© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ρεγγίνα Μπέρτου-Θεοτόκη: Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου στην Αθήνα, τα πρώτα μεταπολεμικά καλλιστεία, η ΕΡΤ και η σχολή χορού στην Κέρκυρα
Istorima Code
19827
Story URL
Speaker
Ρεγγίνα Μπέρτου-Θεοτόκη (Ρ.Μ.)
Interview Date
18/09/2021
Researcher
Μαρίνα Μπάντιου (Μ.Μ.)
[00:00:00]Πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Ρεγγίνα Θεοτόκη.
Εγώ ονομάζομαι Μαρίνα Μπάντιου.
Χαίρω πολύ.
Σήμερα έχουμε 19 Σεπτεμβρίου 2021. Βρισκόμαστε–
Πότε γεννήθηκες;
Εγώ γεννήθηκα 15 Ιανουαρίου 1991.
Παναγία μου, ημερομηνία είναι αυτή; Τέλος πάντων.
Είμαι ερευνήτρια στο Istorima και θα ξεκινήσουμε μαζί τη συνέντευξη.
Ό,τι νομίζεις. Ό,τι νομίζεις.
Λοιπόν, μιλήστε μου για το πού μεγαλώσατε.
Μεγάλωσα στα Πατήσια, τέρμα Πατήσια, συνοικία Kυπριάδου, στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν από τη Μύκονο και η μητέρα μου από την Ανατολική Πρωσία της Γερμανίας. Γνωριστήκανε σαν... τουρίστρια η μητέρα μου ήρθε, γνωριστήκανε και παντρευτήκανε. Έκαναν τον αδερφό μου και μετά εμένα. Εγώ γεννήθηκα το 1932, που σου είπα, και έχω ζήσει πάρα πολύ από τότε, γιατί είμαι 90 τώρα. Λοιπόν. Αυτό που θυμάμαι, θες να σου λέω ό,τι θυμάμαι;
Βεβαίως.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχα... ήμουν σε ένα σπίτι μορφωμένων ανθρώπων και τίμιων. Ο πατέρας μου είχε πάντα ανώτερες θέσεις, είχε σπουδάσει Φιλολογία στην Ελλάδα και έκανε μετεκπαίδευση, με έξοδα του κράτους του ελληνικού, στη Γερμανία και στην Ιταλία. Και στη Γαλλία. Ήρθε λοιπόν εδώ και έγινε ιστορικός της τέχνης, σπούδασε Ιστορία της Τέχνης βασικά. Και όταν ήρθε εδώ πήρε ανώτερες θέσεις και έκανε πολλά πράγματα στην Ελλάδα. Ήτανε δημοκρατικό στοιχείο, όχι κομμουνιστής, δημοκρατικός, κεντρώος δηλαδή, και δεν τον άφηναν τότε οι δικτατορίες και τα λοιπά. [Δ.Α.] Όποτε έμπαινε σε κάποια δουλειά, ήτανε... Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας υπήρξε, επί τάδε, αυτού, δεν θυμάμαι... όχι επί Παπανδρέου, τέλος πάντων. Γενικός Γραμματέας, Διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών, διευθυντής μουσείου, διευθυντής Εθνικής Πινακοθήκης κι άλλα πράγματα, δεν μπορώ να τα θυμηθώ τώρα όλα και με αυτό... με αυτές τις θέσεις που είχε έκανε πάρα πολλές δουλειές το ελληνικό κράτος. Καταρχήν, έχει... είναι αυτός που έφτιαξε την κρατική ορχήστρα στην Ελλάδα. Αν θέλεις κόφ’ το αυτό, αν θέλεις γράφ’ το. Αυτό είναι επί Κατοχής, παρακαλώ, γιατί στην Κατοχή βρέθηκε ο πατέρας μου να είναι Διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών στο Υπουργείο Παιδείας. Και πήγε στους Γερμανούς και τους λέει: «Εσείς έχετε εκατόν πενήντα ορχήστρες και η Ελλάδα δεν έχει καμία». «Και τι θέλεις;». «Θα ήθελα, αν μπορείτε, να δώσετε για την Ελλάδα και θα είσαστε... θα είναι γνωστό ότι κάνατε εσείς, λεφτά, να κάνουμε μια κρατική ορχήστρα». Γιατί το έκανε αυτό ο πατέρας μου; Γιατί θα πεθαίνανε οι μουσικοί από την πείνα. Για να κάνουν την ορχήστρα, για να υπάρχει για την Ελλάδα φυσικά, να μπούνε και πενήντα, εξήντα μέσα μαέστροι, πώς το λένε, μουσικοί, να ζήσουνε, γιατί θα πεθαίναν από την πείνα. Όπως θα σου πω μετά για τους ζωγράφους. Θα τα πω αυτά, γιατί πρέπει να τα πω. Και του λένε: «Δεν δίνουμε εμείς λεφτά για ορχήστρες και τέτοια». «Καλά», τους λέει ο πατέρας μου, «αφού δεν μου δίνετε εσείς, θα πάω να ζητήσω από τους Ιταλούς». Ακούει ο Γερμανός ότι θα ζητήσουν από τους Ιταλούς, γιατί αυτοί είχανε... πάντα τα δεχότανε. Και του δώσανε λεφτά και έκανε την κρατική ορχήστρα. Την έφτιαξε τότε, έκανε και τον νόμο, τον νόμο του πανεπιστημίου είχε κάνει, είχε κάνει πολλά. Τι να πρωτοπώ για αυτόν, να μη μιλάω πολύ γιατί για αυτόν, γιατί δεν θα πω για εμένα τίποτα μετά. Μετά θα φανούνε γελοία τα δικά μου. Αυτό είναι. Τέλος πάντων, έκανε την ορχήστρα, μετά έφυγε από εκεί γιατί δεν μπορούσε να μείνει στο υπουργείο για λόγους πάλι πολιτικούς, έγινε συντηρητής μουσείου και εκεί πέρα έκανε συσσίτιο τους ζωγράφους, τους ζωγράφους, όλους τους ζωγράφους τους Έλληνες. Και έζησε δηλαδή, έζησε τους καλλιτέχνες όσο μπορούσε ο πατέρας μου, με συσσίτια και με εκθέσεις και με τέτοια. Τελειώσαμε. Ζούσα, λοιπόν, σε τέτοιου τύπου οικογένεια, οπότε έτσι λίγο να γίνω τουλάχιστον τίμια, αν όχι τίποτα άλλο. Δηλαδή δεν είχα τις ικανότητες του πατέρα μου, αλλά ούτε μου άρεσε το πανεπιστήμιο. Στο πανεπιστήμιο πήγε ο αδελφός μου, εγώ δεν πήγα. Και τώρα ήτανε Καθηγητής στο Μόντρεαλ του Καναδά, του Πανεπιστημίου του Καναδά. Τώρα γέρασε, παίρνει σύνταξη, όπως και εγώ. Πιο μεγάλος από εμένα είναι, τρία χρόνια. [00:05:00]Εγώ όταν... μέχρι 17, τις τελευταίες δεκαετίες είχε στη Νέα Φιλαδέλφεια σχολείο. Τις τελευταίες τάξεις ούτε ακόμη δεν ήξερα τι θα κάνω, γιατί για πανεπιστήμιο δεν