«Ο πιο πιστός έρωτας είναι η θάλασσα για μένα»
Segment 1
Καλοκαιρινές αναμνήσεις μέχρι την ενηλικίωση
00:00:00 - 00:12:24
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Θα μου πεις το όνομά σου; Είμαι ο Γιάννης ο Μπαλόγλου, είμαι από την Ξάνθη. Ωραία. Εγώ είμαι η Χριστί…ειές στο σπίτι στην θάλασσα, ενώ στην Ξάνθη μου λέγαν: «Καλά εδώ αυλή δεν έχεις να βγεις;». Ούτε ήθελα να κάτσω να βγω εκεί έξω, πάντα εδώ.
Lead to transcriptSegment 2
Δίπλωμα ταχύπλοου, μαθήματα ιστιοπλοΐας και ο «Αίολος»
00:12:24 - 00:31:53
Partial Transcript
Πλέον μεγάλωσα. Απ’ τα πρώτα πράγματα που έκανα, όταν ενηλικιώθηκα, ίσως έβγαλα, αν θυμάμαι καλά, πρώτα το δίπλωμα ταχύπλοου και μετά το δίπ…, τι να πρωτοθυμηθώ και να πω; Τα ωραία τσιπούρα και γεύματα και τα ψάρια που τρώγαμε στα νησιά, στις στάσεις, στα day off; Ωραία πράγματα!
Lead to transcriptSegment 3
Νέα βήματα ως skipper και η «Avdiros Sailing»
00:31:53 - 00:43:19
Partial Transcript
Αυτά όλα, βέβαια, κάποια στιγμή, άρχισαν να παίρνουν μία τροπή, γιατί ήθελα να κάνω και την δουλειά—με μάγευε η δουλειά του skipper— να δω, …ρωπο, ο οποίος και τον εκπαιδεύει, είτε τον έχει σαν πλήρωμα επάνω, και τον δεις αύριο και αυτόν καπετάνιο να τιμονεύει το δικό του σκάφος.
Lead to transcriptSegment 4
Περιπέτειες και φουρτούνες
00:43:19 - 00:51:56
Partial Transcript
Τώρα, για περιπέτειες και φουρτούνες στην θάλασσα και τέτοια; Δεν μ’ αρέσει να λέω μεγάλα λόγια… Ντάξει, γιατί σαν skipper, σαν καπετάνιος σ…εις τα σκάφη, έχεις τα… Δεν διαλέγεις ποιό, όλα σ’ αρέσουν, όλα τ' αγαπάς το ίδιο σαν παιδιά σου. Δεν ξεχωρίζεις, ποιό είναι το καλύτερο!
Lead to transcriptSegment 5
Η ονοματοδοσία των σκαφών και όμορφες στιγμές εν πλω
00:51:56 - 01:10:17
Partial Transcript
Θέλω να σε ρωτήσω κάτι ακόμα. Σχετικά με την ονοματοδοσία των σκαφών. Με την; Συγγνώμη. Ονοματοδοσία. Ναι. Πώς επιλέγετε, ας πού…ί να είμαστε όλοι— και πιστεύω θα έχουμε να πούμε ακόμα περισσότερα! Μακάρι, ναι. Ευχαριστούμε πάρα πολύ! Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πεις το όνομά σου;
Είμαι ο Γιάννης ο Μπαλόγλου, είμαι από την Ξάνθη.
Ωραία. Εγώ είμαι η Χριστίνα Αραμπατζή-
-χάρηκα Χριστίνα-
-είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Σήμερα είναι 12 Οκτωβρίου του 2021 και βρίσκομαι με τον Γιάννη στο σπίτι του.
Ναι, βρισκόμαστε συγκεκριμένα στην παραλία Μυρωδάτου. Είμαστε μόλις 200 μέτρα από τη θάλασσα. Ένα ήσυχο μέρος, ένας οικισμός ο οποίος είναι στην νότια πλευρά του Νομού Ξάνθης, που βρέχεται από θάλασσα. Είμαστε σ’ ένα μικρό σπιτάκι, γραφικό μπορώ να πω. Και από εδώ πιστεύω θα κάνουμε μία ωραία κουβέντα.
Λοιπόν, Γιάννη, θέλω να μου πεις για σένα. Πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα εδώ. Κι όμως, τυχαίνει να έχω γεννηθεί εδώ, διότι γεννήθηκα τον Ιούνιο του 1984... Μέναν εδώ δηλαδή, οι δικοί μου, παραθέριζαν, ήταν η παραθεριστική κατοικία και πήγανε. Η μητέρα μου με γέννησαν και μετά από 2 – 3 μέρες επέστρεψα πάλι εδώ. Αυτό βέβαια, για μένα και για τη ζωή μου μάλλον σημαίνει πολλά. Τίποτα ίσως δεν είναι τυχαίο στην ζωή και πιστεύω, ότι η ιστορία που θα πούμε—όχι ιστορία—, αυτά που θα πούμε, τα γεγονότα που προέκυψαν σε μένα σαν άνθρωπο, έχουν να κάνουνε με το ότι ίσως γεννήθηκα εδώ, λάτρεψα την θάλασσα, την αγάπησα και την λατρεύω την αγαπώ και η δουλειά μου πλέον είναι η θάλασσα.
Λοιπόν Γιάννη, πώς προέκυψε η αγάπη σου αυτή για τη θάλασσα; Πώς ανακάλυψες-
-όπως είπαμε-
-αυτήν την κλίση σου;-
-Ναι, όπως είπαμε προηγουμένως, γεννήθηκα όντως, επέστρεψα δύο ημερών εδώ. Ίσως αυτό να ήταν και μία αιτία για την οποία λάτρεψα την θάλασσα. Τώρα, από τους δύο γονείς μου, βέβαια, η μητέρα μου με την θάλασσα δεν είχε καμία μα καμία αγάπη και επαφή. Απλά την κοιτούσε και έπινε τον καφέ της. Ο πατέρας μου, βέβαια, είχε μεγάλη αγάπη για την θάλασσα και αυτός ήταν και ο λόγος που βρεθήκαμε και σε αυτό το παραθαλάσσιο μέρος, που αγόρασε ένα κτηματάκι, ώστε να μπορεί να βάζει την βαρκούλα του για να πηγαίνει για ψάρεμα. Και έτσι, ας πούμε, ξεκίνησαν και αυτοί και είχαν την αγάπη για τη θάλασσα και ίσως την μεταλαμπάδευσαν σε εμένα, είτε θέλοντας είτε μη. Από πολύ μικρός λοιπόν, θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια μου ήτανε όλες μου οι αναμνήσεις εδώ. Λοιπόν, τα καλοκαίρια, όπως είπαμε, ήταν οι καλύτερες παιδικές αναμνήσεις για μένα. Ήταν ανέμελα παιδικά χρόνια σε μία εξοχική κατοικία δίπλα στην θάλασσα, που παίζαμε σαν παιδιά, με τον αδερφό μου —που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος—, με τα ξαδέρφια που ήταν εδώ—λίγο πιο πίσω που μένουν και αυτοί σαν παιδάκια—, με τα ποδήλατα, τις παρέες μας, τα γέλια μας, από πολύ μικρά παιδάκια. Ίσως ήμουν και το μικρότερο και στην οικογένεια, αλλά και στο σόι μας, οι οποίοι διαμένουν —η μία η ξαδέρφη μου με τα παιδιά της και τον άντρα της δίπλα μας ακριβώς—, οπότε μεγάλωσα σε ένα έτσι οικογενειακό περιβάλλον, που ήτανε πολύ όμορφα χρόνια, γεμάτα χαμόγελα, τρέξιμο, πλατσουρίσματα, ποδήλατα, λάσπες, παιχνίδια. Ζήσαμε, πιστεύω, πάρα πολύ ωραία σαν παιδιά, κάτι αντίθετο απ’ αυτό που βλέπουμε σήμερα που συμβαίνει: να βλέπουμε νέα παιδιά, τα οποία είναι με ένα tablet ή με ένα κινητό στο χέρι και να παίζουν μόνο με αυτό. Πιστεύω δηλαδή, ότι ήμασταν οι τυχεροί της δεκαετίας που λέμε ‘80, ‘90 οποία είναι αυτή, που μπορέσαμε και παίξαμε και χαρήκαμε. Έτσι λοιπόν, ξεκινάει και η αγάπη για την θάλασσα. Ένα από τα παιχνίδια μου ήταν λοιπόν, η θάλασσα. Είχαμε, ο πατέρας μου είχε μία μικρή βαρκούλα εδώ μπροστά στην παραλία που πήγαινε για ψάρεμα. Εγώ, σαν παιδάκι, όταν πήγαιναν όλοι για μπάνιο, εγώ ήθελα να ανεβαίνω πάνω στην βαρκούλα και να την καθαρίζω, να τη σκουπίζω, να την πλένω και μου άρζσε να είμαι πάνω στην βάρκα, παρά να κολυμπάω—όχι ότι δεν κολυμπούσα και δεν μου άρεσε σαν παιδάκι—, αλλά ήθελα να βουτάω πάνω από την βάρκα, ήθελα να κάνω βουτιές από εκεί με τα μπρατσάκια μου, ήθελα να καθαρίζω την βάρκα να μην έχει νερά και ξεκίνησε έτσι μία αγάπη με οτιδήποτε επέπλεε, να το πω. Μ’ εντυπωσίαζαν πάρα πολύ από μικρό παιδί τα καράβια, οι βάρκες, τα καΐκια, οι ψαράδες και ό,τι έχει σχέση με τη θάλασσα. Αυτό εδώ, περνώντας τα χρόνια και μεγαλώνοντας, έφτασα σε μία ηλικία 6-7 χρόνων, όπου άρχισε ο πατέρας μου, μ’ έπαιρνε στην βάρκα μαζί για ψάρεμα, πηγαίναμε, ψαρεύαμε με τους φίλους του μαζί. Ήμουν ένα μικρό παιδάκι, που χαιρόταν προφανώς και οι μεγαλύτεροι που με είχαν δίπλα τους στο ψάρεμα. Ατελείωτες χαρές, γέλια και συναισθήματα, όταν βγάλεις το πρώτο σου ψάρι, το πώς θα πιάσεις την πετονιά, το πώς θα τιμονεύσεις την βάρκα, το πώς θα ρίξεις την άγκυρα. Όλα αυτά πιστεύω για ένα παιδί ήτανε... Ίσως νόμιζε, ότι έκανε κάτι πολύ σπουδαίο, κάτι πολύ σημαντικό! Δεν ήμουν απλά πάνω σε ένα ποδήλατο ή σε ένα πατινάκι και να παίζω ή με την μπάλα, την οποία, ας πούμε, σαν παιδί δεν έπαιξα ποτέ μπάλα, όπως άλλα παιδιά. Θα ‘παιζα, αλλά δεν με τραβούσε. Δώσε μου άγκυρες, δως μου σχοινιά και μακριά από μπάλες, χαρτιά, τάβλι, τα οποία δεν έμαθα ποτέ στη ζωή μου! Βέβαια, η κουβέντα μας βλέπετε, πηγαίνει από την μικρή ηλικία και σε λίγο μεγαλύτερη, αλλά τα φέρνει η ροή της συζήτησης πιστεύω και της κουβέντας…
Μην ανησυχείτε καθόλου για αυτό.
