© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Από το βιβλιοπωλείο «Ζερβόπουλου» της Κέρκυρας στο περιοδικό κορφιάτικου ταμπεραμέντου «Πορτόνι»
Istorima Code
19764
Story URL
Speaker
Σπυριδούλα Γιάννου (Σ.Γ.)
Interview Date
07/09/2021
Researcher
Μαρίνα Μπάντιου (Μ.Μ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Σπυριδούλα Γιάννου.
Εγώ ονομάζομαι Μαρίνα Μπάντιου, σήμερα είναι 8 Σεπτεμβρίου 2021, βρισκόμαστε στο σπίτι της αφηγήτριας στην Κέρκυρα. Εγώ είμαι ερευνήτρια στο Istorima και θα ξεκινήσουμε μαζί με την κυρία Σπυριδούλα Γιάννoυ τη συνέντευξή μας. Πείτε μου μερικά στοιχεία για εσάς.
Εγώ μεγάλωσα στην Κέρκυρα. Βέβαια δεν είναι... η καταγωγή μου, δεν είναι από δω, είναι από τα Γιάννενα, από τα Τζουμέρκα συγκεκριμένα, αλλά λόγω της δουλειάς του πατέρα μου είχαμε έρθει εδώ όταν ήμουνα ήδη 4 ετών. Οπότε θεωρούμαι πλέον Κερκυραία.
Θυμάστε χαρακτηριστικές μνήμες από την Κέρκυρα όπως τη γνωρίσατε;
Φυσικά. Γιατί πέρασα τις πολύ ωραίες δεκαετίες στην Κέρκυρα, δηλαδή τη δεκαετία του ’70, ’80. Κυρίως αυτές, αυτές οι δύο δεκαετίες ήταν οι πιο ευνοϊκές για την Κέρκυρα, η οποία ήτανε ένα μέρος... φάνταζε σαν ένα μέρος ξεχωριστό από την υπόλοιπη Ελλάδα. Δηλαδή ήταν πολύ μπροστά σε πολλά πράγματα, γεγονός που δεν παρατηρείται πλέον, δηλαδή βλέπουμε μια παρακμή. Τέλος πάντων, εγώ έζησα στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, στη συνοικία Καμπιέλο. Είχα πάρα πολύ ωραία παιδικά χρόνια με την έννοια ότι παίζαμε πάρα πολύ, ήτανε... όποιος έχει ταξιδέψει στη Νάπολη και έχει ακούσει τις γειτονιές, ξέρετε, τους ανθρώπους πώς μιλάνε εκεί, ήταν ένα τέτοιο σκηνικό. Δηλαδή ήτανε οι καβγάδες των γειτόνων, ήταν το παιχνίδι το μέχρι εσχάτων των παιδιών, ήταν μια πολύ ωραία εποχή, την οποία τη θυμάμαι με πάρα πολλή νοσταλγία. Όπως θυμάμαι και τους πολύ χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής, οι οποίοι ζούσαν στη γειτονιά μας και ήτανε... και μου έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου για κάποιο λόγο. Στην πορεία της συζήτησης ίσως μου έρθουνε στο μυαλό κάποιοι τέτοιοι τύποι που μπορεί να σας τους περιγράψω, γιατί στο περιοδικό για το οποίο θα μιλήσουμε έχω γράψει ιστορίες σχετικά με αυτούς τους ανθρώπους.
Μιλήστε μου για το περιοδικό.
Λοιπόν. Εγώ είμαι φιλόλογος, σπούδασα στη Φιλοσοφική στο Ρέθυμνο. Σπούδασα χωρίς ακριβώς να ξέρω αν είναι αυτό που θέλω. Δηλαδή αγαπούσα τα θεωρητικά μαθήματα: τη Γλώσσα, τη Λογοτεχνία πάρα πολύ, αλλά δεν με ικανοποιούσε η σχολή, με την έννοια ότι βγήκα από το λύκειο χωρίς να ξέρω βασικά Ιστορία. Ξέρετε, στο σχολείο κάναμε την Ιστορία πολύ αποσπασματικά και δεν είχαμε εικόνα της χρονικής αλληλουχίας, δηλαδή ένα παιδί τελείωνε το λύκειο και δεν ήξερε πότε είναι η Αρχαιότητα, πότε είναι το Βυζάντιο, πότε είναι τα ρωμαϊκά χρόνια. Εγώ προσωπικά δεν το ήξερα. Λοιπόν, και αυτό το πράγμα πάντα μου είχε μείνει. Δηλαδή ενώ μου αρέσει πάρα πολύ η Ιστορία, δεν με ελκύει ο τρόπος με τον οποίον αυτή διδάσκονταν. Ένα είναι αυτό το κομμάτι, το οποίο είχα αφήσει στην άκρη στο μυαλό μου και δεν είμαι ικανοποιημένη. Το άλλο... άρχισα να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία από πολύ μικρή. Μου άρεσαν οι συγκεκριμένοι Έλληνες και Γάλλοι λογοτέχνες, διηγηματογράφοι. Κυρίως διάβαζα Παπαδιαμάντη, διάβασα... κυρίως ο Παπαδιαμάντης με σημάδεψε, αλλά αργότερα άρχισα να διαβάζω και πολύ τους Γάλλους του 19ου αιώνα, οι οποίοι μοιάζανε με τον Παπαδιαμάντη στον τρόπο σκέψης, στην ανάλυση των συναισθημάτων τους, στη στάση που είχαν απέναντι στις γυναίκες. Τέλος πάντων, και δημιούργησα έναν δικό μου κόσμο, όχι λογοτεχνικό, πώς να σας το πω, βυθιζόμουνα σε αυτά τα... στις ιστορίες. Και κατάλαβα ότι μπορείς να μάθεις Ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία. Με τον καιρό βέβαια, έτσι; Και σκεφτόμουνα, λοιπόν, όταν τελείωσα τη σχολή, πώς θα μπορούσε αυτό το πράγμα να το παντρέψω. Αυτό ήταν μια πολύ γενική ιδέα και το είχα έτσι στο μυαλό μου ανακατεμένο χωρίς να ξέρω πού θα καταλήξει και τι θα... πώς θα μορφοποιηθεί. Με τα χρόνια, όταν γύρισα, δούλεψα σε ένα βιβλιοπωλείο που ήτανε του άντρα μου, της θείας του άντρα μου, ένα πολύ χαρακτηριστικό βιβλιοπωλείο της Κέρκυρας, το βιβλιοπωλείο «Ζερβοπούλου», που ήταν από 1923, το είχε ανοίξει ο παππούς του άντρα μου μόλις γύρισε από την εκστρατεία της Μικράς Ασίας και το οποίο είναι πάρα πολύ γνωστό και φημισμένο εδώ στην Κέρκυρα. Έκλεισε το 2012, μετά από την κρίση, τότε το κλείσαμε. Μέχρι όμως το 2012 –γιατί εγώ το είχα από το 2006 μέχρι το ’12– πήγαινε πάρα πολύ καλά, είχε σταθερούς πελάτες, είχε συλλέκτες. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ η συγκεκριμένη δουλειά. [00:05:00]Και όταν βγήκα από το... έφυγα από το βιβλιοπωλείο, ξεκίνησα ένα μεταπτυχιακό εδώ στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, βρήκα κάποια θέματα που μου αρέσαν πάρα πολύ μέσα από το αρχείο, δηλαδή έχω κάνει καταγραφές για τα αλητάκια του 19ου αιώνα, γιατί ήταν ιστορική δημογραφία το αντικείμενο, για τις φυλακές της Κέρκυρας επίσης μια συγκεκριμένη χρονική περίοδος, στατιστικά στοιχεία βέβαια, αλλά που βγαίνουνε όμως και έχει και κοινωνιολογικά ευρήματα. Και αφού τελείωσα λοιπόν, κατάλαβα επιπλέον –σας τα λέω λίγο ανακατεμένα, όπως μου έρχονται στο μυαλό, ε;–, επιπλέον κατάλαβα ότι η Ιστορία δεν αρέσει στα παιδιά, όπως δεν άρεσε και σ’ εμένα εξάλλου, επειδή δεν παρουσιάζεται όπως πρέπει. Είχα πάει σε... συγκεκριμένα σε κάποια διάλεξη ενός καθηγητή και πήγα... συνήθως τις αποφεύγω, γιατί με κουράζουν πάρα πολύ και δεν βρίσκω ενδιαφέρον, αλλά ξεκίνησε τη διάλεξη αυτή με μια εικόνα, με μια ιστορία, η οποία σου έφερνε, όμως, στο μυαλό μια εικόνα. Και αμέσως σε καθήλωσε, δηλαδή ήθελα να το... το έκανα εικόνα και ήθελα να δω τι θα γίνει παρακάτω. Και κατάλαβα ότι έτσι ενσωματώνεται η Ιστορία μέσα μας, δηλαδή και με την, και με τη λογοτεχνία και με την αφήγηση των ιστοριών γενικότερα, δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα λογοτεχνία, μπορεί να είναι μια αφήγηση ιστορίας, αλλά μόνο έτσι θα σου μείνει το ιστορικό γεγονός. Δεν θα σου μείνει με την καταγραφή της μάχης, της χρονολογίας. Και αυτό που με βασάνιζε, δηλαδή, σε όλα τα χρόνια από το λύκειο με το... μετά το πανεπιστήμιο και μετά ακόμη, τελικά έγινε, έγινε, έγινε... είδα τι είναι αυτό που χρειάζεται. Και είχα την ιδέα να κάνουμε ένα περιοδικό, την είχα πολύ αφηρημένα, γιατί σε πρακτικό επίπεδο μου φαινότανε βουνό όλο αυτό. Ξεκίνησα, λοιπόν, και το συζητούσα με κάποιους φίλους μου που ξέρω ότι ενδιαφέρονται και θα μπορούσαν να βοηθήσουν και έτσι σχηματίσαμε μια μικρή ομάδα τριών-τεσσάρων ατόμων, όπου το συζητήσαμε διεξοδικά και καταλήξαμε να κάνουμε μία απόπειρα, αδέξια στην αρχή, να φτιάξουμε ένα περιοδικό το οποίο θα είναι μία μείξη της Ιστορίας με τη λογοτεχνία, θα έχει και ξεχωριστά βέβαια λογοτεχνικά κείμενα, μυθοπλασίες δηλαδή, και αμιγώς ιστορικά, αλλά εκείνο, ο βασικός στόχος ήτανε να ανοίγεις την πρώτη σελίδα και να λες: «Θέλω να το διαβάσω», να λες «Ωχ»... Να μη λες: «Ωχ, τι είναι αυτό που θα μας πει τώρα αυτός, τι θεωρητικά πράγματα;». Καταλάβατε; Ήθελα να πάρει τη διάσταση του παραμυθιού, του παραμυθιού για ενήλικες βέβαια, έτσι; Κάπως έτσι ξεκίνησε το «Πορτόνι». Σιγά-σιγά, το πρώτο τεύχος ήτανε πάρα πολύ γλυκό, γιατί ήτανε πολύ αδέξιο, φαίνεται η αδεξιότητά του μετά που πήραμε, ξέρετε, το κολάι και τα βλέπαμε και τα επόμενα και όλα αυτά, αλλά δεν παύει να είναι το πρώτο και πολύ αγαπημένο. Ήταν με πολύ λίγες σελίδες, με θέματα που ήτανε λίγο ξεκομμένα μεταξύ τους. Όμως έχει τη γοητεία, έχει τη γοητεία του πράγματος που το κάνεις γιατί πραγματικά το θέλεις. Φυσικά όλα τα πρακτικά θέματα ξεπεραστήκανε, ξεπεραστήκανε, γιατί άμα υπάρχει θέληση νομίζω ότι αυτά τα... αυτά βασικά ξεπερνιούνται. Αυτό. Μετά υπήρχαν πάρα πολλοί νέοι άνθρωποι... Α, ο επόμενος ο βασικός στόχος ήτανε ότι στο περιοδικό θα γράφανε ουσιαστικά νέοι άνθρωποι. Νέοι άνθρωποι δεν εννοώ βιολογικά μόνο, εννοώ με φρέσκες ιδέες, που σκέφτονται νεανικά. Δηλαδή θέλαμε να ξεφύγουμε από αυτή τη βαριά πνευματική ελίτ που έχει στρογγυλοκαθίσει στην Κέρκυρα.