ήμουνα, δεν ήμουνα πολύ του διαβάσματος και δεν ήμουνα ορθογράφος. Οπότε θα με κόβανε από ορθογραφία εμένα, οπωσδήποτε. Λοιπόν. Έγραφα ωραιότατες εκθέσεις, αλλά ανορθόγραφες. Πήγα και είδα μια φορά μια παράσταση της Ραλλούς της Μάνου, χορευτική στην Αθήνα, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, μαζί με μια φίλη μας, φίλοι των γονιών μου μάλλον, και είπα: «Αυτό θέλω να κάνω». Από κει ξεκίνησε η υπόθεση. Λοιπόν και μου λέει... γνωρίζω την άλλη Ραλλού, τη Μάνου, δεν έχω λεφτά όμως εγώ να πληρώσουμε τη Ραλλού τη Μάνου. «Δεν πειράζει, θα της πω εγώ να σε πάρει δωρεάν». Και πραγματικά πήγα δωρεάν έναν χρόνο στη Ραλλού τη Μάνου. Ε, έκανα... χόρεψα και στο Εθνικό Θέατρο για να της κάνω τη χάρη, γιατί χρειαζότανε ανθρώπους να χορέψουνε, τη βοηθούσα κιόλα, αλλά δεν είχε επαγγελματικό. Και έτσι έφυγα και πήγα στη Ματέυ-Ρουσοπούλου. Και εκεί σε τρία χρόνια πήρα το δίπλωμα καθηγήτριας μουσικής ρυθμικής γυμναστικής. Δηλαδή γυμναστική για γυναίκες με καλλιτεχνικό... με χορό μέσα. Εκεί κάναμε πάρα πολλά μαθήματα: μουσική μέχρι συνθέσεις κάναμε στο πιάνο, μικροσυνθέσεις, μπαλέτο, μοντέρνο, όχι τζαζ, δεν υπήρχε τότε. Μπαλέτο, μοντέρνο, εκφραστικό χορό, improvisation, δηλαδή αυτοσχεδιασμούς, καλλιτεχνικά περισσότερα. Αλλά και πολλή γυμναστική. Η γυμναστική δεν υπήρχε τότε. Η Ματέυ-Ρουσοπούλου ήρθε από τη Γερμανία και το σύστημα ήτανε γερμανικό, ακόμη διδάσκεται στη Γερμανία το ίδιο σύστημα. Αυτά. Αλλά πώς επλήρωνα τη Ματέυ; Την... Πώς την πλήρωνα; Ο διευθυντής ραδιοφωνίας ήταν διευθυντής... ήτανε φίλος του πατέρα μου, δεν θυμάμαι πώς τον λένε, στρατηγός ήτανε. Πάω και τον βρίσκω και του λέω: «Θέλω δουλειά, γιατί πρέπει να πληρώσω τη σχολή, τη σχολή της Ματέυ». Εγώ δεν είχα λεφτά να την πληρώσω, γιατί μπήκα επαγγελματικό και ήτανε 750 δραχμές τότε. Και μου λέει: «Ναι, παιδί μου, και τι μπορείς να κάνεις;». Λέω: «Κοιτάξτε, μη με βάλετε σε γραφικά πράγματα, γιατί δεν θα τα βγάλω καλά. Βάλτε με σε ό,τι άλλο νομίζετε». «Καλά, θα σε βάλω στη βιβλιοθήκη», μου λέει, «να μας φτιάξεις τη βιβλιοθήκη». Είχαν μια βιβλιοθήκη, τρεις χιλιάδες βιβλία, και έπρεπε να τα κατατάξω. Κάθισα πραγματικά έναν χρόνον, χτυπήθηκα, το έφτιαξα. Τέλειωσε όμως... όταν πήγα στην σχολή της Ματέυ, έκανα πριν άλλη δουλειά στη ραδιοφωνία, στην παρακολούθηση. Δηλαδή παρακολουθούσα πέντε ώρες την ημέρα από το σπίτι ραδιόφωνο και ό,τι λάθη γινότανε έγραφα την ακριβή ημερομηνία και ώρα και τα πήγαινα το πρωί στην... στο ραδιόφωνο, στη ραδιοφωνία εκεί, Ρηγίλλης, και μετά πήγαινα στη σχολή μου. Αυτή ήταν η δουλειά. Αυτή τελείωσε μετά από τρία χρόνια. Σε τρία χρόνια μετά εμπήκα στο... στη βιβλιοθήκη, γιατί δεν υπήρχε άλλη δουλειά. Όταν τελείωσε και η δουλειά της βιβλιοθήκης, του λέω: «Τώρα τι κάνω εγώ;». Κάτω, όμως, ήτανε τα βραχέα κύματα, κάτω, στο κάτω, στο ισόγειο. Και ήταν εκεί ο Γιώργος, ο Γιώργος Ανεστόπουλος, και μου λέει: «Ρε, καλή φωνή έχεις. Δεν έρχεσαι να σε δοκιμάσουμε στα βραχέα;». Κάτω ήταν τα βραχέα κύματα, δηλαδή από εκεί εξέπεμπαν στο εξωτερικό. Όχι κάτω στο Ζάππειο, ήταν το εσωτερικό, εκεί ήταν το εξωτερικό. Με παίρνουν εκεί πέρα, λένε: «Έχεις καλή φωνή, αφού έχεις καλή φωνή να πας κάτω για εκφωνήτρια». Πάω στον διευθυντή αμέσως, έκατσα, του λέω: «Εφόσον δεν κάνω για τη γραφική δουλειά, εφόσον κοπήκαν αυτές οι δουλειές που μπορούσα να κάνω, μπορώ να σας πω τώρα ότι μου είπαν κάτω τα παιδιά ότι έχω καλή φωνή, οι εκφωνηταί, και αν μπορώ να πάω στο Ζάππειο κάτω σαν εκφωνήτρια». «Πήγες», μου λέει. «Πήγα πότε;». «Τώρα», μου λέει. «Δηλαδή πότε θα πάω;». «Έλα εδώ αύριο το πρωί και βλέπουμε». Την άλλη μέρα το πρωί πάω και βλέπω: «Η Ρεγγίνα Μπέρτου να πάει στο Ζάππειο». Και πήγα στο Ζάππειο και έμεινα εκεί τρία χρόνια. Ήμουνα εκφωνήτρια πρώτος σταθμός, Πρώτο Πρόγραμμα, Δεύτερο Πρόγραμμα, Τρίτο Πρόγραμμα, γιατί μπορούσα να προφέρω καλά τα... τις ξένες ονομασίες των μουσικών και αυτά, και με έβαλαν Τρίτο Πρόγραμμα, πολύ με βάζανε Τρίτο.
[00:10:00]Εκεί έμεινα αρκετά χρόνια. Αλλά πρέπει να σας πω τώρα το προηγούμενο. Αλλά τα βλέπεις, εκεί είναι τώρα που εγώ μπερδεύομαι. Σας λέω, πρώτα πράγματα προχωρημένα και δεν σας λέω τα προηγούμενα. Όταν ήμουν 20 χρονών και ήμουνα στη Ραλλού, στη Ματέυ, έγιναν τα καλλιστεία, τα πρώτα καλλιστεία, που βγήκε η Νταίζη Μαυράκη. Ήμουνα 20 χρονών, βάλε γεννήθηκα το ’32, πότε ήταν; Το... 20 χρονών ήμουνα, το ’42; Τι λέω ’42;
Το ’52.
Το ’52. ’52. Λοιπόν. Εγώ τότε είχα αρχίσει έρωτα με τον άντρα μου. Ήτανε φοιτητής στην Ιατρική. Ήταν 25 χρόνων, 26, και είχε πάει και στον ανταρτοπόλεμο... το υπέστην και αυτό, όπως υπέστην και το κίνημα και όλα αυτά τα προηγούμενα, τις πείνες και τα λοιπά της Κατοχής, αυτά όλα τα έχω περάσει. Τέλος πάντων. Τώρα τι... Πού πάμε τώρα;
Για τα καλλιστεία.
