© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Το σπίτι-μουσείο μνήμης στην Πλακωτή Θεσπρωτίας
Istorima Code
18705
Story URL
Speaker
Δήμητρα Μώκου (Δ.Μ.)
Interview Date
16/04/2021
Researcher
Ευγενία Μπέλλου (Ε.Μ.)
[00:00:00]Βρισκόμαστε στο σπίτι της Δήμητρας Μώκου, της αφηγήτριας, από το χωριό Πλακωτή Θεσπρωτίας, είμαι η ερευνήτρια Μπέλλου Ευγενία και ξεκινούμε την συνέντευξη. Να ξεκινήσουμε λίγο, να μου πείτε λίγο ποια χρονολογία γεννηθήκατε, πού γεννηθήκατε.
Γεννήθηκα στην Πλακωτή στις 11 Νοεμβρίου 1946, μεγάλωσα στην Πλακωτή, εδώ είναι το πατρικό μου, δεν έφυγα ποτέ από δω. Ορφάνεψα πολύ μικρή από τους γονείς μου, έζησα με τους παππούδες μου, είχα τον θείο μου σκοτώθηκε και αυτός από τροχαίο, πέθανε και η γιαγιά μου και έμεινα με τον παππού μου, με τριακόσια γιδοπρόβατα, με χωράφια, με δουλειές βασανιστικές πολύ, μεγάλωσα πολύ δύσκολα και στα 21 μου χρόνια παντρεύτηκα τον Ηλία τον Μώκο από τον Παραπόταμο που ήρθε γαμπρός στην Πλακωτή. Επειδή δεν είχα κανέναν, δεν είχα αδέρφια, δεν είχα κανέναν και στα χρόνια αυτά ο άντρας μου στάθηκε στη ζωή μου, φίλος, σύντροφος, αδελφός, πατέρας. Αυτά ήταν για τη ζωή μου.
Για πείτε μας λίγο τα πρώτα χρόνια της ζωής σας, όταν γεννηθήκατε τα πρώτα χρόνια τι θυμάστε; Πως ζούσατε; Πως ήταν;
Τι να θυμάμαι; Γεννήθηκα μέσα στο μαντρί μέσα στα πρόβατα και μέσα στα γίδια. Αυτή ήταν η ζωή μας ήτανε δύσκολη, αφού ο πατέρας μου με άφησε 1,5 χρόνων – σχεδόν δεν τον είδα καθόλου, ήταν φαντάρος. Η μάνα μου κακές συγκυρίες, παντρεύτηκε, έφυγε, παντρεύτηκε σε άλλο χωριό, την γνώρισα στα 30 μου χρόνια και δυσκολεύτηκα εδώ πάρα πολύ με τις δουλειές του χωριού.
Τι δουλειές κάνατε;
Δουλειές… Σας είπα πρόβατα, γίδια, χωράφια, αρμέγματα, κούρεψα, άρμεξα, έσπειρα, αλώνισα, ό,τι ήταν οι δουλειές του χωριού εκείνης της εποχής, μεγάλωσα με αυτές τις δουλειές. Σαν παιδί δεν έπαιξα, σαν παιδί δεν χάρηκα, ήμουν πάντα με τους παππούδες μου στις σκληρές δουλειές τους. Μέχρι που παντρεύτηκα δεν είδα άσπρη μέρα, με μια κουβέντα, δεν είδα άσπρη μέρα. Μετά πέρασα καλά στη ζωή μου, πέτυχα έναν σύζυγο μάλαμα, μου στάθηκαν πολύ τα πεθερικά μου, τα κουνιάδια μου, οι συννυφάδες μου, με είχανε καλύτερα από τα παιδιά τους, περάσαμε καλά. Μετά άνοιξε η ξενιτιά, έφυγε ο κόσμος έξω γύρισαν άλλαξε η ζωή μας ολονών και ο άντρας μου είχε πάει για τρία χρόνια στην Γερμανία, γύρισε, δούλεψε εδώ μετά υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, είκοσι πέντε χρόνια σε σχολικό οδηγός μετέφερε παιδιά από τα χωριά στη Νεράιδα – γιατί το σχολείο μας εδώ έκλεισε το 1985 και τα παιδιά που έμειναν εδώ μετά τα μεταφέρανε στη Νεράιδα. Από κει και πέρα, πάντα η ζωή μου ήταν στις αγροτικές δουλειές, ήταν και είναι, δεν έφυγα ποτέ από το χωριό να πάω να δουλέψω κάπου έξω, εκτός από εκδρομές και τέτοια: Γάμους, πανηγύρια… Περάσαμε καλά, ζήσαμε καλά. Αυτά είναι για τη ζωή μου, τίποτα το σπουδαίο.
Και όμως κάνατε κάτι πάρα πολύ σπουδαίο, μέσα στον χώρο του σπιτιού σας, εντάξατε ένα ολόκληρο μουσείο.
Ναι, όλα αυτά τα πράγματα που έχω στο μουσείο ήταν από τις δουλειές μας, δεν μάζεψα κάτι από άλλα. Όλα αυτά ήταν των παππούδων μου με αυτά… Μα το αλέτρι μου, μα το ένα, μα το άλλο, είναι εργαλεία που χρειαζότανε, ήταν πρακτικά και όλα αυτά τα έχω, τα κράτησα. Οι περισσότεροι βέβαια, τα πετάξανε, τα είχαν βαρεθεί – εμένα η γιαγιά μου τα πέταγε και εγώ τα μάζευα, είχα αυτήν τη λόξα από μικρή. Τώρα για τα βιβλία που έκανα, απλά ήθελα να κάνω κάτι για το χωριό. Το χωριό μας είχε πολύ κόσμο όταν παντρεύτηκα, ήταν κάπου πεντακόσια-εξακόσια άτομα εδώ. Έχουμε πολλούς γραμματισμένους, πάρα πολλά παιδιά αγράμματα, πολλά-πολλά και μεγάλους – μα από τη δουλειά τους, μα ξέρω γω δεν ασχολήθηκε κανένας να κάνει κάτι. Και εγώ αφού ήμουνα εδώ και είχα την ευκαιρία σε μεγάλη φυσικά, γιατί πριν δεν μπορούσα, ήθελα να κάνω ένα βιβλίο με όλες τις οικογένειες του χωριού μου. Προσπάθησα τρία χρόνια, έκανα πρώτα ένα βίντεο με όλες τις δραστηριότητες της ζωής μας -αναφέρομαι στη δεκαετία ‘40 -’50 θα το δείτε είναι πολύ ωραίο- και μετά έκανα το βιβλίο του χωριού για όλο το χωριό μου – έκανα και ένα άλλο με διάφορες άλλες ενότητες, τέλος πάντων κάτι για το χωριό μου. Ήθελα να κάνω κάτι. Στο χωριό βέβαια πρόσφερα πάρα πολλά. Όποιος με ήθελε ήμουν πάντα μπροστά, στις γιορτές έκανα τα πάντα στις καλές μέρες να βρεθώ σε ανθρώπους μοναχικούς που δεν είχαν κανέναν, έπρεπε να τους ανοίξω την πόρτα, και για ζωντανούς και για πεθαμένους τους έφτιαχνα όλους, έχω αλλάξει πεθαμένους, έχω κάνει τα πάντα, έκανα τα πάντα, μνημόσυνα και όλα αυτά. Στον σύλλογο, ήμουν σε χορευτικό ήμουν. Όσο μπορούσα έκανα πολλά για το χωριό μου. Αυτά.
Από πότε ξεκίνησε η δραστηριότητα του να συλλέγετε αντικείμενα παλιά;
Από μικρή, από μικρή. Σας είπα, ό,τι ήτανε παλιά ίσως οι παππούδες τα είχανε βαρεθεί και τα πετάγανε πλέον, αφού ερχόταν κάτι καινούριο στη ζωή τα πετάγανε, τα είχανε βαρεθεί. Εγώ τα μάζευα, δεν τους άφηνα να τα πετάξουν. Για παράδειγμα, ήταν κάτι κυπριά και κουδούνια από τα ζώα μας ήμουν στο σχολείο τετάρτη τάξη και είχε έρθει ένας από τις Πέντε Εκκλησίες ο άνθρωπος να πάρει για τα ζώα του και του τα πήρα από τα χέρια, του λέω του παππού: «Δεν θα του τα δώσω αυτά», «Παιδί μου τι τα θέλουμε; Αφού τα ζώα τα πουλήσαμε», «Δεν θα τα δώσω». Τα ‘χω κάτω θα τα δείτε, και έτσι κράτησα όλα αυτά. Στην ουσία είναι ένας θησαυρός, είναι ένας θησαυρός, τα δούλεψα και εγώ όλα αυτά και το αλεύρι που έχουμε και τη μηχανή και τον αργαλειό μου και τα πάντα όλα τα δούλεψα εγώ, τα δούλεψα με τα χέρια μου. Είπαμε, οι δουλειές του χωριού αυτές ήτανε.
Άρα το πρώτο αντικείμενο που συλλέξατε ήταν τα κυπριά;
Όχι, όχι, όχι.
