Τα φτωχικά χρόνια στο Χαράκι Κρήτης, τα έθιμα του χωριού και η αλληλεγγύη μεταξύ των συγχωριανών
Segment 1
Τα φτωχικά χρόνια στο Χαράκι, σχολικές αναμνήσεις και η παραγωγή της σταφίδας
00:00:00 - 00:17:30
Partial Transcript
Καλημέρα σας. Καλημέρα. Το όνομά σας; Σουλτάτο Βασίλη με λένε απ’ το Χαράκι Μονοφατσίου. Εκεί εγεννήθηκα, εκεί κατοικώ. Τέλεια. Είναι…υ δεν επήγαινα, απ’ τις απουσίες με αφήκανε. Γιατί δεν πηγαίνατε; Γιατί έρχονταν ένας πιο μεγάλος και με έπαιρνε και πηγαίναμε στα όρη...
Lead to transcriptSegment 2
Το κλέψιμο της γυναίκας του και έθιμα του γάμου
00:17:30 - 00:24:02
Partial Transcript
Και μετά, πώς προχώρησε η ζωή σας, μείνατε εκεί πέρα; Εγώ σαν πιτσιρικάς, μόλις έγινα 15 χρονώ, έφυγα απ’ το χωριό και πήγα στο Ηράκλειο. Μ…ολύ μεγάλα. Ό,τι σου λέω, 54 κιλά, το ζύγιασα το ένα! Αλήθεια; Αλήθεια σου λέω. Γιάντα, δηλαδή για ψόμματα κουβεντιάζουμε εδά τόσην ώρα;
Lead to transcriptSegment 3
Μαντινάδες
00:24:02 - 00:30:14
Partial Transcript
Και, κύριε Βασίλη, υπάρχει κάποια τελετουργία στον πρόγαμο, δηλαδή λέτε κάποιες μαντινάδες, λέτε, πετάτε στο σεντόνι πενηντάρικα, υπάρχει κά…ι, μπορεί να τα ‘βαλα στο γόνατο, να κάτσουνε στην ποδιά μου, δέκα-είκοσι φορές. Τα εγγονάκια τα ‘χω κάθε μέρα! Δυο φορές είναι παιδί, ναι!
Lead to transcriptSegment 4
Το πανηγύρι του Άη Γιώργη στο Χαράκι και η αλληλεγγύη των συγχωριανών
00:30:14 - 00:45:18
Partial Transcript
Θέλετε να μας πείτε για το πανηγύρι στη... Εμείς κάνουμε πανηγύρι κάθε 3 του Νοέμβρη, αλλά δεν κάνουνε γλέντια εδά, τα τελευταία χρόνια δεν… και εμείς το πληρωνόμαστε επαέ το κιλό 1,20 πέρσι, κατάλαβες; Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Βασίλη! Να 'σαι καλά. Κι εγώ σε ευχαριστώ.
Lead to transcriptSegment 1
Τα φτωχικά χρόνια στο Χαράκι, σχολικές αναμνήσεις και η παραγωγή της σταφίδας
00:00:00 - 00:17:30
[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα.
Το όνομά σας;
Σουλτάτο Βασίλη με λένε απ’ το Χαράκι Μονοφατσίου. Εκεί εγεννήθηκα, εκεί κατοικώ.
Τέλεια. Είναι 15/8 του 2021, βρίσκομαι με τον Βασίλη Σουλτάτο στη Μεσσαρά Κρήτης. Ονομάζομαι Ιωάννα Αντωνάκη, Ερευνήτρια του Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κύριε Βασίλη, θα ήθελα να μου πείτε πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στο Χαράκι;
Τα παιδικά μας χρόνια ήτανε φτώχεια, πολύ φτωχικά. Εγώ είμαστε δώδεκα αδέρφια. Έξι ασερνικοί, έξι κοπελιές. Και τα χρόνια εκείνα ήτανε πολύ δύσκολα, δεν είναι όπως τώρα απού... Παναγία μου, να δεις φαΐ στο τσικάλι, είναι γεμάτο το τσικάλι... Μόνο ψαροκόλυβα τότεσας, σιτάρι, φασούλες και τα βάνατε εκειά σε ένα καζάνι και βράζανε και σου βάνανε μια κουταλιά στη τσέπη και έφευγες. Και όντε 'θελα ζυμώσει η μάνα μου –ήτανε δυο-τρεις, ήμαστε δυο-τρεις οικογένειες, το σπίτι το δικό μας και, κάτι, μια θεία μου και άλλη μια–, την πρώτη φουρνιά απ’ το φούρνο την παίρναμε στα χέρια και φεύγαμε. Ήμαστε δεκαπέντε-είκοσι άτομα και κάνανε δεκαπέντε ψωμιά, μισό ψωμί ο καθαής και έφευγε. Λοιπόν, φτωχικά, πολύ φτωχικά.
Όταν λες δώδεκα αδέρφια, ήταν κάτι σύνηθες εκείνη την εποχή να υπάρχουν τόσα πολλά παιδιά;
Όλοι είχανε πολλά, οχτώ, εννιά, δέκα παιδιά, δώδεκα, δεκατέσσερα... Ένας χωριανός είχε δεκατέσσερα παιδιά.
Υπήρχε παιδική ηλικία; Με τι ασχολιόντουσαν τότε τα παιδιά;
Με τίποτα. Τι παιδική ηλικία; Δεν είχαμε... Δηλαδή, τι; Πηγαίναμε στο βουνό και βρίχναμε χοχλιούς, χοχλιομπάτουρα, και τα παίζαμε τα χοχλιομπάτουρα. Ξέρεις ποια είναι τα; Άμα βγάλεις το χοχλιό, το καφκί κιονά που ‘πομένει, τα λένε «χοχλιομπάτουρα». Εβρίχναμε τέτοια και τα κάναμε πρόβατα και παίζαμε εκειά... Κοπέλι τι να παίξει; Δεν είχε τίποτε άλλο να παίξεις τότες.
Δεν είχατε παιχνίδια;
Κολοκύθια! Ίντα παιχνίδια; Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Παιχνίδια δεν υπήρχαν τότεσας! Εδά ζούνε στον αγρό της παράδεισος! Έπαιζα με ένα ντελιμά, βάναμε, είχαμε δυο πέτρες και βάναμε ένα ξύλο τόσο απάνω και με ένα άλλο ξύλο μεγάλο το σηκώναμε και το πατούσαμε στον αέρα, να πούμε... Μετρούσαμε εκειά ασκελιές, τέτοια πράγματα... Παιχνίδια δεν υπήρχανε.
Κι όταν λέτε «φτώχεια», τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Η καθημερινότητά σας πώς ήταν εκεί;
Καθημερινά, μόνο ψωμί που είχαμε. Γιατί εμάς σπέρνανε και είχανε στάρι πολύ. Μόνο ψωμί που είχαμε μπόλικο. Αλλά κατά τα άλλα, δεν... Κρέας είχαν εκειά ο καθαής τριάντα, σαράντα, πενήντα πρόβατα, άντε να σφάξει καμιά το μήνα... Και ψυγεία δεν υπήρχανε. Τότες το κρέας, για να το διατηρήσουνε, το βάνανε στο πηγάδι μέσα. Εδένανε με ένα σκοινί και το δένανε όχι στο νερό μέσα, πάνω απ’ το νερό. Θα ήταν το πηγάδι, ας πούμε, στα 2 μέτρα, στα 3 το νερό, στα 4, κατάλαβες; Κατεβάζαν το κρέας λίγο πριν ‘γγίξει το νερό και το δένανε εκεί. Εκεί μέσα δεν πάει η μύγα για να το φτύξει. Και δροσεράδα και συντηρούνταν το κρέας δυο-τρεις μέρες, τέσσερις. Δεν υπήρχαν ψυγεία τότεσας. Με αυτό τον τρόπο διατηρούσαν οι ανθρώποι το κρέας τότες.
Και είχατε συχνά τέτοιου είδους φαγητό ή ήταν κάτι που δεν το...
Κρέας; Στις γιορτές, τώρα, το Πάσχα, σαν σήμερω της Παναγίας... Τα Χριστούγεννα, σφάζανε ένα χοίρο και έβγαινε 100 κιλά, 120, ό,τι 'θελα βγει. Τότεσας είχανε κρέας. Τον χοίρο τόνε κάνανε σύγλινα, τόνε ψήνανε και τόνε βάνανε στα πιθάρια μέσα, ένα πιθάρι, και δεν εβρώμεζε... Τον αλατίζανε, δεν εβρώμεζε. και είχε γλίνα, του βάνανε από πάνω, και διατηρούντανε δύο μήνες, τρεις μήνες και τρώγαμε από εκειά. Σύγλινα τα λέγανε.