Α, τα καλλιστεία. Η μητέρα μου δεν ήθελε αυτή τη... τον δεσμό που είχα και μου λέει... της επιτεθήκανε όλοι εκεί πέρα ότι να πάω στα καλλιστεία, γιατί ήμουνα όμορφη και ήμουν έτσι και αλλιώς και αλλιώτικα, και μου λέει: «Άμα πας στα καλλιστεία, πάρε μετά όποιονε θέλεις». «Α έτσι;», λέω, «Εντάξει, πάω». Και πήγα στα καλλιστεία. Φυσικά ο άντρας μου, τότε φίλος μου, είχε κάτι μούτρα κατεβασμένα, του λέω: «Μη σε νοιάζει, δεν πρόκειται να βγω. Θα βγει η Νταίζη η Μαυράκη γιατί είναι Κρητικιά και ονομάζεται “Ακρωτήρι”», το επίθετό της ήταν... όχι το επίθετο, το ψευδώνυμο, όχι ψευδώνυμο. Πώς λέγεται; Πώς λεγότανε, εγώ λεγόμουνα Ρεγγίνα Μπέρτου, αυτή λεγόταν «Ακρωτήρι», πήρε το όνομα του τάφου του Βενιζέλου. Και ήταν ο Βενιζέλος πρωθυπουργός και λέω μου το είπε κάποιος φίλος μας, ας πούμε, ο οποίος ήταν δικός του άνθρωπος. Αυτή θα βγει, τελείωσε. «Δεν πρόκειται να βγω, μη στεναχωριέσαι. Απλώς θα πάω να κάνω τη χάρη της μάνας μου». Και πραγματικά της έκανα την χάρη της μάνας μου και όταν γίναν τα καλλιστεία και τα λοιπά και τα λοιπά που κρατήσαν αρκετό διάστημα, εβγήκα τρίτη εγώ. Αυτό είναι. Τώρα, ήτανε πρώτη η Νταίζη Μαυράκη, μετά ήταν η Πετιμεζάκη με άλλη μία ισοψηφούσαν, και μετά εγώ με άλλη μία ισοψηφούσα. Και έτσι για αυτό λέω τρίτη, κανονικά ήμουνα μέσα στις πέντε. Κανονικά, όμως, τρίτη, όμως, σε ψήφους. Αυτό ήτανε και έτσι η μάνα μου δέχτηκε. Είπε: «Καλά, κάνε ό,τι νομίζεις». Είχα προτάσεις για κινηματογράφο, είχα προτάσεις μετά για να πάω να γίνω ηθοποιός. Θυμάμαι την Άννα τη Συνοδινού, την περίφημη ηθοποιό που είχαμε, μου λέει: «Να πας και στον Κωτσόπουλο...». Κωστόπουλος λεγόταν, Κωστόπουλος; Δεν θυμάμαι πώς λεγόταν. Μου μιλούσε συνέχεια να πάω να γίνω ηθοποιός. Δεν ήθελα, ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά που είχα μάθει στη Ματέυ. Και παντρευτήκαμε με τον άντρα μου. Είχαμε κάναν χρόνο Αθήνα και μετά ήρθαμε στην Κέρκυρα. Επειδή όπως έκανα εγώ διάφορες αποβολές, είπα: «Να κάνω σχολή θέλω, στην Κέρκυρα». Ο άντρας μου είναι εδώ, δούλευε σαν μικροβιολόγος. Είχε μια πολύ καλή δουλειά, έβγαζε πολλά λεφτά. Εγώ ήθελα, όμως, να δουλέψω, να κάνω σχολή. Αλλά πώς να την κάνω που έκανα αποβολές; Λέω: «Θα κάνω πρώτα ένα παιδί και μετά θα κάνω σχολή», και πραγματικά, όταν έκανα την κόρη μου, την Τζένη τη Θεοτόκη, τον επόμενο χρόνο ανοίγω σχολή. Αλλά όχι μόνη μου. Άνοιξα μαζί με τη Λουλού τη Θεοτόκη, Πογιάγου, ο άντρας της Θεοτόκη... του Τζον Θεοτόκη του πολιτικού η κόρη, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός και τέτοια. Αυτή είχε... Αυτή δεν είχε δίπλωμα, ήτανε... ερασιτεχνικά είχε μάθει, αλλά ήξερε μπαλέτο. Εγώ δεν θα έκανα μπαλέτο, θα έκανα τη ρυθμική τη γυμναστική και αυτά. Και ανοίξαμε μαζί. Μείναμε μαζί δύο χρόνια και μετά χωρίσαμε και καθεμιά έκανε τη δική της σχολή. Αυτή τη δικής της και εγώ τη δική μου στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αυτή η σχολή κράτησε δεκαπέντε χρόνια, ξέρω γω πόσα... είκοσι, δεν θυμάμαι. Πού να θυμάμαι ακριβώς; Μετά συνεργάστηκα με τον Σωτήρη τον Μπουχάγιαρ, ο οποίος τελείωνε και αυτός, ήτανε μικρότερος πολύ από εμένανε. Τελείωνε και αυτός και του λέω, κουραζόμουνα εγώ πολύ όμως, είχα πέντε-έξι ώρες την ημέρα και κουραζόμουνα πολύ. Και μου [00:15:00]λέγανε: «Μην κουράζεσαι πολύ, ασ’ τα μωρέ, τι τα θέλεις, δεν μας χρειάζονται». Τέλος πάντων, για να μη μου φωνάζουν να τα παρατήσω, παίρνω τον Μπουχάγιαρ μαζί και τη γυναίκα του. Κάτσαμε άλλα δυο-τρία χρόνια μαζί, κάναν δική τους σχολή, ήρθε η κόρη μου εν τ ωμεταξύ, η οποία σπούδαζε. Και ήρθε και έτσι ήμαστε μαζί. Και πήγαμε πάρα πολύ καλά στην τρίτη σχολή που ανοίχτηκε επιτέλους. Τέλος πάντων, άλλη μία άνοιξε μετά η Τζένη στην... στην τελευταία που είχε, και τώρα κάνει απάνω στο σπίτι μας... στο σπίτι μας, στο δικό μας. Μετά, όταν χωρίσαμε με τον Σωτήρη... όχι, πριν ακόμα χωρίσουμε, είχε έρθει και η κόρη μου και δούλευε και αυτή μαζί. Η οποία έχει τελειώσει τη σχολή της Δέσποινας Γρηγοριάδου. Αυτή είχε καθαρά καλλιτεχνική η δουλειά της, και γυμναστική, φυσικά, ρυθμική είναι μέσα, αλλά σπούδασε μπαλαρίνα η κόρη μου. Εγώ δεν ήμουν χορεύτρια. Έφυγα μετά εγώ από χρόνια, γιατί υπήρξαν προβλήματα οικογενειακά και από τότε είχε αναλάβει η κόρη μου, η οποία έχει μια σχολή, η οποία είναι περίπου 56 χρονώ. Τώρα όμως εφέτο την έκλεισε τη σχολή για λόγους διάφορους, ιδιαιτέρως... κορονοϊός και πολύς κόσμος όχι και τα λοιπά και έχει ανοίξει τώρα μια σχολή στη Ζαμπέλιου, που ήταν το σπίτι μας στο τέταρτο πάτωμα, σαν στούντιο. Και έχει ορισμένο αριθμό μαθητών, όχι πολλούς, ορισμένο αριθμό μαθητών, και είναι ευχαριστημένη. Και είμαι και εγώ ευχαριστημένη που δεν σταμάτησε το θέμα της σχολής, που τόσα χρόνια υπήρχε, και είναι και ευχαριστημένη και αυτή που θα διδάσκει. Αυτά έχω να σου πω. Τι άλλο να σε... θέλεις να με ρωτήσεις;
Από τα χρόνια της Κατοχής έχετε κάποιες χαρακτηριστικές μνήμες, κάποια γεγονότα που βιώσατε και σας έχουν χαραχτεί;
