© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Προσπάθειες γεφύρωσης της σχέσης με τον πατέρα, ο θάνατος, η ψυχοθεραπεία και η λεσβιακή ταυτότητα

Istorima Code
18085
Story URL
Speaker
Μαριβίλη "Pseudonym" (Μαριβίλη)
Interview Date
02/02/2021
Researcher
Ιωάννα Ροζίτα Μπαρδάκα (Ι.Μ.)
Ι.Μ.:

Καλησπέρα, είμαι η Ροζίτα Μπαρδάκα, είμαι ερευνήτρια του Ιστορήματος και σήμερα είναι ημέρα Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου του 2021 και βρίσκομαι με τη Μαριβίλη στην περιοχή της Κυψέλης. Καλησπέρα, Μαριβίλη.

Μαριβίλη:

Καλησπέρα, Ροζίτα.

Ι.Μ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ για το χρόνο σου και τη διάθεσή σου. Θα ήθελα να σου ζητήσω σε αυτό το σημείο να ξεκινήσεις να μας αφηγείσαι την ιστορία που έχεις σκεφτεί ότι θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας, αν φυσικά είσαι έτοιμη.

Μαριβίλη:

Νομίζω πως είμαι εντάξει να ξεκινήσω να μιλάω. Ευχαριστώ πάρα πολύ για το βήμα που μου έδωσες να μιλήσω για μια ιστορία που έχω επιλέξει εγώ. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά είχα σκεφτεί να μιλήσω για τον πιο σημαντικό, όχι απαραίτητα τον αγαπημένο μου άνθρωπο στον κόσμο, τη μητέρα μου. Αλλά η αλήθεια είναι, επειδή έχω μιλήσει αρκετές φορές γι’ αυτή τη σχέση σε διάφορα άτομα, ακόμα και στην ψυχολόγο μου την έχω αναλύσει πάρα πολύ αυτή τη σχέση, δεν θα ήθελα και αυτή τη φορά που μου δίνεται ένα πιο ευρύ βήμα, να μιλήσω έτι μία φορά γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Σκέφτηκα αρκετές ιστορίες που θα μπορούσα να μοιραστώ, αλλά επέλεξα τελικά τη σχέση μου με τον πατέρα μου, γιατί η αλήθεια είναι ότι είναι ο πιο αδικημένος άνθρωπος στη ζωή μου, γιατί έχω μιλήσει πολύ λίγες φορές, σε σχέση με άλλους ανθρώπους, στη ζωή μου φυσικά, για εκείνον. Και παρ’ όλ’ αυτά, με τον τρόπο που κάπως ολοκληρώθηκε, αν θέλεις, αυτή η σχέση έληξε μ’ έναν πολύ ωραίο τρόπο για μένα κυρίως. Οπότε θεωρώ ότι, παρότι η ιστορία είναι αρκετά ταραχώδης και με διάφορες ψυχολογικές έτσι μεταπτώσεις όλα αυτά τα χρόνια, κλείνει πάρα πολύ ωραία και γλυκά κι επέλεξα τελικά αυτήν την ιστορία για να μοιραστώ μαζί σας. Κάτι που, αρχικά, θεωρώ πολύ σημαντικό να αναφέρω για να κατανοήσεις λίγο τη δική μου έτσι καταβολή είναι το γεγονός ότι στο θέμα της οικογένειας αισθάνομαι αρκετά έτσι άτυχη, αν θέλεις. Για να σου δώσω λίγο ένα background για να καταλάβεις από πού προέρχομαι. Μεγάλωσα με τη μητέρα μου, οι γονείς μου δεν παντρεύτηκαν ποτέ, τον πατέρα μου τον γνώρισα πρώτη φορά στα πέντε μου χρόνια και γενικότερα, δεν υπήρχαν πολλές σχέσεις στον περίγυρό μου οικογενειακές, δηλαδή δεν είχαμε, λόγω της μητέρας μου κυρίως, δηλαδή κατηγορώ αρκετά εκείνη, επειδή ήταν ένας δύσκολος, περίεργος σε πολλές πλευρές, θεωρώ, κακός άνθρωπος, δεν είχαμε ιδιαίτερες επαφές και με τις άλλες δύο αδερφές της. Συνακόλουθα, επειδή η μητέρα μου μ’ έκανε σε μεγάλη ηλικία, τα ξαδέρφια μου, τα όποια ξαδέρφια μου ήταν πολύ μεγαλύτερα από εμένα σε ηλικία, οπότε δεν είχα ποτέ έτσι επαφές με την ευρύτερη οικογένεια. Και ακριβώς επειδή δεν είχα και ιδιαίτερες επαφές και με τον πατέρα μου και αντίστοιχα είχα και μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα μου, νιώθω ότι δεν έχω καταλάβει ποτέ, δεν έχω βιώσει ποτέ ακριβώς, τι σημαίνει να έχεις οικογένεια και τι σημαίνει οικογένεια στην ουσία, τι είναι οικογένεια για σένα. Για μένα δηλαδή ο όρος οικογένεια είναι κάτι πολύ περιορισμένο και αφορά κυρίως τη μητέρα, που ακόμα και σ’ εκείνη την πλευρά, δεν θεωρώ ότι έχει πολλές θετικές έτσι εικόνες, περισσότερο αρνητικές. Μιλώντας για τον πατέρα μου, λοιπόν, και προσπαθώντας να αφήσω σ’ αυτή τη συζήτηση πολύ εκτός τη μητέρα μου, όσο γίνεται φυσικά. Όπως ανέφερα, τον γνώρισα πρώτη φορά στα πέντε μου χρόνια. Αν το πιστεύεις, κι αν είναι δυνατόν να το πιστέψει κανείς, παρότι αυτή τη στιγμή είμαι 28 χρονών, για