Και συνεχίζω, λοιπόν, στα παιδικά χρόνια αυτά τα ανέμελα. Ψαρεύαμε, νυχτερινά ψαρέματα, το σάντουιτς με την ντοματούλα και το σαλαμάκι που θα φας στην βάρκα ήταν το πιο νόστιμο που είχα φάει ποτέ σαν παιδί. Αυτά όλα δεν ξεχνιούνται. Το βράδυ να βγεις από την βάρκα —τότε δεν είχαμε ούτε λιμάνι, ούτε τίποτα εδώ στην περιοχή—, οι βάρκες ήταν στην παραλία, μ’ έπαιρνε ο μπαμπάς μου στους ώμους να με βγάλει να μην βραχώ. Σαν μικρό παιδάκι που ήμουνα και όλα αυτά ήταν ατέλειωτες ωραίες στιγμές. Πηγαίναμε σε κάποιους φίλους που είχαμε εκεί στην παραλία που παραθέριζαν με αντίσκηνα και τροχόσπιτα, καθόμασταν θυμάμαι, οι γονείς μου, εμείς με άλλα παιδιά παίζαμε. Ένα απ’ αυτά τα παιδιά σήμερα είναι και κολλητός αδερφικός φίλος, που κάνουμε μαζί και το άθλημα της ιστιοπλοΐας, που θα πούμε παρακάτω. Και όλα αυτά σύνθεσαν ένα παζλ από το οποίο ξεκίνησε, μάλλον η αγάπη αυτή και ο μεγάλος έρωτας για τη θάλασσα. Ο πιο πιστός, να το πω, έρωτας είναι η θάλασσα για μένα. Περνώντας λοιπόν, τα χρόνια, στα εφηβικά χρόνια πλέον, επίσης στην παραλία—αυτά θυμάμαι, δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά μόνο τα καλοκαίρια θυμάμαι. Ντάξει, θυμόμαστε και τους χειμώνες, αλλά ίσως είναι αυτά που είναι πιο έντονα, πιο ωραίες αναμνήσεις, δεν είχαμε και σχολείο και όλα αυτά βοηθούσανε. Είχαμε τα μηχανάκια, τις βόλτες μας από δω, από κει, αλλά εμένα —πού μ’ έχανες, πού μ’ έβρισκες— οργάνωνα τις παρεούλες όλες τις εφηβικές, να πάμε το βράδυ στην παραλία να ανάψουμε φωτιά, να πάμε να κλέψουμε καμία κουκουνάρα απ’ τα καλαμπόκια να ψήσουμε, να πάρουμε τα σουβλάκια μας σαν πιτσιρίκια να κάτσουμε και να περάσουμε όλο το βράδυ ευχάριστα στην ακροθαλασσιά την καλοκαιρινή νύχτα παρέα με το κύμα και το φεγγάρι και μία φωτιά να σιγοκαίει. Όπου εκεί σίγουρα ήρθαν και οι πρώτοι έρωτες, οι πρώτες γνωριμίες, οι εφηβικές, οι χαρές, τα γέλια, τα κλάματα και όλα αυτά ήρθανε και, πιστεύω, βοήθησαν στο να δέσουν ένα τέλειο κομμάτι της ζωής, διότι είχαμε πολύ καλές αναμνήσεις οι οποίες έδιναν ενέργεια, έδιναν δύναμη σαν έφηβοι που ήμασταν. Οι πρώτοι έρωτες, όλα αυτά, νομίζαμε, ότι θα κυβερνούσαμε όλο τον κόσμο! Μετέπειτα, μεγαλώνοντας λίγο ακόμα, όταν έφτασα να επιλέξω το τί επάγγελμα θ’ ακολουθήσω, στο μηχανογραφικό είχα επιλέξει Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Βέβαια, κάτι που δεν το επεδίωξα να το κάνω, γιατί ίσως λίγο τότε και οι οικογένειες και όλοι: «Να που θα πας στα καράβια!» το ένα και το άλλο, δεν ήμουν και καλός μαθητής, οπότε δεν έκατσα να ασχοληθώ να διαβάσω πολύ και δεν πέρασα στην Εμποροπλοιάρχων. Αλλά αυτό ίσως ήταν κάτι που μπορεί κανένας να μην το ήξερε, αλλά μπορεί να με έτρωγε από μέσα μου, χωρίς βέβαια, να με πειράξει. Είχα καλή, εντάξει η επαγγελματική μου σταδιοδρομία πιστεύω ήταν καλή. Από μικρός πήγαινα στα μαγαζιά των γονιών μου. Ήταν έμποροι, είχαμε καταστήματα, οπότε βοηθούσα εκεί, δούλευα. Αργότερα είχαμε κάνει και ένα φαγάδικο —ο αδερφός μου— μία δουλειά η οποία ήταν αρκετά δύσκολη δουλειά, εργαζόμουν κι εκεί. Και αυτό που μ’ έκανε να μη μου αρέσει αυτή η δουλειά, είναι, ότι δεν είχα ελεύθερα τα καλοκαίρια. Δεν μπορούσα να είμαι κοντά στη θάλασσα. Κι ήταν ο λόγος που συνεχώς υπήρχαν οικογενειακοί καυγάδες, γιατί εγώ δεν ήθελα να φύγω από την θάλασσα, να πάω στο μαγαζί το καλοκαίρι. Ο χειμώνας δεν με πείραζε, το καλοκαίρι ήταν αυτό που με έτρωγε. Να είμαι εδώ, κοντά στους φίλους, τις παρέες τις εφηβικές και όλα αυτά, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε παραπάνω πράγματα. Ακόμα και λίγο πιο μεγάλος, περνώντας την εφηβεία, εκεί κοντά στον στρατό, διατήρησα πολλές παρέες εδώ στην περιοχή. Είχα παιδιά ντόπιους [00:10:00]εδώ από γύρω χωριά που κάναμε παρέα, πηγαίναμε για ψάρεμα με τις βάρκες, πηγαίναμε για ψαροντούφεκο. Κάναμε, πραγματικά, οι περισσότερες δράσεις ήταν μέσα και έξω από το νερό. Όλα αυτά, οι φίλοι αυτοί βοήθησαν στο να περνάμε επίσης —και σαν πιο μεγάλοι πλέον—, πάλι ωραίες στιγμές δίπλα στην θάλασσα τα βράδια μας με το ποτάκι μας, την μπυρίτσα μας, τις κιθάρες μας, με ζωντανή μουσική με φίλους μουσικούς που είχαμε και περνούσαμε πάρα μα πάρα πολύ ωραία! Όντας τώρα πλέον ενήλικας έφτασα σ’ ένα σημείο να έχω, ας πούμε, το δικό μου μηχανάκι, να έχω τον δικό μου, να έχω το δίπλωμα αυτοκινήτου… Και οι βόλτες που έκανα—όταν έφευγα από το σπίτι από την Ξάνθη, στο οποίο διαμένουμε τον χειμώνα— δεν ήταν να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω σε ένα κοσμοπολίτικο καφέ ή να πάω στην Θεσσαλονίκη για ψώνια και για βόλτα που έκαναν άλλοι φίλοι μου, αλλά έπαιρνα τ’ αμάξι ή το μηχανάκι και ήθελα να κατέβω στην θάλασσα. Ακόμα και χειμώνα πήγαινα στο σπίτι στην θάλασσα είτε και μόνος μου είτε και με φίλους, με παρέες και καθόμασταν, περνούσαμε όμορφα, τρώγαμε, πίναμε, γλεντούσαμε και περνούσαμε διαφορετικά από τα άλλα, να το πω, παιδιά που ήταν μέσα σε ένα club ή σε ένα καφέ. Και λίγο —ξαναγυρνάω πίσω, έτσι σε μια ηλικία 16-17-18 χρόνων, που όλοι πήγαιναν στα γνωστά club της περιοχής—, εγώ πήγαινα μετρημένες νύχτες του καλοκαιριού σε αυτά τα club. Προσπαθούσα να επιδιώξω να βρω παρέες, τις οποίες θα ανάψουμε την φωτιά στην παραλία με τα ξύλα που πηγαίναμε και κλέβαμε παλέτες από στα νεόκτιστα σπίτια για ν’ ανάψουμε φωτιά το βράδυ και να περάσουμε δίπλα στην θάλασσα. Οπότε, βλέπετε, η κουβέντα έχει τη θάλασσα, τη θάλασσα, τη θάλασσα. Όταν λοιπόν—ξαναγυρνάω στην ενήλικη ζωή και ηλικία—, πλέον είχαμε, όπως σας είπα, τις βόλτες και τα γλέντια εδώ χειμώνα-καλοκαίρι στο σπίτι στην θάλασσα, εγώ σχεδόν δεν ήθελα να φύγω ποτέ από εδώ. Και στο σπίτι στην Ξάνθη να φανταστείτε είχαμε αυλή και εδώ έχουμε αυλή, ερχόμουν καταχείμωνο και κούρευα τα χόρτα εδώ ή έκανα δουλειές στο σπίτι στην θάλασσα, ενώ στην Ξάνθη μου λέγαν: «Καλά εδώ αυλή δεν έχεις να βγεις;». Ούτε ήθελα να κάτσω να βγω εκεί έξω, πάντα εδώ.
Πλέον μεγάλωσα. Απ’ τα πρώτα πράγματα που έκανα, όταν ενηλικιώθηκα, ίσως έβγαλα, αν θυμάμαι καλά, πρώτα το δίπλωμα ταχύπλοου και μετά το δίπλωμα αυτοκινήτου, αυτό με έκαιγε. Διότι είχε και ο πατέρας μου ένα, είχε πάρει ένα ταχύπλοο σκάφος και ήταν ο μεγάλος μου έρωτας εκείνο το σκάφος! Ήταν ένα σκάφος 6 μέτρα, ανοιχτού τύπου, που κάναμε, όμως, τις πιο όμορφες οικογενειακές εξορμήσεις. Τα Σαββατοκύριακα στην Θάσο, στη Μαρώνεια, σε διάφορες περιοχές πηγαίναμε. Ντάξει, το σκάφος δεν διέθετε χώρους ενδιαίτησης. Ή θα κοιμόμασταν μέσα στρωματσάδα ή θα παίρναμε κανένα αντίσκηνο και θα βγαίναμε στην παραλία και θα κοιμόμασταν, σπαρτιάτικα δηλαδή, που λένε. Αλλ’ αυτό για μένα ήτανε —το μεγαλύτερο όνειρο που μπορούσε να έχει ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου δίπλα μου μπορεί να μη μου έφτανε—, νόμιζα, ότι ήταν η τέλεια. Και ήτανε για μένα η τέλεια ζωή και κατάσταση. Και θα γυρίσω πάλι λίγο πίσω. Αυτό το σκάφος, αν θυμάμαι καλά, το πήραμε, όταν εγώ ήμουνα Δημοτικό, Στ' Δημοτικού. Όταν πήγε να το πάρει ο πατέρας μου, κάτι χάλασε θυμάμαι, η συμφωνία με αυτόν εκεί που πήρε για να το πάρει. Κι επειδή είχα πάει—το είδαμε το σκάφος αυτό—, όταν μου είπε, ότι τελικά δεν θα το πάρουμε, γιατί μάλωσαν με αυτόν, κάτι δεν τα βρήκαν στην τιμή, έβαλα τα κλάματα. Έκλαιγα σαν παιδί! Από εδώ, από εκεί ευτυχώς, πώς έγινε, δεν ξέρω αν ήταν θέλημα Θεού, ευτυχώς τα βρήκαν και το πήραμε και σταμάτησα το κλάμα. Κάνα δύο μήνες την Άνοιξη, προτού ρίξουμε το σκάφος αυτό στη θάλασσα—ήταν στην αυλή εδώ στο γκαράζ—, δεν έβγαινα από μέσα! Να το καθαρίζω, να το συντηρώ, να προσπαθώ να φτιάξω την μηχανή με κάποιους φίλους του πατέρα μου που έρχονταν και βοηθούσανε. Ήταν ένας μάστορας, ο οποίος μου μάθαινε, μου έλεγε: «Έλα δω, να σου δείξω πέντε πράγματα, γιατί μες στην θάλασσα μάστορας δεν υπάρχει». Καθόμασταν, βγάζαμε τις μίζες, τα δυναμό, το ένα το άλλο, τα μπουζί. Μου έδειχνε, πώς, τις πλατίνες, τα αυτά για να μπορέσω, ας πούμε, ανά πάσα στιγμή να βάλω μπρος το σκάφος, αν δεν έπαιρνε μηχανή μπρος. Περάσαμε διάφορες ταλαιπωρίες μ’ εκείνα τα σκάφη, άλλα χρόνια, ίσως και πιο παλιές μηχανές κι αυτά, προβλήματα κι αν δεν μείναμε και το λιμενικό ήρθε μας τράβηξε, θυμάμαι, και φωτοβολίδες ανάψαμε, διάφορα πράγματα. Ωραία αναμνήσεις και εμπειρίες ζωής για κάποιον έφηβο. Το καθάρισμα που είχα ρίξει σ’ εκείνο το σκάφος θυμάμαι, ήταν άλλο πράγμα, από παιδάκι. Πραγματικά είναι αυτό που λένε, ας μου επιτραπεί η έκφραση, το έγλυφα το σκάφος! Δηλαδή, δεν φαντάζεστε τί έρωτας! Εκεί μέσα, έτυχε μεσημέρια που σαν παιδάκι κοιμόμουν μέσα στην αυλή, ήταν το σκάφος στην αυλή και εγώ κοιμόμουν στο σκάφος μέσα. Ξεκίνησα μετά—πάλι γυρνάω στην ενήλικη περίπου ηλικία—, έκανα και θαλάσσιο σκι, μ’ άρεζε πάρα πολύ. Βέβαια, ο πατέρας μου τότε βαριόταν να έρθει το μεσημέρι —ξέρετε, θέλαμε και μπροστά στην παραλία να μας δουν οι φίλες μας, οι κολλητοί μας, να δείξουμε, ότι ξέρουμε να κάνουμε θαλάσσιο σκι. Δεν έβλεπες και κανέναν εδώ να κάνει, η περιοχή δεν ήταν πολύ τουριστική, οπότε ξεχωρίζαμε, να το πούμε, και αυτό μας έδινε έτσι μία χαρά και μία