Κοίταξε, στην Κατοχή αυτό που μας έλειπε φοβερά ήταν η ελευθερία, που στις 19:00 έπρεπε να είμαστε μέσα το βράδυ. Θα μου πεις: «Ήσουνα παιδί», και εγώ 20:00 η ώρα κοιμόμουνα. Αλλά 19:00 τώρα οι μεγάλοι άνθρωποι, καταλαβαίνεις. Και δεύτερον η πείνα. Δηλαδή ο πατέρας μου επί Κατοχής έπαιρνε έναν μισθάκο, τι παίρνανε στο Υπουργείο Παιδείας τώρα, κουταμάρες. Έναν μισθάκο. Με αυτόνα υπήρχε μαύρη αγορά. Το τόσο έδινε τα πενταπλά λεφτά. Έδινες... ένα πιάνο πούλαγες για να πάρεις μισό σακί ρύζι. Τι ρύζι; Τίποτα. Σαχλαμάρες με σκουλήκια μέσα. Έχω φάει σκουληκιασμένα... φακές, σκουληκιασμένα φασόλια. Όλα σκουληκιασμένα ήτανε, τα βγάζαμε ένα-ένα και καθόμασταν και τα τρώγαμε, αν μπορούσαμε να τα βγάλουμε. Υπήρξε πείνα, έφευγε ο πατέρας σου το πρωί για τη δουλειά του και δεν ήξερες αν θα γυρίσει το μεσημέρι, γιατί γινότανε μπλόκα και πιάναν τους άντρες και σκοτώνανε οι αντάρτες έναν Γερμανό στρατιώτη, σκοτώνανε δεκαπέντε, είκοσι, ξέρω γω, Έλληνες. Αν σκοτώνανε αξιωματικό, πενήντα. Και αυτούς που τους βρίσκανε ή στις φυλακές ή σε μπλόκα. Και δεν ήξερες αν φεύγει ο μπαμπάς το πρωί, αν θα γυρίσει το βράδυ. Δεύτερον... Βασικά, αυτό είναι. Και αυτό που μου έχει κάνει φοβερή εντύπωση, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ένα πρωινό είχαμε τα σπίτια αυτά στα Πατήσια, είναι εξοχικά όλα, έτσι; Με κήπο μπροστά, ήταν εξοχικά και η μάνα μου είχε μανία να είμαστε σε ισόγειο και με κήπο και έτσι για αυτό είχαμε πάει στα Πατήσια, από προπολεμικά. Και πάλι είχαμε πάρει άλλο σπίτι και πάλι το ίδιο έτσι ήτανε. Ξυπνάω ένα πρωί και απ’ έξω από την πόρτα, την εξώπορτα τη σιδερένια, ήταν ένα ντουμανιασμένο παιδί πεθαμένο. Φαντάσου εγώ παιδί τώρα να δω αυτό το θέαμα, ήτανε φοβερό. Από την πείνα, γιατί από την πείνα και από την έλλειψη βιταμινών φουσκώνεις και πεθαίνεις. Και αυτό ήταν φουσκωμένο και πεθαμένο. Αυτό μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Επίσης, μου έκανε εντύπωση, κατά τη διάρκεια του πολέμου έρχονταν τα αεροπλάνα, τα ιταλικά, περνούσαν από παντού. Και δεν είχαμε ούτε καταφύγιο να πάμε, ένα... μια σαχλαμάρα, ένα υπόγειο, που το είχανε κάνει καταφύγιο. Αλλά δεν μας θέλανε να πάμε και ο πατέρας μου μας έβγαζε με τα... με τις κουβέρτες και μας έβγαζε στον κήπο. Έτσι που αν πέσει στο σπίτι, να μην πέσει πάνω μας. Αυτό θυμάμαι. Αυτά ήταν τα άσχημα: η πείνα, η ανησυχία. Και περιμέναμε τους Εγγλέζους. Α, θα έρθουνε, δεν [00:20:00]μπορεί, κάποια στιγμή θα έρθουν οι Εγγλέζοι να φάμε κάτι και να είμαστε πιο ελεύθεροι. Να σου πω για άλλα πράγματα, καλύτερα να μην τα ανακατέψω.
Την Απελευθέρωση τη θυμάστε;
Την Απελευθέρωση τη θυμάμαι, γιατί την ακούσαμε στο ραδιόφωνο και μάλιστα το: «Η Ελλάδα είναι ελεύθερη και τα λοιπά», νομίζω μου το είπε ο... δεν θυμάμαι τώρα, ξεχνάω και τα ονόματα. Ο πρώτος εκφωνητής... τέλος πάντων δεν το θυμάμαι τώρα. Πάντως ότι το ακούσαμε, το ακούσαμε, γιατί είδαμε τους Γερμανούς που... Α, γύρω από το σπίτι μας είχανε επιτάξει οι Γερμανοί, το σπίτι μας ήταν εδώ, γύρω-γύρω ήταν Γερμανοί. Είχαν επιτάξει τα σπίτια γύρω από το δικό μας, γιατί ήταν όλοι μαζί. Το δικό μας δεν το πήραν, δεν ξέρω γιατί. Πάντω,ς περνούσε η... ο στρατός περνούσε και γύρω από το δικό μας. Κάθε βράδυ η φρουρά έκανε βόλτες γύρω από το... τέλος πάντων. Το φινάλε είναι ότι τους είδαμε να μαζεύουν τα πράγματά τους. Και όχι μόνο μάζευαν τα πράγματά τους και λίγοι-λίγοι εξαφανίζονταν, λίγοι-λίγοι φεύγανε, όχι όλοι μαζί. Αλλά όταν βρήκαμε μέσα στον κήπο μας, ξύλα, είχανε μαζέψει για να καίνε, μας τα ρίξαν εμάς. Τι άλλο μας ρίξαν; Ξύλα, δύο παγκούλια, και τα δύο τα έχω εδώ πέρα κάπου, παγκούλια. Μας ρίξανε πράγματα εμάς, όσα δεν μπορούσανε να πάρουνε μας τα ρίχναν εμάς που ήμασταν παιδιά, γιατί εμείς τους λέγαμε «γεια σας», ξέρω γω, μιλάγαμε λίγο μαζί τους. Ήτανε καλοί αυτοί που ήταν γύρω μας. Αλλά εκεί δεν είδα ωμότητες, μονάχα αυτό το παιδί και που πεινάγαμε εμείς και που δεν ξέραμε αν θα έρθει ο πατέρας μας. Γενικά. Τι άλλο να σου πω; Ότι μαθαίναμε ότι σκοτώσαν τόσο κόσμο και ο πατέρας μας θυμάμαι ήταν εναντίον του να σκοτώσεις έναν Γερμανό και θα χαθούνε μετά είκοσι Έλληνες. Δεν το χώνευε αυτό. Άμα είναι να σκοτώσεις, τουλάχιστον να τους σκοτώσεις όλους, αλλά όχι να χάνονται και οι Έλληνες. Ανθρωπάκια πηγαίνουν στη δουλειά τους, τους πιάνανε στον δρόμο, τους μαζεύανε, τους πηγαίνανε... πηγαίνανε εκεί πέρα που ήταν και τους εκτελούσανε. Φοβερά πράγματα αυτά. Η πείνα, η φοβία, οι σκοτωμοί. Αυτά ήταν τα χειρότερα. Και μετά έρχεται και το κίνημα από πάνω του κομμουνιστών, που κι αυτοί κάνανε αρκετά, κουταμάρες. Αλλά τέλος πάντων, πέρασε και αυτό, το έζησα όμως και αυτό.
Μιλήστε μου για αυτό.
Τι να σου πω για αυτό; Δεν θα ’θελα. Δεν θα ’θελα, γιατί να σκεφτείς ότι ο πατέρας μου είναι δημοκρατικό στοιχείο και ο καλύτερος στους φίλους ήταν ο Δημήτρης ο Γληνός. Ο Δημήτρης ο Γληνός είναι αυτός που έκανε βασικά το κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα. Έγινε κομμουνιστής ο άνθρωπος, ενώ ήτανε δημοκρατικός και αυτός, ας πούμε έτσι Κέντρο, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ήτανε φίλοι. Αλλά όταν έγινε το κίνημα είχε πεθάνει αυτός, αλλιώς δεν θα γινότανε το κίνημα. Αυτός ήταν υπέρ της, πώς το λένε, ειρηνικής επιβολής του κομμουνιστικού κόμματος, όχι με σκοτωμούς και τέτοια. Γιατί αυτό έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ενώ όλος ο κόσμος μετά την Κατοχή αριστέριζε, μου έκανε εντύπωση. Δεξιοί άνθρωποι και αριστερίζανε, γιατί αυτοί, εδώ που τα λέμε, οι Αριστεροί είχανε θυσιαστεί πάρα πολλοί στον πόλεμο, θυσιαστήκαν πάρα πολλοί αλλά μετά κάναν αυτήν την κουταμάρα. Τέλος πάντων, έγινε τώρα αυτό. Άμα θέλεις κόψε ό,τι θέλεις από αυτά.
