© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Γεώργιος Μπάκαβος: Ιστορίες από τον στρατό και τον πόλεμο

Istorima Code
19710
Story URL
Speaker
Γεώργιος Μπάκαβος (Γ.Μ.)
Interview Date
29/08/2021
Researcher
Παρασκευή Μπάκαβου (Π.Μ.)
Π.Μ.:

[00:00:00]Είναι Δευτέρα 30 Αυγούστου, είμαστε στη Θεσσαλονίκη, αφηγητής είναι ο Γεώργιος Μπάκαβος, εγώ είμαι η Παρασκευή Μπάκαβου, ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Κύριε Γιώργο, θέλετε να μου πείτε λίγα πράγματα για σας;

Γ.Μ.:

Βεβαίως!

Π.Μ.:

Πού γεννηθήκατε;

Γ.Μ.:

Λέγομαι Γεώργιος Μπάκαβος του Στεργίου, γεννήθηκα στην Βλάστη Κοζάνης, κτηνοτρόφος το επάγγελμα, οι γονείς μου, οι παππούδες μου και εγώ τα πρόλαβα. Από μικρό, από 7 χρονώ παιδί, μικρό παιδάκι πήγαινα και λαλούσα να αρμέξουμε. Από κει και δώθε, μέχρι που έγινα 30 χρονών, ήμαν στην κτηνοτροφία. Απ' την κτηνοτροφία άλλαξα επάγγελμα ύστερα, ήρθα στη Θεσσαλονίκη και έγινα πρωτευουσιάνος. Τον πατέρα μου τον λέγανε Στέργιο, είχα έξι αδέρφια, πέντε αγόρια και ένα κορίτσι. Ο πρώτος ήμουνα εγώ, δεύτερη ήταν η αδερφή μου, και εν συνεχεία ήταν τα αδέρφια μου, ένα ένα, άλλα πέντε. Τα αδέρφια μου, να σε πω για τα αδέρφια μου; Τα αδέρφια μου, απ' τα έξι που ήμασταν, έναν τον στείλαμε και έμαθε ζαχαροπλαστική, οι άλλοι τέσσεροι ήμασταν με την κτηνοτροφία. Το 1900… Το 1960 πουλήσαμε την κτηνοτροφία και εγκατασταθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ, με επαγγέλματα διάφορα, με μαγαζιά, με εργασία, με αυτά, από κει και πέρα...

Π.Μ.:

Εσείς πότε γεννηθήκατε;

Γ.Μ.:

1930. Το 1930. Λοιπόν, τα αδέρφια μου, τι να... εδώ στην πόλη, άλλος μεροκάματο, άλλος μαγαζιά, άλλος έτσι, όλοι, αποκατασταθήκαμε όλοι καλά, βρισκόμαστε καλά. Άλλο τι να σου πω τώρα από αυτό το πράγμα; Αυτό τελειώσαμε.

Π.Μ.:

Για τότε, για την κτηνοτροφία, παλιά; Πώς ήταν τα πράγματα τότε;

Γ.Μ.:

Λοιπόν, στη Βλάστη, αποτελούνταν από πέντε με έξι χιλιάδες κόσμο. Κτηνοτρόφοι και λίγοι επαγγελματίες μέσα στο χωριό. Τσαγκαράδες, μπακάλης, πεταλωτής, διάφορα, ας πούμε, επαγγέλματα. Ήταν καμιά εκατόν πενήντα οικογένειες που μέναν χειμώνα καλοκαίρι εκεί, στη Βλάστη. Αυτοί είχαν μερικούς απ' τις οικογένειες αυτές βρίσκονταν στην Αμερική. Στέλνανε απ' την Αμερική, τρώγανε αυτοί στο Μπλάτσι, ναι, στο χωριό. Και βρίσκονταν αυτοί οι ανθρώποι μόνιμα. Εμείς δε, οι κτηνοτρόφοι, χειμώνα φεύγαμε, πηγαίναμε Βόλο, Λάρισα, Τύρναβο, μια σεζόν από εκεί, οι άλλοι βγαίναμε από το Δερβένι Λαγκαδά μέχρι την Ασπροβάλτα.

Π.Μ.:

Όλο αυτό πώς το κάνατε;

Γ.Μ.:

Αυτό όλο με τα πόδια. Τα κοπάδια περπατώντας κι εμείς με τα πόδια, αλλά τότε δεν είχε τόσα αυτοκίνητα και κυκλοφορούσαμε, τώρα δεν μπορούμε να πάμε αυτά, άσε δεν μείναν κιόλα, αλλά κι αυτά που μείνανε, μείνανε εδώ, αποκαταστάθηκαν, ενώ εμείς τότε ήμασταν στο πουρνάρι, μέρα νύχτα έξω, στη βροχή, στο χιόνι, στην κακοκαιρία, στην καλοκαιρία, τα περνούσαμε όλα αυτά τα πάθη. Ήταν δύσκολα, αλλά σιγά σιγά τα αποφύγαμε. Ναι. Κτηνοτροφικιά δουλειά, όχι κουραστική αλλά όχι και καλή. Τελειώσαμε κι από αυτό, παρακάτω.

Π.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε λίγα πράγματα όσον αφορά τη μετανάστευση τον χειμώνα και το καλοκαίρι;

Γ.Μ.:

Ναι. Να σου πω. Την άνοιξη ήταν η παραγωγή, λίγο δύσκολα μετακινούμασταν, και όλο μετακινούμασταν μόνο με ζώα. Ναι. Ήθελαν άρμεγμα, είχαμε μικρά κατσικάκια που κουράζονταν να περπατήσουν, τα βοηθούσαμε, αυτά γίνονταν την άνοιξη. Να πάμε και στην τοποθεσία που πηγαίναμε, να κάνουμε την στρούγκα, να αρμέξουμε, να τα χωρίσουμε, να τα απογαλατώσουμε απ' τις μάνες. Και όλα αυτά είχαν μια διαδικασία να γίνουν. Το φθινόπωρο ήταν πιο εύκολα. Το φθινόπωρο στερεύαν κιόλα, μέχρι τον Άγιο Δημήτρη στερεύαν αυτά. [00:05:00]Λοιπόν, εκεί τα κάναμε όλα ένα κοπάδι, χίλια, χίλια πεντακόσια, πεντακόσια, ο καθένας όσα είχε, και κατεβαίναμε ο καθένας, είπαμε, Λάρισα, Βόλο, Τύρναβο και από δω, απ' το Δερβένι μέχρι την... πώς την είπαμε, εκεί που πάνε και παραθερίζουν;

Π.Μ.:

Μαλιμάδι;

Γ.Μ.:

Στο κάτω, εδώ, στη λίμνη, στη θάλασσα...

Π.Μ.:

Στην... Πώς τη λένε;

Γ.Μ.:

Άντε ντε, τώρα με…

Π.Μ.:

Στον Τύρναβο;

Γ.Μ.:

Όχι, ρε, εδώ, ρε, στο...

Π.Μ.:

Πού, βρε;

Γ.Μ.:

Απ' τον Λαγκαδά πιο κάτω, πού παν και κάνουν μπάνια, βρε, τώρα, εδώ;

Π.Μ.:

Χαλκιδική; Πού, βρε;

Γ.Μ.:

Απ' τη Νυμφόπετρα, πιο κάτω, δεν είναι;...

Π.Μ.:

Η Βόλβη;

Γ.Μ.:

Η Βόλβη!

Π.Μ.:

Α, ναι!

Γ.Μ.:

Ναι, Βόλβη. Εκεί, η Βόλβη, αυτή, όλο κατέβαιναν κτηνοτρόφοι Μπλατσιώτες, μέχρι το… μέχρι την Καβάλα, να σε πω. Μέχρι την Καβάλα είχε όλο κοπάδια μπλατσιώτικα. Ήμασταν, κάπου 280 χιλιάδες γιδοπρόβατα είχαμε. Ήταν το μόνο χωριό κτηνοτροφικό. Από κει, τελειώνουμε κι απ' αυτό. Πού πάμε; Το Μαλιμάδι. Το Μαλιμάδι ήταν ένα όρος, ένα όρος το οποίο το είχαν καταλάβει οι αντάρτες, το είχαν στην κατοχή τους οι αντάρτες, από εκεί επικοινωνούσαν και με την Αλβανία.

Π.Μ.:

Εσείς εκεί είχατε πάει–

Γ.Μ.:

Εμείς είχαμε πάει–

Π.Μ.:

Για τη χειμερινή σεζόν;

Γ.Μ.:

Καλοκαιρινή σεζόν.

Π.Μ.:

Καλοκαιρινή.

Γ.Μ.:

Καλοκαιρινή σεζόν.

