Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Το πολυφορεμένο Γίδι: Ένα goat shop στη Σαμοθράκη
Segment 1
Σαμοθράκη και επιχειρηματικότητα
00:00:00 - 00:09:10
Partial Transcript
Καλησπέρα. Μπορείς να μου πεις το όνομά σου; Βεβαίως! Καζαντζίδου Ουρανία. Είμαι με την Καζαντζίδου Ουρανία, ονομάζομαι Νικολέτα Λασκίδο… ίντερνετ να κάνουν και αυτοί, αλλά «Το Γίδι» είναι ένα. Είναι brand name. Είναι αγάπη, είναι λατρεία. Και το είδε ο κόσμος και το αγάπησε.
Lead to transcriptSegment 2
Η απώλεια και «Το Γίδ’»
00:09:10 - 00:21:27
Partial Transcript
Παύση. Ξεκινάμε. Το 2000 ερχόσασταν για τα rave party; Όχι. Ερχόμασταν για την αγάπη για τη Σαμοθράκη και τον Κήπο. Ο Κήπος ήταν το 80% του…Όλα αυτά που λέω είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Και τα λέω και πολύ ευγενικά, γιατί δεν έχω οργή και θυμό. Αφήνω την αγάπη μου να ξεχειλίσει.
Lead to transcriptSegment 3
Η επιτυχία του brand
00:21:27 - 00:33:38
Partial Transcript
Συνεχίζουμε. Τελικά τι είναι αυτό το πιο πρωτότυπο που έτσι προσφέρει και προτείνει «Το Γίδι»; Όλα, γιατί έχει πιαστεί με το νησί, που δεν …όταν κάναμε «Το Γίδι» κατάλαβα ότι «Το Γίδι» το αγάπησα πιο πολύ. Σας το είπα και πριν, επαναλαμβάνομαι. Δεν μπορώ να ξεκολλήσω! Το αγαπάω!
Lead to transcriptSegment 4
Η κρίση και η αγάπη του κόσμου για «Το Γίδ’»
00:33:38 - 00:55:17
Partial Transcript
Πώς είναι να είσαι επιχειρηματίας στη Σαμοθράκη; Δεν το είδα έτσι, δεν το ξεκίνησα έτσι. Το είπα και στην αρχή πώς το ξεκίνησα, να μη δουλε…α μην μπει, να μπει όπως θα το κρίνουν οι ειδικοί και οι υπεύθυνοι. Ήταν πολύ ωραία! Ευχαριστώ πολύ! Κι εγώ, μωρό μου! Τέλος συνέντευξης.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα. Μπορείς να μου πεις το όνομά σου;
Βεβαίως! Καζαντζίδου Ουρανία.
Είμαι με την Καζαντζίδου Ουρανία, ονομάζομαι Νικολέτα Λασκίδου, είμαι ερευνήτρια για το Istorima, έχουμε 12/09 του 2021 και βρισκόμαστε στη Σαμοθράκη. Ωραία, ξεκινάμε. Ουρανία, πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα Θεσσαλονίκη το ‘60.
Ποιον μήνα;
Οκτώβριο, είμαι ζυγός.
Ωραία! Είσαι δηλαδή Σαλονικιά.
Ναι, ναι, ναι! Ναι! Και την αγαπάω πολύ την πόλη μου. Τη λατρεύω!
Ωραία! Μεγάλωσες στη Θεσσαλονίκη;
Πάρα πολύ ωραία! Μεγάλωσα στην Άνω πόλη στο Τσινάρι με πολύ ωραίες εικόνες. Με μονοκατοικία, με ταράτσες, με τραγούδια. Με μαμά να μαγειρεύει όλην την ώρα. Πάρα, πάρα πολύ ωραία παιδικά χρόνια!
Και σπούδασες κάτι μετά;
Όχι. Το όνειρό μου ήταν να είμαι ελεύθερη επαγγελματίας για να έχω την ελευθερία μου. Έκανα χειροποίητες κούκλες από μικρή, μπιζού. Μετά μαζί με τον σύντροφό μου κάναμε χιουμοριστικά. Ήμασταν μία πολύ μεγάλη βιοτεχνία, το «Χιούμορ Ράνια» που τροφοδοτούσαμε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο. Με πάρα πολύ ωραίες ιδέες, πρωτότυπες, δυο φορές τον χρόνο σχέδια καινούρια. Πολύ έρωτας αυτή η δουλειά! Μεγάλος έρωτας! Ήρθε η κρίση, δεν την ακούσαμε. Την ακούσαμε τελευταίοι, αλλά την ακούσαμε απότομα. Πήγαμε στην έκθεση του ‘15 στην Αθήνα στη «Ρότα» και οι πελάτες μας όλοι είχαν φαλιρίσει, κι ερχόταν και κλαιγόντουσαν. Και απότομα κάνουμε έτσι κατρακύλα. Εκεί επάνω λοιπόν γεννήθηκε ένα άλλο όνειρο. Επειδή λατρεύουμε τη Σαμοθράκη, ερχόμαστε εδώ απ’ το 2000, αλλά για να σου πω γιατί ήρθαμε πρέπει να σου πω κι αυτό. Το ‘99 θα ‘ρχόμασταν στο νησί εγώ, ο Μίλτος και η κόρη μας η Ελένη. Και τη χάσαμε μέσα στο σπίτι μας από ανακοπή. Και είπα: «Εγώ δεν θα πάω ποτέ σ’ αυτό το νησί». Κι εκεί που ήμουν ένας άνθρωπος χαρούμενος, αισιόδοξος ήμουνα ένα μαύρο πράγμα. Και σαν ψυχολογική στήριξη ο Μίλτος με ένα πολύ φιλικό μας ζευγάρι που μας λατρεύει, μου λένε: «Πάμε στη Σαμοθράκη;». Και ήρθα το 2000, του 2000 Δεκαπενταύγουστο. Και με ρούφηξε ο τόπος! Άρχισα να γελάω, να μιλάω, να κολυμπάω. Έχω τρέλα με τη θάλασσα. Αλλά αυτό που με μάγεψε ήταν ο Κήπος. Κλαίω για αυτόν τον τόπο. Έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, έχω παντού, αλήθεια. Δεν το λέω για να το πω. Και Ινδονησία και Ταϊλάνδη. Εγώ τέτοια παραλία δεν βρήκα. Εκεί είναι η ενέργειά μου κι εκεί είναι και η κόρη μου. Αυτό ήταν. Μας κέρδισε ο τόπος. Ερχόμασταν εδώ, όπου και να πηγαίναμε, έναν μήνα, ενάμιση. Έφευγα κι έκλαιγα. Δεν ήθελα να φύγω. Αλλά πάντα έλεγα: «Εγώ εδώ χειμώνα δεν θέλω να ζήσω, δεν μπορώ». Μου έβγαζε κάτι και δεν με ενδιέφερε, δεν έμενα σ’ αυτό. Ξαφνικά γυρνάμε πίσω στην κρίση του ‘15 και παίρνουμε απόφαση να ‘ρθουμε να ζήσουμε εδώ από αγάπη. Αλλά θέλαμε να κάνουμε και κάτι, να δημιουργήσουμε για αυτόν τον τόπο. Δεν υπήρχε τίποτα σε brand name. Εμείς, επειδή δεν θέλαμε να δουλεύουμε στο νησί, έκανα πρόταση σε έναν φίλο που είχε μαγαζί να του κάνω ένα brand name, να μη βάλει δραχμή. Θα το χρηματοδοτούσα εγώ, αλλά το πίστευα τόσο πολύ, γιατί θα πιάναμε μια κεντρική ιδέα του νησιού. Και του λέω: «Θέλεις να σου κάνω ένα brand name; Δεν θα βάλεις δραχμή, ευρώ, και στο τέλος της σεζόν θα κάνουμε απογραφή. Κι εγώ θα έρχομαι στο μαγαζί 9:00 με 12:00 και θα πουλάω, γιατί γουστάρω! Δώρο!». Δεν το πίστεψε. Του λέω: «Θα μου δώσεις το μαγαζί;», μου λέει: «Ναι!». Και μου το έδωσε. Και με το που το άνοιξα έσκασε απ’ τη ζήλια του. Γιατί εμείς κάναμε ένα brand name «Goat shop - το Γίδ’» και το πατεντάραμε, δεν το αφήσαμε έτσι. Γιατί, όπως σας είπα, αυτή ήταν η δουλειά μας. Αυτήν τη δουλειά, με αυτήν τη δουλειά μεγάλωσα εγώ, δεν ξέρω άλλη δουλειά. Αυτή είναι η μόρφωσή μου. Η αγάπη μου για τον κόσμο και η δημιουργία. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν. Τέλος πάντων, να μη μείνουμε σ’ αυτά, να είναι καλά όλοι. Έκανε «Το Γίδι» μεγάλη επιτυχία. Ούτε εγώ την πιστεύω ακόμα. Γιατί έγινε με αγάπη[00:05:00] κι επειδή δώσαμε αγάπη, εισπράξαμε αγάπη. Χωρίς να κάνουμε τίποτα, ο κόσμος ό ίδιος μάς κάνει τη διαφήμισή του. Αλλά κάνουμε ιδιαίτερα σκίτσα, πατενταρισμένα όλα, τα τυπώνουμε εμείς. Ποιότητα 100% βαμβάκι. Έχει εκτιμηθεί πάρα πολύ κι απ’ τους ντόπιους και αυτούς που μένουν στη Γερμανία, οι ντόπιοι ψωνίζουν και μετά φεύγουν. Έχει βγει η Σαμοθράκη έξω με «Το Γίδι». Έξω παιδιά, παντού, Αυστραλία, τα πάντα. «Το Γίδι» έχει Facebook. Αν μπεις και διαβάσεις θα τρελαθείς απ’ τη χαρά σου. Σε όλους τους νέους, επειδή συνέχεια έχω νέα παιδιά και αυτό ήταν το ζητούμενο για μένα, τα νέα παιδιά που λατρεύω. Έρχονται και τους λέω: «Μην το βάζετε κάτω! Αγαπήστε, πιστέψτε, δουλέψτε κι όλα σας τα όνειρα θα βγουν πραγματικά!». Δεν καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, αλλά ζούμε. Δεν δουλεύουμε για να ζούμε… Δεν ζούμε για να δουλεύουμε, το είπα λάθος, δουλεύουμε για να ζούμε. Αυτή είναι η ιστορία με το Σαμοθράκη και «Το Γίδι», το οποίο μπορώ να μιλήσω και να πω πάρα πολλά πράματα, αλλά δεν θέλω. Το απέδειξε η ίδια μας η δουλειά. Φάγαμε πολύ πόλεμο, αυτή