Αυτός ήτανε δηλαδή, ήταν ένας από τους στόχους. Το ξέρουνε οι περισσότεροι, ότι αυτός ο στόχος δεν... και όντως και αυτό πώς πραγματοποιήθηκε; Με τη χρήση μιας απλής και ζωντανής γλώσσας. Δηλαδή η γλώσσα ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Οι βαρύγδουπες εκφράσεις, οι πολλές, οι πολύ... αυτό που λέμε: «Κάνω κάθομαι και κάνω λογοτεχνία», δεν το «σηκώνει» αυτό το περιοδικό. Δηλαδή όταν θες να πεις μια ιστορία και σου βγαίνει από μέσα σου, τότε κάνεις λογοτεχνία. Όταν είσαι με το λεξικό και ψάχνεις την κατάλληλη λέξη, τότε νομίζω ότι το έχεις χάσει το παιχνίδι. Και από μόνο του μετά το περιοδικό, όταν το έβλεπες στ[00:10:00]ο σύνολό του πριν βγει, φαινόταν ποιο κείμενο, ποιο κείμενο το «πέταγε» έξω, καταλάβατε; Αυτό. Πολλοί συμμετείχανε, πολλοί μου στέλνανε κείμενα. Βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, επειδή είναι και μια μικρή κοινωνία η Κέρκυρα, οι διαπροσωπικές σχέσεις ήταν πολύ σε λεπτή ισορροπία, γιατί όταν απορρίπτετε κάποιονα... Ωστόσο, υπήρχε μια πολύ, μια πολύ μεγάλη αποδοχή εκ μέρους του κερκυραϊκού κοινού, γιατί το αγάπησε από την πρώτη στιγμή, γιατί ήταν αυτό που ήθελε. Ήταν αυτό που... Είναι και το μέγεθος, το μέγεθος είναι Α4, επιλέχθηκε συγκεκριμένα, το ήθελα Α4, γιατί μπορείς να το αφήσεις στο τραπέζι σου, είναι ένα περιοδικό για coffee table, που μπορεί να το ανοίξει κάποιος σε κάποιο ιατρείο, σε κάποια δημόσια υπηρεσία και να το χαζέψει. Δεν χρειάζεται να συγκεντρωθείς για να το διαβάσεις. Είναι απλώς για να διασκεδάσεις, αλλά ταυτόχρονα σου μένει κάτι και κυρίως σου μένει η αύρα του νησιού. Για αυτό λέγεται και περιοδικό «κορφιάτικου ταπεραμέντου». Τώρα είμαστε στο... πάμε για το 14ο τεύχος. Εγώ πίστευα ότι δεν θα υπάρχει, άντε να υπήρξε και ένα δεύτερο μετά το πρώτο τεύχος. Όμως το κάναμε επειδή μπήκαν πολύ ενεργά και πολλά πρόσωπα μέσα, από την αρχή, και επειδή έβλεπες ότι ο κόσμος το αποζητούσε πότε θα βγει, αναρωτιότανε, ήτανε σε διαρκή αγωνία και αυτά, έβλεπες ότι... ότι είχα την ανάγκη ότι έπρεπε να ανταποκριθώ, είχα... δηλαδή με πίεζε αυτό. Με πίεζε με μια πολύ θετική έννοια, έτσι; Και ταυτόχρονα αυτή η πίεση σού έβγαινε πάντα σε πολύ... δηλαδή έδινες τον καλύτερό σου εαυτό. Και νομίζω ότι έτσι άρχισε να βελτιώνεται, δηλαδή από το 5ο τεύχος και μετά είναι μια αισθητή βελτίωση, γιατί στην αρχή είχαμε και προβλήματα με τα τυπογραφεία, ενώ τώρα έχουμε ένα πάρα πολύ καλό τυπογραφείο που μας κάνει τη δουλειά, που πραγματικά το αγαπάει αυτός πάρα πολύ, μας βάζει... υπέροχο το χαρτί, τα εξώφυλλα, τα πάντα, είναι όλα προσεγμένα. Δηλαδή έχει γίνει μια πολύ ωραία δουλειά και συνεχίζουμε. Υπάρχουνε φορές, βέβαια, που έχω πει ότι έχω κουραστεί, γιατί είναι... βασικά δύο άνθρωποι το κάνουμε το περιοδικό, εγώ και ο Πάνος ο Κολιόπουλος, που είναι ένας παλιός... είναι πολύ φίλος μου. Αυτός... Σε αυτόν χρωστάω την αυτοπεποίθηση που μου ενέπνευσε για να προχωρήσω και να το κάνω, γιατί μου είπε: «Θα βγει ωραίο» και με έκανε να το πιστέψω. Ασχολούταν παλιά, έχει βγάλει περιοδικά στην Κέρκυρα παλιά, είναι και συγγραφέας. Βοήθησε πάρα πολύ δηλαδή, είναι στο παρασκήνιο βέβαια πάντα, δεν θέλει να είναι... αλλά είναι η ψυχή του περιοδικού, νομίζω. Επίσης, υπάρχουν και κάποιοι σταθεροί συντάκτες, οι οποίοι έχουνε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, όχι από μένα, από μόνοι τους. Δηλαδή ο Νίκος ο Μάμαλος γράφει για... κυρίως για περιστατικά που δεν είναι γνωστά, σχετικά με τη μαγεία στην Κέρκυρα, ιστορικά γεγονότα τα οποία δεν έχουν γίνει ευρέως γνωστά, με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Η Σταματέλλα η Πουλή είναι μια κοπέλα που θεωρώ πάρα πολύ ταλαντούχα, που γράφει ιστορίες από το χωριό και που έχουνε απήχηση με έναν τόσο πολύ ωραίο γλαφυρό τρόπο, που έχουν απήχηση σε πολύ κόσμο που το διαβάζει, όχι μόνο... από όλη την Κέρκυρα, γιατί έχουν τα ίδια βιώματα, όχι μόνο από το χωριό της εννοώ, αλλά από όλη την Κέρκυρα, γιατί έχουνε... νιώθουν ότι βλέπουν τον εαυτό τους σε αυτές τις ιστορίες. Δηλαδή αυτός είναι και ο σκοπός, δηλαδή να εγείρει το συναίσθημα γιατί κάτι που σου θυμίζει. Αυτό. Και μετά υπήρχανε και κάποιοι που με τα χρόνια έγιναν μόνιμοι συντάκτες, γιατί τους ταίριαζε το ύφος και κολλούσαν εδώ. Γιατί αν δεν κολλούσανε... φαίνεται ότι το περιοδικό είναι σαν να το «πετάει» από μόνο του, όπως σας είπα και πριν. Αυτό, και συνεχίζουμε με πολλή διάθεση πάντα. Βέβαια, κάνω όσες δημόσιες σχέσεις, με την έννοια ότι επειδή δεν το διαφημίζουμε, ούτε έχουμε διαφημιστεί πουθενά. Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι που το διαφημίζουν από μόνοι τους, ξέρετε, αυτοί που το παίρνουνε, το βάζουνε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάπως έτσι έγινε και μέσω γνωριμιών, έχει, έχει πάρει ώθηση, αλλά δεν έχει γίνει καμιά πολύ μεγάλη διαφήμιση. Όχι. Αλλά αυτό δεν μας πειράζει καθόλου, γιατί το θέμα δεν είναι να, από ένα περιοδικό να βγάλεις χρήματα. Το θέμα είναι να [00:15:00]προάγεις την Ιστορία του τόπου σου, να ξεφύγεις από αυτή την πεπατημένη, να μπούνε νέοι άνθρωποι που να μιλήσουνε και να πούνε, να γράψουν τις σκέψεις τους, τις ιστορίες τους, τα συναισθήματά τους, που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν κανένα βήμα στην Κέρκυρα. Και νομίζω ότι αυτό καταφέραμε και για αυτό είμαι χαρούμενη, για αυτόν τον λόγο.
Πώς επιλέξατε τον τίτλο;
Ο τίτλος είναι συμβολικός. Συγκεκριμένα ψάχναμε για όνομα... εγώ δεν είμαι καθόλου εφευρετική σε αυτά, ευρηματική μάλλον. Ο Νίκος ο Μάμαλος λοιπόν είπε: «Να το βγάλουμε "Πορτόνι"», γιατί... με την έννοια... ξέρετε, «πορτόνι» είναι η είσοδος στα κερκυραϊκά σπίτια, με την έννοια ότι θα μπορεί να μπαινοβγαίνει ο καθένας και να αφήνει το στίγμα του, γιατί δεν είναι σταθεροί οι περισσότεροι συντάκτες, αφήνουν το κείμενό τους, φεύγουν, υπάρχουν και κάποιοι σταθεροί, αυτή η εναλλαγή στα πρόσωπα, μπαίνω, βγαίνω, αυτό ήτανε το concept. Και από το οποίο προήλθε και το όνομα «Πορτόνι».
Ποια ανταπόκριση δέχεστε, ιδιαίτερα από τους Κερκυραίους, σε σχέση με το περιοδικό;
Νομίζω ότι οι περισσότεροι το έχουν αγκαλιάσει πάρα πολύ, δηλαδή απρόσμενα, απρόσμενα πολύ. Δεν... Κοιτάχτε, εγώ απευθείας κριτικές αρνητικές δεν έχω δεχτεί, φαντάζομαι ότι υπάρχουν και άνθρωποι στους οποίους δεν αρέσει, δεν αρέσει η λογική του... Είναι λογικό, κάθε εγχείρημα έχει τους οπαδούς του έχει και τους πολέμιους... όχι τους πολέμιους, είναι πολύ βαριά λέξη. Αυτούς στους όποιους δεν αρέσει, τέλος πάντων, ιδιαίτερα. Αυτό. Πάντως η Κέρκυρα το αγκάλιασε τόσο πολύ και κυρίως οι Κερκυραίοι που νοσταλγούν την Κέρκυρα, δηλαδή που δεν μένουν εδώ, που μένουν Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Αυτοί το στήριξαν πάρα πολύ για αυτό και το... διανέμεται στην Αθήνα, είναι στο βιβλιοπωλείο «Ναυτίλος», διανέμεται και στη Θεσσαλονίκη, στο «Κεντρί», στη Δημητρίου Γούναρη. Και έτσι τους ικανοποιήσαμε και αυτούς. Ναι, και έχει ένα σταθερό, έχει κάποιους σταθερούς θαυμαστές, σταθερούς, οι οποίοι αυξάνονται, αλλά με έναν... επειδή δεν υπάρχει, σας λέω, μια πολύ έντονη διαφήμιση, αυξάνονται, αλλά με ρυθμούς μέτριους θα έλεγα. Γιατί και εγώ δεν έχω τη δυνατότητα να το κυνηγάω συνέχεια, ξέρετε, να το προωθώ, το προωθώ όσο μπορώ, αλλά αυτό... αυτό μας ικανοποιεί όμως. Μέχρι εκεί... όχι μέχρι εκεί... και μέχρι εκεί είναι καλά. Όσο καλύτερα πάει, βέβαια, ακόμα καλύτερα, το προσπαθούμε πάντα. Το θέμα είναι ότι, σας λέω, είναι με μέτριους ρυθμούς, γιατί σιγά-σιγά γίνεται γνωστό. Έχει ένα άρθρο που κάποιον ενδιαφέρει, θα το πάρει, βγήκαν πολλά τεύχη για να αποκτήσει πολλούς αναγνώστες, καταλάβατε; Στην αρχή, στην αρχή βέβαια το θέμα ήταν να έβγαζε τα έξοδά του. Αλλά τα έβγαλε αμέσως και δοκιμαστικά να δεις πώς θα το πάρει ο κόσμος. Το 2ο τεύχος ήτανε και το 3ο ήτανε πάλι πειραματικό, αλλά και εκεί είδαμε ότι, παρά τις ατέλειες –γιατί είχαμε προβλήματα με το τυπογραφείο και εδώ στην Κέρκυρα–, παράτησα τελείως όμως, το περιμένανε και το στηρίζανε. Και έτσι αισθανόσουν πάντα την ανάγκη να προσφέρεις ό,τι καλύτερο μπορείς. Τώρα το τυπογραφείο είναι της κυρίας Φωτεινής Στεφανίδη, που μας το βγάζει, με τον Αντρέα και την Αμαλία με τους οποίους συνεργάζομαι, οι οποίοι, τι να σας πω, δηλαδή τους θεωρώ κομμάτια αναπόσπαστα δεμένα με το περιοδικό, γιατί είναι και αυτό μια δουλειά η οποία εμπεριέχει πάθος, εμπεριέχει ενδιαφέρον. Και τους θεωρώ και αυτούς αναπόσπαστο κομμάτι του περιοδικού.
