© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Παραδοσιακό πολυφωνικό τραγούδι, βλάχικη μουσική και μοιρολόι σε χωριά της Ηπείρου και της Αλβανίας

Istorima Code
18778
Story URL
Speaker
Ιακώβη Ντελέκου (Ι.Ν.)
Interview Date
10/04/2021
Researcher
Κωνσταντίνα Δούκα (Κ.Δ.)
Κ.Δ.:

[00:00:00]Καλησπέρα! Θέλεις να μας πεις το όνομά σου;

Ι.Ν.:

Ιακώβη Ντελέκου.

Κ.Δ.:

Εγώ είμαι η Κωνσταντίνα Δούκα, είναι Κυριακή 11 Απριλίου 2021, βρισκόμαστε στα Εξάρχεια Αττικής και ξεκινάμε.

Ι.Ν.:

Ωραία. Λοιπόν, αρχικά από ηλικία δώδεκα-δεκατριών ξεκίνησα να έχω επαφή με την μουσική. Ξεκίνησα να παίζω βιολί αλλά εντέλει δεν μου άρεσε τόσο, οπότε προσπάθησα να βρω άλλα πράγματα που να με εντυπωσιάζουν, γιατί σαν μουσική, σαν theme ας πούμε, μου άρεσε πάρα πολύ. Μετά είδα ότι σε χορωδίες κτλ., η φωνή μου κάπως μπορούσε να σταθεί αρκετά, επομένως συνέχισα να το βρίσκω με τη φωνή και με μαθήματα φωνητικής και το ένα και το άλλο, οπότε ξεκίνησα μαθήματα φωνητικής. Ωραία, μετά, στο πρώτο έτος ήρθα στην Αθήνα σπουδάζοντας εσωτερική αρχιτεκτονική, κάτι το οποίο δεν με κάλυπτε, οπότε ήθελα κάπως να χώσω και τη μουσική ας πούμε μέσα σε όλο αυτό. Οπότε πήγα, ψαχνόμουνα με τα είδη της μουσικής γιατί από μικρή μου άρεσαν έτσι, οι μουσικές από όλο τον κόσμο και πήγαινα σε διάφορα σεμινάρια που έβρισκα στην Αθήνα. Είναι και το γεγονός ότι ήμουν και από άλλη περιοχή όποτε ήθελα να βρω όσα περισσότερα πράγματα δεν μπορούσα να βρω στη Χαλκίδα, ας πούμε. Ξεκίνησα να πάω σε μία αφροκουβανέζικη χορωδία, μετά πήγα σε πολυφωνικά, σε κάτι πολυφωνικό γιατί μου φαινόταν πάρα πολύ ενδιαφέρων ο ήχος που έβγαινε. Η μουσική βασικά, που έβγαινε μόνο από φωνές και χωρίς κάποια συνοδεία οργάνου και μπορούσε να στηρίξει ένα κομμάτι μόνο με τη βοήθεια φωνών, ας πούμε. Οπότε πήγα σε ένα σεμινάριο στην Αθήνα.

Κ.Δ.:

Θυμάσαι χαρακτηριστικά τι έγινε σε αυτό το σεμινάριο;

Ι.Ν.:

Πήγα με μία φίλη μου, θυμάμαι είχαν ένα σαν –θα το βρω, δεν θυμάμαι τι ήτανε– σαν συζήτηση και παρουσίαση των χωριών του Πωγωνίου; Γιατί στο Πωγώνι γενικώς, στην Ήπειρο έχουν πάρα πολλά πολυφωνικά όπως και σε πάρα πολλές περιοχές, κυρίως βόρεια που πιάνουν και την Αλβανία, τα ελληνόφωνα χωριά. Οπότε πήγα με τη φίλη μου και θυμάμαι χαρακτηριστικά το πόσο μας είχε κάνει εντύπωση. Τα ακούσματα, μέχρι και τα κοινά που υπήρχαν στα χωριά της Αλβανίας και τέλος πάντων, στα χωριά της... Τα πρώτα ακούσματα που είχα πάνω στην παραδοσιακή μουσική ήταν από τον πατέρα μου, διότι ο πατέρας μου γεννήθηκε σε χωριό, δηλαδή όντως τον γέννησε πάνω στο βουνό η μάνα του, οπότε είχανε και ζώα και είχαν γενικώς πάρα πολύ αυτό το βουκολικό στοιχείο. Κλαρίνο φουλ, πανηγύρια, κρέατα, μπύρες Amstel κτλ. Οπότε κάπως έτσι είχε μπει δηλαδή από πολύ μικρή ηλικία, τα ακούσματα αυτά είχαν γίνει ένα μες στο κεφάλι μου δηλαδή, δεν... Οπότε με το που ήρθα σε επαφή με το πολυφωνικό τραγούδι ένιωσα οικεία, δεν χρειάστηκε δηλαδή να το βρω στην πορεία, απλά ένιωσα αμέσως, μπήκα και τα ένιωσα όλα. Πήγα σε αυτήν την παρουσίαση με τη φίλη μου στο Μουσείο «Φοίβος Ανωγειανάκης» στην Αιόλου κοντά, Ευριπίδου, και έκαναν παρουσίαση πολυφωνικού τραγουδιού για τα χωριά στο Πωγώνι. Που έχουν άλλα πολυφωνικά στο Πωγώνι, άλλο ας πούμε σε άλλες περιοχές της Ηπείρου. Που μετά αυτό οδήγησε σε χορούς και χαμούληδες μαζί με τσίπουρο κτλ., οπότε είπα με τη φίλη μου να ξεκινήσουμε τα σεμινάρια κανονικά εκεί πέρα. Ξεκινήσαμε τα σεμινάρια, πήγαινε πολύ καλά, κάναμε πάρα πολλά τραγούδια από πάρα πολλές περιοχές της Ηπείρου και καταλαβαίναμε το πόσο σε κάθε χωριό μπορεί να είναι το ίδιο τραγούδι αλλά μελωδικά να αλλάζει. Οπότε πηγαίναμε κανονικά και ξεκίνησαν τα Χριστούγεννα να μας λένε ότι παίζει και ένα πολυφωνικό καραβάνι, ωραία; Και ότι είναι ένα, κάτι σαν ένα ταξίδι που κάνουνε, που ξεκινάνε από την Αθήνα με προορισμό την Ήπειρο και την Αλβανία πολλές φορές και το συγκεκριμένο ήταν και στην Αλβανία. Ξεκινήσαμε λοιπόν από την Αθήνα και πήγαμε στην Ήπειρο, στα Γιάννενα. Καθίσαμε σε ένα μαγαζί, φάγαμε μπουγάτσα έτσι πριν [00:05:00]πάμε πιο βόρεια και βγάλαμε τις φωτογραφίες μας και μετά πήγαμε στα πρώτα χωριά ας πούμε, που συναντήσαμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που είχαμε πάει σε ένα χωριό πριν την Αλβανία, είχε πεθάνει εκείνη τη μέρα ένας φοβερός κλαρινίστας και είχαμε πάει στον τάφο του τέσσερα-πέντε άτομα και απλά τραγουδήσαμε όλοι ένα μοιρολόι με ένα κλαρίνο. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτό το σκηνικό.

