© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων για μια υποτροφία: Η ιστορία του Χαράλαμπου Τερζανίδη

Istorima Code
19526
Story URL
Speaker
Χαράλαμπος Τερζανίδης (Χ.Τ.)
Interview Date
23/07/2021
Researcher
Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου (Α.Ν.)
Α.Ν.:

Καλησπέρα. 

[00:00:00]

Χ.Τ.:

Καλησπέρα σας.

Α.Ν.:

Πώς λέγεστε;

Χ.Τ.:

Τερζανίδης Χαράλαμπος.

Α.Ν.:

Βρισκόμαστε με τον κύριο Χαράλαμπο Τερζανίδη στο Μαγικό Ξάνθης, είναι Σάββατο 24 Ιουλίου 2021. Εγώ είμαι ο Αλέξιος Ντετοράκης-Εξάρχου, ερευνητής με το Istorima, και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Κύριε Χάρη, πείτε μου κάποια πράγματα για σας, για την οικογένειά σας… 

Χ.Τ.:

Ναι… Εδώ στο Μαγικό που βρισκόμαστε είναι η μόνιμή μου κατοικία. Και η σύζυγός μου είναι από δω. Μένω από τότε που γεννήθηκα. Το σπίτι που μένω είναι του παππού μου, ο οποίος ήταν παπάς. Δηλαδή το σπίτι αυτό είναι χτισμένο το 1922. Και σ’ αυτό το σπίτι μεγάλωσα, μένω και… μαζί με την οικογένειά μου. Έχω δύο παιδιά και αυτή τη στιγμή είμαι συνταξιούχος.

Α.Ν.:

Η οικογένειά σας, από πού ήταν η καταγωγή της;

Χ.Τ.:

Εννοείς για τους γονείς μου ή τον παππού μου. Ο παππούς μου ήτανε παπάς στην Κερασούντα. Το 1914-15 με τις σφαγές –επειδή ήτανε πάπας, ξεκίνησαν από αυτούς– κατάφερε και έφυγε και πήγε στη Ρωσία, στην πόλη Σοχούμ. Λοιπόν… Εκεί προσπάθησε να ξαναφτιάξει την οικογένεια. Γίνεται η επανάσταση η Οκτωβριανή, έρχεται ο κομμουνισμός, κλείνουν οι εκκλησίες. Και το ’22 βρήκαν την ευκαιρία και ήρθαν εδώ στην Ελλάδα. Δηλαδή η καταγωγή μας… είμαστε ποντιακής καταγωγής, από ένα χωριό δίπλα στα Κοτύωρα.

Α.Ν.:

Οι γονείς σας γεννήθηκαν στο Μαγικό;

Χ.Τ.:

Λοιπόν… Ο παππούς μου ο παπά-Λάζαρος είναι ο πρώτος πάπας και ο πρώτος κάτοικος του Μαγικού. Εδώ όταν ήρθε δεν υπήρχε τίποτε. Υπήρχε εκεί που είναι η εκκλησία του χωριού τώρα… ήτανε ένα τσιφλίκι. Και σε μία αποθήκη του τσιφλικιού ο παππούς μου έκανε την εκκλησία, την πρώτη εκκλησία. Είχε φέρει μαζί του, απ’ ό,τι έλεγε ο πατέρας μου, ένα μικρό Ευαγγέλιο και ένα Δισκοπότηρο – το Δισκοπότηρο πρέπει να ’ταν αξίας και το είχε φέρει εδώ. Και δίπλα ακριβώς μετά από χρόνια –πολλά χρόνια, γιατί ο παππούς μου όταν πέθανε το ’44 είχαμε Βουλγαρική Κατοχή– η κηδεία του έγινε σε εκείνη την αποθήκη που είχε φτιάξει την εκκλησία. Ο πατέρας μου… στον Πόντο, όταν ήταν ο παππούς μου, συνολικά είχε εφτά παιδιά: έξι αγόρια και ένα κορίτσι. Το ’15 που φύγανε με τις σφαγές, είχε τα τρία αγόρια και το κορίτσι. Πήγανε στο Σοχούμ στη Ρωσία. Εκεί γεννήθηκε ο πέμπτος ο… ναι, ο πέμπτος ο γιος του, ο Γιάννης, και ο πατέρας μου –που ’ναι ο μικρότερος της οικογένειας– ο Κώστας, εκεί· και ήρθαν μετά εδώ. Ο πατέρας μου ήτανε 6 χρονών, όταν ήρθε εδώ στην Ελλάδα. Η μάνα μου, τώρα. Κι η μάνα μου είναι από δω απ’ το χωριό, από το Μαγικό. Η οικογένειά της όμως είναι ποντιακής καταγωγής. Η καταγωγή τους είναι απ’ τη Σαμψούντα. Τότε και πάλι με τις σφαγές της Σαμψούντας πέρασαν. Αυτοί όμως πήγαν όχι στη Γεωργία –σε αυτά τα χωριά, Σοχούμ, Μπατούμ και τέτοια ή Τσάλκα, που είναι γνωστά–, πήγαν στη Ρωσία, στην περιοχή του Κρασνοντάρ. Η μάνα μου γεννήθηκε εκεί. Όταν ήρθε εδώ, ήτανε κι εκείνη 4 χρόνων, δεν θυμούτανε. Επειδή όμως η μάνα μου ήτανε πολύ έξυπνη κοπέλα –στο σχολείο ήτανε πρώτη μαθήτρια, ήτανε σημαιοφόρος–, τα θυμότανε αυτά όλα. Και από τις διηγήσεις έλεγε ότι… το όνομά της ήτανε Δόμνα. Εκεί στο Κρασνοντάρ ήτανε –και πράγματι μετά κι εγώ που ενδιαφέρθηκα και έμαθα– πολύ πλούσιο μέρος στη Ρωσία. Τη βάφτισε Ρωσίδα και το όνομά της γι’ αυτό είναι Δόμνα – η νονά της είναι Ρωσίδα. Η γιαγιά μου, της μάνας μου η μάνα, ήταν απ’ τους Τοπαλιδαίους, αδερφή των Τοπαλιδαίων. Έχουνε σχέση εδώ, γιατί ο πρώτος δικηγόρος απ’ τους πρόσφυγες εδώ στην Ξάνθη ήταν ο Λάζαρος Τοπαλίδης, συνομήλικος και πρώτος ξάδερφος της μάνας μου. Ο πατέρας του και η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου δηλαδή, ήταν αδέλφια – και η γιαγιά μου ήτανε η μεγαλύτερη αδερφή. Αυτοί οι Τοπαλιδαίοι ήτανε πέντε αδέρφια και είχαν τη μεγαλύτερη αδελφή, τη γιαγιά μου, η οποία ήτανε ισχυρή προσωπικότητα· αυτή τούς κουμάνταρε. Επομένως και η και η μάνα μου είναι ποντιακής καταγωγής.

Α.Ν.:

Οι γονείς σας εδώ με τι ασχολούνταν, στο χωριό;

Χ.Τ.:

Εδώ τώρα. Οι γονείς μου με αγροτικές ασχολίες. Η κύρια καλλιέργεια ήταν ο καπνός, τα περίφημα ξακουστά καπνά της Ξάνθης. Άλλωστε ο παππούς μου προοριζόταν να πάει στην Κατερίνη, όταν ήρθε απ’ το Σοχούμ. Είχε ακουστά όμως τα καπνά της Ξάνθης και είπε θα πάω στην Ξάνθη – και γι’ αυτό ήρθε εδώ στην Ξάνθη. Και οι άλλες ασχολίες… είχαμε αγελάδες, καλαμπόκια βάζαμε, σιτηρά… αυτές ήταν οι ασχολίες. Φτωχά χρόνια και δύσκολα. Και οι Θρακιώτες που ήρθαν μετά μαζί. Ναι, αμέσως μετά ήρθαν Θρακιώτες στο νότιο μέρος του χωριού. Κάτι άλλο;

Α.Ν.:

Εσείς δεν μου είπατε πότε γεννηθήκατε…

Χ.Τ.:

Εγώ είμαι γεννημένος το 1951, και μάλιστα τα Εισόδια της Θεοτόκου. 21 Νοεμβρίου του ’51. Σημαδιακή… Και γεννήθηκα εδώ, σχολείο εδώ και μένω μια ζωή εδώ· και τα περισσότερα χρόνια δάσκαλος τα ’κανα εδώ.

Α.Ν.:

Όταν γεννηθήκατε, ποια ήταν η κατάσταση της οικογένειας; Πόσα άλλα αδέρφια είχατε;

Χ.Τ.:

Ο πατέρας μου παντρεύτηκαν στον πόλεμο, στην Κατοχή, το ’41. Εκεί γέννησε τον μεγάλο τον αδερφό μου, τον Θόδωρο, το ’42, μετά γεννήθηκε ο αδερφός μου ο Λάζαρος, το ’46, και εγώ γεννήθηκα το ’51. Υπάρχει μια διαφορά. Ήτανε… γινόταν ο πόλεμος, μεσολάβησε ο Εμφύλιος, τα πράγματα είχανε μπερδευτεί πολύ. Και το ’51 θέλησαν, απ’ ό,τι έλεγε η μάνα μου, μήπως κάνουν κανένα κορίτσι. Και γεννήθηκα εγώ πάλι αγόρι. Ήμαστε δηλαδή τρία αδέρφια.

Α.Ν.:

Η Κατοχή και ο Εμφύλιος πώς είχανε επηρεάσει την οικογένειά σας;

Χ.Τ.:

Λοιπόν, είναι μεγάλη ιστορία όμως.

Α.Ν.:

Αυτή να πούμε.

Χ.Τ.:

Αυτήν θέλεις; Λοιπόν… Εγώ γεννήθηκα το ’51. Όταν γεννήθηκα, μικρός δεν… Άρχισα να μεγαλώνω, τις πρώτες τάξεις στο Δημοτικό δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα. Πέμπτη Τάξη, Έκτη, η [00:10:00]μάνα μου άρχισε να λέει μερικά γεγονότα. Δηλαδή, εάν καμιά φορά αντιδρούσα ή ενδιαφερόμουν για κάποια πράγματα, έλεγε η μάνα μου: «Μη. Μην ανακατεύεσαι». Αυτό τώρα σ’ ένα παιδί με ζωηράδα και τέτοια… γιατί ήμουνα και καλός μαθητής, αλλά λίγο ζωηρός και στο σχολείο. Ζωηρός με την έννοια ότι ο αρχηγός του σχολείου εγώ ήμουνα. Αυτό άρχισε να με προβληματίζει και, όταν ξεκινούσε η μάνα μου και έλεγε κάποια πράγματα, τσακ, εγώ ο περίεργος τη ρωτούσα. Λέγανε εν τω μεταξύ, τότε άρχισαν να λένε… έπαιρνε ο πατέρας μου γράμματα από την Τασκένδη. Τον καλούσαν στην κοινότητα για να πάρει το… Κι εκείνα ήταν λογοκριμένα τα… Λέω: «Ποιος είναι αυτός;» ρωτούσα εγώ. Και εκεί άρχισε λοιπόν η μάνα μου σιγά σιγά να λέει τα γεγονότα, τα οποία εκείνη έζησε με όλη τη σημασία της λέξης. Λοιπόν, του παππού μου τα παιδιά, αυτός ο Γιάννης ο προτελευταίος και ο πατέρας μου, μέναν εδώ. Μέχρι εδώ ήτανε ο πατέρας μου με τον παππού και από δω και πέρα έμενε αυτός, ο θείος μου ο Γιάννης. Ο οποίος όταν ήρθαν οι Βούλγαροι και μάζεψαν τους άντρες στην πλατεία –ήτανε πανέξυπνος απ’ ό,τι λέγανε– έφυγε. Έφυγε, βγήκε στο βουνό, έγινε αντάρτης, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και έγινε… ήταν ο καπετάν-Σίφουνας σε όλη αυτή την… καπετάνιος. Έγινε ο Εμφύλιος και παραδόθηκαν. Λήξη Εμφυλίου, αρχίζει το κυνηγητό. Εκείνος πρόλαβε έφυγε και ήρθαν, συνέλαβαν τον πατέρα μου. Τη νύφη δηλαδή την πλήρωσε τελικά ο πατέρας μου. Να πω τώρα και όλη την ιστορία του στρατοδικείου που γλίτωσε το… ενδιαφέρει αυτό;

Α.Ν.:

Ε, βέβαια.

Χ.Τ.:

Τώρα, αυτά που διηγούμαι εγώ είναι λόγια της μάνας μου. Η οποία, είπαμε, ήτανε και μορφωμένη, τελείωσε το σχολείο, είχε γραφή, ήξερε ανάγνωση, τα πάντα – ορθογραφικούς κανόνες, τα πάντα, ήτανε… Η μάνα μου λέει: «Ο πατέρας σου ήτανε», είχε πει, «ήτανε στην…», εγώ δεν ήμουνα γεννημένος, τα δυο μου τα αδέρφια, «ήτανε στον μύλο. Όπως ήρθε, έρχεται η Αστυνομία και αλευρωμένος όπως ήτανε τον συλλαμβάνουν». Τότε οι διαδικασίες ήτανε συνοπτικές, ξέρεις: στρατοδικείο και τουφέκισμα. Τουλάχιστον προσπάθησαν πώς να τον γλιτώσουν το τουφέκισμα. Η μάνα μου είχε έναν γαμπρό από αδερφή –μπορώ να πω και το όνομά του, είναι τώρα ένας Ποροζαντζίδης Γεώργιος, η καταγωγή του ήτανε από τα Κομνηνά–, ο οποίος γνώριζε τον Αντών Τσαούς. Τον έχετε ακουστά τον Αντών Τσαούς;

Α.Ν.:

Βέβαια.

Χ.Τ.:

Φωστερίδης. Έχω και μ’ αυτόν μία ιστορία, να την πούμε. Έρχεται ο… αυτός ο Ποροζαντζίδης, γαμπρός από αδερφή της μάνας μου, με τον άλλον γαμπρό της πάλι από αδερφή, τον Νικόλαο Νικολαΐδη, εδώ στο σπίτι και ο Ποροζαντζίδης απευθύνεται στη μάνα μου και της λέει: «Μήπως έχεις καθόλου οικονομίες;». «Πού να τις βρω τις οικονομίες εγώ» λέει, «λεφτά;». «Έχουμε την αγελάδα». Πούλησαν την αγελάδα. Η μάνα της, η γιαγιά μου δηλαδή, επειδή φτιάχναν πολλά καπνά εκείνοι είχε κάποιες οικονομίες και, απ’ ό,τι έλεγε η μητέρα μου, μάζεψαν κάπου 2.500 εκείνη την εποχή. Τα πήρε αυτός ο Ποροζαντζίδης, πήγε βρήκε τον Αντών Τσαούς, ο οποίος γνώριζε τον θειο μου, τον καπετάνιο, με την προϋπόθεση να τον φέρουν στο στρατοδικείο και εκεί να ρίξουν όλο το βάρος στον καπετάνιο, ο οποίος έφυγε στην Τασκένδη, ότι αυτός τον παρέσυρε. Γιατί ο Κώστας ο Τερζανίδης ήτανε ο μικρότερος ο αδερφός και δεν είχε τέτοια, έτσι, σχέση με όλα αυτά – για να γλιτώσει το… Το στρατοδικείο έγινε… πού είναι η Καραολή; Ο Κοκκάλας πού είναι, το ξέρεις; Εκεί παλιά είχε… έχει ένα στενό εκεί πέρα και ήταν ταχυδρομείο, εγώ ταχυδρομείο το γνώρισα. Εκεί πέρα τώρα κάτι το έχουνε, αλλά δεν θυμάμαι τι είναι. Εκεί πέρα μέσα έγινε το στρατοδικείο. Η μάνα μου ήτανε παρούσα. Πράγματι, ήρθε ο Αντών Τσαούς, κατέθεσε, έριξε το βάρος, όλα, εκείνος έφταιγε για τον καπετάν-Σίφουνα και τον καταδίκασαν. Γλίτωσαν το τουφέκι. Τον καταδίκασαν σε 10 χρόνια, μου φαίνεται. Και τους πήγαν στη Θεσσαλονίκη στις φυλακές και μετά τους έφεραν στις φυλακές της Καβάλας. Εκεί κάθισαν… αυτό είναι το ’49 μέχρι το ’51…; Είχε κι άλλους εκεί στις φυλακές της Καβάλας, πολιτικοί καταδικασθέντες, πολιτικοί κρατούμενοι ήταν αυτοί. Τους είχαν δώσει αμνηστία. Και μ’ αυτήν ήρθε ο πατέρας μου και γεννήθηκα μετά εγώ. Έτσι εξηγείται και η γέννησή μου. Αυτό σε σχέση με την οικογένεια. Να αναφερθώ σε τι άλλο τώρα;

Α.Ν.:

Θεωρείτε εσείς αυτή η ιστορία που υπήρχε με τον θείο σας κυρίως και τον πατέρα σας, η εμπλοκή αυτή, επηρέαζε τις σχέσεις στο χωριό; Οι άλλοι κάτοικοι που ήταν του άλλου χώρου πώς σας αντιμετώπιζαν;

Χ.Τ.:

Κοίταξε, η μάνα μου που τα έζησε αυτές τις καταστάσεις, επειδή και η οικογένειά της ήταν εξαιρετική, αλλά και η δικιά μας οικογένεια του παπά τα παιδιά ήτανε... Ο παππούς μου… αυτό το χωριό ο παππούς μου το ’χτισε. Το σύνταγμα, οι νόμοι εκείνη την περίοδο ο παππούς μου τους έκανε, τους εφάρμοσε. Υπάρχουν ιστορίες εδώ πέρα, ζευγάρια που ένωνε, βαφτίσεις που έφτιαχνε… Λοιπόν… Την περίοδο όμως του Εμφυλίου, η μάνα μου, λέει, πέρασε πολύ δύσκολες… ο κόσμος φοβότανε. Φοβότανε, γιατί, επειδή ήταν και καπετάνιος, δεν ερχόντουσαν στο σπίτι. Η Αστυνομία το παρακολουθούσε. Η μάνα μου τα καταλάβαινε, αλλά η γειτονιά όλοι γνωστοί. Και ύστερα… βλέπεις αυτούς τους συνοικισμούς, στη μέση είναι του παππού μου το σπίτι. Απέναντι τα πλινθόκτιστα είναι ο ένας ο γιος του ο μεγάλος και δίπλα είναι το… δηλαδή ήτανε γνωστοί όλοι, συγγενείς, δεν… Αλλά, ναι, υπήρχε αυτός ο φόβος. Όχι περισσότερο για τη μάνα μου, φοβόντουσαν οι συγχωριανοί. Αυτό κατά την περίοδο βέβαια του Εμφυλίου. Μετά άρχισε αυτό το… και που ήρθε ο πατέρας μου, ο χαρακτηρισμός. Που τον παρακολουθούσαν, η Αστυνομία κυρίως. Το χωριό; Το χωριό κουβέντα. Το χωριό… ο Κώστας ο Τερζανίδης ήτανε ο γείτονάς τους [00:20:00]και του παπα-Λάζαρου ο γιος ο μικρός. Αυτό και τα επόμενα χρόνια που ήρθε ο μπαμπάς μου στον συνεταιρισμό, παντού πρώτος ήτανε. Για την οικογένεια όμως υπήρχε αυτό το κυνηγητό, που δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε.

