Οι εξομολογήσεις ενός ιερέα: Η ιστορία του πάτερ Τίτου
Segment 1
Η επιλογή του λειτουργήματος και η καθημερινότητα του ιερέα
00:00:00 - 00:13:10
Partial Transcript
Λοιπόν ωραία. Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομα σας; Καλησπέρα σας. Ονομάζομαι Αρχιμανδρίτης Τίτος Γερονικολός. Ωραία. Λοιπόν, είναι Πέμπ…πλά στον παπά θα ανοιχτούν πιο εύκολα, γιατί ξέρουν ας πούμε ότι ο παπάς δεν θα καθίσει να κουτσομπολεύσει και αν καθίσει κακώς θα καθίσει.
Lead to transcriptSegment 2
Εξομολογήσεις και στρατιωτική θητεία
00:13:10 - 00:30:24
Partial Transcript
Σας εξομολογούνται; Ναι, έχω και αυτό το διακόνημα το να είμαι εξομολόγος και πέρα απ’ τον Πύργο εξομολογώ. Βγαίνει ένα πρόγραμμα από τη Μη… και εγώ να εξομολογηθώ» γυρνάει με κοιτάει, έρχεται από την άλλη μεριά του Ιερού με παίρνει «Έλα, έλα, έλα. Μην κάνεις συνέχεια παράπονα».
Lead to transcriptSegment 3
Θάνατοι συγγενών και δύσκολες στιγμές
00:30:24 - 00:38:29
Partial Transcript
Έτσι κάποια άλλη στιγμή έχετε, ιδιαίτερη; Με τον Άγιο Ιάκωβο ή γενικά; Είτε με κάποιον άλλο που μετέπειτα έγινε Άγιος, που έχετε γνωρίσει …ς, αν δεν γκρινιάξω πάει να πει δεν είμαι καλά. Λοιπόν εντάξει, πέρασα και εγώ όπως πέρασαν και τόσοι άλλοι άνθρωποι αυτές τις καταστάσεις.
Lead to transcriptSegment 4
Αγαπημένες θρησκευτικές εορτές, κηδείες και θρησκευτικός βάρος
00:38:29 - 00:48:04
Partial Transcript
Ποια γιορτή του χρόνου σαν ιερέας την ευχαριστιέστε περισσότερο; Όχι από άποψη διασκέδασης και απόλαυσης, εννοώ την ευχαριστιέστε σαν Ιερέας…ι να δώσει ο Θεός να απαλλαγούμε και από την πανδημία σύντομα και από κορωνοϊός να μη γίνει παρανοϊός, γιατί έχουν φτάσει και στην παράνοια.
Lead to transcript[00:00:00]Λοιπόν ωραία. Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομα σας;
Καλησπέρα σας. Ονομάζομαι Αρχιμανδρίτης Τίτος Γερονικολός.
Ωραία. Λοιπόν, είναι Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021, είμαι με τον πάτερ Τίτο, βρισκόμαστε στον Πύργο της Βόρειας Εύβοιας, εγώ ονομάζομαι Αλεξάνδρα Λαδά, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πάτερ Τίτο, από που είστε;
H καταγωγή μου είναι από τους Ωραιούς, το διπλανό χωριό στο Νέο Πύργο, όπου και μένω κιόλας.
Εκεί μεγαλώσατε;
Oχι ακριβώς. Γεννήθηκα στην τότε Δυτική Γερμανία από γονείς μετανάστες, ήρθαμε πίσω στην Ελλάδα... Πρέπει να ‘μουν γύρω στα 3 χρονών, μείναμε για ένα διάστημα στη Χαλκίδα, μετακομίσαμε στους Ωραιούς. Πήγα Δημοτικό και Γυμνάσιο μέχρι την Γ' Γυμνασίου στους Ωραιούς, μετά έφυγα και πήγα στο εκκλησιαστικό Γυμνάσιο-Λύκειο Τήνου.
Ωραία. Σαν παιδί ποια ήταν η σχέση σας με την εκκλησία;
Από μικρό παιδί εκκλησιαζόμουνα. Όχι ότι με πίεσε κανένας... Είχα μία ανεξήγητη έλξη με την εκκλησία. Μου άρεσε, πήγαινα, το ‘σκαγα για να πάω, αν και ήμουν και πολύ ζωηρό παιδί βέβαια.
Και είχατε ας πούμε κάποιους έτσι προβληματισμούς, κάποιες εσωτερικές ανησυχίες περί Θεού, περί πίστεως;
Όταν είσαι παιδί δεν νομίζω να έχεις τέτοιες απορίες. Απλά εγώ… Αν και δεν είχαμε στο σπίτι μας... Δεν θρησκεύανε οι γονείς μου ιδιαίτερα, είχα μία έφεση προς το ναό, μου άρεσε το τελετουργικό, μου άρεσε όλο αυτό που γινόταν μέσα στην εκκλησία και μάλιστα είπα σε πολύ μικρή ηλικία ότι θέλω να γίνω παπάς. Μάλλον δεν είπα παπάς, αλλά Αρχιεπίσκοπας. Είχαμε τότε φέρει τηλεόραση από τη Γερμανία, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και θυμάμαι που είχε αναμετάδοση από τη Μητρόπολη Αθηνών τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Και επειδή όπως σας είπα ήμουν ζωηρό παιδί η αδερφή μου και ο αδερφός μου είχαν πάει στην εκκλησία, εμένα δεν με είχαν πάρει μαζί τους και βλέποντας στην τηλεόραση τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ να είναι πάνω στο θρόνο μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, που ρώτησα τη μαμά μου «Μαμά ποιος είναι αυτός;» και μου λέει η μάνα μου «Αυτός παιδάκι μου είναι ο Αρχιεπίσκοπος» και τον κοιτάω και εγώ έτσι με θαυμασμό επάνω στο θρόνο όπως στέκει και γυρνάω και λέω: «Και εγώ όταν μεγαλώσω Αρχιεπίσκοπας θα γίνω».
Και πριν πάρετε την απόφαση να γίνετε ιερέας, θέλατε να ασχοληθείτε με κάτι άλλο;
Εντάξει, σαν παιδί είπα κάποιες φορές ότι θέλω να γίνω αστροναύτης, αλλά ήταν λίγες οι φορές. Πάντα έλεγα ότι θέλω να γίνω παπάς και επειδή κιόλας ήμουν και δυσλεκτικός, –είμαι δυσλεκτικός– παρατόνιζα και στις εκθέσεις έγραφα «Εγώ όταν μεγαλώσω... –ήθελα να γράψω– Εγώ όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω παπάς». Λοιπόν και έγραφα «Εγώ όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω Πάπας». Εντάξει από μικρό παιδί δεν είπα κάτι άλλο. Με έλκυε αυτός ο χώρος, όπως ας πούμε στα πιο πολλά μου όνειρα έβλεπα ότι ήμουν στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία πάνω από το σπίτι μου. Πήγαινα εκεί πέρα, καθόμουνα με τις ώρες, διάβαζα παρακλήσεις, άρχισα να μπαίνω στη λατρευτική ζωή της εκκλησίας μου άρεσε πάρα πολύ, έκανα μικρά προσκυνηταράκια μες στο σπίτι, εικονοστάσια, τέτοια πράγματα. Εντάξει, αλλά ήταν η κλήση του Θεού.
