Η κερκυραϊκή ντοπιολαλιά: «Αυτή είναι η προφορά μου και είμαι περήφανη»
Segment 1
Βιογραφικά στοιχεία, ήθη και έθιμα του Πάσχα και οι ντόπιες λέξεις της Κέρκυρας
00:00:00 - 00:08:45
Partial Transcript
Πώς ονομάζεσαι; Ρένα Μοτσενίγου. Είναι Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021, βρίσκομαι στην Κέρκυρα με τη Ρένα Μοτσενίγου, εγώ ονομάζομαι Παξινός Αρσ… ουζάκι με μία φλέτζα, που είναι η πέτσα από το αρνάκι, τυράκι και νούμπουλο, το δικό μας προσούτο. Αυτά τα έθιμα του Πάσχα μέσα στο σπίτι.
Lead to transcriptSegment 2
Η ιστορία της κερκυραϊκής διαλέκτου, οι διαφορές και οι δυσκολίες των σημερινών ομιλητών
00:08:45 - 00:16:04
Partial Transcript
Μου ανέφερες στην αρχή ότι στο πατρικό σου σπίτι μιλούσαν με την κερκυραϊκή διάλεκτο. Βέβαια. Γνωρίζεις να μας πεις λίγα πράγματα για αυτή…». «Γιατί», λέω, «δεν μας καταλαβαίνετε; Για όνομα του Θεού! Εμείς τα λέμε ολόκληρα. Τώρα δεν καταλαβαίνετε μερικές λέξεις, τι θα κάνουμε;»
Lead to transcriptSegment 3
Καθημερινές λέξεις της παραδοσιακής διαλέκτου και το μέλλον της γλώσσας
00:16:04 - 00:31:15
Partial Transcript
Θα ήθελες να μου πεις μερικές από τις πιο συνηθισμένες για σένα κερκυραϊκές λέξεις; Λοιπόν, ας περάσουμε στα είδη οικιακής χρήσεως. Το ποτή…λλο που θα ήθελες να προσθέσεις; Όχι, όχι, ευχαριστώ πάρα πολύ. Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου. Πάρα πολύ ωραία, ευχαριστώ.
Lead to transcriptSegment 1
Βιογραφικά στοιχεία, ήθη και έθιμα του Πάσχα και οι ντόπιες λέξεις της Κέρκυρας
00:00:00 - 00:08:45
[00:00:00]Πώς ονομάζεσαι;
Ρένα Μοτσενίγου.
Είναι Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021, βρίσκομαι στην Κέρκυρα με τη Ρένα Μοτσενίγου, εγώ ονομάζομαι Παξινός Αρσένιος, είμαι ερευνητής για το Istorima και ξεκινάμε. Παρακαλώ, Ρένα, πες μου λίγα πράγματα για σένα.
Μάλιστα, γεννημένη στην Κέρκυρα πριν πενήντα οχτώ χρόνια, έζησα τριάντα πέντε χρόνια στην Αχαΐα και γύρισα πριν δέκα χρόνια πίσω. Ζω λοιπόν από το 2008 ξανά στον τόπο μου που τον αγαπάω πολύ. Είμαι διαζευγμένη, τώρα βρίσκομαι σε μία σχέση και δουλεύω σε συμβολαιογραφείο.
Έχεις παιδικές μνήμες από τα χρόνια σου στην Κέρκυρα;
Πάρα πολλές και πολύ καλές, γιατί έφυγα 10 χρόνων. Λοιπόν, έμενα τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής μου μαζί με τη γιαγιά, τον μπαμπά, τη μαμά, τον θείο και τη θεία και μία ξαδερφούλα τα τρία τελευταία και ήτανε πάρα πολύ ωραία χρόνια. Σε ένα σπίτι όλοι μαζί, με τα ήθη και τα έθιμά τα κερκυραϊκά και έτσι έζησα. Και στα 10 χρόνια μου έφυγα, λίγα χρόνια έμεινα σε ένα άλλο σπίτι με τους γονείς μου και μετά φύγαμε για Πελοπόννησο με μετάθεση του πατέρα.
Θα μου πεις λίγα πράγματα για αυτά τα ήθη και τα έθιμα εδώ στην Κέρκυρα;
Τα ήθη και τα έθιμά εδώ στην Κέρκυρα; Κατ’ αρχάς μιλούσαμε... μιλούσανε και έμαθα και εγώ πολύ την κερκυραϊκή μας διάλεκτο. Ήτανε κανόνας αυτό, έτσι, ήταν ο τρόπος της ομιλίας, δεν είχε κάτι άλλο, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Και θυμάμαι πάρα πολύ έντονα ζούσαμε πολύ ωραία τις γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα ήτανε τα συγκεκριμένα φαγητά που μαγειρεύονται, όλα τα έθιμα τα γλυκά αυτά τηρούντο με όλους τους κανόνες. Και ήτανε πάρα πολύ ωραία χρόνια, περιμέναμε με πολλή αγάπη αυτές τις μέρες έτσι και χαρά, γιατί είχαμε ωραίες καταστάσεις σπίτι, βίζιτες, κόσμο, κεράσματα, φαγιά, τραπέζια, ε, και κάνα δώρο και σε μας τα παιδόπουλα. Εντάξει.
