© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Γυναίκες, κονσομασιόν και τα σκυλάδικα των δεκαετιών '80-'90

Istorima Code
19313
Story URL
Speaker
Θάνος Αλεξανδρής (Θ.Α.)
Interview Date
15/07/2021
Researcher
Φραντζέσκα Άννα Κοκκινάκη (Φ.Κ.)
Φ.Κ.:

[00:00:00]Είναι Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021, είμαι με τον κύριο Θάνο Αλεξανδρή και βρισκόμαστε στη Νέα Αρτάκη. Είμαι η Φραντζέσκα Κοκκινάκη, ερευνήτρια στο istorima. Κύριε Θάνο, θέλω να μου πείτε λίγα λόγια για σας.

Θ.Α.:

Λοιπόν, εμένα η ιστορία μου είναι λίγο παράδοξη. Γεννήθηκα στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας και από πολύ μικρός ήμουνα μέσα στις εκκλησίες, σε νηστεία και στα ιερατεία. Το όνειρό μου ήταν να γίνω αρχιμανδρίτης μετά ήθελα να γίνω ιεραπόστολος. Το όνειρο της μητέρας μου, επειδή ήμουν αριστούχος μαθητής, ήταν να πάω Νομική. Τελικά, πέρασα Νομική αλλά απώτερο σκοπό είχα να πάω στην Αθήνα, για να ασχοληθώ, γιατί ξαφνικά μου προέκυψε μία λατρεία, μια αγάπη για το θέατρο και για το τραγούδι. Όλα αυτά έγιναν κρυφίως απ’ τους γονείς. Ήταν τότε... Ήταν μία εποχή σε μας που αν έλεγες ότι είσαι καλλιτέχνης, το καλλιτέχνης ήταν συνυφασμένο με ανήθικα επαγγέλματα. Και πόσο μάλλον όταν έχεις μεγαλώσει σε ένα χωριό. Να σκεφτείτε ότι είχα την τύχη, τη μεγάλη τύχη να δουλέψω δίπλα στον Γιώργο Μαρίνο, στη «Μέδουσα», που τότε... Eίσαι πολύ μικρή εσύ, η «Μέδουσα» ήταν κάτι σαν το Μέγαρο Μουσικής. Ήταν πολύ σημαντικό κάποιος νέος να πάει να… Χτυπώντας την πόρτα του, χωρίς μέσον, χωρίς τίποτα. Κρυφά από τη μάνα μου. Ακόμη και στο Θέατρο Τέχνης που σπούδασα Δραματική ήταν όλα κρυφά. Κάποια στιγμή όμως χρειάστηκε να τους στείλω ένα γράμμα, γιατί έπρεπε να δουλέψω. Γιατί έπρεπε να εμφανίζομαι κάθε βράδυ και λογικά οι γονείς περίμεναν κάθε Σαββατοκύριακο να ‘ρθω στο χωριό. Γιατί πήγαινα παράλληλα Νομική. Το καλό με μένα είναι, και η μεγάλη μου η τύχη, είναι ότι ήρθε όλη η οικογένεια. Ενθουσιάστηκαν με τον Μαρίνο, ενθουσιάστηκαν με το πρόγραμμα και τελικά με αποδέχτηκαν. Το συγκλονιστικό με μένα είναι ότι μετά από όλο, αυτήν τη λαμπρή εκκίνηση, να πούμε, της μικρής μου καριέρας ξαφνικά ένιωσα ότι ανοίγω τις πύλες παραδείσου σε έναν κόσμο για μένα περίεργο, ιδιόρρυθμο, γοητευτικό και εξαίσιο όπως ήταν τότε το σκυλάδικο. Ξαφνικά έγινε αυτό. Πώς μου προέκυψε όμως το σκυλάδικο; Απλά εγώ είχα πάει μία φορά στην Κόρινθο με δύο φίλες μου σε ένα νυχτερινό μαγαζί. Δουλέψαμε δέκα μέρες και ήταν πολλά τα λεφτά εν σχέσει με την αμοιβή του θεάτρου.

Θ.Α.:

Και λέω δεν το κάνω κάνα δυο μήνες στην επαρχία; Γιατί μου είπαν ότι η επαρχία έχει πολλά λεφτά, σαν τραγουδιστής. Αλλά εγώ νόμιζα ότι η επαρχία και το τραγούδι και τα μαγαζιά ήταν σαν τη «Μέδουσα» του Μαρίνου. Ότι πήγαινες, τραγουδούσες ποιότητα, αυτά που ήθελες, έπαιρνες τα πολλά λεφτά και πήγαινες στο ξενοδοχείο σου. Πάω σε ένα καλλιτεχνικό γραφείο και μου λένε... Λέω: «Είμαι ηθοποιός, τραγουδιστής, έχω δουλέψει με τον Μαρίνο, στον Κουν. Έχω δουλέψει στο Λυκαβηττό. Νεκρικούς διαλόγους, πρωταγωνιστής με Μπαλανίκα, με Ψαριανό, με Μπουλά». Μου λέει αυτός: «Ρε φιλαράκο τι να σε κάνουμε εσένα;». Λέει: «Εσύ είσαι άντρας. Τα μαγαζιά θέλουν γυναίκες. Βρες γυναίκες». Λέω: «Γυναίκες;». Ξαφνιάστηκα. Να μην τα πολυλογώ όμως, κάποιοι φίλοι μου είπαν ότι... Και κάποιες φίλες ότι: «Ξέρεις τι, η επαρχία, ειδικά τα αγόρια μπορούν να δουλέψουνε και να πάρουνε λεφτά μόνο αν έχουν μαζί τους κοπέλες». Και ξαφνικά συλλαμβάνω την ιδέα να πάρω τρεις κοπέλες, επιλέγω τα τραγούδια. Εγώ σαν τραγουδιστής βέβαια. Εγώ δεν είμαι χορευτής. Και πηγαίνουμε στο πρώτο μαγαζί. Επιλέγω ποιότητα εγώ, του στυλ την «Οδό Αριστοτέλους», το... Κάτι του Χατζηνάσιου, κάτι μπαλάντες και αυτά. Βγαίνω και αρχίζει το κράξιμο. Αρχίζει το bullying που λέμε τώρα. Αρχίζουν να πετάνε μαχαίρια, πιρούνια. «Τι είναι αυτός ο καραγκιόζης;». Εγώ αρχίζω τα κλάματα, αυτά. Παίρνω τον ατζέντη τηλέφωνο. Μου λέει: «Ρε παιδί μου και εσύ, επέλεξες ―λέει― τραγούδια ―λέει― την Οδό Αριστοτέλους; Εκεί θέλουν άλλα πράγματα». Συν τω χρόνω συνειδητοποιώ ότι, για να επιβιώσεις στο χώρο αυτό πρέπει να επιλέξεις ένα ρεπερτόριο που είναι αρεστό στο κοινό, στους θαμώνες αυτούς. Μπαίνω γρήγορα στο νόημα, γιατί είναι πολλά τα λεφτά και λέω τραγούδια του Κώστα Καφάση, κάτι τσιφτετέλια, κάτι... Όλα, ας πούμε, τα trash που υπήρχαν τότε. Και έτσι αρχίζει η αποθέωση. Πάντα με κοπέλες. Εκείνη την εποχή, να σκεφτείς, ζούμε σε μία εποχή τότε δεκαετία του ’80, δεν υπάρχει ιδιωτική τηλεόραση, δεν υπάρχει internet, δεν έχει πληροφόρηση ο κόσμος τι γίνεται με τα σόου στην Αμερική και τέτοια. Και υπάρχουν αφεντικά που δεν ξέρουνε τι είναι το μπαλέτο. Παίρνει ο ατζέντης τηλέφωνο το αφεντικό στην Αλεξανδρούπολη σε ένα χωριό εκεί. Του λέει: «Τι έγινε ―λέει― να σου στείλω ―λέει― εμπόρευμα;». Υπήρχε μία ορολογία. Το εμπόρευμα είναι τα κορίτσια. «Τι να το κάνω ―λέει― ήταν σάπιο το προηγούμενο». Σάπιο σημαίνει ότι δεν απέδιδε, δεν άρεσε στον κόσμο. Του λέει: «Θα σου στείλω ένα μπαλέτο». Λέει: «Τι είναι το μπαλέτο;» «Κοίταξε ―λέει― μπαλέτο είναι τρεις κοπέλες ξεβράκωτες που ανεβαίνουν πάνω στην πίστα, χορεύουν, μετά ανεβαίνουν στα τραπέζια και χορεύουν τσιφτετέλια». Του λέει: «Πω ρε φιλαράκι, με έσωσες ―μου λέει―. Πόσες προκαταβολές;». Θέλω να δείξω, δηλαδή, ότι ήταν μία εποχή που μπορούσε ο χωρικός και ο αγρότης να εντυπωσιαστεί με το παραμικρό. Εγώ μπαίνω κατευθείαν στο νόημα, γιατί καταλαβαίνω γρήγορα ότι το σκυλάδικο δεν είναι ένα γκέτο που εμπεριέχει ομαδοποιημένους ανθρώπους. Είναι ένας χώρος που απλά αποκλείει τους άσχετους. Εγώ, δηλαδή, μπήκα μέσα και έγινα ένα με τους ανθρώπους αυτούς και με τη νύχτα. Δηλαδή, και στην αποθέωση αλλά και στην ξεφτίλα τις νύχτας. Δεν υποδύθηκα εγώ ρόλο. Έγινα ένα με αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί συνήθως... Γι' αυτό η δική μου η καταγραφή είναι μοναδική και πρώτη φορά στα χρονικά. Γιατί μέχρι τώρα όλες οι περιγραφές στα σκυλάδικα που γίνονταν από δημοσιογράφους ήταν ρεπορτάζ. Αυτό τον χώρο, για να τον ανακαλύψεις πρέπει να μείνεις χρόνια σαν και μένα, 12 χρόνια, να κάνεις κονσομασιόν. Επίσης και ένα άλλο πράγμα που είναι παρεξηγημένο. Η κονσομασιόν δεν είναι πορνεία. Η κονσομασιόν είναι δημόσιες σχέσεις. Δηλαδή, πηγαίνεις στο τραπέζι: «Γεια σας, τι κάνετε;». Οι γυναίκες δηλαδή, τα αγόρια δεν τα... Είτε πάνε είτε δεν πάνε δεν τα θέλουνε, ναι. Και τελικά αρχίζει ένα μαγικό ταξίδι για μένα που κράτησε 12 χρόνια και πιστεύω ότι παρόλο που στην αρχή το όνειρό μου ήταν να παίξω Επίδαυρο, Ηρώδειο, να παίξω Ίψεν, Σαίξπηρ, Τσέχωφ νομίζω ότι ανακάλυψα το όνειρο στους χώρους αυτούς. Συναναστράφηκα με υπέροχους ανθρώπους. Υπέροχους εντός εισαγωγικών για τους άλλους. Δηλαδή, συναναστράφηκα με ―θα γελάσεις εδώ― με εμπόρους ναρκωτικών, με νταβατζήδες, με νονούς της νυχτάς. Αλλά ξέρεις τι; Σε αυτούς αν τους φερθείς πολύ μπέσα ―πώς να το πω τώρα― ορίτζιναλ, αν είσαι αληθινός, δεν σε πειράζουν. Σε προστατεύουν. Και εγώ πέρασα πολύ καλά με όλους αυτούς. Εννοείται ότι είχε και αρνητικά η νύχτα. Έχω περάσει βραδιές με μεγάλους κινδύνους. Γιατί μην ξεχνάς ότι είχα στην αρμοδιότητα μου τρία με τέσσερα κορίτσια εικοσάχρονα και όπως καταλαβαίνεις η καρδιά μου συνέχεια… Φοβόμουνα. Γιατί ήμουνα υπεύθυνος αν πάθαιναν κάτι. Λοιπόν, τι να πω τώρα; Έχουν ενδιαφέρουν αυτά, για...; Λοιπόν να πούμε τώρα το... Κάτσε, κάτι είχα σημειώσει εγώ εδώ πέρα. Πρέπει οπωσδήποτε να πούμε ότι εκείνη την εποχή ήταν λίγο σε μια ημιάγρια κατάσταση ο πληθυσμός της επαρχίας. Και για αυτό αρχές δεκαετίας του ‘80 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα, ξαφνικά κάτι παθαίνει ο κόσμος, υπάρχει ένα ξέφρενο πανηγύρι αισθήσεων και πιστεύω ότι λίγο απηυδισμένοι από την ρουτίνα την οικογενειακή οι άντρες, ξαφνικά ανακαλύπτουν τα σκυλάδικα, ανακαλύπτουν τις γυναίκες εκεί και αρχίζουν να συρρέουν. Και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα δάνεια... Να παίρνουν δάνεια, για να τα φάνε στις τραγουδίστριες, επιδοτήσεις που δίνονται για τους αγρότες να καταναλώνονται κάθε βράδυ στα μπουζούκια. Να σκεφτείς ότι εγώ ένα βράδυ στο Φάληρο της Λάρισας είδα έναν τύπο με γαλότσα και να κρατάει μία τεράστια σακούλα μαύρη σκουπιδιών.[00:10:00] Λέω σε έναν σερβιτόρο: «Καλά, αυτός δεν ντρέπεται λίγο; Τα άπλυτα μας έφερε εδώ πέρα;». Μου λέει: «Είναι η επιδότηση ―λέει― που πήρε». Ήταν τότε χιλιάρικα. Δεν είχαμε ευρώ τότε, είχαμε χιλιάρικα και τα χιλιάρικα ήταν... Δηλαδή δεν... Ήταν... Όπως είναι το ευρώ που είναι... Ήταν πολλά λεφτά. Δηλαδή το ένα εκατομμύριο, ας πούμε, ήταν πολλά τα χιλιάρικα σε μία σακούλα. Την είχε μαζί του για να δελεάσει την τραγουδίστρια ή τη χορεύτρια.