Το πρώτο αντικείμενο θυμάστε ποιο ήταν;
Όχι, όχι. Ήταν όλο το νοικοκυριό μας, είναι ό,τι ήταν το νοικοκυριό μας όλο: Μα το ταψί, μα το τηγάνι, μα η γάστρα, ό,τι αυτά που χρησιμοποιούσαμε, για να ζήσουμε, να κάνουμε το νοικοκυριό μας. Δεν έκανα συλλογή από πουθενά, έμειναν απ’ τους παππούδες μου, οπότε τα χρησιμοποίησα και εγώ. Και σήμερα είναι για μουσείο.
Το πρώτο αντικείμενο που έχετε ποιας χρονολογίας είναι; Το πιο παλιό.
Αυτό το λυχναράκι είναι από το 1860, αυτό το λυχναράκι, από ό,τι μου έλεγε ο παππούς μου. Τώρα είναι πολλά. Τα περισσότερα είναι από τη δεκαετία του ‘30, το ’20 – είναι και πολλά που δεν ξέρω, δεν χρονολογούνται, αλλά μέχρι εκεί που μου λέγανε οι παππούδες μου ξέρω κάποια πράγματα. Τώρα, να σας πω για αυτά που… Το αλέτρι και αυτά που οργώναμε, αυτά υπήρχαν φυσικά και γρηγορότερα, αλλά επειδή έφυγαν οι παππούδες, εγώ τα κράτησα όλα. Αυτοί μπορεί να τα είχαν από το ’20-από το ‘10 ξέρω γω, με αυτά ζούσανε. Με τη βαριά, με το λοστάρι που βγάζανε την πέτρα από τα νταμάρια και κουβαλάνε οι γυναίκες ζαλωμένες για τα σπίτια. Έχουμε δύσκολο τόπο, το χωριό μας είναι πολύ δύσκολο και πότε ψάχνανε – για αυτό είμαστε και λέγεται: «Πλακωτή». Ίσως το όνομά του το πήρε από τις Πλακαριές, μια περίπτωση είναι αυτή. Ίσως μετά επειδή το πλακώσανε διάφοροι, Τούρκοι ξέρω γω, αλλά ο κόσμος πιάνανε τις άκρες επειδή η πέτρα ήταν κοντά, επειδή το νερό το κουβαλούσαμε από μακριά με τα άλογα-με τα μουλάρια, το αμμοχάλικο το κουβαλούσαμε από τον Καλαμά από το ποτάμι. Όλη αυτή η πέτρα μεταφερόταν με τις γυναίκες ζαλωμένη, γιατί δεν πήγαιναν τα ζώα εκεί πέρα. Απ’ εκεί πέρα, ήδη κουβαλάγαν’ οι γυναίκες, για να φτιάξουν κάτι εδώ. Δύσκολα χρόνια ρε κορίτσι μου, δύσκολα χρόνια, αλλά μετά ήρθαν και καλές μέρες. Η γενιά μας πέρασε δύσκολα, περάσαμε και καλά, αλλά τώρα ήρθαν πάλι τα δύσκολα και αλίμονο στις καινούριες γενιές, νομίζω.
Ποτέ θυμάστε αυτά τα αντικείμενα να χρησιμοποιούνται και πότε σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται και μπήκαν στο μουσείο;
Τι να σας πω τώρα… Μέχρι τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 τα χρησιμοποιούσαμε, πολλά από αυτά. Φυσικά, με τα βόδια που κάναμε χωράφι, έχουνε μείνει αυτά στη δεκαετία του ’60, μετά βγήκαν τα τρακτέρ, βγήκαν κάτι άλλα, αυτά μείνανε από τότε. Ήρθαν οι εξελίξεις μετά βλέπεις.
Ας πάρουμε μια-μια τις κατηγορίες. Έχετε μαζέψει από κτηνοτροφικά. Είχε κτηνοτροφία εδώ πέρα;
Είχε, το χωριό μας με την κτηνοτροφία ζούσε και με τη γεωργία ας πούμε. Δεν είχανε κάμπους, πως να σου πω, αυτά τα χωράφια που ήταν τα δούλευε ο κόσμος: Έσπερνε καλαμπόκια, σιτάρια, βρώμες, βρίζες, οτιδήποτε. Αυτά τα χωράφια, μετά δεν είχαμε δρόμους, για να κατεβαίναμε τότες και να ήτανε τρακτέρ, δεν είχαμε δρόμους. [00:10:00]Και ο κόσμος προσπαθούσε με τα ζώα-με τα βόδια να οργώσουνε.
Ποιους παλιούς θυμάστε εδώ; Πώς θυμάστε να ήταν η ζωή; Η παλιά ζωή εδώ στο χωριό, πώς ήταν;
Αυτοί που σου είπα, όλοι ήτανε το ίδιο, σε ένα «σακί» ήταν όλοι. Λίγοι ήταν αυτοί που μετανάστευσαν πριν το ’59. Παράδειγμα, ένας θείος της γιαγιάς μου ήταν ο πρώτος που είχε πάει στην Αυστραλία και είχε ζήσει πολλά χρόνια εκεί, έκανε περιουσία – ήταν στην Αντελαΐντα, έκανε περιουσία μεγάλη εκεί και γύρισε το 1928 εδώ, έκανε μια μεγάλη δωρεά στο νοσοκομείο Φιλιατών, ξαναφύγε πάλι, δεν παντρεύτηκε και όποτε έχει πεθάνει εκεί. Και μετά ξενιτεύτηκαν κι άλλοι χωριανοί μας στον Καναδά, στην Αμερική, στη Βενεζουέλα και σιγά-σιγά αρχές του ‘60 μετά μετανάστευσαν ομαδικά. Το χωριό είχε αδειάσει και είχανε μείνει πίσω οι γέροι με τα εγγόνια. Ήτανε η δύσκολη δεκαετία. Η δύσκολη δεκαετία ήταν το ‘40 που είχαμε την Κατοχή και τον Εμφύλιο και μετά ήτανε δεκαετία αυτή του ‘60 που έμειναν τα γερόντια πίσω με τα παιδάκια. Μετά το 1965 και μετά άρχισε ο κόσμος να επιστρέφει. Άλλοι μετακόμισαν στην Αθήνα, άλλοι σε χωριά άλλα – πιάστηκε ο κόσμος καλά, μετά φτιάχτηκε η κατάσταση διαφορετικά.
Εσείς ζήσατε τον πόλεμο εδώ; Τον πόλεμο δεν τον ζήσατε;
Όχι, εγώ-
Τις επιπτώσεις μετά όμως; Πώς ήταν;
Φτώχεια, φτώχεια μεγάλη. Ένα ζευγάρι παπούτσια τα είχαμε για χειμώνα και για καλοκαίρι και περπατάγαμε και πολύ ξυπόλητοι, για να μη χαλάσουν και τα παπούτσια! Ένα φόρεμα -φουστάνι που λέγαμε-, έχω μια φωτογραφία της Αγίας Τριάδας, ήταν μάλλινη η ζακέτα, μάλλινο το φουστάνι, αυτό είχα χειμώνα-καλοκαίρι. Όχι εγώ, όλοι! Μας στέλναν και από την Αμερική τότες, μας στέλναν διαφορά. Άντε και τι να βάλεις και τι να φορέσεις; Δύσκολα χρόνια μωρέ, δύσκολα, δύσκολα. Σου λέω, μετά από τη δεκαετία του ’70-του ‘80 και μετά φτιάχτηκε η ζωή για όλο τον κόσμο εδώ καλά. Τώρα άρχισαν οι καταστάσεις πάλι δύσκολες, τέλος πάντων.
Είστε και κοντά στον ποταμό Καλαμά, Παρακαλάμια περιοχή εδώ.
Ναι, ο Καλαμάς κάτω εδώ είναι.
Τι ρόλο έπαιξε ο Καλαμάς εδώ στο χωριό; Τι δουλειές κάνανε με το ποτάμι;
Ψάρια, πιάναμε ψάρια, πολλοί που με τα ψάρια ζούσανε – ζούσανε… Είχανε να φάνε ρε παιδί μου ψάρια. Αλλά δεν μας βοηθούσε το ποτάμι, ήταν χαμηλά. Δεν μας βοηθούσε να τραβήξουμε νερό προς τα πάνω, να σπείρουμε χωράφια και τέτοια. Εκείνοι που ήτανε κοντά-κοντά με κάνα μοτεράκι μπορεί να πότιζαν κάτι, αλλά δεν μας βοήθησε ο Καλαμάς, κατάλαβες; Τα ζώα που είχαμε – είχαμε γύρω στις επτά χιλιάδες γιδοπρόβατα εδώ. Τα ζώα περισσότερο ήταν στα βουνά πάνω, έχουμε βουνό. Τον χειμώνα τα κατεβάζαμε και κάτω, μετά άρχισε ο κόσμος να φυτεύει ελιές, άρχιζε να φυτεύει αυτά και οπότε σιγά-σιγά έφυγε ο κόσμος, φύγαν και τα ζώα. Με αυτά ζούσε ο κόσμος, με τα ζώα και αυτά τα χωράφια, αυτά που υπήρχανε
Σχολείο πήγατε εδώ στο χωριό;
Εδώ, το ‘χω και δίπλα, εδώ κοντά.