Θυμάσαι να μου πεις μερικά από τα παραδοσιακά πιάτα που κάνατε στις διακοπές, Χριστούγεννα και Πάσχα;
Χριστούγεννα στις γιορτές. Τα Χριστούγεννα απαραιτήτως λοιπόν την πρώτη μέρα, που λέμε, των Χριστουγέννων ήτανε σούπα αυγολέμονο με δύο ή τρία κρέατα, είχε γάλο μέσα, είχε αρνάκι, είχε μοσχάρι, έβραζε το ζουμί με μπόλικο σέλινο, καρότα, και γινόταν ένα ωραίο πηχτό αυγολέμονο με ρύζι. Και είτε την πρώτη μέρα για δεύτερο πιάτο, είτε τη δεύτερη, ήταν η γαλοπούλα άλλη γεμιστή, άλλη όχι γεμιστή. Πάντα του Αγίου Σπυρίδωνα γινότανε πάλι γάλος εις τον φούρνο έτσι και ένα παστίτσιο, ενδεχομένως. Θυμάμαι του Αγιού η νόνα έκανε πάντα τα αμυγδαλωτά και καρυδόπιτα βέβαια. Καλά τσι τηγανίτες τσι παίρναμε έτοιμες, δεν φτιάχναμε τσι τηγανίτες εις το σπίτι που είναι το έθιμο. Τώρα την Πρωτοχρονιά και χοιρινό στον φούρνο έπαιζε, τέτοιες καταστάσεις, και θυμάμαι πάντα τα Φώτα γινότανε παστιτσάδα. Τα γλυκά ήτανε πολύ ο κουραμπιές, όχι τα μελομακάρονα, γιατί τα σιροπιαστά δεν ήτανε δικά μας γλυκά, ήρθανε μετά, κουραμπιέδες πολλοί και απαραιτήτως στο σπίτι το μαντολάτο, μετά το φαΐ έβγαινε απαραιτήτως το μαντολάτο. Τώρα τση Παναγίας ήτανε τα κοτόπουλα, στον φούρνο, γιατί δεν υπήρχανε τα πτηνοτροφία και το κοτόπουλο ήτανε δυσεύρετο, έτσι. Λοιπόν γινότανε το κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες και την επόμενη για να αυγατίσει να φάμε και μία μανέστρα στο σούγο, δηλαδή μακαρονάδα ανακατεμένα με τη σάλτσα από το κοτόπουλο. Θυμάμαι Πρωτοκύριακο ήτανε χοιρινό στον φούρνο, στην κατσαρόλα με μανέστρα. Ε αυτά έτσι σε γενικές γραμμές. Τα γλυκά κυρίως ήτανε κέικ, στεγνά γλυκά, αγγλικού τύπου, όχι σιροπιαστά, ανατολίτικα και τέτοια πράγματα. Και βέβαια το Πάσχα κουλούρια πάντα και η φογάτσα, την αγοράζαμε τη [00:05:00]φογάτσα πάντα, μοσκοβολούσε ο τόπος με τη φογάτσα. Αλλά θυμάμαι τα κουλούρια, τα οποία έρχονταν το παιδί από τον φούρνο, δεν υπήρχανε φούρνοι στα σπίτια και κατέβαζε τσι λαμαρίνες στο κεφάλι χαρά στην ψυχή του πέντε πατώματα μία δόση και τρέχα μην κρυώσει ο φούρνος και κάψουμε τα κουλούρια και τα γλυκά. Κατά αυτόν τον τρόπο ήτανε τα μαγειρέματα αυτές τσι μέρες.
