© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Απορρίπτοντας το «χναροπάπουτσο»: η πορεία του Νικήτα Ρούσσου από την Αμοργό στην Κρήτη

Istorima Code
19433
Story URL
Speaker
Νικήτας Ρούσσος (Ν.Ρ.)
Interview Date
23/07/2021
Researcher
Ανδρέας Καλοκαιρινός (Α.Κ.)
Α.Κ.:

[00:00:00]Ωραία. Ονομάζομαι Ανδρέας Καλοκαιρινός, είμαι ερευνητής στο Istorima, σήμερα είναι Σάββατο 24 Ιουλίου 2021 και βρισκόμαστε στο Ηράκλειο Κρήτης. Θέλετε να ξεκινήσουμε με το όνομά σας;

Ν.Ρ.:

Ναι. Εγώ είμαι ο Νικήτας Ρούσσος. Είμαι συνταξιούχος φαρμακοποιός και ζω στο Ηράκλειο Κρήτης. Γεννήθηκα στην Αμοργό των Κυκλάδων το 1948. Οι γονείς μου ήταν γεωργοί, και μάλιστα ο πατέρας μου ήταν από γεωργική οικογένεια. Η μάνα μου ήταν –με τα δεδομένα της τότε εποχής– από αστική οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος, δεν είχε καμία σχέση με τη γεωργική εργασία και με τις δουλειές τις γεωργικές. Και το λέω αυτό γιατί; Διότι, επειδή έχουν μια πολύ όμορφη, ας πούμε, συναισθηματική, σε παρένθεση, ερωτική ιστορία, την οποία την ξέρω από τις δικές τους διηγήσεις… Αποτελούσαν δηλαδή ερωτευμένο ζευγαράκι –εξ αποστάσεως για εκείνη την εποχή βεβαίως– από την εποχή των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού. Το διηγούμαι αυτό, γιατί έχει μια έτσι ρομαντική νότα αυτό. Και η οικογένεια της μητέρας μου σαφέστατα και δεν ήθελε ως γαμπρό τους ένα παιδί που ήταν γεωργός. Η δικαιολογία ήτανε ότι: «Ε, πώς θα πάρεις ένα εργατικό –όπως λέγανε τότε– παιδί, που θα πρέπει να μπεις στα χωράφια, να δουλέψεις και τα λοιπά. Κι εσύ είσαι αμάθητη. Πώς θα γίνει αυτό το πράγμα;». Και αυτό αποτέλεσε τη δυσκολία της σχέσης, η οποία ολοκληρώθηκε με τον γάμο τους στην ηλικία των 30 ετών. Κι αυτό έχει μια έτσι ομορφιά για μένα, η διάρκεια, η επιμονή και τα λοιπά, και η οποία μεταφράστηκε και σαν ποιότητα μετά στη ζωή τους. Διότι η μάνα μου, από εκεί που ήταν αστικής οικογένειας και δεν είχε βγει ποτέ της στα χωράφια, δεν ήξερε ποτέ της για θερισμό, ποτέ της για αλώνισμα, ποτέ της για εκτροφή ζώων, κατσίκια, πρόβατα και τα λοιπά, στο τέλος εξελίχθηκε να είναι η πρώτη αγρότισσα μέσα στο χωριό, που, πιστεύω, ας πούμε, ότι αυτό το έκανε η αγάπη της προς τον σύντροφό της. Αυτό το αναφέρω έτσι, για να… Λοιπόν, στην Αμοργό λοιπόν τελείωσα το Δημοτικό Σχολείο και στην ηλικία των 12, λοιπόν, ετών, τελειώνοντας το σχολείο, έφυγα για την Αθήνα, προκειμένου να πάω στο Γυμνάσιο και να συνεχίσω τις σπουδές μου, όπως είχα δηλώσει στον πατέρα μου, όταν με ρώτησε: «Τώρα που τελειώνεις το σχολείο –η χαρακτηριστική του φράση–, τώρα που τελειώνεις το σχολείο, θα συνεχίσεις εδώ να είσαι αγρότης, να κάνεις τη δουλειά που κάνω κι εγώ και να σέρνεις το χναροπάπουτσο –γιατί τότε φτιάχναμε παπούτσια, οι τσαγκάρηδες του χωριού, και για πέλμα έβαζαν λάστιχο από ρόδα αυτοκινήτου, για να είναι και αντοχής και να αντέχει στο περπάτημα στο βουνό– ή θα σπουδάσεις;». Κι εγώ είπα ότι θα σπουδάσω. Αυτή ήταν μια τόσο σύντομη κουβέντα, και στο πρώτο καράβι που ήρθε στην Αμοργό –γιατί τότε και τα καράβια ήταν μια φορά στις δεκαπέντε μέρες, αν ο καιρός το επέτρεπε να πιάσουν στο νησί– ο πατέρας μου έφυγε στην Αθήνα προς αναζήτησιν τύχης, αφήνοντας όλα τα στοιχεία που είχαμε, περιουσιακά και μη, και συναισθηματικά, βέβαια, τα πολλά, τα αφήσαμε στην Αμοργό. Και έφυγε στην Αθήνα σε αναζήτησιν τύχης. Βρήκε εκεί κάτι δουλειές. Δούλευε ως εργάτης, δούλευε διάφορες δουλειές, για να πάω εγώ να σπουδάσω. Και, όταν μάλιστα μετά, όταν τελείωσα τις σπουδές μου, και τις γυμνασιακές και τις πανεπιστημιακές και τα λοιπά, κάποια στιγμή τον ρώτησα, είχα την απορία: «Γιατί, πατέρα, φύγαμε όλοι και δεν έφευγα μόνος μου, όπως είχαν φύγει πάρα πολλά παιδιά; Γιατί να φύγετε κι εσείς;». Γιατί αυτό τους στοίχισε πολύ. Κάτσανε δεκαπέντε χρόνια περίπου στην Αθήνα, μέχρι να πάρει και μια σύνταξη από το Ι.Κ.Α. ο πατέρας μου και να ξαναγυρίσει, βέβαια, στην Αμοργό. Και η απάντησή του ήταν η εξής. Μου λέει: «Εγώ, παιδί μου, είχα παρατηρήσει ότι τα παιδιά που φεύγανε μόνα τους στην Αθήνα για να σπουδάσουν, δύσκολα σπουδάζανε. Και οι περισσότεροι γυρνούσαν πίσω χωρίς να έχουνε τελειώσει σπουδές. Επειδή, λοιπόν, εσύ μου ζήτησες να σπουδάσεις, λέω: “Θα πάμε μαζί για να στηρίξουμε την επιθυμία του παιδιού”». Αυτό, βέβαια, εγώ το θεωρώ πραγματικά σαν μια κατάθεση ζωής γι’ αυτούς τους ανθρώπους, για χατίρι μου. Και μπορώ σχεδόν με σιγουριά να πω ότι αυτό τους στοίχισε πράγματι τη ζωή. Γιατί; Διότι ο πατέρας μου βρήκε τελικά μια εργασία, η οποία ήταν μόνιμη, κι από εκεί πήρε και σύνταξη, σαν απολυμαντής εργάτης στο Δημόσιο Απολυμαντήριο στην Αθήνα. Και γυρνούσαν και κάνανε διάφορες απολυμάνσεις, μυοκτονίες και τα λοιπά. Και δύο φορές του είχε συμβεί ο ψεκαστήρας που είχε στην πλάτη να σπάσει και να λουστεί, να περιχυθεί με το περιεχόμενό του, το οποίο τότε ήτανε ένα που σήμερα πρέπει να είναι απαγορευμένο, ένα δηλητήριο, το λεγόμενο «Diazinon». Όταν πια… Ο πατέρας μου πέθανε 65 χρόνων, σχεδόν αδιάγνωστος, αλλά με πρόβλημα από το συκώτι. Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο και σπούδασα φαρμακευτική και τα λοιπά, διαβάζοντας για αυτά τα δηλητήρια, διαπίστωσα ότι αυτά, απορροφούμενα και από το δέρμα, προκαλούν ηπατικές βλάβες, που σημαίνει, δηλαδή, ότι τελικά ο πατέρας μου θυσίασε τη ζωή του, στο τέλος-τέλος, γι’ αυτή την περίφημη φιλοδοξία του παιδιού του να σπουδάσει.

Α.Κ.:

Ωραία, πριν περάσουμε στα της Αθήνας, να πάμε πάλι λίγο πίσω στην Αμοργό και στα παιδικά σας χρόνια–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–εκεί. Θυμάστε καθόλου το σπίτι πώς ήταν, στο οποίο μεγαλώσατε;

Ν.Ρ.:

Το σπίτι μου… Ε, όχι μόνο το θυμάμαι, αλλά σε αυτό το σπίτι ζω και τώρα. Είναι ένα μεγάλο σπίτι, παλιό αρχοντικό, γιατί η προγιαγιά μου ήταν υιοθετημένη. Εκείνη την εποχή συνηθιζότανε πολύ, όταν μία αδερφή είχε πολλά παιδιά και δεν είχε και πολλά χρήματα, να έδινε προς υιοθεσία ένα ή και περισσότερα παιδιά σε συγγενείς της, πρ[00:10:00]οκειμένου τα παιδιά να έχουν… Εφόσον οι συγγενείς ήταν εύποροι οικονομικά. Η προγιαγιά μου, λοιπόν, ήταν το έκτο παιδί μιας οικογένειας. Η μάνα της είχε μία αδερφή, η οποία ήτανε πολύ εύπορη. Εκείνη την εποχή έκανε εμπόριο και δεν είχε παιδιά. Σε ηλικία, λοιπόν, 12 ετών έδωσε την προγιαγιά μου, την έδωσε προς υιοθεσία στην αδερφή της. Η αδερφή της, λοιπόν, αυτή, η οποία είχε χρήματα πολλά, είχε αυτό το σπίτι, το οποίο εγώ το έχω, από τα στοιχεία, τα οποία έχω μέχρι τώρα, του έχω μετρήσει περίπου 350 με 400 χρόνια ζωής αυτού του σπιτιού. Και μέναμε, λοιπόν, σε αυτό το σπίτι, σε ένα παλιό αρχοντικό. Και, μάλιστα, επειδή την προγιαγιά μου την πρόλαβα, την έζησα –πέθανε, όταν εγώ ήμουν πια 14-15 χρόνων–, και είχα πολλές διηγήσεις από αυτή την ιστορία και μου είχε διηγηθεί όλη την υπόθεση, πώς την υιοθέτησαν… Έχει μια τεράστια φωτογραφία την μέρα της υιοθεσίας της, που είναι αυτή, πράγματι, 12 χρόνων, και από πίσω η φωτογραφία έχει ημερομηνία 1887. Και μου είχε διηγηθεί μάλιστα και την εξής ιστορία. Η θετή της πλέον μητέρα ήτανε μία πλούσια, λοιπόν, γυναίκα της εποχής που ασχολιότανε με το εμπόριο κι αυτή και ο άντρας της, αλλά ήταν και μοντέρνα γυναίκα της εποχής. Δηλαδή εκείνη την εποχή –μιλάμε τώρα 1800, έτσι– αυτή είχε το θάρρος να πηγαίνει στην θάλασσα να κάνει μπάνιο. Αυτό εθεωρείτο πρωτοφανές για εκείνη την εποχή. Για να μην είναι όμως μόνη, έπαιρνε τώρα μαζί της και τη μικρή μητέρα. Επειδή όμως ήταν θαρραλέα, αλλά δεν ήταν και τόσο πολύ πια να πηγαίνει μες στη μέση της αμμουδιάς να κάνει μπάνιο, πήγαινε σε μια γωνιά της παραλίας, όπου υπήρχε μια –υπάρχει ακόμα δηλαδή– μια διαμπερής τρύπα μέσα στη θάλασσα, η οποία λέγεται φωκιότρυπα, προφανώς γιατί εκεί κάποια φώκια… Ναι… Εκεί, λοιπόν, υπήρχε ένα βραχάκι, το οποίο έπιανε η μητέρα τώρα της προγιαγιάς μου –γιατί δεν ήξερε και μπάνιο–, έπιανε το βραχάκι και κολυμπούσε. Μια μέρα, όπως κολυμπούσε εκεί, μπερδεύτηκε στο πόδι της ένα σκοινάκι, ένας σπάγκος. Το πήρε αυτή και, οδηγώντας τη το σκοινάκι, κατέληξε μέσα σε αυτή τη σπηλιά, σε μια τρύπα, απ’ όπου ανέσυρε ένα τσουβαλάκι λίρες. Ένας θησαυρός προφανέστατα κρυμμένος από κάποιους πειρατές. Βεβαίως και το πήρε το τσουβαλάκι. Ίσως, λέω τώρα εγώ, ότι αυτό να εκτόξευσε και στα ύψη για εκείνη την εποχή την οικονομική της δυνατότητα και το εμπόριό της και τα λοιπά. Όμως φαίνεται ότι οι πειρατές αυτοί δεν πρέπει να ήτανε αλλοδαποί – εντός εισαγωγικών τη βάζω τη λέξη. Δηλαδή πρέπει να ήταν από το νησί, οι οποίοι προφανέστατα γνώριζαν τη συνήθεια της γυναίκας να πηγαίνει για μπάνιο και τα λοιπά και υποψιάστηκαν ότι η μόνη που θα μπορούσε να έχει βρει τον θησαυρό ήταν αυτή. Γι’ αυτό και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα –δεν ξέρω πόσο ακριβώς– το σπίτι αυτό λοιπόν, που μιλάμε, το πατρικό μου τώρα, που σε αυτό ακόμα μένω, δέχθηκε πειρατική επιδρομή. Ένα βράδυ, λοιπόν, που ήταν μόνες οι δυο γυναίκες στο σπίτι, δηλαδή η προγιαγιά μου με τη θετή της μητέρα. τέσσερα ή πέντε άτομα με μουτζουρωμένα πρόσωπα και τα λοιπά μπήκαν στο σπίτι, σπάζοντας πόρτες και τα λοιπά –επίθεση, δηλαδή, κανονική– κι έκαναν το σπίτι άνω-κάτω. Βέβαια, πήραν τα πάντα, ό,τι είχε το σπίτι μέσα, ρούχα και τα λοιπά, αλλά, βέβαια, δεν βρήκαν τον θησαυρό. Όπως μου διηγείτο μετά η προγιαγιά μου, μετά από αρκετά χρόνια είδαν σε κάποιο χωριό κάποιους κατοίκους του χωριού, κάποιες οικογένειες δηλαδή, να φοράνε ρούχα ραμμένα από αυτά τα ρούχα που είχαν πάρει από το σπίτι της γιαγιάς. Κι έτσι, κατά κάποιον τρόπο, τεκμηριώθηκε και η άποψη ότι οι πειρατές ήτανε ντόπιοι πειρατές. Δεν είχαν έρθει… Αυτό. Βέβαια, η Αμοργός είχε έτσι ιστορία από πειρατές. Μην ξεχνάμε ότι ένας από τους πιο, έτσι, σκληρούς πειρατές του Αιγαίου ήταν ο περίφημος Μερμελέχας, ο οποίος η καταγωγή του ήταν από την Αμοργό. Και μάλιστα ήταν από τους πειρατές αυτούς που ένα κομμάτι από την πραμάτεια τους από την πειρατεία το διέθετε σε φτωχές οικογένειες πάνω στην Αμοργό.

Α.Κ.:

Είπατε προηγουμένως ότι σας είχε διηγηθεί και τη διαδικασία της υιοθεσίας;

Ν.Ρ.:

Ναι, με την έννοια ότι φύγανε και πήγανε στη Σύρο, γιατί εκεί… Δεν υπήρχε πουθενά αλλού, προφανώς, ούτε δικαστήριο ούτε… Η Σύρος ήταν η πρωτεύουσα του... Ναι. Κι εκεί πραγματοποιήθηκε η υιοθεσία και εις ανάμνησιν είχαν βγάλει αυτή τη φωτογραφία, η οποία υπάρχει ακόμα, ας πούμε, ναι, με την ημερομηνία 1887.

Α.Κ.:

Ωραία. Θέλετε να μας πείτε και λίγο παραπάνω για τα δικά σας παιδικά χρόνια στην Αμοργό, πριν πάτε στην Αθήνα;

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Δηλαδή το σχολείο…

Ν.Ρ.:

Ναι. Τα παιδικά μου χρόνια, ειδικά τώρα, που έχουν περάσει και τόσα χρόνια και η απόσταση έχει μεγαλώσει, καταλαβαίνετε ότι είναι από τις πιο ωραίες αναμνήσεις που μπορεί να έχω τώρα σαν μεγάλος άνθρωπος. Ήταν, πραγματικά, θα έλεγα, ευτυχισμένα χρόνια, ξέγνοιαστα χρόνια. Ήτανε ίδια με τα χρόνια όλων των παιδιών που ζούσαμε εκεί. Δηλαδή ασχολιόμασταν κι εμείς, όπως και οι γονείς, με τις ίδιες δουλειές. Δηλαδή πηγαίναμε στα χωράφια, σκάφταμε, θερίζαμε, αλωνίζαμε. Αλλά όλα αυτά για ένα παιδί δεν ήταν δουλειά. Ήταν παιχνίδι τελικά. Εγώ θυμάμαι με πολλή νοσταλγία την περίοδο, ας πούμε, του θερισμού και του αλωνέσματος, που αλωνεύαμε τα στάχυα. Γιατί το αλώνεσμα γινότανε στα αλώνια με τα ζώα, με τα γαϊδουράκια. Δεν υπήρχανε μέσα και τα λοιπά. Ο δε θερισμός με το χέρι, με το δρεπάνι και τα λοιπά. Και, θυμάμαι, είχαμε χωράφια ψηλά πάνω στο βουνό. Ήτανε, έτσι, ένα μικρό οροπέδιο και πηγαίναμε πάνω και μέναμε εκεί πολύ καιρό, δεκαπέντε-είκοσι-τριάντα μέρες, μέχρι που να τελειώσουμε τον θερισμό. Για μένα ήταν παιχνίδι. Περίμενα κάθε μέρα να τελειώσει το αλώνισμα για να φύγουν τα ζώα από μέσα από το αλώνι, και, όπως ήταν το στάχυ, πατημένο και κομμένα[00:20:00] και τα λοιπά, ήτανε ένα καταπληκτικό πεδίο για να παίξω εγώ σαν παιδί. Και κυρίως μου άρεσε πολύ –κι έτσι το σκέφτομαι πολλές φορές– το πάλεμα που κάναμε με τον πατέρα μου, με τα αδέρφια του πατέρα μου. Ήταν μια πολύ καλή ζωή. Όσον αφορά το σχολείο, ήταν βέβαια μονοθέσιο. Έναν δάσκαλο είχαμε. Κάποια στιγμή είχαμε και μια δασκάλα. Έγινε, δηλαδή, διθέσιο το σχολείο. Και στο σχολείο είχαμε ασχολίες γεωργικής φύσης. Μάλιστα, ο δάσκαλός μας, τον οποίον πάντα έτσι με πολύ έτσι καλή διάθεση θυμούμαι, είχε φοιτήσει στη Γεωργική Σχολή Μεσαράς, εδώ, στην Κρήτη, και είχε μάθει πολλά μυστικά της Γεωπονικής, τα οποία μας τα μετέφερε. Παραδείγματος χάρη, εγώ, κι αυτή τη στιγμή, που ξέρω να μπολιάζω δέντρα, διάφορα δέντρα, λεμονιές, πορτοκαλιές και λοιπά, τα ξέρω από εκείνη την εποχή. Μας τα είχε μάθει ο δάσκαλός μας. Βέβαια, στο επίπεδο της εγγράμματης γνώσης, ας το πω έτσι, η αλήθεια είναι ότι δεν ήμασταν και πολύ προχωρημένοι. Λίγα τα πράγματα. Γι’ αυτό και, όταν έφυγα από την Αμοργό και πήγα στο Γυμνάσιο στην Αθήνα, ζορίστηκα πολύ, διότι δεν ήτανε οι γραμματικές μου γνώσεις τόσες όσες έπρεπε να είναι, για να μπορέσω να ανταποκριθώ στις ανάγκες της Πρώτης Γυμνασίου. Βέβαια, τι με έσωσε εμένα; Θα κάνω μια αναφορά σε αυτό. Με έσωσε το γεγονός ότι είχα έναν θείο, αδερφό της μάνας μου, ο οποίος ήταν τότε ήταν σπουδαστής της Νομικής τότε. Αργότερα έγινε δικαστικός και τα λοιπά. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, ήταν ελληνολάτρης, είχε μεγάλη αγάπη προς τη γλώσσα την ελληνική. Κάθε καλοκαίρι λοιπόν που ερχόταν ως φοιτητής στο χωριό, εμένα με έπιανε –ήμουνα μαθητής Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη Δημοτικού–, με έπιανε λοιπόν και μου έκανε μαθήματα Γραμματικής, Ελληνικών. Και θυμάμαι που μου είχε διδάξει, πριν πάω στο Γυμνάσιο, όλο το τότε Αναγνωστικό της Αρχαίας Ελληνικής της Πρώτης Τάξης του Γυμνασίου, το λεγόμενο «Αναγνωστικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας» του Ζούκη. Δεν ξέρω αν υπάρχει, αν το έχεις ακούσει ποτέ. Όταν, λοιπόν, πήγα στο Γυμνάσιο, εγώ ήξερα τον Ζούκη. Είναι αυτό το περίφημο… Θυμάμαι, ας πούμε, το πρώτο-πρώτο κείμενο που λέει: «Πιστεύω τῷ φίλῳ. ῾Ο φίλος τὸν φίλον ἐν πόνοις καὶ κινδύνοις οὐ λείπει. Εἰ κινδυνεύετε, ὦ φίλοι… Τοῖς τῶν φίλων τρόπους γιγνώσκετε», και τα λοιπά. Αυτό ήταν το πρώτο-πρώτο κομμάτι στον Ζούκη. Αυτή, λοιπόν, η γνώση μου με βοήθησε και με κατέστησε και συμπαθή εις την τότε φιλόλογο. Και αναφέρομαι σε αυτό, γιατί παρακάτω θα σας πω μια ιστορία, όταν θα ’ρθούμε στο κομμάτι Γυμνάσιο, Αθήνα και τα λοιπά.