Σαν έφηβο οι φίλοι σας, πώς σας αντιμετώπιζαν, όσοι ας πούμε δεν είχαν τόσο στενή σχέση με την εκκλησία;
Τότε τα χρόνια, δηλαδή της ηλικίας της δικιάς μου, δεν είναι όπως τώρα. Δηλαδή, τη Μεγάλη Πέμπτη ας πούμε, μαζευόμασταν τα παιδιά στις 15:00 η ώρα το μεσημέρι για να πάρουν να πάρουμε σειρά, να προλάβουμε, το ποιος θα βγει έξω με τη λαμπάδα. Εντάξει, είχαν τα παιδιά επαφή με την εκκλησία. Όχι βέβαια, την τρελή επαφή και όλα αυτά. Εντάξει υπήρχαν βέβαια τα ανάλογα πειράγματα στο σχολείο, όλα αυτά αλλά ήταν τα καλοπροαίρετα πειράγματα. Δεν ήταν ας πούμε αυτό που λέμε τώρα bullying, το διασκεδάζαμε κιόλας, ήταν όμορφο και βέβαια και τώρα ας πούμε που βλέπω ας πούμε παλιούς μου συμμαθητές είναι ιδιαίτερα συγκινητικό ότι με καλούν στους γάμους τους και είναι όμορφη εμπειρία να βλέπεις ας πούμε ένα παιδί το οποίο έπαιζες μαζί.... Και τότε και τα παιχνίδια μας [00:05:00]δεν ήταν όπως είναι τώρα, θα παίζαμε πόλεμο, θα παίζαμε πετροπόλεμο, θα σπάγαμε τα κεφάλια μας, λοιπόν… Θα τσακωνόμασταν, θα αγαπιόμασταν, και βλέπεις ότι αυτός ο άνθρωπος μία από τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή του, σου εμπιστεύεται την όμορφη στιγμή της ζωής του. Διότι ο παπάς είναι αυτός ο οποίος φαίνεται μέσα στην ακολουθία, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για γάμο, για βάφτιση ή ακόμα ας πούμε και για κηδεία.
Και σαν παιδί είχε συμβεί κάτι που να σας κάνει το κλικ και να σας αγγίξει τόσο πολύ που να πείτε ότι στην μετέπειτα ζωή σας θα κάνετε αυτό που κάνετε σήμερα;
Τι να σου πω, δεν έχω κάτι στο μυαλό μου, κάτι το ιδιαίτερο. Θυμάμαι πάντα ότι ήθελα να γίνω κληρικός. Ήθελα να γίνω παπάς, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ούτε βέβαια μπορώ να σου περιγράψω αυτό το βίωμα που είχα τότε, να σου δώσω να το καταλάβεις, είναι πολύ μυστήριο, πολύ παράξενο, αυτό που λέμε εμείς ας πούμε «Η κλήση του Θεού». Μου άρεσε και βέβαια από κάπου παίρνεις ένα έναυσμα, για κάθε πράγμα που θες να κάνεις από μικρό παιδί. Εμένα μου άρεσε το τελετουργικό, μου άρεσαν τα άμφια των ιερέων, όταν ερχόντουσαν στους χορούς στο πανηγύρι κάτι κληρικοί από τη Χαλκίδα φαινόταν πάρα πολύ μεγάλος μες στα δικά μου τα παιδικά τα μάτια ή όταν είδα για πρώτη φορά ας πούμε τον Μητρόπολη Χαλκίδος, το Mακαριστό το Χρυσόστομο το Βέργη, που είχε ‘ρθεί στους Ωραιούς, καθόμουν και τον έβλεπα ήταν κάτι το πάρα πολύ ψηλό για μένα και είχα εκστασιαστεί. Λοιπόν κάπως έτσι νομίζω ξεκινάει όταν κάποιος από μικρό παιδί θέλει να ιερωθεί, κάπως έτσι προσεγγίζεται, κάπως έτσι απλώνεται το χέρι του Θεού. Τώρα για ποιο λόγο, δεν ξέρω.
Ωραία. Συμφωνείτε με όλα τα διδάγματα της εκκλησίας;
Τι εννοείτε;
Υπάρχει κάτι που να διαφωνείτε με όσα διδάσκει η εκκλησία, με κάποια θέση της εκκλησίας πάνω σε ένα θέμα;
Ακούστε να δείτε. Κάποιοι θα το παίξουν εκσυγχρονιστές, δεν ξέρω και εγώ τι... Αλλά η εκκλησία έχει μία συσσωρευμένη σοφία δύο χιλιάδων ετών. Παλαιότερα που ήμουν πιο νέος, έλεγα ότι «Αυτό πρέπει να αλλάξει ή οι παλιοί ιερείς... Να δεν το κάνουν σωστά». Τελικά βλέπω ότι αυτή η προσήλωση, ας πούμε παραδείγματος χάρη, στη γλώσσα που χρησιμοποιεί η εκκλησία… Λοιπόν ακούω πολλούς να λένε ότι «Δεν την καταλαβαίνουμε, δεν κάνουμε...», χίλια δύο πράγματα. Εν τούτοις όμως εάν την παρατηρήσετε αυτή η γλώσσα είναι αυτή που κράτησε την Ελληνική γλώσσα και ότι το θεωρώ παράξενο μπορεί να καταλάβει ένας άνθρωπος το «Αιτησόμεθα». Από πού βγαίνει το «Αιτησόμεθα»; Απ’ τη λέξη αίτηση, λοιπόν... Ότι δεν χρησιμοποιούμε σωστά τις λέξεις, δηλαδή εμείς στην εκκλησία λέμε «Πιστεύω εις έναν Θεό» και ακούς ας πούμε τώρα σε συζητήσεις των ανθρώπων να λένε «Εγώ πιστεύω». Όταν λες «Πιστεύω» πάει να πει ότι είναι δόγμα, δεν το συζητάς δεν κουβεντιάζεις. Άρα η σωστή λέξη που θα πούμε εμείς οι δυο όταν κουβεντιάζουμε να πούμε ξέρεις κάτι «Εγώ νομίζω, φρονώ…», το «Πιστεύω» όμως δεν το αλλάσσεις. Έτσι λοιπόν για ποιο λόγο ας πούμε, αυτό που λένε μερικοί ή και κάποιοι από τους κληρικούς, ότι θα πρέπει να αλλάξει η γλώσσα... Είναι πάρα πολύ όμορφη αυτή η γλώσσα και όπως σας είπα ότι αυτή τελικά η συσσωρευμένη σοφία έχει να μας δώσει πάρα πολλά και βέβαια μεγαλώνοντας ο άνθρωπος θα τα βλέπει αυτά στη ζωή του. Ας πούμε, βλέπεις ας πούμε, παραδείγματος χάρη, λέει η εκκλησία, ας πούμε «Προσέχουμε την εμφάνισή μας, την ένδυσή μας». Τώρα ας πούμε, πολλοί ας πούμε θα πουν ότι «Μα γιατί να μη βάλω παντελόνι, γιατί να μην κάνω έτσι να μην το κάνω διαφορετικά;». Τελικά όμως βλέπουμε ότι εμάς χαρακτηρίζει το πώς θα ντυθούμε εκεί πέρα που θέλουμε να πάμε και τιμάς σε αυτόν που πας. Δηλαδή τώρα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στην εκκλησία θα πρέπει να είναι όλα αυτό το χύμα, ενώ ας πούμε αν λάβεις μία πρόσκληση από τον Πρόεδρο Δημοκρατίας για φαγητό θα σου πει και τι ένδυμα θα βάλεις και δείχνεις βέβαια και ότι σέβεσαι το χώρο. Άλλο το ντύσιμο θα κάνεις να πας για μπάνιο, άλλο να πας για καφέ, άλλο είναι να πας κάπου επίσημα. Τιμάς το χώρο και την ώρα. Εντάξει βέβαια το συμφωνώ-δεν συμφωνώ, ξέρεις είναι και λίγο δογματικό. Δεν μπορούμε να πούμε a priori συμφωνώ ή διαφωνώ.
Ωραία. Μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο την καθημερινότητά σας, σαν πρόγραμμα;
[00:10:00]Δεν έχει κάτι στάνταρ. Εντάξει τώρα βέβαια εμείς είμαστε και σε ένα χωριό. Εντάξει; Δεν είμαστε σε μία μεγάλη πόλη. Το χωριό έχει όπως και η πόλη έχει τα συν και τα πλην, εντάξει. Αν δεν έχω λειτουργία το πρωί, θα σηκωθώ γύρω στις 07:30-08:00 η ώρα, θα καθίσω στο σπίτι μου λιγάκι, θα κάνω κάποιες δουλειές που θέλω, θα κατέβω εδώ πέρα στο ναό, να δω αν υπάρχει κάτι, μπορεί ενδεχομένως να έχω κάποια γραφική δουλειά να κάνω στο ναό, να πρέπει να συναντηθώ με κάποιους ανθρώπους, ενδεχομένως να μη συναντηθώ και με κανέναν, δηλαδή να μην υπάρξει κάποιο, εντός ή εκτός εισαγωγικών, πρόβλημα. Μπορεί δηλαδή κάποιος να θέλει να κουβεντιάσουμε κάτι, το μεσημέρι θα πάω στο σπίτι μου, θα ξανακατεβώ το απόγευμα στο ναό, θα κάνω τον Εσπερινό μου. Γενικά είναι μία καθημερινή ας πούμε ζωή η οποία εντάξει μπορεί να είναι και χαλαρή για κάποιους. Ενδεχομένως όμως να θεωρεί ο άλλος ότι είναι χαλαρή, αλλά όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους δεν είναι κάτι το χαλαρό. Εντάξει περνάμε και εμείς τις δικές μας φάσεις, τις προσωπικές, χίλια δυο πράγματα, χαρές, στεναχώριες προβλήματα, δεν ξέρω πως μπορεί επηρεάσει τον ψυχισμό και του κάθε κληρικού και εντάξει όταν υπάρχουν ας πούμε μεγάλες γιορτές, εννοείται ότι το πρόγραμμα είναι επιβαρυμένο από άποψη λειτουργικών υποχρεώσεων. Αν θες πάντως να ασχοληθείς έχεις πράγματα να ασχοληθείς και πολλά.