Όσον αφορά τα έθιμα του Πάσχα;
Τα έθιμα του Πάσχα ήτανε λατρεμένα που παραμένουν μέχρι και σήμερα. Λοιπόν, Μεγάλη Τρίτη τα κουλούρια, που είπαμε. Τη Μεγάλη Πέμπτη εβάφανε δώδεκα αυγά μόνο, όσα και τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Τη Μεγάλη Παρασκευή αυστηρή νηστεία, άντε καμία… τίποτα, καμία βραστή πατάτα, και το βράδυ γινότανε μία μανέστρα κολοπίμπιρι με σέλινο, κρεμμύδι, λίγο καρότο, φιδέ και τότε καταλύαμε και το λάδι, βάζανε και το λάδι μέσα, το περιμέναμε πώς και πώς. Βέβαια κλέβαμε και κάνα κουλούρι λίγο στα κρυφά, εντάξει. Τώρα το Σάββατο, το Μεγάλο Σάββατο, με το που γίνονταν η πρώτη Ανάσταση, εβάφανε και τα υπόλοιπα αυγά και σφαζότανε και το αρνί, γιατί εμείς, αν και σε καντούνι, είχαμε το αρνί ζωντανό μέχρι τότε και ερχότανε οι μακελαραίοι και το σφάζανε το αρνί. Εμάς τα παιδάκια μας φυγαδεύανε, γιατί είχαμε δεθεί συναισθηματικά με το αρνί και γυρίζαμε και το βρίσκαμε σφαγμένο, εκάνανε και με ένα κομμάτι τση προβιάς με το αίμα έναν σταυρό στο σπίτι για το καλό. Και θυμάμαι όλο το καντούνι να βελάζουνε τα αρνιά τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τότε λοιπόν βαφόντανε και τα αυγά μετά την πρώτη Ανάσταση, τα υπόλοιπα, το βράδυ κάναμε τα τσιλίχουρδα. Τσιλίχουρδα, κοιλιές και χορδές έτσι, βυζαντινές εκφράσεις. Αυτό το τρώγαμε εμείς, επειδή είμαστε λίγο βιαστικοί και τρώγαμε και μετά την πρώτη Ανάσταση κάνα παϊδάκι ψητό, τρώγαμε και πριν την Ανάσταση έτσι, ας πούμε, τα τσιλίχουρδα και μετά τρώγαμε γλυκάκια διαφορά, ό,τι είχε φτιάξει, άμα γυρίζαμε από τη βραδινή την Ανάσταση, την κανονική. Την Κυριακή του Πάσχα λοιπόν τι θυμάμαι που κάνανε η μάνα μου και ο αδερφός της; Αυγό χτυπητό, το ωμό το χτυπητό με τη ζάχαρη και το κακάο, χτύπημα απίστευτες ώρες και βουτούσαν τη φογάτσα μέσα. Αυτό το κάνανε, αηδιαστικό, δεν το έφαγα ποτέ μου, αλλά έλα, αυτό το κάνανε τώρα. Φρέσκο το αυγό, έπρεπε να είναι της ώρας, ναι. Και μετά θυμάμαι ερχότανε οι τζίοι, οι μεγαλύτερης ηλικίας μετά την εκκλησία και τσι περιφορές των αναστάσεων, πίνανε καφέ που μέσα είχε λίγο κονιάκ ή ούζο. Και μετά, όπως ψήνονταν τα αρνί και το φέρνανε, έβγαινε το ουζάκι με μία φλέτζα, που είναι η πέτσα από το αρνάκι, τυράκι και νούμπουλο, το δικό μας προσούτο. Αυτά τα έθιμα του Πάσχα μέσα στο σπίτι.
Segment 2
Η ιστορία της κερκυραϊκής διαλέκτου, οι διαφορές και οι δυσκολίες των σημερινών ομιλητών
00:08:45 - 00:16:04
Μου ανέφερες στην αρχή ότι στο πατρικό σου σπίτι μιλούσαν με την κερκυραϊκή διάλεκτο.
Βέβαια.
Γνωρίζεις να μας πεις λίγα πράγματα για αυτή;
Λοιπόν, η διάλεκτος της πόλης είναι πολύ επηρεασμένη από την ενετική διάλεκτο, όχι την Ιταλική, έχει διαφορά, για αυτό θα ακούσεις και λέξεις που τελειώνουν σε -ιν και όχι σε -ίνο όπως τα Ιταλικά. Εγώ θυμάμαι: «Βάλε, παιδί μου, το σβενιαρίν να ξυπνήσουμε το πρωί». Σβενιαρίν, το ξυπνητήρι, από το «σμπαλιάρε», που σημαίνει «ξυπνάω», ε. Ναι: «Βάλε τούτο το ποθροντσίνι, πάρε αυτού να περάσω το ποθροντσίνι». Ήταν μία μικρή καρεκλίτσα, ας πούμε. Όλες οι συναλλαγές σε αυτή τη διάλεκτο. Όταν περνούσε ο μανάβης από κάτω με τον γάιδαρο, κατέβαζε η νόνα μου το κοφίνι με το σκοινί –πού να κατέβει από τον πέμπτο όροφο για τον μανάβη– έτσι: «Κυρα-Ρήνη, τι θέλεις;». «Παναγία κοντά σου, ένα μάτσο περσέμολο, ένα κιλό μορόπουλα, 2 κιλά πομιντόρα να τα ’χω για τη σάρτσα, ρέφκια», τα καρότα. Και μετά αρχινούσαμε τα φρούτα οι νέσπολες, τα [00:10:00]αρμιλίνια δηλαδή τα μούσμουλα, τα βερίκοκα σε μετάφραση, τα απίδια τα αχλάδια, οι τζίτζιολες τα τζίτζιφα. Έτσι γινότανε η συναλλαγή, ανεβαίνει και μετά κατεβαίνουν και τα λεφτά με το κοφίνι και τελείωσε έτσι, πολιτισμένα πράγματα. Επίσης πρόλαβα και τους Μαλτέζους που είχανε τα χωράφια και είχανε ζώα, οι οποίοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι σώσανε τον πληθυσμό από την πείνα της κατοχής: «Ρίχτε φλούδες», για να ταΐσουν τα γουρούνια και μαζεύαμε από καρπούζια από πεπόνια από φλούδες και τα ρίχναμε και τα μάζευε ο άνθρωπος και πήγαινε και τάιζε. Θυμάμαι τον αυγουλά που περνούσε αυγά, κότες, φρέσκα αυγά. Όλα σε αυτή τη διάλεκτο όμως, έτσι. Δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να μιλήσεις αλλιώς, σε καταλάβαινε ο κόσμος. Τώρα δεν σε καταλαβαίνει ή κάνει που δεν σε καταλαβαίνει.