Α.Ν.:

Αντιμετωπίζατε δηλαδή με τις αρχές προβλήματα.

Χ.Τ.:

Ναι, τις αρχές. Ο αδερφός μου ο μεσαίος, ο Λάζαρος, είχε έφεση στα μηχανήματα. Ήθελε να βγάλει δίπλωμα οδηγού. Για να βγάλει δίπλωμα οδηγού έπρεπε να έχει πιστοποιητικό καλής διαγωγής. Πώς θα το πάρει αυτό; Αφού ο πατέρας του ήτανε καταδικασμένος και… Και έφτασαν στο σημείο για να έχεις το δικαίωμα, θα πρέπει να αποκηρύξεις γραπτώς και δημοσιευμένο σε μια τοπική εφημερίδα τις ιδέες και τις αρχές του πατέρα σου. Αυτό το έκανε ο αδερφός μου και… Ο παππούς σου δεν ζει; Αν ήταν, αν ζούσε, μπορεί να είχε γράψει και… Υπήρχε μία εφημερίδα «Σπίθα», αν ψάξεις… πού να τη βρεις; Σ’ εκείνη την εφημερίδα είχε δημοσιεύσει αυτήν την αποκήρυξη, για να έχει το δικαίωμα να βγάλει δίπλωμα οδηγού. Αυτό το δημοσίευμα εγώ το είχα – και το είχα και μέχρι τελευταία και, όταν το έψαξα, δεν το βρήκα, δεν ξέρω τι έγινε. Φαίνεται, η μάνα μου το βρήκε και το ’καψε. Γιατί πάντοτε η μάνα μου, σου λέω, είχε παράδειγμα… Είχαμε τρανζίστορ ραδιοφωνάκι. Όταν άλλαζες τον σταθμό, τότε είχε εδώ «Ραδιοφωνικός Σταθμός Σόφια». Είχε μια κοπέλα στα Τίρανα και είχε μια εκπομπή εκείνη πάλι εναντίον των ρεβιζιονιστών. Εγώ καμιά φορά τ’ άκουγα αυτά και η μάνα μου φώναζε: «Άλλαξε τον σταθμό!». Από φόβο, για να μας προστατέψει. Υπήρχε αυτή η δυσκολία. Εγώ όμως θα αναφερθώ σ’ αυτό που έζησα και το οποίο φέρω βαρέως, με πιέζει και τώρα και όσο περνάνε τα χρόνια με στενοχωρεί. Και με στενοχωρεί, γιατί σκοτώθηκε και ο αδερφός μου. Όταν πέρασα στην ακαδημία, το ’70, εκεί έμενα με τον αδερφό μου. Δούλευε ο αδερφός μου και τα οικονομικά του πατέρα μου μη νομίζεις ότι… Εκείνος με συντηρούσε. Οι φίλοι του εδώ στο χωριό και οι γείτονες… το χωριό είχε αδειάσει. Πήγαν στη Γερμανία για δουλειά. Ήθελε να πάει κι εκείνος. Και πάμε μαζί στη Θεσσαλονίκη, προς την παραλία… δεν θυμάμαι ακριβώς τη διεύθυνση, τότε φυσικά πρώτη φορά είχα πάει Θεσσαλονίκη εγώ. Πήγαμε στο προξενείο μαζί. Να ρωτήσει μήπως και… Ε, μπήκαμε μέσα, μια πλατειούλα, ένα ωραιότατο κτίριο… Ένας υπάλληλος εκεί, φαίνεται, ευγενικός, έδωσε τα στοιχεία: «Περιμένετέ τον», λέει. Βγήκε – μπροστά είμαι εγώ, ακούω τώρα: «Κύριε Τερζανίδη», τον λέει, «άδικος κόπος, μην… Στη Γερμανία δεν πρόκειται να πας». Αυτά τα λόγια τα κουβαλάω και σήμερα. Τα κουβαλάω και σήμερα γιατί σκοτώθηκε στο μεροκάματο. Κανονικά δεν πρέπει να μείνω εκεί πέρα, αλλά επειδή δεν πρόλαβα και να τον ζήσω τον αδερφό μου, 49 χρόνων ήταν. Αυτό το λέω, γιατί με βασανίζει, μου δημιουργεί πρόβλημα. Για αυτόν τον αδερφό μου, τώρα, κι αυτό πρέπει να το πω. Πέρασα πρώτος, πήγα στην Ακαδημία, έκανα την εγγραφή… Την πρωτιά μου –επειδή μεγάλωσα με αυτή την πίεση λίγο των γεγονότων– δεν τη χάρηκα. Παρόλο ότι την ορκωμοσία, σε μια αίθουσα που έγινε η εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη… Βασιλίσσης Σοφίας μια αίθουσα, ο «Φάρος», ο Υπουργός Προεδρίας ήταν ο Τσάκωνας τότε, ο χουντικός. Ο Δεσπότης ο Λεωνίδας, Χούντα. Στρατιωτικές όλες οι αρχές, την ορκωμοσία την απήγγειλα εγώ. Την έχω την ορκωμοσία, θα τη βγάλεις φωτοτυπία. Παραστάτης 25η Μαρτίου παρέλαση, παραστάτης στη σημαία, υπάρχει φωτογραφία. Ομιλία στην εκδήλωση, την οποία ομιλία μου ’δωσε ο διευθυντής της σχολής, της Ακαδημίας. Και φαντάζεσαι εσύ τώρα ένα παιδί 18-19 χρονών απ’ το Μαγικό μέσα σε μία αίθουσα… και με τον φόβο, ε; Και δεν γνωρίζεις και κανέναν. Δηλαδή στην προσφώνηση –το θυμάμαι αυτό χαρακτηριστικά– τον Δεσπότη τον γνώριζα, «Σεβασμιότατε» τον προσφώνησα, τον στρατηγό τη στολή… τους άλλους; Μπορεί να καθότανε δίπλα στον στρατηγό και εγώ γυρνούσα, κοιτούσα στην άλλη άκρη. Την ομιλία τη διάβασα, θυμάμαι τα τελευταία λόγια: «Ζήτω η 21η Απριλίου, ζήτω η Εθνική Επανάσταση, ζήτω η Ελλάς», την οποία μου την πήρε ο διευθυντής. Η ομιλία δεν υπάρχει. Το πρόγραμμα, το ότι πέρασα πρώτος, η ορκωμοσία, παραστάτης της σημαίας… όλα αυτά υπάρχουν. Και έρχεται η σειρά της υποτροφίας. Εγώ ούτε καν το σκεφτόμουνα, την υποτροφία. Εγώ απλώς… που είχα περάσει. Αλλά και το παράπονο αυτό, την πρωτιά δεν τη χάρηκα. Να φανταστείς ότι κι εδώ στον νομό, παρόλο ότι ξέρανε ποιος είμαι, και σήμερα ακόμα και αυτοί που ήτανε μαζί μου, φίλοι μου, ποτέ δεν λένε: «Ο Χάρης ο Τερζανίδης πέρασε πρώτος». Ακούγεται σπάνια. Και έρχεται λοιπόν η σειρά, με φωνάζει ο διευθυντής στο γραφείο, μου δίνει μια έντυπη αίτηση προς το ΙΚΥ – Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών τότε ήτανε. Και μου λέει: «Θα συμπληρώσεις αυτή την αίτηση και θα τη στείλεις στο Ίδρυμα. Αλλά να σου πω», λέει, «και κάτι. Χρειάζεται ένα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Αυτά δεν τα είχα συνειδητοποιημένα. «Τι είναι αυτό, κύριε διευθυντά;» Δεν μπορούσα να φανταστώ. Γιατί και η Χούντα όταν έγινε ήμουνα Τετάρτη Γυμνασίου. Δεν ξέραμε το ’70 τώρα εγώ. Λέει: «Κοίταξε, θα στείλεις μία επιστολή στον μπαμπά σου, θα πάει εκεί στο αστυνομικό τμήμα να κάνει μια… θα τον πούνε εκείνοι, ότι ζητάει ένα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, και από ’κει και ύστερα όλα αυτά θα τα αναλάβει η Αστυνομία, δηλαδή το αστυνομικό τμήμα στο οποίο υπαγόμαστε, η Γενισέα». Αυτό και έκανα. Έγινε αυτό, γυρίζω κάποια στιγμή –θα ’τανε Μάιος μήνας– απ’ την Ακαδημία, ανοίγω την πόρτα, δύο [00:30:00]φάκελοι. Ανοίγω, «πρόσκληση, Ασφάλεια Θεσσαλονίκης». Και για μένα και για τον αδερφό μου. 18:30 η ώρα το απόγευμα. Και αυτές τις προσκλήσεις δεν τις έχω, τις πήραν όταν παρουσιάστηκα στην Ασφάλεια. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται ο αδερφός μου, του της έδωσα – εκείνος πιο μεγάλος ήτανε, καταλάβαινε περισσότερα. Μου λέει: «Θα πας», λέει, «εσύ το απόγευμα για να μη χάσω το μεροκάματο και ανάλογα τι θα σου πούνε θα…». Εγώ και ολίγον τι ανέμελος. «Θα πάω». Τώρα, πού ήταν η Ασφάλεια; Από Θεσσαλονίκη ξέρεις. Πρίγκηπος Νικολάου, πώς λέγεται τώρα; Καρόλου Ντηλ, μου φαίνεται, λεγόταν.

Α.Ν.:

Σβώλου.

Χ.Τ.:

Καρόλου Ντηλ και το άλλαξαν τώρα; Ή ήτανε Πρίγκηπος Νικολάου και έγινε Καρόλου Ντηλ; Δίπλα είχε μία Πυροσβεστική Υπηρεσία – και ακριβώς δίπλα είχε ξύλινα σκαλοπάτια. Πήγα εκεί, βγάζω την πρόσκληση. Ήταν ένας φρουρός, την πήρε, πήγε επάνω και έρχεται και με οδηγούν σε ένα γραφείο… Σε ένα γραφείο σκοτεινό, ξύλινα πατώματα, πάτωμα, μια στρογγυλή λάμπα, ξέρεις, από κείνες τις, το καλώδιο… και κάτω ακριβώς απ’ τη λάμπα μια από κείνες τις καρέκλες τις στρογγυλές και τις μαύρες. Με βάζουν εκεί πέρα, με βάζει αυτός. «Κάθισε», λέει, «εδώ πέρα». Και απέναντί μου είχε ένα γραφείο παλιό. Κάποια στιγμή, έρχεται ένας κοντούλης μπροστά με δύο μπράβους της Υπηρεσίας. Κάθεται στο γραφείο, η πρώτη κίνησή του –διοικητής της Ασφάλειας, τώρα– βγάζει το τσιγάρο να προσφέρει τσιγάρο. Εγώ δεν κάπνιζα. Εγώ όταν πήγα στην Ακαδημία, κάθε Κυριακή στην εκκλησία ήμουνα. Εγώ ετοίμαζα το ζέον, ποιος θα πει το «Πάτερ Ημών», ποιος θα πει το «Πιστεύω», τα πάντα. Ο παππούς μου παπάς, του παππού μου ο αδερφός Αρχιμανδρίτης… άλλη ιστορία με κείνον. Και κείνου βιβλία έχω και την αυτοβιογραφία του. Λοιπόν… Λέω: «Δεν καπνίζω», τον ευχαρίστησα, αυτός κούνησε το κεφάλι. «Για πες μου», με ρωτάει, «τι γνώμη έχεις για τον κομμουνισμό;». Λέω: «Τι είναι αυτό;». Βρήκα το κουράγιο όμως κι εγώ… «Δεν ξέρω», λέω, «τι είναι ο κομμουνισμός». Θυμάμαι που του είπα: «Εγώ ξέρω την 21η Απριλίου». Αυτός φαίνεται κατάλαβε ότι ήμουν και φοβισμένος εγώ, άρχισε να με ρωτάει για τον αδερφό μου. Λέει: «Πού είναι ο αδερφός σου; Γιατί δεν ήρθε;». Του είπα την αλήθεια. «Μου είπε αυτό και αυτό, επειδή δουλεύει στην Ιερισσό, είναι μακριά, για να μη χάσει το μεροκάματο. Ό,τι χρειαστεί θα…» «Έπρεπε να ’ρθει», μου λέει. Και αρχίζει: «Ξέρεις ότι ο Τερζανίδης Θεόδωρος…» άρχισε να λέει, «Νεολαία Λαμπράκη, είναι οργανωμένος και προκηρύξεις…». Δεν θυμάμαι τώρα να πω τι έλεγε, γιατί άρχισα να φοβάμαι εγώ. Και μάλιστα κάποια στιγμή… αυτά τα ’λεγε για τον αδερφό μου. Εν τω μεταξύ ο αδερφός μου από τους Τερζανιδαίους ο πιο ήρεμος. Θα σου πω, και ο πιο καλός στα γράμματα ήτανε ο μεγάλος ο αδερφός μου. Και αδικημένος. Κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου: «Λες να ’ναι αλήθεια;». Και εκεί ασυναίσθητα, γιατί άρχισα να φοβάμαι, ήθελα να ξεφύγω. Γύρισα το βλέμμα μου στη λάμπα πάνω και στο μυαλό μου –αυτά δεν τα ξεχνάω γιατί έχω μια άλλη σχέση–, όπως γύρισα είπα: «Παναγία, βγάλε με από δω μέσα. Σώσε με, δεν θέλω υποτροφία, δεν θέλω τίποτα. Και σου υπόσχομαι δεν πρόκειται να ανακατευτώ σε τίποτα από αυτά». Αυτό θυμάμαι. Αυτός ο ασφαλίτης, ο Διοικητής, φαίνεται όλη αυτή την… ταυτόχρονα παρακολουθούσε, για να είναι και Ασφάλειας, Διοικητής Ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, σημαίνει ότι ήτανε… έφαγε καλό… Αυτός αμέσως μετά μου λέει: «Άκου να δεις τι, θα πεις στον αδερφό σου, θα γράψει σε μία κόλλα αναφοράς την αυτοβιογραφία του. Όσο για σένα», λέει, «ξέρουμε ότι είσαι καλό παιδί, ότι πέρασες πρώτος. Όλα τα ξέρουμε. Εγώ», λέει, «θα υπογράψω, θα πάρεις την υποτροφία. Ό,τι χρειαστείς όμως, εγώ εδώ είμαι». Και αυτό το παρατήρησα όμως. Αλλά προηγήθηκε αυτό το… ο όρκος. Με αυτό με έδιωξε. Έφυγα. Τα είπα στον αδερφό μου. Μάλιστα, όταν γύρισε, είχε γυρίσει ο αδερφός μου: «Ρε αδερφέ», του λέω, «να δεις τι μου είπανε εκεί πέρα». Εκείνος θα καταλάβαινε, ήξερε… μεγάλος ήτανε, θα ήξερε εκεί χαφιέδες και… πέρασε και τέτοιες. Και λέει: «Θα σε υπαγορεύω εγώ και γράψε εσύ, κάνεις και καλά γράμματα ορθογραφημένα». Και την πήγα εγώ την… Κόντεψα να με κλείσουν στην Ασφάλεια. Θύμωσε ο… Έπρεπε να τα γράψει ο ίδιος. Γιατί μόλις είδαν τα γράμματα: «Δεν τα ’γραψε ο αδερφός σου». «Ναι», λέω, υπαγόρευε ο αδερφός μου και τα έγραψα εγώ. Και πήρα πίσω, τα ’γραψε εκείνος και τα πήγε. Και έτσι τελείωσε εκείνη η ιστορία, η οποία όμως είναι βαθιά, η οποία είναι χαραγμένη. Και το συμπέρασμα ποιο είναι; Είναι χαραγμένη και με στενοχωρεί τώρα. Γιατί; Γιατί πέθανε και ο αδερφός μου ο μεσαίος και σκοτώθηκε και ο… Και με βασανίζει και γιατί –πρόσεξε, θα το πω και αυτό– και με βασανίζει σήμερα πιο πολύ. Ξέρεις γιατί; Γιατί κυβερνήτης, πρωθυπουργός, είναι ο Μητσοτάκης, και Υπουργός Εσωτερικών ο Βορίδης, ο Γεωργιάδης και ο Πλεύρης. Αυτοί είναι τώρα στη Βουλή και βγαίνουν και παραδίδουν μαθήματα Δημοκρατίας, ας πω, στον Χάρη τον Τερζανίδη. Γιατί εγώ που πέρασα πρώτος, ένα παιδί απ’ το χωριό που θα έπρεπε να το αγκαλιάσουν, η Δημοκρατία τους αγκάλιασε αυτούς. Μου ζητούσαν αυτοί οι κύριοι πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων… Αυτά τα λέω, γιατί με στενοχωρούν. Μπορεί να με στενοχωρούν, κρατάω όμως πάλι τις αρχές μου και τον [00:40:00]σεβασμό – και σ’ αυτούς. Ούτε τους βρίζω… Απλώς θα ’θελα να συναντηθώ με τον Βορίδη, τον Γεωργιάδη, με τον Πλεύρη… «Με ποια αξιολόγηση, με ποια κριτήρια εσείς φτάσατε εκεί που φτάσατε; Και η Δημοκρατία, κοίταξε, σας δικαίωσε… λοιπόν, είστε εντάξει. Ζητήσατε όμως συγγνώμη σ’ αυτά τα παιδιά; Σε μένα; Ήταν κι άλλοι σαν και μένα». Και στον Στρατό, να πούμε και τον Στρατό.