Πως ήταν εκείνα τα χρόνια τα παιδικά;
Ανέμελα, φτωχοί όλοι και ανέμελα
Παρέες με άλλες κοπέλες κάνατε;
Προλάβαινα; Ο παππούς φώναζε να πάω στα πρόβατα, σηκωνόμουν 5:00 η ώρα το πρωί να κατεβούμε κάτω στον κάμπο, να πάω στα πρόβατα, γιατί γεννούσαν τη νύχτα, έπρεπε να είμαστε εκεί και μετά να ‘ρθω να προλάβω το σχολείο το πρωί – μάζευα και τις βέργες, γιατί δεν προλάβαινα από τον δάσκαλο. Και συγκεκριμένα, μια φορά θυμάμαι ήτανε παγωνιά που είχανε παγώσει τα χεράκια μου, όσο να ανέβω την ανηφόρα, μόλις είχανε μπει τα παιδιά μες στο σχολείο, τελευταία μπήκα εγώ. Παίρνει τη βέργα ο δάσκαλος, εγώ χώνω τα χέρια κάτω από το θρανίο και του ‘λεγα: «Μη με βαράς! Με πονάνε τα χέρια μου!». Είχανε μαυρίσει από το κρύο. Πραγματικά, το λέω και στεναχωριέμαι. Τα έβαλα κάτω από το θρανίο, μου τραβάει τα χέρια έξω, με τη βέργα είπα: «Έσπασαν τα χέρια μου», νόμιζα θα πέσουν τα χέρια μου κάτω. Δεν θα το ξεχάσω αυτό ποτέ. Μετά ήταν και πολλά παιδιά στο σχολείο, δίκιο είχαν και οι δάσκαλοι, δύσκολα και ένας δάσκαλος τώρα με εκατόν πενήντα παιδιά δεν έβγαινε και πέρα, να λέμε και την αλήθεια. Στέλναν που και που στη μέση της χρονιάς έναν δάσκαλο από αλλού για βοήθεια, να βοηθήσει λίγο τον δάσκαλο – ήτανε δύσκολα και για τον δάσκαλο. Μετά, λόγω Κατοχής ήταν παιδιά 18 χρονών στο δημοτικό, λόγω Κατοχής. Επειδή δεν υπήρχε δάσκαλος στην Κατοχή, αναγκάστηκαν τα παιδιά να πάνε σε μεγάλη ηλικία και…
Δεν υπήρχε όμως κατανόηση, ότι είναι εργαζόμενα τα παιδιά; Ότι δουλεύουν;
Έλα ντε! Και μετά οι παππούδες-οι γονείς έλεγαν: «Τι θα το κάνεις το σχολείο; Τι θα σε κάνω δάσκαλο; Εδώ έχουμε πρόβατα, έχουμε γίδια, έχουμε τις δουλειές μας». Έχουμε και αυτό το κουσούρι. Εδώ, το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας έπρεπε να προσέξει και τα αλλά, γιατί οι γονείς έπρεπε να είναι στις δουλειές τους. Έπρεπε να προσέξει τα μικρότερα τα παιδιά. Μετά δεν ξέρω ρε παιδί μου, βγαίναμε στο βουνό τώρα δύο ώρες με τα πόδια, φεύγαμε από δω παιδάκια με τα άλογα με τα μουλάρια, δεν είχαν τον φόβο οι γονείς μήπως σκοτωθούμε στον δρόμο. Βγαίναμε στο βουνό να φορτώσουμε χορτάρι, ξύλα να τα φέρουμε στο χωριό, παιδάκια 10 χρονών-8 χρόνων… Δεν ξέρω, από τύχη ζούσαμε, από τύχη ζούσαμε. Δύσκολα, δύσκολα χρόνια, αλλά επειδή ήταν όλος ο κόσμος το ίδιο και δεν υπήρχε φθόνος, ζήλεια, ήμασταν όλοι το ίδιο. Τέλος πάντων. Και ανέμελα τα παιδιά όλα παίζανε με αυτά που ήτανε να παίξουνε. Κάναμε… Αλωνίζαμε τα σιτάρια μέσα στα άχυρα, ό,τι πρακτικό μπορούσες, φτιάχναμε τραμπάλες με ξύλα. Δεν είχαμε αυτά που υπάρχουν σήμερα, αλλά πρακτικά προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι.
Ωραία αυτά τα έθιμα τα παλιά. Το παραδοσιακό πως προέκυπτε μέσα από το καθημερινό.
Έτσι στήναμε πλάκες, να πιάσουμε πουλιά στις γιορτές τα ψήναμε, τα κρατάγαμε και τα ψήναμε στις γιορτές, χαρά μεγάλη! Τι κοτσύφια, κοκκινολαίμη και τέτοια. Είχαμε ζώα. Βέβαια, σχεδόν όλοι είχαμε ζώα, δεν έλειπε το κρέας, αλλά εμείς τα παιδιά τα βλέπουμε διαφορετικά. Ερχόταν οι ημέρες οι καλές, φτιάχναμε κουλούρες-κουλουράκια τα βάζαμε στα ζώα, στο μαντρί μέσα πηγαίναμε και τα βάζαμε στα ζώα την κουλούρα πάνω. Αν τιναζόταν το ζώο, έπεφτε η κουλούρα. Αν έπεφτε ανάποδα δεν θα πήγαινε καλά η χρονιά, αν έπεφτε όρθια θα πήγαινε καλά η χρονιά. Ήταν κάτι τέτοια ήθη και έθιμα, τα έχω γραμμένα και στο βιβλίο όλα αυτά.
Αυτά τα έθιμα γινόταν σε κάποια συγκεκριμένη γιορτή του χωριού;
Ναι στις… Πρωτοχρονιά συνήθως, Πρωτοχρονιά που φτιάχναμε και την κοφτοπίτα, δεν είχαμε αυτά που έχουμε σήμερα. Η κοφτοπίτα ήτανε σιτάρι αλεσμένο, πλιγούρι που λέμε, και μισό σιτάρι-μισό πλιγούρι και φτιάχναμε τη βασιλόπιτα.
Μπράβο, δεν το γνώριζα αυτό το έθιμο. Κάποιο άλλο έθιμο που θυμάστε ως παιδί που συμμετείχατε; Σε γιορτές…
Είχαμε και γιορτές… Τότες κάναμε – πέρα από την ονομαστική εορτή είχαμε κάθε σόι είχαμε τον Άγιο προστάτη. Εμείς για παράδειγμα το σόι το δικό μας Αθανασίου λεγόμαστε, γιορτάζαμε της Αγίας Τριάδος, άλλο σόι γιόρταζε της Παναγίας, άλλο σόι γιόρταζε των Ταξιαρχών. Κάθε σόι είχε τον Άγιο προστάτη. Βγαίναμε τώρα στο πανηγύρι, ερχότανε και παλιά μαζευόταν παρέες με τα κλαρίνα και ερχότανε στις γιορτές αυτές – αυτές οι γιορτές ήταν πιο καλές από τις ονομαστικές τότες. Μετά σιγά-σιγά εξελίχθηκαν οι ονομαστικές εορτές και πάλι μετά μαζευόταν δέκα-είκοσι άτομα: «Θα πάμε σήμερα στον Νίκο που γιορτάζει, στον Ηλία, στον Γιάννη…» ξέρω γω. Ήταν αυτά τότες, είχαμε τις Απόκριες περιμέναμε πως και πως. Μετά το 1954 μας φέρανε ραδιόφωνο από τη Νομαρχία, το ‘βαλαν στο σχολείο. Ήταν με μπαταρία, το χειριζόταν ένας χωριανός μας και είχε δύο μεγάφωνα σε δύο σημεία. Εκείνο που θυμάμαι και εγώ και πολλά παιδιά, 19:00 η ώρα το απόγευμα έβαζε δημοτικά τραγούδια. Εκείνη την ώρα προσπαθούσαμε, προσπαθούσαμε από τις δουλειές να πλησιάσουμε σε όλο το χωριό, γιατί ακουγότανε σε όλο το χωριό – ήταν η χαρά μας. Μετά άρχισαν να μας φέρνουνε κινηματόγραφο-σινεμά από το τάγμα των Φιλιατών ή από τη Νομαρχία ξέρω γω, μια φορά τον μήνα σχεδόν μας φέρναν’, μαζευόμασταν όλοι. Χαμός γινότανε, χαμός! Δεν είχαμε άλλη διασκέδαση, τις Απόκριες μόνο. Αλλά είχαμε και… Τότε στο χωριό είχαμε επτά μαγαζιά, καφέ-παντοπωλεία, τέτοια. Επτά-οκτώ είχαμε και στις γιορτές, επειδή είχαμε χωριανούς που παίζανε μουσικά όργανα, όποτε θέλαμε:[00:20:00] «Έλα μπαρμπα-Βασίλη», ήταν ένας θείος μου. Όποτε θέλαμε, κάναμε ένα ντου στο μαγαζί, για να γλεντήσουμε. Μετά αυτά όμως, για να μη λέμε ό,τι θέλουμε τώρα, γιατί μέχρι τη δεκαετία του ‘60 κοιτάζαμε από τα παράθυρα, ήταν μόνο οι άντρες μέσα στα μαγαζιά. Μη λέμε ό,τι θέλουμε, οι γυναίκες κοιτάζαμε από τα παράθυρα. Είχαμε το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας ξεκίνησε τις 1911. Πολλά χρόνια ήταν οι άντρες στα τραπέζια, οι γυναίκες θα κάθονταν στην άκρη φτιάχνανε πίτες φτιάχνανε αυτές βάζανε να φάνε οι μπέηδες και γυναίκες στην άκρη αν περίσσευε τίποτα. Μετά καθιερώθηκε να κάθονται και γυναίκες στο τραπέζι. Και μετά, κάνουμε και ωραία πανηγύρια και τώρα, μη κοιτάς τώρα λόγω της κατάστασης. Κάνουμε της Αγίας Τριάδος πολύ ωραίο πανηγύρι, στις 6 Αυγούστου της Αγίας Σωτήρος και τον Δεκαπενταύγουστο κάνουμε πανηγύρι καλά από το χωριό. Και το χωριό μας επειδή δεν υπάρχουν καφετερίες δεν υπάρχουνε οι πολυτέλειες, ο κόσμος είναι δεμένος. Θα έρθουνε από τις ξενιτιές-από την Αθήνα, γεμίζει το καλοκαίρι. Τα παιδιά θα τα δεις με τους γονείς τους, είμαστε πολύ δεμένοι, πολύ δεμένοι. Και αυτό είναι καλό.
