλακέ και το ’βαλα ανάμεσα στην κάλτσα και στο πακέτο για να μην πατάω το τσιμέντο. Τσιμέντα, τα πόδια μας ήταν μελανά, μαύρα. Πού να κάνεις άλματα;
Πείτε μου και για αυτό το πράγμα, για το τσιμέντο, γιατί εσείς παίξατε στο ανοιχτό γήπεδο…
Κυρίως στο ανοιχτό. Εγώ το ’78-’79, που έγινε κλειστό, πρώτη φορά μπήκα σε κλειστό το ’76, που πήγαμε στο πανελλήνιο πρωτάθλημα σχολικό. Και κοιτούσαμε με ανοιχτό το στόμα, δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε τις μπασκέτες να κρέμονται από πάνω. Είχαμε χάσει την αίσθηση του χώρου. Μία δυο φορές όλοι είχαμε βγει έξω απ’ το γήπεδο, γιατί είχε και πολλές γραμμές για του χάντμπολ, για του βόλεϊ, για του μπάσκετ. Και κοιτούσαμε τριγύρω μπας και δούμε την κολόνα. Δεν.. Ήτανε κρεμαστά, αργήσαμε να προσαρμοστούμε.
Εμπειρίες που δεν είχατε ξαναδεί.
Όχι, φυσικά, κλειστό δεν είχαμε δει. Εδώ παίζαμε με τον αέρα, πηγαίναμε στην Ορεστιάδα, σκουπίζανε τα χιόνια για να παίξουμε. Το ταμπλό ήτανε ξύλινο. Ήτανε άλλες… πρωτόγνωρα πράγματα. Δεν υπήρχε τρίποντο. Δεν υπήρχε μπρος-πίσω, δηλαδή σε πίεζαν, τη γύριζες τη μπάλα πίσω, σε κυνηγούσαν σαν το ποδόσφαιρο. Που τώρα λένε να το απαγορέψουν και στο ποδόσφαιρο το μπρος-πίσω, γιατί, είδανε, το κάνει πιο επιθετικό το άθλημα.
Και άλλοι κανονισμοί και άλλες συνθήκες, όλα διαφορετικά.
Με γάντια, με σκουφάκια προπόνηση το βράδυ. Μας είχαν βάλει τότε τους προβολείς και τρελαθήκαμε στο γήπεδο. Είχε φως τη νύχτα, γιατί αλλιώς νύχτωνε 17:00 η ώρα τον χειμώνα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε προπόνηση εμείς. Δεν μπορούσαμε, αφού σκοτείνιαζε. Και έπρεπε τώρα, με το που ανάψανε τα φώτα, καθόμαστε μέχρι τις 21:00, χειμώνες τώρα μιλάμε, 21:00 με τα σκουφάκια, με γάντια, να πιάνεις την μπάλα, να γλιστράει. Εντάξει, πρωτόγονα, αλλά έτσι ξεκινάνε όλα. Και τώρα ο γιος μου φοράει παπούτσια που κάνουν 250 ευρώ, ας πούμε. Εντάξει, τα δικά μας ήτανε πάνινα. Διαστρέμματα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, γόνατα, μηνίσκοι, ό,τι μπορούσες να φανταστείς γινότανε.
Υπάρχει ίσως έτσι κάποια εμπειρία που σας έχει μείνει από το ανοιχτό γήπεδο πολύ χαρακτηριστικά;
Ναι, για να καταλάβεις, δεν υπήρχε χρονόμετρο να το βλέπει ο κόσμος. Το χρονόμετρο… υπήρχε ένας χρονομέτρης χειρός, ο οποίος φυσικά έκλεβε υπέρ της έδρας πάντα, και οι δικοί μας και οι άλλοι. Δηλαδή χάναμε; Δεν το πατούσε να περνάει ο χρόνος. Έλεγε: «Πάμε», αλλά δεν το πατούσε, ώστε να παίξουμε ακόμα λίγο, μπας και κερδίσουμε. Ή κερδίζαμε; Το άφηνε και έτρεχε εκεί που σφυράει το φάουλ και πρέπει να σταματήσει και ξαφνικά, εκεί που ήθελε τρία λεπτά, έλεγε: «Ένα λεπτό», και λέγανε οι άλλοι: «Τι ένα λεπτό;», ας πούμε. Το σκορ γραφόταν σε έναν πίνακα με κιμωλία άσπρη, το οποίο ήτανε απέναντι απ’ τις κερκίδες στα κάγκελα, εκεί που είναι ο στίβος δηλαδή, για όσους ξέρουν περίπου το γήπεδο. Και ήταν ένα παιδάκι με ένα σφουγγάρι και μία κιμωλία και έλεγε, ας πούμε: «0-0». Έσβηνε το 0, το έκανε «2-0», ξέρω γω. Δεν είχε τρίποντα. Βολές. «3-0» έβαζε μία βολή και τα λοιπά. Εντάξει, το σκορ δεν μπορούσες να κλέψεις εύκολα, γιατί γραφότανε, έστω και με την κιμωλία, και ήξερε ο άλλος: «Καλά, πώς πήγε απ’ τα 10 στα 15;». Αλλά με τον χρόνο γινόταν πολλές κλεψιές, πολλοί καβγάδες. Μας κλέβανε στην Κομοτηνή, τους κλέβαμε εμείς εδώ. Εντάξει, έτσι γινότανε, δεν είναι θέμα. Το ανοιχτό το γήπεδο είχε τον αέρα. Εγώ, που ήμουνα σουτέρ, ας πούμε, άμα είχε πολύ αέρα, ιδίως νοτιά, που πιάνει το γήπεδο, δεν μπορούσαμε με τίποτα να βάλουμε καλάθι.
Αλλά θεωρούνταν φυσιολογικό όλο αυτό,–
Ναι, είχαμε προσαρμοσμένη,–
–δηλαδή και να παίξετε και με τον αέρα.
–ήμασταν και εμείς προσαρμοσμένοι όμως, γιατί στο ποδόσφαιρο έτσι δεν είναι; Εδώ έχει ένα πλαστικό δάπεδο βάζουν και δεν μπορούν άλλες ομάδες να παίξουνε έναν αγώνα. Άμα όμως κάνεις πέντε προπονήσεις στο πλαστικό, θα το μάθεις και το πλαστικό πώς γίνεται το κοντρόλ, ας πούμε, και τα λοιπά. Εμείς παίζαμε στο ανοιχτό συνέχεια, αφού παίζαμε με αέρα. Δεν μπορείς να μην δεν σουτάρεις με αέρα, υπολογίζαμε συνισταμένη του ανέμου και τα λοιπά, για να μπορέσουμε μπας και βάλουμε κάνα καλάθι. Αλλά, εντάξει, δεν ήταν κάνα θέαμα να το δεις και να τρελαθείς. Ούτε το μπάσκετ ήταν υψηλής ποιότητας. Ήταν ένα μπάσκετ που παίζανε λίγοι, πολύ λίγοι ήμασταν. Ερχόταν φορές που δεν μπορούσαμε να μαζευτούμε για να κάνουμε ένα μονό. Να παίξουμε τρεις-τρεις. Δεν ήταν τόσοι πολλοί που παίζανε μπάσκετ. Ήμασταν μια παρέα εμείς έξι, πέντε, έξι-εφτά άτομα, ένας να είχε φροντιστήριο ή να ήταν άρρωστος, δεν μαζευόμασταν, δεν παίζαμε. Παίρναμε έναν απ’ τον στίβο, ξέρω γω. «Έλα και συ να παίξεις», ας πούμε. Και τώρα μετά το ’87 γνώρισε τη μεγάλη ανάπτυξη. Βέβαια μετά τον ερχομό του Γκάλη και μετά γέμισαν τα γήπεδα. Δηλαδή εγώ ήμουν προπονητής τότε, την επόμενη σεζόν ήρθαν εκατό παιδιά να γραφτούν στο μπάσκετ. Που αυτοί όλοι πηγαίνανε στο βόλεϊ και στο ποδόσφαιρο εδώ στην Αλεξανδρούπολη.
Ο κόσμος πώς ήτανε τότε εκείνη την εποχή; Ερχόταν στο γήπεδο;
Ναι, ο κόσμος το ’βλεπε πατριωτικά. Όχι ότι ήταν γνώστης του μπάσκετ, αφού δεν καταλαβαίνανε, όταν γινόταν βήματα ή τους κανονισμούς, που ήτανε σίγουρα πιο πολύπλοκοι από του ποδοσφαίρου, δεν νιώθανε. Αλλά, επειδή έπαιζε η Αλεξανδρούπολη… Γιατί βγάζανε και πινακίδα. «Αγώνας μπάσκετ Εθνικός Αλεξανδρούπολης –ξέρω γω– με Σέρρες». Γιατί να μην πάμε; Παίζει ο Άκης, παίζει ο Νούλης, παίζει ο Χρήστος ο Ψύλλας, παίζει, ξέρω γω, ο Φώτης ο Σαχαρίδης, παίζανε δηλαδή παιδιά της πόλης. Γιατί να μην πάω να δω το φιλαράκι μου; Αφού κάθομαι το Σάββατο.
Και γνωριζόσασταν και όλοι, όπως είπατε.
Ναι, συμμαθητές, Αλεξανδρουπολίτες. Και ερχόταν ο άλλος, του ποδοσφαίρου οι φίλαθλοι ερχόντουσαν, μόνο και μόνο για να δούνε, να κοντράρουμε τις Σέρρες. Γιατί να χάσουμε, ας πούμε; Γιατί και εμείς που πηγαίναμε, τα ίδια, γεμάτα ήταν τα γήπεδα.
Έχουνε ακυρωθεί αγώνες λόγω κακοκαιρίας;
Βέβαια. Έχουμε πάει Ορεστιάδα και έχουμε γυρίσει κατευθείαν, έχουμε πάει και έχουμε γυρίσει. Έχουμε πάει και στο Διδυμότειχο φάγαμε ξύλο. Είχε βροχή και περνούσε, θυμάμαι. Όχι εγώ, δεν έφαγα, τη γλύτωσα, δεν ξέρω πώς. Ο Αλέκος ο Σταυρίδης μπορεί να το θυμάται, τον χτυπούσαν με μια ομπρέλα, και αυτός έγινε δήμαρχος μετά στο Διδυμότειχο αυτός που τον χτυπούσε. Κατάλαβες; Το ξέρω το όνομά του, δεν θέλω να το πω. Λοιπόν, τον χτυπούσε με μια ομπρέλα, ήταν στον πάγκο έφο[00:20:00]ρος και μας χτυπούσανε αυτοί που ήταν στον πάγκο και ήταν δίπλα στα κάγκελα, τους χτυπούσαν με τις ομπρέλες, δηλαδή τρώγαμε ξύλο, γιατί κερδίζαμε, ας πούμε. Εντάξει.
Πώς ήτανε οι σχέσεις με άλλα σωματεία στον Έβρο; Υπήρχε ανταγωνισμός;
Κοίταξε, αρχικά δεν υπήρχαν στον Έβρο άλλες ομάδες. Άργησαν να μπουν δηλαδή μέσα. Καλά, οι Φέρες τελευταία και το Σουφλί, υπήρχε μόνο η Ορεστιάδα και το Διδυμότειχο, αλλά πολύ χαμηλό το επίπεδο, δηλαδή τους κερδίζαμε πολύ εύκολα, δεν χάσαμε ποτέ εκεί πέρα μέσα. Ό,τι και κάναμε, όσες συνθήκες και να είχε, δεν χάναμε. Αλλά ήταν πολύ καλύτερο το επίπεδο, και από την Κομοτηνή την κερδίζαμε συνέχεια. Θα σου πω για την Κομοτηνή. Την Ξάνθη κοντραριζόμασταν. Αλλά εκεί που χάναμε συνήθως ήταν Δράμα, Καβάλα, ήταν πάντα ένα κλικ πάνω από εμάς, πάντα. Δράμα, Καβάλα, Σέρρες, δηλαδή εδώ μπορεί να τους κερδίζαμε, εκεί χάναμε σίγουρα. Ήτανε καταδικασμένο.
Πείτε μου και για τους σχολικούς αγώνες.
Ναι, στους σχολικούς αγώνες ήτανε πολύ δύσκολο να περάσεις. Πολύ δύσκολο, γιατί άλλοι τα παιδιά είχανε μαζεμένα όλους τους καλούς μπασκετμπολίστες σε ένα σχολείο. Ήτανε πιο πάνω κατηγορίες από εμάς, δηλαδή ήταν Β Εθνική και Α Εθνική πολλοί. Και ήταν πολύ δύσκολο να περάσουν τα δικά μας τα παιδιά που είχαν εμπειρίες πολύ μικρές, απ’ τις πιο μικρές κατηγορίες, να περάσουν. Το ’76 όμως που ήμουνα Τρίτη Λυκείου κάναμε ένα θαύμα, δηλαδή ήταν πραγματικά θαύμα. Έχω και φωτογραφίες και τέτοια αναμνηστικά, μπορούμε να τα δούμε κάποια στιγμή. Εντάξει, φτάσαμε να είμαστε έκτοι στο πανελλήνιο στη Λάρισα. Είχαμε πάρει και βολεϊμπολίστα μαζί μας, τον Γιάννη τον Χρηστουηλία τότε για να παίρνει τα ριμπάουντ, γιατί δεν είχαμε ψηλούς. Ήταν ο Φώτης ο Σαχαρίδης, ήτανε ο Στέφανος ο Σουσουρίδης, ο Σταύρος ο Φιλιππίδης, εγώ, ο Γκοτζιάς ο Θόδωρος, ο οποίος έχει συγχωρεθεί τώρα. Είχαμε μια ομαδούλα συμπαθητική. Ο Κώστας ο Κουβατζής, που ήταν ο μοναδικός ψηλός στο μπάσκετ με 1,95-96, αλλά θηρίο. Περάσαμε, κερδίσαμε… Οι αγώνες γίνανε στον Έβρο, κερδίσαμε άνετα, και μετά ποιος θα βγει απ’ την περιφέρεια αυτή εδώ, την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, έγιναν οι αγώνες στην Καβάλα. Στο Φάληρο εκεί κάτω στην παραλία ανοιχτά, πάντα ανοιχτά. Και τώρα μιλάμε ότι η Δράμα είχε τον Κατσούλη και τον μεγάλο, τον Μάνθο και τον Γιώργο τον μικρό, τον Πετρόπουλο. Παίκτες, οι οποίοι παίζανε στην Α Εθνική και Εθνική Ελλάδος. Οι Σέρρες είχαν τον Παραμανίδη τον Βασίλη, τον Ιλανίδη, τον Γρίψιο, παικταράδες. Και βέβαια εμείς καταφέραμε, δεν ξέρω πώς, και τους κερδίσαμε. Δεν ξέρω, ούτε ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει, σαν όνειρο μου φαίνονται, γιατί είχε κόσμο φίσκα, όλη η Καβάλα τα σχολεία είχαν έρθει εκεί πέρα. Όπως και όταν είχε γίνει μια φορά στην Αλεξανδρούπολη, είχε έρθει όλη η Αλεξανδρούπολη να δει τους αγώνες, να υποστηρίξει τα παιδιά. Δεν κατάλαβα πώς την κερδίσαμε τη Δράμα στο τέλος. Είχε τον Μάνθο, ήτανε 2,10, 2,08 ο Μάνθος. Εμείς δεν είχαμε. Παλεύανε, ο Χρηστουηλίας ο Γιάννης με τον Κουβατζή double-team και λοιπά και ξέρω γω. Μπήκαν και κάποια τυχερά καλάθια και τους κερδίσαμε και πήγαμε στη Λάρισα στο πανελλήνιο. Φυσικά, με το τρένο φύγαμε. Φτάσαμε εκεί το βράδ,υ για εμάς ήταν μεγάλη διάκριση να πάει τώρα η Αλεξανδρούπολη στο πανελλήνιο μπάσκετ.
Δεν είχε ξαναακουστεί κάτι.
Όχι, τι να ακουστεί ,πουθενά, αφού μόνο βόλεϊ παίζανε εδώ. Μόνο βόλεϊ. Λοιπόν, και πήγαμε εκεί. Την πρώτη φορά, μόλις άνοιξε η πόρτα και πάω να μπω μέσα, βλέπω έναν σαν Ινδιάνο, πάει να καρφώσει τη μπάλα και το χάνει. Λέω: «Τι είναι αυτός, ρε;». Και ήταν ο Γιαννάκης. Δηλαδή ήταν αντίπαλος, έπαιζε ο Γιαννάκης, έπαιζε το Ένατο Λύκειο Θεσσαλονίκης, ο Γιαννάκης ήταν στον Κορυδαλλό, στο Λύκειο Κορυδαλλού. Και πάλι δώδεκα ομάδες, και Κύπρος μέσα και Πάτρα και ξέρω γω… καλές ομάδες, με πολύ καλό μπάσκετ. Και πάλι η έκτη θέση που πήραμε ήταν μια αξιοπρεπής θέση. Μας δώσανε και ένα κύπελλο, γιατί η πρώτη εξάδα θεωρείται πανελληνιονίκες τότε, όπως και στους Ολυμπιακούς, λέει, οι έξι πρώτοι είναι ολυμπιονίκες. Μας δώσανε και ένα κυπελλάκι, έχουμε και τη φωτογραφία μας εκεί. Και φυσικά εμείς δεν είχαμε ούτε μπλούζες, φορούσαμε τις μπλούζες του Λυκείου που μας είχαν δώσει, Γυμνάσιο λεγόταν τότε, του ποδοσφαίρου με μακρύ μανίκι. Όλες οι ομάδες είχαν φανελάκι, ξέρεις, κασκορσέ. Άμα τις δεις τις μπλούζες, θα γελάς. Μάλλινες μπλούζες φορούσαμε, ποδοσφαίρου. Εμείς παίζαμε μπάσκετ με μπλούζες ποδοσφαίρου. Δεν είχε! Τι μπάσκετ τώρα, σου λέει... Οι φόρμες ήταν οι ίδιες, τις φορούσε το βόλεϊ, τις φορούσε το ποδόσφαιρο, τις φορούσε... Τις έπαιρνες, τις έπλενες και τις ξαναπήγαινες στο σχολείο. Μπλε σκούρο το κάτω και λευκό το επάνω. Έχω και φωτογραφίες και από αυτές πολλές. Τέλος πάντων, ήταν μια πολύ καλή διάκριση, πολύ καλή και, νομίζω, ό,τι καλύτερο πετύχαμε σαν σχολείο της Αλεξανδρούπολης, που πήγαμε στο πανελλήνιο.
