«Εραστές του τάνγκο ήμασταν»: η Σοφία Γαλανάκη αφηγείται

Π.Μ.

Καλημέρα, θα μας πεις τ' όνομά σου;

[00:00:00]

Σ.Γ.

Καλημέρα, είμαι η Σοφία Γαλανάκη.

Π.Μ.

Ωραία, είμαστε στο Ρέθυμνο, Τετάρτη, 9 Ιουνίου 2021. Εγώ είμαι ο Παναγιώτης Μιχάλογλου, ερευνητής στο Istorima και βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο με την Σοφία Γαλανάκη, για να μας πει την δική της ιστορία, που αφορά το αργεντίνικο τάνγκο. Ωραία, Σοφία, θέλεις να μας πεις πώς εσύ γνώρισες το τάνγκο και σε ποια φάση της ζωής σου;

Σ.Γ.

Ωραία. Παναγιώτη, να σου πω ότι το τάνγκο ήταν για μένα ουσιαστικά η κατάληξη μιας μακράς πορείας στον χορό. Ξεκίνησα από πολύ μικρή ηλικία, τεσσάρων χρονών περίπου, να χορεύω. Ήταν με παρότρυνση της νονάς μου τότε να γραφτώ στο μπαλέτο, για να αποκτήσω καλή στάση σώματος και κορμοστασιά. Οπότε, ακολουθήσαμε τις συμβουλές της νονάς, πήγα στο μπαλέτο, παθιάστηκα με το μπαλέτο. Για πάρα πολλά χρόνια ακολούθησα αυτόν τον χορό, φανταζόμουνα μάλιστα, όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας μου, ότι μια μέρα θα γινόμουνα μια μεγάλη μπαλαρίνα. Φυσικά δεν είχα ούτε τα προσόντα ούτε το στομάχι, για να κάνω κάτι τέτοιο και από την άλλη μου άρεσε πάρα πολύ και το διάβασμα. Οπότε, φάνταζε και σε μένα αλλά και στο περιβάλλον μου δύσκολο να μπορώ να συνδυάσω και τα δύο αρχικά. Οπότε, στο γυμνάσιο περίπου αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ με την Φιλολογία, όταν γνώρισα τη φιλόλογό μου στην πρώτη γυμνασίου και αρχίσαμε να διαβάζουμε την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, είπα ότι: «Μ' αυτό θέλω ν' ασχοληθώ», αλλά φυσικά δεν μπορούσα να ξεχάσω και πότε την αγάπη μου για τον χορό. Έκανα, λοιπόν, τα δύο πράγματα παράλληλα. Μετά το μπαλέτο δοκίμασα σύγχρονο χορό, ταυτόχρονα διάβαζα και διάβαζα και συνεχώς μάθαινα ξένες γλώσσες και λογοτεχνικά βιβλία και μάθαινα κι άλλους χορούς. Πέρασα μετά στους λατινοαμερικάνικους, μετά έκανα λίγο φλαμένγκο. Και κάποια στιγμή έχοντας περάσει στο πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Φιλολογίας, χωρίς να έχω σταματήσει να κάνω τίποτα απ' τα δύο —και τις δύο αγάπες μου δηλαδή— ο τότε παρτενέρ μου στους λατινοαμερικάνικους χορούς, μου πρότεινε να επισκεφθούμε το υπόγειο του Πολιτιστικού Συλλόγου Ρεθύμνου, το οποίο εκείνη την βραδιά, αρχές του 2000, Φλεβάρης μήνας, φιλοξενούσε μια επίδειξη τάνγκο, αργεντίνικου τάνγκο. Εδώ να πω ότι —από την εφηβεία μου και μετά, που είχα στραφεί προς τους κοινωνικούς χορούς και τους χορούς ζευγαριών, όπως λέμε— ζητούσα από τους δασκάλους μου να μου μάθουν τανγκό. Ευρωπαϊκό τανγκό, βέβαια, γιατί εκείνη την εποχή δεν ξέραμε τη διαφορά ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το αργεντίνικο, ξέραμε το τανγκό. Το τανγκό που χόρευα με τον πατέρα μου στο σπίτι, το τανγκό που χορεύαν οι παππούδες μας, το τανγκό που βλέπαμε στην τηλεόραση, στις ταινίες, το ρομαντικό. Αυτό νόμιζα ότι μου άρεσε και ήθελα να μάθω. Εκείνη την βραδιά, λοιπόν, παρακολουθήσαμε αυτό που για μένα ήταν ένα υπερθέαμα. Είδα μια γυναίκα ντυμένη μ' ένα χρυσό φόρεμα με παγιέτες και αστραφτερά, κόκκινα παπούτσια, με φτιαγμένο κότσο, μαλλιά, κόκκινα χείλια κι έναν τύπο, ο οποίος ήταν ντυμένος μ' ένα κοστούμι μαύρο, ριγέ, καπέλο καβουράκι, ασπρόμαυρα παπούτσια, λίγο μου θύμισε μαφιόζο, λίγο μου θύμισε «Cotton Club». Και λέω: «Αυτό είναι κάτι που με μαγεύει. Αυτό θέλω να το μάθω». Με τα πρώτα βήματα που έκαναν, λέω: «Αυτό δεν μοιάζει με κάτι που ξέρω ως τώρα. Δεν μοιάζει καν με το τανγκό, που έχω μάθει να χορεύω, και είναι κάτι που θέλω να μάθω». Από την άλλη πλευρά η μουσική ήταν κάτι που με συγκινούσε πάρα πολύ και εκ των υστέρων κατάλαβα ότι η μουσική που περισσότερο απ’ όλες μ' άρεσε ν' ακούω ήταν τελικά τάνγκο. Ήταν κάποια ακούσματα που είχα από αργεντίνικο τάνγκο, που δεν μπορούσα να γνωρίσω, να αναγνωρίσω σε εκείνη την φάση, και εκ των υστέρων έμαθα ότι ήταν αργεντίνικα τανγκό. Κομμάτια τα οποία παίζονταν σε τηλεοπτικές εκπομπές εκείνη την εποχή, την δεκαετία του ’90, ή σε ραδιοφωνικές εκπομπές σαν ηχητική κολόνα. Δεν ήταν... Ήταν το θέμα της εκπομπής, το οποίο σφηνωνόταν κατά περιόδους στο μυαλό μου και μου άρεσε πάρα πολύ. Μετά από εκείνη την βραδιά, λοιπόν, συνειδητοποιώντας ότι τελικά μάλλον αυτό θέλω να μάθω και αυτό θέλω να κάνω, άρχισα να μπλέκομαι με τον κόσμο του αργεντίνικου τάνγκο. Ήμουνα στο δεύτερο έτος στο πανεπιστήμιο, σπούδαζα ήδη Φιλολογία, όπως σου είπα, και αυτή ήταν η βραδιά που μου άλλαξε τη ζωή ουσιαστικά, γιατί από τότε και μετά γνώρισα ένα δεύτερο πάθος μετά την Φιλολογία, όχι πια ο χορός, αλλά ειδικά το αργεντίνικο τάνγκο. Και μπαίνοντας σ' αυτόν τον κόσμο, συνειδητοποίησα ότι μάλλον από πάντα ανήκα εκεί, γιατί ήταν ένας χορός ο οποίος μου βγήκε εύκολα στο να τον μάθω, να τον καταλάβω, να τον ξεκλειδώσω και ταυτίστηκα τόσο πολύ και με τον χορό αλλά και με τον πολιτισμό και την κουλτούρα του τάνγκο, που θεωρώ ότι πια είναι κομμάτι της ζωής μου αναπόσπαστο. Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ήταν η ζωή μου πριν το τάνγκο, παρότι το γνώρισα σε μεγάλη σχετικά ηλικία, γύρω στα 20-22. Αυτά.

Π.Μ.

Άρα εσένα το τάνγκο εσένα σε βρίσκει φοιτήτρια—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Στο Ρέθυμνο. Εσύ σε ποια φάση βρίσκεις το τάνγκο; Δηλαδή, πώς ήταν τότε στην Ελλάδα ή στο Ρέθυμνο, σε μια επαρχία;

Σ.Γ.

Ωραία. Να σου πω ότι μιλάμε για τις αρχές του 2000, την αρχή της χιλιετίας, την αρχή μιας νέας δεκαετίας. Το τάνγκο ήταν ένα καινούργιο φρούτο γενικά στην Ευρώπη, θα έλεγα, όχι μόνο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα ήταν πάρα πολύ φρέσκο. Αν δεν κάνω λάθος, γιατί δεν είμαι αυτόπτης μάρτυρας του ξεκινήματος, υπήρχαν κάποιες ομάδες που είχαν δημιουργηθεί στην Αθήνα με την άφιξη Αργεντινών χορευτών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και αυτοί, μεταφέροντας την κουλτούρα του τόπου τους, έφτιαξαν αρχικά ερασιτεχνικά και στην συνέχεια πιο οργανωμένα κάποιες ομάδες και σχολές χορού. Ήταν άτομα που βασικά στη χώρα τους μπορεί να έκαναν κι άλλο επάγγελμα, για παράδειγμα ο Λουίς, που ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στην Ελλάδα, ήταν κομμωτής στην Αργεντινή. Παρόλα αυτά, ήρθε εδώ, έφτιαξε στην Αθήνα την Ακαδημία του Τάνγκο και συνέβαλε πάρα πολύ στο να γνωρίσει περισσότερος κόσμος αυτόν τον χορό και αυτήν την κουλτούρα. Διοργάνωνε παραστάσεις, διοργάνωνε σεμινάρια, ερχόταν σε επαφή και λόγω της ιδιότητάς του, ως Αργεντινού, με παραστάσεις, που έρχονταν όχι επί τούτου στην Ελλάδα, αλλά περνούσαν από την Ελλάδα και φρόντιζε, έτσι ώστε οι χορευτές αυτοί να δώσουν και κάποια μαθήματα στο κοινό, μας έφερνε σε επαφή μαζί τους. Και λέω: «Μας έφερνε», γιατί από την εποχή που ξεκίνησα να χορεύω, άρχισα να ψάχνω δεξιά κι αριστερά πού υπήρχε δυνατότητα να μάθω κάτι παραπάνω. Γιατί —για ν' απαντήσω και στην ερώτησή σου— εδώ, στο Ρέθυμνο, αν στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν στα σπάργανα, εδώ στο Ρέθυμνο ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.

Π.Μ.

Τίποτα, ε;

Σ.Γ.

Θα σου πω το εξής: η κοπέλα που τότε είχα παρακολουθήσει την παρουσίαση και ο χορευτής αυτός ήταν δυο παιδιά, δυο επιστήμονες ήταν. Η Μάγδα ήταν καθηγήτρια γερμανικών σε ένα σχολείο εδώ, στο Ρέθυμνο και ο Αντρέα ήταν βιολόγος θαλάσσιας βιολογίας, ο οποίος δούλευε στο Ηράκλειο. Έτυχε να γνωριστούν αυτοί και γνωρίζοντας κάποια πράγματα για το τάνγκο, έχοντας στα μπαγκάζια τους κάποιες γνώσεις, θέλησαν να δημιουργήσουν ομάδες, ο μεν στο Ηράκλειο, η δε στο Ρέθυμνο. Μιλάμε για ομάδες εντελώς ερασιτεχνικές, ήταν ουσιαστικά ομάδες φίλων, οι οποίες βρίσκονταν και αντάλλαζαν γνώσεις. Όταν τα άτομα αυτά έφυγαν —και έφυγαν σχετικά νωρίς, εγώ με την Μάγδα πρόλαβα να κάνω μαθήματα, ας το πούμε έτσι, μερικούς μήνες, δύο-τρεις μήνες—, οπότε χωρίς να ξέρω πολλά-πολλά, βρέθηκα σε μια ομάδα 5-6 ατόμων στο Ρέθυμνο, να λέμε: «Ωραία, μας έχει μπει τώρα το μικρόβιο. Τι κάνουμε, για να προχωρήσουμε παρακάτω; Πώς θα μάθουμε; Τι πληροφορίες μπορούμε να μαζέψουμε;». Οπότε, ο αρχηγός, ας το πούμε έτσι, της ομάδας, ο πρωτοχορευτής, αυτός που είχε αναλάβει χρέη δασκάλου, με περιορισμένες γνώσεις, βέβαια, κι ο ίδιος, προσπαθούσε να μας δείξει ό,τι ήξερε κι εμείς του λέγαμε: «Έχουμε μπουκώσει, δεν έχουμε κάτι παραπάνω. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, τι κάνουμε;». Μαζεύαμε, λοιπόν, λεφτά ομαδικά και του βγάζαμε τα εισιτήρια, για να πάει στην Αθήνα ένα Σαββατοκύριακο, να μάθει δυο βήματα από όποιον ήταν εκείνη την στιγμή εκεί, από έναν Αργεντινό, από έναν δάσκαλο που είχε μεγαλύτερη εμπειρία, ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να μαζέψει ως πληροφορία, για να έρθει στην Κρήτη, να μας το μεταφέρει. Και έτσι συνεχίσαμε για ένα διάστημα. Φυσικά αυτό δεν γινότανε να συνεχιστεί. Για καλή μας τύχη, λοιπόν, τον επόμενο χρόνο, την επόμενη σεζόν, βρέθηκε στην Ελλάδα —και είχαμε την τύχη να την έχουμε κι εδώ, στην Κρήτη μια φορά τον μήνα— η [00:10:00]κοπέλα που πια δεν ασχολείται με το τάνγκο, αλλά χάρη σε αυτήν μπήκε σε μια ροή το τάνγκο στην Ελλάδα ουσιαστικά, η Ρομίνα Τουμίνι, μια Αργεντινή χορεύτρια η οποία είχε έρθει τότε στην Αθήνα μαζί με τον παρτενέρ της, για να δουλέψουν. Η συνεργασία τους σταμάτησε αρκετά νωρίς. Η Ρομίνα έμεινε στην Αθήνα και ο παρτενέρ της μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε να δουλεύει μόνος του και συνεχίζει ακόμα. Εκείνη, λοιπόν, ήταν αυτή που ανέλαβε να μας καθοδηγήσει ουσιαστικά. Πρόσφερε τα μαθήματά της στην Αθήνα και μια φορά τον μήνα ερχόταν στην Κρήτη ή σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ταξίδευε συνεχώς, και δίδασκε. Αυτήν, λοιπόν, περίμενα κι εγώ μια φορά τον μήνα να έρθει στο Ηράκλειο, να πάω στη σχολή χορού, να μάθω πέντε πράγματα παραπάνω και έχοντας λίγη περισσότερη χορευτική εμπειρία από τους υπόλοιπους, αναλάμβανα να τους δείξω κάποια πράγματα. Μιλάμε για εποχές που δεν ξέραμε καλά καλά, δεν είχαμε καταλάβει μάλλον, το βάθος. Βλέπαμε το παγόβουνο, που βλέπεις την κορυφή του, αλλά από κάτω κρύβεται κάτι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο, γιατί αυτό είναι για μένα το τάνγκο. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, είχαμε πάρει μυρωδιά από τον καπνό. Δεν ξέραμε τι κρύβεται. Σε εκείνη τη φάση, λοιπόν, συνεχώς ψάχναμε πληροφορίες και πρόσβαση σε νέο υλικό. Κυνηγούσαμε, για παράδειγμα, μετά μανίας τις βιντεοκασέτες —vhs—, που κυκλοφορούσαν, πειρατικά θα πω, μεταξύ των λίγων χορευτών σ' όλη την Ελλάδα. Τι εννοώ μ' αυτό; Αναλάμβανε ένα παιδί να παραγγείλει από το εξωτερικό μια από τις βιντεοκασέτες αυτές, οι οποίες για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και για άτομα σαν εμένα που ήμασταν φοιτητές ήταν πάρα πολύ ακριβά. Και μιλάω για τις βιντεοκασέτες από το Φεστιβάλ «CITA» του Μπουένος Άιρες, που είναι το πρώτο φεστιβάλ που έγινε στον κόσμο. Αυτό έγινε το 1999-2000 και είναι το μακροβιότερο και μεγαλύτερο Φεστιβάλ του κόσμου, το οποίο οργάνωσε για πρώτη φορά ο Φαμπιάν Σάλας στο Μπουένος Άιρες. Το «CITA» τι ήταν; «Congreso Internacional de Tango Argentino», είναι ουσιαστικά η μητέρα και ο πατέρας όλων των φεστιβάλ τάνγκο που γεννήθηκαν από εκεί και μετά. Μάζεψε πάρα πολλούς καλλιτέχνες του Μπουένος Άιρες, δασκάλους, χορευτές, μουσικούς, οι οποίοι για κάποιες μέρες παρέδιδαν μαθήματα και έκαναν χορευτικές παρουσιάσεις. Αυτά, λοιπόν, τα βίντεο κυκλοφορούσαν μια φορά τον χρόνο και ήταν το ρεζουμέ του τι συνέβαινε στο φεστιβάλ. Φροντίζαμε, λοιπόν, εμείς ομαδικά να αγοράζουμε ένα από αυτά τα βίντεο, για να μπορούμε να το μοιραστούμε μετά μεταξύ μας και από αυτό προσπαθούσαμε να μάθουμε ό,τι μπορούσαμε: να ξεσηκώσουμε ένα βήμα, να πάρουμε μια ιδέα, να μάθουμε κάτι παραπάνω. Πρέπει να σου πω στο σημείο αυτό ότι το όνομα που ανέφερα, ο Φαμπιάν Σάλας, ο διοργανωτής του «CITA», συνεργάστηκε εκείνη την εποχή, δεκαετία του '90, μέσα περίπου της δεκαετίας του ’90, με δυο άλλους μεγάλους χορευτές και δασκάλους: τον Γκουστάβο Ναβέιρα και τον μαθητή τους, Μαριάνο Φρούμπολι. Αυτοί οι τρεις, λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, φρόντισαν να καθίσουν κάτω και να αναλύσουν όλη τη δομή του χορού που ξέραμε ως τότε ως τάνγκο. Και λέω: «Ξέραμε ως τότε», γιατί μετά απ' αυτή την ανάλυση που έκαναν το τάνγκο δεν ήταν ποτέ πια το ίδιο. Υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Γι' αυτά έχουν μιλήσει καλύτερα οι ίδιοι. Υπάρχει πάρα πολύ υλικό που έχουν αναφερθεί σ' αυτή την εποχή για το πώς προέκυψε αυτή η ιδέα και το πώς τους κόλλησε —σε εισαγωγικά— η ταμπέλα του «tango nuevo». «Tango Nuevo» πληροφοριακά ήταν το συγκρότημα του Piazzolla. Τους κόλλησαν αυτή την ταμπέλα, την οποία οι ίδιοι δεν αναγνωρίζουν, η άλλη παρτίδα χορευτών, ας το πούμε έτσι, οι πιο παραδοσιακοί και οι πιο—

Π.Μ.