Θ.Α.:

Θέλεις να πάμε λίγο στους κανόνες της κονσομασιόν; Λοιπόν, το αστείο... Αυτό έγινε, έτσι αστείο αλλά εντάξει νομίζω ότι είναι κάτι που αρέσει στον κόσμο. Μετά τον Μωυσή, ας πούμε, που μας έδωσε τις εντολές, έρχομαι εγώ τώρα σε σας να σας δώσω λίγο τις εντολές της κονσομασιόν που πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει κάθε κορίτσι που θέλει να επιβιώσει στη νύχτα. Τα κορίτσια πρώτον, νομίζω ότι ανάλογα με την περίοδο συγκομιδής επέλεγαν οι κοπέλες τον τόπο που θα πάνε να τραγουδήσουν. Δηλαδή, όταν ας πούμε, ήταν τα αγγούρια στην Ιεράπετρα πηγαίναν όλες Ιεράπετρα, γιατί γινόταν χαμός από λεφτά. Όταν ήταν τα ροδάκινα στην Βέροια πηγαίνανε Βέροια. Ή ζαχαρότευτλα τότε στη Λάρισα. Να σκεφτείς μία φορά είχα πάει με ένα μπαλέτο. Είχα τέσσερις Αγγλίδες. Πηγαίνω εκεί. Μας πηγαίνει ένας πελάτης. Με βλέπει το αφεντικό. Μου λέει: «Πω πω τι ωραίες κοπέλες; Ρε μάγκα ―μου λέει― να περιμένουμε λίγο ―λέει― σε κάνα δυο μήνες ―λέει ― που θα βγουν τα καρπούζια;». Τώρα εγώ πρόσεξε εικόνα, εγώ να προσπαθώ να εξηγήσω στην Αγγλίδα, δεν ήξερα και πώς είναι το καρπούζι εγώ, ότι πρέπει να βγουν τα καρπούζια, ας πούμε. Καταλαβαίνεις μια κατάσταση Αλμοδόβαρ εντελώς, ναι. Μετά… Για εντολές λέμε τώρα έτσι; Νομίζω η μεγαλύτερη και η πιο κορυφαία από όλες τις εντολές είναι ότι μία καλλιτέχνης, για να επιβιώσει τη νύχτα πρέπει να αφεθεί στα χέρια του μαγαζάτορα, του ατζέντη αλλά κυρίως του πελάτη και να τον βοηθήσει. Να τον βοηθήσει. Γιατί ο πελάτης έρχεται στο μαγαζί, για να παίξει έναν συγκεκριμένο ρόλο. Το ρόλο του ανθρώπου που κρατάει στα χέρια του τη νύχτα, το μαγαζί, εσένα τον ίδιο. Και εσύ πρέπει να τον βοηθήσεις να νιώσει άρχοντας. Άρχοντας. Δηλαδή όσο περισσότερα ξοδέψει, όσα περισσότερα του φάει το μαγαζί τόσο πιο πολύ τον βοηθάς να νιώσει άρχοντας. Αν ξοδέψει λίγα νιώθει ότι είναι αποτυχημένος στο ρόλο που επέλεξε. Μετά άλλη εντολή. Οι κοπέλες δεν μπορούσαν από μόνες τους να πάνε στα τραπέζια να επιλέξουνε. Υπήρχαν και οι σερβιτόροι οι οποίοι ήξεραν ποιοι είναι οι καλοί πελάτες και ανάλογα με τα τραπέζια αυτά έκαναν και τη διανομή του φορτίου, που λέγαμε τότε. Ναι, εντός εισαγωγικών. Εάν πήγαινε στο τραπέζι, συνήθως οι πιο καλές λέγανε ότι: «Μωρέ να μην πιούμε ουίσκι, πειράζει στο λαιμό ή στο στομάχι. Να πιούμε μια σαμπάνια;». Η σαμπάνια ήταν πανάκριβη. Εάν δεν δέχονταν ο πελάτης, του έλεγες: «Να πάρουμε ένα σπέσιαλ; Ένα Chivas;». Ήταν πανάκριβα αυτά. Τώρα, εάν το θύμα δεχόταν και σου έφερνε το Chivas, έπρεπε... Ο βασικός σκοπός είναι να φύγει γρήγορα το μπουκάλι αυτό. Να πάμε στο δεύτερο, στο τρίτο και αν θέλει ο Θεός και στο τέταρτο. Πώς φεύγουν όμως τόσα μπουκάλια; Η κοπέλα δεν έπρεπε να πιει, γιατί άμα πίνει τρελαίνεται και δεν καταλαβαίνει τι κάνει και γίνεται και εύκολο θύμα, ας πούμε, σεξουαλικό. Τι κάνανε αυτές που λες; Αγκάλιαζαν τον πελάτη. «Αγάπη μου, αυτά τι ωραία που είναι απόψε» και με διάφορες ταχυδακτυλουργικές κινήσεις, όπως έγερνε στον ώμο του πελάτη, έχυνε πάντα κάτω το ουίσκι. Με το... Μ' αυτό το πράγμα όμως βέβαια έχουν γίνει τεράστιες παρεξηγήσεις. Επειδή μία φορά ένας φίλος μου ο Γιάννης, ο οποίος πήγε σε ένα τραπέζι με μία κοπέλα και άρχισε αυτός να χύνει το ουίσκι κάτω στο πάτωμα. Άρχισαν στο πρώτο, δεύτερο, τρίτο μπουκάλι. Ξαφνικά ο πελάτης του λέει: «Γιάννη να σου πω κάτι; Δεν με πειράζει ―λέει― χύνε το κάτω το μπουκάλι, αλλά τι γίνεται;» λέει. «Πέφτει στην μπότα μέσα, μου γεμίζεις την μπότα, πέφτουν και τα παγάκια είναι και χειμώνας ―μου λέει― θα πάθω κανά κρυοπάγημα». Βέβαια, αν τύχεις σε καλό πελάτη. Μπορεί να τύχεις σε κανά τρελό ο οποίος να σε δείρει, ας πούμε, ναι. Απαγορευόταν οι κοπέλες να πηγαίνουν σε νεαρούς. Γιατί οι νεαροί ήταν άφραγκοι. Έπρεπε να είναι όλοι μεσήλικες και φορτωμένοι. Η κονσομασιόν δεν ήταν μόνο το βράδυ. Συνεχιζόταν και τη μέρα, γιατί για μας η μέρα ήταν συνέχεια της νύχτας. Δηλαδή, έπρεπε να πάει στο μπαρ, να πάει στη λέσχη, να πάει στο restaurant του πελάτη. Να του πει: «Γεια σας τι κάνετε; Θα σας δούμε το βράδυ;». Το αστείο ήταν ότι τα ραντεβού αυτά συνήθως έξω γινόταν το βράδυ λίγο πριν τη δουλειά, για να είναι μακιγιαρισμένες οι κοπέλες. Συνήθως, επειδή οι περισσότερες ήταν μεγάλες, το βράδυ με το μακιγιάζ το έντονο ο άλλος είχε πιει τρία μπουκάλια, την έβλεπε θεά. Δηλαδή ο άλλος μπορούσε, ας πούμε, ξέρω περίπτωση ανθρώπου ο οποίος ξόδεψε μία περιουσία, για να ρίξει σεξουαλικά μία κοπέλα, δηλαδή, επί μήνες, ας πούμε. Την είδε τη μέρα χωρίς μακιγιάζ και λέει: «Η πεθερά μου είναι καλύτερη από αυτή», ας πούμε. Και παθαίνανε σοκ. Για αυτό συνήθως οι κοπέλες δίνανε ραντεβού λίγο... Να υπήρχε λίγο σκοτάδι, να βάλει το μακιγιάζ. Γιατί τώρα μεσημέρι τι μακιγιάζ να βάλει; Ναι. Άλλες εντολές ήταν… Δεν έπρεπε η κοπέλα να του κάτσει με την πρώτη, διαφορετικά τον έχανε τον πελάτη. Δηλαδή ακόμη... Εδώ κάνω μία πλάκα, βάζω λίγο Καβάφη εδώ πέρα, η Ιθάκη. Για αυτόν, ας πούμε του άρεσε πολύ, ας πούμε, το ταξίδι ρε παιδί μου. Σου λέει με την πρώτη τώρα δεν έχει νόημα. Και δηλαδή, αν πήγαινε το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο η κοπέλα, τον έχανε από πελάτη. Και επειδή το ξέρανε όλες αυτό, τους είχαν και τους παιδεύανε, ναι. Νομίζω ότι έχω δει φοβερά πράγματα. Έχω δει σου λέω επιδοτήσεις να... Επιδοτήσεις... Τότε ήταν τα πακέτα Ντελόρ που δίνανε στους αγρότες, στους γεωργούς για τα μάτια κοριτσιών που αν τα ‘βλεπες, δεν ήταν σαν και σένα κούκλα και μικρή, ήταν κάτι μεσόκοπες που, αν τις έβλεπες στη γειτονιά, ας πούμε, δεν θα μπορούσες να κάνεις προξενιό ούτε στον χειρότερο συνταξιούχο. Κι όμως αυτές το βράδυ με τους προβολείς, με το μακιγιάζ και με το μικρόφωνο. Για τον θαμώνα το ότι ήταν αρτίστα μία, η οποία μπορούσε να μην είχε ούτε φωνή, ούτε τίποτα, ήταν πολύ σημαντικό. Μιλάμε πάντα για επαρχία έτσι; Πάντα ήταν το κοσμικό γεγονός η έλευση ενός μπαλέτου. Εμείς πηγαίναμε θυμάμαι σε κάτι μικρά μέρη και αυτά. Παρήλαυναν, ας πούμε, οι κοπέλες στους δρόμους και γινόταν το αδιαχώρητο. Σταμάταγε η κυκλοφορία. Τώρα στη σημερινή εποχή για να προκαλέσεις ούτε η Lady Gaga να ‘σαι δεν προκαλείς, γιατί τα έχουν δει όλα οι άνθρωποι. Έτσι δεν είναι; Ναι. Αυτό. Να πούμε κάτι ιστορίες τώρα που έχω με την τουαλέτα;