Α.Κ.:

Στο κομμάτι του σχολείου, που είπατε πριν–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–στην Αμοργό ότι ο δάσκαλος είχε γνώσεις–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Γεωπονίας, τις οποίες μετέφερε… Αυτά, οπότε, γίνονταν εκτός τάξης; Εννοώ, περνούσατε χρόνο…

Ν.Ρ.:

Βεβαίως! Ναι, εκτός τάξης. Ναι. Τώρα θυμήθηκα κάτι πολύ σημαντικό για εμένα. Εκτός τάξης, και μάλιστα το σχολείο μας τότε διέθετε και βοτανικό κήπο, παρακαλώ! Δηλαδή είχαμε ένα κομμάτι που ήταν δημόσιο –ιδιοκτησία του σχολείου δηλαδή, τώρα ανήκει στον Δήμο– και εκεί είχαμε φυτέψει αμπέλι, είχαμε φυτέψει οπωροφόρα δέντρα, βερικοκιές, κορομηλιές, τέτοια πράγματα, καλλιεργούσαμε, φυτεύαμε τον χειμώνα μαρούλια, λαχανάκια και τα λοιπά. Βεβαίως! Είχαμε βοτανικό κήπο. Και θυμάμαι το εξής σημαντικό. Αυτό το χωραφάκι –ήτανε έτσι ένα μικρό κομμάτι γης– υπάρχει ακόμα, λοιπόν, σε μια τοποθεσία, η οποία λέγεται Δρυ, προφανώς, γιατί εκεί υπήρχε ένας μεγάλος δρυς, μια μεγάλη βελανιδιά, της οποία βέβαια απομεινάρι βελανιδιάς υπάρχει και τώρα. Κι εκεί, σε αυτό το σημείο, το Δρυ, έτσι όπως το λέμε –«το Δρυ» λέγεται στην Αμοργό–, ήταν η πηγή, η βρύση, απ’ όπου υδρεύετο σε πόσιμο νερό όλο το χωριό. Και για μένα, στην ανάμνησή μου, δεν είναι κινηματογραφική εικόνα, αυτό που βλέπουμε καμιά φορά στα παλιά ελληνικά έργα, την κοπελιά που πάει στη βρύση να πάρει νερό. Όχι. Έτσι. Αυτό γινότανε κάθε απόγευμα, οι κοπελιές που πήγαιναν στη βρύση με τη στάμνα να πάρουν το νερό, και που και εμείς σαν παιδιά, και άλλοι μεγαλύτεροι, βρίσκαμε διάφορους τρόπους να τις πειράξουμε ή σπάζοντας τη στάμνα με καμιά σφεντόνα από μακριά ή και τέτοια πράγματα. Δηλαδή αυτά τα έχω ζήσει. Και είναι ωραίες αναμνήσεις αυτές. Όταν, λοιπόν, εγώ ήμουν στην Έκτη Δημοτικού, μας έβαλε ο δάσκαλος αυτός, ο Γιώργης ο Πρέκας –θα τον πω, γιατί πραγματικά τον σκέφτομαι έτσι με πολλή αγάπη και πολύ σεβασμό ακόμα–, μας έβαλε να φυτέψουμε στην άκρη αυτού του χωραφιού μια σειρά από κυπαρίσσια. Αν θυμούμαι, ή τέσσερα ή πέντε κυπαρίσσια. Τότε, λοιπόν, εγώ του λέω: «Μα, κύριε, φυτεύουμε τώρα κυπαρίσσια. Εδώ έχει αμπέλι, έχει οπωροφόρα….». Είχε περίφημες βερικοκιές, που τρώγαμε τα βερίκοκα και τα λοιπά. «Όταν μεγαλώσουν αυτά τα κυπαρίσσια, αυτά τα δέντρα θα τα… Και το αμπέλι θα το βλάψουν και τα…». Και μου λέει: «Νικήτα μου, αυτό που λες είναι σωστό. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι, όταν αυτά τα κυπαρίσσια γίνουν τόσα, που να έχουνε καταστρέψει το αμπέλι και τα λοιπά, εμείς δεν θα υπάρχουμε. Εγώ δεν θα υπάρχω και δεν ξέρω αν θα υπάρχουνε κι αυτά». Τον θυμήθηκα, όταν, αναλαμβάνοντας κάποια στιγμή το ’11, το 2011, την ευθύνη του Δήμου της Αμοργού, επισκέφτηκα αυτό το δημοτικό κομμάτι, το οποίο ήταν… δεν υπήρχε τίποτα, ήταν μόνο τα κυπαρίσσια, και που σε αυτό το σημείο έχει δημιουργηθεί ένα καταπληκτικό δασάκι από κυπαρίσσια. Και, όταν μπήκαν κάποιοι εργάτες του Δήμου και καθάρι[00:30:00]σαν εκεί τα διάφορα που υπήρχαν και… για να δω τι γίνεται από κάτω σε αυτά και τα λοιπά, με πολλή χαρά είδα ότι δεν υπήρχε, βέβαια, ίχνος ούτε αμπέλι, ούτε βερικοκιές, ούτε τίποτα. Δεν υπήρχαν. Ήταν, όμως… Μέτρησα δέκα, δώδεκα, δεκατρία νέα κυπαρισσάκια, τα οποία και προσβλέπω δηλαδή ότι εκεί, εξαιτίας αυτής της πρόβλεψης του δασκάλου, θα εξελιχθεί σε ένα πάρα πολύ καλό δάσος, με το κυπαρίσσι, μάλιστα, αυτό το κυπαρίσσι, το αείζωον, το οποίο είναι ντόπια ποικιλία του νησιού και το οποίο δεν προσβάλλεται από ασθένειες, από μύκητες και τα λοιπά, και το θεωρώ πάρα πολύ καλό. Αυτό. Λοιπόν… Κι έτσι, λοιπόν, αυτή η ιστορία μου δημιουργεί μια… Όχι μου δημιουργεί, αλλά μου επιβεβαιώνει την αντίληψη που έχω γενικά για το περιβάλλον, και είναι μια έμπρακτη απόδειξη πώς κανείς πρέπει να συμπεριφέρεται στο περιβάλλον και πώς πρέπει να προβλέπει. Γιατί ο δάσκαλός μου, ο Πρέκας, προέβλεπε ότι αυτή η εικόνα, που εκείνη την στιγμή καλλιεργούσαμε, δηλαδή το αμπέλι, τον κηπάκο, τις βερικοκιές, τις αχλαδιές, τις κορομηλιές και λοιπά, αυτή η εικόνα θα ήταν προσωρινή, και τα επόμενα χρόνια θα επικρατούσε η άγρια φύση. Γι’ αυτό φύτευε τα κυπαρίσσια, για να μπορέσει να δημιουργήσει μια άλλη εικόνα, που πραγματικά σήμερα, όταν πας και εκεί, αλλά και από μακριά, μαγεύεσαι. Αυτά τώρα για την Αμοργό.

Α.Κ.:

Ναι, μπορούμε να περάσουμε στην Αθήνα.

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Μπορούμε να επανέλθουμε μετά–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–σε κάποια συγκεκριμένα πράγματα.

Ν.Ρ.:

Φύγαμε λοιπόν το… Είχα πει προηγουμένως ότι… κι εκεί είχαμε σταματήσει, ότι έφυγα εγώ το ’60 από την Αμοργό για την Αθήνα, έχοντας όμως δώσει εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο –γιατί τότε δίναμε εξετάσεις–, έχοντας δώσει εξετάσεις στην Αμοργό, η οποία Αμοργός είχε τριτάξιο… Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Γυμνασίου. Τότε δεν υπήρχε το Λύκειο βέβαια, ήταν οι έξι τάξεις του Γυμνασίου. Η Αμοργός, λοιπόν, διέθετε τριτάξιο Γυμνάσιο (Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Γυμνασίου), αλλά εγώ δεν επέλεξα να μείνω στην Αμοργό για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ότι ήταν τρεις τάξεις του Γυμνασίου, επομένως ήταν σίγουρο ότι, τελειώνοντας αυτό το τριτάξιο σχολείο, θα έπρεπε να πάω, να φύγω στην Αθήνα, να συνεχίσω, και δεν ήθελα να κάνω μια τέτοια διακοπή μέσα στη μέση της γυμνασιακής μου σπουδής. Αυτός ήταν ο ένας λόγος. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ήξερα ότι και αυτές οι τρεις τάξεις του Γυμνασίου δεν ήταν πλήρεις, με την έννοια ότι εκείνη την εποχή, ας πούμε, ένας καθηγητής των Θρησκευτικών έκανε και Αρχαία ή ένας μαθηματικός έκανε και Ιστορία. Υπήρχαν τέτοια κενά δηλαδή εκεί. Άρα και οι γνώσεις, για μένα, επειδή είχα στο μυαλό μου να συνεχίσω, και όχι απλά να τελειώσω έτσι τυπικά το Γυμνάσιο, θα υπήρχε πρόβλημα. Και ο άλλος λόγος, ο οποίος ήταν επίσης σπουδαίος, ήταν ότι το Γυμνάσιο υπήρχε στη Χώρα της Αμοργού. Εμένα το σπίτι μου ήταν στην Αιγιάλη, στη Γιάλη, όπως λέμε, στη Λαγκάδα μάλιστα, στο χωριό Λαγκάδα. Δηλαδή στη μια άκρη της Αμοργού εγώ, στη μέση της Αμοργού η Χώρα. Και τα παιδιά που πηγαίναν στο σχολείο εκεί, μένανε στη Χώρα. Δεν πηγαινοερχόντουσαν. Γιατί; Διότι η συγκοινωνία γινότανε ή με το γαϊδουράκι ή με τα πόδια, που σήμαινε, δηλαδή, έξι ώρες ποδαρόδρομος, άρα, απαγορευτικό. Έπρεπε λοιπόν να μην… Άρα, και στη Χώρα να πήγαινα, και στην Αμοργό να πήγαινα, θα ήταν σαν να ήμουνα ξενιτεμένος, και ίσως και πιο πολύ η αίσθηση του ξένου, παρά στην Αθήνα, γιατί δεν είχες δυνατότητα να επικοινωνήσεις καθόλου, ούτε τηλέφωνα υπήρχανε τότε ούτε τίποτα. Κι έτσι, όλοι αυτοί οι λόγοι πρόκριναν την απόφασή μου να πάω στην Αθήνα. Κι έτσι λοιπόν έδωσα εξετάσεις στην Αμοργό κι έκανα μεταγραφή στο Δεύτερο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.