Α.Ν.:

Εσείς πήγατε, μετά που τελειώσατε την Ακαδημία δηλαδή, πήγατε στον Στρατό εν μέσω Χούντας; 

Χ.Τ.:

Ναι, βέβαια. Εκεί έχω άλλα ιστορικά γεγονότα. Τώρα, τελείωσα ’70-’71, τελείωσε το πρώτο έτος… Η Χούντα έκανε αποκέντρωση. Κλείνει τις ακαδημίες των μεγάλων πόλεων –Θεσσαλονίκης, Αθηνών, Μαράσλειο, αυτά όλα– και άφησε τις περιφερειακές. Το αρχείο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκε στη Φλώρινα. Σεπτέμβριο ανοίγουν τα σχολεία, πάω στη Φλώρινα. Καθόμαστε εκεί κάναν μήνα; Εν τω μεταξύ, εμείς που ήμασταν από δω, απ’ τη Θράκη υποβάλλουμε ένα υπόμνημα στο Υπουργείο Παιδείας και ζητάμε: «Αφού είμαστε από τη Θράκη, φέρτε μας στην Αλεξανδρούπολη». Και ικανοποιείται το… Το έγγραφο το έχω, ε; Με τα ονόματα όλων των… Να το φέρω τώρα ή…

Α.Ν.:

Μετά.

Χ.Τ.:

Μετά. Λοιπόν και έρχομαι, ερχόμαστε στην Αλεξανδρούπολη, στην Ακαδημία. Αυτά είναι συνέχεια της υποτροφίας. Μπήκαμε δηλαδή ’71-’72. Τι ημερομηνία είχε; Απρίλιος πρέπει να ’τανε. Έρχεται η ειδοποίηση την Τράπεζα της Ελλάδος. Την ειδοποίηση την έχω και το απόκομμα τα ’χει αυτά. Τράπεζα της Ελλάδος πού ήτανε εδώ, ξέρεις; Στην Ξάνθη; Τώρα που είναι το δημαρχείο. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η πρώτη της λειτουργία είναι τον Μάιο του ’71… όχι, το ’72. ’71, ’72 τελείωνα. Γιατί; Γιατί εκεί πήγα στην τράπεζα. Καινούριο το κτίριο τότε, ήταν και από τα ωραία τα κτίρια… Και πάω εκεί και παίρνω την υποτροφία. Ήτανε 12.000. Ξέρεις τι λεφτά; Πολλά λεφτά. Όχι σπίτια. Να φανταστείς, και την Ακαδημία τελείωσα με εκείνα τα λεφτά κι ένα ποσό μισό και παραπάνω εδώ στην οικογένεια, στους γονείς. Και έτσι κλείνει το θέμα της υποτροφίας. Τώρα σε ποιο άλλο θέμα να ’ρθουμε που ενδιαφέρει έτσι και την…

Α.Ν.:

Πείτε μου για όταν τελειώσετε την Ακαδημία ή ας ξαναπάμε λίγο πιο πριν, που το περάσαμε. Πείτε μου, αφού τελειώσατε το Δημοτικό στο χωριό, Γυμνάσιο πού πήγατε;

Χ.Τ.:

Να πω τώρα πώς μεγάλωνα, πώς άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Εμείς εδώ είχαμε τις αγελάδες και πάντοτε τους στάβλους τους κάναμε πίσω τα καλοκαίρια και τις κοπριές τις βάζαμε σε ένα συγκεκριμένο μέρος και μετά τις μεταφέραμε έξω απ’ το χωριό, τις αφήναμε εκεί, χώνευαν, και χρησιμοποιούσαμε την κοπριά χωνεμένη στα καπνά, στα φυτώρια. Αυτό, θυμάμαι που ο πατέρας μου –Έκτη Δημοτικού, πρώτες τάξεις Γυμνασίου– έλεγε: «Χάρη, βάλε το καρό και να πας, θα καθαρίσεις τις κοπριές να μην είναι εδώ στην αυλή». Και τις πήγαινα εκεί, στον χώρο που τις πηγαίνανε. Μερικές φορές ενώ τις καθάριζα, μετά από λίγο ξανάλεγε: «Γιατί, ρε μπαμπά, να τις καθαρίζουμε συνέχεια; Όταν θα μαζεύουνε, θα τις καθαρίζω εγώ». Η Αστυνομία έλεγε: «Να τα καθαρίζετε». Τα καθάριζα… Περνούσε ο χωροφύλακας, ερχόταν εδώ και έγραφε τον πατέρα μου. Και έλεγα εγώ: «Αφού εγώ τα καθάρισα, τις κοπριές, γιατί;». Αυτό το γεγονός. Έβγαινε στο καφενείο ο μπαμπάς μου. Ερχόταν μερικές φορές, συζητούσε μεγαλόφωνα με τη μάνα μου και της έκανε παράπονα. Ένα συγκεκριμένο, ήρθε ο Διοικητής της Γενισέας στο καφενείο και μαζευόντουσαν οι χωρικοί. Και είχε μια βεργούλα. Πρέπει να ’ταν προεκλογική περίοδος. Και μπήκε μέσα στο καφενείο, έκανε μια γύρα, πήγε στο τραπέζι του πατέρα μου. Τον ήξεραν γιατί έπαιρνε και τα γράμματα, αυτά που λογόκριναν – θα πω και γι’ αυτό. Και έλεγε στη μάνα μου… χτυπούσε τη βεργούλα πάνω στο τραπέζι και έλεγε στον πατέρα μου: «Εσύ γιατί είσαι μέσα εδώ, στο καφενείο;». «Μ’ έδιωχνε από το καφενείο. Ποιον; Τον Κώστα τον Τερζανίδη, του παπα-Λαζάρου τον γιο». Τον Κώστα τον Τερζανίδη, ο οποίος και τα μυρμήγκια και τα βατράχια… κι άμα έβλεπε αίμα, σηκωνόταν και έφευγε. Αυτά τα άκουγα εγώ κι έμεναν… καρφωνόντουσαν. Εκείνη την ηλικία, το παιδί, ξέρεις. Τον φώναζαν για τις επιστολές που έπαιρνε. Η μάνα μου τον ρωτούσε, γιατί εκείνη τα ’ζησε όλα: «Κωστή, το γράμμα ανοιχτό;». Ε, τι θα ’λεγε ο μπαμπάς μου; Ανοιχτό ήτανε. Με προβλημάτιζαν όλα αυτά. Τέτοια περιστατικά –του αδερφού μου που σου ανέφερα, το καλής διαγωγής εκείνο το…– όλα αυτά βάραιναν, φόρτωναν. Παρ’ όλ’ αυτά όμως άντεχα εγώ. Εγώ και σήμερα… Ρώτα και τον Σαμακωβίδη, αλλά και παλαιότερους δασκάλους, όσους γνωρίζεις, και απ’ τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, θα σου πουν… Κάτι δικηγόρους, Χουρμουζέλης, αυτοί όλοι που ’ταν συμμαθητές μου, Τραχανατζής ο Μίμης ο Σιάκκας, οι γιατροί… όλοι αυτοί και σήμερα ακόμα… Ο Μαρίνος ο Σιλβέστρος, τώρα που ο γιος του που ’ναι… Σδρέβανος, πρέπει να τον έχεις ακουστά. Συμμαθητές ήμασταν με τον Μαρίνο και βλεπόμασταν εκεί πάντοτε, παρ’ όλες τις ιδεολογικές διαφορές, δεν έχει σημασία. Και λέγαμε τώρα για τα… πώς ήταν τα γεγονότα. Ο πατέρας μου μετά από τα πρώτα χρόνια άρχισε, προσαρμόστηκε και οι ίδιοι οι χωριανοί, επειδή γνώριζαν την εντιμότητά του, τον έβαζαν στον συνεταιρισμό. Εγώ έχω… και ο άλλος ο θείος μου, πιο μεγάλος, ο Γρηγόρης, εκείνος ήτανε πρωτοπαλίκαρο του Μπαλτατζή. Τον συνεταιρισμό εδώ, το συνεταιριστικό [00:50:00]κίνημα, αυτός ο θείος μου ο Γρηγόρης… και τον συνεταιρισμό εδώ στο χωριό εκείνος τον ίδρυσε και εκείνος ήταν ο πρώτος εδώ στον Νομό που ο Μεταξάς έστειλε εξορία στη Γυάρο. Ο θείος μου ο Γρηγόρης και ο Παρασκευόπουλος απ’ τον Πετεινό – αυτοί οι δυο τότε. Τώρα πάμε σε άλλο θέμα. Και τον θείο μου τον Γρηγόρη –γέρος τώρα, με προβλήματα άσθματος– την πρώτη μέρα της Χούντας ήρθαν και τον πήραν, να τον στείλουν εξορία πάλι, το ’67. Αυτή τη σκηνή θα την πούμε μετά, γιατί την έζησα, τότε καταλάβαινα. Ο πατέρας μου, έτσι, πολιτικά δεν ανακατευότανε πολύ. Είχε την ιδεολογία του, ήτανε φίλος του ΚΚΕ… ποτέ εμάς, ούτε στο χωριό. Τον ζητούσαν να προσφέρει, ναι. Αλλά να κάνει κακό, χαφιεδισμό και τέτοια… Μέχρι πού βγήκε το ΠΑΣΟΚ, αξιώθηκε, παρακολούθησε τον Γεννηματά, την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, και μου λέει: «Οπότε μιλάει αυτός, θα με ειδοποιείς να τον παρακολουθώ» και: «Εγώ δεν θέλω σύνταξη για την Εθνική Αντίσταση». Και τη σύνταξη στα χαρτιά την έκανε ένας θειος μου, της μάνας μου ο αδερφός, που ήταν στο εργατικό κέντρο. Αυτός ήτανε ο Κώστας ο Τερζανίδης. Και έτσι κλείνει αυτή η σελίδα. Και πού θες να πάμε τώρα, είπαμε;

Α.Ν.:

Είπατε θα πείτε για την αρχή της Χούντας πώς τη θυμάστε…

Χ.Τ.:

Α, την αρχή της Χούντας… Είμαι Τετάρτη Γυμνασίου, ημέρα Παρασκευή. Απ’ την προηγούμενη μέρα μας είπαν: «Θα ρθείτε χωρίς τσάντες», στο 1ο Γυμνάσιο. «Θα ρθείτε εκεί, θα ’ρθουν κάτι στρατιωτικά λεωφορεία και θα πάμε…» Θα μας πήγαιναν –αν θυμάμαι καλά– δήθεν να παρακολουθήσουμε στο πεδίο βολής. Πήγαμε το πρωί, πέρασε η ώρα και βγαίνει… τον καθηγητή τον Τσεντικόπουλο… θεολόγος, παλιά. Βγαίνει ο καθηγητής ο θεολόγος, ο Τσεντικόπουλος, ο οποίος με γνώριζε απ’ τον παππού μου τον Αρχιμανδρίτη, γιατί κι αυτός απ’ τη Μάνδρα ήταν, ο μπαμπάς του ήτανε παπάς του Τσεντικόπουλου. Μας λέει: «Κοιτάξτε να δείτε, ακυρώνεται ο περίπατος και η μεταφορά στο… Θα φύγετε και θα πάτε στα σπίτια σας». Και πάμε εμείς τώρα, οι μαθητές, είχαμε κι από δω, απ’ το χωριό, και πιο μεγάλους, στο πρακτορείο, στη λαϊκή αγορά ήτανε. Πάμε εκεί, δεν υπάρχει λεωφορείο. Πώς θα πάμε στο χωριό; Και ξεκινάμε, ήρθαμε με τα πόδια. Έρχομαι εδώ, ο πατέρας μου φώναξε τον ξάδερφό μου τον Δημήτρη, τον Μήτσο. Του λέει: «Θα πάρεις το ποδήλατο, θα πάρεις μια κουβέρτα με τη δικαιολογία και πάνε βρες τον Διοικητή και πες του: “O πατέρας μου είναι άρρωστος, παίρνει… έχει εκείνο το σπρέι, οξυγόνο, δεν μπορεί να αναπνεύσει”». Λέω: «Γιατί τα λέει όλα αυτά στον ξάδερφό μου;». Ήρθαν πήραν τον θειο μου. Πράγματι, το απόγευμα πήγε. Την άλλη μέρα ξημερώνει Σάββατο. Κατά τις 12:00 παρά περνάει το αστυνομικό το Land Rover, είχανε εκείνα τα… Βλέπω τον πατέρα μου, πάω κι εγώ. Κατάλαβα κάτι πρέπει να γίνεται. Ε, Τετάρτη Τάξη άρχισα να… δεν ξέραμε πολλά πράγματα αλλά καταλαβαίναμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Προηγήθηκαν και τα Ιουλιανά. Εγώ, φαίνεται, εκείνα τα παρακολουθούσα, με τον Παπανδρέου τον γέρο. Γιατί πανηγυρίζει κι ο μπαμπάς μου που βγήκε η Ένωση Κέντρου, εδώ γινότανε χαμός. Και πάω από πίσω, ο θειος μου πήγαινε προς τη… είχαμε τις τουλούμπες τότε, πήγαινε προς τα εκεί. Τον λέει στα ποντιακά: «Πασά», δηλαδή αδερφέ, «ντο είπανε, ντέντονε;» – «Τι έγινε;» δηλαδή. Ο θειος μου πήγε στην τουλούμπα, ήπιε λίγο νερό. Στον γυρισμό τον ξαναρωτάει ο μπαμπάς μου. Και άκου τώρα… Είπανε με… τον έκαναν έρευνα και στο τσεπάκι είχε το σπρέι για την αναπνοή. Σου λέει: «Πού θα τον στείλουμε αυτόν; Στη διαδρομή θα πεθάνει, θα γίνουμε και ρεζίλι». Τον έφεραν στο σπίτι και τον είπαν: «Θα σε πάμε στο χωριό, δεν θα βγαίνεις στα καφενεία και δεν θα μιλάς». «Και εγώ», λέει, «τους είπα: “Και στα καφενεία θα βγαίνω και θα μιλάω”». Και όντως έτσι έκανε ο θείος μου. Το θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά αυτό. Ε, και μετά μπήκαμε στην προσαρμογή. Αυτό ήταν το περιστατικό. Εδώ βάλανε πρόεδρο… αυτά δεν τα θυμάμαι, δεν ήξερα. Μετά όμως, ο πεθερός μου, της γυναίκας μου ο πατέρας –από δω είναι η γυναίκα μου–, κι εκείνος επειδή έκανε… είχε κάνει ντουρντουβάκι στη Βουλγαρία. Και τους είχανε σε… ας πούμε σαν δικούς τους ανθρώπους. Είπε μερικές, για το προεδριλίκι ποιον. Έκαναν πρόταση στον πεθερό μου, ήταν φιλήσυχος, έντιμος και καλός οικογενειάρχης. Εκείνος δεν δέχτηκε, ο πεθερός μου, ο μπαμπάς της Αγγελικής. Κάναν πρόταση, έχουμε έναν Ζαφειριάδη, δεν ξέρω αν έχεις ακουστά το επίθετο. Αυτός ήξερε και λίγα γράμματα. Κάναν πρόταση σ’ εκείνον και βάλανε πρόεδρο τον μπαρμπα-Νίκο τον Κομνηνακίδη. Έναν αγράμματο… αλλά μετά, έντιμο ανθρωπάκι. Θα σου πω την ιστορία, η οποία έχει σχέση με το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Εδώ στο χωριό είχαμε κάνα-δύο, έτσι, χαφιέδες αλλά η κατάστασή εδώ στο χωριό ήτανε γενικά… Πιθανόν να βοηθήσαμε κι εμείς πολύ. Εγώ ειδικά στην Ακαδημία –και στο σχολείο–, σε όλα πρώτος εγώ ήμουνα. Δηλαδή και στο ποδόσφαιρο, ο δάσκαλος… τις τιμωρίες εγώ τις έτρωγα. Εγώ θα πήγαινα να οργάνωνα τις ομάδες, επειδή ήμουνα και καλός μαθητής. Και ξέρεις, στο σχολείο πάντα υπάρχει ένας αρχηγός που κινούνται… και οι μεγαλύτεροι κινούνταν γύρω από μένα. Και τα αδέρφια μου. Ο αδερφός μου έπαιζε στην ομάδα, ο πατέρας μου στον συνεταιρισμό… Δηλαδή… όχι επί Χούντας, πιο μπροστά και μετά τη Χούντα. Μέχρι που γέρασε και τον είπα φτάνει τόσο, ας μπει η νεολαία. Άλλαξαν κιόλας οι συνεταιρισμοί, μπήκανε κλέφτες, λωποδύτες, συμφεροντολόγοι… χαμός Κυρίου. Και καταντήσαμε εκεί που καταντήσαμε. Γενικά το χωριό μας δεν είχε, έτσι… Κοίταξε, και στον Εμφύλιο εδώ στον Νομό δεν είχαμε θύματα. Αυτό και οι ιστορικοί έπρεπε να το είχαν επισημάνει. ’Κείνος ο θειος μου ήταν [01:00:00]πολύ αυστηρός σε θέματα ηθικής. Δεν άφηνε… σε καταλάβαινε ηθικής και εντιμότητας, θα σε τιμωρούσε. Πού να… Πήγαιναν, ας πούμε, στα βουνά απ’ ό,τι ακουγότανε, Πομάκοι και τέτοια, ή Πομάκισσες. Να γυρίσει Αντάρτης ή να ακουστεί; Μπορεί να τον εκτελούσε κιόλας. Δηλαδή και στον Εμφύλιο δεν πειράχτηκε… δεν είχαμε θύματα. Όχι μόνον εδώ, γιατί έφτανε εκεί μέχρι την Κομοτηνή. Από εκεί ήταν οι Εβρίτες μετά, εκείνοι είχανε αλλά καπετανέκα. Αλλά εδώ, Κομοτηνή μέχρι Σταυρούπολη-Παρανέστι ήτανε υπεύθυνος ο θειος μου.