Τα Δεκεμβριανά που ακολούθησαν τα ζήσατε;
Αυτά είναι τα Δεκεμβριανά.
Έχετε άλλες μνήμες;
Έχω μνήμες, ναι. Καθόμαστε στο πάνω πάτωμα με τον αδερφό μου, ήμασταν μικρά παιδιά, καθόμασταν στο πάνω πάτωμα, ήταν από πίσω μια σκάλα και ήταν το πάτωμα. Καθόμαστε εκεί και από κει μπορούσαμε να δούμε τον Υμηττό απάνω. Καθόμασταν και βλέπαμε... γιατί το βλέπαμε, έτσι, την πλαγιά του Υμηττού τη βλέπαμε από εκεί. Δεν ήταν πολλά σπίτια τότε. Και βλέπαμε στα Πατήσια, βλέπαμε την πλαγιά του Υμηττού. Και βλέπαμε αντάρτες τότε των Δεκεμβριανών να τρέχουνε και να κατεβαίνουν τα αεροπλάνα, μπουμ μπουμ, τα εγγλέζικα. Σηκωνόντανε λιγότεροι. Μετά, ώσπου να τρέξουν να πάνε στην κορφή, πάλι το αεροπλάνο και στο τέλος ένα-δύο βγαίνανε από είκοσι, που προσπαθούσαν. Και καθόμασταν σαν παιδιά εμείς και παρακολουθήσαμε την εκτέλεση, παρακολουθήσαμε την εκτέλεση των κομμουνιστών, οι οποίοι... των στρατιωτών κομμουνιστών, οι οποίοι εκάναν το κίνημα και τα λοιπά από τα εγγλέζικα αεροπλάνα. Τα εγγλέζικα αεροπλάνα δε χτυπούσαν όπου κουνιόταν κάτι, γιατί εμείς σαν παιδιά –τώρα να σου πω–, ας ήτανε κίνημα, ας ήτανε επανάστασις τα Δεκεμβριανά, εμείς [00:25:00]σαν παιδιά βγαίναμε και παίζαμε έξω. Και εκεί ήταν όχι απλά [Δ.Α.], δρόμος πλατύς, και παίζαμε εκεί πέρα, τρέχαμε. Και σε μια στιγμή, εκεί που τρέχαμε, ακούμε ένα αεροπλάνο να κατεβαίνει. Τρέχουμε και μπαίνουμε μες στους κήπους των σπιτιών και κατεβαίνει το αεροπλάνο το εγγλέζικο και πολυβολεί τα παιδιά. Δηλαδή πολυβόλησε όποιους τρέχανε, όποιους έβλεπε να τρέχουν, τους πολυβολούσανε. Και ήμασταν εμείς παιδιά. Παιδιά, πόσο χρονών, το... πόσο ήταν αυτή η δουλειά, το ’44; Πόσο χρονώ ήμαστε; 12 χρονών; Ήμασταν εκεί, παίζαμε, ξέρω γω, μπαλαρόν, κρυφτό, κυνηγητό, τι παίζαμε και πέρασε το αεροπλάνο και μας πολυβόλησε. Κι άλλη μια φορά, που καθόμουνα με την πλάτη έτσι, στο παράθυρο μιας φίλης μου, κατέβηκε και πολυβόλησε κάτι... πάλι κάτι κομμουνιστές που περνούσανε. Και πέφτουμε εμείς κάτω, ήταν από ψηλά αυτό, πέφτουμε κάτω στο πάτωμα και ήταν ψηλά, κάτω, και μάλιστα μου μπήκαν τα χέρια και μέσα στο μαγκάλι που είχε εκεί πέρα, και τίναζα τα χέρια μου. Και όταν σηκωθήκαμε, τι να δούμε, τα βλήματα είχανε σφηνωθεί στα σίδερα του παραθύρου. Είχε σίδερα το παράθυρο, ήταν εργοστάσιο και αυτός ήτανε φύλακας, ο πατέρας, και ζούσαν σε ένα δωμάτιο που είχε σίδερα από έξω, τότε στο εργοστάσιο Δρακόπουλου. Και τακ τακ ήταν ακριβώς εδώ θα μας σκότωναν εκεί πέρα. Αυτές είναι οι αναμνήσεις που έχω χοντρά. Τώρα αν κάτσω να το σκεφτώ κι αυτά θα είναι κι άλλες. Αλλά οι χοντρές είναι αυτές. Η πείνα, η φοβία, τα αεροπλάνα που πολυβολούσανε, κατεβαίνανε οι Εγγλέζοι και πυροβολούσαν όποιον βρίσκανε. Άσε.
Στα χρόνια της Δικτατορίας του ’67 εσείς πού βρισκόσασταν;
Στη Δικτατορία ήμουν Κέρκυρα. Ήμουν μεγάλη. Πότε ήταν η Δικτατορία ακριβώς; Το ’70...
Το ’67.
Πώς;
Το ’67.
Το ’67. Είχα και δύο χρονών παιδί. Το ’65 την έκανα την κόρη μου. Εδώ. [Δ.Α.] πώς ήτανε. Όπου είναι δικτατορία είναι δραματική η κατάσταση, κακά τα ψέματα. Δηλαδή δεν τολμούσες να μιλήσεις, να πεις τη γνώμη σου. Ελευθερία δεν υπήρχε στη συζήτηση. Μια φορά ήμασταν σε σπίτι φίλου, που είχε... ήμαστε εμείς, οι φίλοι και άλλο ένα ζευγάρι. Οι οποίοι δεν τους ήξερα αυτούς, αλλά φίλοι ήταν όλοι και τα λοιπά. Και θυμάμαι κάναμε συζήτηση για αυτό... όλη τη φασαρία. Και λέει ο... και λέει ο άντρας μου: «Δεν πρόκειται να μείνουνε, δεν θα κρατήσει πολύ αυτή η δουλειά». Αυτό. «Η Δικτατορία του Παπαδόπουλου», λέει, «δεν πρόκειται να κρατήσει γιατί δεν είναι με τον κόσμο, είναι αυτοί οι χαμηλοί χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί που το κάνουν. Δεν θα κρατήσει, θα τους επιτεθούν οι πιο υψηλόβαθμοι και δεν θα κρατήσει». Και λέω: «Εγώ έχω την αίσθηση ότι θα κρατήσει, γιατί πιστεύω ότι αυτοί βοηθούνται από τους Αμερικανούς». Δική μου γνώμη. Μιλάγαμε πολιτικά. Σε δύο μέρες το ήξερε, το... είχα φίλο στην αστυνομία και τους είπε κάποιος ότι η Θεοτόκη είπε ότι θα φύγει γρήγορα τούτο εδώ. Το αντίθετο, ο άντρας μου το είχε πει κι εγώ είχα πει ότι θα μείνει. Και αμέσως πήγε στην αστυνομία η συζήτηση. Φαντάσου τι ελευθερία είχαμε. Τίποτα άλλο δεν σου λέω. Αυτό μόνο. Αλλιώς κατά τα άλλα εμένα δεν με πειράξανε. Εγώ έλεγα τη γνώμη μου κι αν με χώνανε μέσα, θα με χώνανε, αλλά δεν με χώσανε. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή είχα κάποιο γνωστό στην αστυνομία; Η Κέρκυρα γνωριζόμαστε όλοι. Λοιπόν, άμα είναι φίλοι και τα λοιπά θα το μπαλώσουν με κάτι. Το πιστεύω, για αυτό δεν μπήκα μέσα, κάποιος θα με μπάλωσε, δεν ξέρω ποιος. Αυτά. Τι άλλο να σου πω; Για ρώτα.