Έχετε κάποιο χόμπι;
Την οδήγηση, μου αρέσει απίστευτα, όσο δεν φαντάζεσαι! Μου αρέσει η οδήγηση, δηλαδή παλαιότερα μπορεί ας πούμε να έλεγα ότι «Ξέρεις φεύγω πάω Θεσσαλονίκη και να γυρίσω». Αθλητικός τύπος δεν είμαι, δεν τα πάω καλά με τα αθλητικά.
Ωραία. Η κοινωνική ζωή ενός κληρικού πώς είναι;
Φαντάζομαι όπως του κάθε ανθρώπου. Δηλαδή αν δεις και τις… Σε παλιές ελληνικές ταινίες τον παπά, ακριβώς έτσι είναι και τώρα, μιλάμε πάντα για ένα χωριό. Τώρα τι γίνεται στις πόλεις δεν μπορώ να ξέρω, δεν έχω χρηματίσει ποτέ εφημέριος στην πόλη, έχεις να κάνεις με πολλά πράγματα. Τώρα εγώ στον Πύργο εδώ πέρα, είμαι κοντά είκοσι ένα χρόνια, τους ξέρω και με ξέρουνε. Ανά πάσα στιγμή ας πούμε και τους πονάω, τους νοιάζομαι, όπως βέβαια με πονάνε και νοιάζονται και αυτοί όταν έχω εγώ στεναχώριες, όταν έχασα δικούς μου ανθρώπους ήταν δίπλα μου, συμπαρασταθήκανε. Δεν είμαι εδώ πέρα ένας δημόσιος «υπάλληλος», ο οποίος έρχομαι, κάθομαι και φεύγω και αυτό βέβαια γίνει στον καθένα οποίο ζει σε ένα χωριό. Δεν είναι μόνο το θέμα του κληρικού, απλά στον παπά θα ανοιχτούν πιο εύκολα, γιατί ξέρουν ας πούμε ότι ο παπάς δεν θα καθίσει να κουτσομπολεύσει και αν καθίσει κακώς θα καθίσει.
Σας εξομολογούνται;
Ναι, έχω και αυτό το διακόνημα το να είμαι εξομολόγος και πέρα απ’ τον Πύργο εξομολογώ. Βγαίνει ένα πρόγραμμα από τη Μητρόπολη τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο που θα πάμε σε κάποια χωριά τα οποία θα εξομολογούμε. Εγώ ας πούμε έχω Βασιλικά, Ελληνικά και Καματριάδες, πέρα από τον Πύργο. Αλλά στον Πύργο ανά πάσα στιγμή και ώρα μπορεί να προκύψει μία εξομολόγηση, ή μία συζήτηση.
Ωραία. Τι είναι αυτό που ακούτε συνήθως και κυρίως στους νέους ανθρώπους στις εξομολογήσεις; Γενικά, έτσι;
Ναι, δεν έχω κάτι το συγκεκριμένο. Ένα συχνό ας πούμε αμάρτημα... Είναι ας πούμε οι εκτρώσεις, σε μεγαλύτερες ηλικίες, που εδώ βλέπουμε βέβαια και το πώς έχει εκπέσει λίγο και η ηθική μας. Μου έχει κάνει εντύπωση, εξομολογήσεις που δεν περίμενα να ακούσω από τους ανθρώπους που ήρθαν να τις κάνουνε, οι οποίοι ήτανε πάρα πολύ σοβαρές και μεστές και δηλαδή από νέο παιδί να μου μιλάει ας πούμε για υπερηφάνεια, να μου μιλάει για... Ήτανε τσιγγάνα η οποία μου έλεγε κάποια πράγματα δικά της σε σχέση με τη μητέρα της, η οποία μου έκανε εντύπωση διότι είδα τη συντριβή σε αυτούς τους ανθρώπους. Τώρα υπάρχουν και οι άλλοι, οι οποίοι έχουν να πουν ας πούνε όχι αμάρτημά τους... Το πρόβλημά τους και ότι νομίζουν ότι ο κάθε εξομολόγος θα δώσει μία… Μία λύση. Δεν είναι εδώ όμως για να δώσω λύσεις και δεν ξέρω να δώσω [00:15:00]λύσεις. Ούτε είμαι εδώ για να σε ανακρίνω, δεν είναι το ανακριτικό της Τροχαίας. Δεν κάνω ανάκριση, «Πες μου έκανες εκείνο, έκανες το άλλο, έκανες το παρά άλλο», δεν θέλω να μπαίνω σε αυτές τις διαδικασίες. Άλλος θα ‘ρθεί ας πούμε κατανοώντας την εξομολόγηση και θα εξομολογηθεί, κάποιοι άλλοι όμως το κάνουν από συνήθεια να πουν το πρόβλημά τους ή ενδεχομένως τι τους έχουν κάνει οι άλλοι. Δεν θα μπουν στη διαδικασία το τι έχουν κάνει αυτοί. «Εγώ είμαι ο αδικημένος, εγώ τα τραβάω όλα, τι έχω κάνει εγώ» και βέβαια καταλαβαίνεις όταν ακούς τη λέξη «Εγώ» σε μία συνομιλία, καταλαβαίνεις το πόσο εγωιστής είναι ο άλλος. «Εγώ, εγώ, εγώ» ή ας πούμε όταν ακούς άλλον να λέει: «Εγώ δεν μετανιώνω για τίποτα», «Δεν έχω κάνει τίποτα». Ήδη έχεις ομολογήσει το μεγαλύτερο αμάρτημα το οποίο δεν το ‘χεις καταλάβει, τον εγωισμό.
Μπαίνετε στη διαδικασία να τους «διορθώσετε»;
Αναλόγως τον άνθρωπο. Όταν βλέπω ότι έχω ένα τοίχο απέναντί μου ο οποίος ο άλλος έρχεται για αυτοδικαίωση σε μένα, όχι δεν θα μπω. Ενδεχομένως θα του πω κάτι βέβαια στην αρχή, αλλά αν δω ότι δεν θέλει να μπει σε διαδικασία, δεν θα προχωρήσω παραπάνω, σεβόμενος βέβαια και την ελευθερία του. Λοιπόν, όταν βλέπω έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι καλοπροαίρετος και ότι ενδεχομένως να θέλει αυτή τη βοήθεια για να πάρει μπροστά, ναι θα ασχοληθώ και όχι μία και δύο και πέντε και δέκα και είκοσι. Όταν ο άνθρωπος δεν θέλει, εντάξει.