Κλασσικοί—

Σ.Γ.

Κλασσικοί, ακριβώς, για να διαχωρίσουν τον εαυτό τους. Αλλά κατά τους ίδιους, και κατ’ εμέ, δεν υφίσταται τέτοια διάκριση, γιατί το τάνγκο είναι ένα. Απλά υπάρχει ένα πριν αυτή την ανάλυση και ένα μετά, υπάρχει μια εξέλιξη λοιπόν.

Π.Μ.

Αλλάζει φάσεις.

Σ.Γ.

Ακριβώς.

Π.Μ.

Επίσης εδώ να πούμε το εξής—

Σ.Γ.

Ναι.

Π.Μ.

Επειδή μάλλον δεν το συνειδητοποιούμε, λόγω της σημερινής εποχής, τις δεκαετίες ’90 και 2000 τα μέσα να γνωρίσεις έναν χορό από μια μακρινή χώρα ήταν ελάχιστα—

Σ.Γ.

Βέβαια!

Π.Μ.

Γιατί σήμερα έχουμε τα βίντεο, έχουμε χιλιάδες επαφές—

Σ.Γ.

Ακριβώς.

Π.Μ.

Επίσης σήμερα το τάνγκο σε κάθε φεστιβάλ και σε κάθε εκδήλωση μαζεύει χιλιάδες κόσμο—

Σ.Γ.

Ακριβώς.

Π.Μ.

Οπότε η Ρομίνα τότε, φαντάζομαι, έκανε ταξίδια για 20 ανθρώπους;

Σ.Γ.

Μπορεί και λιγότερους.

Π.Μ.

Δηλαδή, γύρναγε την Ελλάδα—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Μια φορά τον μήνα, για να συναντήσει—

Σ.Γ.

Ναι ναι, ναι. Γι' αυτό λέω ότι συνέβαλε πάρα πολύ, γιατί ήταν άνθρωπος που αγαπούσε πολύ το τάνγκο. Στη συνέχεια άλλαξε πορεία και καριέρα, γιατί, όντας κι εγώ γυναίκα στον χώρο, κατανοώ τις δυσκολίες του να είσαι μια γυναίκα που καθιερώνεται σ' έναν χώρο κατεξοχήν ανδρικό και, επίτρεψέ μου τον όρο, μάτσο, γιατί το τάνγκο, όπως λέει κι ένα τραγούδι —ο Χούλιο Σόσα στην Κουμπαρσίτα—: «Porque el tango es macho». «Το τάνγκο είναι μάτσο».

Π.Μ.

Θα ήθελα να το αναλύσουμε αυτό, για την θέση της γυναίκας στο τάνγκο.

Σ.Γ.

Θα το... Ναι, ναι, ευχαρίστως να το πούμε. Για να μην αλλάξω θέμα, θα σου πω, λοιπόν, ότι μετά απ' αυτήν την επανάσταση στο τάνγκο που έφεραν αυτοί οι τρεις χορευτές, εγώ γνώρισα αυτό το κομμάτι του τάνγκο. Μπόρεσα να δω, γιατί πήρα μαθήματα από πολύ διαφορετικούς δασκάλους… Ακόμα κι ο Αντρέα, αυτός ο Ιταλός χορευτής, που σου είπα ότι ήταν εδώ, όταν εγώ ξεκίνησα και που έκανα μαθήματα και μαζί του και για ένα διάστημα χορεύαμε και μαζί... Γιατί, ξαναλέω, ήμασταν ελάχιστα τα άτομα, οπότε αν κάποιος ήξερε να κάνει πέντε πράγματα παραπάνω ή μπορούσε να κάνει δυο βήματα παραπάνω, γινόταν αυτόματα δάσκαλος —σε εισαγωγικά—, έτσι; Δια της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, βέβαια, λειτουργούσε το πράγμα. Οπότε, τα πρώτα μου βήματα, ας το πούμε έτσι, ήταν στο παραδοσιακό τάνγκο, ας το πούμε έτσι, στην κλειστή αγκαλιά, στο estilo milonguero, όπως το λένε. Αυτά είναι τώρα όροι που έχουν επικρατήσει, αλλά δεν είναι 100% σωστοί να λέγονται. Αναφέρονται σε μία φόρμα, σε μία μορφή χορού. Δεν αναφέρονται στο ίδιο το τάνγκο. Οπότε, μπόρεσα, έχοντας αυτήν την προϋπηρεσία στο παραδοσιακό —σε εισαγωγικά— τανγκό… Όταν γνώρισα τον δάσκαλό μου, που θα φτάσω στην συνέχεια σ' αυτό, στο πώς γνωρίσαμε, γιατί να πω ότι ο βασικός μου δάσκαλος, μέσα στους εκατοντάδες που έχω πάρει μαθήματα, είναι ο Μαριάνο Φρούμπολι από το 2004 και μετά σχεδόν αποκλειστικά δουλεύω μαζί του—

Π.Μ.

Να πούμε, ο Τσίτσο, γιατί ο κόσμος τον ξέρει σαν Τσίτσο—

Σ.Γ.

Ναι, Τσίτσο είναι το παρατσούκλι του, που του κολλήσαν το σχολείο, αλλά Μαριάνο είναι το όνομά του. Ναι, αυτά όσον αφορά εκείνα τα πρώτα ξεκινήματα. Και για να σου πω για την κατάσταση του τάνγκο στην Ευρώπη, αυτό που συνέβη ήταν το εξής: μετά το ’80... Γιατί και στην Αργεντινή το τάνγκο δεν ήταν πάντα τόσο δημοφιλές, όσο είναι σήμερα. Πέρασε πολλά σκαμπανεβάσματα και το καθεστώς, ας πούμε… υπήρχαν και καθεστωτικοί περιορισμοί για ένα διάστημα, που απαγόρευαν το τάνγκο. Την δεκαετία του ’60, ας πούμε, μεγαλύτερη διάδοση στην Αργεντινή την είχε το rock n’ roll, rock n’ roll argentinο, και όχι το τανγκό. Μετά την πτώση της Χούντας, όμως, άρχισε με την συμβολή πολλών χορευτών και δασκάλων ξανά να δημιουργείται ενδιαφέρον στο κοινό της Αργεντινής για τον παραδοσιακό τους χορό. Μάλλον, δεν θα πω της Αργεντινής, θα πω του Μπουένος Άιρες, γιατί το τάγνκο είναι porteño, το τάνγκο είναι του Μπουένος Άιρες, κακώς το λέμε αργεντινό. Το τάγνκο χορεύεται στο Μπουένος Άιρες, στην υπόλοιπη Αργεντινή ελάχιστοι χορεύουν τάνγκο.

Π.Μ.

Αλήθεια;

Σ.Γ.

Ναι, ναι. Το τάνγκο είναι porteño. Το τάνγκο είναι του Μπουένος Άιρες, του porto—

Π.Μ.

Ok—

Σ.Γ.

Του λιμανιού. Στην υπόλοιπη Αργεντινή σιγά σιγά φτάνει. Ακόμα και τώρα, υπάρχουν περιοχές που δεν χορεύεται τάνγκο ή υπάρχουν περιοχές που είναι όπως εδώ, κάτι το εξωτικό. Οι παραδοσιακοί χοροί της Αργεντινής είναι άλλοι: είναι η σάμπα, είναι η τσακαρέρα, είναι χοροί της pampas, χοροί των gauchos.

Π.Μ.

Οk.

Σ.Γ.

Επομένως, ξεκίνησε ξανά αυτό το ενδιαφέρον στο Μπουένος Άιρες για το τάνγκο με την συμβολή πολλών και μεγάλων δασκάλων. Μία απ' αυτές είναι και η Όλγα Μπέσιο, με την οποία είχαμε την τύχη φέτος να κάνουμε κάποια μαθήματα διαδικτυακά. Οπότε, στη δεκαετία του ’80, λοιπόν, άρχισε να εξάγεται κιόλας για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες το τανγκό. Και άρχισε να εξάγεται, πού; Στην Αμερική και στην Ευρώπη. Το ’80, λοιπόν, περιόδευσε στον κόσμο μία παράσταση που λεγότανε «Tango Argentino», η οποία ξαναέφερε το τανγκό στο προσκήνιο. Πολύ μεγάλοι χορευτές —κάποιοι απ’ αυτούς είναι εν ζωή— ήταν μέρος. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Πάμπλο Βερόν. Περιόδευαν, λοιπόν, κάποιοι απ’ αυτούς έμειναν στην Ευρώπη [00:20:00]και έτσι, σιγά σιγά αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον. Από την δεκαετία του ’80, λοιπόν, μέχρι το 2000 περίπου, αυτή η εικοσαετία στην Ευρώπη άρχισε να δημιουργείται μια ενεργή σκηνή. Όχι σε όλη την Ευρώπη, μιλάω για τις μητροπόλεις, κυρίως στο Βερολίνο, στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις της Γερμανίας, για παράδειγμα στην Στουτγκάρδη, η οποία είναι η μητρόπολη, κοντά στην οποία έμενα εγώ για μια περίοδο της ζωής μου. Να πω —μέσα σε παρένθεση— ότι πέρασα κάποια χρόνια στη Χαϊδελβέργη, όπου είχα πάει για την διδακτορική μου διατριβή και φυσικά συνέχισα να χορεύω και να περιοδεύω κι εγώ σε διάφορες σκηνές, διδάσκοντας, μαθαίνοντας, χορεύοντας. Ήταν μια πολύ διαφωτιστική περίοδος. Η Χαϊδελβέργη, λοιπόν, ήταν πολύ κοντά στην Στουτγκάρδη και ήρθα σε επαφή μ' έναν κόσμο που —μ' ένα κομμάτι, μάλλον, της ιστορίας του τάνγκο— που αγνοούσα και που θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που το έζησε. Εκεί, λοιπόν, υπήρχε μία γυναίκα, η Ούτε, η οποία στην Στουτγκάρδη είχε μια σχολή χορού, που είναι από τις πρώτες οι οποίες έφεραν στην Ευρώπη μεγάλους δασκάλους, πολύ σημαντικούς, οι οποίοι επίσης για τα δεδομένα της εποχής, δεκαετία ’80 και ’90, ήταν ανανεωτές: όπως για παράδειγμα ο Αντώνιο Τοδάρο, ο οποίος δημιούργησε ένα ολόκληρο χορευτικό στυλ, το «el stylo Todaro». Και είναι ο δάσκαλος του Ζότο, της Πλεψ, είναι πολύ μεγάλων—

Π.Μ.

Αλήθεια;

Σ.Γ.

Χορευτών. Βέβαια. Αυτός τι έκανε; Ο Τοδάρο έφτιαξε sequences, ακολουθίες βημάτων, μικρές χορογραφίες, τις οποίες χορεύουν όλοι. Αυτοί που βλέπουμε σήμερα στο tango salon ή στο σενάριο να... Κάποιες περίπλοκες ακολουθίες βημάτων είναι ακόμα sequences του Τοδάρο. Ή η Ούτε έφερε ακόμα τον Πεπίτο και την Σουζούκι. Ή Πεπίτο Βισανέδα, οποίος ήταν πολύ διάσημος για την μιλόνγκα του. Απλοί χορευτές, μιλονγκέροι, οι οποίοι φυσικά για να φύγουν από το Μπουένος Άιρες και να έρθουν στην Ευρώπη, καταλαβαίνεις ότι την δεκαετία του ’80 ήταν ένα ολόκληρο ταξίδι, μια ολόκληρη ιστορία, να φύγει κανείς και να πάει κάπου άλλου, να διδάξει τι; Τάνγκο! Την γνώρισα αυτή τη γυναίκα και είχα πάει στη μιλόνγκα της αρκετές φορές, η οποία ήταν ένας υπέροχος τύπος, πολύ πληθωρική, μια ψηλή Γερμανίδα. κοκκινομάλλα, με μια χαίτη φοβερή, η οποία πάντα στις μιλόνγκες της μοίραζε κόκκινα τριαντάφυλλα. Ήταν καταπληκτική! Και όταν έμπαινες στον χώρο, ήταν απ’ αυτούς τους χώρους που έλεγες: «Εδώ μυρίζει τάνγκο». Ήτανε... Και είναι δύσκολο να το βρεις αυτό εκτός Αργεντινής, έτσι; Υπάρχουν πάρα πολλοί χώροι, όπου γίνεται τάνγκο, αλλά δεν έχουν όλοι αυτόν τον αέρα γνησιότητας. Η Ούτε ήξερε να δημιουργεί ατμόσφαιρα. Και όταν έμπαινες στην σχολή της ή τη μιλόνγκα της, ένιωθες ότι μπαίνεις σε μια τανγκερία πραγματική.

Π.Μ.

Επίτρεψε μου εδώ—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Πάμε λίγο πίσω.

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Πριν πάμε στην Χαϊδελβέργη και στο διδακτορικό σου που είναι, νομίζω, ένα σημαντικό κομμάτι για την δική σου εξέλιξη και τις εμπειρίες που παίρνεις πάνω στο τάνγκο, γιατί γνωρίζεις την Ευρώπη επί της ουσίας στη Γερμανία—

Σ.Γ.

Σωστά.

Π.Μ.

Να πούμε το εξής: πριν πας στην Γερμανία, έχουμε πει ότι εκείνη την δεκαετία, του 2000, που γνωρίζεις εσύ, ως φοιτήτρια το τάνγκο είναι ακόμα στην Ελλάδα —και πόσο μάλλον στο Ρέθυμνο— στα σπάργανα. Οπότε, ναι μεν η Ρομίνα κάνει στην Ελλάδα ταξίδια και διδάσκει τάνγκο —έτσι;—, αλλά για να καταλάβουμε, στο Ρέθυμνο, ας πούμε, μιας και είμαστε στο Ρέθυμνο, πόσοι πηγαίνατε στα σεμινάρια της Ρομίνας ή πόσοι ήταν ο πυρήνας—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Που έχτιζε τότε το τάνγκο και στο Ρέθυμνο και στην Ελλάδα, για να καταλάβουμε τα νούμερα.

Σ.Γ.

Ναι, ναι, ναι.

Π.Μ.

Γιατί είσαι από τους πρώτους και πρέπει να καταλάβει ο κόσμος—

Σ.Γ.

Ναι, είμαι από τους πρώτους και —επαναλαμβάνω— λέω τη δική μου οπτική. Λέω πώς έζησα εγώ τα γεγονότα, έτσι; Επίσης μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι που ταξίδευαν, αλλά εδώ, στην Κρήτη, ερχόταν η Ρομίνα για παράδειγμα. Στα σεμινάριά της πηγαίναμε δύο άτομα τότε από το Ρέθυμνο, εγώ κι ο παρτενέρ μου. Δεν υπήρχαν άλλοι.

Π.Μ.

Στην Κρήτη πόσοι πιστεύεις;

Σ.Γ.

Στα Χανιά δεν υπήρχε ακόμα τάνγκο. Στον Άγιο Νικόλαο επίσης. Υπήρχε τάνγκο στο Ηράκλειο, που βασικά ο πυρήνας του τάνγκο ήταν ο σύλλογος «Tangoneón», που είχε ιδρυθεί τότε και με ενέργειες του Αντρέα. Είχε φτιαχτεί αυτή η ομάδα, μετατράπηκε σε σύλλογο και αυτή στήριζε την όλη προσπάθεια. Και εδώ, στο Ρέθυμνο υπήρχε ο δικός μας ο σύλλογος, η δική μας η ομάδα, μάλλον, η οποία ήταν ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου, η οποία ήταν εντελώς ανοργάνωτη και ερασιτεχνική. Ήμασταν πέντε-έξι ανθρώποι, δεν ήμασταν παραπάνω. Εγώ, λοιπόν, και ο παρτενέρ μου πηγαίναμε στα μαθήματα. Όταν ερχόμασταν πίσω, κάτι δείχναμε, κάτι προσπαθούσαμε να κάνουμε, κάναμε practice εμείς. Εγώ τώρα, όπως σου είπα, επειδή είχα μια προϋπηρεσία στον χορό μεγαλύτερη από τους υπόλοιπους, προσπάθησα να οργανώσω την ομάδα λίγο περισσότερο. Και τα κάπως αυτοσχέδια μαθήματα που κάναμε, προσπάθησα να τα κάνω λίγο πιο οργανωμένα και συστηματικά. Το 2002-2003, τότε, λοιπόν, ανακοινώσαμε μαθήματα στον Πολιτιστικό Σύλλογο, στην αίθουσα και είπαμε ότι: «Οργανώνεται η ομάδα. Θα φτιάξουμε και μια μιλόνγκα δική μας». Η πρώτη μιλόνγκα που κάναμε, για παράδειγμα, ήτανε σε μια καφετέρια στην παλιά πόλη στο Ρέθυμνο, η οποία πηγαίναμε κάθε Κυριακή πέντε-έξι άτομα, δεν ήμασταν παραπάνω. Φροντίζαμε να καλούμε και τους Ηρακλειώτες, γιατί αν ήταν πέντε-δέκα άτομα εκεί, άλλοι πέντε-δέκα εμείς, να μαζευτούμε 15 άτομα, για να πούμε ότι μπορούμε να ανταλλάξουμε και μεταξύ μας. Και, όπως σου ξαναλέω, αυτά ήταν εντελώς αυτοσχέδια, διότι για παράδειγμα σήμερα έχουμε συνηθίσει στη μιλόνγκα να πηγαίνουμε και να είναι ένας πολύ οργανωμένος χώρος, με τα τραπέζια, με την πίστα και με τον DJ που παίζει μουσική. Αυτό είναι πολύ καλομαθημένο ή κακομαθημένο, γιατί εμείς εκείνη την εποχή, για σκέψου, το 2000 πού να βρούμε αργεντίνικο τάνγκο να αγοράσουμε, για να παίξουμε στη μιλόνγκα; Νομίζεις ότι τα δισκοπωλεία είχαν δίσκους; Όχι. Υπήρχε κάπου στο διαδίκτυο να κατεβάσουμε μουσική, όπως συνηθίζεται σήμερα; Όχι. Υπήρχε YouTube; Όχι. Δεν υπήρχαν αυτά τα μέσα.

Π.Μ.