Έχετε έτσι άλλες αναμνήσεις από αποστολές;
Αποστολές πολλά. Παραδείγματος χάριν, πήγαμε μια φορά στο Σιδηρόκαστρο και ήτανε δύο τα ταξί. Εμείς ήμασταν δέκα παίκτες, δεν χωρούσανε. Και αναγκαστήκαν τέσσερις παίκτες και μείναμε πίσω να πάρουμε το βραδινό το τρένο, το οποίο περνούσε 03:00 η ώρα απ’ το Σιδηρόκαστρο. Και άφησαν τους πιο μικρούς, δηλαδή φαντάσου τώρα τι γάιδαροι ήταν, ας πούμε, οι μεγάλοι. Αφήσανε εμάς, τα πιτσιρίκια, να φύγουμε με το τρένο το βραδινό 03:00 η ώρα. Και το θυμάμαι καλά, πήγαμε σε έναν κινηματογράφο. Πώς θα περάσει η ώρα στο Σιδηρόκαστρο; Είχε έναν κινηματογράφο και πήγαμε και είδαμε μια ταινία τρεις φορές, την ίδια. Ναι, την είδαμε τρεις φορές την ίδια την ταινία, για να νυχτώσει, πήγε 00:00. Απ’ τις 00:00 μέχρι τις 03:00 πού να πάμε; Και δεν είναι Σέρρες, ας πούμε, να πεις, να πάω κάπως. Κλειστά, ερημιά, στο Σιδηρόκαστρο δεν είχε ψυχή τότε. Τελικά με τα πολλά πήγαμε έξω απ’ τον σταθμό. Ταλαιπωρία, πήραμε το τρένο και φτάσαμε ξημερώματα Αλεξανδρούπολη. Φτάσαμε δηλαδή 07:00 η ώρα, 08:00 η ώρα περίπου στην Αλεξανδρούπολη. Πτώματα. Και πήγαμε και στο σχολείο. Οι δυνάμεις ήτανε τότε, όταν είσαι 18 χρονών, απεριόριστες οι δυνάμεις, 17, δεν καταλάβαμε τίποτα. Εμείς είχαμε πεθάνει απ’ τα γέλια, κάναμε καζούρα για την ταινία που είδαμε, για αυτά. Δεν περάσαμε άσχημα, αλλά συνειδητοποιώ ότι πώς μας αφήσανε εμάς τώρα, τέσσερα παιδιά του Λυκείου, εγώ, ο Φιλιππίδης ήτανε, ο Παναγιώτης ο Θωμάς και ο Σαχαρίδης. Μας αφήσανε εμάς τέσσερα άτομα πίσω. Και οι μεγάλοι πήραν τα ταξί και πήγαν. Εντάξει, τώρα τι να πω. Ήταν…
Το κλασικό, οι μεγάλοι αφήνουν τους μικρούς.
Ναι.
Πείτε μου και για τις θυσίες που απαιτεί ο αθλητισμός από ένα παιδί.
Κοίταξε, πρώτα-πρώτα, χάνεις τον χρόνο σου από το διάβασμα. Δηλαδή είναι πολύ δύσκολο, γι’ αυτό και μοριοδοτούνται οι καλοί αθλητές, και είναι δίκαιο αυτό, οι πρωταθλητές. Είναι δύσκολο ένας να τα κάνει και τα δύο ταυτόχρονα, δηλαδή να διαβάζει πέντε ώρες και να κάνει και πέντε ώρες προπόνηση, δεν γίνεται. Το βλέπω και απ’ τον γιο μου τον μικρό, ο οποίος πήγε ΤΕΦΑΑ και τελείωσε βέβαια και τα λοιπά, αλλά τη χρονιά που ήταν να δώσει εξετάσεις σταμάτησε το μπάσκετ, που ήταν στην Καβάλα, και ήρθε εδώ για να διαβάσει και να περάσει στο πανεπιστήμιο. Σίγουρα, και τότε υπήρχαν προβλήματα, όταν πήγαινες και γυμναζόσουν. Είχες πιο πολλές πιθανότητες να αρρωστήσεις μες στο κρύο και στα αυτά, να τραυματιστείς. Δηλαδή να αφήσεις τα μαθήματά σου, γιατί, όταν γύρναγες κουρασμένος, και, παιδιά, δεν ήταν τότε όπως τώρα, που τα σπίτια έχουν το καλοριφέρ. Εμείς δεν είχαμε φως πολλές φορές, είχαμε μια λάμπα πετρελαίου και καίγαμε. Οπότε δεν είχε ζέστη, είχε ζέστη μόνο σε ένα δωμάτιο μέσα. Στο δωμάτιο εκείνο καθόταν η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδερφή μου. Δεν μπορούσα εγώ να κάτσω να διαβάσω, αυτοί μιλούσανε, δεν είχαμε άλλο δωμάτιο ζεστό. Όταν πηγαίναμε να κοιμηθούμε στο κρεβάτι μας, τα σεντόνια ήταν παγωμένα μέσα. Δεν μπορούσες να κοιμηθείς, οπότε δεν μπορούσες να καθίσεις και να διαβάσεις, όπως τώρα: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και διάβασε». Πήγαινες λοιπόν στο γήπεδο, ήσουν καταδικασμένος να γυρίσεις το βράδυ, ξέρω γω, 19:00-20:00 η ώρα μες το κρύο και όλα αυτά, τα οποία ήταν αρνητικά, δεν μπορούσες να τα κάνεις ταυτόχρονα και τα δύο. Δεν γίνεται εκ των πραγμάτων. Οπότε υπήρχαν δυσκολίες. Υπήρχανε τραυματισμοί, πολλοί τραυματισμοί στα πόδια κάτω, στην ποδοκνημική δηλαδή, διαστρέμματα, μελανώματα, πολλά… Δεν είναι… Δεν μπορείς… Δάχτυλα χτυπημένα…
Και τα παπούτσια, μου είπατε, δηλαδή δεν υπήρχαν.
Ναι, παπούτσια δεν είχαμε, ένα ζευγάρι παπούτσια μπορεί να το είχες δύο χρόνια, δυόμισι χρόνια τα ίδια.
Ήταν πιο εύκολοι οι τραυματισμοί δηλαδή.
Ναι, και κάτω τσιμέντο, άσφαλτος. Να γλιστράει, όταν βρέχει. Έπρεπε να παίξουμε και όταν βρέχει, δηλαδή δεν σταματούσε το παιχνίδι, επειδή ψιχάλιζε. Ναι, αλλά κάτω γλιστρούσε. Και αυτό το δάπεδο ήταν μέχρι πρόπερσι εδώ στο γήπεδο. Μέχρι πρόπερσι, πέρυσι στρώσανε αυτό το… έναν ειδικό τάπητα, ο οποίος δεν γλιστράει και τόσο πολύ, γιατί είναι έτσι. Αλλά εμείς περάσαμε δύσκολα. Χωρίς… Νύχτωνε και στην αρχή δεν είχε και φώτα και παίζαμε έτσι, ό,τι δεις και ό,τι κάνεις. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες, πολλές.
Και τον ελεύθερο χρόνο θυσιάζατε σαν παιδί.
Ναι, σαν παιδί τον ελεύθερο χρόνο. Βέβαια, το αγαπούσαμε δεν το κάναμε δηλαδή αγγαρεία, γιατί όποιος το ’κανε αγγαρεία σταματούσε. Έλεγε: «Τι λες; Θα πηγαίνω τώρα να τρέχω; Θα κάτσω να διαβάσω». και τα λοιπά. Όχι, εγώ, τουλάχιστον εγώ απ’ τον δικό μου τον εαυτό, νομίζω, τα συνδύασα και τα δύο, δηλαδή έπαιζα και μπάσκετ και πέρασα και στο Βιολογικό, που ήταν μια πολύ δύσκολη σχολή σε μόρια, είχε 144 μόρια, έπιανες, ήταν πάρα πολύ καλά. Και συνέχισα και τελείωσα σε τεσσεράμισι χρόνια το Βιολογικό και δούλεψα σαν βιολόγος, δηλαδή δεν είμαι… Αλλά έκανα παράλληλα και τον προπονητή στο μπάσκετ σε όλες τις ομάδες που υπήρχαν εδώ.
Δεν έφυγε ποτέ το μπάσκετ απ’ τη ζωή σας.
Όχι, ποτέ, και σαν φοιτητής έπαιζα και, όταν τελείωσα, έπαιζα, και φαντάρος που ήμουνα έπαιζα, και μετά δούλευα σαν καθηγητής και έπαιζα, δηλαδή με τον Γιώργο τον Ευαγγελίδη, τον Πολωνό, που λέμε, και τον Κεραμάρη και αυτούς που είναι δέκα χρόνια μικρότεροι από μένα, υπήρξαν και συμπαίκτες, έχω φωτογραφίες που ήμασταν μαζί στην ομάδα. Και μετά έγινα και προπονητής τους έγινα, παράλληλα.
Έχετε μήπως κάποια ανάμνηση, θυμάστε την πρώτη μέρα που είδατε το κλειστό γυμναστήριο στην Αλεξανδρούπολη;
Ναι, εγώ δεν το είδα, όταν άρχιζε να λειτουργεί, γιατί ήμο[00:30:00]υνα φοιτητής και έκανα την πτυχιακή, ας το πούμε έτσι, κάναμε μια πτυχιακή στο Περτούλι επάνω, στα Τρίκαλα, κάναμε μία πτυχιακή και καθόμασταν έναν μήνα. Και με παίρναν ας πούμε, πήρα τηλέφωνο και μου λένε τα παιδιά: «Έγινε κλειστό γυμναστήριο». Όταν ήρθα εγώ εδώ πέρα –δεν υπήρχαν τρίποντα, μόνο το κλειστό βέβαια ήταν ακόμα–, είχα πάθει πλάκα. Κάτω είχε το πλαστικό, αυτό τώρα που είναι στο γήπεδο της Μαΐστρου, ένα πολύ λεπτό σαν μουσαμά, πώς να σ’ το πω, έτσι, ένα πολύ λεπτό πλαστικό, αλλά πάλι για εμάς ήτανε θεϊκό να μην φυσάει, να μην έχει τον ήλιο κόντρα. Δηλαδή παίζαμε μπάσκετ και λέγαμε: «Ας παίξουμε από δω, γιατί οι άλλοι θα έχουν την ήλιο κόντρα, δεν θα βλέπουν το στεφάνι. Ας φυσάει έτσι ο αέρας, να βαράμε πιο καλά τα σουτ από τη μια μεριά, μετά απ’ την άλλη», δηλαδή δεν είχαμε τέτοια. Και μας φάνηκε φοβερά μεγάλη, ας πούμε, βελτίωση στην αγωνιστική μας ταυτότητα, γιατί αρχίζαμε πια και παίζαμε όπως θέλαμε εμείς και όχι όπως ήθελε ο καιρός, και ήτανε πολύ καλό για εμάς. Όταν πήγα στο γήπεδο, μετά συνήθισα σε λίγο τα στεφάνια, και τα στεφάνια που ακόμα υπάρχουν, είναι αυτά που κρεμόντουσαν από πάνω. Κατεβαίνανε από πάνω με τροχαλίες. Και πριν από 5 χρόνια μπήκανε τα στεφάνια τα άλλα, τα καλά, τα κανονικά, αλλά μείνανε και εκείνα τα παλιά, σε περίπτωση που σπάσει καμιά μπασκέτα, κατεβάζουν τα παλιά και παίζουν ακόμη με εκείνα. Ναι, ήτανε πολύ καλό για εμάς, μετά μπήκαν και τα τρίποντα. Ευχαριστηθήκαμε μπάσκετ,–
Ήταν πολύ μεγάλο–
–αλλά στα τελευταία μας χρόνια. Μετά έτσι και αλλιώς είχα αρχίσει να ασχολούμαι παράλληλα με το… Όταν ήμουνα παίκτης, ας πούμε, στα τελευταία μου χρόνια, μέχρι το ’90 έπαιξα, στα τελευταία μου χρόνια έκανα και τον προπονητή στο παιδικό και βγήκαν παίκτες πάρα πολύ καλοί, δηλαδή ο Νικολούδης ο Λεωνίδας έπαιξε στην Αμερική στα κολλέγια κολεγιακό μπάσκετ. Ο Χάρης ο Μπιμπισίδης έπαιξε στον Άρη στην Α1. Βγήκαν δηλαδή παίκτες, οι οποίοι προκόψανε τότε. Βέβαια φύγανε από δω για να προκόψουνε, γιατί και ο Χάρης πήγε Θεσσαλονίκη και ο Λεωνίδας πήγε στην Αμερική. Αλλά ήταν αυτοί οι δύο χαρακτηριστικοί παίκτες, οι οποίοι βγήκανε από τη φουρνιά εκείνη. Αυτοί ήταν του ’72 και του ’73 γεννημένοι.
Μιλήστε μου λίγο και για τα σωματεία της πόλης.
Τα σωματεία... Στην αρχή υπήρχε ο μεγάλος ο πλάτανος, ο Εθνικός, που τους σκέπαζε όλους, δεν υπήρχε τίποτα. Κάποια στιγμή δημιουργήσανε οι σιδηροδρομικοί μια ομάδα, τον Θρακικό, και εγώ, επειδή δεν ήθελα να ασχοληθώ άλλο με την προπονητική, είχα φύγει απ’ τον Εθνικό και δυο χρόνια είχε αναλάβει ο Βαγγέλης ο Κεραμάρης, ο οποίος ήτανε και γυμναστής και ήτανε και το παιδί νέος, με νέες ιδέες και τα λοιπά. Εγώ δεν είμαι καρεκλοκένταυρος, ένας βιολόγος ήμουνα, δεν ήμουνα… Αλλά ήρθε ο Θρακικός και εμένα ο πατέρας μου, ο αδερφός του πατέρα μου και ο παππούς μου ήταν σιδηροδρομικοί και τους ξέρανε όλους, όλοι αυτοί τον ξέρανε τον πατέρα μου. Και με πιάσανε λοιπόν και μου είπαν μαζί με τον μπαμπά μου να βοηθήσουμε τον Θρακικό, να κάνουμε μια μικρή ομαδούλα και τα λοιπά. Ανέλαβα τον Θρακικό και ανεβήκαμε και τον περάσαμε τον Εθνικό. Έχω τα αποτελέσματα. Και μετά δεν μου μιλούσαν στον Εθνικό ο Αλέκος ο Παρασκευόπουλος μαζί με τον Ισίδωρο τον Τοκαμάνη, τον συγχωρεμένο. Λοιπόν, αφού έγινε και αυτό, παίρναμε τον Εθνικό, τον ανεβάσαμε κατηγορία. Πάλι μετά στράβωσε λίγο η δουλειά και λέω: «Δεν θα…». Γιατί είχα και τα μαθήματα, τέλος πάντων, να μην τα πούμε τώρα αυτά. Είχα και τα μαθήματα πρωί-απόγευμα και τα λοιπά, δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ. Και μετά έγινε η Ολυμπιάδα. Η Ολυμπιάδα είναι μια ομάδα, η οποία ακόμα υπάρχει, ο Θρακικός έχει διαλυθεί. Και στην Ολυμπιάδα δούλεψα. Και αυτοί ήταν στο Β τοπικό, ανεβήκαμε στο Α τοπικό και μετά πάλι σταμάτησα, γιατί έδωσα προτεραιότητα στα μαθήματα, τα οποία μου δίνανε και χρήματα και τα λοιπά, είχα ανάγκη, δύο παιδιά, να σπουδάζεις, να κάνεις και τα λοιπά. Και αυτά είναι τα κυρίως τρία σωματεία. Γίνανε και κάποια άλλα σωματεία, όπως ο Βαγγέλης ο Κεραμάρης έκανε ένα, το οποίο δεν είχε αγωνιστικό χαρακτήρα, μόνο για τα παιδιά του το ’κανε, και μπράβο του του Βαγγέλη, για τα παιδιά του παίζουν μπάσκετ. Και υπήρχαν και οι Rookies, που έκανε ο Άγγελος ο Κεκές. Και αυτό είχε μόνο δέκα-δώδεκα παιδάκια συνολικά, τα οποία μετά μοιράστηκαν στις άλλες ομάδες, αφού διαλύθηκαν οι Rookies.
Η μεγάλη ομάδα της πόλης όμως, θα λέγαμε, είναι ο Εθνικός.