αυτοπεποίθηση, ότι είμαστε ένα κλικ πάνω από τους φίλους μας, ακόμα και στις φίλες που μπορεί να μας θέλαν, να τις θέλαμε, μας άρεζε πολύ. Κάναμε λοιπόν και θαλάσσιο σκι με τον αδερφό μου μαζί και εγώ και αυτός. Καλά τα πηγαίναμε, ντάξει. Είχα και μία, θυμάμαι, και μία τούμπα που είχα φάει καλή, τώρα που το λέμε. Κι είχα χτυπήσει μάλλον το κεφάλι, έπαθα σαν λιποθυμικό επεισόδιο, αλλά επειδή φορούσα το σωσίβιο, ντάξει, ήρθαν με πήραν δεν έγινε κάτι σοβαρό. Αλλά το θυμάμαι, δεν το ξεχνώ. Περνώντας λοιπόν, τα χρόνια μεγαλώσαμε, πήγαμε στρατό, ξαναγυρίσαμε. Πάλι ο Γιάννης με την θάλασσα, πάλι ψαρέματα με τη βαρκούλα. Να τα παραγάδια με τον μπαμπά, να τα νυχτερινά ψαρέματα. Ενώ οι άλλοι ήταν στα club, ο Γιάννης: ψάρεμα, βάρκα και θάλασσα. Αυτό σιγά-σιγά μου δημιούργησε την ανάγκη ν’ ανοίξω λίγο τις γνώσεις μου στην θάλασσα. Περίπου στα —20 τώρα, αν θυμάμαι καλά—, διαπίστωσα, ότι στο Πόρτο Λάγος υπάρχει Σχολή Ιστιοπλοΐας, λέω: «Θα πάω να μάθω παραπάνω πράγματα για αυτό που αγαπώ, για την θάλασσα!». Κατευθείαν πήγα και γράφτηκα στην Σχολή Ιστιοπλοΐας που έμαθα ότι υπάρχει στο Πόρτο Λάγος. Κι ευτυχώς, διότι ήταν τελευταία σχολή, η τελευταία φουρνιά, που υπήρχε, να το πω, διότι μετά ο όμιλος, η σχολή αυτή έκλεισε. Είχα, για μεγάλη μου τιμή και χαρά, να γνωρίσω εκεί στην σχολή έναν άνθρωπο εξαιρετικό, ο οποίος ήταν ο δάσκαλος ιστιοπλοΐας μου—Θεός σ’γχωρέσ’ τον—, ο Γιάννης ο Γιαπαλάκης. Ήταν ένας από τους βετεράνους της ιστιοπλοΐας στην Ελλάδα, ήταν —να φανταστείτε αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος ήταν πλήρωμα ακόμα και από το βασιλιά Κωνσταντίνο. Είναι άνθρωποι οι οποίοι έφεραν την ιστιοπλοΐα στην Ελλάδα, τις δεκαετίες, δηλαδή, του ‘40, του ‘50 που κόσμος πεινούσε, αυτοί μπορούσαν και έφερναν την ιστιοπλοΐα και έφτασαν σήμερα να είμαστε εμείς αυτοί οι οποίοι μας έδωσαν τα φώτα τους και μπορέσαμε και κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Διότι πλέον τα ψαρέματα και οι βάρκες και όλα αυτά για μένα πέρασαν στο κομμάτι της ιστιοπλοΐας, που εκεί καταλαβαίνεις τι εστί θάλασσα, εκεί την ζεις. Έχεις να παλέψεις με τον αέρα, με τα στοιχεία της φύσης, με τη θάλασσα και να ζήσεις τον άνεμο και τα στοιχεία να τα νιώθεις μέσα σου, εγκεφαλικά και να κυλάει στο αίμα σου η θάλασσα, να την πίνεις με το κουτάλι, που λέμε. Τέλος πάντων, να μη μακρηγορώ, αυτός ο άνθρωπος ήταν, μου ‘δωσε τα πρώτα βήματα της θάλασσας και της σωστής ναυτοσύνης—γιατί στην θάλασσα δεν είναι μόνο να ξέρεις πέντε πράγματα ή να είσαι... πρέπει να είσαι καλός ναύτης που λέω και εγώ. Αν δεν είσαι πρώτα καλός ναύτης, να πάρεις ναυτοσύνη—κάτι που δυστυχώς, δεν το έχουνε πολλοί, αλλά πρέπει, ιδίως ο Έλληνας οφείλει, αν σέβεται τον εαυτό του κάποιος Έλληνας, η ναυτική παράδοση που έχουμε, οι ατελείωτες ακτογραμμές, τα χιλιάδες νησιά που έχουμε, θα πρέπει ο καθένας από εμάς να κάνει κάτι και να ασχοληθεί με την θάλασσα. Είτε αυτό λέγεται ψάρεμα, είτε λέγεται κατάδυση, είτε λέγεται θαλάσσιο σπορ, είτε λέγεται ιστιοπλοΐα και όχι απλά να ξέρουμε την θάλασσα τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο, καφεδάκι και ρακέτα. Αυτή δεν είναι θάλασσα. Τη θάλασσα πρέπει να τη ζήσεις. Όπως και το βουνό, όπως και όλα, όλη τη φύση. Απλά η θάλασσα, πιστεύω, ανοίγει ορίζοντες, έ[00:20:00]χει να σου δώσει. Και το βουνό μου αρέσει, έχει ηρεμία, ησυχία μέχρι εκεί όμως, για μένα είναι για λίγο. Η θάλασσα κάθε μέρα που θα πας να την δεις, είναι διαφορετική. Τη μία μέρα θα φυσάει, την άλλη δεν θα φυσάει, τη μία θα έχει ήλιο, την δεν θα έχει ήλιο. Το τοπίο, ενώ είσαι στο ίδιο μέρος, κάθε μέρα είναι διαφορετικό, ποτέ δεν είναι το ίδιο. Κι ίσως αυτό είναι που κρατάει τους ανθρώπους, που την αγαπάνε και την λατρεύουν να είναι παντοτινή τους αγάπη, γιατί κάθε μέρα είναι όμορφη ή άγρια, αλλά πάντα χαρίζει ωραίες στιγμές. Βέβαια, υπάρχουν και δύσκολες στιγμές, τις οποίες θα πούμε λίγο παρακάτω. Ξεκινώντας λοιπόν, την Σχολή Ιστιοπλοΐας σαν νέο παλικάρι, με μάγεψε, τη λάτρεψα. Ανυπομονούσα πότε θα γίνει το επόμενο μάθημα! Θυμάμαι τότε, ο συγχωρεμένος ο δάσκαλος μου, όταν τελειώσαμε την σχολή, μου λέει: «Να ξέρεις, εσύ θα μείνεις στην ιστιοπλοΐα», γιατί ο άνθρωπος είχε τεράστια εμπειρία, είχε βγάλει χιλιάδες μαθητές. Ήταν ιστιοπλόος πολύ μεγάλος και τρανός με πάρα πολλές βραβεύσεις από τους ανθρώπους, οι οποίοι έγραψαν και βιβλία ιστιοπλοΐας, αλλά και ξεκίνησαν τον μεγαλύτερο θεσμό στην ιστιοπλοΐα της Ελλάδος, το «Ράλλυ Αιγαίου», που λέμε, είναι μία regatta, ένας αγώνας. Από τους πιο δύσκολους αγώνες στην Ελλάδα το «Ράλλυ Αιγαίου». Έχει πολλά μίλια, δύσκολα μίλια με μελτέμια. Έχει «όρτσα μπράτσα», που λέμε, κόντρα στον άνεμο δηλαδή και εκεί δοκιμάζονται πολύ καλά τα πληρώματα. Ήταν ένας απ’ αυτούς, οι οποίοι συμμετείχανε, όσα χρόνια ζούσε σχεδόν σε όλα, απ’ ό,τι έχω διαβάσει και γνωρίζω και μου έχει πει και αυτός, κοντά στα 50 χρόνια έπαιρνε συμμετοχή σε αυτόν τον αγώνα. Και όχι μόνο σε αυτόν σε όλους τους μεγάλους αγώνες και διοργανώσεις και πάντα είχε πρωτιές. Οπότε, μεγάλη μου τιμή, καλή του ώρα εκεί που ταξιδεύει αυτός ο άνθρωπος, που με μύησε σε αυτόν τον κόσμο της ιστιοπλοΐας και της ναυτικής τέχνης. Για να καταλάβετε —και θα κλείσω εδώ με τον συγχωρεμένο τον δάσκαλο, βέβαια όχι δάσκαλο, γιατί δεν με άφηνε να τον λέω «Δάσκαλο», «Γιάννη» μου έλεγε να τον λέω. Όταν συγχωρέθηκε, μέσα στο σκάφος του, ήταν θέλημα δικό του να γίνει αποτέφρωση και την τέφρα να την ρίξουν από το σκάφος του, το «De Malo»—όλα του τα σκάφη τα έλεγε «De Malo»—, στον Αργοσαρωνικό. Και αυτό έγινε! Συγκινητικές, ωραίες στιγμές, που μακάρι να ήμασταν κοντά, να ήμασταν παρόντες, αλλά δυστυχώς, η απόσταση δεν βοηθούσε και δεν μπορέσαμε να παραβρεθούμε σε κάποια απ’ αυτές τις τελετές. Κάποια χρόνια, 1-2 χρόνια, 3, αν θυμάμαι καλά, μετά από το δίπλωμα ιστιοπλοΐας, είχα επαφή πάλι με τα μηχανοκίνητα σκάφη. Είχαμε το ταχύπλοο που σας λέω. Ο πατέρας μου ντάξει, είχε μεγαλώσει λίγο τότε, δεν είχε πολλή όρεξη, αυτός ήθελε την βαρκούλα του… Κι εγώ προσπαθούσα, έφτιαχνα το σκάφος, το έριχνα ακόμα και μόνος μου με κάποιους φίλους και πηγαίναμε τις βόλτες μας. Θυμάμαι κάποιες ωραίες βόλτες, με φίλους στην Θάσο Σαββατοκύριακα, να έχουν πάρει τα όργανα τους, μαζί τα μπουζούκια τους, τα ακορντεόν τους, να περνάμε ωραίες βραδιές στις ταβέρνες. Ατέλειωτες, ατέλειωτες ωραίες εμπειρίες, τί να πρωτοθυμηθώ! Κάποια στιγμή βρέθηκα σε ένα καρνάγιο εδώ στο Πόρτο Λάγος και έτσι όπως έκανα βόλτα, με τον υπεύθυνο και του μαγαζιού που μιλούσαμε για την ιστιοπλοΐα—παλιός ιστιοπλόος και αυτός, φίλος του συγχωρεμένου του δασκάλου μου, ο Πέτρος ο Τσούκας—, μου λέει: «Να ρε, αυτό το σκαφάκι εδώ πουλιέται, πάρ’ το -λέει- να μάθεις να κρατήσεις, να μείνεις στην ιστιοπλοΐα, να μάθεις κι άλλα» από δω, από κει. Ήταν ένα μικρό σκαφάκι, το «Αίολος», το οποίο «Αίολος», όταν μπήκαμε μέσα, τρομάξαμε. Ήταν καμιά δεκαριά χρόνια παρατημένο στο καρνάγιο, τα νερά ήταν μέχρι το γόνατο μέσα. Παρόλα αυτά όμως, η θέληση να πάρω το πρώτο μου δικό μου σκάφος, να το τιμονεύσω μόνος μου… Έγινε, το αγόρασα το σκαφάκι αυτό με ένα μικρό ποσό, διότι ήταν διαλυμένο. Κάτσαμε λοιπόν, κάνα-δυο καλοκαίρια, όχι δύο καλοκαίρια, ένα χρόνο περίπου, χειμώνα και καλοκαίρι, με τον πατέρα μου, οι δυο μας και κάτι φίλους που βοηθούσανε… Από το μηδέν και το φτιάχναμε. Τα ξηλώσαμε όλα από μέσα, τα βάψαμε τα ξύλα, τα αυτά, αλλάξαμε τις ταπετσαρίες με ό,τι, όσο πιάναν τα χέρια μας. Ντάξει, δεν είχαμε και τρελές γνώσεις επάνω σε επισκευές σκαφών, αλλά τα περισσότερα, 99% έγιναν από τα χέρια μας. Είτε τα βαψίματα, είτε πολυεστέρες, στοκαρίσματα, στόκοι, μουράβιες, τα κάναμε όλα. Η χαρά και η ώρα που ήρθε και το ρίξαμε εκείνο το σκαφάκι στο νερό δεν περιγράφεται για μένα και όταν το ταξίδεψα και το έφερα στο λιμανάκι μας εδώ στα Άβδηρα στα 2 χιλιόμετρα. Το οποίο λιμανάκι έχω περάσει ατέλειωτες ώρες χειμώνα και καλοκαίρι ή έχοντας σκάφος είτε και χωρίς να έχω, πήγαινα καθόμουν στην μπίντα επάνω, οι μπίντες είναι οι δέστρες που δένουν τα καράβια τα μεγάλα, αυτά τα σίδερα τα κίτρινα που βλέπετε, καθόμουν στις μπίντες, χάζευα, αγνάντευα. Ακόμα και σαν παιδί, όταν είχα —ή και σαν ενήλικας που είχα κάποιες έτσι δικά μου—, προβληματισμούς, μπορεί να ήταν έρωτες—μπορεί να ήταν οτιδήποτε, τα μικρά αυτά προβλήματα με τον εαυτό μου—, εκεί τα έλυνα, κοιτώντας τη θάλασσα και λύνοντας τα προβλήματα. Σε εκείνο, λοιπόν, το λιμανάκι πήγαμε το σκάφος και από εκεί ξεκίνησα μόνος μου και έκανα τσούκου-τσούκου ιστιοπλοΐα. Έπαιρνα κάποιους φίλους, οι οποίοι δεν ήξεραν ιστιοπλοΐα, αλλά για να με βοηθήσουν λίγο, γιατί ήθελα ένα δεύτερο άτομο, μία βοήθεια στο πώς θ’ ανοίξουμε τα πανιά, πώς θα τα κλείσουμε. Τους έπαιρνα λοιπόν, τα μεσημέρια, πηγαίναμε, ανοίγαμε τα πανιά, βγαίναμε, ταξιδεύαμε με το σκάφος —μ’ αυτά που ήξερα και είχα μάθει και εγώ από την σχολή μου—, τσούκου-τσούκου… Αυτό το πράγμα βέβαια, μάγεψε και αυτούς τους δύο μου φίλους, τους άρεσε. Οι οποίοι μετέπειτα, πήγαν, έβγαλαν και