Όσον αφορά τα καλλιστεία, πού είχαν πραγματοποιηθεί;
Α, στο... στη «Μεγάλη Βρεταννία». Στη «Μεγάλη Βρεταννία» είχανε γίνει. Ναι. Στην αρχή δεν θυμάμαι πού πηγαίναμε. Στο «Έθνος» την έκανε... το... το «Έθνος» τα έκανε τα καλλιστεία. Στην αρχή πηγαίναμε λίγοι. Λάβανε μέρος πεντέμισι χιλιάδες κοπέλες από την Ελλάδα, με φωτογραφίες και τέτοια. Απέρριψαν τις δύο-τρεις χιλιάδες, ξέρω γω. Και οι άλλες δύο χιλιάδες όμως ή χίλιες πεντακόσιες περάσαμε από επιτροπή. Στην επιτροπή ήτανε μέσα η Κοτοπούλη, ο γλύπτης ο Τόμπρος, τους θυμάμαι αυτούς τους δύο. Αυτούς τους δύο τους θυμάμαι καλά. Κοτοπούλη και Τόμπρο. Τους άλλους... Ήτανε... τέσσερις-πέντε ήτανε, αλλά δεν θυμάμαι τους άλλους. Ήτανε και ο διευθυντής του «Έθνους», πώς λεγότανε δεν θυμάμαι, τότε ήταν και αυτός. Ο Τόμπρος ήταν ενθουσιασμένος με το κορμί μου. «Είναι σαν αρχαίο ελληνικό αυτό το σώμα», έλεγε. Έτσι. [00:30:00]Α, λοιπόν. Να σου πω και κάτι άλλο, αυτό έχει ενδιαφέρον. Όταν πήγαμε στα καλλιστεία, για πρώτη φορά, πηγαίναμε, μη νομίζεις ότι βαφόμαστε και τι. Άλλες μπορεί να βαφόντανε, εγώ ένα κραγιόν έβαζα τότε, ένα κραγιόν ροζέ έτσι κάπως και τίποτα άλλο. Έτσι πήγαινα. Όπως με βλέπετε, όχι τώρα όπως με βλέπεις τώρα εδώ μέσα, γιατί έχουν πέσει και νερά και λάδια. Όχι αυτά. Αλλά πηγαίναμε έτσι στα καλλιστεία. Βάζαμε και... α, σημειωτέον ότι εγώ δεν είχα και μαγιό. Και μου δάνεισε μια φίλη μου, η οποία ήταν πιο μικρόσωμη από εμένα και μου ήτανε στενό. Τέλος πάντων, ήταν όμως από αυτά τα μαγιό όχι τα σλιπάκια, αυτά που είναι μέχρι τη μέση. Και σουτιέν επάνω. Το σουτιέν, τέλος πάντων, μου έμπαινε. Αλλά αυτό με το ζόρι έμπαινε. Τέλος πάντων, και το σουτιέν μου έμπαινε με το ζόρι. Τέλος πάντων έμπαινα. Πήγα με αυτό. Και θυμάμαι ότι η Πετιμεζάκη το ωραιότερο πρόσωπο που έχω δει στη ζωή μου. Αυτή η ψηλή δεύτερη, μαζί... δεύτερη μαζί με τη Βολιώτισσα. Κοπέλα, η Βολιώτισσα. Δεύτερη με τη Βολιώτισσα και εγώ με την Κωνσταντινίδου μετά. Λοιπόν, αυτή είχε πάρα πολύ ωραίο πρόσωπο. Το σώμα της καλό ήτανε, ωραίο ήτανε, ζει αυτή ακόμη, ενώ η Μαυράκη έχει πεθάνει η κακομοίρα. Αυτή, λοιπόν, ζει στην Ιταλία και μάλιστα της έστειλα και χαιρετισμούς την άλλη φορά με αυτόν τον δημοσιογράφο το... που σου είπε η Τζένη. Και αυτή μου έστειλε χαιρετισμούς. Και τι άλλο ήθελα να σου πω; Α, και καθίσαμε μαζί και κοιτάζαμε τις κοπέλες. Της έλεγα: «Είσαι πολύ όμορφη». «Και εσύ», μου λέει, «είσαι όμορφη», και τέτοια. Έκανε... έλεγε η μία κομπλιμέντα στην άλλη. Εντάξει, εγώ πάντως τα έλεγα και τα πίστευα, ήταν όντως πάρα πολύ όμορφη. Στο πρόσωπο. Στο σώμα είχε το εξής, είχε πολύ ψηλά τη λεκάνη λίγο και αυτό λίγο με ενοχλούσε, δεν είχε ωραίες αναλογίες. Καλή ήτανε, καλό σώμα, πολύ ωραίο σώμα. Αλλά το πρόσωπό της ήτανε τέλειο, ίσως δεν έχω δει καλύτερο στη ζωή μου.
Την παρουσίαση ποιος είχε αναλάβει στα καλλιστεία;
Τώρα δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι. Αυτό μπορείς να το βρεις όμως. Εύκολα το βρίσκεις ποιος παρουσίασε τα πρώτα καλλιστεία. Δεν θυμάμαι, όμως, ποιος το παρουσίασε.
Θυμάσαι εσείς τι φορούσατε;
Τι;
Θυμάστε εσείς τι φορούσατε στα καλλιστεία;
Καταρχήν, μας είχανε δώσει ένα μαγιό. Νομίζω μας είχαν δώσει, γιατί δεν ήμουν με εκείνο το άσπρο, γιατί κάπου έχω μια φωτογραφία αλλά πού στον διάολο είναι, γιατί δεν ξέρω να σου πω. Τέλος πάντων, κάπου χωμένη θα είναι. Έχω από τα καλλιστεία φωτογραφίες, αλλά είναι μέσα σε άλμπουμ, τώρα, δεν μπορώ να ανοίξω άλμπουμ να σου δείχνω. Όλα αυτά εκεί πάνω που βλέπεις είναι άλμπουμ. Όχι από εμένα. Από την κόρη μου, από την οικογένεια, πρέπει να ψάξω πολύ. Άμα θες ψάχνω, να σου βρω κανένα από τα καλλιστεία αν θέλεις. Αλλά τα καλλιστεία δεν ήτανε τίποτα σπουδαίο στη ζωή μου εμένα. Μόνον που μου γίνανε πάρα πολλές προτάσεις να παίξω θέατρο, στον κινηματογράφο. Κινηματογράφος προ πάντως, με φάγανε. Σε δέκα μέρες μου δίναν δέκα χιλιάδες τότε, που εγώ ψόφαγα για επτακόσια πενήντα ευρώ ας πούμε και δεν επήγα. Γιατί δεν πήγα; Δεν πήγαινα, αλλά θα μπορούσα να είχα πάει έτσι για να πάρω τα χρήματα. Γιατί δεν είμαι τύπος που μπορεί να γίνει ο ηθοποιός. Δεν μπορώ κάθε βράδυ να κάνω το ίδιο πράγμα και όλο να εμφανίζομαι σε κόσμο, δεν είναι ο τύπος μου. Η δουλειά που έκανα με γέμιζε εμένα με τα παιδιά, με τη διδαχή που έκανα του... της ρυθμικής, της γυμναστικής, που τα γύμναζα. Μου έφτασε. Οι επιδείξεις... Μου φτάνανε. Δηλαδή αυτά έγιναν μετά, πριν όμως δεν ήταν ο τύπος μου. Αν ήταν ο τύπος μου θα πήγαινα, θα πήγαινα για τα λεφτά. Πήγαινα να πάω... να κάνω μια... ένα έργο, αλλά, λέω, αν έχει μέσα αγκαλιές και φιλιά και μου ’πες σου ’πα, εγώ δεν μπορώ. Λυπάμαι πάρα πολύ. Δεν θα μπορούσα. Και έτσι έμεινε το πράγμα και δεν πήγα, γιατί οπωσδήποτε θα με είχαν. Μια ωραία κοπέλα δεν τη βάζεις να μην την αγκαλιάσουν, να μην τη φιλήσουνε; Εγώ δεν το μπορούσα αυτό. Τελείωσε. Λέω είναι γελοίος ο τρόπος, ο λόγος για τον οποίον δεν πήγα, και όμως για αυτό δεν πήγα. Γιατί εγώ ήμουνα ερωτευμένη με τον άντρα μου, δεν είχα φιλήσει άλλον άντρα παρά μόνο τον άντρα μου, πάρα μόνο αυτόν. Λοιπόν; Δεν μπορούσα τώρα να αλλάξω. Τι άλλο θες να σου πω;
Μιας και μιλήσατε ξανά για τον άντρα σας, αναφέρατε προηγουμένως ότι τον είχαν πάρει και ήταν στους αντάρτες. Και αυτό το διάστημα εσείς πώς το βιώσατε; Τον είχατε γνωρίσει τότε;
Όχι, όχι.