Φ.Κ.:

Θέλω να μου πείτε πώς βιώνετε εσείς τη νύχτα μέσα από περιστατικά.

Θ.Α.:

Όλα αυτά που σου λέω είναι παράλληλα τη νύχτα, ναι, ναι, ναι. Λοιπόν, υπάρχει ένα εξαιρετικό, έτσι αφήγημα. Είναι ένα βράδυ που... Το 'χω ζήσει εγώ δηλαδή, μία κοπελιά... Είμαστε όλοι στο πρώτο τραπέζι. Μία κοπελιά σηκώνεται. Και τη ρωτάει ο πελάτης, λέει: «Πού πας;». «Α ―λέει― πάω λίγο τουαλέτα». «Α μισό λεπτό ―λέει― περίμενε». Φωνάζει τον μετρ και τους σερβιτόρους και παραγγέλνει. Παρατεταγμένοι όλοι οι σερβιτόροι από το σημείο εκείνο μέχρι την τουαλέτα με κιβώτια σαμπάνιες, με πολλά, να πλύνουν την τουαλέτα, να την απολυμάνουν έτσι, μιλάμε για πολλά λεφτά τώρα, έτσι; Για να πάει η κοπέλα. Αυτή η κίνηση… Γι' αυτό λέω ότι οι χώροι αυτοί ήταν υπερβατικοί. Εκεί οι άνθρωποι ξεπερνούσαν τον εαυτό τους. Είναι μία κίνηση που την περιμένεις μόνο από έναν Σεΐχη, από έναν Άραβα, από έναν βασιλιά, από έναν εφοπλιστή. Δεν την περιμένεις από τον γεωργό, ο οποίος με το τσουράπι και με τη σαγιονάρα. Κι όμως το 'κανε αυτό. Γιατί εκεί αυτός ένιωσε άρχοντας. Ήταν το απωθημένο του ρε παιδί μου. Ξέρεις, μία ζωή σπίτι, γυναικούλα, η πεθερά, οι γειτόνισσες. Ένιωσε αυτός ότι ήταν πολύ σημαντικός.[00:20:00] Βέβαια αυτό είναι λίγο ύβρις ρε παιδί μου. Τώρα εντάξει. Αλλά δεν παύει να είναι μία υπερβατική κίνηση. Ξέρεις τι, όμως; Πολλές φορές με πιάνει μία μελαγχολία. Σκέφτομαι: «Ποια ήταν η εξέλιξη των κοριτσιών αυτών; Είχαν έναν ευτυχισμένο γάμο; Έχουν μία αξιοπρεπή ζωή; Ζουν στα βόρεια προάστια; Ζούνε στον Πειραιά; Ζούνε στο Κερατσίνι αλλά έχουν μία αξιοπρεπή ζωή;». Οι περισσότερες δεν έχουνε. Λες και υπάρχει ένα ηθικό δίκαιο ή υπάρχει ένας Θεός ο οποίος σου λέει ότι: «Πέρασες καλά; Θα τιμωρηθείς». Οι πιο πολλές που ξέρω εγώ, σχεδόν επιβιώνουν με αυτά της πρόνοιας, τα επιδόματα που δίνουν και τέτοια. Φοβάμαι ότι... Θυμάμαι ότι είχα δει σε συνεργείο καθαρισμού, δεν μου μίλησε, ούτε εγώ της μίλησα, γιατί ίσως αισθάνθηκε λίγο περίεργα, μία κοπέλα που θυμάμαι ότι γι' αυτήν γινόντουσαν καταστάσεις εκατομμυρίων. Και πλέον δουλεύει σε συνεργείο. Δηλαδή αυτή ίσως, που ο άλλος ξόδεψε ξέρω ‘γω 5.000 ευρώ για να της καθαρίσει την τουαλέτα, τώρα να καθαρίζει την τουαλέτα, για να πάρει 400 ευρώ. Για αυτό λέω ότι ίσως υπάρχει ένας Θεός που τιμωρεί, εντός εισαγωγικών, έτσι; Τιμωρεί μάλλον αυτούς που πέρασαν καλά, γιατί δεν κάναν κάτι το κακό. Εντάξει. Ένα παιχνίδι ήταν όλο αυτό. Και μεταξύ μας καμιά φορά μου λένε: «Πω πω ―λέει― τι τραγικά είναι αυτά και τέτοια;». Εγώ τα βρίσκω πολύ αθώα. Εν σχέσει με αυτό που συμβαίνει τώρα με παρουσιάστριες, σε μεγάλες πολυεθνικές. Εκεί είναι η μεγάλη κονσομασιόν, η δημόσια. Εκεί κάνουν τα πάντα. Αυτό είναι πολύ αθώο, ας πούμε. Εντάξει, κορόιδεψες τώρα ένα δυστυχισμένο, σου άνοιξε τρεις… Και τι έγινε; Δηλαδή, το θεωρώ πολύ αθώο εν σχέσει με αυτά που συμβαίνουν τώρα. Γιατί έχει καταντήσει η τηλεόραση, ας πούμε, μια κονσομασιόν. Όλη τη μέρα λένε το υαλουρονικό, η κρέμα… Όλη τη μέρα. Αυτό δεν είναι κονσομασιόν; Για να τα πάρουν χοντρά όλες αυτές; Ναι. Έχω εκατομμύρια πράγματα βέβαια. Πρέπει να με ρωτήσεις κάτι γιατί δεν…

Φ.Κ.:

Υπήρξαν στιγμές που νιώσατε ότι κινδυνεύετε;

Θ.Α.:

Ναι, αρκετές νομίζω. Και θυμάμαι και το μαγαζί, ήταν... Ξαφνικά, έχουμε πάει σε ένα κωλομάγαζο που γίνεται χαμός. Να σκεφτείτε δεν μπορούσες να καλέσεις ταξί μετά να φύγεις. Και το κάναν αυτό για να φεύγουν οι κοπέλες με τους πελάτες. Δηλαδή, οι πελάτες να τους πηγαίνουν στο ξενοδοχείο. Και εγώ αυτό δεν το δεχόμουνα. Γιατί ο άλλος είχε πιει τρία μπουκάλια. Κάποια στιγμή μες στο καμαρίνι ανακαλύπτω ένα μαγνητόφωνο. Κρυμμένο. Τότε ήταν και περίεργα, ας πούμε. Δεν είναι όπως τώρα που δεν φαίνονται, έτσι. Παθαίνω σοκ. Δηλαδή, είχανε βάλει, για να παρακολουθούν τι λέμε. Και εμείς λέγαμε τα χιλιάδες αρνητικά, ξέρεις τώρα. Γίνομαι έξαλλος. Και φοβισμένος, βέβαια, είμαι. Μαζεύουμε τα... Τότε δεν ήταν εύκολο. Αν ήθελες να φύγεις, δεν μπορούσες να φύγεις. Κρυφά μαζεύουμε τα κουστούμια. Δηλαδή, η κάθε μία κοπελιά μέσα στην τσάντα της τα βάζει. Πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο. Το ξενοδοχείο το καταλαβαίνει, γιατί πληρώνουμε εμείς τους λογαριασμούς και επειδή ήταν πάντα σε επαφή το ξενοδοχείο με το σκυλάδικο, τους ειδοποιούν ότι το μπαλέτο το σκάει. Και ξαφνικά είμαστε σε μία ερημιά και βλέπουμε πέντε αυτοκίνητα να έρχονται κατά πάνω μας. Πες μου τώρα πώς νιώθεις εσύ; Πέντε με μπράβους, με όλους τους άγριους εκεί πέρα. Άρχισαν να κλαίνε οι κοπέλες θυμάμαι. Τρομαγμένος εγώ, δεν μπορούσα… Τι μάγκας να το παίξεις τώρα. Απλά πάντα εγώ είχα την πειθώ, του στυλ ότι: «Χίλια συγνώμη, θα ξανάρθουμε μία άλλη φορά. Τα κορίτσια δεν αποδίδουν». Και θυμάμαι ότι δεν έδειραν κανέναν βέβαια. Κατά καιρούς έχουμε, πολλές φορές ναι, ναι, ναι. Έχω φοβηθεί, γιατί στην Δράμα θυμάμαι ήταν ένας πελάτης που ερχόταν και χτυπούσε τα δωμάτια. Κάποιες κοπέλες έψαχνε και θυμάμαι καλούσαμε την αστυνομία εμείς. Έχουν γίνει πολλά. Έχουν γίνει βιασμοί γυναικών. Έχω παρακολουθήσει πολλές φορές να βγάζουν μαχαίρια, να σπάνε μπουκάλια, να μαχαιρώνονται. Στην αρχή λίγο της δεκαετίας του ’80. Μετά λίγο τα πράγματα φτιάξανε.

Φ.Κ.:

Έχετε να μου περιγράψετε περιστατικά τέτοια που θυμάστε;

Θ.Α.:

Εννοείς βίας ε;

Φ.Κ.:

Ναι ναι.

Θ.Α.:

Πολλά τώρα. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Θυμάμαι… Όχι σε δικό... Πάντα γινόταν σε τραγουδίστριες, λίγο. Στα μπαλέτα όχι τόσο πολύ. Θυμάμαι μία κοπέλα… Αυτή ήταν... Υπήρχε μία ορολογία στον χώρο της νύχτας που είχε πολιτογραφηθεί στο λεξιλόγιο. Δηλαδή, οι κοπέλες λέγονταν «εργαλεία». Όπου υπήρχαν τα καλά εργαλεία... Όπου υπήρχαν τα καλά εργαλεία... Μάλλον τα κακά εργαλεία. Αυτές που δεν κάναν πολύ κονσομασιόν και ήταν για διώξιμο. Τα καλά εργαλεία, αυτές που προσέφεραν. Και ο υπερθετικός του καλού ήταν «σκυλί». Όταν λέγανε ότι είσαι «σκυλί», σημαίνει ότι έβγαζες με το παραπάνω τον μισθό σου, ότι έκανες τα πάντα για το μαγαζί. Αναφέρω τώρα αυτό... Επίσης, μία άλλη λέξη ήταν «κηδεία». Ο όρος «κάνω κηδεία» τι σημαίνει; Σημαίνει ότι η κοπέλα ήταν τόσο πολύ καλή, που τον έκανε να ξοδέψει τα πάντα. Δηλαδή, είναι αυτό που λέει: «Σε πέθανα». Ναι. «Έκανε κηδεία» σήμαινε αυτό. Λοιπόν, θυμάμαι μια κοπελιά που τη λέγανε αυτή... Μάλιστα τη λέγανε... Ήταν το πιο καλό εργαλείο θυμάμαι. Είχε τη φήμη του καλού εργαλείου. Ήταν νομίζω στον Πύργο Ηλείας αυτή. Θυμάμαι τη σκηνή. Κάποια στιγμή μου λέει: «Δεν γίνεται, δεν αντέχω». Την υποχρέωναν συνέχεια να πίνει, να αυτά, να κάνει… Ήταν ένα μαγαζί που πηγαίναμε 9:00 η ώρα το βράδυ και σχολούσαμε στις 9:00 την άλλη μέρα. Ήταν απάνθρωπο ωράριο. Για μένα ήταν πάντα παιχνίδι, εμένα αυτό. Για τα αγόρια δεν… Τα κορίτσια ήταν αυτό ήταν το επώδυνο. Και θυμάμαι αυτή ότι μάζεψε τα πράγματά της, παράγγειλε ταξί και θα μου μείνει ανεξίτηλη αυτή η εικόνα, ότι την έχουνε βγάλει οι σερβιτόροι, την κλωτσάνε, με λόγια: «Μωρή πουτάνα, ποια είσαι εσύ που θα φύγεις; Θα μας παρατήσεις το μαγαζί; Το μαγαζί εδώ πέρα έχει έξοδα», έχει αυτά. Τη χτυπάνε, την ξεφτιλίζουν και μου έκανε εντύπωση όμως ότι δεν φώναξε αυτή ούτε σε... Ήταν λίγο... Δεν είναι όπως τώρα που ο κόσμος έχει ξυπνήσει. Ήταν λίγο περίεργα τότε. Θυμάμαι ότι συνέχισε να δουλεύει αυτή μετά. Έχω πολλά παραδείγματα, προσπαθώ τώρα… Κάτι δεν το είχα σκεφτεί γιατί... Μπορεί να το θυμηθώ μετά κάτι. Πες μου κάτι. Αν έχεις διαβάσει καμιά ατάκα, κάτι που να σου κάνει εντύπωση, να στο αναπτύξω κάτι; Δεν...

Φ.Κ.:

Μου μιλήσατε πριν για ναρκωτικά, για διάφορα εγκλήματα. Αν θυμάστε από κει διάφορα περιστατικά.

Θ.Α.:

Κοίταξε ο βιασμός, δεν ήμουνα παρών στον βιασμό. Στην Καστοριά έγινε αυτό. Απλά, αυτό ήταν ένας μεθυσμένος… Ξέρεις τι; Ήταν οι άνθρωποι τότε που μπορεί τη μέρα να ήταν πολύ πράοι και πολύ, έτσι, γλυκύτατοι αλλά παθαίναν κάτι με το αλκοόλ σε συνδυασμό με μαύρο και με όλα αυτά. Επίσης, πολλά μαγαζιά είχανε χύμα ουίσκι. Αυτό σε τρέλαινε, κατάλαβες. Ήταν πετρέλαιο. Απλά, θυμάμαι μία κοπελιά και ξέρω και την εξέλιξη της αυτή. Της λέει ―και αυτή βέβαια σουρωμένη―: «Πάμε μία βόλτα στο να…», έξω κάπου, ξέρω ‘γω, εντάξει. «Να ακούσουμε κάνα τραγούδι» και αυτά. Δεν είναι ότι τη βίασε αυτό, μόνο τη βίασε, πολύ άσχημα, άγρια. Είναι ότι την παράτησε γυμνή. Και σκέψου τώρα ένα κορίτσι να πρέπει να επιστρέψει, χειμώνας, ολόγυμνη. Είναι εφιαλτικό, αν το σκεφτείς. Έτσι δεν είναι; Να γυρνάει τώρα σε όλη την πόλη, να βγαίνει ο κόσμος, να είναι πρωί τώρα, να έχουν ξυπνήσει και να βλέπουν μία ολόγυμνη αλαφιασμένη να τα έχει χάσει. Η εξέλιξη ποια είναι; Μου είπαν αργότερα ότι εισήχθη στο ψυχιατρείο[00:30:00] αυτή. Και θυμάμαι ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι. Βέβαια, δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο έτσι αυτό; Δεν το κάναν όλοι. Αλλά υπήρχαν και παλιάνθρωποι. Υπήρχαν και άνθρωποι πολύ ευγενικοί που ήταν γλυκύτατοι με τις κοπέλες. Βοήθησέ με σε κάτι, γιατί έχω λίγο...

Φ.Κ.:

Στα πρώτα βήματα της―

Θ.Α.:

Πες μου ναι―

Φ.Κ.:

Πορείας σας εκεί ποιες ήταν οι στιγμές που σαστίσατε; Γιατί ήταν ένας κόσμος που―

Θ.Α.:

Δεν άκουσα.

Φ.Κ.:

Ποιες ήταν οι στιγμές που σαστίσατε; Γιατί ήταν ένας κόσμος που δεν τον γνωρίζατε από την αρχή.