αυτοί δίπλωμα ιστιοπλοΐας. Ο ένας ήταν ο Θανάσης, παιδικός φίλος από το Γυμνάσιο και ο άλλος ήταν ο Ανδρέας, λίγο πιο μεγάλος φίλος, εδώ γείτονας στην θάλασσα, στα σπίτια, κάναμε παρέα, τους άρεσε το σκάφος, τους άρεσε η ιστιοπλοΐα και πήγαν κι αυτοί κι έβγαλαν στην Καβάλα δίπλωμα, στην Κεραμωτή. Και έτσι λοιπόν, ξεκινήσαμε και μπήκαμε στο κομμάτι καθαρά «κάνω ιστιοπλοΐα, αρμενίζω με τα πανιά, ταξιδεύω». Να και τα πρώτα ταξιδάκια και οι διανυκτερεύουν με το ιστιοπλοϊκό στην Θάσο με φίλους, με φίλες. Μ’ ένα μικρό σκαφάκι, εφτάμετρο, τον «Αίολο», όπως σας είπα, που ήταν όλο πλέον χειροποίητο, να το πω, όλα είχαν περάσει από τα χέρια μας! Εκεί τυχαία βρέθηκα με το μικρό αυτό σκαφάκι σε κάποιες εκδηλώσεις που γινόταν στην Κεραμωτή το καλοκαίρι με κάποιες συναυλίες —νόμιζα, ότι είχα την θαλαμηγό και εγώ και πήγαινα με κάποιους φίλους, που κάτι φουσκωτά και τέτοια. Και πήγα και γνώρισα έναν καπετάνιο, τον οποίο είχε ένα ιστιοπλοϊκό εκεί μεγάλο, 44 πόδια, τον Χριστόφορο. Και μου λέει: «Έλα εδώ -λέει- να σου δείξω το σκάφος να δεις», εγώ είχα δέσει δίπλα του. Το ένα να είναι, σκεφτείτε, 14 μέτρα περίπου και το δικό μου ήταν 7, το διπλάσιο. Οπότε, μπήκα μέσα, μαγεύτηκα! Και λέω: «Να -λέω- και εγώ αυτό το έφτιαξα εδώ το δικό μου μόνος μου, με τα χέρια μου και τα λοιπά», μου λέει: «Α – μου λέει- μπράβο σου! Θέλω -λέει- πλήρωμα για αγώνες και για τέτοια» —αυτοί έτρεχαν σε κάτι αγώνες τοπικούς εκεί στην Καβάλα. Εμένα μου άρεσε η ιδέα και λέω: «Θα πάω», είχα κρατήσει το τηλέφωνο του. Παράλληλα βέβαια, τυχαίνει και μία άλλη γνωριμία. Ένας φίλος, που προανέφερα πολύ νωρίτερα, εκεί σαν παιδάκι που είχαν τα αντίσκηνα στην θάλασσα, ο Αποστόλης... Και τον οποίο, ντάξει είχαμε έτσι επαφές, αλλά όχι να βγαίνουμε έξω και να βρισκόμαστε, απλά γνωριζόμασταν από παιδιά. Και μου λέει: «Ρε συ -λέει- έβγαλα και εγώ δίπλωμα ιστιοπλοΐας. Έλα -λέει- να πάμε εκεί στην Κεραμωτή να τρέξουμε σε αγώνες». «Α -λέω- κι εγώ -λέω- μίλησα με αυτόν τον καπετάνιο, πάμε». Ξεκινήσαμε λοιπόν, κάναμε κάτι ψιλο- προπονήσεις, μπήκαμε σε πιο βαθιά νερά που λέμε—βέβαια εντάξει, δύσκολος άνθρωπος και σαν καπετάνιος φώναζε, έβριζε, δεν ήταν και οι καλύτερες συνθήκες. Πολλές φορές είπα: «Θα τα παρατήσω, θα φύγω». Βέβαια, η αγάπη για την ιστιοπλοΐα και για την θάλασσα, εκεί που έλεγα: «Θα τα παρατήσω, δεν θα ξαναπάω», την άλλη μέρα πάλι εκεί ήμουν. Πηγαίναμε σε αγώνες, τρέχαμε εδώ σε τοπικούς στην Καβάλα. Περάσαμε διάφορα, ούτε εξοπλισμό δεν είχαμε τότε, ούτε νιτσεράδα. Τρέχαμε σε αγώνες ολονύχτιους, φάγαμε μπουρίνια. Δεν θα ξεχάσω σ’ ένα μπουρίνι στην Καλλιράχη, σε έναν αγώνα, πιάνει ένα μπουρίνι, είχαμε μπαλόνι ανοιχτό—δηλαδή το αγωνιστικό το πλήρωμα όλο με τα αγωνιστικά τα πανιά επάνω, το μπαλόνι είναι αυτό το μεγάλο το αυγοειδή το σχήμα που έχει, για όσους δεν το ξέρουν, ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος— και ήμουν στην σκάντζα που λέμε, στο κατάρτι. Και κάποια στιγμή γυρνάει ο αέρας δυνατά με το μπουρίνι και γυρνάει η μάτσα —η μάτσα είναι αυτό το σίδερο στο κατάρτι το παράλληλο, το οποίο είναι και λίγο επικίνδυνο έως πολύ— και πάει να με χτυπήσει. Και εκείνη την στιγμή, για καλή μου τύχη—πώς και μ’ έκοψε— και την καβάλησα με τους ώμους επάνω την μάτσα. Ανέβηκα επάνω, έκανα δύο χτυπήματα, πήγα να πέσω μέσα στην θάλασσα—ευτυχώς βέβαια, με τράβηξε ένας φίλος από την ζώνη και με πήρε μέσα. Ντάξει, είχα χτυπήσει λίγο το καλάμι, τα πόδια τότε, αλλά ωραίες στιγμές, αξέχαστες![00:30:00] Γιατί το βράδυ με το αγροτικό του ταβερνιάρη στην Καλλιράχη πήγαμε να φάμε, στην καρότσα όλοι. Ζούσαμε δηλαδή, πολύ ωραίες στιγμές με τις παρέες στους αγώνες. Πήγα και σε πιο μεγάλες διοργανώσεις αγώνων. Πήραμε και ένα σκάφος, το κατεβάσαμε στην Ύδρα, τρέξαμε στον αγώνα της Ύδρας. Εκεί συνάντησα για τελευταία φορά τον δάσκαλό μου τον Γιαπαλάκη που σας είπα. Και όταν με είδε μετά από πολλά χρόνια—αυτός ήτανε κοντά στα 70 κάτι, 80—, μου λέει: «Πίστευα -λέει- ότι θα σε ξανασυναντήσω κάπου και να που σε συνάντησα». Κάτι σαν να ήξερε, ότι θα τον δω. Τρέξαμε και «Aegean Regatta», τρέξαμε και σε ράλλυ Βορείου Αιγαίου, διάφορες διοργανώσεις. Πιστεύω ήμουν απ’ τους κάλους των πληρωμάτων, διότι ήμουν από αυτούς που έμεινε και έκανα γύρα όλες τις θέσεις του σκάφους. Και δε, σ’ ένα αγωνιστικό καθαρόαιμο σκάφος, το «Αστραπή» το οποίο εγώ με κάτι φίλους το ανέβασα από την Χαλκίδα—όταν αγοράστηκε από τον ιδιοκτήτη του σκάφους, αυτόν τον καπετάνιο μας, εμείς το ανεβάσαμε επάνω— ήταν ένα ατίθασο άλογο αυτό το σκάφος και μας έμαθε την αγωνιστική ιστιοπλοΐα ακόμα καλύτερα. Μ’ αυτό το σκάφος έτρεξα και «Aegean Regatta» και, μάλιστα, έτρεξα εγώ και τρεις-τέσσερις άσχετοι επάνω, κάτι Βούλγαροι, που ήταν για σχολή και πήραμε, μάλιστα, και δεύτερη θέση, αν θυμάμαι καλά, στο Λήμνος – Άη Στράτη. Δηλαδή, χωρίς πλήρωμα και πήραμε και θέση. Εκεί δεν θα ξεχάσω μία στιγμή που, για να πάω στην πλώρη του σκάφους να κάνω σκάντζα, ν’ αλλάξω τα πανιά, λέω να —χαριτολογώντας στον καπετάνιο—, λέω: «Θα πάρω -λέω- μάσκα, βατραχοπέδιλα». Γιατί το σκάφος βουτούσε μέσα στην θάλασσα, έβγαινε και κρατούσα αναπνοή, όταν ήμουν στην πλώρη, για να μην μπω μέσα στη θάλασσα. Πολλές, πολλές ωραίες στιγμές, τι να πρωτοθυμηθώ και να πω; Τα ωραία τσιπούρα και γεύματα και τα ψάρια που τρώγαμε στα νησιά, στις στάσεις, στα day off; Ωραία πράγματα!
Αυτά όλα, βέβαια, κάποια στιγμή, άρχισαν να παίρνουν μία τροπή, γιατί ήθελα να κάνω και την δουλειά—με μάγευε η δουλειά του skipper— να δω, πώς είναι αυτοί που εργάζονται σαν skipper. Και ξεκίνησα στον ίδιο καπετάνιο εκεί που ήμουν—είχε και εταιρεία που νοίκιαζε σκάφη— και ξεκίνησα τσούκου-τσούκοα και έγινα skipper. Καπετάνιος, δηλαδή, στα ιστιοπλοϊκά, τον οποίο, όταν ναύλωναν κάποιοι το σκάφος και δεν είχαν δίπλωμα, το παίρναμε και τους πήγαινα εγώ, δηλαδή, σαν καπετάνιος, σαν κυβερνήτης. Αυτό εδώ με έκανε βέβαια, να παρατήσω λίγο τον «Αίολο», το σκαφάκι που είχα, γιατί πλέον, όλο το καλοκαίρι, σχεδόν δούλευα. Δούλευα στα ιστιοπλοϊκά Θάσος, Σαμοθράκη, Λήμνο και ήμουν μέσα στη θάλασσα συνέχεια. Οπότε, κάποια στιγμή, είδα ότι το σκαφάκι μένει εκεί και επειδή το σκάφος —όλα τα σκάφη και όλα τα καράβια να ξέρετε έχουν ψυχή. Αυτό που περνάνε —οι αναστεναγμοί, τα κλάματα, τα γέλια—, που έχουν νιώσει από τους ανθρώπους που έχουν ανέβει επάνω δεν το αφήνουν έτσι. Ακόμα κι όταν μένει ένα βαπόρι και σκουριάζει σε ένα λιμάνι, ένα σκάφος νομίζω ότι έχει ψυχή για μένα. Δηλαδή, τα λυπάμαι πολύ τα σκαριά να τα βλέπουν να ρημάζουν. Κι αναγκάστηκα και το πούλησα, γιατί δεν είχα χρόνο να το κινήσω το σκάφος και δεν μ’ άρεζε που καθόταν, ήθελα κάποιος να το χαρεί. Βρέθηκε τότε κάποιος από το διαδίκτυο και το πήραν, στην Πάτρα πουλήθηκε αυτό το σκάφος ο «Αίολος». Κράτησα την σημαία του, ακόμα την έχω την ελληνική σημαία μισοφαγωμένη από την θάλασσα, να κρατήσω κάτι αναμνηστικό ήθελα. Λοιπόν τα χρόνια έτσι κυλούσαν 2, 3, 5 χρόνια, δεν θυμάμαι, δούλευα σαν skipper εκεί στην εταιρεία αυτήν με όχι καλές συνθήκες, όπως σας είπα, περίεργος άνθρωπος, φώναζε, έβριζε, έκανε για την δουλειά. Άκουσα πολλά καντήλια, που λέμε. Εντάξει, έτσι ίσως είναι και οι θαλασσινοί λίγο περίεργοι άνθρωποι, και εγώ δεν είμαι ο καλύτερος. Τέλος πάντων, όταν πλέον άρχισε να γίνεται, να το πω, ίσως συνήθεια και να σε κουράζει αυτό το πράγμα, άργησα λίγο να τραβιέμαι. Βέβαια, πριν τραβηχτώ, κάνα δυο χρόνια πριν ένας φίλος, ο Ανδρέας, αγόρασε και αυτός ένα ιστιοπλοϊκό 46αρι το «Chronos» και το βάλαμε σε αυτή την εταιρεία. Εγώ μεσολάβησα τότε και έγινε το κονέ, να το πω, καλώς ή κακώς. Μεσολάβησε ένα διάστημα, το οποίο δούλευα και με εκείνο το σκάφος πολύ, το πρόσεχα, ήταν σαν δικό μου, βέβαια. Και δούλευα και με εκείνο το σκάφος πολύ στην ίδια εταιρεία, ώσπου εντάξει, κάποιες, να το πω, έτσι ασυμφωνίες μεταξύ τους και το ένα και το άλλο, άρχισαν να δημιουργούν προστριβές. Οπότε, ό,τι αφορά το περιβάλλον εργασίας, άρχισε να χαλάει η όλη συνεργασία, οπότε αποχωρήσαμε από εκεί μία μέρα και αναγκαστήκαμε και πήραμε το σκάφος, το «Chronos», και το φέραμε στα Άβδηρα. Και λέμε: «Θα ξεκινήσουμε να το δουλεύουμε μόνοι μας από δω». Θα πάω όμως—επειδή έκανα ένα κλικ παραπάνω— κανένα ένα χρόνο πριν, όταν πούλησα τον «Αίολο» και μετά. Ο φίλος μου ο Αποστόλης, πώς βρήκε κάποιον γνωστό κλπ, λέει: «Βρήκα ένα σκάφος», πάλι στο Πόρτο Λάγος, σ’ εκείνο το καρνάγιο, «παρατημένο πάλι». Έκανα: «Ωχ». Λέω: «Τι έχουμε να τραβήξουμε να το ξαναφτιάξουμε και αυτό», γιατί το είχα κάνει ήδη από τον «Αίολο» αυτό. Το αγοράζουμε αυτό το σκάφος το «Smile 3» ένα beneteau first 30 πόδια, πολύ ωραίο σκαφάκι. Το αγοράζουμε με τον Αποστόλη και ξεκινάμε κανένα ενάμιση χρόνο το φτιάχναμε, έγινε πολύ καλή δουλειά. Το σκάφος το ανακαινίσαμε πλέον έχοντας και εμπειρία και το κάναμε ένα εξαιρετικό σκάφος. Το οποίο έπλεε, έτρεχε… Κι επειδή πάλι πήδηξα ένα σκαλοπατάκι θα πάω πάλι λίγο πίσω. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να τα βάλω σε καλή σειρά τώρα-
-Δεν πειράζει.