Και ήσασταν και ενταγμένη σε όλες τις ομάδες, όλες τις ομάδες, τις χορευτικές…
Ναι ήμουν και στο χορευτικό και στον σύλλογο έκανα… Και εκεί να μην ήμουνα μέσα, αλλά εγώ ήμουνα μέσα σε όλα: Και στην εκκλησία μπροστά και στο πανηγύρι, πρόσφερα πολλά στο χωριό μου, μου άρεσε να το κάνω αυτό. Πρόσφερα πολλά.
Αυτό πώς προέκυψε μέσα σας; Γιατί έχετε την ανάγκη να δώσετε κάτι πίσω στο χωριό; Με τα βιβλία, με το μουσείο, με τις ομάδες όλες αυτές.
Γιατί; Γιατί μου έλειψαν πολλά πράγματα στη ζωή μου και τα έβγαλα τώρα. Μου έλειψαν πολλά πράγματα. Όπως σας είπα, πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια. Να σου πω ένα παράδειγμα που με στεναχώρησε πάρα πολύ: Επειδή δεν είχα... Οι παππούδες μου – δεν είχα γονείς, δεν είχα αδέρφια, δεν είχα κανέναν. Οι παππούδες με προστατεύανε, φοβότανε μήπως παιδάκι με χτυπήσει κανένας άλλος ξέρω γω, φοβότανε: «Δεν θα πας εκεί, εσύ δεν έχεις κανέναν! Με ποιον θα πας; Δεν έχεις κανέναν» και μια φορά ήθελα να πάω… Γινόταν ένα πανηγύρι και ήθελα να πάω και εγώ. Όχι ακριβώς πανηγύρι, στο καφενείο γινόταν ένα γλέντι, Απόκριες ήταν τώρα; Δεν θυμάμαι. Και ζόρισα τη γιαγιά μου: «Έλα και εσύ να πάμε μαζί». Ήθελα σαν παιδάκι, το ‘θελα να πάω. Οπότε βγήκα, κοιτάζαμε από το παράθυρο εκεί και χορεύανε κάτι άλλα κορίτσια όλοι, της ηλικίας μου πάλι, και πήγα και εγώ και μπήκα ανάμεσα στα κορίτσια στον χορό, και μου λέει μια κοπέλα: «Φύγε από δω, εσύ είσαι γρουσούζα. Δεν έχεις γονείς, δεν έχεις κανέναν. Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;». Αυτό εμένα με πλήγωσε τόσο πολύ που δεν ξαναπάτησα. Και για αυτό, όπου βλέπω ορφανά, δεν θα ‘θελα να ιδώ. Είναι δύσκολη η ορφάνια παιδιά, αλλά τι να κάνεις; Μέσα στη ζωή είναι όλα. Μετά παντρεύτηκα, βρήκα σύντροφο καλό, δεν μας έδωσε ο Θεός παιδιά. Κουραστήκαμε, το παλέψαμε και λέω: «Τόσο ατυχία; Γονείς όχι, παιδιά όχι. Το μόνο στη ζωή μου, έχω τον άντρα μου ένα μάλαμα, τίποτα άλλο. Το μόνο καλό στη ζωή μου». Δεν μου είπε πότε – έχουμε πενήντα τέσσερα χρόνια παντρεμένοι, δεν ανταλλάξαμε πικρά λόγια, ποτέ μα ποτέ. Μου στάθηκε για όλα αυτά που έκανα, μου στάθηκε πολύ ο σύντροφός μου, μου στάθηκε πολύ ο άντρας μου, πολύ-πολύ.
Τελικά, μερικές φορές μπορεί να νιώθουμε, ότι δεν έχουμε κάποιον, αλλά έχουμε όλο τον κόσμο, γιατί τους έχετε όλους εδώ. Τους γράψατε όλους, δεν αφήσατε κανέναν.
Καμία οικογένεια δεν άφησα, καμία-καμία και αυτό το θεωρούν Ευαγγέλιο το βιβλίο. Αυτό μου λένε όλοι: «Το έχουμε στο προσκέφαλο» στον Καναδά, στην Αυστραλία αυτοί που ξέρεις οι ξενιτεμένοι που είναι και έξω και βλέπουν όλα αυτά, το βίντεο και όλα αυτά, για αυτούς είναι μεγάλη υπόθεση, μεγάλη υπόθεση. Και προσπάθησα, έκανα τρία χρόνια – δεν μαζεύεις εύκολα στοιχεία. Εδώ κάνω ένα για το σόι ο καθένας το γενεαλογικό δέντρο και δεν μπορούν να τα βγάλουν άκρη. Και αυτό, για να βγάλεις όλες τις οικογένειες του χωριού είναι πολύ δύσκολο, έχω τετρακόσιες φωτογραφίες μέσα. Για να βγάλω αυτές τις φωτογραφίες όλες κουβαλούσα ολόκληρες κορνίζες, για να κάνω να βγάλω έναν από τη μια, για να κάνω μια φωτογραφία οικογενειακά. Δηλαδή δυστυχώς οι οικογένειες σπάνια να βγούνε τότες φωτογραφία.
Πότε ξεκίνησε το βιβλίο να γράφεται; Πότε ξεκινήσατε να μαζεύετε στοιχεία;
Εγώ από μικρή σημείωνα διάφορα πράγματα. Είχα και έναν πρώτο ξάδερφο του πατέρα μου, αυτός με βοήθησε πολύ, αυτός... Και μένα μου άρεσε να ρωτάω για τη συγγένεια: «Ποιος είναι ο συγγενής μας;». Ήθελα σχέσεις, είμαι άνθρωπος με σχέση, μου άρεσε να μαθαίνω τα πάντα, και από μικρή κρατούσα διάφορες σημειώσεις: Για συγγένειες, για δουλειές που γινόταν και αυτά τα βρήκα μπροστά μου. Και το 2005-2006 έτσι καθόμουνα εδώ μια μέρα και λέω: «Δεν ξεκινάω να κάνω κάτι;». Και λίγο-λίγο-λίγο, το ξεκίνησα για λίγο και το ‘φτασα το βιβλίο…
Και βρήκατε τους πάντες εδώ.
Τους πάντες βρήκα ναι, τους πάντες.
Μέχρι και νύφη στο μουλάρι βλέπω. Έτσι την πήγαιναν;
Ναι, αυτή είναι χωριανή μας εδώ, είναι κάνα χρόνο μικρότερη από μένα και πήγαινε στις Πέντε Εκκλησίες δίπλα.
Και πως ήταν το έθιμο να την πάνε έτσι νύφη;
Έτσι πηγαίναν τότε με τα ζώα, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Και το Βλαχώρι που φέραμε νιφάδες από το Πολύδροσο -που ήρθατε εσείς σήμερα-, με τα μουλάρια τις φέρναμε, με τα άλογα. Δεν υπήρχαν δρόμοι.
Πώς ήταν το έθιμο του γάμου; Πώς το θυμάστε;
Τώρα, να σας πω την αλήθεια, σας είπα, ότι πάντα φευγάτη από το χωριό με τους παππούδες μου στα ζώα, δεν πολυέζησα κάτι καταστάσεις, αλλά εκείνο που θυμάμαι τώρα… Σε έναν γάμο βοηθούσαν όλοι οι χωριανοί, οι χωριανοί – οι συγγενείς πιο πολύ. Για παράδειγμα τώρα, παντρευόταν ένας γείτονας μας εδώ και συγγενείς: Άλλος πήγαινε ξύλα, άλλος πήγαινε κρέας, άλλος πήγαινε μπογάκια που λέγαμε -την κουλούρα του γάμου-, άλλος θα πήγαινε ούζο. Ενισχύσανε τον νοικοκύρη έτσι, γιατί ήτανε δύσκολα. Όπως και όταν πέθαναν οι άνθρωποι, στα σαράντα άλλος ερχότανε με τις τσάντες τους, με το σακούλι που λέγαμε, με ζάχαρη, με μακαρόνια, με ούζο, με καφέ, για να κάνει το τραπέζι ο νοικοκύρης. Δεν μπορούσε, δεν είχε… Δηλαδή οι παππούδες μου για παράδειγμα δεν παίρνανε σύνταξη, η σύνταξη άρχισε από τη δεκαετία του ‘60 και μετά, δεν είχανε... Θα πουλούσαν δύο πρόβατα-τρία πρόβατα να πάρουν κάτι αναγκαίο και έτσι ο κόσμος τότε βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Ή με τις δουλειές, όταν σκαλίζαμε τα καλαμπόκια μας, έτσι; Θα μαζευόμασταν είκοσι γυναίκες. Η γυναίκα η πρώτη ήμουν εγώ 5 χρονών. Τέλος πάντων, η γιαγιά μου και άλλες γυναίκες θα πηγαίναν σε ένα χωράφι σήμερα, στο άλλο αύριο, στο άλλο μεθαύριο και έτσι βοηθιόταν και γινότανε απόδοση δουλειάς. Μετά, όταν θερίζαν’ τα σιτάρια, πάλι μαζευόταν μπουλούκια που λέγαμε. Όταν ξεφλουδίζαμε το καλαμπόκι φέρναμε εδώ τη νύχτα στο σπίτι, το απλώναμε μέσα στο σπίτι και γινόταν ο χαμός, δεν είχαμε άλλο μέρος. Πάλι παρέα, πάλι παρέα. Θα τα δείτε όλα στο βίντεο αυτά, τα έχω τραβήξει όλα Είναι πολύ ωραίο. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον, ή στα ζώα άμα ήταν ανάγκη, ή στα χωράφια, ή…
Και εδώ με την κασέλα βλέπω.