Γιατί το λες αυτό, ότι κάνει… ότι δεν σε καταλαβαίνει;
Γιατί πιστεύω ότι οι περισσότεροι έχουνε μία ξενομανία άνευ προηγουμένου. Ο Κερκυραίος, δυστυχώς, παίρνει και από τους ξένους όλα τα κακά, όχι τα καλά, έτσι. Είναι ξενομανής. Θα ενστερνιστεί την προφορά αυτουνού που θα παντρευτεί, δηλαδή έρχονται ξένοι, παντρεύονται Κερκυραίους, αλλάζουν την προφορά τους κατευθείαν. «Πώς το λέγαμε, μωρέ, εμείς;». Λέω: «Δεν θυμάσαι, αλήθεια;». Δυστυχώς λυπάμαι πάρα πολύ που χάνεται η ντοπιολαλιά, πάρα πολύ. Είναι άνθρωποι… ελάχιστοι τα ξέρουμε πια. Εγώ τα λέω κιόλας, εγώ τα χρησιμοποιώ. Αλλά πάω σε ένα μανάβικο και δεν καταλαβαίνουν τίποτα και για αυτό αναγκάζομαι και πάω και ψωνίζω μονάχη μου, μου λένε: «Το μαγαζί στη διάθεσή σου, δεν καταλάβαμε τίποτα».
Και τι τους λες δηλαδή;
Ούτε καν στη λαϊκή. Λέω, τι θα πω; Θέλω πομιντόρα, θέλω αρμελίνια, θέλω απίδια, θέλω τζίτζιολες, θέλω μορόπουλα. Δεν καταλαβαίνουν λοιπόν τι είναι και μου λένε: «Ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις». Τα ζητάω έτσι.
Υπάρχει διαφορά ανά περιοχές στην Κέρκυρα, η τοπική διάλεκτος;
Βέβαια, τα χωριά δεν είναι επηρεασμένα από την ενετική διάλεκτο, ήταν απομονωμένα από την πόλη λόγω μορφολογίας του εδάφους. Ορεινή Κέρκυρα δεν υπήρχαν δρόμοι, άρα δεν υπήρχε πολλή συνάφεια. Είναι άνθρωποι που μπαίνανε μόνο για κανένα γιατρό στην πόλη, ας πούμε, από τα χωριά. Εκεί είχανε μείνει και τα… η Αρχαία Ελληνική. Ας πούμε, ακόμα θα ακούσεις να πει: «Αυτό θα το πελήσω», είναι από το «ἀπόλλυμι» ή: «Θα φροκαλίσω», είναι από το «φιλοκαλώ», είναι φίλος του κάλλους, η καθαριότητα δηλαδή. Εκεί θα ακούσεις από αρχαίες ελληνικές λέξεις, δεν υπάρχουν, δηλαδή δεν… Αυτή τη διάλεκτο της πόλης στα χωριά δεν την καταλαβαίνουν. Δεν τα λέγανε ούτε οι παλιοί, έχω ρωτήσει.
Γιατί πιστεύεις ότι δεν μιλάνε πλέον την τοπική διάλεκτο εδώ στην Κέρκυρα;
Λόγω τουρισμού το πρώτο, για να μη μας… δεν μας καταλαβαίνουν οι ξένοι και παρεξηγηθούμε που είμαστε γραφικοί, ας πούμε, έτσι. Πιστεύω ότι αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα. Και ακούς κάτι από μία πολύ ωραία χωριάτικη έκφραση ανακατεμένη με την προφορά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη: «Αγάπη, τι κάνεις; Είσαι καλά;». Θα ακούσεις και αυτό το ανακάτωμα, μη μας περάσουνε και τέλια για χωριάτες, ας πούμε. Ο Κερκυραίος ο αστός ακόμα κρατάει λίγο την ντοπιολαλιά και την προφορά του. Δυστυχώς οι άνθρωποι στα χωριά, επειδή πρώτα αναπτύχθηκε εκεί ο τουρισμός, τη χάσανε τελείως. Ήρθανε οι πρώτες τουρίστριες εκεί, έγινε χαμός, τα πρώτα συμπεθεριά, χάσανε τα αυγά και τα καλάθια εκεί. Απόδειξη θα πω και αυτό, όταν πηγαίνανε στην Αθήνα άνθρωποι από τα χωριά, γυρίζανε μετά από δεκαπέντε μέρες: «Αχ, καλέ, τι κάνετε;». Ο Κορφιάτης τση πόλης δεν το κάνει αυτό. Εγώ κράτησα την προφορά μου και οι γονείς μου μέχρι που πεθάνανε και εγώ δεν την άλλαξα ποτέ, αυτή είναι η προφορά μου και είμαι περήφανη.