Εσείς προσωπικά πώς αντιμετωπίζετε έναν άνθρωπο που έχει κάνει ένα πολύ σοβαρό αμάρτημα;
Το θέμα δεν είναι πώς τον αντιμετωπίζω εγώ, το θέμα είναι πώς τον αντιμετωπίζει η εκκλησία. Και η εκκλησία όλα αυτά τα αντιμετωπίζει με αγάπη, διότι αυτός ο οποίος λέμε ότι έχουμε αρχηγό, ο Χριστός… Απ’ ό,τι ίσως έχεις καταλάβει, ότι ήρθε για τον αμαρτωλό ο Χριστός και βέβαια μην ξεχνάς ότι έχω και εγώ το δικό μου πνευματικό που πάω και εξομολογούμαι. Δεν πάει να πει ότι επειδή θα εξομολογηθεί κάποιος σε εμένα, ότι εγώ δεν θα εξομολογηθώ. Θα πάω να εξομολογηθώ και θα πω και εγώ τις πτώσεις μου και τα αμαρτήματά μου και τον εγωισμό μου και όλα. Αυτό που... Κάνουμε ένα λάθος, γενικά όλοι μας, όταν έχουμε κάνει ένα σφάλμα, ένα αμάρτημα, για να φτάσουμε στο... Στην εξομολόγηση πάει να πει ότι το έχουμε συνειδητοποιήσει, φαντάζομαι. Εντάξει; Λοιπόν, από κει και πέρα, όπως εμείς, όταν έχουμε πέσει δεν θέλουμε κάποιον να μας χτυπήσει και να μας δώσει μία να πάμε πιο χαμηλά ακόμη. Τι θέλουμε; Ένα χέρι να μας σηκώσει, να μας βοηθήσει. Ε αυτό είναι η εκκλησία, το χέρι, που θα σε τραβήξει από κάτω προς τα πάνω. Τώρα βέβαια ότι έχουμε και περιπτώσεις εκκλησίας, εκκλησία μέσα... Όχι εκκλησία. Ανθρώπους οι οποίοι λειτουργεί των μυστηρίων του Θεού, κληρικούς, οι οποίοι βγάζουν το δικό τους εγώ μπροστά και θέλουν να κάνουν οπαδούς μέσω από διάφορες εκφάνσεις της ζωής τους, μέσω Instagram, μέσω YouTube, μέσω σελίδας, θέλουν να φανούν γενικά, με αφήνουν παγερά αδιάφορο και είμαι και εναντίον σε αυτά.
Εσείς πώς αντιμετωπίζετε έναν άνθρωπο που θα έρθει να εξομολογηθεί και αν δεν έχει έρθει σε ένα υποθετικό σενάριο, θα ερχόταν να εξομολογηθεί και θα ήταν ομοφυλόφιλος;
Με αγάπη. Στην εκκλησία χωράμε όλοι. Κανείς δεν περισσεύει. Ο Θεός ήρθε για όλους. Λοιπόν, όλοι μας θα κάνουμε το δικό μας αγώνα, όλοι μας, το κάθε αμάρτημά μας και βλέπουμε ας πούμε και τον Άγιο Παΐσιο πως είχε αντιμετωπίσει τέτοιες περιπτώσεις και τον Άγιο Πορφύριο και όλα αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, βλέπεις όμως ότι εμείς αρνούμαστε να ακούσουμε αυτή τη φωνή. Μάλλον δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει αυτή τη φωνή. Πολλές φορές και εγώ που το λέω τώρα αυτό δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Απλά η εκκλησία σου δίνει έναν άλλο τρόπο σκέψης και ένα άλλο τρόπο ζωής. Ο οποίος τελικά όταν καθίσεις και το φιλοσοφήσεις παραπάνω, θα δεις ότι έχει δίκιο.
Εσάς ποιο τρόπο ζωής σας έδειξε η εκκλησία;
Της ανεκτικότητας, της συμπάθειας. Με εκνευρίζει αφάνταστα όταν με θεωρούν ως θεσμό, ως κληρικό, ένα κομμάτι της κοινωνίας. Δεν είμαι εδώ πέρα για να είμαι ένα κομμάτι της [00:20:00]κοινωνίας, για να κάνω κηδείες, βαπτίσεις και γάμους. Εντάξει; Καθήκοντος. Πρέπει να αισθανθούμε ότι αυτός ο χώρος είναι οικογένειά μας. Εγώ ας πούμε πολλές φορές τους Πυργιώτες τους έχω πει ότι, «Ξέρετε κάτι, αν με βλέπετε νευριασμένο, με βλέπετε χαρούμενο, με βλέπετε κλαμένο», το κάνω γιατί αισθάνομαι ότι είμαι στην οικογένειά μου. Εάν δεν μπορώ να το κάνω αυτό εδώ πέρα, που να τα κάνω; Αυτό θέλω και ενδεχομένως αυτό το ‘χω ανάγκη, για ποιο λόγο; Διότι εγώ είμαι άγαμος κληρικός, είμαι εκτός Μονής, δεν μένω στο μοναστήρι και έχω και εγώ την ανάγκη αυτής της οικογένειας υπό τη μεγαλύτερη έννοια, την ευρυτέρα έννοια. Θέλει να σου δώσει πράγματα και στην εκκλησία δεν ψάχνουμε για καλούς ανθρώπους πια. Ένας καλός άνθρωπος μπορεί να είναι και μουσουλμάνους και βουδιστής και ινδουιστής και ταοϊστής, και μάρτυρας του Ιεχωβά δεν ξέρω και εγώ τι άλλο… Καλός χριστιανός δεν είναι. Και μάλιστα σήμερα είχαμε και μία κουβέντα με τον πνευματικό μου, συζητάγαμε για ένα θέμα και του λέω... Τελικά πάτερ μου λέω «Πέθανε να σ’ αγαπώ, ζήσε να μη σε θέλω», που λέει και η παροιμία. Μου λέει ναι. Φαντάσου λέω... Κοίτα να δεις, η εκκλησία πώς έχει καταντήσει. Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο, κοσμοσυρροή απ’ τους ναούς. Εφαρμόζεται το «Πέθανε να σ’ αγαπώ». Στην Ανάσταση λέω το «Ζήσε να μη σε θέλω», στο «Χριστός Ανέστη» στο πρώτο, έχουνε φύγει. Εφαρμόζεται το «Πέθανε να σ΄ αγαπάω, ζήσε να μη σε θέλω». Άντε να πάμε εκεί πέρα.
Είστε άγαμος από επιλογή;
Φυσικά. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σε καταπιέζει κάποιος να γίνεις έγγαμος ή άγαμος, αποφασίζεις τι θες να γίνεις. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει την υποχρεωτική αγαμία για όλο τον κλήρο, από το τελευταίο Διάκο μέχρι τον Πάπα. Εμείς ας πούμε έχουμε την επιλογή, το αν θα γίνουμε έγγαμοι κληρικοί ή άγαμοι κληρικοί. Αν θες να γίνεις έγγαμος κληρικός βρίσκεις μία κοπελίτσα, η οποία επιθυμεί να γίνει Πρεσβυτέρα, να σηκώσει αυτό το σταυρό και από κει και πέρα μετά, γίνεται ο γάμος και μετά γίνεται η χειροτονία. Εάν θες να γίνεις άγαμος κληρικός τότε πας σε ένα μοναστήρι, υπάρχουν κάποιες διαδικασίες που πας και όλα αυτά, γίνεσαι πρώτα μοναχός και μετά γίνεσαι Διάκος και κληρικός. Μπορεί βέβαια να παραμείνεις και μέσα στο μοναστήρι, γιατί δεν γίνεσαι άγαμος κληρικός με την προοπτική ότι θα είσαι εκτός Μονής, γίνεσαι μοναχός, επειδή θες να γίνεις μοναχός. Η Μονή επειδή έχει ανάγκες από κληρικούς, από ιερείς, σε κάνει ιερέα και ο Δεσπότης, ο Επίσκοπος, επειδή έχει ανάγκες η Μητρόπολη, σε αποσπά από τη Μονή και σε βγάζει έξω σε μία ενορία. Εγώ ας πούμε έγινα μοναχός στα 27 μου, δεν έγινα μικρός. Τελείωσα τις σχολές μου, τα πανεπιστήμιά μου, πήγα στο στρατό και μετά γυρνώντας από το στρατό, πήγα έγινα μοναχός στη Σκιάθο, στην Ευαγγελίστρια, έγινα μετά Διάκος, έφτασε η ώρα να γίνω και παπάς, με χειροτόνησε ο Δεσπότης και με τοποθέτησε εδώ πέρα.