να το αναφέρω κι αυτό, θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα τη στιγμή που τον γνώρισα, γιατί ήμασταν βόλτα στην πλατεία της επαρχιακής πόλης που μεγάλωσα με τη μητέρα μου και συναντάμε έναν κύριο, με τον οποίο κύριο η μητέρα μου ξεκινάει να μιλάει. Θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα ότι στρέφομαι προς στη μητέρα μου σαν παιδάκι, 5 χρόνων τότε, και της κάνω την ερώτηση: «Μαμά, ποιος είναι αυτός ο κύριος;» κι εκείνη τη στιγμή μου λέει ότι: «Είναι ο πατέρας σου». Πραγματικά, θυμάμαι και πού συγκεκριμένα ήμασταν σ’ εκείνη την κεντρική πλατεία της επαρχιακής πόλης που ανέφερα και είναι πολύ σημαδιακό για μένα, γιατί όσο το σκέφτομαι τώρα, ως ενήλικη πλέον, μου κάνει φοβερή εντύπωση το γεγονός ότι γνώρισα τον πατέρα μου τόσο τυχαία, από σπόντα, θα μπορούσα να μην το θυμάμαι καν. Ήταν στα 5 μου χρόνια, δεν με έχει γνωρίσει ως παιδί, εδώ δεν τον είχα γνωρίσει κι εγώ ως πατέρα. Κι ένας απ’ τους λόγους που παρότι αργότερα όσο μεγάλωνα είχαμε κάποιες επαφές κι είχαμε ξεκινήσει να μιλάμε, δεν τον ένιωσα ποτέ ως πατέρα μου. Άρχισα να τον αποκαλώ «πατέρα, μπαμπά», αλλά για μένα ποτέ δεν, νομίζω ότι σήμαινε αυτή η έννοια ό,τι σήμαινε για τα υπόλοιπα παιδάκια η έννοια «μπαμπάς» κι ήταν κάτι που μπορώ να πω ότι μεγαλώνοντας το ζήλευα πάρα πολύ. Σκέψου ότι πολλές φορές σε εργασίες, π.χ. είτε στο σχολείο είτε στο φροντιστήριο αγγλικών, όταν τίθεται η ερώτηση: «Τι σχέση έχετε με τον πατέρα σας ή τι κάνετε με τον πατέρα σας και λοιπά και λοιπά», ερχόμουνα πάντα σε πολύ δύσκολη και άβολη θέση και η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές έχει χρειαστεί να πω ψέματα από το να μπω στη διαδικασία και να εξηγήσω ότι για μένα δεν υπάρχει αυτός ο ρόλος στη ζωή μου, ούτε ψυχολογικά ούτε πρακτικά και ότι θα έπρεπε μάλλον να αλλάξει ερώτηση.[00:05:00] Αλλά η αλήθεια είναι ότι χαίρομαι που δεν άλλαζε η ερώτηση, γιατί αν π.χ. ερωτιόμουν για τη σχέση με τη μητέρα μου θα ‘ταν κάτι ακόμα πιο δύσκολο να περιγράψω, οπότε γι’ αυτό το λόγο προτιμούσα να ψεύδομαι. Και η αλήθεια είναι ότι μετά αισθανόμουνα άσχημα που έλεγα ψέματα και έμπαινα, αναγκαζόμουν να μπω στη διαδικασία να πλάσω μια φαντασιακή σχέση μ’ έναν φαντασιακό πατέρα που δεν υπήρχε. Σκέψου ότι με τον πατέρα μου ποτέ δεν έχουμε βγει μια βόλτα έξω, μαζί σαν γονέας και παιδί, δεν ξέρω πώς είναι δηλαδή στο κοινωνικό πλαίσιο, πώς είναι ή πώς κινείται στον χώρο όταν βγαίνει, με τι ανθρώπους κάνει παρέα, τι ανθρώπους επιλέγει και λοιπά και λοιπά. Παρ’ όλ’ αυτά τα αρνητικά, οφείλω να ομολογήσω ότι με τον πατέρα μου, όπως τον γνώρισα στα επόμενα χρόνια της ζωής μου, έχουμε αρκετές ομοιότητες, πέρα από τη μια τρανταχτή μας ομοιότητα, η οποία είναι εμφανισιακή. Πραγματικά μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό. Έχουμε αρκετές ομοιότητες και στον χαρακτήρα, κάτι που είχα τη χαρά να ανακαλύψω όταν άρχισα, σιγά-σιγά, να πηγαίνω σ’ εκείνον και να βρισκόμαστε μαζί και να μιλάμε, πάντα στο σπίτι του όμως, ποτέ έξω. Έβλεπα έναν άνθρωπο μπροστά μου με τον οποίο ταυτιζόμουνα πάρα πολύ κι ακριβώς επειδή, όπως σου ανέφερα και στην αρχή, είχα πολύ δύσκολη σχέση με τη μητέρα μου, γιατί είναι ένας άνθρωπος πραγματικά πολύ δύσκολος, πολύ παράλογος, πονεμένος, βέβαια, θα έλεγα κιόλας και από τον ίδιο, το γεγονός ότι ταυτιζόμουν τόσο πολύ με τον πατέρα μου, θεωρώ, ότι ήταν ένας μεγάλος συνδετικός κρίκος ανάμεσά μας και ο συνδετικός κρίκος αυτός, θεωρώ ότι δεν ήταν ούτε η ομοιότητά μας, ούτε η σχέση που είχαμε ως γονέας και παιδί, αλλά το γεγονός ότι μας ένωνε αυτή η κοινή εμπειρία με τη μητέρα, μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Πολλές φορές έχουμε συζητήσει μαζί για εκείνη και η αλήθεια είναι ότι παρότι θα έλεγε κανείς ότι σαν παιδί, από αυτή τη θέση, θα έπρεπε να του κρατάω κακία, που δεν με αναγνώρισε μ’ ευκολία, που παράτησε τη μάνα μου, που δεν επεδίωξε να έχει σχέσεις μαζί μου. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν κατάφερα να του κρατήσω κακία γι’ αυτήν την επιλογή του, γιατί θεωρώ ότι ήταν τόσο δύσκολος άνθρωπος η μητέρα μου, που τον καταλαβαίνω. Δυστυχώς, έχω την ενοχή να αποδέχομαι κι εγώ και να λέω στον εαυτό μου ότι τον κατανοώ που επέλεξε να φύγει τόσο έντονα μακριά απ’ αυτόν τον άνθρωπο, ακόμα και με τίμημα τις σχέσεις μας. Και, μάλιστα, θυμάμαι πάρα πολύ καλά σε μια συζήτησή μας που είχαμε σε κάποια ηλικία, νομίζω πρέπει να ’ταν Λύκειο, μου είχε αναφέρει ότι, μου έλεγε διάφορα πράγματα γι’ αυτή τη γυναίκα και τα λοιπά, η αλήθεια είναι ότι συμφωνούσα στα περισσότερα, κι ότι ευτυχώς κατάφερε κι απεμπλάκη απ’ αυτή τη σχέση και λοιπά και του λέω ότι θυμάμαι να γυρίζω πολύ χαρακτηριστικά και να του λέω, τέλος πάντων, ότι: «Ναι, εσύ τα κατάφερες και ξέφυγες απ’ αυτήν τη γυναίκα, αλλά παράτησες εμένα πίσω, ας πούμε, να την αντιμετωπίζω». Γιατί η αλήθεια είναι το ότι το γεγονός ότι είχα αυτήν την απίστευτη ομοιότητα με τον πατέρα μου, μπορώ να πω ότι, υποθέτω μάλλον, έτσι όπως έχω φύγει μακριά από αυτή την κατάσταση, υποθέτω ότι ήταν ένας από τους κύριους λόγους που η μητέρα μου πολλές φορές εξέφραζε θυμό, ξέσπαγε πάνω μου τα δικά της θέματα, τα δικά της προβλήματα, γιατί έβλεπε στο δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο του πατέρα μου. Ενός ανθρώπου που υποψιάζομαι ότι κάποιες φορές την έχει χτυπήσει, ενός ανθρώπου που την πλήγωσε, την άφησε μόνη της να μεγαλώνει ένα παιδί σε μια κοινωνία επαρχιακή, με κλειστά μυαλά, μια εποχή που ήταν πολύ πιο δύσκολο να μεγαλώνεις, ως γυναίκα να μεγαλώνεις ένα παιδί μόνη σου, σε μια οικονομική κατάσταση πολύ δύσκολη, που η μητέρα μου χρειαζότανε πολλές φορές να κάνει δύο δουλειές και τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα με το να με μεγαλώσει.  Και η αλήθεια είναι ότι δεν μου έλειψε κάτι ως παιδί. Θεωρώ ότι όλα αυτά τα προβλήματα, εντός εισαγωγικών, που της δημιούργησε στη μεταξύ τους σχέση ο πατέρας μου, η μητέρα μου τα ξέσπασε πάνω μου επειδή του έμοιαζα κι όχι μόνο στην εμφάνιση, όπως σου ανέφερα, πάρα πολύ, αλλά και στον χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές έχω μπει στη θέση να αισθάνομαι ενοχές που δεν μπορώ να του κρατήσω κακία για κάποια πράγματα, που πολλές φορές μπορεί να έπαιρνα το μέρος του, αυθόρμητα ως παιδί, επειδή η μητέρα μου αισθανόταν ότι δεν την αγαπώ πια, ότι δεν αναγνωρίζω τον κόπο της, τις θυσίες της, μου έριχνε πάνω μου δηλαδή την ευθύνη του να έχω και εγώ τα νεύρα που έχει εκείνη μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Κάτι που δεν μπορούσα να κάνω εγώ. Και ακόμα δεν μπορώ να κάνω. Οπότε θεωρώ ότι βρέθηκα σε μια πολύ δύσκολη και άδικη θέση, σε μια πολύ νεαρή ηλικία, να στηρίζω εγώ ψυχολογικά τη μητέρα μου απ’ ό,τι να το κάνει εκείνη. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάφερα να εκφράσω θυμό στο πρόσωπο του πατέρα. Συν τα χρόνια, είχαμε αρχίσει να έχουμε κάποιες επαφές περισσότερες. Μάλιστα σε κάποια φάση, γύρω στα 7 μου με 8 μου, στις αρχές του Δημοτικού, είχανε κάνει μια πολύ περίεργη προσπάθεια μεταξύ τους μήπως τα βρούνε και παντρευτούνε, [00:10:00]για μένα κυρίως, κάτι που δεν πέτυχε. Και έτσι, είχαμε αρχίσει να ’χουμε περισσότερες επαφές στην αρχή με τον πατέρα μου. Θυμάμαι, ως παιδί, είχε συμβεί ένα σκηνικό το οποίο το έχω αναφέρει στη μάνα μου όταν είχε συμβεί. Ήταν ξαπλωμένος ο πατέρας μου με το μποξεράκι και κατάφερα εγώ να δω τα γεννητικά του όργανα απ’ τον τρόπο που ήτανε ξαπλωμένος. Όταν το ανέφερα αυτό στη μητέρα μου, την έπιασε ένας παράλογος φόβος, μια παράλογη ανησυχία ότι μπορεί να ασελγήσει με κάποιον τρόπο πάνω μου. Επειδή δεν με αισθάνεται παιδί του και τα λοιπά. Φόβος που, βέβαια, δεν εστιαζόταν μόνο στον πατέρα μου, αλλά γενικότερα σε όλους τους άντρες