Και εσείς, σαν παιδιά, δουλεύατε;
Ανέ πάμε στα πρόβατα... Ίντα άλλη δουλειά να κάνουμε; Ή να πάμε στα αμπέλια να βγάλουμε κλήματα έξω... Τέτοιες δουλειές εκάναμε ή να πάμε, είχαμε πολλά αμπέλια. Να βγάλουμε τα κλήματα έξω, τα μαζεύουμε, να τα βγάλουμε όξω. Ή στα πρόβατα να τα βοσκήσουμε. Άλλη δουλειά δεν είχαμε εμείς σαν παιδιά να κάνουμε.
Τι είναι τα κλήματα;
Από το αμπέλι που κλαδεύουνε, αυτά τα ξύλα που ρίχνανε κάτω, τα βγάναμε έξω μετά. Τα κόβανε, πέφτανε κάτω, τα μαζεύαμε, τα βγάναμε έξω, τα βάναμε φωτιά και τα καίγαμε.
Αυτό το κάνατε οικογενειακά ή όλοι στο χωριό ήσασταν έτσι;
Όλοι, όλοι έτσι, όλοι. Ο κανένας εκαθάριζε τα αμπέλια του, τα κλήματα, τα ‘βγανε έξω και τα ‘καιγε.
[00:05:00]Θα μπορούσατε να πείτε ότι υπήρχε παιδική ηλικία εκείνη την εποχή, δηλαδή σας αντιμετώπιζαν σαν παιδιά, σαν μωρά;
Όχι. Τότεσας τα κοπέλια ήτανε διαφορετικά. Δεν σε άφηνανε πρώτα-πρώτα να μπεις μες το σπίτι, σε καφενείο... Δεν σε αφήνανε να μπεις καθόλου μέσα! Θα ερχόταν ο καφετζής να σε έβγανε όξω! Έτσι ήτανε τότες, δε... Θα σου πω και μια ιστορία, θυμάμαι μια φορά ήρθε ένας και πουλούσε σκαπτικές μηχανές, κουμπάρε, ο Λάσκαρης. Και ήρθε στο καφενείο, το ‘κανε εκειά και ένας χωριανός μου και μπαίνει μέσα, εμονιάσανε καμιά δεκαριά-δεκαπενταριά νομάτοι, και μεταξύ αυτών ήμαστε και εμείς τσούμαροι ετσά, δωδεκάρηδες, εντεκάρηδες, δεκατριάρηδες... Και είπε ο Λάσκαρης: «Βάλε να μας κεράσεις». Και έβαλε ο καφετζής μισή γαζόζα στο κάθε ποτήρι, δηλαδή τη γαζόζα την έβανε σε δυο ποτήρια. Και εκέρνα τους ανθρώπους που ήταν εκειά μέσα. Και όταν φτάνει ενός χωριανού μου, ενός... Δεν τον άφησε να πιει, δεν τον– Έτσα τα κοπέλια, έτσα τα αντιμετωπίζανε τότε. Θα ‘ρθεί στο σπίτι μας μουσαφίρης και να πάω εγώ να κάτσω στο τραπέζι; Αυτοί σε πιάνανε και σε βγάνανε όξω, οι πιο μεγάλοι. Έτσι ήτανε τότεσας, εγώ τουλάχιστον έτσα τα θυμούμαι, έτσα ήταν όλα τα σπίτια.
Δεν αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί υπήρχε αυτή η απομάκρυνση;
Γιατί ήτανε οι ανθρώποι ήτανε –πώς να τσοι χαρακτηρίσω τώρα–, οι ανθρώποι ήτανε αξημέρωτοι. Εγώ τώρα πως θα ‘ρθείς στο σπίτι μου εσύ και δεν θα πιείς ένα ποτήρι νερό, δεν με ενδιαφέρει άμα σέρνεις ένα παιδί, θα πιει, θα φάει, θα το κεράσω το κοπέλι! Ενώ τότεσας τα κοπέλια τα βλέπανε σαν τα ζα, δεν τα υπολογίζανε καθόλου. Είχε και ο καθείς καμιά δεκαριά, δεκαπέντε, θα κάτσει να σκάσει εάν γλιτώσουνε όλα ή...
Αυτό δεν σας δημιούργησε κάποια αισθήματα μειονεξίας εννοώ...
Εντάξει, όσο μεγαλώναμε εδά ύστερα, έπαιρνε ο καθείς τον δρόμο του, να πούμε, διαφορετικά ήτανε. Μιλώ τώρα, δεν ήμαστε 7-8-10-12 μέχρι 13 χρονών, μιλώ μετά, από κειά και ύστερα, μπαίναμε και στα καφενεία, δε... Αλλά τα παιδικά χρόνια ήτανε κάπως διαφορετικά, δεν είναι καμία σχέση με τα σημερινά. Και που σου είπα προηγουμένως «φτώχεια», εγώ θυμούμαι λόγω τιμής, κουμπάρε, πολλές φορές το ‘χω πει, με τα αμπέλια, όντε ανοίγανε τα αμπέλια, δεν εψήνανε άλλο πράγμα, δεν είχανε να ψήσουνε, μόνο ντολμάδες και βλαστούς. Ήτανε εύκολο, λίγο ρύζι εκειά και τους ετύλιγες εκειά και με ‘πιανε τρομάρα λόγω τιμής όντε 'θελα δω τα αμπέλια να ανοίγουνε, γιατί οι βλαστοί μεστώνανε κάποια στιγμή, αυτοί τσοι βράζανε εκειά και βάνανε ξύδι και μασούσαμε το ζουμί και το φτούσαμε το ξύλο, αφού ήτανε ξύλο. Δηλαδή, μιλώ για φτώχεια. Και πάλι εμείς επεράσαμε καλά, ο κουμπάρος μου ακόμη πιο πολλή, πιο φτώχεια ακόμα. Εγώ είμαι ύστερος, γιατί έχουμε δέκα χρόνια διαφορά.
Και στο χωριό σας με τι– Ποιο ήταν ο τρόπος με τον οποίο βγάζανε εισόδημα, με τι ασχολιόσασταν, με την κτηνοτροφία;
Είχαμε κτηνοτροφία, όχι πολλή. Κτηνοτροφία, είχανε όλοι πρόβατα, αλλά λίγα, πενήντα-εκατό ο καθένας. Αλλά εμείς εβγάναμε, είχαμε πολλά αμπέλια και είχαμε και σιτηρά. Πιο μπροστά, όντε ήμουνα ετσά 12 μέχρι 17 χρονών, εβγάναμε εμείς στο σπίτι μας, εβγάναμε 30 τόνους στάρι, κριθάρι, τέτοια. Αλλά μετά, εφυτέψανε τα χωράφια, τα καλά χωράφια, τα φυτέψαν αμπέλια και βγάναμε πολλή σταφίδα. Εγώ θυμούμαι και βγάναμε μέχρι και 35 τόνους σταφίδα, έβγανε το σπίτι μας. Το σπίτι του πατέρα μου έβγανε μέχρι και 35 τόνους σταφίδα. Ύστερα δα δεν υπήρχε φτώχεια μετά, παίρνανε λεφτά, γιατί 30 τόνοι σταφίδα τότεσας έκανε 300 χιλιάρικα. Με 300 χιλιάρικα έσαζες τέσσερα σπίτια, δυο-τρία σπίτια έσαζες. Ναι, τα λεφτά ήταν αξίας τότε.