Α.Ν.:

Αυτός ο θείος επέστρεψε από Τασκένδη ποτέ;

Χ.Τ.:

Όχι, ποτέ. Άφησε την οικογένεια εδώ, οι οποίοι φύγανε στην Αθήνα, στον πολύ κόσμο, για να χαθούν. Κοίταξε, ο πατέρας μου, απ’ ό,τι έλεγε… έλεγε και σε μένα, γιατί εγώ πολλές φορές, ύστερα όταν μεγάλωσα εγώ, άρχισα να πηγαίνω στο Γυμνάσιο, τον έγραφα κι εγώ γράμμα. Έχουμε και φωτογραφίες από την Τασκένδη. Και χαιρότανε εκείνος. Ο πατέρας μου κάποια στιγμή τον έγραψε, όχι επί Χούντας, επί Χούντας δεν… πότε τον έγραψε… Όταν βγήκε ο Παπανδρέου, ο γέρος. Και φαίνεται τον είπε, τον έγραψε ο θείος μου: «Μην το συζητάς». Ε, ήξερε τι… ήταν τα στελέχη τα καλά, δεν τον δεχόντουσαν. Εγώ εκεί, απ’ ό,τι έμαθα, και εκεί τον έστειλαν εξορία. Μη νομίζεις, τα ενδοκομματικά τους, είχανε τις… σκοτωμοί. Ο θείος μου πρέπει να ’τανε με την ομάδα του Δρακοπούλου, ξέρω γω, του… ενάντια με τον Χαρίλαο τον Φλωράκη και… ο Βαφειάδης, ας πούμε, ήρθε. Ο θείος μου δεν ήρθε. E, και το ’65-’66 πέθανε. Να σου πω το περιστατικό του θανάτου του. Όταν βγήκε ο Παπανδρέου, επίσκεψη, ανταλλαγές και σχέσεις με τη Ρωσία δεν είχαμε εμείς – απαγορευότανε. Κάποιοι όμως που είχαν έρθει είχαν αφήσει εκεί στη Γεωργία, στο Σοχούμ, αδέρφια. Εδώ η γειτόνισσά μας, Κωστελίδου, η Μαρία, τα αδέρφια της όλα στο Σοχούμ. Ο μπαρμπα-Λάζαρος ο Χριστοφορίδης, τα αδέρφια του, τα ανίψια στο Σοχούμ. Βγαίνει ο Παπανδρέου και δίνει άδεια για τέσσερις ή έξι μήνες όσοι θέλουν από δω μπορούν –είχαν υπογράψει μια τέτοια συμφωνία– να πάνε να δουν τα αδέρφια τους εκεί πέρα. Ούτε εκείνοι μπορούσαν να ’ρθουν. Υπογράφηκε μια τέτοια συμφωνία. Αυτή η Κωστελίδου και ο μπαρμπα-Λάζαρος ο Χριστοφορίδης συμφωνούν και παίρνουν την απόφαση να πάνε, για τέσσερις μήνες. Η Κωστελίδου όμως βάφτισαν τον θειο μου. Του γράφει ο πατέρας μου ατον θείο μου –του έλεγε και τα νέα, ας πούμε, τα μάθαινε κι εκείνος– ότι: «Θα ’ρθει η νονά σου την τάδε του μηνός στο Σοχούμ. Εάν θέλεις και έχεις τη δυνατότητα, μπορείς να πας να τους δεις». Αυτός είχε αρρωστήσει, είχε καρδιά. Γιατί απ’ την Τασκένδη μέχρι το Σοχούμ είναι εννιά ώρες, ξέρω γω, είναι μακριά. Ουζμπεκιστάν και αρκετή απόσταση. Φαίνεται τον είχανε πει οι γιατροί: «Ούτε αεροπλάνο θα ανεβαίνεις». Τον στενοχώρησε αυτό, πήγε στο νοσοκομείο. Και μ’ εκείνη την ευκαιρία πέθανε κιόλας, από καρδιά. Και μας έστειλαν φωτογραφία το φέρετρό του και τρεις πάνω στο φέρετρο. Οι τρεις πρέπει να ’ναι ο ένας ο Δρακόπουλος… τώρα στη φωτογραφία… μου θυμίζει τον Βαφειάδη και τον άλλο δεν μπορώ, δεν τον ξέρω εγώ. Και ποιον να ρωτήσω; Αυτή τη φωτογραφία την έστειλαν στον πατέρα μου και τον ανακοίνωσαν… έγραφαν για τον θάνατό του. Απλώς έχω ένα αφιέρωμα, εκείνη την εποχή, της Αυγής για τον θάνατο του. Αυτοί συνηθίζουν, όταν πεθαίνουν τέτοιοι βγάζουν ένα… τη φωτογραφία και αυτό θα σ’ το δείξω. Κι έτσι με τον καπετάν-Σίφουνα… Και κάτι ήθελα να συμπληρώσω, το ξέχασα τώρα.

Α.Ν.:

Πείτε μου τότε, αφού τελειώσατε την Ακαδημία, για το φανταρικό που κάνατε.

Χ.Τ.:

Για τον στρατό. Είχα αναβολή, τελείωσα και μάλιστα καθυστέρησα, μου ’πανε, να… όταν πήρα το πιστοποιητικό από τη στρατολογία και με είχανε βάλει και μία τιμωρία τρίμηνη πρόσθετη υπηρεσία. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρουσιαστώ 24 Οκτωβρίου 1972 στην Κόρινθο. Υποψήφιοι ΥΕΑ. Εγώ τώρα λίγο-πολύ μπήκα στο πνεύμα που πάω, Χούντα και… πάω για να υπηρετήσω τη θητεία. Προσεκτικός, πήγαμε εκεί στην Κόρινθο, είχα έναν συμμαθητή φίλο μου, έναν Σπυρίδη, από τη Νέα Αμισό. Εκτελούσε –αυτός πήγε κανονικά, εγώ με αναβολή λίγο αργότερα– και εκτελούσε χρέη επιλοχία. Ήρθε στην πύλη, μας πήρε – όσοι ήμασταν απ’ την Ξάνθη μάς έπαιρνε. Εμένα είχαμε και πατριωτική σχέση, ήμασταν και φίλοι, και υπηρέτησα… Ναι, να πω και τη διαδικασία; Εγώ ήξερα ότι δεν θα γίνω, θα πω όμως ένα περιστατικό με έναν του Πολυτεχνείου και ένα… Μαλάκης, το ξέρεις το επίθετο; Δεν το ’χεις ακουστά; Δικηγόροι. Αυτοί είναι τρία αδέρφια, απ’ το Άβατο είναι. Ο μεσαίος ο Τάσος μαζί στην Κόρινθο, στο κάτω κρεβάτι κοιμάται αυτός, στο απέναντι επάνω κοιμάμαι εγώ. Εκεί δίναμε κάποιες εξετάσεις. Ήμασταν πολλοί υποψήφιοι. Το πρώτο στάδιο τελείωσε – και επειδή ήτανε πολλοί οι υποψήφιοι τους κόψαν. Πολλούς τους κόψανε. Λέω κι εγώ: «Θα ’μαι στην πρώτη φουρνιά». Ανακοινώνουν τα ονόματα, περνάω στο δεύτερο στάδιο. Στο δεύτερο στάδιο μας παίρνουν… μας έπαιρναν απ’ το κέντρο, απ’ το 6ο Σύνταγμα Πεζικού εκεί στην Κόρινθο, με λεωφορεία του ΚΤΕΛ μάς πήγαιναν… δεν ξέρω τι μέρος ήτανε εκεί, είχε κάτι ΤΟΛ, για να περάσουμε από συνέντευξη και διάφορα στάδια, για να γίνουμε αξιωματικοί. Και στο τέλος της διαδικασίας ανά δέκα άτομα πηγαίναμε σε μία αίθουσα, μια ΤΟΛ. Μας επέτρεπαν να καπνίζουμε, ένας συνταγματάρχης στη θέση του προέδρου, και εμείς οι δέκα συζητούσαμε μεταξύ μας ένα θέμα – θέμα που είχε σχέση με την εθνική επανάσταση. Και το θέμα που επιλέξαμε η δικιά μας η ομάδα ήτανε η εθνική επανάσταση και τα επιτεύγματά της στον τουρισμό. Εγώ, τώρα,[01:10:00] τι να πω… Βρήκα ευκαιρία, αναφέρθηκα στον Δημόκριτο, στα Άβδηρα… Μ’ άρεσαν εμένα αυτά, ήμουνα ενημερωμένος σε αθλητικά, πολιτισμό… Δίπλα μου κάθεται ένας υποψήφιος… του Πολυτεχνείου ήτανε. Μεγαλύτερος από μένα όμως και τέσσερα-πέντε… 29 χρονών μπορεί να ήταν. Όλη την ώρα κάπνιζε. Αυτή η διαδικασία μπορεί να κρατούσε μισή ώρα. Συζητούσαμε, εγώ είπα για τα αρχαία Άβδηρα, τον τουρισμό, πώς μπορεί να γίνουν μουσεία εκεί, επισκέψεις… Όπως τα είπα και όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ και μαζευτήκαμε τότε με τον Ντονά. Τον θυμάσαι τον Ντονά; Ο πρώτος Νομάρχης του ΠΑΣΟΚ. Πήγα τον βρήκα. Τέλος… να συνεχίσω αυτό. Ο διπλανός μου αυτός καπνίζει, κουβέντα δεν έβγαλε. Εγώ κάτι είπα, ένας άλλος συνάδελφός μου, που ήμασταν και στην Ακαδημία –εκείνος ήταν και αριστερός δεδηλωμένος–, και κείνος μίλησε και άλλοι στρατιώτες. Τελειώσαμε, ο συνταγματάρχης: «Τελειώσατε;». Φορούσε και γυαλιά. Λέμε: «Ναι». Αμέσως τον παρατήρησε. «Εσείς, κύριε, δεν έχετε να πείτε τίποτα;» Και με ένα, έτσι, θαρραλέο… του λέει αυτός: «Εγώ πράγματα που δεν αναγνωρίζω, δεν εκφράζω». Εκείνος απαντούσε και εγώ ταράχτηκα. Τον λέει ο συνταγματάρχης: «Α», λέει, «είσαι…». Παίρνει τον κόκκινο τον στυλό, τον σημειώνει… Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, το μυαλό μου ήταν σε αυτόν. Άκουσα την ειδικότητα. Και τον έστειλαν μάγειρα στο Μεσολόγγι. Αυτοί που ήταν χαρακτηρισμένοι… Τον έστειλαν μάγειρα τον μηχανικό. Ένα αυτό και ο Τάσος τώρα. Μάγειρας κι αυτός στο Μεσολόγγι. «Ωχ», λέω, «Χάρη…» Εγώ αυτούς τούς ήξερα, γιατί ο μπαμπάς τους ήτανε Μπαλτατζιδικός. Ήτανε απ’ τα παιδιά του… το κάθε χωριό ο Μπαλτατζής είχε τους Μπαλτατζιδικούς του εκπροσώπους. Και στο Άβατο είχε τον μπαμπά των… γι’ αυτό κι αυτοί εκεί πήραν. Τον λέω: «Ρε Τάσο, μάγειρας ρε, τι;». «Α», λέει, «Χάρη, η μάνα και ο μπαμπάς μου είναι Μπαλτατζιδικός. Είμαστε κομμουνισταί». «Κάτσε, ρε Τάσο», του λέω, «άμα είσαι εσύ κομμουνιστής, εγώ τώρα τι θα πω;» Έρχεται η σειρά μου… «Τερζανίδης, τεχνικός γραφέας». Και αυτή η ειδικότητα –εμείς ξέραμε τώρα– ήτανε όσοι ήτανε χαρακτηρισμένοι, φακελωμένοι. Τώρα, πρόσεξε. Πήγα στον Στρατό εγώ, υπηρέτησα. Υπηρέτησε και ο Τάσος. Απολύεται, απολύομαι, διορίζομαι… Πάω και στο μειονοτικό του Αβάτου εγώ δάσκαλος και έβρισκα τον μπαμπά του. Ο Τάσος γίνεται δικαστικός επιμελητής. Περνάν τα χρόνια, παίρνω την εφημερίδα –«Εμπρός» ήταν;– και διαβάζω ανακοίνωση: «Προσχωρεί στη Νέα Δημοκρατία», δημόσια δήλωση. Και το γραφείο το είχε εκεί Ηρώων, με έναν δικηγόρο, τον Αργυρίου τον Αργύρη, δεν ξέρω άμα τον… ένας… αυτός ήτανε του ΠΑΣΟΚ, μου φαίνεται. Και εγώ τον Αργυρίου τον γνώριζα, επειδή η γυναίκα του είναι από δω, απ’ το χωριό μας, και ήταν νηπιαγωγός –είχαμε καλές σχέσεις– τον γνώριζα από τη Θεσσαλονίκη και πήγαινα τακτικά. Απέναντι ο Τάσος. Μόλις το διάβασα, παίρνω την εφημερίδα, τη βάζω υπό… Πάω στο γραφείο. Μόλις μπήκα μέσα στο γραφείο και την είδε… Αυτός το κατάλαβε. «Καλά, ρε Τάσο», του λέω, «εσύ δεν ήσουνα, ρε Τάσο, τότε επί Χούντας ο χαρακτηρισμένος και ο πατριώτης; Τι είναι αυτό, ρε Τάσο;» «Α», μου λέει, «Χάρη, τα συμφέροντά μας…» «Α, έτσι, ε; Τα συμφέροντά μας, ε; Θα σου ’λεγα, αλλά σε σέβομαι, σέβομαι, έτσι, και τον μπαμπά σου και το ότι ήμασταν μαζί στον Στρατό και είχαμε τον ίδιον πόνο. Δεν θα πω βαριά κουβέντα». Ξέρεις, εγώ, άμα χρησιμοποιήσω, έχω αυτή την αίσθηση. Και η αρνητική ευχή –δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «κατάρα»– πιάνει. «Θα με αναγκάσεις, θα πω καμιά βαριά κουβέντα». Και αυτό το μετάνιωσα που το είπα. Μετά από δυο-τρία χρόνια ήταν, ή λίγο καιρό, παθαίνει καρδιά. Και τον βρίσκω. Αλλά πού να συζητήσεις τώρα… Δηλαδή, έπρεπε εσύ να αποκηρύξεις τις ιδέες σου; Τα συμφέροντά σου είναι εκεί πέρα; Φίλος μαζί με τον Νεοδημοκράτη. Όχι να βγεις και να… Από τότε τον έχω σε απόσταση. Του το θυμίζω καμιά φορά: «Δεν θα μιλάς πολύ κοντά σε μένα». Να, τέτοια περιστατικά. Και μετά μας πηγαίνουν από την Κόρινθο στο Κέντρο Τεχνικής Εκπαίδευσης στην Πάτρα. Τι εκπαίδευση; Πήγαμε εκεί να καθαρίζουμε ψάρια και τίποτα το… Και με μεταθέτουν μετά σε μια αυτοκινούμενη μοίρα πυροβολικού, 198 στο Δρέπανο Κοζάνης, η οποία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1972. Εγώ πήγα τον Οκτώβρη φαντάρος και στη μοίρα 12 Φεβρουαρίου του ’73 – δηλαδή καινούρια μοίρα. Και μας πήγαν εκεί πέρα για δουλειά. Πολύ ωραία, καλά κάναν και πήγα. Είχε δώδεκα αυτοκινούμενα πυροβόλα, είχανε φέρει απ’ την Αμερική, και ένα γερανοφόρο. Σε έναν όρχο ασκέπαστα χτίζαμε. Όπως και τον ουλαμό συντήρησης που πήγα, τότε τον χτίζαμε. Σήμερα να πας εκεί στην Κοζάνη, στο Δρέπανο, θα βρεις τα δικά μου τα γράμματα και τα δικά μου τα σχέδια – γιατί πήγα με τη γυναίκα μου. Εγώ έτσι πήγα να υπηρετήσω την πατρίδα και έτσι την υπηρέτησα. Η πατρίδα όμως… προδοτική. «Πατρίδα» εννοώ αυτοί που κυβερνούσαν – αξιωματικοί, ορκισμένοι αξιωματικοί. Δεν τους ενδιέφερε τίποτα. Η πιο ανίκανη τάξη στην ελληνική κοινωνία είναι οι Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού. Δεν ξέρω τι γνώμη θα σχηματίσεις, βέβαια ήταν τα χρόνια τέτοια, αλλά προσεκτικά προσπάθησε να τους ψυχογραφήσεις. Θα διαπιστώσεις… να θυμάσαι τα λόγια μου. Τότε, ακόμα χειρότερα. Πρώτα πρώτα για να γίνεις αξιωματικός, έπρεπε να ’σαι, λέει, εθνικόφρονας. Έπρεπε να παντρευτείς γυναίκα με λεφτά, πρέπει να έχει πιστοποιητικό η γυναίκα, πρέπει να ’ναι εκείνο, πρέπει να ’ναι το άλλο… Τα καψόνια… σεβασμός καμία… Και το κυριότερο; 28 μήνες. Πας στον Στρατό, εσείς οι αξιωματικοί γιατί τους μαζεύετε τους στρατιώτες; Τι να τους κάνετε; Πρέπει να αξιοποιήσετε το υλικό, το κάθε υλικό προς όφελος της πατρίδας. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Χειρότερη περίοδος της προσωπικής μου ζωής είναι η στρατιωτική μου θητεία. Τώρα το σκέφτομαι πολλές φορές – και το είχα πει κιόλας. [01:20:00]Στο ίδιο κρεβάτι σκεφτόμουνα, στο ίδιο μέρος είκοσι έξι μήνες και δεκαπέντε μέρες: «Τι προσέφερες, ρε Χάρη; Πήγες να υπηρετήσεις, να προσφέρεις… τι προσέφερες; Τίποτα. Πήγαινες, ερχόσουνα, πήγαινες… Και είχες και την παρακολούθηση, τον αξιωματικό…». Άμα ήτανε και μπελαλής και εθνικόφρονας, σε παρακολουθούσε, ερχόταν σε… Τέτοια περιστατικά. Να τα αναφέρουμε και αυτά;

Α.Ν.:

Πείτε κανένα που θυμάστε, έτσι, χαρακτηριστικό.