Το στρατό πώς τον αντιμετωπίσατε που είναι ιδεολογικά… Κάπως έτσι;
Μια χαρά. Ζορίστηκα βέβαια στο στρατό, γιατί εγώ υπηρέτησα στην Καστοριά το '97 περίπου και τότε υπήρχε το πρόβλημα το έντονο... Τα προβλήματα, της Αλβανίας και όλα αυτά, μου έκανε πάρα πολύ καλό. Εντάξει, βέβαια δεν πιέστηκα... Δεν πιέστηκα επειδή πήγα στρατό γιατί στις Σχολές που ήμουν από 14 χρονών που έφυγα 15 και πήγα στην Τήνο στη σχολή και ουσιαστικά είχα ένα πρόγραμμα το οποίο ήταν στρατιωτικό, παίζαμε με τα μισάωρα. Το ίδιο ας πούμε ήταν και ο στρατός, απλά στο στρατό υπήρχε μία εκπαίδευση πάνω στα όπλα, αλλά ήταν καλό. Δηλαδή, δεν ξέρω αν βρήκα τα όριά μου, μάλλον όχι και τελειώνοντας το στρατό προχώρησα.... Εγώ πήγα στο στρατό κιόλας για δύο λόγους. Πρώτον για να δω, για να απεμπλακώ από αυτό το χώρο που λέγεται εκκλησία και εκκλησιαστικό, για να δω εάν όντως το θέλω και ο δεύτερος λόγος ήταν ότι εντάξει, είχα κάποιες αντιρρήσεις από το σπίτι μου από τη μητέρα μου και αυτά, στο να γίνω έγγαμος ή άγαμος. Ε, και λέω θα πάω στο στρατό, θα περάσει, δεκαοκτώ μήνες ήταν, δύο χρόνια κοντά τότε, να δούμε και εγώ τι θα κατασταλάξει καλύτερα μέσα μου και γύρισα λοιπόν και έμεινα στη θέση αυτή που είχα.
Ε[00:25:00]κείνο το διάστημα που ήσασταν σε ένα μεταίχμιο, που το σκεφτόσασταν, πως ακριβώς κατασταλάξατε, τι ήταν αυτό που σας έκανε να κατασταλάξετε;
Ναι, το ότι εγώ θα σηκωνόμουν να κάνω την προσευχή μου… Δεν έκρυψα ας πούμε ότι ήμουν Θεολόγος στο στρατό, με φωνάζαν θεολόγε οι άλλοι στρατιώτες, οι αξιωματικοί και μάλιστα και στη χειροτονία μου είχαν έρθει πολλοί από το στρατό και ο Ταξίαρχος… Και ο Στρατηγός που είχα διοικητή και ο Διοικητής μου και άλλοι. Είδα ότι... Ερχόταν ο στρατιωτικός παπάς και με έπαιρνε για να πάω να τον βοηθήσω, πάλι σε εκκλησία έπεσα μέσα και στο στρατό... Ερχόταν ο στρατιωτικός ο παπάς να με πάρει μαζί του να τον βοηθήσω, στα... Στα στρατόπεδα και στα φυλάκια που πηγαίναμε να επισκεφτούμε και επειδή κάποια στιγμή είχα να πιάσω πετραχήλι στα χέρια μου γύρω στους τρεις μήνες, όταν έπιασα να διπλώσω το πετραχήλι του στρατιωτικού του παππά, «Αχ –λέω– κάτσε να το χαϊδέψω λιγάκι, μου ‘χει λείψει».
Πιστεύετε στα θαύματα;
Τι είναι θαύμα; Τι εννοείς, σαν ας πούμε κλαίνε οι εικόνες; Με αφήνει παγερά αδιάφορο. Δεν με απασχολεί αυτό. Για κάποιον άλλον μπορεί ενδεχομένως να τον απασχολεί, ας πούμε, να, έγινε αυτό θαύμα. Ζεις ένα θαύμα κάθε μέρα, το θαύμα της ζωής. Εγώ βέβαια είχα και την ευλογία να γνωρίσω και Αγίους ανθρώπους. Γνώρισα ας πούμε τον Όσιο Ιάκωβο Τσαλίκη, στον Όσιο Δαυίδ. Ήταν η πρώτη φορά που εξομολογήθηκα, Σάββατο του Λαζάρου το ‘87, 19:00 η ώρα το απόγευμα, που πήγα στον παππού και εξομολογήθηκα. Είχα γνωρίσει δύο φορές τον Άγιο Παΐσιο, τότε που είχαμε που πηγαίναμε στο Άγιον Όρος και ο παπάς του χωριού μου για μένα, Άγιος ήτανε, Παπακώστας. Δηλαδή εγώ από τον Παπακώστα διδάχτηκα πολλά και μέχρι πρόσφατα που έφυγε από τη ζωή, στο θέμα της ασθένειάς του με δίδαξε. Το πως, ας πούμε χειρίστηκε ο Παπακώστας το θάνατο του παιδιού του. Το ένα θαύμα... Από κάπου πρέπει να πιαστείς, να κρατηθείς. Δηλαδή περίμενε... Ξέρεις κάτι εμείς στην εκκλησία δεν πιστεύουμε σε μία ανώτερη δύναμη, εμείς πιστεύουμε στο πρόσωπο «Χριστός». Για αυτό όταν ακούω κάποιους να λένε «Ε τώρα ο Θεός είναι ένας. Άλλος τον λέει Χριστό, άλλος τον λέει Βούδα, άλλος τον λέει Αλλάχ». Όχι δεν είναι έτσι! Εγώ πιστεύω στο πρόσωπο Χριστό, ο οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε και αναλήφθηκε. Δηλαδή και το Ευαγγέλιο να μην υπήρχε, στο πρόσωπο Χριστό θα πίστευα. Δεν μου λένε κάτι τα άλλα. Αν με αυτή την έννοια ας πούμε των θαυμάτων γενικά, εντάξει είναι μία παρουσία του Θεού, θα δείξει κάτι ο Θεός, να μας εδραιώσει την πίστη μας, μερικές φορές, ναι, αλλά εντάξει δεν πάει να πει ότι το έχουμε και απολύτως ανάγκη. Ωραία, δάκρυσε μία εικόνα, και;
Μπορείτε να μου περιγράψετε την πρώτη φορά που εξομολογηθήκατε, που μου είπατε στον Όσιο Δαυίδ;
Ναι. Ήταν πολύ αγαπητικοί και αυστηροί, ταυτόχρονα. Ο παππούς ο Ιάκωβος... Ο Άγιος Ιάκωβος, είχε αυτό το πατρικό, δηλαδή ότι ο πατέρας σου δεν θα σε χαϊδέψει; Δεν θα σε μαλώσει; Εγώ θυμάμαι ότι... Για αυτό πρέπει να ξεχωρίζουμε, τον τόπο και να μην είμαστε χύμα. Ο οποίος ο παππούς ο Ιάκωβος, για να δείξει μετά την αγάπη που είχε και βλέποντας ένα έφηβο… Είχα μπει στην εφηβεία ήδη. Την επόμενη μέρα και εκ των Βαΐων, στο μοναστήρι ήμασταν: ο παππούς ο Ιάκωβος, ο Γέρο Κύριλλος ο μετέπειτα Ηγούμενος, ο Μακαριστός, ο πατήρ Σεραφείμ ο Μακαριστός, ο πατήρ Αλέξιος, –δεν θυμάμαι να ήταν και κανένας άλλος και εγώ– και ο παππούς ο Ιάκωβος καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού και εμένα με είχε βάλει δίπλα του, και είχαν βάλει στον παππού τον Ιάκωβο, του είχαν φτιάξει, δεν θυμάμαι ήταν... Λίγη παλαμίδα ή σαυρίδια, δεν θυμάμαι, για τους άλλους πρέπει να είχε γαύρο. Ο παππούς βέβαια, δεν ήταν κανένας πολυφαγάς και τέτοια και καθόταν και καθάριζε το ψάρι και μου το έβαζε στο πιάτο μου και μου ‘λέγε «Φάε Γιώργο παιδί μου, φάε καλό μου παιδί. Φάε, φάε». Λοιπόν, γιατί έβλεπε ότι είχα στεναχωρηθεί, ρε παιδάκι μου και αυτά ο εγωισμός μου έχει θιχτεί λοιπόν και ο παππούς ο Ιάκωβος προσπαθούσε να τον θεραπεύσει με αυτό τον τρόπο. Είναι... Ήταν ωραία στην σκηνή ή ας πούμε επειδή ο παππούς ο Ιάκωβος είχε και το διορατικό, [00:30:00]δηλαδή έβλεπε κιόλας... Στο ιερό του Οσίου Δαυίδ μέσα ήμασταν πάντα γονατιστοί και κάποια στιγμή του λέω «Γέροντα θέλω να εξομολογηθώ». Λέει... Ναι, ναι, ναι λέει. Έβλεπα ότι εξομολογούσε συνέχεια άλλους και εμένα άφηνε πίσω και από μέσα μου είπα «Άι μωρέ πάτερ δεν θα έρθω και εγώ να εξομολογηθώ» γυρνάει με κοιτάει, έρχεται από την άλλη μεριά του Ιερού με παίρνει «Έλα, έλα, έλα. Μην κάνεις συνέχεια παράπονα».