Κ.Δ.:

Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μας το τραγουδήσεις;

Ι.Ν.:

Δεν το θυμάμαι αυτή τη στιγμή αλλά... Δεν το θυμάμαι γιατί ήτανε δικό του οπότε κι εγώ ήμουνα στην αρχή μέσα σε όλο αυτό, οπότε δεν το θυμάμαι αυτή τη στιγμή, τέλος πάντων.

Ι.Ν.:

Οπότε μετά πήγαμε προς Αλβανία. Μπαίνοντας στην Αλβανία και έτσι όταν πήγαμε στα διόδια για να αλλάξουμε κιόλας τη χώρα ας πούμε, ήτανε πραγματικά το τοπίο ήταν ίδιο. Δηλαδή έπρεπε να πας πολύ, πολύ πάνω στην Αλβανία για να καταλάβεις ότι δεν είσαι στην Ελλάδα, δηλαδή είναι το τοπίο, ήταν μία συνέχεια, δεν, δεν... και ήταν ακραίο αυτό. Τέλος πάντων, μπήκαμε στην Αλβανία και ήτανε πραγματικά όλα τόσο... Δηλαδή τα χωριά... Τέλος πάντων, μπαίνοντας στην Αλβανία λοιπόν, πάμε στο πρώτο χωριό που ήτανε μία γυναίκα που είχε βγάλει ένα τραγούδι που το είχαμε μάθει. Ήταν το πρώτο που είχαμε μάθει στο πολυφωνικό σεμινάριο και η οποία μόλις μας είδε άρχισε να μας αγκαλιάζει, να μας φιλεύει, να μας λέει την ιστορία της, να μας τραγουδάει και να είναι και ο άντρας της. Που ουσιαστικά, ο άντρας της έγραψε αυτό το τραγούδι για τη γυναίκα του, αυτή η γυναίκα που μας φίλεψε ουσιαστικά. Και ήταν όλα τόσο ωραία, δηλαδή τόσο αγνά, είχαν μία αθωότητα όλα τα πράγματα εκεί πέρα και προφανώς, δεν ξέρω, είναι θλίψη γιατί μας έλεγαν το πόσο δύσκολα περνάνε οι συγκεκριμένοι άνθρωποι και πόσο παρατημένους τους έχουν. Γιατί βρίσκονται, από την Αλβανία ουσιαστικά είναι τώρα κάτι περιοχές οι οποίες είναι προς το τέλος οπότε δεν ασχολούνται, και σε εμάς επίσης, είναι περιοχές που δεν ασχολούνται γιατί είναι υπερβολικά πάνω οπότε θεωρητικά ανήκουν στην Αλβανία. Οπότε είναι αυτοί οι οποίοι δεν λαμβάνουν καμία, δεν έχουν λάβει καμία ας πούμε προσοχή από καμία χώρα, επομένως είναι παρατημένοι, όπως και να το κάνουμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά επίσης, είχαμε πάει σε έναν κάμπο, στον κάμπο της Δερόπολης, έτσι λέγεται, και εκεί αρχίσαμε να τραγουδάμε και να βγάζουμε κάτι φωτογραφίες και ήρθε ένας άνθρωπος που είχε ζώα και άρχισε να κλαίει. Άρχισε να κλαίει και να μας λέει ότι το πόσο του έχει λείψει η Ελλάδα κτλ. Γιατί όταν έγινε όλο αυτό το ’70, επί Χότζα νομίζω, την ώρα που έκλειναν τα σύνορα, η οικογένεια του είχε μείνει πίσω, οπότε αυτός ήταν από την άλλη μεριά και απλά ακούγανε τα ουρλιαχτά και ήταν πραγματικά τρελό σκηνικό και έμειναν πίσω όλοι. Όλη η οικογένειά του έμεινε πίσω και αυτός έμεινε από την άλλη μεριά των συνόρων και να κλαίει όταν λέγαμε αυτά τα τραγούδια γιατί του θύμιζε πάρα πολλές αναμνήσεις κτλ. Οπότε φουλ δυνατό κι αυτό το συναίσθημα γιατί μας κοίταζε και τα μάτια του απλά έλαμπαν, δεν ξέρω. Ναι, φοβερό συναίσθημα. Μετά πάλι πήγαμε σε ένα άλλο χωριό, στη Πολύτσανη, που φημίζεται για τα πολυφωνικά τραγούδια του. Και ήταν ένα καφενείο που απλά τρώγαμε δίπλα να έχουνε, να σφάζουν τα κατσίκια και εμείς να τα τρώμε εκείνη την ώρα, δηλαδή τέτοια φάση. Που συναντήσαμε επίσης άτομα που τραγουδούσαν πολυφωνικά και μας έλεγαν τις ιστορίες τους. Αυτό έγινε το χειμώνα αλλά πήγαμε και σε άλλα καραβάνια και το καλοκαίρι κτλ., αυτό. Έχει κι άλλα, κι άλλες ιστορίες. Τι άλλο;

Κ.Δ.:

Θυμάσαι ένα τραγούδι που είπατε μαζί τους;

Ι.Ν.:

Ναι, αμέ. Βασικά είχαμε πάει σε ένα βλάχικο–, φέτος το καλοκαίρι πήγαμε σε ένα βλάχικο χωριό πάνω στην Ήπειρο το οποίο–, και οι Βλάχοι έχουν πολλή παράδοση στο πολυφωνικό. Και ήμασταν σε ένα καφενείο και αρχίζω και παίρνω ένα τραγούδι και απλά[00:10:00] είχαν μαζευτεί όλοι κι έλεγαν ότι «πω, το τραγούδι το δικό μας το λέει μια Αθηνέζα!», ας πούμε. Γιατί φαινότανε, οι μορφές μας φαινόταν ότι δεν ήμασταν από κει, οπότε «ποια είσαι εσύ;» ας πούμε! Ναι, θυμάμαι, θα πάρω ένα. Αυτό: «Βλάχα πλε- Βλάχα πλένει στο ποτάμι, μωρ’ Βλάχα πλε- Βλάχα πλένει στο ποτάμι». Αυτό. Που ουσιαστικά μιλάει για μία Βλάχα που πλένει στο ποτάμι και συνεχίζεται το στόρι στο ποτάμι. Μετά έπαιζαν πάρα πολλές συναυλίες που μπορεί να κάναμε γιατί μετά από ένα σημείο μπήκα και ας πούμε στο σύνολο. Δηλαδή με παίρνανε στο σύνολο που είχανε οι άνθρωποι του εργαστηρίου οπότε πηγαίναμε και κάναμε διάφορα live-άκια, όπως στις Σταγιάτες στο Βόλο, και εκεί ήταν πάρα πολύ ωραία. Μετά κάναμε και στην Ήπειρο σε διάφορα χωριά, για διάφορα πράγματα. Δηλαδή έχουμε κάνει και για τις ανεμογεννήτριες, ενάντια των ανεμογεννητριών, έχουμε κάνει και ενάντια των υδρογονανθράκων, στην εξόρυξη πετρελαίου και των υδρογονανθράκων. Έχουμε κάνει πραγματάκια και είναι αρκετά πολιτικοποιημένα και είναι, δίνουν μία παραπάνω σημασία σε αυτό τέλος πάντων. Ναι, επίσης, τι άλλο; Ναι, επίσης, άλλο ωραίο στόρι ήτανε το καλοκαίρι που πέρασε που είχαμε πάει στην Καστάνιανη Πωγωνίου στα Μαστοροχώρια και εκεί συναντήσαμε κάτι, με το που βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, βλέπουμε έτσι κάποιους ανθρώπους να μας υποδέχονται με κλαρίνο, φωνή, ντέφι ηπειρώτικο και να καθόμαστε στο καφενείο του χωριού. Εξωτερικά έτσι; Που ήτανε, εγώ συνειδητοποίησα ότι αυτούς τους μουσικούς τους είχα ακούσει στο YouTube και άργησα, στο τέλος δηλαδή κατάλαβα ότι είναι αυτοί οι μουσικοί ξέρω ‘γω. Και ήταν όλοι φοβεροί μουσικοί, καθίσαμε και μέχρι το πρωί εκεί πέρα, ήτανε τέλεια, δεν είχε πολύ κόσμο και ήταν τόσο κοντά με τη φύση που μας έλεγαν ότι ερχόντουσαν πάρα πολλές αρκούδες μέσα στο χωριό, οπότε χτυπούσαν, κάνανε θόρυβο με... κανονάκια; Πώς τον λένε αυτό τον θόρυβο; Και χτυπούσαν με τα κανονάκια ώστε να μην μπει η αρκούδα μέσα στο χωριό και αυτό. Οπότε ήταν, είχαμε όλο αυτόν τον φόβο καθόλη τη διάρκεια πού τραγουδάγαμε, ήταν πάρα πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία εμπειρία και αυτή. Μετά πήγαμε επίσης σε έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν βοσκός. Βασικά είχε σπουδάσει και τα άφησε όλα και έγινε βοσκός, έτσι; Και μετά τον συναντήσαμε αυτό τον άνθρωπο στο καφενείο και άρχισε και μας έλεγε διάφορα στόρι από την αγροτική του ζωή, μας τραγούδησε κιόλας. Μετά άλλον έναν τύπο, ο οποίος πάλι είχε ζήσει όλη τη φάση και της χούντας και οτιδήποτε και επίσης τραγουδήσαμε, και νομίζω είχε ζήσει και Σοβιετική, γιατί ήταν στην Ουγγαρία νομίζω, κάπου ήτανε. Οπότε είχε έρθει με το ακορντεόν του και έλεγε διάφορα έτσι επαναστατικά τραγούδια στο χωριό και ήτανε πάρα πολύ ωραία. Και από ό,τι μας είπε ήταν και ο μόνος που αγωνιζόταν στο χωριό, έτσι ήταν πιο αριστερός ας πούμε, είχε πιο αριστερές πεποιθήσεις. Μετά μία άλλη γυναίκα ενενήντα χρονών η οποία ήταν αντάρτισσα και είχε πολεμήσει στο Βίτσι, φοβερή, που μας τραγούδησε, μας έλεγε διάφορα στόρι, όπως ήτανε... Θυμάμαι ότι μας είχε πει ότι δεκαεφτά χρονών ξεκίνησε να γίνεται όλο αυτό, και ήταν με τη φίλη της και ήταν ουσιαστικά σαν νοσοκόμες. Βοηθούσαν τους αυτούς που χρειαζόντουσαν ιατρική περίθαλψη. Οπότε είχαν πάρει αυτόν τον ρόλο, δεν ήθελαν να πολεμήσουν σε καμία περίπτωση και την άλλη μέρα απλά ξυπνάνε και τους βάζουν εδώ τα[00:15:00] όπλα, ξυπνάνε με κάτι όπλα που τους λένε: «Θα πολεμήσετε. Θέλετε δεν θέλετε». Οπότε ξεκίνησαν και από δεκαεφτά χρονών αρχίζανε και σκότωναν με ένα εδώ πολυβόλο ξέρω ’γω πάνω στο στέρνο. Ναι, και μας έλεγε το πόσο... τι έκαναν, έκαναν δηλαδή, είχαν περάσει τόσο μεγάλη πείνα που μπορεί να έσφαζαν και το άλογο ουσιαστικά με αυτό, αυτό ήταν η βοήθειά τους οπότε δεν άντεχαν από την πείνα και έσφαζαν το άλογο, το έτρωγαν και χόρευαν. Γενικώς, περνούσαν πολύ καλά από ό,τι... ας πούμε, ειρωνικό και τέλος πάντων, αυτό.

Κ.Δ.:

Θυμάσαι κάποιες συγκεκριμένες μυρωδιές από τα ταξίδια αυτά; Όταν ήσασταν στη φύση και τραγουδούσατε;

Ι.Ν.:

Ναι, ναι, ναι. Ναι, αμέ. Θυμάμαι εντάξει, προφανώς, τη μυρωδιά από κάποιο αρνί, κατσίκι ψημένο σε όλα αυτά τα χωριά. Εντάξει, φημίζονται κιόλας, έτσι; Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα εντάξει, τη μυρωδιά κοπριάς κτλ. και έτσι, αυτή τη γιαγιαδίστικη μυρωδιά μόλις μπαίνεις σε ένα σπίτι έτσι, ακόμα και της γιαγιάς σου δηλαδή που έχει κοινή μυρωδιά, αυτό. Τριαντάφυλλα έτσι, διάφορα λουλουδικά που έπαιζαν την άνοιξη και γενικώς. Και επίσης, ένα άλλο στόρι ήτανε και όταν είχαμε πάει βασικά στην Ελασσόνα, στη Θεσσαλία, θεσσαλικός κάμπος στους πρόποδες του Ολύμπου σε ένα χωριό που λέγεται Κοκκινοπηλός και καθίσαμε κάτω από ένα πλάτανο και αρχίσανε πέντε-έξι γυναίκες –τι πέντε, έξι, όχι, οκτώ, δέκα κατέληξαν να είναι αργότερα– να παίρνουν διάφορα κομμάτια έτσι όλες μαζί και να βλέπεις διάφορες ηλικίες τύπου από 50 μέχρι 98 ας πούμε, μανάδες και κόρες να τραγουδάνε παρέα και να παίρνουν διάφορα τραγούδια κάτω από τα πλατάνια και να ’ναι πάρα πολύ ωραία. Δηλαδή να μας λένε και ιστορίες τους, η καθεμία ας πούμε τα δικά της βιώματα κτλ. Και εκεί θυμάμαι φουλ, βασικά όχι δεν είναι μυρωδιά, είναι αυτό το αεράκι που περνάει έτσι και το κρύο που φεύγει και μετά έρχεται η ζέστη και βλέπεις με τη θέα τον Όλυμπο, αυτό το θυμάμαι χαρακτηριστικά, και να πίνεις έτσι μία κρύα μπύρα ή τον ελληνικό σου πιο πριν, πολύ ωραίο και αυτό σαν συναίσθημα. Σαν συναίσθημα και σαν βίωμα, οπότε θυμάμαι αυτό χαρακτηριστικά. Ναι, φαγητά, χωριάτικες, τζατζίκια, το ένα, το άλλο, φρέσκο ψωμί ας πούμε, πολύ χαρακτηριστικά. Και αυτή η φιλοξενία που υπήρχε από αυτά τα άτομα, δηλαδή το πόσο το απολάμβαναν και το πόσο ευχάριστοι ήταν όταν μας έβλεπαν και δοτικοί σαν άνθρωποι. Να μας δώσουν όσα μπορούμε να πάρουμε πριν πάμε ας πούμε στην Αθήνα, να πάρουμε, «πάρε κόσμε, πάρε πριν μολυνθείς ας πούμε! Να ’χεις εφόδια», κάπως έτσι. Θυμάμαι να είχαμε πάρει διάφορα τσίπουρα από πάνω, είχαμε πάρει τα πάντα, είχαμε πάρει ελληνικό καφέ μαύρο από την Αλβανία. Ναι, γιατί θέλαμε ουσιαστικά να θυμόμαστε αυτά τα πράγματα, να μην τα ξεχάσουμε, μην έρθει δηλαδή η στιγμή που θα πούμε: «Τα ξεχάσαμε», κάπως έτσι. Οπότε παίρναμε πράγματα, μαζεύαμε από–, βλέπαμε τσάι ξέρω ’γω κάτω, θα το παίρναμε, ρίγανη, θα το παίρναμε, τα πάντα. Μη χαθεί κάτι ας πούμε, να το πάρουμε μαζί μας.