Χ.Τ.:

Το χαρακτηριστικότερο, Σεπτέμβριος του ’73. Πρόσεξε τους μήνες. Η μοίρα θα πάει να κάνει βολή. Ο διοικητής του ουλαμού συντήρησης… εγώ έχω ονόματα τώρα, αυτά με ονόματα και στοιχεία. Ο γιος του ήρθε εδώ και ήρθε και στο σπίτι, με τη γυναίκα μου εδώ, στο σπίτι, στο σχολείο και τον πήγα και στα στενά… Ο οποίος τα ’ζησε. Μαζί του συνεργάστηκα είκοσι έξι μήνες και δεκαπέντε μέρες εγώ. Αλλά θα πούμε το συγκεκριμένο. Λέει στον αξιωματικό υπηρεσίας, τον υπεύθυνο: «Ο ουλαμός να πάει να κάνει πρώτος βολή και να γυρίσει στη δουλειά». Πάμε, κάνουμε βολή, μπαίνουμε στη σειρά για να επιβιβαστούμε στα REO. Έρχεται ο αξιωματικός. Αυτός ήτανε διοικητής της 3ης Πυροβολαρχίας. Εκείνο το διάστημα ανέλαβε και υπεύθυνος του Α2 της μοίρας. Αλλά τον έβλεπα… ανθυπολοχαγός. Τελείωνε, θα έπαιρνε το δεύτερο… Δηλαδή και η διαφορά ηλικίας, μαζί, λίγο μεγαλύτερος από μένα. Τον έβλεπα –να μη χρησιμοποιήσω–, πήγαινε τους στρατιώτες, πώς φορούσε τα άρβυλα, χτυπούσε με τα άρβυλα. Κάνα-δυο φορές επιχείρησε να ’ρθει και σε μένα. Φαίνεται, όμως, ο δικός μου ο διοικητής του ουλαμού συντήρησης τους είχε πει όλους… γιατί και εκτελούσα εγώ διαταγές, ακόμα και στο πειθαρχείο με πηγαίνανε. Όταν έδινε διαταγή ο διοικητής του ουλαμού συντήρησης τελείωνε. Όχι πειθαρχείο, στρατοδικείο να μην πηγαίνανε. Και εξαιτίας αυτού, επειδή κάνα-δυο φορές πήγα στο πειθαρχείο εφαρμόζοντας τις διαταγές του, τους λέει: «Άλλη φορά όποιος τολμήσει και πειράξει τον δικό μου τον γραφέα, θα ’χει να κάνει μαζί μου». Και μη νομίζεις, επί Χούντας στον Στρατό –σε κάθε Χούντα– οι μισοί αξιωματικοί παρακολουθούν τους άλλους μισούς, μη νομίζεις. Αυτό γίνεται, αυτός ο φόβος υπάρχει, μήπως πει κανένας τίποτα. Το Α2 τι είναι κάθε μοίρα που έχει; Αυτό είναι. Σε μένα δεν ερχότανε. Όταν μας έβαλε στη γραμμή, ήρθε αυτός εκεί πέρα. Φαίνεται κάποιοι από μας ήμασταν απαράδεκτοι στο… δεν πετύχαμε στόχο. Και άρχισε να φωνάζει: «Απαράδεκτοι…» να βρίζει. Και αρχίζει το καψόνι. Γραφέας εγώ – και άρχισα να παλιώνω κιόλας εγώ. Καταλάβαινα τώρα, γιατί είχε τρεις μονάδες. Ένα Τάγμα Μηχανικού, μια άλλη μοίρα 148 Μέσου Βεληνεκούς και η Αυτοκινούμενη μοίρα η δικιά μας, βαρύ πυροβολικό. Κάποια στιγμή –είχα και προβλήματα με το στομάχι μου– κάθισα προσοχή. «Ρε συ», σκέφτηκα, «δεν έδωσε διαταγή ο… “Θα κάνετε τη βολή και θα τους γυρίσετε πίσω”. Εσύ τώρα τι ήρθες εδώ πέρα και μας κάνεις;» Στάθηκα προσοχή, αυτός βρήκε ευκαιρία. Έρχεται: «Γιατί δεν εκτελείς;». Και βρίζει και φωνάζει… Εγώ προσοχή, τον είπα όμως: «Πονάει το στομάχι μου». Δεν το σεβάστηκε, δίνει μια γροθιά. Έπεσε το όπλο, έσκυψα να το πάρω. Αυτός σαν να φοβήθηκε… Πήγε από πίσω και με δίνει κλοτσιά, πίσω. Εκεί –δεν ξέρω πώς μου ’ρθε– το πρώτο που σκέφτηκα ήταν: «Βρε, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού έρχεται ύπουλα από πίσω τον στρατιώτη;». Μπροστά, βρε, ότι έχεις να τον πεις μπροστά. Βγάλ’ τον αναφορά, δεν εκτελεί, καν’ τον φυλακή. Κόλλησε… Λοιπόν, τον λέω: «Εγώ θα βγω αναφορά παραπονούμενος». Χούντα, ε; Σεπτέμβρης, γι’ αυτό σου είπα πρόσεχε τα… Προλαβαίνει και έρχεται ένας υπολοχαγός του μηχανικού. Αυτός ήτανε Πόντιος και στο ΚΨΜ πολλές φορές, φαίνεται, σαν να με συμπαθούσε. «Ρε δάσκαλε», μου λέει, και επειδή ήμουν και δάσκαλος, «ρε δάσκαλε, τι…» «Είδες», του λέω, «αξιωματικός… Δεν έπρεπε. Εγώ θα βγω αναφορά παραπονούμενος». Εκεί πέρασε από το μυαλό μου ότι παίζεις τη ζαριά. Πράγματι, βέβαια είχαν προηγηθεί όμως κι άλλα πράγματα, δηλαδή τι; Καλά για μένα. Να το πω κι αυτό. Εγώ πήγαινα, μπορεί να ήμουν φακελωμένος η πρωτιά όμως, το ήθος μου και η διαγωγή μου ήταν διαπεραστική. Δηλαδή ο πρώτος διοικητής ήταν ο Μαραθιάς, ο οποίος μετά από λίγο καιρό –φαίνεται και με τις συζητήσεις που έκανε με τον Διοικητή του ουλαμού συντήρησης, που ήταν ο άμεσα προϊστάμενός μου– ήρθε στο γραφείο και μου λέει: «Δάσκαλε, ήρθα για σένα. Εγώ –λέει– δεν έχω παιδιά, αλλά έχω έναν φίλο αξιωματικό. Έχει δύο αγοράκια και θέλω έναν δάσκαλο να τα βοηθήσει. Και θα πας εσύ». Λέω: «Κανονίστε τις άδειες, θα πάω». Εμένα μ’ άρεσε. Και αυτός που πήγαινα στην Κοζάνη ήταν ο διοικητής του λόχου της ΕΣΑ. Το Α΄ Σώμα είχε έναν λόχο, ΕΣΑτζήδες. Διοικητής ήταν αυτός, Μάρας Νικόλαος. Και ο άνθρωπος μ’ έβαζε στο σπίτι του και βοηθούσα τα παιδιά του. Και όχι μόνο, επειδή τον έλεγα: «Δεν θα με δώσεις τίποτα, θα έρχομαι έτσι επειδή θα βγαίνω και θα περνάω και από κάνα βιβλιοπωλείο». Όσο τον έλεγα εγώ τέτοια, αυτός μου ’λεγε: «Δεν θα με φωνάζεις “Διοικητά” και τέτοια, το όνομά μου θα λες». Μια γυναίκα εξαιρετική – πρέπει να ’ταν πολύ μορφωμένη, πρέπει να είχε τελειώσει τότε τη… Βιομηχανική ήτανε στην Θεσσαλονίκη, οικονομικά; Πώς λεγότανε εκείνη η σχολή; Εν πάση περιπτώσει. Εκείνο το διάστημα πήγαινα κάθε μέρα το απόγευμα και έκαμνα… Αυτός φαίνεται το ήξερε ο Α2 για, «πώς βγαίνεις, εσύ δάσκαλε;» Και τον φοβόταν κιόλας, διοικητής της ΕΣΑ ήτανε. Βγαίνω την ίδια μέρα με έναν φίλο μου στρατιώτη –δικηγόρος ήταν αυτός– και λέω: «Να κάνω μια βόλτα μαζί του και να πάω». 17:00 η ώρα πήγαινα. Έρχεται αυτός ο αξιωματικός που με κλώτσησε με τα πολιτικά και με παρακαλάει τώρα από πίσω: «Θέλω να σε μιλήσω». «Τελείωσε η ιστορία. Αύριο εγώ αναφορά. Μην επιμένεις». «Να, έχω πατέρα και ήτανε…» «Εάν είχες εσύ [01:30:00]πατέρα, είχα κι εγώ πατέρα. Εάν εκείνη την ώρα σ’ έπαιρνα με το όπλο και σε καθάριζα; Θα ’κλαιγαν και οι δύο πατεράδες. Τελείωσε», λέω, «θα βγω αναφορά». Και έρχεται μπροστά μου και μου λέει: «Άμα δεν βγεις αναφορά παραπονούμενος, θα σε στείλω στρατοδικείο», λέει. «Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις». Βγαίνω αναφορά, ο διοικητής από την Καλαμάτα, συνταγματάρχης. Διατάσσει ΕΔΕ. Έναν ταγματάρχη, στρατιώτης στον ουλαμό συντήρησης. «Δάσκαλε, εμείς», λέει, «μαζί σου είμαστε». Λέω: «Ρε παιδιά, και να μην είσαστε, εσείς πέστε την αλήθεια, τι έγινε. Τίποτα άλλο δεν σας ζητάω εγώ. Πέστε αυτό που είδατε. Ούτε να δεχτείτε τις πιέσεις. Αν έχετε το κουράγιο να πείτε αυτό που έγινε. Δεν θέλω άμα σας πιέσουν να βάλουν λόγια που δεν είπα ή έκανα». Τα παιδιά, τώρα, δεν ξέρω τι… Βγαίνω αναφορά, έγινε… διατάσσει την ΕΔΕ. Εμένα δεν με πλησιάζει κανένας. Αυτός ο ταγματάρχης, κάνα-δυο φορές ερχόντουσαν μαζί με τον αξιωματικό, μ’ έβρισκαν. Έλεγε ο ταγματάρχης: «Δάσκαλε, θα υπογράψεις την κατάθεσή σου;» «Ποια κατάθεση;» του λέω. «Να», λέει. Κατάθεση ο Τερζανίδης που θα δώσει και θα διαβάσει και μετά θα υπογράψει. Έφευγα. Αυτοί τώρα προσπαθούν να μπαλώσουν, γιατί εγώ είχα δίκιο. Περνούσαν οι μέρες, πέρασε μια βδομάδα. Τη δεύτερη ξαναήρθε πάλι με τον… «Την επόμενη φορά», του λέω, «δεν θα ’ρθει ο… θα ’ρχεσαι μόνος σου». Το σταμάτησε. Καμία… Πέρασαν είκοσι μέρες. Έρχεται: «Τι θα γίνει, ρε δάσκαλε, θα υπογράψεις την κατάθεσή σου;» «Δεν υπογράφω τίποτα». Μπήκαμε στον Οκτώβριο. Θα αρχίσει η προετοιμασία για την παρέλαση. Εγώ στον Στρατό δεν μιλούσα, δεν είχα φίλους κανέναν – αν και στις φιλίες είμαι πολύ προσεκτικός και πολύ δύσκολος, πρέπει να σε περάσω από πολλά… Λοιπόν, και εκείνα δυο-τρία αυτοκινούμενα πυροβόλα τα στέλναμε στην Αθήνα. Τις σημαιούλες που έχουν αυτά στο εξωτερικό, κάτι κίτρινα με… Όλα τα έκανα εγώ: βαλαδινόχαρτο, γράμματα, αριθμούς… Κι εμένα… είχαμε για τις μύγες ένα φλιτ. Αραίωνα την μπογιά και με ’κείνα τα ’φτιαχνα· ήθελα να ασχοληθώ μ’ αυτό. Έρχεται τελευταία φορά ο ταγματάρχης, του λέω: «Δεν θα υπογράψω, αλλά θέλω να με πάτε στον διοικητή, στο γραφείο του. Να με πας στου διοικητή το γραφείο. Θέλω ακρόαση διοικητού». «Εντάξει», μου λέει. Πράγματι, πήγε συνεννοήθηκε με τον διοικητή, με καλεί ο διοικητής στο γραφείο. Πάω εκεί… «Κάτσε», μου λέει. «Θέλω να μου πεις πώς έγινε το περιστατικό». «Κύριε διοικητά, στην αναφορά το είπα. Διατάξατε…» «Όχι», λέει, «θέλω να το ακούσω». Ξανά το περιέγραψα. Αφού τελείωσα, κάνει μια κίνηση, τον φωριαμό, και απευθυνόμενος σε μένα μου λέει: «Άκου, κύριε δάσκαλε. Την κατάθεσή σου την έχω εδώ πέρα» «Ποια κατάθεσή μου;» λέω. «Δεν θα μιλάς τώρα», λέει. «Άκου τι θα σου πω εγώ. Εάν σε βγάλουν κάποια στιγμή αναφορά, έστω και τιμωρηθείς μία μέρα, θα σε στείλω στρατοδικείο». Βρήκα το κουράγιο, σηκώθηκα και τον ζήτησα να πω κάτι. Και τον είπα αυτό: «Έλληνας Αξιωματικός ήρθε από πίσω, ύπουλα, και κλώτσησε στρατιώτη. Εγώ», του λέω, «δάσκαλος είμαι. Αυτόν θα έχω παράδειγμα μεθαύριο στο σχολείο;» Εκείνη την ώρα, ξέρεις, σαν θεία πρόνοια σε λύνει και το μυαλό και τη γλώσσα. Αυτός: «Δάσκαλε, άσε τις θεωρίες και πήγαινε. Και αυτό που σου ’πα». Και έφυγα. Αυτό με ανακούφισε όμως, δηλαδή τελείωσα. Ούτε την ΕΔΕ, καταθέσεις, τίποτα. Φαίνεται είχα κουραστεί και δεν μ’ ενδιέφερε κιόλας. Γιατί δεν του μιλούσα του αξιωματικού, δεν είχα φίλους, κοιτούσα τη δουλειά μου, πήγαινα… Μόνο με τον διοικητή του ουλαμού συντήρησης, με τον οποίον είχα καλές σχέσεις. Μετά Οκτώβρης, ε; Παρέλαση… Μπαίνουμε στον Νοέμβρη. Εκεί, στη διπλανή τη μοίρα, είχα έναν συνάδελφο με τον οποίον ήμασταν στη Θεσσαλονίκη στην Ακαδημία συσπουδαστές. Κάναμε παρέα, έχω και φωτογραφίες μαζί του. Ήταν δόκιμος. Αυτοί είχανε… στη διπλανή μοίρα ήτανε, αλλά βλεπόμασταν στο ΚΨΜ. Δεν είχαμε πολλές συζητήσεις. Ε, και Χούντα, αυτός έγινε δόκιμος, για να μην… περισσότερο εκείνος με απέφευγε, γιατί… κι εγώ τον απέφευγα, να μην έχει κυνηγητό. Έρχεται, γύρισαν πίσω αυτοί. Πριν μια βδομάδα-δέκα μέρες βγαίνει το Πολυτεχνείο. Έρχεται με βρίσκει, μου λέει: «Χάρη, εσύ δεν ξανοίγεσαι αλλά να είσαι προσεκτικός», μου λέει. «Στην Αθήνα τα πράγματα δεν πάνε καλά». Αυτοί φαίνεται σαν αξιωματικοί συζητούσαν στις συγκεντρώσεις που κάνανε, ήξεραν περισσότερα, ναι. Περνάνε λοιπόν, έρχεται ένα βράδυ ο λοχαγός μου, διοικητής της… Λέω: «Τι ήρθατε;». Λέει: «Πάνε πάνω στο γραφείο, βάλτε ένα κρεβάτι εκστρατείας να κοιμηθούμε εδώ». «Γιατί;» «Πολυτεχνείο. Άρχισε ο αναβρασμός εκεί πέρα». «Ωχ», λέω, «μπαίνουμε σε δύσκολα μονοπάτια». Δεν ξέρεις τι γίνεται. Τέλος πάντων, έγινε το Πολυτεχνείο, έπεσε η Χούντα… Τότε συνέλαβαν τον Παπαδόπουλο, μου φαίνεται, τον έβαλαν και στο ξενοδοχείο… Όχι, αυτό έγινε τον Ιούλιο. Τέλος πάντων, τελείωσε το Πολυτεχνείο, άρχισαν τα πράγματα να γίνονται δύσκολα. Αυτός… φτάνουμε Μάρτιος του ’74 – ’73 Πολυτεχνείο, ’74 τον Μάρτιο. Ο διοικητής μου, που μου ’πε για τη μέρα κράτησης και στρατοδικείο, έρχεται στο γραφείο. Μόλις ήρθε σηκώνομαι εγώ, χαιρετούρα… Κάθεται στην καρέκλα τη δικιά μου, εγώ μπροστά του. Λέει: «Δάσκαλε, για σένα ήρθα». «Στις διαταγές σου». «Έχω», λέει, «τον Γιαννάκη», έναν γιο είχε, Γιάννης. Τότε δίναν εξετάσεις απ’ το Δημοτικό στο… «Είναι καλός», λέει, «αλλά θα δώσει εξετάσεις και θέλω να ’ρθεις να δεις, να τον αξιολογήσεις λίγο». «Μπα», λέω, μέσα μου τώρα εγώ, «εσύ στον δάσκαλο που θες να τον στείλεις και στρατοδικείο;» Εντάξει, λίγο ψυλλιασμένος ήμουνα εγώ και στις σχέσεις των αξιωματικών. Λέω: «Συνεννοηθείτε με τον διοικητή του ουλαμού συντήρησης τον δικό μου και εγώ πολύ ευχαρίστως να ’ρθω το απόγευμα. Καλό και για μένα». Συνεννοήθηκαν, υπηρεσιακό, έβγαινα. Πάω στο σπίτι. Ε, θα βγει η γυναίκα πρώτα. Βγαίνει η γυναίκα του, συστήνομαι, Τερζανίδης εγώ. «Ω, τεμέτερον;» λέει η γυνα[01:40:00]ίκα του. Λέω: «Ναι, Πόντιος είμαι». «Κι εγώ Πόντια είμαι», και αρχίζει και μιλάει Ποντιακά. «Στην