που την περιτριγύριζαν. Είναι κι ένας λόγος που, πέρα από εκείνον, δεν προσπάθησε με κάποιον άλλο τρόπο να φτιάξει τη ζωή της από τη στιγμή που με γέννησε. Και έμεινε μόνη της μέχρι και σήμερα, γιατί έχει αυτό τον παράλογο φόβο, φόβο που κατάφερε να μου περάσει κι εμένα, όχι μόνο για άλλους άνδρες, αλλά ακόμα και για το ίδιο το πρόσωπο του πατέρα μου. Αφού δεν πέτυχε αυτή η προσπάθεια και αφού άρχισα να μεγαλώνω κι εγώ, θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα ότι κάθε φορά που πήγαινα να τον δω και μπορεί να περνάγαμε καλά, μπορεί να γέλαγα, μπορεί να ένιωθα ότι ξεσπάω κάποια συναισθήματα που δεν μπορούσα να εκφράσω κάπου αλλού, σε κάποιον άλλον άνθρωπο που να ξέρει την πολύ κακή και δύσκολη πλευρά της μάνας μου, πέρα απ’ τον ίδιο τον πατέρα μου, θυμάμαι πάντα να έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου τον παράλογο φόβο, ότι μπορεί με κάποιον τρόπο – Λοιπόν, είχα μείνει στο ότι πολλές φορές είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να συμβεί κάτι από αυτόν τον άνθρωπο. Οπότε πάντα είχα έτσι πολύ διπλά συναισθήματα απέναντί του. Είχαμε μια αυθόρμητη κατανόηση και λόγω των διάφορων ομοιοτήτων μας, αλλά κυρίως από τη δική μου πλευρά υπήρχε πάντα ο φόβος ότι μπορεί αυτός άνθρωπος ξαφνικά να μετατραπεί σ’ ένα θηρίο και να μου κάνει κακό. Οπότε πάντα πήγαινα με πολλή δυσκολία και όχι μόνο λόγω αυτών των συναισθημάτων, αλλά κυρίως γιατί μετά, με κάποιο τρόπο, έπρεπε να λογοδοτήσω στη μητέρα μου για το τι έχουμε πει, για το τι έχει γίνει. Πάντα δηλαδή μου έβαζε πολλές δυσκολίες στο να πάω να τον δω. Κάτι που η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά άρχισε να γίνεται με πολύ δυσκολία από τη δική μου πλευρά κι άρχισα να επιλέγω να απομακρύνομαι ξανά απ’ αυτή τη σχέση. Πέρασαν τα χρόνια, πέρασα στο πανεπιστήμιο, είχαμε αραιά και πού κάποια επικοινωνία. Κάποια διαστήματα λίγο πιο έντονη, κάποια διαστήματα απείχα κυρίως εγώ. Εκείνος έκανε κάποιες τυπικές προσπάθειες να έρθει σε επικοινωνία, κάποια διαστήματα αναθερμαίναμε αυτή τη σχέση, κάποια διαστήματα πάλι επέλεγα εγώ να απομακρυνθώ απ’ αυτή τη σχέση. Κυρίως, λόγω της δυσκολίας που είχα στο να εξηγώ στη μητέρα μου ότι δεν σημαίνει, προφανώς, ότι αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο περισσότερο, ότι δεν γίνεται να τον αγαπώ περισσότερο γιατί δεν τον βλέπω ακριβώς σαν πατέρα μου, τον βλέπω απλά σαν έναν άνθρωπο που μ’ έχει γεννήσει κι έχουμε κάποιες ομοιότητες και με καταλαβαίνει σε κάποια πράγματα. Όπου από ένα σημείο και μετά σπάσαμε τελείως, περνάνε δύο χρόνια, μαθαίνω από τη μητέρα μου ότι, που έμαθε κι εκείνη από άλλο άτομο, από σπόντα, ότι ο πατέρας μου έχει πάθει το δεύτερο εγκεφαλικό του, ότι είναι σε μια δύσκολη και κρίσιμη κατάσταση. Με προτρέπει η μητέρα μου να έρθω σ’ επαφή και επικοινωνία, κάτι που επέλεξα να μην κάνω με κανένα μέλος της οικογένειας, πέρα απ’ τον πατέρα μου, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Δεν μπόρεσα ούτε καν να πάω να τον δω στο νοσοκομείο όταν ακόμα είχε πάθει το πρώτο εγκεφαλικό. Δεν ξέρω γιατί, θεωρούσα ότι απλά ήταν κάτι που θα πέρναγε με κάποιο μαγικό τρόπο και δεν μπορούσα να δω τις συνέπειες που θα είχε πρακτικά σε αυτόν τον άνθρωπο. Συν του ότι είχα να διαχειριστώ τις διάφορες σκέψεις, ότι κανένα άλλο μέλος της οικογένειας π.