Μετά τον «Αίολο» βρέθηκε ένα σκάφος εδώ παρατημένο στο λιμάνι των Αβδήρων, το «Δελφίνι». ένα J 24 με το οποίο —πάλι με τον Απόστολο, τον Ανδρέα, τους φίλους που είχαν βγάλει ήδη δίπλωμα ιστιοπλοΐας— θέλαμε να το αγοράσουμε. Ο ιδιοκτήτης όμως, δεν το πουλούσε. Ήτανε φίλος ενός φίλου του Αντώνη, που κάναμε ιστιοπλοΐα μαζί, που τρέχαμε στους αγώνες, και τον παρακάλεσε να το φτιάξουμε, γιατί ήταν ψιλοσπασμένο, παρατημένο και να το βάλουμε στην θάλασσα, όπως και μας άφησε άνθρωπος και το ανακατασκευάσαμε και το «Δελφίνι». Το φτιάξαμε, τρέξαμε και κάνα δύο αγώνες, είχα τρέξει τότε θυμάμαι, έναν αγώνα από την Κεραμωτή στο Φανάρι, οι δυο μας με τον Απόστολο μαζί και είχε και πολύ καιρό και είχαμε τρέξει και έναν αγώνα δύο άτομα μ’ εκείνο το σκάφος. Μετά, λοιπόν, απ’ το «Δελφίνι», όπως σας είπα, αγοράζουμε το «Smile 3». Εκεί μεσολάβησε ένα μικρό κενό στο «Smile 3» που δεν δούλεψα κανένα χρόνο σαν skipper, διότι ήρθε, όπως σας είπα, και λίγο έτσι η προστριβή με τον παλιό τον καπετάνιο που είχε την εταιρεία και φτιάξαμε το «Smile 3», ένα κουκλάκι, ένα πανέμορφο σκάφος. Εκεί επάνω όμως, με το που τελείωσα το «Smile 3», ήρθε η προστριβή αυτή που σας λέω και πήραμε το σκάφος το «Chronos» και το φέραμε στα Άβδηρα και λέμε: «Θα ξεκινήσουμε από εδώ να κάνουμε δουλειά, να δουλέψουμε του φίλου μας το σκάφος. Kαι να κάνουμε μία νέα αρχή, μία νέα βάση», γιατί πάντα θέλαμε, ο κάθε καπετάνιος θέλει το δικό του τιμόνι που λέμε. Και ξεκινήσαμε να στήσουμε το πλάνο, το πώς μπορεί να στηθεί μία τέτοια επιχείρηση εδώ. Έχοντας ένα σκάφος λοιπόν και το «Smile 3» το μικρό —το οποίο εντάξει, δεν ήταν για δουλειά, ήταν σκάφος για χόμπι, για βολτούλα, για ιδιώτη. Ξεκινήσαμε τσούκου-τσούκου να δούμε το εγχείρημα αυτό. Και όπως και το ξεκινήσαμε και το εγχείρημα αυτό πήρε την επωνυμία της τοποθεσίας που βρισκόμαστε και λέγεται «Avdiros Sailing» —δεν είναι διαφήμιση, αλλά για τις ανάγκες του γυρίσματος που λέμε. Λόγω του ότι η βάση μας βρίσκεται στο λιμάνι, στο Αρχαίο λιμάνι των Αβδήρων, πήραμε το όνομα του Άβδηρου και ξεκινήσαμε αυτήν την δουλίτσα εδώ, η οποία και ανέβηκε αρκετά με πολύ αγώνα, πολλή δουλειά, πολύ κόπο. Και ξεκινήσαμε και νοικιάζαμε το σκάφος είτε με εμάς επάνω καπετάνιους είτε και χωρίς εμάς. Κάναμε και ημερήσιες κρουαζιέρες στην Θάσο. Κάναμε πολύ ωραία, ωραίες εκδρομούλες. Και τσούκου-τσούκου ο ένας με τον άλλον κάτι πρωτόγνωρο, που πρώτη φορά είδε —το λεγόμενο yachting, να το πω—, το λιμάνι των Αβδήρων—ένα αλιευτικό καταφύγιο, ένα ψαρολίμανο, έτσι; Που δεν είχε καμία σχέση με τουρισμό, είχε μόνο καΐκακια και μικρές βαρκούλες. Πήγαμε εκεί βέβαια με είναι πολύ μεγάλος αγώνες, καθαρίσαμε το μέρος, παρακάλεσαμε Δήμους, Λιμενικά Ταμεία τουλάχιστον να μην τους βρούμε απέναντι, όχι για να μας βοηθήσουν, για να βοηθήσουν δεν έκαναν τίποτα, απλά τουλάχιστον, δεν τους είχαμε απέναντι. Πήγαμε, με τον καλό και τον ωραίο τρόπο, κι είπαμε: «Θέλουμε να κάνουμε αυτό». Όταν βέβαια το άκουσαν, μας περάσαν για τρελούς, λέει: «Τι θα κάνετε εκεί βρε;» λέει, «Εκεί δεν πατάει ψυχή, μόνο ψαράδες έχει». Εμείς παρόλα αυτά, επειδή είδαμε και στην περιοχή, ότι άρχισαν να έρχονται οι Βούλγαροι, οι Βαλκάνιοι, οι Ρουμάνοι, λέμε: «Γιατί όχι; Έχει κάποιους τουρίστες. Θα το δοκιμάσουμε». Δεν ήταν εύκολα, τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, πολύ αγώνα μόνοι μας εγώ με τον Αντρέα εκεί και τον Απόστολο, προσπαθούσαμε να στήσουμε την επιχείρηση. Με 40 βαθμούς βάζαμε καπέλο και γυαλιά και μοιράζαμε φυλλάδια στα αυτοκίνητα τα παρκαρισμένα των παραλιών, κοντεύαμε να λιποθυμήσουμε από την ζέστη. Με φίλους που ξεκινήσαμε, που κάναμε παλιά ιστιοπλοΐα, με το διαδίκτυο, τσούκου-τσούκου προσπαθήσαμε να το ανεβάσουμε αυτό. Τη δεύτερη χρονιά, μετά, πήραμε άλλο ένα σκάφος στην διαχείριση ενός που ήταν[00:40:00] πάλι εκεί στην Κεραμωτή και ήθελε να το πάρει και αυτός από εκεί, γιατί δεν τα βρήκανε και το πήραμε, το «Αλκινόη». Και ξεκινήσαμε πλέον με δύο σκάφη, πιο δυναμικά, περισσότερη δουλειά, πιο πολύς αγώνας, πιο πολύ τρέξιμο. Εκεί επάνω, προέκυψε και μία γνωριμία με τον «Ναυταθλητικό Όμιλο Αλεξανδρούπολης«, τον «Ν.Ο.Α.», μ’ έναν εξαίρετο καπετάνιο, τον φίλο μου τον Άγγελο, πολύ καλός ιστιοπλόος και ναυτικός καλός, διότι είναι και από ναυτική οικογένεια—ο πατέρας του είχε καΐκι μεγάλο, τράτα— και αυτός ήτανε… Ο Άγγελος διετέλεσε κυβερνήτης στα υποβρύχια του Πολεμικού Ναυτικού. Οπότε ο άνθρωπος έχει πολύ καλές γνώσεις στην θάλασσα. Κάναμε παρέα, μας δίδαξε και αυτός πολλά πράγματα, γιατί στην θάλασσα από όλους έχεις να πάρεις, η ιστιοπλοΐα είναι κάτι που δεν μαθαίνεται, δεν τελειώνει ποτέ. Πάντα παίρνεις, πάντα μαθαίνεις. Και στήσαμε και την βάση του «Ναυτοαθλητικού Ομίλου Αλεξανδρούπολης» στα Άβδηρα, που σημαίνει δηλαδή, σαν παράρτημα. Ξεκινώντας σχολές ιστιοπλοΐας, ξεκινώντας δηλαδή, να μεταλαμπαδεύουμε τις γνώσεις μας και την εμπειρία μας στους ανθρώπους που θέλουν να μυηθούν και να μάθουν την ιστιοπλοΐα και τη ναυτική τέχνη. Μεγάλο εγχείρημα και αυτό για την περιοχή. Ευτυχώς και το εγχείρημα της «Avdiros Sailing» και το εγχείρημα του ομίλου —καταρχήν και για ηθική μας ικανοποίηση, σαν καπετάνιοι— πήγε πολύ καλά. Μπορώ να πω και, σαν σχολές, σπάσαμε και πανελλήνιο ρεκόρ με αριθμό μαθητών. Αν και βουνίσια πόλη η Ξάνθη, αλλά ίσως αυτό βοηθάει, γιατί διψάνε για θάλασσα αρκετοί. Οπότε και με τις σχολές, ήταν κάτι πάρα πολύ όμορφο, γιατί δίνεις χαρά σε ανθρώπους, δίνεις χαμόγελα, ακόμα και σήμερα—ακόμα και χθες που μιλάμε που είχα μάθημα— χαιρόμουν με την χαρά των ανθρώπων, που έρχονται άνθρωποι από 18 ως μεγάλης ηλικίας άνθρωποι που ήθελαν να το κάνουν και έτυχε τώρα να το κάνουν και βλέπεις να χαμογελάνε που μαθαίνουν κάτι καινούριο πάνω στο σκάφος, ένα κόμπο, το πώς θα δέσουν το σκάφος, πώς να ανοίξουν, πώς να τριμάρουν τα πανιά. Να το πω έτσι, καμιά φορά νομίζουν, ότι πετάνε πύραυλο. Εντάξει, δεν είναι εύκολη η ιστιοπλοΐα, δεν την κάνουν κι όλοι, αλλά σίγουρα είναι μεγάλη μας χαρά και ηθική ικανοποίηση αυτό το πράγμα το οποίο αγαπήσαμε, την θάλασσα, την ιστιοπλοΐα να τη μεταλαμπαδεύουμε σε άλλους ανθρώπους, ιδίως σε νέα παιδιά, τα οποία έχουν θέληση να μάθουν και να προχωρήσουν στη ζωή τους παράλληλα και αυτοί ίσως με κάποιο τρόπο, με ένα σκάφος, με συμμετοχές σε αγώνες, σε διάφορα πράγματα. Όπως, παράδειγμα, φέτος το καλοκαίρι ένας μαθητής μας αγόρασε ένα μικρό σκαφάκι, ένα Dufour 30 πόδια, και ήταν μεγάλη μου χαρά να βλέπω έναν μαθητή δικό μου να αγοράζει ένα δικό του σκαφάκι, όπως ξεκίνησα δηλαδή κι εγώ. Είναι μεγάλη χαρά για έναν άνθρωπο, ο οποίος και τον εκπαιδεύει, είτε τον έχει σαν πλήρωμα επάνω, και τον δεις αύριο και αυτόν καπετάνιο να τιμονεύει το δικό του σκάφος.