Θα μου πεις σε ποια περιοχή της Κέρκυρας μεγάλωσες;
[00:15:00]Εγώ μεγάλωσα στην πόλη, κέντρο, Σπιανάδα. Από το Μαντούκι οι ρίζες των γονιών. Μεγάλωσα μέχρι τα 10 μου στην πόλη τση Κέρκυρας. Τώρα τα δύο τελευταία χρόνια ζω στο Μαντούκι, μου αρέσει πάρα πολύ, γιατί εδώ τηρούνται τα έθιμα, μιλάνε ακόμα οι άνθρωποι την Κερκυραϊκή και συνεννογιέμαι απόλυτα. Πάω στην εκκλησία δηλαδή και ακούω εκεί τσι γυναίκες που μιλάνε μου αρέσει πάρα πολύ. Υπάρχει ακόμα αυτό το παλαιό το κερκυραϊκό: «Ποιανού είσαι, μάτια;» μου ’πανε μόλις πήγα στην εκκλησία: «’σαι μπα του μαστρο-Μαργαρίτη η αγκωνιά, να ’σαι καλά» και συνεννοηθήκαμε αμέσως.
Δηλαδή στην κερκυραϊκή διάλεκτο ισχύει εν τέλει αυτό το τραγουδιστό;
Βέβαια, βέβαια. Μου λέει: «Δεν σας καταλαβαίνω». «Γιατί», λέω, «δεν μας καταλαβαίνετε; Για όνομα του Θεού! Εμείς τα λέμε ολόκληρα. Τώρα δεν καταλαβαίνετε μερικές λέξεις, τι θα κάνουμε;»
Segment 3
Καθημερινές λέξεις της παραδοσιακής διαλέκτου και το μέλλον της γλώσσας
00:16:04 - 00:31:15
Θα ήθελες να μου πεις μερικές από τις πιο συνηθισμένες για σένα κερκυραϊκές λέξεις;
Λοιπόν, ας περάσουμε στα είδη οικιακής χρήσεως. Το ποτήρι είναι η κούπα, η πιατέλα είναι η πιάδενα, η κανάτα είναι το μπουκαλέτο, η πινιάτα είναι η κατσαρόλα, το πασαμπρόντο είναι το σουρωτήρι, πάσα-μπρόντο, περνάει ζουμί δηλαδή έτσι; Η τάβλα το τραπέζι, τα σκάνια είναι οι καρέκλες. Πολλά τώρα… η φανέστρα είναι το παράθυρο, τελείως ιταλικό αυτό, έτσι, τον τοίχο τον λέμε πύργο, πύργος, έτσι; Μία ωραία έκφραση μου αρέσει εμένα πάρα πολύ και είναι πολύ παραστατική, λέμε: «Ωρέ παιδί μου, σήμερα που φυσάει τι άνοιξες το σπίτι μπάντα-λάντρα;» Τι θα πει μπάντα-λάντρα; «Νταούνα μπάντα αλ άλτρα», από τη μία πλευρά στην άλλη. Πάρα πολλά τώρα, τι να πρωτοπώ, πολλά.
Τα πιο συνηθισμένα που άκουγε στο σπίτι;
Στο σπίτι αυτά, αυτά γίνονταν έτσι αυτά, τα είδη της οικιακής χρήσης, τα υλικά για τα φαγητά, για αυτά που είπα. Μανέστρα ήταν όλα τα μακαρόνια, έτσι, δεν το συζητάμε, ανεξαρτήτως νούμερου και τύπου, με μανέστρα. Το λάχανο είναι το κραμπί, κράμβη η κοινή, έτσι. Το κουνουπίδι είναι το καπεντιφιόρι, κάπο ντι φιόρε, ο αρχηγός των λουλουδιών. Μεγάλο, ε, λουλούδι το καπεντιφιόρι, ωραίο πράμα. Περσέμολο είπαμε ο μαϊντανός, ιταλικό περτσέμολο. Τα φαγιά μας είναι το μπουρδέτο, από μπροντέτο, με ζουμάκι, ε, μπρόντο που είναι το ζουμί, πάρα πολλά. Εδώ έχουμε χάσει τα τυριά μας, μωρέ, δεν φτιάχνουμε αλλού τα τυριά μας, τη γραβιέρα Κερκύρας, την έχουν… έχει εξαφανιστεί η γραβιέρα. Πάνε να τη φτιάξουν, αποτυχία. Η γραβιέρα Κερκύρας ήταν εμφανισιακά τύπου Έμενταλ, έπρεπε να έχει τρύπα μέγεθος φουντουκιού. Πάει αυτή, την ξεχάσαμε. Έχω δοκιμάσει κάτι αποτυχημένες απόπειρες, τίποτα. Είχαμε το περίφημο ρομάνο, έμοιαζε με το παρμιτζιάνο πολύ. Αυτό το παίρναμε κατ’ εξαίρεση στις γιορτινές μέρες. Ήταν ένα κεφάλι πλακέ, με μαύρο περίβλημα, έτσι πιπέριζε, έμοιαζε με το παρμιτζιάνο πολύ. Πάρα πολύ ωραίο τυρί. Αυτά ήταν το σαλάδο μας που τρώγαμε, βέβαια, το σαλάμι το κερκυραϊκό το δικό μας, το νούμπουλο, που είπαμε, το άλλο αλλαντικό. Υπήρχανε, υπήρχε η πηχτή με τα κομματάκια κρέατος, το ζελέ, αυτά ήτανε αλλαντικά. Είχαμε τα λουκάνικα περίφημα λουκάνικα. Έτσι αυτά λίγο, λίγο, λίγο, όποιοι μπορούνε τα κρατάνε. Αλλά όλες οι συναλλαγές στο σπίτι, όλες οι κουβέντες είναι αυτού του τύπου, με την κερκυραϊκή διάλεκτο. Θυμάμαι, όταν επείραζα τη νόνα μου: «Κάνε πέρα, ωρέ δεσπότη και αρχιερέα», έκφραση, μη με ρωτήσεις τι σήμαινε. «Δαίμονα, φύγε, ωρέ έξω απόδε», για να μη με πει διάολο. «Μωρέ έξω απόδε». Ναι.