Εσείς, πέρα από την αρχισυνταξία, ασχολείστε και με το να γράφετε στο περιοδικό;
Ναι. Δεν έχω γράψει όλα τα τεύχη, γράφω πάντα όμως τα editorial. Επειδή το περιοδικό βγαίνει συγκεκριμένη... ανά εποχή, δηλαδή Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Γράφουμε ένα editorial, που γράφω ένα editorial το οποίο αντικατοπτρίζει τα τεκταινόμενα στην πόλη, με ένα ύφος βέβαια λογοτεχνικό, και αντικατοπτρίζει και τα τεκταινόμενα αλλά και την εποχή, δηλαδή αν είναι φθινόπωρο, αν είναι χειμώνας. Και οι ιστορίες πάλι είναι προσαρμοσμένες σε εποχές, δηλαδή στο καλοκαιρινό έχουμε μια ιστορία που διαδραματίζεται τον Αύγουστο, ένα [00:20:00]ιστορικό γεγονός του Ιουλίου, καταλάβατε; Τώρα το 14ο τεύχος αναμένεται να βγει τα Χριστούγεννα και θα έχει και θεματική αυτή τη φορά, θα είναι η μαύρη Κέρκυρα, με την έννοια η Κέρκυρα των φαντασμάτων, των θρύλων, των στοιχειωμένων σπιτιών. Επειδή θα είναι και Χριστούγεννα, ξέρετε, είναι... το βρήκαμε πολύ ωραία ιδέα. Και επειδή υπάρχει και υλικό και ελπίζουμε να βγει τα Χριστούγεννα αν όλα πάνε καλά. Εγώ δεν θεωρώ... συγγνώμη.
Παρακαλώ.
Δεν θεωρώ, εν τω μεταξύ, ότι μπορώ να κρίνω ποτέ τα κείμενα που γράφω εγώ, έχω άλλους για αυτήν τη δουλειά, δηλαδή δεν μπορώ να πω ότι αυτό το κείμενο είναι ωραίο. Δεν έχω αυτή την ικανότητα, όπως νομίζω ότι δεν την έχει και κανένας. Και επίσης με τους συντάκτες, αυτό που κάνω, επειδή είμαι πάρα πολύ... δεν ξέρω, είμαι ίσως υπέρ το δέον ειλικρινής, αν μου αρέσει κάτι ή όχι, τους το λέω. Λέω ότι «αυτό το κείμενό σου δεν είναι, δεν είναι προσεγμένο». Όμως σε όσους το έχω πει, έχουνε... το έχουν πάρει πίσω και έχουν κάνει ακριβώς τις διορθώσεις που πρέπει. Δεν έχουμε τέτοιου είδους, δηλαδή, με τους μόνιμους τουλάχιστον συντάκτες, προστριβές σε αυτό το θέμα. Υπάρχει μια συνεννόηση. Υπάρχει μια συνεννόηση, η οποία υπάρχει σαν, σαν μια αύρα τέλος πάντων. Και καταλαβαίνουν αμέσως τι πρέπει να κάνουν.
Εσείς με τι θεματολογία ασχολείστε;
Εγώ, εγώ γράφω και λογοτεχνικά, γράφω και ιστορικά. Ναι. Τα ιστορικά που γράφω συνήθως βασίζονται στη λογική που, στην οποία σας περιέγραψα πριν. Δηλαδή συνδυάζω τη λογοτεχνία με την Ιστορία. Προσπαθώ να το κάνω τουλάχιστον. Τα λογοτεχνικά κείμενα συνήθως δεν είναι μυθοπλασίες, τα οποία γράφω, είναι ιστορίες που μου έχουνε διηγηθεί κάποιοι, πραγματικές, γιατί νομίζω ότι, αν κάτι δεν είναι πραγματικό και δεν έχει συμβεί στην πραγματικότητα και δεν το έχεις ενσωματώσει μέσα σου, δεν έχεις συγκινηθεί ακούγοντάς το, δεν μπορείς να το περάσεις στο χαρτί με τρόπο που να συγκινήσεις και τον άλλον. Αυτή είναι η άποψή μου, δηλαδή ακόμα και σε ανθρώπους που γράψανε μυθοπλασία, που έχουνε γράψει μυθοπλασία, μπορεί να είναι πολύ ωραία. Μπορεί να είναι πολύ ωραία όντως, αλλά το καταλαβαίνω αμέσως σαν αναγνώστρια, όχι σαν αρχισυντάκτρια.