Ναι, αυτού είναι ένας γείτονας μας εδώ πάντρευε την αδερφή του.
Η ΜΟΜΑ πότε ήρθε στο χωριό;
Ήρθε στο τέλος του ’50. Από το ‘57 σχεδόν ξεκίνησαν να καταγραφούν το… Να μετράνε πως θα γίνει η διαπλάτυνση και αυτά, και από κει ξεκίνησε το ‘60-’61 τελείωσε, ασφαλτοστρώθηκε, έγινε η διαπλάτυνση της Ηγουμενίτσας-Ιωαννίνων ο δρόμος. Ο πρώτος δρόμος είχε χαραχθεί το 1935 ο χαλικόδρομος, κάναμε πέντε ώρες να πάμε στα Γιάννενα – έξι.
Με τα ζώα πηγαίνατε;
Με τα ζώα. Μετά… Εγώ δεν πήγα με τα ζώα, έφτασαν τα λεωφορεία με τη μούρη που πήγαιναν στα Γιάννενα, πέντε ώρες ντράκα-ντρούκα, άντε να φτάσεις στα Γιάννενα! Τότες ήρθε η ΜΟΜΑ εδώ, έγινε η διαπλάτυνση και στρώθηκε ο δρόμος.
Έχετε συλλέξει πολύ υλικό, και τις φωτογραφίες και τα πρόσωπα και τις δραστηριότητες, την κτηνοτροφία…
Ναι, στο πρώτο μέρος έχω διάφορα πρόσωπα: Πόσοι παπάδες περάσανε, πόσοι δάσκαλοι περάσανε, πόσοι γιατροί πέρασαν από το χωριό. Να, πως κουβαλάμε αυτά με το κασόνια από το ποτάμι, αμμοχάλικο – αυτή[00:30:00] είναι από το Πολύδροσο η γυναίκα και ήταν παντρεμένη εδώ. Εδώ πως φτιάχνανε το ασκί που λέγαμε – το ασκί γινότανε από ζώο -από τράγο-, το φτιάχνανε και βάζανε λάδι και φόρτωναν οι δικοί μας από δω και πηγαίνανε στα χωριά των Ιωαννίνων να το πουλήσουνε, οι αγωγιάτες που λέγαμε. Ήταν και αυτοί μέσα στη ζωή -οι αγωγιάτες-, φεύγαν’ από εδώ τρεις ώρες νύχτα να ξημερώσουν τώρα στον Βουτσαρά και κοιμηθούν στο Χάνι που λέγαμε εκεί -στο Χάνι του Τσίκα που λέγαμε- και την άλλη μέρα να φτάσουν στα χωριά -στην Ιερομνήμη, στα χωριά των Ιωαννίνων- να πουλήσουν λάδι. Άλλοι ξεπουλάγανε, άλλοι σε δύο μέρες, άλλοι σε πέντε μέρες, αναλόγως τι ξεπούλημα έκανε ο καθένας. Φεύγαν’ παρέες και μετά γυρίζαν ανά δύο-ανά τρείς άντρες, αναλόγως. Φεύγαν’ πολλοί παρέα από δω, πηγαίνανε ελιές και λάδι και από κει φέρνανε άλλα γεννήματά: Φέρνανε καλαμπόκι, σιτάρι, ξέρω γω όσοι δεν είχαν εδώ. Εδώ ήταν οι μπακάληδες του χωριού μας όλοι.
Είχε και μπακάλικο.
Ναι, πώς να πω… Τα μαγαζάκια αυτά ήτανε καφέ-μπακάλικα, και ένα τέτοιο έχουμε ακόμα, όλα τα άλλα κλείσανε. Καφενείο και μπακάλικο.
Από κει ψωνίζατε; Είχατε πάει-
Ναι, ναι, ναι, από κει ψωνίζαμε, το ένα ήτανε μεγάλο ειδικά και είχε τα πάντα. Ψωνίζαμε από κει, ναι. Αυτοί είναι οι δάσκαλοι που πέρασαν από το χωριό, από κει και πίσω ήταν οι γιατροί που πέρασαν από το χωριό. Οι γιατροί τότες ήτανε – υποχρεωτικά καθόταν, έκαναν το αγροτικό τους έναν χρόνο στο χωριό. Τώρα είναι στο Κέντρο Υγείας Παραμυθιάς και έρχεται γιατρός μια φορά την εβδομάδα στο χωριό. Να εδώ είναι ο παππούς μου το 1914.
Αυτός που σας μεγάλωσε κιόλας.
Ναι, ο πατέρας του πατέρα μου, ναι.
Ο πατέρας σας πώς χάθηκε;
Σκοτώθηκε στον Εμφύλιο, στον Εμφύλιο το ’49. Στο τέλος του Εμφυλίου, ήταν το «τυχερό» του, στην Φλώρινα. Σας λέω, ήταν δυόμισι χρόνια εκπαιδευτής, στην Κόρινθο – τότες υπηρετούσανε, ήτανε πολλά χρόνια φαντάροι και τους βγάλανε για πέντε μήνες στην Φλώρινα και σκοτώθηκε.
Και είχε μόνο εσάς; Μόνο ένα κορίτσι είχε;
Ναι δεκαοκτώ μήνες έζησε με τη μάνα μου, κλεφτήκανε. Δεκαοκτώ μήνες, έμεινε έγκυος η μάνα μου, έφυγε ο πατέρας μου φαντάρος, δεν τον είδα εγώ, γιατί με μια άδεια είχε έρθει ο πατέρας μου, που με είδε και τον είδα – τον είδα… Δεν θυμάμαι να… Εκεί με βρήκε και εκεί με άφησε ο πατέρας μου.
Μωρό.
Ναι.
Και η μητέρα σας μετά πως…
Η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε, με άφησε αυτή 3 χρονών. Παντρεύτηκε, αλλά επειδή αυτή ήθελε να με πάρει μαζί της, αλλά εκεί που παντρεύτηκε ήταν πολύ δύσκολα. Οι παππούδες μου, επειδή ο πατέρας μου ήταν πολύ φρέσκος, δεν ήθελαν να με χωρίσουνε. Ήταν τέλος πάντων κάτι συγκυρίες άσχημες, οπότε ήμουν το μήλον της έριδος εγώ. Τελικά, με κράτησαν οι παππούδες μου ευτυχώς.
Ευτυχώς λέτε τώρα;
Ευτυχώς ναι. Αυτός, ένας θείος, ένας πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου που τον είχα σαν πατέρα μου.
Άρα μεγαλώσατε μέσα σε ένα κλίμα που ήταν ο παππούς, ο αδερφός του παππού, όλοι αυτοί μαζί ζούσατε.
Ας πούμε-
Σ’ ένα σπίτι όλοι-
Ναι, από κάτω ήταν ένα παλιό σπίτι, ήταν ο αδερφός του παππού μου και όταν έχτιζαν το σπίτι, ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα παλιό σπίτι που ήταν εδώ πίσω. Όταν φτιάχναμε εμείς, πάλι ζούσαμε εμείς εκεί. Αλλά σχεδόν μαζί, με τα ζώα μας, με τα χωράφια μας, ναι.
Σας αγαπούσανε, ένα παιδάκι είχανε.
Ναι δεν μπορώ να πω, με αγαπούσαν, αλλά εγώ ήθελα άλλη αγάπη βρε κορίτσι μου. Ήθελα τη μάνα μου, ήθελα τον πατέρα μου, ήθελα χάδια, ήθελα αγάπη, ήθελα στοργή. Με αγαπούσαν με τον τρόπο τους και αυτοί, γιατί είχαν τις δουλειές τους τέτοιες που ήταν δύσκολη κατάσταση.
Μήπως τελικά αυτό έρχεται έτσι να ισορροπήσει λίγο αυτήν την ανάγκη που έχετε να δίνετε εσείς; Μονίμως κάτι δίνετε.