[00:20:00]Θα μου πεις κάποια αντικείμενα ή πράγματα που ήταν στα σπίτια όλων των Κερκυραίων τότε;
Τι εννοείς, ας πούμε, έπιπλα; Κοίταξε, τα φαγητά απαραιτήτως όλοι σχεδόν τρώγανε την παστιτσάδα κάθε Κυριακή, έτσι. Αυτό ήτανε εκ των ων ουκ άνευ. Εμείς δεν την κάναμε απαραιτήτως κάθε Κυριακή. Υπήρχε και ψητό στον φούρνο με μανέστρα στο σούγο, έτσι. Τώρα τα σκεύη τα συνηθισμένα, οι πινιάτες όλων των ειδών να χωράει όλες τσι μανέστρες και τα ταψιά και τα τέτοια, και ένα που το λέγανε ο γκάτζαρος ήτανε, που θυμάμαι τη νόνα μου, εκεί έκανε τη ζύμη για τσου κουραμπιέδες, για όλα αυτά. Τώρα από έπιπλα ήτανε ο κομός, η συρταριέρα, που λέμε, αυτόν τον κομό ήταν η προίκα τση κάθε κοπέλας, τον έπαιρνε, δηλαδή έφτιαχνε τον κομό πρώτα και μετά, όπως έφτιαχνε τα προικιά, τα έβαζε και μέσα και ήτανε ο κομός έτοιμος για την προίκα. Υπήρχε και το κομοντσίνι, ο μικρός κομός. Ήτανε η γιότσα, η γιότσα, φαντάσου, την κονσόλα, που λέμε, έτσι, ένα τραπέζι κολλημένο στον τοίχο πάνω ήταν η λάμπα συνήθως. Τι άλλο έβλεπες; Ήτανε, όχι πάντα, απαραιτήτως υπήρχε η τραπεζαρία, δηλαδή όχι, δεν θα βλεπες πολλούς καναπέδες, άντε κάνα δύο πολυθρόνες, ο κόσμος ήταν γύρω από το τραπέζι, εκεί ήταν η εστία του σπιτιού, ας πούμε. Εγώ θυμάμαι ελάχιστα σπίτια, όταν ήμουνα μικρή, που είχανε σαλόνι, καναπέδες και τέτοια. Ήταν η τραπεζαρία. Και θυμάμαι ο κόσμος κάθονταν και στην κουζίνα πολύ. Και ερχόταν επίσκεψη ο κόσμος, το έριχνε και στο τραγούδι μετά. Στην κρεβατοκάμαρα ήτανε το κρεβάτι με τα κομοδίνα, με τα δύο σκαμπελέτα, δηλαδή, τα κομοδίνα να τα πω και έτσι, υπήρχε ο κομός, υπήρχε η τουαλέτα με τον καθρέφτη και υπήρχε και ο λεβαμάς, το λαβομάνο. Ήταν ένα έπιπλο έτσι σαν ένας κομός με πόδια και εκεί ήτανε η μπουκαλίνα με το μπουκαλέτο που πλένοντανε, η κανάτα με τη λεκάνη, οι σαπουνοθήκες δίπλα, γιατί ούτε υπήρχανε μπάνια σε όλα τα σπίτια και, επειδή συνήθως ήταν μεγάλα και η τουαλέτα μπορεί να ήτανε στο άλλο πάτωμα, αυτό ήταν εκεί βιαστικά. Και υπήρχε και το δοχείο νυκτός κάτω από το κρεβάτι για μία έκτακτη ανάγκη. Υπήρχε και το τσαγκούλι και η κόμοδα, πιο μεγάλη ακόμα accomodation, κόμοδα, φροντίδα, ε, άνεση. Αυτά έτσι. Τι άλλο από έπιπλα; Όχι, αυτά, ντουλάπα με καθρέπτη συνήθως μπροστά, και πολλή βάση δινόντανε στα προικιά του κοριτσιού, ας πούμε, ήτανε must και ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής τα προικιά, πολύς ρουχισμός. Εβδομήντα πετσέτες, είκοσι πέντε σεντόνια, τση κακομοίρας. Ναι, και η μάνα μου κάπως έτσι, ας πούμε, έχω εγώ ακόμα, δηλαδή σκέψου τι γινότανε. Δεν χαλούσανε, ήταν ατελείωτα. Προκομένες με κεντήματα και τέτοια, πολύ βελονάκι, κέντημα και τα κοπανέλια, μία μορφή που φτιάχνεται δαντέλα πλεκτή με κάτι ξυλαράκια που τα διασταυρώνουν, υπήρχε και αυτό πολύ. Αυτά, δεν θυμάμαι, δεν σκέφτομαι κάτι άλλο. Α, ναι, και η βιτρίνα που φυλάγαμε τα ασημικά, γιατί πολλή παράδοση το ασήμι στην Κέρκυρα, και υπήρχε και αυτό ένα έπιπλο με γυαλί γύρω-γύρω για να δείξουμε όλα τα ασημικά που ήτανε μέσα, αυτά.