Α.Κ.:

Οπότε εσείς είχατε και κάποια συγκεκριμένη επιθυμία για το τι θέλατε να κάνετε στη ζωή σας–

Ν.Ρ.:

Όχι.

Α.Κ.:

–εκείνη την περίοδο;

Ν.Ρ.:

Όχι, δεν είχα. Και μάλιστα… Εγώ απλά ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου, χωρίς να λέω: «Θα γίνω κάτι». Δεν… Μάλιστα στο οικογενειακό μου περιβάλλον μου έλεγαν να γίνω δάσκαλος, επειδή υπήρχε ο παππούς μου, ο οποίος ήταν δάσκαλος και τα λοιπά, αλλά εγώ αυτό δεν το ήθελα καθόλου. Εκ των υστέρων μπορώ να πω ότι ίσως και έκανα λάθος, γιατί, αν γινόμουν δάσκαλος και ήμουνα στην Αμοργό, ίσως και η ζωή μου να είχε μια άλλη ποιότητα. Τώρα το βλέπω, τότε δεν το έβλεπα. Δεν έχει σημασία. Ούτε, βέβαια, ποτέ στο μυαλό μου μου είχε περάσει η ιδέα να γίνω φαρμακοποιός, που έγινα. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί και μπορώ να σου πω ότι δεν το είχα σκεφτεί ούτε ακόμα και, όταν σπούδαζα φαρμακοποιός. Θα το πω παρακάτω. Αυτό που, έτσι, περνούσε πότε-πότε στο μυαλό μου, αλλά όχι έντονα… Μάλλον ήθελα να γίνω ναυτικός. Και η αλήθεια είναι ότι, όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο, δηλαδή το 1966, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων μου, και κυρίως της μάνας μου, εγώ έφυγα και πήγα και έδωσα εξετάσεις στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων για να γίνω καπετάνιος. Όμως αλλιώς τα φανταζόμουνα κι αλλιώς τα βρήκα. Οι σχολές τότε αυτές ήταν στρατιωτικού τύπου. Δεν ήταν όπως είναι τώρα, που είναι έτσι πιο… Θέλω να πω ότι υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία, με το σαν σήκωμα το πρωινό, με το αυτό το... και τα λοιπά. Κι έτσι εγώ σε αυτή τη ζωή δεν μπόρεσα να προσαρμοστώ και έφυγα τον πρώτο χρόνο κατευθείαν και έμεινα εκτός, ας πούμε, σπουδών, με προβληματισμό τι θα κάνω. Έπρεπε πια να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Κι άρχισα λοιπόν να προετοιμάζομαι να δώσω εξετάσεις ψάχνοντας μεταξύ Φυσικομαθηματικού, Πολυτεχνείου και τα λοιπά. Δεν είχα και κανέναν από το στενό περιβάλλον μου, το οικογενειακό και το φιλικό, να μου δώσει κατευθύνσεις και τα λοιπά. Μόνος μου το ’ψαχνα. Ε, αυτό, οι εξετάσεις λοιπόν, θα γίνονταν το ’67 πια, γιατί το ’66 το είχα χάσει με το να πάω να δώσω εξετάσεις στον Ασπρόπυργο. Το ’67, λοιπόν, άρχισα εγώ να προετοιμάζομαι για να δώσω… Τότε υπήρχε το λεγόμενο «Ακαδημαϊκό», αυτό που λέμε σήμερα «Πανελλήνιες Εξετάσεις» και τα λοιπά. Ήταν τότε το «Ακαδημαϊκό», το οποίο ήταν δύο τύπων, του πρώτου και του δεύτερου τύπου. Ο πρώτος τύπος «Ακαδημαϊκού» ήταν ο φιλολογικός, Νομική, Φιλολογική και τα λοιπά, και ο βήτα ήταν Φυσικομαθηματικοί, Πολυτεχνεία, αυτές… Γεωπονικές… Αυτές οι σχολές. Εγώ είχα τελειώσει το Πρακτικό Γυμνάσιο – γιατί τότε και το Γυμνάσιο χω[00:40:00]ριζότανε σε Κλασικό και σε Πρακτικό. Το Πρακτικό είχε αυτή την κατεύθυνση, των Μαθηματικών, ας πούμε, Φυσικομαθηματικών, ενώ το Κλασικό είχε φιλολογικά μαθήματα. Άρα έπρεπε να δώσω στην κατεύθυνση αυτή, στον βήτα τύπο. Τον Απρίλιο, όμως, του ’67 έγινε η Χούντα. Και τότε η Χούντα κατήργησε τους δύο τύπους, που λέμε, τον Ακαδημαϊκού και έκανε τέσσερις τύπους, που δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πώς τις λέγανε. «Δέσμες», νομίζω. Δεν θυμάμαι πώς τις λέγανε. Λοιπόν, άρχισα λοιπόν εγώ να ψάχνω μέσα σε αυτές τις τέσσερις κατηγορίες, που μπορούσα να δώσω εξετάσεις, πού μπορούσα να δώσω. Επειδή είχα στο μυαλό μου την πρώτη εμπειρία, την εμπειρία αυτή του Εμπορικού Ναυτικού, έλεγα στον εαυτό μου ότι: «Κοίταξε να δεις, Νικήτα, όπου πας, θα πρέπει να στεριώσεις. Μην τυχόν και φύγεις πάλι, γιατί οι γονείς σου δεν έχουν δυνατότητα να υπόκεινται σε τέτοιες οικονομικές, ας πούμε…». Τέλος πάντων… Παρόλο ότι δουλεύαμε όλοι, σου λέω, σε αυτή την ιστορία. Ψάχνοντας, λοιπόν, σκέφτηκα… Λέω: «Θα πρέπει να βρω μία σχολή, η οποία να έχει μια τέτοια ποικιλία μαθημάτων, που να μην βαρεθώ». Αυτό ήτανε το κριτήριό μου. Και, ψάχνοντας να δω ποια είναι αυτή η ποικιλία αυτή των μαθημάτων, βρήκα ότι το τμήμα της Φαρμακευτικής Σχολής, της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήτανε… Η Φαρμακευτική Σχολή ήταν από τις σχολές εκείνες που είχε τεράστια ποικιλία μαθημάτων. Δηλαδή είχε τη Φυσική που ήθελα, είχε τη Χημεία που ήθελα, είχε τα Μαθηματικά –κάναμε Μαθηματικά στο πρώτο έτος– και μετά είχε τα άλλα, τα ιατρικής φύσεως μαθήματα, Ανατομία, Φυσιολογία, Χημεία Τροφίμων, τις διάφορες άλλες Χημείες, Φυσικοχημεία, όλα αυτά, και τα λοιπά. Και αυτό με γοήτευσε και ήτανε ο λόγος, για τον οποίον επέλεξα τη Φαρμακευτική. Και μάλιστα στο… Τότε συμπληρώναμε… Πριν δώσουμε εξετάσεις, συμπληρώναμε τις προτιμήσεις μας. Εγώ είχα βάλει τότε… Και δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοιο άλλο –«μηχανογραφικό» το λένε τώρα–. αν έχει συμπληρωθεί άλλο ποτέ. Είχα βάλει Φαρμακευτική Αθηνών –τότε, βέβαια, υπήρχε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, δεν είχαμε όλα τα άλλα πανεπιστήμια–, είχα βάλει λοιπόν Φαρμακευτική Αθηνών και τίποτε άλλο. Και μπήκα δεύτερος στη Σχολή και δεν είχα τίποτα στο μυαλό μου για το τι σημαίνει επαγγελματικά αυτό το πράγμα. Όλα τα άλλα ήρθανε στην πορεία.

Α.Κ.:

Αντίστοιχα, είπατε και πριν σε σχέση με το Ναυτικό…

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Ότι… Με τη Σχολή.

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Ότι περιμένατε κάτι άλλο. Είπατε τι βρήκατε, δηλαδή–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–το στρατιωτικό,–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–αλλά εσείς τι περιμένατε;

Ν.Ρ.:

Εγώ–

Α.Κ.:

Υπήρχε επιθυμία για–

Ν.Ρ.:

Εγώ εκείνη την εποχή, σε αυτή την ηλικία, ας πούμε, των 17 χρόνων που ήμουνα και τα λοιπά, νόμιζα ότι θα πάω σε μια Σχολή που θα… Δηλαδή σαν να νόμιζα ότι, ξέρεις, θα πάω, θα μου πούνε: «Πάρε το καράβι, παιδί μου, και ταξίδευε», ας πούμε, και τα λοιπά. Δεν περίμενα πάντως να έχω αυτή την αυστηρότητα. Δεν μου πήγαινε, δεν μου ταίριαζε η αυστηρότητα του χώρου, ας πούμε. Αυτό, η στρατιωτική πειθαρχία και τα λοιπά, όπως δεν μου ταίριαξε και ποτέ στη ζωή μου. Ναι. Ευτυχώς που, όταν μετά πήγα στον στρατό, δεν την υπέστη αυτή την αυστηρότητα, για άλλους λόγους και για άλλες συμπτώσεις.