Θ.Α.:

Ναι, σάστισα. Η πρώτη μου δουλειά. Εγώ, πήγα με τι να σου πω δηλαδή; Πήγα με με τραγούδια ότι θα τους εντυπωσιάσω, πήγα απ' τον Μαρίνο κάτι που είχαμε κάνει αυτά. Το κατάλαβα απ' την πρώτη στιγμή. Δηλαδή, το κατάλαβα απ' το ξενοδοχείο. Ένα ξενοδοχείο που θύμιζε, ας πούμε, κακόφημη σαν να είναι στην Τρούμπα, ας πούμε. Ένα κακόφημο πράγμα, ένα παράπηγμα και έβλεπα πως ξαφνικά γέμισε το ξενοδοχείο, η αίθουσα με κόσμο άγνωστο που να λένε: «Α, αυτό είναι το μπαλέτο». «Πω πω τι πράγματα είναι αυτά;». Δεν ήμουν και χαζός. Καταλάβαινα ότι κάτι συμβαίνει περίεργο εδώ πέρα. «Και θα περάσετε καλά. Και θα τους φάτε τα λεφτά. Και θα γυρίσετε στο χωριό σας με…». Ένας λέει: «Με πολυκατοικία θα γυρίσετε εσείς», ας πούμε. Ή αυτό που το λέω πάντα. Το είχα κάνει σλόγκαν εγώ, ναι. Τα κορίτσια ήταν πολύ σεμνά κι ήταν πραγματικά αρτίστες αυτές, ήταν χορεύτριες. Και λέει: «Θάνο, κάτι συμβαίνει». Και όταν βγαίνουνε, να σκεφτείς το πρώτο μας... Το πρώτο νούμερο ήταν το «Καμπαρέ». Δεν ξέρω, το ξέρεις; Είναι απ' το... Με τη Liza Minnelli και τέτοια. Και επειδή βγαίνανε, ας πούμε, τα κορμάκια ημίγυμνες δεν έβλεπες απλά ένα θαυμασμό από το κοινό. Έβλεπες κάτι αρπακτικά έτοιμα να ορμήσουν στις κοπέλες. Και την ώρα που λέω εγώ... Υπάρχει μια πρόζα που λέει: «Και τώρα τα κορίτσια μας είναι μία μία χωριστά παρθένες». Αρχίζουν να αλαλάζουν: «Ε παρθένες. Πού τη βρήκες την παρθένα;» και τέτοια. Εγώ να έχω πάθει σοκ. Να λέω: «Θέλω να φύγω». Αυτές λέει: «Πάμε να φύγουμε». Και μετά τελειώνουμε το σόου. Έρχεται ο σερβιτόρος και λέει: «Γρήγορα γρήγορα». «Τι έγινε;». «Στα τραπέζια». Δεν ξέραμε τι είναι η κονσομασιόν εμείς. Λέω: «Τι να κάνουν στα τραπέζια οι κοπέλες;». Λέει: «Κονσομασιόν». Φοβισμένες, βέβαια, πήγαν αυτές και τέτοια. Σε λίγο ήρθαν με κλάματα. Λέει: «Πάμε να φύγουμε ―λέει― εδώ πέρα είναι ―λέει― μπουρδέλο». Πάω που λες στο αφεντικό, λέω: «Τι είναι αυτά; Είμαστε καλλιτέχνες». «Δε γαμιέστε ―λέει― τι καλλιτέχνες. Εδώ πέρα ―λέει― είναι μπουζούκια». Μετά πήρε τον ατζέντη, τον έβρισε: «Τι σούργελα είναι αυτά που μας έφερες;» λέει. Γιατί εκεί τα γραφεία τα καλλιτεχνικά ήταν μες στο κόλπο. Ενώ ξέρανε τι είναι, ξέρανε τι στέλνανε, σου λέει: «Να πάρω ποσοστά εγώ, δε με νοιάζει». Το ίδιο βράδυ τα μαζεύουμε, μας διώξανε όμως αυτοί. «Φύγετε ―λέει― από ‘δω πέρα όλοι» και τέτοια. Παρ' όλα αυτά όμως... Ρε παιδί μου λες... Είδες λέω καμιά φορά λέω, η μοίρα, όταν θέλει να σε... Έχει ορίσει το μέλλον σου, λογικά έπρεπε να απογοητευτώ εγώ, έτσι; Κι όμως. Ξαναπηγαίνω σε έναν άλλον ατζέντη και μου λέει: «Ρε Θάνο, μία χαρά παιδί, όμορφο παιδί είσαι ―μου λέει― ωραία φωνή. Βρες ―λέει― τρεις γυναίκες. Δεν χρειάζεται χορεύτριες». Λέω: «Πού να τις βρω;». Τελικά συνειδητοποιώ ότι τα μπαλέτα τότε παίρνανε τις κοπέλες από σούπερ μάρκετ, πωλήτριες. Όταν μία πωλήτρια, ας πούμε, τότε έπαιρνε μισθό το ’80, θα σου πω τότε ήτανε, 1.000 δραχμές, 2.000 δραχμές και της έλεγες ότι κάθε βράδυ, ας πούμε, θα παίρνεις 8.000, κάθε βράδυ και αυτή έπαιρνε 2.000 όλο το μήνα και θα είναι και θέα κιόλας και αυτά, καταλαβαίνεις ότι όλες παρατούσαν… Δηλαδή, έπαιρνες από σούπερ μάρκετ πωλήτριες, από εργοστάσια εργάτριες. Απλά να ήταν ωραίες κοπέλες. Και δεν χρειαζόταν τίποτα. Χορό. Τα χορευτικά ήταν, τραγουδούσα εγώ στη μέση, ήταν δεξιά αριστερά, το χεράκι αυτά, λίγο γυμναστικές επιδείξεις. Δεν τους ένοιαζε εκεί. Και μόλις μπαίνω στο παιχνίδι αρχίζει ο θρίαμβος μου. Με κοπέλες. Και πάντα όλες μου οι κοπέλες αργότερα στο τέλος άρχισα να παίρνω Αγγλίδες καλές χορεύτριες. Οι Ελληνίδες μου ήταν έτσι ναι, ναι. Αλλά ωραία κορίτσια όμως, ναι. Κάτι με είχες ρωτήσει πριν; Κάτι μου είχες... Να πω λίγο για το Καμπαρέ ένα αυτό; Ένα γραφικό αυτό. Λοιπόν, είναι πολύ έτσι αστείο που μου αρέσει πάρα πολύ να το διηγούμαι αυτό. Εμένα πάντα το σουξέ μου ήταν το Καμπαρέ. Μπορώ να πω ότι με το Καμπαρέ αγόρασα το μισό μου σπίτι στο Μαρούσι. Είχε μεγάλη επιτυχία. Όχι ότι ήμουνα καλός εγώ. Απλά έβγαιναν οι κοπέλες με τα κορμάκια, κάθονταν στις καρέκλες και ανοιγοκλείναν τα πόδια. Ποζισιόν, ας πούμε την ώρα που τις παρουσίαζα. Η πλάκα είναι ότι στην αρχή έβγαινα εγώ με φράκο και μετά από 4 λεπτά βγαίναν οι κοπέλες. Τι μου λέει ένα αφεντικό; Μου λέει: «Μη βγαίνεις μόνο εσύ ―λέει― γιατί μέχρι να βγουν οι άλλες, ο άλλος έχει απογοητευτεί ο πελάτης. Μόλις βγαίνεις εσύ ―λέει― να βγουν και οι άλλοι». Και βγαίναμε ξαφνικά χωρίς να υπάρχει λόγος, εγώ με τρεις κοπέλες πίσω μου με τα πόδια ψηλά πάνω. Θυμάμαι είμαι στον Πύργο πάλι... Όχι... Σκάλα Λακωνίας, όπου είναι ένα μαγαζί που έχει μόνο ένα όργανο, ένα αρμόνιο. Δεν υπάρχει άλλη ορχήστρα. Ο μουσικός είναι ένας αγρότης που είναι όλη τη μέρα στα χωράφια και το βράδυ πάει και δουλεύει. Κάνουμε πρόβα την πρώτη μέρα το Καμπαρέ. Πού να θυμάται ο βλάχος τώρα τη μελωδία του Καμπαρέ; Ανεβαίνουμε όλοι, αυτό. Εγώ άντε λέω… «Δεν θυμάμαι ―λέει― τίποτα». Αρχίζει και παίζει κάτι τσιφτετέλια αυτός. Είναι η πρώτη μέρα στην... Στο μαγαζί. Όλοι γύρω, είναι γεμάτο το μαγαζί, έχουν παραγγείλει σαμπάνιες, λουλούδια, αυτά για να ρίξουν το μπαλέτο. Το αφεντικό λέει: «Γιατί δεν αρχίζετε;». Λέω: «Δεν ξέρει». «Ε δεν πειράζει ―λέει― χορέψτε ένα τσιφτετέλι». «Τι τσιφτετέλι;». Εγώ από μέσα μου έχω πάθει σοκ. «Δεν πειράζει ―λέει― ανέβα κι εσύ και χόρευε». Λέω: «Είσαι τρελός; Τσιφτετέλι θα χορέψω εγώ;». Και αρχίζει και πέφτει... Αρχίζει ένα τσιφτετέλι. Είναι φοβερή εικόνα αυτή, κινηματογραφική. Οι κοπέλες είναι στο παιχνίδι όμως. Ανεβαίνουν στα τραπέζια, χορεύουν τσιφτετέλι και ανοίγονται σαμπάνιες, λουλούδια. Εκείνο το βράδυ θυμάμαι κάηκε το μαγαζί. Αυτό είναι μία γλυκιά ανάμνηση. Μία άλλη όμως ψιλοαπογοήτευση είναι σε ένα χωριό της Καρπάθου. Είναι για ένα Σαββατοκύριακο. Παραγγέλνει το μαγαζί στο καλλιτεχνικό γραφείο έναν τραγουδιστή. Να είναι σαν τον Νίκο Ξανθόπουλο που να έχει πολλά τραγούδια του πόνου και τέτοια. Καμία σχέση με μένα αυτό. Εγώ δεν είχα, εγώ τρία τραγούδια έλεγα μοντέρνα. Ή λαϊκά, ας πούμε, αλλά ήταν τρία. «Α έχω ―λέει― σαν τον Ξανθόπουλο, σαν την Πόλυ Πάνου ―λέει― τον Αλεξανδρή με μπαλέτο». «Α ―λέει― ωραία». Πηγαίνουμε εκεί. Την ίδια μέρα που πηγαίναμε, αρχίζαμε κιόλας. Μη νομίζεις ότι κάναμε πρόβες μήνες και τέτοια. Του λέω: «Μπάσο έχετε;». Λέει: «Όχι». «Κιθάρα;». «Όχι». «Αρμόνιο;». «Όχι» λέει. «Συγγνώμη ρε άνθρωπε, πώς θα παίξουμε;» «Α ―λέει― είναι η κομπανία». Λέω: «Ρεμπέτικη κομπανία να παίξουμε το Καμπαρέ; Δεν έχει ξαναγίνει αυτό. Ούτε ο Κουστουρίτσα, ούτε ο Μπρέγκοβιτς δεν θα το έκανε ποτέ αυτό». Ναι. Και έρχεται η κομπανία, η οποία δεν είναι ούτε καν Έλληνες. Είναι Ρομά πρώην από βαλκανικές χώρες, δεν ξέρω. Βγαίνουμε τώρα... Και μας έχει καλέσει το μαγαζί, γιατί γίνεται μία βάφτιση. Είναι ένα μαγαζί που είναι η πίστα τσιμέντο, είναι ταβέρνα, βγαίνω εγώ με το φράκο το ημίψηλο. Μπροστά μου περνάνε, αυτό, δίσκοι με σουβλάκια, κοκορέτσια. Εγώ τώρα μπροστά μου ε; Κοκορέτσια, μπύρες. Να λέει ο άλλος: «Ε στο 13». Εγώ να λέω: «Willkommen, bienvenue, welcome. Fremder...». Να το παίζω εγώ, ας πούμε, ποιότητα. Και ξαφνικά μόλις βγαίνουν οι κοπέλες και λέω: «Οι παρθένες» και αυτά, επειδή είναι βαφτίσια, είναι γριές, είναι παπάδες αρχίζουν και κράζουν από κάτω. Είναι η γυναίκα του αφεντικού, παρακολουθεί το πρόγραμμα και λέει: «Θεός φυλάξοι. Τις πουτάνες που μας φέρατε εδώ. Θα πάρω τον ξεφτιλισμένο τον ατζέντη. Μας κατέστρεψε το μαγαζί. Εδώ είναι βαφτίσια». Εγώ να τα ακούω όλα αυτά, ας πούμε. Βέβαια, εγώ γενικά πλέον είχα μπει στο παιχνίδι και γελούσα πλέον, έτσι; [00:40:00]Το έβλεπα λίγο κινηματογραφικό. Και επειδή από τότε είχα την αίσθηση ότι θα γράψω βιβλίο, ότι θα γίνει ταινία. Το ήξερα εγώ αυτό. Και όλα τα 'βλεπα πολύ όμορφα αυτά. Λέει: «Παρ’ τον ―λέει― και ξεφτίλισέ τον». Και αρχίζουν οι γριές να φωνάζουν: «Δεν ντρέπεστε λίγο». Να κάνουν τον σταυρό. Να είναι ο παπάς μπροστά. Πρώτα αυτό, να είναι ο παπάς και να 'ναι τώρα οι κοπέλες με τα αυτά, ναι. Τελικά, μία μέρα κάτσαμε γιατί μας διώξανε. Αυτό ήταν λίγο τραγικό αλλά είναι απ' τα πιο ωραία που θυμάμαι. Να, αυτό, ας πούμε, είχα επιμείνει στον Παναγιωτόπουλο τον σκηνοθέτη να μπει στην ταινία, δεν μπήκε αυτό. Πολύ ωραίο ήταν, ναι. Δεν είναι; Δηλαδή, αν δεις το Καμπαρέ με τη Minnelli είναι ένα πράγμα, είναι φαντασμαγορικό. Το άλλο είναι λες και είναι trash tv, ας πούμε. Ναι. Πες μου κάτι μήπως με βοηθήσεις.