Π.Μ.:

Και τι συνέβη εκεί;

Γ.Μ.:

Εκεί πηγαίναμε το καλοκαίρι. Εκεί ήταν όλα τα βουνά αυτά, λόγω ανταρτών τότες, ήταν όλα με νάρκες, κι εμείς με τα κοπάδια πηγαίναμε κάθε μέρα. Δέκα, είκοσι, τριάντα σκοτώνονταν κάθε μέρα, ώσπου σκότωσε, σκότωσε, ξεκαθάρισε ο τόπος απ' τα ναρκοπέδια. Αλλά δεν καθάρισαν σε έναν χρόνο. Συνέχισαν κάμποσα χρόνια που παθαίναμε ζημιά, αλλά την πρώτη χρονιά πάθαμε πολλή ζημιά, πολλά ζώα σκοτώθηκαν και σκοτώθηκαν και δυο άνθρωποι, όχι μόνο… δυο τσομπαναραίοι.

Π.Μ.:

Φίλοι σας;

Γ.Μ.:

Ε;

Π.Μ.:

Φίλοι σας;

Γ.Μ.:

Συγγενείς μας, να σε πω, της παρέας μας ανθρώποι. Ο ένας σκοτώθηκε με μια χειροβομβίδα, έσκυψε να κοιμηθεί σ' ένα δενδράκι, αυτή ήταν εκεί, τον σκότωσε εκεί επί τόπου. Ο άλλος πάγαινε, έβγαζε τις νάρκες, «βρε, Αποστόλη, μη», Αποστόλη τον έλεγαν – βρε να πάρει ο διάολος, μ' έφυγε το επίθετο. «Βρε, Αποστόλη, μη, μη, Αποστόλη». Ε, αυτός είχε εκπαιδευτεί στις νάρκες και τάχα ήξερε. Φαίνεται καμιά δεν την είδε, την πάτησε. Κι ήταν και νέος, 24, 25 χρονώ παλικάρι.

Π.Μ.:

Πώς νιώσατε οι υπόλοιποι;

Γ.Μ.:

Ε; 

Π.Μ.:

Πώς νιώσατε οι υπόλοιποι;

Γ.Μ.:

Τρόμο, φόβο, λαχτάρα. Ε, τώρα! Εγώ ήμαν… Ο πιο νέος ήμαν εγώ, το πιο νέο παιδί ήμαν εγώ. Και ο παππούς σου, ο Γιάννης, από μένα πιο μικρός ήταν ο Γιάννης, και ήμαν εγώ ύστερα, πρώτος εγώ κι ύστερα ο Γιάννης. Λοιπόν, περάσαμε μπόρες, μια σεζόν ήρθε ο καιρός να φύγω στρατιώτης, να σε πω τώρα, από κει, από κει – λέμε τώρα τα δικά μας, μπράβο. Ήταν ο Γιάννης ο Λόνας –τ' ακούει εδώ τώρα– ήταν ο Γιάννης ο Λόνας, ένας... τον καιρό εκείνο ήταν 30 χρονών. Με λέει: «Γιώργο, να κόψουμε λίγα ξύλα, να κάνουμε λίγα στεφάνια για τα κουδούνια». Λέω: «Κόψε ξύλα, πάνε εκεί, κόψε, φέρ' τα και θα τα κάνω εγώ».

Π.Μ.:

Αυτός τι ήταν ακριβώς; Ο Γιάννης ο Λόνας;

Γ.Μ.:

Ήταν κτηνοτρόφος κι αυτός, της παρέας μας, της παρέας, ήμασταν δεκαέξι, δεκαοκτώ άτομα σχεδόν όλοι εκεί. Ε, πήρε, καθίσαμε τώρα, το δικό του κοπάδι δεξιά, το δικό μου αριστερά, και κατεβαίνουμε από πάνω απ' το βουνό, κατεβαίνουμε στον Αλιάκμονα κάτω, είχαμε κοιμηθεί το βράδυ στο βουνό επάνω, και το πρωί τα κοπάδια κατέβαιναν, αρμέγαμε κοντά στον Αλιάκμονα, στο ποτάμι, εκεί ήτανε η στάνη, αρμέγαμε εκεί, και πάλι στο βουνό. Αυτά πήραν να κατεβούν στο ποτάμι τώρα, εμείς καθίσαμε σε μια πέτρα, μια κοτρόνα εκεί, φθινόπωρο ήταν, είχε βρέξει και λίγο το βράδυ, κρύα, ε, τώρα άμα κάτσεις όλη μέρα στην πέτρα, καταλαβαίνεις τι... Ναι. Ήταν ο μήνας 4 Οκτωβρίου, εγώ τις 5 του μηνός... τις 6 του μηνός, έπρεπε να παρουσιαστώ. Ναι, αλλά περίμενα ο δικός μου ο σύντροφος που είχα μαζί μου, που ήμασταν δυο στο ένα κοπάδι, ήταν στο χωριό, στη Βλάστη, και ήρθε το βράδυ, [00:10:00]αλλά δεν ήρθε στο κοπάδι εκεί να με βρει να φύγω εγώ, έκατσα εγώ με το κοπάδι έξω χωρίς κάπα, χωρίς τίποτα, πήρε και πάλι μια βροχή το βράδυ, κι όλη μέρα στην πέτρα, το πρωί ξημέρωσα, παίρνω το άλογο να φύγω να... απ' τις Πρέσπες, απ' το Μαλιμάδι, να 'ρθώ στη Βλάστη. Στον δρόμο όμως μ' έπιασε θέρμη, όχι πυρετός, θέρμη–

Π.Μ.:

Ρίγος.

Γ.Μ.:

Πώς τη λέτε αυτό εσείς;

Π.Μ.:

Ρίγος;

Γ.Μ.:

Ρίγος. Αφού μ' έπιασε τόσο πολύ δυνατός ρίγος, κατέβηκα, ήταν ένα τριφύλλι, δένω το άλογο στο τριφύλλι και πήρα την κάπα και λίγο μαζεύτηκα, λίγο να ηρεμήσω. Καμιά ώρα δυο έκατσα, σηκώθηκα πάλι, παίρνω το άλογο, καβάλα τ' άλογο, περνάω την Καστοριά, έρχομαι στο Μουρίκι της Κλεισούρας. Τώρα λίγο καταλαβαίνεις απ' αυτά, στο Μουρίκι της Κλεισούρας, ξημέρωσα εκεί. Από εκεί ύστερα, σε κάνα δυο ώρες πήγα στο Μπλάτσι, όταν πήγα στο Μπλάτσι ήταν η ώρα 10.00 με 11.00 το μεσημέρι. Σκέψου, έφυγα απόγεμα απ' τις Πρέσπες και πήδησα την άλλη μέρα στη Βλάστη κατά η ώρα 10.00, 11.00. Τα παιδιά, θα φύγουμε τώρα όσα είχαμε μείνει εκεί.

Π.Μ.:

Να επιστρατευθείτε.

Γ.Μ.:

Ναι, να επιστρατευθούμε, να πάμε στρατιώτες. Βαράν τα όργανα, χορεύουν τα παιδιά, τραγουδούν τα παιδιά, πάω κι εγώ ο φουκαράς, πάω στο σπίτι, πού είναι η μάνα; Στο νοσοκομείο, στην Πτολεμαΐδα. Α, τώρα τι κάνουμε; Εγώ δεν είμαι καλά. Κάνουμε ένα τηλέφωνο στο νοσοκομείο, λέω: «Πατέρα, ο Γιώργος είμαι, αλλά είμαι άρρωστος πολύ βαριά». Παίρνει ένα ταξί ο πατέρας μου και έρχεται στη Βλάστη. Στη Βλάστη που ήρθε, με είδε εγώ ότι ήμαν πολύ βαριά, με βάζει πάλι στο ίδιο το ταξί, πάμε στην Πτολεμαΐδα. Πάμε στο νοσοκομείο, «γιατρέ, τι να τον κάνω;» λέει ο πατέρας μου. Λέει: «Να τον κάνουμε μια ένεση -λέει- αλλά είναι βαριά άρρωστος», λέει. Λέει τον πατέρα μου: «Στέργιο, πάρ' το παιδί, άμα κάτσει εδώ, άμα κάτσει εδώ -λέει-, θα το κρατήσω εδώ -λέει-, θα σε φάνε τα έξοδα. Και τα έξοδα είναι πολλά και η αρρώστια είναι βαριά -λέει-, δεν ξέρω πώς θα καθαρίσει το παιδί αυτό», λέει. Με παίρνει ο πατέρας μου, πάμε στην Κοζάνη, τέτοια ώρα. Πάμε στο νοσοκομείο... στο κέντρο διερχομένων, για να φύγω, λένε τα παιδιά που ήταν εκεί μέσα, λένε: «Δεν παραλαμβάνουμε σήμερα στρατιώτες, από αύριο το πρωί -λέει-, έχουμε εντολή από αύριο να πάρουμε, σήμερα δεν παίρνουμε κανέναν μέσα». Πάλι με παίρνει ο πατέρας μου στην Πτολεμαΐδα, στο νοσοκομείο, με κάνει καμιά ένεση εκεί, ξημέρωσε το πρωί, με τέσσερα πέντε παιδιά της παρέας μου εκεί πάμε στην Κοζάνη. Πάμε στην Κοζάνη, λέμε τον αυτόν που... ήταν ένα παιδί απ' την Κλεισούρα, γραφιάς στο κέντρο διερχομένων. Του λέω… Δεν θυμάμαι πώς λέγονταν, Λούπας, αν θυμάμαι καλά. Λέει: «Ρε παιδιά...» έτσι κι έτσι, λέει. «Αυτό το παιδί είναι άρρωστο -λέει- βαριά -λέει- πήγαμε στην… απ' την… απ' την Πτολεμαΐδα, ερχόμαστε απ' το νοσοκομείο και είναι βαριά». Και λέει ο γιατρός... ο γραφιάς: «Παιδιά -λέει- εγώ σήμερα -λέει- δεν θα σας στείλω με το τρένο, θα σας στείλω με το λεωφορείο, αλλά το απόγεμα θα φύγει». Εμείς χαμένοι στον πυρετό, και ημέρα μικρή κιόλα, φθινόπωρο ήταν, καθίσαμε η ώρα 5.00, ξημερώνουμε στην Αθήνα. Πάμε στην Αθήνα, τώρα αρχίζουν τα νούμερα, τώρα. Πάμε στην Αθήνα τέσσερα παιδιά κι εγώ, πέντε, μας έκοψε εισιτήριο με λεωφορείο, δεν πήγαμε με το τρένο. Πάμε, κατεβαίνω εγώ, μόλις κατεβαίνω απ' το λεωφορείο, στον δρόμο μέσα ξαπλώνω. Με τραβούν τα παιδιά στην άκρη. «Τι να τον κάνουμε, ρε παιδιά;» λέει, τώρα μεταξύ τα παιδιά. Εγώ ακούω, αλλά χαμένος στον πυρετό, τόσο πολύ με πήρε. Λέει: «Θα καλέσουμε -λέει- το νοσοκομειακό να 'ρθεί να τον πάρει», λέει. Καλούν το νοσοκομειακό τα παιδιά, ήρθε το αυτοκίνητο. Με βλέπει, «τι είσαι;». «Τι με ρωτάτε εμένα τι είμαι; Ρωτήστε τα παιδιά». Λένε τα παιδιά, λέει: «Είναι στρατεύσιμος, αλλά είναι βαριά άρρωστος», λέει. [00:15:00]«Ε, καλά, ρε παιδιά, εγώ θα τον πάρω, θα τον πάω στο νοσοκομείο, στο νοσοκομείο της Κοζάνης», τι ήτανε. «Αυτός είναι στρατεύσιμος, πρέπει να πάει στην μονάδα του», λέει. Ε, φεύγουν το νοσοκομειακό, δεν με πήρε. «Τώρα τι να τον κάνουμε, τι να τον κάνουμε; Να πάρουμε το στρατιωτικό νοσοκομείο». Με παίρνουν αυτοί, ο υπεύθυνος του νοσοκομείου τηλέφωνο, έρχεται το νοσοκομειακό, αυτοί παραμέρισαν, να μη… να πουν ότι είμαι μονάχος, παραμέρισαν τα παιδιά. «Τι είσαι εσύ;». Δεν μιλάω εγώ. «Τι είσαι εσύ; Τι; Πού;». Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω, ήξερα, με μιλάνε, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, τόσο βαριά με πήρε. «Αφήστε τον», λέει, «δεν μπορούμε να τον πάρουμε. Πού να τον πάμε; Τι είναι αυτός; Στρατιώτης; Τι να τον κάνουμε εμείς;». Πού να ξέρουνε ότι εγώ ήμαν στρατιώτης; Φεύγουν τα παιδιά, κοιτάω γύρω μου, κανέναν, σαν λίγο συνήρθα, κανένας, έμεινα μόνος μου μες στην Αθήνα, εγώ από πού να την ξέρω την Αθήνα; Απέναντι τώρα βλέπω ένα ξενοδοχείο, έκοψε το μυαλό μου, λέω, θα πάω στο ξενοδοχείο, τόσο άρρωστος που είμαι, θα κοιμηθώ κάνα δυο ώρες και να σηκωθώ να πάω στη μονάδα μου. Αμ δε γίνηκε έτσι! Δεν έγινε έτσι. Πάω στο ξενοδοχείο, «Παιδιά, θέλω λίγο να κοιμηθώ». Μου δίνουν ένα κρεβάτι, και ξυπνάω η ώρα 5.00, ο ήλιος τρέμει να βασιλέψει. Όλη μέρα έτσι. Σηκώνομαι εκεί, από τι, λέω, ψες όλη νύχτα με το λεωφορείο, απόψε εδώ θα τη βγάλω, στον δρόμο πάλι; Λέω. Σηκώνομαι, πάω, σηκώθηκα, είχα, είχα κοιμηθεί όλη μέρα και λίγο, έτσι–

Π.Μ.:

Καλύτερα;

Γ.Μ.:

Συνήλθα, λίγο καλύτερα. Κοιτάω την ταμπέλα, «Στρατόπεδο», Κέντρο Διερχομένων. Λέω, θα πάω στο Κέντρο Διερχομένων, θα με πάρουν, τώρα θέλουν δεν θέλουν, θα με πάρουν από κει. Πάω, που λες, ο σκοπός μιλούσε με κάποιον καινούργιο φερμένο εκεί. Εγώ πάω, τον βλέπω, μιλάει δεν μιλάει, μπαίνω μέσα στο στρατόπεδο. Προχωράω καμιά είκοσι τριάντα μέτρα, με φωνάζει ο... το Α2, αυτός ο στρατιώτης, λέει: «Πού πας;» με λέει. «Πού πας;». Εγώ με τα πολιτικά. «Πού πας;» με λέει. Λέω: «Πού να πάω;» λέω. «Είμαι άρρωστος», λέω εγώ. Αλλά την ώρα εκείνη που με φωνάζει να γυρίσω πίσω κι εγώ του λέω ότι: «Είμαι άρρωστος», από εκεί έρχονταν τρεις γιατροί, μες στο στρατόπεδο. Λέω: «Ρε παιδιά...». Λέει: «Τι έχεις, συνάδελφε;» μου λέγαν. «Τι έγινε, παλικάρι;». Λέω: «Είμαι άρρωστος, παιδιά», λέω. «Είμαι άρρωστος», και κάθομαι κάτω. Έρχεται ένας γιατρός, με πιάνει το χέρι, «Ωχ, αυτός είναι ψωνισμένος!» λέει. Με σηκώνουν οι γιατροί, με πάνε στην πύλη, η πύλη ήταν είκοσι μέτρα, ας πούμε. Λέει… Λέει αυτόν τον σκοπό που ήταν εκεί: «Πάρ' τον στρατιώτη, αυτός είναι στρατιώτης -λέει-, τώρα είναι στρατιώτης. Πάρ' τον -λέει- να πας να τον βάλεις στο λεωφορείο που πάει στα Κουνέλια -σαν τώρα τα θυμάμαι όλα-, που πάει στα κουνέλια -λέει- και να πεις τον οδηγό να τον κατεβάσει εκεί». «Και κει που θα κατέβεις -με λέει-, στα πεντακόσια μέτρα φάτσα -λέει- είναι το στρατόπεδο», με λέει. Ούτε και πεντακόσια, διακόσια μου είπαν. Όντως, με βάλαν στο λεωφορείο, στα Κουνέλια με κατεβάζει ο οδηγός, εκεί έρχονταν τρία παλικάρια απ' την Πτολεμαΐδα, πήγαιναν να καταταγούν κι αυτά εκεί στο ΚΕΒΟΠ. «Παιδιά, κρατήστε με -λέω-, δεν μπορώ να περπατήσω». Με κρατάν τα δύο παιδιά, ένα από δω, ένα από κει, τρία ήταν αυτά, ένας από δω, ένας από κει, στην πύλη, στην πύλη μέσα, λένε τα παιδιά: «Αυτός είναι άρρωστος», τον λένε τον σκοπό εκεί που ήταν στην πύλη, τον αλφαμίτη. Λέει: «Αυτό είναι άρρωστος -λέει- βαριά», λέει. Πιάνει ο αλφαμίτης το χέρι μου, λέει: «Πράγματι, είναι άρρωστος, παιδιά», λέει. Με το «είμαι άρρωστος». «Χαρτιά έχεις;» με λέει. Με το «έχεις χαρτιά», πέφτω εγώ σε αφασία.