είναι η αλήθεια και το ξέρει όλο το νησί. Απλά εμείς με ψηλά το κεφάλι, με αξιοπρέπεια και απ’ το μαγαζί το κάτω φύγαμε και σε άλλο πήγαμε πιο πάνω και κάναμε πιάτσα καινούρια. Και εκεί ήρθε ο κόσμος, και εκεί έκανε ουρές και η απάντησή μας ήταν αυτή. Τώρα όμως θα αναφερθώ που δεν μπορούσα να ζήσω χειμώνα. Ναι, ούτε τώρα μπορώ να ζήσω χειμώνα εδώ. Πρώτον, γιατί η οικογένειά μου και οι φίλοι μου όλοι είναι Θεσσαλονίκη. Όσο και να αγάπησα τον τόπο, για το νησί δεν σηκώνω κουβέντα από κανέναν, θα τον σφάξω! Το νησί είναι ευλογημένο. Αλλά και τον κόσμο δικαιολογώ που ζει εδώ σε έναν σκληρό τόπο. Υποκλίνομαι, σέβομαι, αλλά δεν έχω άλλη υπομονή. Είναι πολύ παράλογα αυτά που συμβαίνουν. Και τώρα όμως κατάλαβα γιατί δεν μπορώ να ζήσω, γιατί δεν μπορώ να συνυπάρχω με τόσο σκληράδα. Τους καλούς τους έχω όλους φίλους. Μας αγαπάνε και τους αγαπάμε. Το μαγαζί αγαπήθηκε κι απ’ τους ντόπιους. Και μπορώ να πω η κακία βγήκε από επαγγελματίες που δεν είναι από δω. Οπότε δεν έχω, δεν επιτρέπω σε κανέναν να μου πει για το νησί, κουβέντα. Εγώ εδώ ξαναγεννήθηκα, μπορεί να μη ζούσα. Το ντόπιο το καφενείο κάτω, η «Aleka» που ήμουνα χθες κι έπινα τσίπουρα έξι ώρες, τι να πω; Μόνο αγάπη. Δεν μπορώ να πω τίποτα. Υποκλίνομαι στο νησί. Αλλά δεν μπορώ να ζήσω, δεν θέλω να ζήσω εδώ χειμώνα. Με έναν μαγικό τρόπο θέλω να είμαι εδώ τον Μάρτιο και να φεύγω τον Σεπτέμβριο; Τον Οκτώβριο; Αυτό. Αλλά χωρίς δουλειά, το λέω, δεν θα περνούσε ο καιρός όμορφα. Γιατί είναι πολύ ιδιαίτερος ο τόπος, αν δεν τον αγαπάς δεν έρχεσαι εδώ. Αυτό είναι βέβαιο. Είναι πολύ ιδιαίτερος τόπος. Αυτό το λέω με όλη μου την ειλικρίνεια. Εγώ υποκλίνομαι που μπόρεσα, τα κατάφερα και, όχι νομίζω, είμαι σίγουρη δώσαμε ένα στίγμα στο νησί. Που πριν από αυτό δεν είχε, ρε παιδιά. Είχε ας πούμε εντάξει, έχει έναν τύπο με τα κεραμικά του που είναι απίστευτος, που τα κάνει μόνος του. Που τι να πρωτοπώ; Να πω για τα μαγαζιά του φαγητού που είναι κάποια που είναι φοβερά που βγάζουν το νησί έξω, αλλά σε σουβενίρ δεν είχε κάτι ιδιαίτερο. Ήταν το πρώτο. Φυσικά μετά αρχίζαν κατεβάζαν απ’ το ίντερνετ να κάνουν και αυτοί, αλλά «Το Γίδι» είναι ένα. Είναι brand name. Είναι αγάπη, είναι λατρεία. Και το είδε ο κόσμος και το αγάπησε.
Παύση. Ξεκινάμε. Το 2000 ερχόσασταν για τα rave party;
Όχι. Ερχόμασταν για την αγάπη για τη Σαμοθράκη και τον Κήπο. Ο Κήπος ήταν το 80% του έρωτά μου. Εκεί ζούσα, γελούσα, βουτούσα κι είχα την κόρη μου δίπλα, όπως κάναμε μαζί βουτιές. Αυτό με κέρδισε. Αυτή η αγρίλα, η αγάπη, η αλήθεια, η ζωή. Το βουνό, η θάλασσα, τα κατσίκια που κολυμπάνε, που βουτάνε, που τρώνε. Τα ψάρια, τα αφρόψαρα, τα δελφίνια, οι τόνοι, που τα ‘χω ζήσει σαν Disneyland. Και το πιο μαγικό απ’ όλα[00:10:00] ήταν αυτό που βίωσα, και το βίωσα πραγματικά. Ούτε αλκοόλ ήπια ούτε τίποτα. Την ημέρα που έφυγε η κόρη μου έκοψα ορτανσίες και πλατάνια και καλλωπιστικές ροδιές. Τότε μέναμε στο «Mariva». Απ’ τα κάτω τα λουλούδια, δεν κατέστρεψα λουλούδια. Κι ήμασταν φίλοι με τα παιδιά και με τα μάτια μιλήσαμε. Με είδε με μιαν αγκαλιά τεράστια και κατάλαβε, αλλά δεν ήξερε τι θα κάνω. Ούτε ο Μίλτος ήξερε. Ο Μίλτος είναι ο σύντροφός μου, ο μπαμπάς της Ελένης. Πάμε στον Κήπο, πάμε αριστερά κάτω. Και κάθε φορά εκεί ήμαστε γυμνοί. Κι εκείνη την ημέρα εγώ έβαλα το μαγιό μου, δεν είπα τίποτα στον Μίλτο και παίρνω στην αγκαλιά μου όλα αυτά τα λουλούδια που έκοψα και τα πλατάνια και κάνω μία βουτιά και κλαίω. Και όπως κάνω τη βουτιά σηκώνομαι και είναι η κόρη μου απέναντι και παίρνει τα λουλούδια. Το καλλιέργησα εγώ; Δεν με ενδιαφέρει. Εγώ για δευτερόλεπτα ένιωσα την κόρη μου δίπλα. Τρέχαν τα μάτια μου ασταμάτητα. Βουτούσα, βουτούσα, δεν ξέρω πόσην ώρα. Την είχα δίπλα μου. Βγαίνω έξω, δεν λέω κουβέντα. Κουβέντα! Ούτε στον Μίλτο, γιατί λέω δεν θα με πιστέψει. Βγάζω το μαγιό μου και κάθομαι ατελείωτες ώρες χωρίς να μιλάω. Όταν γυρίσαμε, ήμαστε με ένα πολύ δικό μας φιλικό ζευγάρι και μιλάμε εγώ με τη φίλη μου κι ο Μίλτος με τον φίλο μας. Και ξαφνικά ακούω τον Μίλτο να λέει αυτό που έζησα. Εγώ έχω φάει φρίκη μεγάλη, δέος. Και λέω: «Μίλτο, το έζησες; Στο είπα εγώ;». Και μου λέει: «Το έζησα». Αυτή ήτανε η καθοριστική χρονιά, δεν μπορούσα να φύγω απ’ τη Σαμοθράκη. Δεν μπορούσα να λείπω. Ερχόμουνα και ήμουνα εκεί συνέχεια. Συνέχεια! Ήτανε όλο μου το καλοκαίρι. Παγαίναμε κατά τις 15:00 που έπεφτε ο ήλιος, γιατί εκεί πέφτει νωρίς η σκιά, με τα καρπούζια μας. Και καθόμασταν μέχρι το βράδυ, ανάβαμε φωτιές. Έχω ζήσει φοβερές εικόνες σε κείνον τον τόπο. Κάποια στιγμή την επόμενη χρονιά έκοψε ο Μίλτος ένα λουλούδι και του λέω: «Δεν είναι εδώ». Το λουλούδι το ‘ριξε, το πήρε η θάλασσα. Αυτά γίνονται μια φορά. Αλλά η κόρη μου πριν φύγει, αυτό είμαι σίγουρη κανένας δεν θα το πιστέψει, αλλά είναι αλήθεια, έχω και μάρτυρα την κολλητή μου, γιατί είχε μιλήσει και σ’ αυτήν, ήξερε ότι θα φύγει και έκλαιγε για μας που άφηνε πίσω. Και μου λέει: «Εσύ, μαμά, θα γίνεις 60 χρονών, θα είσαι με το Τ-shirt σου, με το τζινάκι σου και το τσιγάρο σου και θα ‘χεις γύρω σου παιδιά! Συνέχεια παιδιά!». Αυτοί που φεύγουν ξαναζούνε. Αυτοί που μένουν μου λες τι κάνουν; Κι εμείς είμαστε έτσι; Γιατί ήμασταν πολύ δεμένοι. Πραγματικά όταν ήρθα εδώ, χωρίς να κάνω τίποτα, απλά λατρεύω τα παιδιά κι αυτό φαίνεται, όλα τα παιδιά ήταν δίπλα μου. Τα παιδιά που δούλευαν στο μπαρ που άραζα, παρέα μεγάλη, όλοι οι φίλοι μου μικροί. Μικροί. Στην ηλικία μου φίλο δεν έχω στη Σαμοθράκη. Και με όσους έχω δεν μπορώ να τα βρω. Γιατί; Δίνω αγάπη και παίρνω αγάπη απ’ τα παιδιά χωρίς να περιμένω τίποτα. Έρχονται μόνα τους δίπλα μου. Και συνέχεια θυμάμαι τα λόγια της κόρης μου. Τι άλλο να πω για αυτόν τον τόπο; Όσο και να πληγώθηκα, αυτό θα κρατήσω. Αυτή είναι η αλήθεια μου. Είναι απ’ την ψυχή μου. Θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ τη συνέντευξη και χρησιμοποιήσω τη δουλειά μου. Όχι, δεν με ενδιαφέρει. Εγώ δουλεύω με αγάπη και με αγάπη θα συνεχίσω να δουλεύω. Κι όταν θα πάψει αυτό θα αποσυρθώ πριν τελειώσει. Ναι, «Το Γίδι» έγινε μεγάλη επιτυχία. Πολύ μεγάλη, γιατί έγινε με αγάπη. Και το νησί μού έδωσε την αγάπη του, εγώ δεν ήρθα για να πάρω. Εγώ σας είπα, στην αρχή ήθελα να το κάνω δώρο, γιατί πίστευα τόσο πολύ σ’ αυτό. Τώρα, τα τελευταία χρόνια, μπορεί να γίνομαι λίγο πιο ανταγωνιστική, γιατί θέλω να αποδείξω, θέλω συνέχεια να βγάζω την αγάπη στη δουλειά μου και να τους λέω: «Όχι, ρε παιδιά. Εγώ είμαι ‘‘Το Γίδι’’, κανένας δεν μπορεί να το κάνει». Γιατί είναι πατενταρισμένο. Εκεί είναι που τρελάθηκαν όλοι. Και θα συνεχίσω να το κάνω[00:15:00].
Η ιδέα με «Το Γίδι» πώς προέκυψε; Το όνομα; Όλο το project σαν ιδέα, θέλεις να μου πεις;