Έτσι κάποια άλλη στιγμή έχετε, ιδιαίτερη;
Με τον Άγιο Ιάκωβο ή γενικά;
Είτε με κάποιον άλλο που μετέπειτα έγινε Άγιος, που έχετε γνωρίσει ανθρώπους.
Το θέμα είναι... Ξέρεις αυτή η σχέση κιόλας, χτίζεται, δηλαδή εξομολογούμενου και εξομολόγου. Τώρα αν πας κάπου... Γιατί κι αυτό τείνει να βιομηχανοποιηθεί. Δηλαδή να πάω κάπου να εξομολογηθώ να μη με ξέρει. Εγώ ας πούμε, με το τον πατέρα Αλέξιο που εξομολογούμαι τώρα, πέρα ότι μπορεί να είμαστε φίλοι, μπορεί να τσακωθούμε, να κάνουμε... Είναι πνευματικός μου. Η κάθε εξομολόγησή, μου στο πετραχήλι του και η αγάπη που αισθάνομαι να παίρνω, είναι αρκετή, για αυτό που είπαμε προηγουμένως η εξομολόγησ... Τώρα δεν ξέρω βέβαια τι μπορεί να κάνουν άλλοι πνευματικοί... Οι άλλοι εξομολόγοι είναι δικό τους θέμα. Εγώ αισθάνομαι αυτό το πράγμα, ότι εκείνη την ώρα θέλω ένα χέρι να με κρατήσει να σηκωθώ, δεν θέλω ένα χέρι να με χτυπήσει να πάω παρακάτω. Γιατί ας πούμε, «Ο Θεός αγάπη εστί και θείον είναι το επιεικές». Γενικά βέβαια ότι ο Χρήστος στην κάθε αμαρτία στάθηκε με επιείκεια, με συμπάθεια, αυτό καυτηριάζει την υποκρισία μας. «Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί» και το πόσο υποκριτές είμαστε όλοι μας, ή ενδεχομένως και εμείς ως άνθρωποι πόσες φορές εξαναγκάζουμε τον άλλον να γίνει υποκριτής. Το έχουμε σκεφτεί αυτό άραγε; Εξαναγκάζουμε κάποιους ανθρώπους να γίνουν υποκριτές, φοβούμενοι άλλοι ας πούμε, ότι ξέρεις κάτι, «Δεν θα μπορέσω να επιβιώσω».
Έχετε βρεθεί ποτέ σε μία κατάσταση που να αναρωτιέστε γιατί μπορεί να συνέβη κάτι και να μην υπήρχε εκείνη τη στιγμή η δύναμη του Θεού να το σταματήσει;
Πάρα πολλές φορές και θύμωσα με το Θεό και νεύριασα με το Θεό. Αυτά είναι τα ανθρώπινα. Εγώ έχω μεγαλώσει ορφανός. Δηλαδή όταν ήμουν στη σχολή στην Τήνο έφυγε ο πατέρας μου, κοιμήθηκε. Όταν γύρισα στη Βόρειο Εύβοια... Γύρισα στη Βόρεια Εύβοια γιατί ζούσε η μητέρα μου και γύρισα ως Διάκος. Στους έξι μήνες έφυγε και η μητέρα μου. Ενώ αρχίζω να τακτοποιώ στο δικό μου το κεφάλι μέσα, ότι ξέρεις «Έχει φύγει ο μπαμπάς, έχει φύγει η μαμά», γίνεται ένα άλλο περιστατικό παραλίγο να χάσω τον αδερφό μου από ανεύρυσμα στο κεφάλι. Πάνω που το ξεπερνάς όλο αυτό το πράγμα της αρρώστιας και αυτά, έχασα την αδερφή μου. Δηλαδή ας πούμε στα σαράντα της είχα τα γενέθλιά της και εμείς αντί να σβήνουμε τούρτα διαβάζαμε κόλλυβα. Ναι, πολλές φορές και κλονίστηκα... Αλλά εδώ πέρα φτάσανε Άγιοι, ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ έγραψε κάποια στιγμή το εξής «Ότι έφτασα στα όρια της απιστίας». Πολλοί Άγιοι το πάθανε αυτό, ή ας πούμε η μεγάλη παράκληση που διαβάζουμε, το Δεκαπενταύγουστο είναι ο πόνος και ο καημός... Διάβασε την. Σαν κείμενο είναι υπέροχο και τι εικόνες, τι εκφράσεις χρησιμοποιεί. Την έχει γράψει ο Λάσκαρης, ο αυτοκράτορας της Νίκαιας, ο οποίος ο άνθρωπος ήταν καταθλιπτικός και τον πόνο της καταθλίψεως τον έβγαλε σε αυτό το ποίημα. Λοιπόν, ναι, πολλές φορές έχω μπει κι εγώ στη διαδικασία του γιατί. Γιατί; Ή ας πούμε, δεν μπορείς να πάρεις ποτέ απάντηση στο γιατί, άχρηστη ερώτηση, γιατί; Προσπάθησα να εφαρμόσω, άλλες φορές το πέτυχα, άλλες φορές απέτυχα, το «Γενηθήτω το θέλημά σου». Αυτό που λέμε στο πάτερ ημών: «Γενηθήτω το θέλημά σου» είναι πολύ σκληρό. Πάρα πολύ και ενδεχομένως βέβαια και απίστησ... Όχι ενδεχομένως. Απίστησα, με πιάσανε κρίσεις απιστίας, θα τολμήσω να πω ενδεχομένως και αθεΐας; Αλλά είναι να δώσεις τις εξετάσεις σου. Άλλες θα περάσεις, άλλες δεν θα περάσεις, αυτό είναι.
Και πώς βγήκατε από αυτές τις σκέψεις; Τι σας έκανε δηλαδή να το ξαναπιάσετε πάλι;
[00:35:00]Άλλες φορές βγαίνεις άλλες δεν βγαίνεις. Άλλες φορές βγαίνεις και άλλες φορές ξαναμπαίνεις. Πόσο χρονών είσαι;
21.
21. Θεωρώ ότι επέρχεται λίγο η πείρα της ζωής, ότι εδώ πέρα είναι και αυτό που λέμε και πίστη, τι σημαίνει πίστη; Εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι. Εντάξει πονάω ας πούμε που... Μάλιστα ήταν χαρακτηριστική η πρώτη Ανάσταση που έκανα ως παπάς. Ήμουν πάνω στην εξέδρα, ήταν από κάτω χίλια άτομα; Και ετοιμάζομαι να πω το «Χριστός Ανέστη». Λέω το «Χριστός Ανέστη», βλέπω όλους να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται και συνειδητοποιώ ότι εγώ δεν έχω κανέναν, να φιλήσω και να αγκαλιάσω, πέρα βέβαια ότι ήμουν λειτουργός και γυρνάω και λέω «Εγώ τι είμαι ραπανάκι; Φύτρωσα; Πού είναι οι δικοί μου;». Εκεί πέρα έρχεται, ας πούμε και στο απαλύνει λιγάκι, ας πούμε αυτό η εκκλησία ή ας πούμε μου έκανε τρομερή εντύπωση... Εγώ τον αγαπάω πάρα πολύ, τον Οικουμενικό Πατριάρχη τον κ. Βαρθολομαίο. Στην Πόλη τον λένε «Ο παππούς» και δικαίως τον λένε «Ο παππούς». Είχα τη χαρά, την ευλογία, του να συναναστραφώ αρκετά, τότε που ήμουν και σαν εφημέριος στη Θεολογική Σχολής της Χάλκης. Εγώ ας πούμε πάντα του Αποστόλου Ανδρέου προσπαθώ να είμαι στην πόλη, λοιπόν και γυρνάει και μου λέει: «Τίτο έχω καιρό να σε δω, δεν ήρθες πέρσι;». Φαντάσου τώρα Οικουμενικός Πατριάρχης, να λέει στον τελευταίο παπαδάκο ας πούμε της Μητροπόλεως Χαλκίδος, ότι «Δεν ήρθες πέρσι» και λέω :«Παναγιώτατε συνέβη αυτό και αυτό με την αδερφή μου». Μου λέει: «Οι γονείς σου πώς το πήρανε;». Ενώ ας πούμε, στη Χάλκη τρώγαμε μαζί με τον Πατριάρχη δεν είχαμε ζητήσεις... Κουβεντιάσει ποτέ, του είπα ότι εμένα οι γονείς μου δεν ζούνε και γυρνάει και με κοιτάει με ένα βλέμμα, όχι λύπησης, στοργής και αγάπης και γυρνάει και μου λέει: «Βρε παιδάκι μου εσένα ποιος σε φροντίζει;». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης!. «Εσένα ποιος σε φροντίζει;» Και του κάνω «Παναγιώτατε», του δείχνω τα χέρια μου, εντάξει υπάρχουν και άνθρωποι πλέον που μου συμπαραστέκονται, ας πούμε θα μου φέρουνε ένα πιάτο φαγητό, θα με πάρουν τηλέφωνο.