Και η διαδικασία παραγωγής της σταφίδας ποια ήταν;
Τα αμπέλια... Κλαδεύγανε πρώτα τα αμπέλια, μετά ενοίγανε, ανοίξαν τα αμπέλια, κόβγανε τους βλαστούς –που σου λέω πως μας εβράζανε όντενε μεγαλώνανε οι βλαστοί και εγίνονταν κιοσές– τσοι κόβγανε απ’ τη μέση και βράζανε τους μισούς και τσοι τρώγαμε... Και μετά, εβάνανε απύρι για να μην χολεριάσουνε, τα ψεκάζανε με χαλκό, με μπλάβη πέτρα, με τσοι ψεκαστήρες τότες, με την πλάτη μια ψεκαστήρα και τα ψεκάζανε και έφτανε εδά η συγκομιδή. Δηλαδή, μετά εβάνανε το απύρι, δεν τος εκάνανε άλλο πράμα. Και δυο-τρία ψεκάσματα που κάνανε, τα σκάβανε με τα σκαπέτια τότες, τα σκαπέτια! Χώμα όλο το αμπέλι 10 στρέμματα, 15 στρέμματα, 20 στρέμματα! Έπαιρνε ο καθαής το καρίκι του από μέσα, τέσσερα-πέντε άτομα, και σκάφτανε και πηγαίνανε στων μπαρμπάδων τους τα αμπέλια, κατάλαβες; Και μετά, έφτανε η συγκομιδή, το τρύγ[00:10:00]ος. Τρυγούσαμε τα αμπέλια, είχαμε ένα γαϊδουράκι και έβγανε τα σταφύλια όξω, ένα γαϊδουράκι, φορτώναμε τα τσιγκάκια, κοφίνια είχανε –στις αρχές είχανε κοφίνια, μετά είχανε τσιγκάκια–, εβγάναμε τα σταφύλια όξω, τα πηγαίναμε στον οψιγιά –οψιγιά λέγανε εκείνο που είχανε διαμορφώσει το χώρο για να τα απλώσουν–, να γενούνε σταφίδα, τα λουσιδιάσαμε σε ποτάσα, τα απλώναμε σε χαρτί απάνω, τέτοιο χαρτί, αλλά φαρδύ, ένα μέτρο, ρόλος ήτανε, τις παίρναμε ολόκληρους τους ρόλους, κατάλαβες; Και το απλώνανε και μετά στις οχτώ μέρες απάνω εξεραινότανε η σταφίδα και τη μαζεύαμε και τήνε κοσκινίζαμε, είχαμε κόσκινα τότεσας, την κοσκινίζαμε, τη βάναμε στα τσουβάλια και την πηγαίναμε στο σπίτι. Αυτή είναι η διαδικασία του αμπελιού.
Και μετά, την πουλούσατε;
Μετά την πουλούσανε, ναι, την παίρνανε τότεσας. Και στο Ηράκλειο την έπαιρνε... Ναι, έρχουντουν εμπόροι και την παίρνανε. Την πηγαίναμε και εμείς στο Ηράκλειο, ναι.
Δηλαδή και εσείς την πηγαίνατε και έρχονταν κιόλας;
Επί το πλείστον, την πηγαίναμε εμείς στο Ηράκλειο. Είχανε συνεταιριστικές οργανώσεις οι ΞΟΣ, ήτανε, συνεταιρισμοί ήτανε και τήνε παραδίδαμε και πηγαίναμε στην τράπεζα και πληρωνόμαστε, μας δίναν τα λεφτά.
Τέλεια. Δηλαδή θα μπορούσατε να πείτε ότι από ένα σημείο και μετά δεν ήσασταν φτωχοί, αυτό που λέμε;
Εντάξει, φτωχοί ήμαστε εμείς, αλλά εδά τελευταία δεν έχει φτώχεια, άμα δουλεύεις τώρα, τώρα άμα δουλεύεις, φτώχεια δεν έχεις, γιατί βγάζεις άνετα 30-40 ευρώ μεροκάματο, αλλά πρέπει να δουλεύεις. Αλλά εμείς δεν θέμε να δουλεύουμε και γιακεινά έχουμε φτώχεια.
Και το χωριό σας, το Χαράκι, σαν χωριό, ήτανε μικρό; Είχε πολλούς κατοίκους;
Ναι εκειά ίντα κατοίκους; Ήμαστε... Εδά είναι εκατό οικογένειες, εκατόν δέκα. Τότεσας ήτανε είκοσι πέντε οικογένειες. Είκοσι πέντε οικογένειες, ήτανε μια διακοσαριά ανθρώποι, γιατί είχε δέκα άτομα το κάθε σπίτι περίπου.
Και ζούσατε όλοι με τον ίδιο τρόπο, μέσω της κτηνοτροφίας;
Με τον ίδιο όλοι, όλοι, με τον ίδιο τρόπο. Όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Εκείνα τα χρόνια, το '50-'60, υπήρχε φτώχεια σε όλα τα σπίτια ή ήτανε κάτι το βιώσατε εσείς αποκλειστικά;
Όχι, ήτανε... Σε όλα... Ήτανε ορισμένοι που ‘χανε λίγα παιδιά, λίγα παιδιά... Εγώ είχα ένα μπάρμπα και ήταν κρεοπώλης. Και ήτανε, η γυναίκα του ήτανε του πατέρα μου αδερφή. Και τον παρομοιάζανε, λεγότανε στο επίθετο Ξυλούρης Χαραλάμπης, αλλά τόνε παρομοιάζανε «Πάγκαλο» και αυτός –ο Θεός να τόνε συγχωρέσει– κιοσάς ο άνθρωπος μας εβοήθησε και μεγαλώσαμε. Αυτός είχε ένα παιδί και είχενε, πήγαινε, ήκανε το κρεοπωλείο και πήγαινε οικονομικά καλά. Τροφοδοτούσε τέσσερα-πέντε χωριά γύρω-γύρω το Χαράκι, στο Μελισσοχώρι, το Μαδέ, τα Δαμάνια, το Τεθέλι, πολλά χωριά... Το Μεταξοχώρι... Και ψωνίζαν όλοι από εκεί και αυτός ο κακομοίρης έσφασε και γέμιζε η θεια μου –ο Θεός να τση συγχωρέσει– ένα ταψί τόσονε κεφαλές, συκώτια, γαρδούμια και μας εφώναζε και τρώγαμε. Εκεί φάγαμε φαΐ, σε αυτό το σπίτι. Και στα σπίτια μας ετρώγαμε, αλλά δεν ήτανε όπως εδά.
Τα πρόβατα, τα οποία είχατε εσείς, δεν τα σφάσατε να τα τρώτε;
Εσφάζανε, αλλά λίγα εσφάζανε, γιατί δεν είχανε... Ήθελε να βγάλεις εισόδημα, να βγάλεις και γάλα, να βγάλεις και τυρί. Άλλοι το τυροκομούσαν το γάλα και το κάνανε τυρί, άλλοι το πουλούσανε σε γαλατάδες που το αγοράζανε. Και από κει περιμένανε να ζήσουνε. Άμα σου σφάξει τη μια μέρα ένα πρόβατο, σου σφάξει και την άλλη άλλο ένα και την άλλη άλλο ένα, ίντα 'θελα βγάλει η άλλη ύστερα; Θαρρείς πως είχανε και πρόβατα; Μια πενηνταριά είχε ο καθένας, εξήντα... Δεν είχανε, γιατί δεν είχανε εκτάσεις.
Και όταν σε μία οικογένεια υπάρχουν δέκα παιδιά και δώδεκα ή δέκα άτομα σύνολο, πόσο δύσκολο είναι να έχεις τόσο λίγο φαγητό; Δηλαδή, δεν υπήρχε πείνα;
Υπήρχε πείνα, υπήρχε, πώς δεν υπήρχε...
Και τι κάνατε;
Εντάξει, εμείς δεν είχαμε τόσο πείνα όσο αλλού, γιατί βγάναμε, σου λέω, ψωμί, το ψωμί το βγάναμε. Στάρι βγάναμε, στάρι και ψωμί. Άμα είχες ψωμί, τα ‘χες όλα. Ήρθε μια φορά ένας –ακούω, δεν το θυμάμαι εγώ, ακούω την ιστορία– ένας απ’ το Ηράκλειο, μετά την Κατοχή, ήρθε ένας στο χωριό μου και πήγε σε ένα χωριανό μου, τόνε λέγανε Σταυρακογιώργη –Σταυρακάκης επόθανε ο άνθρωπος– και του ‘πενε: «Δώσε μου δυο τσουβάλια στάρι, να σου γράψω ένα οικόπεδο 2 στρέμματα στο Ηράκλειο». Και δεν εσυβάστηκε. Λέει: «Δώσε μου δύο [00:15:00]τσουβάλια, δύο μιγόμια στάρι, να σου κάνω συμβόλαιο ένα οικόπεδο 2 στρέμματα στο Ηράκλειο».
Τόσο μεγάλη αξία είχε;
Βέβαια, γιατί πεινούσανε οι ανθρώποι... Μιλούμε τώρα μετά την Κατοχή, μετά το ‘40, μετά το ’44-’45, κειανά τα χρόνια. Εγώ δεν το ‘ζησα, αλλά ακούω ιστορίες τώρα και λένε, ακούω ιστορίες.