Π.Μ.:

Πάλι!

Γ.Μ.:

Εκεί έπεσα σε αφασία. Με παίρνουν σβάρνα στο αναρρωτήριο. Κάθομαι δυο μέρες στο αναρρωτήριο, ούτε φαΐ ούτε τίποτε. Τι φαΐ; Εγώ ήμαν χαμένος. Λένε τώρα... μέσα ήταν δυο τρία παιδιά, στο αναρρωτήριο μέσα, λένε τώρα: «Αυτό το παιδί -λέει- έχει δυο μέρες που ήρθε εδώ και άλλες δύο μέρες -λέει- ταλαιπωρία -λέει- αφού είναι απ' την Κοζάνη -λέει-, τέσσερις μέρες, αυτό δεν έφαγε τίποτα -λέει-, αυτός θα πεθάνει κι απ' την πείνα, λέει». [00:20:00]«Ρε συνάδερφε...» μου λέει, αλλά λίγο στα καλά μου. Λέει: «Φάε -λέει-, έχεις δυο μέρες, δεν έφαγες τίποτε, εσύ θα πεθάνεις κι απ' την πείνα», με λέει. Λέω, θα κάνω κουράγιο να βάλω μια μπουκιά στο στόμα. Ούτε νερό ούτε τίποτα. Παίρνω, είχαν κονσέρβα, βραδινό συσσίτιο, ανοίγω μια κονσέρβα, με δίνουν μια μπουκιά, με δίνουν και λίγο κονσέρβα. Τρώω, κάνω να το καταπιώ [Δ.Α.], έκλεισε ο λαιμός μου. Τα χαρτιά όμως εκεί στην πύλη, τα 'χα στο χέρι, τα παίρνει ο σκοπός, τα 'δωσε μες στο στρατόπεδο, στο εκεί που έπρεπε να πάνε, γιατί έγραφαν αυτά πού θα πάω, τα 'στειλε εκεί. Έπαιρνε αναφορά το κέντρο, χίλιοι εφτακόσιοι πενήντα ένας.

Π.Μ.:

Τότε, πόσο καιρό ήταν ο στρατός τότε;

Γ.Μ.:

Πόσο υπηρετούσαν;

Π.Μ.:

Ναι.

Γ.Μ.:

Είκοσι τέσσερις μήνες.

Π.Μ.:

Και εσείς πότε τελειώσατε;

Γ.Μ.:

Εγώ τελείωσα το '51, το '52 τελείωσα, γιατί ήμαν προστάτης.

Π.Μ.:

Και μετά;

Γ.Μ.:

Τέλος πάντων. Από εκεί, έπαιρνε αναφορά, «Εις, εις, απών». «Χίλιοι εφτακόσιοι πενήντα ένα, εις απών». Άλλος το καταλάβαινε, άλλος δεν το καταλάβαινε, αν ήξερες λίγα γράμματα, καταλάβαινες, εις απών, σημαίνει ένας λείπει. Αλλά εμείς όλα τσομπανάκια ήμασταν, σάμπως το καταλαβαίναμε όλοι, εις απών; Το πήραν στο κορόιδο. «Χίλιοι εφτακόσιοι πενήντα ένα, εις απών». Μάλιστα. Το κορόιδευαν η σειρά, τώρα, αυτοί. Με κρατάνε εκεί δυο μέρες, αφού είδαν, δεν είμαι καλά, τηλέφωνο στο νοσοκομείο, 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στην Αθήνα. Έρχεται ένα τζιπάκι, το θυμάμαι, μόνο το τζιπάκι θυμάμαι. Πώς με έβαλαν στο τζιπάκι και με λένε: «Σήκωσε το κεφάλι να σε βάλουμε ένα μαξιλάρι». Το μαξιλάρι θυμούμαν. Με βουτάν από κει σε αφασία, στο νοσοκομείο. Με τα πολιτικά εγώ, με δίνουν εκεί ρούχα του νοσοκομείου, ρόμπες, χαμπάρια, ξέρω 'γώ τι. Βάρα, βάρα, δεκάξι μέρες στον θάλαμο σε αφασία, εκτός τα οδοιπορικά που 'χα, σε αφασία δεκάξι μέρες. Ύστερα από δεκάξι μέρες άνοιξαν τα μάτια μου. «Πού είμαι, ρε παιδιά; Πού βρίσκομαι;» «Στο νοσοκομείο, εσύ εδώ είσαι», τέλος πάντων. Ήμασταν τρία παιδιά μες στον θάλαμο. Ήρθε ο παπάς, μας κοινώνησε. Μας κοινώνησε ο παπάς, λέει... εγώ δεν μιλούσα, λέει ένα παιδί που ήταν πιο καλά, λέει: «Πάτερ -λέει-, θα πεθάνουμε και μας κοινωνάς;». Εγώ κι αυτό τ' άκουσα, αλλά ή πεθάνω ή δεν πεθάνω, εγώ το ίδιο θα 'ναι, ήμαν χαμένος. «Όχι, ρε παιδί μου -λέει-, θα σηκωθείτε, θα πάτε στις μονάδες σας». Πάει καλά. Ύστερα από δεκάξι μέρες, με παίρνουν από αυτόν τον θάλαμο, με βάζουν σε έναν άλλο θάλαμο, σε απομόνωση, μόνος, έτσι, να, τόσο ένα θαλαμάκι. Πάνω απ' το κεφάλι μου όμως, είχε ένα παράθυρο εξήντα επί ογδόντα, εξήντα επί ένα μέτρο, τόσο δα, ένα στενό, ψηλό. Και από κει ήταν ο δρόμος, δρόμος που ήταν, μες στο νοσοκομείο, ο δρόμος. Με βάρει μια μέρα πυρετό, δυο μέρες πυρετό, σταμάτησε πάλι ο πυρετός, εκεί που με πήγαν. Τρεις πέντε μέρες καλές, ξανά με γυρνάει, πάλι πυρετό. Βάρε, βάρε, βάρε, γιατροί, νοσοκόμοι, εκεί όλοι στο κεφάλι μου, ξανά με κόπηκε ο πυρετός. Περνάν καμιά τέσσερις πέντε μέρες, ξανά πυρετός. Τρεις φορές, λέει μια νοσοκόμα που είχε εκεί, με είχε κάθε μέρα, λέει... Μετά η προϊσταμένη ήταν μια γυναίκα γιατρός, λέει: «Κυρά προϊσταμένη -λέει-, ο Μπάκαβος πάλι πυρετό, τρίτη και τελευταία είναι», λέει, για μένα. Εγώ τ' ακούω αυτά τώρα, αλλά χαμένος στον πυρετό. «Τρίτη και τελευταία», λέει. Τρίτη; Τρίτη. Κάνουμε δυο μέρες, τρεις, υπηρετώ, την τέταρτη μέρα, όπως ήμαν στον θάλαμο, τώρα πώς βλέπω αυτό το σκρίνιο, έτσι… Α, το πήρα σβάρνα;

Π.Μ.:

Δεν πειράζει!

Γ.Μ.:

Ανοίγει το ντουβάρι, όσο είναι το σκρίνιο αυτό, βγαίνει ένας στρατιώτης, κάθισε στην άκρα. Βγαίνει ακόμα ένας, εκείνος ήταν ξανθός, ο πρώτος, βγαίνει και ο άλλος, ένας κόκκινος, το πρόσωπό του κόκκινος. Βγαίνει κι ένας άλλος τρίτος, κοντός, μελαχρινός. [00:25:00]«Εσένα -τον λέω τον ψηλό-, πώς σε λένε;». «Εμένα με λένε Γιώργο», λέει. Ναι. «Εσένα -τον λέω-, ρε κόκκινε;». «Εμένα με λένε Νίκο». «Κι σένα, ρε κοντούλη;» «Εμένα με λένε Ιάκωβο». Λέω: «Θα κάνω πολλές μέρες ακόμα άρρωστος, ρε παιδιά;». «Ακόμα δυο μέρες με πυρετό -λέει- και ξανά δεν θα αρρωστήσεις», μου λέει.