Τίποτα.

Σ.Γ.

Υπήρχανε, λοιπόν, καμιά δεκαριά CD, τα οποία ο Αντρέα είχε δώσει στο «Tangoneón» με συλλογές, οι οποίες ήταν συλλογές-αχταρμάς. Δηλαδή, αν σήμερα ξέρουμε ότι σε μια μιλόνγκα ο DJ οφείλει να παίξει τάντες, δηλαδή block-set τεσσάρων ή τριών κομματιών από τάνγκο, βαλς και μιλόνγκα. Εκείνη την εποχή... Και να έχει μια συνοχή, να ακολουθεί μια σειρά. Θα παίξει de Charlie και μετά calo και μετά dirienco και μετά το dirienco δεν θα βάλει μιλόνγκα, γιατί είναι πολύ γρήγορος. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, εμείς είχαμε ένα CD, ας πούμε, με 20 κομμάτια γραμμένα μέσα στο CD, που ξεκινούσες με puliece, masipassion, πολύ δυνατό συναισθηματικά κομμάτι. Μετά σε πήγαινε στο el flette, dirienco, πολύ ζωηρό. Μετά πετούσε μια μιλόνγκα, tacito militar, ζωήρευες. Μετά θα σου είχε μια Μονσεράτ Καμπαγιέ, σε ταξίδευε. Ήτανε μουσική εντελώς ασυνάρτητη! Και επειδή ήταν περιορισμένο και το υλικό μας, μετά από 5-10 μιλόνγκες είχαμε μάθει απ’ έξω όλα τα CD, δηλαδή ξέραμε τι θα 'ρθει παρακάτω, ξέραμε ποιο κομμάτι ακολουθεί. Δεν είχαμε άλλη επιλογή και δεν μας ένοιαζε και τότε, να σου πω την αλήθεια, δεν... Ήμασταν πολύ ικανοποιημένοι μ' αυτά τα λίγα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συνεχίζαμε να το ψάχνουμε, πώς μπορούμε να ανανεωθούμε και να βρούμε και περισσότερο υλικό. Είχαμε παθιαστεί με αυτό το πράγμα, εξάλλου, όσοι ασχολούμασταν, κι εγώ ειδικά, οπότε αν έπεφτε στην αντίληψή μας ότι κάποιος κάπου είχε κάτι παραπάνω, για παράδειγμα στην Αθήνα αν τα παιδιά τότε… Είχαν φτιαχτεί οι λεγόμενοι «Tango-Querer», μια αντίστοιχη ομάδα, η οποία έκανε τις μιλόνγκες της στον «Δίαυλο» στο Κουκάκι. Αν είχαν αυτοί κάποια μουσική θα προσπαθούσαμε να ανταλλάξουμε ή να αντιγράψουμε ένα CD ή να πάρουμε μουσική με κάποιο τρόπο. Έτσι ήταν οι πρώτες μας μιλόνγκες. Τα πρώτα μαθήματα, λοιπόν, τα πρώτα, που οργάνωσα εγώ, ήταν εκεί στον Πολιτιστικό και φτιάχτηκε ένα γκρουπάκι αρχικά, ανοίχτηκε. Μαζευτήκαμε καμιά σαρανταριά άτομα, κάποιοι από τους οποίους—

Π.Μ.

Πολλοί—

Σ.Γ.

Είναι ακόμα ενεργοί. Ναι. Και για παράδειγμα, είμαι πολύ χαρούμενη, όταν βλέπω άτομα που ξεκίνησαν τότε να χορεύουν ακόμα ή άτομα που ξεκίνησαν τότε μαζί μου, να είναι ακόμα μαζί μου, δηλαδή έχω άτομα που είμαστε 20 χρόνια μαζί —έτσι;—, σχεδόν. Και μέσα απ’ αυτή την ομάδα ξεπήδησαν φίλιες, συνεργασίες, γάμοι, παιδιά, δηλαδή δεθήκαμε και πολλοί έφυγαν, βέβαια, αλλά κάποιοι, αυτοί που έμειναν, το αγάπησαν πάρα πολύ. Κι αυτό επίσης είναι κάτι που μου αρέσει, γιατί νομίζω ότι υπάρχει μια υγιής ανταλλαγή ανάμεσα στο τι δίνεις και το τι παίρνεις απ' το τάνγκο. Αυτό νομίζω ότ[00:30:00]ι είναι κάτι που πρέπει να σταθούμε. «Μην κοιτάμε μόνο τι μπορεί να μας δώσει το τάνγκο, αλλά και τι μπορούμε να δώσουμε κι εμείς στο τάνγκο» είναι αυτό που λέω πάντα, που είναι κάτι που λέει κι ο δάσκαλός μου, βέβαια, τον οποίο, όπως σου είπα, ακολουθώ. Τώρα τα πράγματα, όπως σου είπα, εκείνη την εποχή ήταν πολύ ζόρικα. Δεν είχαμε ιδιαίτερες ανταλλαγές, σιγά σιγά, όμως, με τα ανοίγματα και προς την κοινωνία... Δηλαδή, φροντίζαμε να πάμε να χορέψουμε σε μια πλατεία ή να πάμε να χορέψουμε… μας καλούσαν σε κάποιον χορό, σε ένα καρναβαλικό δρώμενο, γιατί εδώ, στο Ρέθυμνο το Καρναβάλι είναι πολύ... ένα…

Π.Μ.

Διαδεδομένο.

Σ.Γ.

Ναι, ακριβώς, πολύ διαδεδομένο. Οπότε, σιγά σιγά άρχισε και στον κόσμο του Ρεθύμνου να ακούγεται ότι υπάρχει τάνγκο και άρχισε να γίνεται αποδεκτό ως μια εναλλακτική. Και λέω: «Να γίνεται αποδεκτό», γιατί για μας δεν είναι παραδοσιακός χορός το τάνγκο. Στην Αργεντινή είναι ένας λαϊκός χορός, μάλλον, δεν θα πω παραδοσιακός, είναι ένας λαϊκός, κοινωνικός χορός. Εδώ δεν είναι 100%, δεν μπορούσε να ταυτιστεί ο Έλληνας ή ο Ρεθυμνιώτης 100% με το τάνγκο, οπότε έπρεπε κάπως να του δείξεις τη μαγεία και να του δημιουργήσεις αυτή την οικειότητα. Με το να ανοιγόμαστε, λοιπόν, συνεχώς προς τα έξω, θεωρώ ότι έγινε μια καλή —δεν θα το πω διαφήμιση—, θα το πω κοινοποίηση στον κόσμο του Ρεθύμνου για το τι γίνεται στο υπόγειο, έτσι ώστε σιγά σιγά να έρχεται περισσότερος κόσμος, να φεύγει το στίγμα του τάνγκο, γιατί είναι ένας χορός που στην αρχή ξενίζει. Όταν μπεις σε μια αίθουσα για πρώτη φορά που χορεύουν τάνγκο και δεις δυο ανθρώπους αγνώστους, σφιχταγκαλιασμένους, να χορεύουν για 10 λεπτά και μετά να φεύγει ο ένας και ο άλλος και να αγκαλιάζουνε δυο άλλους ανθρώπους... Ειδικά τώρα και με όλη αυτή την κατάσταση με τον covid φαντάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας, να σφιχταγκαλιάζεσαι με αγνώστους μέσα σε μια κλειστή αίθουσα και τότε ήτανε κάπως πιο ταμπού, ας το πούμε έτσι. Αλλά σταδιακά νομίζω ότι έφυγε αυτό το στίγμα και ο κόσμος το αγάπησε και το αγαπάει. Και έτσι, σιγά σιγά πέρασαν τα 20 χρόνια και φτάσαμε στο σήμερα, για να σ' το πω έτσι. Δηλαδή, με μικρά, σταδιακά και διστακτικά βήματα αρχικά, φτάσαμε να κάνουμε άλματα και να ερχόμαστε στο τώρα που έχουμε ένα Φεστιβάλ Τάνγκο στο Ρέθυμνο για παράδειγμα, που είναι ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, του κόσμου. Αυτά.

Π.Μ.

Ωραία, πριν πάμε στο «A los Amigos», στο φεστιβάλ σου, θα ήθελα να πάμε λίγο στην Χαϊδελβέργη, όπου εσύ πηγαίνεις σε ηλικία 25;

Σ.Γ.

26 πήγα.

Π.Μ.

26—

Σ.Γ.

Στη Χαϊδελβέργη, ναι—

Π.Μ.

Για την διδακτορική σου διατριβή. Και αυτή η φάση της ζωής σου είναι που εσύ γνωρίζεις τον ευρωπαϊκό πυρήνα του τάνγκο, ταξιδεύεις και όχι μονάχα στη Γερμανία αλλά και στη Γαλλία, στο Παρίσι, που είναι η Μέκκα, θα λέγαμε, του τάνγκο και του τανγκό του ευρωπαϊκού. Θα ήθελα να μου πεις λίγο την ιστορία που μου είχες πει και πριν κάποιες μέρες, πώς σε συστήσανε σε μια σχολή χορού και πώς εσύ άρχισες να εδραιώνεσαι και να αποκτάς τις πρώτες σου επαφές εκεί.

Σ.Γ.

Ναι.

Π.Μ.

Γιατί ήσουνα ένα μικρό κορίτσι—

Σ.Γ.

Ναι, ναι—

Π.Μ.

Ξένο, σε μια χώρα.

Σ.Γ.

Ναι. Εγώ πήγα στη Γερμανία το 2004, τον Φλεβάρη του 2004. Ήτανε και ο λόγος που με βαριά καρδιά εγκατέλειψα και τα μαθήματά μου στο Ρέθυμνο, γιατί, όπως σου είπα, είχε φτιαχτεί ένας πολύ ωραίος πυρήνας, είχε φτιαχτεί μια πρώτη μιλόνγκα και στεναχωριόμουνα πάρα πολύ να το αφήσω, αλλά περνούσα σε μια άλλη φάση της ζωής μου, ξεκινούσα κάτι εντελώς καινούργιο και είχα και την περιέργεια να δω πώς θα είναι τα πράγματα στο εξωτερικό. Οπότε, Φλεβάρη του 2004 βρέθηκα στην Χαϊδελβέργη, ξεκίνησα το διδακτορικό μου, ξεκίνησα και να δουλεύω στο πανεπιστήμιο εκεί και αμέσως, αυτόματα άρχισα να ψάχνομαι για το πού μπορώ να κινηθώ και άρχισα να αναζητώ αυτόν που θα γινόταν ο δάσκαλός μου στη συνέχεια. Γιατί, όπως σου είπα, εγώ είχα ξεκινήσει γνωρίζοντας το παραδοσιακό τάνγκο, αλλά στην πορεία μου, μέσα από την Ρομίνα ή με τα μαθήματα με άλλους δασκάλους που έκανα —και με τον Πάμπλο Βερόν που είχα κάνει μαθήματα—, ανακάλυψα ότι υπάρχει κι ένα άλλο τάνγκο, πιο εγκεφαλικό, πιο βαθύ, πιο ενδιαφέρον για μένα, το οποίο πρέσβευε εκείνη την εποχή, ένας από τους πρεσβευτές του —και για μένα ο κυριότερος— ήταν ο Τσίτσο Μαριάνο. Άρχισα, λοιπόν, να τον αναζητώ παντού. Θα φτάσω σε αυτό, στο πώς γνωριστήκαμε. Επειδή, λοιπόν, με ρώτησες στο πώς εδραιώθηκα εγώ στην Χαϊδελβέργη, να σου πω το εξής: εγώ βρέθηκα σε μια πόλη, όπου υπήρχε μια ενεργή σκηνή τάνγκο, υπήρχαν διάφορες πολλές και διάφορες μιλόνγκες. Βρέθηκα, λοιπόν, σε μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική. Εγώ χόρευα κάποια χρόνια, είχα αρχίσει και να διδάσκω, αλλά, ξαναλέω, ότι δίδασκα με πλήρη γνώση ότι δεν ξέρω πολλά πράγματα. Δίδασκα, επειδή έπρεπε να διδάξω, δεν δίδασκα με την αλαζονεία κάποιου που νομίζει ότι είναι φτασμένος και έχει γνωρίσει όλη την τεχνική και ξέρει, δίδασκα κατ’ ανάγκη. Αρχικά, λοιπόν, φτάνοντας στην Χαϊδελβέργη, δεν μπήκα σε καμιά διαδικασία να ψαχτώ για το πώς θα διδάξω, άρχισα να ψάχνομαι πώς θα μάθω περισσότερα. Επισκέφτηκα, λοιπόν, τις διάφορες σχολές χορού στη Χαϊδελβέργη. Έκανα μαθήματα εκεί με κάποιους ανθρώπους και αυτό που έκανα πολύ συστηματικά ήταν να πηγαίνω και να χορεύω στις μιλόνγκες. Σχεδόν κάθε βράδυ πήγαινα σε μια διαφορετική μιλόνγκα και άρχισα να γνωρίζομαι με χορευτές από εκεί, οι οποίοι εκτιμούσαν τον τρόπο που χόρευα εγώ, εκτιμούσαν το δικό μου το στυλ, έβλεπαν ενδεχομένως μια προοπτική εξέλιξης. Άρχισα να πηγαίνω και στις γειτονικές πόλεις κι έτσι ταξιδεύαμε σε μια ακτίνα, ας πούμε, μέχρι και 300 χιλιόμετρα μακριά φτάναμε, μη νομίζεις ότι πηγαίναμε και κοντά. Αρκετές ώρες ταξίδι, για να πάμε να χορέψουμε μερικές τάντες και να γυρίσουμε. Αλλά για παράδειγμα, το να μπεις από την Χαϊδελβέργη σ' ένα αμάξι και να πας στην Κολωνία, που ήταν τρεις ώρες μακριά, για να χορέψεις και να ξαναγυρίσεις πίσω τα ξημερώματα ήταν κάτι που κάναμε εκείνη την εποχή. Εάν ξέραμε για παράδειγμα ότι στην Κολωνία, στη μιλόνγκα, στο «Tango Colon», που ήταν η μεγάλη μιλόνγκα εκείνης της εποχής, μια φορά το μήνα, θα πήγαινε άλλος ένας μεγάλος χορευτής, που ήταν από το Βερολίνο για παράδειγμα. Και αυτά τα μαθαίναμε, ξέρεις, συνήθως μέσω e-mail, γιατί ούτε κοινωνικά δίκτυα υπήρχαν τότε ούτε τηλέφωνα ανταλλάζαμε εύκολα. Με mail.

Π.Μ.

Από στόμα σε στόμα...

Σ.Γ.

Από στόμα σε στόμα, ακριβώς. Ή εάν ξέραμε ότι είναι θαμώνας και ποντάραμε στο ότι —ok— μπορεί να πετύχουμε τον τάδε εκεί. Έτσι, λοιπόν, ταξιδεύαμε και έτσι με γνώρισαν και γνώρισα κι εγώ κόσμο στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Γερμανίας. Κάποια στιγμή, λοιπόν, η κοπέλα που είχε τη σχολή χορού, στην οποία φιλοξενούταν μια από τις μιλόνγκες, γιατί στις σχολές χορού... αν κάποιος είχε μια σχολή χορού, μπορεί να έμπαιναν διάφοροι να κάνανε μιλόνγκες, δεν ήταν αποκλειστικά της σχολής, δηλαδή, η μιλόνγκα. Η κοπέλα, λοιπόν, που είχε την σχολή «Tribu del Mar», η Σίλβια, η οποία ήταν μια Πορτογαλέζα που ζούσε στη Χαϊδελβέργη, ζητούσε να βάλει στην σχολή της αργεντίνικο τάνγκο. Επικοινώνησε, λοιπόν, με δυο δασκάλους από μια κοντινή πόλη, την Καρλσρούη, τους οποίους γνώριζε και εκτιμούσε και τους έκανε την πρόταση να δουλέψουν στην σχολή της, να κάνουν κάποια μαθήματα. Οι άνθρωποι, λοιπόν, αυτοί είπαν: «Μα γιατί ρωτάς εμάς; Στην πόλη σας έχετε μια πολύ καλή χορεύτρια και φαντάζομαι ότι είναι και πολύ καλή δασκάλα, τη Σοφία. Επικοινώνησε μαζί της, για να αναλάβει αυτή τα μαθήματα». Όταν, λοιπόν, η Σύλβια επικοινώνησε μαζί μου και κάναμε την πρώτη μας κουβέντα, όταν μου ανέφερε το περιστατικό, αρχικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση πώς δυο άτομα, που ουσιαστικά δεν με ήξεραν, με είχαν δει μόνο, με συνέστησαν με αυτόν τον τρόπο και ουσιαστικά πρότειναν τη δουλειά μου σε μια υποψήφια, ας πούμε, εργοδότη, ας το πούμε έτσι. Ήταν κάτι το οποίο εκτίμησα ιδιαίτερα. Δεν είχαμε κάποια σχέση ή φιλία με τους ανθρώπους αυτούς. Ήταν μια απλή γνωριμία, εγώ ως θαμώνας στην μιλόνγκα τους και αυτοί βλέποντας με σε διάφορες εκδηλώσεις που τύχαινε να είμαστε μαζί. Και αυτό είναι κάτι που μου έχει μείνει, γιατί ουσιαστικά χάρη σ' αυτούς βρήκα την πρώτη μου δουλειά στη Γερμανία ως δασκάλα χορού επίσημα πια, στο «Tribu del Mar». Φτιάξαμε δύο τμήματα αρχικά, τα δύο τμήματα γίνανε τέσσερα, ξεκίνησε εντελώς πειραματικά και αυτό εξαπλώθηκε. Και με κάποιους από τους μαθητές πρέπει να πω ότι έχω την χαρά να έχουμε ακόμα επαφή και να τους έχω ακόμα μαθητές —σε εισαγωγικά—. Για παράδειγμα, στα διαδικτυακά μαθήματα που κάναμε φέτος είχα μαθητές από την Χαϊδελβέργη, οι οποίοι παρακολουθούσαν.

Π.Μ.

Μετά από 15 χρόνια, ας πούμε.

Σ.Γ.

Μετά από 15 χρόνια, ναι. Και αυτό επίσης είναι κάτι πολύ συγκινητικό για μένα και λέει πολλά. Λέει πολλά, ότι, ξέρεις, περνάς από ένα μέρος, αφήνεις ένα αποτύπωμα το οποίο δεν ξεχνιέται τελικά, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αυτό είναι ένα απ' τα πολλά μου έχ[00:40:00]ει χαρίσει το τάνγκο.