Επειδή πέρασα πολλά, πολύ δύσκολα, τι να σου πω τώρα… Περιπέτειες που δεν μπορώ να τις πω εδώ, πέρασα δύσκολα, πολύ δύσκολα. Μεγάλη στενοχώρια και λέω: «Τα άφησα πίσω μου όλα και έβγαλα μέσα… Έβγαλα αγάπη για όλους τους ανθρώπους». Αγάπη, αγάπη, ξέρεις τι θα πει αγάπη; Για όλο τον κόσμο. Δεν κράτησα κακία, δεν μου αρέσει το ψέμα, δεν μου αρέσει η κλεψιά, είμαι ντόμπρος άνθρωπος, είμαι ήρεμος άνθρωπος, δεν νευριάζω. Και χαστούκια έχω φάει και είπα: «Ευχαριστώ». Δεν ξέρω, λέω… Σκέφτηκα και λέω: «Η ζωή είναι τόσο μικρή, για ποιον λόγο να κρατήσεις μούτρα; Για ποιον λόγο να κρατήσεις κακίες;». Πες ανθρώπινα είναι και τα λάθη. Το να τραβήξεις στα άκρα, δεν αξίζει, δεν αξίζει.
Και όλα αυτά τα αντικείμενα που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι, μήπως εγκαταστάθηκαν μαζί και οι άνθρωποι που τα έφεραν αυτά. Πίσω από τα αντικείμενα βλέπετε ανθρώπους;
Όταν λες αντικείμενα;
Δηλαδή το μπαούλο που έχετε δω του 1908 που έχετε κρατήσει, πίσω από το μπαούλο βλέπετε το μπαούλο ή τους ανθρώπους που το είχανε;
Φυσικά, τους παππούδες μου. Φυσικά. Και το βλέπω με αγάπη. Ακόμα τους παππούδες μου, τους κάναμε την εκταφή, τους έχω στο κασελάκι στο νεκροταφείο. Εγώ πάω εκεί, το ανοίγω και τους φυλάω το κεφάλι.
Τους αγαπήσατε πάρα πολύ.
Δεν είχα τίποτα άλλο, αυτοί ήταν όλη η ζωή μου. Όλη η οικογένειά μου ήταν οι παππούδες μου.
Να δούμε λίγο τον χώρο του μουσείου και να πούμε μερικά πράγματα; Τι αντικείμενα έχετε κρατήσει, τι θυμάστε.
Τώρα, αυτά είπαμε, η κασέλα αυτή είναι του παππού μου, το ραδιόφωνο αυτό είναι του 1965 και το έχει φέρει ο άντρας μου από την Γερμανία, το παλιό ραδιόφωνο που είναι εκεί. Λοιπόν, πάμε από δω. Καπιστρωμένη! Λοιπόν, αυτή είναι… Εμείς τη λέμε σαρμανίτσα. Αυτήν την έχει σκαλίσει ο θείος μου αυτός που σου είπα, ο ξάδερφος του πατέρα μου. Αυτός ήτανε αγιογράφος, χτίστης, δόντια έβγαζε, ό,τι ήθελες έκανε αυτός ο θείος μου όλα αυτά. Και αυτή από τα χέρια του είναι, και αυτή από τα χέρια του. Αυτήν είναι του θείου μου η κασέλα. Σκοτώθηκε το ‘59 ο θείος μου, παντρεύτηκε το ‘50 και σκοτώθηκε ‘59, 30 χρόνων από τροχαίο. Αυτή είναι η τσάντα μου που πρωτοπήγα στο σχολείο, και μέσα δεν είχαμε τετράδια και βιβλία, μη φανταστείς. Μια πλάκα με το μολυβοκόντυλο είχαμε τότες, αλλά εγώ την κράτησα κι αυτή. Αυτό είναι το φορεματάκι μου. Όταν έφυγε η μάνα μου, πήγε ο θείος μου φαντάρος και μου έστειλε τρία φουστανάκια, γιατί τα είχε πάρει η μάνα μου τα ρούχα της μαζί της. Τα δύο μου τα έβαζε η γιαγιά μου για καθημερινά και αυτό έμεινε καινούριο, το είχα για καλό. Και αυτά όπως τα βλέπεις είναι η σαρμανίτσα μου, αυτή είναι η φασκιά, αυτή είναι η σκούτα όπως τα λέγαμε, αυτή είναι η φορεσιά μας της γιαγιάς μου, η παλιά. Αυτές τις λέμε πόρπες, εμείς τις λέγαμε τοκάδες. Αυτή είναι η ζοωρόκλειτσα, το πανωκότσι και οι σταυροί. Υπήρχαν και άλλα βέβαια, χανάκες, κεμέρια και αυτά, αλλά δεν έχω από εκείνα. Αυτό είναι το χωριό μας, εδώ το είχε ζωγραφίσει μια δασκάλα εδώ δικιά μας. Αυτή είναι η μπούκλα που πίναμε νερό στα χωράφια, είχαμε κι άλλη μεγάλη ξύλινη.
Η τσαντούλα πολύ όμορφη, πολύ όμορφη!
Ναι, ναι, είχα τσάντα καλή, για αυτό δεν έμαθα γράμματα πολλά.
Τα γράμματα πώς τα μάθατε;
Τώρα θα σου ‘λεγα πώς τα έμαθα!
Μέχρι ποια τάξη πήγατε;
Μωρ’ το ‘βγαλα το δημοτικό με το ζόρι, με το ζόρι. Δεν προλάβαινα, όλο ξύλο έτρωγα, γιατί είχα τα γίδια και τα πρόβατα και δεν προλάβαινα. Το σχολείο είναι δίπλα, είδες εδώ; Το βράδυ έφευγα από εδώ δύο ώρες να πάω στο βουνό να κοιμηθώ. Στο βουνό, δύο ώρες με τα πόδια και να ‘ρθω το πρωί από κει να πάω στο σχολείο. Έπρεπε το πρωί να βοηθήσω τους παππούδες στη στρούγκα, να αρμέξω τα πρόβατα… Άσ’ τα. Λοιπόν, τώρα θέλετε να πάμε προς τα κάτω; Αυτή είναι το 1900… Εδώ τώρα υπάρχω εγώ, αυτό το παιδάκι και αυτό. Αυτοί οι τρεις μας είμαστε εδώ. Εδώ ήταν το παλιό σχολείο με έναν πλάτανο, ήταν πολύ ωραίο, αλλά δεν έχουν αφήσει τίποτα. Και εδώ ήταν ο κόσμος που παρακολουθούσε τα σκετς των παιδιών στις εξετάσεις. Τι να σου πω, τον αργαλειό τον έχω από το 1962 εγώ. Ύφαινα πάρα πολλά, η ρόκα μου αυτή ήτανε πάντα μαζί μου έγνεθα, κούρευα τα πρόβατα, το έφτιαχνα τουλούπα έτσι. Το έγνεσα, έκανα τις βελέντζες μου, τις κουβέρτες μου, όλα μόνη μου. Τώρα, αυτά τα αντικείμενα όλα εδώ είναι διάφορα, τι να σου πρωτοπώ τώρα… [00:40:00]Αυτή εδώ λέγεται τζούμα, παίρναμε το αλάτι ακατέργαστο τότες, το κοπανάγαμε, το πλέναμε και μετά το σκούμπαγαμε με αυτό εδώ για τη χρήση και για τα ζώα και για μας. Αυτό το λέγαμε κακκάβι. Αυτή είναι κρεμασταλα, τη βάζαμε στο τζάκι, ανεβοκατέβαινε, για να μαγειρεύουμε εδώ. Αυτό εδώ είναι χειρόμυλος, κόβαμε σιτάρι πλιγούρι, βάζαμε ένα πανάκι κάτω, ρίχναμε το σιτάρι εδώ και γύρναγε αυτό και έσπαγε το σιτάρι. Εκείνο το λέγαμε κορίτο, ήταν κοίλωμα σε πέτρα για τις κότες, δεν είχαμε τότε αντικείμενα που είναι τώρα, για να πίνουν νερό οι κότες. Αυτό είναι το σαμάρι από ζώα, αυτή είναι ζυγαριά με τα δράμια, αυτή είναι η βρύση η τσίγκινη – με αυτή εξυπηρετούμασταν να κάνουμε μπάνιο, να πλυθούμε κλπ. Αυτό το ψαλίδι είναι που κουρεύαμε τα ζώα