χ. η αδερφή του, η θεία μου, δεν έχει έρθει σε απευθείας επικοινωνία μαζί μου να μου εξηγήσει ότι έχει γίνει αυτό κι αυτό και να δω τι μπορεί να γίνει. Οπότε είχα να διαχειριστώ αρκετά συναισθήματα ότι μάλλον δεν ήμουν κι εγώ τόσο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή αυτού του ανθρώπου, ώστε να έχω πρόσβαση σ’ αυτήν την πληροφορία για την κατάστασή του την τωρινή. Περνάει ο καιρός, παρότι μετά το πρώτο εγκεφαλικό είχε αναθαρρήσει, είχε γίνει καλύτερα, ήταν σε κατάσταση να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, φαινόταν ότι θα πάει καλύτερα η κατάστασή του. Παρ’ όλα αυτά, μαθαίνω ότι έχει υποτροπιάσει λόγω ενός μικροβίου που απέκτησε από το νοσοκομείο της Λάρισας. Κι είναι σε μια κατάσταση που οριακά καταλαβαίνει κι επικοινωνεί με το περιβάλλον και όπως όλα δείχνουν, θα πεθάνει. Οπότε εκείνη τη στιγμή, που έφτασε η κατάσταση στο τελικό σημείο, που την είχα αφήσει εγώ να φτάσει στο τελικό σημείο, ενώ θα μπορούσα να είχα πάει να τον δω νωρίτερα και να είχαμε προλάβει να πούμε κάποια πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, τότε κατάφερα και βρήκα τη δύναμη να πάω να τον δω, να αφήσω τη ζωή μου εδώ στην Αθήνα και να πάω Λάρισα, [00:15:00]μόνη μου, να τον δω στο νοσοκομείο. Όταν έφτασα εκεί, αρκετά φοβισμένη, αρκετά αγχωμένη, σε μια ξένη πόλη που δεν είχα πάει ξανά, ψάχνοντας το νοσοκομείο στο οποίο βρίσκεται. Μου λένε ότι είναι στην εντατική, πηγαίνω, μου δείχνουν μάλιστα σε ποιο δωμάτιο είναι ο πατέρας μου. Θυμάμαι να κάνω τον γύρο της εντατικής κοιτώντας τους ασθενείς στο νοσοκομείο και να μην τον αναγνωρίζω. Γιατί εγώ στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή είχα την υγιή εικόνα του πατέρα μου, η οποία εικόνα είχε χαθεί τελείως, δεν ήταν αυτή που είχα εγώ στο μυαλό μου τρία, τουλάχιστον τρία χρόνια πριν από την τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει. Οπότε χρειάστηκε να ξαναρωτήσω συγκεκριμένα σε ποιο δωμάτιο ήτανε και με παρέπεμψαν στο δωμάτιο. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκα αρκετά λεπτά για να συνειδητοποιήσω ότι ο άνθρωπος που έβλεπα μπροστά μου, ο αρκετά πιο αδύνατος, ο αρκετά πιο αδύναμος, απ’ αυτόν που είχα εγώ στο μυαλό μου, ήταν εκείνη τη στιγμή ξαπλωμένος. Σε μια κατάσταση που, πραγματικά, δεν θα ήθελα να δω κανέναν άλλον άνθρωπο. Μου πήρε αρκετά λεπτά για να συνειδητοποιήσω ότι αυτός είναι ο πατέρας μου, ότι αυτή είναι η ανανεωμένη εικόνα του πατέρα μου. Μια εικόνα που μπορώ να πω ότι σε αρκετά μεγάλο βαθμό κατάφερε να ξυπνήσει σ’ εμένα διάφορες φοβίες για τη δική μου κατάσταση, που θα μπορούσα να βρεθώ εγώ σε αρκετά χρόνια. Μπορώ να σου πω ότι επειδή ακριβώς μοιάζαμε, μου ήταν πολύ εύκολο να απεικονίσω τον εαυτό μου στη θέση εκείνου στο κρεβάτι της εντατικής. Ένα παράπονο που έχω, από τον εαυτό μου κυρίως και κάτι που με κατηγορώ ακόμα όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι ακόμα κι εκείνη τη στιγμή δεν κατάφερα να του πω ότι: «Σε αγαπώ», κάπως να μπορέσει να ολοκληρωθεί αυτή η σχέση, να κλείσει έτσι με μια θετική νότα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω καν, ακόμα μέχρι και σήμερα, αν με κατάλαβε ότι πήγα, έστω κι εκείνη την τελευταία στιγμή. Η αλήθεια είναι ότι όταν μίλησα με τη θεία μου μετά, μου είπε ότι: «Το πιθανότερο είναι να σε κατάλαβε, αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξέρω». Πήγα και δεύτερη φορά να τον δω κι ευτυχώς κατάφερα να τον προλάβω την τελευταία στιγμή πριν τον μεταφέρουν στο κέντρο αποκατάστασης. Είχε πάει να γίνει λίγο καλύτερα από την πρώτη φορά που πήγα να τον δω, οπότε κι εγώ σκεφτόμουν ότι μάλλον με κατάλαβε, γιατί μάλλον βρήκε το θάρρος να παλέψει για να ζήσει. Οπότε τον μεταφέρουνε στο κέντρο αποκατάστασης, εγώ έρχομαι ξανά Αθήνα. Κι επειδή τότε δούλευα, κανονίζω πότε θα μπορέσω με την πρώτη ευκαιρία να ξαναπάω να τον δω, για να δω πώς… σε τι κατάσταση βρίσκεται κι αν όντως είναι καλύτερα σταθερά. Όπου ξημερώνει η Κυριακή του 2018, ήταν 1 Απριλίου –10 Απριλίου, παρεμπιπτόντως, έχω εγώ γενέθλια– και με παίρνει τηλέφωνο η θεία μου κυριολεκτικά δύο λεπτά αφότου είχα κλείσει το εισιτήριο, ώστε μετά να μεταβώ Λάρισα και να τον ξαναδώ. Kαι δύο λεπτά αφότου είχα κλείσει το εισιτήριο, με παίρνει τηλέφωνο η θεία μου και κατάλαβα, προφανώς, τι είχε συμβεί, ότι είχε πεθάνει 1 Απριλίου, πολύ σημαδιακή ημερομηνία, γιατί, κάτι που δεν ανέφερα, ότι