Ανέκαθεν, δεν υπάρχει τώρα, όλοι οι άλλοι είναι είτε οι δυσαρεστημένοι του Εθνικού είτε αυτοί που δεν είχαν τη δυνατότητα να μπορούν να παίξουν στον Εθνικό. Και καλά έγινε και έγιναν και οι άλλες οι ομάδες, δηλαδή εγώ τότε που είχα το καλό το παιδικό, είχαμε δεκαοκτώ-είκοσι άτομα. Τότε παίρναμε δεκάδα, μετά έγινε δωδεκάδα. Έπρεπε τους δέκα παίκτες κάθε Κυριακή να τους αφήνεις έξω. Ναι, αλλά ήταν πέντε-έξι, οι οποίοι ήταν στάνταρ καλοί. Άρα αυτοί που αλλάζανε ήταν οι τέσσερις κάθε αγώνα. Καταλαβαίνεις, παρεξηγήσεις και λοιπά, οπότε, μόλις ιδρύθηκε ο Θρακικός, πολλά παιδιά απ’ τον Εθνικό –δεν υπήρχε άλλη ομάδα–, πήγαν στον Θρακικό για να παίζουν. Κατάλαβες; Μόλις, ας πούμε, ιδρύθηκε η Ολυμπιάδα, πολλά παιδιά άλλα κοντά, άλλα χοντρά, άλλα ό,τι να ’ναι, που δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά αλλού, τους δέχτηκε η Ολυμπιάδα. Γιατί, κακά τα ψέματα, όλες αυτές οι ομάδες, ακόμη και ο Εθνικός, αυτά από κει που βγάζουν λεφτά είναι οι υποδομές. Όταν τώρα ένα παιδάκι δίνει 20 ευρώ για να πάει να μάθει μπάσκετ, δεν το διώχνεις. Δηλαδή, αν μια ομάδα έχει εκατό παιδιά, βγάζει 2.000 τον μήνα, τα οποία καλύπτει... Δίνει 300 ευρώ στον προπονητή και με τα υπόλοιπα 1.700 καλύπτει τα έξοδα της ομάδας. Έτσι λειτουργούν οι ομάδες και στο βόλεϊ και παντού, εικοσάρια μαζεύουνε. Οπότε, και να ρθει ένα παιδάκι, το οποίο δεν μπορεί να περπατήσει ίσια, το παίρνεις και λες: «Έλα δω, παίξε λίγο, μπες και συ λίγο να παίξεις, μπες και άλλο να παίξεις», και τα λοιπά. Θυμάμαι, ο γιος μου ο μικρός, επειδή είναι καλός και έπαιζε τότε, τον ξέρεις και εσύ, δεν είναι θέμα, ήταν στην Ολυμπιάδα τότε, ξεκίνησε, ήταν είκοσι άτομα. Έμπαινε μέσα ο Σταύρος με ένα-δυο που ήταν άλλοι καλοί, κερδίζανε τον αγώνα. Στο δεύτερο ημίχρονο έβαζε τους άλλους τους δέκα. Τι να κάνει και ο προπονητής; Χάνανε μετά, ερχόταν ο δικός μου σπίτι, έκλαιγε: «Να, έβαλε εκείνον, δεν μπορεί να κάνει αυτό». Λέω: «Να παίξουν όλα τα παιδιά». Και στα κλιμάκια αυτό κάνουνε. Όλα τα παιδιά παίζουν. Ξέρεις πώς παίζουν; Γιατί πήγα στα κλιμάκια της Εθνικής. Τα πρώτα 10 λεπτά παίζουν πέντε παίχτες, δώδεκα είναι όλοι. Το δεύτερο δεκάλεπτο παίζουν άλλοι πέντε, διαφορετικοί τελείως. Το τρίτο δεκάλεπτο παίζουνε οι δύο που δεν είχανε παίξει, γιατί, είπαμε, ήταν δώδεκα. Πέντα και πέντε στα δυο δεκάλεπτα και άλλοι δύο. Οι δύο που δεν είχαν παίξει και τρεις, όποιους θέλει ο προπονητής. Και στο τελευταίο δεκάλεπτο παίζουν όποιος θέλει ο προπονητής. Δηλαδή, για να παίξουν όλοι. Δεν μπορεί δηλαδή να έχεις πέντε παιδάκια καλά, να παίρνεις στο πρωτάθλημα, αλλά η υποδομή σου να μην έχεις βάθος στον πάγκο και τα λοιπά.
Να πάρουνε χρόνο συμμετοχής όλοι.
Όλοι να πάρουν χρόνο συμμετοχής και σχεδόν τον ίδιον χρόνο. Δεκάλεπτο παίζανε όλοι minimum. Ε τώρα οι δύο-τρεις καλοί παίζουν και λίγο παραπάνω.
Αναπτύσσεται και ο συναγωνισμός έτσι, βοηθάει και τις ομάδες να έχουν και αγώνες…
Κοίταξε, για να σε επιλέξουν στα κλιμάκια, δεν είσαι κακός. Αλλά πάντα θα υπάρχει κάποιος καλύτερος μες στο κλιμάκιο. Οπότε εκείνος έπαιζε το πρώτο δεκάλεπτο, ας πούμε, για να πάρουν μια διαφορά, και το τελευταίο, ώστε, αν ενδιάμεσα χανόταν η διαφορά, να ξαναπαίξουν. Παίζανε δύο δεκάλεπτα αυτοί. Οι άλλοι παίζανε ένα μόνο.
Segment 3
Ο σημαντικότερος αγώνας, διαφορές μεταξύ επαγγελματιών και ερασιτεχνών, αγώνας παλαιμάχων και ο ανασταλτικός παράγοντας του βόλεϊ
00:37:18 - 00:59:08
Συνεχίζουμε. Μιλήστε μου και για μερικούς αγώνες που θυμάστε πολύ έντονα.
Ο αγώνας που θυμάμαι πιο έντονα, και γιατί ήμουνα κατά κάποιον τρόπο, ας το πούμε, πρωταγωνιστής, χωρίς να θέλω να φανεί εγωιστικό αυτό, θα δείτε και τα ντοκουμέντα αργότερα, ήτανε, όταν κάναμε μία μεγάλη έκπληξη. Εμείς, όντας ομάδα τοπικού… Τότε βέβαια υπήρχανε το τοπικό, η Β Εθνική και η Α Εθνική, δεν υπήρχανε… Μιλάω για το 1980, δεν υπήρχανε Α1, Α2, Β, Γ και λοιπά. Και ήτανε η Βέροια, ήταν τότε στη Β Εθνική, εμείς ήμασταν τοπικό. Όταν ξεκινήσαμε να φύγουμε, ήταν καλοκαιράκι, ήμασταν στους τριάντα δύο του κυπέλου, γιατί αποκλείσαμε κάτι ομάδες από δω τοπικές, τις Σέρρες και τα λοιπά, και, όταν πήγαμε, ήμασταν μόνο δύο άτομα από τη βασική ομάδα. Οι άλλοι ήταν στη θάλασσα, σταμάτησε το λεωφορείο στη θάλασσα για να τους πάρει και τους είπα: «Άντε, ρε παιδιά, ελάτε», δεν λέω τα ονόματά τους, γιατί είναι φίλοι και συμπαίκτες. Και λένε: «Άντε, τι να ’ρθουμε; Αφού θα χάσουμε! Τι να πάμε;». Εγώ συγκεκριμένα ήμουν στη Θεσσαλονίκη τότε, σπούδαζα, τελευταίο έτος, τέταρτο έτος, και πήρα ένα λεωφορείο και πήγα και περίμενα στον Τιτάνα μπροστά, εκεί στο εργοστάσιο με τα τσιμέντα. Περάσανε και με πήρανε και πήγαμε στη Βέροια. Ο αγώνας ήτανε, σας λέω τώρα, καλοκαιράκι, Ιούνιος, ήτανε 15:00 η ώρα το μεσημέρι. Είχε 40 βαθμούς. Έτυχε, όμως, ήμασταν τυχεροί, ήμασταν καλοί αυτοί που παίξαμε με πολύ πάθος τα παιδιά όλα και τα λοιπά και κερδίσαμε μες στη Βέροια με καμιά δεκαριά πόντους και βέβαια μετά γυρίσαμε θριαμβευτές και στους δεκαέξι του κυπέλου δεν είχε φτάσει ποτέ η Αλεξανδρούπολη. Κυπέλου, μιλάμε τώρα και με τις ομάδες τις μεγάλες, για αυτό και στον επόμενο γύρο… Γιατί για να περάσουμε τους οχτώ μας έτυχε ο ΠΑΟΚ. Το γήπεδο ήτανε κατάμεστο, έγινε μετά από δεκαπέντε μέρες, αφού γυρίσαμε από τη Βέροια. Καλά, εντάξει, δεν είχαμε φιλοδοξίες να κερδίσουμε τον ΠΑΟΚ, χάσαμε με καμιά 30 πόντους. Εκεί ήμασταν όλοι όμως, και αυτοί που δεν ήτανε, αν και τα παιδάκια τα άλλα που είχαν έρθει μαζί μας στη Βέροια γκρινιάζανε και λέει: «Πήγαμε εμείς, ας πούμε, βγάλαμε το φίδι απ’ την τρύπα, και τώρα που είναι τα λούσα και τα αυτά…». Κόσμος φίσκα μέσα, ΠΑΟΚ τώρα. Πρώτα-πρώτα οι ΠΑΟΚτζήδες… Ήτανε η μισή Αλεξανδρούπολη ΠΑΟΚ. Και είχε πάρα πολύ κόσμο, ΠΑΟΚ με Φασούλα, με Καραμβέρη, με Μήττα, με Δελαπάσχο. Πολύ καλή ομάδα, πάρα πολύ καλή. Ο Μάνθος ο Κατσούλης, ο Γαϊτάνης ο Θανάσης. Και πάρα πολύ καλή [00:40:00]ομάδα.
Μεγάλη εμπειρία για όλους όμως.
Ναι, για όλους, γιατί τώρα να παίζεις με ομάδα… Και στην αρχή, ξέρεις, όλες οι ομάδες, ας πούμε, και οι πιο αδύνατες, στην αρχή τους ζορίζαμε. Βάζανε, βάζαμε, ήταν, ξέρω γω, 10-6, 20, ξέρω γω, 14. Στην αρχή πήγαινες έτσι και λες: «Ωπ, τι κάνω; Δεν είμαι δηλαδή εντελώς άχρηστος». Βέβαια στο τέλος, όσο περνούσε ο καιρός, είχανε πάρα πολλά μεγάλα ύψη. Ήταν Α Εθνικής ομάδα, επαγγελματίες. Εμείς τι ήμασταν; Μαθητές και φοιτητές.
Φάνηκε η διαφορά στο τέλος.
Ναι, στο τέλος άνοιξε η διαφορά, καμιά 30 πόντους, έχω και το σκορ, θα τα δούμε γραμμένα, εκεί στο βιβλίο του Εθνικού αναγράφονται όλα αυτά ακριβώς. Και είχαμε μια πολύ καλή… Αφού και ο κόσμος χειροκρότησε. Αγκαλιές και αυτά και λοιπά.
Το ευχαριστηθήκατε τουλάχιστον.
Ναι, το ευχαριστηθήκαμε, γιατί πρώτα-πρώτα εμείς πήγαμε χωρίς άγχος. Να κερδίσεις τον ΠΑΟΚ δεν γίνεται τώρα, σαν να λες τώρα ο Εθνικός, ναι, στο ποδόσφαιρο θα παίξει με τον Ολυμπιακό, ας πούμε, στο ποδόσφαιρο και θα σταθεί… Δεν θα γεμίσει το γήπεδο ο κόσμος; Και θα σταθεί επάξια ένα ημίχρονο, ξέρω γω. Οπότε θα λες: «Καλά είμαστε. Τι; Εντάξει». Δεν συγκρίνεις κατηγορίες και φιλοδοξίες βέβαια. Και τότε ήταν οι χρονιές που ο ΠΑΟΚ συναγωνιζόταν να φτάσει τον Άρη, τον μεγάλο Άρη, και ήτανε ομάδα πάρα πολύ καλή. Αυτή ήτανε μια πολύ σημαντική εμπειρία για εμάς, για όλα τα παιδιά που ήταν τότε στον Εθνικό, και, νομίζω, ήταν ο πιο σημαντικός αγώνας. Κατά καιρούς κάναμε πολλούς αγώνες σημαντικούς και νίκες καλές και ήττες απρόσμενες. Εντάξει, ήτανε ερασιτεχνικά. Ερχότανε οι γονείς μας, ερχόταν η αδερφή μας, τα αδέρφια μας. Ερχότανε οι φίλοι μας, δηλαδή συμμαθητές, ξέρω γω. «Παίζετε την Κυριακή;». «Ναι, παίζουμε», άιντε, ερχόταν η μισή μου τάξη, αγόρια, κορίτσια, ερχόταν να δούνε εμένα. Άλλοι τόσοι από εκεί… Για αυτό και το γήπεδο γέμιζε από ανθρώπους γνωστούς. Αλεξανδρουπολίτες γνωστούς, επειδή ερχόντουσαν να δούνε τα παιδιά της Αλεξανδρούπολης. Εγώ έχω να πάω στο ανδρικό το βόλεϊ, στο ’πα και άλλη φορά, πάνω από είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια. Γιατί δεν ξέρω σχεδόν κανέναν, δεν είναι παιδιά απ’ την Αλεξανδρούπολη. Καλά, εντάξει, ήταν κάποια στιγμή δικά μας παιδιά, αλλά μετά ήταν όλοι μισθοφόροι. Εγώ δεν αντέχω να βλέπω μισθοφόρους, δεν θέλω. Εγώ θέλω να δω δικά μας παιδιά. Και αυτό ήταν ο σκοπός. Όμως η Αλεξανδρούπολη έχει βγάλει παίκτες κατά καιρούς. Έχει βγάλει καλούς παίκτες. Δηλαδή ο Τελούδης έπαιξε… ο Στέλιος, έπαιξε Α Εθνική στη Νήαρ Ηστ. Τον πήραν από δω 18 χρονών και πήγε, 17, και πήγε στη Νήαρ Ηστ. Ο Χάρης ο Μπιμπισίδης έπαιξε στον Άρη. Εντάξει; Ο γιος μου έχει παίξει στον ΠΑΟΚ. Δηλαδή, φαντάσου αυτοί οι αθλητές να είχαν μια συνέχεια εδώ! Δεν γίνεται όμως, γιατί, για να μιλήσουμε και λίγο για το παρελθόν και για το μέλλον, εμείς παίζαμε ερασιτεχνικά και ήμασταν ερασιτέχνες. Αν δεν έχεις επαγγελματισμό μέσα, δεν μπορείς να πας σε επαγγελματική κατηγορία. Διότι αλλιώς δουλεύει ο επαγγελματίας. Εμείς, αν βαριόμασταν μια φορά, είχαμε μάθημα, ξέρω γω, μας έβαζαν extra μάθημα στο φροντιστήριο, δεν πηγαίναμε. «Τι να πάω φροντιστήριο;» Ή, αν έβρεχε, δεν πηγαίναμε. Αφού έβρεχε! Πώς θα πάμε; Ο επαγγελματίας όμως βρέξει-χιονίσει θα είναι αυτό η δουλειά του.
Είναι η δουλειά του.
Κατάλαβες; Όταν λοιπόν πηγαίναμε εμείς και αντιμετωπίζαμε μια ομάδα, η οποία είχε τρεις μεταγραφές απ’ τη Θεσσαλονίκη και λοιπά, όπως η Καβάλα είχε πάρει, ο Αστέρας… Προκόψανε αυτοί στο μπάσκετ, και οι Σερραίοι και η Δράμα ήταν στην Α1 και τα λοιπά. Τι γινότανε; Αυτοί ήταν μισθοφόροι. Οι μισθοφόροι, δηλαδή οι επαγγελματίες, έχουν πολύ μεγάλη διαφορά. Και στη νοοτροπία δεν θέλουν να χάσουν, γιατί σκέφτονται τα λεφτά που θα πάρουν, τα πριμ, σκέφτονται τη μεταγραφή, την υστεροφημία. Σου λέει: «Πήγα εγώ εκεί και τους ανέβασα κατηγορία», και παίζουν αλλιώς. Δηλαδή εμείς, μπορεί να ήμασταν δέκα, αυτοί να ήταν πέντε, μας κερδίζανε. Μου θυμίζει εκείνη την περίπτωση με τους 300 που συναντήθηκαν και λέει: «Καλά –λέει–, τόσα άτομα φέρατε; Εμείς –λέει– είμαστε εδώ 2.000 δηλαδή Βοιωτίας». Και λέει: «Τι δουλειά κάνεις;». Ο ένας ήτανε σιδεράς, ο άλλος ήτανε, ξέρω γω, αλουμινάς, και τα λοιπά. «Εσείς τι δουλειά κάνετε –λέει– οι Σπαρτιάτες;». Και φωνάζουν αυτοί: «Α ου», ξέρω γω, γιατί τι ήταν; Όλοι επαγγελματίες. Τι να τους κάνεις, άμα έχεις πενήντα ερασιτέχνες; Καλύτερα να έχεις είκοσι επαγγελματίες. Έτσι γινότανε, και εμείς δεν ήμασταν ποτέ επαγγελματίες.
Ήτανε πιο ρομαντική η εποχή τότε.
Γενικά η εποχή ήτανε. Αλλά υπήρχαν και χρήματα σε κάποιες ομάδες, οι οποίες και προκόψανε. Δεν μπορεί δηλαδή… δεν παίζανε όλοι τζάμπα. Τον επαγγελματισμό στην Ελλάδα τον έφερε ο Γκάλης. Ο Γκάλης, που ήρθε το ’80 δηλαδή, έφερε τον επαγγελματισμό. Δηλαδή ο Γκάλης, θυμάμαι, έπαιρνε 400.000, όταν, ας πούμε, όλοι οι άλλοι παίκτες, ο μέσος όρος των χρημάτων που παίρνανε ήταν 20. Μιλάμε για τέτοια διαφορά, δηλαδή είκοσι φορές περισσότερα. Και έλεγε: «Δεν θα μου τα δώσετε; Δεν θα παίξω». Κατάλαβες; Δηλαδή και για αυτό είχε πει και ο Σταυρόπουλος τότε του ΠΑΟΚ, ο Μάτζικ, που λέμε τη μεγάλη κουβέντα, ότι: «Όλοι εμείς που βγάλαμε λεφτά απ’ το μπάσκετ –λέει– πρέπει να κολλάμε γκαλόσημο», δηλαδή πώς λέμε τα ένσημα και τα λοιπά, να κολλάμε… να δίνουμε δηλαδή 1 ευρώ κάθε χιλιάρικο που παίρνουμε στον Γκάλη, γιατί από κει ανέβασε τα κασέ αυτός. Και βέβαια μετά λέει, ας πούμε, και ο Φασούλας, παράδειγμα, ή ο Χριστοδούλου: «Τι λες, ρε; Αφού παίρνει 400.000, θα παίρνω 20; Θέλω 100, θέλω 150». Και έτσι φτάσανε τώρα να είναι στα εκατομμύρια και να είναι ψηλά τα ποσά.
Όλα ξεκίνησαν δηλαδή τότε, την εποχή του ’80 σιγά-σιγά, δειλά-δειλά.
Ναι. Δειλά-δειλά, δηλαδή εγώ, επειδή είμαι και Αρειανός και πήγαινα σε όλους τους αγώνες, ακόμη και στις προπονήσεις του Άρη, για να μάθω έτσι κάνα κόλπο, κάνα τέτοιο… Τότε ήταν ο Χάρης ο Παπαγεωργίου ο καλύτερος παίκτης του Άρη. Είχε πάρει το πρωτάθλημα το ’79. Μετά την επόμενη ήρθε ο Γκάλης. Δηλαδή παίρνανε τα παιδιά… για χαρτζιλίκια βγάζανε, δηλαδή πώς να σου πω… Εντάξει, δεν τους αφήνανε και έτσι, αλλά εντάξει. Αν δηλαδή ο πατέρας μου σαν σιδηροδρομικός έπαιρνε, παραδείγματος χάριν, 10.000, αυτοί παίρνανε 20 τον μήνα. Παράδειγμα. Ήρθε ο άλλος και λέει: «Θέλω 400 τον μήνα». Βρε… «400». Έτσι έγινε και έτσι έγιναν επαγγελματίες. Αλλά εμείς ήμασταν ρομαντικές εποχές. Ήμασταν παρέα, ήμασταν φίλοι. Κοιμόμασταν στα σπίτια του ενός, κοιμόταν κανένας, δεν ερχόταν στην προπόνηση, πηγαίναμε τον παίρναμε: «Πάνε φέρ’ τον», ας πούμε, ξέρω γω, και τα λοιπά, με τα ποδήλατα, με τα μηχανάκια και με αυτά.