Τώρα, για περιπέτειες και φουρτούνες στην θάλασσα και τέτοια; Δεν μ’ αρέσει να λέω μεγάλα λόγια… Ντάξει, γιατί σαν skipper, σαν καπετάνιος σίγουρα δεν το θες, αλλά θα σου τύχει κι άμα σου τύχει, πρέπει να το παλέψεις. Για να βγεις με φουρτούνα πάει να πει, ότι είσαι τρελός ή μόνο αν υπάρχει ανάγκη. Αν υπήρχε ανάγκη, θα έβγαινα. Αλλά άμα δεν υπάρχει, μόνο αν σε πιάσει μέσα. Αν σε πιάσει μέσα, την παλεύεις να βγεις έξω. Δεν θέλω να λέω αυτές τις ιστορίες με τα κύματα και τις φάλαινες και τους καρχαρίες, που λένε κάποιοι, αλλά θα πω, ότι ναι, την θάλασσα την φοβήθηκα, έτσι; Δεν το συζητάμε. Κι όποιος τιμονεύει το δικό του τιμόνι και πει ότι δεν την φοβήθηκε, ψέματα λέει. Δεν με πειράζει, βέβαια, την παλεύω την θάλασσα. Άμα έχεις και καλό σκαρί στα χέρια σου και ξέρεις το σκάφος σου, δεν σε πειράζει. Είναι ένα πάθος την ώρα εκείνη, να παλεύεις με την θάλασσα και με τα στοιχεία της φύσης, με τα κύματα. Αλλά δεν θέλω να λέω μεγάλα λόγια, γιατί δεν είναι εύκολη—ο Αϊ-Νικόλας να 'ναι στην πλώρη μας, να μας βοηθάει, γιατί είναι δύσκολο πράγμα η θάλασσα. «Πυρ γυνή και θάλασσα» δεν λένε; Εμείς τουλάχιστον την θάλασσα την είδαμε και σε καλές και σε δύσκολες στιγμές. Ντάξει, έχει τύχει, έτσι, θα πω μια ιστορία μικρή, μεταφέραμε ένα —και άπειροι, πρωτόμπαρκοι skipper— μεταφέραμε ένα σκάφος από την Καβάλα στην Χαλκιδική. Πρέπει να ήτανε 16-17 Αυγούστου, αν θυμάμαι, να ήταν ακριβώς δηλαδή, μετά της Παναγίας—είχαν πιάσει και κάτι φωτιές στην Θάσο θυμάμαι— και παίρνουμε το σκάφος να το πάμε νύχτα και πιάνει μια φουρτούνα! Κάτω από το Άγιο Όρος αυτό που λένε: «Έβγαζε φίδια η θάλασσα», αυτό το πράγμα. Την έβλεπα στην πρύμνη την θάλασσα σαν πολυκατοικία από πίσω. Πρέπει να είχε, 8-9 μποφόρ τα είχε σίγουρα τότε. Δύσκολος καιρός! Τα παιδιά που είχα πάνω—τους δυο μου φίλους τον Θανάση, τον Αντρέα, ήταν και ο πατέρας μου, εγώ ήμουν ο πιο έμπειρος επάνω. Αναγκαστικά τιμόνι στα χέρια εγώ, άλλος μέσα, άλλος έξω. Και νά σου, κάποια στιγμή, φοβόμασταν με τα πανιά, σβήνει η μηχανή. Εκεί τα είδαμε όλα, ο φόβος ήταν άλλο πράγμα. Τους λέω: «Ελάτε, βγείτε έξω, ν’ ανοίξουμε πανί». Ανοίγουμε πανί, τους φεύγει όλο το πλωριό πανί, η τζένοα που λέμε, γιατί είχε πολύ αέρα. Ευτυχώς δεν έγινε καμία ζημιά, δεν έφυγε κανένας μέσα στην θάλασσα να τον ψάχνουμε νυχτιάτικα και να μην τον πάρουμε ποτέ. Αυτό είναι που φοβήθηκα πολύ: μη φύγεις κανείς στη θάλασσα—γιατί το σκάφος τi θα πάθει; Θα το κρατήσουμε. Μαζεύουμε, τέλος πάντων, το συνεφέρουμε το σκάφος. Ήμουν καμιά οχτώ ώρες στο τιμόνι. Όταν έπιασα μέσα στο Πόρτο Κουφό και μπήκαμε μέσα ξημερώματα, φουντάρω μία την άγκυρα… Τα χέρια μου πλέον δεν έπιαναν από την πίεση που έφαγα όλες αυτές τις ώρες. 5-10 λεπτά μόνο έδωσα τον πατέρα μου τιμόνι —ο όποιος είχε εμπειρία περισσότερο από τα άλλα τα παιδιά στο τιμόνεμα, λόγω του ότι χρόνια βαρκάρης— και κράτησε 10 λεπτά τιμόνι, ήθελα να κλείσω τα μάτια μου στην κουβέρτα που λέμε εκεί στην χαβούζα μέσα. Κι αυτό ήταν όλο το βράδυ. Δύσκολος καιρός και απειρία. Όλα αυτά μαζί ήταν από τις αξέχαστες στιγμές! Ίσως τα άλλα όλα, επειδή λίγο η εμπειρία, λίγο, θαρρείς, ξεπεράσαμε κάποια, να το πω, έτσι όχι φοβίες μας, είδαμε εμπειρίες, να το πω, ίσως τώρα μας φαίνονται λιγότερα, μικρότερα τα άλλα τα κακά. Τότε μας φάνηκε μεγάλη φουρτούνα αυτό. Όχι ότι δεν ήταν, ήταν… Και ήμασταν και σε δύσκολο μέρος, κάτω από το Άγιο Όρος, ο Ξέρξης 3 στόλους έχασε. Είναι από τα δυσκολότερα μέρη του Αιγαίου… Και λίγο αυτό και λίγο το ένα και λίγο το άλλο, ήταν δύσκολες συνθήκες. Δόξα τω Θεώ, όλα καλά. Ντάξει, άμα αρχίσουμε να λέμε για φουρτούνες, πολλές, αλλά ντάξει, όλα καλά.
Μου είπες για τις φουρτούνες, έχεις περάσει πολλές. Και αυτή ήταν φαντάζομαι η πιο δύσκολη;
Η πιο δύσκολη να το πω, ίσως και η έλλειψη εμπειρίας τότε, γι’ αυτό. Αλλά, ντάξει, οι φουρτούνες δεν σταματάνε. Δεν ξέρεις, πότε θα σε πιάσουνε, έχουν συμβεί πολλά και μπουρίνια και τέτοια. Τότε, όταν πρωτοδούλευα σαν skipper πάλι, είχα φάει ένα μπουρίνι με ένα μικρό σκαφάκι, το οποίο ήμουν κοντά στην Θάσο, είχα και κόσμο μέσα… Βάζω μέσα τα παιδιά, τον κόσμο, κάθομαι έξω μοναχός μου τιμονεύω. Αφού το σκάφος κουπαστάριζε, που λέμε, έγερνε, μόνο με το κατάρτι χωρίς να έχει ανοιχτά πανιά. Είχε πάρα πολύ αέρα και έκανα βόλτες πέρα-δώθε έξω από τον Λιμένα, γιατί δεν τολμούσα να μπω στο λιμάνι, μη γίνει κανένα κακό εκείνη την ώρα, σβήσει καμιά μηχανή και μας πετάξει απάνω στα βράχια. Πολλά τέτοια μωρέ, ντάξει, τώρα δεν ξέρω, ποιό να πρωτοθυμηθώ. Και φίλοι μου και άλλα πληρώματα περάσανε διάφορες φουρτούνες, διάφορα μπουρίνια. Τα μπουρίνια είναι το δύσκολο εδώ, στην περιοχή μας, διότι σε πιάνει το καλοκαίρι απρόσμενα και είναι δύσκολα. Αλλά, ντάξει, δόξα τω Θεώ, όλοι καλά είμαστε, τα σκάφη καλά είναι, εμείς καλά είμαστε. Ο Άι-Νικόλας να μας φυλάει.
Ωραία λοιπόν, ας αφήσουμε τις φουρτούνες στην άκρη-
-να πάμε λίγο σε καμιά μπουνάτσα.
Ναι. Υπάρχει κάποια ιστορία έτσι από την θάλασσα, από το λιμάνι που είναι έτσι αστεία ή να την θυμάσαι, ας πούμε, και να γελάς, να χαμογελάς;
Πολλά τέτοια, δεν το συζητάμε… Και στο λιμάνι ατελείωτες ώρες, ατέλειωτες… και τρέξιμο δουλειάς πολύ, αλλά και ατελείωτες όμορφες εμπειρίες και με γλέντια και με μαγκάλια και με ψησίματα και με ορχήστρες. κι αν δεν κάναμε ωραία γλέντια και στο λιμάνι. Και πιστεύουμε να συνεχίσουμε να τα κάνουμε και να περνάμε όμορφα, με παρέες, με φίλους, με συναθλητές. Έχουμε κάνει διοργανώσεις αγώνων εδώ στην περιοχή με το[00:50:00]ν όμιλο και πιστεύουμε να συνεχίσουμε να τα κάνουμε όλ’ αυτά: τα μαζέματα, τα σεμινάρια, τους αγώνες, να κρατάμε τον κόσμο στη θάλασσα. Να χαιρόμαστε με την χαρά τους, όπως σας είπα πριν, γιατί η μεγαλύτερη χαρά είναι αυτό: να χαίρεσαι με την χαρά του άλλου, να βλέπεις τον άλλον να χαμογελάει, που τιμονεύει το σκάφος! Αυτό είναι το καλύτερο δώρο για μένα.
Υπάρχει κάποια από αυτές τις στιγμές που να ξεχωρίζεις;
Δεν ξέρω ή είναι πολλές μάλλον που μου φαίνονται και… Δεν ξέρω να πω, δεν ξέρω, μου ‘ρχονται πολλές τώρα στο μυαλό. Ένα από τα πιο όμορφα γλέντια, να τα πω, που έχουμε κάνει ήταν όταν πρωτοστήσαμε τον όμιλο εδώ. Φωνάξαμε καμιά διακοσαριά άτομα, μαθητές και μη από τον όμιλο στα Άβδηρα, κάναμε ορχήστρες, κάναμε μαγκάλι, γλέντι, τραγούδησε κι ο πατέρας μου τότε θυμάμαι. Ήρθε και ο πατέρας του Άγγελου, του φίλου μου από την Αλεξανδρούπολη, ο καπετάνιος, ο οποίος μας είπε ιστορίες διάφορες, όμορφες… Ένας εξαιρετικός άνθρωπος πίνοντας το Jim Beam, το ουισκάκι του. Ωραίες, όμορφες στιγμές! Κοιτάξτε, στην θάλασσα είναι ατέλειωτες, πραγματικά νομίζω, οι χαρές και οι λύπες. Δεν είναι σαν την ξηρά να πεις ότι: «Α, έκανα αυτό» και τι έγινε και «πέρασα ωραία» και να χασκογελάμε. Το γέλιο εδώ είναι, το γέλιο και η στεναχώρια είναι δύο συναισθήματα που τα 'χεις συνέχεια. Και νομίζω γεμίζεις, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις εύκολα. Όπως έχεις τα σκάφη, έχεις τα… Δεν διαλέγεις ποιό, όλα σ’ αρέσουν, όλα τ' αγαπάς το ίδιο σαν παιδιά σου. Δεν ξεχωρίζεις, ποιό είναι το καλύτερο!
Θέλω να σε ρωτήσω κάτι ακόμα. Σχετικά με την ονοματοδοσία των σκαφών.
Με την; Συγγνώμη.
Ονοματοδοσία.
Ναι.
Πώς επιλέγετε, ας πούμε, τα ονόματα; Το είχα πάντοτε απορία.
Ναι. Λοιπόν, καταρχήν, αφήσαμε λίγο την ονοματοδοσία… Υπάρχουν παραδόσεις που θα πούμε, κατά τη ναυτιλία, αλλά κι άφησα ένα —όχι κενό— απλά, δεν προλάβαμε να το πούμε ακόμα εδώ.
Λοιπόν, ωραία ας συνεχίσουμε για την ονοματοδοσία.