Ι.Ν.:

Ναι αυτό. Χοροί, φουλ χοροί. 

Κ.Δ.:

Τι χορεύατε;

Ι.Ν.:

Χορεύαμε αυτά τα Ηπειρώτικα, τα... δεν είναι. Δεν ξέρω και πώς λέγεται, αυτό το συρτάκι; Δεν ξέρω, μπορεί να λέω και βλακείες τώρα αλλά το μάθαμε εκεί, δεν μάθαμε την ονομασία, μάθαμε τα βήματα εκεί πέρα. Κλαρίνο πάρα πολύ.

Ι.Ν.:

Εντάξει, το μοιρολόι για αυτούς είναι πώς να το πω, είναι μία ψυχοθεραπεία, ξεκάθαρα. Δηλαδή έχω ακούσει ιστορίες να πιάνονται με τα χέρια πέντε άτομα να κλαίνε και να τραγουδάνε παρέα ας πούμε. Να, ας πούμε μία γυναίκα είχε χάσει το γιο της και ήταν άλλες τρεις γυναίκες είχαν πιαστεί χέρι-χέρι και ούρλιαζαν και τραγουδούσαν ταυτόχρονα και με αυτό κάπως ξεπερνούσε την όλη φάση. Δεν τη ξεπερνούσαν αλλά εκείνη την ώρα ένιωθαν σίγουρα καλύτερα. Ναι, είναι και δεν είναι μόνο στις χαρές, είναι και στις λύπες, μην πω και περισσότερο στις λύπες από τις χαρές. Γιατί συναντάμε πάρα πολύ συχνά και σε[00:20:00] ένα γάμο να υπάρχει μοιρολόι αλλά είναι νομίζω και ανάλογα την περιοχή. Δηλαδή σε πολλές περιοχές έτσι τις πιο dark ας πούμε, το μοιρολόι το χρησιμοποιούν πιο πολύ για κάτι πιο, για μία απώλεια το ‘χουνε πιο έντονα. Αυτό.

Κ.Δ.:

Τι ρυθμό έχει το μοιρολόι με βάση και τη γνώση σου και την τριβή στην παραδοσιακή μουσική;

Ι.Ν.:

Τι ρυθμό;

Κ.Δ.:

Ναι.

Ι.Ν.:

Τι ρυθμό;

Κ.Δ.:

Ή αν θυμάσαι στίχους, οτιδήποτε.

Ι.Ν.:

Ναι ας πούμε ένα κομμάτι που το είχαμε κάνει και στο εργαστήρι και μου έχει μείνει πάρα πολύ, είναι. Να το φέρω μία;

Κ.Δ.:

Φυσικά, ναι, ναι.

Ι.Ν.:

Είναι το... ένα κομμάτι δηλαδή που μου είχε κάνει εντύπωση και όταν είχαμε πάει και σε αυτό το χωριό στον Παρακάλαμο, το ’χαμε τραγουδήσει, το είχε τραγουδήσει μία κυρία και το είχε πει τόσο ωραία, ήταν ανατριχιαστικό. Είναι ένα φουλ εμβληματικό τραγούδι, της ξενιτιάς γενικώς. Το οποίο λέει ας πούμε: «Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω, και εγώ τους λέγω δεν μπορώ, τους λέω δεν το ξέρω. Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω, και φέρτε μου παλιό κρασί να πιω για να μεθύσω. Και φέρτε και τον ταμπουρά να τον πικρολαλήσω. Να πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα, τραγούδια για την ξενιτιά, τραγούδια για τα ξένα. Παρηγοριά έχει ο θάνατος, παρηγοριά έχει ο χάρος μα ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει. Χωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, στον τόπο που χωρίζουνε, χορτάρι δεν φυτρώνει. Και αν θα φυτρώσει κάνα κλωνί, το λεν αλησμοχόρτι». Είναι ένα μοιρολόι που ουσιαστικά, η μάνα αποχωρίζεται το παιδί της και το τραγουδάει, είναι φοβερό. Και είναι πολυφωνικό αυτό, δηλαδή μόνο φωνές, ναι. Υπάρχουν εντάξει, πάρα πολλά και με όργανα και απλά πολυφωνικά, αναλόγως αυτό, τις περιοχές κάθε φορά που θα βρίσκεσαι, ναι.

Κ.Δ.:

Εσάς σας έμαθε να τραγουδάτε μοιρολόγια ή μόνο άλλα παραδοσιακά;

Ι.Ν.:

Γενικώς, εντάξει, περάσαμε πάρα πολλά τραγούδια, απλά κάθε φορά τύχαινε. Μπορεί να ήταν μοιρολόι, μπορεί να ήταν... Σίγουρα όταν ήταν μοιρολόι, βάραινε το κλίμα ξαφνικά πάρα πολύ. Εντάξει, τα μοιρολόγια, εντάξει άλλο να τα βιώνεις έτσι, έχει πολύ μεγάλη διαφορά. Τώρα εγώ να το πω ας πούμε που είμαι είκοσι χρονών και άλλο να το πει μία γυναίκα η οποία έχει περάσει αυτό που έχει περάσει και είναι πόσων χρονών. Έχει μεγάλη διαφορά και εγώ δηλαδή, ξέρω ότι άμα θα το πω, δεν θα το πω, δεν θα έχει την ίδια αξία. Έχει να κάνει με τα βιώματά ξεκάθαρα. Και όσο περισσότερα, τόσο πιο έντονο είναι και το κομμάτι, ο τρόπος που θα το πεις, άρα και το κομμάτι. Αλλά σίγουρα δηλαδή και σε αυτή την ηλικία που το πρωτοάκουσα, δεκαεννιά χρονών ας πούμε, δεκαοχτώ, εντάξει ήμουνα... ήρθε μπαμ ας πούμε. Ήρθε μπαμ. Αλλά έχουνε μία φουλ δυναμική αυτά τα κομμάτια, δηλαδή καταλαβαίνεις το πόσο λυτρωτικά είναι, έχουν δηλαδή μία λύτρωση κάπου. Και για αυτό σκοπεύει, αυτός είναι ο σκοπός του μοιρολογιού, δηλαδή να οδηγήσει στη λύτρωση. Ναι, είναι, είναι πολύ δυνατό. Είναι πολύ δυνατή η στιγμή αυτή. Όπως και το κλαρίνο επίσης, δηλαδή μπορεί να ακούσεις κλαρίνο και απλά να αρχίζεις να κλαις, να σε πιάνουν τα ζουμιά ας πούμε, τόσο εύκολα. Μόνο από μια μελωδία ενός κλαρίνου, ναι. 