Α.Κ.:

Και, πριν πάτε στην Αθήνα, από την Αμοργό στην Αθήνα, είχατε ταξιδέψει γενικότερα εκτός νησιού;

Ν.Ρ.:

Πρώτη φορά, λοιπόν, που ταξίδεψα από την Αμοργό για Αθήνα, και γενικά έξω από την Αμοργό, ήτανε το 1958, όπου πήγα μαζί με τον θείο μου, αυτόν που λέγαμε προηγουμένως, τον φοιτητή της Νομικής τότε, προκειμένου να με εξετάσει ένας οφθαλμίατρος, διότι είχε πάει μέσα στο μάτι μου ασβέστης την ώρα που σβήναμε τον ασβέστη για να φτιάξουμε… να ασβεστώνουμε το σπίτι και τα λοιπά. Και μάλιστα είχα για πάρα πολύ καιρό… Δεν το έβλεπα το μάτι μου καθόλου και πήγα για να με εξετάσει ο οφθαλμίατρος. Αυτή ήταν το πρώτο μου ταξίδι εκτός Αμοργού, εκτός από τα ταξίδια που έκανα γύρω-γύρω από την Αμοργό με τη βάρκα και με το καΐκι. Ταξίδεψα με το «Μοσχάνθη», ένα θρυλικό για την Αμοργό καραβάκι, το οποίο ερχότανε κάθε δέκα-δεκαπέντε μέρες στην Αμοργό, αλλά ήταν παντός καιρού. Ε, ναι. Και πήγα στην Αθήνα… Δεν θα ξεχάσω ποτέ στο πρώτο λιμάνι που πιάσαμε μετά την Αμοργό, στη Νάξο, την εντύπωση που μου έκανε… Ήταν βράδυ, είχε νυχτώσει δηλαδή και… Την εντύπωση που μου έκανε, όταν είδα για πρώτη φορά στην ζωή μου αυτοκίνητο. Σε ηλικία 10 ετών είδα ζωντανά αυτοκίνητο. Και θυμάμαι που έβλεπα τα δυο φώτα που ερχόντουσαν προς το καράβι, ναι, και ήτανε για μένα κάτι το πολύ σπουδαίο, ας πούμε. Ναι. Και μετά, όταν πήγα στην Αθήνα, εκεί, έμενα σε ένα σπιτάκι, εκεί χάμω μαζί με τον θείο μου και τη θεία μου, αδερφή του θείου μου αυτού. Αλλά αισθανόμουνα… Ήτανε μια μικρή αυλή. Αισθανόμουν όμως σαν να ήμουνα σε φυλακή. Πραγματικά, νόμιζα ότι ήμουν φυλακισμένος. Επειδή, λοιπόν, το πρωί ο θείος και η θεία πηγαίνανε στις δουλειές τους, ο ένας στο πανεπιστήμιο, η άλλη στη δουλειά της και τα λοιπά, με αφήνανε εκεί, σε αυτό το σπίτι, σε μια συγγενική οικογένεια, η οποία έμενε σε αυτό το σπίτι. Και μια μέρα λοιπόν εγώ δεν άντεξα. Κλείνανε την πόρτα. Ήτανε μια αυλή με μια ψηλή μάντρα και σιδερένια πόρτα, θυμάμαι ακόμα. Την κλείνανε για να μην φύγω. Εγώ, όμως, ανέβηκα τον φράχτη, πήδησα έξω και βγήκα έξω στον δρόμο, στην περιοχή του Αϊ-Γιάννη στην Αθήνα. Το ευτύχημα είναι ότι αυτή η περιοχή κατοικείται από πολλούς Αμοργιανούς και σε αυτή την περιοχή υπήρχε τότε το λεγόμενο «αμοργιανό καφενείο», δηλαδή ένα καφενείο που ήταν το στέκι των Αμοργιανών που ερχόντουσαν τα δέματα από το νησί και πηγαίναμε εκεί και τα παίρναμε και τα λοιπά. Το λέω… Το ευτύχημα είναι γιατί; Διότι εγώ πήδησα τη μάντρα και χάθηκα μες στην Αθήνα, μέσα στην περιοχή εκεί. Αυτός όμως που είχε το καφενείο το αμοργιανό, μοίραζε το πρωί και γάλα με το ποδήλατο, οπότε… Εκείνη την εποχή που μοιράζανε τα μπουκάλια το γάλα στα σπίτια και τα λοιπά. Και κάποια στιγμή πέφτει επάνω μου –με γνώριζε βέβαια– και μου λέει: «Που πας εσύ;». Λέω: «Δεν ξέρω, πάω βόλτα.» Και με πήρε και με επέστρεψε. Διαφορετικά θα ήμουνα κι ένας εξαφανισμένος από αυτή την ιστορία. Ναι, αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία με την Αθήνα, η πρώτη μου γνωριμία με την Αθήνα, και το πρώτο μου ταξίδι εκτός Αμοργού.

Α.Κ.:

Και στη συν[00:50:00]έχεια στην Αθήνα, όταν πλέον πήγατε μόνιμα για να μείνετε με τους γονείς σας,–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–η αίσθηση της πόλης ήταν διαφορετική από την πρώτη φορά που είχατε πάει για μικρό διάστημα;

Ν.Ρ.:

Όχι, τον πρώτο καιρό δεν ήτανε… Ήτανε έτσι, αυτή η αίσθηση του κλεισίματος, το αυτό. Μέναμε σε μια… Στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας, μάλιστα, μέναμε. Όχι, ήτανε κακή εμπειρία, αλλά, εντάξει, σιγά-σιγά προσαρμόστηκα, εντάξει, δεν το συζητώ. Ναι. Πάντως, όλη αυτή η αρχική αίσθηση έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στο να… τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, να έχω κατοχυρωμένη μέσα μου την απόφαση ότι εγώ, όμως, στην Αθήνα δεν μένω.

Ν.Ρ.:

Και, πράγματι, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο… Εν τω μεταξύ, είχα γνωρίσει και τη Μαρία, τη γυναίκα μου σήμερα, και η οποία, η Μαρία, ο πατέρας της έλκει την καταγωγή του από τα Χανιά, από τα Μεσκλά Χανίων. Η ίδια η Μαρία είχε γεννηθεί στον Πειραιά και είχε μεγαλώσει και στον Πειραιά, και απλά ως επισκέπτρια τα καλοκαίρια κατέβαινε κι αυτή στην Κρήτη, πηγαίνανε στα Μεσκλά και τα λοιπά. Δεν είχε, δηλαδή, καμιά ιδιαίτερη αυτή με την Κρήτη, και ειδικά με το Ηράκλειο, στο οποίο με το Ηράκλειο δεν ερχότανε καθόλου. Πήγαινε στα… Όταν, όμως, τελειώσαμε το πανεπιστήμιο και τα λοιπά, εγώ της έκανα την πρόταση. Της λέω, δηλαδή, ότι: «Εγώ θα φύγω από την Αθήνα. Δεν μπορώ να ζήσω στην Αθήνα. Θες να με ακολουθήσεις;». Και η Μαρία προθύμως δέχτηκε. Τότε, λοιπόν, της έβαλα τον εξής όρο. Δεν μιλήσαμε για Κρήτη, δεν μιλήσαμε για τίποτα. Απλά της λέω… Μου λέει: «Και που θα πάμε;». Λέω: «Δεν ξέρω πού θα πάμε, αλλά εγώ λέω να κάνουμε το εξής. Να βάλουμε χάμω έναν χάρτη της Ελλάδας και να ρίξουμε πάνω ένα στραγάλι και, όπου σταματήσει το στραγάλι, να πάμε». Βάζοντας όμως κι εδώ πάλι έναν όρο. Ποιον όρο; Ότι, αν το στραγάλι σταματήσει σε μεσογειακό τόπο, να μην έχει θάλασσα, θα το ξαναρίξω. Ναι. Και ρίξαμε το στραγάλι, το οποίο σταμάτησε στην Κρήτη. Ε, μετά συνέβησαν και κάποιες άλλες ευτυχείς συμπτώσεις. Δηλαδή εγώ έπρεπε να φύγω για στρατιώτης. Η Μαρία έψαχνε για δουλειά. Και, ψάχνοντας για δουλειά, η Μαρία βρήκε μα αγγελία κάποιας φαρμακαποθήκης στο Ηράκλειο που έψαχνε για υπεύθυνο φαρμακοποιό. Και από εκεί ξεκίνησε η πορεία μας προς το Ηράκλειο.

Α.Κ.:

Αλλά τι ήταν αυτό που σας απωθούσε κατά κάποιον τρόπο από την Αθήνα;

Ν.Ρ.:

Ο τρόπος ζωής της Αθήνας. Και μιλάμε για μια Αθήνα, η οποία καμιά σχέση δεν έχει με τη σημερινή. Σήμερα ομολογώ ότι δεν μπορώ να πάω στην Αθήνα ούτε περαστικός. Είναι φοβερό! Τη δεκαετία τώρα του ’70, ας πούμε, η Αθήνα δεν ήταν σαν τη σημερινή. Παρά ταύτα, επειδή εγώ συνεχώς συνέκρινα τη ζωή του χωριού, αυτή την απέραντη ελευθερία της Αμοργού, με τη ζωή της Αθήνας, συνέχεια εγώ αισθανόμουν ότι ήμουνα εγκλωβισμένος και ήθελα να φύγω. Μου άρεσε, κατ’ αρχήν, η θάλασσα, ψάρευα, έκανα ψαροντούφεκο, τέτοια πράγματα. Μου άρεσε το κυνήγι. Ήμουνα κυνηγός, πήγαινα… Αυτά στην Αθήνα δεν μπορούσα να τα ικανοποιήσω, και μάλιστα σε μια εποχή που δεν είχα, βέβαια, ούτε αυτοκίνητο ούτε τίποτα. Άρα όλα αυτά μου λείπανε. Συνειδητά ή υποσυνείδητα μου δημιουργούσαν αυτή την πίεση.

Α.Κ.:

Θα σας κρατήσω, όμως, λίγο ακόμα στην Αθήνα, για να ρωτήσω για τα φοιτητικά χρόνια.

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Είπατε ότι δώσατε εξετάσεις, ουσιαστικά, επί Χούντας–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–και μπήκατε στο… Όλα σας τα φοιτητικά χρόνια–

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

–ήταν κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας.

Ν.Ρ.:

Ναι. Περάσαμε, μπήκαμε στο πανεπιστήμιο… Εξετάσεις δώσαμε τον Σεπτέμβριο του ’67. Επομένως, μπήκαμε με Χούντα και βγήκαμε με Χούντα. Το ’72-’73 που τελειώσαμε ήτανε Χούντα. Εκεί θα ’λεγα ότι είναι… Πώς να το πω τώρα; Η «μαύρη περιοχή»; Είναι η «σκοτεινή περιοχή»; Με την έννοια ποια; Ότι μπήκαμε σε έναν χώρο, όπου την αίσθηση την είχες ότι δεν είχες καμία ελευθερία. Κι όταν λέω «ελευθερία», όχι να κάνεις, αλλά ακόμα και να συζητήσεις ελεύθερα και τα λοιπά. Μια πολύ σημαντική διαπίστωση, που σύντομα την κάναμε –εγώ τουλάχιστον σύντομα το διαπίστωσα– είναι ότι κινδύνευες από πάρα πολλές μεριές, ακόμα κι από τους συμφοιτητές, από κάποιους. Δηλαδή δεν είχες εμπιστοσύνη στον συνομιλητή σου ότι ήτανε… Κατ’ αρχήν, δεν ήξερες αν είναι πράγματι και φοιτητής, γιατί είχαμε και τέτοια φαινόμενα, να μπαίνουν κάποιοι, ας πούμε, στο τμήμα, στη Σχολή μέσα, ως φοιτητές και τελικά να αποδεικνύεται στην πορεία ότι δεν ήταν, αλλά ήταν άνθρωποι της Χούντας για να παίρνουν πληροφορίες, για τέτοια πράγματα. Είναι, λοιπόν, η σκοτεινή περιοχή. Κι εκείνο, επίσης, που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η λεγόμενη «δικτατορία», έλεγα εγώ, και το λέω ακόμα δηλαδή, της έδρας, του καθηγητή. Ο καθηγητής ήταν… Θυμάμαι κάποιον καθηγητή… Τώρα δεν θα αναφερθώ σε ονόματα. Θεός σχωρέσ’ τους. Θυμάμαι που έμπαινε μέσα ο καθηγητής. Από πίσω ήταν ο βοηθός που του κρατούσε την τσάντα και του άνοιγε την τσάντα να βγάλει τα βιβλία, τις σημειώσεις του και τα λοιπά, του καθηγητή, και ο οποίος καθότανε μετά για να σβήνει τον πίνακα. Δηλαδή ο καθηγητής έγραφε με κιμωλία στον πίνακα και ο βοηθός έσβηνε τον πίνακα. Δεν έπρεπε ο καθηγητής… Μια έτσι… Και έμπαινε λοιπόν ο καθηγητής μας και έλεγε: «Απαιτώ νεκρική σιγή!». Και θυμάμαι αυτόν τον συγκεκριμένο καθηγητή –όλοι, βέβαια, απαιτούσαν νεκρική σιγή, αλλά αυτός το έλεγε κιόλας: «Απαιτώ νεκρική σιγή»-, που έπρεπε, επειδή δεν είχε και σύγγραμμα, δεν είχε βιβλίο, έπρεπε να κρατάς σημειώσεις, και σημειώσεις τώρα σε τι μαθήματα; Σε Φυσικές, σε Χημείες, σε τέτοια πράγματα, που δεν είναι εύκολο να… Έπρεπε, λοιπόν, να κρατάς σημειώσεις, να κοιτάς τον πίνακα και να μην σκύβεις, διότι δεν έπρεπε. Έπρεπε να είσαι προσηλωμένος. Δηλαδή, μια κατάσταση… Θυμάμαι σε αυτόν τον συγκεκριμένο καθηγητή ένα περιστατικό που μου συνέβη. Νομίζω πρέπει να ήμουν ή τρίτο ή τέταρτο έτος. Και κάποια στιγμή λοιπόν, από κάποιο σημείο, εκεί, της αίθουσας… Δεν ήμασταν και πολλοί. Στο τρίτο-τέταρτο έτος ήμαστε… Καμιά εκατοστή άτομα ήμασταν-δεν ήμασταν μέσα. Αυτή η νεκρική σιγή διασπάστηκε. Κάποιος δηλαδή θορύβησε. Δεν ξέρω τώρα. Μίλησε; Γέλασε; Δεν ξέρω τι έγινε. Οπότε ο καθηγητής: «Ποιος θορυβεί;». Δεν μίλησε κανένας. Σηκώθηκε και έφυγε από την αίθουσα. Και τι έκανε, παρακαλώ; Έβαλε τον βοηθό του την επόμενη μέρα να μαζέψει υπογραφές, να μας βάλει όλους να υπογράψουμε σε ένα χαρτί, το οποίο χαρτί έγραφε ότι: «Δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν πρόκειται να ξαναενοχλήσω μέσα στην αίθουσα». Αν είναι δυνατόν! Αυτό δείχνει, βέβαια, δεί[01:00:00]χνει τη νοοτροπία της εποχής, έτσι; Σε φοιτητές, τώρα, τριτοετείς, τεταρτοετείς φοιτητές. Γύριζε, λοιπόν, ο βοηθός και μάζευε τις υπογραφές. Βέβαια, μετά έγινε και καθηγητής ο βοηθός, δεν το συζητάμε. Και ήρθε, λοιπόν, και σε μένα κάποια στιγμή. Ήρθε και σε μένα. Μου λέει: «Να βάλεις εδώ μια υπογραφή». Λέω: «Να διαβάσω πρώτα τι θα υπογράψω». Διαβάζω λοιπόν: «Δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν θα ξαναενοχλήσω…», και τα λοιπά. Λέω: «Όχι –λέω–, δεν το υπογράφω». «Μα, αυτό, ο καθηγητής…» «Εγώ –λέω– δεν το υπογράφω». Ε, εντάξει. Μετά από λίγη ώρα έρχεται. Μου λέει: «Ο καθηγητής σε θέλει στο γραφείο του». Εγώ κατάλαβα ότι εδώ τώρα θα γίνει… Ναι… Πάω, λοιπόν, στο γραφείο. Μάλιστα, ήτανε ένα γραφείο ακριβώς έτσι. Είχε δυο καρέκλες μπροστά, δύο πολυθρόνες, κι εγώ, αφελώς προφανώς ή χωρίς να το σκεφτώ, μπήκα μέσα στο γραφείο, χαιρέτησα, βέβαια, και πήγα να καθίσω, επειδή είδα τις καρέκλες μπροστά στο γραφείο. «Ω! Δεν κάθονται!» Ξέρεις, έτσι, να… «Α –λέω–, με συγχωρείτε, κύριε καθηγητά. Νόμιζα ότι οι καρέκλες ήταν για να καθόμαστε. Εντάξει, δεν κάθομαι». Ναι. Μου λέει λοιπόν… Μου λέει: «Γιατί δεν υπογράφεις;». Λέω: «Δεν υπογράφω, κύριε καθηγητά, διότι το κείμενό σας δεν είναι γραμμένο σωστά». Λέει: «Δηλαδή;». Λέω: «Μου ζητάτε να υπογράψω κάτω από τη φράση ότι δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν θα ξαναμιλήσω, δεν θα ξαναενοχλήσω την ώρα της διδασκαλίας, που σημαίνει ότι δέχομαι ότι ενόχλησα και δηλώνω ότι δεν θα ξαναενοχλήσω. Ε, αυτό είναι λάθος, διότι εγώ δεν ενόχλησα ποτέ. Αν θέλετε να σας υπογράψω ένα άλλο χαρτί και να λέω ότι δεν έχω ενοχλήσει και δεν πρόκειται να ενοχλήσω μέσα στην… Ευχαρίστως –λέω– να το υπογράψω όσες φορές θέλετε. Γιατί εγώ θέλω να τελειώσω, να φύγω από εδώ, να ησυχάσω, και τα λοιπά. «Αλλά δεν θα… Να παραδεχτώ ότι…». Οπότε εκείνη την ώρα δεν ξέρω τι… Επιστράτευσε όλη την αίσθηση του χιούμορ του που είχε; Δεν ξέρω τι συνέβη. Και μου λέει: «Άντε, Ρούσσο, με τα δικολαβίστικά σου πάλι! Φύγε». Βέβαια, εκ τω υστέρων σκέφτηκα ότι με έσωσε το γεγονός ότι ήμουν από τους πολύ καλούς φοιτητές, και το ’ξερε. Και έτσι, ας πούμε, πέρασα την… Αλλά, όμως, δείχνει… Αυτό μπορεί να φανταστεί κανείς ότι μπορεί γίνει σήμερα; Μια τέτοια… Ποτέ! Αυτή ήταν γενικότερα η εικόνα μέσα στο πανεπιστήμιο και μες στη Σχολή.

Α.Κ.:

Και γενικότερα το θυμάστε καθόλου το κλίμα της εποχής; Εννοώ, πώς ήταν η καθημερινότητα στην Αθήνα;

Ν.Ρ.:

Ε, ναι. Εντάξει, το κλίμα της εποχής το θυμάμαι, βεβαίως. Το ότι ζούσαμε… Και μάλιστα που, εν πάση περιπτώσει, ήμασταν με ένα σημαδάκι, δεν ήμαστε από τους… Εμένα, όταν… Επειδή είχα μπει στους πρώτους τότε, επειδή διόριζαν τους… Δεν είχαν φοιτητικές εκλογές και τα λοιπά. Διόριζαν τον Πρόεδρο της Σχολής, τον Αντιπρόεδρο και τα λοιπά. Τους διόριζε η Χούντα. Και, όταν λοιπόν μας πρότειναν, εμένα τουλάχιστον, οι άλλοι δεν ξέρω τι κάνανε, αλλά εγώ δεν δέχτηκα, βέβαια, με καμία… Από τη στιγμή λοιπόν που δεν δέχεσαι, από τη στιγμή εκείνη είσαι σταμπαρισμένος, ας πούμε. Εντάξει, κατά καιρούς: «Περάστε από το τμήμα δι’ υπόθεσίν σας». Και ξέραμε ότι… Πολλές φορές με είχανε καλέσει ζητώντας μου κάποιες πληροφορίες, τις οποίες, βέβαια, για πολλούς λόγους εγώ δεν γνώριζα, δηλαδή ή δεν γνώριζα ή έλεγα πως δεν γνώριζα. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, πολλές φορές με είχανε… Υπήρχε τότε κι ένα… Δεν θυμάμαι τώρα πώς το λένε. Τμήμα ήτανε; Μέσα στο Υπουργείο… Γραμματεία ήτανε; Και επίσης υπήρχε στο πανεπιστήμιο μέσα ο λεγόμενος «Κυβερνητικός Επίτροπος», ο οποίος ήταν ένας στρατιωτικός. Εμένα με είχαν πάει μια φορά, επειδή είχα σφραγίσει κάποια… Τα εισιτήρια τα παίρναμε τότε… Ένα εισιτήριο μειωμένης διαδρομής, και είχα πάει στη Γραμματεία της Σχολής και μαζί με άλλους συμφοιτητές και έπιασα την σφραγίδα, εκεί, του Γραμματέα και το σφράγισα. Κι επειδή το ’κανα μόνος μου αυτό, με πήγανε στον Κυβερνητικό Επίτροπο με το ερώτημα της αποβολής από το πανεπιστήμιο και τέτοια πράγματα. Δηλαδή το κλίμα ήτανε… Ε, αυτό το κλίμα βεβαίως και το ζούσες και απέξω, έτσι; Ήσουν ελεύθερος, εντός χιλίων εισαγωγικών, αν ήσουν ακίνδυνος για τη Χούντα. Εάν… Όχι να ήσουν επικίνδυνος, γιατί, εντάξει, εγώ δεν λέω ότι ήμουν επικίνδυνος, δεν έκανα καμιά αντίσταση, ξέρω γω, και τα λοιπά, αλλά αν ήσουν σε υποψία ότι μπορεί να καταστείς επικίνδυνος, τότε δεν περνούσες καλά σίγουρα.  

Α.Κ.:

Κι έχετε και αναμνήσεις για πράξεις αντίστασης την περίοδο εκείνη;

Ν.Ρ.:

Μέσα στο πανεπιστήμιο, δηλαδή στη Σχολή και τα λοιπά, δεν είχαμε κάτι, έτσι, σημαντικό. Οι πράξεις αυτές οι αντίστασης και τα λοιπά, δηλαδή Παναγούλης, ιστορίες και… Αυτά τα ζήσαμε, ας πούμε. Δεν… Ναι… Αυτά τα ζήσαμε, ναι.