Π.Μ.

Ωραία. Είσαι, λοιπόν, στη Γερμανία. Εσύ σιγά σιγά ψάχνεις εμπειρίες τάνγκο και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Θα 'θελα να πάμε στο φεστιβάλ που γνωρίζεις τον δάσκαλο σου, τον Τσίτσο, και τον τρόπο που συμβαίνει αυτό, γιατί και ο τρόπος είναι ιδιαίτερος.

Σ.Γ.

Ναι, ναι. Όπως σου είπα, εγώ ήμουν ένα κοριτσάκι τότε που... Βασικά είχα ταξιδέψει, αλλά δεν είχα ταξιδέψει τόσο πολύ, κυρίως εντός Ελλάδας. Βρέθηκα, λοιπόν, μόνη μου στη Γερμανία και άρχισα να ψάχνομαι για το τι παραπάνω μπορώ να κάνω, για να βελτιώσω τον εαυτό μου. Οπότε, το πρώτο πράγμα που έψαξα ήταν τα φεστιβάλ τάνγκο, αρχικά κοντά στην περιοχή και μετά πιο μακριά. Είχα, λοιπόν, την καλή τύχη κοντά στην πόλη που μένω, στη Χαϊδελβέργη, να διοργανώνεται ένα απ' τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης ακόμα και σήμερα το «Oster tango Festival» στη Βασιλεία της Ελβετίας. Είναι ένα φεστιβάλ που διοργανώνεται τα τελευταία 22 χρόνια. Δυστυχώς φέτος και πέρσι λόγω COVID δεν κατάφερε να πραγματοποιηθεί. Ελπίζουμε του χρόνου, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να... Γιατί είναι κρίμα να σβήνουν τέτοιοι φάροι. Το Φεστιβάλ της Basel ήταν ένας φάρος πραγματικά, ένας φάρος σε όλη την Ευρώπη, γιατί από πολύ παλιά αυτοί οι άνθρωποι, που έστησαν το φεστιβάλ, ουσιαστικά ήταν από τους πρωτοπόρους που έστησαν το τάνγκο στην χώρα τους και κατ’ επέκταση έβαλαν το λιθαράκι τους για το τάνγκο στην Ευρώπη. Είναι κρίμα, λοιπόν, να χάνονται τέτοιες διοργανώσεις. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκα γιατί είδα ότι ένας από τους χορευτές που θα δίδασκε και θα χόρευε ήταν ο Τσίτσο με την τότε παρτενέρ του Εουχένια Παρίσα. Έκλεισα αμέσως μαθήματα με χίλια ζόρια, βέβαια, γιατί υπήρχαν ειδικές προϋποθέσεις. Έπρεπε να δηλώσεις με ζευγάρι, εγώ δεν είχα ζευγάρι, είχα πάει μόλις στη Χαϊδελβέργη, δεν είχα τους γνωστούς. Βρήκα έναν εθελοντή, ο οποίος δέχτηκε να μου κάνει το χατίρι, να με συνοδέψει στα μαθήματα και ξεκινήσαμε για Βασιλεία. Τα μαθήματα θα ήταν Σάββατο και Κυριακή. Είχαμε πάει, λοιπόν, από Παρασκευή, για να εκμεταλλευτούμε την βραδιά της Παρασκευής. Όσο περισσότερο τάνγκο παίρναμε, τόσο το καλύτερο. Βρέθηκα, λοιπόν, ξαφνικά σε μία αίθουσα, που με το που άνοιξα τις πόρτες, νομίζω ότι ήταν σαν την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», διότι μπήκα σε μία υπέροχη αίθουσα με παρκέ, κολώνες στο πλάι, υπέροχο φωτισμό, τραπέζια με κόκκινα τραπεζομάντηλα και κοιτώντας στο βάθος της αίθουσας, έβλεπα μόνο κεφάλια χορευτών. Μιλάμε για μια μιλόνγκα περίπου χιλίων ατόμων, ίσως και παραπάνω. Εγώ αυτό το πράγμα δεν το είχα ξαναβιώσει φυσικά, ήταν εντελώς πρωτόγνωρο. Ξεπέρασα τον αρχικό μου φόβο και το αρχικό σοκ και το τρακ, βέβαια, γιατί καταλαβαίνεις ότι ένα άτομο με λίγες εμπειρίες... Γιατί είχα πάει μεν σε φεστιβάλ ως τότε, και το 2002 είχαμε κάνει ένα Φεστιβάλ στην Ελλάδα, το οποίο διοργάνωσε η Ρομίνα, αλλά ένα φεστιβάλ στην Ελλάδα, το πρώτο φεστιβάλ στην Ελλάδα, αρχές του 2000, σήμαινε ότι ήμασταν καμιά εκατοστή, ίσως και λιγότεροι, χορευτές από όλη την Ελλάδα, που χορεύαμε πάνω κάτω στο ίδιο επίπεδο. Και είδαμε μεν κάποιους σημαντικούς δασκάλους, για παράδειγμα τότε είδαμε για πρώτη φορά τον Φαμπιάν Σάλας, που ήρθε στην Ελλάδα και κάναμε μαθήματα μαζί του και είδαμε και την επίδειξη χορού, αλλά δεν είχε καμία σχέση με όλο αυτό το μεγαλειώδες δημιούργημα που έβλεπα μπροστά μου. Ήτανε πέντε ζευγάρια επαγγελματιών χορευτών, ήτανε ζωντανή μουσική, ήτανε χίλια άτομα στην πίστα, ήταν άλλης κλίμακας όλο το σκηνικό. Προσπάθησα, λοιπόν, να μπω στην μιλόνγκα, όσο γίνεται. Να μπω, τι σημαίνει; Να προσπαθήσω να χορέψω, γιατί δεν είναι κι εύκολο, όταν κάποιος δεν σε ξέρει, να σε σηκώσει να σε χορέψει. Κατάφερα να χορέψω, λοιπόν, μερικές τάντες και φαίνεται πως αυτό τράβηξε κάποια βλέμματα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, προς τα τέλη της βραδιάς, ξημερώματα, 04:00 η ώρα το πρωί, είχα καθίσει στην άκρη της μιλόνγκας σε μια καρέκλα και είχα βάλει τα πόδια μου πάνω σε μια άλλη καρέκλα και χάζευα. Χάζευα τα φορέματα, τα παπούτσια, που εγώ δεν είχα και τότε καλά καλά κανονικό παπούτσι τάνγκο, χάζευα τους χορευτές, γιατί υπήρχε πληθώρα χορευτών, βέβαια και καλών χορευτών. Οπότε, κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι έρχεται κάποιος δίπλα μου, σηκώνω το βλέμμα μου και μένω παγοκολόνα. Αυτός ο άνθρωπος μου λέει στα ισπανικά: «Quieres bailar?». Εγώ συνεχίζω να τον κοιτάζω έκθαμβη, δεν αντιδρώ. Οπότε, ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι μάλλον δεν μιλάω ισπανικά και μάλλον δεν καταλαβαίνω τι μου λέει. Οπότε, επαναλαμβάνει την ερώτηση στα αγγλικά: «Θέλεις να χορέψουμε;». Εκείνη την στιγμή μάλλον κάτι ψέλλισα και σηκώθηκα αυτόματα πάνω. Ήταν ο Μαριάνο Φρούμπολι, ο οποίος με ζητούσε να χορέψουμε. Τα πρώτα τάνγκο της ζωής μας που χορέψαμε μαζί, όχι τα τελευταία, βέβαια, γιατί για καλή μου τύχη χορεύαμε αρκετά συχνά μαζί όποτε βρισκόμασταν σε... όποτε μπορούσα να πηγαίνω κι εγώ σε εκδηλώσεις όπου ήταν κι αυτός. Και λέω αυτό γιατί η στιγμή αυτών των πρώτων τάνγκο μαζί του, ήταν η στιγμή που κατάλαβα τι τάνγκο θέλω να χορεύω. Αυτή η εμπειρία μου καθόρισε όλη την επόμενη πορεία μου, γιατί αν εξαιρέσουμε το τρακ, την τρεμούλα που με είχε πιάσει… Του ζήτησα χίλιες φορές συγγνώμη, γιατί, φαντάζομαι, δεν θα είχε πάρα πολλή πλάκα να χορεύεις με ένα κομπρεσέρ στα χέρια σου. Δεν μπορούσα να σταματήσω να χορεύω και υποθέτω ότι δεν ήταν πολύ διασκεδαστικό για τον ίδιο να χορεύει μαζί μου, παρόλα αυτά με ξαναζήτησε για χορό, οπότε, φαντάζομαι, κάτι θα έβλεπε στον ορίζοντα ότι μπορεί και να πάει καλά. Όταν, λοιπόν, χόρεψα μαζί του, συνειδητοποίησα ότι αυτό το τάνγκο δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είχα κάνει μέχρι τότε. Και δεν έχει καμία σχέση και μ' αυτό που έβλεπα τριγύρω, ήταν κάτι μοναδικό. Ένιωθες μια μπάλα ενέργειας ουσιαστικά να σε σπρώχνει και να σε κινεί, χωρίς να ξέρεις πώς κινείσαι. Δεν ένιωθες επαφή με ανθρώπινα μέτρα, όπως είχαμε συνηθίσει, δηλαδή αγκαλιάζεσαι, σου δίνει το παράγγελμα ο καβαλιέρος… Τότε είχαμε συνηθίσει και να σε σπρώχνει λίγο ή να σε τραβάει ή να σου κάνει διάφορες κινήσεις στην πλάτη με το χέρι, για να σου οδηγήσει τα ocho για παράδειγμα ή τις κατευθύνσεις. Αυτό ήταν κάτι διαφορετικό… κινιόσουν σαν μαριονέτα, αλλά σαν ενεργή μαριονέτα. Δηλαδή, σ' έσπρωχνε κάτι να πας, να κινηθείς στον χώρο, χωρίς να ξέρεις τι. Και μετά έκανες πράγματα, που δεν είχες ξανακάνει ποτέ στην ζωή σου. Εγώ τις πρώτες εκείνες φορές, ξαναλέω, παρά το τρακ, έλεγα: «Μα τι είναι όλα αυτά!». Δεν αναγνώριζα τίποτα απ' αυτά που κάναμε, δεν ήξερα τίποτα. Απλά άφηνα τον εαυτό μου και με πήγανε και ήταν πολύ εντυπωσιακό για μένα. Οπότε, εκεί κατάλαβα ότι δεν θέλω να κάνω τίποτα άλλο. Αυτό το τάνγκο θέλω να μάθω, με αυτή την τεχνική, με αυτόν τον άνθρωπο και να ακολουθήσω αυτή την πορεία. Και αυτό έκανα.

Π.Μ.

Οπότε, με λίγα λόγια είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική εμπειρία τάνγκο—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Στη ζωή σου, η οποία καθόρισε και τη σχέση σου με το τάνγκο.

Σ.Γ.

Αυτό για μένα είναι το τάνγκο. Τελεία.

Π.Μ.

Τόσο απόλυτο.

Σ.Γ.

Ναι. Αυτό είναι το τάνγκο για μένα. Για τον καθένα μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό. Για μένα αυτοί οι χοροί... αυτού του είδους η επικοινωνία στον χορό, γιατί για επικοινωνία μιλάμε, είναι η απόλυτη. Και γνωρίζοντάς τον σε βάθος και με το πέρασμα των χρόνων αυτόν τον άνθρωπο, κατάλαβα πόσο ουσιαστικό είναι αυτό που χορεύει και που διδάσκει κατ’ επέκταση, γιατί διδάσκει αυτό που είναι ο άνθρωπος αυτός. Είναι αυτό που θέλω να κάνω κι εγώ και αυτό που προσπαθώ κι εγώ η ίδια να δείξω στους μαθητές μου. Γι’ αυτό ήταν και όνειρό μου, για παράδειγμα, επιστρέφοντας στην Κρήτη, να φέρω κι αυτόν μαζί με κάποιον τρόπο. Γι’ αυτό έχει και την θέση που έχει ο Τσίτσο στο φεστιβάλ κάθε χρόνο.

Π.Μ.

Ξέρεις τι σκεφτόμουν τώρα; Επειδή προηγουμένως μου είπες ότι στο γυμνάσιο γνώρισες μια καθηγήτρια—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Η οποία σου μεταβίβασε την αγάπη της—

Σ.Γ.

Ακριβώς—

Π.Μ.

Για τη Φιλολογία—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Και μετέπειτα παρόλο που αγαπούσες το τάνγκο—

Σ.Γ.

Ναι, ναι. Αγαπούσα ένα άλλο τάνγκο—

Π.Μ.

Ναι—

Σ.Γ.

Τώρα γνώρισα αυτό το ουσιαστικό που ήθελα, εστίασα το ουσιαστικό. Εστίασα σ' αυτό που πραγματικά είναι για μένα το τάνγκο για μένα, στην ουσία. Αυτό είναι. Η ουσία του τάνγκο πια είναι… γιατί, σου είπα, η φόρμα και η μορφή μπορεί ν' αλλάζει, η ουσία μένει πάντα η ίδια.

Π.Μ.

Θέλω να πω ότι πολλές φορές κυνηγάμε κάτι διακαώς, για να το ανακαλύψουμε, για να το αναγνωρίσουμε και αρκεί μια γνωριμία, μια στιγμή—

Σ.Γ.

Σωστά—

Π.Μ.

Για να τα αλλάξει όλα. Δηλαδή, έκανες τόσα ταξίδια, ξόδεψες πόσα χρήματα και γνώρισες πολλούς δασκάλους... Αν βάλουμε τα μαθητικά μας χρόνια, που είναι 12 plus, μαζί με τα φοιτητικά, βρήκες μια καθηγήτρια που σου 'δειξε τον δρόμο της Φιλολογίας και στο τάνγκο, παρά τα ταξίδια και τα χρόνια που περνούσαν, βρήκες πάλι έναν άνθρωπο, μια γνωριμία, έναν χορό σ' αυτό το φεστιβάλ που καθόρισε την ζωή σου.

Σ.Γ.

Σωστά.

Π.Μ.

Δηλαδή—

Σ.Γ.

Ναι, μα δεν—

Π.Μ.

Τι κάνουν οι δάσκαλοι, στ’ αλήθεια—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Αν βρεις έναν αληθινό δάσκαλο.

Σ.Γ.

Ακριβώς αυτό. Μα αυτή είναι η ουσία του δασκάλου. Σ’ αυτό προσηλώνομαι και αυτό είναι η δική μου η [00:50:00]φιλοδοξία, αν καταφέρω έστω και έναν... Που νομίζω ότι εν μέρει, χωρίς να περιαυτολογήσω, το έχω πετύχει, γιατί, σου είπα, νομίζω ότι κάποια άτομα που θέλησαν να με εμπιστευτούν και να δουν το τάνγκο μέσα απ' τα δικά μου μάτια, το αγάπησαν πραγματικά και το αγάπησαν για αυτό που είναι το τάνγκο. Γιατί το τάνγκο είναι αυτό που είναι, ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει και να πάρει απ’ αυτό ό,τι έχει ανάγκη. Είναι πολύ γενναιόδωρο. Το θέμα είναι τι επιλέγεις να πάρεις απ’ αυτό το πράγμα: επιλέγεις να πάρεις το περίβλημα ή την ουσία;

Π.Μ.

Μιας και πιάνουμε το θέμα δασκάλου-μαθητή, θες να μας πεις λίγο για την σχέση σου με τον δάσκαλό σου και τι σημαίνει για σένα.

Σ.Γ.

Ναι. Έχω μιλήσει αρκετές φορές για τη σχέση μου μαζί του, γιατί είναι, όντως, είναι ένα απ' τα άτομα που εκτιμώ ιδιαίτερα ανεξαρτήτως χορού. Είναι ένας άνθρωπος πολύ ιδιαίτερος, είναι ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης. Ο Τσίτσο ξεκίνησε ως μουσικός, παίζοντας drums σ' ένα rock συγκρότημα. Είναι ηθοποιός, έπαιζε στο θέατρο. Είναι φωτογράφος, είναι ζωγράφος, είναι συνθέτης τραγουδιών. Το τάνγκο το γνώρισε σε μεγάλη ηλικία, γύρω στα 35 ήταν, όταν το γνώρισε το τάνγκο. Αλλά μιλάμε για ένα άτομο πάρα πολύ ταλαντούχο και χαρισματικό, όπου όταν το γνώρισε, αυτόματα σχεδόν έφτασε σε ασύλληπτα επίπεδα. Δηλαδή και οι δάσκαλοί του οι ίδιοι τον παραδέχονται σαν… οι δάσκαλοί του τώρα παίρνουν μαθήματα απ’ αυτόν, ας το πούμε έτσι. Ξεπέρασε πολύ γρήγορα τους δασκάλους του. Δεν έχασε ποτέ τον σεβασμό για τους δασκάλους του, κάτι που επίσης είναι αξιοθαύμαστο πάνω του. Ποτέ δεν έχασε… πάντα μιλάει με θαυμασμό για τους δασκάλους του, παρότι ο ίδιος μπορεί να είναι ένα σκαλί παραπάνω και αυτό δίνει ποιότητα χαρακτήρα. Τώρα, όσον αφορά την προσφορά του στο τάνγκο, σου είπα, αυτός ήταν ένας από την τριάδα που συνέβαλαν στην ανανέωση του τάνγκο. Πρόσφερε πάρα πολλά στο κομμάτι της ερμηνείας και της μουσικής. Είναι ένα άτομο το οποίο ποντάρει στον αυτοσχεδιασμό, που για τα δικά μου δεδομένα είναι ο αυθεντικός χορός, το αυθεντικό τάνγκο, γιατί το να χορογραφήσουμε κάτι και να το ταιριάξουμε πάνω στην μουσική τέλεια και το να μην χρειάζεται να το δείξουμε στον άλλο είναι πάρα πολύ εύκολο, όσο σύνθετη κι αν είναι η χορογραφία. Αλλά το να πρέπει να αυτοσχεδιάσεις μπροστά σε κοινό και να το κάνεις τόσο τέλεια, ώστε να φαίνεται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα σαν να ήταν χορογραφία, είναι τέχνη! Δηλαδή, αυτό λίγοι το καταλαβαίνουν, πόσο τέλειος είναι ο χορός αυτού του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να αυτοσχεδιάζει ζωντανά μπροστά σε κοινό με την μουσική και με την παρτενέρ του. Αυτό είναι κάτι μοναδικό, δηλαδή σ' αυτό το επίπεδο δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον κόσμο που μπορούν να το κάνουν. Τέλος πάντων, εμείς όταν γνωριστήκαμε, σου είπα, τότε, το 2004 για μένα ήτανε καρμική η συνάντησή μας, ήταν πολύ καθοριστική. Από εκείνο το φεστιβάλ που είχα πάρει κάποια ομαδικά μαθήματα, ζήτησα το e-mail του, είχαμε μια επικοινωνία. Τύχαινε να ζει στο Παρίσι εκείνη την εποχή, οπότε μπήκα στην διαδικασία να πηγαινοέρχομαι στο Παρίσι, για να κάνω μαθήματα μαζί του και με άλλους δασκάλους βέβαια. Τότε ζούσε στο Παρίσι και ο Σεμπάστιαν Άρσε με τον Μαριάννα Μόντεζ, οπότε το συνδύαζα και πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο σχεδόν. Όταν δεν ταξίδευα σε άλλα μέρη, που θα ήταν ο Τσίτσο για παράδειγμα, πήγαινα στο Παρίσι, για να κάνω ιδιαίτερα μαζί τους ή για να πάω στην πολύ ωραία μιλόνγκα που λειτουργούσε τότε στα περίχωρα του Παρισιού, το «Σαντιέ», το οποίο υπάρχει ακόμα και τώρα. Ήταν μαγικές εποχές, ήταν εποχές που εγώ μάθαινα με έναν ασύλληπτο ρυθμό. Πληροφορίες χωρίς τέλος και ήτανε πληροφορίες κατευθείαν από την πηγή, γιατί κι αυτοί οι άνθρωποι τότε ανακάλυπταν πράγματα. Δηλαδή, γύρω στο 2004 γινόταν ένα μεγάλο «μπουμ» στο τάνγκο. Ανακάλυπταν, λοιπόν, συνεχώς καινούργια πράγματα, βήματα, καινούργιες τεχνικές, καινούργια πιασίματα, καινούργια ερμηνεία της μουσικής. Ήταν ένας αναβρασμός. Και το Παρίσι, βέβαια, ήταν η Μητρόπολη του τάνγκο στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Το καλύτερο τάνγκο στην Ευρώπη χορευόταν στο Παρίσι κι εγώ είχα μια τέτοια πόλη στα πόδια μου, αυτό ένιωθα, γιατί πήγαινα στη μιλόνγκα χόρευα μ' αυτούς τους μεγάλους δασκάλους. Δηλαδή, πήγαινα σε μια μιλόνγκα Τετάρτη βράδυ, ας πούμε, στο Παρίσι, ήταν το «Bistro Latin», έτσι λεγόταν, στην καφετέρια ενός σινεμά στο Quartier Latin στο Παρίσι. Και Τετάρτη βράδυ έμπαινες στη μιλόνγκα και στην μπάρα καθόταν ο Σεμπάστιαν, καθόταν ο Τσίτσο, καθόταν ο Νταμιάν Ροσεντάλ, καθόταν Σεμπάστιαν Νισέ, καθόταν άνθρωποι που δεν—