Π.Μ.:

Ποιοι ήταν αυτοί;

Γ.Μ.:

Ε, να, τώρα βγάλε εσύ συμπέρασμα ποιοι ήταν. Ναι. «Και ξανά -μου λέει- δεν θα αρρωστήσεις». Και γυρίζουν, μπαίνουν πάλι απ' το παράθυρο, απ' την τρύπα που άνοιξαν μέσα, κλείνει το ντουβάρι, κι εγώ επειδή δεν μπορώ να τους δω, γυρίζω έτσι το κεφάλι απ' το παράθυρο. Πού το βρήκα το κουράγιο και το σήκωσα; Σήκωσα το σώμα μου, όχι... Σηκώθηκα έτσι, βλέπω έναν λόχο στρατό, τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν μες στο στρατόπεδο. Το στρατόπεδο είχε ένα εκκλησάκι, όσο... όχι τόσο, ας πούμε τόσο, το εκκλησάκι. Στον ύπνο μου τώρα τα βλέπω αυτά όλα. Γυρίζουμε. Ξημέρωσε, πέρασαν δυο μέρες, κόπηκε ο πυρετός. Αυτό το θυμούμαν όμως. Λέω την προϊσταμένη μια μέρα εκεί που με εξέταζε, λέω: «Προϊσταμένη...» λέω. Σαν αδερφές τις είχα. «Προϊσταμένη-λέω-, έτσι κι έτσι, είδα στον ύπνο μου -λέω- τρεις στρατιώτες -λέω- και έφυγαν από δω και πήγαν εκεί, στο τάδε -λέω-, έχει εκκλησάκι». «Όπως μου τα λες -λέει-, εκεί θα πας και θα βρεις το εκκλησάκι. Όταν θα γίνεις καλά -με λέει-, όχι τώρα». Που εγώ δεν μπορούσα να σηκωθώ. Μια εβδομάδα και μετά, νέο παιδί ήμαν, μ' άφησε ο πυρετός, πήρα τσαγανό. Λοιπόν, να πάω τώρα στο εκκλησάκι; Πρέπει να πάω στο εκκλησάκι τώρα. Το μυαλό μου δουλεύει εκεί. Αφού άρχισα λίγο να σηκώνομαι στο ποδάρι, λίγο να κάνω μερικά βήματα στον θάλαμο, θα πάω, λέω, στο εκκλησάκι. Με είπε κι η προϊσταμένη: «Να πας -μου λέει- ν' ανάψεις ένα κεράκι, έγινες καλά», με λέει. Σηκώνομαι μια Κυριακή, σου λέω, αλλά σε αδυναμία. Σηκώνομαι, κατεβαίνω ένα σκαλοπάτι, το στρατόπεδο εκεί, το νοσοκομείο, και πάω. Στον δρόμο που πήγαινα δεν… εκατό μέτρα... είκοσι μέτρα δεν πρόλαβα να πάω, να δυο στρατιώτες, πάλι από… Λέω: «Ρε παιδιά -λέω-, κρατήστε με απ' το χέρι, δεν μπορώ να βαδίσω». Και τι με λέει; Ήταν απ τη Φλώρινα τα παιδιά αυτά. Ο ένας είχε... και οι δυο είχε… τους είχε δαγκώσει κάνα σκυλί και ντεμέκ φυλάγονταν από λυσσιατρεία. «Κρατήστε με -λέω- να πάμε στο εκκλησάκι». Όπως το είδα στη φαντασία μου, έτσι πήγα, έτσι το βρήκα. Ναι, αλλά εγώ εκεί όμως που πήγα, με είχαν ένα σκελέα, μια ρόμπα βαμβακερή κι ένα σορτσάκι. Τίποτ' άλλο. Πάω μέσα, ανάβω ένα κεράκι, ακουμπάω στην άκρη, στο ντουβάρι, λέω, μικρό το εκκλησάκι. Σε λίγο ήρθε κι άλλος φαντάρος, ήρθε κι άλλος φαντάρος. Μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά φαντάροι μέσα, εγώ πίσω πίσω πίσω, να μπουν αυτοί μπροστά, πάω στο μανάλι, χωρίς να καταλάβουν πότε έφτασα εκεί, γυρίζει ένα κερί και πιάνει η μέση μου από δω, η ρόμπα, και κάνει μια τρύπα τέτοια. Ντουμανιάζει μέσα το εκκλησάκι: «Τι καίγεται, τι καίγεται, τι καίγεται, τι καίγεται;». Ο Γιώργης καίγεται. Πλακώνουν εκεί, με σβήνουν. Ούτε να ακουμπήσει η φωτιά επάνω μου ούτε να καώ, ούτε τίποτα. Λοιπόν, με πήραν τα παιδιά, πάλι στον θάλαμο. Πήγαμε εκεί, μ' άλλαξαν, μ' έδωσαν ρόμπα, μαζεύτηκαν κι οι γιατροί εκεί, «[Δ.Α.]». «Καλά -με λένε οι γιατροί- δεν κατάλαβες;». «Ρε παιδιά, δεν κατάλαβα τίποτα, ούτε μ' έκαψε τίποτα, τίποτα δεν μ' έκαψε. Να κοιτάχτε». Με κοιτάνε. Πράγματι, δεν είχα τίποτα. Απορούσαν κι αυτοί. Τέλος πάντων, περνάει κι αυτό. Τώρα;

Π.Μ.:

Μετά τον στρατό;

Γ.Μ.:

Έγινα καλά. Έγινα καλά. Μετά απ' τον στρατό... Έκατσα δυόμιση μήνες μέσα στο νοσοκομείο. Μετά, με δίνουν και δυόμιση μήνες αναρρωτική άδεια. Και δυόμισι μήνες που ήμαν στο νοσοκομείο, και δυόμιση μήνες που πήρα άδεια;

Π.Μ.:

Άρα σύνολο είκοσι μήνες;

Γ.Μ.:

Ε;

Π.Μ.:

Άρα σύνολο είκοσι μήνες υπηρετήσατε;

Γ.Μ.:

Εγώ δεκαπέντε υπηρέτησα.

Π.Μ.:

Δεκαπέντε;

Γ.Μ.:

Ναι. Ήθελε να υπηρετήσουμε δεκαοκτώ και δόθηκε μια διαταγή την ημέρα που ξαναπήρα άδεια για να πάω στο σπίτι μου ύστερα από τόσο... [00:30:00]λοιπόν, εκείνη τη μέρα δόθηκε η διαταγή, οι… πώς τη λέγαμε αυτή; Πώς τη λέγαν; Αυτοί που είχαν αναβολή, που ήταν προστάτες, επειδή ήμουνα προστάτης, με έξι αδέλφια, ήμουν προστάτης, αλλά μας είχαν πάρει εμάς όμως στη σειρά μας. Λοιπόν, μου λέει, μόλις πάω εκεί, μου λέει: «Μπάκαβε -μου λέει-, στον φωτογράφο, να πας να βγάλεις φωτογραφίες, απόψε απολύεσαι». «Μα εγώ ακόμα δεν ήρθα απ' το σπίτι μου», λέω. «Απολύεσαι!» μου λέει. Κι όντως πήγα... Αλλά, ξέρεις τι ξέχασα να σε πω; Εκεί που πήγα, ύστερα, όταν επέστρεψα πίσω... Ξέχασα τώρα, με σειρά [Δ.Α.], αφού επέστρεψα πίσω στο στρατόπεδο, στο ΚΕΒΟΠ, πάω στον Λόχο Διοικήσεως – από κει ξεκινούσε όλο το... όλη η δύναμη του στρατού από κει, απ' τον Λόχο Διοικήσεως, που λένε, γι' αυτό λέγεται και Διοικήσεως. Πάω μέσα, χτυπάω την πόρτα, μπαίνω μέσα. Ήταν ένας λοχίας, ένα ξανθό παιδί, ένα αδύνατο, έτσι. «Καλημέρα», λέω. «Καλημέρα». Με βλέπει αυτός με τα μάλλινα, τα δικά μας, τη στολή. Λέει: «Τι είσαι εσύ;». Λέω: «Δεν είμαι, τώρα ήρθα να γίνω -λέω- φαντάρος. Στρατιώτης είμαι». «Και πώς λέγεσαι;». «Μπάκαβος». «Εσύ είσαι ο Μπάκαβος, μωρέ;». Λέω: «Γιατί;». «Ω ρε -λέει-, εδώ… Εσύ δεν είσαι λιποτάκτης… δεν είσαι ανυπότακτος -λέει-, εσύ είσαι λιποτάκτης», μου λέει. «Ξέρεις τι θα πει το ένα με τ' άλλο; Ξέρεις τι θα πει ανυπότακτος και λιποτάκτης; Λιποτάκτης είσαι, έφυγες. Ανυπότακτος, παρουσιάστηκες και χάθηκες; Πήγες στα ανταρτικά; Πού ήσουν; Στους αντάρτες ήσουνα πάλι;» μου λέει. «Όχι, ρε -λέω-, άρρωστος ήμαν. Να τα χαρτιά μου».  «Α, για να δούμε τώρα πώς θα καθαρίσουμε παρακάτω», μου λέει. Με παίρνει από εκεί, στο διοικητήριο. Πάμε στο διοικητήριο, μπαίνουμε, χτυπάμε πόρτα, μπαίνει μέσα, χαιρετάει. Μπαίνω μέσα εγώ: «Καλημέρα σας». Εγώ με τα πολιτικά ήμουν, γιατί να χαιρετήσω; Λέει: «O Μπάκαβος», λέει αυτός, ο λοχίας αυτός που μπήκε μέσα. Λέει: «Ο Μπάκαβος». Με το «Μπάκαβος» [Δ.Α.]... Ήταν λίγο πιο μεγάλο το γραφείο, στενό, δεκαπέντε αξιωματικοί από κει, δεκαπέντε από δω. Και το γραφείο, το τραπέζι, μέχρι πέρα. Με το «Μπάκαβος» σηκώθηκαν όλοι με τα πιστόλια – ήταν ακόμα ζωντανά απ' τους αντάρτες. Σηκώθηκαν, αρπάζουν τα πιστόλια όλοι. Λέω, Θα με σκοτώσουν; Λέω. Τι θα με κάνουν; Καλά με είπε αυτός, λέω. Πέρασε απ' το μυαλό μου εκείνο. Λέω, τι… Λέει… Το χαρτί, τα 'χει… Τα χαρτιά τα 'χει ο λοχίας αυτός. Παρουσιάζεται, δίνει τα χαρτιά τού διευθυντή, του διοικητή. Σταμάτησαν όλοι, με κοιτάνε, με κοιτάνε… Τι; Ένα βλαχάκι, τι να δουν. Τέλος πάντων, «έλα εδώ κοντά», με λέει ο διευθυντής, ο διοικητής, ο ταγματάρχης. Πάω λίγο κι εγώ. «Πώς λέγεσαι;». «Μπάκαβος». «Το μικρό σου;». «Γεώργιος». «Πατρός;». «Στέργιο». «Α! Πού ήσαν;». «Στο 401 Νοσοκομείο. Στο ΚΕΒΟΠ». Με λέει: «Τον πατέρα σου πώς τον λένε;». «Στέργιο». «Και πού είσαι...». Τι με ρώτησε; Κάτι με ρώτησε, τώρα δεν μπορώ… κάτι με ρώτησε. Λέει… Πήρε τα χαρτιά αυτός. Με ρωτούσε, μία κοιτούσε το χαρτί, μία κοιτούσε εμένα, μία το χαρτί, μία εμένα. Έβγαλε το συμπέρασμα, σου λέει... «Εγώ -του λέω- ήμαν άρρωστος, ήμαν έτσι, ήμαν έτσι...». «Καλά. Πάρ' τον», λέει... «Πάρ' τον -λέει- στην αποθήκη. Ό,τι πρέπει να έχει, αμόλα. Όπλο... μπαλάσκες... στρατού... ρούχα...». Με κάνει, σε ένα τέταρτο φανταράκι εγώ.  Πάμε να πάρουμε συσσίτιο. Πάει τώρα αυτό. Ήρθαν λόχοι απόξω. Εγώ ήμαν… Οι λόχοι οι δικοί μας που δεν… είχαν από... πέρασε μία σειρά, μπήκε άλλη σειρά όταν πήγα εγώ. [00:35:00]Μας κρατούσαν από τρεις μήνες στο κάθε… κάθε κέντρο, αλλά έκανα έξι μήνες… πέντε μήνες εγώ να πάω, ήρθε άλλη σειρά. Πάω να πάρω κι εγώ φαΐ όπως βέβαια όλοι. Την καραβάνα πρέπει να τη βάζεις έτσι, να μη χύνεται το φαΐ κάτω. Εγώ δεν ήξερα. Πάω την καραβάνα, την κρατάω να μου βάλει φαΐ. Ο μάγειρας δεν κοιτάει ποιος είναι, σου λέει... αλλάζει το χέρι, ήταν, με το αριστερό έβαζε το φαΐ… δεν ξέρω, με το δεξί… Γυρίζει όπως ήταν σκυμμένος, δεν κοιτούσε ο άνθρωπος. Εγώ, κι εγώ λίγο σκυμμένος να πάρω το φαΐ, Χραπ! Με χώνει μία στο σβέρκο. «Ωχ -λέω-, αρχίσαμε από τώρα -λέω- τις σφαλιάρες;». Ε, πέρασε κι αυτό, πέρασε το στρατιωτικό. Το στρατιωτικό το πέρασα έτσι. Παρακάτω.

Π.Μ.:

Μετά, πότε ήρθατε στη Θεσσαλονίκη;

Γ.Μ.:

Σαλονίκη ήρθαμε το '60.

Π.Μ.:

Μόνος ή με τα αδέρφια;

Γ.Μ.:

Πρώτα ήρθε ο Αποστόλης, ο αδερφός μου. Ύστερα ήρθε ο Γιάννης, και μετά ήρθα εγώ. Κι ο Αδάμος ήρθε τελευταίος. Ναι. Κι ένας ακόμα που είχαμε, σκοτώθηκε από ατύχημα, ο Τάκης. Λοιπόν, ήρθαμε εδώ, όλοι φτιάξαμε μαγαζιά. Καλά πήγαμε, καλά είναι.

Π.Μ.:

Μαγαζιά;

Γ.Μ.:

Ε;

Π.Μ.:

Τι μαγαζιά;

Γ.Μ.:

Καφενεία, μπακάλικα, τέτοια πράματα.

Π.Μ.:

Εσείς με τι ασχοληθήκατε;

Γ.Μ.:

Εγώ ακόμα ήμαν στο χωριό, είχα… εκτός είχα τα γίδια που χωρίσαμε, έκανα τυροκομείο.

Π.Μ.:

Στη Θεσσαλονίκη;

Γ.Μ.:

Εκεί, στο χωριό, στον Προφήτη. Εκεί είχα κάνει κι ένα μαγαζί, ζαχαροπλαστείο. Κι από κει, τα πούλησα ύστερα εκείνα και ήρθα εδώ, το '64. Κι απ' το '64, παραμένω εδώ. Έκανα παιδιά, πάντρεψα παιδιά. Κατάλαβες; Όλοι στις σειρές μας. Με μαγαζιά, με παράδες. Δόξα τω Θεώ, απ' όλα! Κι είμαι καλά μέχρι τώρα. Κι είμαι 93 χρονών. 92.

Π.Μ.:

Με τη γυναίκα σας;

Γ.Μ.:

Με τη γυναίκα μου έζησα εβδομήντα χρόνια. Τώρα έχει δεκαπέντε μέρες που πέθανε. Έμαθες.

Π.Μ.:

Το ξέρω.

Γ.Μ.:

Μάλιστα. Και τώρα έμεινα χήρος.

Π.Μ.:

Και πώς είναι τώρα; Πώς ζήσατε μαζί βασικά;

Γ.Μ.:

Πώς ζήσαμε; Με τη γυναίκα μου πώς ζήσαμε;

Π.Μ.:

Γνωριστήκατε εδώ στη Θεσσαλονίκη; Ή από πριν, από τη Βλάστη;

Γ.Μ.:

Η γυναίκα μου είναι από τα Ανάματα, δίπλα απ' τη Βλάστη, τα Ανάματα. Κι από κει αρραβωνιαστήκαμε, στη Βλάστη αρραβωνιαστήκαμε κι εδώ παντρευτήκαμε. Και βρεθήκαμε εδώ, κι από τότε δεν ξανάφυγα.

Π.Μ.:

Και πώς ήταν εδώ όλα αυτά τα χρόνια; Ζήσατε καλά; Ήτανε δύσκολα;

Γ.Μ.:

Με τη γυναίκα μου έζησα πάρα πάρα πολύ καλά. Με την οικογένειά μου έζησα πιο καλύτερα. Λίγο αγώνα μεν, αλλά έζησα καλά, πρόκοψα καλά, δόξα τω Θεώ, μέχρι δω. Τώρα, από δω και πέρα, έμεινα μόνος. Έχω τα παιδιά, τώρα, εδώ απάνω κάθονται τα παιδιά. Ο Τάκης, ξέρεις, τον είδες. Αυτά. Άλλο τι να σε πω τώρα;

Π.Μ.:

Είπατε ότι είστε γεννηθείς το '30, σωστά;

Γ.Μ.:

'30, ναι.

Π.Μ.:

Άρα έχετε περάσει και πόλεμο.