Α, από πριν...
Τον ήξερα από 12 χρονών. Και αυτός ήταν 20. Αλλά δεν είχαμε τίποτα. Ήμαστε γείτονες, ήμαστε φίλοι με την νύφη του, με τον [00:35:00]αδελφό του, ο πατέρας μου με τον αδερφό του παίζανε ταβλάκι και τέτοια πράγματα. Εγώ τους ήξερα, έμπαινα στο σπίτι έτσι μέσα σαν να ήτανε δικό μου, η γυναίκα του αδερφού του ήτανε πολύ καλός άνθρωπος, έχει φύγει και αυτή. Θέλω να πω ήμουν άνθρωπος του σπιτιού αλλά δεν είχαμε τίποτε. Αυτός ήξερα και τις φιλενάδες που είχε τότε. Ξέρω δύο. Τώρα τι να σου πω; Δύο τις ξέρω, που τις είχε φιλενάδες. Άντρας ήτανε, αγόρι ήτανε, είχε φιλενάδες. Με εμένα τίποτε ποτέ. Αλλά πήγε φαντάρος τρεισήμισι χρόνια και πήγε την ηλικία που εγώ ήμουνα, ξέρω γω, πόσο; 17, όχι 17, ήμουνα 16 και με είδε 19. Εγώ ήμουν άλλο πράγμα 19. Όταν με είδε αυτός έμεινε έτσι. Λέει: «Το Ρεγγινάκι είναι αυτό;» «Ρεγγινάκι, πας να μου πάρεις τσιγάρα;» «Μάλιστα, κύριε Μπούμπη», έλεγα και πήγα και του έπαιρνα τσιγάρα. Παιδάκι. Και μετά με βλέπει από τρία... και με ερωτεύτηκε αμέσως. Και κάθισε και μου το ’πε. Δηλαδή πέρασε λίγος καιρός, αλλά και εμένα μου άρεσε. Πλέον είχα και εγώ μεγαλώσει, μου άρεσε. Κι έτσι από 19 χρονών που τα φτιάξαμε μέχρι από αυτός ήταν 26 και πέθανε 70 είμαστε μαζί, αχώριστοι και αγαπημένοι. Αυτά έχω να σου πω.
Ας μιλήσουμε και για τα χρόνια στο κρατικό ραδιόφωνο. Έχετε έτσι κάποιες χαρακτηριστικές μνήμες που θυμάστε;
Ω, πω πω, ναι. Όταν πρωτοπήγα στο ραδιόφωνο, το να μιλήσεις για πρώτη φορά στο μικρόφωνο και σε ακούει όλη η Ελλάδα είναι φοβερό σοκ. Είχα τέτοια αγωνία, που απορούσα πώς μου βγαίνει η φωνή, φοβερή αγωνία. Μετά, όμως, ήμουνα πολύ καλή, γιατί τότε ήτανε όλα ζωντανά, δεν ήταν τίποτε μαγνητοσκοπημένο. Μόνο η μουσική που βάζαν ήταν μουσική. Δίσκος, κάθε φορά δίσκο βάζανε οι τεχνικοί. Όλα τα άλλα ζωντανά. Και μου φέρνουν ομιλίες από δημοσιογράφους, από συγγραφείς. Και έπρεπε εμείς να τις πούμε και ήμουν πάρα πολύ καλή σε αυτό, είχα πολύ έκφραση. Και είχα καλή και... μάλιστα μου είπαν: «Να μη μιλάς στο μικρόφωνο κατευθείαν μπροστά, γιατί έχεις λίγο παχύ σίγμα, λίγο στο πλάι εκεί και φεύγει το σίγμα». Και έτσι μιλούσα πάντα λίγο πλάι στο μικρόφωνο και έχω και μια φωτογραφία, την έχουν δημοσιεύσει τη φωτογραφία, που μιλάω στο μικρόφωνο. Και εκεί γνώρισα επίσης εκφωνητές που ήτανε χρόνια. Σταυρόπουλος λεγότανε, ο πρώτος εκφωνητής στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα η ραδιοφωνία έγινε πριν από τον πόλεμο από την... από τους Γερμανούς... έγινε ο σταθμός ο πρώτος και λεγόταν ΑΕΡΕ; Δεν θυμάμαι, κάπως έτσι λεγότανε. Μετά έγινε η ΕΡΤ και μετά έγινε άλλα διάφορα. Πάντως ήτανε... Γερμανοί την κάνανε. Λοιπόν αυτός... αυτός τότε, προπολεμικά δηλαδή, πριν από τον πόλεμο άρχισε, προπολεμικά πρέπει να ήτανε, δεν μπορεί να ήταν στον πόλεμο, αυτό δεν το θυμάμαι να σου πω την αλήθεια. Αλλά με ρώταγες. Κοίταξε να δεις, νομίζω προπολεμικά. Και αυτός ήτανε ο πρώτος εκφωνητής. Αυτός είπε και ότι: «Η Ελλάδα από σήμερα δεν είναι ελεύθερη, είμαστε πια υπό γερμανική κατοχή», που είπε το... ανακοίνωσε την είσοδο των Γερμανών. Αυτός είναι, ο Σταυρόπουλος. Αυτός με δίδαξε εμένα πώς να μιλάω στο μικρόφωνο και τα λοιπά. Ήτανε πάρα πολύ καλός, πολύ σωστός και κι άλλους συναδέλφους ρώτησα... δεν τους θυμάμαι τώρα, τους έχω ξεχάσει. Ξέρεις κάτι να μου πεις εσύ; Τον Σταυρόπουλο, σ’ το λέω, το θυμάμαι, απέκτησα και φίλες εκεί μέσα. Δεν υπάρχουνε τώρα, έχω ξεχάσει και τα ονόματά τους. Μόνο μία Διαμαντοπούλου θυμάμαι, πάει και αυτή. Τώρα, υπάρχουν ακόμη πολλές και καλές εκφωνήτριες, περάσαμε πολύ ωραία. Είχαμε μια αίθουσα δική μας, που όταν τελειώναμε την εκφώνηση, γιατί μόνο μισή ώρα κράταγε μέσα, βγαίναμε και καθόμαστε. Και όταν ήταν η ώρα μπαίναμε μέσα, άνοιγε ο τεχνικός την επικοινωνία με την αίθουσα και μιλάγαμε, μας έδινε σήμα και μιλάγαμε. Κλείναμε, έκλεινε κι αυτός. Φεύγαμε. Και κάναμε παρέα. Και είχα... τα γέλια που είχα κάνει, οι πρώτες ρυτίδες που απέκτησα τις απέκτησα από το πολύ το γέλιο, τόσα γέλια γινόταν σε εκείνη την αίθουσα. Ήμαστε... Ήταν πολύ ευχάριστα. Πάρα πολύ ευχάριστα. Και περάσαμε πολύ καλά, έχω μιλήσει και στα βραχέα και στο Πρώτο Πρόγραμμα, και στο Δεύτερο Πρόγραμμα και στο Τρίτο Πρόγραμμα. Αυτά.