Π.Μ.

Θρύλοι.

Σ.Γ.

Θρύλοι; Ναι, θρύλοι. Οπότε, σαν normal θαμώνες κι αυτοί σε σήκωναν, σε χόρευαν. Ήταν μια καθημερινή Τετάρτη βράδυ στη μιλόνγκα. Με ποιον θα χόρευες; Με τον Τσίτσο, με τον Σεμπαστιάν, με τον Νταμιάν. Αυτό ήταν μεγάλη ευλογία, βέβαια, καταλαβαίνεις, και τεράστια μπαγκάζια. Αυτά είναι χιλιόμετρα που μαζεύονται, τα οποία γράφουν στο κοντέρ, και είναι χιλιόμετρα τα οποία σε πάνε πολύ μακριά, έτσι; Δεν είναι απλά χορεύω στη μιλόνγκα, με ποιους χορεύω στη μιλόνγκα; Χορεύω μ' αυτούς. Τέλος πάντων, μετά από αυτό το διάστημα για εκείνα τα τεσσεράμισι χρόνια που ήμουνα στην Γερμανία, που συνεχώς μετακινιόμουν και έκανα σεμινάρια, δημιουργήθηκε αυτή η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δασκάλου και μαθητή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν φιλία. Ήταν μια καλή γνωριμία. Εγώ συνέχισα να κάνω μαθήματα και μετά που γύρισα στην Ελλάδα και την πρώτη φορά που του έκανα πρόταση να οργανώσω κάτι με αυτόν ήταν το 2009. Όπου εγώ είχα επιστρέψει στην Ελλάδα 2008 και προσπάθησα να ξαναφτιάξω την ομάδα που είχα αφήσει πίσω μου, γιατί στο μεσοδιάστημα κάπως είχε σκορπίσει. Και όντως φτιάχτηκε ξανά μια ομάδα τάνγκο εδώ, στο Ρέθυμνο. Εγώ προσπαθούσα με τα πενιχρά μέσα που είχα τότε και με την συνδρομή, βέβαια, και των παιδιών, γιατί, όπως σου είπα, αυτά γίνονται συνεταιρικά, να το πω έτσι, προσπαθούσα μια φορά τον μήνα τουλάχιστον να φέρνω κάποιον από το εξωτερικό ή από την Ελλάδα, για κάνουμε μαθήματα μαζί του. Εγώ δίδασκα μεν… και δίδασκα ως γυναίκα και τους δύο ρόλους. Είναι κάτι που έκανα από την αρχή, δηλαδή ξεκίνησα λίγο σαν χίμαιρα, και το ένα και το άλλο παράλληλα. Έμαθα τον αντρικό και τον γυναικείο ρόλο μαζί, λόγω έλλειψης καβαλιέρων βέβαια. Οπότε, πάντα δίδασκα τα μαθήματα εγώ ως καβαλιέρος και με βοηθό μου μία ντάμα. Για να έχουν, όμως, οι καβαλιέροι μας την πληροφορία και από ένα αρσενικό, εκπρόσωπο του είδους τέλος πάντων, φρόντιζα να καλώ χορευτές και για να μπορώ να χορεύω εγώ, γιατί αυτό ήταν κάτι που μου έλλειπε και για να μπορεί ο κόσμος να έχει μια παραπάνω πληροφορία. Οπότε, έρχονταν φίλοι χορευτές από τα παιδιά που είχα γνωρίσει κατά την παραμονή μου στην Γερμανία, με τους οποίους είχα συνεργαστεί. Για παράδειγμα είχαμε φέρει αρκετές φορές, πέντε-έξι φορές, είχε έρθει ο Νάιτζελ Σμιθ, ένας χορευτής από το Παρίσι, ο οποίος ήταν τραγουδιστής όπερας επαγγελματικά, αλλά ήταν ένας καταπληκτικός χορευτής τάνγκο, ένας από τους χορευτές του Παρισιού. Ή ο Γιενς είχε έρθει για ένα διάστημα, είχε μείνει ή κάποιοι Αργεντινοί χορευτές: είχε έρθει ο Τσίνο δυο φορές ή ο Παύλο Τέλι, ο Ραούλ Μασόκι. Κάποιοι έρχονταν μόνοι τους, κάποιοι έρχονταν και με την παρτενέρ τους: o Γκονζάλο με τη Σολανζ, ο Ραούλ είχε έρθει με την Καρίνα, την παρτενέρ του. Γενικά προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ —σε εισαγωγικά— τις γνωριμίες μου από το εξωτερικό, έτσι ώστε να βοηθήσω την τοπική σκηνή να ανθίσει. Γιατί και εγώ χρειαζόμουν αυτό το feedback το παραπάνω και ο κόσμος και θεωρώ καλό όσες περισσότερες πληροφορίες δίνονται, αυτή η πολυπολιτισμικότητα, ο πλουραλισμός, η επαφή με τον έξω κόσμο. Γιατί, επαναλαμβάνω, και το 2008 ακόμα, όταν επέστρεψα εγώ, τότε μπαίναμε και στην κρίση, δεν ήταν εύκολο κανείς να ταξιδέψει από Κρήτη, τα εισιτήρια ήταν πανάκριβα. Πού να πας; Και ναι μεν είχε εφευρεθεί τότε το YouTube, αλλά δεν ήταν και εύκολο να ξεσηκώσεις από το βίντεο, για να το αντιγράψεις και δεν έχει και την ίδια αξία, εδώ που τα λέμε. Οπότε, κατέβαλλα κάθε προσπάθεια και οικονομικό κόστος μεγάλο καμιά φορά, να μπορούμε να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους απ’ έξω. Σε εκείνη τη φάση, λοιπόν, το 2009, παρότι καταλάβαινα ότι ήταν πολύ παρακινδυνευμένο, έκανα πρώτη φορά λόγο στον δάσκαλό μου να έρθει στην Κρήτη και να διοργανώσουμε κάτι μαζί του. Ήξερα ότι τα νούμερα στα κασέ ήταν πολύ υψηλά για μένα, αλλά ήμουνα διατεθειμένη να το παλέψω και ήξερα ότι είχα και την υποστήριξη των μαθητών μου και της ομάδας. Αυτός δεν είχε πειστεί σε πρώτη φάση ότι μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και δικαίως δεν είχε πειστεί, γιατί δεν ήμασταν ακόμα έτοιμοι, αυτό είναι αλήθεια. Εγώ θεωρούσα ότι... Έβλεπα τον εαυτό μου λίγο σαν η συνέχειά του, ρε παιδί μου, παρότι είναι πολύ αλαζονικό να το λέω αυτό, δεν [01:00:00]μπορώ να συγκρίνω σε τίποτα τον εαυτό μου μαζί του, αλλά ήθελα οι μαθητές μου να μάθουν από την πηγή αυτό που προσπαθούσα να τους μεταφέρω εγώ. Αυτός ήταν ο στόχος μου, οπότε το προσπαθούσα, το προσπαθούσα. Είχα πάει και στην Αργεντινή, τότε είχα μείνει κάποιους μήνες, μιλούσαμε εκεί. Δεν είχε πειστεί. Επιστρέφοντας από την Αργεντινή, συνέχισα εγώ την πορεία μου, σιγά σιγά μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε η ομάδα, ώσπου το 2013 αποφάσισα σε συνεννόηση και με φίλους χορευτές, με τους οποίους είχαμε και έχουμε μια πολύ καλή φιλία και μια πολύ καλή συνεργασία, να μαζευτούμε στην Κρήτη και να κάνουμε μια fiesta. Να μην είναι πια ένα απλό Σαββατοκύριακο, αλλά να κάνουμε ένα φεστιβάλ, ένα δικό μας φεστιβάλ. Και έτσι προέκυψε η ιδέα του «Α los Amigos» και του φεστιβάλ το 2013, πέντε χρόνια μετά που γύρισα από Γερμανία δηλαδή. Να πω ότι εκείνη την εποχή είχα γνωρίσει και τον παρτενέρ μου, τον Τσίτσο Αϊέλο, ο οποίος Τσίτσο κι αυτός, αλλά Ιταλός Τσίτσο. Το Τσίτσο είναι χαϊδευτικό του Φραντσέσκο. Και πώς γνωριστήκαμε; Γνωριστήκαμε σ' ένα σεμινάριο του μεγάλου Τσίτσο —έτσι θα τον λέμε τώρα, για να τον ξεχωρίζουμε— στο Cagliari, στη Σαρδηνία. Είχαμε… Τι ήταν αυτό το σεμινάριο; Όπως σου είπα, ο δάσκαλός μου κρατήσαμε μια επαφή όλα αυτά τα χρόνια αδιάληπτη, πάντα τον ακολουθούσα και ακόμα τον ακολουθώ. Ακόμα και τώρα κάνω διαδικτυακά μαθήματα μαζί τους για παράδειγμα. Αυτός είχε... το 2011 οργάνωσε για πρώτη φορά ένα σεμινάριο, όπου η πρόσκληση ήταν η εξής: έλαβα μια πρόσκληση στο messenger, η οποία έλεγε: «Γεια σου Σοφία, σου στέλνω μήνυμα, για να σου πω ότι μετά από τόσα χρόνια έρευνας και διδασκαλίας και αγάπης για το τάνγκο, έχω αποφασίσει ότι έχω ξεχωρίσει κάποιους μαθητές μου από όλο τον κόσμο και θέλω να κάνουμε μια μάζωξη, ένα πενταήμερο σεμινάριο στο Cagliari —το Cagliari ήτανε ο τόπος διαμονής του εκείνη την εποχή— τέλη Αυγούστου, για να σας δείξω αυτά που έχω βρει τώρα, τις τελευταίες μου ανακαλύψεις, να ανταλλάξουμε ιδέες και να μπορέσουμε να φτιάξουμε μια ομάδα εργασίας και έρευνας πειραματική πάνω στο τάνγκο. Θα είστε λίγα άτομα, οι μαθητές μου, ας πούμε, οι πιο αγαπημένοι απ’ όλο τον κόσμο, με τους οποίους ξέρω ότι μπορώ να συνεννοηθώ και να δουλέψω». Από την Ελλάδα ήμουνα εγώ μόνο τότε και ο Λουκάς με την Γεωργία απ' την Αθήνα, τρία άτομα. Πήγαμε στο Cagliari, περάσαμε πέντε μαγικές μέρες, όπου πραγματικά νιώθαμε ότι μπαίναμε σε μία φούσκα τάνγκο, πολύ πειραματική δουλειά, μπλέξαμε το θέατρο με το τάνγκο, σωματική έκφραση, εκφραστικό χoρό, Feldenkrais, ό,τι τεχνικές μπορείς να φανταστείς, για να εξερευνήσουμε με ένα αλλιώτικο τρόπο τι είναι το τάνγκο και τι συναισθήματα μας προκαλεί, με βασικό στόχο να φτάσουμε στην ουσία. Αυτό είναι πάντα το ζητούμενο. Αυτό το σεμινάριο ξεκίνησε το 2011 και συνέχισε να γίνεται κάθε χρόνο για τα επόμενα 6 χρόνια. Κάθε χρόνο, λοιπόν, για πέντε μέρες πηγαίναμε σε αυτό το σεμινάριο. Εγώ δυστυχώς είχα πει τότε στον Τσίτσο... γιατί έπρεπε να είσαι με ζευγάρι, δεν μπορούσες να πας μόνη σου, μου λέει: «Ξέρω ότι δεν έχεις ζευγάρι, αλλά επειδή σε εκτιμώ, θέλω να έρθεις. Προσπάθησε να βρεις κάποιον που μπορεί να σ' ακολουθήσει σ' αυτό το κομμάτι και έλα». Όντως βρήκα κάποιον, πήγαμε, το καταευχαριστηθήκαμε. Την επόμενη χρονιά, πάλι δεν είχα παρτενέρ και βρήκα ένα άλλο άτομο, ο οποίος μου πρότεινε να πάμε μαζί, γιατί ήθελε να συμμετέχει και μόνο μέσω αυτής της πρόσκλησης μπορούσες να πας, δηλαδή μόνο μέσω εμού μπορούσε να συμμετέχει στο σεμινάριο. Και σε κείνο το δεύτερο σεμινάριο, γνώρισα έναν τύπο, έναν Ιταλό με τον οποίο χορέψαμε στην μιλόνγκα μαζί βασικά και μας άρεσε πάρα πολύ να χορεύουμε μαζί. Αυτός ήταν ο Τσίτσο. Ο οποίος... Ήμασταν στην ίδια φάση, είχαμε παρόμοιες εμπειρίες, παρόμοια ιστορία και πορεία στον χώρο. Γνωριστήκαμε τότε και είπαμε: «Ok, ας κρατήσουμε μια επαφή». Αυτό. Χάρη σ' αυτή τη γνωριμία, λοιπόν, σε εκείνο το φεστιβάλ εγώ γνώρισα τον παρτενέρ μου, γιατί μην έχοντας παρτενέρ και οι δυο μας και μην βλέποντας φως στο τούνελ, γιατί για μένα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να εκπαιδεύσω εδώ κάποιον και να πω… Για τον καβαλιέρο είναι πολύ δύσκολο να... χρειάζεται περισσότερος χρόνος, για να φτάσει σ' ένα επίπεδο και καμιά φορά ενώ ξεκινούσα προσπάθειες, δεν ευοδώνονταν, γιατί δεν είχε ο άλλος την όρεξη 100%… Μπορεί να ήταν οικογενειάρχης, μπορεί να ήταν φοιτητής, που έπρεπε να φύγει. Δηλαδή, είχε τύχει πολλές φορές να κάνω το formation σε κάποιον καβαλιέρο εδώ, αλλά να πρέπει να φύγει ή να παντρεύεται και να κάνει μωρά ή να... Οπότε, ήμουνα πάντα χωρίς παρτενέρ. Τέλος πάντων, λέω: «Και τι έχουμε να χάσουμε; Το πολύ πολύ να χάσουμε τα λεφτά μας», γιατί η συνεργασία εξ αποστάσεως προϋποθέτει—

Π.Μ.

Ταξίδια.

Σ.Γ.

Ταξίδια! Και πολυέξοδα ταξίδια, γιατί εγώ από Κρήτη κι αυτός από Καλαβρία, έπρεπε κάθε φορά ν' αλλάζουμε τρία αεροπλάνα, για να συναντηθούμε: Κρήτη-Αθήνα, Αθήνα-Ρώμη, Ρώμη-Lamezia Terme ήταν το ταξίδι και αντίστροφα. Αρχικά, λοιπόν, αρχίσαμε να βρισκόμαστε, για να κάνουμε practice και το practice το κάναμε με βάση πού βρίσκαμε φθηνά εισιτήρια —δεν θα πω την εταιρεία— μιας low cost εταιρείας. Όποιος, λοιπόν, ήταν ο προορισμός που βρίσκαμε μηδέν κόστος, όσο γίνεται, με 10 ευρώ το aller-retour, λέγαμε: «Ok. Το άλλο Σαββατοκύριακο θα βρεθούμε στο Μιλάνο». Προϋπόθετε να κλείσουμε ξενοδοχείο στο Μιλάνο, να νοικιάσουμε αίθουσα, για να πάμε, να κάνουμε practice. Αυτές τις θυσίες κάναμε, για να ξεκινήσουμε να δουλεύουμε μαζί. Κάνα εξάμηνο γινόταν αυτό. Είχε έρθει και μια φορά εδώ πέρα, λέω: «Θα κάνουμε δοκιμαστικά ένα μάθημα». Κάναμε ένα μάθημα μια βδομάδα στους μαθητές μου, οι μαθητές μου ξετρελάθηκαν. Ταιριάζαμε γενικά και σαν άνθρωποι, είναι ένας... Η Καλαβρία έχει πολλά κοινά και με την Κρήτη, οπότε και στο κομμάτι χαρακτήρων και στο κομμάτι της—

Π.Μ.