Και όσον αφορά το σχολείο, τα σχολικά σας χρόνια, ήτανε κάτι που όλα τα παιδιά πήγαιναν;
Ναι, πηγαίναμε στο σκολειό, πηγαίναμε όλοι, όλοι πηγαίναμε στο σκολιό, επηγαίναμε το πρωί 8:00 η ώρα και θα φεύγαμε στη 13:00. Και ξαναπηγαίναμε πάλι στις 4:00 μέχρι τις 6:00. Δυο φορές τη μέρα πηγαίναμε στο σχολείο. Πρωί-βράδυ, έτσι ήτανε τότε το σχολείο. Τότεσας ήτανε έτσι. Ετσά δεν το κάνατε και εσείς σήμερα; Εμείς είχαμε ένα δάσκαλο μόνιμος εκεί, ήταν εκειά είκοσι δύο χρόνια, Μπαρμπούνη τόνε λέγανε και είχαμε, πηγαίναμε απ’ τις 8:00 το πρωί μέχρι τις 13:00 το μεσημέρι, στη 13:00 εσκολούσαμε και πηγαίναμε πάλι από τις 17:00 μέχρι τις 19:00 ή απ’ τις 16:00 μέχρι τις 18:00!
Και όλη την ημέρα ήσασταν ένα τμήμα, μία τάξη ή ήσασταν...
Ένα, ένα, όλοι! Ένας δάσκαλος για όλες τις τάξεις.
Για όλες; Και για τις έξι;
Ναι, και ήμαστε πολλά παιδιά, πενήντα παιδιά, σαράντα, πενήντα, εξήντα παιδιά...
Σε μία τάξη πενήντα άτομα;
Ναι, μια τάξη. Δεν θυμούμαι εδά εάν ήτανε σαράντα, πάντως εμάς ήτανε πολλά. Ντα μόνο ο πατέρας μου είχενε δώδεκα παιδιά.
Ο πατέρας σας τι;
Δώδεκα παιδιά είχε, δώδεκα παιδιά. Και εγώ θυμούμαι, ο πατέρας μου και κάτι άλλοι είχανε σαράντα κοπέλια, πέντε νομάτοι είχαν σαράντα κοπέλια. Ναι, άλλα επηγαίνανε, άλλα είχανε τελειώσει, αλλά είχανε πολλά παιδιά, πολλά.
Και οι πρώτες έξι τάξεις του δημοτικού γίνονταν από όλους, έτσι; Δηλαδή, δεν υπήρχε κάποιος που να μην πήγαινε σχολείο από τα παιδιά στο χωριό σας;
Είχαμε και ορισμένους που επηγαίνανε δέκα χρόνια και δεν μάθανε ούτε το «α». Είχαμε ορισμένους.
Μετά, γυμνάσιο-λύκειο πήγατε;
Εγώ πήγα γυμνάσιο, εγώ πήγα γυμνάσιο και πήγα μέχρι τη δευτέρα τάξη. Στη δευτέρα έμεινα μετεξεταστέος, με αφήκανε τότες, έτσι τσοι αφήνανε, δεν επήγα να δώσω καθόλου. Με αφήκανε απ’ τις απουσίες, που δεν επήγαινα, απ’ τις απουσίες με αφήκανε.
Γιατί δεν πηγαίνατε;
Γιατί έρχονταν ένας πιο μεγάλος και με έπαιρνε και πηγαίναμε στα όρη...
Και μετά, πώς προχώρησε η ζωή σας, μείνατε εκεί πέρα;
Εγώ σαν πιτσιρικάς, μόλις έγινα 15 χρονώ, έφυγα απ’ το χωριό και πήγα στο Ηράκλειο. Μου βρήκανε εκειά δουλειά και πήγα σε ένα μηχανουργείο και δούλευα. Και απ’ το μηχανουργείο έφυγα 18-19 χρονών και επήγα φαντάρος και μόλις απολύθηκα απ’ το στρατό, εγνώρισα τη γυναίκα μου εδώ στις Λούρες και την έκλεψα και από τότες εξεκίνησα μπαϊράκι δικό μου, έτσι...
Τι εννοείτε «την έκλεψα»;
Με ήθελε και την ήθελα και κλεφτήκαμε.
Δεν μπορούσατε να πάτε και να τη ζητήσετε το χέρι της απ’ τον πατέρα της;
Επήγα εγώ και τη ζήτησα, αλλά δεν μου την έδωκε!
Εννοώ ότι ήτανε κάτι που συνηθιζόταν τότε;
Ναι, συνηθιζόταν. Και τώρα συνηθίζεται, και τώρα κλέβουνται, και εδά ακόμα. Και τώρα κλέβουνται.
Δεν το ξέραν οι γονείς της ότι φεύγει απ’ το σπίτι;
Δεν έφευγε απ’ το σπίτι! Να τη βγάλω να βγούμε; Κολοκύθια! Πώς να τη βγάλεις; Δεν... Μια αδερφή είχα εγώ και ήταν απέναντι και... Ναι, τελεσίγραφο. Πού να φύγει απ’ το σπίτι, να πάει πού; Δεν έφευγε όχι... Να βγούμε να πάμε να πιούμε καφέ, όχι. Εβγήκε απ’ το σπίτι, την πήρα και την πήγα στο σπίτι μου. Τελείωσε.
Και μετά τι συνέβη; Το δέχτηκαν αυτό οι γονείς της;
Το δέχτηκαν και το καλοδεχτήκανε κιόλας, ίντα 'θελα κάνουνε; Απ’ την ώρα που του λέει η θυγατέρα του: «Εγώ τουτονά θέλω!». Από εκειά και πέρα... Δηλαδή άμα πάρεις εσύ έναν άνθρωπο τώρα και του πεις εσύ: «Έτοσες είναι», ίντα θα κάμει; Δεν θα πεις και αυτός «Ναι»; Να το!
Δηλαδή, αυτή η διαδικασία του κλεψίματος, το να πάει να πάρει κάποιος την κοπέλα από το σπίτι, ήταν κάτι που το κάνατε όλοι οι άντρες εκείνη την εποχή;
Όχι όλοι, αλλά πολλοί, πολλοί. Δηλαδή μπορώ να σου πω ένα 20% και εδά είναι πιο πολλοί, εδά τις παίρνουνε πιο πολλοί.
Και, στην ουσία, παντρευτήκατε στις Λούρες ή στο Χαράκι;
Όχι, εγώ επαντρεύτηκα, έκατσα στο Χαράκι, έσαξα σπίτι εκεί και έκατσα εκεί.
Και πώς ήταν η [00:20:00]ζωή εκεί, με τι ασχολιόσασταν;
Δεν σου λέω; Με αμπέλια, με ελιές, με τέτοια πράγματα. Μετά, εγώ μιλώ τώρα, είχαμε φύγει απ’ τη μιζέρια εν τω μεταξύ, να πούμε. Και υπήρχε, υπήρχε τρόπος ζωής. Δεν ήτανε όπως τα πρώτα χρόνια που ήμουνα 15 χρονώ, 12 και 13. Μετά μεγάλωσα, έβγανα εισοδήματα έβγανα λάδι, έβγανα σταφύλια, έβγανα σταφίδες, είχα πρόβατα, ναι, μετά ήταν εύκολο, πολύ εύκολο.
Άρα συνεχίσατε να κάνετε αυτό που κάνατε και μικρός, με τα αμπέλια...
Ναι και ακόμα και εδά ακόμα, εδά ασχολούμαι με ελιές, τίποτα άλλο.
Με ελιές, δηλαδή;
Έχω ελαιόδεντρα, έχω μερικά, βγάνω μια ολιά λάδι... Υπερβολές, τη βγάνω καλά πάντως.
Και πόσο χρονών παντρευτήκατε;
24. 24 χρονώ. Και είμαι εδά 69. 45 χρόνια εδά.
Και πώς ήταν ο έγγαμος βίος;
Δηλαδή;
Η ζωή μέσα στο γάμο, πώς ήτανε; Ήτανε σωστή η επιλογή του κλεψίματος ή δεν ήτανε;
Εγώ, να σου πω, με τη γυναίκα μου ζούμε σαράντα τέσσερα-σαράντα πέντε– Δεν ετσακωθήκαμε ποτέ μας. Όντενε θα μανίσει αυτή... Εγώ με τη γυναίκα μου δεν έχω κανένα πρόβλημα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα.
Παιδιά κάνατε;
Τρία. Έχω εγγονάκια τώρα, τρία... Τέσσερα! Τέσσερα έχω εδά! Πριν ένα μήνα, ακριβώς πριν ένα μήνα, επάντρεψα μια κόρη μου.
Να σας ζήσει!
Να ‘σαι καλά. Και εκάναμε γάμο στο Χαράκι, πρόγαμο, περάσαμε πολύ– Εκεί εκάμαμε τον πρόγαμο τον ένα, τον δικό του, και στο Χαράκι έκανα εγώ τον δικό μου.