Φ.Κ.:

Επειδή είστε από μια μικρή κοινωνία, πώς σας αντιμετώπιζε ο κόσμος εδώ;

Θ.Α.:

Θα σας πω. Στην Αρτάκη εννοείτε; Κατά πρώτον εγώ έμενα Αθήνα από πάντα. Και πάντα με ενδιέφερε να κάνω αυτό που θέλω εγώ. Με αντιμετώπιζε… Κοίταξε, έγινε ένας χαμός πρώτον, γιατί ακούστηκε κατά πρώτον ότι ένας άνθρωπος της Αρτάκης γίνεται ηθοποιός. Και το δεύτερον, δουλεύει με τον Μαρίνο. Ο Μαρίνος τότε ―ξέρεις για τον Μαρίνο; Περίπου τώρα έτσι; Ναι. Ο Μαρίνος για μένα, όχι για μένα, για όλους είναι ο μεγαλύτερος σταρ της αθηναϊκής νύχτας. Θεωρείται από τους μέγιστους καλλιτέχνες. Στα χωριά όμως τότε, επειδή ήταν γκέι ο Μαρίνος, αυτό είναι λίγο ψιλοπροσβολή. Σου λέει: «Με τον Μαρίνο πήγε αυτός;». Και να σκεφτείς ότι ―τη Μαλβίνα Κάραλη την ξέρεις; Η Μαλβίνα ήταν χρόνια φίλη μου, μου κάνει το πρώτο αφιέρωμα απ’ τον Μαρίνο, στο «Φαντάζιο», που το «Φαντάζιο» τότε για να μπεις ήταν μεγάλη τιμή. Και καταλαβαίνεις τους εντυπωσίασε. Δηλαδή, ναι μεν σχολιάζανε, που δεν ξέρω τι σχολιάζανε, αλλά ήταν και λίγο να μπεις σε ένα περιοδικό την εποχή εκείνη ρε παιδί μου, ολόκληρο αφιέρωμα, ας πούμε. Νομίζω ότι ήμουνα πρωταγωνιστής στα σχόλια εκείνο τον καιρό όλο. Γιατί μετά ήταν ο Μαρίνος, μετά ήταν... Ακούγανε μπουζούκια. Τους είχα μπερδέψει και λίγο εγώ. Μετά με βλέπανε με Μαλβίνα Κάραλη, με Σεμίνα Διγενή, εκπομπές. Εγώ έχω κάνει εκπομπές, Trash TV. Έχω κάνει πολλά πράγματα. Αιρετικά πάντα, ναι. Δεν ξέρω τι σχολιάζανε. Αλλά ότι ήμουνα πάντα το επίκεντρο, ήμουνα. Δηλαδή, ναι, ένιωθα σταρ από τότε εγώ, ναι. Δεν ήταν εύκολες εποχές. Κατάλαβες; Να λες τώρα ηθοποιός. Η μάνα μου… Κόντεψα να τη χάσω τη μάνα μου τότε. Αλλά είχα την τύχη η πρώτη μου δουλειά να είναι στο πιο σημαντικό μαγαζί της Αθήνας. Ήταν ένα μαγαζί που από κάτω ήταν η Μελίνα Μερκούρη, ο Χατζιδάκις, ο Πρωθυπουργός, η Εκάλη όλη, η Κηφισιά, οι εφοπλιστές. Ένα κοινό ψαγμένο, διανοούμενοι. Και διανοούμενοι. Εκεί δεν πήγαινες, ας πούμε. Έπρεπε να ξέρεις για να πας. Ένα μαγαζί που έπρεπε να βάλεις μέσον, για να βρεις τραπέζι και τέτοια, ναι. Είναι μία ιστορία η «Μέδουσα». Ναι. Έχει στο βιβλίο μου, ας πούμε, έχω 18 σελίδες στο καινούργιο αυτό: «Του Αλμοδόβαρ ανήμερα», αφιερωμένο στον Μαρίνο, ναι.

Φ.Κ.:

Μπορείτε να μου δώσετε μία εικόνα από κει;

Θ.Α.:

Το βιβλίο μου δεν το έχεις διαβάσει ε; Θα στο χαρίσω μετά, ναι. Ναι, πες μου τι θέλεις να σου πω;

Φ.Κ.:

Για τον Γιώργο Μαρίνο.