Τα προικιά έπρεπε να τα ετοιμάζει η ίδια η κοπέλα;
Όχι αναγκαστικά. Τα κορίτσια στα χωριά, αξιέπαινες και εργατικές, μετά από τόσον κόπο και χωρίς ρεύμα, από την κούραση όλης της μέρας στα χωράφια κάθονταν και κεντούσαν με τη λάμπα του λαδιού, έτσι. Στην πόλη εξαρτάται από την οικογένεια. Ας πούμε, η μάνα μου ήταν μία αστική τάξη, τα έχει φτιάξει και κεντήστρα πολλά, αλλά έφτιαχνε και η νόνα μου, έφτιαχνε και η μάνα μου, κυρίως τα κεντήματα αυτά, τα στρωσούδια. Αλλά σεντόνια και τέτοια στην κεντήστρα, της μάνας μου. Ήτανε δηλαδή… πηγαίνανε στον μαρκάντε, που [00:25:00]ήτανε ο έμπορος, που είχανε και το δευτέρι, πληρώνανε μπιστιού, επί πιστώσει, δηλαδή, και παίρνανε τα σεντόνια, πετσέτες, όλα αυτά. Κάθε Πέμπτη ψωνιζόταν αυτά που ήτανε καλή μέρα τα προικιά, η Πέμπτη θεωρείται καλή μέρα, όχι Τετάρτη, ούτε η Παρασκευή, που είναι μέρες νηστείας, ας πούμε, Μεγάλη Παρασκευή, ναι, λόγω του Χριστού. Πέμπτη, Πέμπτη πηγαίνανε για τα προικιά.
Γινόταν προξενιά τότε;
Ναι, αμέ, και οι γονείς μου με προξενιό κατά κάποιον τρόπο παντρευτήκανε, βέβαια γινότανε. Ναι, υπήρχανε και τα αισθήματα, εντάξει, δεν το συζητάμε, αλλά δηλαδή γνωριμία λίγο-πολύ γνωρίζονταν και όλοι, ας πούμε, δεν ήταν μεγάλο το μέρος, και εκεί: «Α, ναι, για πες, να δούμε τι θα γίνει». Και γίνονταν έτσι μία συνάντηση και γινότανε και τα προξενιά, βεβαίως.
Υπήρχε περίπτωση δηλαδή κάποια οικογένεια να μη δεχτεί τον γάμο λόγω της έλλειψης αρκετών υλικών από την προίκα;
Βεβαίως γινόταν. Πάντα γίνονταν αυτά. Απλά γινότανε λίγο κάτω από το τραπέζι αυτά δεν το πολυλέγανε. Αλλά υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις, ναι, που τα χαλάσανε στο μετρητό.
Να επανέλθουμε λίγο στην τοπική διάλεκτο. Πιστεύεις ότι θα επιβιώσει η κερκυραϊκή διάλεκτος μέσα στα χρόνια;
Δεν νομίζω. Ίσως και η δική μας γενιά να είναι και η τελευταία που τα ξέρει. Δυστυχώς, δεν νομίζω. Δεν υπάρχει μία εκπομπή στα τοπικά κανάλια που να αναφέρεται σε αυτό το θέμα, μία πεντάλεπτη, ρε παιδιά, μία πεντάλεπτη, έτσι. Να ’ναι μία παρλάτα, ας πούμε, να λέει κάποιος, ή δύο, έναν διάλογο, κάτι να μείνει έστω να τα ακούμε, ας μην το βλέπουνε. Τόσες εκπομπές γίνονται, τόσο μπλα-μπλα. Κάνετε μία τέτοια. Όχι, δεν θα… θα χαθεί, πιστεύω.
Παρακολουθώντας τους νέους, πιστεύεις ότι θέλουν οι ίδιοι να μιλάνε με αυτή τη διάλεκτο;
Από κάποια ηλικία και μετά ίσως, ναι. Μαθητές, φοιτητές, όχι. Από 30 και μετά μπορεί και κάτι, έτσι για να πούμε ότι βαστάμε από κάπου ξεχωριστά, ας πούμε. Όχι… μεγαλώνοντας.