[00:40:00]Πόσα χρόνια εργαστήκατε εκεί;
Πόσα χρόνια ήμουν στο ραδιόφωνο κάτω; Αυτά τα μετράω, γιατί ξέρεις... 19, 19... 20, 21. Στάσου. Πότε πήγα... 18 πήγα και ζήτησα δουλειά. 18 πήγα στη Ματέυ. 18, 19, 20 ήμουνα στην παρακολούθηση. 21, 22. Στην παρακολούθηση και στο... όχι στην παρακολούθηση. Στάσου, περίμενε. Τρία χρόνια στην παρακολούθηση. Έναν χρόνο έμεινα... τέσσερα ακόμα... δεν τα βρίσκω κι εύκολα. Έναν χρόνο έμεινα στη βιβλιοθήκη. Τότε πάμε 18, 19, 20, 21, 22. 22 χρονών ήμουνα. Και έφυγα 26. Τέσσερα χρόνια ήμουνα.
Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε;
Γιατί ο άντρας μου έπαιρνε ειδικότητα και την πήρε την ειδικότητα και ήρθε να δουλέψει στην Κέρκυρα. Οπότε εγώ ήρθα στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κερκύρας.
Εργαστήκατε και εδώ.
Εργάστηκα και δύο χρόνια εδώ. Σχεδόν δύο χρόνια. Και μάλιστα ήμουν και στην επιτροπή μετά που είχαμε διαλέξει και την... άντε τώρα τα ονόματα, βράσ’ τα. Τέλος πάντων, δεν μπορώ, ρε παιδιά, τόσα χρόνια να θυμάμαι ονόματα, για κάτσε ενενήντα χρόνια να θυμάσαι ονόματα. Για βάλ’ τα κάτω να δεις. Άμα γίνεις 90 θα με θυμηθείς.
Και εδώ στην Κέρκυρα πώς–
Εδώ έκατσα δύο χρόνια. Και πώς έφυγα; Και αυτό πρέπει να σ’ το πω. Με όλους τα πήγαινα πάρα πολύ καλά. Ήμουνα αγαπημένη, αγαπητή, συνάδελφοι, διευθυνταί που ερχότανε και τα λοιπά. Όταν περάσανε κάνα δυο χρόνια, αλλάζανε οι διευθυνταί, έρχονταν, πηγαίνανε, κάθονταν έξι μήνες, έναν χρόνο έρχονταν άλλος και τα λοιπά. Ήρθε κάποιος, δεν θυμάμαι το όνομά του. Και αυτός άρχισε να... ενοχλίοντανε γιατί εγώ δεν καθόμουνα στην καρέκλα πέντε ώρες έτσι. Γιατί λες μια εκφώνηση, εδώ στον σταθμό, λες μια εκφώνηση και μετά πού θα κάτσεις; Στο γραφείο σου έτσι μόνος σου; Είμαι μόνη μου, δεν ήταν οι συνάδελφοι που ήταν στην Αθήνα και πήγαινα και καθόμουνα στο γραφείο κάποιας άλλης υπαλλήλου, κοντά της, ας πούμε, για να έχω ανθρώπινη... Ήταν πέντε-έξι υπάλληλοι για τα... για τα άλλα πράγματα και καθόμουν λίγο. «Θεοτόκη, στο γραφείο σου». «Να πάω, μάλιστα, θα πάω». Έφευγε, πήγαινα εγώ στο γραφείο μου. Την άλλη μέρα ξανάφευγα εγώ, ξαναπήγαινα και καθόμουν κάπου. Φώναζε: «Θεοτόκη! Στο γραφείο σου!». «Α καλά», λέω, «δεν πάμε καλά. Δεν μπορώ να κάτσω εγώ πέντε ώρες έτσι να διαβάζω ένα βιβλίο». Και στο κάτω-κάτω δεν είχα και οικονομική ανάγκη πλέον. Ο άντρας μου ήταν λεφτάς και έβγαζε πολλά λεφτά. Τι να πω τώρα και καθόμουνα εγώ για εφτακόσια πενήντα. Γιατί μου άρεσε η δουλειά αυτή, δεν είχα ακόμη ανοίξει σχολή. Οπότε μου άρεσε και καθόμουν εκεί. Το φινάλε είναι ότι μια φορά μου λέει: «Στο γραφείο σας!». «Καλά», λέω, «θα πάω». «Τώρα!». Και με κάνει και περνάω από μπροστά του να πάω στο γραφείο. «Α, έτσι είσαι;». Εγώ κάπνιζα τότε λίγο. Κάπνιζα κάνα τσιγαράκι, μισό πακέτο, κάτι τέτοιο. «Α, καλά, έτσι είσαι;». Βγάζω το άσπρο από μέσα από το... από το αυτό και γράφω: «Λοιπόν, εγώ φεύγω, από αύριο δεν πρόκειται να έρθω στη δουλειά. Γεια σας. Πάρτε την παραίτηση», του λέω και έφυγα. Σε ένα χαρτί, αφού το γράφει ο Χαρτζάβαλος, ένας συνάδελφος από τη ραδιοφωνία, που ήταν τεχνικός, που δεν ξέρω ούτε αν ζει ο άνθρωπος, έγραψε ένα βιβλίο για τη ραδιοφωνία και το έβαλε και αυτό μέσα. Πώς έφυγε η Ρεγγίνα Μπέρτου από το ραδιόφωνο. «Από αύριο δεν ξανάρχομαι. Γεια σας». Έτσι έφυγα. Αυτή ήταν η παραίτησή μου. Έφυγα και μετά είχα πιο ελευθερία, δεν είχα κάνει παιδί ακόμη, μπορούσα να πάω... να κάνω το ταξιδάκι μου, μπορούσα να πάω. Πριν δεν μπορούσα, μόνον τον Σεπτέμβρη μπορούσα να φύγω δεκαπέντε μέρες. Οπότε ήτανε και η σκλαβιά που με έκανε, ήτανε και η έλλειψη χρημάτων, ήτανε και αυτός ο διευθυντής που ήτανε... ήτανε λίγο κακότροπος, έλα. Και με έκανε και έφυγα. Άλλο.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο πριν κλείσουμε;
Τι να προσθέσω άλλο; Ότι είμαι ευτυχισμένη με τα παιδιά μου τώρα, που είμαι με την κόρη μου, με τον γαμπρό μου και την εγγονή μου, η οποία είναι μια κούκλα. Δυστυχώς, έχω το πόδι μου και κουτσάθηκα και αυτό είναι φοβερό για μένα, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος της κίνησης. Φαντάσου, δούλευα έξι-εφτά ώρες άσκηση, φαντάσου, και να κάθομαι εγώ τώρα να φυλάω το πόδι; Δεν μπορώ να σηκωθώ. Να με δεις... Να με δεις να σηκωθώ, αλλά τώρα, όταν κλείσει, και θα με δεις πώς είμαι, όλο μου το σώμα, ετούτο δεν υπάρχει χόνδρος. Και πρέπει να κάνω [00:45:00]εγχείρηση να φτιάξω γόνατο. Και εκεί είναι το πρόβλημα τώρα, δηλαδή δεν πάσχω από τίποτα και μπορεί και να την γλυτώσω με την τοπική αναισθησία που θα κάνω, αλλά άμα είσαι 90 χρόνων το σκέφτεσαι λιγάκι. Εγώ δε θα το σκεφτώ, μου φαίνεται, θα πάω. Γιατί θέλω να περπατήσω, δεν μπορώ να είμαι με αυτό το πράγμα έτσι, γιατί αυτό το πόδι δεν μπορεί καθόλου και κάνει έτσι, και μου γυρίζει όλο το σώμα. Αυτά.
Εύχομαι να πάνε όλα καλά.
Ε, και εγώ λέω άμα καταφέρω και γλιτώσω την κουτσαμάρα, να πάψω να είμαι ανάπηρη στα γεράματα. Θα μου πεις: «Γιατί, πόσο θα ζήσεις;». Ξέρω γω, κι άμα πάω 100, η μάνα μου έγινε 100 χρονών. Έχω και μια κληρονομιά από τη θεία μου που έγινε 103. Μην πάθω κάνα ξαφνικό. Δεν πιστεύω. Να είμαι κουτσή; Δεν πάει.
Σας ευχαριστώ–
Και κάτι άλλο θέλω να πω πάρα πολύ. Μου πήρε συνέντευξη μια πάρα πολύ συμπαθητική κοπέλα και την ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Να ’σαι καλά, κορίτσι μου.