Κουλτούρας.

Σ.Γ.

Κουλτούρας και της προσέγγισης ταιριάζαμε και είπαμε: «Ok». Πώς λέμε: «Τα φτιάχνουμε;». Εμείς δεν τα φτιάξαμε, είπαμε: «Τα συμφωνούμε θα γίνουμε χορευτικό ζευγάρι» κι έτσι προέκυψε το Τσίτσο-Σοφία. Πρώτη φορά στα χρονικά που μπορούσα να έχω κι εγώ ένα παρτενέρ με τόση διάρκεια, με το disadvantage, βέβαια, ότι είναι μακριά, γιατί καταλαβαίνεις ότι ένας παρτενέρ που δεν τον έχεις κάθε μέρα να κάνεις practice, πρέπει όταν βρίσκεσαι να κάνεις διπλό δρόμο, για να προλάβεις αυτά που έχεις χάσει. Και αυτό κάναμε πάντα, δηλαδή βρισκόμασταν τρεις μέρες, τέσσερις μέρες, όποτε μπορούσα να πάρω άδεια από την δουλειά μου ή όποτε μπορούσα να φύγω ή όποτε είχαμε διακοπές, με αποτέλεσμα τα τελευταία —δεν θα βάλω τον τελευταίο χρόνο, γιατί είμαστε εξ αποστάσεως, λόγω COVID—, αλλά τα έξι χρόνια που δουλεύαμε ενεργά, βρισκόμασταν δυο φορές τον μήνα ή μια φορά τον μήνα, αλλά Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι, ας πούμε, εγώ κάθε μέρα έκανα κάτι. Δηλαδή, μπορεί να ήμασταν... Εγώ μπορεί και μέρα του Πάσχα να δούλευα, για παράδειγμα, γιατί το καθολικό Πάσχα δεν συμπίπτει με το ορθόδοξο, και θα κάναμε practice, θα είχαμε ένα μάθημα, κάτι θα κάναμε. Τέλος πάντων, αυτό είναι το τελευταίο, ας πούμε, κεφάλαιο στη χορευτική μου πορεία, γιατί πριν τον Τσίτσο είχα χορέψει και με άλλα παιδιά, αλλά τίποτα πολύ μόνιμο. Ίσως η πιο μόνιμη συνεργασία μου ήτανε με τον Μαρσέλο Ρουίζ, που περάσαμε τρία χρόνια μαζί στη Γερμανία, αρχικά κάνοντας practice μόνο και μετά δουλεύοντας σε διάφορα φεστιβάλ στην Ευρώπη, είχαμε πάει και Τουρκία μαζί. Και έτσι ήταν τα πρώτα μου ξεκινήματα στον διεθνή χώρο, ας το πούμε έτσι, με τον Μαρσέλο, αλλά με τον οποίο σταματήσαμε να δουλεύουμε μαζί, γιατί χώρισαν οι δρόμοι μας ουσιαστικά. Τώρα, για να φτάσω στο 2013 και στο φεστιβάλ που λέγαμε πριν. Τότε, το 2013, είπαμε, εμείς οι τρεις φίλοι, εγώ με τον Τσίτσο, ο Λουκάς με την Γεωργία και ο Γιενς με την Σύνθια, που είναι ένα από τα παιδιά από την Basel, με τα οποία είχα γνωριστεί τότε σε εκείνο το φεστιβάλ —γιατί εκτός απ' τον Τσίτσο γνώρισα και τους φίλους μου και τον πρώτο μου παρτενέρ και έφτιαξα ένα δίκτυο στην περιοχή— είπαμε: «Μιας και μας αρέσει να βρισκόμαστε μεταξύ μας, δεν βρισκόμαστε και σε μεγαλύτερο κύκλο, με μερικούς άλλους φίλους, να κάνουμε μια fiesta από κοινού; Να κάνουμε μαθήματα, να κάνουμε μιλόνγκες και να πούμε στον κόσμο: "Ελάτε" και δεν θα είναι μόνο για το κοινό του Ρεθύμνου, θα είναι για το κοινό από όπου θέλει να έρθει». Κι έτσι οργανώθηκε η ιδέα του Φεστιβάλ «A los Amigos» που είναι, όπως έχω ξαναπεί πολλές φορές, ο τίτλος παρμένος από το «Tango a los Amigos», αλλά από... ουσιαστικά είναι μια αφιέρωση για τους φίλους. Η ιδέα είναι να μοιραστούμε κάτι που αγαπάμε με τους φίλους μας. Εμείς μεταξύ μας ήμασταν καλοί φίλοι κι αυτοί που έρχονταν τους θεωρούσαμε επίσης καλούς μας φίλους, γιατί έρχονταν να μοιραστούμε κάτι που αγαπάμε μαζί. Το πνεύμα ήταν εντελώς [01:10:00]χαλαρό, δεν... ούτε σταριλίκια, ούτε ντίβες, ούτε ποιος θα χορέψει πρώτος, ποιος θα χορέψει δεύτερος, στη μιλόνγκα είπαμε... γιατί θα χορεύαμε και τα τρία ζευγάρια την ίδια βραδιά. Και λέμε: «Ρε παιδιά…». Εντάξει, εγώ και ως οικοδέσποινα του φεστιβάλ δεν μπορούσα να βάλω τον εαυτό μου να χορέψει, για παράδειγμα, τελευταίο, γιατί τελευταίος χορεύει πάντα ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης. Λέω: «Παιδιά...» και μου λένε τα παιδιά: «Όχι, θα το πάμε εναλλάξ. Θα μπεις μια εσύ, μια εγώ, μια ο τρίτος». Δηλαδή, υπήρχε αυτή η έννοια του φιλικού μεταξύ μας. Δεν ήτανε... Ήμασταν μια παρέα φίλων που βρισκόμασταν με μια μεγαλύτερη παρέα φίλων. Αυτό ήταν το σκεπτικό και το πνεύμα. Μ' αυτή την ιδέα οργανώσαμε αυτό το φεστιβάλ. Το οποίο τη δεύτερη χρονιά πήγε ένα βήμα παρακάτω. Φέραμε ζωντανή ορχήστρα από το εξωτερικό, τους «Tango Sonos», και κάναμε μια συναυλία στην Φορτέτζα και μια υπέροχη μιλόνγκα στη Φορτέτζα, στον τρούλο, μέσα στο τζαμί, που πραγματικά έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας. Δηλαδή, είναι κάποια πράγματα από τις εκδηλώσεις και απ’ αυτά που έχουμε κάνει, που λες: «Χαίρομαι που τα έχω ζήσει αυτά τα πράγματα, γιατί είναι μοναδικές στιγμές». Και την τρίτη χρονιά πλέον του φεστιβάλ είναι που επιτέλους —μετά το 2009— είπε το μεγάλο ναι και ο μεγάλος Τσίτσο! Και έτσι φτάσαμε στο ότι ο Τσίτσο έρχεται επιτέλους στην Ελλάδα, επιτέλους στην Κρήτη, επιτέλους στο Ρέθυμνο. Και από τότε και μετά νομίζω… Θέλω να πω ότι αυτή η σχέση, γιατί από εκεί ξεκινήσαμε, η σχέση δασκάλου και μαθητή πέρασε στο επόμενο στάδιο, γιατί αρχίσαμε πλέον, λόγω και της μεγαλύτερης τριβής, να γνωριζόμαστε περισσότερο και νομίζω από εκεί και μετά πλέον εκτός από δάσκαλός μου, νομίζω ότι είναι... ή εύχομαι, ο ίδιος το λέει ότι είμαστε καλοί φίλοι. Κι αυτό για μένα είναι ο πιο τιμητικός τίτλος, να μπορώ να λέω ότι μοιράζομαι φιλία μ' αυτόν τον τόσο σημαντικό άνθρωπο.

Π.Μ.

Στο δικό μου το μυαλό, η σχέση δασκάλου-μαθητή παρόλο, παρόλο που αφορά τον χορό ή μια τέχνη ή κάτι άλλο, δεν αφορά μονάχα την τεχνική, αλλά στον δάσκαλό σου εμπιστεύεσαι κομμάτια και αποφάσεις της ζωής σου. Αυτό ισχύει για σένα και τον δάσκαλό σου;

Σ.Γ.

Ναι. Εννοείται πως ισχύει, γιατί, κακά τα ψέματα, με το τάνγκο έρχεσαι πολύ κοντά, όχι ίσως όπως νομίζει ο περισσότερος κόσμος, ο οποίος για παράδειγμα μπορεί να εστιάσει στο ερωτικό κομμάτι του τάνγκο, έρχεσαι κοντά λόγω της επικοινωνίας. Έρχεσαι σωματικά κοντά, αλλά και ψυχικά κοντά. Ένα ζευγάρι που χορεύει τάνγκο, επικοινωνεί ψυχικά πρώτα και όχι σωματικά, γιατί πρέπει με κάποιο τρόπο να σου επικοινωνήσει τα συναισθήματά του και την ενέργειά του ο άλλος. Επομένως, για μένα αυτή είναι η σημασία του πλησιάσματος με τον άλλον. Με τον Τσίτσο, λοιπόν, έχω μοιραστεί πάρα πολλές στιγμές —δικές μου, προσωπικές— δυσάρεστες τις περισσότερες φορές δυστυχώς, γιατί τα ευχάριστα τα μοιραζόμαστε εύκολα και με τον οποιονδήποτε. Τα δυσάρεστα σε λίγους ανθρώπους μπορείς να τα πεις και να σ' ακούσουνε πραγματικά. Οπότε, έχοντας αυτή την οικειότητα, ας το πούμε έτσι, που μου επέτρεψε να μπορώ να μοιραστώ μαζί του κάποια πράγματα, κάποιους προβληματισμούς, απώλειες ανθρώπων, ήξερα ότι ήταν ένας άνθρωπος που θα με άκουγε, θα με καταλάβαινε και θα μου έλεγε μια κουβέντα, για να με βοηθήσει να πάω παρακάτω. Αυτό έχω εκτιμήσει πάνω του, όπως επίσης το γεγονός ότι με εμπιστεύεται. Ένας άνθρωπος που σου χαρίζει την εμπιστοσύνη του, πρέπει να την τιμάς. Αυτό είναι για μένα το βασικό. Δεν θα 'κανα ποτέ κάτι να προδώσω την εμπιστοσύνη του. Όπως και ο ίδιος και μου το έχει αποδείξει εμπράκτως πολλές φορές: και με την παρουσία του εδώ και με την στάση του και γενικά με το πώς με στηρίζει σε κάθε μου βήμα, σε κάθε μου απόφαση, είτε είναι στη διοργάνωση του φεστιβάλ είτε στην πορεία μου στον χώρο. Πολλές φορές θα τον συμβουλευτώ για κάποιες κινήσεις μου ή για κάποιες αποφάσεις μου ή για κάποιες κρίσεις, αν έχω κάποιον προβληματισμό, θα το συζητήσω μαζί του και πάντα με συμβουλεύει. Λειτουργεί πιο πολύ σαν μέντορας ο άνθρωπος αυτός για μένα, σαν οδηγός.

Π.Μ.

Ξέρεις τι σκεφτόμουν τώρα; Πριν, που λέγαμε για τα ταξίδια ότι εσύ μπορεί να έκανες κάθε βδομάδα ένα ταξίδι στο Παρίσι, για να τον συναντήσεις, ή όπου αλλού πήγαινε, αυτό εμένα μου θυμίζει έναν ρομαντισμό μιας άλλης εποχής. Για παράδειγμα: ξέρουμε ότι, ας πούμε, στον αρχαίο κόσμο, τότε που η φιλοσοφία άνθιζε, οι μαθητές γύρναγαν τον κόσμο, για να βρουν τον δάσκαλό τους. Ο Αριστοτέλης πηγαίνει από τα Στάγειρα στην Αθήνα, άλλοι πηγαίναν στα Ιόνια νησιά στους προσωκρατικούς, άλλοι πηγαίνανε στον Κρότωνα της Σικελίας, για να βρουν τον Πυθαγόρα—

Σ.Γ.

Σωστά.

Π.Μ.

Τον Αμμώνιο Σακκά στην Αλεξάνδρεια και άλλους φιλοσόφους, που τότε ήτανε δάσκαλοι και η φήμη τους ταξίδευε από στόμα σε στόμα, από φήμες. Και οι άνθρωποι άλλαζαν όλη τους τη ζωή, για να συναντήσουν έναν άνθρωπο με ελάχιστες πληροφορίες, με μύθους, χωρίς να ξέρουν τι πραγματικά κάνει και, όμως, έπαιρναν την απόφαση, και το ρίσκο μαζί, να κάνουν ένα ταξίδι, που εν τέλει άλλαζε όλη τους τη ζωή. Κι αυτό το φέρνω στο σήμερα, που είμαστε σε μια τελείως διαφορετική εποχή, με υπερπληροφόρηση, με γνώσεις ακόμα και στο πιο μικρό ζήτημα —έτσι;—, αλλά σπανίως συναντάς αυτόν τον ρομαντισμό ή —για μένα— τον έρωτα, γιατί αυτό θέλει έρωτα. Δηλαδή, να πετάξεις τη ζωή σου, να πάρεις μια απόφαση, ότι: «Εγώ φεύγω από εδώ και πάω να βρω αυτόν και αφήνω την βολή μου, την ησυχία μου, την ασφάλειά μου»—

Σ.Γ.

Ναι, ναι—

Π.Μ.

Δείχνει αυτόν τον ρομαντισμό κι αυτόν τον έρωτα, την αγάπη που θέλει κάτι. Γιατί κάνεις μια πολύ μεγάλη θυσία, οικονομική θυσία, προσωπική θυσία, να τον ακολουθάς μονίμως κάπου και να δημιουργείς μια σχέση μαζί του. Οπότε, εσένα αυτές οι θυσίες που έχεις κάνει, αν το φέρουμε στο σήμερα, πιστεύεις ότι πραγματικά απέδωσαν, για να είσαι σήμερα και σ’ αυτήν την σχέση με τον δάσκαλό σου, αλλά και σε μια φάση, θα έλεγα, επιτυχίας ή ευτυχίας, με τα όσα έχεις καταφέρει και τα όσα αισθάνεσαι για αυτόν τον χώρο.

Σ.Γ.