Ήσασταν και γειτονιά, όπως είχαμε πει.
Ναι, γειτονιά είχαμε, αλλά είχαμε και κάποιους που ήταν πιο μακριά. Ας πούμε, οι αδερφοί Ψύλλα μένανε στην άλλη άκρη της πόλης. Αλλά δεν είχαμε και τρόπο μετακίνησης, με τα πόδια όλα. Δηλαδή, αν είχες ποδήλατο, ήσουνα πλούσιος. Εντάξει, είχαμε και παρέες, βγαίναμε έξω, ακόμα κάνουμε παρέα. Τώρα εμείς, κάθε φορά που βγαίνουμε έξω, βγαίνουμε με τα παιδιά του μπάσκετ. Αυτό είναι το κοινωνικό μήνυμα του αθλητισμού, δηλαδή σε αποκόβει από μερικά άλλα πράγματα. Παραδείγματος χάριν, εγώ δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου, ποτέ. Δεν ήπια ποτέ… Τώρα, δεν μιλάω, πες, να πιεις μια μπύρα. Εννοώ, να πιω, να πηγαίνω να γίνουμε λιάρδα, να πίνω ουίσκια και τα λοιπά, δεν πίνω. Δεν πίναμε ποτέ.
Θα λέγατε ότι ο αθλητισμός σας κράτησε πίσω, ουσιαστικά. Σας έβαλε–
Ναι, μας κράτησε πίσω, ναι. Και όλα τα παιδιά. Και ακόμα, όταν θέλουμε να βγούμε έξω παρέες, είτε με γυναίκες είτε και μόνοι μας, τηλεφωνιόμαστε μεταξύ μας. Πίνουμε καφέ μεταξύ μας. Κάνουμε παρέα οι ίδιοι. Ή, αν δεν κάνουμε με κάποιους παρέα –δεν μπορείς να κάνεις με όλους παρέα, άλλοι ήταν πολύ μεγαλύτεροι, ήταν 10 χρόνια μεγαλύτεροι, άλλοι ήταν πολύ μικρότεροι, έχουν τις δουλειές τους–, όταν θα βρεθούμε, θα αγκαλιαστούμε, θα μιλήσουμε: «Τι έγινε;». Να, με τον Χρήστο τον Δαγκάκη, όποτε τον βλέπω, ο οποίος ήταν πολύ μικρότερος από εμάς, άργησε να ρθει, όποτε θα τον δω: «Τι γίνεται; Τι κάνεις; Πώς πάει η δουλειά; Πώς γίνεται αυτά; Τι κάνουν τα παιδιά; Ξέρω γω… Ο Βασιλάκης…», ο γιος του... Θα πούμε κάποιες κουβέντες ανθρώπινες μεταξύ μας. Δεν θα μιλήσουμε τώρα πια βέβαια για το μπάσκετ, γιατί δεν παίζουμε μπάσκετ. Αλλά θα μιλήσουμε ανθρώπινα, γιατί γνωριζόμαστε σαράντα χρόνια. Οπότε, όταν με έναν άνθρωπο γνωρίζεσαι 40 χρόνια, ξέρεις και όλη την πορεία του, όλους τους σταυρούς που έχει κουβαλήσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, όλη την ταλαιπωρία που έχει φάει ή τις ευτυχίες ή τις δυστυχίες. Άλλοι χωρίσανε, άλλοι, ξέρω γω, πέθανε η γυναίκα τους. Πέθαναν και αθλητές μας, ο Φάνης ο Παπαδόπουλος πέθανε, ας πούμε. Ο Φάνης ο Παπαδόπουλος ήταν ένας εξαιρετικός αθλητής, ήτανε τεχνίτης τηλεοράσεων και τα λοιπά. Και το βιβλίο του Εθνικού, αν διαβάσεις, ήτανε πολύ καλός σκόρερ, πολύ καλό παιδί. Και όμως, ξαφνικά μαθαίνουμε μια μέρα: «Ο Φάνης πέθανε». Εντάξει; Ήταν στην Κρήτη η γυναίκα του δασκάλα και την ακολούθησε και πέθανε ο Φάνης. Δηλαδή είχαμε σοκαριστεί όλοι, γιατί ήτανε ο πρώτος από εκείνη τη φουρνιά, ας το πούμε, έτσι, αν και ο Φάνης ήταν αρκετά μεγαλύτερος, ήταν καμιά έξι-εφτά χρόνια πιο μεγάλος, σιγά. Αλλά, όταν πέθανε, εμείς ήμασταν δηλαδή 35 και ο Φάνης ήταν 41-42, και λες: «Τι γίνεται, ρε παιδιά;». Τι είναι αυτό; Μας φάνηκε… Γιατί τώρα εγώ, που είμαι μεγάλος, ακούμε πολλούς γύρω απ’ την ηλικία μας που πεθαίνουν. Οι συζητήσεις που κάνουμε στα καφενεία, ξέρεις, οι γέροι εμείς είναι –συγγνώμη– είναι: «Ξέρεις, πέθανε εκείνος», και τους ξέρουμε αυτούς που πέθαναν, γιατί είναι ο καιρός. Όταν όμως είσαι 30 χρονών και σου λένε: «Πέθανε ένας φίλος σου που είναι 35-40», ξέρω γω, πόσο είναι, σοκάρεσαι και λες: «Τι γίνεται; Και σε εμάς; Έπιασε τη σειρά μας; Πώς γίνεται;». Να, ήταν σημαντικό, ήταν πολύ καλό παιδί ο Φάνης, εξαιρετικό παιδί και σαν χαρακτήρας, και όλοι τον θυμόμαστε. Κάναμε έναν αγώνα παλαιμάχων εδώ στην Αλεξανδρούπολη. Οι παλαίμαχοι του Έβρου… Του Έβρου, πρόσεξε, γιατί είχαμε και παιδιά από Φέρες και Αλεξανδρούπολη, οι από πάνω δεν ήρθανε, αλλά λέγαμε Έβρου, παλαίμαχοι Έβρου γράψαμε πάνω στις φανέλες. Παίξαμε με την Εθνική, τους παλαίμαχους, δηλαδή με τον Κόρφα, τον Πρέλεβιτς, τον Γαλακτερό, τον Γιαννούλη. Έγινε μια εκδήλωση εδώ[00:50:00] πέρα…
Πρόσφατα είχε γίνει, νομίζω.
Ναι, δεν έχει… Έχει πέντε-έξι χρόνια, δεν θυμάμαι. Δηλαδή, ναι, εγώ είμαι προπονητής στην ομάδα αυτή των παλαιμάχων και έχω και από εκεί φωτογραφίες και τα λοιπά.
Καλή ευκαιρία για να ξαναθυμηθείτε και τα παλιά.
Ναι, τώρα αυτούς εμείς τους βλέπαμε, ήταν, ας το πούμε, είδωλα και ήρθαν και παίξανε εδώ μαζί μας. Και περάσαμε καλά, ήτανε καλά, είχε κόσμο πάρα πολύ, παιδάκια πολλά, γιατί μοιράζανε μπάλες, φανέλες, αυτόγραφα. Αφού ο αγώνας έγινε στο τέλος λίγο σαν κωμωδία δηλαδή. Κάποια στιγμή, ας πούμε, μπήκε και η Πηγή Δεβετζή μέσα και την έπιασε ο Γιαννούλης μαζί με τον Γαλακτερό, τη σήκωσαν επάνω και κάρφωσε στο στεφάνι. Και… Μες στη μέση, εκεί που ήταν ο αγώνας, ήταν η Μιρέλα η Μανιάνι, έξω θεατές, είχε κόσμο πολύ. Και ο Χριστοδούλου ήτανε. Και ήτανε μια εκδήλωση…
Προωθήθηκε και το άθλημα μ’ αυτό το πράγμα.
Ναι, προωθήθηκε το άθλημα, είχε πάρα πολλά παιδάκια. Κατεβήκανε μετά, με το που σφύριξε, και σφύριξε και πιο νωρίς ο διαιτητής... Σου λέω, δεν ήταν θέμα το σκορ και αυτά. Μπαίνανε, βγαίνανε, κάνανε και λίγο χαβαλέ, και εμείς κάναμε λίγο πλάκα. Στην αρχή εμείς το πήραμε λίγο σοβαρά. Όταν τους είδαμε ότι αυτούς ήρθανε για να διασκεδάσουν, κάτι περίπου, ας πούμε, σαν τους Harlems, ξέρω γω, λέμε: «Εμείς τώρα τι να τους κοντράρουμε και να καθόμαστε και να χτυπιόμαστε και να…», γιατί πηγαίναμε μαζί στο ημίχρονο. Μετά αυτοί το γύρισαν στην πλάκα και φυσικά έγινε ένας πολύ ωραίος αγώνας. Και στο τέλος με τη λήξη κατεβήκαν παιδάκια κάτω, πρώτη φορά είδα κάτω στο παρκέ τόσα παιδάκια, με τις μαμάδες, να ζητάνε αυτόγραφα, να βγαίνουν φωτογραφίες και μαζί μας και μ’ αυτούς και με όλους. Ήταν πολύ καλά, ήταν πολύ καλή εκδήλωση αυτή που προωθεί το μπάσκετ.
Έχετε έτσι άλλες αναμνήσεις από αγώνες χαρακτηριστικούς, όπως ήταν στη Βέροια ή στη Λάρισα, που είπαμε;
Ναι, στη Λάρισα ήταν το πανελλήνιο σχολικό πρωτάθλημα. Εγώ περιγράφω τώρα τις προσωπικές μου καταστάσεις και εμπειρίες, γιατί κάποιοι άλλοι μπορεί να θεωρούν κάποιον άλλον αγώνα καλύτερο. Αλλά δεν νομίζω, γιατί εγώ, σου είπα, εγώ είμαι 60 χρόνια, που λέει ο λόγος, είμαι μες τα γήπεδα, 55 χρόνια είμαι μες στα γήπεδα, 7-8 χρονών που μπήκα πρώτη φορά στα γήπεδα μικρός και ακολουθούσα τους άλλους. Μέχρι τώρα, μέχρι και τώρα ακόμα την Κυριακή πήγα και είδα το ματς, δηλαδή παιδικά βλέπω, εφηβικά βλέπω, τρεις εναντίον τρεις βλέπω. Και φυσικά, όταν ήτανε και ο γιος μου εδώ κοντά, είτε στην Κομοτηνή είτε στην Καβάλα είτε στη Θεσσαλονίκη, δεν έχανα αγώνα. Τώρα, που πηγαίνει μακριά, δεν μπορώ να ακολουθήσω. Και πηγαίνω, βλέπω τους αγώνες εδώ πέρα. Το αγαπάω και μ’ αρέσει το άθλημα. Αλλά δεν πρόκειται ποτέ, για να φτάσουμε σε μια κατάληξη όλων αυτών, δεν πρόκειται ποτέ το άθλημα αυτό να ευδοκιμήσει στην Αλεξανδρούπολη, γιατί όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε η ανασταλτική περίπτωση απ’ το βόλεϊ. Δηλαδή, αν δεις την ομάδα τη σχολική που θα σου δείξω, που πήγαμε τελικά στη Βέροια, έχει μέσα τέσσερις μπασκετμπολίστες, πέντε, και εφτά βολεϊμπολίστες. Τους παίρναμε, αυτοί δεν ξέρανε μπάσκετ. Ο Σάκης ο Σωτηρίου, ο Πέτρος ο Αρχοντίδης, ο Κασαμπαλής, ο Τεκτονίδης. Αυτοί όλοι, ο Χρηστουηλίας, τους παίρναμε μαζί μας, γιατί πηδούσαν ψηλά, ήτανε ψηλοί. Μα δεν είχαμε ψηλούς εμείς. Είχαμε μια ομάδα, που ο ψηλότερος ήταν ο Σουσουρίδης ,ο οποίος ήτανε 1,93, και αυτός τον πήραν και στο βόλεϊ. Δηλαδή έπαιξε δύο χρονιές στον Εθνικό πασαδόρος. Δεν μπορούσε να προκόψει, να είσαι… Πηγαίναμε, κάναμε τα τσαλίμια μας εμείς, τα κάναμε, αλλά τα ριμπάουντ; Τι γίνεται; Βάζαμε εμείς 25 πόντους, 30, οι κοντοί, και μέσα απ’ το καλάθι δεν είχαμε κανέναν πόντο. Το αυτό… Και το βόλεϊ τι έκανε τώρα; Είχαμε παιδιά εμείς ψηλά, πήγαινε του έλεγε του άλλου: «Έλα να παίξεις βόλεϊ». Αφού είναι στην Α Εθνική. Άμα γυμναστείς λίγο… Το βόλεϊ είναι εύκολο να παίξεις στην Ελλάδα, γιατί δεν έχεις και μεγάλη ανάπτυξη. Δηλαδή βλέπεις ότι η Αλεξανδρούπολη πρέπει να έχει τουλάχιστον… να έχει δώσει –εγώ μπορεί να το θεωρείς υπερβολή– 60 παίκτες στην Εθνική ομάδα. Μιλάμε και για παιδικές και εφηβικές και προπαιδικά και αντρικά. Οι μεγαλύτεροι παίκτες ήταν Αλεξανδρουπολίτες και Εβρίτες. Ο Σαμαράς, ο Γκιούρδας, ο Μουστακίδης. Και πόσοι άλλοι που ήταν Αλεξανδρουπολίτες! Ο Δημητριάδης ο Μάκης. Χθες είχε αφιέρωση, που πήρανε τρίτη θέση στο Πανευρωπαϊκό.
Στη Γάνδη.
Και ήταν μέσα ο Σαμαράς, ο Τσακιρόπουλος, όλοι ήτανε… Ο Μουστακίδης, ο Δημητριάδης, όλοι ήτανε απ’ τον Έβρο. Ξαφνικά η Αλεξανδρούπολη απέκτησε βόλεϊ, και το οποίο φρέναρε όλα τα άλλα αθλήματα. Και οικονομικά, γιατί δεν μιλάω ότι παίρνανε λεφτά τα παιδιά. Είχανε μεγάλες μετακινήσεις, έπρεπε να πηγαίνουνε βδομάδα παρά βδομάδα στην Αθήνα. Βδομάδα παρά βδομάδα στη Θεσσαλονίκη. Κατάλαβες; Οπότε η μετακίνηση είναι πολλή. Όταν ήμασταν Γ Εθνική με τον Εθνικό και ήμουνα τότε εγώ έφορος, μόνο για τη Γ Εθνική να πηγαίνουμε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική και αυτά θέλαμε 12.000 έξοδα μετακίνησης. Δεν τα βρίσκεις σε μια ομάδα που έχει βόλεϊ, γιατί περνάνε να δώσουν διαρκείας απ’ τα μαγαζιά και τα λοιπά, παίρνουν του βόλεϊ. Λένε: «Ωπ, Α Εθνική! Εσείς πού παίζετε, ρε παιδιά;» «Γ Εθνική». «Ε, εντάξει τώρα...» Δεν μπορούσαμε να τα πουλήσουμε, μόνοι μας τα αγοράσαμε.
Νιώθατε συνεχώς στη σκιά, ουσιαστικά, υπό τη σκιά του βόλεϊ.
Πάντα στη σκιά, γιατί αυτοί ήταν διεθνείς, αυτοί ήταν ψηλοί, αυτοί γέμιζαν το γήπεδο σε όλους τους αγώνες. Κρεμιόντουσαν σαν τσαμπιά στο ανοιχτό και στο κλειστό, ακόμα και τώρα, το βόλεϊ είναι η ναυαρχίδα του αθλητισμού στην Αλεξανδρούπολη. Εκτός βέβαια από τα τελευταία χρόνια, που κατέρρευσε και αυτό. Και τώρα, αν μπορέσουν και προωθήσουν το μπάσκετ… Αυτό όμως δεν γίνεται σε μια χρονιά, δηλαδή πρέπει να βγάλεις τρεις-τέσσερις παίκτες, όπως σου είπα, σαν τον Τελούδη τον Στέλιο, σαν τον Μπιμπισίδη, σαν τον Σταύρο, και αυτοί οι τρεις να μείνουν, να τους κρατήσεις με κάποιον τρόπο, γιατί τώρα πήγα, είδα τον Εθνικό, Αλεξανδρουπολίτες παίζουν τρεις. Οι άλλοι όλοι ήταν Ιατρικής φοιτητές.
Ή στρατιωτικοί.