Μαζί με τον σύζυγό μου κάνουμε δίδυμο. Αγαπάμε και οι δυο το ίδιο και δημιουργούμε και οι δυο το ίδιο. Ο σύζυγος είναι χημικός. Εγώ όταν είχα ξεκινήσει τη δικιά μου τη βιοτεχνία τού λέω: «Έλα δω μαζί, να έχουμε κοινή ζωή, κοινή πορεία. Να έχουμε…». Για μένα όλοι οι άνθρωποι πρέπει να δουλεύουνε και να κάθονται, όχι μόνο να δουλεύουνε. Και η δουλειά μας και η άλλη ήταν εποχιακή, οπότε είχαμε το καλοκαίρι δικό μας και ήθελα να είμαστε μαζί για να ‘χουμε τον ίδιο χρόνο. Λοιπόν, κάναμε το πρώτο δίδυμο. Και γαμώ τα δίδυμα! Δημιουργικός, πιο καλλιτέχνης από μένα, και ο Μίλτος το έκανε. Μου λέει: «Θα κάνουμε κάτι». «Τι θα κάνουμε, ρε Μίλτο;». Μου λέει: «Με τα κατσίκια» και του λέω εγώ «Ταβέρνα;». «Γιατί» μου λέει… Γιατί εγώ έχω τρέλα με την κουζίνα. Με λέει: «Όχι, με τη δουλειά μας». Στην αρχή πήγαμε να το χάσουμε λίγο, αλλά δεν θέλαμε να ενοχλήσουμε φίλους με ταβέρνες, με τσιπουράδικα και τέτοια. Και λέμε: «Θα κάνουμε κάτι που δεν το ‘χει κανένας να μην παρεξηγηθούμε και μπούμε στα πόδια τους». Και ο Μίλτος σκέφτηκε, τα κατσίκια και τα ‘χουμε δει να κολυμπάνε, να περπατάνε, να σκαρφαλώνουν. Έχουμε δει φοβερές εικόνες. Έχουμε δει κατσίκι να κολυμπάει και να το κυνηγάει σκυλί, το σκυλί να λακίζει και να φύγει, το κατσίκι να πηγαίνει. Και να βγαίνει έξω και να είναι τόσο βαριά οι τρίχες του απ’ τη θάλασσα που έβγαινε έξω και δεν μπορούσε να τιναχτεί. Και το σκυλί είχε φύγει. Αυτά που σας λέω είναι αλήθεια, τα ‘χουμε ζήσει. Να βλέπεις το κατσίκι να κολυμπάει και τον τύπο που κάνει ψαροντούφεκο να βγαίνει και να βλέπει ένα σκυλί να κυνηγάει ένα κατσίκι. Φοβερές εικόνες. Ήταν όλο αυτό το story. Οι «Καρυδιές» με τα κατσίκια, με τα φοβερά, «Ο Βράχος». Δηλαδή όλο το νησί αυτό είναι, το κατσίκι. Και κανείς δεν το είχε δει. Και λέει ο Μίλτος: «Αυτό!» και μετά λέω: «Δηλαδή;», μου λέει: «Πώς κάναμε ιδέες για όλην την αγορά και την Κύπρο;», και εισαγωγές είχαμε ψιλοκάνει Γερμανία τα πρώτα χρόνια, «το ίδιο θα κάνουμε τώρα για τη Σαμοθράκη. Μια μικρογραφία της βιοτεχνίας μας. Και θα είναι σκίτσα πατενταρισμένα που θα είναι μόνον από κει». Και ποια ήταν η χοντρή αγάπη; Δεν βιαστήκαμε. Δεν το βγάζουμε ηλεκτρονικά, δεν πουλιέται πουθενά. Πουλιέται εδώ όταν ανοίγει το μαγαζί, ανοίγει την ημέρα της κόρης μας, 21 Μαΐου, και κλείνει, γιατί ξέρετε η Σαμοθράκη δεν έχει μεγάλη σεζόν, αλλά εμείς δεν τα παρατάμε εύκολα. Τώρα λίγο με τις καραντίνες χάσαμε την μπάλα. Και κει επάνω μου λέει αυτό και πάμε στο όνομα. Τι όνομα θα κάνουμε; Καθίσαμε γράφαμε, κάναμε. Και ξαφνικά μου λέει: «‘‘Το Γίδ’’’, με απόστροφο!», «απόστροφο;», «ναι!». Ο Μίλτος τα ξέρει καλά αυτά. Ο Μίλτος είναι μορφωμένος, εγώ δεν είμαι, επιλογή μου. Αλλά νιώθω ότι είμαι πάρα πολύ μορφωμένη κοινωνικά, γιατί από μωρό είμαι μες στα πράγματα και ταξιδεύω πάρα πολύ. Είμαι άνθρωπος που ακούω και που θέλω να μάθω κι άλλα. Για μένα αυτή είναι η μόρφωση. Φυσικά δεν κατηγορώ όποιον σπουδάζει, υποκλίνομαι. Και όλα τα παιδιά να μορφωθείτε. Αυτή είναι η δικιά μου η συμβουλή. Αλλά να κάνετε αυτό που γουστάρετε 100% εσείς κι όχι οι άλλοι. Sorry, απ’ το ένα πάω στο άλλο. Και φτάνουμε στο όνομα. Και με το που φτάνουμε στο όνομα με πιάνει εμένα κρύος ιδρώτας και λέω: «Αυτό πρέπει να πατενταριστεί, δεν θα φύγει έτσι». Και έχω μία αγωνία, και για να πατεντάρεις κάτι περιμένεις τρεις μήνες να σου δώσουν την έγκριση. Και τον πρώτο χρόνο, για να δείτε πόσο ειλικρινής είμαι, δεν πρόλαβα να το κάνω, γιατί δεν είχε περάσει ο καιρός. Και έκανα την promotion brand name. Ήταν brand name, αλλά την σφραγίδα δεν την είχα. Τελείωσε κείνο το καλοκαίρι το δύσκολο, γιατί είχα αγχωθεί πάρα πολύ, ήταν πολύ δυνατό το όνομα. Έχει χιλιοφωτογραφηθεί η ταμπέλα μας. Και το έκανα έτσι για να το καταλαβαίνουν κι οι ξένοι. Κι όταν ήρθαμε μας λέγαν: «Δεν το λένε έτσι, το γίδι, το λένε έτσι». «Το ξέρουμε, αλλά το κάναμε έτσι για να το καταλαβαίνουν όλοι». Τέλος πάντων, εγκρίθηκε, πατενταρίστηκε και τότε ηρέμησα εγώ. Και τώρα δεν μπορεί κανένας να το πειράξει. Γιατί και ο άλλος που σας είπα όταν έφυγα απ’ το μαγαζί, γιατί δεν μάσησα κι είμαι περήφανη, και γιατί πιστεύω στον εαυτό μου, του έκλεισε η δικηγόρος το μαγαζί σε μία ώρα. Πήγε να κάνει κατάχρηση της επωνυμίας μας[00:20:00], της ιδέας μας στον χώρο μας. Σε μία ώρα κλείστηκε. Είπαμε δεν μιλάμε, υποκλινόμαστε, είμαστε περήφανοι, αλλά το δίκιο μας πάντα θα το… Δεν μπορώ να βρω τη λέξη. Όχι… Θα το κάνουμε. Δεν μπορείς εσύ να σκέφτεσαι τόσα πράγματα και να έρχεται ο άλλος… Να σκεφτούνε όλοι και να τα σκάσουν κι όλοι. Γιατί εμείς τα σκάσαμε. Με τόσο αγάπη. Αν δεν αγαπούσαμε το νησί και θέλαμε μόνο τα λεφτά θα πηγαίναμε σε άλλο νησί. Έχω πελάτες απ’ τη χονδρική μου Σαντορίνη, μου δίνει το μαγαζί της, μου το αδειάζει και δεν πάω. Έχω φίλους στη Σύρο και δεν πάω. Και Χανιά και παντού. Γιατί σας είπα, είχα χονδρική χρόνια και πελάτες παντού. Δεν υπάρχει σημείο της Ελλάδας. Προχτές ήρθε μία πελάτισσά μας από Μυτιλήνη κι έκλαιγε τι κάναμε. Και ήρθε με την παρέα της και ψώνιζε και λέω: «Τι ζω τώρα;». Αυτή η γυναίκα ψώνιζε χονδρική από μένα και τώρα έρχεται και ψωνίζει λιανική. Μου λέει: «Ράνια, τι κάνατε;». Τέλος πάντων, παιδιά, δεν θέλω να γίνω κουραστική. Όλα αυτά που λέω είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Και τα λέω και πολύ ευγενικά, γιατί δεν έχω οργή και θυμό. Αφήνω την αγάπη μου να ξεχειλίσει.
Συνεχίζουμε. Τελικά τι είναι αυτό το πιο πρωτότυπο που έτσι προσφέρει και προτείνει «Το Γίδι»;
Όλα, γιατί έχει πιαστεί με το νησί, που δεν είχε βγει ποτέ το νησί έτσι έξω. Έχει πιαστεί με το νησί και μόνο με το νησί. Και συγκεκριμένα, εξού και το όνομα, «Goat Shop - Το Γίδ’». Λοιπόν, αυτά τα κατσικάκια που κάνουμε εμείς είναι δημιουργία απ’ το μυαλό μας. Φυσικά και σκιτσάρουμε, αλλά έχουμε και ομάδα, σκιτσογράφο, γραφίστα. Η εκτύπωση γίνεται από μας, χειροποίητες εκτυπώσεις. Πλένεις, φοράς, δεν τα βαριέσαι ποτέ και δεν παθαίνουν τίποτα. Κι η παλαίωσή τους γίνεται τέλεια. Ξέρεις τι θα πει να έρχεται ένας τουρίστας που ψώνιζε το ‘16 και να σου δείχνει την καπνοθήκη του και να σου λέει: «Δες!». Είναι δηλαδή η ποιότητα. Δεν είναι μόνο το πρωτότυπο σκίτσο που δεν θα το βρεις πουθενά, είναι και η ποιότητα. Κι αυτά όλα, λοιπόν, δεν βγαίνουν μόνο σε μπλούζες, έχουν βγει σε φούτερ. Δηλαδή ανταγωνίζεται, δεν με εκφράζει αυτή η λέξη. Είναι, ρε παιδί μου, σαν να μπαίνεις σε μια μπουτίκ. Εγώ θα έλεγα το εξής, επειδή αγαπάω πολύ τα hard rock μαγαζιά, όπου ταξιδέψω θα μπω σ’ αυτά. Με αυτά το συγκρίνω και καλύτερα, γιατί εμείς έχουμε κάνει και φούτερ με τις ίδιες εκτυπώσεις. Άλλο στο φούτερ, το ίδιο της μπλούζας, σε σουβέρ, σε τασάκι, σε ποτήρι μπίρας, σε κούπα, σε μαγνητάκια. Πιο πρωτότυπα μαγνητάκια δεν έχεις δει. Γιατί; Γιατί είχαμε τη βιοτεχνία. Η οποία, να τα λέμε κι αυτά, δεν γίνονται θαύματα. Μία ζωή