Βιωματικές ιστορίες γράφετε;
Το αποφεύγω αυτό. Εννοείτε αυτοαναφορικές. Όχι, το αποφεύγω, είναι... για την ακρίβεια είναι κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου, ούτε στη λογοτεχνία ούτε στην ποίηση. Α, στο περιοδικό δεν υπάρχει ποίηση, δεν βάζουμε ποίηση, γιατί θεωρώ ότι η ποίηση, χωρίς να έχω διαβάσει πολλή, έτσι, είναι ο εσωτερικός κόσμος ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Ο οποίος, εντάξει, μπορεί να βρίσκεις κοινά μαζί του, αλλά προσωπικά εμένα δεν με εξυψώνει, δεν... γιατί πρέπει να είναι κάτι πολύ δυνατό, υπάρχουν πολύ ωραία ποιήματα, αναμφίβολα. Πρέπει να είναι κάτι πολύ δυνατό για να νιώσω ότι θα συνεχίσω να το διαβάζω, να διαβάσω τα ποιήματα ενός συγκεκριμένου. Ποίηση δεν αγοράζω ποτέ, ποτέ. Και αυτή η αυτοαναφορικότητα είναι πάρα πολύ κουραστική για τον αναγνώστη. Δηλαδή, ξέρετε, ο άλλος έχει ανάγκη βέβαια να γράψει, γιατί αυτή είναι η ζωή του, επειδή είναι κλεισμένος σε ένα συγκεκριμένο καβούκι, πιστεύει ότι θέλει να το ακουμπήσει κάπου βασικά. Αλλά δεν είναι ο αναγνώστης για να το ακουμπήσει, πρέπει να το ακουμπήσει στον ψυχαναλυτή του, καταλάβατε; Αυτό είναι. Για αυτό συνήθως, ας πούμε, υπάρχουν άνθρωποι που γράφουνε βιωματικές ιστορίες. Η Σταματέλα η Πουλή που γράφει, γράφει βιωματικές ιστορίες, τη ζωή της στο χωριό. Αλλά τη ζωή της στο χωριό με άλλα δέκα-δεκαπέντε άτομα, τα οποία τα έχουνε ζήσει χιλιάδες άνθρωποι και πριν και μετά από αυτή θα τα ζήσουν, καταλάβατε; Τώρα την απόγνωσή μου για την... για τον χαμένο έρωτά μου ή για την αποτυχία της ζωής μου, νομίζω ότι δεν ενδιαφέρει κανέναν.
Ας επιστρέψουμε στο βιβλιοπωλείο, στο οποίο αναφερθήκατε προηγουμένως. Έχετε χαρακτηριστικές μνήμες, εικόνες από εκεί;
Ναι. Ήταν ένα πολύ μικρό βιβλιοπωλείο. Ήταν ακριβώς όπως ήτανε το 1923. Το είχε η θεία του συζύγου μου πριν, η οποία ήταν ένας πολύ χαρακτηριστικός τύπος της Κέρκυρας. Ήξερε τα πάντα γύρω από το βιβλίο, χωρίς να είναι διανοούμενη βέβαια, καμία σχέση, το ψηλαφούσε το βιβλίο, το γύριζε γύρω-γύρω[00:25:00], μπορούσε να σου πει αν είναι καλό ή κακό. Και η Γιωτοπούλου η καθηγήτρια –δεν ξέρω αν την έχετε ακουστά–, την... που ασχολήθηκε πολύ και με την Ιστορία της Κέρκυρας, έλεγε ότι η Κική είναι η μόνη που ξέρει πότε ένα βιβλίο είναι καλό χωρίς να το έχει ανοίξει καν. Σύχναζε συγκεκριμένος κόσμος, σύχναζε κόσμος που το λάτρευε βασικά το βιβλιοπωλείο αυτό. Ήταν ένα... ήταν 10-12 τετραγωνικά, αλλά ήταν πολύ χαρακτηριστικό, γιατί ήταν γωνιακό, είχε δύο πόρτες, δηλαδή έβλεπες όλο τον κόσμο που πηγαινοέρχονταν, ο κόσμος έμπαινε μέσα σαν να ήταν προέκταση του δρόμου. Οπότε γνώριζες πάρα πολύ κόσμο, ήτανε φοβερή εμπειρία για εμένα, έμαθα πάρα πολλά πράγματα, συνάντησα πάρα πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους. Και νομίζω ότι ήταν και αυτό ήταν ένα λιθαράκι που τελικά οδήγησε στο περιοδικό. Συνέβαλε και αυτό πάρα πολύ. Αλλά η επαφή με τους ανθρώπους ήτανε καταπληκτική, καταπληκτική. Ειδικευόταν κυρίως στα παλιά κερκυραϊκά βιβλία και σε συλλέκτες, αλλά εγώ έφερνα και τα, ξέρετε, τα ευπώλητα, ήταν κι αυτά το καλοκαίρι, γιατί είχε πάρα πολλή δουλειά έτσι κι αλλιώς στις καλές εποχές. Δηλαδή μέχρι το 2011-2012. Και έχω πάρα πολύ ωραίες ιστορίες να διηγηθώ. Θα σας πω μία. Το βιβλιοπωλείο έχει βιτρίνες γύρω γύρω, επίσης ήτανε πρόσθετες, σαν μικρά ξύλινα ράφια στους τοίχους, τα οποία φυσικά δεν τα πείραζε κανείς, γιατί ήτανε και στο κέντρο της πόλης, αλλά και κανείς δεν ενδιαφέρονταν να κλέψει βιβλία. Έναν Απρίλη, λοιπόν, λίγο μετά το... πριν το Πάσχα, αν θυμάμαι καλά, ναι, πάω και βρίσκω το πρωί σπασμένη τη μία βιτρίνα, φαινόταν ότι είχε σπάσει με κάποιο αντικείμενο βαρύ και από μέσα να λείπει ένα βιβλίο. Συγκεκριμένα ήταν ο «Καπετάν Μιχάλης» του Καζαντζάκη, ήταν από τις εκδόσεις Καζαντζάκη, αυτά τα σκληρόδετα, που είναι και πολύ ακριβές εκδόσεις. Ήταν, δεν ξέρω αν κυκλοφορούν ακόμα. Λοιπόν. Και