Καλαμαριά», λέει, «είμαι». Καθίσαμε λίγη ώρα και ήρθε η ώρα να πάω να δω εγώ τώρα, να αξιολογήσω πού βρισκόμαστε. Και σε αυτά, στην αξιολόγηση, δεν πέφτω. Αυτό το είχα και στην Ακαδημία, να μη σου πω και στο σχολείο. Δεν ξέρω, οι καταστάσεις, αυτά που περνούσα, τα βιβλία που διάβαζα… Μπήκα μέσα, το είδα το παιδάκι, ένας γεματούλικος λίγο – και έναν γιο είχαν, δεν είχανε… Τελειώσαμε, βγήκα έξω, λέει ο διοικητής: «Πώς τον βλέπεις, δάσκαλε;». Του λέω: «Κοίταξε, δεν έχει πρόβλημα ο Γιαννάκης. Και θα παρακινδυνέψω να κάνω μια εκτίμηση και να σε καθησυχάσω, γιατί σε βλέπω λίγο αγχωμένο. Στους έξι πρώτους θα ’ναι μέσα». Λέει: «Μην κάνεις δηλώσεις». Λέω: «Έτσι το αξιολόγησα». Και πράγματι ήτανε καλός μαθητής. Τέλος πάντων, συνεχίζαμε μέχρι τις εξετάσεις, ήρθε έδωσε εξετάσεις το παιδάκι… Βγήκαν τα αποτελέσματα, με παίρνει τηλέφωνο στο γραφείο ο διοικητής, τώρα. «Διαταγή, να πας να ντυθείς», πρωινές ώρες, «να πας να ντυθείς και θα πας στο Γυμνάσιο να πάρεις τα αποτελέσματα». Του λέω κι εγώ απ’ το τηλέφωνο: «Κύριε διοικητά, εσείς διοικητής είστε, πάρτε ένα τηλέφωνο τον Γυμνασιάρχη να σας τα πει». «Διαταγή», λέει αυτός. Του λέω: «Εντάξει». Καλύτερα για μένα, θα πάω να ντυθώ και θα βγω και στην Κοζάνη μια βόλτα. Πάω στο γραφείο του, «διαταγή» λέει. Μου δίνουν το υπηρεσιακό, πάω στο Γυμνάσιο. Κοιτάζω τα αποτελέσματα, πέρασε. Εγώ, τώρα, κάτι είχα υποσχεθεί. Εγώ βέβαια στο μυαλό μου προσπαθούσα να βρω ευκαιρία: «Γιατί με απείλησες; Δεν ξέρεις ποιος είναι ο δάσκαλος; Δεν έμαθες τα γεγονότα; Γιατί με απείλησες χωρίς να με πάρουν κατάθεση και να υπογράψω;» Γιατί μου ’πε… Λοιπόν… «Α», λέω, «θα πάω στον Γυμνασιάρχη», γιατί ήμουνα με στρατιωτική στολή. Πάω στον Γυμνασιάρχη, τον χαιρετάω: «Κύριε Γυμνασιάρχα, θέλω… είδα τα αποτελέσματα ότι πέρασε, αλλά θέλω τη σειρά κατάταξης, αν είναι δυνατόν». Μου λέει: «Αμέσως», ο Γυμνασιάρχης. Μου λέει: «Τρίτος πέρασε στον νομό». Λέω: «Αυτό θα το γράψετε σε ένα χαρτί. Και η βαθμολογία;» «Και βέβαια», λέει, «και τη βαθμολογία». Εικοσάρια και ένα 19… τώρα, στην Έκθεση ήτανε; «Γράψτε τα σε ένα χαρτάκι, βάλτε», λέω, «τη σφραγίδα του Γυμνασίου και την υπογραφή σας, ο Γυμνασιάρχης». «Εμείς», λέει, «χαιρόμαστε». Γιατί με ρώτησε: «Τι…; Εσύ μήπως είσαι δάσκαλος;». Το κατάλαβε ο Γυμνασιάρχης. Λέω: «Ναι και υπάρχει λόγος». Χαρά εγώ τώρα, παίρνω το χαρτί, γυρίζω στον διοικητή. Ανεβαίνω στο γραφείο, η πόρτα μισάνοιχτη και ακούω φωνές. Είχε έναν δόκιμο, σχεδόν τον έβριζε. Με το που πλησίασα, αυτός… πέρασα να δω ποιοι είναι μέσα, με είδε ο διοικητής. Αφήνει τον δόκιμο που τον μάλωνε: «Έλα μέσα!» Λέω: «Δεν θα ’ρθω, έχεις συζήτηση». «Σε διατάζω να ’ρθεις». «Κάτσε», μου λέει, «δίπλα». Και τον στόλισε μπροστά σε μένα. «Αχ», λέω, «καλύτερα που δεν έγινα… χίλιες φορές». Τέλος πάντων, τον έδιωξε – με τα καύσιμα κάτι προβλήματα είχανε και ο δόκιμος ήτανε μαθηματικός, πολλές φορές συζητούσαμε. Και μόλις έφυγε, του δίνω το χαρτάκι. Αυτός: «Τι είναι αυτό;» λέει ο διοικητής. «Τι είναι αυτό;» Λέω: «Διαβάστε το». Το κοίταξε, μόλις είδε τρίτος και τα αναλυτικά και τη σφραγίδα και αυτό, μου λέει: «Άκου να δεις τώρα. Άσε», λέει, «αυτά. Το βράδυ θα κάνουμε μία δεξίωση για τον μικρό. Για τον μικρό, όχι για… Άμα θέλεις, έλα», σε μένα. «Όχι», λέω, «άμα θέλω, έχω υποχρέωση να ’ρθω, ηθική. Προπόνησα τον…» «Ναι, ναι», λέει, «θα ’ρθεις». Εμένα στο μυαλό μου τι μπήκε… Και τώρα ευκαιρία σε ένα τέτοιο ευχάριστο γεγονός, θα καθίσω να συζητήσω την περίπτωση. Λέω: «Δεν μπορεί να φύγει αυτό έτσι». Πράγματι, το απόγευμα πήγα. Η γυναίκα του είχε ετοιμάσει εκεί και είχε καλεσμένους συμμαθητές – και φαίνεται πρέπει να ήταν συνάδελφοι με τις γυναίκες τους. Με τα πολιτικά βέβαια αυτοί, εγώ στρατιώτης. Εγώ στο μυαλό μου θέλω να τον απομονώσω, να μείνουμε μόνοι μας. Κάθονται και αυτοί δεν φεύγουν… Δεν φεύγω κι εγώ. Μέχρι που αυτός σαν να κατάλαβε. Αραίωσαν, έφυγαν αυτοί. Λέει: «Δάσκαλε, σε βλέπω λίγο ανήσυχο;» Λέω: «Ναι. Περίμενα να μείνουμε εδώ μόνοι. Θέλω να μου πεις γιατί εκείνη την ημέρα που ζήτησα ακρόαση μου ’πες αυτά κι αυτά». Και άκου τώρα. «Ρε δάσκαλε, σε θεωρούσα έξυπνο», λέει. «Ρε δάσκαλε, εσύ ήρθες να υπηρετήσεις την πατρίδα δύο χρόνια. Ξέρεις, ρε δάσκαλε, αυτόν εγώ τον αξιωματικό θα τον είχα μια ζωή στα πόδια μου. Πέντε μέρες φυλακή να έτρωγε θα ’χανε βαθμούς, τιμωρία, τον φάκελό του τον προσωπικό. Τι ήθελες να κάνω; Να, βρήκα τον τρόπο», λέει, «και σε φέρθηκα έτσι. Άλλωστε, γιατί σε φώναξα και σ’ έβαλα στο σπίτι μου;» Του λέω: «Αυτό μου αρκεί εμένα. Φτάνει, το θεωρώ δικαίωση. Αλλά μπορούσες ιδιαιτέρως –διοικητής ήσουνα– να με καλέσεις, όπως σε ζήτησα ακρόαση εγώ, και να μου το πεις. Αυτή είναι λεβεντιά. Εγώ γιατί βγήκα παραπονούμενος; Είχα κανέναν λόγο να βγω; Επιτρέπεται Αξιωματικός από πίσω τον στρατιώτη; Αυτός και εν καιρώ πολέμου από πίσω θα τον σκοτώσει τον στρατιώτη του για να σώσει το τομάρι του». Λοιπόν… «Σήκω φύγε», λέει, «τώρα και όλα…» Χαρά εγώ… Τέτοιες στιγμές –και τώρα ακόμα που τις λέω– τις νιώθω. Νιώθω αγαλλίαση. Πότε έγιναν οι εξετάσεις; Ιούνιο τότε. Ιούλιος; Επιστράτευση. Πέφτει η Χούντα, έρχονται έφεδροι και γίνεται ένας μύλος. Και πάμε εμείς κάτω απ’ το Νεστόριο, σε ένα χωριό δίπλα στον Αλιάκμονα. Στρατοπεδεύσαμε, φοβόμασταν να μην κάνει επίθεση η Αλβανία. Στράτος; Διαλυμένος. Έφεδροι; Συρφετός. Άμα σου περιγράψω πώς ήταν οι έφεδροι… Και κυβερνούσαν εφτά χρόνια. Έφεδροι με το παραμικρό, άμα έλεγαν τίποτα οι αξιωματικοί, ξύλο. Στρατοπεδεύσαμε. Τα βράδια, τον πρώτο καιρό, ερχόταν ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Δάσκαλε, ο Διοικητής… Να πας στη σκηνή του». Πήγαινα στη σκηνή: «Κάτσε εδώ», λέει, «δάσκαλε». Καθόμουνα μία, δύο, τρεις… Όπως ήταν η σκηνή του, μέσα ήταν το κρεβάτι, είχε το ιδιαίτερο γραφείο με τους ασυρμάτους και μπροστά είχε έναν προθάλαμο. Εκεί μπροστά καθόμουνα εγώ. Το ’κανε αυτό μια, δυο… κάθε μέρα. Του λέω μια μέρα: «Κύριε διοικητά, τι…». «Θα ’ρχεσαι», λέει, γιατί δεν[01:50:00] είχε αξιωματικούς, δεν είχε εμπιστοσύνη. Ούτε και τους εφέδρους. Ακόμα και τους εφέδρους, πολλές φορές εγώ τούς έκανα έλεγχο. Ήταν οικογενειάρχες, ζητούσαν απολυτήριο, «τα παιδιά μας τα αφήσαμε στη Θεσσαλονίκη», οικοδόμοι, δουλειά… Αυτοί τους έκαναν ΕΗΔ ακόμα και για τον κομμουνισμό. Ξύλο… «Εσείς θα με κάνετε εμένα», έλεγαν, «και ΕΗΔ;» Και εγώ, ρε παιδιά, «δάσκαλος» με φώναζαν εμένα όλοι στο στρατόπεδο και ήμουνα και ο πιο παλιός – του στρατοπέδου, όχι της μοίρας. Ε, και ο διοικητής με είχε αξιολογήσει· εμπιστοσύνη στον δάσκαλο. Ο δάσκαλος κάθε βράδυ… Την τελευταία βραδιά, όταν πήγα, μου λέει: «Σήμερα δεν θα φύγεις από δω μέχρι το πρωί». Δεν σου λέει μυστικά. Λέω: «Κάτι συμβαίνει». Αλλά εμείς τότε ακούγαμε και μεταξύ τους οι αξιωματικοί, γινόντουσαν κάποιες κινήσεις. Ξημερώνει, 5:00 η ώρα, ξέρεις, στον Στρατό εγερτήρια και τέτοια – εγώ δεν κοιμήθηκα κιόλας. Σηκώνεται αυτός, φωνάζει τον αξιωματικό υπηρεσίας, να καλέσουν όλη τη μοίρα και όλους τους εφέδρους. «Α», λέω… Και να τον ρωτήσεις… Τι είμαι εγώ για τον ρωτήσω; Αλλά τον είδα ανήσυχο. Λέω, έτσι από ενδιαφέρον, λέω: «Κύριε διοικητά, είστε αγχωμένος;». «Θα ακούσεις τώρα». Και ανακοινώνει… Είχανε συλλάβει τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού που ήταν έδρα στη Βέροια, ο όποιος έκανε κίνηση αντιπραξικοπήματος. Πήγε να… απ’ το Β΄ Σώμα. Και ανακοίνωσε στη μοίρα και στους εφέδρους ότι είμαστε σε επιφυλακή. «Δεν θα φύγει κανένας για σήμερα μέχρι που να ηρεμήσουν τα πράγματα». Και τα λέω αυτά για να δεις πώς και οι αξιωματικοί μεταξύ τους, μη έχοντας εμπιστοσύνη, μπάλωναν και έκαναν και την πλήρωνα τη νύφη εγώ. Ο δε αξιωματικός δεν με πλησίαζε ποτέ. Εάν με πλησίαζε, έστω και σε σκοπιά που ήμουν δίπλα στο ποτάμι και με έκανε… αλλά ήτανε… ξέρεις πώς συμμορφώθηκε; Έπεσε η Χούντα, αυτόν τον έβγαλαν από Α2, άρχισαν να αλλάζουν τα δεδομένα… Έφεδροι, τα πράγματα… σαν βρεγμένη γάτα ήτανε. Δεν με πλησίασε ούτε μια φορά. Θα τον έκανα ιστορία όμως, θα τον έπαιρνα στο κυνήγι, θα τον έστελνα στο ποτάμι. Τελειώσαμε. Ερχόμαστε ξανά στο στρατόπεδο, αυτός εκεί. Εγώ έπρεπε να απολυθώ τον Οκτώβριο. Μπήκε Οκτώβριος, τίποτα, το ’74. Μπαίνουμε το ’75 – τίποτα. Τελικά 11 Φεβρουαρίου ανακοινώνεται –όχι, πιο νωρίς– ότι απολυόμαστε στις 11 Φεβρουαρίου. Και δεκαπέντε μέρες είχα εγώ φυλακή, μου φαίνεται, και απολύθηκα τον Μάρτιο. Και οι δυο τους. Είχα και μία τελευταία μικροπαρεξήγηση με τον διοικητή μου, γιατί, ενώ ήταν επόπτης στρατοπέδου, του ζήτησα άδεια να πάω Θεσσαλονίκη και δεν μου ’δωσε, και έφυγα Σαββατοκύριακο σκαστός, γιατί ήταν επόπτης στρατοπέδου. Και, όταν γύρισα, με έβγαλε στην αναφορά. Και του λέω: «Γιατί μ’ έβγαλες στην αναφορά, αφού απολύομαι;». «Για να με θυμάσαι». «Όχι, θα μου ’λεγες: “Δάσκαλε, θέλω να μείνεις για το χατίρι μου δεκαπέντε μέρες επιπλέον”. Θα ’μενα, για σένα. Όχι να με τιμωρήσεις για να σε θυμάμαι. Εγώ έτσι δεν θυμάμαι ανθρώπους». Έρχεται η μέρα, πρέπει να πάρω το απολυτήριο. Ξέρεις, ο στρατιώτης τότε βγάζει αυτό το… ανοίγει τα κουμπιά, βγάζει τα… είναι πολίτης. Έρχεται ο λοχίας, φαίνεται τον είπαν: «Πάνε βρες τον δάσκαλο, να ’ρθει να πάρει το απολυτήριο». «Δάσκαλε, ο διοικητής είπε να πά’ να πάρεις το απολυτήριο». «Όχι, θα πας εσύ και θα τους πεις το απολυτήριο στον θάλαμο». Αυτό γιατί; Δεν ήθελα να χαιρετίσω κανέναν αξιωματικό. Και επειδή μ’ έκανε και ο διοικητής μου αυτή τη φυλακή πέντε μέρες που… για την άδεια, δεν χαιρέτησα κι εκείνον. Γι’ αυτό, μου φαίνεται, και όταν ήρθε εδώ στο σπίτι μου το ’πε το παράπονό του. Και του εξήγησα εγώ. Ήμουνα τόσο πικραμένος… Φαίνεται ο λοχίας πήγε τους είπε: «Δεν πρόκειται να ’ρθει και, άμα δεν του το δώσετε, αυτός είναι σε θέση να βγει να πάρει το λεωφορείο και να φύγει έτσι, χωρίς απολυτήρια και τέτοια». Του το ’δωσαν, έφεραν… είπαμε, δεν είχα φίλους εγώ, απλώς πέρασα από κάθε πυροβολαρχία, χαιρέτησα τους στρατιώτες όλους της μοίρας, πήρα το λεωφορείο κι έφυγα. Τον θυμάσαι έναν δικηγόρο; Όταν έπεσε η Χούντα, αυτός ήταν ο δικηγόρος που ανέλαβε τις μηνύσεις κατά των χουντικών – κι αυτός μες στο σύστημα, μη νομίζεις. Εγώ –και άρχισαν μηνύσεις και κάποιων ΕΣΑτζήδων και τέτοια– ήθελα να κάνω. Στέλνω μια επιστολή στον φίλο μου αυτόν το δικηγόρο, στο στρατόπεδο: «Και πάρε τα στοιχεία του, να του υποβάλω μήνυση». Και μου στέλνει επιστολή και μου λέει ότι: «Δάσκαλε, έφυγε, στην Κύπρο τον έστειλαν». Και εκεί έμεινε η ιστορία. Στο μυαλό μου τι είπα; «Άσ’ τον, εκεί είμαι σίγουρος θα βρεθεί κάποιος Τούρκος και θα τον πάρει τη ζωή». Δηλαδή τόσο, όχι μίσος, απέχθεια αισθάνομαι για αυτόν. Τώρα κοίταξε, περνάν τα χρόνια και τη γυναίκα μου πολλές φορές… θέλω να τον βρω, να δω αν ζει πρώτα. Εγώ είμαι σίγουρος το επίθετό μου θα το θυμάται. Δεν θα τον πω τίποτε, θέλω να δω αν ζει και τι έκανε στη ζωή του. Είμαι περίεργος, έχω βάλει έναν ανιψιό μου να ψάξει μέσω… εσείς τα ξέρετε αυτά τα… να βρω τα… και θα το κάνω. Και το λέω αυτό, γιατί το μετάνιωσα που δεν τον ερέθισα. Έπρεπε να το… Αυτούς πρέπει μια τιμωρία. Λες πιθανόν να προλάβεις κάποια πράγματα. Αυτό ήταν ένα γεγονός που ακόμα το φέρω βαρέως. Κάτι άλλο που θέλεις να…

Α.Ν.:

Θέλετε τις φωτογραφίες εκείνες που λέτε να δούμε;

Χ.Τ.:

Και το ευχάριστο θα το πω το τελευταίο…

Α.Ν.:

Να το πείτε, ναι.