μας. Τώρα οι λάμπες παλιές… Αυτό εδώ ήτανε φαναράκι που περνάμε τη νύχτα στα χωράφια που ποτίζαμε τα καλαμπόκια μας, τη νύχτα που είχαμε το νερό και αυτές είναι πετρελαίου. Πρώτη αυτή, μετά βγήκε αυτή, μετά βγήκε αυτή, μετά αυτή με το λαμπόγυαλο, μέχρι που ήρθε το ρεύμα το 1967- ‘68 πήραμε ρεύμα και νερό στο χωριό. Εδώ είναι οι βεντούζες μας με τα κρυολογήματα που ρίχναμε να γιατρευτούμε. Είχα αλανιάσει τους γερόντους όλους. Αυτό εδώ ήταν δώρο στον γάμο του θείου μου. Το ούζο ήταν τότες, τα σφηνάκια που λένε σήμερα. Αυτά είναι καπίστρια που βάζαμε στα κατσίκια να αποκοπούν από τη μάνα τους, να μη βυζαίνουνε, να μη θηλάζουνε – βοσκάγανε βέβαια, αλλά δεν μπορούσαν να θηλάσουν. Αυτό εδώ είναι που καθαρίζαμε τα ζώα, τα άλογα που τα ξεσαμαρώναμε και τα καθαρίζαμε. Αυτός είναι ο κλωστής που κλώθαμε τα νήματα. Αυτά είναι αδράχτια που γνέθαμε. Αυτό είναι ψήστης που ψήναμε τον καφέ -σπυρί- και ο μύλος που τον κάναμε… Το αλέθαμε. Μετά, το σίδερο το παλιό με τα κάρβουνα. Αυτά είναι… Αυτό είναι καλαπόδα αυτό, είναι καλαπόδι από τον πατέρα μου από το 1945, που φτιάχνανε από δέρματα μόνοι τους παπούτσια, πρόχειρα να τα καλαπόδια εδώ. Αυτά είναι τα σφυριά των μαστόρων που έχτιζαν τα σπίτια. Εδώ είναι τα καλλιγοστήρια μας που πετάλωναν τα ζώα: Η τανάλια, τα καρφιά και τα πέταλα, με αυτά κόβαν’ τα νύχια από τα ζώα. Αυτό εδώ είναι η μάνταλος που ανοιγόκλειναν οι πόρτες: Το έσπρωχνες επάνω, άνοιγε η πόρτα και την μάγκωνε την πόρτα. Αυτή εδώ είναι κανάτα του 1953 την είχα πάρει 8 φράγκα στο μαγαζί, 8 φράγκα – δραχμές. Αυτό είναι καμινέτο, φτιάχναμε τον καφέ, γιατί φτιάχναμε στα κάρβουνα πρώτα, μετά χαρά μεγάλη τι είχαμε εμείς! Αυτά είναι τα παγούρια που περνάμε στα ζώα νερό, γιατί πριν είχαμε νεροκολόκυθα που φέρναμε νερό, μετά είχαμε τα παγούρια. Αυτό βάζανε φυσίγγια, σφαίρες που λέγαμε παλάσκες, στρατιωτικά ήταν αυτά. Αυτά εδώ είναι του παππού μου. Αυτή είναι δοντάδα που βγάζανε τα δόντια. Με είχε στρώσει ο θείος μου εκεί κάτω από τη μουριά και πήγε να μου βγάλει ένα δόντι, κόπηκε και αυτό μέσα, έφυγε, εξαφανίστηκα. Αυτή είναι η φαλτσέτα που ξυριζότανε, αυτή είναι η ταμπακιέρα του παππού μου, αυτό φτιάχναμε τα πρόσφορα – σταυροφόρα τη λέγαμε. Αυτή είναι ίσκνη, αυτή είναι παράσιτο δέντρου: Την βράζαμε, τη στουμπίζαμε και γινόταν σαν βαμβάκι μαλακή και μετά με τον Πριόβολο -πού είσαι ρε πριόβολε;- ανάβαμε φωτιά. Έλα ντε, βάζαμε την ίσκνα τη λέγαμε εμείς και με τον σπινθήρα βάζαμε εκεί, με τον σπινθήρα και άναβε, τα πρωτόγονα: «Ρε πριόβολε», (Δ.Α.), ρε πριόβολε». Με αυτά βάζανε… Καψούλια που βάζανε δυναμίτες. Μετά βγήκανε τα τσακμάκια, οι αναπτήρες που λέγαμε, βγήκε αυτό με το φιτίλι, μετά βγήκαν αυτά, μέχρι και τα σπίρτα. Οι ξυριστικές μηχανές, οι σουγιές του παππού, το χτένι της γιαγιάς μου – αυτό είναι κοκάλινο, ψειρόχτενο, γιατί τότε οι ψείρες έδιναν και έπαιρναν. Οι μπίζνες που περνάμε στο σχολείο. Κουκλίτσες φτιάχναμε με μπαλώματα, τι να κάνουμε; Δεν είχαμε τίποτα άλλο, κοιτάγαμε που να βρούμε κάνα κονσερβοκούτι, φτιάχναμε λίγο λάσπη, να φτιάξουμε καμία πίτα… Λοιπόν, αυτά. Εδώ είναι τα βιβλία μου, εδώ είναι η πλάκα με το μολυβοκόντυλο, εδώ γράφαμε: «Γράψε-σβήσε», από εδώ κάναμε αριθμητική. Αυτά είναι τα βιβλία μου, της πρώτης της δευτέρας, της τρίτης, τετάρτης, της πέμπτης και της έκτης, τα αναγνωστικά όλα.
Τα κρατάτε όμως όλα τα βιβλία.
Ναι έχω κι άλλα μέσα: Φυσική και Εκθέσεις κι αυτά, Ιστορίες… Τα βιβλία τα είχα, μυαλό δεν είχα να διαβάσω. Είχα μυαλό, δεν προλάβαινα.
Αυτά τα γράμματα είναι δικά σας;
Ναι.
Πολύ καλά γράμματα.
Καλά γράφω, καλά ορθογραφία δεν ξέρω. Καλλιγραφία ξέρω, ορθογραφία δεν ξέρω. Μετά είχαμε αυτά που βάζαμε τα βιβλία μας για το σχολείο μας, τα τσαντάκια. Μη κοιτάς εκείνη η τσαντούλα πως έτυχε που μου είχε πάρει ο παππούς, αυτά είχαμε. Και από τον καημό και τον ζήλο που είχαμε για το σχολείο, το παίρναμε σβάρνα, για να πάμε στο σχολείο. Αυτό εδώ είναι… Ήταν παιχνίδι των παιδιών, αυτά τα έχω μέσα στο βιβλίο -θα στο δώσω το βιβλίο- και ήταν το παιδικό, των αγοριών αυτό. Αυτά, μόλις τελειώναμε το σχολείο βουτάγανε το τουρκί και κράταγαν ισορροπία και φτάνανε και που δεν φτάνανε – τουρκί το λέγαμε εμείς. Αυτό είναι το αλέτρι που οργώναμε και ο ζυγός είναι αυτός εκεί, εδώ μέσα περνάγανε ο λαιμός των βοδιών και το αλέτρι τραβούσε πίσω. Εδώ μετά είναι τα κασόνια που κουβαλάγαμε το αμμοχάλικο από το ποτάμι, από κάτω έχει καπάκι που τραβάγαμε, να μην φορτώνουμε και ξεφορτώναμε, άδειαζε και ξαναφεύγαμε. Αυτό το λέγαμε βλάτα, εμείς βαράγαμε το γάλα για βούτυρο. Αυτός είναι ο κόπανος που πλέναμε τα ρούχα. Το καζάνι το χρησιμοποιούσαμε ή για ρούχα, ή για τα γαλατά, ή για οτιδήποτε, όλα αυτά τα κακαβιά. Αυτό είναι η πλάκα που κάνουμε τηγανίτες – πως κάνεις σήμερα στα αντικολλητικά τηγάνια τις κρέπες; Ένα τέτοιο είδος. Εδώ δεν ξέρω, σε πολλά χωριά εδώ της Ηπείρου είχανε τον Λάζαρο. Με τέτοια κυπριά μεγάλα πηγαίνανε μπουλούκια τα παιδιά στον Λάζαρο και λέγανε τον Λάζαρο. Τον στολίζαμε με λουλούδια και γινότανε πολύ όμορφο.
Εσείς τον «Λάζαρο» τον έχετε πει με αυτό;
Ναι, ναι.