Γ.Μ.:

Βέβαια, όλο τον πόλεμο τον πέρασα!

Π.Μ.:

Για πείτε μου. Θυμάστε κάτι;

Γ.Μ.:

Όλα τα θυμάμαι, τι να σε πω! Από πού να ξεκινήσω τώρα δεν… Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω!

Π.Μ.:

Ό,τι θέλετε.

Γ.Μ.:

Μάλιστα. Το '40, τι φθινόπωρο, το '39, έγινε μια επιστράτευση, να πιαστούμε με τους Ιταλούς. Δεν πιαστήκαμε το '39 και πιαστήκαμε το '40, τον Οκτώβριο μήνα. 8 Οκτωβρίου, να πω, ναι, περίπου. Φεύγουμε από εδώ με τα κοπάδια, και μόλις φτάνουμε στην Έδεσσα, πιάνεται ο πόλεμος το βράδυ. Η ώρα 1.00 με 2.00 νυκτός. Κι εμείς φεύγαμε με τα κοπάδια. Φύγαμε, ξεφύγαμε απ' το πρώτο μπαμ μπουμ. Μόλις φτάσαμε στα Γιαννιτσά, ήρθαν τα αεροπλάνα. Ξημέρωσε, ήρθαν τα αεροπλάνα. Άρχισαν τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν. Λοιπόν… '39… το '41, είπαμε. '41. '42, '43, '44 μπήκανε οι Γερμανοί μέσα. Όταν μπήκανε οι Γερμανοί μέσα ήμαν στον Προφήτη, με τα κοπάδια έξω. [00:40:00]Τα πρώτα αεροπλάνα, ήμαν στον Ασκό, σύνορο Μικροκώμη με Ασκό, Νυμφόπετρα με Ασκό. Λοιπόν, ήρθαν τα πρώτα αεροπλάνα, βομβαρδίζουν, ήμαν εδώ που είναι το «ΒΙΟΧΑΛΚΟ» και μας πρόλαβαν τα αεροπλάνα, επάνω απ' τα κεφάλια μας, μπαμ μπουμ. Σκότωσαν και μερικά γίδια, έπεσαν κάτι μπόμπες εκεί. Από κει ξεφύγαμε και πήγαμε στη Νυμφόπετρα, στον Προφήτη. Τον ξέρεις τον Προφήτη.

Π.Μ.:

Τον ξέρω.

Γ.Μ.:

Ξέρω που τον ξέρεις, γι' αυτό σ' το... Εκεί στον Προφήτη πηγαίναμε τον χειμώνα. Κι ο μπαμπάς… Κι ο παππούς σου, πηγαίνανε στη Νυμφόπετρα. Κι ο πεθερός ο δικός μου πήγαινε στη Νυμφόπετρα. [Δ.Α.] Όλοι αυτοί ήτανε, πήγαιναν εκεί. Λοιπόν, από κει [Δ.Α.]. Φεύγουν οι Γερμανοί. Όταν έρχεται η μέρα που έφευγαν οι Γερμανοί, ήμασταν έξω απ' την Πτολεμαΐδα με τα κοπάδια κι ερχόμασταν προς τα κάτω. Έρχονται τα αεροπλάνα τα αμερικάνικα… τα αγγλικά και βομβαρδίζουν τη φάλαγγα. Στη μέση εμείς κι από γύρω η φάλαγγα. Και βομβαρδίζουν τη φάλαγγα. Και μέσα κι εμείς. Έναν φόβο, μια λαχτάρα περάσαμε. Αυτά, ένα τέταρτο δεν έκανε, ούτε ένα, δέκα λεπτά. Μπαμ, μπαμ, μπαμ, μπαμ, μπαμ, όποιον πήρε ο χάρος. Λοιπόν, σκοτώθηκαν κάμποσοι Γερμανοί, μερικά αεροπλάνα, μερικά αυτοκίνητα, τελείωσε ο σαματάς. Από κει και ύστερα, έφυγαν οι Γερμανοί, φούντωσαν τα ανταρτικά, αναμεταξύ μας ύστερα. Σκότωσε ο ένας τον άλλον.

Π.Μ.:

Τι θυμάστε από τότε;

Γ.Μ.:

Τι να τα θυμάμαι όλα, ρε κορίτσι μου; Τι να θυμάμαι; Τι να θυμάμαι; Τη Νυμφόπετρα που έκαψαν; Όταν έκαψαν τη Νυμφόπετρα, εκεί στα... πού να σου πω; Τα τούρκικα, πού ήταν τα καλύβια; Τα σαρακατσάνικα τα θυμάσαι; Μπα–

Π.Μ.:

Όχι.

Γ.Μ.:

Δεν να τα θυμάσαι. Στο Παλαιοχώρι. Από Παλαιοχώρι μεριά. Λοιπόν.

Π.Μ.:

Εσείς πώς το βιώσατε; Με τη δική σας οικογένεια.

Γ.Μ.:

Εμείς ήμασταν στη Μικροκώμη.

Π.Μ.:

Εκεί τι γινόταν;

Γ.Μ.:

Κι εκεί τα ίδια. Κι εκεί. Έρχονται αντάρτες, κάνουν επιστράτευση. Ύστερα… Κάνουν επιστράτευση. Πήραν δώδεκα παιδιά και κορίτσια, απ' το... από τα Γκιουλτζούκια. Περνώντας, έπρεπε να περάσουνε από εκεί, από μένα που ήμουνα με τα κοπάδια. Ήταν τρεις… τέσσεροι αντάρτες. Οι τρεις συνόδευαν τη φάλαγγα, κι ο ένας έκανε, έτσι, απ' τα κοπάδια προς τα πάνω. Για να βρουν κανένα παλικάρι να το πάρουν μαζί. Τα άλλα τα αδέρφια ήταν μικρά. Ο Λάκης της ξαδέρφης, ο Γιάννης, πάλι, της θείας. Και τέλος πάντων, εγώ ήμαν ο πιο μεγάλος. Ήμαν… Είχα φτάσει στα 16, 17 χρονώ. Νύχτα κιόλα ήταν, σάμπως έβλεπαν κιόλα και τι έπαιρναν. «Έλα, έλα». Ρε, αλήθεια, τώρα; Ο ένας έκανε, έτσι, κύκλο να πάρει απ' τα κοπάδια. Να πάρει απ' τα κοπάδια, να βρει κανέναν να πάρει. Βρήκε εμένα. Πιο μεγάλο βέβαια [Δ.Α.]. Με πιάνει από πίσω και με σπρώχνει να ακολουθήσω τη φάλαγγα της... τα παιδιά απ' τα Γκιουλτζούκια. [Δ.Α.] «Μη σπρώχνετε έτσι», ακολούθησα, τι να κάνεις; Αυτός όμως, περίμενε να 'ρθούν κι οι άλλοι από κάτω, να φύγουμε όλοι μαζί. Καθυστέρησε αυτός, εγώ ακολούθησα τη φάλαγγα. Αλλά σε είκοσι μέτρα είχε ένα ρεματάκι μικρό. Εγώ ήμουν διάβολος, δεν ήμουν... Τα 'ξερα αυτά. Λέω, θα με πάρουν, θα φύγω. Δεν τα 'θελα τ' αντάρτικα. Λοιπόν, παραμερνάω έτσι, στο ρεματάκι μέσα, κρύβομαι στο πουρνάρι. Βλέπω, αυτοί έρχονται από εκεί, γκραπ γκραπ γκραπ, περνάνε από μπροστά μου, παίρνω δρόμο, φεύγω, πίσω εγώ. Ούτε γάτα ούτε χαμπάρι με πήραν πότε γύρισα, ούτε και με ζήτηξαν, μου λένε τα παιδιά, γιατί απολύονταν ύστερα, έφευγαν ένας ένας. «Καλά, ρε -λεω-, εκεί που μας περάσατε απ' τα κοπάδια τα δικά μας, αφού με πήραν κι εμένα -λέω-, δεν με ζήτηξαν εμένα;». «Όχι, Γιώργο, τίποτα δεν είπαν», λέει. Τι να πουν; Λέω, να πουν ότι: «Τον πιάσαμε και μας έφυγε»; Πού να το πουν αυτό; Και τι να πρωτοπείς! Και τι να πρωτοπείς! Έρχονταν, μας παίρναν το ψωμί απ' τις [Δ.Α.], νηστικοί. Πήγαμε στη Βόλβη με τα κοπάδια, άλλο βάσανο κι εκεί στη Βόλβη. Πήγαμε... Ήταν το απόσπασμα στον Προφήτη και λέμε τον αξιωματικό αυτόν: «Άσε μας να πάμε στη Βόλβη. Εμείς θα ελέγχουμε τον τόπο. [00:45:00]Κι ό,τι θα είναι θα σε ειδοποιούμε». [Δ.Α.] Πήγαμε εκεί, βγάλαμε τον χειμώνα στη Βόλβη, [Δ.Α.] Βαϊοχώρι, αυτά, Νυμφόπετρα, όλα σηκωμένα. Στον Προφήτη ήταν όλα. Μόνο εμείς ήμασταν στη Βόλβη με τα κοπάδια. Τι να σε πω άλλο, βρε κορίτσι μου; Τι να σε… τι να θυμηθώ να σε πω; Πολλά. Στο Τσιπλάκι δεν πήγαμε;

Π.Μ.:

Στο ποιο;

Γ.Μ.:

Στο εδώ, στον Σοχό, στο Τσιπλάκι. Κι εκεί πήγαμε. Κι εκεί. Τι να πεις!