Θ.Α.:

Ο Μαρίνος ήταν για μένα και για όλο τον κόσμο, εγώ πιστεύω πλέον ότι έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου ο Μαρίνος. Πέραν του ότι ήταν μέγιστος καλλιτέχνης, είναι αυτός που είπε την Οδό Ονείρων, που τραγούδησε το τραγούδι, έτσι; Ήταν κοσμικό γεγονός η πρεμιέρα τότε στη «Μέδουσα». Θυμάμαι πρωθυπουργούς, υπουργικά συμβούλια, εφοπλιστές, συνθέτες, διανοούμενους, φοιτητές να γίνεται χαμός. Ήταν σαν μυσταγωγία. Ήτανε μαγαζί που δεν θύμιζε, βέβαια, νυχτερινό κέντρο. Θύμιζε λίγο εκκλησία, λίγο Μέγαρο Μουσικής. Ήταν ένας συγκλονιστικός καλλιτέχνης, περίεργος καλλιτέχνης, δύσκολος άνθρωπος. Αλλά νομίζω ότι ήταν μεγάλη τύχη, ας πούμε, που... Ήταν και ο Βλάσσης ο Μπονάτσος τότε που δούλεψα μαζί του. Να σου πω... Πες μου τι να σου πω για τον Μαρίνο;

Φ.Κ.:

Ποια ήταν η εμπειρία σας μαζί του, η δική σας εμπειρία;

Θ.Α.:

Η εμπειρία… Ήταν συγκλονιστικό, γιατί είχα πάει ένα βράδυ, κάτι κουπόνια θυμάμαι πουλούσα εγώ τότε, και κατέβηκα κάτω με την προοπτική ότι θα δω ένα θέαμα χαζό. Και ξαφνικά βλέπω έναν άνθρωπο ο οποίος λάμπει σαν τον ήλιο και βλέπω 500 άτομα γύρω εκστασιασμένοι και παθαίνω σοκ. Λέω: «Αυτός είναι ο Μαρίνος;». Και εκεί καταλαβαίνω ότι εγώ πρέπει να μείνω εδώ. Γιατί τότε ο Μαρίνος, ας πούμε, αντιπροσώπευε τη χαρά, τον έρωτα, την ευτυχία, την ξεγνοιασιά. Ήταν η Ελλάδα που μετά τη δικτατορία άρχισε να… Πώς ήταν μετά τον πόλεμο που ο κόσμος ήθελε… Μετά τη δικτατορία ο κόσμος ήθελε τον Γιώργο Μαρίνο, ας πούμε, το στυλ αυτό. Και κατάλαβα ότι μου πάει πολύ αυτό το στυλ. Δεν ήταν εύκολο, όμως, να τον πλησιάσω. Να σκεφτείς ότι πήγα χειμώνα, πήγαινα στη «Μέδουσα» και έφευγα πάλι. Ντρεπόμουνα. Ένα βράδυ μόνο πήγα, πήρα το θάρρος, πέρασα από οντισιόν και έτσι με πήρε. Νομίζω ότι δεν θα νιώσω... Δεν έχω ξανανιώσει τόσο λαμπρά και δοξασμένα, όπως στη «Μέδουσα». Απερίγραπτο, αν δεν το 'χεις νιώσει, ναι. Δηλαδή, οι μεγάλοι το ξέρουν αυτό. Αλλά εντάξει όχι στην Αρτάκη δεν… Στην Αθήνα που πηγαίναν, το ξέρουνε, ναι ναι. Πες μου τι άλλο να σου πω, ας πούμε. Δεν θέλω να πλατιάζω, γι' αυτό, ναι.

Φ.Κ.:

Πώς αποτραβηχτήκατε απ’ όλη αυτή τη ζωή;

Θ.Α.:

Δεν αποτραβήχτηκα. Α θα σου πω. Μετά τα μπουζούκια βγήκε το ’94 το βιβλίο, το «Αυτή η νύχτα μένει». Παράλληλα, επειδή ήμουνα πολύ αδελφικός φίλος με την Μαλβίνα, ήμασταν από μικροί μαζί, με παίρνει μαζί της και αρχίζει η συνεργασία μου, τηλεοπτική και στα κείμενα. Παράλληλα με όλα αυτά κάνω εκπομπές. Είναι οι πρώτες καλτ εκπομπές αυτές. Είναι το «Trash TV» και η «Καρακορτάδα». Είναι εκπομπές παρεξηγημένες τότε, αλλά τώρα πλέον αποθεώνονται αυτές. Και ετοιμάζω κάτι για αυτά, ναι. Μετά γίνεται το βιβλίο ταινία. Παράλληλα είμαι με την Μαλβίνα, κάνουμε ραδιόφωνο, τηλεόραση, γράφω για χρόνια κείμενα στην «Athens Voice». Μετά αυτό το «Αυτή η νύχτα μένει» γίνεται θεατρική παράσταση. Το κάνει η κόρη της Σεμίνας Διγενή, η Κίρκη. Το 2000 δυστυχώς, είναι αυτό που λέμε, ρε παιδί, μου ότι είναι σαν να λέει ο Θεός ότι: «Πέρασες καλά, θα τιμωρηθείς όμως». Παθαίνει αλτσχάιμερ ο πατέρας μου. Εγώ είχα μεγάλη, και έχω στην οικογένεια γενικά, λατρεία. Είναι τότε που βγαίνει η ταινία μου. Που είμαι πάνω στο απόγειο, ας πούμε. Τα παρατάω όλα και έρχομαι στον πατέρα μου. Γιατί, ας πούμε, δεν ήθελε η μητέρα μου να έρθει μία ξένη γυναίκα δίπλα του και να τον… Τα παρατάω όλα και μένω δίπλα στον πατέρα μου 24 ώρες για χρόνια. Μετά είχε πρόβλημα η μητέρα μου πάλι. Και για να μη στα πολυλογώ μέχρι το 2014 μένω με τους δικούς μου. Το οποίο, βέβαια, δεν το έχω μετανιώσει ποτέ. Ήταν το πιο ωραίο πράγμα. Μετά από αυτό γίνεται η θεατρική παράσταση το ’16. Και η τελευταία μου δουλειά είναι το βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από τρεις μήνες. Το οποίο είναι... Όχι απλά πάει καλά. Δημοσιευτήκαν τα αυτά του Κάκτου, είναι πρώτο σε πωλήσεις στον Κάκτο. Γενικά είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει πολύ το παιχνίδι και να δουλεύει εκεί που υπάρχει χαρά και πολύ γέλιο. Δεν υπήρξα ποτέ επαγγελματίας. Ίσως επειδή είχα την πολυτέλεια να μην έχω το πρόβλημα της επιβίωσης. Δουλεύω, ας πούμε, αν μου κάνει κέφι. Αν δεν μου κάνει κέφι, δεν δουλεύω. Και αυτό το βιβλίο που μου ‘κανε κέφι ήταν κείμενα παλιά και καινούργια βέβαια. Λέγαν οι φίλοι μου ας πούμε: «Γιατί δεν τα βγάζεις;». Τα ‘βγαλα. Τώρα άμα ξαναδουλέψω κάτι, δεν ξέρω. Ετοιμάζω κάτι. Σαν σκέψη όμως γιατί εγώ είμαι γενικά τεμπελόσκυλο. Έχω στα σκαριά ένα ντοκιμαντέρ. Τώρα άμα το αρχίσω δεν ξέρω. Αυτό είναι που αγαπώ, που θέλω να κάνω. Δεν κάνω ποτέ πολλά πράγματα παράλληλα και δεν υπήρξα ποτέ καριερίστας. Αυτό.

Φ.Κ.:

Μετά από αυτά τα χρόνια τι νιώσατε ότι σας μένει σήμερα;

Θ.Α.:

Εννοείς τα επαγγελματικά έτσι; Όχι τα οικογενειακά. Ναι. Τι αναπολώ, ας πούμε; Πιο πολύ αναπολώ τα χρόνια της νύχτας, να σου πω την αλήθεια. Αν μου έλεγες, ας πούμε, αν μου έδινες το δικαίωμα να ‘ρθω στη ζωή πάλι, [00:50:00]θα ήθελα πάλι να φτιάχνω βαλίτσες, να επιλέξω τρία υπέροχα πλάσματα, τρία κορίτσια, να γεμίσουμε βαλίτσες με κοστούμια και με τα αξεσουάρ του σόου, να πάμε στα ΚΤΕΛ Κηφισού και από κει με το λεωφορείο να… Μ’ άρεσε πάρα πολύ το λεωφορείο εμένα. Και να πηγαίνουμε σε διάφορες, ιδιαίτερα Λάρισα. Η Λάρισα ήταν πάντα η αγαπημένη μου. Είναι η πόλη που τη θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου, ναι. Πέρασα υπέροχα. Και στην Καλαμάτα και στην Βέροια. Νησιά εγώ δεν ήθελα να δουλεύω. Αλλά στα άλλα ναι.

Φ.Κ.:

Στη Λάρισα γιατί;

Θ.Α.:

Ε;

Φ.Κ.:

Γιατί στη Λάρισα;

Θ.Α.:

Η Λάρισα για μένα είναι ότι... Πιστεύω ότι είναι η βασίλισσα της νύχτας. Υπήρξε. Τώρα δεν ξέρω πως είναι. Ήταν υπέροχος ο κόσμος, υπήρχαν πολλά λεφτά, ήταν πολύ γλεντζέδες, μας σεβάστηκαν πολύ, μας αγάπησαν. Και ιδιαίτερα το Φάληρο. Το Φάληρο θεωρείται σταθμός πλέον. Είναι συλλεκτικό. Κάποτε να σκεφτείς ήμουνα καλεσμένος στην ΕΡΤ τότε με την ταινία. Κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό η παρουσιάστρια. Λέω: «Παρακαλώ μπορώ να κάνω μία έκκληση στον Υπουργό;». Ήταν Υπουργός Πολιτισμού ο Βενιζέλος τότε. Λέει: «Βεβαίως κύριε Αλεξανδρή». «Θα ήθελα ―λέω― να κάνω έκκληση στον Υπουργό Πολιτισμού, αντί να επιχορηγούν... Αντί να δίνουν λεφτά εκατομμύρια στα ΔΗΠΕΘΕ και να ανεβάζουμε ―λέω― βλακείες, Τσέχωφ, Μπρεχτ. Που ποιος πάει τώρα ο χωριάτης να δει Μπρεχτ»; Λέει: «Και τι να κάνουμε;». «Να επιδοτήσουμε ―λέω― τα σκυλάδικα σαν διατηρητέα». Κόντεψε να πάθει... Μου λέει: «Μη μου λες τέτοια…». Διέκοψε την τέτοια… Κι όμως. Πριν 20 χρόνια είχα γράψει εγώ, όταν επανεκδόθηκε το βιβλίο σε άλλον οίκο, είχα γράψει ότι σε λίγα χρόνια, γιατί ήξερα ότι τελειώνει το σκυλάδικο, θα γίνει αντικείμενο έρευνας των κοινωνιολόγων. Όχι απλά έχει γίνει έρευνα. Να σκεφτείς ότι πολλοί πολιτιστικοί σύλλογοι με καλούν, άσχετα αν δεν πάω. Γενικά εγώ δεν πηγαίνω ποτέ, νιώθω αμηχανία. Φίλη φίλου έδωσε μεταπτυχιακό στο Παρίσι ―σπουδάζει κοινωνιολογία― με τι θέμα; Με το «Αυτή η νύχτα μένει». Ναι. Ένας άλλος πάλι ψυχολόγος κάνει διατριβή αυτά, για το θέμα της νύχτας. Τώρα πλέον πιστεύω ότι ενώ παλιά οι διανοούμενοι το θεωρούσαν ευτελές... Το σκυλάδικο ευτελή χώρο και παρακμιακό, τώρα το έχουν αγκαλιάσει, το έχουν βαφτίσει καλτ, underground, μαγικό χώρο. Αλλά το κακό με τους διανοούμενους είναι ότι έρχονται πολλά ετεροχρονισμένα να καλύπτουν το αληθινό, κατάλαβες; Ενώ το κοινό, το λαϊκό κοινό, το ανακαλύπτει στην ώρα του. Γιατί εμείς τότε είχαμε το λαϊκό κοινό. Τώρα πλέον οι διανοούμενοι να σκεφτείς, φίλοι μου, με ρωτάνε αν τυχόν υπάρχει. Δεν υπάρχει λέω παιδιά. Σαν τα κρυφά σχολειά θα καταντήσουν τα σκυλάδικα. Δεν υπάρχουν πια σκυλάδικα, ξέρεις. Και όλοι τα ψάχνουνε. Και, μεταξύ μας, αναβίωση και να γίνει θα είναι ψεύτικο αυτό όλο. Δεν θα υπάρχει η αθωότητα εκείνης της εποχής. Έτσι δεν είναι; Δεν θα είναι, ας πούμε, η τραγουδίστρια η χοντρή, ας πούμε, που θα ‘χει τα καψούρια. Τώρα θα ‘ναι ψεύτικο όλο αυτό. Δεν μπορεί να ξαναγίνει αυτό. Κάτι άλλο;