Και στρατιωτικοί, και Παιδαγωγική Ακαδημία. Πάλι δεν είναι δικά μας παιδιά, αυτοί θα κάτσουν τρία, τέσσερα, έξι χρόνια, θα φύγουν. Δεν είναι ανάπτυξη του αθλήματος αυτός ο τρόπος. Ανάπτυξη του αθλήματος είναι… Και αυτό ευθύνεται, γιατί δεν υπήρχαν προπονητές. Ξέρεις ότι οι προπονητές, αυτοί οι δύο που είναι τώρα στις ομάδες εδώ πέρα, ο ένας δεν έχει δίπλωμα προπονητή και ο άλλος, ο Στέλιος δηλαδή, το πήρε το δίπλωμα πριν από μισό χρόνο; Άρα, όταν αυτοί μόνο με την εμπειρία σαν παλιοί παίκτες προσπαθούν να κάνουν τον προπονητή… Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι έτσι, δηλαδή σαν να πηγαίνω εγώ να βλέπω, ας πούμε, κάθε μέρα καράτε και να δείρω έναν άλλον, επειδή έβλεπα ταινίες. Δεν είναι έτσι. Δεν μαθαίνεις παίζοντας, γιατί παίζοντας… Και ούτε εμείς είχαμε κανονικό προπονητή. Και ο Γιώργος ο Φουτσιτζίδης έκανε στίβο, έκανε βόλεϊ, έκανε μπάσκετ, έκανε τα πάντα. Δεν είχε άλλον. Μια χρονιά ήρθε ένας απ’ τον Πειραιά, ο Θανάσης ο Πεταλάς, ένας… ο Βαγγέλης ο Πεταλάς, συγγνώμη, ένας πολύ καλός προπονητής, ο οποίος έτυχε να είναι στρατιώτης εδώ. Και μας έμαθε πέντε πράγματα, τα οποία εμείς τον κοιτούσαμε και ρωτούσαμε: «Πλάκα μας κάνει; Τι είναι αυτά που μας λέει;». Και όμως, κάνανε τη μεγάλη διαφορά στον τρόπο παιξίματος. Όταν λοιπόν δεν έχεις προπονητές, επιστήμονες προπονητές, να πάρουν τα παιδάκια να τα μάθουν σωστά όλα, και όχι τα παιδάκια να τα βλέπουν σαν εικοσιπεντάρια... Να τα χωρίσουν σε βαθμίδες, δηλαδή έχει, ας πούμε, αυτή τη στιγμή ο Εθνικός εκατόπαιδιά. Δεν είναι όλοι για μπάσκετ. Μερικά έρχονται, γιατί πάνε οι φίλοι τους, μερικά έρχονται, γιατί ο μπαμπάς τους έχει ψώρα να γίνουν μπασκετμπολίστες, και μερικά έρχονται για να χάσουν κιλά ή για να μην κάθονται στο σπίτι στον υπολογιστή. Λοιπόν, θα τα χωρίσουν σε βαθμίδες, δηλαδή αυτοί που προχωρήσανε να κάνουν μια εικοσάδα, και οι άλλοι όλοι να προσπαθούν να παίζουν μεταξύ τους, να κάνουν, να δείχνουν, να φανεί και κανένας απ’ τους άλλους. Όταν δηλαδή στα εκατό παιδιά, να ξέρεις, ότι ζήτημα να βγάλεις τέσσερα με πέντε παιδιά, τα οποία θα είναι παίκτες καλοί. Ένα ποσοστό 5% είναι. Κατάλαβες; Δεν μπορεί να το κάνεις αλλιώς. Το ίδιο γίνεται και στο βόλεϊ. Άμα πας στα mini του βόλεϊ, έχει, παραδείγματος χάριν, εκατό παιδιά. Αυτοί στη μεγάλη ομάδα φτάνουν οι πέντε. Γιατί τα άλλα ενδιάμεσα λακίζουν, είτε αρχίζουν τα φροντιστήρια, είτε δεν ψηλώνουν, είτε βαριούνται, ή δεν τους αρέσει το βόλεϊ, πάνε στο κολύμπι, φεύγουν απ’ το κολύμπι, πάνε στο ποδόσφαιρο. Οι μανάδες σε μια ηλικία γύρω στα παιδάκια τους, γύρω στα 6-7 χρονών και 10 χρονών και 12 χρονών, τρελαίνονται, γιατί κάθε φορά τους πάνε τα παιδιά σε άλλο άθλημα. Έχω μανάδες στο σχολείο συναδέλφισσες, ας πούμε, και οι οποίες λέει: «Πάμε –λέει– στο ποδόσφαιρο τώρα, στην Καππαδοκία». Λέω: «Τώρα;». «Τώρα είμαστε στο κολυμβητήριο». «Τώρα;» Δηλαδή αυτά τα παιδάκια πάνε για να πηγαίνουν. Και βέβαια φυσικά, όταν αρχίζει και η Τρίτη Λυκείου, τα περισσότερα παιδάκια σταματάνε. Είναι καθοριστική η χρονιά. Άρα, για να γίνει ανάπτυξη του βόλεϊ, πρέπει να ρθουν σωστοί προπονητές, να αναλάβουν τα παιδικά, τα εφηβικά τμήματα, να έχεις κάποια διάκριση σε παιδικοεφηβικό επίπεδο, και, όταν λέω διάκριση, να βγεις πρώτος σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Δεν λέω κατευθείαν να πάρεις το πανελλήνιο. Εντάξει;
Σιγά-σιγά να ξεκινήσει.
Segment 4
Αναμνήσεις από αγώνες και αποστολές, ένα ατύχημα και τα κλειστά γυμναστήρια
00:59:08 - 01:11:49
Ναι. Εμείς που πήγαμε στο πανελλήνιο δηλαδή το σχολικό ήτανε μία πολύ μεγάλη εξαίρεση, δηλαδή δεν γίνεται αυτό. Απ’ τις αλάνες μας μαζέψανε, δηλαδή να γράψεις σε βιβλίο, να γράψεις ιστορία. Γιατί παίζαμε μεταξύ μας, σου λέω, πολλές φορές παίζαμε μονά, δεν είχαμε να κάνουμε προπόνηση δέκα άτομα. Ήμασταν πέντε, φωνάζαμε έναν απ’ τον στίβο που έτρεχε: «Έλα, παίξε και εσύ λίγο μαζί μας για να γίνουμε τρεις-τρεις». Ναι…
Θυμάστε την επόμενη μέρα, αφού γυρίσατε από εκείνη την επιτυχία;
Τη θυμάμαι, λέει…
Τα συναισθήματά σας ίσως…
Πρώτα-πρώτα, μας περίμεναν εδώ πέρα, με το τρένο γυρίσαμε, μας περίμενε εδώ πέρα φίλοι, συμμαθητές, ήτανε μεγάλη διάκριση. Μόνο που πήγαμε στο πανελλήνιο, μόνο που κερδίσαμε την Καβάλα μες στην Καβάλα με παίκτες πολύ [01:00:00]καλούς, οι οποίοι παίζανε και Εθνική αργότερα, ο Γανιάρης, ο Χαλκιάς και λοιπά... Ούτε εμείς το καταλάβαμε πώς το κάναμε. Δεν το καταλάβαμε πώς το κάναμε. Άμα σου πω πώς τελείωσε αυτός ο αγώνας, θα πεις: «Πλάκα μου κάνει τώρα».
Πείτε μου.
Είμαστε ισοπαλία με την Καβάλα και θέλει δευτερόλεπτα. Λοιπόν… Και μαζί μας έπαιζε, βολεϊμπολίστας βέβαια, ο Μανώλης ο Κεντέρογλου. Ο Κεντέρογλου, που είχε τις πορτοκαλάδες ο μπαμπάς του και πουλούσε εδώ πέρα. Τώρα έχει πλυντήριο αυτοκινήτων. Λοιπόν… Το θυμάται ακόμα. Αφού λοιπόν παίρνω εγώ την μπάλα, εγώ ετοιμαζόμουν να σουτάρω, να τελειώνει το ματς, να πάει παράταση. Περνάω δυο-τρεις και τον βλέπω τον Μανώλη, δεν του δίνανε σημασία, γιατί δεν ήξερε… οι καλοί μας είχανε φύγει όλοι. Και ο Μανώλης ήταν δωδέκατος παίκτης, ψηλός μεν, αλλά άσχετος. Τον βλέπω κάτω απ’ το καλάθι φυτευτό μόνο του. Του πετάω την μπάλα και κάθομαι, του λέω: «Βαλ’ το». Και γυρνάει ο Μανώλης με την μπάλα στα χέρια κάτω απ’ το καλάθι, ακόμα το θυμόμαστε, όποτε το βλέπουμε, γυρνάει και μου λέει: «Καλά, τι φωνάζεις;». «Βρε, βάλ’ το –του λέω–, βάλ’ το». Πλακώνουν τρία άτομα πάνω του και κάνει μία παπ και το βάζει και λήγει το ματς. Και πάμε πανελλήνιο με το καλάθι του Μανώλη του Κεντέρογλου, ο οποίος δεν είχε παίξει ποτέ του μπάσκετ. Απλά ήταν ένα ψηλό παιδί, ψηλό, δηλαδή 1,85-86, μην φανταστείς.
Και τη στιγμή που χρειάστηκε όμως τα κατάφερε.
Τα κατάφερε, σου λέω, μας έσπασε τα νεύρα, γιατί το θυμάμαι σαν κάτι ταινίες που βλέπεις αμερικάνικες και η μπάλα πηγαίνει και πηγαίνει και πηγαίνει. Αυτός ήταν κάτω απ’ το καλάθι, όλοι μας πρεσάρανε για να μας κλέψουν την μπάλα. Τον βλέπω εγώ από μακριά, του πετάω μια μεγάλη μπαλιά και πηγαίνει κάτω απ’ το καλάθι μόνος του. «Βαλ’ το, Μανώλη», του φωνάζω και γυρνάει και μου λέει: «Τι φωνάζεις, μωρέ;». Κατάλαβες; Και καθόμασταν όλοι έτσι και σηκώνεται. Εν τω μεταξύ, τρέχανε αυτοί τώρα να τον προλάβουν, κάτι θηρία, κάτι τέτοια, ας πούμε, ταπ, το βάζει και σφυρίζει η γραμματεία, έληξε το ματς. Δηλαδή, εντάξει, είχε τέτοια γεγονότα πολλά.
Έχετε μήπως κάποια άλλη έτσι έντονη ανάμνηση; Από αποστολές ίσως, από ταξίδια...
Αποστολές, να σου πω κάτι, δεν μέναμε σε ξενοδοχεία συχνά. Δεν μέναμε συχνά σε ξενοδοχεία, γιατί δεν είχαν χρήματα για διανυκτέρευση. Και οι πιο πολλές αποστολές ήτανε ακόμη ταλαιπωρία, μεγάλη ταλαιπωρία. Δηλαδή φεύγαμε με ταξί από δω, ευτυχώς, πλήρωνε ο Εθνικός δύο ταξιτζήδες μόνιμους. Τον Λάκη και τον Θανάση. Ο Λάκης έχει πεθάνει. Και μας παίρνανε μαζί. Άμα ήταν κάποιος φοιτητής, ερχόταν απ’ τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή πηγαίναμε Σέρρες, ας πούμε και λοιπά. Αλλά έπρεπε το βράδυ να γυρίσουμε, κατάλαβες; Ή με λεωφορείο καμιά φορά ή με τρένο καμιά φορά. Δεν μέναμε, γιατί ο χαβαλές στις αποστολές γίνεται στα ξενοδοχεία τα βράδια. Δηλαδή αν… Κάναμε και δύο-τρία ξενοδοχεία, κάναμε, ας πούμε. Εδώ φαντάσου ότι στη Βέροια πήγαμε αυθημερόν. Στη Βέροια, που τότε δεν ήταν…
Και σας άφησαν και να περιμένετε κιόλας εκεί στο Σιδηρόκαστρο, που είπαμε.
Ναι, εμάς τους μικρούς μας άφησαν εκεί στο Σιδηρόκαστρο και πήγαμε, είδαμε μια ταινία τρεις φορές για να τελειώσει. Τέλος πάντων. Άλλο σημαντικό από αποστολές… πολλά πράγματα. Παραδείγματος χάριν, μια φορά στους σχολικούς –για αυτό, σου λέω, μονοήμερα ήταν όλα–, πήγαμε Σέρρες, γιατί κάθε χρονιά έπαιρνε Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, παίρνανε τη διοργάνωση. Όπως γίνεται και τώρα, και τώρα έτσι γίνεται. Ήμασταν λοιπόν πέντε ομάδες. Και παίζανε οι ομάδες οι δύο, μετά οι άλλοι δύο και ο άλλος και τα λοιπά και παίξαμε σε μια μέρα τρεις αγώνες. Φτάσαμε δηλαδή ξημερώματα με το τρένο, μας λένε: «Παίζετε 10:00 η ώρα». Κερδίζουμε, μας λένε: «Παίζετε 16:00 το απόγευμα». Ναι, γιατί γινόταν… ήθελαν να τελειώσουν.
Έπρεπε να τελειώσει…
Και τελειώνουμε και χάνουμε στον τελικό απ’ τις Σέρρες 20:00 το βράδυ. Μιλάμε, όλο με τις φόρμες, οι οποίες στέγνωναν τα ρούχα πάνω μας. Πού να πας να αλλάξεις! Δεν είχαμε ξενοδοχείο, σου λέω. Αυθημερόν. Τρώγαμε και μετά καθόμασταν στις κερκίδες, ξαπλώναμε ο ένας πάνω στον άλλον και τα λοιπά και λίγο ξεκουραστήκαμε. Και φυσικά χάσαμε στον τελικό, πήραμε και το βράδυ το τρένο και γυρίσαμε τα ξημερώματα. Δηλαδή, εντάξει, τώρα στην Καβάλα πηγαίναμε σε δύο ώρες περίπου, δυόμισι, τρεις. Γιατί τότε ήταν ο παλιός ο δρόμος, δεν ήταν Εγνατία. Γυρίζαμε. Κομοτηνή ήτανε μιάμιση ώρα, μία και κάτι, απ’ τις στροφές στο Καρανύχτερι και τα λοιπά. Γυρίζαμε πίσω, δεν είχαμε δηλαδή αποστολές μεγάλες, κατάλαβες; Οπότε οι πλάκες γινόντουσαν πιο πολύ στις προπονήσεις, σ’ αυτά, ξέρω γω… Έτσι;
Μιας και έχετε σταματήσει τώρα είτε σαν παίκτης είτε σαν προπονητής, τι θα λέγατε ότι σας λείπει περισσότερο μέσα από το γήπεδο;
Μέσα από το γήπεδο σε όλους τους λείπει το κοινό, να σε χειροκροτούνε και να σε κάνουν. Γιατί εμείς, αφού δεν παίζαμε για τα λεφτά, δηλαδή τα κοριτσάκια που μας γουστάρανε τότε, γιατί ήμασταν αθλητές, ακόμα το ίδιο γίνεται. Δεν υπάρχει θέμα, και αυτοί που είναι αθλητές πηγαίνουν τα κορίτσια… Προχθές που ήμουν στον Εθνικό, που παίζανε κάτι γιατρουδάκια, ήρθαν καμιά είκοσι γιατρίνες να τα δούνε. Εντάξει, αυτό μας άρεσε, να πανηγυρίζουμε, να σε βλέπουν στο δρόμο και να σου λέγανε: «Καλά έπαιξες ή δεν έπαιξες». Ένα χωριό ήμασταν και, οπότε καταλαβαίνεις ότι το κάναμε για τη… ας το πούμε για φιγούρα, το κάναμε για τη δόξα, το κάναμε γιατί μας άρεσε, ρε παιδί μου. Αυτό ήτανε το καλύτερο που μπορούσαμε να κερδίσουμε, αφού χρήματα δεν κερδίζαμε. Σακατέψαμε τα πόδια μας, κάναμε, εγώ έσπασα το πόδι μου και έκατσα έξι μήνες με γύψο και με σίδερα, έκανα δύο εγχειρήσεις. Κατάλαβες;
Αυτή, θα λέγατε, είναι η πιο αρνητική σας ανάμνηση;
Ναι, τώρα με τις πατερίτσες… Αφού αρραβωνιάστηκα με τις πατερίτσες! Δηλαδή ήταν κανονισμένο να αρραβωνιαστώ 10 Φεβρουαρίου, που ήταν η γιορτή μου, και των Τριών Ιεραρχών, 30 Ιανουαρίου, εγώ έσπασα το πόδι μου. Εν τω μεταξύ, είχαμε–
Σε αγώνα;
Σε αγώνα, ναι. Εν τω μεταξύ, είχαμε καλέσει καλεσμένους να ρθουν στον αρραβώνα. Δεν μπορούσαμε να τους πούμε τώρα: «Γυρίστε πίσω». Και πάω στο νοσοκομείο, μου κάνουν… μου βάζουν σίδερα, μου κάνουν εγχείρηση και τα λοιπά, τέλος πάντων… Και έχω τον αρραβώνα, τις φωτογραφίες κοστουμιά, αυτά και λοιπά, και από κάτω πιτζάμα και γύψο ή φόρμες και τέτοιο. Από τη μέση και πάνω κοστούμι και γραβάτα. Και οι φωτογραφίες απ’ τη μέση και πάνω είναι όλες. Τέλος πάντων, εντάξει, έχεις και… Δεν μπορείς να παίζεις και να μην τραυματιστείς. Όπως δεν μπορείς να οδηγάς μηχανάκι μια φορά και να μην πέσεις, δεν γίνεται, ή να οδηγάς και να μην τρακάρεις χρόνια. Θα τραυματιστείς στα τσιμέντα, όταν είναι και λίγο… να σκουντήξει, λίγο να είσαι αφηρημένος, λίγο να γλιστρήσεις. Ζημιές παθαίναμε όλοι, τα χέρια, αυτά, σπάσανε…
Τουλάχιστον ήρθε μετά και το κλειστό γήπεδο και ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα.
Ναι, εντάξει, ήρθε και το κλειστό.
Δεν ήταν το τσιμέντο ,που λέμε.
Εμείς στη μεγάλη μας την τέτοια, την πορεία, ας το πούμε έτσι, το κλειστό ήρθε στα τελειώματά μου. Εγώ δηλαδή, ας πούμε, όταν έγινε το κλειστό, δεν υπήρχαν τρίποντα. Τα τρίποντα βγήκαν ένα-δύο χρόνια μετά το κλειστό. Σουτάραμε, αλλά ήταν το κλειστό που είχαμε όχι ζέστη… δεν άναβαν καλοριφέρ, μην νομίσεις, ακόμα και τώρα μόνο στον Εθνικό το ανάβουνε, όταν παίζει Α1, γιατί είναι υποχρεωτικό να έχει μια σταθερή θερμοκρασία. Αλλιώς προπονήσεις, τα ξέρεις καλύτερα κιόλας, και βόλεϊ δεν ανάβουν στις προπονήσεις. Δεν ανάβουν. Αλλά δεν φυσούσε, δεν είχε κρύο, δεν φορούσαμε γάντια. Μας φαινότανε θεϊκά. Και είχε πλαστικό. Μετά, που βάλανε και το παρκέ, ακόμα πιο καλά, δηλαδή αισθάνεσαι ότι πηδάς ψηλότερα, ότι είσαι… Δεν μας πονούσαν τα γόνατα, δεν μας πονούσαν οι φτέρνες. Δεν μελανιάζανε… Οι φτέρνες μας είναι μελανές.
Το κλειστό σαν γήπεδο το ζητούσατε καιρό; Δηλαδή, δεν υπήρχε καθόλου στην πόλη.