Α.Κ.:

Και τελειώνετε, λοιπόν, τη Σχολή το ’73; Το ’72-’73;

Ν.Ρ.:

Το ’72-’73, ναι.

Α.Κ.:

Και μετά πηγαίνετε κατευθείαν στον στρατό ή…

Ν.Ρ.:

Μετά… Στον στρατό πήγα πρώτη Ιουλίου του ’74. Ναι, πρώτη Ιουλίου του ’74, και 20 Ιουλίου γίνανε το Κυπριακό, η επιστράτευση και όλη αυτή η ιστορία. Την ιστορία Κύπρος, πτώση της Χούντας και τα λοιπά την έζησα μέσα στο «Παλάσκα», μέσα στο στρατόπεδο. Και μετά από το «Παλάσκα» έφυγα και πήγα στο Πεδίο Βολής Κρήτης. Αυτή ήταν η στρατιωτική μου θητεία, ας πούμε.

Α.Κ.:

Εκείνες τις μέρες τις θυμάστε από την Κύπρο; Δηλαδή, ήσασταν στο στρατόπεδο…

Ν.Ρ.:

Εκείνες τις μέρες τις θυμάμαι στο στρατόπεδο. Έγκλειστος ήμουνα. Θυμάμαι ότι ήμασταν οχτακόσιοι στρατευμένοι ναύτες στο «Παλάσκα» και την άλλη μέρα γίναμε τρεις χιλιάδες; Δεν ξέρω πόσοι γίναμε και με την επιστράτευση. Ήρθαν, δηλαδή, οι επιστρατευμένοι. Οπότε γινότανε ένα πανδαιμόνιο. Ήτανε φανερό ότι δεν υπήρχε καμία οργάνωση, κανένα… Τίποτα. Μια κατάσταση απελπισία. Πείνα και των γονέων, διότι δεν μας έφτανε το φαγητό για να φάμε. Ψάχναμε να βρούμε ευκαιρία να πάμε, από μόνοι μας δηλαδή, να πάμε αγγαρεία στα μαγειρεία μήπως και βρούμε κανένα υπόλοιπο φαγητό να πάμε, αλλά εγώ τουλάχιστον μια φορά που πήγα δεν βρήκα για να φάω. Ναι, αυτό ζήσαμε. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε τίποτε άλλο. Δηλαδή έξω το τι γινότανε δεν είχαμε καμιά πληροφόρηση. Το μόνο που θυμάμαι, επίσης… Κι αυτό δεν ξέρω αν μπορούσε να γίνει σε άλλο στρατόπεδο, αλλά έγινε στο «Παλάσκα», ίσως επειδή ήτανε το Ναυτικό, που μαζί με… Πρέπει να ’μαστε καμιά δεκαπενταριά, είκοσι –μάλιστα τέσσερεις ήταν και Κρητικοί, ένας από την Ιεράπετρα, ένας από τον Άγιο Νικόλαο και τα λοιπά–, που πήγαμε και κατεβάσαμε το πουλί, το οποίο ήτανε ένα τσίγκινο πράγμα, μια τσίγκινη κατασκε[01:10:00]υή τεράστια, που δέσποζε του γηπέδου του στρατοπέδου εκεί. Και πήγαμε και το κατεβάσαμε και μαζεύτηκαν κι άλλοι στρατιώτες αρκετοί και κάποια στιγμή μπορεί να γίναμε και εκατό, ας πούμε, και τραγουδούσαμε και χοροπηδούσαμε πάνω στο πουλί. Και αυτό που θυμάμαι, ότι δεν είχαμε καμία συνέπεια, δεν μας ενόχλησε κανείς. Αυτό είναι μια ανεξήγητη… Πραγματικά, δεν έχω δώσει μέχρι σήμερα καμία εξήγηση. Γιατί εγώ περίμενα ότι θα υπήρχε κάποια αντίδραση. Όχι, δεν υπήρχε. Αλλά ήταν η πρώτη μέρα… Δεν ξέρω. Ήταν όλοι μουδιασμένοι; Δεν ξέρω τι. Αυτό μόνο σαν γεγονός.

Α.Κ.:

Αυτό έγινε οπότε κατά τη διάρκεια; Πριν την πτώση της Χούντας…

Ν.Ρ.:

Αυτό έγινε… Όχι, την… Μόλις μάθαμε ότι έπεσε η Χούντα. Ναι, μόλις έπεσε.

Α.Κ.:

Και στη συνέχεια ήρθατε στο Πεδίο Βολής στην Κρήτη;

Ν.Ρ.:

Μετά, ναι.

Α.Κ.:

Στο Ηράκλειο;

Ν.Ρ.:

Ήρθα στο Πεδίο Βολής, ναι. Πήρα μετάθεση, δηλαδή, από το «Παλάσκα» στο… ναι, Πεδίο Βολής, ναι. Και μάλιστα ήρθα ως εξής. Ήρθα με μέσον – σε εισαγωγικά το βάζω. Γιατί; Διότι η πρώτη μου μετάθεση… Θυμάμαι, στις 16-17 Ιουλίου μου λέει εκεί ο προϊστάμενος του θεραπευτηρίου… Γιατί εγώ, λόγω του ότι ήμουνα φαρμακοποιός και δεν είχαμε πάρει ακόμα ιδιότητες... Μετά πήραμε ειδικότητα υγειονομικού και τα λοιπά, αλλά με κρατήσανε στο αυτό για να κάνουμε τις ενέσεις, γιατί ερχόντουσαν οι στρατευμένοι που κάναμε τις ενέσεις, τα εμβόλια και τα λοιπά, τέτοια πράγματα. Και μου λέει εκεί ο προϊστάμενος στο θεραπευτήριο του «Παλάσκα»… Μου λέει: «Ήρθανε οι μεταθέσεις σας…». Ήμασταν δώδεκα άτομα. «Ήρθαν οι… κι εσύ –μου λέει– πας στο Ν.Ν.Α.». Το Ν.Ν.Α. είναι το Ναυτικό Νοσοκομείο Αθήνας. Εγώ χάρηκα, γιατί πράγματι ήθελα να πάω στο Ν.Ν.Α. και το είχα ζητήσει. Γιατί; Γιατί έκανα τη σκέψη ότι, επειδή είχα μπροστά μου τριάντα μήνες –μετά γίνανε τριάντα έξι, δεν έχει σημασία– στρατού, θα μπορούσα σε αυτόν τον χρόνο, αν ήμουνα στην Αθήνα, να κάνω εγγραφή και στην Ιατρική και σε αυτόν τον… να τελειώσω την Ιατρική. Τότε υπήρχε η δυνατότητα οι απόφοιτοι της Φαρμακευτικής να πηγαίνουν ή πρώτο έτος Ιατρικής χωρίς εξετάσεις ή με κατατακτήριες εξετάσεις να πηγαίνουν στο δεύτερο έτος, ή στο δεύτερο ή στο τρίτο. Νομίζω, στο δεύτερο. Στο δεύτερο έτος γιατί; Γιατί τα μαθήματα αυτά ήταν σχεδόν κοινά που κάναμε πρώτο και δεύτερο έτος. Κι εγώ το ’χα βάλει έτσι στο μυαλό μου. Χάρηκα, λοιπόν, εγώ. Αυτό έγινε στις 16-17 του Ιουλίου. Στις 20 Ιουλίου, που έγινε η επιστράτευση, πάλι ο ίδιος ο προϊστάμενός μου εκεί μου λέει: «Ρούσσο, την πάτησες. Όλες οι μεταθέσεις, όπου ήτανε, έχουν ακυρωθεί, κι εσύ πας στον “Ιέρακα”». Λέω: «Α, εντάξει». Ο «Ιέραξ» τώρα ήτανε ένα αντιτορπιλικό. Λέω εγώ… Επειδή μέσα μου υπήρχε ακόμα εκείνο το αυτό του ναυτικού, που λέγαμε προηγουμένως, λέω: «Α, εντάξει –λέω–, δεν πειράζει. Δεν με νοιάζει. Να πάω στον “Ιέρακα”». Και μου λέει τότε αυτός… Μου λέει: «Όχι –μου λέει–, αυτή την στιγμή –μου λέει– ο “Ιέρακας” κάνει περιπολίες μεταξύ Ρόδου και Κύπρου. Έτσι όπως είναι τα πράγματα, πάτα στεριά, και, άμα θέλεις ταξίδια, θα τα βρεις άλλη ώρα!». Με συμπαθούσε ο άνθρωπος, προφανώς. Μου λέει: «Εγώ –μου λέει– έχω τον τρόπο να σε στείλω σε θέση στεριάς, αρκεί να το θέλεις.» Λέω: «Πού θα με στείλεις;». Και μου λέει: «Α, ξέρεις, θα σε στείλω στο Π.Β.Κ.». Λέω: «Πού είναι αυτό το ΠΒΚ; Τι είναι αυτό το Π.Β.Κ.;». Μου λέει: «Το Π.Β.Κ. είναι το Πεδίο Βολής Κρήτης και είναι στα Χανιά», και τα λοιπά. «Α, εντάξει», λέω. Εν τω μεταξύ, η Μαρία είχε κατέβει στην Κρήτη και του λέω: «Εντάξει –λέω–, να πάω». Κι έτσι λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο… Γι’ αυτό λέω: «Βρήκα μέσον», εντός εισαγωγικών, ας πούμε. Με έστειλε ο άνθρωπος αυτός –καλή του ώρα, όπου να ’ναι– στην Κρήτη, απ’ όπου και πήρα απολυτήριο μετά, γιατί…

Α.Κ.:

Όταν πήρατε αυτή τη μετάθεση, είχε προηγηθεί η απόφαση που περιγράψατε πριν…

Ν.Ρ.:

Να ’ρθούμε στην Κρήτη; Ε, βέβαια! Η Μαρία είχε έρθει ήδη. Ναι, είχε έρθει ήδη και δούλευε στη φαρμακαποθήκη που είχε βρει την αγγελία, και δούλευε στη φαρμακαποθήκη εδώ, στη «Mega Pharm» τότε ήτανε.

Α.Κ.:

Οπότε απολυθήκατε από τα Χανιά, από το Πεδίο Βολής.

Ν.Ρ.:

Ναι, από το Πεδίο Βολής πήρα απολυτήριο. Ναι.