ο πατέρα μου ήταν μεγάλος πλακατζής και αρκετά είρων, οπότε το θεώρησα σαν την τελευταία πλάκα που έκανε στον κόσμο πριν αποχωρήσει. Για να προχωρήσω λίγο την ιστορία και να καταλήξω εκεί που θα ήθελα, αφότου έγινε η κηδεία του και αφότου προσπαθούσα κι εγώ μέσα μου να διαχειριστώ αυτά τα συναισθήματα του χαμού ενός ανθρώπου που είχε σημαντική θέση στη ζωή μου, αν μη τι άλλο όχι την παραδοσιακή σημαντική θέση που θα περίμενε κανείς να έχει ένας πατέρας στη ζωή του παιδιού του. Σε μια συνομιλία με τη θεία μου, γυρνάει και μου λέει ότι, είχε πάθει το εγκεφαλικό, ας πούμε, 13:00 το μεσημέρι, ήρθε σε επικοινωνία μόνος του τρεις ώρες αργότερα, π.χ. στις 16:00, για να ζητήσει βοήθεια κι ότι βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση. Κάτι το οποίο η ίδια το ερμήνευσε ως μια προσπάθεια να φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί δεν είχε κάτι άλλο για να ζήσει και ότι ήθελε να πεθάνει μόνος του. Για κάποιο λόγο η συγκεκριμένη ατάκα εμένα μου ξύπνησε πάρα πολλά συναισθήματα. Γιατί, όπως ανέφερα κιόλας, όταν τον είδα στο κρεβάτι της εντατικής ένιωσα σαν να βλέπω τον εαυτό μου σ’ αυτή τη θέση κάποια χρόνια μπροστά, αδιευκρίνιστο πόσα. Οπότε ήμουν σε πολύ χάλια ψυχολογική κατάσταση εκείνο το διάστημα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν μπορούσα να ηρεμήσω το βράδυ, ένιωθα ότι μου ’χαν ξυπνήσει παράλογες φοβίες για την υγεία μου, για τον εαυτό μου, για εμπειρίες που μπορεί να έχω ζήσει. Φοβόμουν ότι αν κλείσω τα μάτια μου και ηρεμήσω θα θυμηθώ πράγματα που μπορεί να έχω ξεχάσει, εμπειρίες κι αναμνήσεις που μπορεί να έχω απωθήσει, γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούσα να ηρεμήσω και [00:20:00]να κοιμηθώ. Και συνειδητοποίησα ότι έχει έρθει η ώρα, σ’ αυτήν την τραγική κατάσταση που βρίσκομαι, σ’ αυτόν τον πάτο τον ψυχολογικό, έχει έρθει επιτέλους η ώρα να αναζητήσω κι εγώ βοήθεια ψυχολογική, για να μην φτάσω σ’ αυτήν την κατάσταση να παθαίνω κάτι από θέμα υγείας και να μην θέλω να στραφώ και να ζητήσω βοήθεια και να μην έχω κάποιον άνθρωπο σε άμεση διαθεσιμότητα εκείνη τη στιγμή, ώστε να με βοηθήσει και στην ουσία να θέλω να πεθάνω μόνη μου ζώντας σ’ ένα πλαίσιο πλήρους άρνησης, έχοντας ζήσει ό,τι θα μπορούσα να έχω ζήσει και αναζητώντας απλά την εύκολη διέξοδο. Οπότε, με τα πολλά, μέσα απ’ αυτήν την αφορμή, τον θάνατο του πατέρα μου, κατάφερα να αναζητήσω ψυχολογική βοήθεια, κάτι που μπορώ να πω τώρα, έχοντας περάσει κάποια χρόνια από τότε, απ’ αυτό το σκηνικό, ότι μου βγήκε σε πάρα πολύ καλό. Με τα πολλά, κατάφερα να εκφράσω επιτέλους πρώτη φορά κάποια πράγματα που είχα μέσα μου και δεν εξέφραζα μέχρι τότε. Κατάφερα ν’ αποδεχτώ επιτέλους τη σεξουαλικότητά μου και να κάνω coming out στη μητέρα μου, κάτι που, μέχρι πρότινος, δεν περίμενα ότι θα γίνει ποτέ. Περίμενα ότι θα πεθάνει κι εκείνη και δεν θα ξέρει ποτέ για μένα ότι είμαι λεσβία. Ακόμα και το γεγονός ότι λέω «λεσβία» και δεν μου δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα. Η συγκεκριμένη πράξη, βασικά, οι συγκεκριμένες σειρές γεγονότων, θεωρώ ότι με οδήγησαν στο να μπορέσω επιτέλους να χτίσω περισσότερη αυτοπεποίθηση, να αισθανθώ καλύτερα με τον εαυτό μου, ακόμα, ακόμα να μην έχω αρνητικά συναισθήματα και θυμό ακόμα και με το πρόσωπο της μητέρας μου, κάτι που είχα πάντα και θεωρούσα ότι θα έχω πάντα. Οπότε, εκεί που ήθελα να καταλήξω μέσα από αυτήν τη σύντομη, ελπίζω, αφήγηση της ιστορίας είναι ότι, θεωρώ ότι το καλύτερο πράγμα που μου έχει κάνει ο πατέρας μου για τη ζωή μου, ήταν το να πεθάνει. Και όχι επειδή ήθελα να πεθάνει ή επειδή θα ήθελα να έχει πεθάνει κάποια στιγμή της ζωής μου. Απλά και μόνο επειδή με αφορμή αυτό το τεράστιο γεγονός στη δική μου ζωή και στο πώς το εξέλαβα εγώ αυτό το αρνητικό γεγονός, κατάφερα να το γυρίσω σε κάτι θετικό. Οπότε τον ευχαριστώ και τον αγαπώ, αυτά.