έλειπε αυτό το βιβλίο. Πήρα την αστυνομία λοιπόν. Ο αστυνόμος ήξερε τι έχει γίνει, γιατί είχαν... ένα κοσμηματοπωλείο είχε έναν φύλακα, ο οποίος, έβρεχε εκείνο το βράδυ, άκουσε τον ήχο των τζαμιών που έσπαγαν και έτρεξε να δει. Και είδε μια σιλουέτα που έφυγε μέσα στα καντούνια και έκανε έναν γύρο και σταμάτησε ένα νεαρό παιδί έξω από την Εθνική Τράπεζα, που ήταν ο μόνος ύποπτος, γιατί ήταν ο μόνος που κυκλοφορούσε. Του πήρε τα στοιχεία, λοιπόν, δεν βρέθηκε το βιβλίο επάνω στο παιδί, τέλος πάντων, του πήρε τα στοιχεία και μου είπε αν θέλω τα στοιχεία για να κάνω μήνυση ή για να τον ελέγξουμε, τέλος πάντων, γιατί δεν τον είχε. Λέω: «Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, να θέλω τώρα τα στοιχεία του παιδιού». Προφανώς ήταν κάποιος φοιτητής και το αφήσαμε έτσι. Άλλαξα το τζάμι και το αφήσαμε έτσι. Την επόμενη ημέρα, ενώ στέγνωνε το τζάμι και είχα αφαιρέσει τα βιβλία, βλέπω το πρωί πάλι ένα φακελάκι άσπρο έξω από τη βιτρίνα, την οποία είχε σπάσει, αλλά είχα αντικαταστήσει το τζάμι. Και ένα μήνυμα μέσα στον φάκελο, που ήταν γραμμένο σε υπολογιστή, με πολύ-πολύ μικρά γράμματα, στην κορυφή της σελίδας. Δηλαδή ίσα που τα διέκρινα. Και λέει: «Συγγνώμη για τη ζημιά, σας εσωκλείω σαράντα ευρώ για το τζάμι». Δηλαδή συγκινήθηκα τόσο πολύ. Ήταν από τις πιο ωραίες ιστορίες. Προφανώς ήταν κάποιος που ερχότανε, κάποιο παιδί, γιατί ερχόταν φοιτητές και πιθανότατα φοβήθηκε πάρα πολύ, επειδή ήξερε ότι ο αστυνόμος πήρε τα στοιχεία του, εγώ ίσως προχωρούσα σε μήνυση και φοβήθηκε. Δεν το έκανε μόνο επειδή φοβήθηκε. Η κίνηση αυτή ήτανε... εντάξει, το να κλέψεις ένα βιβλίο είναι... δεν είναι αξιόποινη πράξη κατ’ εμέ. Αυτό. Αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ έντονα. Ήταν πάρα πολύ ωραία ιστορία. Ήταν ιστορία βιβλιοπωλείου.
Έχετε κάποια άλλη τέτοια ιδιαίτερη ιστορία βιβλιοπωλείου, όπως τη χαρακτηρίσατε;
Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο. Δηλαδή μου έρχονται κατά καιρούς διάφορες, γιατί ήταν πάρα πολύς ο κόσμος που μπαινόβγαινε, που... με τον οποίον έπιανα συζήτηση, και... γιατί ήμουν και ένα είδος ψυχοθεραπευτή. Και δεν ήταν ένα βιβλιοπωλείο που μπορούσες να περιηγηθείς και να κοιτάξεις τα βιβλία. Ήταν ένα βιβλιοπωλείο που είχες άμεση επαφή με την πωλήτρια, με εμένα εν προκειμένω. Άκουσα πάρα πολλές ιστορίες. Να σας πω και μια αστεία. Ερχόταν μια κυρία κάθε βράδυ, [00:30:00]απόγευμα, και έπαιρνε ένα μικρό παραμυθάκι, μεγάλη σε ηλικία, ένα μικρό παραμυθάκι απ’ αυτά της Άγκυρας, που είναι τα χάρτινα με τρεις-τέσσερεις σελιδούλες, μια μικρή ιστορία τέλος πάντων. Και έλεγε: «Τη Χιονάτη την έχουμε διαβάσει, τους εφτά νάνους έχουμε διαβάσει, τον Πινόκιο ναι». Λέω: «Είναι για το εγγονάκι σας;» και αναστέναξε. Απόρησα στην αρχή, αλλά ήθελε η καημένη τόσο πολύ να το βγάλει από μέσα της. Λέει: «Όχι, δεν είναι», λέει, «για το εγγονάκι. Είναι», λέει, «για τον γαμπρό μου, τον άντρα της κόρης μου, ο οποίος δεν μπορεί να κοιμηθεί εάν κάθε βράδυ δεν κατέβω από τον πάνω όροφο να του πω μια ιστορία». Αυτό μου είχε πει. Και μου λέει: «Δεν θέλει να ακούει τις ίδιες, θέλει να ακούει διαφορετικές ιστορίες». Εντάξει, ήταν μία από τις αστείες, αλλά υπήρχαν, εντάξει, και πολύ και άλλες ιστορίες, οι οποίες ήταν πολύ λυπητερές, πολύ... αλλά που νομίζω ότι βρίσκανε έναν χώρο εκεί. Ήμουνα και εγώ δεκτική βέβαια σε αυτό, ήμουνα δεκτική και για μένα, δεν το έκανα μόνο για τους άλλους, και για μένα. Δηλαδή αισθανόμουνα ότι είχα να πάρω από αυτό το πάρε-δώσε και την αλληλεπίδραση με οποιονδήποτε άνθρωπο, έτσι; Όχι μόνο με τους ανθρώπους που έρχονταν τους καθηγητές, τους ανθρώπους της διανόησης που ερχότανε. Και με τον πιο απλό άνθρωπο είχες, είχες να πάρεις. Αυτό, αυτό ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Μου άρεσε πάρα πολύ, πάρα πολύ.
Αναφερθήκατε προηγουμένως σε χαρακτηριστικούς τύπους της γειτονίας όπου μεγαλώσατε.