Να σου πω ότι εγώ δεν θεωρώ θυσίες αυτά που έκανα. Θεωρώ ότι περισσότερα έχω πάρει, παρά έχω δώσει. Έχω δώσει χρήματα, αλλά τι είναι τα χρήματα; Σήμερα τα 'χεις, αύριο δεν τα 'χεις. Όσο είχα, έδινα. Δηλαδή, δεν θεωρώ θυσία...Ή το γεγονός ότι άφησα κάποια πράγματα να πάνε πίσω στη δουλειά μου ή στην προσωπική μου ζωή, γιατί κυνηγούσα αυτό το πράγμα. Ήτανε συνειδητές αποφάσεις, δεν ήταν θυσίες. Εκείνη την ώρα δεν θεωρούσα ότι θυσιάζω κάτι ούτε τώρα θεωρώ ότι θυσίασα κάτι. Έκανα μια επένδυση συνειδητή και η επένδυση αυτή θεωρώ ότι όχι απλά έχει αποδώσει, με έχει κάνει πάμπλουτη συναισθηματικά, γιατί νιώθω πολύ γεμάτη μ' αυτά που έχω κάνει. Είμαι πολύ ικανοποιημένη που κατάφερα να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο κι αυτόν τον κόσμο και να φτάσω στο σημείο που έχω φτάσει σήμερα, με αυτή την πληρότητα, ας πούμε, και στο κομμάτι... Εντάξει, δεν θα πω στο επίπεδο, γιατί πάντα μπορείς να κάνεις και καλύτερα, πάντα... Το τέλειο δεν υπάρχει. Αλλά χαίρομαι που έζησα αυτά τα πράγματα και στην φάση που τα έζησα, γιατί σήμερα, για παράδειγμα, τα παιδιά που μπαίνουν στον χώρο δυστυχώς —δυστυχώς!— δεν μπορούν να τα ζήσουν. Αυτές οι εποχές έχουν περάσει. Αυτό που είπες για τους δάσκαλους ισχύει και σου είπα ότι εγώ, λόγω της διπλής μου ιδιότητας φιλολόγος-χορεύτρια ή χορεύτρια-φιλόλογος —με όποια σειρά θες, βαλ’ τα— είναι πολύ χαρακτηριστικά. Για μένα ο Τσίτσο είναι σαν τον Σωκράτη. Δεν σου δίνει μασημένη τροφή. Ο Τσίτσο λέει το εξής: όπως ο Σωκράτης χρησιμοποιούσε την μαιευτική, για να βγάλει από μέσα σου αυτό που έχεις, ο Τσίτσο έλεγε ότι: «Δεν θέλω να δημιουργήσω έναν κλώνο μου. Θέλω να βγάλεις από μέσα σου το δικό σου τάνγκο. Να βγάλεις από μέσα σου την προσωπικότητά σου». Σου δείχνει έναν δρόμο να ακολουθήσεις τα συναισθήματά σου, να παρακολουθήσεις τα συναισθήματά σου και να... Ο χορός ουσιαστικά να είναι ουσιαστικά ένα όχημα, για να βγάλεις προς τα έξω τις σκέψεις, τα συναισθήματα. Είναι μια σχεδόν ψυχοθεραπευτική διαδικασία το τάνγκο. Γι’ αυτό σου λέω ότι αυτό που γνώρισα μ' αυτόν τον άνθρωπο δεν έχει καμία σχέση με το φτηνό τάνγκο που θα δεις… Δεν θέλω να κακοχαρακτηρίσω, ίσως το φτηνό είναι… ας το πω επιφανειακό. Μιλάμε για έναν χορό άλλης ποιότητας, άλλους βάθους, οπότε αυτό, ναι, χαίρομαι που το έζησα. Φυσικά δεν θέλω να παραγνωρίσω την συμβολή άλλων δασκάλων. Εγώ εστιάζω στον Τσίτσο, γιατί αυτός είναι ο βασικός μου. Αν, δηλαδή, έχω κάνει 100 μαθήματα, τα 90 τα έχω κάνει μαζί του. Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ και με καθοδηγεί τόσα χρόνια. Οπότε, ναι, τον επέλεξα, τον ακολούθησα, όπως παλιά —σωστά είπες— ο μαθητής τον δάσκαλο και δεν με έχει προδώσει. Πολύ... δηλαδή, ούτε το έχω μετανιώσει. Από την άλλη, αυτά που μου προσφέρει το τάνγκο ακόμα και σήμερα, οι συγκινήσεις αυτές μέσω της γνωριμίας μου με τους ανθρώπους, της επικοινωνίας... Για παράδειγμα θα σου πω κάτι άλλο, που θεωρώ και [01:20:00]εγωιστικό εκ μέρους μου να το λέω, αλλά είναι έτσι. Βρέθηκα κάποια στιγμή, το 2005 νομίζω ήτανε, για μια μικρή περίοδο… Τότε μέσα από ταξίδια μου στο Παρίσι, είχα γνωρίσει έναν πολύ μεγάλο Αργεντινό χορευτή, τον Φεδερίκο Τολέδο. Αυτός σήμερα δεν ασχολείται πια με το τάνγκο —μοιραία σου έχω αναφέρει πολλά άτομα, που έχουν σταματήσει να ασχολούνται με το τάνγκο… δεν ξέρω γιατί, ελπίζω να μην φταίω εγώ—, τέλος πάντων, αυτός ασχολήθηκε με το φολκόρ, το αργεντινό φολκλόρ, και παίζει μουσική. Αλλά, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους χορευτές στην Ευρώπη εκείνη την εποχή και ζούσε στο Παρίσι. Είχε συνεργαστεί με πολλές μεγάλες δασκάλες, που ζούσαν τότε στο Παρίσι, όπως την Μόιρα Καστιζάνο. Κάποια στιγμή, λοιπόν, είχαμε γνωριστεί σ' ένα φεστιβάλ στην Λειψία, χορεύοντας γνωριστήκαμε, και επειδή ενθουσιάστηκε με τον τρόπο που επικοινωνούσαμε στον χορό, μου πρότεινε να χορέψουμε μαζί —στην Κολωνία... ναι— στο Wuppertal—συγγνώμη—, στο Wuppertal, σε μία παρουσίαση που γινόταν προς τιμήν της Πίνα Μπάους. Η Πίνα Μπάους, νομίζω ότι είναι γνωστή σε όλους, είναι ένας ογκόλιθος του χορού, δεν είναι απλά μια μεγάλη δημιουργός και χορεύτρια, είναι ογκόλιθος. Δεν χρειάζεται να μιλήσω για την Πίνα Μπάους. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, ξαναέφερνε στην σκηνή το έργο «Bandoneon», που ήταν αφιερωμένο στο τάνγκο. Και και με ευκαιρία αυτής της παρουσίασης είχαν ζητήσει οι διοργανωτές από το θέατρο ένα ζευγάρι να χορέψει αργεντίνικο τάνγκο, στην βραδιά που θα γινόταν προς τιμήν της Πίνα Μπάους, στο «Café Ada». Το «Café Ada» είναι από τις πιο ιστορικές μιλόνγκες του Wuppertal, της Γερμανίας. Σε εκείνη την βραδιά βρέθηκα εγώ. Βρέθηκα καταρχάς στην πρώτη σειρά, στο θέατρο να παρακολουθώ το «Bandoneon», με την Πίνα Μπάους καθισμένη δίπλα. Βρέθηκα στο «Café Ada», να χορεύω μπροστά σ’ αυτή τη γυναίκα, η οποία ήρθε μετά να μου σφίξει το χέρι και να μου πει συγχαρητήρια. Εγώ δεν θα είχα γνωρίσει… Την Πίνα Μπάους την έχω δει στην σκηνή, την έχω θαυμάσει, έχω θαυμάσει τα έργα της και για μένα είναι ασύλληπτου μεγέθους χορεύτρια. Το να μου σφίγγει το χέρι και να μου λέει: «Σε ευχαριστώ, συγχαρητήρια», νομίζω ότι αυτή η στιγμή ήταν επίσης μια από τις στιγμές που λέω: «Αξίζει να ζω γι' αυτή τη στιγμή». Κατάλαβες; Οπότε, δεν θα την είχα ζήσει, αν δεν είχα το τάνγκο. Αυτό είναι κάτι που οφείλω στο τάνγκο, το χρωστάω. Οπότε, δεν θεωρώ έχω πληρώσει κάτι ακριβά, ας το πούμε έτσι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ίσα ίσα.

Π.Μ.

Ωραία. Θα 'θελα να πάμε σε κάποιες ιστορίες ανέκδοτες, που έχουμε ξανασυζητήσει, που εν μέρει συνδέονται με αυτό που λέγαμε: θυσίες. Γιατί τώρα ξέρουμε πως τα φεστιβάλ είναι πάρα πολύ οργανωμένα, υπάρχουν πάρα πολλές διασυνδέσεις, κλείνονται ξενοδοχεία, ενώ κάποτε ένας χορευτής και πόσο μάλλον ένας φοιτητής, που δεν είχε και την μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια να ταξιδεύει συνέχεια, έπρεπε να βρει διάφορους τρόπους να επιβιώσει χορεύοντας, ας πούμε, δηλαδή να κάνει ταξίδια για το τάνγκο, αλλά να μην χαλάσει και πολλά λεφτά κι αυτό πολλές φορές σε ανάγκαζε να μείνεις σε σπίτια ξένων ανθρώπων, να μην έχεις την ασφάλεια που υπάρχει σήμερα στο οτιδήποτε, γιατί όταν κοιμάσαι σε ένα ξένο σπίτι, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί—

Σ.Γ.

Ε, βέβαια! Βέβαια—

Π.Μ.

Πάμε λίγο στη Λισαβόνα;

Σ.Γ.

Σήμερα μπορεί να μην ξέρεις τι θα σου συμβεί. Πριν από 15 και 20 χρόνια τα πράγματα —μπορεί να ακούγομαι Μαθουσάλας τώρα—, αλλά τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Εγώ ως παιδί, στο χωριό που έμενα, συνήθιζα, για να πάω —επειδή έμενα σε χωριό— για να πάω στα αγγλικά μου παράδειγμα, αν έχανα το λεωφορείο, θα έκανα ωτοστόπ. Θα σταματούσε κάποιος καλός κύριος ή κάποια καλή κυρία —συνήθως κύριοι οδηγούσαν, γιατί οι κυρίες δεν οδηγούσαν εκείνη την εποχή—, θα με έβαζε στο αμάξι του και θα με πήγαινε στο φροντιστήριο αγγλικών. Σήμερα δεν νομίζω ότι κανένα παιδάκι 12 χρονών να κάνει ωτοστόπ στον δρόμο. Κάπως έτσι είναι και με τα ταξίδια. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, γύρω στο 2004, '05, '06, '07, '08, που εγώ ταξίδευα περισσότερο και που —ναι— δεν είχα την οικονομική δυνατότητα... Μάλλον, έπρεπε να διαλέξω: ή θα κάνω μαθήματα ή θα κάνω ταξίδια. Δεν μπορούσα... Έπρεπε κάτι να κόψω. Δεν ήθελα, λοιπόν, να κάνω εκπτώσεις στην μετεκπαίδευσή μου, ας πούμε, στο τάνγκο, οπότε προσπαθούσα με κάθε τρόπο να μειώσω τα έξοδα, ζητώντας φιλοξενία από ανθρώπους που είτε ήξερα, είτε δεν ήξερα, είτε γνώριζα εμμέσως. Έτσι ταξίδεψα σε πάρα πολλές χώρες και η ίδια, βέβαια, αντάλλαζα φιλοξενία, ουσιαστικά έλεγα: «Αν με φιλοξενήσεις εσύ αυτό το Σαββατοκύριακο, θα σε φιλοξενήσω κι εγώ μετά, να έρθεις στο σπίτι μου». Και φιλοξένησα και στη Γερμανία και εδώ. Και τώρα τέλος Ιουλίου περιμένω τον Γιενς με την Σύνθια να έρθουν, να τους φιλοξενήσω, που είναι μια από τις γνωριμίες της Basel τότε. Οπότε ταξίδευα, όχι μόνο εγώ και πολύς κόσμος, ταξιδεύαμε ανά περιοχές, ανάλογα με το πού ήτανε το φεστιβάλ και πηγαίναμε ακόμα και σε σπίτια αγνώστων. Για παράδειγμα: η εβδομάδα που πέρασα στη Λισαβόνα, στο σπίτι του Κάρλος… Ήτανε ένα παιδί που ήταν αδελφικός φίλος, του φίλου μιας φίλης μου. Οπότε, καταλαβαίνεις ότι καλοσύνη του τού Κάρλος να ανοίξει το σπίτι του —και είχαμε πάει τότε δύο άτομα, μείναμε δύο άτομα, φιλοξένησε ο άνθρωπος στο σπίτι του— καλοσύνη του που άνοιξε το σπίτι. Μας έδωσε πληροφορίες, πού να πάμε να φάμε στην Λισαβόνα, να πάρουμε μπακαλιάρο εκεί, να πάμε να επισκεφθούμε το τάδε αξιοθέατο, πώς θα κυκλοφορήσουμε. Μας βοηθούσε και ο κάθε ένας από αυτούς μας βοηθούσε να εγκλιματιστούμε στην πόλη, αλλά ήταν ένας άγνωστος βασικά, που έκανε μια εξυπηρέτηση και που… Γνώρισα εκατοντάδες τέτοιους ανθρώπους, για παράδειγμα τη Σέβντα στην Τουρκία. Πρώτη φορά που πήγα στην Κωνσταντινούπολη για φεστιβάλ ένας φίλος χορευτής με συνέστησε σε μια μαθήτριά του και με φιλοξένησε η μαθήτρια στο σπίτι της, για παράδειγμα. Και μ' αυτήν δημιουργήθηκε επίσης μια μεγάλη φιλία. Πήγα στο σπίτι της επίσης μετά, στην Σμύρνη, πάλι εκμεταλλευόμενη ένα φεστιβάλ τάνγκο στην περιοχή, και γνώρισα τους γονείς της, μου είπαν ότι έχουν σχέσεις φιλίας και συγγένειας με άτομα απ' την Κρήτη. Αυτά είναι εμπειρίες μιας άλλης εποχής, δηλαδή σήμερα πια δεν γίνονται. Δεν ανοίγει τόσο εύκολα ο κόσμος το σπίτι του, να βάλει έναν άγνωστο μέσα —τι άγνωστο τώρα;—, για να πάει να χορέψει ένα Σαββατοκύριακο τάνγκο. Ή το άλλο που κάναμε: επειδή η γενιά η δική μου, των χορευτών, που ήμασταν όλοι εικοσιπεντάρηδες-τριαντάρηδες —έτσι το 25 με 30 ήταν εκείνη την εποχή—, από διάφορες περιοχές της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Γαλλίας —σ ‘ αυτό το τρίγωνο κινούμασταν— μαζευόμασταν για παράδειγμα σε ένα σπίτι, ένα Σαββατοκύριακο. Ήταν μια φίλη, η οποία ζει τώρα πια στο Παρίσι, που είχε ένα μεγάλο σπίτι στην Καρλσρούη, 45 λεπτά από την πόλη που έμενα. Αυτή, λοιπόν, διέθετε το σαλόνι της και πηγαίναμε με τα sleeping bag15-20 άτομα, μέναμε ένα Σαββατοκύριακο, κοιμόμασταν στο πάτωμα, ξυπνούσαμε, χορεύαμε, μαγειρεύαμε όλοι μαζί, τρώγαμε. Ξαναδουλεύαμε και ψάχναμε, κάναμε έρευνα. Λέγαμε: «Πώς το κάνεις εσύ το ocho;», «Πώς το κάνεις εσύ...», σαν να ανταλλάζαμε συνταγές για ντολμαδάκια. Αλλά αυτό είχε μεγάλη αξία, γιατί, καταλαβαίνεις, ήμασταν όλοι επαγγελματίες ή ημιεπαγγελματίες, επαγγελματίες-ερασιτέχνες, ας το πούμε έτσι, καλοί χορευτές, που το ψάχναμε και κάναμε αυτά τα camp μεταξύ μας, για να χορέψουμε και ν' ανταλλάξουμε ιδέες. Αυτό μας πήγε πολύ παρακάτω, δηλαδή αυτό επίσης είναι κάτι που αναζητώ, γιατί πια δεν υπάρχει πια αυτή η ανταλλαγή, εγώ δυσκολεύομαι να την βρω, δηλαδή σαν ο κόσμος να κλείνεται στο καβούκι του και να λέει: «Αυτό είναι δικό μου, δεν μπορείς να μου το πάρεις». Ενώ τότε ήμασταν πολύ πιο ανοιχτοί και μοιραζόμασταν τα πάντα. Ή για παράδειγμα όταν πήγα στον πρώτο μαραθώνιο που διοργανώθηκε στην Κολωνία. Η έννοια του μαραθωνίου τάνγκο διαμορφώθηκε τότε και ήταν αυτό που λέμε μαραθώνιος. Δηλαδή, έμπαινες σε μια αίθουσα, τεράστια αίθουσα, 400 μέτρα, που είχε κάτι πάγκους στην άκρη, κάτι ντουζιέρες στην άλλη άκρη, χόρευες, το βράδυ τέλειωνε η μιλόνγκα, άπλωνες το sleeping bag στη μέση μέση της πίστας, εκεί που ήσουνα, κοιμόσουνα, ξυπνούσες το πρωί, φτιάχναμε όλοι μαζί το πρωινό μας, τρώγαμε, συνεχίζαμε τον χορό μετά. Δηλαδή, 24 ώρες τάνγκο! Αυτή ήταν η ιδέα του μαραθωνίου. Ακούγεται λίγο χίπικη και λίγο... αλλά ήταν μια εποχή αθωότητας, θα έλεγα εγώ, στο τάνγκο, που πραγματικά όσοι ασχολούνταν δεν ήταν στην ποσότητα που είναι σήμερα, αλλά σίγουρα η ποιότητα ήταν εγγυημένη, ας το πούμε έτσι. Δηλαδή, το έψαχναν όλοι εις βάθος και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο να ξεπεράσουν τις δυσκολίες των συνθηκών και να ζήσουν το πάθος τους. Ήμασταν όλοι παθιασμένοι. Αυτό που είπες πριν: το αγαπώ, το ἐρᾶν, εραστής. Εραστές του τάνγκο ήμασταν.

Π.Μ.

Να σου πω την αλήθεια, [01:30:00]κάποια στιγμή είχα με τον αδερφό μου μια συζήτηση, πριν εγώ αρχίσω να χορεύω τάνγκο —γιατί τώρα θέλω να μιλήσουμε, σαν ένα τελευταίο κεφάλαιο, για τον εσωτερικό κόσμο του τάνγκο— και είχα μια συζήτηση μαζί του και μου 'λεγε ότι: «Αυτός ο χορός έχει μια μαγεία, γιατί παρόλο που γνωρίζεις πρώτη φορά έναν άνθρωπο και χορεύεις μαζί του, η στάση του χορού είναι τέτοια, που σου επιτρέπει να τον δεις και ο χορός είναι τέτοιος που σου επιτρέπει να τον δεις εσωτερικά». Δηλαδή, αγγίζεις το χέρι του και οι καρδιές σας έρχονται κοντά με τη στάση του σώματος κι αυτό σου επιτρέπει να κάνεις ένα άτυπο ψυχογράφημα. Τον καταλαβαίνεις, καθώς χορεύετε και τον αναγνωρίζεις, καθώς χορεύετε και ίσως είναι αυτό που το κάνει τόσο ξεχωριστό, γιατί, όπως λέγαμε και χθες, σε βάζει σε μια άλλη διάσταση. Είναι το παράδειγμα που σου έδινα με το ψάρεμα, ότι αν έχεις κάνει ψαροτούφεκο, ξέρεις ότι με το που βυθιστείς στο νερό και μπεις στον θαλάσσιο κόσμο όλες σου οι έγνοιες και τα προβλήματα και οι σκέψεις και οι δυστυχίες ή οι ευτυχίες ακόμα φεύγουν και μεταφέρεσαι σε αυτόν τον κόσμο. Για σένα τι είναι που κάνει το τάνγκο τόσο ξεχωριστό και αφορά τον εσωτερικό του κόσμο;

Σ.Γ.

Ναι. Νομίζω αυτό που λες το περιγράφει πάρα πολύ ωραία και νομίζω συνοψίζει όλα όσα είπαμε πιο πριν, γιατί… ναι. Εγώ δεν θα σου πω μόνο αγγίζοντας κάποιον, θα σου πω και κοιτάζοντας κάποιον να χορεύει τάνγκο, θα το πάω λίγο πιο μακριά. Διότι, το λέω συχνά στους μαθητές μου, όταν θέλω να τους κόψω —σε εισαγωγικά— κάποιες κακές συνήθειες, το τάνγκο σου βγάζει τον χαρακτήρα σου. Δεν μπορείς να χορέψεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι. Χορεύεις αυτό που είσαι. Πώς λέμε: «Τρως... Είσαι ό,τι τρως»; Ό,τι είσαι, αυτό χορεύεις. Επομένως, αν είσαι εγωιστής στην ζωή σου, φαίνεται, αν είσαι γενναιόδωρος, φαίνεται, αν είσαι χαμηλών τόνων, φαίνεται, αν είσαι πολύ εξωστρεφής, πάλι φαίνεται. Και φαίνεται με γυμνό μάτι, χωρίς καν να τον ακουμπήσεις τον άλλον. Τον εξωστρεφή τον καταλαβαίνεις στη μιλόνγκα από τον τρόπο που κινείται, τον εγωιστή τον καταλαβαίνεις επίσης. Δεν θα δώσει σημασία ποιον θα πατήσει, ποιον θα... θα είναι σαν οδοστρωτήρας στην πίστα. Αυτά είναι δείγματα χαρακτήρα τα οποία περνάνε στον τρόπο του χορού, ανεξαρτήτως στυλ και ανεξαρτήτως επιπέδου. Μπορεί να είσαι ένας πάρα πολύ καλός χορευτής, αλλά να μην δίνεις σημασία στο τι γίνεται γύρω σου και να κάνεις 100.000 φιγούρες, την ώρα που είναι μια πολυπληθής μιλόνγκα, ας πούμε, και δεν μπορείς να κινηθείς ελεύθερα 100% . Δείχνει… Αν είσαι ευγενής επίσης φαίνεται, το πώς συμπεριφέρεσαι στην παρτενέρ σου ή στον παρτενέρ σου αντίστοιχα, γιατί υπάρχει μια ανταλλαγή διαπροσωπική την ώρα του χορού. Οπότε, όλα αυτά είναι στοιχεία που φαίνονται στο τάνγκο. Από μέσα απ’ το ζευγάρι τώρα, ένα παραπάνω. Δηλαδή, όπως είπες, έρχεσαι σε άμεση επαφή και με το χέρι που ακουμπάς και με την αγκαλιά που κάνεις και με τα κεφάλια που ακουμπάνε, δηλαδή υπάρχει πάντα μια ανταλλαγή. Αν κάποιος είναι σφιγμένος, το αντιλαμβάνεσαι. Αν κάποιος έχει τον νου του αλλού, το αντιλαμβάνεσαι. Κι αν κάποιος είναι στεναχωρημένος ή χαρούμενος, πάλι το αντιλαμβάνεσαι. Τώρα αν μπορείς να αλλάξεις όλη αυτή τη διάθεση, είναι κάτι που επίσης… Εγώ, για παράδειγμα, μου έχει τύχει πολλές φορές να χορεύω με κάποιον, ο οποίος είναι πολύ σφιγμένος και υπάρχει τρόπος με την αναπνοή και με την στάση του σώματος να τον καλμάρεις, να του πεις: «Ρίξε τώρα τον μυϊκό σου τόνο, χαλάρωσε τους ώμους», χωρίς να του το πεις, να του το δείξεις. Αυτή η ανταλλαγή, λοιπόν, η σωματική μπορεί να γίνει και η αλλαγή. Στο θέμα της διάθεσης επίσης, έχει τύχει —θα σου έχει τύχει και σένα ίσως— να είσαι στεναχωρημένος και την ώρα που ξεκινάς τον χορό να αλλάζει αυτόματα η διάθεση σου. Θα μου πεις: «Μα είναι οι ενδορφίνες, κινείσαι εκείνη την ώρα». Δεν είναι μόνο οι ενδορφίνες, δεν είναι μόνο η χημεία, είναι και η χημεία με τον άλλο άνθρωπο, έτσι;

Π.Μ.