Κ.Δ.:

Τι σημαίνει για σένα λοιπόν, παραδοσιακή μουσική; Θυμάσαι το συναίσθημα όταν το πρωτοκατάλαβες ότι θέλεις να ασχοληθείς με αυτό;

Ι.Ν.:

Βασικά, αυτό που σου είπα κιόλας, ότι πριν από χρόνια είχε μπει αυτό το ερέθισμα μέσα μου, οπότε κάπως ήταν σαν να συνεχίστηκε στην πορεία και να έγινε πιο έντονο και να εμπλουτίστηκε και να κατάλαβα περισσότερα πράγματα για τον εαυτό μου μέσα από την επαφή αυτή με το παραδοσιακό τραγούδι. Σίγουρα με την επαφή σου, βασικά με την επαφή αυτή εμπλουτίζεις το συναισθηματικό σου κόσμο, δηλαδή εμπλουτίζεται κιόλας ο συναισθηματικός σου κόσμος. Όλα τα νιώθεις πιο έντονα βασικά, νιώθεις πιο έντονα ας πούμε τη χαρά, τη θλίψη, περιέργεια, δηλαδή όλα είναι στο 100%, αν όχι στο 100% εντάξει, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, τέλος πάντων.

Ι.Ν.:

Και σε βάζει στη διαδικασία να σκεφτείς ότι το πόσο ας πούμε, το πόσο [00:25:00]απλοϊκά βασικά ήταν όλα στα χωριά, στα δεν ξέρω, στα χωράφια, όλα ήταν τόσο απλά και αγνά χωρίς να επηρεάζονται από–, να έχουνε διάφορα προβλήματα, να έχουνε δηλαδή, όλα είναι τόσο, πώς να το πω, τόσο pure ας πούμε, φουλ pure. Και ακόμη και στα συναισθήματα είναι έτσι, δεν, δεν... Θα στα μοιράσουν απλόχερα ή δεν θα στα μοιράσουν, είναι απλά τα πράγματα, δεν έχει. Και είναι τέλειο αυτό γιατί ξέρεις, ξέρεις τι θα πάρεις, τι δεν θα πάρεις, ξέρεις τι. Γνωρίζεις τέλος πάντων, εξαρχής τι θα συμβεί. Οπότε αυτό εντάξει, χάνεται εδώ πέρα, δηλαδή όταν επιστρέφεις εδώ πέρα μετά από ένα τέτοιο ταξίδι είσαι σε φάση, okay. Πρώτον εντάξει, ηρεμία δεν έχεις. Δεν έχει την ίδια ηρεμία που θα είχες εδώ έτσι, σε καμία περίπτωση. Και απλά νευριάζεις, βγαίνει ένας θυμός μετά γιατί λες: «Okay, ήσουν εκεί και έχεις έρθει εδώ πέρα τώρα; Τι θα κάνω; Δηλαδή δεν γίνεται». Ναι υπάρχει πολύ έντονα εδώ πέρα το να γραπώσεις τον άλλο, να τον πάω πίσω για να ’μαι εγώ ψηλά, για να–. Ο ανταγωνισμός, παίζει πάρα πολύ αυτό το πράγμα εδώ πέρα. Και κάπως οι σχέσεις είναι έτσι πιο μολυσμένες, ας πούμε. Δηλαδή σαν να έχουν μολυνθεί, έτσι, δεν ξέρω. Ένα μπλέξιμο, ένα κάτι που δεν βγάζει κάπου. Τέλος πάντων οπότε ναι, έχεις θυμό μετά από ένα ταξίδι και προφανώς θα νοσταλγείς συνέχεια το πόσο ωραία είχες περάσει, το άδειασμα αυτό από την αστική καθημερινότητα, δηλαδή ναι.

Κ.Δ.:

Οπότε αυτό το πολύ ωραίο που μας είπες ότι «ξέρεις τι να περιμένεις, ή θα σου δώσουν κάτι ή δε θα στο δώσουν και καθόλου», μπορείς να μας το περιγράψεις λίγο παραπάνω;

Ι.Ν.:

Ναι, άμα δεν εκείνη την ώρα, ας πούμε δεν θέλουνε, το πιο απλό. Δηλαδή δεν θέλουν να μπεις σπίτι τους ας πούμε για τον «χ» ή «ψ» λόγο, γιατί μπορεί να μην είναι καλά, μπορεί οτιδήποτε, θα στο πούνε. Δε θα σου πουν: «Πέρνα» και θα σε θάβουν από πίσω μετά. Εντάξει, οι περισσότεροι έτσι είναι, τώρα εντάξει σίγουρα θα υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι. Αλλά εγώ αυτό που βίωσα είναι ότι γουστάρουνε να ’ρθεις μέσα να σε κεράσουνε τα σουβλάκια, να πας να χορέψεις μαζί τους, να σύρεις τον χορό; Θα στο δείξουν. Δηλαδή, δεν θα... Κι άμα δεν θέλουνε, επίσης θα στο δείξουν, ότι όλα είναι τόσο... είναι αληθινά. Υπάρχει αυτό, η αλήθεια, την έχουν δουλέψει πολύ την αλήθεια, πολύ περισσότερο από ό,τι εδώ σίγουρα. Γιατί περνάνε καλύτερα αυτό, δεν, περνάνε πολύ καλύτερα. Έχουν αυτά που έχουνε, δεν έχουν αυτές τις δεύτερες, τρίτες σκέψεις που έχουμε εμείς εδώ πέρα από δουλειές, το ποιος θα σε πάρει τηλέφωνο, αν το σπίτι, αυτό, τα κοινόχρηστα, αυτό, και δηλαδή δεν παίζει αυτό. Είναι όλα διαφορετικά. Και για αυτό έχουν και χρόνο να δουλέψουν και τα συναισθήματά τους ίσως, που εδώ δεν τον έχουμε τόσο το χρόνο να σκεφτούμε τα συναισθήματά μας, το είναι μας τέλος πάντων. Αυτοί ίσως περνάνε τόσο καλά που έχουν καλύψει το περιβάλλον τους και έχουν φτάσει σε άλλο level, να επεξεργάζονται τον εαυτό τους σε κάτι το οποίο εμείς δεν έχουμε φτάσει και δεν νομίζω να φτάσουμε άμεσα. Αυτό.