Χ.Τ.:

Οι πρώτες εκλογές μετά τη Μεταπολίτευση ξέρεις πότε έγιναν;

Α.Ν.:

Το ’75 δεν είναι;

Χ.Τ.:

Το ’74, 17 Νοέμβρη, Κοζάνη. Η μοίρα πόσα… εκατόν είκοσι άτομα είχε; Εγώ ψήφιζα, εκλογικό βιβλιάριο είχα εγώ, ψήφισα και επί Χούντας. Να σου πω και την περίπτωση πώς πήγα και [02:00:00]ψήφισα επί Χούντας, είναι ευχάριστη, ευχάριστο περιστατικό. Και δύο-τρεις άλλοι και ψηφίζαμε εκεί στο Δρέπανο, στο χωριό. Έρχεται ο Καραμανλής στην Κοζάνη, μίλησε και κάποια στιγμή μετά από την ομιλία του, μετά από μέρες, βγαίνουμε. Έξοδο είχαμε, αλλά εκείνη την ημέρα… ο Ανδρέας ο Παπανδρέου. Εμείς ακούγαμε τώρα, εγώ τον Παπανδρέου από τα Ιουλιανά, πού αλλού; Και επί Χούντας – επί Χούντας ποιος μας έλεγε τίποτα; Και όπως βγαίνουμε, εγώ, ο γραφέας του ουλαμού συντήρησης, ο οπλουργός απ’ τη Λήμνο και ο λευκοσιδηρουργός, τεχνίτης απ’ την Κέα, την Τζια. Και μαζί μας έρχεται ένας δικηγόρος – εκείνες τις μέρες είχε έρθει, δεν είχε πολύ καιρό· αλλά ασκούμενος δικηγόρος, 32 χρονών τότε, δεν τον ξέραμε και πολύ– στην πυροβολαρχία διοικήσεως. Μας λέει: «Να, είναι ο Παπανδρέου, πάμε στην ομιλία». Ο οπλουργός –και κυρίως εκείνος από την Τζια– έτοιμος ήτανε. Εγώ σαν λίγο… και πιο μεγάλος από αυτούς κατά έναν χρόνο: «Ρε δικηγόρε», του λέω. Δικηγόρος ασκούμενος εκείνα τα χρόνια… δηλαδή είχε διαφορά από μένα έντεκα χρόνια μεγαλύτερος – και η διάφορα σε εκείνες τις ηλικίες είναι πολύ αισθητή, έντονη. Λέω: «Πού θα πάμε με στρατιωτική στολή;». «Ο διοικητής», λέει, «δεν έκανε καμία ανακοίνωση, μη στεναχωριέστε». Κανένας δε λέει τίποτα. Πώς μου ’ρθε κι εμένα, επειδή είπαν και οι άλλοι δύο, πάμε στη συγκέντρωση. Εκεί στην κεντρική πλατεία είχε ένα ξενοδοχείο, ένα μπαλκόνι. Βγαίνει ο Παπανδρέου με ζιβάγκο τότε, θυμάμαι, ήταν και πιο νέος… Και αρχίζει… Εμείς, όπως ήταν ο δρόμος, στο κράσπεδο πάνω, σχεδόν κάτω από το μπαλκόνι. Στρατιωτική στολή. Αυτός ο λευκοσιδηρουργός από την Κέα –άρχισε να λέει ο Παπανδρέου: «Έξω οι βάσεις του θανάτου» και τέτοια– βγάζει τον μπερέ. Τελειώνει η ομιλία, δεν έχει και πολύ κόσμο, ας πούμε, τότε. «Άντε», λέμε, «να κάνουμε μια βόλτα». Είχε δυο πλατείες όπως στην Ξάνθη. «Πάμε να γυρίσουμε και να φύγουμε, να πάρουμε το αστικό». Πήγαμε, στον γυρισμό ο κόσμος ακόμα διαλυότανε. Έρχεται η ΕΣΑ. Έρχεται η ΕΣΑ, γυρίζω να δω… Ο λοχίας ήτανε γνωστός μου, πηγαίναμε από λόχο υλικού πολέμου και παίρναμε ανταλλακτικά μαζί – και εκεί γνωριστήκαμε. «Ρε λοχία», του λέω. «Δάσκαλε, καρφωτή η δουλειά. Κάντε», λέει, «στην άκρη». Μας πήγαν σε ένα στενό, εκεί στο στενό καπαρντίνα ο ταγματάρχης του Α2 του Σώματός. Τους λέει –γιατί περνούσε κόσμος και φώναζε: «Αφήστε τα παιδιά», στους ΕΣΑτζήδες– τους λέει: «Πάρτε μία ταυτότητα και διώξτε τους». Και παίρνουν την ταυτότητα. Και αυτός, φαίνεται, αριστερός ήτανε. Παίρνουμε το αστικό, γυρίζουμε, κατεβαίνουμε… Μόλις κατεβαίνουμε από το αστικό, ο αξιωματικός υπηρεσίας φωνάζει. Τα νέα είχανε πάει πίσω στο στρατόπεδο. Πάω τον λέω: «Να ’ρθω κι εγώ;» «Άσε, ρε δάσκαλε, τώρα θα δούμε», λέει, «τι θα μου πουν». «Όχι», λέω, «άμα θέλεις συμπαράσταση να ’ρθω, αφού κι εγώ ήμουνα μαζί. Επειδή πήραν την ταυτότητά σου;» «Όχι, θα σου πω. Ας πάω στον επόπτη». Πάει στον επόπτη, μόλις πήγε εκεί τον είπε φαίνεται: «Αυτό που κάνατε ξέρετε τι συνεπάγεται;» τον ρώτησε. «Αύριο στρατοδικείο θα περάσετε». Ήρθε, αυτά μου τα είπε και καθόμαστε, τώρα, εμείς εκεί –γύρω στη σόμπα ήτανε– και συζητάμε ποιος θα βγει πρώτος αναφορά για να δικαιολογήσει και τα… Και λέω εγώ: «Ο δικηγόρος, αυτός μας είπε να πάμε». Εμείς… εγώ είχα ενδοιασμούς, λέω: «Ο δικηγόρος είναι αυτός». Γυρίζει και μου λέει ο δικηγόρος: «Δάσκαλε, ποιος θα βγει αναφορά; Άμα τολμήσουν και μια μέρα κράτηση να μας ρίξουν, την άλλη μέρα ο Ανδρέας ο Παπανδρέου θα ’ναι εδώ στο στρατόπεδο». Εγώ κόκαλο έμεινα. Αλλά πού να φανταστώ, για; Απλώς, αυτός, για να λέει, κάποια σχέση έχει. Του είπα μόνον: «Άσε», λέω, «θα βγω εγώ πρώτος». Γιατί όμως; Ο πρώτος διοικητής όταν πήγα, ο Μαραθιάς που σου λέω, που είχε δύο αγοράκια και πήγαινα κάθε μέρα και έκανα τα… που ήταν διοικητής του λόχου της ΕΣΑ, ήρθε μετά την πτώση της Χούντας υποδιοικητής στη μοίρα. Εγώ τόσο καιρό πήγαινα τα… μ’ αγαπούσε. Λέω: «Χάρη, θα βγεις εσύ αναφορά παραπονούμενος, στην αναφορά πρώτος, αλλά πριν την αναφορά θα πάω να βρω τον… στο γραφείο». Ξυπνάω το πρωί –μην κοιμήθηκα κιόλας όλη νύχτα– ετοιμάστηκα, πάω στο γραφείο. Ανεβαίνω –στον δεύτερο όροφο ήτανε–, αυτός είχε γυρισμένη… ήταν η πόρτα ανοιχτή, έβαζε τις φόρμες. Με το που πλησίασα, χτύπησα το πόδι, χαιρέτησα κανονικά για να ακούσει τη φωνή μου. Και όπως έβαζε τη φόρμα: «Α, ξέρω», λέει, «γιατί ήρθες». Τίποτα άλλο δεν του είπα. Κάθεται στο γραφείο, είχε εκείνα τα χειροκίνητα τα τηλέφωνα: «Κύριε επιτελάρχα, η αναφορά της 198 θερμή παράκληση να μην φτάσει στον στρατηγό». Το κλείνει. «Βρε συ», μου λέει, «και εγώ ήμουνα στη συγκέντρωση. Εσείς», λέει, «δεν έφτανε… με στρατιωτική στολή; Άντε με στρατιωτική σε μια άκρη. Πήγατε εκεί μπροστά και κουνούσατε και τον μπερέ». Όλα χαρτί και καλαμάρι είχανε πάει αποβραδίς στα χέρια τους. Λέει: «Άκουσες τι… Ο επιτελάρχης», λέει, «είναι οικογενειακός μου φίλος. Θα βγείτε στην αναφορά και θα συνεννοηθώ τώρα με τον διοικητή εγώ. Και από κει ύστερα μπορεί να σας ρίξει δέκα μέρες φυλακή και θα δούμε τι θα γίνει». Εγώ, τώρα, στο ότι θα βγει στην αναφορά: «Ναι, ναι, κύριε διοικητά, θα βγω εγώ γιατί», τι με φώτισε, «θα βγω εγώ, γιατί ο δικηγόρος μου ’πε ότι, εάν…», γιατί μου είπε για δέκα μέρες φυλακή, «εάν μας τιμωρήσετε έστω και μια μέρα κράτηση, ο Ανδρέας ο Παπανδρέου θα ’ρθει στο στρατόπεδο». Αυτός μόλις το άκουσε, σηκώθηκε. Και μου λέει: «Χάρη, έκανες πολύ καλά που μου το ’πες». Γιατί φαίνεται –στον λόχο της ΕΣΑ ήταν αυτός, τώρα είναι υποδιοικητής– και τον στρατιώτη τον δικηγόρο ξέρανε ποιος είναι. Εγώ εκ των υστέρων απ’ ό,τι κατάλαβα, ο δικηγόρος πρέπει να ’ταν οργανωμένος στο ΠΑΚ. Ξέρανε κι εκείνος ήξερε τι… και μας είχε ψυχολογήσει κιόλας εμάς, επειδή ψηφίζαμε κιόλας, εμένα ειδικά και από την ειδικότητα ακόμα αυτή βγάζανε… βγάζανε συμπεράσματα αυτοί που ξέρανε. Λοιπόν… Γι’ αυτό μου το ’πε. Και μ’ έκανε εντύπωση αυτό που μου το ’πε ο Μάρας, ο υποδιοικητής. «Έκανες πολύ καλά που…». Και ήρθαν –πρόσεξε τώρα– βγήκαμε… βγήκα αναφορά παραπονούμενος, αναφέρθηκα… λέει ο διοικητής: «Α, είστε η Αγία Τετράς. Δέκα μέρες ο καθένας». Τώρα, ο δικηγόρος έφυγε πιο μπροστά, [02:10:00]δεν την υπηρέτησε, ο οπλουργός δεν την υπηρέτησε, ο λευκοσιδηρουργός δεν την υπηρέτησε… ο μόνος που υπηρέτησε τη φυλακή ήμουνα εγώ. Όμως στο paybook και σ’ αυτά δεν είναι γραμμένο πουθενά. Είχαμε κι αυτό το περιστατικό. Τώρα, τον οπλουργό στη Λήμνο τον βρήκα, μετά από χρόνια. Τον λευκοσιδηρουργό στην Τζια, αυτός μετά έγινε και δήμαρχος στην Τζια με το ΠΑΣΟΚ, μέχρι και… πώς το είπε; Έπαρχος; Και τώρα είναι στη Μήλο. Αυτός, κοίταξε, επειδή ήμασταν απλοί στρατιώτες και… ξέρεις τι δουλειά έριξαν αυτοί όμως εκεί πέρα στην… Δουλειά σαν μαύροι. Εκείνος ο λευκοσιδηρουργός συγκολλήσεις, κρεβάτια, σίδερα… πολλή δουλειά – και ο οπλουργός μαζί του και εγώ. Τότε λίγο δεν δουλέψαμε εκεί πέρα. Αυτούς τους ανθρώπους ευχάριστα τους βρίσκεις. Τους άλλους όμως, με έτσι… με μια αρνητικότητα. Τον διοικητή μου τον δέχτηκα, τον χάρηκα πολύ, ήρθε… Είχαμε και επικοινωνία αλλά και μ’ εκείνον σφιγμένος ήμουν. Ενώ μπορούσα… και μέχρι τελευταία, τώρα έμαθα πέθανε. Έχω έναν στρατιώτη εκεί πέρα, ήμασταν… εκείνος είναι τεχνίτης τηλεπικοινωνιών, στον ΟΤΕ δουλεύει, και έχω τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του. Ήρθε με βρήκε εδώ. Αυτά είναι τα… κατάλαβες. Και πολλά, πολλά είναι αλλά… θέλει πολλές ώρες. Τώρα, εγώ αυτά είχα να σου πω. Εγώ ήθελα να βοηθήσω εσένα περισσότερο, ήθελα να μου κάνεις εσύ ερωτήσεις για να τις χρησιμοποιήσεις και σε…

Α.Ν.:

Ε, είπαμε πολλά πάντως, δεν είπαμε και λίγα.

Χ.Τ.:

Εσύ πού ήθελες να εστιάσεις περισσότερο;

Α.Ν.:

Μου είπατε αυτά με την ιστορία αυτή, που είχατε πει με την υποτροφία που λέγαμε…

Χ.Τ.:

Αυτά σε ενδιαφέρουν, ας πούμε, είναι σημαντικά;

Α.Ν.:

Ναι, και της οικογένειάς σας, δηλαδή τι το είχε προκαλέσει όλο αυτό. Αυτά νομίζω ήταν τα σημαντικότερα. Έχετε εσείς κάτι άλλο στο μυαλό σας, έτσι, που θεωρείτε σημαντικό και θέλετε να πείτε;

Χ.Τ.:

Νομίζω ότι αυτά που είπα αφορούσαν εμένα, είναι ο πόνος μου. Έτσι το κατάλαβα εγώ. Αλλά εγώ ήθελα και κάτι που θα ενδιέφερε εσένα.

Α.Ν.:

Α, πολύ ενδιαφέροντα ήταν αυτά.

Χ.Τ.:

Πολύ, εντάξει, αυτό είναι ευχάριστο. Εγώ κατάλαβα ότι άνοιξα λίγο τον εαυτό μου, γιατί περισσότερο ψάχνω να ανακουφιστώ.

Α.Ν.:

Καλό είναι αυτό.