Μιας και λέμε λαογραφικά στοιχεία, θέλετε να μου πείτε τι είναι ο πρόγαμος;
Είναι... Καλείς ανθρώπους και όσοι δεν θέλουνε να ‘ρθούνε στην εκκλησία, έρχονται στο σπίτι και κάνουν οι ανθρώποι το δώρο... Έχεις φαΐ, κρέας και τρώνε και πίνουνε οι ανθρώποι... Και αντί να έρχεται στην εκκλησία να ταλαιπωρείται... Συνήθως, οι απέξω καλεστικοί, γιατί δεν κάναμε γλέντι λόγω πένθους.
Ποιου πένθους;
Είχε πεθάνει ένας χωριανός μας κεινές τις μέρες, συγγενής, και δεν κάναμε γλέντι. Και μας απαγόρευε και το απαγορευτικό τώρα με τον Κορνάρο –πώς τόνε λένε–, τον κορονοϊό.
Και ποια είναι η διαδικασία ενός πρόγαμου, τι κάνει κανείς όταν παντρεύει;
Έχουμε... Ετοιμασία έχεις, τώρα για όσους ανθρώπους έχεις καλέσει. Αν έχεις καλέσει εκατό ανθρώπους, έχεις ετοιμασία για εκατό, για εκατόν πενήντα. Αν έχεις χίλιους, έχεις για χίλιους πεντακόσιους. Αν έχεις δυο χιλιάδες, έχεις για δυόμισι χιλιάδες ετοιμασία.
Η ετοιμασία τι σημαίνει;
Να ‘χεις κρέας, πολλά. Να ‘χεις κρέας, να ‘χεις φρούτα, να ‘χεις πολλά πράγματα, γλυκά... Απ’ όλα. Κρασί.
Σφάζετε κάτι εκεί πέρα;
Πώς δεν σφάζουμε; Σφάζουμε! Εγώ είχα σφάξει εκατόν πενήντα πρόβατα, εκατόν πενήντα αρνιά, εκατόν πενήντα, εξακόσια γουνίδια κρέας.
Αυτά τα αγοράζει κάνεις ή τα...
Εγώ τα ‘χα δικά μου, τα ‘χα δικά μου εγώ, αλλά μου δώκανε ανθρώποι και κανίσκια.
Τι σημαίνει αυτό;
Ένα πρόβατο, δυο πρόβατα, τρία πρόβατα, κανίσκια, «κανίσκι» το λέμε εμείς. Δώρο. Ο κουμπάρος μου μου ‘δωκε δυο κριάρια και ήτανε 54 κιλά το ένα. Και το άλλο άλλα 54. 110 κιλά ήτανε τα δυο κριάρια που μου ‘δωκε.
Δεν σας πιστεύω. Πολύ μεγάλα.
Ό,τι σου λέω, 54 κιλά, το ζύγιασα το ένα!
Αλήθεια;
Αλήθεια σου λέω. Γιάντα, δηλαδή για ψόμματα κουβεντιάζουμε εδά τόσην ώρα;
Και, κύριε Βασίλη, υπάρχει κάποια τελετουργία στον πρόγαμο, δηλαδή λέτε κάποιες μαντινάδες, λέτε, πετάτε στο σεντόνι πενηντάρικα, υπάρχει κάτι τέτοιο;
Όι, εμείς τέτοια πράγματα... Μαντινάδες λέμε εμείς, αλλά, άμα έχει λύρα, άμα έχει μουσική, ετσά ξεροσφύρι μαντινάδες...
Γιατί δεν είχατε στο πρόγαμο...
Εγώ θα σου πω μια μαντινάδα τώρα, που σου ταιριάζει κιόλας.
Ευχαριστώ, να την πούμε.
«Τα μάτια σου είναι πρωτότυπα, δεν τα ‘χω δει σε άλλη, ίσως Σπανιόλα να βρεθεί να σε περνά στα κάλλη!» Ε; Θα σου πω άλλη μια!
Άμα θέλετε, να πείτε και είκοσι! Να τις κάνουμε συλλογή!
Εγώ κατέχω να σου πω δέκα χιλιάδες! Θα σου πω άλλη μια. «Πάντα στην πιο ψηλή κορφή πέφτει το [00:25:00]πρώτο χιόνι, και η ομορφιά στον άνθρωπο σε σένα τελειώνει!». Την καταλαβαίνεις; Την καταλαβαίνεις, όμως;
Πολύ ωραία είναι. Όλες τις καταλαβαίνω!
Εντάξει. «Εκατομμύρια φορές πηγαίνει και γιαγέρνει, η σκέψη πως την αγαπώ για αυτό είναι κουρασμένη!». «Όποιος αγαπά και δεν θωρεί τα μάτια της κεράς του, βγαίνει βουβός κάθε παλμός και χτύπος της καρδιάς του».
Δεν τις έχω ξανακούσει ποτέ αυτές! Ασχολείστε γενικά με την κρητική παράδοση, με τη μουσική;
Ναι, ναι, εγώ μου αρέσει πολύ και έχω και πολύ καλό θυμητικό. Εγώ μπορεί τώρα... Μνήμη έχω. Εγώ μπορεί τώρα να θυμάμαι, κουμπάρε, εδά, δυο-τρεις χιλιάδες.
Θέλετε να μας πείτε κι άλλες; Γιατί και αυτές είναι λαογραφικά στοιχεία...
Ξέρω, αλλά δεν ξέρω τώρα τι αντικείμενο θες εσύ να πούμε.
Θέλω ερωτικές. Και μετά, παραδοσιακές.
«Να με αγαπά, δεν με αγαπά, να με αρνηθεί δεν θέλει, λέω τζη να χωρίσουμε και κάθεται και κλαίει». «Κομμάτια από παλιές χαρές γυρεύω να μονιάσω, για δεν τόνε θωρώ αλλιώς τον τρόπο να γελάσω». Καλές;
Και παραδοσιακές, να μιλάνε για την Κρήτη;
Δεν ξέρω τέτοιες, δεν μου αρέσουνε κιόλας.
Μόνο ερωτικές;
Δεν μου αρέσουνε οι παραδοσιακές, δεν μου αρέσουν αυτές, δεν τις συγκρατώ. Ένας– Θα σου πω μια μαντινάδα που την είπενε προχθές ένας. Ένας είπε, είπε μια μαντινάδα ένας στα Ανώγεια. Είπε, δεν ξέρω αν θα τη θυμηθώ τώρα.
Έχεις κάποια σχέση με τα Ανώγεια;
Από εκειά είναι η καταγωγή μου.
Το Χαράκι είναι στα Ανώγεια;
Όχι, από κειά εφύγανε οι παλιοί μας και ήρθανε επαέ.
Οκ, γιατί έχεις λίγο προφορά, τέτοια ανωγιανή.
Λίγο; Λίγο λέει...
Είναι πολύ ωραίο χωριό...
Τη μαντινάδα [Δ.Α.] την ξέχασα... Αυτό την είπε ένας Μπέρκης: «Εφούσκωσε», λέει «η θάλασσα και μπλάβησε η Ελλάδα, μόνο στην Κρήτη», λέει, «αφήκανε τα βούγια πρασινάδα». Δηλαδή εννοούσε τώρα ότι όλοι εψηφίσανε ΠΑΣΟΚ, μόνο στην Κρήτη, κατάλαβες; Και λέει ένας, ο Γιαλάφτης... Και λέει ο Γιαλάφτης: «Του εθνάρχη το νησί θέλεις να ταπεινώσεις; Είσαι μικρός εκ φύσεως και δεν θα μεγαλώσεις!». Είσαι μικρός... Του ταίριαζε...
Ασχολείστε, βλέπω, πολύ με τις μαντινάδες.
Εγώ άμα την ακούσω, μια φορά να την ακούσω, δεν την ξεχνώ μετά. Έχω και ένα CD, έχω εκεί στο αμάξι τώρα... Γράφει παραπάνω από πεντακόσιες μαντινάδες.
Τη μνήμη σας την έχετε χρησιμοποιήσει κάπου πρακτικά, δηλαδή στη δουλειά σας τη χρησιμοποιείτε, χρειάζεται;
Εδά τελευταία η μνήμη δεν πάει καλά, δεν πάει, όσο μεγαλώνουμε τώρα, η μνήμη... Εγώ θυμούμουν... Παναγία μου! Εγώ, πρώτα-πρώτα, μπορεί να θυμούμαι και εδά ακόμα πενήντα τηλέφωνα με το μυαλό μου. Πενήντα τηλέφωνα θυμάμαι. Αλλά τελευταία δεν πολυθυμούμαι, τα ξεχνώ.
Αυτό έχει λειτουργήσει μόνο θετικά ή έχει λειτουργήσει και αρνητικά. Δηλαδή θυμάστε τα πάντα, και τις κακές στιγμές της ζωής σας και τις καλές;
Πώς δεν τις θυμούμαι; Ναι! Τις κακές στιγμές δεν τις ξεχνώ εγώ, τις θυμούμαι.