Κ.Δ.:

Και τους βοηθούσατε και στην καθημερινότητα σε αυτά τα ταξίδια; Συμμετείχατε μαζί σε αγροτικές εργασίες ας πούμε;

Ι.Ν.:

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε κάνει κάτι τόσο έντονο. Σίγουρα μπορεί εκείνη την ώρα που μπορεί να πηγαίναμε να τους πάρουμε και εμείς συνέντευξη, να μας μιλήσουνε, μπορεί άμα χρειαζόντουσαν κάποια βοήθεια, αλλά συνήθως ήταν αυτός ο σκοπός μας και φεύγαμε γιατί κάναμε πάρα πολλά πράγματα μαζί. Δηλαδή μέσα σε τρεις-τέσσερις μέρες παίζει να είχαμε πάει σε οκτώ χωριά, ας πούμε. Οπότε δεν είχαμε, είχαμε συγκεκριμένο χρονικό όριο σε κάθε χωριό και σε κάθε άνθρωπο που θα συναντούσαμε, οπότε δεν έπαιζε, δεν είχαμε κάνει κάτι τέτοιο, δυστυχώς. Αλλά θα ήταν όντως πολύ ωραίο. Μας έλεγαν όμως πάρα πολλά, δηλαδή στην Ελασσόνα, σε αυτό το χωριό έχουνε οι περισσότεροι εκεί πέρα, είναι κτηνοτρόφοι, έτσι. Έχουν άπειρα τυριά, κρέατα και μας έλεγε δηλαδή ένας άνθρωπος ότι όποιος έχει κάτω από 1.000 ζωντανά δεν θεωρείται κτηνοτρόφος, σε καμία περίπτωση. Δεν, δεν, είναι ξεφτίλα, τέτοια φάση. Εντάξει έχουν, έχουν και βουνά, έχουν τον Όλυμπο,[00:30:00] αυτή είναι η ζωή τους εκεί. Ναι, αυτά.

Κ.Δ.:

Και μένατε στη φύση μαζί τους;

Ι.Ν.:

Μέναμε, συνήθως ναι, στο σπίτι τους ή μέναμε σε διάφορα έτσι δωμάτια που επειδή ήξεραν τον καθηγητή που μας κάνει το πολυφωνικό, τον Αλεξάνδρο, τέλος πάντων. Είχαν γνωριστεί γιατί πάνε πάρα πολλά χρόνια, δηλαδή πάνε από πριν απ’ το 2000. Οπότε τους ξέρανε και πάνε συνήθως στα ίδια χωριά, σε κοινά χωριά που έχουν ξαναπάει. Οπότε έχουνε την ελευθερία να τους πουν ότι: «Okay, έρχεσαι και κοιμάσαι εκεί». Και το ίδιο και στα σπίτια τους, ξέρουν, οπότε είμαστε φουλ άνετοι. Ναι, μένουμε στα σπίτια τους, πολύ ωραία σπίτια, έτσι φουλ αρχοντικά και έπαιζε και αυτό. Δηλαδή θυμάμαι πάρα πολύ στον Όλυμπο ότι μας είχε φιλοξενήσει μία δεν ξέρω, δημαρχέσσα ήταν; Δεν ξέρω, και μας είχε πάει στο σπίτι της, τώρα ένα σπίτι τέλειο με θέα όλο τον Όλυμπο ας πούμε, τρώγαμε πρωινό και είχαμε θέα όλο τον Όλυμπο. Και φουλ, έτσι ένα διπλό κρεβάτι απλά να αράζουμε και μετά από κούραση να είναι τέλειο ας πούμε όλο αυτό. Θυμάμαι επίσης και επειδή εγώ δεν μπορούσα να συνεχίσω, έπρεπε να φύγω από ένα χωριό στον Παρακάλαμο κοντά στην Αλβανία, και έπρεπε να τους αφήσω και να πάω στον Βόλο. Οπότε οι άλλοι πέρασαν τα σύνορα, πήγαν στην Αλβανία, εγώ κάθισα εκεί για να φύγω την άλλη μέρα έξι το πρωί να πάω στον Βόλο. Οπότε με φιλοξένησε μία κυρία και με πήγε τώρα στο σπίτι της, το οποίο θυμάμαι χαρακτηριστικά που ήταν ένα σπίτι φουλ χαμηλοτάβανο. Που είχε την κουζινούλα και ένα άλλο δωμάτιο που ήτανε το υπνοδωμάτιο και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Έμενε η κυριούλα με την ξαδέρφη της και εγώ μαζί, όλοι! Δεν είχε άλλο, άλλο δωμάτιο, όλοι μαζί. Και για να πάω στην τουαλέτα έπρεπε να βγω από το σπίτι, να πάω σε άλλο δωματιάκι. Και δίπλα η κουζίνα, επίσης άλλο, έπρεπε να βγεις από το σπίτι. Το κουζινάκι, όχι. Είχε ένα κουζινάκι μέσα στο σπίτι, και ένα άλλο κουζινάκι που έκαναν, μαγείρευαν άλλα πράγματα, τηγάνιζαν και τέτοια, τέτοια πράγματα. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά τον ψόφο που είχε και το γεγονός ότι πήγα να κάνω ένα μπανάκι έξω γιατί θα έφευγα την άλλη μέρα και το κρύο που έφαγα! Το κρύο που έφαγα. Αλλά ήτανε τέλεια, ήτανε σουρεάλ, ήτανε πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Και μετά ξύπνησα 06:00 η ώρα το πρωί, πήρα ένα λεωφορείο το οποίο μέχρι να φτάσω στα Γιάννενα, γιατί από τα Γιάννενα θα έπαιρνα λεωφορείο για τον Βόλο, πέρασα από όλα τα χωριά και ήταν πάρα πολύ ωραία, από δέκα χωριά. Ναι, δεν ξέρω, η Ήπειρος έχει, έχει κάτι πάρα πολύ… Δεν ξέρω, κάτι το οποίο σε τραβάει προς το μέρος της, έχει τόσα πολλά πράγματα να δεις που δεν χορταίνεις. Δηλαδή μέρη για ορειβασίες, μέρη για... δεν ξέρω για να καθίσεις απλά έτσι ήρεμος και να βλέπεις, να χωθείς ας πούμε στα τοπία. Έχει εντάξει, πανηγύρια, προφανώς πανηγύρια το καλοκαίρι, έχει τσίπουρα, έχει τα πάντα, έχει τα πάντα. Είναι, είναι φουλ πλούσια σαν περιοχή. Και ωραίους ανθρώπους, πολύ ωραίους ανθρώπους. Εγώ προσωπικά, από όσους έχω γνωρίσει, ναι, αυτό, πολύ pure. Και με την τέχνη πολλοί άνθρωποι, ναι.