Πως πάει;
«Πες μας Λάζαρε τι είδες, εις στον Άδη που επήγες. Είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους. Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδούλας, των χειλιών…». Και μη με ρωτάτε, πλέον έχω γραμμένα κάμποσα από αυτά. Αυτά εδώ είναι όλα για τα αλώνια Τριπούλια, αρνιάρες, αυτές είναι κοφτρές που κόβαμε δέντρα. Αυτό είναι το λοστάρι και βαριά που βγάζαμε την πέτρα για τα σπίτια, αυτό και αυτό. Αυτές είναι οι κόφες που κουβαλάμε τις ελιές. Αυτός είναι ο μάγγανος. Αυτά είναι λονάρια γιατί κάναμε τον σπάρτο και (Δ.Α.) με αυτά. Τα άλλα όμως κάναμε το πρόβειο το μαλλί, απ’ τα πρόβατα, αυτό που είναι μέσα. Αυτός είναι ο μάγγανος, σπέρναμε λινάρι -αυτό που το λένε καννάβι σήμερα-, αυτό γινόταν τόσο και ήτανε… Τα κλαράκια του είχαν όλο ξυλαράκια και μετά το κοπανάγαμε εδώ, για να σπάσει το ξυλαράκι και το κάναμε τουλούπα, το γνέθαμε και φτιάχναμε τσουβάλια διάφορα ρούχα. Λοιπόν, αυτά είναι τα κυπριά και τα κουδούνια από τα ζώα που σας είπα. [00:50:00]Το αλέτρι το είπαμε… Αυτά είναι όλα για κοσκίνισμα, αυτή είναι πυκνάδα, αυτό είναι δριμόνι, αυτός είναι ο αντριάρης… Εδώ είναι η παλάντζα, αυτό το καντάρι, είναι τα δρεπάνια που θερίζαμε, είναι τα δόκανα. Αυτή είναι η σβάρα μετά το όργωμα, επειδή γινόταν κάποιο ύψος και μετά βάζαμε τη σβάρα αυτή μετά, για να στρώσουν τα χώματα. Αυτός είναι ο πλάστης που φτιάχναμε τα φύλλα. Αυτό είναι το σκάφη που ζυμώναμε ψωμί, αλλά έχω το παλιό από δω. Αυτή είναι ο μασιάς από τον φούρνο που βγάζαμε τα ψωμιά. Αυτό το παίρναμε στους γάμους, το μπαϊράκι που λέγαμε ο βλάμης. Αυτό είναι το σκαφίδι πάλι, είναι από κορμό πελεκημένο κατευθείαν για ψωμί που ζυμώναμε, το 1945. Η ξύστρα που γυρνάγαμε το ψωμί, τα ταψιά μας, η σίτα, τα αντικολλητικά μας τα τηγάνια. Τα αλωνάρια που φτιάχναμε την τουλούπα. Αυτό εδώ τώρα από δέντρο το λέγαμε κοσλίγκα. Αυτό, σήμερα έχουμε τη σβούρα, αυτό κάναμε σβούρα εμείς τότες. Τέλος πάντων, βάζαμε μια προκούλα και είχε τη μύτη από κάτω και γύρναγε και μετά βγήκαν τα καινούρια που δεν τα είχαμε εδώ εμείς. Εδώ είναι τα πεντόβολα. Αυτό εδώ είναι τώρα μικρογραφίες: Είναι ο κόπανος, είναι η σκάφη, αυτό το παιχνιδάκι το είχαμε με τα…Εμείς το λέγαμε τσόκαλα αυτά από το καλαμπόκι και φτιάχναμε και λέγαμε… Το αλογάκι μας τραβάγαμε, τα πρακτικά μας παιχνιδάκι. Εδώ είναι το αλώνι πάλι σε μικρογραφία, η σαρμανίτσα… Αυτά εδώ τα χρησιμοποιούσαμε για νερό, γιατί δροσερό το κρατούσανε. Το παίρναμε μαζί μας για τα ζώα, πριν που το παίρναμε μαζί μας για τα ζώα, πριν που δεν είχαμε ούτε μπουκάλια, ούτε παγούρια, ούτε τίποτα. Και μετά το κόβουμε και στη μέση και μαζεύαμε και το λάδι από τα ελαιοτριβειά. Το χρησιμοποιήσουμε πολύ αυτό. Αυτό είναι αμπάρι, είχα κι άλλο μεγάλο, αλλά δεν είχα που να τα κρατήσω – αμπάρι που έχει δύο καπάκια, είναι χωρισμένο στη μέση: Βάζαμε καλαμπόκι, σιτάρι, αλεύρι… Αναλόγως, δεν είχαμε αυτά που έχουμε τώρα. Αυτή είναι η μπενιότα, την έχω σε μικρή που κουβαλάμε το γάλα από τα ζώα. Αυτό το γκιούμι που ήταν για νερό του 1923 ήταν αυτό. Η γάστρα που ψήναμε τα ψωμιά μας, τα ψωμιά στον φούρνο περισσότερο, αλλά καμιά φορά και στη γάστρα. Η βρύση που έχουμε και την άλλη από κει. Η μηχανή μου που είναι το 1962 η δικιά μου, λειτουργεί μια χαρά. Εδώ είναι τα τσουράπια που λέγαμε, τα γυναικεία, τα πλέκαμε με τα χέρια, μάλλινα. Των αντρών τα λέγαμε πατούνες, των γυναικών τα λέγαμε τσουράπια. Αυτή είναι η κάπα του παππού που την πήρα και εγώ βέβαια στα πρόβατα και στα γίδια. Αυτή γίνεται με στημόνι μάλλινο και με υφάδι γίδινο. Κρατούσε το νερό, γινότανε βέβαια 100 οκάδες, αλλά τι θα έκανες; Έφευγε το νερό όμως, δεν σε... Αυτή η φούστα της γιαγιάς μου, εκατό χρόνια φούστα. Αυτή ήτανε μετά τη φορεσιά που είδαμε πάνω στην κούκλα που βγήκε. Μάλλινα τότες, για αυτό και δεν αρρώσταιναν και εύκολα, είχανε το μάλλινο πάντα ζωσμένο μέσα τους. Αυτά. Εδώ είναι το καρδάρι που αρμέγαμε τα ζώα, ήταν μεγάλα βέβαια, αλλά δεν είχα που να τα κρατήσω και κρατάω όλα τα μικρά. Εδώ είναι ο κουβάς, βγάζαμε νερό από το πηγάδι και εδώ είναι -γιατί μας έπεφτε πολλές φορές μέσα και είχαμε- το τσιγκέλι και βγάζαμε τους κουβάδες που πέφτανε μέσα. Αυτές είναι οι βουτσέλες -τις λέγαμε εμείς- που κουβαλάγαμε νερό από τη βρύση. Εδώ είναι τα σακούλια μας, εδώ τ’ ασκί, βάζαμε γαλοτύρι, βάζαμε λάδι, βάζαμε διαφορά και είναι τα σακούλια μας όλα. Αυτό βέβαια το είχαμε όλη μέρα μαζί μας με τα ζώα, την κασάρα και την τριχιά μαζί, γιατί το βράδυ έπρεπε να φέρουμε ζαλίκι ή κλαρί για τα μανάρια, ή ξυλά, ή σκούπες, προσανάμματα… Αυτό δεν έλειπε ποτέ από τις γυναίκες. Αυτά παιδιά μου.
Τώρα, όλα αυτά τα αντικείμενα-
Αυτά εδώ ήταν τα προσκέφαλα, τα γεμίσαμε μέσα ή από φύλλα από δάφνη ή από φύλλα απ’ τα στάγκια-από το καλαμπόκι. Και έλα να κοιμηθείς από το βράδυ και να έχεις ησυχία! Είχες έναν θόρυβο όλη τη νύχτα. Τα λέγαμε προσκέφαλα και κανονικά προσκέφαλα λέγονται. Και τα μαξιλάρια που λέμε, προσκέφαλο λέγεται κανονικά. Εδώ είναι η δικιά μου η κασέλα, το ‘67 που παντρευτήκαμε, αλλά δεν είναι σκαλιστή και την έβαλα εδώ. Τα φλοκάτα μου εδώ μέσα γεμάτα όλα.
Όλα αυτά εσείς τα φτιάξατε;
Ναι, ναι.
Την προίκα.
Ναι. Ύφαινα πολλά-πολλά: Μαλλοσέντoνα, φλοκάτες, βελέντζες, κουβέρτες, τα πάντα. Αυτά εδώ… Τι να κάναμε; Αναγκαστικά ήταν οι δουλειές τόσες πολλές… Αυτός λέγεται σοφράς εδώ, εκεί τρώγαμε, έτσι καθόμασταν κάτω και τρώγαμε. Αυτό είναι από τον γάμο του παππού μου: «1908, Νικόλαος Φωτίου Αθανασίου». Αυτό το είχα που έπαιρνα το συσσίτιό μου, το γαλατάκι μου στο σχολείο και τα πεντοβολάκια μου από το σχολείο τα κρατάω εδώ. Τι γράφω εδώ μέσα… Και αυτό εδώ είναι παίζαμε στα χέρια, τη σάρα που λέγαμε, δεν ξέρω αν το παίζατε εσείς αυτό. Και αυτά τα λέγαμε ζάνια τα χαλκοματένια. Αυτός είναι ο μαστραπάς που πίναμε νερό, όλη η οικογένεια με έναν μαστραπά γύρω-γύρω, γιατί τα ποτήρια τα κρυστάλλινα φοβόμασταν μη σπάσουνε.
Όλα αυτά τα αντικείμενα τι θα τα κάνετε μετά;
Τώρα τα ανίψια μου ενδιαφέρονται – έχουμε ανίψια, ενδιαφέρονται να τα κρατήσουν. Είπαμε για μουσείο, αλλά απ’ ό,τι βλέπω… Είχαμε πει εδώ με τον σύλλογο με τα παιδιά να κάνουμε την αίθουσα του σχολείου, και λέω: «Τους δίνω όλο το υλικό να τα φτιάξουνε». Δυσκολεύτηκα κι αυτά, μη κοιτάς τώρα, είναι τόσα πολλά τα αντικείμενα. Μη κοιτάς τώρα που είναι απανωτά. Για να μπουν όλα αυτά σε μια σειρά, θέλει τεράστιο χώρο. Δεν ξέρω, τέλος πάντων. Τα ανίψια μου ας κάνουν ό,τι θέλουνε.
Μήπως να συνεννοηθούν όλα τα μουσεία εδώ τα τοπικά -του κυρίου Φώτση, του…- και να κάνετε όλοι κάτι από κοινού;
Τι να κάνουμε; Πού να το κάνουμε; Πού; Μετά, αυτό είπαν και τα παιδιά: «Εντάξει, να τα βάλουμε -λέει- στο σχολείο, να κάνουμε ράφια, να κάνουμε τι χρειάζεται. Ποιος θα τα συντηρήσει;». Αυτά θέλουνε συντήρηση, αυτά θέλουν καθάρισμα, θέλουν… Δεν είναι εύκολο πράγμα, δεν είναι εύκολο πράγμα καθόλου, γιατί στην ουσία είναι ένας θησαυρός, θησαυρός! Θα δούμε, τέλος πάντων.