Π.Μ.:

Ωραία. Θέλετε να πείτε κάτι τελευταίο, να προσθέσουμε; Ή να το κλείσουμε;

Γ.Μ.:

Άμα θέλεις κάτι να σε προσθέσω, τι να σε πω τώρα εγώ. Πείνες, δίψες, δυστυχίες. Τι ήθελαν να βγουν στα ανταρτικά; Ενισχύσεις δεν είχαν, αεροπλάνα δεν είχαν, τανκς δεν είχαν, πολεμοφόδια δεν είχαν, τροφές δεν είχαν. Τι βγήκαν να κάνουν στο βουνό; Ε; Αναρωτιέται κανείς άλλος γι' αυτό το πράγμα; Δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις. Βγήκαν [Δ.Α.] Πού να πεις: «Τι βγήκατε να κάνετε, ρε; Ποιος θα σας παραδώσει το κράτος στα δικά σας τα τσιπλάκικα τα χέρια;». Να δώσουν θάλασσες, να δώσουν καράβια, να δώσουν αεροπλάνα. Είχανε, ο στρατός είχε πάλι, εσύ τι βγήκες να κάνεις στο βουνό; Έρχονταν, ήμασταν στην Έδεσσα από πάνω, ήρθαν μια βραδιά, μας παίρνουν καμιά διακόσια πενήντα. Ένα κομμάτι, το 'κοψαν, τα πήραν. Δεν περνάνε κάνα δυο μέρες, έρχονται παίρνουν άλλα καμιά εκατό. Κόντευε φθινόπωρο να φύγουμε. Έρχονται οι αντάρτες από το Καϊμάκτσαλαν και μας λένε: «Επειδής ο καιρός δεν μας παίρνει τώρα, θα μας φτιάχνατε εκατό ζευγάρια παπούτσια;». Η παρέα μας όλη, κτηνοτρόφοι. «Αλλά επειδή δεν προλαβαίνουμε τώρα, θα φέρετε -λέει-, θα μας φέρετε 100 λίρες, όλη η παρέα. Θα μας φέρετε και ογδόντα βελέντζες». Τότε οι βελέντζες ήταν, δεν είχε παπλώματα στο βουνό. «Και ογδόντα βελέντζες». Κι η Μπακαβίνα –στη Νυμφόπετρα ήτανε, ξέρεις–, η Μπακαβίνα είχε ένα παιδί, Τάκη τον λέγανε, σκοτώθηκε. Ένα καλό παλικάρι. Λέει: «Παιδιά -λέει-, μάστε να φύγουμε, να πάμε στη Νυμφόπετρα -λέει-, εδώ θα μας τα πάρουν όλα τώρα αυτοί». Και τα μαζεύουμε νύχτα και περνάμε κάτω απ' την Έδεσσα, μπήκαμε στον κάμπο κι ήρθαμε στη Νυμφόπετρα και στον Προφήτη. Κι εκεί περάσαμε τα υπόλοιπα τ' ανταρτικά χρόνια. Και στον Προφήτη ήρθαν, σκότωσαν και στον Προφήτη, σκότωσαν και στα Γκιουλτζούκια, βάρεσαν και… έκαψαν και τη Νυμφόπετρα. Η Νυμφόπετρα δεν ήταν εκεί που είναι τώρα. Η Νυμφόπετρα ήταν απ' την εκκλησία –τώρα, πού είναι η εκκλησία– κει απάνω μες στο βουνό. Οι δικοί σας οι πατεράδες, οι παππούδες, ήταν πιο απάνω στο Καρτάνι μαχαλά, πιο ψηλά.  Ταλαιπωρίες, φτώχειες, ανέχειες, δυστυχίες. Αυτά είχαν οι πολέμοι. Τι να σε πω άλλο, κορίτσι μου; Δύσκολες καταστάσεις. Δύσκολες καταστάσεις. Στο Μπλάτσι. Ήρθαν στο Μπλάτσι αντάρτες. Κάψαν οι Γερμανοί το χωριό. Ττρακόσια είκοσι σπίτια, δεν έκαψαν λίγα στη Βλάστη. Σκότωσαν παιδιά, σκοτώθηκαν ανθρώποι, σκοτώθηκαν αντάρτες. Επάνω στο Αϊ-Λια τώρα στη Βλάστη έχει είκοσι έναν λοκατζήδες. Είκοσι έναν λοκατζήδες. Ήταν ένα παλικάρι απ' τα [Δ.Α.], απ' τη Βόλβη, ήταν κι ο Νίκος ο Κούκης, θα τον έχεις ακουστά. Δεν τον έχεις ακουστά;

Π.Μ.:

Όχι.

Γ.Μ.:

Μπαλάτας; Ξέρεις ποιον έλεγαν Μπαλάτα;

Π.Μ.:

Ναι.

Γ.Μ.:

Ε, ο Μπαλάτας είχε αδερφό τον Νίκο τον Κούκη. Αυτοί ήταν λοκατζήδες. Κι εκεί έγινε μεγάλη μάχη. Πιο μεγάλη μάχη... Πολλές φορές σκοτώθηκαν κόσμος, στρατιώτες, αλλά στη Βλάστη σκοτώθηκαν είκοσι ένα λοκατζήδες σε δυο ώρες μέσα. Έχει τώρα αγάλματα. Έχουν. Τι να τα κάνεις; Αυτά.

Π.Μ.:

Κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Να είστε καλά.

Γ.Μ.:

Τι να σε πω! Με ακούει αυτό τώρα;

Π.Μ.:

Ναι, θέλετε να προσθέσετε κι άλλα;

Γ.Μ.:

Ναι, φεύγουμε το φθινόπωρο που έφυγαν οι Γερμανοί, ανατινάζουν τη Γέφυρα του Αξιού. [00:50:00]Πώς να περάσουμε το ποτάμι; Μαζέψαμε εκεί, κάπου βρήκαμε δυο μαδέρια, τρία, και βάλαμε τα μαδέρια λίγο εκεί που ήταν το νερό, κι από ένα ένα περάσαμε. Τα κοπάδια όλα τα μπλατσιώτικα. Πενήντα εξήντα χιλιάδες γιδοπρόβατα είχαμε από δω και κάτω. Από το Δερβένι και κάτω είχαμε πενήντα εξήντα χιλιάδες γιδοπρόβατα, κατέβαιναν τον χειμώνα. Άλλες εκατό χιλιάδες πήγαιναν στον Τύρναβο. Άλλες σαράντα χιλιάδες πήγαιναν προς τον Βόλο. Δηλαδή, είχαμε πολλή κτηνοτροφία, πολλή ταλαιπωρία. Οι Γερμανοί δεν μας πείραξαν τόσο όσο μας πείραξαν τ' ανταρτικά. Πιο πολλή ζημιά πάθαμε. Στη Νυμφόπετρα ήταν ο Μπαράλης, αν τον έχεις ακουστά, ο Μηνάς. Αυτοί, παλιοί Νυμφοπετριανοί, τους είχαν δώσει όπλα. Κι ήρθαν οι αντάρτες και τους πλάκωσαν και τους τα πήραν. Όχι, δεν τους τα πήραν τα όπλα, έκαψαν το χωριό. Έτσι κάηκε η Νυμφόπετρα, κι ύστερα κατέβηκε… ήταν εκεί στις πέτρες, στις νυμφόπετρες. Εκεί έκαναν τα αντίσκηνα. Κι από εκεί ύστερα έκαναν το χωριό εκεί που είναι τώρα. Αυτά. Φτάνει, μωρέ. E; Δεν φτάνουν;

Π.Μ.:

Ό,τι θέλετε, ναι. Λοιπόν, ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.

Γ.Μ.:

Παρακαλώ. Τι να σε κεράσω τώρα όμως; Τι να σε κεράσω τώρα; Για πες μου.