Κ.Δ.:

Και τι σου έχει κάνει περισσότερο εντύπωση από τα βιώματα τους, από τις ιστορίες που σου είπαν;

Ι.Ν.:

Περισσότερη εντύπωση. Περισσότερη εντύπωση μου έκαναν οι άνθρωποι από τη μεριά της Αλβανίας. Αυτό που σου είπα και εξαρχής, δηλαδή αυτό το πράγμα που έκλαιγαν μπροστά μας, και «Μου λείπετε!» και να μας αγκαλιάζει, και να μας λέει το στόρι ότι ήταν η οικογένειά του από την άλλη πλευρά και ούρλιαζαν ξέρω ’γω και τους έχει χάσει από τότε. Εντάξει, αυτό σε κάνει να μένεις έτσι ας πούμε, δεν... Αυτό μου έχει μείνει πάρα πολύ και το πόσο παρατημένους τους έχουνε και τα δύο κράτη. Δεν τους νοιάζει, ας πούμε, οι δρόμοι ήταν απαράδεκτοι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πηγαίναμε με τζιπ, που εντάξει τα τζιπ κάπως παλεύεται αλλά ήταν απαράδεκτοι οι δρόμοι κάτι γκρεμο... δεν ξέρω. Και οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να πάνε στις πόλεις, βρίσκονται σε κάτι χωριά τώρα στου διαόλου, και για να πάνε τώρα ας πούμε στην κωμόπολη, μπορεί να είναι το Αργυρόκαστρο, μπορεί να είναι τα Τίρανα ή οτιδήποτε, θα πρέπει να κάνουν όλη αυτή τη θυσία για να πάνε, απαράδεκτο[00:35:00], απαράδεκτο. Και συν ότι τους έχουνε, τους συμπεριφέρονται σαν να είναι αλλοδαποί και από τις δύο χώρες. Και οι Αλβανοί τους λένε: «Είστε Έλληνες» και οι Έλληνες τους λένε: «Είστε Αλβανοί». Οπότε γίνεται αυτό το, νιώθουν ότι δεν έχουν πατρίδα, δηλαδή αυτό μας είπανε. Νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά, ότι είναι σε μία νεκρή ζώνη ας πούμε. Ναι, είναι απαράδεκτο, είναι απαράδεκτο και ναι, σε θλίβει, σε θλίβει πάρα πολύ. Αυτό.

Κ.Δ.:

Και θα ήθελες να μας τραγουδήσεις και κάποιο άλλο τραγούδι που εσένα προσωπικά σε αγγίζει;

Ι.Ν.:

Ναι, θα ήθελα. Απλά σίγουρα δεν ακούγεται το ίδιο γιατί το πολυφωνικό θέλει να περιέχει πάρα πολλές φωνές, δηλαδή και πολλούς ρόλους, επομένως δεν μπορεί να το στηρίξει μόνο ένα άτομο από αυτή την άποψη. Δεν ξέρω, τι; Τι θέμα;

Κ.Δ.:

Ό,τι θα ήθελες.

Ι.Ν.:

Ό,τι θα ήθελα. Ολόκληρο; «Μόλις κοιμηθεί το κύμα, θα ρίξω το πρώτο βήμα Μόλις κοιμηθεί το κύμα, θα ρίξω το πρώτο βήμα Θα ’ρθω να σε πάρω, δεν αντέχω άλλο Όταν κρυφτεί το φεγγάρι, ξύπνησε χρυσό καμάρι Όταν κρυφτεί το φεγγάρι, ξύπνησε χρυσό καμάρι Θα ’ρθω να σε πάρω, δεν αντέχω άλλο Μόλις δροσίσουν τα χόρτα, άνοιξε σιγά την πόρτα Μόλις δροσίσουν τα χόρτα, άνοιξε σιγά την πόρτα Θα ’ρθω να σε πάρω, δεν αντέχω άλλο Ω γραμμένο χελιδόνι, έβγα έξω στο μπαλκόνι Ω γραμμένο χελιδόνι, έβγα έξω στο μπαλκόνι Θα ’ρθω να σε πάρω, δεν αντέχω άλλο Γιατί θα ’ρθω να σε πάρω, θα ’ρθω δεν αντέχω άλλο Γιατί θα ’ρθω να σε πάρω, θα ‘ρθω δεν αντέχω άλλο Θα ’ρθω να σε πάρω, δεν αντέχω άλλο».

Κ.Δ.:

Απίστευτο! Αυτό είναι βλάχικο παραδοσιακό;

Ι.Ν.:

Αυτό όχι. Αυτό είναι από τη Χειμάρρα, από ένα χωριό που βρίσκεται στην Αλβανία, ελληνόφωνο πάλι. Ναι, το έχουν διασκευάσει πολύ αυτό το κομμάτι γενικώς, είναι πάρα πολύ ωραίο κομμάτι, αυτό.

Κ.Δ.:

Πώς νιώθεις όταν τραγουδάς, Ιακώβη;

Ι.Ν.:

Σίγουρα μία απελευθέρωση, προφανώς. Κάπως σαν να αλλάζεις ένα κόσμο και να μεταβαίνεις σε έναν άλλον, έτσι ξαφνικά. Και εντάξει, το χρειαζόμαστε, έχουμε τάσεις φυγής οπότε ταιριάζει τέλεια αυτό. Ναι, οπότε μετακινείσαι σε έναν άλλο κόσμο αυτόματα. Και δεν σκέφτεσαι κάτι άλλο, προσπαθείς, θέλει δουλειά αυτό. Και εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Δηλαδή πραγματικά το θαυμάζω σε κάποιους ανθρώπους που αυτό το έχουνε, το έχουνε φτιάξει, δηλαδή στο να είναι focus εκεί και να μην επηρεάζονται από συνθήκες και τέτοια όταν τραγουδάνε. Θέλει πάρα πολλή δουλειά. Εγώ το βρίσκω ακόμη, υπάρχουν φορές που θα το βρω. Εντάξει η κατάσταση δεν βοηθάει προφανώς τώρα, αλλά είναι, άμα το βρεις αυτό το κομμάτι, εντάξει[00:40:00], μετά νιώθεις απίστευτα, νιώθεις τέλεια. Ειδικά όταν το μοιράζεσαι και με άλλους ανθρώπους και νιώθεις την ίδια αυτή δύναμη. Δηλαδή έχουμε κάνει και διάφορα live, έχουμε κάνει και εδώ στα Εξάρχεια ας πούμε και απλά να, πολλές φορές να κρατιόμαστε κάπως έτσι ο ένας με τον άλλον έτσι αγκαλιά, οπότε να παίρνουμε κάπως δύναμη ο ένας από τον άλλον. Να παίρνει, να τελειώνει το τραγούδι, να κάνουμε ας πούμε το ίσο, «ιιι», και να είναι τόσο έντονο, να είναι όντως αυτό σαν μία μορφή ψυχοθεραπείας και ψυχανάλυσης, με το «ι» ας πούμε βγάζεις πόσα πράγματα. Ναι, ναι, αυτό. Πολύ ωραίο, πολύ ωραίο συναίσθημα. Βέβαια εντάξει, τώρα δεν το κάνουμε όλοι μαζί, το κάνουμε διαδικτυακά οπότε εντάξει. Βέβαια, θα είναι φουλ έντονο όταν το νιώσουμε τώρα, γιατί το έχουμε στερηθεί όλοι. Επομένως όταν στερείσαι κάτι και το ξανά– τέλος πάντων έρχεσαι μετά σε επαφή μαζί του, είσαι σε τρελή φάση. Ναι, οπότε ναι, περιμένουμε να έρθει το καλοκαίρι μπας και πάμε στο καραβάνι, στο επόμενο καραβάνι στην Ήπειρο και βιώσουμε ακόμη περισσότερα πράγματα και τραγουδήσουμε προφανώς ξανά, ναι. Ελπίζουμε.