δουλεύαμε, αυτή ήταν η δουλειά μας, να κάνουμε όλα αυτά. Οπότε αυτό τώρα έγινε όλη η χονδρική για ένα μαγαζί που είναι δικό μας. Δηλαδή το σκεφτόμαστε, το παράγουμε και το πουλάμε. Όταν έρχεται ο κόσμος, έρχεται… Πραγματικά το λέω. Υπάλληλο δεν έχουμε, όχι γιατί δεν θέλουμε, θέλουν εμάς. Σκεφτόμαστε κάθε χρόνο να πάρουμε έναν άνθρωπο το πρωί, αυτό δεν γίνεται. Το σκεφτόμαστε, μας παιδεύει πάρα πολύ, το θέλουμε, δεν γίνεται. Περιμένουν, μπαίνουν και λένε… Μια μέρα ήρθε μια πελάτισσα Γερμανίδα και μου λέει: «Πήρες μια απουσία. Πού ήσουν εχθές;». Αλήθεια σας το λέω! Και όλοι αυτό, ας πούμε τι προσφέρει; Είναι το νησί γιατί θα πάρουνε. Έχουμε κάνει κουδούνια από πηλό, από κεραμικό απ’ τα κατσίκια. Το βλέπεις και είναι σαν να είναι τσίγκινο. Όλα αυτά είναι χειροποίητα. Τέλος πάντων, και αυτό βγαίνει παντού. Δεν θα… Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις για ένα μαγαζί, κοστίζει. Δηλαδή εμείς τι κάναμε τώρα; Καρπωθήκαμε την πορεία της βιοτεχνίας που είχαμε. Τα μηχανήματα, την εμπειρία, τη γνώση, απλά πρώτη φορά τα πουλάμε λιανική. Μας λέγαν οι πελάτες της χονδρικής: «Ρε, κάντε μια λιανική» και τους λέγαμε εμείς: «Εμείς παράγουμε για σας». Ποτέ δεν είδαμε τη δουλειά μας να πάρουμε κι από δω, να πάρουμε κι από κει. Δεν πρέπει να βιάζεσαι. Να μην είσαι ματαιόδοξος. Κάναμε σκίτσα για τα μαγαζιά, να πουλάν αυ[00:25:00]τοί. Κρατούσαμε αποκλειστικότητα. Νέα Ιωνία Αθήνα, ένα μαγαζί. Κανένας δεν το ‘χει κάνει αυτό. Αυτό είναι μεγάλη επιτυχία. Κι αυτό που κάνουμε με τη Σαμοθράκη μάς το ‘χουν ζητήσει κι από Κρήτη να το πάρουν. Και δεν το δίνουμε. Έγινε για τη Σαμοθράκη. Και «Το Γίδι», που δεν θέλω να το σκέφτομαι ακόμα, όταν θα φύγουμε θα το πάρει άνθρωπος που είναι από δω. Έχουμε μιλήσει μαζί του, είναι ένα νέο παιδί. Θα συνεχίσει. Και θα του κάνουμε και την παραγωγή. Θα του δώσουμε τα φώτα μας. Αυτό είναι, αυτό είναι δηλαδή ότι βγήκε έξω το νησί. Σας λέω, ήρθε προχθές, να τα λέει ο Μίλτος αυτά τώρα, κάτι τύποι από Κορέα και ψωνίζανε μπλουζάκια για τις παρέες των παιδιών τους. Και λέει του Μίλτου: «Ξέρεις πού θα πάει αυτή η μπλούζα; Στην Κορέα που έχει έναν Σαμοθρακίτη που έχει ταβέρνα». Αυτά όλα είναι αλήθεια! Ναι! Φοβερό, φοβερό! Στο Facebook δεν πληρώσαμε ούτε μία φορά, «Το Γίδι» το ανεβάζει όλος ο κόσμος. Να φανταστείτε, αν θυμάμαι καλά, τώρα ξεφύγαμε τις δυο χιλιάδες. Γιατί; Γιατί δεν πληρώνουμε. Δεν έχουμε ανάγκη να πληρώσουμε. Θέλουμε ο ίδιος ο κόσμος, εσείς, να το ανεβάσετε. Αλλά το είπα και θα το ξαναπώ, έχει σχέση μεγάλη αυτή η επιτυχία που εμείς μια ζωή κάναμε αυτήν τη δουλειά. Τώρα μην παινευόμαστε. Δηλαδή αν δεν την κάναμε δεν νομίζω ότι θα είχε τέτοια επιτυχία. Απλά η αγάπη, αυτό. Κατ’ αρχήν, το όνομα που βρήκε ο Μίλτος. Ο Μίλτος στη βιοτεχνία έβγαζε συνέχεια σλόγκαν, μηνύματα. Και τον Βαλεντίνο ήμασταν κορυφή της κορυφής. Δεν υπήρχε Βαλεντίνος χωρίς «Χιούμορ Ράνια.» Το «Χιούμορ Ράνια», έτσι λεγόταν η βιοτεχνία, ήταν ο Βαλεντίνος όλου του κόσμου. Πηγαίναμε στην έκθεση και περίμεναν ουρές. Ουρές! Αγαπήθηκε πάρα πολύ κι εκείνη η δουλειά μας. Αλλά θα σας πω την αλήθεια και νομίζω είναι η πρώτη φορά που θα το πω; Δεν ξέρω. Μη λέω ψέματα. Όταν έκλεισε η βιοτεχνία πόνεσε η ψυχή μου. Παιδί μου, παιδί μου. Αλλά, ρε παιδιά, αυτό «Το Γίδι» το ‘χω ερωτευτεί πάρα πολύ. Ώρες ώρες, επειδή κουράζομαι ψυχικά με τα όποια προβλήματα, τα οποία ξεπερνιούνται, λέω: «Θεέ μου, πάρε μου την αγάπη απ’ ‘‘Το Γίδι’’». Πολύ σκληρό. Το ‘χω πει κι αυτό. Γιατί όπως είπαμε όλα τα ωραία, υπάρχουν και τα δύσκολα. Μου λένε παντού έτσι συμβαίνει στις μικρές κοινωνίες. Εγώ το όνειρό μου ήταν να ζήσω σε μικρή κοινωνία. Πολύ μεγάλο όνειρο. Ειδικά μετά την απώλεια της κόρης μου που έφυγε. Δεν με κέρδισε τελικά εμένα η μικρή κοινωνία. Καθόλου. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος αληθινός. Αγάπη, μόνον αγάπη, δεν λέω ψέματα. Έτσι μόνο μπορώ να ζήσω. Να είμαι όπως είμαι αληθινή, να μη νοιάζομαι τι θα πούνε. Νομίζω κόβουμε τη ζωή μας έτσι, όταν ζούμε για τους άλλους κι όχι για τον εαυτό μας.
Θέλεις να μου πεις λίγα ακόμα λόγια για τη βιοτεχνία που είχατε;
Ναι, ναι. Παιδιά, κι εκεί μεγάλος έρωτας. Εγώ ήμουνα πιτσιρίκα και είχα γεννήσει την κόρη μου. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ μεγάλος έμπορας και χρεοκόπησε όταν ήμουν εγώ 17 χρονών. Πολύ μεγάλος. Χρεοκόπησε από όχι επιπολαιότητες δικές του, έτσι ήταν να γίνει. Έμπλεξε με έναν συνεταιρισμό ο οποίος τον καθάρισε. Όμως μας έβγαλε μάγκες ο μπαμπάς μου, και μένα και την αδελφή μου. Δεν μασήσαμε, δεν πτοηθήκαμε, δεν μελαγχολήσαμε. Μαγκώσαμε έτσι τη ζωή από τα μαλλιά. Αλλά ήμασταν χορτάτα παιδιά. Να τα λέμε κι αυτά, ότι όλα οι γονείς τα κάνουνε. Μας έβγαλε πολλούς. Δηλαδή άλλοι γονείς μπορεί να αφήνουν περιουσίες ολόκληρες στα παιδιά τους. Εμάς δεν μας άφησε, ήταν ο καλύτερος κι η καλύτερη μητέρα του κόσμου, το λέω και θα το λέω. Κι ευχαριστώ το σύμπαν, τον Θεό που του το είπα πριν ξεψυχήσει και έκλαιγε και μου λέει: «Μα, κορίτσι μου, δεν σας άφησα τίποτα». «Τα πάντα μας άφησες!», του είπα. «Τα πάντα! Εγώ εσένα θέλω πάλι, μπαμπά, να ξανάρθω. Όταν ξανάρθεις σ’ αυτήν τη ζωή». Και τον έδωσα τέτοιαν ευλογία που την άλλη μέρα ξεψύχησε, παιδιά. Γιατί υπέφερε, ήταν πολύ βαριά άρρωστος. Λοιπόν, ας μην το βαρύνουμε με αυτό. Και όταν παντρευτήκαμε με τον Μίλτο… Παντρευτήκαμε… Εμείς δεν θα παντρευόμασταν, πολιτικό γάμο θα κάναμε, αλλά δεν υπήρχε τότε. Για τους γονείς, να μείνουμε οι δυο [00:30:00]μας. Με τη μία έμεινα έγκυος. Τόσο εύκολα. Όσο εύκολα έφυγε τόσο εύκολα ήρθε. Και ο Μίλτος τότε δούλευε χημικός, που σας είπα. Και μόλις έγινε η κόρη μου 9 μηνών, λέω τη μαμά μου: «Μαμά, θα με βοηθήσεις; Εγώ θα κάνω κάτι δικό μου». Η μάνα μου από μωρό με θυμόταν να σκίζω τα σεντόνια της και να κάνω πράγματα, κούκλες, να ψήνω ζυμάρια για να κάνω σκουλαρίκια. Τέτοια εικόνα. Είχε ένα στρογγυλό τραπέζι που άνοιγε πίτες κι εγώ το έπαιρνα, καθόμουν κάτω κι έκανα όλο χειροτεχνίες, τα πάντα. Έτσι με θυμάται η μαμά μου. Στο σπίτι που μέναμε η νοικοκυρά μου είχε ένα μαγαζί, και το είχε νοικιάσει και της λέω: «Βρε κυρία Ζαφείρω μου, και εσύ το μαγαζί το νοίκιασες. Θα μου ‘δινες το μαγαζί», μου λέει: «Άκου να δεις τι γίνεται, αυτή η κοπελίτσα που θα το ‘παιρνε θα το ‘κανε κομμωτήριο. Και έσπασε το χεράκι της και το ακύρωσε το μαγαζί. Πάω», λέει, «κάτω, έρχομαι». Έρχεται, με δίνει το κλειδί. Και μου λέει: «Πάρε, κάνε τι θα κάνεις κι αν πάει καλά θα με δώσεις ενοίκιο». Ακούστε! Όταν θέλεις κάτι το Σύμπαν συνωμοτεί, σας το λέω αλήθεια. Και με φέρνει το κλειδί και ξεκινάω τη βιοτεχνία με κουκλάκια. Εκεί επάνω, λοιπόν, πάω στην πρώτη μου έκθεση στη διεθνή με χειροποίητα κουκλάκια στο περίπτερο λαϊκής τέχνης και σε ένα σαββατοκύριακο