Θεωρείτε ότι είναι περισσότερες οι καλές ή οι κακές;
Οι καλές είναι περισσότερες, οι κακές στιγμές ήτανε... Οι κακές στιγμές, δηλαδή, το ζόρε μας ήτανε όταν ήμαστε μικροί, να πούμε, που υπήρχε ζόρε, πολύ ζόρε... Εδά έχουν όλοι λεφτά, περνούνε καλά όλοι.
Συγκριτικά με την παιδική σας ηλικία πιστεύετε ότι όσο μεγαλώνετε είναι και πιο θετική η ζωή;
Πιο θετική, ναι, πολύ. Όσο μεγαλώνουμε είναι πολύ πιο θετική.
Και μία από τις πιο θετικές περιόδους-αναμνήσεις που έχετε στη ζωή σας ποια είναι;
Να πεις, εμεγάλωσα εδά και παντρεύτηκα και πάντρεψα τα κοπέλια μου... Γιατί εγώ έχω τρία παιδιά, και είναι και οι τρεις παντρεμένοι. Ο ένας έχει τρία παιδιά και είναι μεγάλα, είναι 15 χρονών το πρώτο, 14 και 13. Και η κόρη είναι 13 μηνών, ένα αγοράκι το ‘χει.
Να σας ζήσει.
Να ‘σαι καλά. Είναι, είναι ωραίες, θετικές στιγμές αυτές, να πούμε, να θωρείς τα παιδιά, τα εγγόνια σου, γιατί έχει τεράστια διαφορά το εγγόνι απ’ το παιδί. Από παέ και τον Άρη! Δ[00:30:00]εν είναι το ίδιο! Δηλαδή, εγώ τα παιδιά μου, δεν θυμούμαι, μπορεί να τα ‘βαλα στο γόνατο, να κάτσουνε στην ποδιά μου, δέκα-είκοσι φορές. Τα εγγονάκια τα ‘χω κάθε μέρα! Δυο φορές είναι παιδί, ναι!
Θέλετε να μας πείτε για το πανηγύρι στη...
Εμείς κάνουμε πανηγύρι κάθε 3 του Νοέμβρη, αλλά δεν κάνουνε γλέντια εδά, τα τελευταία χρόνια δεν κάνουνε. Και εμάς έχουμε ένα έθιμο και πάει κάθε ένας, κάθε χρόνο, ένα αρνί, ένα πρόβατο, ένα κριγιό στον Άη Γιώργη. Και τα πουλούνε και τα λεφτά τα παίρνει, τα βάνουνε στην εκκλησία. Πάνε σαράντα, πενήντα, εξήντα πρόβατα, κριγιούς, αρνιά... Κάθε χρόνο. Και τα βάνουμε και φτηνά. Δηλαδή, μπορεί να πάρεις ένα κριάρι, να ‘ναι 30 κιλά, 35 κιλά, 100 ευρώ.
Και είναι οικονομική ενίσχυση στην εκκλησία;
Ναι, στην εκκλησία, στην εκκλησία. Εμείς εφτιάξαμε μια ωραία εκκλησία, πολύ ωραία. Άμα σου πω πολύ ωραία... Δι’ εξόδου μας, χωρίς να κάμουμε έρανο απ’ έξω, τίποτα. Το χωριό την έσασε, οι χωριανοί σάσανε–
Τη χτίσανε με τα χέρια τους εννοείτε;
Όχι, εργολάβους εβάλαμε, εργολάβους, αλλά δεν εβγήκαμε παραέξω να κάνουμε κουπόνια και τέτοια. Εμείς εβάνανε οι χωριανοί, τσοντέρνανε και φτιάξανε, γιατί τον Άη Γιώργη εμάς τόνε τρέμουνε, τόνε τρέμουνε.
Τι εννοείτε;
Τόνε φοβούνται, τόνε αγαπούνε και τόνε φοβούνται, τον υποστηρίζουνε τον Άη Γιώργη. Δηλαδή, για να καταλάβεις τώρα, να δεις, μια φορά –θα σου κάνω μια ιστορία, εσύ τέτοια θες–, μια φορά, ένας χωριανός μου γαμπρός ήρθε στο χωριό και είχε αμπέλια, είχε ελιές, του τα ‘χε δώσει ο πεθερός του, είχε πολλή περιουσία ο πεθερός του. Και ήρθε να σκάψει τα αμπέλια του –δεν κατέχω ίντα δουλειά ήθελε να κάνει– και έχασε 40 χιλιάδες δραχμές. Πήγε στο αμπέλι και έχασε 40 χιλιάδες, του πέσανε απ’ την τσέπη του, τα οποία τα είχε για να πληρώσει τσι εργάτες. Άκου να δεις πόσο πονηρός ήτανε. Έχει πεθάνει ο άνθρωπος τώρα, ο Θεός να τον συγχωρέσει. Και πάει και βρίσκει τον παπά του χωριού και του λέει: «Παπά, έχασα 40 χιλιάδες, μου πέσανε απ’ την τσέπη μου και τα ‘χασα. Και θέλω να πληρώσω τσι εργάτες και δεν έχω δα. Θα φωνάξεις στο μεγάφωνο ότι τα ‘χασες εσύ και είναι του Άη Γιωργιού;». Όποιου και να τα βρει, θα του τα πάει, άμα του το πει ο παπάς. Αλλά του λέει ο παπάς: «Εγώ αστεία με τον Άη Γιώργη δεν κάνω. Θες να φωνάξω πως εσύ τα ‘χάσες;». Λέει: «Όχι, μην το φωνάξεις!». Σου λέει, δεν τα φέρνει κανείς, κατάλαβες; Για αυτό θέλω να σου πω, δηλαδή πόσο τον αγαπούνε τον Άγιο και πόσο τόνε τηρούνται δηλαδή τον Άγιο, τόνε φοβούνται τον Άη Γιώργη.
Ο Άη Γιώργης με τον... Εννοείτε με τον δράκο, έτσι;
Ναι.
Και είναι, στην ουσία, ο πολιούχος σας;
Αυτός ήτανε δυο αδερφοί. Στον Άη Γιώργη στον Επανωσήφη ξέρεις; Από πάνω απ’ το χωριό μου είναι ένα χωριό, ένα μοναστήρι, το λένε «Πανωσήφη» και έχει μόνο καλογέρους. Και κάτω, εμάς στο χωριό μου το λέγανε– Ήτανε δυο αδερφοί, λέει, ήτανε, και πήγε ο ένας– Τσοι ελέγανε «Σήφηδες». Και πήγε ο ένας και έκατσε στο ένα χωριό και ο άλλος στο άλλο. Για αυτό λένε «Πάνω Σήφης» και «Κάτω Σήφης». Εμάς είμαστε Κάτω Σήφης. Ο Άη Γιώργης είναι και στον Επανωσήφη και λένε «ο Άη Γιώργης ο Επάνω Σήφης». Και εμάς είναι ο Άη Γιώργης ο Κάτω Σήφης, κατάλαβες; Και είναι ο Άη Γιώργης και στη μια μπάντα και στην άλλη.
Και είναι, στην ουσία, προστατεύει τους κατοίκους...
Ναι, εμείς τόνε φοβούμαστε, τον αγαπούμε τον Άγιο, και τόνε σεβόμαστε.
Και κάνετε και άλλα πράγματα υπέρ του Αγίου, δηλαδή οικονομικές ενισχύσεις άλλου τύπου και τέτοια;
Ναι, ναι, ναι, ναι, κάναμε... Και εκάναμε για δέκα χρόνια συνέχεια, κάθε χρόνο, εκάναμε χοροεσπερίδα, υπέρ του, υπέρ του, της εκκλησίας, υπέρ του Άη Γιωργιού. Και έπιανε 15 χιλιάρικα κάθε χρόνο, 20. Την πρώτη χρονιά νομίζω πως έπιασε 51 χιλιάρικο και τις άλλες χρονιές 20, 30... Μέχρι– Τα έξοδα τα κάναμε οι χωριανοί, όλα τα έξοδα. Και τα έσοδα ήταν της εκκλησίας. Δηλαδή, ό,τι εστοίχιζε το γλέντι... Και οι λυράρηδες που επαίζανε, δεν επαίρνανε λεφτά, ήτανε χωριανοί μας και αυτοί, Κουνάληδες ήτανε, δεν επαίρνανε οι ανθρώποι λεφτά. Δηλαδή όλα, έβανε δηλαδή ο καθένας ένα πρόβατο, άλλος έβανε ψωμί, άλλος έβανε ό,τι θέλει ένα γλέντι. Άλλοι κάνανε σαλάτες, άλλοι βάνανε [00:35:00]φρούτα, άλλοι εβάνανε το κρέας... Και ήτανε τα έσοδα του Άη Γιωργού και τα έξοδα ήταν όλων τω χωριανών.