Α.Κ.:

Κι έρχεστε στο Ηράκλειο το–

Ν.Ρ.:

Όχι, στο Ηράκλειο ήρθα… Στο Πεδίο Βολής Κρήτης στα Χανιά κάθισα έξι μήνες. Στους έξι μήνες επάνω πάλι ο προϊστάμενος εκεί του θεραπευτηρίου, ένας καταπληκτικός άνθρωπος και λοχαγός, ένας πραγματικά δημοκράτης όμως –και ήταν σπάνια να βρεις τέτοιους ανθρώπους εκείνη την εποχή–, μου λέει: «Δεν μου λες –μου λέει–, Ρούσσο, θέλεις να σε στείλω στο Ηράκλειο;». Λέω: «Πώς θα με στείλεις στο Ηράκλειο; Τι θα πάω να κάνω στο Ηράκλειο;». Μου λέει: «Έχουμε –μου λέει– εκεί ένα ραντάρ –είναι το ραντάρ πάνω απ’ τη Ρογδιά, το «Βασιλικό», το λεγόμενο–, κι εκεί, επειδή έχουμε κάποια προβλήματα με τους στρατιώτες, γιατί παθαίνανε διάφορες γαστρεντερίτιδες και τέτοια πράγματα και υποψιαζόμαστε ότι φταίει το νερό, ναι, θα σε στείλω εκεί να παρακολουθείς την ποιότητα του νερού, να απολυμαίνεις –γιατί είχε δεξαμενή δηλαδή που πίνανε αυτό–, να απολυμαίνεις το νερό, και μια τέτοια διαδικασία. Και μπορείς να πας». Λέω: «Μπορώ». Κι έτσι, λοιπόν, ήρθα στο «Βασιλικό», και από εκεί τέλειωσα το… Μετά τους έξι μήνες, δηλαδή, ήρθα στο Ηράκλειο, κι αυτό βέβαια με βοήθησα πάρα πολύ, γιατί ανεβοκατέβαινα, ήμουν όλη μέρα στο σπίτι μου και τα λοιπά, ναι. Γι’ αυτό είπα προηγουμένως ότι στον στρατό δεν πιέστηκα καθόλου, που έλεγα προηγουμένως για τη Σχολή του Ασπροπύργου, ας πούμε. Ναι... Κι έτσι τελείωσε το στρατιωτικό μου εδώ.

Α.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε και για το πώς βιώσατε εσείς το κλίμα του Ηρακλείου μεταπολιτευτικά;

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Δηλαδή τι… Ακριβώς στο μεταίχμιο…

Ν.Ρ.:

Ναι, αυτό, ναι. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το Ηράκλειο κι εγώ το είδα και το ένιωσα έτσι μουδιασμένο. Και, επειδή πάντα, ας πούμε, και ιδεολογικά εγώ κινιόμουνα στον αριστερό χώρο, από τότε μέχρι τώρα, δεν το συζητώ, αυτός ο χώρος τα απόνερα της Χούντας τα βίωνε έντονα και μετά τη Μεταπολίτευση. Γιατί, εδώ που τα λέμε, μπορεί κάποτε κάποιος πολιτικός να είπε ότι: «Υπάρχουν σταγονίδια», αναφερόμενος, ας πούμε, στα σταγονίδια της Χούντας που είχαν μείνει και τα λοιπά, αλλά πολλές φορές δεν ήταν απλά σταγονίδια, μπορεί να ’τανε κι ένα ψιλοβρόχι, μπορεί να ’τανε καμιά φορά και καμιά έτσι μια βροχούλα έντονη. Τέλος πάντων. Εγώ έτσι σαν εμπειρία το βίωσα αυτό το κλίμα[01:20:00] μέσα στις διάφορες πολιτικές συγκεντρώσεις που γινόντουσαν εκείνη την εποχή. Και τουλάχιστον εγώ και κάποιοι άλλοι, τέλος πάντων, σύντροφοι είχαμε διαπιστώσει ότι μια παρακολουθησούλα μας γινότανε. Πολλές φορές διακριτικά και καμιά φορά και αδιακρίτως. Υπάρχει, λοιπόν, έτσι ένα ανέκδοτο με εμένα, που είχα επισημάνει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που ήμουνα σίγουρος ότι αυτό το πρόσωπο παρακολουθεί. Τώρα, παρακολουθούσε μόνο εμένα ή παρακολουθούσε κι άλλους και τύχαινε να βρισκόμαστε… Αλλά, πάντως, όπου πήγαινα λοιπόν, πρόσεχα, αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο το έβλεπα. Οπότε κάποια στιγμή πάω σε μια συγκέντρωση. Ήταν τότε προεκλογική συγκέντρωση, κάποιος υποψήφιος, εδώ, της Νέας Δημοκρατίας έκανε τα εγκαίνια του εκλογικού του και τα λοιπά… Λέω: «Ξέρεις τι θα κάνω; Απόψε θα πάω εκεί να δω τι γίνεται, ας πούμε». Πάω λοιπόν και τον βλέπω εκεί το πρόσωπο αυτό. Οπότε τον πλησιάζω και του λέω: «Εγώ –λέω– αυτό που χαίρομαι με μας τους δύο είναι ότι πάμε σε όλες τις συγκεντρώσεις». Ως ανέκδοτο αυτό. Αλλά, όντως, αυτό το κλίμα υπήρχε, το ένιωθες, ας πούμε. Δεν... Εντάξει. Και, όταν αυτό συνέβαινε στο Ηράκλειο, στην Κρήτη, που, εν πάση περιπτώσει, ήταν πιο ανοιχτά τα πράγματα, καταλαβαίνεις τι θα γινόταν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και μάλιστα σε περιοχές όπου η Χούντα είχε ερείσματα δυνατά, ας πούμε. Αυτό.

Α.Κ.:

Και θυμάστε καθόλου για κόσμο, ο οποίος είχε, ας πούμε, πόστα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στο Ηράκλειο;

Ν.Ρ.:

Πόστα; Ναι…

Α.Κ.:

Ναι, θέσεις διοικητικές ή…

Ν.Ρ.:

Ναι… Όχι, δεν θυμούμαι. Γιατί; Διότι εγώ στη διάρκεια της δικτατορίας έλειπα απ’ το Ηράκλειο. Δεν θυμάμαι, δηλαδή, ποια πρόσωπα ήτανε. Και αυτό έχει βέβαια αυτό το μειονέκτημα, ότι ήρθα και δεν ήξερα πρόσωπα και πράγματα, αλλά είχε και το πλεονέκτημα ότι δεν ήξερα πρόσωπα και πράγματα. Δηλαδή είχα, ας πούμε, το ελαφρυντικό της αθωότητας ή της άγνοιας, τέλος πάντων. Ναι... Οπότε δεν μπορώ να πω: «Θυμάμαι τον τάδε, τον τάδε», κι αυτά. Όχι. Δεν ήμουνα εδώ.

Α.Κ.:

Θα ήθελα περισσότερο να ρωτήσω στο επίπεδο του κλίματος μετά την πτώση της Δικτατορίας. Δηλαδή αν εσάς είχε υποπέσει στην αντίληψή σας το να γίνονται, ας πούμε, συζητήσεις για κόσμο που είχε πόστα ή… Δεν εννοούσα να πείτε συγκεκριμένα ονόματα.

Ν.Ρ.:

Εντάξει, τέτοια, ναι. Σαφέστατα και… Αλλά νομίζω ότι τώρα δα, δεν πρέπει, έτσι, να αναφέρονται. Ναι, βεβαίως, υπήρχανε. Ναι, βεβαίως. Και μετά, στους χώρους που κινιόμουνα εγώ, βεβαίως υπήρχανε. Αλλά εγώ προσωπικά δεν τα έχω ζήσει. Οπότε είναι διηγήσεις.

Α.Κ.:

Ωραία, θα σας πάω λίγο πίσω. Θα σας ρωτήσω, όταν αναφερθήκατε στη δουλειά που έκανε ο πατέρας σας στην Αθήνα, στο απολυμαντήριο.

Ν.Ρ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Εκεί έχετε εικόνα πώς λειτουργούσε; Εννοώ ότι αυτό ήταν κάποιος συγκεκριμένος χώρος; Ήταν…

Ν.Ρ.:

Αυτό το Δημόσιο Απολυμαντήριο ήτανε εντεταγμένο μέσα σε αυτό που λέμε σήμερα, ας πούμε, «Διεύθυνση Υγείας» και που εδώ στο Ηράκλειο το λέγαμε τότε «Υγειονομικό». Δηλαδή ήτανε το κομμάτι αυτό της δημόσιας υγείας, όπου επιλαμβάνεται περιπτώσεων που υπάρχουνε καταστάσεις επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Πηγαίνανε, λοιπόν, είτε κατόπιν καταγγελιών ή και κατόπιν αιτήσεων των ίδιων των ιδιοκτητών, ας πούμε, σε μαγαζιά, που… Είχε πάει, ας πούμε, η Διεύθυνση Υγείας, είχε διαπιστώσει ότι υπάρχουνε κατσαρίδες, υπάρχουνε ποντίκια, υπάρχουν τέτοια πράγματα. Ή και οι ίδιοι οι επαγγελματίες μπορούσαν να καλέσουν το Δημόσιο Απολυμαντήριο για να κάνει απολύμανση. Κάνανε, δηλαδή, απολυμάνσεις. Αυτή ήταν η δουλειά τους.

Α.Κ.:

Οπότε δεν είχαν μόνο τον ελεγκτικό ρόλο…

Ν.Ρ.:

Ναι… Καλά, ο πατέρας μου δεν ήταν σε ρόλο ελεγκτικό. Εργάτης ήτανε. Δεν ήταν… Βέβαια, θυμάμαι ότι έκανε και εφημερίες. Δηλαδή υπήρχανε μέρες που εφημέρευε. Δηλαδή έκανε βάρδια και το απόγευμα και ήταν stand-by στο τηλέφωνο για έκτακτα περιστατικά και τα λοιπά. Δεν ξέρω τώρα αν αυτή η υπηρεσία υπάρχει ακόμα, αλλά τότε υπήρχε και λειτουργούσε, και λειτουργούσε και καλά. Ναι…

Α.Κ.:

Ωραία. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε εσείς κάτι άλλο.

Ν.Ρ.:

Τώρα αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό. Τώρα, αν συνεχίσουμε την κουβέντα, μπορεί, αλλά μπορεί να μιλάμε και όλη νύχτα, ας πούμε. Δεν… Ναι… Νομίζω πως τα ’πα όλα ή, εν πάση περιπτώσει, όσα θυμόμουνα.

Α.Κ.:

Σίγουρα έχουμε και τη δυνατότητα να προσθέσουμε οτιδήποτε–

Ν.Ρ.:

Ναι, εντάξει.

Α.Κ.:

–και σε δεύτερο χρόνο. 

Ν.Ρ.:

Ναι. Είτε από μένα είτε, αν κάποια στιγμή κάτι κενό παρουσιαστεί σαν απορία, ευχαρίστως ανταποκρίνομαι. Δεν υπάρχει…

Α.Κ.:

Οπότε, για την ώρα, ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.

Ν.Ρ.:

Εγώ ευχαριστώ.