αδειάζει όλο το περίπτερο, δεν είχα εμπόρευμα. Και φτάσαμε σε ένα σημείο να είναι ο Μίλτος το πρωί, εγώ να δουλεύω όλη μέρα για να πάρουμε κουκλάκια και δεν μπορούσα να χαρώ το περίπτερό μου. Τέλος πάντων, μεγάλη επιτυχία. Και έτσι, αποσύρθηκε κι ο Μίλτος από το Χημείο, ήρθε μαζί μου και πήγαμε από τα σκουλαρίκια στις κούκλες, απ’ τις κούκλες στο χιουμοριστικό. Γιατί η κούκλα η χειροποίητη πέρασε κρίση. Ερχόταν τότε στην ανάπτυξη της Κίνας οι κινέζικες και τελείωσε η κούκλα. Και ψάχναμε τι θα κάνουμε. Αλλά δεν τα παρατήσαμε. Και κει επάνω μπήκαμε στο χιουμοριστικό. Εκεί ήταν η μεγαλύτερη, μεγαλυτερότερη επιτυχία. Κάναμε τα χιουμοριστικά μας, πηγαίναμε στις εκθέσεις και γίναμε πασίγνωστοι. Και μετά, ήταν τότε οι «Ρεζέρβες», μας κάναν πρόταση να συνεργαστούμε. Εγώ ποτέ δεν υπέγραψα συμβόλαιο, γιατί ήθελα να είμαι αυτόνομη και μόνη μου με τον Μίλτο. Και δίναμε σε μία περιοχή, όχι δύο μαγαζιά, ένα. Κι αυτός τρελάθηκε, γιατί ήθελε να βγάλει λεφτά. Και άρχισε να με αντιγράφει και μετά έκλεισε, παιδιά. Έκλεισαν οι «Ρεζέρβες», κρατούσαν μόνο το όνομα και ψωνίζαν όλοι από μας. Ουρές! Και δίναμε όλο το εμπόρευμα στις τότε «Ρεζέρβες», στις τότε «Φάτσα Κάρτες», που ‘χαν διαλυθεί και κάναν μεταξύ τους άλλες αλυσίδες. Μετά ήρθε η κρίση, το είπαμε αυτό. Αλλά τα χρόνια που ζήσαμε στη βιοτεχνία δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Από κει δηλαδή εντάξει, δεν το συζητάω, η μεγαλύτερη, μεγαλυτερότερη ευλογία, υγεία. Τη λάτρευα τη δουλειά μου! Αλλά όταν κάναμε «Το Γίδι» κατάλαβα ότι «Το Γίδι» το αγάπησα πιο πολύ. Σας το είπα και πριν, επαναλαμβάνομαι. Δεν μπορώ να ξεκολλήσω! Το αγαπάω!
Πώς είναι να είσαι επιχειρηματίας στη Σαμοθράκη;
Δεν το είδα έτσι, δεν το ξεκίνησα έτσι. Το είπα και στην αρχή πώς το ξεκίνησα, να μη δουλεύω εγώ. Παιχνίδι το είδα εγώ. Με τη δουλειά που κουβαλούσα με τη χονδρική για μένα αυτό είναι παιχνίδι. Γιατί έγινε με αγάπη, αλήθεια το λέω. Επαναλαμβάνομαι στη λέξη αγάπη, μα αυτή είναι η αλήθεια μου. Ήθελα να ζήσω εδώ έξι μήνες. Καλά, η κάθε μέρα που είσαι εδώ δεν είναι δουλειά, είναι ευτυχία, είναι ευλογία. Βγαίνεις έξω, πίνεις τον καφέ σου, πας στον Πύργο, κατεβαίνεις. Τι λες τώρα; Δεν νιώθω επιχειρηματίας εγώ στη Σαμοθράκη. Ίσως αυτή να είναι η επιτυχία μας, ότι δεν καβαλήσαμε καλάμια, δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο. Αλλά, παιδιά, δεν νιώθω επιχειρηματίας, ούτε στην προηγούμενη μου δουλειά. Και οι φίλοι μας κι συνεργάτες μας μάς λέγαν: «Αυτή είναι η επιτυχία σας εσάς, που δεν ξέρετε ποιοι είστε». Μας λέγαν: «Κατευθύνετε την αγορά. Τι δεν καταλαβαίνετε;». Και εμείς κάθε φορά, έχω πει στον κολλητό μου τον αρχιτέκτονα ότι εγώ ηρεμώ μόνο όταν κλείνουν τα γκεμπέκια απ’ την αγορά. Και μου λέει: «Τι είπες τώρα;». Και νιώθω, ένιωθα κάθε χρόνο ότι δίνω εξετάσεις ενώ δεν σπούδασα. Χάρβαρντ πανεπιστήμιο. Όταν βγάζαμε τα σκίτσα τα καινούργια στη βιοτεχνία[00:35:00] εγώ ένιωθα… Ποτέ δεν καβάλησα καλάμια. Σε όλην την πορεία της ζωής μου… Τι να σας πω τώρα; Να πήγα μία φορά χωρίς άγχος; Και μιλάμε για χρόνια, ε; Σαράντα χρόνια βιοτεχνία. Ποτέ, ποτέ. Ένιωθα ότι δίνω εξετάσεις, δύο φορές τον χρόνο που βγάζαμε, δύο φορές τον χρόνο σκίτσα. Ας πούμε για να καταλάβεις στη βιοτεχνία και τώρα όταν σκεφτόμασταν ας πούμε θα κάνουμε ένα μπιμπερό, μεγάλο. Και θα ‘χει μέσα για τον Βαλεντίνο για το μωρό μου, άλλο για το αγόρι, άλλο για το κορίτσι. Άλλο σετ. Όλο αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει. Γκάζια. Γκάζια, πετρογκάζ. Κάναμε γκάζια στη βιοτεχνία, τα οποία δυστυχώς στην Ελλάδα δεν γίνονται αυτά. Γιατί μόνο καλούπια ήθελε πόσα λεφτά. Εκεί επάνω έμπλεξα με κείνα, αλλά με δικιά μου παραγωγή. Όχι τα κινέζικα. Καλούπια που τα πλήρωνα αλλά συμβατικά, δηλαδή να μπορείς να το πουλήσεις και να το πουλήσει και το μαγαζί. Και εκεί ήταν που παιζόταν το παιχνίδι κι εγώ πάντα πήγαινα με την ίδια αγωνία. Ποτέ δεν έλεγα: «Έλα, μωρέ, τώρα!». Όχι. Ένιωθα, πραγματικά το λέω, σαν να έδινα εξετάσεις. Ότι γράφω μαθήματα και πάω να τα περάσω.
Και τα περνούσες.
Ναι! Σου είπα, μεγάλη επιτυχία. Αλλά ποτέ, ποτέ, ποτέ στη ζωή μου δεν έβαζα τα λεφτά. Τίποτα δεν θέλει η ζωή. Θέλει αγάπη, ειλικρίνεια, σεβασμό και να ζεις. Και να βάζεις στόχους τα όνειρά σου, ό,τι είναι για τον καθένα. Εγώ ας πούμε εκνευρίζομαι πάρα πολύ με αυτούς που αράζουν, αλλά ταυτόχρονα μιζεριάζουν κιόλας. Δεν γίνεται έτσι, ρε παιδιά. Εγώ είμαι 60 χρονών κι ονειρεύομαι. Και ο άνθρωπος δεν γερνάει, αν δεν γεράσει η ψυχή του. Άμα την αφήσει. Για μένα δεν υπάρχει ηλικία. Αυτό το πιστεύω 100%. Δεν υπάρχει, πίστεψέ με! Είναι στιγμές που γίνομαι χάλια. Ξέρεις τι κάνω τότε; Δεν εμφανίζομαι, όχι γιατί φοβάμαι. Δεν θέλω να δώσω αρνητική ενέργεια στον κόσμο. Τότε θα κλειστώ. Την παλεύω να μην το παθαίνω, αλλά το παθαίνω, ρε παιδιά. Όσο και να δέχεσαι τη ζωή με ό,τι σου συμβαίνει. Το λέω αλήθεια. Κι αυτό που θα πω μπορεί να ακουστεί πολύ, πολύ, πολύ σκληρό, αλλά το έχω σκεφτεί πάρα πολλές φορές. Μην πάρεις αγάπη από παιδί που έφερες στον κόσμο και το χάσεις μετά. Καλύτερα μην το γεννήσεις. Είναι πολύ σκληρό να χάνεις το παιδί σου! Πάρα πολύ σκληρό! Για έναν χρόνο έμπαινα στο σπίτι μου κι έλεγα: «Τώρα θα κατεβεί τις σκάλες και θα την πω: ‘‘Ρε Ελένη, γιατί μου έκανες αυτήν την πλάκα;’’». Δεν το πίστευα! Σε έναν χρόνο έκανα τρεις εγχειρίσεις. Τυφλώθηκα! Μια μέρα τυφλώθηκα. Και πάω στον γιατρό και μου λέει: «Τι βάρος σήκωσες;» και του λέω :«Το μόνο που δεν κάνω είναι να σηκώσω βάρη, γιατί πριν έναν μήνα έκανα τη μέση μου εγχείρηση». Το ‘χα ρίξει στο αλκοόλ, είχα ευαισθησία με τη μέση μου κι έκανε τρύπα ο δίσκος. Του λέω: «Όμως έχασα το παιδί μου», μου λέει: «Απ’ τη στεναχώρια σου το ‘παθες. Δεν σε δίνω πολλή ώρα. Δεν…». Τώρα από τη στεναχώρια μου δεν μπορώ να θυμηθώ πώς λέγεται αυτό που παθαίνει κάτι το μάτι. «Έλα», λέει, «να το κάνουμε με λέιζερ». Εγώ ταράχτηκα, γιατί πήγα να βγάλω τα ράμματα. Μετά την εγχείρηση της μέσης, αφαίρεση η άλλη ωοθήκη. Και λέει ο Μίλτος: «Πάμε να δούμε και το μάτι σου». Στο «Διαβαλκανικό» συμβαίνουν όλα αυτά, για αυτό έγιναν σε μια μέρα. Είχαμε ασφάλεια εκεί. «Ωχ, μωρέ Μίλτο», λέω, «τώρα», μου λέει: «Πάμε, ρε παιδί μου, να το δεις». Και καλά που πήγα. Θα έτρωγα κι άλλη εγχείρηση μεγάλη μετά. Και μου λέει: «Απ’ τη στεναχώρια σου το ‘παθες», λέω: «Δεν μπορώ, ρε γιατρέ. Εγώ ήρθα να βγάλω τα ράμματα, τι μου λες τώρα;». μου λέει: «Πάρε τον χρόνο σου». Πάω έξω, ανάβω ένα τσιγάρο, παίρνω την κολλητή μου κι αρχίζω και κλαίω. Και μου λέει: «Ηρέμησε, βρες κουράγιο και μπες κάνε το, θα ‘χουμε άλλο χειρουργείο». Ηρέμησα. Καλά, ο Μίλτος πήγε να λιποθυμήσει, σου λέει: «Τι λένε τώρα; Το ένα πίσω απ’ το άλλο;». Και μπήκα και το ‘κανα λέιζερ. Αλλιώς αποκόλληση… Πώς το λένε; Τέλος πάντων. Και θα έκανα χειρουργείο και πολύ δύσκολο. [00:40:00]Το ‘κανε ο αδελφός του Μίλτου. Και μου λέει… Και του λέω: «Αυτό, αυτό ζω». «Απ’ τη στεναχώρια σου, κορίτσι μου».