Κ.Δ.:

Και τραγουδώντας, νιώθεις ότι μπαίνεις σε αυτό τον κόσμο, τον δικό τους; Γιατί μας είπες και πριν ότι σας είπαν αυτό το πολύ ωραίο, «πώς γίνεται εσείς οι Αθηνέζοι να ξέρετε αυτό το τραγούδι;».

Ι.Ν.:

Ναι, όσον αφορά τον κόσμο εννοείς έτσι; Άμα μπαίνουμε στο δικό τους κόσμο, αν κατάλαβα καλά; Αυτό σίγουρα όχι 100% και είναι απόλυτα λογικό, γιατί άλλα βιώματα έχουν αυτοί, άλλα βιώματα έχουμε εμείς. Αλλά σίγουρα κάποια κατάσταση που μπορεί να είναι π.χ. η απώλεια που θα βιώσουμε θέλουμε δεν θέλουμε, σίγουρα ένα κομμάτι μπορεί να μας βοηθήσει, αυτό. Είναι κοινά, δηλαδή κάποια είναι κοινά, κοινά βιώματα, που σίγουρα θα σε βοηθήσουν και εσένα, όπως είναι η απώλεια ας πούμε. Οπότε σίγουρα θα νιώσουμε κάποια στιγμή κοινά συναισθήματα και κάπως θα έρθουμε, θα συναντηθούμε σε ένα κόσμο κοινό, αυτό, ναι. Οπότε ναι.

Κ.Δ.:

Και ο μπαμπάς σου στην Εύβοια παίζει κλαρίνο;

Ι.Ν.:

Παίζει λαούτο, παίζει λαούτο. Το έπιασε πολύ μεγάλος γενικώς αυτό το όργανο, αλλά ναι ακούσματα φουλ έτσι, κλαρίνα, χοροί παραδοσιακοί και τέτοια πράγματα έπαιζαν πάρα πολύ σε μικρή ηλικία. Και αυτό το–, η ανάγκη για ψάξιμο κάπως να βρεις κάτι διαφορετικό, αλλάζεις και περιοχή δηλαδή από την Εύβοια πας στην Αθήνα οπότε θες να δεις περισσότερα πράγματα γιατί έρχεσαι στην πρωτεύουσα ας πούμε. Οπότε ναι, ψάχνεσαι και περισσότερο και ενθουσιάζεσαι πολύ εύκολα.

Κ.Δ.:

Θυμάσαι δηλαδή περιστατικά να είσαι μικρή και να ακούς παραδοσιακή μουσική οπότε να επηρεάζεσαι από αυτό;

Ι.Ν.:

Ναι, θυμάμαι χαρακτηριστικά στο χωριό μου και από τη γιαγιά μου. Και τη γιαγιά μου θυμάμαι δηλαδή να τραγουδάει κάποια τραγούδια όταν ήταν έτσι πιο νέα. Και ο μπαμπάς μου τραγούδαγε πάντα, δηλαδή τραγούδαγε πάρα πολλά. Θυμάμαι δηλαδή το τραγούδι μας ήταν το «Μήλο μου κόκκινο» από μικρή ηλικία, νομίζω τα λέει όλα αυτό! Και το χορεύαμε όποτε έμπαινε τα χορεύαμε έτσι τα δύο μας κτλ. Ναι φουλ παραδοσιακά, εντάξει το πανηγύρι έχει μεγάλη διαφορά από το πανηγύρι της Ηπείρου, το πανηγύρι που έχουμε εμείς στην Εύβοια να το πούμε και αυτό, ότι εδώ είναι άλλη μορφή πανηγυριού. Αυτή η λέξη έχει, έχει πάρει πάρα πολλά, δεν ξέρω, έχει αλλοιωθεί. Τη χρησιμοποιούμε τώρα για να πούμε το πανηγύρι ας πούμε του τάδε πού είναι τέρμα στα ρεβέρ ξέρω ’γω, εκεί στο βάθος, ότι αυτό είναι πανηγύρι. Ε, όχι δεν είναι πανηγύρι, αλλά εντάξει, έτσι διασκεδάζει ο κόσμος, έτσι. Είναι μία διασκέδαση και αυτή. Οπότε ναι, αυτό. Πολύ, πολύ παραδοσιακό τραγούδι, ναι.

Κ.Δ.:

Οπότε στο μυαλό σου το πανηγύρι είναι–

Ι.Ν.:

Στο;

Κ.Δ.:

Στο μυαλό σου το πανηγύρι πώς είναι; Γιατί έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που μας λες.

Ι.Ν.:

Ναι, εμένα στο μυαλό μου το πανηγύρι, ιδανικά θα πω ότι είναι να έχεις καλή παρέα, να έχεις καλό τσίπουρο ή κρασί, οτιδήποτε έχεις, καλή μουσική, καλή διάθεση προφανώς. Αλλά μουσική η οποία... Ναι, καλή μουσική. Τη μουσική εντάξει, ο καθένας την έχει στο νου του αλλιώς. Και απλά χορός, αυτό. Και μπύρα Amstel, ναι, αυτό θα πω σαν πανηγύρι. Ναι, και καλοκαίρ[00:45:00]ι και ξυπολυσιά. Να συνεχίσω; Και φορέματα φλοράλ και πάει λέγοντας. Ναι, μας έχει λείψει τώρα και το κάνουμε και πιο έντονα στο μυαλό μας έτσι και με εικόνες και αυτό.

Κ.Δ.:

Πολύ ωραία. Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο;

Ι.Ν.:

Ναι.

Κ.Δ.:

Ναι, τι σημαίνει για σένα η παράδοση, γιατί να το πούμε δυνατά αν θέλεις, τι είναι η επιστροφή στην παράδοση; Πώς το εννοείς εσύ;

Ι.Ν.:

Είναι λίγο παρεξηγημένο έτσι, σε μεγάλο βαθμό. Η παράδοση σίγουρα έχει ας πούμε πολύ χρήσιμα στοιχεία να συνεχίσεις τη ζωή σου έτσι; Που μπορείς να τα δανειστείς. Όχι, να τα πάρεις βασικά από την παράδοση, χρήσιμα στοιχεία τα οποία μπορείς να πορευτείς στη ζωή σου και να σου φανούν χρήσιμα και να σε βοηθήσουν κτλ. Όπως και στη μουσική το ίδιο πράγμα, δηλαδή μπορείς να πάρεις στοιχεία παραδοσιακής μουσικής, να μπλέξεις τζαζ ας πούμε και να κάνεις ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Έτσι μπορείς να μπλέξεις άπειρα πράγματα, τα πάντα. Δηλαδή μπορείς να το σκεφτείς έτσι, ότι να πάρεις στοιχεία και να τα χρησιμοποιήσεις, αυτό. Εγώ έτσι το έχω στο μυαλό μου.