Ι.Μ.:

Μαριβίλη, σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ για την αφήγησή σου. Ελπίζω να είσαι ΟΚ σ’ αυτό το σημείο και να μην έχεις ζοριστεί.

Μαριβίλη:

Είμαι αρκετά καλά.

Ι.Μ.:

Είχα σημειώσει να σε ρωτήσω κάποια πράγματα, απλά νομίζω ότι με τη ροή της συζήτησης κάπως έχουν αναδειχθεί πιο σημαντικά ζητήματα. Η σχέση που έχεις τώρα τη μητέρα σου, μετά τον θάνατο του πατέρα σου, πώς έχει επηρεαστεί;

Μαριβίλη:

Τότε παράλληλα, αφότου είχε πεθάνει ο πατέρας μου, είχα ξεκινήσει να πηγαίνω στην ψυχολόγο. Κι είχε αναδειχθεί το πώς η μητέρα μου προσπαθούσε πάντα να είμαστε εμείς οι δύο, σχεδόν αδιαχώριστες ψυχολογικά και ψυχοσυναισθηματικά. Πράγμα που εκφραζόταν όχι μόνο από το πώς έβλεπε πάντα τα κοινά μας ταμεία ως κοινά, έως και το οτιδήποτε αντιμετώπιζα εγώ ψυχολογικά είτε εκείνη, αντίστοιχα, ψυχολογικά, το έβλεπε σα να είναι και δικό μου και δικό της. Οπότε, αφού έχουμε κάνει αυτή τη συζήτηση με την ψυχολόγο, θυμάμαι να συζητάω με τη μητέρα μου το θάνατο του πατέρα μου, αφότου είχα πάει στην κηδεία του, και γυρνάει και μου λέει τη χαρακτηριστική έκφραση ότι: «Τώρα είμαστε οι δυο μας!» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ένα τεράστιο, μια καμπάνα βασικά, στο κεφάλι μου και συνειδητοποίησα ότι κι εκείνη το έβλεπε, ίσως πιο συνειδητά, ότι είμαστε αδιαχώριστες. Ίσως, ένιωσα ότι ίσως σαν να περίμενε να φύγει αυτός ο άνθρωπος από τη ζωή μου για να μείνουμε πραγματικά οι δυο μας. Γιατί νομίζω ότι πάντα ένιωθε, είτε όσο ζει είτε όσο υπάρχει αυτός ο άνθρωπος κινδυνεύει η δική της θέση στη δική μου ζωή. Με τα πολλά πάντως και παρότι έχουμε περάσει αρκετά προβλήματα κι από τότε κι έχουν συμβεί κι αρκετά σκηνικά, πολύ έντονα, σε σχέση μ’ αυτόν τον άνθρωπο, μπορώ να πω ότι, πλέον, δεν είναι καλύτερες οι σχέσεις μας, γιατί ποτέ δεν ήταν καλές, πάντα ήταν τυπικές, ακόμα κι όταν μέναμε μαζί. Θεωρώ, δηλαδή, ότι η μητέρα μου αγνοεί πολύ βασικά κομμάτια της προσωπικότητάς μου και δεν τα ξέρει, δεν θέλει να τα μάθει, δεν μπορεί να τα μάθει, δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Παρ’ όλα αυτά, πλέον αυτό που έχει αλλάξει είμαι εγώ. Θεωρώ ότι πράγματα που κάποτε ίσως να μ’ εκνεύριζαν, πράγματα που κάποτε μπορεί να μ’ έριχναν σ’ ένα συναισθηματικό βόθρο, σ’ ένα συναισθηματικό πάτο, πλέον δεν με αγγίζουν. Οπότε οι σχέσεις μας μπορούν να είναι τυπικές, τυπικά καλές, σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο το οποίο έχω επιλέξει εγώ.