Ήθελα να σε ρωτήσω, μετά την κρίση βλέπεις διαφορά στις αγορές των καταναλωτών και το πώς… Θεωρείς τα προϊόντα σας ότι είναι κάποιου είδους πολυτέλεια και όχι ανάγκη όταν πρόκειται για ελάχιστο μισθό στην Ελλάδα και δεν έχουμε χρήματα να αγοράζουμε όλα αυτά;
Λοιπόν, έχεις κάνει μια πάρα πολύ καλή ερώτηση. Άκου να δεις τώρα πώς θα σου απαντήσω. Δεν θα σου απαντήσω με ένα ναι ή ένα όχι, ούτε είναι διπλωματική η απάντηση μου, είναι αληθινή. Εγώ από πάντα έλεγα ότι όλοι οι Έλληνες, όλη η Ελλάδα, η Ελλάδα έχει το καλύτερο κομμάτι του χάρτη, αλλά δυστυχώς δεν μας κυβερνάν σωστοί άνθρωποι. Κι εμείς τους αφήνουμε. Με τα πολιτικά είμαι άσχετη, αλλά έχω απογοητευτεί πάρα πολύ. Δεν ξαναψηφίζω, δεν ξαναψηφίζω! Το αφήνουμε αυτό το κομμάτι. Έχω κάνει μεγάλους αγώνες. Δεν με βοηθάει καθόλου, το ‘χει πει ο Ρασούλης, το ‘χει πει ο Παπάζογλου, το ‘χει πει ο Σαββόπουλος κι ό,τι είπαν αυτοί, που τους άκουγα και τους παρακολουθούσα και τους λατρεύω, είναι αλήθεια, ρε παιδιά. Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Πότε μας βοήθησαν; Τους ελεύθερους επαγγελματίες πότε; Ποτέ! Ούτε οικοτεχνίες βοηθάν, ούτε χειροποίητο, ούτε νέα παιδιά. Θα είμαι στην απάντησή σου σαφής, αλλά πρέπει να σου πω αυτό για να σου απαντήσω, με αυτήν τη δουλειά που με ρωτάς τώρα. Λοιπόν, εγώ πάντα έλεγα η Ελλάδα, όλος… Όλοι οι Έλληνες έπρεπε να ασχοληθούμε με τον τουρισμό. Αυτόν να είχε στήσει το κράτος. Και όλοι να καθόμασταν τρεις μήνες και θα είχε… Θα ήμασταν Ελβετία. Τι δεν καταλαβαίνουμε; Ας πούμε η Σαμοθράκη αν πιάσεις χωράφια, κτήματα μπορεί να γίνει με ξύλινα σπίτια, να μπαίνει ο κόσμος στις βάθρες να πληρώνει. Τι είναι αυτό το ρημαδιό; Να τα πούμε κι αυτά. Λοιπόν, και με ρωτάς μετά την κρίση με «Το Γίδι», με αυτό που ασχολούμαι εγώ. Έλεγα αυτό και το πίστευα. Έρχεται «Το Γίδι» και το είδα πράξη. Παιδιά, στο τουριστικό κομμάτι δεν φαίνεται η κρίση. Φαίνεται όταν δεν κάνεις σωστά τη δουλειά σου. Ναι, είναι μαζεμένος ο κόσμος, οι Έλληνες. Αλλά εμάς, επειδή είναι μια ιδιαίτερη φάση κι είναι μοναδικό. Ο κόσμος έχει σιχαθεί τα ίδια και τα ίδια, αγάπη μου. Τα ίδια και τα ίδια και την κινεζίλα. Τέλος, φτάνει, ρε παιδιά. Φτάνει! Φτάνει! Εγώ να φανταστείς για να στηρίξω τα μαγαζιά δεν έχω ούτε κοσμήματα ούτε τίποτα, για να τους βοηθήσω να πουλάνε. Πουλάνε μαλακίες. Εγώ έχω φίλους που κάνουν φοβερή δουλειά και για να τους στηρίξω είχα πάρει και τα απέσυρα. Του χρόνου θα τα πάρω, γιατί είναι φοβερά κομμάτια και πολύ καλή τιμή. Όπως φέτος στήριξα δύο φιλαράκια μου, τα οποία είναι του κολλητού μου τα παιδιά, κάνουν μια φοβερή δουλειά, με δικά τους design μπανιά και πήρα τις τσάντες τους. Δεν το βλέπω ότι βγάζω. Τα πουλάω και πιο φθηνά απ’ τα άλλα νησιά για να τα προωθήσω τα παιδιά. Αλλά απ’ ό,τι είδες εδώ είναι όλο «Γίδι». Δεν θέλω να χαλάσω το brand. Αλλά πάντα έχω χώρο για δύο νέα παιδιά που ξεκινάνε και θα το κάνω πάντα αυτό. Τώρα στην ερώτησή σου με την κρίση αν φάνηκε στο «Γίδι», εγώ, επειδή έφυγα από μία βιοτεχνία που πήγαινε κατακόρυφα και άκουσα την κρίση έτσι, είμαι σούπερ ευχαριστημένη, γιατί εγώ είχα χάσει τη δουλειά μου κι ήρθα εδώ για να ζήσω. Δεν το είδα επιχείρηση, δεν το είδα τα κονομάω. Ό,τι ήταν να κάνω το ‘κανα στην προηγούμενή μου δουλειά. Δεν ήρθα εδώ γιατί πεινούσα και χρωστούσα. Οπότε δεν με ενδιέφερε και τόσο. Απλά επειδή κάναμε πολύ σωστά τη δουλειά μας, και πραγματικά θα το ξαναπώ κι ας γίνομαι κουραστική, με πολλή αγάπη πέτυχε. Και δεν θα σου πω εγώ ότι βλέπω κρίση. Φαίνεται η κρίση, μη λέμε τώρα χαζομάρες. Και φέτος φάνηκε που λένε είχε κόσμο, είχε κόσμο. Ναι, είχε κόσμο. Εμείς ήμασταν γεμάτοι, έξω περίμεναν ουρά. Έμπαιναν οι φίλοι μου και με λέγαν: «Τριάντα περιμένουν!». Τι να κάνω; Έχουμε και τις μάσκες, να προστατευτούμε. Κάποιες στιγμές ξέφευγε ο κόσμος. Ναι όμως, παιδιά, αυτό δεν ήταν έτσι επειδή είχε πάρα πολύ κόσμο, δεν αδειάσαμε τέλη Ιουλίου. Καταλάβατε τι λέω. Αλλά τελείωσαν όλα τα ψιλολόγια. Τι σημαίνει αυτό; Η κρίση. Δηλαδή για να πάρουμε κάτι απ’ «Το Γίδι» θα πάρουμε το σφηνάκι με τρία ευρώ. Θα πάρουμε το σουβέρ με τρία ευρώ. Αυτά τελείωσαν. Τα άλλα, δόξα, δεν το συζητάω, είμαι… Θα ήταν αχαριστία να μην είμαι ευχαριστημένη. Ντροπή! Εγώ τώρα σπάσαν τα νούμερα και ντρέπομαι για «Το Γίδι». Γιατί θέλω «Το Γίδι» να το ‘χω πολύ ψηλά. «Γίδι» εννοώ τ[00:45:00]ο μαγαζί μας. Και σπάσαν τα νούμερα στις μπλούζες και ντρέπομαι. Να, τώρα μαζεύω είδες και μπήκαν το πρωί οι άνθρωποι και δεν βρίσκαν νούμερα και βρήκαν και πήραν. Και μου λέει η μία η κοπέλα: «Όχι, μην το κλείσεις», λέω: «Ντρέπομαι». «Όχι», μου λέει, «ο κόσμος θα βρει. Εγώ ντρέπομαι, παιδιά. Γιατί μ’ αρέσει να είναι όλα. Ενώ είμαι χύμα στη ζωή μου στη δουλειά μου είμαι… Δηλαδή τη στηρίζω μέχρι εκεί που δεν πάει. Οπότε η ερώτησή σου, αγάπη μου, επειδή την έκανες και πρέπει να είμαι πιο σαφής, ναι, υπάρχει κρίση, εγώ όμως, επειδή έρχομαι από μία χονδρική εδώ, δεν κρίνω το ένα με το άλλο. Φαίνεται η κρίση, αλλά όποιος ασχολείται σοβαρά με ένα τουριστικό, και αυτό πολύ θα χαρώ να το ακούσουν οι νέοι σαν μήνυμα, να… Ναι, να ασχοληθούνε με το τουριστικό κομμάτι της Ελλάδας. Είναι το μέλλον. Η κρίση θα φανεί εφόσον δεν θα κάνεις σωστά τη δουλειά σου. Φαίνεται η κρίση, θέλω να είμαι σαφής, αγάπη μου, γιατί θέλω να σε βοηθήσω στη συνέντευξή σου, εγώ όμως είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη για όλα αυτά που σου προανέφερα.
Ωραία! Και Θα σου κάνω και μία ακόμη ερώτηση, λίγο άσχετη με αυτό το θέμα, για το νησί. Έχεις κάποια σχέση με το βουνό; Ανεβαίνεις; Σου ‘χει κάνει κάποια εντύπωση; Πέραν από την παραλία σού έχει κάποια εντύπωση ένα ποτάμι, κάτι; Να νιώσεις πάνω στο βουνό;
Την ενέργεια και όλα αυτά;
Ναι.
Κοίταξε, όλο το νησί έχει αυτήν την ενέργεια. Αυτό το νησί αν το έχουν αναλάβει και το στήσουν έτσι όπως πρέπει είναι… Τι να σου πω; Σου είπα, αυτό το νησί… Τι να πούμε, βρε παιδιά; Είναι πολύ ιδιαίτερο. Εγώ κοίταξε, μωρό μου, να δεις, επειδή από μωρά και με τους γονείς μου κι αυτά ταξίδεψα πάρα πολύ, πάρα πολύ, τι να σου πω τώρα; Και με τον Μίλτο και με την κόρη μου, και μόνη μου, και με τη δουλειά μου τη βιοτεχνία, που σου ‘χω πει. Ταξίδια, Κίνες, Μίνες, παντού. Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει, αλλά είναι αδικημένο. Δεν θέλω να μπω σε αυτήν τη συζήτηση τώρα τι κάνουν και τι δεν κάνουν. Φταίει και το κράτος, τι επιδοτήσεις δίνει, τι κάνει, τι γίνεται. Χαμπάρι δεν τα ξέρω αυτά. Αλλά αν εγώ με το βουνό και με τα τέτοια... Εμένα σου είπα, εμένα η λατρεία μου είναι ο Κήπος σε συνδυασμό με αυτό που ζω, γιαβρί μου. Έχω πάει στις βάθρες και του Φονιά και παντού. Και αυτές οι βουτιές που κάνεις στον Φονιά, δεν το συζητάω! Δεν το συζητάω! Αλλά είμαι του Κήπου.