Χ.Τ.:

Πιστεύω να το κατάλαβες. Βέβαια καλό είναι… Εμένα ο αδερφός μου, ειδικά αυτός που σκοτώθηκε, είχα προβλήματα και ψυχολογίας. Αλλά τα αντιμετώπισα, βρήκα το κουράγιο, καλά να ’ναι κι η σύζυγος. Μεγάλη υπόθεση. Να μη σου πω, μπορεί να σε σώσει κιόλας – και όχι μπορεί να σε σώσει, σε σώζει. Έτσι είναι. Και είδες τώρα, είσαι εγγονός του Εξάρχου, εγώ πολλές φορές μπορώ να σου πω, τον θαύμαζα. Ξέρεις γιατί; Κάποτε φτιάχνανε συζητήσεις εκεί στο αμφιθέατρο, «Ανοιχτό Πανεπιστήμιο» λεγότανε. Και πολλές φορές ο παππούς σου ήταν εκεί, πάντοτε, και συμμετείχε – μέχρι και στο προεδρείο. Και εγώ το λάθος… όχι λάθος, επειδή είχα ορκιστεί τότε στην Ασφάλεια δεν ανακατεύτηκα ποτέ με κόμματα· ποτέ. Και όταν διορίστηκα, πρόεδρος του Διδασκαλικού Συλλόγου ήταν ο Χρύσανθος ο Γκιουγκής, ο δάσκαλος ο οποίος ήταν δάσκαλός μου εδώ στο χωριό. Και μ’ έβαλε στο ψηφοδέλτιο. Εκείνος μ’ αγαπούσε πολύ, ήξερε που πέρασα πρώτος, ήξερε τι αξία… και την οικογένεια, ας πούμε, και τα φρονήματα. Γιατί κι εκείνος ήταν από το Διδυμότειχο, από οικογένεια δημοκρατική και ευκατάστατη και μορφωμένη. «Εγώ», λέει, «είμαι ο αμόρφωτος της οικογένειας», επειδή ήταν δάσκαλος. Οι άλλοι ήταν γιατροί, δικηγόροι και τέτοια. Όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, μετά, το ’82, έγιναν οι παρατάξεις. Εγώ όταν μπήκα είχαμε ενιαίο ψηφοδέλτιο, μαζευόμασταν όλοι μαζί. Γίνονταν και παρέες στο ενιαίο, αλλά… γνωστοί. Και ένας δεξιός, άμα είχα φίλο εγώ, ας πούμε, μπορεί να ήταν Νεοδημοκράτης, αλλά όλη μέρα μαζί ήμασταν. Μπορούσαμε να… Όταν έγιναν οι παρατάξεις, πάω στον δάσκαλό μου, λέω: «Δάσκαλέ μου, μέχρι εδώ. Εγώ δεν μπαίνω…». Αυτός ξαφνιάστηκε. Το σκέφτηκε λίγο και μου λέει: «Πολύ καλά θα κάνεις». Εκείνος όμως, επειδή ήτανε πραγματικός δάσκαλος, τον ψήφιζαν όλοι – τι δεξιοί, τι αριστεροί, όλοι οι δάσκαλοι. Διακόσιοι πενήντα είμαστε; Διακόσιοι πενήντα και έπαιρνε εκείνος. «Και εγώ», λέει, τότε είχε προβλήματα. Ενιαίο μισθολόγιο φώναζαν, σχολικοί σύμβουλοι… πολλά θέματα, ανωτατοποίηση ακαδημιών… Ο κλάδος είχε πολλά προβλήματα. «Θα συνεχίσω» και λόγω δημοκρατικότητας εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ. Αλλά μου ’πε, επειδή ήταν και μεγάλος, πρόεδρος εκείνος, δάσκαλός μου ήταν: «Όταν θα καταρτίζουμε το ψηφοδέλτιο», λέει, «σε έκτακτες περιπτώσεις θα μου δίνεις το δικαίωμα, το ok, να έχεις ελεγκτική επιτροπή». Λέω: «Αυτό… εσύ κάνε ό,τι θέλεις, αλλά εγώ δεν μπαίνω στην παράταξη». Εκείνος καταλάβαινε και τις δυσκολίες και στην παράταξη τι γινότανε – στις παρατάξεις γενικά. Και όντως το ’ζησε. Όταν τους έλεγε: «Βάλτε τον Τερζανίδη τον Μπάμπη», τον έλεγαν κάτι νεαροί: «Αυτός δεν είναι μέλος». Σε ποιον το λέγαν; Στον πρόεδρο, λες και δεν ήξερε τι γίνεται. Και δεν μπήκα ούτε και αναμείχθηκα στα κόμματα. Ούτε και έβαλα υποψηφιότητα ακόμα και για δήμαρχος και πρόεδρος και ό,τι… Ενώ οι δεξιοί, γη και ύδωρ. ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ τι να πει. Το ΠΑΣΟΚ εδώ στον Νομό η οικογένεια η δικιά μας ήτανε που ψήφιζε. Στις πρώτες εκλογές δεν ήξερε κανένας. Όχι μόνο… φοβόντουσαν κιόλας. Βγήκε το ΠΑΣΟΚ και λέγαν: «Οι κομμουνισταί βγήκαν». Αφού τα ’ζησα αυτά εγώ. Κάτι παππούδες εδώ, «βρε παππού», τον έλεγα. Παππούδες δικοί μου, οι οποίοι με σέβονταν κιόλας. Εγώ τους έλεγα: «Ψήφισα ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή τι; Κομμουνιστής είμαι; Εν τω μεταξύ και οι παππούδες: «Ο Τερζανίδης ο Χάρης, ο γιος του Κώστα που έγινε δάσκαλος», χαρά… Ξέχασα να σου πω για τον πρόεδρο της Χούντας, τον Κομνηνακίδη. Εκείνο πρέπει να το πω, για να είμαι δίκαιος. Όταν ο πατέρας μου πήγε για το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, η Αστυνομία… το ok από ποιον; Θα καλέσει τον πρόεδρο. Εκείνοι τον έβαλαν. Φαίνεται τον κάλεσαν. Εκείνος ο αγράμματος, ο Κομνηνακίδης, όταν τον κάλεσαν και του είπαν για μένα, ξέρεις τι τους είπε; «Εάν μάθω ότι το ταλαιπωρήσατε το παιδί… Εμείς εδώ το ’χουμε καμάρι, το πανηγυρίζουμε. Το ταλαιπωρήσατε, θα έχετε να κάνετε μαζί μου». Εκείνος ο αγράμματος ο άνθρωπος… Τώρα θα μου πεις: «Εσύ πού το…». Εγώ, όταν πήρα την υποτροφία, άρχισα να μαθαίνω περισσότερα πράγματα, να μπαίνω στο νόημα. Πήγα στον Στρατό, είδα αυτές τις καταστάσεις. Τον πατέρα μου, βέβαια, άκουγα για τις υπογραφές, δήλωση μετανοίας και υπεύθυνες δηλώσεις… Δεν είχα τι να πω στον πατέρα μου. «Μήπως υπέγραψες;» Και, αν το ’κανε, το ’κανε για ποιον; Ποτέ. Όμως πολλές φορές προσπαθούσα με [02:20:00]χαρά όταν αναφερόμουν στην πρωτιά και στην υποτροφία… Ήθελε να πει για τον πρόεδρο. Φαίνεται τον έπιασε ο πρόεδρος και τον είπε: «Κώστα, μη στεναχωριέσαι. Άμα γίνει κάτι, εγώ εδώ είμαι. Να ’ρθεις…» Απολύθηκα. Δούλεψα ένα διάστημα στη Ζάχαρη και μετά πιάστηκα το ’76, πήγα στην Καβάλα. Έπεσε η Χούντα, ο παππούς ο Κομνηνακίδης γέρος. Ερχόμουνα εγώ, πήγαινα στο καφενείο, ερχότανε κοντά μου. Να με κεράσει, να καθίσει μαζί μου, να χαρεί… Και κάποια στιγμή, σε συζήτηση που είχαμε για τον Καραμανλή τον μεγάλο, καταφέρθηκε εναντίον του. «Ποιος;» λέει. Δεξιός κι αυτός, για. «Ποιος;», λέει. «Αυτός που άφησε τον λαό και πήγε στη Γαλλία;» Μου έκανε εντύπωση εμένα. Ο χουντικός ο πρόεδρος του χωριού, ο μπαρμπα-Νίκος… Εκεί βρήκα ευκαιρία και αναφέρθηκα στο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Και μου λέει: «Ο μπαμπάς σου δεν σου ’πε τίποτα;» Του λέω: «Όχι». «Καλύτερα. Άσ’ τους κι εκείνους. Κι εκείνους θα τους τιμωρήσει ο Θεός». Και ο πατέρας μου κάποια στιγμή μου ’πε ότι ο μπαρμπα-Νίκος φέρθηκε… ο αγράμματος. Υπάρχουν και αυτά τα θετικά. Φταίει ο λαός; Γι’ αυτό σου ’πα, αυτοί οι αξιωματικοί. Και ο όρκος που δίνουν, ορκίζεσαι εσύ… Εγώ ορκίστηκα όταν πήγα στην Ακαδημία, όταν πήρα το πτυχίο, όταν διορίστηκα, στον Στρατό… Και τίμησα τους όρκους όλους. Αυτοί έναν όρκο: να υπηρετήσουν την πατρίδα. Τον τίμησαν; Κανένας απ’ αυτούς. Πότε να πάρουν το άστρο, ποτέ η γυναίκα να κάνει τη συζήτηση, πού θα πάνε και τι θα κάνουν. Τίποτα άλλο, κατάλαβες;

Α.Ν.:

Να ρωτήσω κάτι, ένα τελευταίο, απ’ όταν ήσασταν δάσκαλος. Στο μειονοτικό δουλέψατε της Ηλιόπετρας…

Χ.Τ.:

Ναι.

Α.Ν.:

Πώς ήταν να είστε, έτσι, δάσκαλος σε παιδάκια της μειονότητας;

Χ.Τ.:

Δύσκολα. Όχι για τον δάσκαλο, οι δάσκαλοι περνάνε καλά. Για τα παιδιά. Και μάλιστα σε μειονοτικά υπάρχει το πρόβλημα αυτό, της ελληνοτουρκικής σχέσης. Και οι δάσκαλοι μαλώνουμε μεταξύ μας, αυτοί που δεν ξέρουν. Καλά εγώ, άμα πας τώρα στον κάμπο και… πάνε πες τους: «Ψάχνω να βρω τον δάσκαλο τον Τερζανίδη τον Χάρη». Θα μαζευτούν πέντε-δέκα, θα σε φέρουν εδώ πέρα στο σπίτι μου. Τα λυπάσαι τα παιδιά, ένας δάσκαλος που… Εγώ πήγαινα εκεί πέρα και δεν ήξεραν… η Ηλιόπετρα, επειδή είναι το τελευταίο χωριό, είναι τελείως απομονωμένο με ελληνικά… χριστιανικό στοιχείο. Λέξη; Καμία. Τους παρακαλούσα, τους μάλωνα… Αλλά κι εκείνα το καταλάβαιναν. Και τώρα αυτό έρχονται. «Γιατί ερχόμαστε», λέει, «ξέρεις; Μας μάλωνες και μας έλεγες να μάθουμε». Ένας συγκεκριμένα μαθητής μου: «Έρχομαι», λέει, «γιατί σ’ αγαπάω τόσο πολύ… Βρίσκω παρηγοριά. Έχω βιομηχανική ντομάτα». Την πήγαινε στη ΣΕΒΑΘ, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί, ζοριζότανε. Δεν έμαθε τα Ελληνικά. «Και πήγαινα απ’ το ζόρι», μου λέει, «στην πλατφόρμα κι έκλαιγα. Και θυμόμουνα εσένα, που πάσχιζες και μάλωνες και με…» Γιατί οι σχέσεις… έλεγαν οι μουσουλμάνοι: «Μην ακούτε τον δάσκαλο. Θέλουν να μάθουν Ελληνικά, να σας μάθουν Ελληνικά, να σας κάνουν Έλληνες, χριστιανούς». Αυτή ήταν η νοοτροπία. Τώρα τελευταία παρατηρείται… Η δυσκολία είναι… οι δυσκολίες πολύ μεγάλες. Τα σχολεία τότε είχανε σχολικές εφορείες, ξύλα φέρναν τα παιδιά, τους προσοντούχους τούς τάιζαν, τα κτίρια σε άθλια κατάσταση, πολλά παιδιά… μεγάλες δυσκολίες. Είναι να μην είσαι μειονότητα. Άκου τι θα σου πω τώρα. Εδώ καθόμαστε και μαλώνουμε για ποιο πράγμα, εδώ στη Θράκη; Για την ΤΕΞ, για το ότι δεν είναι Τούρκοι, είναι μουσουλμάνοι, λέει. Αυτός εδώ στην Αλκυόνη τι είναι; Τούρκος δεν είναι; Ο Έλληνας που ήτανε στην Κωνσταντινούπολη, Έλληνας δεν ήτανε; Με ελληνική καταγωγή, με τούρκικη υπηκοότητα – όπως κι εδώ αυτοί. Κι εμείς αμέσως μόλις ζοριζόμαστε, φέρνουν αυτό στην πολιτική· και εμείς και οι Τούρκοι. Δηλαδή βάζουν τους λαούς, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, και κάνουν πολιτική. Αυτό είναι φιλοσοφία του «διαίρει και βασίλευε». Την ΤΕΞ… Πρώτα πρώτα, πρέπει να την έχω την… Αυτό το σχολείο εδώ, Αλκυόνη, τις εθνικές επετείους μαζί τις κάναμε. Εγώ έχω φίλους από το… συμμαθητές που ήμασταν. Το σχολείο, η πινακίδα, έγραφε «Τούρκικο Δημοτικό Σχολείο Αλκυόνης». Τι άλλαξε δηλαδή και έγινε Μειονοτικό Δημοτικό Σχολείο; Καλώς και είναι, αλλά γιατί επιμένεις και του λες του άλλου: «Δεν είσαι Τούρκος», και κάνεις πολιτική; Είναι λάθος. Όπως πάλι προχθές άκουσα για την ΤΕΞ. Ρώτα κάναν δάσκαλο: «Πηγές καμιά φορά στην ΤΕΞ, στα γραφεία τους;». Όσους ξέρεις. Κανένας. Ο μόνος που πήγαινα εγώ ήμουνα. Ο δάσκαλος που είχα, ο ένας ήταν ο Αμπντάν. Αυτός ήτανε και ποδοσφαιριστής στην ΤΕΞ και μέλος, έκανε και Πρόεδρος… Ήταν και μέλος του συλλόγου Τούρκων δασκάλων Δυτικής Θράκης. Και μάλιστα τον βοήθησα και επί ΠΑΣΟΚ… ήθελε να πάει στο 1ο, στο κεντρικό. Και πήγε δάσκαλος εκεί πέρα. Αν κι εκεί πάλι δημιουργήθηκε μια ιστορία και τον έδιωξαν – και δικαιώθηκε, εν πάση περιπτώσει. Η ΤΕΞ, είχαν τον Σύλλογο και είχαν ομάδα ποδοσφαίρου: «Τουρκική Ένωση Ξάνθης». Εγώ έφτιαξα την ομάδα του χωριού το ’76. Δεν υπήρχε εδώ ΕΠΣ, είχε ΕΠΣ Θράκης – και γραφτήκαμε εκεί πέρα. Και η ΤΕΞ είχαν ομάδα, «Τουρκική Ένωση Ξάνθης». Μετά δύο χρόνια, το ’78, είμαι ιδρυτικό μέλος της ΕΠΣ Ξάνθης. Ήρθε και ο Φίλιππας ο Αμοιρίδης, εκεί πέρα όλοι μαζί… Ο Φίλιππας είχε τις βλέψεις του να το κάνει κομματικά τα… Εμένα δεν με πλησίαζε κανένας. Εκλογές και τέτοια, «τι θα ψηφίσεις;» και στις ΕΠΣ και στον αθλητισμό; Βουλευτής να με πάρει τηλέφωνο, τι… Απαγορεύεται. Ας είναι και ο φίλος μου ο Νίκος ο Λαμπαδάς και συμμαθητής μου. Και εγώ με την «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» παίξαμε αντίπαλοι. Δεν είχαν γήπεδο και έπαιζαν στον ΑΟΞ. Εμείς, είχα φτιάξει το γήπεδο, ήτανε… και παίζαμε εδώ. Και γυρνάς τώρα, περνάν τα χρόνια, διαλύεις το όνομα… Καλά το ’κανες. Αλλά και με το παραμικρό, τσακ… δημιουργείς προβλήματα. Ασ’ τον, Μορφωτικός Σύλλογος δεν είναι; Δεν μπορείς να τον παρακολουθείς; Να, ορίστε, πήγαινα εγώ. Ή κάνε κοινές εκδηλώσεις και αν παραβαίνει τον νόμο τιμώρησε τον. Έτσι δεν είναι; Δεν έχει καταστατικό; Ποιος το εγκρίνει; Εσύ δεν το εγκρίνεις; Παραβαίνει τον νόμο; Παραδειγματικά τιμωρία. Ή βάλε δύο-τρεις δασκάλους, που το λέει η καρδιά τους. Να βγούμε και μπροστά, να κάνουν και εκδηλώσεις, γιατί δηλαδή; Έτσι γίνονται με τους λαούς, όχι με το παραμικρό… Αυτά είναι στενόχωρα πράγματα. Φαντάζεσαι να έχεις και κά[02:30:00]ναν φίλο αδελφικό και τον… Τον δάσκαλο που είχα ήτανε πολύ θρησκόληπτος με το τζάμι. Πήγαινε και έψελνε κιόλας. Τον πείραζα όμως εγώ. «Βρε συ», τον λέω, «έχεις δύο αγόρια, εγώ έχω μία κόρη. Θα βάλω την κόρη μου να ερωτευτεί τον γιο σου. Θα μας σφάξουν», του λέω. Εμένα οι Έλληνες οι χριστιανοί και σένα», του λέω, «οι…» Αυτές είναι οι θρησκείες; Αυτή είναι η θρησκεία που… «Θα δεχτείς εσύ να το κάνουμε το…» Με κοιτούσε. «Τι θα γίνει; Άμα ερωτευτούν και θέλουν να παντρευτούν, τι θα κάνουμε; Για πες μου. Εσύ κι εγώ, τώρα, που είμαστε και δάσκαλοι. Θα σου πω εγώ να βαφτιστεί χριστιανός». «Α, αφού είναι το αγόρι μου. Να γίνει μουσουλμάνα». «Και πού θα οδηγηθούμε; Εσύ κατά δω, θα μαλώσουμε κιόλας». Να, αυτά κάνουμε. Τέτοιες ιστορίες… Κάτι άλλο να ρωτήσεις;

Α.Ν.:

Αυτά νομίζω, είμαστε…

Χ.Τ.:

Ναι.