Η αόρατη χημεία.

Σ.Γ.

Ακριβώς. Οπότε, ναι, σου ξαναλέω, θεωρώ ότι το τάνγκο είναι ο βασιλιάς των χορών για πάρα πολλούς λόγους. Αυτός είναι ένας από αυτούς. Δηλαδή, και αν με ρωτούσες: «Τι θα ξανάκανες διαφορετικό;» ή «Θα έδινες τόσα χρόνια απ' τη ζωή σου στο τάνγκο;». «Αυτά και άλλα τόσα», θα σου έλεγα, δεν θα άλλαζα τίποτα. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κι άλλα ή μακάρι να μην είχαμε αυτόν τον καταραμένο COVID και να μπορούσαμε να χορεύουμε κάθε μέρα, όπως το κάναμε μέχρι τώρα. Κατάλαβες; Αυτά.

Π.Μ.

Κάτι τελευταίο μόνο, θα μου επιτρέψεις, που ξέχασα να το ρωτήσω προηγουμένως, γιατί το σκιπάραμε, που αφορά την θέση της γυναίκας στο τάνγκο, μιας και είπαμε τους στίχους από την «Kουμπαρσίτα», ότι είναι ένας macho χορός, και θα ήθελα μια μικρή ανάλυση σε αυτό για το πώς το βίωσες εσύ.

Σ.Γ.

Ναι. Να σου πω ότι… Εντάξει, γι' αυτό σε φιλοσοφικό επίπεδο έχουν γραφτεί πάρα πολλές σελίδες και έχουν ειπωθεί πάρα πολλά σενάρια και θεωρίες και και και… Έχει μάλιστα τα τελευταία δύο με τρία χρόνια φτιαχτεί μία κίνηση στην Αργεντινή από γυναίκες χορεύτριες, οι οποίες προπαγανδίζουν αυτή την ισότητα στο τάνγκο, το να πάψει το τάνγκο να είναι τόσο macho, το να πάψει να είναι τόσο ανδροκρατούμενος χορός, το να πάρουν οι γυναίκες την κατάσταση στα χέρια τους, το να μην είναι σε τόσο παραγκωνισμένη, δεύτερη θέση, ακόμα ακόμα το να μάθουν να οδηγούν τον χορό, κατάλαβες; Γίνεται λόγος να αλλάξει η ορολογία στο τάνγκο: δεν είναι leader και follower —οδηγός και ακόλουθος—, πρέπει να βρεθεί ένας όρος, που να δείχνει ότι υπάρχει ισότητα στους δύο ρόλους, κατάλαβες; Όλα αυτά είναι μια προβληματική που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια και είναι πολύ ενεργή, δηλαδή έχω φίλες στην Αργεντινή, οι οποίες ανήκουνε σε αυτό το κίνημα και είναι ακτιβίστριες του τάνγκο ουσιαστικά. Τώρα εγώ πως το βίωσα; Θα σου πω το εξής: δεν ξέρω αν πιστεύω στον φεμινισμό, γιατί δεν ξέρω τι είναι ο φεμινισμός, η ουσία είναι ότι όταν δουλεύεις σε οποιοδήποτε επάγγελμα, σε μια δουλειά που είναι ουσιαστικά για δύο, αλλά δουλεύεις μόνος σου, έχεις πολύ βαρύ φορτίο, έχεις φόρτο εργασίας, να το πούμε έτσι. Γιατί «it takes two to tango», που λένε, χρειάζονται δύο στον χορό, οπότε εσύ αναλαμβάνεις μόνος σου να κάνεις την δουλειά για δύο. Πρέπει να δείχνεις δύο διαφορετικά πράγματα. Εκτός από την σύγχυση που μες το κεφάλι σου καμιά φορά, που πρέπει να κάνεις mirroring τις κινήσεις, για παράδειγμα—

Π.Μ.

Εννοείς τον ανδρικό και τον γυναικείο ρόλο.

Σ.Γ.

Ακριβώς. Στο πώς —πολύ πεζά τώρα—, στο καθαρά πρακτικό κομμάτι του χορού, πρέπει να κάνεις δυο δουλειές που είναι αντίθετες: άλλο ρόλο έχει ο καβαλιέρος, άλλο ρόλο έχει η ντάμα. Αυτό είναι το πρακτικό κομμάτι, η πρακτική δυσκολία. Από την άλλη πλευρά τώρα, το να είσαι μόνος σου σε έναν χ'ωρο, όπου κατεξοχήν διδάσκουν άνδρες... και γιατί λέω; «Διδάσκουν άνδρες»; Τα μαθήματα κατά 90% είναι για τους καβαλιέρους. Όταν πας σε ένα μάθημα τάνγκο, βασικά δείχνουμε στον καβαλιέρο πώς να χορεύει, έτσι ώστε να μπορέσει να ακολουθήσει η ντάμα. Η ντάμα χρειάζεται αρχικά να ξέρει λιγότερα από τον καβαλιέρο, πρέπει να μάθει να αφήνεται. Ο καβαλιέρος πρέπει να πάρει την πληροφορία. Οπότε, αυτό είναι ένα μάθημα κατεξοχήν για άντρες. Τα μαθήματα τώρα τεχνικής, τεχνικής γυναικών που έχουμε βρει, για να βοηθήσουμε και τις γυναίκες να σταθούνε λίγο στα πόδια τους πιο ανεξάρτητα, είναι ακριβώς για να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες, αλλά τεχνική πρέπει να κάνουνε και οι δύο. Εγώ δεν θεωρώ ότι είναι τεχνική γυναικών, είναι τεχνική, είναι τεχνική για όλους, το λέω. Γιατί τεχνική σημαίνει να ξέρεις να στέκεσαι στα πόδια σου, να περπατάς και να στρίβεις, αυτό πρέπει να το ξέρουν και οι δύο στο τάνγκο. Στο θέμα τώρα συμπεριφορών και αποδοχής είναι όπως και σε κάθε άλλο τομέα, νομίζω. Επειδή υπάρχουν λιγότερες γυναίκες που ασχολούνται μ' αυτό το πράγμα, είναι λίγο πιο δύσκολο να καθιερωθείς ως για παράδειγμα... Πρέπει να αποδείξεις πολύ περισσότερο την ικανότητά σου απ’ ό,τι ένας άνδρας, να το πω έτσι. Γιατί... Δεν ξέρω για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό, μη με ρωτήσεις γιατί, αλλά για κάποιο λόγο, όταν είσαι γυναίκα και μπαίνεις σ' αυτόν τον τομέα —και σε οποιονδήποτε άλλο τομέα—, πρέπει να αποδείξεις με κάθε τρόπο ότι αξίζεις να είσαι εκεί, αξίζει να έχεις αυτόν τον ρόλο, αξίζεις να έχεις αυτή τη θέση, παρά αν ήσουν άνδρας. Αυτό έχω αντιμετωπίσει εγώ, ότι πρέπει συνεχώς να αποδεικνύω ότι ξέρω, ότι μπορώ, ότι είμαι ικανή, ότι ότι ότι… Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, έχω σταματήσει αυτή τη προσπάθεια, γιατί καταλαβαίνω ότι είναι μάταιη. Είμαι αυτή που είμαι, κάνω αυτό που κάνω, όσο πιο τίμια μπορώ και με όση ειλικρίνεια με διακρίνει, και από εκεί και πέρα, επειδή ο χορός έχει να κάνει και με ανθρώπινες σχέσεις με κάποιους ανθρώπους ταιριάζουμε και με κάποιους δεν ταιριάζουμε. Στην τελική, ο καθένας βρίσκει τον δάσκαλο που του ταιριάζει. Αυτό. Δηλαδή, όποιες δυσκολίες αντιμετώπισα κατά καιρούς, επειδή ήμουν γυναίκα που δείχνω αντρικά βήματα για παράδειγμα, σ' αυτό καταλήγουμε, τις ξεπέρασα [01:40:00]αγνοώντας τις. Αυτά.

Π.Μ.

Ωραία. Και καθώς κλείνουμε, να πούμε την πιο μεγάλη σου επιτυχία και διάκριση, για το φεστιβάλ σου, το «A los Amigos», ότι κάποια στιγμή —ποια χρονιά θύμισέ μου— αναγνωρίστηκε σε έναν διεθνή διαγωνισμό της Αργεντινής ως το κορυφαίο φεστιβάλ τάνγκο στον κόσμο, που για μια πόλη σαν το Ρέθυμνο, μια επαρχία της Ελλάδας είναι όχι απλά μεγάλο, είναι πραγματικά τεράστιο σαν γεγονός—

Σ.Γ.

Ναι—

Π.Μ.

Και διαφημίζει το Ρέθυμνο και την ελληνική κουλτούρα σε όλο τον κόσμο και έχει δείξει ότι έχει γίνει μια προσπάθεια πολύ σημαντική και σοβαρή εδώ, παρά τις δυσκολίες, την οικονομική κρίση και τα όποια εμπόδια υπάρχουνε αυτές τις εποχές που ζούμε.

Σ.Γ.

Σωστά. Αυτό που σου είπα ήταν μια προσπάθεια που ξεκίνησε, για να μοιραστούμε κάτι με τους φίλους μας και σε δεύτερο επίπεδο, για να ανοίξουμε την πόλη μας προς τα έξω. Το Ρέθυμνο, εντάξει, δεν χρειαζόταν το τάνγκο, για να ανοιχτεί βέβαια, είναι μια τουριστική πόλη, αλλά η σκηνή του Ρεθύμνου έχει ανάγκη απ' αυτό το άνοιγμα. Γιατί, όπως σου είπα, δεν μπορούν να ταξιδέψουν εύκολα όλοι και το φεστιβάλ είναι ένας τρόπος ο έξω κόσμος να έρθει στη σκηνή μας. Αφού δεν μπορεί να φύγει ο ντόπιος χορευτής, μπορεί να έρθει ο ξένος εδώ και να χορέψει με τον δικό μας χορευτή. Μπορεί να έρθει ένας μεγάλος δάσκαλος να κάνει μάθημα στον δικό μας χορευτή και έτσι ανεβαίνει το επίπεδο και μεγαλώνουμε κι εμείς. Αυτό, λοιπόν, χτίστηκε σιγά σιγά, φτάσαμε σε σημείο ουσιαστικά στο φεστιβάλ να φιγουράρουν οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες όλων των εποχών στο τάνγκο, τα καλύτερα ζευγάρια πραγματικά. Και το λέω με περηφάνια, γιατί ήτανε κατόρθωμα για μένα, μετά τον Τσίτσο που φέραμε για πρώτη φορά, να αρχίσω να το χτίζω σταδιακά, έτσι ώστε το cast των καλλιτεχνών να είναι πραγματικά επιλεγμένο από τους καλύτερους, και όχι μόνο χορευτές, αλλά και τους μουσικούς και τους DJ, φωτογράφους, βιντεογράφους. Είναι μια ομάδα καλλιτεχνών, η οποία δουλεύει στο φεστιβάλ και η οποία είναι πραγματικά ένας κι ένας. Όταν, λοιπόν, το 2019 μάς ήρθε αυτή η πρόταση, εγώ δεν έπεσα από τα σύννεφα, γιατί ξέρω πόσο καλό είναι το φεστιβάλ μας, αλλά εξεπλάγην θετικά, γιατί κατάφερε να… μάλλον μπήκε στο μυαλό κάποιων ανθρώπων να προτείνουν το δικό μας το φεστιβάλ. Γιατί ανάμεσα σε χιλιάδες φεστιβάλ, που συμβαίνουνε σε όλο τον κόσμο, αυτοί οι κριτές που διέκριναν το δικό μας φεστιβάλ και εμένα ως διοργανώτρια —γιατί ήμασταν υποψήφιοι για διάκριση σε δύο κατηγορίες: του καλύτερου φεστιβάλ και του καλύτερου διοργανωτή— διέκριναν κάτι που δεν έβρισκαν σε άλλα φεστιβάλ. Εγώ ξέρω πόσο καλό είναι το φεστιβάλ μας, αλλά και ότι κάποιοι άλλοι βρέθηκαν να το προτείνουν, με γέμισε περηφάνια.

Π.Μ.

Στην Αργεντινή κιόλας, την Μέκκα του τάνγκο.

Σ.Γ.

Ακριβώς—

Π.Μ.

Την πρωτεύουσα—

Σ.Γ.

Ακριβώς. Βρεθήκαμε, λοιπόν, τότε, τον Μάρτιο του ’19, με μια αντιπροσωπεία από δω: με τον σύζυγό μου, μαθητές, φίλους, πήγαμε. Η διοργάνωση λέγεται «Premios Tango», έγινε το 2019 και μπορεί να μην διακριθήκαμε τελικά, δεν πήραμε το βραβείο, ας το πούμε έτσι, αλλά για μένα η μεγάλη επιβράβευση ήρθε και μόνο με την πρόταση, δηλαδή ήμασταν στους τρεις καλύτερους του κόσμου. Ήμασταν σε μία αίθουσα, όπου φιγούραραν εικόνες από το Ρέθυμνο, ακουγόταν το όνομα της πόλης μας και του φεστιβάλ. Μιλούσαν όλοι με πολύ τιμητικά λόγια. Χαρακτηριστικά αναφέρουν όλοι την ανθρώπινη ποιότητα του φεστιβάλ, που για μένα αυτό είναι το μεγάλο παράσημο, το πόσο ο άλλος αισθάνεται ευπρόσδεκτος μπαίνοντας στον χώρο, την υψηλή ποιότητα των μαθημάτων, της διοργάνωσης, την υπέροχη πόλη μας, που ζουν και βιώνουν την εβδομάδα που γίνονται τα μαθήματα και νομίζω ότι δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο. Δηλαδή, το γεγονός ότι δεν πήραμε τον τίτλο για μένα είναι μια λεπτομέρεια. Όλο αυτό ήρθε να επιβραβεύσει ουσιαστικά τις προσπάθειες όλων αυτών των χρόνων. Και ήμασταν ξανά προτεινόμενοι το 2020 στην ίδια Διοργάνωση, δηλαδή διακρίθηκε ξανά το φεστιβάλ, δυστυχώς, όμως, λόγω της κατάστασης με τον COVID πέρσι —το ξέρουμε όλοι πια— ακυρώθηκαν όλες αυτές οι διοργανώσεις, ακυρώθηκε το φεστιβάλ, ακυρώθηκαν τα πάντα και δεν μάθαμε ποτέ το αποτέλεσμα. Ελπίζω κάποια στιγμή, αν καταφέρουμε να ξαναφτιάξουμε τα πράγματα και να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, να δούμε και τι είχαν αποφασίσει οι κριτές τώρα, τη δεύτερη φορά.

Π.Μ.

Ωραία. Σοφία μου, να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ γι' αυτή την ωραία συζήτηση. Εύχομαι να συνεχίσεις το τάνγκο και την διδασκαλία με το ίδιο πάθος και αγάπη που το κάνεις τόσα χρόνια και να βοηθάς την κοινότητα εδώ. Και επίσης να ευχηθώ να επιστρέψουμε επιτέλους στις αίθουσες και να συνεχίσουμε αυτό που κάναμε για τόσα χρόνια, κυρίως εσύ, δηλαδή, που έχεις μια εικοσαετία στην πλάτη σου σχεδόν. Σε ευχαριστώ πολύ και πάλι και σιγά σιγά—

Σ.Γ.

Ευχαριστώ κι εγώ, Παναγιώτη, να είσαι καλά. Και —αμήν!— εύχομαι κι εγώ σύντομη επιστροφή στις πίστες και στην κανονικότητα.

Part of the interview has been removed to facilitate its flow.

Summary

Το αργεντίνικο τάνγκο μπήκε στη ζωή της Σοφίας περίπου είκοσι χρόνια πριν και από τότε ξεκινάει ένα ταξίδι αφοσίωσης, αγάπης και πάθους που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ξεκινώντας τα πρώτα της βήματα την εποχή που το τάνγκο δεν ήταν ακόμα ιδιαίτερα γνωστό στην Ελλάδα, ταξιδεύει στην Ευρώπη, γνωρίζει, χορεύει και διδάσκεται από κορυφαίους καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και ο Μαριάνο Φρούμπολι, ο μέντοράς της. Μία αφήγηση για το τάνγκο, τον «βασιλιά των χορών», όπως μας λέει η ίδια, από τη διοργανώτρια του Tango Festival A los Amigos.


Narrators

Σοφία Γαλανάκη


Field Reporters

Παναγιώτης Μιχάλογλου



Historical Events

Interview Date

08/06/2021


Duration

106'