Ο καθένας σ’ αυτό το νησί μπορεί να βρει το δικό του…
Άμα το αγαπάει, ναι, ναι. Ας πούμε τα πρώτα χρόνια μέναμε στα Θέρμα στο «Mariva». Το ίδιο δωμάτιο, έντεκα χρόνια μέναμε εκεί. Και μια χρονιά το είχε πάρει ο Φερεντίνος ο παρουσιαστής και του λέει: «Σε τρεις μέρες έρχονται τα παιδιά». «Ποια είναι αυτά τα παιδιά;». Το ίδιο δωμάτιο! Εκεί δηλαδή, τέτοια σύνδεση με το νησί και με τους ανθρώπους. Και μέναμε εκεί και πηγαίναμε μετά τις 15:00 που σου είπα, στον Κήπο. Άλλες φορές φωτιές, καθόμασταν εκεί το βράδυ. Μετά από κει φεύγαμε, κάναμε το μπανάκι μας. Δηλαδή κομμάτια του νησιού. Και για μένα η πιο ωραία ταράτσα του νησιού είναι το «Akrogiali». Άγριος είναι ο καιρός; Ήρεμος είναι ο καιρός; Είναι το απέραντο γαλάζιο. Και το βράδυ αργά στη Χώρα, στον Λευκό Πύργο με παρεάκια, με τα πιτσιρίκια που προανέφερα. Εγώ το νησί δεν το ρουφάω να το εκμεταλλευτώ ούτε είμαι απ’ αυτούς που έρχονται και στήνουν μια σκηνή και τη βγάζουν τζάμπα. Εγώ το νησί το στήριζα από πάντα. Και τώρα που έχω δουλειά δεν είμαι απ’ αυτούς που θα κουβαλήσω τα ψώνια μου, θα δώσω και στο σούπερ μάρκετ. Έχω τέτοια επαφή με το νησί. Θα πάω στις ταβέρνες. Δεν με νοιάζει αν θα ‘ρθουνε αυτοί. Δεν το κάνω για αυτό. Με αυτούς με τους περισσότερους είμαστε φίλοι. Μόνοι τους με ζητάνε αφίσες και τις βάζω. Σε κανέναν δεν έχω ζητήσει. Κι έρχονται και ψωνίζουν και μόνη μου θα τους κάνω δώρα. Και προχτές να φανταστείς μπήκαν κάτι Ρουμάνοι κι ήμασταν κλειστοί, επειδή μαζεύουμε, και θέλαν μπλούζες. Κι επειδή ο Γιώργος είχε μπλούζες στο αμάξι, τι έκανε, ρε συ; Απ’ το «Akrogiali». Τις χάρισε! Κατάλαβες; Αυτό. Με το βουνό, ναι, βέβαια! Εντάξει, πριν κλείσει ο Ξηροπόταμος ας πούμε… Πω, πω! Έχεις πάει σ’ αυτήν τη βάθρα; Είναι απ’ τις αγαπημένες μου. Εκεί πηγαίναμε όλη μέρα. Εκεί οι πέτρες έχουν κάνει κρεβάτια, πολυθρόνες. Τι φοβερή βάθρα! Τι φοβερή βάθρα! Κάθεσαι εκεί στην πέτρα και τρέχει το νερό. Βέβαια αυτή η ενέργεια είναι, αγάπη μου. Αλλά όχι ψεύτικη. Γιατί έχει και πολλούς, να τα πούμε κι αυτά, που έρχονται, πάνε μες στις βάθρες, αφήνουν σκουπίδια[00:50:00], δεν τα μαζεύουν ποτέ. Μαγειρεύουν με κίνδυνο να πάρει φωτιά το νησί. Φυσικά και δεν φταίνε αυτοί. Έπρεπε να δημιουργηθούνε καταστάσεις. Εδώ το κάμπινγκ, ρε συ, δεν φτιάχνουνε. Τι είναι αυτό το πράγμα; Τι ρημαδιό; Τρία νέα παιδιά απ’ το νησί, που τα λατρεύω, πήραν τους Βαράδες και το κάνανε. Τι ωραίο κάμπινγκ! Το ανοργάνωτο βεβαίως και είναι τέλειο, αλλά κάντε το! Τι είναι αυτό; Μπαίνουν και δεν πληρώνουν. Δηλαδή το νησί χρειάζεται λεφτά για να φτιαχτεί. Δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδιά. Ας μην εκθέσω κανέναν, γιατί τους αγαπάω όλους.
«Το Γίδι» χωρίς εσένα και τον Μίλτο, χωρίς τους δικούς σας χαρακτήρες και τις προσωπικότητες, θα είναι το ίδιο;
Όλοι μάς λένε: «Αν φύγετε εσείς, πάει ‘‘Το Γίδι’’». Κι εκεί στεναχωριέμαι πολύ. Όλοι μάς το ‘χουν πει. Εγώ δεν το νιώθω έτσι. Αλλά πραγματικά σου το λέω με, όποιον κάνουμε συζήτηση μάς λένε αυτό το πράγμα. Δεν θέλω να το πω εγώ. Η αλήθεια είναι ότι το νιώθω και το βλέπω απ’ τον κόσμο, ρε παιδιά. Ρε παιδιά, σας λέω, είναι ένα πάρτι όλο το καλοκαίρι εδώ μέσα, οπότε στην ερώτηση κρίση και τέτοια δεν μπορώ να σου απαντήσω. Γιατί περνάω τέλεια! Μες στο μαγαζί περνάω τέλεια! Βάζουμε τη μουσική, μπαίνουν τα παιδιά που ήρθαν πέρσι που φέρνουν άλλους φίλους. Το ‘19 που μας έδιωξε υποτίθεται ο άλλος κι εμείς δεν μασήσαμε, ερχόμαστε στο μαγαζί και το στήνουμε. Και είναι Απρίλιος. Απ’ το ένα πάω στο άλλο, αλλά αυτό πρέπει να το πω. Και δεν ήμαστε έτοιμοι κι έρχεται η διευθύντρια του σχολείου και μας λέει: «Θα ανοίξετε 17 Απρίλη;». «Τι μου λες, ρε Λίτσα», λέω, «εμείς ακόμη…». «Άκου να σου πω», μου λέει, «πρέπει να ανοίξετε!». Δεν μου το λέει όμως χαρακτηριστικά. Ξέρεις, «έρχεται αυτό ή εκείνο». Το ξαναλέει την άλλη μέρα. Λέω: «Ρε Λίτσα, εντάξει». Λέω τον Μίλτο και τον κολλητό μας τον φίλο τον Σπύρο που μας βοηθάει στα ηλεκτρονικά κι αυτά... Στα ηλεκτρικά. Λέω: «Ρε παιδιά, στήστε την ταμειακή και POS, αποσύρουμε τις άλλες δουλειές, στήστε τις μπλούζες και να δούμε». Χωρίς να περιμένουμε τίποτα. Λέω: «Ας το κάνουμε!». Έρχεται το Κολέγιο. Όχι ένα απλό κολλέγιο, το Κολέγιο Αθηνών. Είμαστε εδώ, στρίβουνε απ’ τη γωνία και έρχεται το Κολέγιο Αθηνών και κάνουν: «Να το ‘‘Το Γίδι’’!». Το ξέραν όλοι. Πασίγνωστο! Και μπουκάρουν μέσα. Μας έχουν ρίξει απέναντι και γίνεται της κακομοίρας. Ξέραν τα σκίτσα, τι πήραν οι φίλοι την προηγούμενη χρονιά. Τι…; Κάναμε τέτοιαν έναρξη. Από την κακία στην αγάπη. Κάνουν μιαν τέτοιαν έναρξη, παιδιά, που χεστήκαμε για τα λεφτά. Κατ’ αρχήν, όλα τα παιδιά τα χάριζα, προφυλακτικά, τέτοια. Όλα φύγανε με δώρα. Φεύγουνε. Εμείς νομίζουμε φύγανε. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη μέρα. Σε δύο μέρες χτυπάει η πόρτα του σπιτιού, γιατί σπίτι-μαγαζί είναι δίπλα, και παίρνουν τηλέφωνο απ’ το κάτω το καφενείο του Μανιώτη και μας λένε: «Το Κολέγιο είναι έξω απ’ το μαγαζί». Μας χτυπάει ο απέναντι ο φίλος ο Χαρανάς απ’ το «Μελτέμι» και λέει: «Το Κολέγιο είναι έξω απ’ το μαγαζί». Ερχόμαστε, ξαναέρχεται το Κολέγιο, έρχονται κι οι καθηγητές, ψωνίζουν κι αυτοί, μας δίνουν συγχαρητήρια και ξαφνικά το ένα σούπερ μάρκετ από κάτω βγαίνει και μου λέει: «Ρε παιδιά, αυτός σας έδιωξε, σας χάσαμε απ’ τη γειτονιά, την ομορφιά!». Αυτό όλοι το λένε από κάτω. «Ήρθατε και γέμισε το χωριό με νεολαία και με τις σακούλες και τις μπλούζες σας!». Αυτό το σκηνικό έγινε όταν φύγαμε με πόνο από κάτω. Έτσι έγινε η έναρξη σ’ αυτό το μαγαζί. Πες μου τώρα εσύ, τι καταλαβαίνεις; Αγάπη!
Το καλύτερο ποδαρικό!
Ναι! Έτσι ακριβώς είχε γίνει. Και κείνη η χρονιά ήταν δύσκολη, γιατί χάλασε το καράβι κι ήμασταν χωρίς καράβι.
Το θυμάμαι. Έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;
Όχι, αγάπη μου. Ό,τι σου είπα είναι πέρα για πέρα απ’ την καρδιά μου. Δεν ξέρω τι και πώς γίνονται αυτά. Εγώ αυτό που θα σου πω, με το χέρι στην καρδιά, είναι ότι σε μίλησα αληθινά, πραγματικά κι ό,τι σου είπα είναι πέρα για πέρα αλήθεια! Σε ευχαριστώ! Ήθελα να σε βοηθήσω. Δεν ξέρω αν σε βοήθησα, αλλά ένα θα σου πω, είναι από καρδιάς! Αν αυτό μετράει θα φανεί. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, κορίτσι μου! Και το ‘κανα 100% για να βοηθήσω τα νέα τα παιδιά.
Ευχαριστώ πολύ![00:55:00]
Αυτό!
Να ‘σαι καλά!
Δεν με νοιάζει αν μπω ή δεν μπω, καθόλου! Εγώ το ‘κανα με αγάπη και αλήθεια. Και πραγματικά, αν δεν είναι για να μη… Να μην μπει, να μπει όπως θα το κρίνουν οι ειδικοί και οι υπεύθυνοι.
Ήταν πολύ ωραία! Ευχαριστώ πολύ!
Κι εγώ, μωρό μου!
Τέλος συνέντευξης.
Photos