Μέσα στα σπίτια οι γονείς συνεχίζουν να μιλάνε με αυτόν τον τρόπο, ούτως ώστε να το ακούσουν και οι νέοι;
Εξαρτάται από πού είναι ο άλλος γονιός. Γιατί, άμα ο άλλος γονιός είναι από κάπου αλλού, ο Κερκυραίος ή η Κέρκυρα πάει πίσω. «Αυτός μιλεί ξενωτικά, είναι από άλλο μέρος», αυτό θα ακούσουμε. Ούτε Κερκυραίοι της Πάτρας μάθανε ποτέ τα παιδιά τους να μιλάνε Κερκυραϊκά. Σ’ το λέω, γιατί στον σύλλογο των Κερκυραίων της Πάτρας ήμουνα πολλά χρόνια, μέχρι που έφυγα. Δυστυχώς, και ήδη οι Κερκυραίοι που παντρεύτηκαν Πατρινές τα χάσανε όλα. Μάχη έδινα, μάχη.
Πιστεύεις ότι ντρέπεται ο κόσμος να μιλήσει με αυτόν τον τρόπο;
Ναι, ναι, ναι, νομίζουν ότι ο άλλος θα τσου κοροϊδεύει. Αλλά δεν είδα κανέναν Μακεδόνα να ντρέπεται όταν λέει: «Ρε φιλάρα, φέρε με μία κούπα να σε πω». Εκεί δεν ντρέπεται, τα λέει πάρα πολύ καλά.
Σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας διατηρούν την τοπική τους διάλεκτο.
Πάρα πολλές. Εμείς, δυστυχώς, όχι, όχι.
Πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει κάποια ενέργεια, ούτως ώστε να καταφέρει να το αντιμετωπίσει αυτό η τοπική κοινωνία;
Κοίταξε, μέσα από το σπίτι ξεκινάει αυτό. Εάν δεν γίνει μέσα από το σπίτι… ή να γίνουν μία ημερίδα, μία εκδήλωση, όπως είπα μία εκπομπή στην τηλεόραση, μόνο έτσι. Αν όμως δεν είναι και μέσα στα σπίτια, δεν… Το θεωρούν λίγο γραφικό, ξέρεις, να ασχοληθούν με αυτό.
[00:30:00]Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι να βλέπεις κάτι με το που έχεις μεγαλώσει να χάνεται με τον καιρό;
Εγώ λυπάμαι πάρα πολύ, γιατί, επειδή έζησα τριάντα πέντε χρόνια μακριά, το στερήθηκα. Και ξέρεις με τι όνειρα ήρθα εγώ πίσω; Να κάνουμε κάτι για αυτόν τον πολιτισμό τον παλιό και για τη γλώσσα μας. Πήγα και σε έναν πολιτιστικό σύλλογο, έφυγα άρον-άρον. Πάρα πολύ άσχημα, ήρθα με τόση όρεξη να βοηθήσω με προτάσεις… Και στην Πάτρα κάναμε πάρα πολλά πράγματα για την Κέρκυρα. Και δυστυχώς εδώ όχι, όχι. Έπεσα από τα σύννεφα, μεγάλη απογοήτευση.
Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον θα πάνε όλα προς το καλύτερο, να αφυπνίσουμε και λίγο τον κόσμο.
Μακάρι, και εγώ πρώτη να βοηθήσω.
Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να προσθέσεις;
Όχι, όχι, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου.
Πάρα πολύ ωραία, ευχαριστώ.
Summary
Η Ειρήνη-Δέσποινα Μοτσενίγου, αν και έλειπε χρόνια από τον τόπο της, δεν ξέχασε ποτέ ότι είναι μία περήφανη Κερκυραία. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και δεν ξεχνάει τα παιδικά της χρόνια, τις παραδόσεις και τα έθιμα. Επιπλέον, είναι από τους λίγους, πλέον, ανθρώπους που χρησιμοποιούν την κερκυραϊκή διάλεκτο και που δεν τους καταλαβαίνουν πλέον ούτε στον ίδιον τους τον τόπο.
Narrators
Ειρήνη-Δέσποινα Μοτσενίγου
Field Reporters
Αρσένιος Παξινός
Tags
Interview Date
13/06/2021
Duration
31'
Summary
Η Ειρήνη-Δέσποινα Μοτσενίγου, αν και έλειπε χρόνια από τον τόπο της, δεν ξέχασε ποτέ ότι είναι μία περήφανη Κερκυραία. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και δεν ξεχνάει τα παιδικά της χρόνια, τις παραδόσεις και τα έθιμα. Επιπλέον, είναι από τους λίγους, πλέον, ανθρώπους που χρησιμοποιούν την κερκυραϊκή διάλεκτο και που δεν τους καταλαβαίνουν πλέον ούτε στον ίδιον τους τον τόπο.
Narrators
Ειρήνη-Δέσποινα Μοτσενίγου
Field Reporters
Αρσένιος Παξινός
Tags
Interview Date
13/06/2021
Duration
31'