Ναι, είχανε όλες οι πόλεις, είχαν οι πόλεις οι άλλες. Δηλαδή αυτή τη στιγμή τώρα η Ξάνθη έχει τέσσερα-πέντε κλειστά. Χωρίς υπερβολή. Και τον Μπαλτατζή και το ΔΑΚ, εκείνο στις γραμμές, έχει το κανονικό, το Αμοιρίδης, έχει το… έξω στο… πώς λέγεται… όχι Εύοσμος…
Ίασμο;
Όχι, Εύμοιρο, στο Εύμοιρο. Έχει… Εκεί παίζει η Ασπίδα. Δηλαδή έχει πέντε κλειστά. Ακόμη και τα σχολεία της Κομοτηνής έχουν κλειστά. Ο γιος μου, όταν έπαιζε στην Κομοτηνή, κάποιες προπονήσεις, επειδή είναι πολλές και οι ομάδες και εκεί, τις κάνανε σε ένα σχολείο. Βόλεϊ Α Εθνική σε σχολείο παίζουν. Α Εθνική η ΑΕ Κομοτηνής. Δηλαδή εμείς δεν είχαμε τίποτα, ένα γήπεδο. Και, έβλεπες, οι ώρες ήταν μία ώρα και 30 λεπτά, μία ώρα και 40 λεπτά. Με μία ώρα και 30 λεπτά πηγαίναμε εμείς να κάναμε ζέσταμα, ώστε, με το που θα ξεκινήσει η ώρα μας, ο χρόνος της ώρας μας, να είμαστε ήδη ζεστοί να κάνουμε προπόνηση. Διότι, άμα κάνεις 25 λεπτά ζέσταμα, δεν σου μένει τίποτα να κάνεις. Θες και αποθεραπεία, θες και σουτ, θέλεις και τακτική, θες και… Πότε θα τα κάνεις σε μιάμιση ώρα;
Και μαλώνουνε και όλοι για τις ώρες.
Μαλώνανε. Έπαιρνε πάντα τις καλές ώρες, το 19:00-21:00, το έπαιρνε ο Εθνικός του βόλεϊ. Δικαιωματικά, σου λέει, Α Εθνική. Και παίρναμε εμείς κάτι ώρες… Εμείς υπήρχαν φορές που απ’ το κλειστό της Μαΐστρου, που έγινε μετά από χρόνια και εκείνο, φεύγαμε 00:00 η ώρα, 22:00-00:00. 22:00-00:00 να ’χεις παιδάκια τώρα και να τα κάνεις προπόνηση 22:00 με 00:00; Να πάνε σπίτι και να κάνουν τι; Να κοιμηθούν; Να φάνε; Να κάνουν μπάνιο; Και το άλλο πρωί να ξυπνήσουν 08:00 η ώρα να πάνε σχολείο; Δεν γίνεται. Πρέπει να γίνουν κλειστά γυμναστήρια. Βρε μπαλόνια, βρε ό,τι θέλουν ας κάνουν. Να έχουν τα παιδιά να μπορούν να πηγαίνουν, να έχεις και ώρες φυσιολογικές. Να πηγαίνει προπόνηση, ξέρω γω, απ’ τις 15:00 μέχρι τις 22:00. Θέλει και μια ομάδα και 22:00 με 00:00; Ας πηγαίνουν οι παλαίμαχοι. Ας πηγαίνουν, γιατί μαζεύονται κάποια παιδιά στο Μανέας. Το δάπεδο του Μανέας, το παρκέ, που έγινε πριν από δύο χρόνια, τρία, τέτοια εποχή, γιατί το είχε αναμνηστικό στο Facebook, τώρα έγινε το δάπεδο του Μανέα, το έφτιαξε αυτός που έχει το ΚΤΕΟ, ο Μιταλάκης ο Δημήτρης, ο οποίος δεν είναι μπασκετμπολίστας, αλλά αγαπάει πολύ το μπάσκετ. Και πήγε, είπε στο πανεπιστήμιο: «Εμείς θέλουμε να παίζουμε μπασκετάκι. Θα φτιάξω εγώ με δικά μου έξοδα το δάπεδο, αλλά θέλω με τους φίλους να ερχόμαστε τρεις φορές τη βδομάδα 21:00 με 23:00 και να παίζουμε μπάσκετ. Τίποτα άλλο δεν θέλω». Και τώρα πάνε και προπονήσεις και κάνουν και τα παιδιά. Βέβαια τώρα έκλεισε πάλι, δεν ξέρω, λόγω του κορονοϊού και τα λοιπά, αλλά πηγαίνουν και κάνουν προπονήσεις και οι ομάδες εκεί πέρα.
Το ζητάμε χρόνια στην πόλη μας, θα λέγαμε, ένα καινούριο γήπεδο.
Ναι. Γιατί, παραδείγματος χά[01:10:00]ριν, τώρα πριν από λίγα χρόνια έπαιζε ο γιος μου στη ΧΑΝΘ. Στη ΧΑΝΘ είναι έτσι διαμορφωμένο το γήπεδο, που έχει το κανονικό γήπεδο στη μέση, αλλά έχει και κάθετα προς το κανονικό γήπεδο, άλλα 2 γήπεδα μπορείς να στήσεις. Άλλα δύο γήπεδα μπάσκετ. Άλλο το κανονικό, για αυτό έχει και μπερδεμένες γραμμές. Ή δύο γήπεδα βόλεϊ, δηλαδή συνολικά μπορείς να στήσεις τρία γήπεδα μέσα. Γιατί έχει… μεγάλος οργανισμός η ΧΑΝΘ. Εγώ δεν λέω έτσι, αλλά κάντε δύο γηπεδάκια ακόμα. Τι είναι; Πόσο κοστίζει δηλαδή ένα κλειστό γηπεδάκι, ρε παιδί μου. Τώρα βγήκε αυτός ο προϋπολογισμός να κάνουν το γήπεδο. Διάβαζα προχθές μια καταγγελία, γιατί και ο γιος μου, δημοσιογράφος, να το κάνουν, λέει, 9 μέτρα ψηλό.
Κι εγώ το διάβασα.
Ναι. 9 μέτρα ψηλό. Για να γίνουν διεθνείς αγώνες βόλεϊ, θέλει 12.
Δεν τηρεί καμία προδιαγραφή.
Και; Θα παίζει δηλαδή ο Εθνικός με κάποια, θα χτυπάει η μπάλα στα ταβάνια. Δηλαδή για 3 μέτρα; Όπως τελειώνει το τοιχίο, τέλος πάντων, βάλτε τρεις σωλήνες, άλλες 2,5-3 μέτρα, και κάντε τη στέγη πιο πάνω, βάλτε στηρίγματα μεταλλικά. Κάντε μια αλλαγή στον σχεδιασμό, στα στατικά.
Πάλι για κάτι πρόχειρο φαίνεται, αλλά θα το δούμε.
Εντάξει, πρόχειρο τώρα… Αν δηλαδή την κάνουν αυτήν την αλλαγή, μπάσκετ μπορείς να παίξεις με 9 μέτρα. Αλλά το βόλεϊ, επειδή η μπάλα μερικές φορές πηγαίνει πάρα πολύ ψηλά, δεν μπορείς να παίξεις. Διεθνείς αγώνες, μιλάμε, δεν μιλάμε αγώνες μέσα στις κατηγορίες εδώ, γιατί εδώ την κατηγορία και για προπονητήριο θα ’ναι καλό. Οπότε ξαφνικά με εκείνο γίνονται τα γήπεδα τέσσερα. Δηλαδή εκείνο, το δικό μας το κανονικό, το κλειστό, η Μαΐστρος και ο Μανέας. Και άλλο ένα γηπεδάκι, αν κάνουν προπονητήριο, δεν χρειάζεται γήπεδα για επίσημους αγώνες. Οι επίσημοι αγώνες που γίνονται Σάββατο, Κυριακή, θα βρεις ώρες να κάνεις. Δηλαδή έχουμε δέκα ομάδες, δέκα αγώνες μπορείς να κάνεις, πέντε το Σάββατο και πέντε την Κυριακή.
Αν παίζουμε όλοι εντός έδρας. Αλλά προπονήσεις δεν μπορείς να κάνεις. Ολόκληρες προπονήσεις, κανονικές. Και βέβαια καταρτισμένοι και ενημερωμένοι προπονητές. Δηλαδή τώρα παιδιά που έχουν τελειώσει το ΤΕΦΑΑ, που έχουν γνώση πάνω στο παιδικό μπάσκετ, που έχουν εμπειρία από προπονητές που τους μάθανε μπάσκετ, να τα συγκεντρώσουν όλα αυτά, να κάνουν ένα σεμινάριο τα παιδιά. Έχω έναν προπονητή φίλο στην Καβάλα, τον Δημήτρη τον Αϊβαζίδη. Λέει… αυτός έχει πάρει διδακτορικό στην εκμάθηση μπάσκετ σε παίδες. Ανήλικους και παίδες, πώς τα λένε, mini και παιδικό. Και τους λέω: «Να σας μαζέψει μια μέρα ο Αϊβαζίδης, θα του πληρώσουμε τα έξοδα μόνο να πάει και να ρθει και να μείνει ένα βράδυ στο ξενοδοχείο». Εντάξει, πόσο θέλει, ρε; Πόσο κάνει αυτό; 200 ευρώ; Να μαζευτούν όλοι οι προπονητές του Έβρου, που κάνουν τους προπονητές, και να τους κάνει 4-5 ώρες μάθημα, δεν είναι ντροπή.
Μόνο ντροπή δεν είναι. Σίγουρα.
Πέντε πράγματα να μάθει ο καθένας, κέρδος είναι. Αν δεν ενημερώνεσαι… Λέει, ας πούμε, «Έχω –λέει–, πονάει η καρδιά μου, ξέρω γω, θα πάω στην Αθήνα να κάνω την εγχείρηση». Γιατί; Γιατί είχαν καλό γιατρό. Γιατί; Εδώ δεν έχει καρδιολόγους; Έχει. Γιατί; Γιατί δεν πάνε να ενημερωθούν. Αφού τα οικονομάνε, γιατί να πάει να ενημερωθεί; Ο άλλος όμως εκεί στην Αθήνα είναι μες στα κέντρα, πάει… έχει πιο πολλές πιθανότητες να εξετάσει κάποιον, έχει πιο πολλά σεμινάρια να παρακολουθήσει, συνέδρια να παρακολουθήσει. Και αναγκαστικά γίνεται καλός. Αν δεν είναι καλός, θα φύγει και απ’ την Αθήνα, θα πάει σε μια επαρχία για να τα οικονομήσει εκεί. Αλλά, θέλω να σου πω, το ίδιο γίνεται και στα αθλήματα. Όποιος είναι καλός, πάει εκεί. Εμένα ο γιος μου έχει να παίξει στην Αλεξανδρούπολη από 15 χρονών. Είναι 27-28 χρονών και είναι όλα τα χρόνια έξω. Έξω. Κατάλαβες; Για να αναπτυχθεί, θέλει παιδεία, θέλει από τις μικρές ηλικίες να κρατάς τους παίκτες σου, να τους κρατάς. Δηλαδή τι έκανε ο Εθνικός παλιά; Τεκτονίδης, Κασαμπαλής, μείνανε εδώ, καθηγητές και οι δυο στο ΤΕΦΑΑ. Χρηστουηλίας, καθηγητής στο ΤΕΦΑΑ. Ο Αρχοντίδης στην τράπεζα, τον έβαλε ο Εθνικός. Δηλαδή τους βάζανε σε δουλειές, οπότε σχολούσε ο Αρχοντίδης απ’ την τράπεζα 14:00, 15:00 η ώρα, πήγαινε στο γήπεδο το απόγευμα, έκανε προπόνηση και τα λοιπά. Και οι άλλοι μείνανε εδώ, ο Κούλης ο Μαρίνος, μείνανε εδώ και κάνανε… προόδευσε το άθλημα, πώς να το κάνουμε! Τώρα, άμα βγάλεις έναν αθλητή… Εμένα ο γιος μου γιατί να μείνει εδώ; Τι να μείνει; Να παίζει τοπικό με το Σουφλί και με την Ορεστιάδα; «Και το Σουφλί δεν ήρθε ή δεν πάμε σήμερα, γιατί δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε τα… βάλτε τα αυτοκίνητά σας»; Τραγικές καταστάσεις ακόμη και σήμερα. Εμείς τότε το είχαμε δεδομένο ότι δεν θα μας πάει κάποιος με το αυτοκίνητο στην Ξάνθη. Οπότε θα πάμε με το τρένο, θα πάμε με το λεωφορείο, κόβαμε τα εισιτήρια, κάναμε χαβαλέ μες στο λεωφορείο. Πειραζόμασταν, παίρναμε μαζί μας φαγητά.
Άλλες καταστάσεις.
Άλλες… Εντάξει, ήτανε εντελώς ερασιτεχνικά.
Αλλά ξέρατε κιόλας ότι αυτό είναι.
Αυτό είναι, δεν έχουμε ως απαιτήσεις από εμάς. Τώρα δεν γίνεται. Τώρα κοιτάζουν όλοι να μαζέψουν μικρά παιδάκια. Για τα εικοσιπεντάρια δηλαδή. Εκεί είναι το θέμα, τα 25 τα ευρώ. Ναι, αυτό γίνεται, άμα δεις και συνέχεια, όπου να πας τώρα, στο κλειστό απέξω να πας, έχει δέκα τέτοια: «Εγγραφείτε στη Νίκη, εγγραφείτε στην Αμαζόνες, εγγραφείτε στον Εθνικό. Εγγραφείτε…». Να γραφούν τα παιδάκια. Γιατί πώς θα συντηρηθεί ο σύλλογος; Δεν μπορεί να βάζει ο πρόεδρος, ξέρω γω, ο πατέρας σου να βάζει 500 ευρώ κάθε μήνα. Τι; Δεν έχει παιδιά, δεν έχει οικογένεια; Τι είμαστε; Να παίρνω τον μήνα 20 χιλιάρικα, να βάλω 500 ευρώ στον Εθνικό, να κάνω τα γούστα μου. Αλλά, άμα παίρνω ενάμιση χιλιάρικο, πώς θα βάλω τα 500;
Άμα σας κάνανε μία νύξη για να ξαναασχοληθείτε…
Μου κάνανε μέχρι και φέτος. Μου κάνανε οι Φέρες, οι οποίοι είναι κοντά και έχουν καλούτσικια ομάδα οι Φέρες. Σε τοπικό επίπεδο. Αλλά ξέρεις κάτι; Έχουν ένα τραγούδι οι Jethro Tull. Να το ακούσεις. Οι Jethro Tull ήταν ένα συγκρότημα ροκ, οι οποίοι ήταν οι μοναδικοί που είχαν μέσα αυλό του Πάνα και φλάουτο. Ο Ian Anderson. Και λέει: «Too young to die, too old to rock and roll». Εμείς δηλαδή αισθανόμαστε πολύ νέοι για να πεθάνουμε, αλλά και πολύ γέροι για rock and roll. Δεν πάει η καρδία μας τώρα 63 χρονών που είμαι εγώ να τρέχω στα γήπεδα, να μαλώνω τους διαιτητές, να κάνω προπόνηση και τα λοιπά. Δηλαδή θέλω την ησυχία μου, ρε παιδί μου, πώς το λένε.
Να το βλέπετε απέξω πλέον.
Ναι, δεν πάει… δεν είμαστε τώρα για τέτοιες ταλαιπωρίες, κατάλαβες; Να με φωνάζουν καμιά φορά να κάνω τον διαιτητή σε φιλικά, στο 5x5, τα κοριτσάκια που παίζουν μεταξύ τους με παίρνει ο Χάρης ο Μπιμπισίδης: «Έλα να παίξεις διαιτητής». Ναι, τέτοια κάνω. Στο εργασιακό έχω μια ομάδα που είναι κάτι γιατροί και κάτι αυτά, κατεβαίνουμε στην Κομοτηνή, παίξαμε εδώ, παίξαμε, στις Φέρες παίξαμε. Κάνουμε κάτι παιχνιδάκια, έτσι εργασιακό, που δεν είναι…
Με την παρέα για να υπάρχει κάτι.
Αλλά όχι… Γιατί, άμα πάρεις μια ομάδα, πρέπει να είσαι υπεύθυνος, δεν είναι... Με κάνανε πέρυσι κιόλας, και φέτος βέβαια ήρθε ο Άγγελος ο Κεκές, γιατί πέρυσι αυτοί ήταν χωρίς προπονητή εντελώς. Λέω: «Παιδιά, δεν ασχολούμαι. Δεν… έχει νέους ανθρώπους να πάρετε», αλλά δεν έχουν πτυχία, δεν έχουν γνώσεις. Και μερικοί δεν είναι και έξυπνοι. Εγώ σ’ το λέω και ας με κατηγορήσουν. Μερικοί που κάνουν τους προπονητές δεν έχουνε τη γνώση και δεν έχουν και το μυαλό τους να στροφάρει. Γιατί αυτό, όπως ένας σουτέρ έχει χάρισμα, όπως ένας πασαδόρος κάνει ωραίες πάσες, αυτό είναι και χάρισμα, το να αντιλαμβάνεσαι το παιχνίδι. Το να μαθαίνεις πέντε πράγματα, έστω και τυπικά, σε ένα σεμινάριο και να τα εφαρμόζεις, δεν θα πει ότι είσαι καλός προπονητής.