Το γιδ'
Το εσωτερικό του μαγαζιού.

Ουρανία Καζαντζίδου
Η Ράνια εν ώρα εργασίας.

Το γιδ'
Το δρομάκι και η ταμπέλα του μαγαζιού.

Το γιδ'
Η είσοδος στο κατάστημα.

Το γιδ'
Αυτοκόλλητο logo στο πάτωμα του μαγαζιού τ ...

Το γιδ'
Αυτοκόλλητο logo με τα χρώματα LGBTQ+ στο ...

Το γιδ'
Αυτοκόλλητο στο πάτωμα του μαγαζιού της αφ ...

Μπλουζάκια «Το Γιδ'»
Μπλουζάκια με σκίτσα δημιουργημένα από τη ...

Μπλουζάκια «Το Γιδ'»
Μπλουζάκια με σκίτσα δημιουργημένα από τη ...

Μπλουζάκια «Το Γιδ'»
Μπλουζάκια με σκίτσα δημιουργημένα από τη ...

Μπλουζάκια «Το Γιδ'»
Μπλουζάκια με σκίτσα δημιουργημένα από τη ...

Ουρανία Καζαντζίδου
Η Ράνια στο μαγαζί της.

Ουρανία Καζαντζίδου
Η Ράνια στο μαγαζί της.

Η Ράνια με τον Μίλτο

Η Ράνια με τον Μίλτο
Content available only for adults (+18)
Summary
Η Ράνια Καζαντζίδου αγαπάει τον κόσμο και τη δημιουργία. Ξεκίνησε από τη χονδρική και κατέληξε στη λιανική πώληση με αποκορύφωμα το «Goat Shop - Το Γίδ'» στη Σαμοθράκη. Μαζί με τον σύντροφό της Μίλτο έχουν περάσει πόνο και στεναχώρια, αλλά δεν σταματούν να ονειρεύονται και να δημιουργούν. Το χιούμορ, η αγάπη και η αισιοδοξία είναι αρκετά για να αποδείξουν πως η πρωτοτυπία και η θετική ενέργεια έχουν πάντα θέση στην καρδιά ενός μικρού νησιού.
Narrators
Ουρανία Καζαντζίδου
Field Reporters
Νικολέτα Λασκίδου
Tags
Interview Date
11/09/2021
Duration
55'
Content available only for adults (+18)
Summary
Η Ράνια Καζαντζίδου αγαπάει τον κόσμο και τη δημιουργία. Ξεκίνησε από τη χονδρική και κατέληξε στη λιανική πώληση με αποκορύφωμα το «Goat Shop - Το Γίδ'» στη Σαμοθράκη. Μαζί με τον σύντροφό της Μίλτο έχουν περάσει πόνο και στεναχώρια, αλλά δεν σταματούν να ονειρεύονται και να δημιουργούν. Το χιούμορ, η αγάπη και η αισιοδοξία είναι αρκετά για να αποδείξουν πως η πρωτοτυπία και η θετική ενέργεια έχουν πάντα θέση στην καρδιά ενός μικρού νησιού.
Narrators
Ουρανία Καζαντζίδου
Field Reporters
Νικολέτα Λασκίδου
Tags
Interview Date
11/09/2021
Duration
55'