Συνεχίζουμε ναι, το διάλειμμα είναι, έχει να κάνει με το υγρό στοιχείο πάλι, ακούγεται η βροχή. Γιατί, απ' το καλοκαίρι, φτάσαμε χειμώνα να το κάνουμε αυτό το όμορφο ραντεβού εδώ να πούμε τις ιστορίες μας, διότι το καλοκαίρι, απ’ την δουλειά, ο χρόνος είναι μηδαμινός έως και καθόλου. Λοιπόν, θα συνεχίσω τώρα για την δουλειά. Έχοντας εδώ λοιπόν, όπως είπαμε, τα δύο τα σκάφη, το «Αλκινόη» και το «Χρόνος», η δουλειά ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει και να θέλω να την πάω κι άλλο εγώ παρακάτω. Εκεί, σκέφτηκα λοιπόν, να αγοράσω το πρώτο μου επαγγελματικό σκάφος, που θα έμπαινε στην εταιρεία και θα το δουλεύαμε. Να μην δουλεύω, δηλαδή, μόνο με τα ξένα τα σκάφη. Κάναμε τέλη Σεπτέμβρη αρχές Οκτώβρη ξεκίνησα την αναζήτηση σκαφών. Κάναμε ταξίδια, Λευκάδα, Πρέβεζα, Άλιμο, να βρούμε κανένα σκάφος. Φτάσαμε στη Μαρίνα της Ζέας κι εκεί βρήκαμε ένα σκάφος το «Arcobaleno» το οποίο ήταν ένα Bavaria 36. Ήταν το πρώτο μου σκάφος που αγόρασα για δουλειά πλέον, σαν επιχείρηση, για να μπω πλέον δυναμικά στον χώρο του yachting και της δουλειάς. Αγοράσαμε αυτό το σκάφος—ήταν Νοέμβρης, όταν πήγαμε να το φέρουμε, θυμάμαι—, με φίλους από τον όμιλο, από την Αλεξανδρούπολη. Πήγαμε το φέραμε, είχε αρκετό καιρό, θάλασσα… Ένα σκάφος το οποίο δεν το ξέρεις, ξένο, το φοβάσαι. Δεν είναι δικό σου να ξέρεις, τι θα βγάλει, τι δεν θα βγάλει… Ωραίο ταξίδι! Γέλια, να μαγειρεύουν μέσα το πρωί μακαρονάδα και ομελέτες και ντοματοσαλάτα για πρωινό, 7 η ώρα, γιατί, όταν ταξιδεύεις όλη τη νύχτα, δεν σου κάνει αίσθηση η ώρα του χρόνου, άμα φας τα ξημερώματα αγγουροντομάτα ή πιείς και τσίπουρο. Σταματήσαμε και στη Σκύρο στα Λιναριά, ένα πανέμορφο λιμανάκι. Πήραμε απ τον φούρνο το ψωμάκι μας, τι θέλαμε, δεν θυμάμαι, βάλαμε τα καύσιμα μας, ξεκουραστήκαμε κάνα δυο ωρίτσες και συνεχίσαμε για πάνω, σταματήσαμε στην Λήμνο το βράδυ. Τώρα που το θυμάμαι, ήταν αρχές Δεκέμβρη, γιατί ήταν στολισμένη η Λήμνος με τα χριστουγεννιάτικα. Πολύ ωραία συναισθήματα: να φτάνεις σε ένα νησί του Αιγαίου, παραμονές Χριστουγέννων ταξιδεύοντας με κρύο, με βοριάδες και να βλέπεις ένα νησάκι, που το ‘χεις δει μόνο το καλοκαίρι στολισμένο στα γιορτινά του. Με ωραίο απλό κόσμο, με τους ψαράδες, να πηγαίνεις στο καφενείο το πρωί να πίνεις το καφεδάκι σου το ελληνικό και να ακούς τις θαλασσινές ιστορίες από πραγματικά θαλασσινούς ανθρώπους, που την έχουν πιει με το κουτάλι την θάλασσα. Γιατί εντάξει, δεν μπορούμε να την πιούμε με το κουτάλι την θάλασσα εμείς ακόμα με την έννοια: «Μακάρι να είμαστε γεροί, μέχρι τα βαθιά γεράματα να είμαστε μέσα», ακόμα είμαστε πολύ μικροί. Αν και μεγαλώσαμε, η εμπειρία μας στην θάλασσα πιστεύω είναι μικρή. Είμαι 36 χρονών στα 37… Έναν άνθρωπο που είναι 60 – 70 χρόνια μες στην θάλασσα, τι να του πεις εσύ; Αυτούς τους ανθρώπους τους σέβομαι, τους έχω σαν Ευαγγέλιο. Κι όταν πάω σε ένα νησί, το πρώτο πράγμα, που θα κάνω, είναι να δω κανένα ντόπιο ψαρά εκεί, κάναν καϊξή, και να του πιάσω κουβέντα μαζί με τον καπετάνιο να μάθω πράγματα για το νησί, για τις θάλασσες, για τους καιρούς. Να πάω στο καφενείο, να πιώ καφέ, να τον κεράσω —αν και, αυτούς τους ανθρώπους, δεν προλαβαίνεις να τους κεράσεις. Με το χαμόγελο, με τα χέρια τα αγριεμένα από τα δίχτυα και τα ψάρια και τις ρυτίδες στο πρόσωπο απ’ την αλμύρα… Είναι δουλεμένοι άνθρωποι στη θάλασσα, οι μισοί από αυτούς έχουν κάνει στα βαπόρια και έφτασαν τώρα που μεγάλωσαν να έχουν ένα καϊκάκι και να ψαρεύουνε. Αυτοί είναι Ευαγγέλια για εμένα οι άνθρωποι και τους σέβομαι όσο κάποια πράγματα ιερά για μένα, γιατί σέβομαι και αυτούς τους ανθρώπους που έχουν ταλαιπωρηθεί τόσο στη θάλασσα. Μακάρι να μ’ αξιώσει ο Θεός να μαι και εγώ έτσι μέχρι τα βαθιά γεράματα να μπαίνω στην θάλασσα, σ’ ό,τι σκαρί και αν είναι, να μπορώ να μπω. Και φτάνω λοιπόν — ξαναγυρνάω στο ταξίδι εκείνο—, χειμώνας, παραμονές Χριστουγέννων, με τα κρασιά μας στις ταβέρνες, τα τσιπουράκια μας, τους μεζέδες μας. Δίπλα στο τζάκι να κάνεις την ωραία την παρέα, να πηγαίνεις να κοιμάσαι και το πρωί να σηκώνεσαι, να χιονίζει και να βάζεις μπρος να φεύγεις για να ρθείς στα Άβδηρα. Και έτσι λοιπόν, φέραμε το πρώτο σκάφος, δικό μου πλέον το «Arcobaleno» στα Άβδηρα. Ό,τι αφορά τώρα την ονοματολογία, είπα να το αλλάξω όνομα, «Arcobaleno», ουράνιο τόξο στα ιταλικά… Ωραίο και έχει να κάνει με την μετεωρολογία, θαλασσινό το λες και αυτό. Αλλά εμένα, βέβαια, μου αρέζουν τα ελληνικά ονόματα στα σκαριά, αλλά δεν το άλλαξα για ένα λόγο: είναι γρουσουζιά, λέει, ν’ αλλάξεις όνομα σε ένα σκάφος. Οπότε, δεν το άλλαξα. Βέβαια τώρα, να πω την αμαρτία μου, το σκάφος που άλλαξα—γιατί το «Arcobaleno» το πούλησα φέτος το καλοκαίρι. Βρέθηκε ένας φίλος απ’ στην Αλεξανδρούπολη που θέλησε να ξεκινήσει δουλίτσα εκεί και το πούλησα και πήρα ένα άλλο σκάφος, το «Bavaria» το 44. Όπως σας είπα, ήταν αυτό το σκάφος το πρώτο, που γνώρισα —όχι το ίδιο απλά ίδιο μοντέλο—, που έτρεχα τους πρώτους μου αγώνες, που γνώρισα σαν επαγγελματικό σκάφος για να δουλέψω skipper και όλα αυτά. Οπότε το είχα ίσως και μεράκι και μου έτυχε ένα τέτοιο σκάφος και το αγόρασα. Αυτό είναι το δεύτερο μου σκάφος, πιο ωραίο σκάφος, πιο μεγάλο. Ντάξει, το μικρό το πήρα, γιατί τόσο έφτανε τσέπη μας τότε. Οπότε δουλέψαμε λίγο παραπάνω και είπαμε να μεγαλώσουμε την δουλειά και πήραμε πιο μεγάλο σκαρί, για αυτό πήραμε αυτό. Αυτό όμως, το άλλαξα όνομα. Δεν μου άρεσε καθόλου το όνομα που είχε —«Mamilo» το λέγαν. Ήταν ένα παρατσούκλι της ιδιοκτήτριας, οπότε δεν είχε καμία θέση σε εμένα, ήταν εντελώς ξένο. Αν ήταν οτιδήποτε άλλο, θα τ’ άφηνα. Επειδή, όμως, μου αρέσει η ιστορία λοιπόν και η μυθολογία και όλα αυτά, για την θάλασσα, για την Ελλάδα—γιατί φυσικά το μάθημα που με μάγευε ήταν η Ομήρου Οδύσσεια στο Γυμνάσιο, έτσι; Εκείνο μ’ άρεζε, ούτε μαθηματικά, ούτε τίποτα άλλο, γιατί μιλούσε για θάλασσα. Οπότε, ο Οδυσσέας μας ταξίδευε. Έτσι λοιπόν, το όνομα αυτού του σκάφους το έβγαλα «Αργοναύτης». Να ‘χει να κάνει με την Αργοναυτική εκστρατεία, να ‘χει μέσα την λέξη «ναῦς». Ήταν πράγματα, τα οποία μου άρεζαν και το έβγαλα «Αργοναύτης». Ο καθένας σε κάθε σκάφος διαλέγει το όνομα με κάτι που είτε τον στιγμάτισε, του αρέσει, ένα αγαπημένο του πρόσωπο, μία κατάσταση. Εμένα μου άρεσε αυτό. Να σας πω την αλήθεια, κι ένα κουταβάκι τώρα που γέννησε η σκύλα μου, η πρότασή μου στην οικογένεια, ήταν να το βγάλουμε «Άργο», γιατί ήταν ο σκύλος του Οδυσσέα, που τον περί[01:00:00]μενε 20 χρόνια, γύρισε απ’ το ταξίδι και τον περίμενε να τον δει. Ήταν ο σκύλος του Οδυσσέα ο Άργος και έτσι είπαμε να βγάλουμε και τον σκύλο μου. Αυτό έχει να κάνει με τα ονόματα και την ονοματολογία των σκαφών. Αλλά για μένα, αυτό που πρέπει να κρατήσουν όλοι, είναι να βάζουν ελληνικά ονόματα. Είναι κρίμα, τώρα, να βλέπουμε… Φτάσαμε να βλέπουμε στα σκάφη όχι «Caipirinha», όχι «Mojito»… Ντάξει, ωραία, ευρωπαϊκά, πιασάδικα στον τουρισμό, εμένα δεν μ’ αρέσουν. Εμένα μου αρέσει λίγο η παράδοση στην ναυτιλία στην Ελλάδα και οφείλουμε να την κρατήσουμε.
Λοιπόν, εγώ θα επιμείνω λίγο περισσότερο. Όλα αυτά τα χρόνια υπάρχει κάποια ανάμνηση, κάποια ιστορία, κάτι που να συνέβη στην θάλασσα, που να σε έχει στιγματίσει και εσένα σαν Γιάννη;
Λοιπόν, αυτό που είπες, για κάτι που έχει μείνει και έχουμε κάνει το γέλιο το απίστευτο. Είναι, λοιπόν, πάλι παραμονές Χριστουγέννων, φέρνουμε σκάφος αστραπή μία παρέα, που το τρέχαμε το σκάφος, εγώ, ο Αποστόλης, η Άρτεμις, η Μαργαρίτα, ένας φίλος ακόμη από Καβάλα, ο Δημήτρης… Πάμε να το φέρουμε, και το φέρνουμε. Είχαμε τελειώσει την αγωνιστική περίοδο από την Θεσσαλονίκη, που τρέχαμε τους αγώνες εκεί στο Ναυτικό Όμιλο Θεσσαλονίκης, τον Ν.Ο.Θ. Είναι μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα και πάμε να φέρουμε το σκάφους. Είχε κρύο, είχαμε πάρει βέβαια, εξοπλισμό μαζί μας, τις νιτσεράδες μας, τις σαλοπέτες μας, τις γαλότσες μας, δεν το φοβόμασταν το κρύο. Και πήγαμε να κάνουμε με ένα σκάφος καθαρόαιμο, που λέμε, δηλαδή, δεν είχε ιδιαίτερους χώρους ενδιαίτησης, μία μικρή τουαλέτα —με ένα παραβάν την είχε την τουαλέτα—, δύο κρεβατάκια σαν αιώρες και τα πανιά μέσα —το σκάφος αυτό γεμάτο πανιά ήταν, εξοπλισμό, πανιά και σχοινιά, δεν είναι σκάφη να μείνεις, όπως αυτά που έχουμε τώρα που δουλεύουμε με καμπίνες, με κουκέτες, με μπάνια, ζεστά νερά και με θερμοσίφωνες και να μαγειρεύουμε. Και παίρνουμε μαζί και ένα από εκείνα τα μικρά τα σομπάκια, τα υγραερίου τα πανελάκια να έχουμε κάτι να ζεσταθούμε, λέμε. Ανεβάζουμε λοιπόν, εκείνο το σκάφος από την Θεσσαλονίκη να το φέρουμε στην Καβάλα, στην Κεραμωτή. Είναι χειμώνας λοιπόν, άρχισε να πιάνει, ξεκινάμε ξημερώματα από Θεσσαλονίκη, όπου έχουμε φτάσει εκεί με ένα αυτοκίνητο. Κατεβαίνουμε, βάζουμε τα πράγματα στο σκάφος, βάζουμε μπρος, νύχτα. Εγώ παίρνω το τιμόνι, βγάζω το σκάφος από το λιμάνι. Είναι και δύσκολο μέρος εκεί, ο κόλπος της Θεσσαλονίκης, έχει και κάποια βαθύ και κάποιες ξέρες, τις οποίες ο συγχωρεμένος ο Νίκος ο Παπάζογλου, ο τραγουδιστής ο γνωστός την έχει τραγουδήσει. Έχει και τραγούδι με όλους τους φάρους —«Φανή» λέγεται το τραγούδι του—, με όλους τους φάρους του Θερμαϊκού κόλπου και των αβαθών σημείων, διότι ήταν ιστιοπλόος κι αυτός. Μία παρένθεση για έναν ιστιοπλόο βορειοελλαδίτη και γνωστό σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο. Και βγάζω το σκάφος, είχε ένα ψοφόκρυο