Υπάρχουν προπονητές, θα λέγατε, που είναι καλύτεροι στις προπονήσεις και άλλοι που είναι καλύτεροι στους αγώνες;
Βέβαια. Μα οι καλοί προπονητές δεν κάνουνε training, δεν κάνουν προπόνηση, κάνουν coaching μόνο. Δηλαδή κοουτσάρουνε. Σιγά τώρα… Και, όταν λέω «κοουτσάρουν», «κοουτσάρισμα», εννοώ δηλαδή να δείξεις τα συστήματα. Δηλαδή, άμα δεις τώρα ένα βιντεάκι με τον φίλο μου τον Ομπράντοβιτς και την Παρτιζάν που πήγε, τους παίρνει τους παίκτες έναν-έναν, τους πιάνει απ’ τους ώμους, θηρία τώρα αυτοί, ο άλλος 1,80 ο Ομπράντοβιτς και τους πηγαίνει: «Εδώ θα κάθεσαι». Τον κουνάει τον άλλον, τον πηγαίνει: «Εκεί», στρατιωτάκια τους έχει. Και μετά στο κοουτσάρισμα βλέπεις, ας πούμε, θα παίξει ο Θέμης δεξιά. Δεν πάει καλά, τον φέρνω απ’ την αριστερή πλευρά. Αυτό πρέπει να σου κόβει το μυαλό. Έχουμε έναν center forward, ωραία, θα ρίξουμε δύο παίκτες πάνω στον center forward, θα αφήσουμε έναν ελεύθερο τυχαία, ένας που δεν σουτάρει καλά, ξέρω γω. Δηλαδή αυτά τα κάνεις διαβάζοντας το παιχνίδι. Επίσης είναι πολλοί που είναι πολύ καλοί γνώστες στη θεωρία, αλλά όχι τόσο καλοί στην πράξη. Και στο βόλεϊ έχει τέτοιους. Μπορεί να σου μάθουν ατομική προπόνηση, να μην πω ονόματα τώρα, και να σε κάνουνε να λες: «Τι λέει αυτός; Που τα ξέρει αυτά;». Και όμως, απ’ τις ομάδες να τον διώχνουν απ’ τη μια ομάδα στην άλλη. Κατάλαβες; Το ίδιο και στο μπάσκετ. Ο μεγαλύτερος γνώστης του μπάσκετ που όλοι τον σέβονται, ο γκουρού, ας πούμε, στη Θεσσαλονίκη είναι ο Ροδόπουλος. Θόδωρος Ροδόπουλος μεγάλη μορφή. Δηλαδή, θέλουν να πάρουν έναν παίκτη; Τον Ροδόπουλο ρωτάνε. Όλοι, Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, τον Ροδόπουλο να ρωτήσουν. Ναι, αλλά σε ομάδα δεν πρόκοψε ο Ροδόπουλος. Αλλά οι γνώσεις που έχει, τα σεμινάρια που κάνει, γιατί ενημερώνεται απ’ την Αμερική και τα λοιπά, είναι θεωρητικός. Άρα, για να είναι τέλειος ένας προπονητής, δεν είναι γυμναστής πρώτα-πρώτα. Για αυτό τώρα πια οι ομάδες έχουν και γυμναστές. Παλιά ο προπονητής ήταν και γυμναστής. «Θα τρέξετε τόσο, θα κάνετε τόσα. Θα… Και μετά θα παίξετε και βόλεϊ». Τώρα έχει γυμναστή, έχει φυσιοθεραπευτή, έχει εργοθεραπευτή, έχει άνθρωπο…
Ψυχολόγο έχει…
Ναι…
Αθλητικό ψυχολόγο.
Φυσικά.
Απ’ όλα πλέον.
Μα αυτή είναι η εξέλιξη. Ο Δαρβίνος ξέρεις τι έλεγε; «Στις μικρές –λέει– αλλαγές προσαρμοζόμαστε. Στις μεγάλες πρέπει να εξελιχθούμε». Όταν λοιπόν έγινε μια μικρή αλλαγή, παραδείγματος χάριν, τα κλειστά, προσαρμοστήκαμε και εμείς ότι, ξέρεις, δεν χρειάζεται τώρα να κάνουμε μπασίματα μόνο, μπορούμε να σουτάρουμε, γιατί δεν έχει αέρα. Παράδειγμα. Είναι μια προσαρμογή. Όταν όμως τώρα το άθλημα είναι τόσο γρήγορο και, σου λέει, έχει μπρος-πίσω –εμείς δεν είχαμε μπρος-πίσω, γυρίζαμε πίσω, άμα θέλαμε–, έχει 24 δευτερόλεπτα, έχει, ξέρω γω, αυτό… Τώρα πρέπει να εξελιχθείς, να γίνεις πιο[01:20:00] ταχύς, να γίνεις πιο ευφυής, γιατί σε 24 δευτερόλεπτα πρέπει να κατεβάσεις την μπάλα, να βρεις έναν ξεμαρκάριστο, να γίνουν όλα τα συστήματα, και δεν θα το κάνεις στο 24. Οι επιθέσεις γίνονται στα 20 περίπου. Οπότε, πες, σε 20 δευτερόλεπτα, σκέψου λίγο, να κατεβεί η μπάλα, να πάρουν θέσεις, γιατί και ο άλλος σε πιέζει, δεν κατεβαίνεις τραλαλά. Σε πιέζουν όλη την άμυνα. Να πάρουν θέσεις, να γίνει το σύστημα, να γίνει η επίθεση. Σε 20 δευτερόλεπτα. Και μετά γύρνα πάλι πίσω γρήγορα. Εντάξει; Δηλαδή, όταν υπάρχει μεγάλη αλλαγή, τότε πρέπει να εξελιχθείς. Για αυτό και οι αθλητές τώρα, άμα δεις τους μπασκετμπολίστες τώρα, πηδάνε στον Θεό, δηλαδή μιλάμε τώρα ο Αντετοκούνμπο ένα παράδειγμα, να πάρουμε ένα ιδανικό παράδειγμα, 2,11. Ό,τι άθλημα και να έκανε, θα ήταν πρωταθλητής. Βαλ’ τον να παίξει βόλεϊ. Με το άλμα που έχει και… 2,11 παίκτη δεν έχει στο βόλεϊ, κανένας δεν υπάρχει. Με τα τόσα μακριά άκρα, με άνοιγμα χεριών 2,40, δηλαδή αυτός, χωρίς να πηδήξει, έβγαζε αγκώνες στο μπλοκ. Χωρίς να πηδήξει τους βγάζει. Εντάξει; Από κει και πέρα, φαντάσου να κάνει το άλμα που έχει γύρω στους 90 πόντους. Θα βγαίνει η κοιλιά του επάνω. Πώς θα περάσεις απ’ το μπλοκ; Κατάλαβες; Να έκανε ο Αντετοκούνμπο τριπλούν. Αφού με τρία βήματα πάει απ’ τη σέντρα κάτω απ’ το καλάθι και καρφώνει. Να έκανε άλμα εις ύψος. Αν ήξερε την τεχνική βέβαια πάντα, μιλάμε. Άρα βγαίνουν κάτι κορμιά τεράστια, δεν είχαμε τέτοια κορμιά. Κατάλαβες;
Ποια, θα λέγατε, είναι η πιο δύσκολη ικανότητα στο μπάσκετ;
Η ψυχραιμία και η διαύγεια. Διότι, αν δεις παίκτες στην προπόνηση, θα πεις: «Αυτός δεν χάνει σουτ». Προχθές, έλεγε, ο Μπομπουά, το έγραφε… έβαλε 107 σουτ συνεχόμενα, δεν θυμάμαι τον αριθμό. Νομίζω, 67; Πάντως σε 7 ήτανε, 97; Συνεχόμενα τρίποντα. Στο παιχνίδι δεν έβαλε κανένα, είχε 0 στα 12. Τον δείχνει τον Μπομπουά έτσι και τον δείχνει μετά στο παιχνίδι της Ευρωλίγκα που έπαιξε η Εφές μες στη Ρεάλ, δεν έβαλε κανένα, 0 στα 12 είχε τύχε; Και τα άλλα έβαλε 107 συνεχόμενα. Δηλαδή αυτό τι θα πει; Ότι ξέχασε να σουτάρει; Όχι, δεν τα ξεχνάς αυτά. Πρώτα απ’ όλα, αυτά είναι… Εντάξει, παίζει κάποιον ρόλο και η μέρα, οι βιορυθμοί και τα λοιπά, αλλά είναι ψυχολογικό. Για αυτό και λένε οι σουτέρ, ας πούμε: «Είναι θέμα ψυχολογίας». Βάζεις ένα-δύο στην αρχή και μετά τρελαίνεσαι. Προχθές ο Hanlan έβαλε 35 πόντους με τον Παναθηναϊκό, έβαλε τα ένα-δύο με πίεση, μετά τα έβαζε μπροστά στον Παπαγιάννη, ο Παπαγιάννης είναι 2,20. Και τα ’βαζε μπροστά στον Παπαγιάννη, δηλαδή είναι αλλιώς η προπόνηση, είναι αλλιώς ο αγώνας. Είναι παίκτες, οι οποίοι στην προπόνηση είναι πάρα πολύ καλοί. Δεν αποδίδουν στον αγώνα. Φοβούνται; Ντρέπονται; Δεν ακούνε; Έχει πολλά πράγματα.
Είναι ο χαρακτήρας του καθενός.
Ναι.
Εσείς προσωπικά, μιας και υπήρξατε και αθλητής και προπονητής, τι σας άρεσε περισσότερο; Το καθένα με τα καλά του και τα κακά του, εννοείται…
Κοίταξε…
Άμα είχατε να επιλέξετε, ας πούμε, κάτι.
Νομίζω, αθλητής είναι καλύτερα. Πρώτα-πρώτα, είσαι πιο νέος. Δεύτερον, είσαι πρωταγωνιστής. Εσένα βλέπουν. Πόσες φορές γύρισες εσύ, όταν βλέπεις έναν αγώνα ποδοσφαίρου, να δεις τον προπονητή τι κάνει; Τη φάση θα δεις. Τώρα, αν ο προπονητής κάνει κάνα επεισόδιο και λοιπά, τότε γυρνάει η κάμερα και λέει: «Αυτός βρίζει», ξέρω γω. Ή ο Ομπράντοβιτς. Ή μετά τον αγώνα. Τρίτον, παίρνεις αποφάσεις εσύ. Και, αν δεν είναι καλές και σωστές, έχεις έναν άνθρωπο και σου λέει: «Βγες έξω». Ο προπονητής τι να κάνει; Ο προπονητής κάνει… Φαντάσου τώρα να είσαι προπονητής, να έχεις όλη τη βδομάδα να ετοιμάσεις ένα σύστημα με την ομάδα σου, γιατί οι άλλοι έχουν, ας πούμε, τον Θέμη, παραδείγματος χάριν, που είναι παικταράς, θα βγαίνεις εσύ και, άμα σε περάσει εσένα, θα έρχεσαι: «Βοήθεια», ο δεύτερος και τα λοιπά, και: «Ψηλέ, να είσαι έτοιμος», και τα λοιπά. Ετοιμάζεις. Και ξεκινάει ο αγώνας και κάνουν όλοι ανάποδα. Για αυτό τους βλέπεις καμιά φορά, που λέγαμε, ο Ομπράντοβιτς, λέει, γινόταν μελιτζανί ή ο Ίβκοβιτς έβριζε και τον Σπανούλη και όλους τους έχει βρίσει. «Καλά, δεν σου είπα να πηγαίνεις από δω; Γιατί πας από κει;». Τι να… Το λες μια φορά, παίρνεις time-out, το ξαναλές: «Βγες από κει. Έξω, βγες έξω». Έχεις αυτό το πλεονέκτημα στο μπάσκετ, στο ποδόσφαιρο δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Και στο βόλεϊ οι αλλαγές κλείνουν μετά από λίγο και δεν μπορείς να τις κάνεις, στο μπάσκετ έχει απεριόριστες αλλαγές. Μπορεί να τον βάλεις για ένα δευτερόλεπτο και να τον βγάλεις.
Υπήρξε κάποια στιγμή έτσι που να θυμάστε που να λέτε: «Δεν μπορώ άλλο, φτάνει τόσο»;
Σαν προπονητής;
Ναι.
Ναι. Παραιτήθηκα. Παρόλο που ήμασταν πρώτοι. Κερδίσαμε την ΑΕ Κομοτηνής εδώ μέσα, στην Ολυμπιάδα ήμουν. Είχα και δικά μου δηλαδή προβλήματα προσωπικά και δεν άντεξα μετά. Μια ανακατωσούρα, μια τέτοια, μαλώσανε και δύο παίκτες μεταξύ τους και μου είχε φύγει και η διάθεση και ήταν περίπου Χριστούγεννα και τα παράτησα. Ναι, έφυγα και ήτανε πρώτοι, σου λέω, είχαμε κάνει τέσσερις νίκες, μία ήττα. Και ήμασταν πάρα πολύ καλά και μετά συνέχισε ο βοηθός μου, ο Μάριος ο Ξανθίδης, και τέλειωσε αυτός τη χρονιά. Αλλά…
Σαν παίκτης ίσως;
Δεν το βλέπαμε τόσο σοβαρά. Εμείς το βλέπαμε χαρά το παιχνίδι, πότε έχουμε αγώνα, να πάμε να παίξουμε. Δεν ήμασταν… Σου λέω, δεν ήμαστε επαγγελματίες. Εμείς το λέγαμε: «Θα πάμε να παίξουμε, θα είναι αυτό, θα παίξουμε εκεί και, άμα χάσουμε, και, αν κερδίσουμε», δεν ήτανε τίποτα. Κάναμε και το κομμάτι μας, σου είπα, όπως πριν. Αφού τις πιο πολλές φορές που πηγαίναμε δεν είχαμε προπονητή! Ο Φάνης, που ήτανε μεγάλος, ο συγχωρεμένος, έκανε καμιά φορά τον προπονητή, ο Αλέκος ο Σταυρίδης, και τα λοπά. Ήταν αλλιώς. Είναι… ανόμοια πράγματα συγκρίνουμε. Δηλαδή λένε καμιά φορά: «Ο Γκάλης είναι, ας πούμε, πιο καλός ή ο Σπανούλης;». Ανόμοια είναι. Δεν μπορείς να συγκρίνεις, άλλες εποχές είναι. Ο Γκάλης στην εποχή του ήταν Θεός, ο Σπανούλης στην εποχή του ήταν… δεν λέω Θεός, ήταν πάρα πολύ καλός. Εντάξει; Δηλαδή πώς θα τους συγκρίνεις; Αφού είναι άλλες εποχές, άλλες άμυνες, άλλες ταχύτητες, άλλα άλματα, άλλοι ψηλοί, άλλες τεχνικές. Το άθλημα έχει εξελιχθεί, όλα εξελίσσονται.
Έτσι, και για να τελειώνουμε, ποια είναι τα συναισθήματά σας μετά από τόσα χρόνια μέσα στα γήπεδα για αυτό το άθλημα;
Ξέρεις κάτι; Είναι σαν τον στρατό. Όταν πας στον στρατό μέσα, μπορεί να βρίζεις, να υποφέρεις, να κάνεις αγγαρείες, να κάνεις σκοπιές, να ξενυχτάς και να βρίζεις, να λες: «Πότε θα τελειώσω, να φύγω να πάω σπίτι μου;». Αλλά, όταν μαζευόμαστε φίλοι απ’ τον στρατό, θυμόμαστε τα ωραία μόνο και τα γέλια και τα αυτά. Έτσι είναι και το μπάσκετ, είχε δυσάρεστες στιγμές… Σου λέω, εγώ έσπασα το πόδι μου, για 6 μήνες ήμουνα με νάρθηκες και με σίδερα. Ήταν φορές που στεναχωριόμασταν που χάναμε ή, ξέρω γω τι μαλώναμε μεταξύ μας καμιά φορά σαν παίκτες και τα λοιπά. Ταλαιπωρούμασταν με τα τρένα και με τα λεωφορεία. Αλλά στο τέλος τα ξεχνάς αυτά. Θυμάσαι μόνο τα ευχάριστα. Ο αθλητισμός είναι ευχάριστο πράγμα. Και η ζωή είναι ωραία. Και η διαφορά ανάμεσα σε εμάς, τους μεγάλους, και στους μικρούς ξέρεις ποια είναι; Ότι εμείς που μαζευόμαστε –να, σήμερα ήμασταν εγώ με τον Νούλη και τον Ψύλλα έξω, ο Σουσουρίδης και ο Ψύλλας έξω, πίναμε καφέ–, μιλάμε για το παρελθόν, οι γέροι μιλάνε για το παρελθόν. Οι νέοι μιλάνε και πρέπει να μιλάνε για το μέλλον. Δηλαδή εσύ, ας πούμε, αν βρεθείς τώρα με τον γιο μου και βγείτε για καφέ: «Τι θα κάνουμε; Θα πάμε ένα ταξιδάκι το καλοκαίρι; Θα πάμε;». Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε σχέδια. Και για λόγους ότι είμαστε μεγάλοι και πού ξέρεις τι μπορεί να γίνει, και γιατί δεν έχουμε αντοχές να κάνουμε σχέδια. Και έτσι αρχίζουμε και βρίσκουμε παλιές φωτογραφίες, αρχίζουμε και μιλάμε «Θυμάσαι τότε;», και τα λοιπά. Αυτή είναι πολύ μεγάλη διαφορά. Και αυτό το καταλαβαίνεις… Στην αρχή δεν το καταλαβαίνεις, δεν θες να το αποδεχτείς, αλλά το καταλαβαίνεις αργότερα και λες: «Κοίτα, ρε, τι συζητάμε τώρα εμείς; Συζητάμε τώρα εμείς πώς παίζαμε το ’75». Πριν από εξήντα χρόνια, που λέει ο λόγος. Πενήντα. Τι λες τώρα; Ποιος νοιάζεται; Μόνο όσοι μας θυμούνται, όσοι: «Αυτός θυμάμαι που ’παιζε μπάσκετ ερχόμουν και σ’ έβλεπα», λέει ο άλλος: «Θυμάμαι, ναι». Ή ο άλλος έλεγε: «Εσύ ήσουν ο προπονητής, με είχες παίκτη». Δηλαδή μόνο αυτοί που ασχολούνται. Οι άλλοι τι σε ξέρουν; Δεν σε ξέρουνε. Έτσι είναι, εκείνα τα χρόνια είναι άλλα, και εγώ θέλω να πω σε όλους τους νέους, εν κατακλείδι, δηλαδή, να τελειώνουμε, να κοιτάζουν μπροστά. Και δεν είναι η ευτυχία ούτε τα λεφτά, ούτε τα μεγάλα τα σπίτια, ούτε τα γρήγορα τα αυτοκίνητα. Η μάνα μου μού έλεγε… Γιατί καμιά φορά της έλεγα: «Να, εγώ είμαι έξυπνος, τελείωσα πανεπιστήμιο», γιατί οι γονείς μου δεν είχαν τελειώσει πανεπιστήμιο. Παιδική τρέλα τώρα, εγώ ήμουν έξυπνος για… απ’ το σόι. Μου έλεγε: «Έξυπνος είναι όποιος κάνει έναν καλό γάμο και έχει μια καλή δουλειά». Δηλαδή να έχει μια γυναίκα να τον αγαπάει, να γυρίζει στο σπίτι, να είναι ήρεμα όλα. Να έχει μια καλή δουλειά… δεν μιλάμε να βγάζει εκατομμύρια. Να βγάζει σημερινά λεφτά 1.200-1.300 ευρώ, που λέει ο λόγος. Και να είσαι αξιοπρεπής. Και αυτά. Και όπως και να πεθάνεις με αξιοπρέπεια, να μην επιβαρύνεις τα παιδιά σου. Εγώ, όσο έχω σώας τας φρένας μου, δεν θέλω να επιβαρύνω τα παιδιά μου. Κανέναν δεν θέλω. Θα πάω σε ένα γηροκομείο, θα μου παίρνουν τη σύνταξη, πόσα θα παίρνω, 1.200-1.300, και να είμαι εκεί πέρα. Αλλά να μην τους ενοχλώ, να με ξεσκατίζουν, να με κάνουν μπάνιο, γέρο άνθρωπο, να μην έχω άνοια, να μην καταλαβαίνω, να τρέχουν τα νερά πάνω και να αγανακτούν και λένε: «Έχουμε και τον γέρο εκεί και τον προσέχουμε». Όχι, δεν θέλω. Η αξιοπρέπεια είναι το μεγαλύτερο πράγμα. Βέβαια το πιο μεγάλο αγαθό είναι η υγεία. Γιατί υπάρχει και η ψυχική και η σωματική υγεία. Να είσαι υγιής και να φύγεις με αξιοπρέπεια. Απ’ το να μείνεις, να έχεις άνοια… Εμένα η μάνα μου είχε άνοια και έμπαινα μέσα και μου έλεγε: «Ποιος είσαι; Ο άντρας μου είσαι;». Η μάνα μου. Δεν με γνώριζε η μάνα μου. Πήγαινα στην κουζίνα, ξαναέβγαινα «Εσύ ποιος είσαι;», ξανά. «Άντε ξανά», λέω. Αυτό χάνει ο άνθρωπος την οντότητά του, την [01:30:00]αξιοπρέπειά του. Και είναι πολλοί που το παθαίνουν αυτό σε μία ηλικία γύρω στα 65. Για αυτό αξιοπρέπεια, υγεία όσο μπορείς. Μια φορά με ρώτησαν σε μια άλλη συνέντευξη που έδωσα: «Τι φοβάσαι;». Λέω: «Τίποτα δεν φοβάμαι. Μόνο –το λέω και συγκινούμαι– να μην αρρωστήσουν τα παιδιά μου». Δεν φοβάμαι για μένα. Αλλά, άμα μου πεις τώρα, παραδείγματος χάριν, ότι ο Σταύρος… Χθες μου είπε ότι χτύπησε στο φιλικό που παίξανε, χτύπησε εδώ, στη λεκάνη. Άμα σου πω ότι το βράδυ δεν κοιμήθηκα! Τον παίρνω πρωί-πρωί τηλέφωνο. «Τι είναι, ρε μπαμπά; Να, πονάει ακόμα λίγο». Φαρμακώθηκα. Ή ο Γιώργος, όταν μου λέει: «Έχω, ας πούμε, αυτό το πρόβλημα ή το άλλο πρόβλημα»… Δηλαδή δεν θέλω να αρρωσταίνουν τα παιδιά μου. Δεν με νοιάζει για μένα ούτε για… Όταν λέω «δεν με νοιάζει», εντάξει, θα πάω στον γιατρό, άμα αρρωστήσω, δεν εννοώ αυτό. Εννοώ, δεν φοβάμαι για μένα. Και δεν φοβάμαι ούτε… Ο άλλος λέει: «Φοβάμαι τις κατσαρίδες –και βλακείες– και τα φίδια». Σιγά μην φοβηθώ. Τι να φοβάμαι; Δεν φοβάμαι. Φοβάμαι τις αρρώστιες στα παιδιά, γιατί εγώ, είδες, σου περιέγραψα μέσα σε μια ώρα τη ζωή, περάσαμε πολλά. Δηλαδή απ’ τα παιδικά μας χρόνια, που μας δίνανε μισή δραχμή για να πάρουμε μία τυρόπιτα ή ένα κουλούρι και πηγαίναμε σχολείο με το κρύο, με τα αυτά, οπότε… Πάω τώρα έξω απ’ τα Δημοτικά και βλέπω στο σχόλασμα… Ιδίως άμα βρέχει; Δεν μπορείς να περάσεις απ’ το Δημοτικό. Είναι εκατό τα παιδιά; Διακόσιοι οι γονείς, πάει και ο μπαμπάς κι μαμά μερικές φορές. Και τα παιδάκια με τις ομπρέλες. Εμάς έβρεχε; Δεν ερχόταν η μάνα μου να με πάρει με την ομπρέλα. Σιγά μην ερχόταν να με πάρει η μάνα μου!