Α, εννοείται τη γειτονιά την... στο Καμπιέλο λέτε.
Ναι.
Και ότι έχω γράψει κάποιες ιστορίες. Ναι, έχω γράψει μια ιστορία με μια κυρία την οποία φοβόμασταν πάρα πολύ, τα αλητάκια της γειτονιάς τη φοβόμαστε, λέγεται... βρίσκεται στο... νομίζω στο 3ο τεύχος και λέγεται «Η κυρα-Κατίνα». Ήταν ένας χαρακτηριστικός τύπος της γειτονιάς, ήταν η γυναίκα, ξέρετε, που μεγαλώνοντας γινόταν πάρα πολύ σκληρή. Και δεν είχε καθόλου συναίσθημα για κανέναν, παρότι δεν ήταν μόνη της. Είχε παιδιά, είχανε φύγει όμως, είχε και εγγόνια, δεν ήτανε κοντά της. Έμενε μόνη της όμως, αλλά ήτανε σκληροτράχηλη, δεν ήταν η γλυκιά η γιαγιά. Η οποία έψαχνε το παραστράτημα των παιδιών για να βγάλει αυτή τη συσσωρευμένη ενέργειά της, η οποία δεν έβγαινε πουθενά. Έχω γράψει μια τέτοια ιστορία, που μας είχε σκίσει την μπάλα. Ναι. Ήτανε μεσημέρι, βέβαια καλοκαίρι δεκαετία του... τέλη ’70 που παίζανε πολύ τα παιδιά στο... δηλαδή εγώ περίμενα το σφύριγμα της μάνας μου στις 17:00 η ώρα για να χυθώ στον δρόμο και να γυρίσω το βράδυ, στις 22:00, και αυτό ύστερα από φωνές. Και παίζαμε ποδόσφαιρο, γιατί τα κορίτσια ήτανε ομαδικά τα παιχνίδια και... Ε, βγήκε από το σπίτι της και αναμαλλιασμένη μας πήρε την μπάλα και ήταν καταμεσήμερο, και θυμάμαι αυτή την εικόνα με το μαχαίρι να σκίζει την μπάλα στον τοίχο. Ναι, ήταν πάρα πολύ τραυματικό για ένα παιδί αυτό το πράγμα, δηλαδή μου δημιούργησε μια αίσθηση έτσι, κάτι πολύ νοσηρό ένιωσα, κάτι πολύ, πολύ απωθητικό. Ωστόσο, εντάξει, τη θυμάμαι. Είναι σαν ένα κομμάτι εκείνου του τόπου, δεν ήταν μόνο αυτή, ήταν πολλοί σε... Ήτανε και ο... για αυτόν δεν έχω γράψει ιστορία, αλλά θα γράψω. Ήταν ένας που μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο, ένας πολύ καλός άνθρωπος, με το τρανζιστοράκι του πάντα άκουγε μουσική μόνος, δηλαδή μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο και πέθανε στο γηροκομείο, και πάντα γύριζε και έψαχνε τη γυναίκα των ονείρων του, και ρωτούσε κάθε κοπέλα αν θα τον παντρευτεί. Πολλές, πολλές ιστορίες. Δηλαδή μου έρχονται… Το Καμπιέλο έβριθε από τέτοιες ιστορίες, ήταν σαν μια μικρή Νάπολη, ήτανε... δηλαδή το θυμάμαι... καμία σχέση, όπως έχει γίνει τώρα, έτσι; Δεν υπάρχει αυτή η Κέρκυρα που υπήρχε παλιά, δυστυχώς. Αλλά, εντάξει, είναι στο χέρι μας να την αναβιώσουμε στο μέλλον. Ίσως με διαφορετικό τρόπο, αλλά και επαναφέροντας το παλιό ανανεωμένο, δηλαδή αυτό μπορεί να φαίνεται ένα περιοδικό vintage, retro, όμως έχει κάτι φρέσκο. Έχει κάτι φρέσκο, με την έννοια ότι σε κάνει να βλέπεις λίγο πιο μπροστά, με αυτή την έννοια. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε. Αυτό.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε;
Εγώ θα ’θελα να... θα ήθελα οι άνθρωποι να βλέπουνε περισσότερο τους άλλους, γιατί όταν βλέπεις... όχι με την έννοια[00:35:00] τη συναισθηματική, ξέρετε, της φιλανθρωπίας, δεν το λέω με αυτό. Όταν βλέπεις και καταλαβαίνεις τον άλλον, μπορείς να κάνεις, μπορείς να κάνεις τα πάντα. Δηλαδή όταν παρατηρείς τον άλλον, το βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι δεν μας ενδιαφέρει η ιστορία του άλλου. Μας ενδιαφέρει να πούμε τη δική μας ιστορία στον άλλον, καταλάβατε; Όμως εάν βρούμε κοινές ιστορίες, που θα αφορούν και εμένα και εσάς, νομίζω ότι αυτό θα είναι που θα μας ενώσει τελικά. Δηλαδή μπορεί να μη με ενδιαφέρει η ιστορία σας ούτε η ιστορία μου εσάς, αλλά υπάρχουν ιστορίες που θέλουμε... μπορούμε να τις ανακαλύψουμε και να δούμε κοινά στοιχεία, ώστε να... Νομίζω αυτό είναι, έτσι πολύ χοντρικά, όπως μου θέσατε την ερώτηση. Δεν μιλάω για ενσυναίσθηση, γιατί είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πολύ τελευταία. Μια αλληλεπίδραση τέλος πάντων, γιατί έχει χαθεί αυτό, δεν μπορώ εγώ να έχω ενσυναίσθηση με την έννοια να νιώσω τον πόνο τον δικό σας ή τη χαρά τη δική σας το ίδιο, αλλά μπορεί να υπάρξει αλληλεπίδραση. Η αλληλεπίδραση είναι αυτή που γιατρεύει, όχι η ενσυναίσθηση.
Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Και εγώ σας ευχαριστώ.