Ι.Μ.:

ΟΚ, κι έχοντας πλέον περάσει ένα διάστημα και περάσει από τη διαδικασία την ψυχοθεραπευτική, που έχεις κι εσύ επεξεργαστεί πολλά ζητήματα [00:25:00]για τη σχέση με τους γονείς σου, τι πιστεύεις ότι από το παροντικό πρίσμα θα σε βοηθούσε να είχες ως γνώση 2-3 χρόνια πριν, όταν ήσουν ακόμα εύπλαστη, πριν μπεις στη διαδικασία την ψυχοθεραπευτική και θωρακιστείς κάπως σαν ατομικότητα.

Μαριβίλη:

Κοίταξε, μεγαλώνοντας αυτό που ήλπιζα πάντα ήταν να είχε βρεθεί ένας άνθρωπος που να μπορούσε να καταλάβει, αν θέλεις, τι κρύβεται πίσω απ’ το γέλιο ενός παιδιού, τι κρύβεται πίσω από κάποιες, ίσως επιθετικές συμπεριφορές απέναντι σε άλλα παιδιά, τι κρύβεται πίσω από το γεγονός ότι ένα παιδί δεν μιλάει τόσο ή δεν ανοίγεται τόσο εύκολα. Θα ήθελα να υπάρχει ένας άνθρωπος, είτε στο σχολείο είτε απλά στον περίγυρό μου, που να μπορεί να καταλάβει τι περνάω και να παρέχει κάποια βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά,  βλέποντας το τώρα και το πώς έχω εξελιχθεί αυτή τη στιγμή, επειδή βρίσκομαι σ’ ένα σημείο που μ’ αρέσει και το απολαμβάνω, θεωρώ ότι ήταν κάποιες απαραίτητες εμπειρίες ώστε να φτάσω σ’ αυτό το σημείο. Είναι η δική μου ιστορία και μπορώ να πω ότι δεν θα την άλλαζα, γιατί άμα άλλαζα έστω κι ένα μικρό κομμάτι από αυτήν την ιστορία, θα άλλαζα εγώ σαν άνθρωπος. Κάτι που δεν θα το ήθελα αυτή τη στιγμή. Οπότε ελπίζω να σ’ έχω καλύψει με την απάντησή μου.

Ι.Μ.:

Απόλυτα. Σ’ αυτό το σημείο θα ’θελα να σε ρωτήσω αν θα ήθελες να προσθέσεις κάτι πριν κλείσουμε που μπορεί να παρέλειψα να σε ρωτήσω ή εάν θα ήθελες να κλείσεις αυτή τη διαδικασία με μια δική σου κατακλείδα, που μπορεί να αφορά το οτιδήποτε.

Μαριβίλη:

Νομίζω ότι τις κατακλείδες, που ήθελα να δώσω, τις έχω δώσει. Ίσως το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι ότι καλό θα είναι να μην παίρνουμε σα δεδομένα κάποια πράγματα ή κάποιους ανθρώπους στη ζωή μας κι ότι όλα μπορούν ν’ αλλάξουν από στιγμή σε στιγμή, οπότε καλό είναι είτε έχουμε κάποια αρνητικά συναισθήματα καταπιεσμένα μέσα μας είτε ακόμα και κάποια θετικά συναισθήματα, γιατί να τα παραλείπουμε κι αυτά άλλωστε; Καλό είναι να τα λέμε στο τώρα και να μην περιμένουμε κάποια μελλοντική στιγμή να τα πούμε και να τα εκφράσουμε γιατί μπορεί να μην υπάρξει αυτή η μελλοντική στιγμή. Οπότε, καλό είναι και τα αρνητικά και τα θετικά, όσο δύσκολα ή όσο εύκολα είναι για να τ’ ακούσει κάποιος και για να τα πει κάποιος άλλος, καλό είναι να προσπαθούμε να τα πούμε. Αν όμως, από την άλλη, δεν έχουμε καταφέρει να το κάνουμε αυτό, κι αυτό είναι καλό. Δεν ήταν ο χρόνος μας, δεν ήμασταν έτοιμοι, καλό είναι να αφήσουμε επιτέλους αυτήν την ενοχή που μπορεί να έχουμε και όχι μόνο να τιμωρούμε και να κατηγορούμε τον εαυτό μας, αλλά και να τον αγαπήσουμε και λίγο και να τον χαϊδέψουμε όταν το χρειάζεται, αυτό.

Ι.Μ.:

Ωραία. Μαριβίλη, σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να σε ρωτήσω αν είσαι σύμφωνη να κλείσω τον καταγραφέα.

Μαριβίλη:

Ναι

Ι.Μ.:

ΟΚ. Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο σου.