Συγνώμη τώρα άμα είναι αδιάκριτη ερώτηση, αλλά μέσα σε όλες αυτές τις στιγμές, μέσα σε όλη αυτή την στην κατάσταση δεν σκεφτήκατε να παντρευτείτε;
Όχι. Η ιεροσύνη είναι πολύ ωραία. Στην αρχή τη βλέπεις με ρομαντισμό, ξεκινάς, μετά βλέπεις ότι είναι η απόλυτη ωμότητα και μετά από λίγο βλέπεις ότι είναι ρομαντισμός και ωμότητα. Η ιεροσύνη έχει απίστευτες λύπες και στεναχώριες, αλλά έχει και απίστευτες χαρές. Δεν τις αλλάζω. Δηλαδή αν πάλι αν γινόμουν, πάλι το ίδιο θα έκανα. Γκρινιάζοντας... Γιατί εντάξει, εγώ είμαι και εκ φύσεως και λίγο γκρινιάρης, αν δεν γκρινιάξω πάει να πει δεν είμαι καλά. Λοιπόν εντάξει, πέρασα και εγώ όπως πέρασαν και τόσοι άλλοι άνθρωποι αυτές τις καταστάσεις.
Ποια γιορτή του χρόνου σαν ιερέας την ευχαριστιέστε περισσότερο; Όχι από άποψη διασκέδασης και απόλαυσης, εννοώ την ευχαριστιέστε σαν Ιερέας.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα και Ανάσταση, είναι απίστευτη! Βλέπεις όλο αυτό το γίγνεσθαι, να πραγματώνεται και αυτές οι ακολουθίες είναι υπέροχες και η Σαρακοστή, ακούει μεγάλη Σαρακοστή, με τα μεγάλα απόδειπνα, με τις προηγιασμένες, τους χαιρετισμούς. Βλέπεις αυτήν την εναλλαγή, βλέπεις αυτό το πένθιμο και βλέπεις μετά και αυτό το αναστάσιμο, το χαρούμενο ρε παιδάκι μου, είναι πανέμορφο! Δηλαδή, θα ήθελα να βιώσω αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα... Δεν γίνεται βέβαια να το κάνω αυτό, να δω πώς στα Καυσοκαλύβια στο Άγιον Όρος. Τα Αγαπάω τα Καυσοκαλύβια πάρα πολύ και να τη ζήσω ας πούμε σε παλαιότερα χρόνια του 1700, 1800. Μ’ αρέσει, αλλά η Αναστάσιμη περίοδο είναι κάτι άλλο. Δηλαδή μόνο που λες το «Χριστός Ανέστη» ρε παιδάκι μου, γεμίζει το στόμα σου, δηλαδή σου δίνει μία χαρά και βέβαια και εδώ πάμε α το καταργήσουμε. Α ναι... Και βλέπεις ρε παιδάκι μου μετά ότι βγαίνεις ας πούμε, που χαλάει, ας πούμε, η παράδοση. Λες «Χριστός Ανέστη» και ακούς «Επίσης». Τι επίσης ρε άνθρωπε του Θεού; «Αληθώς Ανέστη» θα πεις! Ή «Χρόνια πολλά». Τι Χρόνια πολλά, τι είναι [00:40:00]γενέθλια είναι, γιορτή είναι; Δεν ξέρω και εγώ τι είναι. Αρνείσαι να πεις «Χριστός Ανέστη» και αρνείσαι βέβαια να επιβεβαιώσεις, γιατί ενδεχομένως ίσως να μην το πιστεύεις κιόλας, το γεγονός της Αναστάσεως, ότι «Αληθώς Ανέστη». Γεμίζει το στόμα σου, γεμίζει χαρά... Δηλαδή, δεν αισθάνεσαι ένα ρίγος εκείνη την ώρα που ακούς το «Χριστός Ανέστη»; Μία ευφορία ρε παιδάκι μου, θες να πάρεις όλο τον κόσμο να τον αγκαλιάσεις. Εγώ πάνω από την εξέδρα θέλω να κατεβώ να τους αγκαλιάσω όλους να τους φιλάω!
Ωραία, άρα την Ανάσταση έχετε.
Ναι.
Ωραία, θα ήθελα να μου πείτε έναν από τους λόγους και αν έχετε και παραπάνω, που αισθάνεστε τυχερός που είστε κληρικός.
Τυχερός. Καταρχήν εμείς δεν πιστεύουμε στην τύχη. Ευλογημένος! Μόνο και μόνο ότι... Ας πούμε τώρα μου ήρθε στο μυαλό μία εικόνα. Μου λέει ένα ζευγάρι κάποια στιγμή: «Πάτερ κάνε μια προσευχούλα σε παρακαλώ, θα πάμε να κάνουμε μία εξωσωματική». Και τους λέω: «20:00 η ώρα το βράδυ στην εκκλησία». Μου λέει: «Τι να κάνουμε;». «Καλά λέω δεν θα ‘ρθείτε εσείς λέω να προσευχηθείτε και θα προσευχηθώ εγώ που δεν έχω και τον καημό; Εσείς έχετε τον καημό, θα ‘ρθειτε –λέω– στην εκκλησία, θα πάμε στην Παναγία τη δεξιά, θα γονατίσουμε και θα κάνω την παράκληση». Λοιπόν κι ήρθαν τα παιδιά βέβαια και λέω: «Δεν είναι ωραίο αυτό το πράγμα;». «Ναι» –μου λέει– δεν μας είχε τύχει λέει καμιά άλλη φορά». Όχι ότι βέβαια, ήταν η δικιά μου σκέψη, πρωτοτυπία, εντάξει; Ωραία, θέλεις να προσευχηθούμε θες κάτι, μα εσύ το θες πιο πολύ από μένα. Εσύ θες να κάνεις ένα παιδί, δεν θα κάνεις κάποια πράγματα, μία προσευχούλα; Α, εντάξει. Αν δεν πονέσουν τα γόνατα δεν γίνεται τίποτα. Να πέσεις και να παρακαλέσεις, ψυχικώς και σωματικώς. Αυτό το «Αχ Χριστούλη μου», «Αχ Θεέ» αυτό είναι τελείως νερόβραστο. Απλά κάνεις κάτι ας πούμε για να... Τη συνείδησή σου, την αρρωστημένη μάλλον συνείδησή σου. Ή ας πούμε μια χαρά μεγάλη ήτανε, όταν ας πούμε πάντρευα τον αδερφό μου. Ήταν ο αδερφός μου ο γαμπρός και εγώ ας πούμε ήμουν παπάς. Ε, αυτή τη χαρά δεν μπορεί να τη ζήσει κάποιος αν δεν είναι παπάς ή ας πούμε όταν μου είπε κάποια στιγμή μία γυναίκα από δω πέρα, όταν έκανα το μνημόσυνο της μητέρας μου, γυρνάει και λέει:« Τι ωραίο πράγμα να προσέχετε ο γιος για τη μάνα!» και τώρα ας πούμε δηλαδή, δεν θα βάλω εγώ αγάπη στην προσοχή για τη μαμά μου που έχει φύγει; Δεν θα κάνω ας πούμε ένα πρόσφορο, τα κόλλυβά της με αγάπη; Βέβαια τώρα αυτά πάνε να χαλάσουν όλα δηλαδή... Δεν ξέρω και αυτό βέβαια υπήρχε και ως διαχείριση πένθους κιόλας. Τώρα ας πούμε ένα νέο παιδί χάσει κάποιον δικό του άνθρωπο, το εύκολο είναι να παραγγείλει ένα πρόσφορο στο φούρνο, να παραγγείλει ένα κόλλυβο, ενώ ας πούμε θα καθίσει να κάνει χίλια δυο πράγματα από φαγητά σε μία γιορτή σου μέσα ας πούμε σε αυτό δεν θα καθίσει. Ναι, πού πήγε όμως η αγάπη σου γι' αυτό τον άνθρωπο; Έχει τελειώσει επειδή δεν είναι δίπλα σου; Όχι. Για αυτό βλέπεις στο «Πιστεύω» έχουμε αυτή την προσδοκία τι λέμε; «Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών». Δεν τελειώσανε όλα στον τάφο, ενδεχομένως να ξεκινάνε όλα από τον τάφο.