Φ.Κ.:

Γιατί εξαφανίστηκαν τα σκυλάδικα τότε;

Θ.Α.:

Θα σου πω. Αυτά όλα τα εξηγώ στο βιβλίο. Θα τα δεις κιόλας. Γιατί; Θα σου πω. Εγώ κατάλαβα ότι θα εξαφανιστούν... Ότι σταματάνε τα μπουζούκια, πότε; Όταν κατέρρευσε ο σοσιαλισμός. Όταν έπεσε όλο αυτό το πράγμα και άρχισε η ζωή των κοριτσιών των δίμετρων να ‘ρχονται εδώ, ο άλλος γιατί να πάει να ξοδέψει ένα χωράφι, ας πούμε, με την ελπίδα να κοιμηθεί με μία 60χρονη όταν με ―τα μεταφράζω σε ευρώ ας πούμε― όταν με 20 ευρώ μπορώ να έχω την δίμετρη την καλλονή. Και επομένως τι έγινε τότε; Άρχισαν να κλείνουν τα σκυλάδικα, να ανοίγουν μπαράκια, σε... Ξέρεις σαν παραπήγματα ήταν. Έπαιρνε ο άλλος την καρότσα, ο βλάχος, έβαζε δύο, 20€ και 20€, 40€, κορίτσια που ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Οι Ρωσίδες ήταν θεές τότε. Και τώρα βέβαια είναι. Και αυτό άρχισε σιγά σιγά να… Γιατί μεταξύ μας το σκυλάδικο βασιζόταν πιο πολύ στη σεξουαλική αυτή, την πείνα. Το λέμε έτσι χοντρικά. Έτσι δεν είναι; Ναι. Μετά άλλαξε και η ανθρωπογεωγραφία. Δηλαδή, ενώ εμείς παλιά είχαμε, το κοινό μας ήταν μεγάλοι, μεσήλικες, άρχισαν τα νεαρά παιδιά να πηγαίνουν στα μπουζούκια πρώτο τραπέζι. Αλλά το νεαρό αγόρι που είχε και πέντε γκόμενες δίπλα, δεν είχε ανάγκη ας πούμε να ψήσει την τραγουδίστρια. Και όλο αυτό... Ανετράπη όλο το πράγμα. Ήταν και η παγκοσμιοποίηση. Μετά ήταν και το lifestyle που προέκυψε αρχές του ’90. Ήταν και τα ιδιωτικά αυτά κανάλια που όγκωσε ο κόσμος. Τώρα σου λέει, να δει τώρα ένα κορμάκι ή να δει, ας πούμε μία χορεύτρια, δεν του ήταν… Κατάλαβες τώρα τι σου λέω, ναι. Δεν του δημιουργούσε εντυπώσεις, αυτό. Και σιγά σιγά η παγκοσμιοποίηση τα ισοπέδωσε όλα. Μετά άρχισε... Ήταν και αυτή η μίμηση ρε παιδί μου, ότι πρέπει να γίνουμε σαν την Αθήνα, μουσικές σκηνές. Ήταν και αυτό το έντεχνο το γελοίο που τα τσάκισε όλα. Έγινε μόδα. Και μετά εξαφανίστηκε. Όλο αυτό σαν είδος έχει εξαφανιστεί νομίζω.

Φ.Κ.:

Θέλω να ακούσω τι άλλο έχετε εσείς να προσθέσετε.

Θ.Α.:

Ξέρεις τι, επειδή είναι εκατομμύρια πράγματα. Σταματάει και το... Έχω γράψει εκατομμύρια σελίδες για τα μπουζούκια αλλά...Α, για να μη σου πω... Θυμάμαι η πρώτη προσέγγιση για ταινία έγινε από τον Παντελή Βούλγαρη, αλλά δεν έγινε η συνεργασία μας, γιατί εγώ, ας πούμε, απαιτούσα η ταινία να λέγεται: «Αυτή η νύχτα μένει». Αυτός δεν ήθελε. Είναι στην Άρτα αυτό νομίζω, όπου... Είναι στην Άρτα, όπου ένας πελάτης έχει πάρει, όπως ξέρουμε πολύ καλά η σκηνή, ας πούμε, που έχει μείνει από την ταινία του Βούλγαρη είναι που ισοπεδώνει το μαγαζί, έτσι; Ναι. Το αναφέρω αυτό εγώ στην Άρτα. Είναι ένας ο οποίος με το τρακτέρ του, επειδή είναι έξαλλος γιατί κάτι, δεν θυμάμαι τι έγινε τώρα, κάτι κοπέλες του κάνανε, κάτι το αφεντικό. Νευρίασε, είχε πιει μαύρα, άσπρα, διάφορα. Παίρνει το τρακτέρ. Ήταν βέβαια ενα καλοκαιρινό μαγαζί με ελενίτ, ήταν πολύ εύκολο. Και θυμάμαι με το τρακτέρ να ισοπεδώνει, είναι μία σκηνή που μου έχει μείνει για πάντα εμένα, γιατί είχαμε και ρούχα εμείς και έγινε χαμός τότε και να ισοπεδώνει με το τρακτέρ το παράπηγμα αυτό. Ενώ εγώ είχα φάει ένα bullying από τους φίλους, από το Θέατρο Τέχνης, από διανοούμενους και από γενικά από ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, γιατί τότε ήταν πολύ επαναστατικό και πολύ αιρετικό να πεις ότι δουλεύω στα σκυλάδικα. Τώρα τελευταία είναι πολύ αστείο, γιατί αρχίζουν όλοι να ανακαλύπτουν και να γοητεύονται από το σκυλάδικο. Πιστεύω ότι δεν μπορείς να το περιγράψεις με ρεπορτάζ ή με μία επίσκεψη. Πρέπει να ράψεις την παγιέτα, να υιοθετήσεις το ευλογημένο ρεπερτόριο της παραμεθορίου, το σκυλάδικο ρεπερτόριο δηλαδή, να πας στον Κηφισό, να βρεις κοπέλες, να πας σε εργοστάσια, να στηθείς στον δρόμο, για να τσακώσεις την όμορφη και να κάνεις μπαλέτο. Και μετά απ' αυτό μόνο μπορεί να πεις ότι γνωρίζεις τη νύχτα και επίσης, να κάνεις κονσομασιόν. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη σχολή, για να μάθεις τα σκυλάδικα είναι η κονσομασιόν. Έχω κάνει… Είναι φοβερό όμως έτσι; Η κονσομασιόν είναι σαν ψυχολόγος. Έρχεται ο κάθε δυστυχής και σου λέει τα προβλήματά του. Με τη γυναίκα του, με την πεθερά του. Και εσύ πρέπει παράλληλα με τη σκέψη να φύγει το μπουκάλι, να πάμε στο δεύτερο μπουκάλι, πρέπει να του απαντάς, να του μιλάς. Έχω ζήσει υπέροχες στιγμές που διασκέδασα αλλά έχω ζήσει και βραδιές που ήθελα να τον πνίξω, ας πούμε. Γιατί, εντάξει, είναι και εκνευριστικό. Γιατί μπορεί να πας σε 50 τραπέζια, ας πούμε, ένα βράδυ. Δεν αντέχεται αυτό, έτσι; Μαλακίες είναι αυτά που λέω [01:00:00]τώρα; Δεν ξέρω. Είναι οι σκέψεις που… Ναι. Νομίζω ότι είναι… Δεν ξέρω. Να πω κάτι άλλο; Τώρα μόλις φύγεις θα πω: «Ρε γαμώτο, δεν είπα αυτήν τη μαλακία. Ναι. Είπα τόσα πράγματα. Γιατί δεν είπα και αυτό;», ας πούμε. Δεν μου έρχεται κάτι όμως. Για τις εντολές έχω πει δυο τρεις. Τα είπα, δεν τα είπα αυτά; Εκεί με τη συγκομιδή, κι αυτά είναι αστεία αυτά, δεν είναι. Με τη λεκάνη είπαμε, με το καμπαρέ είπαμε. Εσύ σα νέο κορίτσι…