Και βοηθούσατε με αυτόν τον τρόπο την εκκλησία που βοήθησε τους φτωχούς έπειτα;
Όχι, δεν εβοηθούσε φτωχούς, μόνο είχενε... Σάζαμε την εκκλησία, εδά δυο χρόνια τήνε τελειώσανε. Και η αυλή δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Οπότε κι άλλος–
Ναι, η αυλή θέλει ακόμα λένε πως θέλει 50-100 χιλιάρικα. Η αυλή μόνο. Γιατί έχει μια αυλή τεράστια, 1-2 στρέμματα, 3. Και θένε να την πλακοστρώσουνε, να τη φτιάξουνε... Άμα δεις την εκκλησία μας, θα τα παίξεις! Είναι–
Με έξοδα των χωριανών;
Ναι, δεν έχει βάλει ξένος άνθρωπος ούτε μία δραχμή, ούτε μία δραχμή δεν έχει βάλει ξένος άνθρωπος.
Και έχετε μαζέψει τόσα πολλά χρήματα μόνο από αυτό το πράγμα;
Ναι, έπιασε περίπου, έχει πιάσει, δεν ξέρω, αλλά πάνω από 500 χιλιάρικα έχει πιάσει, παραπάνω. Μπορεί να έχει πιάσει και 600 χιλιάρικα, μπορεί και παραπάνω. Και δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Και αυτό, όσο περνάνε τα χρόνια, δεν είναι ένα έθιμο που το τηρούνε οι παππούδες, οι παλιοί;
Δεν το κατάλαβα τώρα αυτό.
Εννοώ ότι οι νέοι άνθρωποι έχουνε τόσο πολύ μεγάλο θέλω στο να χτίσουνε, ας πούμε, την εκκλησία; Είναι κάτι που το κάνουνε κυρίως οι παππούδες;
Και οι παππούδες μας το κάνανε, να πούμε, εντάξει. Αυτό ήτανε παραδοσιακό, αυτό ήτανε από μπάμπα-μαλί, να πούμε, και οι παππούδες μας–
Ήτανε έθιμο;
Έθιμο είναι, έθιμο είναι, ναι.
Και αυτό συνεχίζεται, δηλαδή; Σκοπεύετε την αυλή να την τελειώσετε, αφού έχει πολλά λεφτά;
Ναι θα τήνε βάλει– Ναι, ένας ξάδερφός μου πήγε και πήρε δάνειο απ’ την τράπεζα 300 χιλιάδες ευρώ, στο όνομά του, για να φτιάξουνε την εκκλησία και τα πλερώνει ο παπάς, η εκκλησία, απ’ τα έσοδα της εκκλησίας. Η ενορία τα πληρώνει το δάνειο, 300 χιλιάδες επήρε ο άνθρωπος... Δεν θυμάμαι αν πήρε 300 ή παραπάνω ή πιο λίγα. Πάντως, κάτι τέτοιο ή 200 ή 300 χιλιάρικα πήρε, δάνειο στο όνομά του και πληρώνει τις δόσεις η ενορία. Και ξεπληρώσανε κιόλας πέρυσι, το ξεπληρώσανε.
Και όλο αυτό για την εκκλησία;
Για την εκκλησία ναι, ναι.
Έχετε κάνει παρόμοιες οικονομικές ενισχύσεις για κάτι άλλο πέρα απ’ την εκκλησία;
Ναι, έχουνε φτιάξει και το σχολείο, έχουνε φτιάξει με αυτό τον τρόπο... Εμάς έβανανε πολλά λεφτά στις κηδείες. Σήμερα, σήμερα έχουμε ένα μνημόσυνο και θα ‘ναι τώρα, τώρα στο Χαράκι, θα ‘ναι δυο χιλιάδες ανθρώποι, μπορεί και παραπάνω. Αυτός ο Κουνάλης που πέθανε σήμερω, είναι τα σαράντα του. Και θα ‘ναι... Το πρωί που πέρασα εγώ, είχανε, ήτανε, δεν μπορώ να περάσω απ’ τα αυτοκίνητα και έφυγα 8:00 παρά. 9:00-10:00 η ώρα θα ήτανε δυο-τρεις χιλιάδες ανθρώποι. Εδά, απόψε εδά θα βγάλει η εκκλησία, θα βγάλει λεφτά.
Δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο οικοδομείτε πράγματα στο χωριό σας είναι με δικά σας έξοδα.
Ναι.
Έχετε δήμο εκεί πέρα;
Έχουμε δήμο, στον Δήμο Αρχανών, Αστερουσίων είμαστε. Αλλά–
Ναι. Και δεν αναλαμβάνει τέτοια έξοδα ο δήμος;
Κιά! Πήγαν να ‘ρθούν, να πάρουν τα σκουπίδια... Αυτοί διαλύσανε, οι δήμοι, δεν είναι αυτό πράγμα... Εμάς δεν έχει κάνει ο δήμος, ο δήμαρχος, τίποτα, στο χωριό.
Έχετε πάρει στα χέρια σας το...
Ναι, από ανέκαθεν, φτιάξαμε το σχολείο μας... Μπορεί να ‘βαλε τώρα και η νομαρχία εκεί λεφτά, δεν ξέρω αν έβαλε, θα έβαλε οπωσδήποτε... Φτιάξαμε το νηπιαγωγείο, φτιάξαμε το σχολείο, εφτιάξαμε την εκκλησία μας... Εντάξει, δεν είχαμε εμείς νερό. Και νερό παίρνουμε, παίρναμε από εδώ, απ’ τον Κάμπο, 20 χιλιόμετρα ερχότανε το νερό. Αλλά εδά εβρήκανε, ανοίξανε μια γεώτρηση σε ένα χωριό εκειά δίπλα, σε μια κορφή στο Μελιδοχώρι, και έχουμε νερό τώρα, να πούμε, πολύ. Έχουμε, ‘ντάξει, συνέχεια έχουμε νερό. Πια μπρος δεν είχαμε ούτε νερό.
Άρα το χωριό ήταν σε μία κατάσταση λίγο υποανάπτυκτη;
Κ’ ίντα ήτανε! Αφού, μιλώ τώρα, πριν είκοσι χρόνια εκάμανε άσφαλτο, ήτανε χώμα, ήτανε τσαΐλι. Εδά έχουν άσφαλτο.
Δε σκεφτήκατε ποτέ να εγκαταλείψετε το Χαράκι για αυτό το λόγο;
Φεύγουνε πολλοί, φύγανε πολλοί, φύγανε, αλλά όσοι δεν θέλανε να φύγουνε, κάτσανε.
Τώρα πόσους κατοίκους έχει;
Τώρα έχει πεντακόσια-εξακόσια άτομα. Αλλά άμα το δεις, θα παίξει ο νους σου παλαμάκια. Έχει εκατό σπίτια καινούργια όλα, διώροφα, όλα διώροφα, καινούργια. Άμα μπεις στο χωριό μέσα, θα ξιπαστείς. Πες του πατέρα σου να σε περάσει καμιά μέρα, να δεις.
Αυτό που σας έλεγα πριν, οι κάτοικοι είναι κυρίως μεγάλης ηλικίας ή υπάρχουνε και νέοι;
Και μικροί και μεγάλοι. Εδά δεν φεύγουνε, εδά, εδά, τώρα στο χωριό μου, τώρα, τώρα, είναι σε ανέγερση τουλάχιστον δέκα οικοδομές. Τουλάχιστον δέκα.
Άρα πρόκειται να ‘ρθουν;
Κάθονται εκεί και φτιάχνουνε –νέοι ανθρώποι– και φτιάχνουνε τα σπίτια των εκεί.
Υπάρχει [00:40:00]τουρισμός στο Χαράκι;
Όι, όι, δεν έχει! Τουρισμό δεν έχουμε. Δεν έχει τουρισμό.
Και πώς μπορεί να αξιοποιηθεί το χωριό; Εννοώ έχει...