Μες στις λάσπες κιόλας.
Μες στο λασπαριό, μου έριχνε και ένα ξύλο, γιατί εμείς επίτηδες περνούσαμε και μέσα απ’ τα νερά και τα πατούσαμε πλάτσα-πλούτσα και βρέχαμε ο ένας τον άλλον. Μας έριχνε και ένα ξύλο μετά. Μας έκανε και ένα μπάνιο εκεί πέρα μες στη σκάφη και ήμασταν ευτυχισμένοι. Λίγα πράγματα. Όχι τηλεοράσεις, ούτε τίποτα. Σόμπα, ξύλα να κουβαλήσουμε, φως και κουβέντα. Τώρα δεν κουβεντιάζουν, ούτε ο κόσμος ούτε τα παιδιά. Θυμάμαι, ο Γιώργος… Ερχόταν ο φίλος του ο Καμπασελέ και αυτοί να παίξουνε, λέει: «Θα πάμε να παίξουμε». Πάω στο δωμάτιο, ησυχία. Ανοίγω μια μέρα την πόρτα, μπαίνω μέσα, ο ένας ήταν στον έναν τον καναπέ, ο άλλος στον άλλον. Είχαν από ένα GameBoy και παίζανε οι δυο τους στο GameBoy, ο ένας με τον άλλον. Κάτσε, ρε… Δεν μιλήσανε καθόλου. Δεν μιλήσανε. Δηλαδή: «Τι έχεις; Διάβασες; Έκανες; Τι τάξη πας;». Ούτε τι τάξη πάνε ξέρει ο ένας με τον άλλον. Μην γελάς, γιατί και εσείς τα ίδια κάνετε. Εγώ βλέπω τα παιδάκια με τα κινητά, είναι αρρώστια αυτό το πράγμα. Ανάλογο είναι.
Έτσι είναι.
Ανάλογο είναι. Πας στην καφετέρια, είναι τώρα το αγοράκι με το κοριτσάκι μαζί, ερωτευμένα, ξέρω γω, πιάνονται απ’ το χέρι και βγάζει ο άλλος το κινητό και παίζει με το κινητό, και το κοριτσάκι κάθεται και κοιτάει δεξιά-αριστερά ή βγάζει το κοριτσάκι το κινητό. Και μετά αγανακτάει και το κοριτσάκι, βγάζει και το κοριτσάκι το κινητό, και κάθονται τώρα δύο ζευγαράκια, μπορεί να φιλιούνται, να κάνουν ό,τι θέλουν, η ζωή μπροστά τους είναι, και έχουν το κινητό και παίζουν. Και εμείς το έχουμε, εντάξει, δεν τρελαινόμαστε όμως. Εμείς το έχουμε μην πάθουμε τίποτα, πιο πολύ ο φόβος μας αυτό είναι. Μην μείνουμε με το αυτοκίνητο, να ρθει κάποιος να μας πάει, μην πάθουμε κάνα έμφραγμα και δεν τον πάρουν χαμπάρι και τέτοια. Εσείς το ’χετε σαν προέκταση του χεριού.
Προέκταση του χεριού, αυτό θα έλεγα και εγώ.
Αυτά είχα να σου πω, φίλε. Αν θες να σου πω και άλλα, μπορώ να σου πω ό,τι θες για τέτοιο, γιατί μην ξεχνάμε ότι εγώ δεν ήμουνα μπασκετμπολίστας. Η κύρια δουλειά μου ήταν παιδαγωγός και έκανα σαράντα χρόνια στην εκπαίδευση, απ’ το ’81 μέχρι το ’21, φέτος, που βγήκα σύνταξη, είμαι σαράντα χρόνια στα σχολεία. Και από εκεί έζησα πάρα πολλές καταστάσεις. Από πολλά σχολεία πέρασα, δηλαδή πέρασα από Σαμοθράκη, Πέπλο, Τυχερό, Φέρες. Απ’ όλα τα σχολεία της Αλεξανδρούπολης. Όταν ήρθα, ήμουν ο μόνος βιολόγος. Υπήρχαν τρία Λύκεια, έκανα Βιολογία και στα τρία Λύκεια. Δηλαδή, εντάξει, περάσαμε τη ζωή μας καλά. Δεν στερηθήκαμε, όπως οι γονείς μας, που μου λέγανε ο πατέρας μου στην Κατοχή εδώ είχανε Βουλγάρους και δεν είχαν να φάνε και είχανε μια κότα και την είχαν κρυφά μες στο σπίτι για να κάνει κάνα αβγό να φάνε, μην την πάρουν χαμπάρι οι Βούλγαροι, ας πούμε. Εντάξει, δεν περάσαμε έτσι. Ούτε είχαμε την αφθονία που έχετε εσείς τώρα. Αλλά περάσαμε καλά και ζήσαμε πάρα πολλά πράγματα. Και μες στον αθλητισμό και μες στις δουλειές μας και με τις οικογένειές μας. Χαρές–
Πράγματα που σας γέμισαν όλους, θα λέγατε.
Ναι. Αισθάνομαι γεμάτος, δηλαδή ίσως… πώς να σου πω… δεν είχα φανταστεί βέβαια, δεν έχεις το μυαλό, αν είσαι νέος να σκεφτείς το πώς θα είσαι, όταν γίνεις 60 χρονών. Εσύ τώρα είσαι 27 χρονών, ας πούμε, δεν σκέφτεσαι ποτέ πώς θα είσαι 65 χρονών. Λες: «Θα σκεφτώ αύριο να κάνω το διδακτορικό μου, το μεταπτυχιακό μου, να κάνω τα αυτά, να βρω μια δουλειά, να κάνω μια κοπέλα καλή, να…», δηλαδή έχεις άλλα εμπόδια μπροστά σου. Όχι πιο δύσκολα ή πιο εύκολα, διαφορετικά. Διαφορετικά εμπόδια. Γιατί μεγάλες δυσκολίες έρχονται, όταν σε μια οικογένεια γεννιούνται τα παιδιά. Θα παντρευτείς, θα κάνεις, θα δεις, μετά θα ρθουν τα παιδιά. Εκεί να δεις! Αυτά που κορόιδευα όλα, όλα που κορόιδευα, αυτά κάνω. Ήμουνα 29 χρονών, δεν είχαν παντρευτεί ακόμα, και γύρναγα έξω. Δεν ήμουν και κανένας του κατηχητικού, όλο το βράδυ έξω ήμουνα. Έφτανα στο σπίτι μου τώρα 03:00 η ώρα. Το φως έκαιγε. Η μάνα μου είχε ένα πορτατίφ δίπλα στο κομοδίνο, έκαιγε. Με το που άνοιγα την πόρτα, έκλεινε το φως. Νευρίαζα εγώ: «Τι μένεις; Τι περιμένεις; Τι θα πάθω; Τι θα κάνω;». Και δεν είχε και κινητά τότε. «Να, αγόρι μου, φοβάμαι να μην πάθεις τίποτα, τόσα γίνονται». Τώρα το κάνω. Μου λέει ο Σταύρος, παραδείγματος χάριν: «Μπαμπά, θα πάω στην Ερμιόνη με το αυτοκίνητο. Ε, πιστεύω, δέκα-δώδεκα ώρες θα είμαι εκεί», λέει. Ωραία. Γίνονται δεκατρείς οι ώρες. Εγώ θα τρελαθώ. Παίρνω τηλέφωνο: «Πού είσαι;». «Δεν έφτασα ακόμα, έκατσα, ήπια έναν καφέ», μου λέει, ας πούμε. «Τι ανησυχείς; Θα σε πάρω, αφού σου είπα». Δηλαδή τα κάνουμε αυτά που κοροϊδεύαμε.
Έτσι είναι.
Κορόιδευα τους γονείς που στις Πανελλήνιες ερχόταν έξω απ’ τα κάγκελα και περιμένανε τα παιδιά τους. Και όχι ερχότανε… 12:00 η ώρα είχε λήξη των διαγωνισμάτων, δεν ερχόταν 12:00. Ερχόταν 10:00. Και μάνες και περιμένανε με τα αδερφάκια τα μικρά και μπαμπάδες, καμιά εκατό άτομα κάθε φορά έξω απ’ τις Πανελλήνιες στα κάγκελα, να δούνε τι έγραψε το παιδί. Λες, δηλαδή, άμα το μάθουν στις 12:00; Δεν θα γίνεται. Και το έκανα κι εγώ. Το 'κανα και εγώ. Παρόλο που εμένα δεν με αφήναν να μπω μέσα, γιατί έγραφαν τα παιδιά μου, παρόλο που ήμουνα στο ίδιο το Λύκειο, περίμενα απέξω να βγει το παιδί να μου πει. «Τι έκανες;» «Εντάξει –μου έλεγε–, 13 –μου έλεγε–, 15 –μου έλεγε–, 18», ας πούμε, και έφευγα, αυτό. Τι ήταν αυτό; Θα τα κάνεις όμως, μην τα κοροϊδεύεις. Πολλά πράγματα που τα κοροϊδεύετε τώρα μικροί, θα τα κάνετε. Εγώ τα έχω πείσει τα παιδιά μου, γιατί καμιά φορά γίνομαι ενοχλητικός και με τα τηλέφωνα και με τα αυτά, και μου λέει: «Ρε μπαμπά, πριν από πέντε ώρες μιλήσαμε. Τι να πάθω;». Μου έρχεται εμένα μια ιδέα, λέω: «Αυτός –είπε– θα πάει σ’ ένα χωριό παραδίπλα να κάνει το σκυλί του ένα εμβόλιο», μου είπε προχθές. «Τι ώρα θα πας, αγόρι μου;» «12:00». Πήγε 15:00. Και άμα αυτός έπαθε τίποτα, μόνος του με τον σκύλο μες στο αυτοκίνητο;
Είναι κατευθείαν στο μυαλό.
Τον παίρνω τηλέφωνο: «Έλα, ρε μπαμπά, τι θες;», λέει. Λέω: «Ρε αγόρι μου, να δω άμα είσαι καλά». «Καλά είμαι, τι θα πάθω;» Αυτά θα τα κάνεις. Θα με θυμηθείς, θα τα κάνεις. Αυτά είχα να σου πω.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Άκη.
Να ’σαι καλά.
Να ’στε καλά.
Και συγγνώμη, αν το τράβηξα λίγο, αλλά δεν…
Όχι.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Χαράλαμπος Χονδρόπουλος ξεκινά την αφήγησή του με τα παιδικά του χρόνια στις γειτονιές της Αλεξανδρούπολης. Εξηγεί πώς ωθήθηκε στην ενασχόληση με τον αθλητισμό και συγκεκριμένα με το μπάσκετ από μικρή ηλικία και αναφέρεται στην επιρροή των μεγαλύτερων παιδιών και αθλητών της γειτονιάς του. Περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες εκείνης της εποχής στο άθλημα, με τα ανοικτά γήπεδα, και θυμάται την εξέλιξη που σημειώθηκε με τη δημιουργία του κλειστού γηπέδου. Μιλά με την ιδιότητα του προπονητή για τα σωματεία της πόλης και για την εκπαίδευση των μικρών παιδιών. Στη συνέχεια, αναπολεί αγώνες με σπουδαίους παίκτες, καθώς και τα σχολικά πρωταθλήματα και τις αποστολές. Τονίζει τις διαφορές του επαγγελματικού με το ερασιτεχνικό μπάσκετ και μιλά για τα καλά του αθλητισμού, καταθέτοντας τους προβληματισμούς του για την ανάπτυξη του αθλήματος και για την προπόνηση των μικρών παιδιών. Υπογραμμίζει τα αρνητικά στον αθλητισμό της πόλης και αναλύει μέσα από παραδείγματα τον ρόλο του καλού προπονητή. Τέλος, στον προσωπικό απολογισμό που κάνει, στέκεται μόνο στις καλές στιγμές που έζησε μέσα από το αγαπημένο του άθλημα και, καταλήγοντας, κρίνει τη σύγχρονη εποχή και παραθέτει τις σκέψεις και τις αγωνίες της ώριμης ηλικίας.
Narrators
Χαράλαμπος Χονδρόπουλος
Field Reporters
Θεμιστοκλής Χαρπαντίδης
Tags
Interview Date
28/09/2021
Duration
97'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι πατέρας φίλου του ερευνητή.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Χαράλαμπος Χονδρόπουλος ξεκινά την αφήγησή του με τα παιδικά του χρόνια στις γειτονιές της Αλεξανδρούπολης. Εξηγεί πώς ωθήθηκε στην ενασχόληση με τον αθλητισμό και συγκεκριμένα με το μπάσκετ από μικρή ηλικία και αναφέρεται στην επιρροή των μεγαλύτερων παιδιών και αθλητών της γειτονιάς του. Περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες εκείνης της εποχής στο άθλημα, με τα ανοικτά γήπεδα, και θυμάται την εξέλιξη που σημειώθηκε με τη δημιουργία του κλειστού γηπέδου. Μιλά με την ιδιότητα του προπονητή για τα σωματεία της πόλης και για την εκπαίδευση των μικρών παιδιών. Στη συνέχεια, αναπολεί αγώνες με σπουδαίους παίκτες, καθώς και τα σχολικά πρωταθλήματα και τις αποστολές. Τονίζει τις διαφορές του επαγγελματικού με το ερασιτεχνικό μπάσκετ και μιλά για τα καλά του αθλητισμού, καταθέτοντας τους προβληματισμούς του για την ανάπτυξη του αθλήματος και για την προπόνηση των μικρών παιδιών. Υπογραμμίζει τα αρνητικά στον αθλητισμό της πόλης και αναλύει μέσα από παραδείγματα τον ρόλο του καλού προπονητή. Τέλος, στον προσωπικό απολογισμό που κάνει, στέκεται μόνο στις καλές στιγμές που έζησε μέσα από το αγαπημένο του άθλημα και, καταλήγοντας, κρίνει τη σύγχρονη εποχή και παραθέτει τις σκέψεις και τις αγωνίες της ώριμης ηλικίας.
Narrators
Χαράλαμπος Χονδρόπουλος
Field Reporters
Θεμιστοκλής Χαρπαντίδης
Tags
Interview Date
28/09/2021
Duration
97'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι πατέρας φίλου του ερευνητή.