Πώς που διαχειρίζεστε μια κηδεία και που δεν είναι μία δηλαδή είστε κληρικός και φαντάζομαι κηδεύετε αρκετό κόσμο;
Στα είκοσι χρόνια έχω κάνει γύρω στις τριακόσιες κηδείες. Είμαστε χωριό είπαμε. Άρα πάει να πει τους ξέρω, με άλλους ήμουν πολύ πιο κοντά συναισθηματικά, με άλλους πιο μακριά. Εντάξει στενοχωριέμαι όταν φεύγει ένας άνθρωπος αλλά εγώ έχω να στεναχωρηθώ και για κάτι άλλο. Ας πούμε όταν βλέπω ανθρώπους να φεύγουν οι οποίοι δεν έχουν κοινωνήσει ούτε μία φορά στη ζωή τους, ούτε την τελευταία ή ας πούμε αν έχουν ένα βάρος στη συνείδηση τους να το βγάλουνε. Εκεί πέρα στενοχωριέμαι πιο πολύ, για την ψυχή τους. Εντάξει στεναχωριέμαι βέβαια αν είναι και νέοι άνθρωποι, γιατί ας πούμε εντάξει, έχω χάσει και εγώ ξαδέρφια και ανίψια. Όταν ένας νέος άνθρωπος λες «Να είχε όλη τη ζωή του μπροστά του, από δω...». Τώρα εντάξει για πιο λόγο έφυγε είναι άλλο θέμα, δεν μπορούμε να δώσουμε και απαντήσεις. Αλλά εντάξει η ψυχή είναι ίδια, είτε είναι μικρός ο άλλος είτε μεγάλος. Δηλαδή, όταν φύγανε ας πούμε οι γιαγιάδες μας, δεν στεναχωρηθήκαμε εμείς, δεν τις αγαπάμε; Τι πάει να πει ότι ήτανε μεγάλος ή ας πούμε ο άλλος ήταν μικρός; Η ψυχή ενώπιον του Θεού είναι η ίδια.
[00:45:00]Και το ψυχολογικό αυτό το βάρος πώς το διαχειρίζεστε;
Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Μερικές φορές δεν το διαχειρίζομαι κιόλας. Πολλές φορές... Θα πω και μια κουβέντα, μια λέξη που λέμε στα χωριά κλειδοστομιάζω. Κλειδώνει το στόμα μου δεν μπορώ να πω κάτι, παρόλο που έχω περάσει από αυτές τις καταστάσεις. Ας πούμε προχθές έμαθα για τον αδερφό ενός φίλου μου, ότι είναι σε άσχημη κατάσταση... Δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Δηλαδή κατανοώ πως νιώθει γιατί το ‘χω περάσει, ξέρω πως είναι το να περιμένεις ένα τηλέφωνο, το να μην πετυχαίνει μια θεραπεία, οτιδήποτε άλλο, δεν ξέρω πώς να σταθώ δίπλα του. Και μάλιστα επειδή εμένα μου αρέσουν και να είναι έτσι ειλικρίνεια του το είπα κιόλας. «Ξέρεις ρε αδερφέ» του λέω το και το. Μου λέει «Μη μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία. Μπορεί να μην έχεις πει κουβέντα αλλά ξέρω –μου λέει– ότι άμα σου πω... "Τίτε χρειάζομαι αυτό", ξέρω ότι θα ‘ρθεις, εμένα αυτό με απασχολεί». Ή ας πούμε θα έχω ένα καλό, πώς να το πω τώρα, αυτός που θα κάτσει να με ακούσει, θα πω, θα πω, θα πω, θα πω. Ξέρω ότι έχω έναν άνθρωπο που θα κάτσει να με ακούσει και ξέρεις είναι πολύ σημαντικό πράγμα να μην εκπέμπουμε μονάχα αλλά και να λαμβάνουμε, για αυτό αν παρατηρήσεις σε συζητήσεις που κάνουμε με διάφορους ανθρώπους, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι οι οποίοι μιλάνε ακατάσχετα, δεν αφήνουν τον άλλο να αρθρώσει κουβέντα και πολλές δορές διακόπτουν κιόλας. Αυτός ο άνθρωπος μόνο εκπέμπει, δεν ξέρει να ακούει. Κάποιες φορές... Νομίζω η Γερόντισσα Γαβριηλία έλεγε... Να θυμηθώ καλά, Η παρουσία είναι πιο σημαντική από την αμιλία, την ομιλία και η σιωπηλή αγάπη προσεύχεται ανώτερα απ’ την ομιλία. Κάπως έτσι, Γερόντισσα Γαβριηλία, Ασκητική της αγάπης. Αν πέσει στα χέρια σου διάβασε το. Εντάξει, δεν ξέρεις δηλαδή, είναι αυτό το μυστήριο του Θεού.
Ωραία. Πάτερ Τίτο εγώ αυτά είχα να σας ρωτήσω. Αν θέλετε να προσθέσετε εσείς κάτι άλλο.
Δεν έχω να προσθέσω, μάλλον να μου συγχωρέσεις τη φλυαρία.
Καμία φλυαρία. Ευχαριστούμε πάρα, πάρα πολύ.
Παρακαλώ να ‘στε καλά. Μακάρι να δώσει ο Θεός να απαλλαγούμε και από την πανδημία σύντομα και από κορωνοϊός να μη γίνει παρανοϊός, γιατί έχουν φτάσει και στην παράνοια.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο πάτερ Τίτος μας αφηγείται το πώς βρέθηκε στο δρόμο του Θεού από τα παιδικά του χρόνια, τον τρόπο που σχετίστηκε με το τελετουργικό και τους λόγους που επέλεξε να γίνει ιερέας. Μιλάει για το μυστήριο της εξομολόγησης και πώς αντιμετωπίζει ευαίσθητα θέματα για τους ανθρώπους που υποφέρουν. Πέρα από αυτά, μοιράστηκε τα πιο ιδιαίτερα μυστήρια και τις πιο δύσκολες στιγμές που έζησε μέχρι στιγμής στη ζωή του, αναδεικνύοντας άδυτες πτυχές της ιεροσύνης.
Narrators
Τίτος Γερονικολός
Field Reporters
Αλεξάνδρα Λαδά
Tags
Interview Date
09/06/2021
Duration
48'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο πάτερ Τίτος μας αφηγείται το πώς βρέθηκε στο δρόμο του Θεού από τα παιδικά του χρόνια, τον τρόπο που σχετίστηκε με το τελετουργικό και τους λόγους που επέλεξε να γίνει ιερέας. Μιλάει για το μυστήριο της εξομολόγησης και πώς αντιμετωπίζει ευαίσθητα θέματα για τους ανθρώπους που υποφέρουν. Πέρα από αυτά, μοιράστηκε τα πιο ιδιαίτερα μυστήρια και τις πιο δύσκολες στιγμές που έζησε μέχρι στιγμής στη ζωή του, αναδεικνύοντας άδυτες πτυχές της ιεροσύνης.
Narrators
Τίτος Γερονικολός
Field Reporters
Αλεξάνδρα Λαδά
Tags
Interview Date
09/06/2021
Duration
48'