Να σου πω, εμάς πάνε καλά οι ανθρώποι οικονομικά. Ξέρεις γιατί; Διότι το χωριό μου είναι 20 χιλιάδες στρέμματα και το κρατούνε εκατό ανθρώποι. Ήτανε επί Τουρκοκρατίας, τα αγοράσανε οι παλιοί μας και είχανε μεγάλο κλήρο, κατάλαβες; Δηλαδή, εμένα ο παππούς μου είχενε 1000 στρέμματα, κατάλαβες; Και τα πήρανε τα παιδιά του, πέντε παιδιά που είχε, έξι-εφτά. Άρα είχανε μεγάλες περιουσίες, για αυτό πάνε καλά τώρα και κάθονται και οι νέοι εκεί, γιατί δεν είναι όπως εδώ στους Στόλους, που ο καλύτερος έχει 30 στρέμματα. Εμάς ο καλύτερος έχει 500 στρέμματα, 300 στρέμματα, 200 στρέμματα, κατάλαβες; Έχουμε μεγάλο κλήρο, μεγάλο κλήρο έχουμε.
Άρα, στην ουσία, όλο το χωριό το κρατάνε συγκεκριμένα κεφάλια;
Ναι, εκατό ανθρώποι κρατούνε όλο το χωριό.
Αλλά όλοι βοηθάτε για να υπάρξει...
Ναι, βοηθούνε στο θέμα, να πούμε, στο χωριό, στην εκκλησία, στο νηπιαγωγείο, βοηθούνε, βοηθούνε οι άνθρωποι, βοηθούνε.
Και υπάρχει αλληλεγγύη όσον αφορά το οικονομικό; Δηλαδή, εσείς προσωπικά βοηθάτε τους συμπολίτες σας; Επειδή στα χωριά είναι πιο κλειστές οι κοινωνίες.
Δεν είναι κλειστές, ίσα-ίσα! Στο Ηράκλειο είναι κλειστές. Εγώ άμα δεν έχω λεφτά, βρίχνω απ’ το χωριό μου δανεικά όσα θέλω. Και 100 και 200 και 500 και 1000! Γιατί και εμένα, άμα μου ζητήξουνε, θα τα δώσω! Όχι να τα χαρίσω! Δηλαδή, έρχεσαι τώρα και μου λες: «Δώσε μου 500 ευρώ». Άμα τα ‘χω, θα σ’ τα δώσω!
Υπάρχει αυτή η άπλα;
Ναι, υπάρχει αυτή η άπλα, ναι. Δηλαδή να θέλω λεφτά, να βρω, να ξέρω εδά ότι ένας χωριανός μου έχει λεφτά τώρα –έχει φερειπείν, έχει 5 χιλιάρικα– κι άμα του πω: «Δώσε μου 2 χιλιάρικα», θα μου τα δώσει! Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Θα μου τα δώσει. Και εγώ θα τα δώσω! Και εγώ θα τα δώσω! Ανάλογα ποιος θα μου τα ζητήξει! Εάν μου τα ζητήσει κανένα σκαθάρι, δεν του τα δίνω!
Υπάρχει, δηλαδή, η αλληλεγγύη ανάμεσα και στους συγγενείς και στους ξένους;
Ναι, ναι, υπάρχει, αλληλεγγύη υπάρχει!
Στο Χαράκι ζείτε με συγγενείς, δηλαδή, υπάρχουνε συγγενείς σας εκεί;
Εμείς είναι όλοι συγγενείς, είμαστε! Όλοι ήμαστε πρώτα ξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια! Όλοι, όλοι. Όλοι. Όλοι είμαστε αδερφοπαίδια!
Μια οικογένεια!
Μια οικογένεια, σχεδόν, είναι. Δεν είμαστε μια οικογένεια, γιατί είναι οι Σουλτάτηδες, οι Κουνάληδες και οι Σταυρακάκηδες. Και οι Καστελλάκηδες. Τέσσερις οικογένειες είναι όλο το χωριό. Αυτό είναι.
Εσείς κρατάτε όλο το χωριό οικονομικά;
Δεν το κατάλαβα τώρα αυτό.
Όχι, εννοώ αυτό που είπατε πριν το ότι είναι συγκεκριμένοι, ότι είναι δέκα οικογένειες που κρατάνε όλο το χωριό στα στρέμματα.
Όχι, εγώ δεν έχω πολλή περιουσία στο Χαράκι. Εγώ επαέ έχω λίγη, επαέ, στις Λούρες έχω περιουσία εγώ. Επαέ έχω μια ολιά περιουσία, στις Λούρες επαντρεύτηκα, από επαέ, από παέ είναι η γυναίκα μου, απ’ τις Λούρες, χωριανάκι σου. Ναι. Και έχω, στο Χαράκι έχω πιο λίγη. Αλλά επαέ έχω πολλή περιουσία, επαέ έχω δύο-τρεις χιλιάδες ελιές. Αλλά εδά τα μοίρασα των κοπελιών και δεν ξαναπατώ εγώ τα πόδια μου επαέ καθόλου.
Άρα εσείς με τη δουλειά σας έχετε τελειώσει;
Τελείωσα εγώ!
Και ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον, οικονομικά και προσωπικά;
Εγώ παίρνω τη σύνταξή μου τώρα, θα κρατήξω και εκατό ρίζες ελιές του καθενούς, τριακόσιες ρίζες... Με φτάνουν εμένα! Θα βγάνω 5-6 τόνους λάδι, παίρνω τις επιδοτήσεις μου, θα παίρνω και τη σύνταξή μου... Δεν θέλω εγώ, δεν περισσεύουν τώρα τίποτα. ‘Ντάξει.
Και ποια είναι μία τελευταία συμβουλή που έχετε να δώσετε στους ανθρώπους τώρα που θα κλείσουμε και τι θέλετε να προσθέσετε στην ιστορία μας;
Η συμβουλή μου είναι ετούτοι να που μας κυβερνούνε, να το αφήσουνε το καλαμάκι που το περνούνε από τη φλέβα και ρουφούνε το αίμα, να το αφήσουνε το καλαμάκι, άσ’ το! Γιατί μας ερουφούνε το αίμα με το καλαμάκι και το πίνουνε! Φαντάζομαι, να πούμε, να αμείβεσαι και να πληρώνεις, να πληρώνεται ο κόπος σου, να πληρώνεται ο κόπος σου, τίποτα άλλο! Να δουλεύγω, να μπορώ να ζήσω. Όχι να δουλεύγω και να μην μπορώ να ζήσω! Δηλαδή, παραδείγματος χάρη, άκουσα την άλλη φορά μια χωριανή μου –δεν ξέρω αν την ξέρεις τη γυναίκα, είναι ετσά στα πράγματα μέσα– και άκουσα ότι πήγε, λέει, στην Αγγλία, δεν ξέρω πού πήγε η γυναίκα, και είδε 20 ευρώ το λίτρο το λάδι. Και εμείς το πουλούσαμε επαέ πέρυσι 1,20! 1,20! Δε βάζεις 3 φράγκα, α’ στο διάολο! Κι είμαστε και ευχαριστημένοι! Δηλαδή, πάει το λάδι μας στο εξωτερικό 20 ευρώ το λίτρο και εμείς το πληρωνόμαστε επαέ το κιλό 1,20 [00:45:00]πέρσι, κατάλαβες;
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Βασίλη!
Να 'σαι καλά. Κι εγώ σε ευχαριστώ.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο κύριος Βασίλης, γέννημα-θρέμμα στο Χαράκι Κρήτης, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός γνήσιου Κρητικού που αγαπάει το χωριό του και τους συγχωριανούς του. Μας αφηγείται με γλαφυρότητα τα χρόνια που πέρασε στο Χαράκι ως παιδί, έφηβος και ενήλικας και εξηγεί τους λόγους που το εγκατέλειψε ποτέ, παρά τη μικρή του έκταση. Μας αφιερώνει μαντινάδες, μοιράζεται μαζί μας τα έθιμα του χωριού στα πανηγύρια και μιλάει για τον πολιούχο του χωριού, τον Άη Γιώργη.
Narrators
Βασίλειος Σουλτάτος
Field Reporters
Ιωάννα Αντωνάκη
Topics
Tags
Interview Date
14/08/2021
Duration
45'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο κύριος Βασίλης, γέννημα-θρέμμα στο Χαράκι Κρήτης, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός γνήσιου Κρητικού που αγαπάει το χωριό του και τους συγχωριανούς του. Μας αφηγείται με γλαφυρότητα τα χρόνια που πέρασε στο Χαράκι ως παιδί, έφηβος και ενήλικας και εξηγεί τους λόγους που το εγκατέλειψε ποτέ, παρά τη μικρή του έκταση. Μας αφιερώνει μαντινάδες, μοιράζεται μαζί μας τα έθιμα του χωριού στα πανηγύρια και μιλάει για τον πολιούχο του χωριού, τον Άη Γιώργη.
Narrators
Βασίλειος Σουλτάτος
Field Reporters
Ιωάννα Αντωνάκη
Topics
Tags
Interview Date
14/08/2021
Duration
45'