θυμάμαι, όταν γύρισα όρτσα ν’ ανοίξουμε πανιά που λέμε, γιατί πρέπει να πας κόντρα στον άνεμο, να ανοίξει την μαΐστρα, το κρύο ήταν απερίγραπτο. Τέλος πάντων, ανοίγουμε πανιά, ευτυχώς ήταν πρίμα ο καιρός, Βαρδάρης που λένε, φυσούσε πρίμα, κατεβαίνουμε τον Θερμαϊκό, ταξιδεύουμε όλη την μέρα —ντάξει, είχε λίγο καιρό, αλλά δεν ήταν τίποτα δύσκολο. Παρέα ωραία, χαβαλέ. Είχαμε πάρει ένα γκαζάκι από αυτά που φτιάχνουν τον καφέ για να κάνουμε τίποτα να μαγειρεύουμε κι ένα μπρίκι και κάναμε τραχανά μέσα στο μπρίκι. Και τρώγαμε στο ποτήρι, γιατί δεν μπορείς να φας, όταν έχει καιρό και σε τέτοια σκάφη, δεν μπορείς να φας στο πιάτο, θα σου φύγει η σούπα έξω, οπότε στο ποτήρι μέσα την σούπα. Παξιμάδι και την πίνεις με το ποτήρι την σούπα. Εγώ έπαιρνα πάντα —ο φίλος μου ο Αποστόλης πάντα με γελούσε, αλλά πάντα το ήθελε και αυτός και μου λεγε πριν φύγουμε, όταν ήταν για χειμωνιάτικα ταξίδια: «Μην ξεχάσεις να πάρεις τραχανά». Πάντα εγώ τους μαγείρευα στο σκάφος και τον χειμώνα πάντα ο τραχανάς ήταν συνοδευτικό. Γιατί η σούπα, όσο να ναι, σε ζεσταίνει και σε κρατάει κιόλας, έτσι; Δεν είναι το να τρως τώρα σαλάμια και κασέρια, ντάξει, οκέι αλλά η σούπα είναι σούπα τον χειμώνα. Και φτάνουμε σ’ ένα υπέροχο τοπίο —δεν θα το ξεχάσω—, ομιχλώδες εκείνη την ώρα που σουρούπωνε μέσα στο Πόρτο Κουφό. Πιάνουμε, δένουμε εκεί στην προβλήτα δίπλα τα καΐκια, οι τράτες που πέφτανε. Το τοπίο είχε αυτό το φαινόμενο το «Φάτα Μοργκάνα» που λέμε. Δηλαδή, έβλεπες σαν να ήταν τα κτίρια πάνω στον αέρα. Επειδή ήταν τα σύννεφα κάτω, η ομίχλη χαμηλά, φαινόταν τα κτίρια και το λιμάνι σαν να ήταν πάνω στον αέρα, ένα πέπλο δηλαδή, πάνω από την θάλασσα, η ομίχλη. Φτάνουμε σε εκείνο το σημείο, δένουμε τέλος πάντων, λέμε να βγούμε έξω. Πάμε, βρίσκουμε ένα σαν καφενείο, σαν ταβέρνα έτσι ήταν ανοιχτή, είχε και τζάκι αναμμένο, ήταν απόγευμα σούρουπο, όπως σας είπα χειμώνας. Τους λέμε να μας κάνει από ένα τσάι εκεί, πέφτουμε επάνω στο τζάκι, στεγνώνουμε τα ρούχα. Παρέες, γέλια, χαβαλέ, ήταν απίστευτο, κι αγόρια, κορίτσια τότε το πλήρωμα όλοι, καταλαβαίνετε. Τέλος πάντων, καθόμαστε 2-3 ώρες, πεινάσαμε, λέμε εκεί του ανθρώπου, μας έβαλε να φάμε ό,τι είχε. Πλακωνόμαστε στα τσίπουρα, στεγνώσαμε τα ρούχα. Εντωμεταξύ, φεύγοντας, αφήσαμε το σκάφος ανοιχτό, γιατί είχε και υγρασία μέσα και άμα την εγκλωβίσει είναι χειρότερα. Αφήσαμε την φάλκα, που λέμε, ανοιχτή, την πόρτα του σκάφους. Φεύγοντας —δεν θα το ξεχάσω—, ήταν μία γάτα στον τόπο, πριν φύγουμε από το λιμάνι. Την διώχνω την γάτα «ξουτ», την διώχνω. Εντωμεταξύ, πώς πάω και πατάω και πατάω τα κόπρανα της που είχε κάνει εκεί έξω, γελούσαν τα παιδιά και το ένα και το άλλο και: «Πώς θα μπεις στο σκάφος;» Τέλος πάντων, την πλένω την γαλότσα, πάμε στο καφενείο, που σας είπα, τρώμε, πίνουμε. Γυρνάμε το βράδυ πίσω, μπαίνω μέσα στο σκάφος πρώτος, βλέπω ανακατεμένα πράγματα, στην κουζίνα τα σάντουιτς που είχαμε, φαγωμένα όλα, κάτι τσουρέκια, κάτι αυτά, χαμός μέσα στο σκάφος! Και ακούω απ’ έξω, απ’ τον ντόκο —ο ντόκος είναι η προβλήτα— να νιαουρίζει η γάτα. Είχε μπει, λοιπόν, η γάτα μέσα στο σκάφος. Ε, τέλος πάντων, πετάμε, μαγειρεύουμε —βγάζουμε, όχι μαγειρεύουμε, συγγνώμη—, πετάμε έξω αυτά που είχε φάει γάτα, καθαρίζουμε το σκάφος ξανά, πέφτουμε τώρα να κοιμηθούμε και αρχίζω εγώ και νιαουρίζω: «Νιάου, νιάου» το βράδυ. Να σηκώνονται όλοι απ’ τα γέλια, να μην μπορούμε να κοιμηθούμε όλο το βράδυ από το χαβαλέ και από τα γέλια που είχαμε με την γάτα —γιατί ξέρεις, και στην κούραση καμιά φορά, το πιο απλό πράγμα σού φαίνεται υπέροχο. Κάναμε κάτι γέλια εκείνο το βράδυ, δεν θα το ξεχάσω! Εντωμεταξύ, είχαμε αυτό το πανελάκι το υγραέριο και λέω: «Άμα αφήσω -λέω- τη φάλκα ανοιχτή, θα μπει η γάτα μέσα. Άμα κλείσω τη φάλκα -λέω- και σβήσω το υγραέριο, μπορεί να πεθάνουμε -λέω- απ’ το υγραέριο» έλεγα τα παιδιά. Και ένα γέλιο το βράδυ —βέβαια, εντάξει, κακά τα ψέματα, είχαμε αυτό το γκαζάκι και εγώ το φοβόμουν το βράδυ μην πάρει και κανένα sleeping bag, μικρό το σκάφος, έτσι όπως γυρνάμε, μην πάρει καμία φωτιά και δεν σας κρύβω, όλο το βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκα—, αλλά εκεί που σηκωνόμουν το βράδυ να δω το υγραέριο κατά τις 3 – 4 η ώρα, έκανα και νιαούρισμα, σηκώνονταν οι άλλοι, γελούσαν! Ήταν πολλές απίστευτες στιγμές, τι να πρωτοθυμηθώ! Τέτοια πάρα πολλά, πάρα πολλά, πολύ ωραίες παρέες, ωραία γέλια. Περνάμε πάντα υπέροχα σε όλες τις βόλτες, σ’ όλες τις εξορμήσεις, σ’ αυτές τις μεταφορές σκαφών είναι ατέλειωτες ωραίες εμπειρίες. Είχαμε μία regatta τα τελευταία —είχα πάει με το «Acobaleno»—, ήτανε η «Friendship Regatta» εδώ, που ξεκινούσαμε, ήτανε Λήμνο, Αη-Στράτης και Τένεδο, πηγαίναμε και Τουρκία. Είχα πάρει κάποια παιδιά από εδώ, μαθητές δικούς μου, είχα κάνει πλήρωμα και κατεβήκαμε στον αγώνα. Είχαμε πάρει πολλά πράγματα. Ένα από τα παιδιά, από τους μαθητές, είχαν ένα μίνι μάρκετ, ένα μάρκετ και αυτός κανόνισε τις προμήθειες. Του λέω: «Κανόνισε τι θα φέρεις, να έχουμε για μια βδομάδα προμήθειες στο σκάφος, να τρώμε, να πίνουμε και τα λοιπά». Αλλ’ αυτός όμως, επειδή είναι πολύ τυπικός έτσι και της τάξης, είχε πάρει μετρημένα πράγματα για τον καθένα. Και όταν κάποια στιγμή του έλεγα: «Ρε παιδί μου, άντε -λέω- Σταύρε, πείνασα, φέρε κάτι». «Α -λέει- όχι -λέει- την έφαγες την μπάρα σου, δεν έχει -λέει- να πάρεις άλλη μπάρα να φας». Εγώ κατέβαινα κάτω, έπαιρνα ό,τι ήθελα, αυτός φώναζε: «Γιατί έτσι; Γιατί αλλιώς;» Βέβαια, όταν έχει καιρό, δεν είναι εύκολο μαγειρέψεις και να κάνεις στο σκάφος, οπότε πάντα άφηνα τα παιδιά έξω και κατέβαινα εγώ, να μην καούν σε καμία κουζίνα, κανένα νερό, κανένα. Και πάντα γέλια και τέτοια με το φαγητό. Αφού ακόμα του λέω καμιά φορά λέω: «Άμα πάμε μαζί, -λέω- δεν θα πάρεις εσύ ό,τι θέλεις, θα πάρω εγώ ό,τι θέλω». Πολλές τέτοιες ιστορίες, που δεν μπορείς, τις λες τώρα εδώ, αλλά όταν είσαι σ’ ένα πλήρωμα μία εβδομάδα σ’ ένα σκάφος επάνω και κάποια στιγμή —γνωριζόμαστε όλοι, γνωρίζουμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον— το παραμικρό αστείο, που θα συμβεί, μένει και στιγματίζει. Δηλαδή, τι να σας πω τώρα; Μία πιτζάμα δεν θα ξεχάσω ένας που είχε -ας πούμε- και την έβαλε το βράδυ και βγήκε με την πιτζάμα του Mickey Mouse, ας πούμε. Ε, εκείνο το πράγμα… Τον φωνάζουμε παρατσούκλι, έμεινε «Μίκυ» ακόμα. Δεν περιγράφονται αυτές οι στιγμές, γιατί σ’ ένα σκάφος ζεις σε —4, 6, 8, άτομα, 10 άτομα, πόσο θα είναι—, σ’ έναν πολύ περιορισμένο χώρο. Οπότε, ό,τι κάνεις, ό,τι φοράς, ό,τι τρως, το βλέπουν όλοι. Οπότε, εκεί θα σε πειράξουν, θα γελάσεις θα τους κάνεις να γελάσουν, έχει πολύ ωραίες στιγμές. Τι να πρωτοθυμηθώ!
Ωραία. Πάρα πολύ ωραία. Δεν ξέρω, αν θέλεις να συμπληρώσεις κάτι ά[01:10:00]λλο;
Εγώ πιστεύω είμαι καλυμμένος με αυτά που είπα. Μακάρι να μπορέσουμε κάποια στιγμή αυτήν την κουβέντα να την κάνουμε μετά από πολλά πολλά χρόνια—γεροί να είμαστε όλοι— και πιστεύω θα έχουμε να πούμε ακόμα περισσότερα!
Μακάρι, ναι. Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένα παιδί που γεννήθηκε τον Ιούνιο και λάτρεψε τα καλοκαίρια και τη θάλασσα. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, δεν σταματούσε να καταγίνεται με οτιδήποτε πλεούμενο. Μεγαλώνοντας, αποφασίζει να εξελίξει τις γνώσεις του πάνω σε αυτό που τόσο λατρεύει και ασχολείται με την ιστιοπλοΐα. Επειδή όμως, ο «Κάθε καπετάνιος θέλει το δικό του τιμόνι», γρήγορα αποφασίζει να αποκτήσει το δικό του σκάφος, ενώ λίγα χρόνια, κάποια σκάφη και αρκετά κύματα μετά, μαζί με φίλους ιδρύουν την Avdiros Sailing και συστήνουν το yachting στο λιμάνι των Αβδήρων, ενώ σε συνεργασία με τον Ν.Ο.Α. συνεχίζουν να μεταλαμπαδεύουν τις γνώσεις και την αγάπη τους για την ιστιοπλοΐα.
Narrators
Ιωάννης Μπαλόγλου
Field Reporters
Χριστίνα Αραμπατζή
Tags
Interview Date
11/10/2021
Duration
70'
Interview Notes
Ο Αφηγητής είναι θείος της Ερευνήτριας.
Γλωσσάρι:
καρνάγιο < (άμεσο δάνειο) carenaggio = μικρό ναυπηγείο κυρίως για επισκευές
μπουνάτσα< bonazza =καλωσύνη καιρού. Ως μπουνάτσα / μπονάτσα χαρακτηρίζεται στην ελληνική ναυτική γλώσσα η κατάσταση θάλασσας όταν η επιφάνειά της είναι τελείως αρυτίδωτη από κύματα, έστω και λίγο
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένα παιδί που γεννήθηκε τον Ιούνιο και λάτρεψε τα καλοκαίρια και τη θάλασσα. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, δεν σταματούσε να καταγίνεται με οτιδήποτε πλεούμενο. Μεγαλώνοντας, αποφασίζει να εξελίξει τις γνώσεις του πάνω σε αυτό που τόσο λατρεύει και ασχολείται με την ιστιοπλοΐα. Επειδή όμως, ο «Κάθε καπετάνιος θέλει το δικό του τιμόνι», γρήγορα αποφασίζει να αποκτήσει το δικό του σκάφος, ενώ λίγα χρόνια, κάποια σκάφη και αρκετά κύματα μετά, μαζί με φίλους ιδρύουν την Avdiros Sailing και συστήνουν το yachting στο λιμάνι των Αβδήρων, ενώ σε συνεργασία με τον Ν.Ο.Α. συνεχίζουν να μεταλαμπαδεύουν τις γνώσεις και την αγάπη τους για την ιστιοπλοΐα.
Narrators
Ιωάννης Μπαλόγλου
Field Reporters
Χριστίνα Αραμπατζή
Tags
Interview Date
11/10/2021
Duration
70'
Interview Notes
Ο Αφηγητής είναι θείος της Ερευνήτριας.
Γλωσσάρι:
καρνάγιο < (άμεσο δάνειο) carenaggio = μικρό ναυπηγείο κυρίως για επισκευές
μπουνάτσα< bonazza =καλωσύνη καιρού. Ως μπουνάτσα / μπονάτσα χαρακτηρίζεται στην ελληνική ναυτική γλώσσα η κατάσταση θάλασσας όταν η επιφάνειά της είναι τελείως αρυτίδωτη από κύματα, έστω και λίγο